ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στην ανάθεση νομοθετικών αρμοδιοτήτων και τον έλεγχο από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή

4.12.2013 - (2012/2323(INI))

Επιτροπή Νομικών Θεμάτων
Εισηγητής: József Szájer

Διαδικασία : 2012/2323(INI)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου :  
A7-0435/2013
Κείμενα που κατατέθηκαν :
A7-0435/2013
Κείμενα που εγκρίθηκαν :

ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στην ανάθεση νομοθετικών αρμοδιοτήτων και τον έλεγχο από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή

(2012/2323(INI))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη τα άρθρα 290 και 291 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ),

–   έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή[1],

–   έχοντας υπόψη την Κοινή Συνεννόηση για τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, η οποία εγκρίθηκε στις 3 Μαρτίου 2011 από τη Διάσκεψη των Προέδρων,

–   έχοντας υπόψη τη συμφωνία-πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής[2], και ιδίως το σημείο 15 και το Παράρτημα 1,

–   έχοντας υπόψη την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 5 Σεπτεμβρίου 2012 στην υπόθεση C-355/10, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί), καθώς και την εκκρεμή υπόθεση C-427/12, Επιτροπή κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–   έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 5ης Μαΐου 2010 σχετικά με την αρμοδιότητα νομοθετικής εξουσιοδότησης[3],

–   έχοντας υπόψη την ενημερωτική έκθεση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, που εγκρίθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τη βελτίωση της νομοθεσίας: εκτελεστικές πράξεις και κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις,

–   έχοντας υπόψη την επιστολή της 26ης Νοεμβρίου 2012 του Προέδρου του Κοινοβουλίου προς τον Πρόεδρο της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών σχετικά με τις οριζόντιες αρχές για τη χρήση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σε σχέση με τα νομοθετικά προγράμματα που καλύπτονται από το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ), όπως εγκρίθηκε από τη Διάσκεψη των Προέδρων κατά τη συνεδρίαση της στις 15 Νοεμβρίου 2012,

–        έχοντας υπόψη την επιστολή της 8ης Φεβρουαρίου 2013 του Προέδρου του Κοινοβουλίου προς τους Προέδρους του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με την έλλειψη προόδου στο Συμβούλιο όσον αφορά τις προτάσεις εναρμόνισης στους τομείς της γεωργίας και της αλιείας,

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Ανάπτυξης, της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων, της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων, της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας, της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού, της Επιτροπής Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου, της Επιτροπής Αλιείας και της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A7-0435/2013),

Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας εισήγαγε τη δυνατότητα για το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (αναφερόμενα από κοινού ως «ο νομοθέτης») να εκχωρούν, με νομοθετική πράξη («βασική πράξη»), στην Επιτροπή μέρος των αρμοδιοτήτων τους· λαμβάνοντας υπόψη ότι η νομοθετική εξουσιοδότηση είναι μία ευαίσθητη λειτουργία στο πλαίσιο της οποίας ανατίθεται στην Επιτροπή η άσκηση μιας αρμοδιότητας που είναι σύμφυτη με τον ρόλο του νομοθέτη· λαμβάνοντας υπόψη ότι, ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να εξασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή της Συνθήκης προκειμένου να διασφαλίζεται επαρκές επίπεδο δημοκρατικής νομιμότητας και για τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις· λαμβάνοντας υπόψη ότι αφετηρία για την εξέταση του ζητήματος της νομοθετικής εξουσιοδότησης πρέπει, συνεπώς, να είναι πάντοτε η ελευθερία του νομοθέτη· λαμβάνοντας υπόψη ότι η πάγια νομολογία επιφυλάσσει αποκλειστικά στον νομοθέτη τη θέσπιση κανόνων που είναι ουσιώδεις για το ρυθμιζόμενο ζήτημα· γεγονός που συνεπάγεται ότι δεν δύναται να εκχωρηθεί η αρμοδιότητα έγκρισης διατάξεων για την οποία απαιτούνται πολιτικές αποφάσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του νομοθέτη· λαμβάνοντας υπόψη ότι, ως εκ τούτου, η εκχωρηθείσα αρμοδιότητα μπορεί να συνίσταται μόνο στη συμπλήρωση ή την τροποποίηση τμημάτων μιας νομοθετικής πράξης τα οποία δεν είναι ουσιώδους σημασίας· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που θα εκδίδει στη συνέχεια η Επιτροπή θα είναι μη νομοθετικές πράξεις γενικής ισχύος· λαμβάνοντας υπόψη ότι η βασική πράξη πρέπει να ορίζει ρητώς τους στόχους, το περιεχόμενο, την έκταση και τη διάρκεια της εξουσιοδότησης αυτής και πρέπει να ορίζει τους όρους στους οποίους υπόκειται η εξουσιοδότηση·

Β.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, προκειμένου να καθοριστούν οι πρακτικές ρυθμίσεις και οι συμφωνημένες αποσαφηνίσεις σχετικά με την εκχώρηση νομοθετικών αρμοδιοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή συμφώνησαν σε μια Κοινή Συνεννόηση για τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, προκειμένου να υπάρξει ομαλή άσκηση των εκχωρηθεισών αρμοδιοτήτων και αποτελεσματικός έλεγχος των εν λόγω αρμοδιοτήτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο·

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με τις Συνθήκες, τα κράτη μέλη οφείλουν να θεσπίζουν όλα τα μέτρα εσωτερικού δικαίου που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης· λαμβάνοντας υπόψη ότι, όταν, ωστόσο, απαιτούνται ενιαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης, οι πράξεις αυτές οφείλουν να αναθέτουν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή (και, σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, στο Συμβούλιο), όπως προβλέπει το άρθρο 291 της ΣΛΕΕ· λαμβάνοντας υπόψη ότι, όταν η βασική πράξη απαιτεί η έγκριση εκτελεστικών πράξεων από την Επιτροπή να υπόκειται σε έλεγχο από τα κράτη μέλη, η βασική πράξης πρέπει να αναθέτει τις εν λόγω εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011· λαμβάνοντας υπόψη ότι μια βασική δέσμευση που ανέλαβε η Επιτροπή με δήλωση που επισυνάπτεται στον εν λόγω κανονισμό ήταν η επείγουσα εναρμόνιση του κεκτημένου (acquis) με το νέο σύστημα κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικών πράξεων που πρόκειται να ολοκληρωθεί κατά τη διάρκεια της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου, συμπεριλαμβανομένων βασικών πράξεων που αναφέρονται στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο (ΚΔΕ)·

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι καθήκον του νομοθέτη να καθορίζει, κατά περίπτωση, τον βαθμό λεπτομέρειας κάθε νομοθετικής πράξης και, ως εκ τούτου, να αποφασίζει επίσης εάν θα εκχωρεί στην Επιτροπή αρμοδιότητα έγκρισης κατ’ εξουσιοδότησης πράξεων, καθώς και εάν απαιτούνται αρμοδιότητες που θα διασφαλίζουν ενιαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της νομοθετικής πράξης· λαμβάνοντας υπόψη ότι η ανάθεση τέτοιων κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών αρμοδιοτήτων δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση υποχρέωση· λαμβάνοντας υπόψη ότι το ενδεχόμενο μιας τέτοιας ανάθεσης πρέπει, ωστόσο, να εξετάζεται όταν απαιτούνται ευελιξία και αποτελεσματικότητα που δεν μπορούν να επιτευχθούν μέσω της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας· λαμβάνοντας υπόψη ότι η απόφαση ανάθεσης κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών αρμοδιοτήτων πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικούς παράγοντες, οι οποίοι πρέπει να επιτρέπουν τον δικαστικό έλεγχο της εγκρινόμενης λύσης· λαμβάνοντας υπόψη ότι, ελλείψει νομολογίας σχετικά με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ και τα κριτήρια που ορίζονται σ' αυτό, έχει καταστεί δυσχερέστερο για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να συμφωνήσουν ως προς την οριοθέτηση ανάμεσα στις εκτελεστικές και τις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις·

Ε.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η ανάθεση αρμοδιοτήτων στην Επιτροπή δεν είναι απλώς ένα τεχνικό ζήτημα, αλλά μπορεί να περιλαμβάνει ζητήματα ιδιαίτερης πολιτικής σημασίας για τους πολίτες και τους καταναλωτές της Ένωσης, τις επιχειρήσεις και ολόκληρους τομείς λόγω των πιθανών κοινωνικοοικονομικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεών τους καθώς των επιπτώσεών τους για την υγεία·

ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι νομοθετικές διαπραγματεύσεις επί πολλών εγγράφων έχουν δείξει αποκλίνουσες ερμηνείες μεταξύ των θεσμικών οργάνων σε συγκεκριμένα ζητήματα· λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 37α του Κανονισμού του, οι επιτροπές του Κοινοβουλίου μπορούν να ζητούν γνωμοδότηση από την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων κατά την εξέταση πρότασης που προβλέπει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις· λαμβάνοντας υπόψη ότι, στις 13 Ιανουαρίου 2012, η Διάσκεψη των Προέδρων ενέκρινε μια κοινή γραμμή, και, στις 19 Απριλίου 2012, ενέκρινε μια οριζόντια προσέγγιση που πρέπει να ακολουθείται από επιμέρους επιτροπές, προκειμένου να αποφεύγονται οι διαφορές απόψεων· λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο πρέπει να δώσει περαιτέρω ώθηση στην κοινή γραμμή με τον καθορισμό των δικών του κριτηρίων για την εφαρμογή των άρθρων 290 και 291 της ΣΛΕΕ και καταβάλλοντας προσπάθειες για την επίτευξη συμφωνίας με το Συμβούλιο και την Επιτροπή ως προς τα εν λόγω κριτήρια·

Κριτήρια για την εφαρμογή των άρθρων 290 και 291 της ΣΛΕΕ

1.  θεωρεί ότι το Κοινοβούλιο πρέπει να ακολουθήσει τα παρακάτω μη δεσμευτικά κριτήρια κατά την εφαρμογή των άρθρων 290 και 291 της ΣΛΕΕ· ο κατάλογος των κριτηρίων αυτών δεν θα πρέπει να θεωρείται εξαντλητικός:

- Ο δεσμευτικός ή μη δεσμευτικός χαρακτήρας ενός μέτρου πρέπει να καθορίζεται με βάση τον χαρακτήρα και το περιεχόμενό του· μόνο η εξουσιοδότηση θέσπισης νομικά δεσμευτικών μέσων μπορεί να εκχωρηθεί σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ.

- Η Επιτροπή δύναται να τροποποιεί νομοθετικές πράξεις μόνο με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις. Κάτι τέτοιο περιλαμβάνει την τροποποίηση παραρτημάτων, καθώς τα παραρτήματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της νομοθετικής πράξης. Τα παραρτήματα δεν προστίθενται ούτε απαλείφονται με στόχο την ενεργοποίηση ή την αποφυγή της χρήσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων· εάν ο νομοθέτης αποφασίσει ότι ένα κείμενο πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της βασικής πράξης, μπορεί να αποφασίσει να το συμπεριλάβει σε παράρτημα. Τούτο ισχύει ιδιαιτέρως όσον αφορά τους ενωσιακούς καταλόγους ή τα μητρώα των επιτρεπόμενων προϊόντων ή ουσιών, που θα πρέπει να παραμείνουν, για λόγους ασφάλειας δικαίου, αναπόσπαστο μέρος της βασικής πράξης, εφόσον απαιτείται, με τη μορφή παραρτήματος. Τα μέτρα που αποσκοπούν στον περαιτέρω προσδιορισμό του ακριβούς περιεχομένου των υποχρεώσεων που ορίζονται στη νομοθετική πράξη είναι σχεδιασμένα ώστε να συμπληρώνουν τη βασική πράξη, προσθέτοντας μη ουσιώδη στοιχεία.

- Τα μέτρα που οδηγούν σε μια επιλογή προτεραιοτήτων, στόχων ή αναμενόμενων αποτελεσμάτων πρέπει να θεσπίζονται μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, εφόσον ο νομοθέτης αποφασίσει να μην τα συμπεριλάβει στην ίδια τη νομοθετική πράξη.

- Τα μέτρα που είναι σχεδιασμένα να καθορίζουν (περαιτέρω) προϋποθέσεις, κριτήρια ή απαιτήσεις –η εκπλήρωση των οποίων πρέπει να διασφαλίζεται από τα κράτη μέλη ή από άλλα πρόσωπα ή οντότητες τις οποίες αφορά άμεσα η νομοθεσία– αλλάζουν, εξ ορισμού, το περιεχόμενο της νομοθεσίας και προσθέτουν νέους κανόνες γενικής ισχύος. Επομένως, η δημιουργία τέτοιων επιπρόσθετων κανόνων ή κριτηρίων δύναται να πραγματοποιείται μόνο μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξης. Αντιθέτως, η εφαρμογή των κανόνων ή των κριτηρίων που έχουν θεσπιστεί ήδη με τη βασική πράξη (ή με μελλοντική κατ’ εξουσιοδότηση πράξη), χωρίς να τροποποιούν την ουσία των δικαιωμάτων ή των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτά και χωρίς να κάνουν περαιτέρω επιλογές πολιτικής, μπορεί να επιτευχθεί μέσω εκτελεστικών πράξεων.

- Κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει επιπρόσθετους δεσμευτικούς κανόνες γενικής ισχύος που επηρεάζουν κατ’ ουσίαν τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από τη βασική πράξη. Τα εν λόγω μέτρα συμπληρώνουν, εξ ορισμού, εκείνα που προβλέπονται στη βασική πράξη, προσδιορίζοντας περαιτέρω την πολιτική της Ένωσης. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί μόνο με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη.

–   Ανάλογα με τη δομή του οικείου χρηματοδοτικού προγράμματος, μη ουσιώδη στοιχεία που τροποποιούν ή συμπληρώνουν τη βασική πράξη, όπως αυτά που αφορούν ειδικά τεχνικά ζητήματα, στρατηγικά συμφέροντα, στόχους, αναμενόμενα αποτελέσματα, κλπ, μπορούν να εγκρίνονται με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις στο βαθμό που δεν περιλαμβάνονται στη βασική πράξη. Ο νομοθέτης μπορεί να επιτρέπει την έγκριση μέσω εκτελεστικών πράξεων μόνο στοιχείων που δεν αποτυπώνουν κάποιο περαιτέρω πολιτικό προσανατολισμό ή προσανατολισμό πολιτικής.

- Ένα μέτρο που καθορίζει το είδος των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στο πλαίσιο της βασικής πράξης (δηλαδή το ακριβές περιεχόμενο των πληροφοριών) γενικά συμπληρώνει την υποχρέωση παροχής πληροφοριών και πρέπει να τίθεται σε εφαρμογή με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη.

- Ένα μέτρο που καθορίζει τις ρυθμίσεις για την παροχή πληροφοριών (δηλαδή τον μορφότυπο) γενικά δεν συμπληρώνει την υποχρέωση παροχής πληροφοριών. Αντιθέτως, ένα τέτοιο μέτρο επιτρέπει την ενιαία εφαρμογή. Πρέπει, επομένως, να εφαρμόζεται, κατά γενικό κανόνα, μέσω εκτελεστικής πράξης.

- Τα μέτρα με τα οποία θεσπίζεται μια διαδικασία (δηλαδή ένας τρόπος εκτέλεσης ή εφαρμογής) μπορεί να καθορίζονται είτε με κατ’ εξουσιοδότηση είτε με εκτελεστική πράξη (ή ακόμα και να αποτελούν ουσιαστικό στοιχείο της βασικής πράξης), ανάλογα με το περιεχόμενο, το πλαίσιο και τον χαρακτήρα των διατάξεων που περιλαμβάνονται στη βασική πράξη. Τα μέτρα που καθορίζουν στοιχεία διαδικασιών που αφορούν περαιτέρω μη ουσιώδεις επιλογές πολιτικής προκειμένου να συμπληρωθεί το νομοθετικό πλαίσιο που προβλέπεται στη βασική πράξη πρέπει, γενικά, να θεσπίζονται με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις. Τα μέτρα που καθορίζουν λεπτομέρειες διαδικασιών προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίες συνθήκες για την εφαρμογή μιας υποχρέωσης που προβλέπεται στη βασική πράξη πρέπει, γενικά, να είναι εκτελεστικά μέτρα.

- Όπως και με τις διαδικασίες, η εξουσιοδότηση για τον καθορισμό μεθόδων (δηλαδή τρόπων εκτέλεσης ενός συγκεκριμένου πράγματος με τακτικό και συστηματικό τρόπο) ή μεθοδολογίας (δηλαδή κανόνων για τον καθορισμό των μεθόδων) μπορούν να προϋποθέτουν κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικές πράξεις, ανάλογα με το περιεχόμενο και το πλαίσιο.

- Σε γενικές γραμμές, οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις πρέπει να χρησιμοποιούνται σε περιπτώσεις που η βασική πράξη αφήνει σημαντικό περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στην Επιτροπή να συμπληρώσει το νομοθετικό πλαίσιο που ορίζεται στη βασική πράξη.

- Οι εξουσιοδοτήσεις μπορούν να αποτελούν μέτρα γενικής ισχύος. Για παράδειγμα, κάτι τέτοιο ισχύει στην περίπτωση αποφάσεων που αφορούν την άδεια ή την απαγόρευση συμπερίληψης μιας συγκεκριμένης ουσίας σε τρόφιμα, καλλυντικά κ.λπ. Οι αποφάσεις αυτές είναι γενικές, επειδή αφορούν κάθε φορέα που είναι πρόθυμος να χρησιμοποιήσει μια τέτοια ουσία. Σε τέτοιες περιπτώσεις, εάν η απόφαση της Επιτροπής βασίζεται πλήρως σε κριτήρια που περιέχονται στη βασική πράξη, μπορεί να αποτελεί εκτελεστική πράξη· στις περιπτώσεις, ωστόσο, που τα κριτήρια επιτρέπουν, παρά ταύτα, στην Επιτροπή να προβεί σε περαιτέρω μη ουσιώδεις/δευτερεύουσες πολιτικές επιλογές ή επιλογές πολιτικής, η σχετική εξουσιοδότηση πρέπει να αποτελεί κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, επειδή θα συμπλήρωνε τη βασική πράξη.

- Μια νομοθετική πράξη μπορεί να εκχωρεί στην Επιτροπή μόνο την αρμοδιότητα να εκδίδει μη νομοθετικές πράξεις γενικής ισχύος. Επομένως, μέτρα ατομικής ισχύος δεν μπορούν να θεσπίζονται με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις. Μια πράξη έχει γενική ισχύ εάν εφαρμόζεται σε αντικειμενικώς προσδιοριζόμενες καταστάσεις και παράγει έννομα αποτελέσματα για κατηγορίες προσώπων κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο.

- Οι εκτελεστικές πράξεις δεν πρέπει να προσθέτουν περαιτέρω πολιτικό προσανατολισμό και οι αρμοδιότητες που εκχωρούνται στην Επιτροπή δεν πρέπει να αφήνουν σημαντικό περιθώριο διακριτικής ευχέρειας.

Γενικές παρατηρήσεις

2.  προτρέπει την Επιτροπή και το Συμβούλιο να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με το Κοινοβούλιο για την επίτευξη συμφωνίας όσον αφορά τα προαναφερθέντα κριτήρια· κρίνει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί στο πλαίσιο αναθεώρησης της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας, η οποία θα περιλαμβάνει ανάλογα κριτήρια·

3.  υπενθυμίζει τις αποφάσεις που ελήφθησαν από τη Διάσκεψη των Προέδρων κατά τις συνεδριάσεις της 13ης Ιανουαρίου 2011 και της 19ης Απριλίου 2012 σχετικά με τις κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις, και τονίζει ότι το Κοινοβούλιο θα πρέπει πάντα να επιμένει στη χρήση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων για όλες τις αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή και πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 290 της ΣΛΕΕ και ότι τα έγγραφα στα οποία δεν διασφαλίζονται τα θεσμικά δικαιώματα του Κοινοβουλίου όσον αφορά την ενσωμάτωση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων δεν θα εγγράφονται στην ημερήσια διάταξη της ολομέλειας προς ψηφοφορία για την επίτευξη συμφωνίας· τονίζει ότι το Κοινοβούλιο θα πρέπει, ήδη από το αρχικό στάδιο των διαπραγματεύσεων, να επισημάνει το θέμα των κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικών πράξεων ως βασικό θεσμικό ζήτημα για το Κοινοβούλιο·

4.  καλεί την Επιτροπή να αιτιολογεί στο μέλλον ρητά και βάσιμα, για ποιον λόγο προτείνει, στο πλαίσιο νομοθετικής πρότασης, την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη ή την εκτελεστική πράξη, και για ποιον λόγο θεωρεί το περιεχόμενο της ρύθμισης μη ουσιώδες· υπενθυμίζει ότι, όπως προκύπτει σαφώς από τις διατάξεις των άρθρων 290 και 291 της Συνθήκης, οι κατ' εξουσιοδότηση και οι εκτελεστικές πράξεις προορίζονται να αντιμετωπίζουν διαφορετικές ανάγκες και ως εκ τούτου δεν μπορούν να υποκαθιστούν οι μεν τις δε·

5.  πιστεύει ότι, προκειμένου να καταστεί ισχυρότερη η θέση των εισηγητών του στις νομοθετικές διαπραγματεύσεις, πρέπει να αξιοποιείται περισσότερο η δυνατότητα παροχής γνωμοδότησης από την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων σύμφωνα με το άρθρο 37 α του Κανονισμού του·

6.  εκφράζει σοβαρή ανησυχία για το γεγονός ότι η εναρμόνιση του κεκτημένου με τη Συνθήκη της Λισαβόνας έχει πραγματοποιηθεί μερικώς μόνο, τέσσερα χρόνια μετά την έναρξη ισχύος της· χαιρετίζει την υποβολή από την Επιτροπή των πρόσφατων προτάσεων για την εναρμόνιση των υπόλοιπων νομοθετικών πράξεων που προβλέπουν τη χρήση της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο (ΚΔΕ)· τονίζει, ωστόσο, την ανάγκη έναρξης των διαπραγματεύσεων επί των προτάσεων αυτών το συντομότερο δυνατόν προκειμένου να περατωθούν οι σχετικές εργασίες πριν από το τέλος της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου· θεωρεί ότι τουλάχιστον οι περιπτώσεις εκείνες που στο παρελθόν εξετάζονταν στο πλαίσιο της ΚΔΕ πρέπει πλέον να εναρμονιστούν με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ, καθώς τα μέτρα της ΚΔΕ συνιστούν και αυτά μέτρα γενικής ισχύος που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων βασικής πράξης, μεταξύ άλλων διαγράφοντας ορισμένα εξ αυτών των στοιχείων ή συμπληρώνοντας τη βασική πράξη με την προσθήκη νέων μη ουσιωδών στοιχείων· παράλληλα, καλεί το Συμβούλιο να συνεχίσει τις συνομιλίες για τις συγκεκριμένες προτάσεις εναρμόνισης που επί του παρόντος καθυστερούν στο Συμβούλιο, συμπεριλαμβανομένων προτάσεων στους τομείς της γεωργίας και της αλιείας·

7.  εκφράζει ανησυχία ότι, παρά το γεγονός ότι η συστηματική ένταξη όλων των στοιχείων πολιτικής στη βασική πράξη μπορεί να αποτελεί σωστή λύση σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, ωστόσο συν τω χρόνω μπορεί να ακυρώσει τον χαρακτήρα του άρθρου 290 της ΣΛΕΕ ως πολύτιμου μέσου εξορθολογισμού της νομοθετικής διαδικασίας, που ήταν και η αρχική του αιτιολογία προκειμένου να αποφεύγονται η μικροδιαχείριση και μια δυσκίνητη και μακρά διαδικασία συναπόφασης · τονίζει ότι η εφαρμογή της προσέγγισης αυτής θα ήταν ίσως εξαιρετικά δύσκολη σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στους τομείς όπου οι τεχνολογίες είναι ακόμη υπό εξέλιξη·

8.  υπογραμμίζει ότι στις περιπτώσεις όπου έχει αποφασιστεί η χρήση εκτελεστικών πράξεων, η διαπραγματευτική ομάδα του Κοινοβουλίου θα πρέπει να αξιολογεί προσεκτικά το είδος του ελέγχου που απαιτείται από τα κράτη μέλη, καθώς και εάν θα πρέπει να εφαρμοστεί συμβουλευτική διαδικασία ή διαδικασία εξέτασης· τονίζει ότι, στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται διαδικασία εξέτασης, οι διαπραγματευτικές ομάδες του Κοινοβουλίου θα πρέπει να αποδέχονται τη λεγόμενη «ρήτρα μη διατύπωσης γνώμης» μόνο σε εξαιρετικές και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, δεδομένου ότι η «μη διατύπωση γνώμης» από επιτροπή που απαρτίζεται από αντιπροσώπους των κρατών μελών και προεδρεύεται από την Επιτροπή, εμποδίζει την Επιτροπή στην έκδοση του σχεδίου εκτελεστικής πράξης·

9.  συνιστά στην Επιτροπή να μην κάνει κατάχρηση των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων προκειμένου να επανεξετάζει ζητήματα που έχουν συμφωνηθεί σε πολιτικό επίπεδο και σε τριμερείς διαλόγους· επισημαίνει ότι η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων πρέπει κατά προτίμηση να εκχωρείται στην Επιτροπή μόνο για περιορισμένο χρονικό διάστημα·

10. ενθαρρύνει τις επιτροπές του να παρακολουθούν στενά τη χρήση κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικών πράξεων στο αντίστοιχο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους·   για τον σκοπό αυτό, ζητεί από την Επιτροπή να βελτιώσει τις διοικητικές ρυθμίσεις σχετικά με τη διαβίβαση και την καταχώριση των εγγράφων που σχετίζονται με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, συμπεριλαμβανομένων των προπαρασκευαστικών εγγράφων, προκειμένου να διασφαλιστεί τουλάχιστον το ίδιο επίπεδο ενημέρωσης και διαφάνειας με το υπάρχον μητρώο για τις εκτελεστικές πράξεις και να εξασφαλιστεί η ταυτόχρονη ροή πληροφοριών προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ως νομοθέτες·

11. θεωρεί ότι έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος όσον αφορά τη διασφάλιση της ταχείας διαβίβασης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων στις αρμόδιες επιτροπές, η οποία με τη σειρά της επηρέασε θετικά την άσκηση του δικαιώματος του ελέγχου από τους βουλευτές·

12. επισημαίνει την πολιτική ευθύνη του νομοθέτη και την ανάγκη τακτικής και έγκαιρης συμμετοχής του Κοινοβουλίου στο προπαρασκευαστικό στάδιο των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων· καλεί την Επιτροπή να τηρεί το Κοινοβούλιο, συμπεριλαμβανομένου του αρμόδιου για τον οικείο φάκελο εισηγητή, πλήρως ενήμερο για το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα, τις προγραμματισμένες συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων και το περιεχόμενο των προβλεπόμενων κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, μεταξύ άλλων παρέχοντας πρόσβαση στις σχετικές βάσεις δεδομένων της Επιτροπής όπως το CIRCA·

13. καλεί την Επιτροπή να σεβαστεί πλήρως την παράγραφο 15 της συμφωνίας-πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, απλουστεύοντας, μεταξύ άλλων, τη διαδικασία πρόσκλησης εμπειρογνωμόνων του Κοινοβουλίου σε συνεδριάσεις με εθνικούς εμπειρογνώμονες, εφόσον το ζητήσει η αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή· αναγνωρίζει ότι ως απόρροια της παρακολούθησης των εν λόγω συνεδριάσεων από εμπειρογνώμονες του Κοινοβουλίου, η Επιτροπή μπορεί να προσκαλείται σε συνεδριάσεις στο Κοινοβούλιο για περαιτέρω ανταλλαγή απόψεων σχετικά με την προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων· καλεί την Επιτροπή να εφαρμόζει την παράγραφο 15 της συμφωνίας-πλαίσιο και για τα μέρη των συνεδριάσεων των κρατών μελών και της Επιτροπής κατά τα οποία συζητούνται άλλα ζητήματα πέραν των εκτελεστικών πράξεων κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011·

14. είναι της άποψης ότι το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της διαβίβασης του τελικού σχεδίου εκτελεστικών πράξεων και της έγκρισης τους από την Επιτροπή είναι συχνά ιδιαίτερα σύντομο, με αποτέλεσμα το Κοινοβούλιο να μην μπορεί να ασκήσει κατάλληλο έλεγχο· προτρέπει, ως εκ τούτου, την Επιτροπή να σέβεται πλήρως το δικαίωμα του Κοινοβουλίου να ελέγχει διεξοδικά το τελικό σχέδιο των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων εντός περιόδου ενός μηνός βάσει της συμφωνίας του 2008 μεταξύ του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με τις διαδικασίες για την επιτροπολογία·

15. ζητεί τη διάθεση επαρκών τεχνικών και ανθρώπινων πόρων για τις κατ' εξουσιοδότηση και τις εκτελεστικές πράξεις προκειμένου να διασφαλιστεί, μεταξύ άλλων, η αποδοτική εσωτερική ανταλλαγή πληροφοριών· θεωρεί ότι η κυκλοφορία ενημερωτικού δελτίου σχετικά με τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για την ενημέρωση των βουλευτών διευκολύνει τον έλεγχο των πράξεων αυτών και επιτρέπει στους βουλευτές να προβάλλουν τυχόν ενστάσεις σε εύθετο χρόνο·

16. συνιστά τον ορισμό μόνιμων εισηγητών για τις κατ’ εξουσιοδότηση και τις εκτελεστικές πράξεις σε κάθε επιτροπή, διασφαλίζοντας τη συνοχή εντός της οικείας επιτροπής και με τις άλλες επιτροπές· θεωρεί ότι παρεμφερή ζητήματα πρέπει να αντιμετωπίζονται κατά τρόπο συνεκτικό, διατηρώντας παράλληλα την απαραίτητη ευελιξία·

17. εκφράζει την ικανοποίησή του που οι εμπειρογνώμονες της Επιτροπής είναι διατεθειμένοι να συμμετέχουν σε ενημερωτικές συνεδριάσεις με τους βουλευτές, δεδομένου ότι η διοργάνωση τέτοιων συνεδριάσεων έγκαιρα, πριν από την έκδοση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την αποσαφήνιση βασικών πτυχών των εν λόγω πράξεων και για τη διευκόλυνση του έργου του Κοινοβουλίου όσον αφορά την αξιολόγηση των πράξεων αυτών·

18. καλεί ακόμα ιδίως τα μέλη των διαπραγματευτικών ομάδων να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στις κατ’ εξουσιοδότηση και στις εκτελεστικές πράξεις κατά την υποβολή έκθεσης στην αρμόδια επιτροπή κατόπιν κάθε τριμερούς διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με το άρθρο 70 παράγραφος 4 του Κανονισμού του Κοινοβουλίου·

Παρατηρήσεις σχετικά με ειδικά θέματα

Γεωργία και Αλιεία

19. εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι οι διαδικασίες όσον αφορά τους φακέλους εναρμόνισης σχετικά με τη βασική γεωργική και αλιευτική νομοθεσία πάγωσαν στο Συμβούλιο μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων σε ανεπίσημους τριμερείς διαλόγους και κατά την πρώτη ανάγνωση του Κοινοβουλίου· υπογραμμίζει ότι η κατάσταση αυτή οφείλεται συχνά στην απροθυμία του Συμβουλίου να χρησιμοποιήσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις· σημειώνει ότι μόνο στο πλαίσιο πλήρων νομοθετικών διαδικασιών σχετικά με τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ και της ΚΑλΠ κατέστη δυνατή η εξεύρεση λύσης για εναρμόνιση, αποδεκτής και από τις δύο πλευρές, παρ’ όλο που επιτεύχθηκε συμφωνία σε ορισμένες διατάξεις μόνο υπό τον όρο ότι δεν θα αποτελέσουν προηγούμενο· προτρέπει το Συμβούλιο να δώσει συνέχεια στους εκκρεμούντες φακέλους εναρμόνισης, ώστε να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες πριν από το τέλος της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου·

Αναπτυξιακή συνεργασία

20. υπενθυμίζει ότι, ιδίως στην περίπτωση του Μέσου Αναπτυξιακής Συνεργασίας (ΜΑΣ), το Κοινοβούλιο έχει εφαρμόσει από το 2006 μια διαδικασία «δημοκρατικού ελέγχου» υπό μορφή πολιτικού διαλόγου με την Επιτροπή για σχέδια μέτρων· Σημειώνει, ωστόσο, πως η πείρα που αποκόμισε το Κοινοβούλιο με αυτή την πρακτική ήταν ανάμεικτη και ότι η επιρροή του επί των αποφάσεων της Επιτροπής ήταν περιορισμένη·

21. επισημαίνει ότι στον τομέα της αναπτυξιακής συνεργασίας οι εκτελεστικές πράξεις συχνά βασίζονται σε εκ των προτέρων διαβουλεύσεις με τρίτα μέρη, πράγμα που καθιστά δυσχερέστερες τις αλλαγές της επίσημης διαδικασίας επιτροπολογίας σε μεταγενέστερο στάδιο· τονίζει, ως εκ τούτου, πως η έγκαιρη ενημέρωση και ο διάλογος με το Κοινοβούλιο, θα αποτελέσουν σημαντικό βήμα προς μια πιο αποτελεσματική άσκηση της ελεγκτικής εξουσίας του Κοινοβουλίου·

Οικονομικές και νομισματικές υποθέσεις

22. επισημαίνει ότι στους κανονισμούς για τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές (ΕΕΑ) καθιερώνονται ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα (ΡΤΠ) και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα (ΕΤΠ) στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, σύμφωνα με τα οποία οι ΕΕΑ υποβάλλουν σχέδια ΡΤΠ και ΕΤΠ προς έγκριση στην Επιτροπή· είναι της γνώμης ότι, δεδομένης της τεχνικής εμπειρογνωμοσύνης και των εξειδικευμένων δεξιοτήτων των ΕΕΑ, οι εξουσιοδοτήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν, στο μέτρο του δυνατού, τη μορφή ΡΤΠ και όχι συνήθων κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων· θεωρεί επίσης ότι η Επιτροπή θα πρέπει, πριν από την έκδοση των συνήθων κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, να ζητεί από τις αρμόδιες ΕΕΑ τεχνικές συμβουλές σχετικά με το περιεχόμενο των εκάστοτε πράξεων·

23. επισημαίνει ότι, σύμφωνα με ορισμένες νομοθετικές πράξεις, είναι δυνατή η παράταση της χρονικής περιόδου για τον εμπεριστατωμένο έλεγχο των ΡΤΠ κατά έναν επιπλέον μήνα, λόγω του όγκου και της πολυπλοκότητάς τους, και θεωρεί ότι αυτό το είδος ευελιξίας θα πρέπει να αποτελέσει τον κανόνα· επισημαίνει περαιτέρω ότι ο νομοθέτης έχει ορίσει περίοδο εμπεριστατωμένου ελέγχου τριών μηνών, με δυνατότητα παράτασης κατά τρεις μήνες, για όλες τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις του τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, και θεωρεί ότι η εν λόγω πρακτική θα πρέπει να επεκταθεί και σε άλλους τομείς σύνθετου χαρακτήρα·

24. τονίζει ότι οι ρυθμίσεις, σύμφωνα με τις οποίες δεν επιτρέπεται η υποβολή κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων κατά τις περιόδους διακοπών του Κοινοβουλίου, θα πρέπει να ισχύουν και για τα ΡΤΠ·

25. πιστεύει ότι η έκκληση προς τους ενδιαφερόμενους φορείς να συμμετέχουν στις ομάδες ενδιαφερομένων των ΕΕΑ θα πρέπει να διαρκεί για επαρκές χρονικό διάστημα (τουλάχιστον δύο μηνών), να γνωστοποιείται μέσω ποικίλων διαύλων και να ακολουθεί σαφή και εξορθολογισμένη διαδικασία, προκειμένου να εξασφαλίζεται η υποβολή αιτήσεων από ευρύ φάσμα υποψηφίων· υπενθυμίζει την ανάγκη για ισορροπημένες ομάδες ενδιαφερομένων των ΕΕΑ σύμφωνα με τις διατάξεις των σχετικών κανονισμών·

Απασχόληση και κοινωνικές υποθέσεις

26. υπενθυμίζει ότι στον τομέα της απασχόλησης και των κοινωνικών υποθέσεων, το Κοινοβούλιο, προκειμένου να υπερασπίσει τις προνομίες του, έχει προσβάλλει ενώπιον του Δικαστηρίου την εγκυρότητα της απόφασης EURES·

Πολιτικές ελευθερίες, δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις

27. καλεί την Επιτροπή να συμπεριλάβει στο πρόγραμμα εργασίας της προτάσεις για την τροποποίηση όλων των νομοθετικών πράξεων του πρώην τρίτου πυλώνα προκειμένου να εναρμονισθούν με τη νέα ιεραρχία των κανόνων και προκειμένου να γίνονται σεβαστά οι εξουσίες, οι αρμοδιότητες, και το δικαίωμα πληροφόρησης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως προς την εκχώρηση αρμοδιοτήτων στην Επιτροπή όπως προβλέπει η Συνθήκη της Λισαβόνας· τονίζει ότι τούτο απαιτεί εξατομικευμένη αξιολόγηση κάθε νομοθετικής πράξης ούτως ώστε να προσδιορισθούν οι αποφάσεις οι οποίες – ως ουσιώδη στοιχεία – πρέπει να ληφθούν από τον νομοθέτη, και συγκεκριμένα όταν άπτονται των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ενεχομένων ατόμων, και εκείνες που μπορούν να θεωρηθούν μη ουσιώδη στοιχεία (βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-355/10)·

28. επισύρει την προσοχή στο γεγονός ότι το Συμβούλιο εξακολουθεί να εγκρίνει νομοθετικές πράξεις βάσει των διατάξεων του πρώην τρίτου πυλώνα αν και η Συνθήκη της Λισαβόνας ισχύει εδώ και καιρό, γεγονός που έχει εξαναγκάσει το Κοινοβούλιο να προσφύγει στο Δικαστήριο·

°

° °

29. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα κοινοβούλια των κρατών μελών.

  • [1]  ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.
  • [2]  ΕΕ L 304 της 20.11.2010, σ. 47.
  • [3]  ΕΕ C 81 E της 15.3.2011, σ. 6.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Σκοπός της παρούσας έκθεσης είναι προβεί σε απολογισμό της πρακτικής εφαρμογής των άρθρων 290 και 291 της ΣΛΕΕ και να παράσχει στους εισηγητές μια σειρά από πρακτικές κατευθυντήριες γραμμές κατά την ενασχόλησή τους με κατ’ εξουσιοδότηση και με εκτελεστικές πράξεις. Μέχρι τις 18 Ιουλίου 2013, το Κοινοβούλιο είχε δεχτεί 69 κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις (4 το 2010, 7 το 2011, 38 το 2012 και 20 μέχρι στιγμής το 2013), οι οποίες περιελάμβαναν 64 κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμούς, 2 κατ’ εξουσιοδότηση οδηγίες και 3 κατ’ εξουσιοδότηση αποφάσεις, και κανένας συννομοθέτης δεν έχει μέχρι στιγμής αντιταχθεί σε κάποια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη.

Οι μεγάλες προσδοκίες που συνδέονταν με τις εκθέσεις σχετικά με την εκχώρηση νομοθετικών αρμοδιοτήτων και με τον κανονισμό για τις εκτελεστικές πράξεις το 2010 και το 2011 –των οποίων ήμουν εισηγητής– δεν επαληθεύτηκαν. Τα εν λόγω μέσα σχεδιάστηκαν με στόχο να βελτιώσουν περαιτέρω τον έλεγχο που ασκείται από τους συννομοθέτες παράγωγου δικαίου και ως εκ τούτου να ενισχύσουν τη δημοκρατική νομιμότητα των πράξεων αυτών. Στόχος τους ήταν επίσης να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα και να απλοποιήσουν περαιτέρω τη νομοθεσία σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Για την προετοιμασία της σύνταξης της παρούσας έκθεσης, συστήθηκε μια διοικητική ομάδα έργου, αποτελούμενη από διοικητικούς υπαλλήλους προερχόμενους από τις γνωμοδοτικές επιτροπές και από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Κοινοβουλίου, και συντάχθηκε ένα έγγραφο εργασίας με τα βασικά ζητήματα, τα οποία θα μπορούσαν να περιγραφούν ευρέως ως σχετικά με δύο διαφορετικούς τομείς:

1.  Η επιλογή μεταξύ της χρήσης κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών πράξεων προκαλεί δυσκολίες στο πλαίσιο πολλών διαπραγματεύσεων σχετικά με νέες νομοθετικές προτάσεις της Επιτροπής και με προτάσεις για την εναρμόνιση της ισχύουσας νομοθεσίας με τη Συνθήκη της Λισαβόνας.

2.  Τίθενται αρκετά ζητήματα που άπτονται της κατάρτισης και της έγκρισης από την Επιτροπή κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και σχεδίων εκτελεστικών πράξεων, καθώς και της διαχείρισής τους από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, συμπεριλαμβανομένων των διαφορετικών τρόπων με τους οποίους το Κοινοβούλιο ασκεί τις εξουσίες ελέγχου που διαθέτει, της συμμετοχής εμπειρογνωμόνων και της δημιουργίας αποτελεσματικής και αποδοτικής ροής πληροφοριών μεταξύ των θεσμικών οργάνων και στο εσωτερικό του Κοινοβουλίου.

Η οριοθέτηση των κατ’ εξουσιοδότηση και των εκτελεστικών πράξεων και η ορθή και πλέον ενδεδειγμένη επιλογή των διατάξεων που θα συμπεριληφθούν στη βασική πράξη είναι ζητήματα που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των περισσότερων διαπραγματεύσεων επί νομοθετικών προτάσεων. Ως εκ τούτου, παρουσιάζω μια σειρά από πρακτικές προτάσεις για τη διασφάλιση των προνομίων του Κοινοβουλίου και για την καθοδήγηση των βουλευτών και του προσωπικού στο εν λόγω έργο, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορετικές θέσεις του Κοινοβουλίου, την «οριζόντια προσέγγιση» που εγκρίθηκε από τη Διάσκεψη των Προέδρων και τις τακτικές διαδικασίες ελέγχου που επιτελούν οι υπηρεσίες του Κοινοβουλίου.

Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σημαντικό οι επιτροπές να κάνουν αυξημένη χρήση της δυνατότητας να ζητούν γνωμοδότηση από την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 37α του Κανονισμού του για τη χρήση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Απώτερος στόχος της παρούσας έκθεσης είναι να ενοποιήσει το έργο που έχει γίνει τόσο σε διοικητικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο στα θεσμικά όργανα της ΕΕ, με ιδιαίτερη έμφαση στους συννομοθέτες και την Επιτροπή, σχετικά με ζητήματα που αφορούν κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις κατά τα τελευταία τέσσερα έτη και να προλειάνει το έδαφος ώστε τα ζητήματα αυτά να αποτελέσουν μέρος μιας μελλοντικής αναθεώρησης της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας του 2003.

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Ανάπτυξης (23.9.2013)

προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων

σχετικά με τη συνέχεια που δόθηκε στην ανάθεση νομοθετικών αρμοδιοτήτων και τον έλεγχο από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή
(2012/2323(INI))

Συντάκτης γνωμοδότησης: Gay Mitchell

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Επιτροπή Ανάπτυξης καλεί την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:

–    λαμβάνοντας υπόψη το ψήφισμα νομοθετικού περιεχομένου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με το εγκριθέν από την επιτροπή συνδιαλλαγής κοινό σχέδιο κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1905/2006, για τη θέσπιση μηχανισμού χρηματοδότησης της αναπτυξιακής συνεργασίας (PE-CONS 00059/2011 – C7-0379/2011 – 2010/0059(COD))[1],

–    έχοντας υπόψη το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τον κανονισμό (ΕΚ) 1905/2006 για τη θέσπιση μηχανισμού χρηματοδότησης της αναπτυξιακής συνεργασίας: διδάγματα και μελλοντικές προοπτικές[2],

Εκτελεστικές πράξεις

1.  Υπενθυμίζει ότι, στην περίπτωση του Μέσου Αναπτυξιακής Συνεργασίας (ΜΑΣ), καθώς και άλλων εξωτερικών χρηματοδοτικών μέσων, το Κοινοβούλιο έχει εφαρμόσει από το 2006 μια διαδικασία «δημοκρατικού ελέγχου» παράλληλα προς τις επίσημες εξουσίες ελέγχου που ασκούνται για τα εκτελεστικά μέτρα, υπό μορφή πολιτικού διαλόγου με την Επιτροπή για σχέδια μέτρων· σημειώνει ωστόσο πως η εμπειρία που αποκόμισε το Κοινοβούλιο με αυτή την πρακτική είναι ανάμεικτη και ότι η επιρροή του επί των αποφάσεων της Επιτροπής ήταν περιορισμένη·

2.  επισημαίνει ότι στον τομέα της αναπτυξιακής συνεργασίας οι εκτελεστικές πράξεις συχνά βασίζονται σε εκ των προτέρων διαβουλεύσεις με τρίτα μέρη, πράγμα που καθιστά δυσχερέστερες τις αλλαγές της επίσημης διαδικασίας επιτροπολογίας σε μεταγενέστερο στάδιο· τονίζει, ως εκ τούτου, πως η έγκαιρη ενημέρωση και ο διάλογος με το Κοινοβούλιο, όπως ακριβώς τώρα τα θεσμικά όργανα διεξάγουν τις συζητήσεις εν αναμονή των νέων εξωτερικών χρηματοδοτικών μέσων 2014-2020, θα αποτελέσει σημαντικό βήμα προς μια πιο αποτελεσματική άσκηση των ελεγκτικών εξουσιών του Κοινοβουλίου·

3.  είναι της άποψης ότι τα συνήθως πολύ μικρά χρονικά περιθώρια ανάμεσα στην υποβολή των σχεδίων εκτελεστικών μέτρων και στην έγκρισή τους από την Επιτροπή δεν είναι ιδιαίτερα συμβατά με τις μεθόδους εργασίας του Κοινοβουλίου·

Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις

4.  σε ό,τι αφορά τα εξωτερικά χρηματοδοτικά μέσα, υπενθυμίζει την απόφασή του, στο νομοθετικό του ψήφισμα της 1ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1905/2006, να επιμένει στη χρησιμοποίηση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων κάθε φορά που τίθεται θέμα στρατηγικών πολιτικών αποφάσεων χρηματοδότησης και προγραμματισμού· εν αναμονή του ΜΑΣ 2014-2020, επαναλαμβάνει ότι οι ουσιαστικές επιλογές πολιτικής, και συγκεκριμένα εκείνες που αφορούν τομείς προτεραιότητας και ενδεικτικές χρηματοδοτήσεις υπό την ευρεία έννοια, δεν μπορούν να γίνονται σε επίπεδο εκτελεστικών πράξεων· τονίζει ξανά το γεγονός ότι η συμμετοχή των συννομοθετών σε τέτοιου είδους επιλογές δεν μπορεί να θεωρείται μικροδιαχείριση·

5.  υποστηρίζει ότι οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις είναι ιδιαίτερα χρήσιμες στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, καθώς αυτές συνδυάζουν αυξημένη δημοκρατική νομιμότητα με τη λήψη αποφάσεων με αμεσότητα και ευελιξία· τονίζει ωστόσο πως ιδίως στην περίπτωση των ευρέων και περίπλοκων χρηματοδοτικών μέσων όπως το ΜΑΣ, οι πιθανοί τομείς συνεργασίας πρέπει να ορίζονται με σαφή τρόπο στη βασική πράξη·

6.  απορρίπτει το επιχείρημα που πρόβαλε η Επιτροπή στην ανακοίνωσή της για τον πρώτο πίνακα αποτελεσμάτων σχετικά με το θεματολόγιο απλούστευσης για το ΠΔΠ 2014-2020 (COM(2012)0531), που εγκρίθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2012, ότι δηλαδή η χρήση των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, όπως προτείνεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τα εξωτερικά χρηματοδοτικά μέσα, θα ματαιώσει τους σημαντικούς στόχους της αποδοτικότητας, ευελιξίας και απλούστευσης·

7.  σημειώνει πως ελλείψει νομολογίας σχετικά με το άρθρο 290 και τα κριτήρια που ορίζονται σ' αυτό, έχει καταστεί δυσχερέστερο για τους συννομοθέτες να συμφωνήσουν ως προς την οριοθέτηση ανάμεσα σε εκτελεστικές και κατ' εξουσιοδότηση πράξεις στην περίπτωση των εξωτερικών χρηματοδοτικών μέσων, καθώς αυτά δεν παρουσιάζουν τα κλασσικά χαρακτηριστικά της νομοθεσίας με ρυθμιστικό σκοπό.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

17.9.2013

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

26

0

0

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Thijs Berman, Michael Cashman, Ricardo Cortés Lastra, Corina Creţu, Leonidas Donskis, Mikael Gustafsson, Filip Kaczmarek, Miguel Angel Martínez Martínez, Gay Mitchell, Norbert Neuser, Maurice Ponga, Jean Roatta, Birgit Schnieber-Jastram, Michèle Striffler, Keith Taylor, Patrice Tirolien, Ivo Vajgl

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Philippe Boulland, Enrique Guerrero Salom, Edvard Kožušník, Krzysztof Lisek, Isabella Lövin, Judith Sargentini

Αναπληρωτές (άρθρο 187, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Emma McClarkin, Jarosław Leszek Wałęsa, Elżbieta Katarzyna Łukacijewska

  • [1]  ΕΕ C 165 E της 11.6.2013, σ. 109.
  • [2]  ΕΕ C 380 E, της 11.12.2012, σ. 51.

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής (11.10.2013)

προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων

σχετικά με τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στην ανάθεση νομοθετικών αρμοδιοτήτων και τον έλεγχο από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή
(2012/2323(INI))

Συντάκτρια γνωμοδότησης: Sharon Bowles

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής καλεί την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:

1.  επισημαίνει ότι στους κανονισμούς για τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές (ΕΕΑ) καθιερώνονται ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα (ΡΤΠ)[1] και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα (ΕΤΠ) στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, σύμφωνα με τα οποία οι ΕΕΑ υποβάλλουν σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προς έγκριση στην Επιτροπή· είναι της γνώμης ότι, δεδομένης της τεχνικής εμπειρογνωμοσύνης και των εξειδικευμένων δεξιοτήτων των ΕΕΑ, η εξουσιοδότηση θα πρέπει να πραγματοποιείται, στο μέτρο του δυνατού, με τη μορφή ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και όχι μέσω συνήθων κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων· θεωρεί ότι η Επιτροπή θα πρέπει, μεταξύ άλλων, πριν από την έγκριση των συνήθων κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, να ζητεί από τις αρμόδιες ΕΕΑ τεχνικές συμβουλές σχετικά με το περιεχόμενο των εκάστοτε πράξεων·

2.  τονίζει ότι η επιλογή του σωστού νομικού μέσου (νομοθετική, κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστική πράξη, ή κατ' εξουσιοδότηση πράξη βασισμένη σε ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα) δεν είναι απλώς τεχνικό ζήτημα· υπογραμμίζει ότι, πράγματι, έχει ιδιαίτερα μεγάλη σημασία να εξασφαλισθεί ότι ο νομοθέτης αναλαμβάνει πλήρη ευθύνη σε σχέση με τα ουσιώδη στοιχεία και τον πραγματικό έλεγχο των πολιτικών αποφάσεων· σημειώνει ότι μπορεί να είναι εξίσου σημαντικό για την ισορροπία δυνάμεων, την ορθότητα και τη σωστή λειτουργία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, καθώς και την έμπρακτη εφαρμογή των πολιτικών, τα διάφορα αυτά μέσα να χρησιμοποιούνται κατά τρόπο που συνάδει με τα κριτήρια που καθορίζονται στη Συνθήκη· υπογραμμίζει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει ως εκ τούτου να δώσει ιδιαίτερη σημασία σε αυτές τις πτυχές·

3.  τονίζει ότι οι συννομοθέτες πρέπει πάντα να επιδιώκουν διασαφήνιση και οριοθέτηση του σκοπού και της αναγκαιότητας της εκάστοτε εξουσιοδότησης στο κείμενο επιπέδου 1, περιλαμβάνοντας τα ουσιώδη στοιχεία και τον προσδιορισμό της πολιτικής στη βασική πράξη και αφήνοντας να διαμορφωθούν σε τεχνικό επίπεδο μόνο μη ουσιώδη στοιχεία·

4.  προτείνει ότι, σε κάθε κοινοβουλευτική επιτροπή, ο πρόεδρος, ένας από τους αντιπροέδρους ή ένα μέλος θα πρέπει να έχει ως καθήκον να υποστηρίζει τους βουλευτές και να εγγυάται την συνέπεια όσον αφορά τις κατ' εξουσιοδότηση ή εκτελεστικές πράξεις σε συντονισμό με τις άλλες επιτροπές· επισημαίνει ότι ο εισηγητής για την βασική νομοθετική πράξη θα πρέπει, εφόσον είναι δυνατόν, να καθίσταται αυτομάτως εισηγητής και για τη συνέχεια που δίδεται και ότι θα πρέπει να υποβάλλει περιοδικές εκθέσεις στην επιτροπή· πιστεύει ότι, όποτε ενδείκνυται, θα πρέπει να υπάρχουν διευθετήσεις που να καθιστούν δυνατή τη συνέχιση του ελέγχου από τους επανεκλεγόμενους βουλευτές οι οποίοι είχαν συμπράξει στο κείμενο επιπέδου 1 πριν από τις εκλογές·

5.  θεωρεί ότι, στις περιπτώσεις σημαντικών κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, τα σχέδια των κειμένων επιπέδου 1 θα πρέπει να συνοδεύονται πάντα από πλήρες χρονοδιάγραμμα –καταρτιζόμενο κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια ΕΕΑ– το οποίο θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει τις περιόδους διαβούλευσης και τον χρόνο υλοποίησης·

6.  υπογραμμίζει ότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να ενημερώνονται πάντα πλήρως σχετικά με το χρονοδιάγραμμα και το περιεχόμενο των προβλεπόμενων εκτελεστικών μέτρων· είναι της γνώμης ότι η πρόθεση έγκρισης ή απόρριψης κάποιου σχεδίου ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου θα πρέπει να αποστέλλεται γραπτώς στον πρόεδρο της αρμόδιας επιτροπής του Κοινοβουλίου, καθώς επίσης στον εισηγητή και στους σκιώδεις εισηγητές, με την κατάλληλη αιτιολόγηση· θεωρεί ότι και στην περίπτωση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων η Επιτροπή θα πρέπει να ενημερώνει το Κοινοβούλιο και τα κράτη μέλη όταν προτίθεται να μην ακολουθήσει τις συμβουλές των ΕΕΑ, διευκρινίζοντας σε ποια σημεία επέλεξε να πράξει έτσι και για ποιους λόγους και συμπεριλαμβάνοντας, κατά περίπτωση, το αποτέλεσμα των δημόσιων διαβουλεύσεων και διεξοδικές αναλύσεις κόστους/ωφελείας και νομικές αναλύσεις προς υποστήριξη της θέσης της, καθώς και αιτιολογημένες απαντήσεις σε τυχόν γραπτές παρατηρήσεις των συννομοθετών· θεωρεί ότι θα πρέπει να υπάρχει πλήρης διαφάνεια όσον αφορά την πρόοδο που σημειώνεται· παρατηρεί ότι λόγω της ερμηνείας που αποδίδει η Επιτροπή στη συμφωνία-πλαίσιο[2] καθίσταται ορισμένες φορές δύσκολη και επίπονη για τους εμπειρογνώμονες του Κοινοβουλίου η παρακολούθηση συνεδριάσεων ομάδων εμπειρογνωμόνων με θέμα τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, με αποτέλεσμα το Κοινοβούλιο να μην τίθεται σε ισότιμη βάση με το Συμβούλιο·

7.  καλεί τη Μικτή Επιτροπή να συντονίσει οριζοντίως το έργο των ΕΕΑ και ζητεί από τα μέλη της να παρευρίσκονται στις ακροάσεις της επιτροπής ECON με στόχο την ενημέρωση του Κοινοβουλίου για τις εν εξελίξει εργασίες όσον αφορά τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και τα ΕΤΠ·

8.  επισημαίνει ότι στον κανονισμό περί κεφαλαιακών απαιτήσεων (ΚΚΑ) και στην οδηγία περί κεφαλαιακών απαιτήσεων (ΟΚΑ), που εγκρίθηκαν πρόσφατα, είναι δυνατή η παράταση της χρονικής περιόδου για τον εμπεριστατωμένο έλεγχο των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων κατά έναν επιπλέον μήνα, λόγω του όγκου και της πολυπλοκότητάς τους, και θεωρεί ότι αυτό το είδος ευελιξίας θα πρέπει να αποτελέσει γενικό κανόνα· θεωρεί ότι οι προθεσμίες για υποβολή αντιρρήσεων από το Κοινοβούλιο όσον αφορά κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή θα πρέπει να είναι αρκετά μεγάλες, έτσι ώστε το Κοινοβούλιο να είναι σε θέση να ασκεί πλήρως τα δικαιώματα εμπεριστατωμένου ελέγχου που διαθέτει, λαμβανομένου υπόψη του χρονοδιαγράμματος και του φόρτου εργασίας των συνόδων ολομελείας· θεωρεί ότι η προκαθορισμένη προθεσμία των δύο μηνών με δυνατότητα παράτασης κατά δύο μήνες, όπως προβλέπεται στην Κοινή Αντίληψη, δεν είναι επαρκής σε περιπτώσεις περίπλοκων θεμάτων και εκτεταμένων κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, για τις οποίες πρέπει να οριστεί μεγαλύτερη περίοδος εμπεριστατωμένου ελέγχου· υπενθυμίζει ότι ο καθορισμός της περιόδου εμπεριστατωμένου ελέγχου στη βασική νομοθετική πράξη επαφίεται στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια του συννομοθέτη· τονίζει, σε αυτό το πλαίσιο, ότι οι κατευθυντήριες γραμμές που περιλαμβάνονται στην Κοινή Αντίληψη σχετικά με τις προθεσμίες δεν είναι σε καμία περίπτωση δεσμευτικές και, κατά συνέπεια, δεν περιορίζουν στο σημείο αυτό τον νομοθέτη· επισημαίνει ότι ο νομοθέτης έχει ορίσει περίοδο εμπεριστατωμένου ελέγχου τριών μηνών, με δυνατότητα παράτασης κατά τρεις μήνες, για όλες τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις του τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, και θεωρεί ότι η εν λόγω πρακτική θα πρέπει να επεκταθεί και σε άλλους τομείς σύνθετου χαρακτήρα·

9.  τονίζει ότι στο χρονοδιάγραμμα της έγκρισης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι περίοδοι διακοπής των δραστηριοτήτων του Κοινοβουλίου κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών, στο τέλος του έτους και στο τέλος της κοινοβουλευτικής περιόδου, προκειμένου να αποφεύγονται καταστάσεις στις οποίες το Κοινοβούλιο να μην μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του επειδή βρίσκεται σε περίοδο διακοπής των δραστηριοτήτων του ή στο τέλος της κοινοβουλευτικής περιόδου του· θεωρεί ότι για τον σκοπό αυτό θα πρέπει να συμπεριληφθούν κατάλληλες ρήτρες στις διατάξεις που παρέχουν στην Επιτροπή την αρμοδιότητα να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις· τονίζει ότι οι διευθετήσεις σύμφωνα με τις οποίες δεν επιτρέπεται η υποβολή κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σε περιόδους διακοπής των δραστηριοτήτων του Κοινοβουλίου θα πρέπει να ισχύουν και για τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα· παρατηρεί ότι, αφού για τη διατύπωση αντίρρησης απαιτείται απόλυτη πλειοψηφία, οι ψηφοφορίες στην Ολομέλεια σχετικά με τη διατύπωση αντιρρήσεων έναντι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων θα πρέπει να προγραμματίζονται επισταμένως·

10. θεωρεί πολύ σημαντικό να υιοθετηθούν διαδικασίες και μέτρα που να καλύπτουν την περίοδο των εκλογών του 2014, ιδίως όσον αφορά προσφάτως εγκριθέντα ή υπό έγκριση νομοθετήματα όπως ο κανονισμός περί κεφαλαιακών απαιτήσεων, η Φερεγγυότητα II, το EMIR, το Omnibus II και η MiFID·

11. θεωρεί ότι, στις περιπτώσεις που οι ΕΕΑ χρειάζονται περισσότερο χρόνο για διαβουλεύσεις και για την ανάπτυξη ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, θα πρέπει να ενημερώνουν την αρμόδια επιτροπή του Κοινοβουλίου για τους λόγους οποιασδήποτε καθυστέρησης στην υποβολή των σχεδίων ΡΤΠ και, εφόσον τους ζητηθεί, να εμφανίζονται ενώπιον της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής· είναι της γνώμης ότι οι ΕΕΑ θα πρέπει να ενημερώνουν την αρμόδια επιτροπή του Κοινοβουλίου σε περίπτωση καθορισμού νέου χρονοδιαγράμματος για την υποβολή σχεδίου ΡΤΠ·

12. πιστεύει ότι η πρόσκληση προς τους ενδιαφερόμενους φορείς να συμμετέχουν στις ομάδες συμφεροντούχων των ΕΕΑ θα πρέπει να διαρκεί για επαρκές χρονικό διάστημα (τουλάχιστον δύο μηνών), να γνωστοποιείται μέσω ποικίλων διαύλων και να ακολουθεί σαφή και εξορθολογισμένη διαδικασία, προκειμένου να εξασφαλίζεται η υποβολή αιτήσεων από ευρύ φάσμα υποψηφίων· υπενθυμίζει την ανάγκη για ισορροπημένες ομάδες συμφεροντούχων των ΕΕΑ σύμφωνα με τις διατάξεις των σχετικών κανονισμών.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

30.9.2013

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

32

0

0

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Marino Baldini, Jean-Paul Besset, Sharon Bowles, George Sabin Cutaş, Leonardo Domenici, Markus Ferber, Elisa Ferreira, Ildikó Gáll-Pelcz, Jean-Paul Gauzès, Sven Giegold, Sylvie Goulard, Liem Hoang Ngoc, Gunnar Hökmark, Jürgen Klute, Philippe Lamberts, Werner Langen, Ivana Maletić, Arlene McCarthy, Άννυ Ποδηματά, Peter Simon, Ivo Strejček, Ramon Tremosa i Balcells, Corien Wortmann-Kool, Pablo Zalba Bidegain

Αναπληρωτής(ές) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία

Fabrizio Bertot, Zdravka Bušić, Mojca Kleva Kekuš, Olle Ludvigsson, Catherine Stihler, Nils Torvalds, Oleg Valjalo

Αναπληρωτής(ές) (άρθρο 187, παρ. 2) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία

Wim van de Camp

  • [1]  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12)· κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48· κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010 , σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84, και ιδίως τα άρθρα 10 έως 15.
  • [2]  Συμφωνία-πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ L 304 της 20.11.2010, σ. 47).

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων (26.9.2013)

προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων

σχετικά με τη συνέχεια που δόθηκε στο πλαίσιο της εκχώρησης νομοθετικών αρμοδιοτήτων και του ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή
(2012/2323(INI))

Συντάκτρια γνωμοδότησης: Pervenche Berès

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Επιτροπή Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων καλεί την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:

1.  θεωρεί σημαντικό να ακολουθήσει το Κοινοβούλιο μια οριζόντια προσέγγιση όσον αφορά τις εκτελεστικές αρμοδιότητες σε συνάρτηση με το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο (ΠΔΠ)·

2.  επικρίνει το γεγονός ότι η εκχώρηση νομοθετικών αρμοδιοτήτων στην Επιτροπή θέτει σημαντικά πολιτικά και στρατηγικά ζητήματα· τονίζει, σε αυτό το πλαίσιο, ότι είναι σημαντικό να υιοθετηθεί συνεκτική προσέγγιση από τις επιτροπές του Κοινοβουλίου· επισημαίνει ότι, στο πλαίσιο των νομοθετικών προτάσεων για το ΠΔΠ, «στοιχεία όπως σκοποί και προτεραιότητες, χρηματοδοτήσεις εν ευρεία έννοια (…) πρέπει να εγκρίνονται με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις », εφόσον αυτά δεν περιλαμβάνονται στη βασική πράξη»[1]·

3.  επικρίνει το Συμβούλιο και την Επιτροπή, επειδή προσπαθούν να δίνουν συστηματικά προτεραιότητα στις εκτελεστικές πράξεις έναντι των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σε νομοθετικές προτάσεις· καλεί τα δύο αυτά θεσμικά όργανα να συμμορφωθούν προς τα άρθρα 290 και 291 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) όσον αφορά τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σε σύγκριση με τις εκτελεστικές πράξεις·

4.  υπενθυμίζει ότι στον τομέα της απασχόλησης και των κοινωνικών υποθέσεων, το Κοινοβούλιο, προκειμένου να υπερασπίσει τις προνομίες του, έχει προσβάλλει ενώπιον του Δικαστηρίου την εγκυρότητα της απόφασης EURES[2] με την αιτιολογία ότι η Επιτροπή δεν τήρησε τα όρια που απορρέουν από το άρθρο 291 ΣΛΕΕ·

5.  ζητεί από το Συμβούλιο και την Επιτροπή να καταβάλουν προσπάθειες προκειμένου να περιοριστεί στο ελάχιστο η έκδοση νομοθετικών πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ καθώς και η ανάθεση εκτελεστικών αρμοδιοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 291 ΣΛΕΕ·

6.  τονίζει με έμφαση ότι εναπόκειται πλήρως στη διακριτική ευχέρεια του Κοινοβουλίου να αποφασίσει ποια από τα μη ουσιώδη στοιχεία της βασικής πράξης πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο εκχώρησης αρμοδιοτήτων· αναγνωρίζει ότι θα πρέπει να προβαίνει με περίσκεψη σε εκχώρηση αρμοδιοτήτων, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη προστασίας των προνομίων του και διασφάλισης της διαφάνειας της νομοθετικής διαδικασίας της ΕΕ·

7.  φρονεί ότι, στο πλαίσιο της προσαρμογής των παλαιότερων μέτρων επιτροπολογίας, τα μέτρα που ήσαν στο παρελθόν αντικείμενο της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο θα πρέπει να εκδίδονται κυρίως ως κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις· καλεί μετ’ επιτάσεως την Επιτροπή να επιταχύνει την προσαρμογή αυτή·

8.  πιστεύει ότι το ισχύον χρονικό πλαίσιο για τον έλεγχο των εκτελεστικών πράξεων είναι υπερβολικά βραχύ και συνεπώς δεν επιτρέπει στο Κοινοβούλιο να προβεί στον δέοντα έλεγχο των εκτελεστικών πράξεων·

9.  τονίζει ότι πρέπει να βελτιωθεί το επίπεδο ενημέρωσης και διαφάνειας όσον αφορά τη διαβίβαση και κατάρτιση πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση.

10. ζητεί από την Επιτροπή να ενημερώνει τον εισηγητή της βασικής πράξης σχετικά με τις προπαρασκευαστικές εργασίες ήδη από το στάδιο της προετοιμασίας κάποιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

26.9.2013

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

33

2

1

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Edit Bauer, Heinz K. Becker, Pervenche Berès, Vilija Blinkevičiūtė, Philippe Boulland, David Casa, Alejandro Cercas, Ole Christensen, Derek Roland Clark, Minodora Cliveti, Emer Costello, Frédéric Daerden, Sari Essayah, Richard Falbr, Danuta Jazłowiecka, Ádám Kósa, Jean Lambert, Verónica Lope Fontagné, Olle Ludvigsson, Thomas Mann, Csaba Őry, Licia Ronzulli, Elisabeth Schroedter, Joanna Katarzyna Skrzydlewska, Jutta Steinruck, Ruža Tomašić, Traian Ungureanu, Συλβάνα Ράπτη

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Françoise Castex, Philippe De Backer, Anthea McIntyre, Ria Oomen-Ruijten, Evelyn Regner, Birgit Sippel, Csaba Sógor, Tatjana Ždanoka

  • [1]  Πρακτικά της συνεδρίασης της Διάσκεψης των Προέδρων της 15 Νοεμβρίου 2012, με βάση την επιστολή του Προέδρου της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών, Klaus-Heiner Lehne, με ημερομηνία 25 Οκτωβρίου 2012, προς τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
  • [2]  ΕΕ L 328, 28.11.2012, σ. 21, Εκτελεστική απόφαση της Επιτροπής της 26ης Νοεμβρίου 2012 για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την αντιστάθμιση προσφοράς και ζήτησης εργασίας για την αναδημιουργία του EURES.

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας, και Ασφάλειας Τροφίμων (30.5.2013)

προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων

σχετικά με τη συνέχεια που δόθηκε στην ανάθεση νομοθετικών αρμοδιοτήτων και τον έλεγχο από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή
2012/2323(INI)

Συντάκτης γνωμοδότησης: Matthias Groote

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων καλεί την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:

1.  παρατηρεί σχετικά με την ανάθεση αρμοδιοτήτων στην Επιτροπή ότι δεν πρόκειται απλώς για τεχνικό ζήτημα αλλά ότι είναι δυνατόν να αφορά ζητήματα πολιτικώς ευαίσθητα και εξόχως σημαντικά για τους πολίτες και καταναλωτές της ΕΕ, όπως είναι η έγκριση των ισχυρισμών υγείας και διατροφής, το θέμα των προσθέτων τροφίμων και των δραστικών ουσιών, η επισήμανση των τροφίμων, οι ορισμοί ποτών και τροφίμων και η λειτουργία του συστήματος εμπορίας εκπομπών της ΕΕ·

2.  επισημαίνει ότι η ανάθεση αρμοδιοτήτων αποτελεί για το Κοινοβούλιο, με την ιδιότητα του συν-νομοθέτη, μία δυνατότητα την οποία οφείλει να επιλέγει με προσοχή, αποφασίζοντας κατά περίπτωση και μεριμνώντας για την διασφάλιση των προνομίων του και για την εξασφάλιση της διαφάνειας, της συνέπειας και της ασφάλειας δικαίου εντός της νομοθετικής διαδικασίας της ΕΕ·

3.  υπενθυμίζει ότι από τις διατάξεις των άρθρων 290 και 291 της Συνθήκης προκύπτει σαφώς ότι οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και οι εκτελεστικές πράξεις καλύπτουν διαφορετικές ανάγκες και ως εκ τούτου δεν μπορούν να υποκαταστήσουν οι μεν τις δε[1] ·

4.  επιμένει ότι, στο πλαίσιο οποιασδήποτε ευθυγράμμισης νομοθετικής πράξης με τα δεδομένα που έχουν προκύψει μετά την Λισαβόνα, εκείνα τα μέτρα που υπόκειντο προηγουμένως σε κανονιστική διαδικασία με έλεγχο πρέπει σαφώς να μετατραπούν σε κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και όχι σε εκτελεστικές πράξεις, δεδομένου ότι οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις προβλέπονται για τον ίδιο ακριβώς σκοπό με τα μέτρα που υπόκεινται σε κανονιστική διαδικασία με έλεγχο (δηλαδή, για την έγκριση μέτρων γενικής εμβέλειας/εφαρμογής που έχουν ως αντικείμενο τη συμπλήρωση ή την τροποποίηση ορισμένων μη ουσιωδών στοιχείων της νομοθετικής πράξης) εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων δεόντως αιτιολογημένων· θεωρεί ότι η εν λόγω αιτιολόγηση πρέπει να αξιολογηθεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, δεδομένων των προθεσμιών που ισχύουν στις νομοθετικές διαδικασίες·

5.  επικρίνει με δριμύτητα το Συμβούλιο διότι συστηματικά προσπαθεί όχι μόνο να αποφεύγει με κάθε τίμημα τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις στην νέα νομοθεσία αλλά ακόμη και να οπισθοχωρήσει ως προς την προ Λισαβόνας διευθέτηση μέσω της αθέμιτης προσπάθειας να μετατραπούν μέτρα υποκείμενα σε κανονιστική διαδικασία με έλεγχο σε εκτελεστικές πράξεις κατά τις πράξεις ευθυγράμμισης με τα δεδομένα της Λισαβόνας καλεί το Συμβούλιο να συμμορφωθεί με τις διατάξεις της Συνθήκης όσον αφορά τον σαφώς διακριτό χαρακτήρα των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων και των εκτελεστικών πράξεων·

6.  εκτιμά ότι η επιλογή να μην δοθεί εξουσιοδότηση για ορισμένα μη ουσιώδη στοιχεία αλλά να παραμείνουν αντιθέτως οι όποιες σχετικές με αυτά αλλαγές στην συνήθη νομοθετική διαδικασία είναι δυνατόν να αποτελέσει σε ορισμένες περιπτώσεις κατάλληλη λύση που συνάδει με τα προνόμια τόσο του Συμβουλίου όσο και του Κοινοβουλίου· φρονεί εντούτοις ότι σε άλλες περιπτώσεις θα ήταν ακατάλληλη διότι μη αναλογική προς τον χαρακτήρα του υπό τροποποίηση μη ουσιώδους στοιχείου και ότι με αυτό το τρόπο θα λειτουργούσε εκ των πραγμάτων ανασταλτικά ως προς ενδεχόμενες σημαντικές προσαρμογές·

7.  θεωρεί, προκειμένου να καταστεί ισχυρότερη η θέση των εισηγητών του στις νομοθετικές διαπραγματεύσεις, ότι πρέπει να γίνεται περισσότερη χρήση του άρθρου 37 α του Κανονισμού του· επισημαίνει ότι εναπόκειται απολύτως στην διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη η απόφαση για το ποια από τα μη ουσιώδη στοιχεία της βασικής πράξης θα ρυθμιστούν μέσω ανάθεσης αρμοδιοτήτων στην Επιτροπή και ποια θα συνεχίζουν να ρυθμίζονται σε νομοθετικό επίπεδο· πιστεύει ότι σημαντικά από πολιτική άποψη στοιχεία όπως κατάλογοι της Ένωσης ή μητρώα προϊόντων ή ουσιών πρέπει να παραμείνουν αναπόσπαστα στοιχεία της βασικής πράξης, κατά περίπτωση με την μορφή παραρτημάτων· τονίζει ότι η εκπόνηση αυτοτελών καταλόγων πρέπει να αποφεύγεται για λόγους ασφάλειας δικαίου·

8.  ζητεί από τον Γενικό Γραμματέα να εκπονήσει μελέτη σχετικά με την έκβαση των νομοθετικών διαπραγματεύσεων μεταξύ Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου που αφορούν το ζήτημα των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και των εκτελεστικών πράξεων, προκειμένου να έχουν στην διάθεσή τους συμβουλές και καθοδήγηση σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές οι εισηγητές και άλλοι εμπλεκόμενοι σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις·

9.  συντάσσεται με την άποψη ότι η τρέχουσα πρακτική της Επιτροπής όσον αφορά την διαβίβαση και καταχώριση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και των ημερησίων διατάξεων και εγγράφων σχετικά με τις προπαρασκευαστικές συνεδριάσεις δεν είναι εξίσου καλά ανεπτυγμένη με εκείνη των εκτελεστικών πράξεων και δεν συνιστά επαρκή μηχανισμό κατά την έννοια της κοινής αντίληψης για τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις καλεί την Επιτροπή να μεριμνήσει το συντομότερο δυνατό ώστε να παρέχεται ενημέρωση και διαφάνεια τουλάχιστον του ιδίου επιπέδου με εκείνο που εφαρμόζεται για το ισχύον μητρώο επιτροπολογίας·

10. συντάσσεται με την άποψη ότι οι τρέχουσες ρυθμίσεις σχετικά με την εποπτεία του των εκτελεστικών πράξεων δεν επαρκούν και ότι δεν πρέπει να περιορίζονται σε σχέδια πράξεων· ζητεί την τροποποίηση του άρθρου 11 του κανονισμού για τις εκτελεστικές πράξεις προκειμένου να έχει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (κατ’ αρχήν και εξαιρουμένων των πράξεων που εγκρίνονται κατεπειγόντως) το δικαίωμα να εξετάσει προσεκτικά μια εκτελεστική πράξη εντός περιόδου διάρκειας ενός μήνα από την έγκρισή της·

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

29.5.2013

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

36

2

0

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Elena Oana Antonescu, Sophie Auconie, Sergio Berlato, Lajos Bokros, Franco Bonanini, Yves Cochet, Anne Delvaux, Jill Evans, Elisabetta Gardini, Matthias Groote, Françoise Grossetête, Cristina Gutiérrez-Cortines, Satu Hassi, Jolanta Emilia Hibner, Karin Kadenbach, Christa Klaß, Eija-Riitta Korhola, Jo Leinen, Corinne Lepage, Peter Liese, Zofija Mazej Kukovič, Linda McAvan, Miroslav Ouzký, Gilles Pargneaux, Pavel Poc, Frédérique Ries, Kārlis Šadurskis, Richard Seeber, Claudiu Ciprian Tănăsescu, Glenis Willmott, Sabine Wils

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Margrete Auken, Philippe Juvin, Alda Sousa, Rebecca Taylor, Marita Ulvskog, Владимир Уручев

Αναπληρωτές (άρθρο 187, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Станимир Илчев

  • [1]  ‘Handbook on Delegated Acts/Implementing Acts’, ΓΔ IPOL, Φεβρουάριος 2013, σ. 16.

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Βιομηχανίας, Ερευνας και Ενέργειας (24.9.2013)

προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων

σχετικά με τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στην ανάθεση νομοθετικών αρμοδιοτήτων και τον έλεγχο από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή
(2012/2323(INI))

Συντάκτρια γνωμοδότησης: Amalia Sartori

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Επιτροπή Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας καλεί την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:

1.  διαπιστώνει ότι έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος όσον αφορά την έμπρακτη εφαρμογή των άρθρων 290 και 291 της Συνθήκης της Λισαβόνας και επισημαίνει ότι στις διοργανικές διαπραγματεύσεις αποδίδεται ολοένα και περισσότερη προσοχή στην επιλογή ανάμεσα σε κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις·

2.  επισημαίνει ότι, δεδομένου ότι οι συννομοθέτες δεν έχουν πάντα την ίδια αντίληψη όσον αφορά τα βασικά στοιχεία των δύο αυτών ειδών πράξεων, το Κοινοβούλιο θα πρέπει να συνεχίσει να τονίζει ότι τα ευαίσθητα από πολιτική άποψη θέματα που θα μπορούσαν να συμπληρώνουν τη βασική πράξη δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται μέσω εκτελεστικών πράξεων, καθώς κάτι τέτοιο θα επηρέαζε αρνητικά το δικαίωμα του Κοινοβουλίου για άσκηση ελέγχου·

3.  υπογραμμίζει τις ολοένα αυξανόμενες δυσκολίες που αντιμετωπίζει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις διαπραγματεύσεις του με το Συμβούλιο, ως αποτέλεσμα της απροθυμίας του Συμβουλίου να λάβει υπόψη τη χρήση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, καθώς και λόγω του γεγονότος ότι, παρόλο που η δυνατότητα να συμπεριληφθούν όλα τα αναγκαία στοιχεία στη βασική πράξη και να επιτρέπονται μόνο εκτελεστικές πράξεις συνιστά μια νομικά ασφαλή επιλογή, η εφαρμογή της προσέγγισης αυτής θα ήταν ίσως εξαιρετικά δύσκολη σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στους τομείς όπου οι τεχνολογίες είναι συνεχώς υπό εξέλιξη· επισημαίνει ότι, εκτός αυτού, η προσέγγιση αυτή μπορεί να οδηγήσει σε νομοθετική δραστηριότητα που δεν θα συνάδει με τις αρχές για τη βελτίωση τη νομοθεσίας στην ΕΕ·

4.  τονίζει ότι η διαβάθμιση των πληροφοριών σε ορισμένους τομείς δραστηριότητας δεν θα πρέπει να παρακωλύει το δικαίωμα του Κοινοβουλίου να ελέγχει τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις· διαπιστώνει ότι εάν αυτός ο τύπος πληροφοριών αποτελέσει αντικείμενο κατ’ εξουσιοδότηση πράξης θα πρέπει να γίνουν οι αναγκαίες ρυθμίσεις ώστε να επιτραπεί η πρόσβαση των βουλευτών σε αυτές σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία·

5.  τονίζει ότι σε πολλούς τομείς της νομοθεσίας, όπως στον τομέα της ενέργειας ή των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας, είναι πιθανό ζητήματα εκ πρώτης όψεως μάλλον τεχνικά να συνεπιφέρουν πολιτικές επιλογές με σοβαρές συνέπειες· υπογραμμίζει ως εκ τούτου ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί η δημοκρατική νομιμότητα σε κάθε φάση της νομοθετικής διαδικασίας της ΕΕ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει να διαθέτει επαρκή τεχνογνωσία, ώστε να μπορεί να ασκεί κατά τρόπο ανεξάρτητο τα εξελεγκτικά του δικαιώματα·

6. θεωρεί ότι έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος όσον αφορά τη διασφάλιση της ταχείας διαβίβασης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων στις αρμόδιες επιτροπές, η οποία με τη σειρά της επηρέασε θετικά την άσκηση του δικαιώματος του ελέγχου από τους βουλευτές·

7.  πιστεύει ότι η κυκλοφορία ενημερωτικού δελτίου σχετικά με τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για την ενημέρωση των βουλευτών διευκολύνει τον έλεγχο των πράξεων αυτών και επιτρέπει στους βουλευτές να προβάλλουν τυχόν ενστάσεις σε εύθετο χρόνο·

8.  διαπιστώνει με ανησυχία ότι οι εμπειρογνώμονες του Κοινοβουλίου δεν προσκαλούνται συστηματικά σε προπαρασκευαστικές συναντήσεις σχετικά με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις· ζητεί από την Επιτροπή να λάβει περαιτέρω μέτρα προκειμένου να αντιμετωπιστεί αυτό το ζήτημα καθώς και να ενημερώνει το Κοινοβούλιο όσον αφορά το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα για την έγκριση αυτών των πράξεων·

9.  εκφράζει την ικανοποίησή του που οι εμπειρογνώμονες της Επιτροπής είναι διατεθειμένοι να συμμετέχουν σε ενημερωτικές συνεδριάσεις με τους βουλευτές, δεδομένου ότι η διοργάνωση τέτοιων συνεδριάσεων πριν από την έκδοση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την αποσαφήνιση βασικών πτυχών των εν λόγω πράξεων και για τη διευκόλυνση του έργου του Κοινοβουλίου στην προσπάθεια επίτευξης τελικής συμφωνίας·

10. σημειώνει την πολύ σημαντική αύξηση των δυνατοτήτων που προσφέρονται από τις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις όσον αφορά τις νομοθετικές πράξεις· εκφράζει την ανησυχία του σχετικά με το ότι το Κοινοβούλιο δεν έχει επαρκές προσωπικό για να ασκεί πλήρως τις πολιτικές του αρμοδιότητες κατά τον ενδελεχή έλεγχο της διεργασίας εξουσιοδότησης της Επιτροπής, όπως όταν καλείται να διατυπώσει τις ενστάσεις του στην προθεσμία που ορίζεται σε βασική νομοθετική πράξη· ζητεί να γίνει ποιοτική και ποσοτική αξιολόγηση του προσωπικού που χρειάζεται το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για να ασκεί σωστά την αρμοδιότητά του ως συννομοθέτης.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

18.9.2013

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

51

0

0

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Amelia Andersdotter, Josefa Andrés Barea, Zigmantas Balčytis, Ivo Belet, Bendt Bendtsen, Fabrizio Bertot, Jan Březina, Maria Da Graça Carvalho, Giles Chichester, Jürgen Creutzmann, Pilar del Castillo Vera, Christian Ehler, Adam Gierek, Norbert Glante, András Gyürk, Edit Herczog, Romana Jordan, Krišjānis Kariņš, Lena Kolarska-Bobińska, Philippe Lamberts, Marisa Matias, Angelika Niebler, Jaroslav Paška, Aldo Patriciello, Herbert Reul, Michèle Rivasi, Paul Rübig, Francisco Sosa Wagner, Konrad Szymański, Patrizia Toia, Catherine Trautmann, Claude Turmes, Adina-Ioana Vălean, Alejo Vidal-Quadras, Ιωάννης Α. Τσουκαλάς, Владимир Уручев

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Maria Badia i Cutchet, Antonio Cancian, Yves Cochet, António Fernando Correia de Campos, Ioan Enciu, Elisabetta Gardini, Jolanta Emilia Hibner, Seán Kelly, Bernd Lange, Corinne Lepage, Marian-Jean Marinescu, Mario Pirillo

Αναπληρωτές (άρθρο 187, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

María Irigoyen Pérez, Cecilia Wikström, Sabine Wils

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού (5.9.2013)

προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων

σχετικά με τη συνέχεια που δόθηκε στην ανάθεση νομοθετικών αρμοδιοτήτων και τον έλεγχο από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή
(2012/2323(INI))

Συντάκτες γνωμοδότησης: Werner Kuhn και Saïd El Khadraoui

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Επιτροπή Μεταφορών και Τουρισμού καλεί την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:

1.  υπενθυμίζει ότι η διαμόρφωση κανόνων στην Ευρωπαϊκή Ένωση πραγματοποιείται και υπό του νομοθετικού επιπέδου, υπό τη μορφή νομικών πράξεων που αναπτύσσουν και εφαρμόζουν νομοθετικές πράξεις, και ότι είναι αναγκαίο να εξασφαλίζεται η σωστή εφαρμογή της Συνθήκης προκειμένου να διασφαλίζεται επαρκές επίπεδο δημοκρατικής νομιμότητας και για αυτές τις νομικές πράξεις·

2.  τονίζει ότι οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και οι εκτελεστικές πράξεις θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο για θέματα τεχνικού και/ή διοικητικού χαρακτήρα: τα πολιτικά θέματα θα πρέπει να υπάγονται στη δημοκρατική και χαρακτηριζόμενη από διαφάνεια διαδικασία της συναπόφασης, στην οποία έχουν πρόσβαση οι Ευρωπαίοι πολίτες·

3.  υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 290 και 291 της Συνθήκης, οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και οι εκτελεστικές πράξεις καλύπτουν διαφορετικές ανάγκες και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν οι μεν τις δε· θεωρεί ότι η οριοθέτηση κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικών πράξεων, καθώς και η κατάλληλη επιλογή των διατάξεων που πρέπει να περιλαμβάνονται στη βασική νομοθετική πράξη, συνιστούν σημαντικά πολιτικά ζητήματα που θα πρέπει να αντιμετωπίζονται σε πρώιμο στάδιο κατά την προετοιμασία των νομοθετικών εκθέσεων από τους εισηγητές, με τη βοήθεια των γραμματειών των επιτροπών και άλλων υπηρεσιών, ιδίως της Νομικής Υπηρεσίας·

4.  ζητεί από την Επιτροπή να προτείνει, βασιζόμενη στα διάφορα στάδια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, μια σειρά συγκεκριμένων διοργανικών κριτηρίων για τη χρησιμοποίηση κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικών πράξεων και να καθιερώσει μηχανισμούς αναθεώρησης·

5.  υπογραμμίζει τις ολοένα αυξανόμενες δυσκολίες που αντιμετωπίζει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις διαπραγματεύσεις του με το Συμβούλιο, ως αποτέλεσμα της απροθυμίας του Συμβουλίου να λάβει υπόψη τη χρήση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, καθώς και λόγω του γεγονότος ότι, παρόλο που η δυνατότητα να συμπεριληφθούν όλα τα αναγκαία στοιχεία στη βασική πράξη συνιστά μια νομικά ασφαλή επιλογή που θα οδηγούσε στην ύπαρξη εκτελεστικών πράξεων μόνο, η εφαρμογή της προσέγγισης αυτής θα μπορούσε να είναι εξαιρετικά δύσκολη σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στους τομείς όπου οι τεχνολογίες εξακολουθούν να αναπτύσσονται, και σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσει σε νομοθετήματα που δεν ευθυγραμμίζονται με τις αρχές της βελτίωσης της νομοθεσίας στην ΕΕ· ζητεί, συνεπώς, από την Επιτροπή, στο πλαίσιο του ρόλου της ως θεματοφύλακα των Συνθηκών, να τηρήσει τις δεσμεύσεις της σύμφωνα με τα άρθρα 290 και 291 της Συνθήκης της Λισαβόνας και να υποστηρίξει το Κοινοβούλιο όσον αφορά την προάσπιση των δικαιωμάτων του στις διαπραγματεύσεις με το Συμβούλιο·

6.  πιστεύει, προκειμένου να καταστεί ισχυρότερη η θέση των εισηγητών του στις νομοθετικές διαπραγματεύσεις, ότι πρέπει να αξιοποιείται περισσότερο η δυνατότητα παροχής γνωμοδότησης από την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων σύμφωνα με το άρθρο 37 α του Κανονισμού του·

7.  εκφράζει, δεδομένης της τρέχουσας εχθρικής στάσης του Συμβουλίου σε ό,τι αφορά τη χρήση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, την ανησυχία του όσον αφορά την εναρμόνιση, καθώς το Κοινοβούλιο θα μπορούσε να απολέσει τα δικαιώματα ελέγχου του εάν τα μέτρα της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο μετατραπούν σε εκτελεστικές πράξεις στις περιπτώσεις σημαντικών και πολιτικά ευαίσθητων νομοθετικών ρυθμίσεων, όπως εκείνων που σχετίζονται με την ασφάλεια· καλεί, συνεπώς, την Επιτροπή και τα Συμβούλιο να συμμορφωθούν στη Συνθήκη και τους στόχους της και να εγγυηθούν τον δημοκρατικό έλεγχο μέσω των δικαιωμάτων του Κοινοβουλίου επί των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων·

8.  τονίζει ότι, σε πολλούς τομείς της νομοθεσίας, όπως στον τομέα των μεταφορών, είναι πιθανό ζητήματα που αρχικά φαίνεται να είναι μάλλον τεχνικά να συνεπάγονται πολιτικές επιλογές με σημαντικές συνέπειες· ως εκ τούτου, υπογραμμίζει ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί η δημοκρατική νομιμότητα σε ολόκληρη την νομοθετική διαδικασία της ΕΕ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει να εφοδιαστεί με επαρκή τεχνογνωσία, ώστε να μπορεί να ασκεί ανεξάρτητα τα δικαιώματά του για έλεγχο·

9.  υπογραμμίζει τη σημασία της συμμετοχής του Κοινοβουλίου στο στάδιο προπαρασκευής των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, δεδομένου ότι η σωστή άσκηση του δικαιώματος του Κοινοβουλίου για έλεγχο σε ό,τι αφορά τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις είναι δυνατόν να δυσχεραίνεται ελλείψει της κατάλληλης παρακολούθησης του σταδίου προπαρασκευής τους και ελλείψει της τεχνογνωσίας που είναι αναγκαία για την αξιολόγηση του περιεχομένου τους, δεδομένων των περιορισμών όσον αφορά τον χρόνο και τους πόρους που παρέχονται για τον έλεγχό τους σε επίπεδο επιτροπών·

10. ζητεί από την Επιτροπή να εξασφαλίσει την παροχή ιδίου επιπέδου πληροφόρησης και διαφάνειας στους εμπειρογνώμονες τόσο των κρατών μελών όσο και του Κοινοβουλίου·

11. επιμένει, στο πλαίσιο της ευθυγράμμισης των νομοθετικών πράξεων με τα δεδομένα που έχουν προκύψει μετά την Λισαβόνα, ότι τα μέτρα που υπόκειντο προηγουμένως σε κανονιστική διαδικασία με έλεγχο θα πρέπει μάλλον να μετατραπούν σε κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και όχι σε εκτελεστικές πράξεις, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων δεόντως αιτιολογημένων.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

5.9.2013

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

31

1

3

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Magdi Cristiano Allam, Georges Bach, Izaskun Bilbao Barandica, Antonio Cancian, Michael Cramer, Philippe De Backer, Luis de Grandes Pascual, Saïd El Khadraoui, Ismail Ertug, Carlo Fidanza, Knut Fleckenstein, Jacqueline Foster, Franco Frigo, Mathieu Grosch, Dieter-Lebrecht Koch, Γεώργιος Κουμουτσάκος, Werner Kuhn, Jörg Leichtfried, Bogusław Liberadzki, Eva Lichtenberger, Gesine Meissner, Hubert Pirker, Dominique Riquet, Petri Sarvamaa, Olga Sehnalová, Brian Simpson, Keith Taylor, Patricia van der Kammen, Dominique Vlasto, Roberts Zīle

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Phil Bennion, Σπύρος Δανέλλης, Michel Dantin, Geoffrey Van Orden, Janusz Władysław Zemke

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ εξ ονόματος της Επιτροπής Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου (25.11.2013)

προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων

σχετικά με τη συνέχεια που δόθηκε στην ανάθεση νομοθετικών αρμοδιοτήτων και τον έλεγχο από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή
(2012/2323(INI))

Συντάκτης γνωμοδότησης: de Paolo De Castro

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Επιτροπή Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου καλεί την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:

1.  επαναλαμβάνει τη σημασία που έχει η ευθυγράμμιση του κεκτημένου, ιδίως σε σχέση με τομείς πολιτικής όπως η Κοινή Γεωργική Πολιτική, οι οποίοι δεν είχαν εγκριθεί σύμφωνα με τη διαδικασία συναπόφασης πριν να τεθεί σε ισχύ η ΣΛΕΕ· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι οι διαδικασίες όσον αφορά τους φακέλους ευθυγράμμισης βασικής νομοθεσίας στον τομέα της γεωργίας πάγωσαν από το Συμβούλιο μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο των τριμερών διαλόγων και κατά την πρώτη ανάγνωση του Κοινοβουλίου· σημειώνει ότι μόνο στο πλαίσιο πλήρων νομοθετικών διαδικασιών σχετικά με τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ κατέστη δυνατή η εξεύρεση λύσης ως προς την ευθυγράμμιση, αποδεκτής και από τις δύο πλευρές, παρόλο που για ορισμένες διατάξεις επετεύχθη συμφωνία υπό τον όρο και μόνο ότι δεν θα αποτελούσαν προηγούμενο·

2.  προτρέπει το Συμβούλιο να δώσει συνέχεια στους εκκρεμούντες φακέλους ευθυγράμμισης, ώστε να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες πριν από το τέλος της νομοθετικής περιόδου·

3.  θεωρεί ότι η αυτόματη ευθυγράμμιση που προβλέπεται στο άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 προκάλεσε σοβαρά προβλήματα στις διαδικασίες ευθυγράμμισης, καθώς το γεγονός ότι δεν υπήρχε πίεση χρόνου απέβη επιζήμιο για τη διοργανική διαπραγματευτική διαδικασία και επέτρεψε τελικά στο Συμβούλιο να παγώσει τις διαδικασίες για τους φακέλους ευθυγράμμισης·

4.  επισημαίνει ότι πρέπει να βελτιωθεί η διαβίβαση εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ιδίως όσον αφορά τα σχέδια κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, για να διασφαλιστεί ταυτόχρονη ροή πληροφοριών προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ως συννομοθέτες·

5.  συνιστά στην Επιτροπή να μην κάνει κατάχρηση των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων προκειμένου να επανεξετάσει πολιτικές συμφωνίες που συνήφθησαν στο πλαίσιο του τριμερούς διαλόγου·

6.  καλεί την Επιτροπή να διευκολύνει τη συμμετοχή εμπειρογνωμόνων του Κοινοβουλίου στις συνεδριάσεις της ομάδας εμπειρογνωμόνων, χωρίς να προβάλλει περιττά γραφειοκρατικά εμπόδια.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

25.11.2013

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

24

3

0

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

José Bové, Luis Manuel Capoulas Santos, Paolo De Castro, Hynek Fajmon, Iratxe García Pérez, Julie Girling, Sergio Gutiérrez Prieto, Elisabeth Jeggle, Jarosław Kalinowski, Elisabeth Köstinger, Agnès Le Brun, Gabriel Mato Adrover, Mairead McGuinness, Marit Paulsen, Ulrike Rodust, Alfreds Rubiks, Giancarlo Scottà, Alyn Smith, Ewald Stadler, Csaba Sándor Tabajdi, Marc Tarabella, Мария Габриел

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Esther de Lange, Karin Kadenbach, Anthea McIntyre, Maria do Céu Patrão Neves, Димитър Стоянов

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Αλιείας (10.9.2013)

προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων

σχετικά με τη συνέχεια που δόθηκε στην ανάθεση νομοθετικών αρμοδιοτήτων και τον έλεγχο από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή
(2012/2323(INI))

Συντάκτης γνωμοδότησης: Antolín Sánchez Presedo

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Επιτροπή Αλιείας καλεί την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:

1.  τονίζει ότι η επιλογή του σωστού νομικού μέσου (νομοθετική πράξη, κατ' εξουσιοδότηση ή εκτελεστική πράξη), δεν είναι απλά ένα τεχνικό θέμα· υπογραμμίζει ότι έχει ιδιαίτερα μεγάλη σημασία να εξασφαλισθεί ότι ο νομοθέτης αναλαμβάνει την πλήρη ευθύνη σε σχέση με τα ουσιώδη στοιχεία και τον πραγματικό έλεγχο των πολιτικών αποφάσεων· επισημαίνει ότι είναι δυνατό να έχει επίσης ιδιαίτερη σημασία για την ισορροπία των δυνάμεων, την κανονικότητα και την σωστή λειτουργία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων καθώς και την επιβολή πολιτικών, όπως η κοινή αλιευτική πολιτική, τα διάφορα αυτά όργανα να χρησιμοποιούνται κατά τρόπο ο οποίος συνάδει με τα κριτήρια που καθορίζονται στη Συνθήκη· υπογραμμίζει ότι Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει ως εκ τούτου να δώσει ιδιαίτερη σημασία σε αυτές τις πτυχές·

2.  επισημαίνει τη σημασία μίας συνεπούς προσέγγισης εντός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από τη Διάσκεψη των Προέδρων σε ό,τι αφορά την επιλογή του νομικού μέσου και των μεθόδων ελέγχου· στο πλαίσιο αυτό, θεωρεί ότι η εν λόγω διαδικασία θα πρέπει να αποτελέσει τη βάση και να αναπτυχθεί περαιτέρω με σκοπό την αξιοποίηση του υφιστάμενου κεκτημένου, τη διευκόλυνση του συντονισμού και την οργάνωση της συνέχειας·

3.  προτείνει, σε κάθε κοινοβουλευτική επιτροπή, ο πρόεδρος, ένας από τους αντιπροέδρους ή ένα μέλος να έχει ως καθήκον την παροχή στήριξης στους βουλευτές και να εγγυάται την συνέπεια όσον αφορά τις κατ' εξουσιοδότηση ή εκτελεστικές πράξεις σε συντονισμό με τις άλλες επιτροπές· επισημαίνει ότι ο εισηγητής για τη βασική νομοθετική πράξη, θα πρέπει αυτόματα να καθίσταται εισηγητής και για τη συνέχεια που δίδεται και ότι θα πρέπει να υποβάλλει περιοδικά εκθέσεις στην επιτροπή· τονίζει επίσης τη λειτουργική οργάνωση που απαιτείται στο πλαίσιο των γραμματειών προκειμένου ο έλεγχος να είναι αποτελεσματικός, και συνιστά, συνεπώς, να εγγράφεται στις ημερήσιες διατάξεις των κοινοβουλευτικών επιτροπών ένα σημείο σχετικά με τη συνέχεια που δίδεται στις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις·

4.  εμμένει ως προς τον θεμελιώδη χαρακτήρα που έχει ο έλεγχος, δεδομένου ότι επιτρέπει στο Κοινοβούλιο να ορίζει εκ των προτέρων τα κριτήρια που θα πρέπει να πληρούνται ώστε να μην αντιταχθεί σε μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη·

5. καλεί την Επιτροπή να εξασφαλίσει μεγαλύτερη διαφάνεια στη δημοσίευση των πράξεών της, για να διευκολύνει τη δυνατότητα πρόσβασης σε αυτές τόσο για το Κοινοβούλιο όσο και για τους ευρωπαίους πολίτες· προτείνει, προς τον σκοπό αυτό, να δημιουργήσει η Επιτροπή ένα εργαλείο πληροφορικής που θα επιτρέπει τη δημιουργία βάσης δεδομένων στην οποία θα ευρετηριάζονται οι πράξεις κατά τρόπον ώστε να προάγεται ο δημοκρατικός έλεγχος·

6.  εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι, στον τομέα της κοινής αλιευτικής πολιτικής, όπως και σε άλλους τομείς στους οποίους δεν είχε εισαχθεί η διαδικασία συναπόφασης πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας Συνθήκης και όπου η κανονιστική διαδικασία με έλεγχο δεν χρησιμοποιείτο προηγουμένως, η διεργασία για την προσέγγιση της προ της Συνθήκης της Λισαβόνας νομοθεσίας με το νέο νομοθετικό πλαίσιο που περιλαμβάνει νομοθετικές, κατ' εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις αντιμετωπίζει σημαντικές δυσκολίες, που προκαλούν σοβαρές και επιζήμιες καθυστερήσεις, και παρουσιάζει μάλιστα στασιμότητα, με αποτέλεσμα να θίγεται η εφαρμογή αναγκαίων και επειγόντων μέτρων για τον τομέα της αλιείας, συχνά λόγω της απροθυμίας του Συμβουλίου να αποδεχθεί και να προβεί σε ουσιαστική χρήση της ανάθεσης νομοθετικών αρμοδιοτήτων στην Επιτροπή ώστε να εγκρίνει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ)·

7.  τονίζει ότι η ευθυγράμμιση της πολιτικής για την αλιεία με τις διατάξεις της Συνθήκης της Λισαβόνας δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα να εκχωρήσει η Επιτροπή στον εαυτό της πρόσθετες αρμοδιότητες σε σχέση με τις προβλεπόμενες στην εν λόγω Συνθήκη· υπενθυμίζει επ’ αυτού ότι οι εντολές της Επιτροπής να ενεργεί σε σχέση με τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις δεν νοούνται ως εντολές «απεριόριστης διάρκειας», αλλά πρέπει να οριοθετούνται χρονικά με σύμβαση (κατά κανόνα τριετή ανάθεση)·

8.  εκτιμά ότι η διαδικασία προσέγγισης με την προ της Συνθήκης της Λισαβόνας κατάσταση της πολιτικής στον τομέα της αλιείας καθώς και της σχετικής νομοθεσίας με το νέο νομοθετικό πλαίσιο θα πρέπει να περατωθεί πλήρως κατά τη διάρκεια της τρέχουσας κοινοβουλευτικής θητείας·

9.  καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο να προχωρήσουν σε περαιτέρω διαπραγματεύσεις με το Κοινοβούλιο, προκειμένου να βρεθεί μια κοινή λύση για την ερμηνεία και την χρησιμοποίηση καθώς και τη συνέχεια που θα δοθεί στα άρθρα 290 και 291 της ΣΛΕΕ, ειδικότερα έναν σαφή και συγκεκριμένο διαχωρισμό μεταξύ των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων και εκτελεστικών πράξεων, πιθανώς χρησιμοποιώντας συγκεκριμένα και αναμφισβήτητα παραδείγματα αρμοδιοτήτων που ταξινομούνται ως νομοθετικές, κατ' εξουσιοδότηση ή εκτελεστικές·

10. υπενθυμίζει τη σημασία που έχει η ανάθεση εκτελεστικών αρμοδιοτήτων στην Επιτροπή σε ορισμένους τομείς πολιτικής προκειμένου να αποφεύγεται η μικροδιαχείριση και μια δυσκίνητη και μακρά διαδικασία συναπόφασης·

11. τονίζει ότι η επιλογή ενός μέσου έχει συνέπειες μεταξύ άλλων στον έλεγχο της συνέχειας που δίνεται στην εκχωρηθείσα αρμοδιότητα· υποστηρίζει, ως εκ τούτου, τη θέση της Διάσκεψης των προέδρων που συνιστά την προσφυγή στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις στις περιπτώσεις στις οποίες δεν είναι προφανής η επιλογή της ανάθεσης με βάση τους κανόνες της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

12. εκτιμά ότι κλονίζεται η αξιοπιστία του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου Υπουργών στα μάτια των πολιτών της ΕΕ όταν σημαντικές πολιτικές δεν μπορούν να θεσπιστούν διότι τα δύο θεσμικά όργανα αδυνατούν να συμφωνήσουν μεταξύ τους όσον αφορά την ακολουθητέα διοικητική διαδικασία·

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

5.9.2013

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

21

0

0

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

John Stuart Agnew, Antonello Antinoro, Chris Davies, Carmen Fraga Estévez, Dolores García-Hierro Caraballo, Marek Józef Gróbarczyk, Werner Kuhn, Isabella Lövin, Gabriel Mato Adrover, Guido Milana, Maria do Céu Patrão Neves, Crescenzio Rivellini, Raül Romeva i Rueda, Struan Stevenson, Isabelle Thomas, Nils Torvalds, Jarosław Leszek Wałęsa, Κρίτων Αρσένης

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Jean Louis Cottigny, Iñaki Irazabalbeitia Fernández, Jens Nilsson, Νικόλαος Σαλαβράκος

Αναπληρωτές (άρθρο 187, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Jan Kozłowski

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (25.11.2013)

προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων

σχετικά με τη συνέχεια που δόθηκε στην ανάθεση νομοθετικών αρμοδιοτήτων και τον έλεγχο από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή
(2012/2323(INI))

Συντάκτρια γνωμοδότησης: Monika Flašíková Beňová

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων καλεί την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:

Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπει μια νέα ιεραρχία των κανόνων, η οποία περιλαμβάνει νομοθετικές πράξεις, με τις οποίες ο νομοθέτης αποφασίζει επί ουσιαστικών στοιχείων, κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, οι οποίες εκδίδονται από την Επιτροπή υπό τον έλεγχο του νομοθέτη για την τροποποίηση ή την συμπλήρωση ορισμένων μη ουσιωδών στοιχείων των νομοθετικών πράξεων, και εκτελεστικές πράξεις, οι οποίες εκδίδονται συνήθως από την Επιτροπή, υπό τον έλεγχο των κρατών μελών, όταν απαιτούνται ενιαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή των πράξεων της Ένωσης·

Β.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, οι νομικές πράξεις που εγκρίθηκαν στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικά θέματα (πρώην τρίτος πυλώνας) δεν έχουν τροποποιηθεί από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας με συνέπεια να συνεχίζουν αυτές να λειτουργούν εκτός του πλέγματος των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων και των εκτελεστικών πράξεων (άρθρα 290 και 291 ΣΛΕΕ), να εξακολουθεί η Επιτροπή να μην είναι σε θέση - για μια μεταβατική περίοδο πέντε ετών - να κινήσει διαδικασίες επί παραβάσει και να συνεχίζει το Δικαστήριο να έχει τις περιορισμένες εξουσίες που του είχαν ανατεθεί με την προηγούμενη Συνθήκη (άρθρο 10 του Πρωτοκόλλου 36)·

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η διακυβερνητική διάσκεψη κάλεσε τα θεσμικά όργανα να επιδιώξουν την τροποποίηση ή την αντικατάσταση των νομικών πράξεων του πρώην τρίτου πυλώνα προκειμένου να καταστεί δυνατή η πλήρης εφαρμογή των εξουσιών των θεσμικών οργάνων όπως τις προβλέπει η Συνθήκη της Λισαβόνας (Δήλωση αριθ. 50 σχετικά με το άρθρο 10 του Πρωτοκόλλου 36, και άρθρο 10 παράγραφος 2 του Πρωτοκόλλου 36)· λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο, στο ψήφισμά του της 25ης Νοεμβρίου 2009 σχετικά με την Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο - Χώρος Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης - πρόγραμμα της Στοκχόλμης[1], ζήτησε από την Επιτροπή να υποβάλει ορισμένες προτάσεις προτεραιότητας έως το Σεπτέμβριο 2010, εκ των οποίων αρκετές εκκρεμούν·

1.  καταδικάζει ως αντιδημοκρατικό και αντίθετο προς την αρχή του κράτους δικαίου το γεγονός ότι, σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβόνας, εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται διαδικασίες για την εφαρμογή πράξεων του πρώην τρίτου πυλώνα που συχνά αποκλείουν τη συμμετοχή του Κοινοβουλίου ή προβλέπουν μόνο τη γνωμοδότησή του, ανεξάρτητα από τη φύση των αποφάσεων που πρόκειται να ληφθούν· καλεί την Επιτροπή να συμπεριλάβει στο πρόγραμμα εργασίας της για το 2014, το αργότερο, προτάσεις για την τροποποίηση όλων των νομοθετικών πράξεων του πρώην τρίτου πυλώνα προκειμένου να εναρμονισθούν με τη νέα ιεραρχία των κανόνων και προκειμένου να γίνονται σεβαστές οι εξουσίες, οι αρμοδιότητες, και το δικαίωμα πληροφόρησης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως προς την εκχώρηση νομοθετικών αρμοδιοτήτων στην Επιτροπή όπως προβλέπει η Συνθήκη της Λισσαβόνας· τονίζει ότι τούτο απαιτεί εξατομικευμένη αξιολόγηση κάθε νομοθετικής πράξης ούτως ώστε να προσδιορισθούν οι αποφάσεις οι οποίες – ως ουσιώδη στοιχεία – πρέπει να ληφθούν από τον νομοθέτη, και συγκεκριμένα όταν άπτονται των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ενεχομένων ατόμων, και εκείνες που μπορούν να θεωρηθούν μη ουσιώδεις (βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-355/01)· προτείνει τη σύσταση διοργανικής ομάδας εργασίας προς τον σκοπό αυτό προκειμένου να προσδιοριστούν τα κριτήρια που διέπουν την χρήση κατ' εξουσιοδότηση πράξεων ή εκτελεστικών πράξεων βάσει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ· ζητεί δε από το Συμβούλιο και την Επιτροπή να προσέλθουν σε διαπραγματεύσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προκειμένου να εξευρεθεί, το συντομότερο δυνατό, συμφωνία επί των προαναφερθέντων κριτηρίων·

2.  επισύρει την προσοχή στο γεγονός ότι το Συμβούλιο εξακολουθεί να εγκρίνει νομικές πράξεις βάσει των διατάξεων του πρώην τρίτου πυλώνα αν και η Συνθήκη της Λισαβόνας ισχύει εδώ και καιρό, γεγονός που έχει εξαναγκάσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να προσφύγει στο Δικαστήριο·

3.  καταδικάζει έντονα την επιμονή του Συμβουλίου, καθώς και συχνά της Επιτροπής, σε ό, τι αφορά τις εκτελεστικές πράξεις ακόμα και σε περιπτώσεις στις οποίες πληρούνται σαφώς τα κριτήρια για κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, όπως προβλέπει το άρθρο 240 της ΣΛΕΕ, ιδίως από τη στιγμή που η ανάθεση αρμοδιοτήτων στην Επιτροπή αφορά μόνο μη νομοθετικές πράξεις που συμπληρώνουν ή τροποποιούν μη ουσιώδη στοιχεία της εν λόγω νομοθετικής πράξης·

4.  φρονεί ότι η επιλογή μεταξύ κατ' εξουσιοδότηση πράξεων και εκτελεστικών πράξεων πρέπει να γίνεται κατά περίπτωση. Αυτού του είδους η επιλογή απαιτεί προσεκτική εξέταση με αναφορά, σε κάθε περίπτωση, στις απαιτήσεις των άρθρων 290 και 291 ΣΛΕΕ· φρονεί σχετικά με το θέμα αυτό ότι η ύπαρξη ενδεικτικών κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με την εφαρμογή αυτών των άρθρων μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη·

5.  εμμένει στη σωστή χρήση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων στα νέα δημοσιονομικά προγράμματα· πιστεύει ότι οι αποφάσεις, όπως εκείνες που αφορούν τον καθορισμό προτεραιοτήτων και την κατανομή δημοσιονομικών πόρων μεταξύ των εν λόγω προτεραιοτήτων συμπληρώνουν σαφώς τη βασική πράξη και συνεπώς απαιτούν τη χρήση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

17.10.2013

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

38

4

0

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Jan Philipp Albrecht, Edit Bauer, Rita Borsellino, Emine Bozkurt, Arkadiusz Tomasz Bratkowski, Philip Claeys, Carlos Coelho, Agustín Díaz de Mera García Consuegra, Ioan Enciu, Monika Flašíková Beňová, Hélène Flautre, Kinga Gál, Kinga Göncz, Nathalie Griesbeck, Sylvie Guillaume, Anna Hedh, Salvatore Iacolino, Timothy Kirkhope, Juan Fernando López Aguilar, Monica Luisa Macovei, Véronique Mathieu Houillon, Anthea McIntyre, Roberta Metsola, Claude Moraes, Carmen Romero López, Judith Sargentini, Birgit Sippel, Csaba Sógor, Renate Sommer, Rui Tavares, Wim van de Camp, Axel Voss, Josef Weidenholzer, Tatjana Ždanoka, Auke Zijlstra, Γεώργιος Παπανικολάου, Светослав Христов Малинов

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Alexander Alvaro, Ana Gomes, Andrés Perelló Rodríguez, Marie-Christine Vergiat, Станимир Илчев

  • [1]  EE C 285 E της 21.10.2010, σ. 12.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

26.11.2013

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

21

0

0

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Raffaele Baldassarre, Sebastian Valentin Bodu, Françoise Castex, Christian Engström, Marielle Gallo, Giuseppe Gargani, Lidia Joanna Geringer de Oedenberg, Klaus-Heiner Lehne, Antonio López-Istúriz White, Antonio Masip Hidalgo, Jiří Maštálka, Evelyn Regner, Francesco Enrico Speroni, Alexandra Thein, Cecilia Wikström, Tadeusz Zwiefka, Димитър Стоянов

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Eduard-Raul Hellvig, Eva Lichtenberger, Dagmar Roth-Behrendt, József Szájer, Axel Voss