ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με την 30η και 31η ετήσια έκθεση για τον έλεγχο της εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ (2012-2013)

23.7.2015 - (2014/2253(INI))

Επιτροπή Νομικών Θεμάτων
Εισηγητής: Κώστας Χρυσόγονος


Διαδικασία : 2014/2253(INI)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου :  
A8-0242/2015
Κείμενα που κατατέθηκαν :
A8-0242/2015
Κείμενα που εγκρίθηκαν :

ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με την 30η και 31η ετήσια έκθεση για τον έλεγχο της εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ (2012-2013)

(2014/2253(INI))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–       έχοντας υπόψη την 30ή ετήσια έκθεση για τον έλεγχο της εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ (2012) (COM(2013)0726),

–       έχοντας υπόψη την 31η ετήσια έκθεση για τον έλεγχο της εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ (2013) (COM(2014)0612),

–       έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής με τίτλο «Έκθεση αξιολόγησης της πρωτοβουλίας EU Pilot» (COM(2010)0070),

–       έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής με τίτλο «Δεύτερη έκθεση αξιολόγησης της πρωτοβουλίας EU Pilot» (COM(2011)0930),

–       έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 20ής Μαρτίου 2002, όσον αφορά τις σχέσεις με τον καταγγέλλοντα στον τομέα των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου (COM(2002)0141),

–       έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 2ας Απριλίου 2012 με τίτλο «Επικαιροποίηση του χειρισμού των σχέσεων με τους καταγγέλλοντες όσον αφορά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης» (COM(2012)0154),

–       έχοντας υπόψη τη συμφωνία-πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής[1],

–       έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 4ης Φεβρουαρίου 2015, σχετικά με την 29η ετήσια έκθεση για τον έλεγχο της εφαρμογής του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2011)[2],

–       έχοντας υπόψη τη μελέτη: «Οι επιπτώσεις της κρίσης στον τομέα των θεμελιωδών δικαιωμάτων στα κράτη μέλη της ΕΕ – Συγκριτική ανάλυση»[3],

–       έχοντας υπόψη τη δέσμη μέτρων για τη βελτίωση της νομοθεσίας που ενέκρινε η Επιτροπή στις 19 Μαΐου 2015,

–       έχοντας υπόψη το άρθρο 52 και το άρθρο 132 παράγραφος 2 του Κανονισμού του,

–       έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων, της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων, της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων και της Επιτροπής Αναφορών (A8-0242/2015),

Α.     λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 17 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) ορίζει τον θεμελιώδη ρόλο της Επιτροπής ως «θεματοφύλακα των Συνθηκών»·

Β.     λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 ΣΕΕ, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ) έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες, απευθύνεται δε στα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης και στα κράτη μέλη όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης (άρθρο 51 παράγραφος 1 ΧΘΔΕΕ)·

Γ.     λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 258 παράγραφοι 1 και 2 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή διαβιβάζει αιτιολογημένη γνώμη σε κράτος μέλος, όταν κρίνει ότι αυτό δεν εκπλήρωσε υποχρέωσή του εκ των Συνθηκών, και δύναται να προσφύγει στο Δικαστήριο, εάν το εν λόγω κράτος μέλος δεν συμμορφωθεί με τη γνώμη αυτή εντός προθεσμίας που του τάσσει η Επιτροπή·

Δ.     λαμβάνοντας υπόψη ότι η συμφωνία -πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προβλέπει ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με όλες τις διαδικασίες επί παραβάσει με βάση προειδοποιητικές επιστολές, αλλά δεν καλύπτει την άτυπη διαδικασία «EU Pilot», που προηγείται της κίνησης επίσημης διαδικασίας επί παραβάσει·

Ε.     λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 41 ΧΘΔΕΕ ορίζει το δικαίωμα στη χρηστή διοίκηση ως το δικαίωμα κάθε προσώπου στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης και ότι το άρθρο 298 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι, κατά την εκπλήρωση της αποστολής τους, τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης στηρίζονται σε ευρωπαϊκή διοίκηση ανοιχτή, αποτελεσματική και ανεξάρτητη·

ΣΤ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 51 ΧΘΔΕΕ περιορίζει την υποχρέωση συμμόρφωσης των κρατών μελών προς τον Χάρτη στις περιπτώσεις που εφαρμόζουν το δίκαιο της ΕΕ, αλλά δεν προβλέπει ανάλογο περιορισμό για τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον Χάρτη για τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης·

Ζ.     λαμβάνοντας υπόψη ότι, στο πλαίσιο της πρόσφατης χρηματοπιστωτικής κρίσης τα κράτη μέλη υποχρεώθηκαν να λάβουν μέτρα που θέτουν σε κίνδυνο το πρωτογενές δίκαιο της ΕΕ, ιδίως διατάξεις σχετικά με την προστασία των κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων·

1.      σημειώνει ότι, σύμφωνα με την Κοινή Πολιτική Δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 27ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα, η Επιτροπή υπέβαλε στους δύο συννομοθέτες έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της·

2.      χαιρετίζει την 30η και την 31η ετήσια έκθεση της Επιτροπής σχετικά με τον έλεγχο της εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ, και επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τις εκθέσεις αυτές, οι τέσσερεις τομείς στους οποίους τα κράτη μέλη υποβλήθηκαν σε διαδικασίες επί παραβάσει για θέματα μεταφοράς του δικαίου της ΕΕ κατά το 2012 ήταν οι μεταφορές, η προστασία της υγείας και των καταναλωτών, η προστασία του περιβάλλοντος και θέματα που συνδέονται με την εσωτερική αγορά και τις υπηρεσίες, ενώ το 2013 οι πλέον προβληματικοί τομείς ήταν το περιβάλλον, η προστασία της υγείας και των καταναλωτών, η εσωτερική αγορά και οι υπηρεσίες, καθώς και οι μεταφορές· υπενθυμίζει ωστόσο ότι αυτή η εκ των υστέρων αξιολόγηση δεν αντικαθιστά το καθήκον της Επιτροπής να εποπτεύει αποτελεσματικά και έγκαιρα την εφαρμογή και εκτέλεση του δικαίου της ΕΕ, επισημαίνει δε ότι το Κοινοβούλιο θα μπορούσε να βοηθήσει στην εξέταση της εφαρμογής της νομοθεσίας μέσω του ελέγχου που ασκεί στην Επιτροπή·

3.      υπενθυμίζει ότι σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση που εδράζεται στο κράτος δικαίου και στην ασφάλεια και προβλεψιμότητα του νόμου, θα πρέπει οι πολίτες της ΕΕ, πρώτα από όλους, να είναι σε θέση να γνωρίζουν με σαφή, προσιτό, διαφανή και γρήγορο τρόπο (μέσω Διαδικτύου και με άλλα μέσα) ποιοι εθνικοί νόμοι, εφόσον υπάρχουν, έχουν εγκριθεί με μεταφορά του δικαίου της ΕΕ στην εσωτερική νομοθεσία, και ποιες εθνικές αρχές είναι υπεύθυνες για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής τους·

4.      επισημαίνει ότι οι πολίτες και οι επιχειρήσεις προσδοκούν ένα απλό, προβλέψιμο και αξιόπιστο κανονιστικό πλαίσιο·

5.      προτρέπει την Επιτροπή, όταν καταρτίζει και αξιολογεί νομοθεσία, να λαμβάνει περισσότερο υπόψη το βάρος που μπορεί να συνεπάγεται για τις ΜΜΕ·

6.      ζητεί από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να συντονίζουν τις προσπάθειές τους σε προγενέστερο στάδιο της νομοθετικής διαδικασίας, ώστε να εξασφαλίζεται ότι το τελικό αποτέλεσμα θα μπορεί να εφαρμοστεί πιο αποτελεσματικά·

7.      επισημαίνει ότι η καθυστερημένη μεταφορά, η μη σωστή μεταφορά και η κακή εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας μπορούν να οδηγήσουν σε διαφοροποίηση μεταξύ των κρατών μελών και να στρεβλώσουν τους όρους ανταγωνισμού σε ολόκληρη την ΕΕ·

8.      καλεί την Επιτροπή να αντιμετωπίζει σε βάση ισότητας όλα τα κράτη μέλη, ανεξαρτήτως μεγέθους ή χρονολογίας προσχώρησής τους στην ΕΕ·

9.      επισημαίνει ότι η εφαρμογή και μεταφορά της νομοθεσίας της ΕΕ εξακολουθούν να παρουσιάζουν διαφορές μεταξύ των κρατών μελών, πράγμα που, σε συνδυασμό με τα γλωσσικά προβλήματα, την υπερβολική γραφειοκρατία και το έλλειμμα γνώσεων, έχουν δημιουργήσει μια Ένωση η οποία δεν είναι φιλική προς τον πολίτη· σημειώνει ότι οι πολίτες που επιθυμούν να ζήσουν, να εργαστούν και να αναπτύξουν επιχειρηματικές δραστηριότητες σε ένα άλλο κράτος μέλος αντιμετωπίζουν στην καθημερινότητά τους συνεχείς δυσκολίες λόγω της διαφορετικής εφαρμογής της νομοθεσίας της ΕΕ στις έννομες τάξεις των κρατών μελών·

10.    υπενθυμίζει ότι η Επιτροπή είναι, σύμφωνα με το άρθρο 17 ΣΕΕ, υπεύθυνη για τη διασφάλιση της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 6 παράγραφος 1 ΣΕΕ), οι διατάξεις του οποίου απευθύνονται στα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης και στα κράτη μέλη όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης (άρθρο 51 παράγραφος 1 ΧΘΔΕΕ)· υπενθυμίζει ότι η Επιτροπή έχει την εξουσία να κινήσει διαδικασία επί παραβάσει σύμφωνα με τα άρθρα 258 και 260 ΣΛΕΕ, για να διασφαλίσει τον σεβασμό του δικαίου της ΕΕ· ζητεί ωστόσο από την Επιτροπή να διευκολύνει το Κοινοβούλιο κατά την άσκηση του ρόλου του ως συννομοθέτη, δίνοντάς του επαρκή πληροφόρηση και διατηρώντας τη λογοδοσία της προς αυτό·

11.    σημειώνει ότι συνολικά περατώθηκαν 731 υποθέσεις παράβασης των συνθηκών, επειδή τα ενεχόμενα κράτη μέλη απέδειξαν τη συμμόρφωσή τους με τη νομοθεσία της ΕΕ· επισημαίνει ότι το 2013 το Δικαστήριο εξέδωσε, βάσει του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ, 52 αποφάσεις, εκ των οποίων σε 31 περιπτώσεις (59,6%) αποφάνθηκε κατά των κρατών μελών· υπενθυμίζει, προκειμένου οι στατιστικές αυτές να τεθούν στις σωστές τους διαστάσεις, ότι μέχρι σήμερα το Δικαστήριο έχει εκδώσει 3.274 (87,3% ) αποφάσεις σε διαδικασίες επί παραβάσει υπέρ της Επιτροπής· καλεί την Επιτροπή να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στην ουσιαστική επιβολή όλων αυτών των αποφάσεων·

12.    επιδοκιμάζει το γεγονός ότι η Επιτροπή κάνει όλο και πιο συχνή χρήση των σχεδίων εφαρμογής για νέες νομοθετικές πράξεις της ΕΕ που απευθύνονται στα κράτη μέλη, καθώς έτσι αυξάνονται οι πιθανότητες έγκαιρης και ορθής εφαρμογής, αποκλείονται εκ των προτέρων προβλήματα μεταφοράς και εφαρμογής, πράγμα που με τη σειρά του επηρεάζει τον αριθμό των σχετικών αναφορών που υποβάλλονται·

13.    επαναλαμβάνει ότι η Επιτροπή πρέπει να επικεντρώνεται στην αποτελεσματική επίλυση των προβλημάτων, την αποτελεσματική διαχείριση και τα προληπτικά μέτρα, προτείνει ωστόσο να εξετάσει η Επιτροπή και νέους τρόπους, εκτός της τυπικής διαδικασίας επί παραβάσει, για τη βελτίωση της μεταφοράς και της επιβολής της νομοθεσίας της ΕΕ·

14.    υποστηρίζει ότι η ενωσιακή νομοθεσία πρέπει να μεταφέρεται ορθά και εγκαίρως στη νομική τάξη κάθε κράτους μέλους· καλεί μετ’ επιτάσεως τις αρχές των κρατών μελών να αποφεύγουν τον κανονιστικό υπερθεματισμό, καθώς συχνά αυτό οδηγεί σε έντονες αποκλίσεις στη διαδικασία εφαρμογής σε επίπεδο κράτους μέλους, όπερ, με τη σειρά του, αποδυναμώνει τον σεβασμό για την ενωσιακή νομοθεσία, καθώς οι πολίτες αντιλαμβάνονται σοβαρές διαφορές εντός της ΕΕ· τονίζει την ανάγκη περαιτέρω σύσφιξης της συνεργασίας μεταξύ των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των επιτροπών ευρωπαϊκών υποθέσεων των εθνικών και περιφερειακών κοινοβουλίων· χαιρετίζει ένθερμα την καινοτομία της Συνθήκης της Λισαβόνας, βάσει της οποίας το Δικαστήριο, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, θα είναι δυνατόν να επιβάλλει κυρώσεις στα κράτη μέλη για καθυστερημένη μεταφορά, χωρίς να χρειάζεται να αναμένει μία δεύτερη απόφαση· προτρέπει τα θεσμικά όργανα της ΕΕ (Συμβούλιο, Επιτροπή, ΕΚΤ) να σέβονται το πρωτογενές δίκαιο της ΕΕ (τις Συνθήκες και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων) κατά τη θέσπιση διατάξεων του δευτερογενούς δικαίου ή κατά την έγκριση πολιτικών για οικονομικά και κοινωνικά θέματα, οι οποίες επηρεάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κοινό καλό·

15.    επισημαίνει την αναφορά που κάνει η Επιτροπή στον κανονιστικό υπερθεματισμό («gold-plating»), ο οποίος αναφέρεται σε υποχρεώσεις που προχωρούν πέρα από τις απαιτήσεις της ΕΕ, δηλαδή υπερβολή διατάξεων, κατευθυντήριων γραμμών και διαδικασιών, οι οποίες σωρεύονται σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο και εμπλέκονται με τους προσδοκώμενους πολιτικούς στόχους· καλεί την Επιτροπή να προσδιορίσει με σαφήνεια τι εννοεί μιλώντας για κανονιστικό υπερθεματισμό («gold-plating»)· υπογραμμίζει ότι ο εν λόγω ορισμός πρέπει να καθιστά σαφές ότι τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να καθορίζουν αυστηρότερα πρότυπα όπου είναι απαραίτητο, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη το γεγονός ότι η καλύτερη εναρμόνιση της εφαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ είναι σημαντική για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς·

16.    σημειώνει ότι η μείωση των διαδικασιών επί παραβάσει για καθυστερημένη μεταφορά το 2012 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος οφειλόταν κυρίως στο γεγονός ότι υπήρχαν λιγότερες οδηγίες προς μεταφορά το 2012 σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη· αναγνωρίζει, ωστόσο, ότι τα στατιστικά στοιχεία για το 2013 εμφανίζουν μια πραγματική μείωση των διαδικασιών επί παραβάσει για καθυστερημένη μεταφορά, καθώς ο αριθμός των διαδικασιών αυτών κατά το τέλος του έτους αυτού ήταν ο χαμηλότερος της τελευταίας πενταετίας, πράγμα που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα θετικό αποτέλεσμα της θέσπισης στο άρθρο 260 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ μιας ταχείας διαδικασίας («fast-track») για την επιβολή χρηματικών ποινών σε περιπτώσεις παράβασης της υποχρέωσης μεταφοράς·

17.    σημειώνει ότι η μείωση των διαδικασιών επί παραβάσει για καθυστερημένη μεταφορά το 2013, το 2012 και κατά τα τελευταία πέντε έτη μπορεί να εξηγηθεί αφενός από την αυξημένη χρήση του «EU Pilot» και άλλων μηχανισμών (συμπεριλαμβανομένου του Solvit2) και από τη θέσπιση, σύμφωνα με το άρθρο 260 παράγραφος 3 της ΣΕΕ, της ταχείας διαδικασίας για ποινές που επιβάλλονται σε περιπτώσεις παράβασης της υποχρέωσης μεταφοράς· τονίζει ότι η έγκαιρη μεταφορά των οδηγιών θα πρέπει να συνεχίσει να αποτελεί θέμα ύψιστης προτεραιότητας στο πλαίσιο της Επιτροπής και ότι θα πρέπει να επιβάλλονται οι προθεσμίες μεταφοράς

18.    επισημαίνει ότι η αύξηση του αριθμού των νέων υποθέσεων «EU Pilot», ιδίως σχετικά με το περιβάλλον, τη φορολογία, τη δικαιοσύνη και τις τελωνειακές αρχές κατά την υπό εξέταση περίοδο και η μείωση του αριθμού των ανοικτών διαδικασιών επί παραβάσει δείχνουν μία θετική τάση στα κράτη μέλη όσον αφορά την εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ, καταδεικνύοντας ότι η διαδικασία «EU Pilot» έχει αποδειχθεί αποτελεσματική στην επίλυση σε πρώιμο στάδιο υποθέσεων πιθανών παραβάσεων· θεωρεί ωστόσο ότι πρέπει να καταβληθούν περαιτέρω προσπάθειες στον τομέα της επιβολής του δικαίου της ΕΕ, για να ενισχυθεί η διαφάνεια και ο έλεγχός της εκ μέρους των καταγγελλόντων και των ενδιαφερομένων μερών, εκφράζει δε τη λύπη του που, παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις του, το Κοινοβούλιο εξακολουθεί να έχει περιορισμένη και ανεπαρκή πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία «EU Pilot» και τις εκκρεμείς υποθέσεις· επισημαίνει την ανάγκη να ενισχυθεί το νομικό καθεστώς και να ενδυναμωθεί η νομιμοποίηση της πρωτοβουλίας «EU Pilot», θεωρεί δε ότι η νομιμοποίηση μπορεί να εξασφαλιστεί με την αύξηση της διαφάνειας και της συμμετοχής των καταγγελλόντων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου·

19.    καλεί, ως εκ τούτου, για μία ακόμη φορά την Επιτροπή να προτείνει δεσμευτικούς κανόνες υπό μορφή κανονισμού δυνάμει της νέας νομικής βάσης του άρθρου 298 της ΣΛΕΕ, προκειμένου να διασφαλιστεί ο πλήρης σεβασμός του δικαιώματος των πολιτών σε χρηστή διοίκηση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων·

20.    αναγνωρίζει ότι η πρωταρχική ευθύνη για την ορθή εφαρμογή και επιβολή του δικαίου της ΕΕ βαρύνει πρωτίστως τα κράτη μέλη, τονίζει δε το καθήκον που έχουν τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα να τηρούν το πρωτογενές δίκαιο της ΕΕ όταν καταρτίζουν παράγωγο δίκαιο της ΕΕ ή όταν αποφασίζουν, εφαρμόζουν και επιβάλλουν σε κράτη μέλη κοινωνικές, οικονομικές ή άλλες πολιτικές· τονίζει επίσης το καθήκον τους να βοηθούν με κάθε διαθέσιμο μέσο τα κράτη μέλη στην προσπάθειά τους να τηρούν τις δημοκρατικές και κοινωνικές αξίες και να μεταφέρουν τη νομοθεσία της ΕΕ σε εποχές λιτότητας και οικονομικών περιορισμών, υπενθυμίζει δε ότι τα ενωσιακά θεσμικά όργανα δεσμεύονται από την αρχή της επικουρικότητας και των σχετικών προνομίων των κρατών μελών·

21.    εκφράζει ανησυχία ότι τα μέτρα λιτότητας που έχουν επιβληθεί σε υπερχρεωμένα κράτη μέλη της ΕΕ και τα οποία κατόπιν ενσωματώθηκαν σε πράξεις παράγωγου δικαίου της ΕΕ προτού μεταφερθούν στην εσωτερική νομοθεσία, κατά την περίοδο που καλύπτεται από τις δύο υπό εξέταση ετήσιες εκθέσεις, ιδίως οι δραστικές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, είχαν ως αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά η ικανότητα της διοίκησης και των δικαστηρίων των κρατών μελών να αναλαμβάνουν την ευθύνη τους για την ορθή εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ·

22.    θεωρεί ότι τα κράτη μέλη που τελούν υπό προγράμματα οικονομικής προσαρμογής πρέπει να εξακολουθούν να μπορούν να πληρούν την υποχρέωσή τους να σέβονται τα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα·

23.    υπενθυμίζει ότι όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, ακόμη και όταν ενεργούν ως μέλη ομάδων διεθνών δανειστών («τρόικες»), δεσμεύονται από τις Συνθήκες και τον ΧΘΔΕΕ·

24.    τονίζει ότι έχει πρωταρχική σημασία να τηρούν τα θεσμικά όργανα της Συνθήκες· επισημαίνει ότι η Επιτροπή πρέπει να βοηθά τα κράτη μέλη τα εφαρμόζουν ορθά την ενωσιακή νομοθεσία για να ενισχυθεί η στήριξη προς την ΕΕ και η εμπιστοσύνη στη νομιμότητά της· ενθαρρύνει την Επιτροπή να δημοσιοποιεί τις ανησυχίες που εκφράζουν τα κράτη μέλη κατά τη διαδικασία εφαρμογής· τονίζει ότι η υποστήριξη των εθνικών κοινοβουλίων κατά τη μεταφορά της νομοθεσίας είναι καθοριστικής σημασίας για τη βελτίωση της εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ και, ως εκ τούτου, ζητεί να εντατικοποιηθεί ο διάλογος με τα εθνικά κοινοβούλια, μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις που έχει εκφραστεί προβληματισμός σχετικά με την επικουρικότητα· επισημαίνει τον καίριο ρόλο των τακτικών εκ των υστέρων αξιολογήσεων και τη σημασία του να ζητείται η γνώμη των εθνικών κοινοβουλίων προκειμένου να αντιμετωπίζονται ανησυχίες ή περίπλοκα ζητήματα όσον αφορά τη νομοθεσία τα οποία ενδεχομένως δεν θα ήταν προηγουμένως εμφανή·

25.    σημειώνει ότι το δικαίωμα υποβολής αναφορών στο Κοινοβούλιο αποτελεί έναν από τους πυλώνες της ιδιότητας του ευρωπαίου πολίτη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 44 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο άρθρο 227 ΣΛΕΕ· επισημαίνει ότι αυτό το δικαίωμα παρέχει μέσα απαραίτητα αλλά μη επαρκή για μεγαλύτερη συμμετοχή του κοινού στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ΕΕ και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για τον εντοπισμό και την εκτίμηση τυχόν κενών και παραβιάσεων κατά την εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας από τα κράτη μέλη και για την ενημέρωση των θεσμικών οργάνων της ΕΕ σχετικά· υπογραμμίζει, υπό το πρίσμα αυτό, τον καθοριστικό ρόλο της Επιτροπής Αναφορών ως αποτελεσματικού συνδέσμου μεταξύ των πολιτών της ΕΕ, του Κοινοβουλίου, της Επιτροπής και των εθνικών κοινοβουλίων·

26.    χαιρετίζει το γεγονός ότι η Επιτροπή αναγνωρίζει την καθοριστική συμβολή των καταγγελλόντων στην προσπάθειά της να εντοπίσει παραβιάσεις της νομοθεσίας της ΕΕ·

27.    υπενθυμίζει ότι τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, και ιδίως η Επιτροπή και το Συμβούλιο, πρέπει να εφαρμόζουν και να τηρούν πλήρως το δίκαιο και τη νομολογία της ΕΕ στον τομέα της διαφάνειας και της πρόσβασης σε έγγραφα· ζητεί, στο πλαίσιο αυτό, την αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής[4] και των συναφών αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

28.    υπογραμμίζει ότι η ΕΕ ιδρύθηκε ως Ένωση που εδράζεται στο κράτος δικαίου και στον σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου (άρθρο 2 ΣΕΕ)· επαναλαμβάνει ότι η προσεκτική παρακολούθηση των πράξεων και των παραλείψεων των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της ΕΕ είναι άκρως σημαντική και υπογραμμίζει ότι ο αριθμός των αναφορών προς το Κοινοβούλιο και των καταγγελιών προς την Επιτροπή σχετικά με προβλήματα που υποτίθεται ότι είχε επιλύσει η Επιτροπή καταδεικνύει ότι οι πολίτες δείχνουν αυξανόμενη προσοχή στην ανάγκη να εφαρμόζεται καλύτερα η ενωσιακή νομοθεσία· καλεί την Επιτροπή να απαντά ταχύτερα και σαφέστερα σε μηνύματα πολιτών που αφορούν παραβιάσεις της ενωσιακής νομοθεσίας·

29.    σημειώνει τον μεγάλο αριθμό υποθέσεων παράβασης των συνθηκών που περατώθηκαν το 2013, πριν να φθάσουν στο Δικαστήριο, ενώ σε μόνο το 6,6% του συνόλου των υποθέσεων εκδόθηκε δικαστική απόφαση· ως εκ τούτου, θεωρεί ότι πρέπει να συνεχίσει να παρακολουθεί προσεκτικά τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη, λαμβανομένου υπόψη ότι ορισμένες αναφορές αφορούν ακόμη προβλήματα που εξακολουθούν να υφίστανται ακόμη και μετά την περάτωση της υπόθεσης·

30.    χαιρετίζει το γεγονός ότι η Επιτροπή αποδίδει συνεχώς μεγαλύτερη σημασία στις αναφορές ως πηγή πληροφόρησης και για καταγγελίες πολιτών εις βάρος των δημόσιων αρχών, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και για ενδεχόμενες παραβάσεις της νομοθεσίας της ΕΕ κατά την εφαρμογή της στην πράξη, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι στις δύο ετήσιες εκθέσεις δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στις αναφορές· σημειώνει ότι τούτο συνοδεύθηκε από αντίστοιχη αύξηση του αριθμού των αναφορών που διαβιβάστηκαν από την Επιτροπή Αναφορών στην Επιτροπή με αίτηση παροχής πληροφοριών· εκφράζει ωστόσο τη λύπη του που η Επιτροπή απαντά με καθυστέρηση όταν καλείται να γνωμοδοτήσει σε περίπτωση πολυάριθμων αναφορών·

31.    επισημαίνει επίσης την ανάγκη για εποικοδομητικό διάλογο με τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της Επιτροπής Αναφορών και καλεί τα κράτη μέλη τα οποία αφορούν οι σχετικές αναφορές να αποστέλλουν αντιπροσώπους που θα απευθύνονται στην επιτροπή κατά τις συνεδριάσεις της·

32.    τονίζει ότι οι αναφορές που κατέθεσαν πολίτες της ΕΕ ή κάτοικοι κράτους μέλους της αφορούν παραβιάσεις της ενωσιακής νομοθεσίας, ιδίως στον τομέα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, των εσωτερικών υποθέσεων, της δικαιοσύνης, της εσωτερικής αγοράς, της υγείας, της προστασίας των καταναλωτών, των μεταφορών, της φορολογίας, της γεωργίας, της αγροτικής ανάπτυξης και του περιβάλλοντος· θεωρεί ότι οι αναφορές πιστοποιούν το γεγονός ότι εξακολουθούν να υφίστανται συχνά και εκτεταμένα περιστατικά πλημμελούς μεταφοράς και έλλειψη ενδεδειγμένης επιβολής, γεγονός που τελικά οδηγεί σε κακή εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ· τονίζει ότι η κατάσταση αυτή απαιτεί αυξημένες προσπάθειες από τα κράτη μέλη και συνεχή παρακολούθηση εκ μέρους της Επιτροπής· τονίζει ιδίως τον μεγάλο αριθμό αναφορών που καταγγέλλουν τις διακρίσεις και τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν τα άτομα με αναπηρία·

33.    επισημαίνει ότι εξακολουθούν να υφίστανται δυσκολίες στον διάλογο με ορισμένα κράτη μέλη και περιφέρειες που διστάζουν να παρέχουν τα έγγραφα ή τις διευκρινίσεις που ζητούνται·

34.    χαιρετίζει τη δέσμευση που έχουν αναλάβει οι υπηρεσίες της Επιτροπής για την ενίσχυση της ανταλλαγής πληροφοριών με την Επιτροπή Αναφορών και επιθυμεί να επαναλάβει τα ακόλουθα αιτήματά του:

         (α) να βελτιωθεί η επικοινωνία ανάμεσα στα δύο μέρη, ιδίως όσον αφορά την έναρξη και τη συνέχιση των διαδικασιών επί παραβάσει από την Επιτροπή, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας«EU Pilot», ώστε να διασφαλιστεί ότι το Κοινοβούλιο είναι πλήρως ενήμερο, με στόχο τη συνεχή βελτίωση του νομοθετικού του έργου·

         (β) να καταβληθούν προσπάθειες ώστε να παρέχεται εγκαίρως στην Επιτροπή Αναφορών κάθε δυνατή σχετική πληροφορία για αναφορές που αφορούν διαδικασίες έρευνας και διαδικασίες επί παραβάσει, ώστε να μπορεί η Επιτροπή Αναφορών να απαντά με αποτελεσματικότερο τρόπο στα αιτήματα των πολιτών·

         (γ) να λαμβάνει υπόψη της η Επιτροπή, όταν καταρτίζει τις ανακοινώσεις της και όταν ετοιμάζει τροπολογίες επί της νομοθεσίας, τις εκθέσεις της Επιτροπής Αναφορών και κυρίως τα πορίσματα και τις συστάσεις που περιέχονται σε αυτές·

35.    εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι το Κοινοβούλιο, το οποίο εκπροσωπεί άμεσα τους ευρωπαίους πολίτες και είναι συννομοθέτης με πλήρη εξουσία, και αναλαμβάνει ολοένα και πιο πρωταγωνιστικό ρόλο στις διαδικασίες καταγγελίας, ιδίως μέσω κοινοβουλευτικών ερωτήσεων ή διά της Επιτροπής Αναφορών, εξακολουθεί να μη λαμβάνει αυτομάτως διαφανή και έγκαιρη πληροφόρηση σχετικά με την εφαρμογή των νόμων της ΕΕ, παρά το γεγονός ότι μια τέτοια πληροφόρηση είναι ουσιώδης, όχι μόνο ως μέσον για την ενίσχυση της προσβασιμότητας και της ασφάλειας δικαίου για τους ευρωπαίους πολίτες, αλλά και για την υιοθέτηση τροποποιήσεων οι οποίες αποσκοπούν στη βελτίωση των νόμων αυτών· θεωρεί ότι η βελτίωση της επικοινωνίας μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων θα μπορούσε να είναι ένα χρήσιμο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή· ζητεί μετ’ επιτάσεως αποτελεσματικότερη και ουσιαστικότερη συνεργασία μεταξύ των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και αναμένει από την Επιτροπή να εφαρμόσει με καλή πίστη τη ρήτρα της αναθεωρημένης συμφωνίας πλαισίου για τις σχέσεις με το Κοινοβούλιο, επί τη βάσει της οποίας αναλαμβάνει να «θέτει στη διάθεση του Κοινοβουλίου συνοπτικές πληροφορίες σχετικά με όλες τις διαδικασίες επί παραβάσει ήδη από το στάδιο της προειδοποιητικής επιστολής αλλά και, εφόσον ζητηθεί, σχετικά με τα ζητήματα στα οποία αναφέρεται η διαδικασία επί παραβάσει»·

36.    ζητεί τη δημιουργία, στους κόλπους των αρμόδιων Γενικών Διευθύνσεων του Κοινοβουλίου (ΓΔ IPOL, ΓΔ EXPO και ΓΔ Έρευνας), ενός ανεξάρτητου συστήματος εκ των υστέρων αξιολόγησης του αντικτύπου των βασικών νόμων της ΕΕ που εγκρίνονται από το Κοινοβούλιο στο πλαίσιο της διαδικασίας συναπόφασης και σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, μεταξύ άλλων και διά της συνεργασίας με τα εθνικά κοινοβούλια·

37.    σημειώνει ότι το Δικαστήριο απεφάνθη ότι «οι ζημιές που προκαλούν τα εθνικά θεσμικά όργανα … μπορεί μόνο να θεμελιώσουν την ευθύνη εκ μέρους των οργάνων αυτών, και τα εθνικά δικαστήρια παραμένουν τα μόνα αρμόδια για τη διασφάλιση της αποκατάστασης των ζημιών αυτών»[5]· υπογραμμίζει ως εκ τούτου τη σπουδαιότητα που έχει η ενίσχυση των διαθέσιμων ένδικων μέσων σε εθνικό επίπεδο, τα οποία επιτρέπουν στους καταγγέλλοντες να διεκδικούν τα δικαιώματά τους με πιο άμεσο και πιο προσωπικό τρόπο·

38.    σημειώνει ότι οι περισσότερες καταγγελίες πολιτών στον τομέα της δικαιοσύνης αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα· επαναλαμβάνει ότι το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας αποτελεί μία από τις τέσσερις θεμελιώδεις ελευθερίες της ΕΕ που κατοχυρώνονται στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εξασφαλίζονται για όλους τους ευρωπαίους πολίτες· υπενθυμίζει ότι, ως μία από τις θεμελιώδεις ελευθερίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δικαίωμα των πολιτών της ΕΕ να κυκλοφορούν ελεύθερα και να διαμένουν και να εργάζονται σε άλλα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζεται και να προστατεύεται·

39.    υπογραμμίζει ότι η πλήρης μεταφορά στο εθνικό δίκαιο και η αποτελεσματική εφαρμογή του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου είναι απόλυτη προτεραιότητα· καλεί τα κράτη μέλη να καταβάλουν κάθε προσπάθεια προκειμένου η νέα δέσμη μέτρων για το άσυλο να μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο ορθά, έγκαιρα και πλήρως·

40.    επισημαίνει ότι στον τομέα των εσωτερικών υποθέσεων ήταν το 2012 ανοικτές 22 υποθέσεις επί παραβάσει και 44 το 2013· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι το 2013 οι περισσότερες διαδικασίες επί παραβάσει για καθυστερημένη μεταφορά κινήθηκαν λόγω της καθυστερημένης μεταφοράς της οδηγίας 2011/36/EΕ σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων· επισημαίνει ότι το άσυλο παραμένει ένας τομέας στον οποίο έχει υποβληθεί μεγάλος αριθμός καταγγελιών·

41.    επισημαίνει ότι, στον τομέα της δικαιοσύνης, το 2012 ήταν ανοικτές 61 διαδικασίες επί παραβάσει και, το 2013, 67· υπογραμμίζει ότι οι περισσότερες από τις υποθέσεις αυτές αφορούσαν θέματα ιθαγένειας και ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι οι περισσότερες διαδικασίες επί παραβάσει για καθυστερημένη μεταφορά κινήθηκαν λόγω της καθυστερημένης μεταφοράς της οδηγίας 2010/64/EΕ σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία· εκφράζει ανησυχία για τη σημαντική αύξηση του αριθμού των καταγγελιών στον τομέα της δικαιοσύνης το 2013·

42.    χαιρετίζει τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί κατά τα τελευταία έτη όσον αφορά την ενίσχυση των δικαιωμάτων υπεράσπισης των υπόπτων ή κατηγορουμένων στην ΕΕ· υπογραμμίζει την καίρια σημασία της έγκαιρης, πλήρους και ορθής μεταφοράς όλων των μέτρων που ορίζονται στον οδικό χάρτη του Συμβουλίου για την ενίσχυση των δικονομικών δικαιωμάτων των υπόπτων ή κατηγορουμένων σε ποινικές διαδικασίες· επισημαίνει ότι τα μέτρα αυτά είναι καίριας σημασίας για την για την εύρυθμη λειτουργία της ενωσιακής δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις·

43.    τονίζει ότι η εμπορία ανθρώπων αποτελεί σοβαρό έγκλημα και συνιστά παραβίαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που η Ένωση δεν μπορεί να ανεχθεί· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι αυξάνεται ο αριθμός των ανθρώπων που γίνονται αντικείμενο εμπορίας από και προς την ΕΕ· επισημαίνει ότι, αν και το νομικό πλαίσιο είναι επαρκές, η εφαρμογή του στην πράξη από τα κράτη μέλη εξακολουθεί να είναι ελλιπής· υπογραμμίζει ότι η παρούσα κατάσταση στη Μεσόγειο έχει μεγεθύνει τον κίνδυνο εμπορίας ανθρώπων και ζητεί από τα κράτη μέλη να επιδείξουν άκρα αυστηρότητα έναντι όσων ευθύνονται για τέτοια εγκλήματα και να προστατέψουν τα θύματα όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα·

44.    υπενθυμίζει ότι η μεταβατική περίοδος που προβλέπεται από το Πρωτόκολλο 36 της Συνθήκης της Λισαβόνας έληξε την 1η Δεκεμβρίου 2014· υπογραμμίζει ότι, μετά τη λήξη της εν λόγω μεταβατικής περιόδου, πρέπει να ακολουθήσει μια αυστηρή διαδικασία αξιολόγησης των μέτρων του πρώην τρίτου πυλώνα και της εφαρμογής τους στις εθνικές νομοθεσίες των κρατών μελών· επισημαίνει ότι από τον Απρίλιο του 2015 το Κοινοβούλιο δεν έχει ενημερωθεί σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση κάθε νομικού μέσου που προϋπήρχε της Συνθήκης της Λισαβόνας στους τομείς της δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας, σε κάθε κράτος μέλος· καλεί την Επιτροπή να συμμορφωθεί προς την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας και να γνωστοποιήσει τις πληροφορίες αυτές στο Κοινοβούλιο το συντομότερο δυνατό·

45.    υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ιουνίου 2014, η συνεκτική μεταφορά, η αποτελεσματική εφαρμογή και η ενοποίηση των ισχυόντων νομικών μέσων και μέτρων πολιτικής αποτελούν γενική προτεραιότητα στο Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (ΧΕΑΔ) για τα επόμενα πέντε έτη· ζητεί από την Επιτροπή να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στην εποπτεία και τη διασφάλιση της ουσιαστικής εφαρμογής της ενωσιακής νομοθεσίας από τα κράτη μέλη· θεωρεί ότι αυτό πρέπει να αποτελέσει μια πολιτική προτεραιότητα, λαμβάνοντας υπόψη το μεγάλο χάσμα που συχνά παρατηρείται μεταξύ πολιτικών που εγκρίνονται σε ενωσιακό επίπεδο και της εφαρμογής τους σε εθνικό επίπεδο· παροτρύνει τα εθνικά κοινοβούλια να συμμετάσχουν περισσότερο στη συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο και στην παρακολούθηση της εφαρμογής της νομοθεσίας της ΕΕ, ιδίως στον τομέα των εσωτερικών υποθέσεων·

46.    τονίζει ότι, στο ψήφισμά του, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις ευρωπαϊκές γλώσσες που απειλούνται με εξαφάνιση και τη γλωσσική πολυμορφία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το Κοινοβούλιο υπενθύμισε πως η Επιτροπή θα πρέπει να δώσει προσοχή στο γεγονός ότι, με τις πολιτικές τους, ορισμένα κράτη μέλη και περιφέρειες θέτουν σε κίνδυνο την επιβίωση γλωσσών εντός των συνόρων τους, ακόμη και αν οι γλώσσες αυτές δεν βρίσκονται σε κίνδυνο στο πλαίσιο της Ευρώπης, και κάλεσε επίσης την Επιτροπή να εξετάσει τα διοικητικά και νομοθετικά εμπόδια στα οποία προσκρούουν προγράμματα σχετικά με τις γλώσσες αυτές, εξαιτίας του μικρού μεγέθους των εν λόγω γλωσσικών κοινοτήτων· καλεί την Επιτροπή, στο πλαίσιο αυτό, να εξετάσει ενδελεχώς, κατά την αξιολόγηση της εφαρμογής της νομοθεσίας της ΕΕ, τα δικαιώματα των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες·

47.    τονίζει ότι, όχι μόνο στον ΧΕΑΔ αλλά και σε άλλους τομείς πολιτικής, απαιτείται να ενισχυθεί η πρόσβαση των πολιτών σε πληροφορίες και έγγραφα όσον αφορά την εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ· καλεί την Επιτροπή να προσδιορίσει τους καλύτερους δυνατούς τρόπους προκειμένου να επιτευχθεί αυτό, να χρησιμοποιήσει τα υφιστάμενα εργαλεία επικοινωνίας για να ενισχυθεί η διαφάνεια και να διασφαλίσει κατάλληλη πρόσβαση στις πληροφορίες και στα έγγραφα σχετικά με την εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ· καλεί την Επιτροπή να προτείνει ένα νομικά δεσμευτικό μέσο για τη διοικητική διαδικασία που αφορά τη διεκπεραίωση των καταγγελιών των πολιτών·

48.    υπενθυμίζει ότι είναι ζωτικής σημασίας για την ΕΕ η ομαλή λειτουργία ενός πραγματικού ευρωπαϊκού χώρου δικαιοσύνης, με σεβασμό για τα διαφορετικά νομικά συστήματα και τις παραδόσεις των κρατών μελών, και ότι η πλήρης, ορθή και έγκαιρη εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη του στόχου αυτού.

49.    υπογραμμίζει ότι η βελτίωση της εφαρμογής αποτελεί μια από τις προτεραιότητες του Έβδομου Προγράμματος Δράσης για το Περιβάλλον·

50.    εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η περιβαλλοντική και υγειονομική νομοθεσία της ΕΕ εξακολουθεί να πάσχει λόγω του υψηλού αριθμού περιπτώσεων καθυστερημένης μεταφοράς, εσφαλμένης μεταφοράς και κακής εφαρμογής από τα κράτη μέλη· σημειώνει ότι η 31η ετήσια έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ δείχνει ότι η μεγαλύτερη κατηγορία διαδικασιών που κινήθηκαν λόγω παραβάσεως το 2013 αφορούσε το περιβάλλον· υπενθυμίζει ότι το κόστος από τη μη εφαρμογή της περιβαλλοντικής πολιτικής –του κόστους των διαδικασιών επί παραβάσει συμπεριλαμβανομένου– είναι υψηλό, εκτιμάται δε περίπου σε 50 δισ. ευρώ ετησίως (COWI et al. 2011)· τονίζει, επιπλέον, ότι η εφαρμογή της περιβαλλοντικής πολιτικής θα αποδώσει πολλά κοινωνικοοικονομικά οφέλη τα οποία δεν σημειώνονται πάντα στις αναλύσεις ωφελείας-κόστους·

51.    ζητεί από την Επιτροπή να είναι πιο αυστηρή όταν πρόκειται για την εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ και να διεξάγει ταχύτερες και αποτελεσματικότερες έρευνες για παραβάσεις που αφορούν τη ρύπανση του περιβάλλοντος·

52.    καλεί την Επιτροπή να λαμβάνει αποφασιστικότερα μέτρα κατά της καθυστερημένης μεταφοράς των περιβαλλοντικών οδηγιών και να κάνει μεγαλύτερη χρήση της επιβολής προστίμων·

53.    καλεί την Επιτροπή να υποβάλει νέα πρόταση σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα καθώς και πρόταση σχετικά με τους περιβαλλοντικούς ελέγχους, ει δυνατόν χωρίς να αυξήσει τη γραφειοκρατία και το διοικητικό κόστος·

54.    υπογραμμίζει την ανάγκη να διατηρηθεί υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και εκφράζει την αντίθεσή του στη σύνδεση της μεγάλης συχνότητας παραβάσεων με την ανάγκη να περιοριστούν οι φιλοδοξίες της περιβαλλοντικής νομοθεσίας.

55.    εκφράζει την ανησυχία του επειδή στην επικοινωνιακή πολιτική της Επιτροπής σχετικά με το πρόγραμμα βελτίωσης της καταλληλότητας και της αποδοτικότητας του κανονιστικού πλαισίου (REFIT) υπερτονίζεται η δυσκολία εφαρμογής της περιβαλλοντικής και υγειονομικής νομοθεσίας· τονίζει ότι τα πρότυπα στους τομείς του περιβάλλοντος, της ασφάλειας των τροφίμων και της υγείας δεν θα πρέπει να υπονομεύονται στο πλαίσιο του προγράμματος REFIT· αναγνωρίζει την ανάγκη καλύτερης ρύθμισης και θεωρεί ότι η ρυθμιστική απλοποίηση θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να αντιμετωπίζει προβλήματα που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή· θεωρεί ότι το REFIT θα πρέπει να παράγει αποτελέσματα για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις κατά τον λιγότερο γραφειοκρατικό τρόπο·

56.    εκφράζει την ικανοποίησή του για τη νέα πρακτική, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή, σε δικαιολογημένες περιπτώσεις, μπορεί να ζητεί από τα κράτη μέλη, όταν ανακοινώνουν στην Επιτροπή τα μέτρα μεταφοράς, να συμπεριλαμβάνουν επεξηγηματικά έγγραφα· επαναλαμβάνει, ωστόσο, το αίτημά του για υποχρεωτικούς πίνακες αντιστοιχίας σχετικά με τη μεταφορά των οδηγιών, οι οποίοι θα πρέπει να είναι δημοσίως διαθέσιμοι σε όλες τις γλώσσες της ΕΕ, και εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι το REFIT υπήρξε το αποτέλεσμα μονομερούς απόφασης της Επιτροπής, χωρίς πραγματικό κοινωνικό και κοινοβουλευτικό διάλογο·

57.    Επισημαίνει, σε συνάρτηση με την πρωτοβουλία REFIT, ότι η Επιτροπή πρέπει να προωθήσει τον διάλογο σχετικά με την καταλληλότητα του κανονιστικού πλαισίου με τους πολίτες, τα κράτη μέλη, τις επιχειρήσεις και την κοινωνία πολιτών εν γένει, ώστε να διασφαλιστεί η διατήρηση των ποιοτικών και κοινωνικών πτυχών της νομοθεσίας της ΕΕ, καθώς και ότι η πρόοδος ενός στοχούμενου ιδανικού δεν γίνεται εις βάρος των άλλων·

o

o o

58.    αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

  • [1]  ΕΕ L 304 της 20.11.2010, σ. 47.
  • [2]  ΕΕ C 51 E της 22.2.2013, σ. 66.
  • [3]  Θεματικό Τμήμα Γ: Δικαιώματα των Πολιτών και Συνταγματικές Υποθέσεις για την Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (2015)
  • [4]  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43).
  • [5]  Βλ. απόφαση στην υπόθεση 175/84.

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων (18.6.2015)

προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων

σχετικά με την 30ή και 31η ετήσια έκθεση για τον έλεγχο της εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ (2012-2013)
(2014/2253(INI))

Συντάκτρια γνωμοδότησης: Jytte Guteland

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων καλεί την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:

1.  υπογραμμίζει ότι η βελτίωση της εφαρμογής αποτελεί μια από τις προτεραιότητες του Έβδομου Προγράμματος Δράσης για το Περιβάλλον·

2.  υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή έχει εξουσία και καθήκον να επιβλέπει την εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας και να κινεί διαδικασίες λόγω παραβάσεως κατά κράτους μέλους το οποίο δεν πληροί τις υποχρεώσεις του βάσει των συνθηκών·

3.  επισημαίνει ότι οι πολίτες και οι επιχειρήσεις προσδοκούν ένα απλό, προβλέψιμο και αξιόπιστο κανονιστικό πλαίσιο·

4.  ζητεί από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να συντονίζουν τις προσπάθειές τους σε προγενέστερο στάδιο της νομοθετικής διαδικασίας, ώστε να εξασφαλίζεται ότι το τελικό αποτέλεσμα θα μπορεί να εφαρμοστεί πιο αποτελεσματικά·

5.  επισημαίνει ότι η καθυστερημένη μεταφορά, η μη σωστή μεταφορά και η κακή εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας μπορούν να οδηγήσουν σε διαφοροποίηση μεταξύ των κρατών μελών και να στρεβλώσουν τους όρους ανταγωνισμού σε ολόκληρη την ΕΕ·

6.  εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η περιβαλλοντική και υγειονομική νομοθεσία της ΕΕ εξακολουθεί να πάσχει από υψηλούς αριθμούς περιπτώσεων καθυστερημένης μεταφοράς, εσφαλμένης μεταφοράς και κακής εφαρμογής από τα κράτη μέλη· σημειώνει ότι η 31η ετήσια έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ δείχνει ότι η μεγαλύτερη κατηγορία διαδικασιών λόγω παραβάσεως αφορούσε το περιβάλλον· υπενθυμίζει ότι το κόστος από τη μη εφαρμογή της περιβαλλοντικής πολιτικής – του κόστους των διαδικασιών λόγω παραβάσεως συμπεριλαμβανομένου– είναι υψηλό, εκτιμάται δε περίπου σε 50 δισ. ευρώ ετησίως (COWI et al. 2011)· τονίζει ότι, επιπλέον, η εφαρμογή της περιβαλλοντικής πολιτικής θα αποδώσει πολλά κοινωνικοοικονομικά οφέλη τα οποία δεν σημειώνονται πάντα στις αναλύσεις ωφελείας-κόστους·

7.  ζητεί από την Επιτροπή να είναι πιο αυστηρή όταν πρόκειται για την εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ και να διεξάγει ταχύτερες και αποτελεσματικότερες έρευνες για τις παραβάσεις σε σχέση με τη ρύπανση του περιβάλλοντος·

8.  καλεί την Επιτροπή να αντιμετωπίζει σε βάση ισότητας όλα τα κράτη μέλη, ανεξαρτήτως μεγέθους ή χρονολογίας προσχώρησής τους στην ΕΕ·

9.  επισημαίνει ότι οι τέσσερις τομείς για τους οποίους κινήθηκαν οι περισσότερες νέες διαδικασίες επί παραβάσει λόγω καθυστερημένης μεταφοράς ήταν, το 2012: το περιβάλλον (168 διαδικασίες), η υγεία και η προστασία των καταναλωτών (58), η εσωτερική αγορά και οι υπηρεσίες (47) και οι μεταφορές (36)· επισημαίνει ακόμη ότι οι αναφορές ήταν καταλυτικές στο να δώσουν τη δυνατότητα στο Κοινοβούλιο να επισύρει την προσοχή της Επιτροπής στις ελλείψεις κατά την εφαρμογή του περιβαλλοντικού δικαίου της ΕΕ από τα κράτη μέλη·

10. καλεί την Επιτροπή να λαμβάνει αποφασιστικότερα μέτρα κατά της καθυστερημένης μεταφοράς των περιβαλλοντικών οδηγιών και να κάνει μεγαλύτερη χρήση της επιβολής προστίμων·

11. χαιρετίζει τις προσπάθειες της Επιτροπής για ανεπίσημη επίλυση των προβλημάτων εφαρμογής· καλεί την Επιτροπή να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα και τη διαφάνεια της πιλοτικής πλατφόρμας της ΕΕ και να ενισχύσει την πολυεπίπεδη συνεργασία μέσω της πλατφόρμας μεταξύ εθνικών, περιφερειακών και τοπικών αρχών, με σκοπό να διευκολύνει την ορθή και συνεκτική εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας· ζητεί από την Επιτροπή να εγκρίνει μια προσέγγιση βασιζόμενη στη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια κατά την παροχή, στο ενδιαφερόμενο κοινό, όλων των διαθέσιμων πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν τις διαδικασίες που προηγούνται των διαδικασιών επί παραβάσει· προτρέπει την Επιτροπή να κινεί επίσημες διαδικασίες επί παραβάσει στις περιπτώσεις που ανεπίσημες συμφωνίες δεν εφαρμόζονται ορθά από κράτη μέλη·

12. καλεί την Επιτροπή, με σκοπό να αποφεύγεται η ανάγκη διαδικασιών επί παραβάσει, να μετατρέπει, όπου είναι δυνατό, τους άτυπους κανόνες σε μία στερεότυπη διαδικασία διαβούλευσης με τα κράτη μέλη προκειμένου να καθίστανται πιο προβλέψιμα ο έλεγχος και η εφαρμογή·

13. χαιρετίζει και τονίζει τη σημασία του ρόλου που διαδραματίζουν το κοινό, οι εταιρείες και οι οργανώσεις όσον αφορά την εστίαση της προσοχής σε πιθανές παραβιάσεις του δικαίου της ΕΕ·

14. επισημαίνει τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει το Κοινοβούλιο, μέσω των αναφορών και των ερωτήσεων, στο να εστιασθεί η προσοχή στις ελλείψεις κατά την εφαρμογή του περιβαλλοντικού δικαίου της ΕΕ από τα κράτη μέλη·

15. επισημαίνει ότι, όσον αφορά τις περιπτώσεις κακής εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ, η Επιτροπή βασίζεται κυρίως σε καταγγελίες· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι οι ατομικές καταγγελίες αντιμετωπίζονται συχνά με σημαντικές καθυστερήσεις· ενθαρρύνει την Επιτροπή να αντιμετωπίζει όλες τις υποθέσεις, τις υποθέσεις προτεραιότητας με στρατηγική σημασία και τις υποθέσεις που δημιουργούν προηγούμενα, οι οποίες ενδέχεται να έχουν πολύ μεγάλη σημασία για την επίτευξη των συμπεφωνημένων περιβαλλοντικών στόχων, και να παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τις υποθέσεις με διασυνοριακές διαστάσεις· καλεί επίσης την Επιτροπή να ενημερώνει τους καταγγέλλοντες με κατάλληλο, διαφανή και έγκαιρο τρόπο για τα επιχειρήματα που προβάλλουν τα κράτη μέλη αντιδρώντας στην καταγγελία·

16. καλεί την Επιτροπή να υποβάλει νέα πρόταση σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα καθώς και πρόταση σχετικά με τους περιβαλλοντικούς ελέγχους, ει δυνατόν χωρίς να αυξήσει τη γραφειοκρατία και το διοικητικό κόστος·

17. εκφράζει την ανησυχία του επειδή στην επικοινωνιακή πολιτική της Επιτροπής σχετικά με το πρόγραμμα βελτίωσης της καταλληλότητας και της αποδοτικότητας του κανονιστικού πλαισίου (REFIT) υπερτονίζεται η δυσκολία εφαρμογής της περιβαλλοντικής και υγειονομικής νομοθεσίας· τονίζει ότι τα πρότυπα στους τομείς του περιβάλλοντος, της ασφάλειας των τροφίμων και της υγείας δεν θα πρέπει να υπονομεύονται στο πλαίσιο του προγράμματος REFIT· αναγνωρίζει την ανάγκη καλύτερης ρύθμισης και θεωρεί ότι η ρυθμιστική απλοποίηση θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να αντιμετωπίζει τα προβλήματα που συναντώνται κατά την εφαρμογή· θεωρεί ότι το REFIT θα πρέπει να παράγει αποτελέσματα για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις κατά τον λιγότερο γραφειοκρατικό τρόπο·

18. προτρέπει την Επιτροπή, όταν καταρτίζει και αξιολογεί νομοθεσία, να λαμβάνει περισσότερο υπόψη το βάρος που μπορεί να συνεπάγεται για τις ΜΜΕ·

19. επισημαίνει ότι η Επιτροπή χρησιμοποιεί τον όρο «επιχρύσωση» ο οποίος αναφέρεται σε υποχρεώσεις οι οποίες υπερβαίνουν τις απαιτήσεις που θέτει η ΕΕ: υπερβολικές ρυθμίσεις, κατευθυντήριες γραμμές και σώρευση διαδικασιών σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο οι οποίες εμπλέκονται με τους προσδοκώμενου πολιτικούς στόχους· καλεί την Επιτροπή να ορίσει σαφώς την έννοια της επιχρύσωσης· υπογραμμίζει ότι ο εν λόγω ορισμός πρέπει να διευκρινίζει ότι τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να καθορίζουν αυστηρότερα πρότυπα όπου είναι απαραίτητο, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη ότι η καλύτερη εναρμόνιση της εφαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ είναι σημαντική για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς·

20. υπογραμμίζει την ανάγκη να διατηρηθεί υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και εκφράζει την αντίθεσή του στον συνδυασμό υψηλού επιπέδου παραβάσεων με την ανάγκη να περιοριστούν οι φιλοδοξίες της περιβαλλοντικής νομοθεσίας.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

17.6.2015

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

56

0

3

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Marco Affronte, Pilar Ayuso, Zoltán Balczó, Lynn Boylan, Nessa Childers, Alberto Cirio, Birgit Collin-Langen, Mireille D’Ornano, Miriam Dalli, Seb Dance, Angélique Delahaye, Stefan Eck, Bas Eickhout, Eleonora Evi, José Inácio Faria, Karl-Heinz Florenz, Iratxe García Pérez, Elisabetta Gardini, Gerben-Jan Gerbrandy, Jens Gieseke, Julie Girling, Sylvie Goddyn, Matthias Groote, Françoise Grossetête, Anneli Jäätteenmäki, Jean-François Jalkh, Benedek Jávor, Karin Kadenbach, Kateřina Konečná, Giovanni La Via, Peter Liese, Norbert Lins, Susanne Melior, Miroslav Mikolášik, Massimo Paolucci, Gilles Pargneaux, Piernicola Pedicini, Pavel Poc, Marcus Pretzell, Frédérique Ries, Annie Schreijer-Pierik, Davor Škrlec, Renate Sommer, Dubravka Šuica, Jadwiga Wiśniewska, Damiano Zoffoli

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Νίκος Ανδρουλάκης, Renata Briano, Nicola Caputo, Fredrick Federley, Anthea McIntyre, James Nicholson, Jens Nilsson, Marijana Petir, Sirpa Pietikäinen, Gabriele Preuß, Bart Staes, Tibor Szanyi, Tom Vandenkendelaere

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (30.6.2015)

προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων

σχετικά με την 30η και 31η ετήσια έκθεση για τον έλεγχο της εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ (2012-2013)
(2014/2253(INI))

Συντάκτης γνωμοδότησης: Traian Ungureanu

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων καλεί την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:

1.  επισημαίνει ότι στον τομέα των εσωτερικών υποθέσεων ήταν το 2012 ανοικτές 22 υποθέσεις επί παραβάσει και 44 το 2013· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι το 2013 οι περισσότερες διαδικασίες επί παραβάσει για καθυστερημένη μεταφορά κινήθηκαν λόγω της καθυστερημένης μεταφοράς της οδηγίας 2011/36/EΕ σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων[1]· επισημαίνει ότι το άσυλο παραμένει ένας τομέας στον οποίο έχει υποβληθεί μεγάλος αριθμός καταγγελιών·

2.  επισημαίνει ότι, στον τομέα της δικαιοσύνης, το 2012 ήταν ανοικτές 61 διαδικασίες επί παραβάσει και, το 2013, 67· υπογραμμίζει ότι οι περισσότερες από τις υποθέσεις αυτές αφορούσαν θέματα ιθαγένειας και ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι οι περισσότερες διαδικασίες επί παραβάσει για καθυστερημένη μεταφορά κινήθηκαν λόγω της καθυστερημένης μεταφοράς της οδηγίας 2010/64/EΕ σχετικά το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία[2]· εκφράζει ανησυχία για τη σημαντική αύξηση του αριθμού των καταγγελιών στον τομέα της δικαιοσύνης το 2013·

3.  χαιρετίζει τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί κατά τα τελευταία έτη όσον αφορά την ενίσχυση των δικαιωμάτων υπεράσπισης των υπόπτων ή κατηγορουμένων στην ΕΕ· υπογραμμίζει τη καίρια σημασία της έγκαιρης, πλήρους και ορθής μεταφοράς όλων των μέτρων που καθορίζονται στον οδικό χάρτη του Συμβουλίου για την ενίσχυση των δικονομικών δικαιωμάτων των υπόπτων ή κατηγορουμένων σε ποινικές διαδικασίες[3]· επισημαίνει ότι τα μέτρα αυτά είναι καίριας σημασίας για την για την εύρυθμη λειτουργία της ενωσιακής δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις·

4.  σημειώνει ότι οι περισσότερες καταγγελίες πολιτών στον τομέα της δικαιοσύνης αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα· επαναλαμβάνει ότι το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας αποτελεί μία από τις τέσσερις θεμελιώδεις ελευθερίες της ΕΕ που κατοχυρώνονται στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εξασφαλίζονται για όλους τους ευρωπαίους πολίτες· υπενθυμίζει ότι, ως μία από τις θεμελιώδεις ελευθερίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δικαίωμα των πολιτών της ΕΕ να κυκλοφορούν ελεύθερα και να διαμένουν και να εργάζονται σε άλλα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζεται και να προστατεύεται·

5.  υπογραμμίζει ότι η πλήρης μεταφορά στο εθνικό δίκαιο και η αποτελεσματική εφαρμογή του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου είναι απόλυτη προτεραιότητα· καλεί τα κράτη μέλη να καταβάλουν κάθε προσπάθεια προκειμένου η νέα δέσμη μέτρων για το άσυλο να μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο ορθά, έγκαιρα και πλήρως·

6.  τονίζει ότι η εμπορία ανθρώπων αποτελεί σοβαρό έγκλημα και συνιστά παραβίαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που η Ένωση δεν μπορεί να ανεχθεί· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι αυξάνεται ο αριθμός των ανθρώπων που γίνονται αντικείμενο εμπορίας από και προς την ΕΕ· επισημαίνει ότι, αν και το νομικό πλαίσιο είναι κατάλληλο, η εφαρμογή του στην πράξη από τα κράτη μέλη εξακολουθεί να είναι ελλιπής· υπογραμμίζει ότι η παρούσα κατάσταση στη Μεσόγειο ασφαλώς και μεγεθύνει τον κίνδυνο εμπορίας ανθρώπων και ζητεί από τα κράτη μέλη να επιδείξουν άκρα αυστηρότητα έναντι όσων ευθύνονται για τέτοια εγκλήματα και να προστατέψουν τα θύματα όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα·

7.  τονίζει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά τις ισχύουσες διατάξεις σχετικά με τη θεώρηση για ανθρωπιστικούς λόγους, που θα μπορούσε να αποτελέσει μία από τις εναλλακτικές λύσεις έναντι παράτυπων οδών εισόδου, παρέχοντας τη δυνατότητα ασφαλούς και νόμιμης εισόδου σε υπηκόους τρίτων χωρών·

8.  υπενθυμίζει ότι η μεταβατική περίοδος που προβλέπεται από το Πρωτόκολλο 36 της Συνθήκης της Λισαβόνας έληξε την 1η Δεκεμβρίου 2014· υπογραμμίζει ότι, μετά τη λήξη της εν λόγω μεταβατικής περιόδου, πρέπει να ακολουθήσει μια αυστηρή διαδικασία αξιολόγησης των μέτρων του πρώην τρίτου πυλώνα και της εφαρμογής τους στις εθνικές νομοθεσίες των κρατών μελών· επισημαίνει ότι από τον Απρίλιο του 2015 το Κοινοβούλιο δεν έχει ενημερωθεί σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση κάθε νομικού μέσου που προϋπήρχε της Συνθήκης της Λισαβόνας στους τομείς της δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας, σε κάθε κράτος μέλος· καλεί την Επιτροπή να συμμορφωθεί προς την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας και να γνωστοποιήσει τις πληροφορίες αυτές στο Κοινοβούλιο το συντομότερο δυνατό·

9.  υπογραμμίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 80 της ΣΛΕΕ, οι πολιτικές της ΕΕ στο πεδίο των συνοριακών ελέγχων, του ασύλου και της μετανάστευσης «διέπονται από την αρχή της αλληλεγγύης και της δίκαιης κατανομής ευθυνών» και τονίζει ότι το άρθρο 80 της ΣΛΕΕ δεν εφαρμόζεται πάντοτε ορθά, γεγονός που μπορεί να ερμηνευθεί ως παράβαση των διατάξεων της Συνθήκης·

10. υπενθυμίζει τον νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης· καλεί την Επιτροπή, ως θεματοφύλακα των Συνθηκών, να παρακολουθεί αποτελεσματικά τη συμμόρφωση με το άρθρο 2 της ΣΕΕ και με τις νομικές αρχές του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και να εξασφαλίσει την εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας από τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις διατάξεις του Χάρτη· ζητεί από την Επιτροπή να χρησιμοποιήσει τις ειδικές γνώσεις του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον εντοπισμό παραβάσεων του άρθρου 2 της ΣΕΕ σε συνδυασμό με τον Χάρτη και να κινήσει διαδικασίες επί παραβάσει σε περίπτωση που έχουν συμβεί τέτοιες παραβάσεις·

11. υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ιουνίου 2014, η συνεκτική μεταφορά, η αποτελεσματική εφαρμογή και η εδραίωση των ισχυόντων νομικών μέσων και μέτρων πολιτικής αποτελούν γενική προτεραιότητα στο Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (ΧΕΑΔ) για τα επόμενα πέντε έτη· ζητεί από την Επιτροπή να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στην εποπτεία και τη διασφάλιση της ουσιαστικής εφαρμογής της ενωσιακής νομοθεσίας από τα κράτη μέλη· θεωρεί ότι αυτό πρέπει να αποτελέσει μια πολιτική προτεραιότητα, λαμβάνοντας υπόψη το μεγάλο χάσμα που συχνά παρατηρείται μεταξύ πολιτικών που εγκρίνονται σε ενωσιακό επίπεδο και της εφαρμογής τους σε εθνικό επίπεδο· παροτρύνει τα εθνικά κοινοβούλια να συμμετάσχουν περισσότερο στη συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο και στην παρακολούθηση της εφαρμογής της νομοθεσίας της ΕΕ, ιδίως στον τομέα των εσωτερικών υποθέσεων·

12. τονίζει ότι, στο ψήφισμά του, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις ευρωπαϊκές γλώσσες που απειλούνται με εξαφάνιση και τη γλωσσική πολυμορφία στην Ευρωπαϊκή Ένωση[4], το Κοινοβούλιο υπενθύμισε πως η Επιτροπή θα πρέπει να δώσει προσοχή στο γεγονός ότι, με τις πολιτικές τους, ορισμένα κράτη μέλη και περιφέρειες θέτουν σε κίνδυνο την επιβίωση γλωσσών εντός των συνόρων τους, ακόμη και αν οι γλώσσες αυτές δεν βρίσκονται σε κίνδυνο στο πλαίσιο της Ευρώπης, και κάλεσε την Επιτροπή να εξετάσει τα διοικητικά και νομοθετικά εμπόδια στα οποία προσκρούουν προγράμματα σχετικά με τις γλώσσες αυτές, εξαιτίας του μικρού μεγέθους των εν λόγω γλωσσικών κοινοτήτων· καλεί την Επιτροπή, στο πλαίσιο αυτό, να εξετάσει ενδελεχώς, κατά την αξιολόγηση της εφαρμογής της νομοθεσίας της ΕΕ, τα δικαιώματα των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες·

13. τονίζει ότι, όχι μόνο στον ΧΕΑΔ αλλά και σε άλλους τομείς πολιτικής, απαιτείται να ενισχυθεί η πρόσβαση των πολιτών σε πληροφορίες και έγγραφα όσον αφορά την εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ· καλεί την Επιτροπή να προσδιορίσει τους καλύτερους δυνατούς τρόπους προκειμένου να επιτευχθεί αυτό, να χρησιμοποιήσει τα υφιστάμενα εργαλεία επικοινωνίας για να ενισχυθεί η διαφάνεια, και να διασφαλίσει κατάλληλη πρόσβαση στις πληροφορίες και στα έγγραφα σχετικά με την εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ· καλεί την Επιτροπή να προτείνει ένα νομικά δεσμευτικό μέσο για τη διοικητική διαδικασία που αφορά τη διεκπεραίωση των καταγγελιών των πολιτών·

14. υπενθυμίζει ότι τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, και ιδίως η Επιτροπή και το Συμβούλιο, πρέπει να εφαρμόζουν και να τηρούν πλήρως το δίκαιο της ΕΕ και τη νομολογία στον τομέα της διαφάνειας και της πρόσβασης σε έγγραφα· ζητεί, στο πλαίσιο αυτό, την αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής[5] και των συναφών αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

15. εκτιμά τις προσπάθειες που κατέβαλε η Επιτροπή κατά τα τελευταία έτη και αναγνωρίζει το εύρος των μέτρων που έχουν θεσπιστεί προκειμένου να υποβοηθούνται τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή του δικαίου (πίνακες αντιστοιχίας, έλεγχος συμμόρφωσης, πίνακες αποτελεσμάτων και βαρόμετρα, κατευθυντήριες γραμμές, κλπ)· θεωρεί, ωστόσο, ότι οι πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ στον ΧΕΑΔ θα πρέπει να είναι πιο διαρθρωμένες, λεπτομερείς, διαφανείς και προσβάσιμες· επισημαίνει ότι η ετήσια έκθεση παρακολούθησης θα μπορούσε να συμπληρωθεί με άλλα μέτρα που θα επέτρεπαν στο Κοινοβούλιο να ενημερώνεται πιο τακτικά και διεξοδικά σχετικά με την πορεία της εφαρμογής, τις καθυστερήσεις, την εσφαλμένη μεταφορά, την εσφαλμένη εφαρμογή και τις διαδικασίες επί παραβάσει, όσον αφορά κάθε νομικό μέσο που εγκρίνεται στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων, καθώς και σε άλλους τομείς· καλεί την Επιτροπή, σύμφωνα με την παράγραφο 44, δεύτερο εδάφιο, της συμφωνίας πλαισίου για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής[6], να θέτει στη διάθεση του Κοινοβουλίου συνοπτικές πληροφορίες σχετικά με όλες τις διαδικασίες επί παραβάσει που έχουν κινηθεί όσον αφορά τα μέσα του πρώην τρίτου πυλώνα και σχετικά με τα θέματα τα οποία αυτές αφορούν·

16. υπενθυμίζει ότι είναι ζωτικής σημασίας για την ΕΕ η ομαλή λειτουργία ενός πραγματικού ευρωπαϊκού χώρου δικαιοσύνης, με σεβασμό για τα διαφορετικά νομικά συστήματα και τις παραδόσεις των κρατών μελών, και ότι η πλήρης, ορθή και έγκαιρη εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη του στόχου αυτού.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

25.6.2015

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

47

6

0

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Jan Philipp Albrecht, Malin Björk, Caterina Chinnici, Ignazio Corrao, Laura Ferrara, Lorenzo Fontana, Kinga Gál, Ana Gomes, Nathalie Griesbeck, Monika Hohlmeier, Filiz Hyusmenova, Sophia in ‘t Veld, Iliana Iotova, Eva Joly, Sylvia-Yvonne Kaufmann, Timothy Kirkhope, Barbara Kudrycka, Kashetu Kyenge, Marju Lauristin, Juan Fernando López Aguilar, Monica Macovei, Vicky Maeijer, Roberta Metsola, Louis Michel, Claude Moraes, Alessandra Mussolini, József Nagy, Péter Niedermüller, Judith Sargentini, Birgit Sippel, Csaba Sógor, Helga Stevens, Traian Ungureanu, Bodil Valero, Cecilia Wikström, Tomáš Zdechovský

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Hugues Bayet, Κώστας Χρυσόγονος, Carlos Coelho, Pál Csáky, Daniel Dalton, Marek Jurek, Petra Kammerevert, Jeroen Lenaers, Andrejs Mamikins, Emil Radev, Christine Revault D’Allonnes Bonnefoy, Barbara Spinelli, Róża Gräfin von Thun und Hohenstein, Axel Voss, Ελισσάβετ Βόζεμπεργκ

Αναπληρωτές (άρθρο 200 παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Franc Bogovič, Eugen Freund

  • [1]     Οδηγία 2011/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και για την προστασία των θυμάτων της, καθώς και για την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2002/629/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 101 της 15.4.2011, σ. 1).
  • [2]     Οδηγία 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία (ΕΕ L 280 της 26.10.2010, σ. 1).
  • [3]     Ψήφισμα του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για έναν οδικό χάρτη για την ενίσχυση των δικονομικών δικαιωμάτων των υπόπτων ή κατηγορουμένων σε ποινικές διαδικασίες, (ΕΕ C 295 της 4.12.2009, σ. 1).
  • [4]     Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2013)0350.
  • [5]    Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43).
  • [6]    ΕΕ L 304 της 20.11.2010, σ. 47.

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων (18.6.2015)

προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων

σχετικά με την 30η και 31η ετήσια έκθεση για τον έλεγχο της εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ (2012-2013)
(2014/2253(INI))

Συντάκτης γνωμοδότησης: Fabio Massimo Castaldo

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων καλεί την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:

1.  σημειώνει ότι, σύμφωνα με την Κοινή Πολιτική Δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 27ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα[1], η Επιτροπή υπέβαλε στους δύο συννομοθέτες έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της·

2.  υπενθυμίζει ότι σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση που εδράζεται στο κράτος δικαίου και στην ασφάλεια και προβλεψιμότητα του νόμου, θα πρέπει οι πολίτες της ΕΕ, πρώτα από όλους, να είναι σε θέση να γνωρίζουν με σαφή, προσιτό, διαφανή και γρήγορο τρόπο (μέσω Διαδικτύου και με άλλα μέσα) ποιοι εθνικοί νόμοι, εφόσον υπάρχουν, έχουν εγκριθεί με μεταφορά του δικαίου της ΕΕ στην εσωτερική νομοθεσία, και ποιες εθνικές αρχές είναι υπεύθυνες για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής τους·

3.  υποστηρίζει ότι η ενωσιακή νομοθεσία πρέπει να μεταφέρεται ορθά και εγκαίρως στη νομική τάξη κάθε κράτους μέλους· καλεί τις αρχές των κρατών μελών να αποφεύγουν να επιβαρύνουν ανώφελα τη νομοθεσία με υπερβολικές ρυθμίσεις, καθώς συχνά αυτό οδηγεί σε έντονες αποκλίσεις στη διαδικασία εφαρμογής σε επίπεδο κράτους μέλους, όπερ, με τη σειρά του, αποδυναμώνει τον σεβασμό για την νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς οι πολίτες αντιλαμβάνονται αξιοσημείωτες διαφορές εντός της ΕΕ· τονίζει την ανάγκη περαιτέρω σύσφιξης της συνεργασίας μεταξύ των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των επιτροπών ευρωπαϊκών υποθέσεων των εθνικών και περιφερειακών κοινοβουλίων· χαιρετίζει ένθερμα την καινοτομία της Συνθήκης της Λισαβόνας, βάσει της οποίας το Δικαστήριο, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, θα μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις στα κράτη μέλη για καθυστερημένη μεταφορά, χωρίς να χρειάζεται να αναμένει μία δεύτερη απόφαση· ζητεί από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ (Συμβούλιο, Επιτροπή, ΕΚΤ) να σέβονται το πρωτογενές δίκαιο της ΕΕ (τις Συνθήκες και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων) κατά τη θέσπιση διατάξεων του δευτερογενούς δικαίου, ή κατά την έγκριση πολιτικών για οικονομικά και κοινωνικά θέματα, οι οποίες επηρεάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κοινό καλό·

4.  σημειώνει με ενδιαφέρον τη θέσπιση του μηχανισμού EU Pilot, ο οποίος, μέσω της διαδικτυακής πλατφόρμας του, διευκολύνει την επικοινωνία μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών ώστε να αποφεύγονται, όπου αυτό είναι δυνατόν, οι δυσλειτουργίες και η ενεργοποίηση διαδικασιών επί παραβάσει· υπενθυμίζει, ωστόσο, ότι ο μηχανισμός EU Pilot είναι ένα εργαλείο συνεργασίας αλλά δεν έχει νομικό καθεστώς και αφήνει διακριτική ευχέρεια στην Επιτροπή η οποία δεν συνάδει με τα ίδια τα πρότυπα της διαφάνειας και της λογοδοσίας· υπενθυμίζει ακόμη ότι η δυνητική έλλειψη διαφάνειας ως προς το περιεχόμενο των ανακοινώσεων προς τα κράτη μέλη και των ανταλλαγών πληροφοριών με αυτά δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να υπονομεύει τα δικαιώματα των πολιτών της ΕΕ, σύμφωνα με τις αρχές του κράτους δικαίου, ούτε να χρησιμοποιείται ως δικαιολογία για την πραγματοποίηση άμεσων ή έμμεσων διακρίσεων, κατά την έννοια του άρθρου 9 της ΣΕΕ, και καλεί την Επιτροπή:

     (α) να προβαίνει η ίδια σε κατάλληλη, κατανοητή και έγκαιρη ενημέρωση των πολιτών σχετικά με την κατάσταση των διαβουλεύσεων και με τη συνέχεια που δίδεται στις καταγγελίες τους για πιθανή μη συμμόρφωση·

     β)  να προτείνει νομικώς δεσμευτική πράξη, η οποία θα πρέπει να διευκρινίζει τα νομικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των καταγγελλόντων σε ατομικό επίπεδο και της Επιτροπής, προκειμένου να διασφαλισθεί και το δικαίωμα των πολιτών για αποτελεσματική προσφυγή, μεταξύ άλλων και κατά τη φάση προ της ασκήσεως ένδικης προσφυγής, και να διασφαλισθεί πλήρης σεβασμός του δικαιώματος των πολιτών στη χρηστή διοίκηση, όπως ορίζει το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων·

5.  εκφράζει την ικανοποίησή του για τη νέα πρακτική, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή, σε δικαιολογημένες περιπτώσεις, μπορεί να ζητεί από τα κράτη μέλη, όταν ανακοινώνουν στην Επιτροπή τα μέτρα μεταφοράς, να συμπεριλαμβάνουν επεξηγηματικά έγγραφα· επαναλαμβάνει, ωστόσο, το αίτημά του για υποχρεωτικούς πίνακες αντιστοιχίας σχετικά με τη μεταφορά των οδηγιών, οι οποίοι θα πρέπει να είναι δημοσίως διαθέσιμοι σε όλες τις γλώσσες της ΕΕ, και εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι το REFIT υπήρξε το αποτέλεσμα μονομερούς απόφασης της Επιτροπής, χωρίς πραγματικό κοινωνικό και κοινοβουλευτικό διάλογο·

6.  εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι το Κοινοβούλιο, το οποίο εκπροσωπεί άμεσα τους ευρωπαίους πολίτες και είναι συννομοθέτης με πλήρη εξουσία, και αναλαμβάνει ολοένα και πιο πρωταγωνιστικό ρόλο στις διαδικασίες καταγγελίας, ιδίως μέσω κοινοβουλευτικών ερωτήσεων ή διά της Επιτροπής Αναφορών, εξακολουθεί να μη λαμβάνει αυτομάτως διαφανή και έγκαιρη πληροφόρηση σχετικά με την εφαρμογή των νόμων της ΕΕ, παρά το γεγονός ότι μια τέτοια πληροφόρηση είναι ουσιώδης, όχι μόνο ως μέσον προσβασιμότητας και ασφάλειας δικαίου για τους ευρωπαίους πολίτες, αλλά και για την υιοθέτηση τροποποιήσεων οι οποίες αποσκοπούν στη βελτίωση των νόμων αυτών· θεωρεί ότι η βελτίωση της επικοινωνίας μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων θα μπορούσε να είναι ένα χρήσιμο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή· ζητεί αποτελεσματικότερη και ουσιαστικότερη συνεργασία μεταξύ των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και αναμένει από την Επιτροπή να εφαρμόσει με καλή πίστη τη ρήτρα της αναθεωρημένης συμφωνίας πλαισίου για τις σχέσεις με το Κοινοβούλιο, επί τη βάσει της οποίας αναλαμβάνει να «θέτει στη διάθεση του Κοινοβουλίου συνοπτικές πληροφορίες σχετικά με όλες τις διαδικασίες επί παραβάσει ήδη από το στάδιο της προειδοποιητικής επιστολής αλλά και, εφόσον ζητηθεί, σχετικά με τα ζητήματα στα οποία αναφέρεται η διαδικασία επί παραβάσει»·

7.  ζητεί τη δημιουργία, στους κόλπους των αρμόδιων Γενικών Διευθύνσεων (ΓΔ IPOL, ΓΔ EXPO και ΓΔ Έρευνας), ενός ανεξάρτητου συστήματος εκ των υστέρων αξιολόγησης του αντικτύπου των βασικών νόμων της ΕΕ που εγκρίνονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο πλαίσιο της διαδικασίας συναπόφασης και σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, μεταξύ άλλων και δια της συνεργασίας με τα εθνικά κοινοβούλια·

8.  τονίζει ότι το Κοινοβούλιο και τα άλλα θεσμικά όργανα της ΕΕ πρέπει να διαθέτουν λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή των οδηγιών από κάθε κράτος μέλος χωριστά, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με καθυστερήσεις στην μεταφορά στην εθνική τους νομοθεσία·

9.  επισημαίνει την ανάγκη να υπάρχει κάποιος βαθμός ομοιογένειας στη μεταφορά της νομοθεσίας, υπό την επιφύλαξη του χρόνου που απαιτεί η εφαρμογή της·

10. ζητεί υψηλότερο βαθμό συνεργασίας μεταξύ Επιτροπής, των κρατών μελών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων·

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

17.6.2015

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

21

2

0

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Mercedes Bresso, Fabio Massimo Castaldo, Richard Corbett, Pascal Durand, Esteban González Pons, Danuta Maria Hübner, Ramón Jáuregui Atondo, Maite Pagazaurtundúa Ruiz, György Schöpflin, Barbara Spinelli, Josep-Maria Terricabras, Kazimierz Michał Ujazdowski, Rainer Wieland

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Max Andersson, Charles Goerens, Enrique Guerrero Salom, Sylvia-Yvonne Kaufmann, David McAllister, Andrej Plenković, Marcus Pretzell, Helmut Scholz

Αναπληρωτές (άρθρο 200 παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Adam Szejnfeld, Csaba Sógor, Dario Tamburrano

  • [1]  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 15.

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Αναφορών (20.5.2015)

προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων

σχετικά με την 30ή και 31η ετήσια έκθεση για τον έλεγχο της εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ (2012 - 2013)
(2014/2253(INI))

Συντάκτρια γνωμοδότησης: Rosa Estaràs Ferragut

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Επιτροπή Αναφορών καλεί την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:

1.  επισημαίνει ότι η διαφορετική εφαρμογή και μεταφορά της νομοθεσίας της ΕΕ από τα κράτη μέλη, σε συνδυασμό με τα γλωσσικά προβλήματα, την υπερβολική γραφειοκρατία και το έλλειμμα γνώσεων, δημιούργησαν μια Ένωση, η οποία δεν είναι φιλική προς τον πολίτη· σημειώνει ότι οι πολίτες που επιθυμούν να ζήσουν, να εργαστούν και να αναπτύξουν επιχειρηματικές δραστηριότητες σε ένα άλλο κράτος μέλος αντιμετωπίζουν στην καθημερινότητά τους συνεχείς δυσκολίες λόγω της διαφορετικής εφαρμογής της νομοθεσίας της ΕΕ στις έννομες τάξεις των κρατών μελών·

2.  επιβεβαιώνει ότι το άρθρο 17 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) ορίζει τον θεμελιώδη ρόλο της Επιτροπής ως «θεματοφύλακα των Συνθηκών»· καλεί την Επιτροπή να συνεχίσει να παρακολουθεί ενεργά την εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ, προκειμένου να διασφαλίσει έγκαιρη και ορθή εφαρμογή, καθώς και ενδεδειγμένη μεταφορά της·

3.  τονίζει ότι προκειμένου να βελτιωθεί η μεταφορά, η εφαρμογή και η επιβολή της νομοθεσίας της ΕΕ, η Επιτροπή πρέπει να ανάγει την τήρηση της νομοθεσίας της ΕΕ σε ουσιαστική πολιτική της προτεραιότητα, οικοδομώντας ισχυρές εταιρικές σχέσεις και συνεργασίες με όλους τους ενδιαφερόμενους που εμπλέκονται στη διαμόρφωση, την εφαρμογή και την επιβολή αυτής της νομοθεσίας, ιδίως με το Κοινοβούλιο και τα κράτη μέλη·

4.  σημειώνει ότι το δικαίωμα υποβολής αναφορών στο Κοινοβούλιο αποτελεί έναν από τους πυλώνες της ιδιότητας του Ευρωπαίου πολίτη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 44 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο άρθρο 227 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ)· επισημαίνει ότι αυτό το δικαίωμα παρέχει τα απαραίτητα αλλά μη επαρκή μέσα για μεγαλύτερη συμμετοχή του κοινού στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ΕΕ και διαδραματίζει ένα σημαντικό ρόλο για την εκτίμηση τυχόν κενών και παραβιάσεων κατά την εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας από τα κράτη μέλη και για την ενημέρωση των θεσμικών οργάνων της ΕΕ σχετικά· υπογραμμίζει, υπό το πρίσμα αυτό, τον καθοριστικό ρόλο της Επιτροπής Αναφορών ως αποτελεσματικού συνδέσμου μεταξύ των πολιτών της ΕΕ, του Κοινοβουλίου, της Επιτροπής και των εθνικών κοινοβουλίων·

5.  τονίζει ότι οι πολίτες, οι επιχειρήσεις, οι ΜΚΟ και οι λοιποί ενδιαφερόμενοι διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο στον έλεγχο των ελλείψεων στη μεταφορά και/ή την εφαρμογή της νομοθεσίας της EE από τις αρχές των κρατών μελών αναγνωρίζει σε αυτό το πλαίσιο τη σπουδαιότητα των αναφορών προς το Κοινοβούλιο, των καταγγελιών προς την Επιτροπή, και των ερωτήσεων από τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δεδομένου ότι αυτές αποτελούν μια πρώτη ένδειξη για τα προβλήματα κακής μεταφοράς της νομοθεσίας της ΕΕ και αναδεικνύουν την εφαρμογή και τις ενδεχόμενες παραβιάσεις της νομοθεσίας της ΕΕ·

6.  τονίζει ότι πολίτες, επιχειρήσεις και ΜΚΟ, καθώς και άλλες οργανώσεις υποβάλλουν συχνά καταγγελίες στην Επιτροπή και ότι το 2013, η Επιτροπή έλαβε περισσότερες νέες καταγγελίες (3505) απ' ό,τι τα προηγούμενα τρία χρόνια, με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο αριθμός των εκκρεμών καταγγελιών κατά 19% · καλεί την Επιτροπή να βελτιώσει τις τρέχουσες πρακτικές της, ώστε να ενημερώνονται οι πολίτες εγκαίρως και με ενδεδειγμένο τρόπο για τυχόν ενέργειες και μέτρα που λαμβάνονται για την επεξεργασία των καταγγελιών τους, συμπεριλαμβανομένης της ειδοποίησης του καταγγέλλοντα προτού κλείσει ο φάκελος·

7.  χαιρετίζει το γεγονός ότι η Επιτροπή αποδίδει συνεχώς μεγαλύτερη σημασία στις αναφορές ως πηγή πληροφόρησης για τις καταγγελίες των πολιτών εις βάρος των δημόσιων αρχών, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για ενδεχόμενες παραβάσεις της νομοθεσίας της ΕΕ κατά την εφαρμογή της στην πράξη, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι στις δύο ετήσιες εκθέσεις δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στις αναφορές· σημειώνει ότι τούτο συνοδεύτηκε από αντίστοιχη αύξηση του αριθμού των αναφορών που διαβιβάστηκαν από την Επιτροπή Αναφορών στην Επιτροπή με αίτηση παροχής πληροφοριών· θεωρεί ωστόσο λυπηρό το γεγονός ότι η Επιτροπή απαντά με καθυστέρηση όταν καλείται να γνωμοδοτήσει σε περίπτωση πολυάριθμων αναφορών·

8.  επισημαίνει επίσης την ανάγκη για εποικοδομητικό διάλογο με τα κράτη μέλη εντός της Επιτροπής Αναφορών και καλεί τα κράτη μέλη, τα οποία αφορούν οι σχετικές αναφορές, να αποστέλλουν αντιπροσώπους στις συνεδριάσεις της επιτροπής προκειμένου να παρέχουν εξηγήσεις.

9.  τονίζει ότι οι αναφορές που κατέθεσαν πολίτες της ΕΕ αφορούν παραβιάσεις της ενωσιακής νομοθεσίας, ιδίως στον τομέα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, των εσωτερικών υποθέσεων, της δικαιοσύνης, της εσωτερικής αγοράς, της υγείας, της προστασίας των καταναλωτών, των μεταφορών, της φορολογίας, της γεωργίας, της αγροτικής ανάπτυξης και του περιβάλλοντος· θεωρεί ότι οι αναφορές πιστοποιούν το γεγονός ότι εξακολουθούν να υφίστανται συχνά και εκτεταμένα περιστατικά πλημμελούς μεταφοράς και έλλειψη ενδεδειγμένης επιβολής, γεγονός που τελικά οδηγεί σε κακή εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ· τονίζει ότι η κατάσταση αυτή απαιτεί αυξημένες προσπάθειες από τα κράτη μέλη και συνεχή παρακολούθηση εκ μέρους της Επιτροπής· τονίζει ιδίως τον μεγάλο αριθμό αναφορών που καταγγέλλουν τις διακρίσεις και τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν τα άτομα με αναπηρία·

10. επισημαίνει ότι εξακολουθούν να υφίστανται δυσκολίες στο διάλογο με ορισμένα κράτη μέλη και περιφέρειες, που διατάζουν να παρέχουν τα έγγραφα ή τις διευκρινίσεις που ζητούνται·

11. χαιρετίζει το γεγονός ότι η Επιτροπή αναγνωρίζει την καθοριστική συμβολή των καταγγελλόντων στην προσπάθειά της να εντοπίσει παραβιάσεις της νομοθεσίας της ΕΕ[1]·

12. επιβεβαιώνει ότι η μείωση των καθυστερήσεων στη μεταφορά της νομοθεσίας της ΕΕ υπήρξε και πρέπει να παραμείνει βασική προτεραιότητα της Επιτροπής· σημειώνει τη μείωση του αριθμού οδηγιών, οι οποίες πρέπει να μεταφερθούν το 2013 (74) σε σχέση με το 2011 (131)· τονίζει, ωστόσο, ότι το 2013 υπήρξαν περισσότερες οδηγίες που έπρεπε να μεταφερθούν από ό,τι το 2012 (74 έναντι 56 το 2012)·

13. υπογραμμίζει ότι, παρά τον μικρό αριθμό τους , οι καθυστερήσεις στη μεταφορά οδηγιών παραμένει πάγιο πρόβλημα, το οποίο στερεί από τους πολίτες τη δυνατότητα να αντλούν απτά πλεονεκτήματα· σημειώνει ότι παρόλο που η έγκαιρη μεταφορά των οδηγιών εξακολουθεί να αποτελεί πρόβλημα για πολλά κράτη μέλη, η Δανία, η Λετονία και η Μάλτα ενέχονται σε πολύ μικρό αριθμό διαδικασιών επί παραβάσει για καθυστερημένη μεταφορά τα τελευταία τρία έτη·

14. σημειώνει ότι οι τέσσερις τομείς πολιτικής όπου κινήθηκαν οι πιο πρόσφατες διαδικασίες επί παραβάσει για καθυστερημένη μεταφορά συνεχίζουν να είναι το περιβάλλον, η υγεία και τα δικαιώματα των καταναλωτών, η εσωτερική αγορά, οι υπηρεσίες και οι μεταφορές· θεωρεί ότι, εφόσον η Επιτροπή και τα κράτη μέλη έχουν εντοπίσει τους προβληματικούς τομείς, οφείλουν να καθορίσουν τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για τη διασφάλιση πλήρους και ταχείας μεταφοράς του δικαίου της ΕΕ σε κάθε τομέα·

15. τονίζει ότι η Επιτροπή οφείλει να παρακολουθεί πιο στενά τη μεταφορά οδηγιών πριν τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς και, όπου υφίσταται κίνδυνος καθυστερημένης μεταφοράς, να παρέχει διευκρινίσεις όσον αφορά το νομικό πλαίσιο στους σχετικούς τομείς προκειμένου τα κράτη μέλη να βελτιώνουν τη μεταφορά κατά τέτοιο τρόπο, ώστε οι πολίτες να αντλούν απτά πλεονεκτήματα στην καθημερινή τους ζωή·

16. σημειώνει ότι η έγκαιρη μεταφορά της νομοθεσίας της ΕΕ είναι απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία της ΕΕ, όπως επίσης και η ορθή εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ· τονίζει ότι πολύ συχνά οι ελλείψεις και τα μη συνεκτικά πρότυπα οφείλονται στον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη μεταφέρουν τη νομοθεσία της ΕΕ· καλεί συνεπώς την Επιτροπή να εφαρμόσει έναν αποτελεσματικότερο μηχανισμό ελέγχου, προκειμένου να διαπιστώνει την εφαρμογή στην πράξη των νόμων της ΕΕ σε όλα τα επίπεδα στα κράτη μέλη, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο οι πολίτες και οι επιχειρήσεις διευκολύνονται να ασκούν τα δικαιώματα τους·

17. σημειώνει ότι συνολικά περατώθηκαν 731 υποθέσεις παράβασης των συνθηκών επειδή τα ενεχόμενα κράτη μέλη απέδειξαν τη συμμόρφωσή τους με τη νομοθεσία της ΕΕ. επισημαίνει ότι το 2013 το Δικαστήριο εξέδωσε βάσει του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ 52 αποφάσεις, εκ των οποίων σε 31 περιπτώσεις (59,6%) αποφάνθηκε κατά των κρατών μελών· υπενθυμίζει, προκειμένου οι στατιστικές αυτές να τεθούν στις σωστές τους διαστάσεις, ότι μέχρι σήμερα το Δικαστήριο έχει εκδώσει 3274 (87,3%) αποφάσεις σε διαδικασίες επί παραβάσει υπέρ της Επιτροπής· καλεί την Επιτροπή να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στην ουσιαστική επιβολή όλων αυτών των αποφάσεων·

18. σημειώνει ότι οι τέσσερις τομείς πολιτικής όπου κινήθηκαν οι πιο πρόσφατες νέες διαδικασίες επί παραβάσει για καθυστερημένη μεταφορά το 2013 ήταν το περιβάλλον (168 διαδικασίες), η υγεία και η προστασία των καταναλωτών (58), η εσωτερική αγορά και οι υπηρεσίες (47) και οι μεταφορές (36)· τονίζει ότι υπάρχει άμεση και αναλογική σχέση ανάμεσα στον αριθμό των αναφορών που λαμβάνονται και των διαδικασιών επί παραβάσει που κινεί η Επιτροπή·

19. σημειώνει ότι πολλές υποθέσεις παράβασης των συνθηκών ολοκληρώθηκαν το 2013 πριν φτάσουν στο Δικαστήριο, ενώ σε μόνο το 6,6% του συνόλου των υποθέσεων εκδόθηκε δικαστική απόφαση· ως εκ τούτου, θεωρεί ότι πρέπει να συνεχίσει να παρακολουθεί προσεκτικά τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη, λαμβανομένου υπόψη ότι ορισμένες αναφορές αφορούν ακόμα προβλήματα που εξακολουθούν να υφίστανται ακόμα και μετά την ολοκλήρωση της εξέτασης της υπόθεσης·

20. επαναλαμβάνει ότι η Επιτροπή πρέπει να επικεντρώνεται στην αποτελεσματική επίλυση των προβλημάτων, την αποτελεσματική διαχείριση και τα προληπτικά μέτρα, προτείνει, ωστόσο, να εξετάσει η Επιτροπή και νέους τρόπους, εκτός της τυπικής διαδικασίας επί παραβάσει, για τη βελτίωση της μεταφοράς και της επιβολής της νομοθεσίας της ΕΕ·

21. σημειώνει ότι η σταδιακή εισαγωγή στα κράτη μέλη του συστήματος EU PILOT ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο 2012 με την υπογραφή του από τη Μάλτα και το Λουξεμβούργο και ότι έκτοτε η διαδικασία EU PILOT έχει τεθεί σε πλήρη εφαρμογή σε όλα τα κράτη μέλη· τονίζει ότι ο αριθμός των νέων διαδικασιών στο πλαίσιο του EU Pilot έχει σταδιακά αυξηθεί τα τελευταία τρία έτη και ότι το EU Pilot έχει μέχρι τούδε παράσχει αξιοσημείωτα αποτελέσματα, ιδίως όσον αφορά τη συλλογή πληροφοριών και τη βελτίωση συγκεκριμένων καταστάσεων που προκαλούν ανησυχία στους πολίτες, όπως προέκυψε από τη μείωση του αριθμού των διαδικασιών επί παραβάσει που κινήθηκαν τα τελευταία πέντε χρόνια (από 2900 σε 1300)· ζητεί ωστόσο να συνεχιστούν οι εντατικές προσπάθειες ενημέρωσης των πολιτών για το σύστημα EU Pilot· καλεί την Επιτροπή να εντάξει τους αναφέροντες στη διαδικασία EU PILOT που απορρέει από αναφορές προκειμένου να διευκολύνει και το διάλογο ανάμεσα στους αναφέροντες και τις αρμόδιες εθνικές αρχές· προτείνει τον καθορισμό βραχύτερων προθεσμιών για τις υποθέσεις που θεωρούνται επείγουσες και για τις οποίες ενδεχομένως απαιτείται άμεση δράση εκ μέρους της Επιτροπής·

22. επιδοκιμάζει τις προσπάθειες που καταβάλλουν τα κράτη μέλη για επίλυση των υποθέσεων παράβασης χωρίς δικαστικές διαδικασίες μέσω της διαδικασίας EU PILOT, η οποία έχει οδηγήσει στη μείωση των διαδικασιών επί παραβάσει· επισημαίνει την ανάγκη αποσαφήνισης του νομικού καθεστώτος της ανωτέρω διαδικασίας αλλά και μιας εποικοδομητικής και ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών, καθώς η έλλειψη απάντησης ή οι καθυστερήσεις στην αποστολή πληροφοριών από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή έχουν επίσης αντίκτυπο στην αποτελεσματική εξέταση των αναφορών από την Επιτροπή Αναφορών·

23. σημειώνει ότι το Δικαστήριο απεφάνθη ότι «οι ζημιές που προκαλούν τα εθνικά θεσμικά όργανα (…) μπορεί μόνο να θεμελιώσουν την ευθύνη εκ μέρους των οργάνων αυτών, και τα εθνικά δικαστήρια παραμένουν τα μόνα αρμόδια για τη διασφάλιση της αποκατάστασης των ζημιών αυτών»[2]· υπογραμμίζει ως εκ τούτου, τη σπουδαιότητα που έχει η ενίσχυση των διαθέσιμων ένδικων μέσων σε εθνικό επίπεδο, τα οποία επιτρέπουν στους καταγγέλλοντες να διεκδικούν τα δικαιώματά τους με πιο άμεσο και πιο προσωπικό τρόπο[3]·

24. επαναλαμβάνει ότι απαιτείται περισσότερη διαφάνεια, νομική σαφήνεια και πρόσβαση στις πληροφορίες για όλο το στάδιο που προηγείται της διαδικασίας επί παραβάσει, καθώς και για την ίδια τη διαδικασία επί παραβάσει σε συνάρτηση με το EU PILOT και την ετήσια έκθεση για την παρακολούθηση της εφαρμογής της ενωσιακής νομοθεσίας, ιδίως σε ότι αφορά τους προσφεύγοντες·

25. χαιρετίζει τις προσπάθειες που καταβάλουν οι υπηρεσίες της Επιτροπής για την ενίσχυση της ανταλλαγής πληροφοριών με την Επιτροπή Αναφορών και επιθυμεί να επαναλάβει τα ακόλουθα αιτήματά του:

     (α) θα πρέπει να βελτιωθεί η επικοινωνία ανάμεσα στα δύο μέρη, ιδίως όσο αφορά την έναρξη και τη συνέχιση των διαδικασιών επί παραβάσει από την Επιτροπή, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας EU Pilot, ώστε να διασφαλιστεί ότι το Κοινοβούλιο είναι πλήρως ενήμερο με στόχο τη συνεχή βελτίωση του νομοθετικού του έργου,

     (β) θα πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες ώστε να παρέχεται εγκαίρως στην Επιτροπή Αναφορών κάθε δυνατή σχετική πληροφορία για αναφορές που αφορούν διαδικασίες έρευνας και διαδικασίες επί παραβάσει, ώστε να μπορεί η Επιτροπή Αναφορών να απαντά με αποτελεσματικότερο τρόπο στα αιτήματα των πολιτών,

     (γ) θα πρέπει η Επιτροπή, όταν καταρτίζει τις ανακοινώσεις της και όταν ετοιμάζει τροπολογίες επί της νομοθεσίας, να λαμβάνει υπόψη της τις εκθέσεις της Επιτροπής Αναφορών και κυρίως τα πορίσματα και τις συστάσεις που περιέχονται σε αυτές·

26. επιδοκιμάζει το γεγονός ότι η Επιτροπή κάνει όλο και πιο συχνή χρήση των σχεδίων εφαρμογής για νέες νομοθετικές πράξεις της ΕΕ που απευθύνονται στα κράτη μέλη, με τα οποία μειώνονται οι κίνδυνοι μη έγκαιρης και ορθής εφαρμογής, αποκλείονται εκ των προτέρων προβλήματα μεταφοράς και εφαρμογής, πράγμα που με τη σειρά του επηρεάζει τον αριθμό των σχετικών αναφορών που υποβάλλονται·

27. επισημαίνει, σε συνάρτηση με την πρωτοβουλία της Επιτροπής για την καταλληλότητα του κανονιστικού πλαισίου της ΕΕ, γνωστή και ως REFIT, ότι η Επιτροπή πρέπει να προωθήσει το διάλογο σχετικά με την καταλληλότητα του κανονιστικού πλαισίου με τους πολίτες, τα κράτη μέλη, τις επιχειρήσεις και την κοινωνία πολιτών εν γένει, ώστε να διασφαλιστεί η διατήρηση των ποιοτικών και κοινωνικών πτυχών της νομοθεσίας της ΕΕ, καθώς και ότι η πρόοδος επιτυγχάνεται ισομερώς σε όλους τους τομείς.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

5.5.2015

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

27

0

3

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Margrete Auken, Beatriz Becerra Basterrechea, Alberto Cirio, Andrea Cozzolino, Pál Csáky, Miriam Dalli, Rosa Estaràs Ferragut, Eleonora Evi, Lidia Joanna Geringer de Oedenberg, Peter Jahr, Rikke Karlsson, Notis Marias, Edouard Martin, Marlene Mizzi, Julia Pitera, Laurenţiu Rebega, Σοφία Σακοράφα, Jarosław Wałęsa, Cecilia Wikström, Tatjana Ždanoka

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Anja Hazekamp, György Hölvényi, Jérôme Lavrilleux, Δημήτρης Παπαδάκης, Josep-Maria Terricabras, Ángela Vallina

Αναπληρωτές (άρθρο 200 παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Paul Brannen, Norbert Lins, Dario Tamburrano, Martina Werner

  • [1]  COM(2012)0154 τελικό.
  • [2]  Βλέπε απόφαση στην υπόθεση 175/84.
  • [3]  Βλέπε απόφαση στην υπόθεση 175/84 και περαιτέρω προτάσεις στη συνάρτηση αυτή στο COM(2012)0095 τελικό.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

13.7.2015

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

20

3

0

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Max Andersson, Joëlle Bergeron, Marie-Christine Boutonnet, Jean-Marie Cavada, Κώστας Χρυσόγονος, Rosa Estaràs Ferragut, Dietmar Köster, Gilles Lebreton, António Marinho e Pinto, Emil Radev, Julia Reda, Evelyn Regner, Pavel Svoboda, József Szájer, Axel Voss, Tadeusz Zwiefka

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Angel Dzhambazki, Evelyne Gebhardt, Heidi Hautala, Sylvia-Yvonne Kaufmann, Virginie Rozière

Αναπληρωτές (άρθρο 200 παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Ángela Vallina, Bogdan Brunon Wenta