ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με τις δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων των Επιτρόπων – κατευθυντήριες γραμμές

28.10.2016 - (2016/2080(INI))

Επιτροπή Νομικών Θεμάτων
Εισηγητής: Pascal Durand


Διαδικασία : 2016/2080(INI)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου :  
A8-0315/2016
Κείμενα που κατατέθηκαν :
A8-0315/2016
Κείμενα που εγκρίθηκαν :

ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με τις δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων των Επιτρόπων – κατευθυντήριες γραμμές

(2016/2080(INI))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και ιδίως το άρθρο 17 παράγραφος 3,

–  έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), και ιδίως το άρθρο 245,

–  έχοντας υπόψη το Παράρτημα XVI του Κανονισμού του (Κατευθυντήριες γραμμές για την παροχή ψήφου έγκρισης προς την Επιτροπή), και ιδίως την παράγραφο 1 στοιχείο α) τρίτο εδάφιο,

–  έχοντας υπόψη την απόφασή του της 28ης Απριλίου 2015 σχετικά με τον έλεγχο της δήλωσης οικονομικών συμφερόντων ορισθέντος Επιτρόπου και την ερμηνεία του Παραρτήματος XVI παράγραφος 1 στοιχείο α του Κανονισμού του[1],

–  έχοντας υπόψη τη συμφωνία-πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής[2], και ιδίως τα σημεία της ενότητας ΙΙ – Πολιτική ευθύνη,

–  έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 8ης Σεπτεμβρίου 2015 για τις διαδικασίες και πρακτικές σχετικά με τις ακροάσεις των Επιτρόπων, διδάγματα που πρέπει να συναχθούν από τη διαδικασία 2014[3],

–  έχοντας υπόψη τον κώδικα δεοντολογίας των Επιτρόπων της 20ής Απριλίου 2011[4], και ιδίως τα σημεία 1.3, 1.4, 1.5 και 1.6,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 52 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού (Α8-0315/2016),

Α.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το Παράρτημα XVI παράγραφος 1 στοιχείο α) του Κανονισμού του (Κατευθυντήριες γραμμές για την παροχή ψήφου έγκρισης προς την Επιτροπή), το Κοινοβούλιο μπορεί να εκφράσει την άποψή του για τη διάθεση των χαρτοφυλακίων από τον εκλεγέντα Πρόεδρο και να ζητήσει κάθε πληροφορία σημαντική για τη λήψη της απόφασής του όσον αφορά την καταλληλότητα των ορισθέντων Επιτρόπων· λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο αναμένει πλήρη γνωστοποίηση πληροφοριών που αφορούν τα οικονομικά τους συμφέροντα και ότι οι δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων των ορισθέντων Επιτρόπων αποστέλλονται προς έλεγχο στην αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή·

Β.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το σημείο 3 της ενότητας ΙΙ (Πολιτική ευθύνη) της συμφωνίας-πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τα ορισθέντα μέλη της Επιτροπής εξασφαλίζουν την πλήρη κοινοποίηση όλων των συναφών πληροφοριών, σύμφωνα με την υποχρέωση ανεξαρτησίας που υπέχουν κατ’ εφαρμογή των Συνθηκών· λαμβάνοντας υπόψη ότι η κοινοποίηση των πληροφοριών διεξάγεται στο πλαίσιο διαδικασιών σχεδιασμένων κατά τρόπον ώστε η ορισθείσα Επιτροπή στο σύνολό της να αξιολογείται με διαφάνεια, δικαιοσύνη και συνέπεια·

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με την απόφασή του της 28ης Απριλίου 2015 σχετικά με την αναθεώρηση των δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων ορισθέντων Επιτρόπων (ερμηνεία της παραγράφου 1 στοιχείο α) του παραρτήματος XVI του Κανονισμού), ο έλεγχος της δήλωσης οικονομικών συμφερόντων ορισθέντος Επιτρόπου από την αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή έχει ως στόχο όχι μόνο να επαληθευθεί ότι η δήλωση έχει συμπληρωθεί δεόντως αλλά και να εκτιμηθεί κατά πόσον από το περιεχόμενο της δήλωσης μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων·

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το Παράρτημα XVI παράγραφος 1 στοιχείο α) του Κανονισμού του, το Κοινοβούλιο αξιολογεί τους ορισθέντες Επιτρόπους με βάση την προσωπική ανεξαρτησία τους, μεταξύ άλλων, λαμβάνοντας κυρίως υπόψη τον ιδιαίτερο ρόλο του θεματοφύλακα των συμφερόντων της Ένωσης ο οποίος έχει ανατεθεί στην Επιτροπή βάσει των Συνθηκών·

Ε.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, στο προαναφερθέν ψήφισμά του της 8ης Σεπτεμβρίου 2015, το Κοινοβούλιο αναφέρει ότι η επιβεβαίωση από την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων της απουσίας οποιασδήποτε σύγκρουσης συμφερόντων συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για τη διεξαγωγή ακρόασης, δεδομένου μάλιστα ότι η πολιτική εντολή της Επιτροπής ενισχύθηκε μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας·

ΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, στο προαναφερθέν ψήφισμά του της 8ης Σεπτεμβρίου 2015, το Κοινοβούλιο θεωρεί ότι είναι σημαντικό η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων να εκπονήσει κατευθυντήριες γραμμές υπό μορφή σύστασης ή έκθεσης πρωτοβουλίας, προκειμένου να διευκολυνθεί η μεταρρύθμιση των διαδικασιών σχετικά με τις δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων των Επιτρόπων, ενώ παράλληλα καλεί την Επιτροπή να αναθεωρήσει τους κανόνες της για τις δηλώσεις συμφερόντων των Επιτρόπων·

Ζ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το σημείο 1.3 του κώδικα δεοντολογίας των Επιτρόπων περί ανιδιοτέλειας, ακεραιότητας, διαφάνειας, επιμέλειας, τιμιότητας, υπευθυνότητας και σεβασμού του κύρους του Κοινοβουλίου, οι Επίτροποι οφείλουν να δηλώνουν όλα τα οικονομικά συμφέροντα και περιουσιακά στοιχεία που θα μπορούσαν να προκαλέσουν σύγκρουση συμφερόντων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και η δήλωση αυτή καλύπτει τις συμμετοχές που κατέχει ο/η σύζυγος/σύντροφος του Επιτρόπου – όπως ορίζονται σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες [5] – και που μπορούν να οδηγήσουν σε σύγκρουση συμφερόντων·

Η.  λαμβάνοντας υπόψη ότι τα οικονομικά συμφέροντα των οποίων απαιτείται η δήλωση συνίστανται σε κάθε μορφή εξατομικευμένης οικονομικής συμμετοχής στο κεφάλαιο μιας επιχείρησης·

Θ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το σημείο 1.4 του κώδικα δεοντολογίας των Επιτρόπων, για να αποφεύγεται οποιοσδήποτε κίνδυνος σύγκρουσης συμφερόντων, τα μέλη της Επιτροπής υποχρεούνται να δηλώνουν τις επαγγελματικές δραστηριότητες του συζύγου/συντρόφου τους και η δήλωση πρέπει να αναφέρει τη φύση της δραστηριότητας, την ονομασία και, ενδεχομένως, το όνομα του εργοδότη·

Ι.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το σημείο 1.5 του κώδικα δεοντολογίας των Επιτρόπων, η δήλωση συμφερόντων γίνεται με το επισυναπτόμενο σε παράρτημα έντυπο και το έντυπο αυτό πρέπει να συμπληρώνεται και να παρέχεται πρόσβαση σε αυτό πριν από την ακρόαση του ορισθέντος Επιτρόπου από το Κοινοβούλιο, να αναθεωρείται δε κατά τη διάρκεια της θητείας του σε περίπτωση τροποποίησης των δεδομένων, και τουλάχιστον μία φορά ετησίως·

ΙΑ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πληροφορίες που παρέχονται στο έντυπο αυτό είναι περιορισμένες, δεν περιέχουν λεπτομερή ορισμό σχετικά με το σε τι συνίσταται η σύγκρουση συμφερόντων και, ως εκ τούτου, δεν επιτρέπουν στο Κοινοβούλιο να αξιολογήσει με σωστό, δίκαιο και συνεπή τρόπο ούτε την ύπαρξη υφιστάμενης ή δυνητικής σύγκρουσης συμφερόντων του ορισθέντος Επιτρόπου ούτε την ικανότητά του να ασκεί τα καθήκοντά του σύμφωνα με τον κώδικα δεοντολογίας των Επιτρόπων·

ΙΒ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το σημείο 1.6 του κώδικα δεοντολογίας των Επιτρόπων, ένα μέλος της Επιτροπής δεν πρέπει να παρεμβαίνει επί θεμάτων του χαρτοφυλακίου του όταν έχει προσωπικό συμφέρον, ιδίως οικογενειακό ή οικονομικό, ικανό να θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του·

ΙΓ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή έχει την τελική ευθύνη για την επιλογή της φύσης και του εύρους των πληροφοριών που πρέπει να περιλαμβάνουν οι δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων των μελών της· λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή οφείλει, ως εκ τούτου, να διασφαλίζει με ακρίβεια το επίπεδο διαφάνειας που απαιτείται για την απρόσκοπτη διεξαγωγή της διαδικασίας διορισμού των ορισθέντων Επιτρόπων·

ΙΔ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το σημείο 5 της συμφωνίας-πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το Κοινοβούλιο δύναται να ζητήσει από τον πρόεδρο της Επιτροπής να αποσύρει την εμπιστοσύνη του σε ένα μέλος της Επιτροπής· λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το σημείο 7 της εν λόγω συμφωνίας, αν ο πρόεδρος της Επιτροπής προτίθεται να προβεί σε ανακατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των μελών της Επιτροπής, οφείλει να ενημερώσει το Κοινοβούλιο προκειμένου το τελευταίο να προβεί σε διαβούλευση σε σχέση με το ζήτημα αυτό·

ΙΕ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι γενικά οι σημερινές δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων των μελών της Επιτροπής μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστούν βελτίωση σε σχέση με τη διαχείριση των δηλώσεων το 2008-2009, αλλά ότι δεν είναι λίγα τα περιστατικά όπου χρειάστηκαν περαιτέρω διευκρινίσεις για ορισμένες δηλώσεις συμφερόντων·ΙΣT.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο κώδικας δεοντολογίας των Επιτρόπων, που εγκρίθηκε το 2011, δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη αρκετές από τις συστάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για βελτιώσεις, ιδίως όσον αφορά τις δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων των μελών της Επιτροπής, τους περιορισμούς στη μεταϋπαλληλική απασχόληση και την ενίσχυση της ειδικής επιτροπής δεοντολογίας, που είναι αρμόδια για την αξιολόγηση συγκρούσεων συμφερόντων· λαμβάνοντας υπόψη ότι, στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να δίδεται η δέουσα προσοχή στις θέσεις που ενέκρινε το Κοινοβούλιο αναφορικά με τις αλλαγές και τις βελτιώσεις της διαδικασίας ακρόασης των ορισθέντων Επιτρόπων·ΙZ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ένας από τους πυλώνες της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης είναι η βελτίωση της δεοντολογίας και της διαφάνειας εντός των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, προκειμένου να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών προς αυτά, ιδίως υπό το πρίσμα της ευρύτερης πολιτικής εντολής που έχει η Επιτροπή μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας·

Γενικές παρατηρήσεις

1.  σημειώνει ότι ο έλεγχος των δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων των Επιτρόπων στοχεύει στη διασφάλιση της ικανότητας των ορισθέντων Επιτρόπων να ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη ανεξαρτησία και στην εξασφάλιση του μέγιστου δυνατού βαθμού διαφάνειας και ευθύνης από την πλευρά της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 3 της ΣΕΕ, το άρθρο 245 της ΣΛΕΕ και τον κώδικα δεοντολογίας των Επιτρόπων· σημειώνει, συνεπώς, ότι ο έλεγχος αυτός δεν θα πρέπει να περιορίζεται μόνο στον ορισμό της νέας Επιτροπής, αλλά θα πρέπει να διεξάγεται επίσης στην περίπτωση που πρέπει να καλυφθεί κενή έδρα λόγω παραίτησης, υποχρεωτικής παύσης ή θανάτου, στην περίπτωση προσχώρησης νέου κράτους μέλους και στην περίπτωση σημαντικής αλλαγής του χαρτοφυλακίου ή των οικονομικών συμφερόντων ενός Επιτρόπου·

2.  θεωρεί ότι η αξιολόγηση ενδεχόμενης σύγκρουσης συμφερόντων πρέπει να βασίζεται σε πειστικά, αντικειμενικά και συναφή στοιχεία και να συνεκτιμά το χαρτοφυλάκιο του ορισθέντος Επιτρόπου·

3.  επισημαίνει ότι ως σύγκρουση συμφερόντων ορίζεται «οποιαδήποτε κατάσταση αλληλεπίδρασης μεταξύ ενός δημόσιου συμφέροντος και δημόσιων και ιδιωτικών συμφερόντων η οποία μπορεί να επηρεάσει ή φαίνεται ότι μπορεί να επηρεάσει την ανεξάρτητη, αμερόληπτη και αντικειμενική άσκηση ενός καθήκοντος»·

4.  επιβεβαιώνει ότι η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων είναι υπεύθυνη και αρμόδια να διενεργεί ουσιαστική ανάλυση των δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων μέσω διεξοδικού ελέγχου με στόχο να εκτιμηθεί κατά πόσον το περιεχόμενο της δήλωσης οικονομικών συμφερόντων ενός ορισθέντος Επιτρόπου είναι ακριβές και πληροί τα κριτήρια και τις αρχές των Συνθηκών και του κώδικα δεοντολογίας, ή κατά πόσον μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων, και ότι πρέπει να μπορεί να εισηγείται προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής την αντικατάσταση του εν λόγω Επιτρόπου· ζητεί, ως εκ τούτου, από την Επιτροπή να παράσχει στην Επιτροπή Νομικών Θεμάτων όλα τα εργαλεία τεκμηρίωσης και την ενημέρωση για τη διενέργεια μιας ολοκληρωμένης και αντικειμενικής ανάλυσης·

5.  θεωρεί καίριας σημασίας να παρέχεται επαρκής χρόνος στην Επιτροπή Νομικών Θεμάτων προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα της ενδελεχούς αυτής εξέτασης·

6.  σημειώνει ότι η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων εξετάζει ζητήματα συναφή με τις δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων των ορισθέντων Επιτρόπων με τη μεγαλύτερη δυνατή εμπιστευτικότητα, ενώ παράλληλα διασφαλίζει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, τη δημοσίευση των πορισμάτων της μόλις είναι διαθέσιμα·

7.  εκτιμά ότι, πέραν του χρόνου που διατίθεται για τις ερωτήσεις τις οποίες επιθυμεί να θέσει η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων στον υποψήφιο Επίτροπο, κρίνεται επιβεβλημένο να διαθέτει το δικαίωμα, όταν διαπιστώσει σύγκρουση συμφερόντων, να συνεχίσει την ακρόαση και να λάβει τις διευκρινίσεις που επιθυμεί·

Διαδικασία ελέγχου των δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων πριν από την ακρόαση των ορισθέντων Επιτρόπων

8.  θεωρεί ότι η επιβεβαίωση από την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων της απουσίας οποιασδήποτε σύγκρουσης συμφερόντων, βάσει ουσιαστικής ανάλυσης των δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων, συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για τη διεξαγωγή ακρόασης από την αρμόδια επιτροπή[6]·

9.  θεωρεί, στο πλαίσιο αυτό, ότι εν τη απουσία αυτής της επιβεβαίωσης ή σε περίπτωση που η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων διαπιστώσει την ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων, η διαδικασία διορισμού του ορισθέντος Επιτρόπου αναστέλλεται·

10.  εκτιμά ότι κατά τον έλεγχο των δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων από την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων θα πρέπει να εφαρμόζονται οι ακόλουθες κατευθυντήριες γραμμές:

α)  αν, κατά τον έλεγχο δήλωσης οικονομικών συμφερόντων, η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων εκτιμήσει ότι, με βάση τα υποβληθέντα έγγραφα, η δήλωση οικονομικών συμφερόντων είναι αξιόπιστη, πλήρης και δεν περιέχει κανένα στοιχείο που να υποδηλώνει υφιστάμενη ή δυνητική σύγκρουση συμφερόντων ως προς το χαρτοφυλάκιο του ορισθέντος Επιτρόπου, ο πρόεδρός της αποστέλλει, στις αρμόδιες για την ακρόαση επιτροπές ή στις ενδιαφερόμενες επιτροπές σε περίπτωση διαδικασίας κατά τη διάρκεια της θητείας, επιστολή με την οποία επιβεβαιώνεται η απουσία σύγκρουσης συμφερόντων·

β)  αν η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων εκτιμά ότι η δήλωση οικονομικών συμφερόντων ενός ορισθέντος Επιτρόπου περιέχει ελλιπείς ή αντιφατικές πληροφορίες ή ότι απαιτούνται περαιτέρω πληροφορίες, ζητεί, βάσει του Κανονισμού[7] και της συμφωνίας-πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής[8] από τον ορισθέντα Επίτροπο να παράσχει τις απαιτούμενες συμπληρωματικές πληροφορίες και αποφασίζει αφότου τις λάβει και τις εξετάσει κατάλληλα· η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή μπορεί να αποφασίσει, κατά περίπτωση, να καλέσει τον ορισθέντα Επίτροπο σε ακρόαση·

γ)  αν η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων διαπιστώσει σύγκρουση συμφερόντων βάσει της δήλωσης οικονομικών συμφερόντων ή των συμπληρωματικών πληροφοριών που παρέσχε ο ορισθείς Επίτροπος, εκπονεί συστάσεις για να δοθεί τέλος στη σύγκρουση συμφερόντων· οι συστάσεις μπορεί να περιλαμβάνουν την παραίτηση από τα εν λόγω οικονομικά συμφέροντα με τροποποίηση του χαρτοφυλακίου του ορισθέντος Επιτρόπου από τον Πρόεδρο της Επιτροπής· σε σοβαρότερες περιπτώσεις, όταν δεν υφίσταται πλέον άλλη σύσταση ικανή να προσφέρει λύση στη σύγκρουση συμφερόντων, ως έσχατο μέσο, η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή μπορεί να συναγάγει αδυναμία του ορισθέντος Επιτρόπου να ασκήσει τα καθήκοντά του σύμφωνα με τη Συνθήκη και τον κώδικα δεοντολογίας· ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου ερωτά τον Πρόεδρο της Επιτροπής σχετικά με τα περαιτέρω μέτρα που προτίθεται να λάβει·

Διαδικασία ελέγχου των δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων κατά τη διάρκεια της θητείας Επιτρόπου

11.  τονίζει την υποχρέωση όλων των μελών της Επιτροπής να μεριμνούν για την άμεση ενημέρωση των δηλώσεων συμφερόντων τους κάθε φορά που υπάρχει αλλαγή στα οικονομικά τους συμφέροντα και ζητεί από την Επιτροπή να κοινοποιεί χωρίς καθυστέρηση στο Κοινοβούλιο οποιαδήποτε τροποποίηση ή άλλο στοιχείο που προκαλεί σύγκρουση συμφερόντων ή δυνητική σύγκρουση συμφερόντων·

12.  εκτιμά, επομένως, ότι η δήλωση οικονομικών συμφερόντων πρέπει να καλύπτει τα συμφέροντα ή τις δραστηριότητες που αναπτύσσονται ή αναπτύχθηκαν την τελευταία διετία σε περιουσιακό, επαγγελματικό, προσωπικό ή οικογενειακό επίπεδο και συνδέονται με το προτεινόμενο χαρτοφυλάκιο· πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη ότι το συμφέρον μπορεί να αφορά πλεονέκτημα για τον ίδιο ή για τρίτο πρόσωπο και ότι μπορεί επίσης να είναι ηθικής, υλικής ή οικονομικής φύσεως·

13.  εκτιμά ότι οποιαδήποτε τροποποίηση των οικονομικών συμφερόντων ενός Επιτρόπου κατά τη διάρκεια της θητείας του ή οποιαδήποτε ανακατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των μελών της Επιτροπής συνιστά νέα κατάσταση από την άποψη της ενδεχόμενης ύπαρξης σύγκρουσης συμφερόντων· εκτιμά, συνεπώς, ότι η κατάσταση αυτή θα πρέπει να εξετασθεί από το Κοινοβούλιο υπό τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 10 του παρόντος ψηφίσματος και στον Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Παράρτημα XVI (Κατευθυντήριες γραμμές για την παροχή ψήφου έγκρισης προς την Επιτροπή) σημείο 2·

14.  σημειώνει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 246 δεύτερο εδάφιο της ΣΛΕΕ, σε περίπτωση αντικατάστασης ενός Επιτρόπου κατά τη διάρκεια της θητείας του προηγείται διαβούλευση με το Κοινοβούλιο· εκτιμά ότι η διαβούλευση αυτή περιλαμβάνει απαραιτήτως, μεταξύ άλλων, επαλήθευση της απουσίας σύγκρουσης συμφερόντων σύμφωνα με την παράγραφο 10 του παρόντος ψηφίσματος και τις διατάξεις που αφορούν τις αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε περίπτωση αλλαγής στη σύνθεση του Σώματος των Επιτρόπων ή σημαντικής τροποποίησης των χαρτοφυλακίων κατά τη διάρκεια της θητείας τους, όπως ορίζονται από τον Κανονισμό του[9], Παράρτημα XVI (Κατευθυντήριες γραμμές για την παροχή ψήφου έγκρισης προς την Επιτροπή)·

15.  εκτιμά ότι, σε περίπτωση που διαπιστωθεί σύγκρουση συμφερόντων κατά τη διάρκεια της θητείας Επιτρόπου και όταν ο Πρόεδρος της Επιτροπής δεν ακολουθήσει τις συστάσεις του Κοινοβουλίου προκειμένου να θέσει τέλος στη σύγκρουση συμφερόντων όπως ορίζεται στην παράγραφο 10 του παρόντος ψηφίσματος, η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων δύναται να συστήσει στον Πρόεδρο να ζητήσει από τον Πρόεδρο της Επιτροπής να αποσύρει την εμπιστοσύνη του στον εν λόγω Επίτροπο, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 6 της ΣΕΕ και, κατά περίπτωση, να ζητήσει το Κοινοβούλιο από τον Πρόεδρο της Επιτροπής να ενεργήσει σύμφωνα με το άρθρο 245 δεύτερο εδάφιο της ΣΛΛΕ προκειμένου να στερήσει από τον εν λόγω Επίτροπο το δικαίωμα συνταξιοδότησης ή άλλων αντ’ αυτού παροχών·

Κώδικας δεοντολογίας των Επιτρόπων

16.  σημειώνει ότι ο κώδικας δεοντολογίας των Επιτρόπων που εγκρίθηκε στις 20 Απριλίου 2011 παρουσιάζει βελτιώσεις στις πτυχές της αμεροληψίας, της ακεραιότητας, της διαφάνειας, της δέουσας επιμέλειας, της εντιμότητας, της ευθύνης και της διακριτικότητας, σε σχέση με τον προηγούμενο κώδικα που είχε εγκριθεί το 2004, όσον αφορά τη δήλωση οικονομικών συμφερόντων, καθώς οι απαιτήσεις γνωστοποίησης επεκτάθηκαν και στους συντρόφους των Επιτρόπων και η δήλωση οικονομικών συμφερόντων πρέπει να αναθεωρείται όταν αλλάζουν οι πληροφορίες ή τουλάχιστον ανά έτος·

17.  υπογραμμίζει ότι η αξιοπιστία της δήλωσης οικονομικών συμφερόντων βασίζεται στην ακρίβεια του εντύπου που προτείνεται στον ορισθέντα Επίτροπο· εκτιμά ότι το πεδίο που καλύπτουν σήμερα οι δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων των Επιτρόπων είναι υπερβολικά περιορισμένο και οι ερμηνευτικές διατάξεις τους διφορούμενες· καλεί, ως εκ τούτου, την Επιτροπή να αναθεωρήσει τον κώδικα δεοντολογίας το συντομότερο δυνατό, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι δηλώσεις συμφερόντων παρέχουν στην Επιτροπή Νομικών Θεμάτων ακριβείς πληροφορίες με τις οποίες μπορεί να τεκμηριώσει την απόφασή της κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο·

18.  θεωρεί ότι, για να υπάρχει πληρέστερη εικόνα της οικονομικής κατάστασης του Επιτρόπου που υποβάλλει τη δήλωση, οι δηλώσεις συμφερόντων που αναφέρονται στα σημεία 1.3 και 1.5 του κώδικα δεοντολογίας των Επιτρόπων θα πρέπει να περιλαμβάνουν το σύνολο των συμφερόντων και δραστηριοτήτων του ορισθέντος Επιτρόπου και του/της συζύγου/συντρόφου και δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να περιορίζονται μόνο σε όσα «ενδέχεται να συνιστούν σύγκρουση συμφερόντων»·

19.  θεωρεί ότι τα οικογενειακά συμφέροντα που αναφέρονται στο σημείο 1.6 του κώδικα δεοντολογίας των Επιτρόπων θα πρέπει να περιλαμβάνονται στις δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων· καλεί, στο πλαίσιο αυτό, την Επιτροπή να προσδιορίσει διαφανή μέσα για τον εντοπισμό οικογενειακών συμφερόντων που θα μπορούσαν να ενέχουν σύγκρουση συμφερόντων·

20.  θεωρεί ότι, προκειμένου να επεκταθούν και να βελτιωθούν οι κανόνες για τις συγκρούσεις συμφερόντων, οι δηλώσεις συμφερόντων θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνουν τις λεπτομέρειες κάθε συμβατικής σχέσης των ορισθέντων Επιτρόπων η οποία ενδέχεται να προκαλέσει σύγκρουση συμφερόντων κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους·

21.  εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι στον κώδικα δεοντολογίας δεν κωδικοποιείται επαρκώς η υποχρέωση που προβλέπει το άρθρο 245 της ΣΛΕΕ, βάσει του οποίου οι Επίτροποι: «... τηρούν κατά τη διάρκεια της θητείας τους και μετά τη λήξη αυτής τις υποχρεώσεις ... και ιδίως τις υποχρεώσεις εντιμότητας και διακριτικότητας ως προς την αποδοχή, μετά την αποχώρησή τους, ορισμένων θέσεων ή ορισμένων πλεονεκτημάτων»·

22.  αποδοκιμάζει το γεγονός ότι ο κώδικας δεν επιβάλλει απαιτήσεις σχετικά με την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, παρότι οι απαιτήσεις αυτού του είδους πρέπει να αποτελούν σταθερά σε κάθε δεοντολογικό καθεστώς· θεωρεί ότι η ρύθμιση του ζητήματος αυτού το συντομότερο αποτελεί προτεραιότητα·

23.  σημειώνει ότι ο κώδικας δεοντολογίας δεν ορίζει συγκεκριμένη προθεσμία για την υποβολή της δήλωσης πριν από την ακρόαση των ορισθέντων Επιτρόπων στο Κοινοβούλιο· θεωρεί ότι η απαίτηση αυτή είναι θεμελιώδους σημασίας για την αναθεώρηση της διαδικασίας ακρόασης των ορισθέντων Επιτρόπων·

24.  εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν υποβάλλει τακτικά εκθέσεις σχετικά με την εφαρμογή του κώδικα δεοντολογίας των Επιτρόπων, ιδίως όσον αφορά τις δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων τους, και θεωρεί ότι ο κώδικας δεοντολογίας πρέπει να τροποποιηθεί κατά τρόπο ώστε να προβλέπει διαδικασίες καταγγελιών ή κυρώσεων αναφορικά με παραβιάσεις, με εξαίρεση τα σοβαρά παραπτώματα όπως ορίζονται στα άρθρα 245 και 247 της ΣΛΕΕ·

25.  εκφράζει ιδίως τη δυσαρέσκειά του για την αρνητική απάντηση του Προέδρου της Επιτροπής στο αίτημα του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή να δημοσιεύει προορατικά τις αποφάσεις του σχετικά με την έγκριση δραστηριοτήτων μετά τη θητεία των πρώην Επιτρόπων, καθώς και τις γνώμες της ειδικής επιτροπής δεοντολογίας· τονίζει ότι η απλή δημοσίευση των πρακτικών των συνεδριάσεων της Επιτροπής δεν επαρκεί για να παρασχεθεί στο Κοινοβούλιο και στην κοινωνία των πολιτών μια γενική εικόνα όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύεται στην πράξη η «δυνητική σύγκρουση συμφερόντων» και τις πολιτικές για την ακεραιότητα που έχει αναπτύξει σε συνάρτηση με αυτό η ειδική επιτροπή δεοντολογίας·

26.  επισημαίνει ότι επί 18 μήνες απαγορεύεται σε όλα τα πρώην μέλη της Επιτροπής η άσκηση πίεσης υπέρ της επιχείρησής τους, του πελάτη ή του εργοδότη τους ενώπιον των μελών της Επιτροπής και του προσωπικού τους σε θέματα για τα οποία ήταν αρμόδιοι, δικαιούνται ωστόσο επί τρία έτη μετά τη λήξη της θητείας τους γενναιόδωρη μεταβατική αποζημίωση, η οποία ανέρχεται στο 40 έως 65 τοις εκατό του τελευταίου βασικού τους μισθού·

27.  επικροτεί το γεγονός ότι ο κώδικας δεοντολογίας εισήγαγε διάταξη αναφορικά με την ανακατανομή των χαρτοφυλακίων μεταξύ των μελών της Επιτροπής σε περίπτωση δυνητικής σύγκρουσης συμφερόντων, αλλά εκφράζει τη δυσαρέσκειά του διότι:

α)  δεν υπάρχει λεπτομερής ορισμός σχετικά με το σε τι συνίσταται η σύγκρουση συμφερόντων·

β)  η διάταξη περιορίζεται σε υποθέσεις που σχετίζονται με το χαρτοφυλάκιο του εκάστοτε Επιτρόπου και παραβλέπει, κατά συνέπεια, τα καθήκοντα του Επιτρόπου ως μέλους συλλογικού οργάνου·

γ)  δεν υφίστανται κριτήρια που να επιτρέπουν στον Πρόεδρο να αποφασίζει επί της ανακατανομής, ούτε δεσμευτικό πλαίσιο για την ενημέρωση του Κοινοβουλίου, ούτε διαδικασία για την περίπτωση κατά την οποία ένας Επίτροπος δεν ενημερώνει για την ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων ή ασκεί δραστηριότητα ασυμβίβαστη με τη φύση των καθηκόντων του·

28.  ζητεί από την Επιτροπή να αναθεωρήσει επειγόντως τον κώδικα δεοντολογίας των Επιτρόπων του 2011 προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι συστάσεις που διατύπωσε το Κοινοβούλιο στα πρόσφατα ψηφίσματά του και η εξέλιξη των γενικών προτύπων δεοντολογίας και διαφάνειας που ισχύουν σε όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ· προτείνει να τροποποιήσει η Επιτροπή τον κώδικα δεοντολογίας των Επιτρόπων ώστε να διασφαλίζεται ότι:

α)  οι Επίτροποι δηλώνουν όλα τα οικονομικά τους συμφέροντα, περιλαμβανομένων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού που υπερβαίνουν τα 10 000 EUR·

β)  οι Επίτροποι δηλώνουν όλα τα συμφέροντά τους (ως μέτοχοι, μέλη διοικητικού συμβουλίου εταιρείας, σύμβουλοι, μέλη συνδεδεμένων ιδρυμάτων κ.λπ.), όσον αφορά όλες τις εταιρείες στις οποίες έχουν συμμετάσχει, περιλαμβανομένων των συμφερόντων των μελών της άμεσης οικογένειάς τους, καθώς και των αλλαγών που έλαβαν χώρα μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς τους·

γ)  τα εξαρτώμενα μέλη της οικογένειας και/ή τα μέλη της άμεσης οικογένειάς τους δημοσιεύουν τις ίδιες πληροφορίες με τους συζύγους ή τους συντρόφους·

δ)  οι Επίτροποι αποσαφηνίζουν πλήρως τους στόχους των οργανώσεων στις οποίες συμμετέχουν οι ίδιοι και/ή οι σύζυγοι και/ή τα εξαρτώμενα τέκνα τους, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσον υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων·

ε)  οι Επίτροποι γνωστοποιούν την ιδιότητά τους ως μελών μη κυβερνητικής οργάνωσης, μυστικών οργανώσεων ή ενώσεων των οποίων η ύπαρξη είναι μυστική και η δραστηριότητα στοχεύει στην παρέμβαση στη λειτουργία δημόσιων φορέων·

στ)  οι Επίτροποι και τα εξαρτώμενα μέλη των οικογενειών τους δημοσιοποιούν την ιδιότητά τους ως μελών οιωνδήποτε μη κυβερνητικών οργανώσεων, καθώς και κάθε δωρεά προς ΜΚΟ που υπερβαίνει το ποσό των 500 EUR·

ζ)  ο κώδικας δεοντολογίας θα τροποποιηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 245 της ΣΛΕΕ, ώστε να παραταθεί ο περιορισμός της μεταϋπαλληλικής απασχόλησης των Επιτρόπων σε δύο έτη·

η)  ο κώδικας δεοντολογίας θα περιλαμβάνει συγκεκριμένες απαιτήσεις σχετικά με την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων·

θ)  οι ορισθέντες Επίτροποι υποβάλλουν τις δηλώσεις τους εγκαίρως και εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, έτσι ώστε η ειδική επιτροπή δεοντολογίας να έχει τη δυνατότητα να υποβάλλει εγκαίρως στο Κοινοβούλιο τη γνώμη της σχετικά με δυνητική σύγκρουση συμφερόντων ενόψει των ακροάσεων στο Κοινοβούλιο·

ι)  οι Επίτροποι πραγματοποιούν συναντήσεις μόνο με εκπροσώπους ομάδων συμφερόντων που είναι εγγεγραμμένες στο μητρώο διαφάνειας, το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τα άτομα που επιδιώκουν να επηρεάσουν τη διαμόρφωση πολιτικής στα θεσμικά όργανα της ΕΕ·

ια)  οι Επίτροποι υποβάλλουν, κατά τον ορισμό τους, υπογεγραμμένη δήλωση που επιβεβαιώνει ότι θα εμφανίζονται ενώπιον οιασδήποτε κοινοβουλευτικής επιτροπής σε σχέση με τις δραστηριότητες που ασκούν κατά τη διάρκεια της θητείας τους·

ιβ)  η δήλωση δημοσιεύεται σε μορφή συμβατή με ανοικτά δεδομένα ώστε να μπορεί εύκολα να υποστεί επεξεργασία σε βάσεις δεδομένων·

ιγ)  η διαδικασία για την ανακατανομή των χαρτοφυλακίων σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων θα βελτιωθεί σε επίπεδο συνεκτίμησης των καθηκόντων των Επιτρόπων ως μελών συλλογικού οργάνου, με τη θέσπιση κριτηρίων εντιμότητας και διακριτικότητας όσον αφορά τις αποφάσεις που λαμβάνει ο Πρόεδρος για την ανακατανομή των χαρτοφυλακίων, με την εφαρμογή δεσμευτικής διαδικασίας και κυρώσεων για περιπτώσεις κατά τις οποίες ο Επίτροπος δεν ενημερώνει για ενδεχόμενη σύγκρουση συμφερόντων και με τη θέσπιση δεσμευτικής διαδικασίας για την ενημέρωση του Κοινοβουλίου σε όλες τις προαναφερθείσες περιπτώσεις·

ιδ)  η Επιτροπή υποβάλλει εκθέσεις σε ετήσια βάση σχετικά με την εφαρμογή του κώδικα δεοντολογίας των Επιτρόπων και προβλέπει διαδικασίες προσφυγής και κυρώσεις όχι μόνο στην περίπτωση σοβαρών παραπτωμάτων, αλλά και στην περίπτωση παραβίασης των σχετικών απαιτήσεων, ιδίως όσον αφορά τη δήλωση οικονομικών συμφερόντων·

ιε)  θα οριστούν κριτήρια για την τήρηση του άρθρου 245 της ΣΛΕΕ, το οποίο επιβάλλει στους Επιτρόπους την υποχρέωση να συμπεριφέρονται με εντιμότητα και διακριτικότητα όσον αφορά την αποδοχή ορισμένων θέσεων ή πλεονεκτημάτων μετά τη λήξη της θητείας τους·

ιστ)  οι αποφάσεις σχετικά με την έγκριση δραστηριοτήτων μετά τη λήξη της θητείας των πρώην Επιτρόπων, καθώς και οι γνώμες της ειδικής επιτροπής δεοντολογίας, θα δημοσιεύονται προορατικά·

ιζ)  η ειδική επιτροπή δεοντολογίας απαρτίζεται από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες που δεν έχουν ασκήσει οι ίδιοι καθήκοντα Επιτρόπου·

ιη)  η ειδική επιτροπή δεοντολογίας καταρτίζει και δημοσιεύει ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητές της, στην οποία μπορούν να περιλαμβάνονται συστάσεις για τη βελτίωση του κώδικα δεοντολογίας ή την εφαρμογή του, εφόσον η ειδική επιτροπή το κρίνει σκόπιμο·

29.  ζητεί από την Επιτροπή να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με το Κοινοβούλιο προκειμένου να ενσωματωθούν οι απαιτούμενες τροποποιήσεις στη συμφωνία-πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής·

30.  ζητεί από την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων να ενσωματώσει στον Κανονισμό του Κοινοβουλίου, και συγκεκριμένα στο Παράρτημα XVI, τις απαιτούμενες τροποποιήσεις για την εφαρμογή του παρόντος ψηφίσματος·

31.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

  • [1]  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P8_TA(2015)0096.
  • [2]  ΕΕ L 304 της 20.11.2010, σ. 47.
  • [3]  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P8_TA(2015)0287.
  • [4]  C(2011)2904.
  • [5]  Σύντροφος σταθερής μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης, όπως ορίζεται στον κανονισμό αριθ. 2278/69 (ΕΕ L 289 της 17.11.1969) και στον Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης, Παράρτημα VII, άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο γ).
  • [6]  Βλέπε το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Σεπτεμβρίου 2015 για τις διαδικασίες και πρακτικές σχετικά με τις ακροάσεις των Επιτρόπων, διδάγματα που πρέπει να συναχθούν από τη διαδικασία 2014.
  • [7]  Βλέπε Παράρτημα XVI του Κανονισμού, σημείο 1 στοιχείο α)·
  • [8]  Βλέπε ενότητα II, σημείο 3 της συμφωνίας-πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
  • [9]  Βλέπε τον Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Παράρτημα XVI, σημείο 2.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Πλαίσιο

Το Παράρτημα XVI του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για την παροχή ψήφου έγκρισης προς την Επιτροπή προβλέπει: «Το Κοινοβούλιο μπορεί να ζητήσει κάθε πληροφορία σημαντική για τη λήψη της απόφασής του όσον αφορά την καταλληλότητα των ορισθέντων Επιτρόπων. Αναμένει πλήρη γνωστοποίηση πληροφοριών που αφορούν τα οικονομικά τους συμφέροντα. Οι δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων των ορισθέντων Επιτρόπων αποστέλλονται προς έλεγχο στην αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή.»

Η διάταξη αυτή δυστυχώς δεν περιγράφει το ακριβές πεδίο του ελέγχου εκ μέρους της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων, ιδίως όσον αφορά το ζήτημα του κατά πόσον πρέπει ο έλεγχος αυτός να περιορίζεται σε μια τυπική ανάλυση των πληροφοριών που παρασχέθηκαν ή αντιθέτως να συνιστά ανάλυση σε βάθος. Σε συνέχεια των πρακτικών δυσκολιών που δημιουργεί μια τόσο επιγραμματική διάταξη – δυσκολίες οι οποίες αποδείχθηκαν ιδιαιτέρως σημαντικές κατά τη διαδικασία ορισμού της τελευταίας Επιτροπής – οι συντονιστές της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων αποφάσισαν να ζητήσουν διευκρινίσεις από την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων, η οποία είναι αρμόδια, μεταξύ άλλων, για την ερμηνεία του Κανονισμού του Κοινοβουλίου.

Η ερμηνεία που πρότεινε η Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων εγκρίθηκε από την Ολομέλεια στις 28 Απριλίου 2015. Η ερμηνεία αυτή έχει ως εξής:

«Ο έλεγχος της δήλωσης οικονομικών συμφερόντων ορισθέντος Επιτρόπου από την αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή έχει ως στόχο όχι μόνο να επαληθευθεί ότι η δήλωση έχει συμπληρωθεί δεόντως αλλά και να εκτιμηθεί κατά πόσον από το περιεχόμενο της δήλωσης μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων. Εναπόκειται εν συνεχεία στην αρμόδια για την ακρόαση επιτροπή να αποφασίσει κατά πόσον πρέπει να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες από τον ορισθέντα Επίτροπο.»

Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνει ότι η ανάλυση πρέπει να πραγματοποιείται σε βάθος, αλλά δίνει στην αρμόδια για την ακρόαση επιτροπή την ευθύνη να θέσει επιπρόσθετες ερωτήσεις.

Αντιθέτως, στο ψήφισμά του της 8ης Σεπτεμβρίου 2015 για τις διαδικασίες και πρακτικές σχετικά με τις ακροάσεις των Επιτρόπων, διδάγματα που πρέπει να συναχθούν από τη διαδικασία 2014, το Κοινοβούλιο επιμένει στον ρόλο της Επιτροπής Νομικών Υποθέσεων καθώς «θεωρεί ότι θα πρέπει να βελτιωθούν οι έλεγχοι των δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων των ορισθέντων Επιτρόπων από την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων· [...]· θεωρεί ότι η επιβεβαίωση από την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων της απουσίας οποιασδήποτε σύγκρουσης συμφερόντων, βάσει επί της ουσίας ανάλυσης των δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων, συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για τη διεξαγωγή ακρόασης από την αρμόδια επιτροπή·» (παράγραφος 4).

Συνεπώς, το Κοινοβούλιο «θεωρεί, [...] ότι είναι σημαντικό η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων να εκπονήσει, τους προσεχείς μήνες, κατευθυντήριες γραμμές υπό μορφή σύστασης ή έκθεσης πρωτοβουλίας, προκειμένου να διευκολυνθεί η μεταρρύθμιση των διαδικασιών σχετικά με τις δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων των Επιτρόπων· » (παράγραφος 13).

Κατόπιν τούτου, η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων ζήτησε να εγκρίνει έκθεση πρωτοβουλίας επί του θέματος προκειμένου να ανταποκριθεί σε αυτήν την πρόσκληση της Ολομέλειας.

Θέση του εισηγητή

Ο εισηγητής προτείνει να προσδιοριστεί το πεδίο του ελέγχου των δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων τον οποίο πραγματοποιεί η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων. Για τον σκοπό αυτό, επιθυμεί να εξετάσει παράλληλα τις εσωτερικές διαδικασίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κατά τον ορισμό της νέας Επιτροπής, αλλά και κατά τη διάρκεια της θητείας της, καθώς και την υποχρέωση διαφάνειας που υπέχουν τα μέλη της Επιτροπής.

Σε γενικές γραμμές, ο εισηγητής συμφωνεί με τη θέση του Κοινοβουλίου, ότι δηλαδή η επαλήθευση της απουσίας σύγκρουσης συμφερόντων δεν μπορεί να εξισώνεται με την αξιολόγηση των ικανοτήτων του υποψηφίου και πρέπει, ως εκ τούτου, να συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την ακρόαση. Εξάλλου εκτιμά ότι η έννοια της σύγκρουσης συμφερόντων πρέπει να περιορίζεται αυστηρά σε αντικειμενικά και επαληθεύσιμα στοιχεία, και τούτο μόνο στον βαθμό που αυτά σχετίζονται με ένα δεδομένο χαρτοφυλάκιο.

Συμπεραίνει ότι ο ρόλος της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων αφορά ταυτόχρονα στην αξιολόγηση της ύπαρξης υφιστάμενης ή ενδεχόμενης σύγκρουσης συμφερόντων και, στην περίπτωση αυτή, στην εκπόνηση συστάσεων προκειμένου να δοθεί τέλος στη σύγκρουση. Οι συστάσεις αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν την παραίτηση από ορισμένα οικονομικά συμφέροντα ή την τροποποίηση του χαρτοφυλακίου. Προκειμένου να πραγματοποιηθεί ο έλεγχος αυτός, ο εισηγητής θεωρεί ότι η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων θα πρέπει να ζητεί περαιτέρω πληροφορίες σε περίπτωση αμφίβολης, ατελούς ή αντιφατικής δήλωσης.

Ο εισηγητής θεωρεί ότι και ο έλεγχος των δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων και, γενικότερα, των ενδεχόμενων συγκρούσεων συμφερόντων που αφορά τα μέλη της Επιτροπής θα πρέπει να εκτείνεται πέρα από τη διαδικασία ορισμού της Επιτροπής. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρεί ότι οποιαδήποτε σημαντική τροποποίηση των οικονομικών συμφερόντων ενός Επιτρόπου κατά τη διάρκεια της θητείας του ή οποιαδήποτε ανακατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των μελών της Επιτροπής συνιστά νέα κατάσταση όσον αφορά την ύπαρξη ενδεχόμενης σύγκρουσης συμφερόντων και ότι θα πρέπει, ως εκ τούτου, να υπόκειται σε διαδικασία ελέγχου από πλευράς Κοινοβουλίου.

Ο εισηγητής απευθύνεται επίσης στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Επιτροπή είναι αυτή που φέρει την τελική ευθύνη της επιλογής των πληροφοριών που πρέπει να περιλαμβάνονται στις δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων των μελών της. Συνεπώς, ο εισηγητής προτείνει στην Επιτροπή μια σειρά τροποποιήσεων του οικείου κώδικα δεοντολογίας και των δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι συμπεριλαμβάνουν επαρκείς πληροφορίες για την αξιολόγηση των οικονομικών συμφερόντων των Επιτρόπων και ότι το Κοινοβούλιο θα ενημερώνεται για κάθε τροποποίηση.

Ο εισηγητής εκτιμά, επίσης, ότι η Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων θα πρέπει να κληθεί να ενσωματώσει στον Κανονισμό του Κοινοβουλίου, και συγκεκριμένα στο Παράρτημα XVI, τις απαιτούμενες τροποποιήσεις για την εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών της παρούσας έκθεσης.

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού (28.9.2016)

προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων

σχετικά με τις δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων των Επιτρόπων – κατευθυντήριες γραμμές
(2016/2080(INI))

Συντάκτρια γνωμοδότησης: Ingeborg Gräßle

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού καλεί την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:

–  έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 245,

Α.  λαμβάνοντας υπόψη ότι συνολικά οι τρέχουσες δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων των μελών της Επιτροπής μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστούν βελτίωση σε σχέση με τη διαχείριση δηλώσεων συμφερόντων το 2008-2009, αλλά δεν είναι λίγα τα περιστατικά, κατά τα οποία παρουσιάστηκε ανάγκη να διευκρινιστούν στη συνέχεια ορισμένες δηλώσεις συμφερόντων·

Β.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο κώδικας δεοντολογίας των Επιτρόπων, που εγκρίθηκε το 2011, δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη αρκετές από τις συστάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για βελτιώσεις, ιδίως όσον αφορά τις δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων των μελών της Επιτροπής, τους περιορισμούς στη μεταϋπαλληλική απασχόληση και την ενίσχυση της ad hoc επιτροπής δεοντολογίας, που είναι αρμόδια για την αξιολόγηση σύγκρουσης συμφερόντων· λαμβάνοντας υπόψη ότι, στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να δίδεται η δέουσα προσοχή στις θέσεις που ενέκρινε το Κοινοβούλιο αναφορικά με τις αλλαγές και τις βελτιώσεις της διαδικασίας ακρόασης των ορισθέντων Επιτρόπων·

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ένας από τους πυλώνες της ευρωπαϊκή διακυβέρνησης είναι η βελτίωση δεοντολογίας και της διαφάνειας εντός των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, προκειμένου να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών προς αυτά, ιδίως υπό το πρίσμα της ευρύτερης πολιτικής εντολής που έχει η Επιτροπή μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας·

Βελτιώσεις στο πλαίσιο του κώδικα δεοντολογίας του 2011

1.  σημειώνει ότι ο κώδικας δεοντολογίας των Επιτρόπων, που εγκρίθηκε στις 20 Απριλίου 2011 (C(2011)2904), παρουσιάζει βελτιώσεις στις πτυχές της αμεροληψίας, της ακεραιότητας, της διαφάνειας, της δέουσας επιμέλειας, της εντιμότητας, της ευθύνης και της διακριτικότητας, σε σχέση με τον προηγούμενο κώδικα, που εγκρίθηκε το 2004, όσον αφορά τις δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων, καθώς οι απαιτήσεις γνωστοποίησης επεκτάθηκαν και στους συντρόφους των Επιτρόπων και η δήλωση οικονομικών συμφερόντων πρέπει να αναθεωρείται όταν αλλάζουν οι πληροφορίες ή τουλάχιστον κάθε χρόνο·

Παρακολούθηση των συστάσεων της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού

2.  διαμαρτύρεται για το γεγονός ότι ο κώδικας δεοντολογίας του 2011 δεν έλαβε υπόψη όλες τις συστάσεις που εξέδωσε η Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού του Κοινοβουλίου στις 2 Μαρτίου 2011[1] και επισημαίνει, ιδίως, ότι θα έπρεπε να απαιτείται οι Επίτροποι να δηλώνουν όλα τα οικονομικά τους συμφέροντα ή περιουσιακά στοιχεία, και όχι μόνο εκείνα τα συμφέροντα και περιουσιακά στοιχεία που «ενδέχεται να οδηγήσουν σε σύγκρουση συμφερόντων κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους», ότι δεν υπάρχει υποχρέωση δήλωσης χρεών και υποχρεώσεων και ότι δεν απαιτείται τα εξαρτώμενα τέκνα να παράσχουν τις ίδιες πληροφορίες με τους συζύγους·

3.  τονίζει, ιδίως, το γεγονός ότι οι Επίτροποι, ενόψει ιδίως του ρόλου της Επιτροπής ως θεματοφύλακα των συνθηκών, αναμένεται να κρίνουν οι ίδιοι το τι θα μπορούσε να οδηγήσει σε σύγκρουση συμφερόντων, όταν δεν υπάρχει σαφής ορισμός ή κανονιστικό πλαίσιο προς το οποίο να προσανατολιστούν·

Εφαρμογή από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή

4.  εκφράζει ανησυχία σχετικά με την επικαιροποιημένη μελέτη με τίτλο «Κώδικας δεοντολογίας Επιτρόπων – Βελτιώνοντας την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα» (IP/D/CONT/IC/2014-053), στην οποία εντοπίστηκε μια σειρά ελλείψεων στις δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων των εν ενεργεία μελών της Επιτροπής, ιδίως:

α)  όσον αφορά την περιγραφή αξιωμάτων που κατείχαν τα τελευταία δέκα χρόνια σε ιδρύματα ή παρεμφερείς οργανισμούς, καθώς ο σκοπός της οργάνωσης δεν είναι αρκετά σαφής ώστε να διενεργηθεί αξιολόγηση σχετικά με την ύπαρξη πιθανής σύγκρουσης συμφερόντων·

β)  όσον αφορά την περιγραφή της φύσης των «λοιπών επαγγελματικών δραστηριοτήτων»·

γ)  όσον αφορά τη δήλωση περί κατοχής μετοχών εταιρειών, τίτλων και άλλων περιουσιακών στοιχείων ή δικαιωμάτων αποτιμώμενων σε χρήμα και άλλων άυλων περιουσιακών στοιχείων·

δ)  όσον αφορά την ακίνητη περιουσία, δεδομένου ότι οι Επίτροποι δηλώνουν ακίνητα που αποτελούν κατοικία προς αποκλειστική χρήση του ιδιοκτήτη, παρά το γεγονός ότι αυτό το είδος ακινήτων εξαιρείται από την υποχρέωση δήλωσης·

τονίζει ότι δεν πρέπει να εξάγονται βιαστικά συμπεράσματα, μη στηριζόμενα σε δεδομένα που προκύπτουν από ολοκληρωμένη ανάλυση των συνολικών στοιχείων που έχουν συλλεχθεί μέχρι σήμερα·

5.  εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι στον κώδικα δεοντολογίας δεν κωδικοποιείται επαρκώς η υποχρέωση που προβλέπει το άρθρο 245 της ΣΛΕΕ, βάσει του οποίου οι Επίτροποι: «... τηρούν κατά τη διάρκεια της θητείας τους και μετά τη λήξη αυτής τις υποχρεώσεις ... και ιδίως τις υποχρεώσεις εντιμότητας και διακριτικότητας ως προς την αποδοχή, μετά την αποχώρησή τους, ορισμένων θέσεων ή ορισμένων πλεονεκτημάτων»·

6.  αποδοκιμάζει το γεγονός ότι ο κώδικας δεν επιβάλλει απαιτήσεις σχετικές με την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, παρά το γεγονός ότι πρέπει να επιβάλλονται τέτοιες απαιτήσεις στο πλαίσιο της δεοντολογίας· θεωρεί επιτακτική τη ρύθμιση του ζητήματος αυτού το συντομότερο δυνατό·

7.  σημειώνει ότι ο κώδικας δεοντολογίας δεν ορίζει συγκεκριμένη προθεσμία για την υποβολή της δήλωσης πριν την ακρόαση των ορισθέντων Επιτρόπων στο Κοινοβούλιο· θεωρεί ότι η απαίτηση αυτή είναι θεμελιώδους σημασίας για την αναθεώρηση της διαδικασίας ακρόασης των ορισθέντων Επιτρόπων·

8.  εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι η δήλωση δημοσιεύεται μόνο σε μορφή PDF, γεγονός που καθιστά δύσκολη την εισαγωγή της σε ηλεκτρονική βάση δεδομένων·

9.  εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν υποβάλλει τακτικά εκθέσεις σχετικά με την εφαρμογή του κώδικα δεοντολογίας των Επιτρόπων, ιδίως όσον αφορά τις δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων τους, και θεωρεί ότι ο κώδικας δεοντολογίας πρέπει να τροποποιηθεί, ώστε να προβλέπει διαδικασίες καταγγελιών ή κυρώσεων αναφορικά με παραβιάσεις, με την εξαίρεση σοβαρών παραπτωμάτων, σύμφωνα με τα άρθρα 245 και 247 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

10.  διαμαρτύρεται, ιδίως, για την αρνητική απάντηση του Προέδρου της Επιτροπής στο αίτημα του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή να δημοσιεύει προορατικά τις αποφάσεις του σχετικά με την έγκριση δραστηριοτήτων μετά τη θητεία των πρώην Επιτρόπων, καθώς και τις γνώμες της ad hoc επιτροπής δεοντολογίας· τονίζει ότι η απλή δημοσίευση των πρακτικών των συνεδριάσεων της Επιτροπής δεν επαρκεί για να προσφέρει στο Κοινοβούλιο και στην κοινωνία των πολιτών μια γενική εικόνα σχετικά με το πώς ερμηνεύεται στην πράξη η ενδεχόμενη σύγκρουση συμφερόντων και σχετικά με τις πολιτικές για την ακεραιότητα που έχει αναπτύξει, στη συνάρτηση αυτή, η ad hoc επιτροπή δεοντολογίας·

11.  επισημαίνει ότι απαγορεύεται επί 18 μήνες σε όλους τους πρώην Επιτρόπους να ασκούν πίεση σε μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και το προσωπικό της υπέρ της επιχείρησής τους, του πελάτη ή εργοδότη τους σχετικά με θέματα για τα οποία ήταν αρμόδιοι, δικαιούνται ωστόσο γενναιόδωρης μεταβατικής αποζημίωσης μετά τη λήξη της θητείας τους και επί τρία έτη, η οποία ανέρχεται στο 40 έως 65 τοις εκατό του τελευταίου βασικού τους μισθού·

12.  επικροτεί το γεγονός ότι ο κώδικας δεοντολογίας εισήγαγε διάταξη αναφορικά με την ανακατανομή των χαρτοφυλακίων μεταξύ των μελών της Επιτροπής σε περίπτωση πιθανής σύγκρουσης συμφερόντων αλλά εκφράζει τη δυσαρέσκειά του διότι:

α)  δεν υπάρχει λεπτομερής ορισμός σχετικά με το σε τι συνίσταται η σύγκρουση συμφερόντων·

β)  η διάταξη περιορίζεται σε υποθέσεις που σχετίζονται με το χαρτοφυλάκιο του εν λόγω Επιτρόπου και παραβλέπει τα καθήκοντα του Επιτρόπου ως μέλους ενός συλλογικού οργάνου·

γ)  δεν ορίζονται κριτήρια που να επιτρέπουν στον Πρόεδρο να αποφασίζει επί της ανακατανομής, ούτε δεσμευτικό πλαίσιο για την ενημέρωση του Κοινοβουλίου, ούτε προβλέπεται διαδικασία για την περίπτωση κατά την οποία ένας Επίτροπος δεν ενημερώνει περί ύπαρξης σύγκρουσης συμφερόντων ή ασκεί δραστηριότητα που είναι ασυμβίβαστη με τη φύση των καθηκόντων του·

Συστάσεις

13.  επισημαίνει ότι η απουσία σύγκρουσης συμφερόντων πρέπει να αποτελεί βασική προϋπόθεση, η οποία πρέπει να πληρούται πριν τις ακροάσεις των Επιτρόπων, και ότι τα έντυπα της δήλωσης οικονομικών συμφερόντων πρέπει επομένως να έχουν συμπληρωθεί και καταστεί διαθέσιμα πριν την ακρόαση Επιτρόπου από την αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, πρέπει δε αυτά να επανεξετάζονται τουλάχιστον μια φορά το χρόνο και κάθε φορά που προκύπτει αλλαγή στα σχετικά στοιχεία·

14.  ζητεί από την Επιτροπή, που υπέχει την τελική ευθύνη για τη διασφάλιση του απαραίτητου βαθμού διαφάνειας για την ορθή λειτουργία του διορισμού των Επιτρόπων, να βελτιώσει ουσιωδώς τα έντυπα της δήλωσης οικονομικών συμφερόντων των Επιτρόπων, ώστε να δώσει τη δυνατότητα στο Κοινοβούλιο να αξιολογεί με ακρίβεια, πρώτον, εάν υφίσταται πραγματική ή δυνητική σύγκρουση συμφερόντων, και δεύτερον, εάν οι Επίτροποι είναι ικανοί να ασκήσουν τα καθήκοντά τους·

15.  ζητεί από την Επιτροπή να αναθεωρήσει άμεσα τον κώδικα δεοντολογίας των Επιτρόπων του 2011, ώστε να ληφθούν υπόψη οι συστάσεις που διατύπωσε το Κοινοβούλιο στα πρόσφατα ψηφίσματά του και η εξέλιξη των γενικών προτύπων δεοντολογίας και διαφάνειας, που ισχύουν σε όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ· προτείνει η Επιτροπή να τροποποιήσει τον κώδικα δεοντολογίας των Επιτρόπων ώστε να διασφαλιστεί ότι:

α)  οι Επίτροποι δηλώνουν όλα τα οικονομικά τους συμφέροντα, περιλαμβανομένων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού που υπερβαίνουν τα EUR 10 000·

β)  οι Επίτροποι δηλώνουν όλα τα συμφέροντά τους (ως μέτοχοι, μέλη διοικητικού συμβουλίου εταιρείας, σύμβουλοι, μέλη συνδεδεμένων ιδρυμάτων κ.λπ.), όσον αφορά όλες τις εταιρείες, στις οποίες έχουν συμμετάσχει, περιλαμβανομένων των συμφερόντων των μελών της άμεσης οικογένειάς τους, καθώς και των αλλαγών που έλαβαν χώρα μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς τους·

γ)  τα εξαρτώμενα μέλη της οικογένειας ή/και τα μέλη της άμεσης οικογένειάς τους δημοσιεύουν τις ίδιες πληροφορίες με τους συζύγους ή τους συντρόφους·

δ)  οι Επίτροποι αποσαφηνίζουν πλήρως τους στόχους των οργανώσεων στις οποίες συμμετέχουν οι ίδιοι ή/και οι σύζυγοι ή/και τα εξαρτώμενα τέκνα τους, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων·

ε)  οι Επίτροποι γνωστοποιούν την ιδιότητά τους ως μέλη μη κυβερνητικής οργάνωσης, μυστικών οργανώσεων ή ενώσεων, των οποίων η ύπαρξη είναι μυστική και των οποίων η δραστηριότητα στοχεύει στην παρέμβαση στη λειτουργία δημόσιων φορέων, καθώς και κάθε δωρεά προς ΜΚΟ που υπερβαίνει το ποσό των EUR 500·

στ)  οι Επίτροποι και τα εξαρτώμενα μέλη των οικογενειών τους δημοσιοποιούν την ιδιότητά τους ως μέλη τυχόν μη κυβερνητικών οργανώσεων, καθώς και κάθε δωρεά προς ΜΚΟ που υπερβαίνει το ποσό των EUR 500·

ζ)  ο κώδικας δεοντολογίας θα τροποποιηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 245 της ΣΛΕΕ, ώστε να επεκταθεί ο περιορισμός της μεταϋπαλληλικής απασχόλησης των Επιτρόπων σε τρία έτη·

η)  ο κώδικας δεοντολογίας θα περιλαμβάνει συγκεκριμένες απαιτήσεις σχετικά με την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων·

θ)  οι ορισθέντες Επίτροποι υποβάλλουν τις δηλώσεις τους εγκαίρως και εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, έτσι ώστε η ad hoc επιτροπή δεοντολογίας να έχει τη δυνατότητα να υποβάλλει εγκαίρως στο Κοινοβούλιο τη γνώμη της σχετικά με ενδεχόμενη σύγκρουση συμφερόντων, στο πλαίσιο των ακροάσεων στο Κοινοβούλιο·

ι)  οι Επίτροποι πραγματοποιούν συναντήσεις μόνο με εκπροσώπους ομάδων συμφερόντων που είναι εγγεγραμμένες στο μητρώο διαφάνειας, το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τα άτομα που επιδιώκουν να επηρεάσουν τη διαμόρφωση πολιτικής στα θεσμικά όργανα της ΕΕ·

ια)  οι Επίτροποι υποβάλουν, κατά τον ορισμό τους, υπογεγραμμένη δήλωση που θα επιβεβαιώνει ότι θα εμφανίζονται ενώπιον κοινοβουλευτικών επιτροπών σε σχέση με τις δραστηριότητες που ασκούν κατά τη διάρκεια της θητείας τους·

ιβ)  η δήλωση δημοσιεύεται σε μορφή συμβατή με ανοικτά δεδομένα, ώστε να μπορεί εύκολα να υποστεί επεξεργασία σε βάσεις δεδομένων·

ιγ)  η Επιτροπή θα αναθεωρήσει το τμήμα 1.3 του κώδικα δεοντολογίας, το οποίο ορίζει ότι οι Επίτροποι πρέπει να δηλώνουν τυχόν οικονομικά συμφέροντα ή περιουσιακά στοιχεία που θα μπορούσαν να προκαλέσουν σύγκρουση συμφερόντων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και ιδίως τον ορισμό της σύγκρουσης συμφερόντων, έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι ορίζονται με σαφήνεια όλα τα οικονομικά συμφέροντα και οι σχετικοί κανόνες και ότι τόσο οι ορισθέντες όσο και οι εν ενεργεία Επίτροποι είναι ενήμεροι ως προς την εφαρμογή του τμήματος 1.3 του κώδικα δεοντολογίας κατά τρόπο πλήρη και διεξοδικό·

ιδ)  η διαδικασία για την ανακατανομή των χαρτοφυλακίων σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων θα βελτιωθεί με το να λαμβάνονται υπόψη τα καθήκοντα των Επιτρόπων ως μελών ενός συλλογικού οργάνου, με τη θέσπιση κριτηρίων εντιμότητας και διακριτικότητας όσον αφορά τις αποφάσεις που λαμβάνει ο πρόεδρος για την ανακατανομή των χαρτοφυλακίων, με την εφαρμογή δεσμευτικής διαδικασίας και κυρώσεων για περιπτώσεις κατά τις οποίες ο Επίτροπος δεν ενημερώνει για πιθανή σύγκρουση συμφερόντων και με τη θέσπιση δεσμευτικής διαδικασίας για την ενημέρωση του Κοινοβουλίου σε όλες τις προαναφερθείσες περιπτώσεις·

ιε)  η Επιτροπή υποβάλλει εκθέσεις σε ετήσια βάση σχετικά με την εφαρμογή του κώδικα δεοντολογίας των Επιτρόπων και προβλέπει διαδικασίες προσφυγής και κυρώσεις όχι μόνο στην περίπτωση σοβαρών παραπτωμάτων αλλά και στην περίπτωση παραβίασης των σχετικών απαιτήσεων, ιδίως όσον αφορά τη δήλωση οικονομικών συμφερόντων·

ιστ)  θα οριστούν κριτήρια για την τήρηση του άρθρου 245 ΣΛΕΕ, το οποίο επιβάλλει στους Επιτρόπους την υποχρέωση να συμπεριφέρονται με εντιμότητα και διακριτικότητα όσον αφορά την αποδοχή ορισμένων θέσεων ή πλεονεκτημάτων μετά τη λήξη της θητείας τους·

ιζ)  οι αποφάσεις σχετικά με την έγκριση δραστηριοτήτων μετά τη λήξη της θητείας των πρώην Επιτρόπων, καθώς και οι γνώμες της ad hoc επιτροπής δεοντολογίας, θα δημοσιεύονται προορατικά·

ιη)  η ad hoc επιτροπή δεοντολογίας αποτελείται από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, που δεν έχουν οι ίδιοι ασκήσει καθήκοντα Επιτρόπου·

ιθ)  η ad hoc επιτροπή δεοντολογίας καταρτίζει και δημοσιεύει ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητές της και μπορεί να περιλαμβάνει σε αυτή συστάσεις για τη βελτίωση του κώδικα δεοντολογίας ή την εφαρμογή του, εφόσον το κρίνει σκόπιμο.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

26.9.2016

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

23

0

0

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Nedzhmi Ali, Inés Ayala Sender, Ryszard Czarnecki, Dennis de Jong, Martina Dlabajová, Luke Ming Flanagan, Jens Geier, Ingeborg Gräßle, Verónica Lope Fontagné, Georgi Pirinski, Petri Sarvamaa, Claudia Schmidt, Bart Staes, Marco Valli, Derek Vaughan, Tomáš Zdechovský, Joachim Zeller

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Cătălin Sorin Ivan, Andrey Novakov, Julia Pitera, Richard Sulík

Αναπληρωτές (άρθρο 200, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

John Stuart Agnew, Edouard Ferrand

  • [1]  Επιστολή του κ. De Magistris, προέδρου της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού, προς τον κ. Lehne, πρόεδρο της Διάσκεψης των προέδρων των επιτροπών.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣΣΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

13.10.2016

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

20

0

0

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Max Andersson, Joëlle Bergeron, Marie-Christine Boutonnet, Jean-Marie Cavada, Therese Comodini Cachia, Mady Delvaux, Rosa Estaràs Ferragut, Enrico Gasbarra, Gilles Lebreton, António Marinho e Pinto, Julia Reda, Evelyn Regner, Pavel Svoboda, József Szájer, Tadeusz Zwiefka, Κώστας Χρυσόγονος

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Sergio Gaetano Cofferati, Pascal Durand, Evelyne Gebhardt, Constance Le Grip, Virginie Rozière