ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με τον ρόλο των καταγγελτών (whistle-blowers) στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ
20.1.2017 - (2016/2055(INI))
Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού
Εισηγητής: Dennis De Jong
ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
σχετικά με τον ρόλο των καταγγελτών (whistle-blowers) στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 325,
– έχοντας υπόψη τα άρθρα 22α, 22β και 22γ του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 23ης Οκτωβρίου 2013 σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα, τη διαφθορά και τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες: συστάσεις για δράσεις και πρωτοβουλίες που πρέπει να αναληφθούν[1],
– έχοντας υπόψη την απόφαση της Ευρωπαίας Διαμεσολαβήτριας με την οποία περατώνεται η αυτεπάγγελτη έρευνά της OI/1/2014/PMC σχετικά με την καταγγελία δυσλειτουργιών,
– έχοντας υπόψη την οδηγία (ΕΕ) 2016/943 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2016 για την προστασία της τεχνογνωσίας και των επιχειρηματικών πληροφοριών που δεν αποκαλύπτονται (εμπορικών απορρήτων) κατά της παράνομης απόκτησης, χρήσης και αποκάλυψής τους[2],
– έχοντας υπόψη το άρθρο 9 της Σύμβασης Αστικού Δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Διαφθορά,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 22α της Σύμβασης Ποινικού Δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Διαφθορά,
– έχοντας υπόψη τη σύσταση CM/Rec(2014)7 του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με την προστασία των καταγγελτών,
– έχοντας υπόψη τα άρθρα 8, 13 και 33 της Σύμβασης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς,
– έχοντας υπόψη την Αρχή 4 της σύστασης του ΟΟΣΑ για τη βελτίωση της δεοντολογίας στις δημόσιες υπηρεσίες,
– έχοντας υπόψη την έρευνα του Γραφείου της Ευρωπαίας Διαμεσολαβήτριας της 2ας Μαρτίου 2015 και την έκκλησή του προς τα θεσμικά όργανα της ΕΕ προκειμένου να εγκρίνουν τους απαιτούμενους κανόνες σχετικά με την καταγγελία δυσλειτουργιών,
– έχοντας υπόψη τη δημοσίευση του ΟΟΣΑ σχετικά με τη «Δέσμευση για μια αποτελεσματική προστασία των καταγγελτών»,
– έχοντας υπόψη την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση Guja κατά Μολδαβίας, Αίτηση αριθ. 14277/04 της 12ης Φεβρουαρίου 2008,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 6 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 52 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων (A8-0004/2017),
Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας απαλλαγής, το Κοινοβούλιο χρειάζεται όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με παρόμοιες παρατυπίες· λαμβάνοντας υπόψη ότι στις περιπτώσεις παρατυπιών που διαπράττονται εντός των θεσμικών οργάνων, το Κοινοβούλιο θα πρέπει να δικαιούται να έχει πλήρη πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες ώστε να μπορεί να διεξάγει τη διαδικασία απαλλαγής έχοντας πλήρη γνώση των γεγονότων·
Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο προσφέρει στο Κοινοβούλιο μια άριστη βάση για την εξέταση των πραγμάτων, αλλά ότι δεν μπορεί το ίδιο να καλύψει όλες τις επιμέρους δαπάνες·
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή και τα άλλα θεσμικά όργανα της ΕΕ παρέχουν παρομοίως στο Κοινοβούλιο ενημερωτικές εκθέσεις για τις δαπάνες τους, αλλά στηρίζονται επίσης σε επίσημους μηχανισμούς υποβολής αναφορών·
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι πολλά κεφάλαια της Ένωσης αποτελούν αντικείμενο κοινής διαχείρισης εκ μέρους της Επιτροπής και των κρατών μελών, κάτι το οποίο δυσκολεύει την Επιτροπή να αναφέρει παρατυπίες σχετικά με επιμέρους έργα·
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο τακτικά λαμβάνει πληροφορίες από μεμονωμένους πολίτες ή μη κυβερνητικές οργανώσεις σχετικά με παρατυπίες που αφορούν επιμέρους έργα τα οποία χρηματοδοτούνται στο σύνολό τους ή εν μέρει από τον προϋπολογισμό της Ένωσης·
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι κατά συνέπεια οι καταγγέλτες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην πρόληψη, τον εντοπισμό και την αναφορά παρατυπιών σε σχέση με δαπάνες που συνδέονται με τον προϋπολογισμό της ΕΕ, καθώς και στη διαπίστωση και δημοσιοποίηση κρουσμάτων διαφθοράς· λαμβάνοντας υπόψη ότι πρέπει να καθιερωθεί και να προαχθεί μια νοοτροπία εμπιστοσύνης που θα προωθεί το ευρωπαϊκό δημόσιο συμφέρον στο πλαίσιο της οποίας οι μόνιμοι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της ΕΕ, καθώς και το ευρύ κοινό, θα αισθάνονται προστατευμένοι με ορθές διοικητικές πρακτικές, και η οποία καταδεικνύει ότι τα θεσμικά όργανα της ΕΕ υποστηρίζουν, προστατεύουν και ενθαρρύνουν τους δυνητικούς καταγγέλτες·
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι ζωτικής σημασίας να θεσπιστεί επειγόντως ένα οριζόντιο νομικό πλαίσιο, το οποίο, καθορίζοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις, θα προστατεύει τους καταγγέλτες σε ολόκληρη την ΕΕ, καθώς και στα θεσμικά όργανα της ΕΕ (προστασία της ανωνυμίας, παροχή νομικής, ψυχολογικής και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, οικονομικής υποστήριξης, πρόσβαση σε διάφορους διαύλους πληροφοριών, συστήματα ταχείας αντίδρασης, κλπ.)·
Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα περισσότερα από τα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν επικυρώσει τη σύμβαση του ΟΗΕ κατά της διαφθοράς, με την οποία καθίσταται υποχρεωτική η παροχή κατάλληλης και αποτελεσματικής προστασίας στους καταγγέλτες·
Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η καταγγελία παρατυπιών αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και τη διερεύνηση κρουσμάτων διαφθοράς στον δημόσιο τομέα·
Ι. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι καταγγέλτες διαδραματίζουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο σε σχέση με τον εντοπισμό και την αναφορά κρουσμάτων διαφθοράς και απάτης, δεδομένου ότι τα μέρη που εμπλέκονται άμεσα σε αυτές τις εγκληματικές πρακτικές θα προσπαθήσουν δραστήρια να τις αποκρύψουν από οποιουσδήποτε επίσημους μηχανισμούς υποβολής αναφορών·
ΙΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η καταγγελία παρατυπιών, που βασίζεται στις αρχές της διαφάνειας και της ακεραιότητας, είναι καίριας σημασίας· συνεπώς θα πρέπει η προστασία των καταγγελτών να διασφαλιστεί από τον νόμο και να ενισχυθεί σε ολόκληρη την ΕΕ, αλλά μόνο εφόσον η δράση των καταγγελτών αποσκοπεί στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος μέσω καλόπιστων ενεργειών και σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου·
ΙΒ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αρχές δεν θα πρέπει να περιορίζουν ή να μειώνουν τις δυνατότητες των καταγγελτών και των δημοσιογράφων να τεκμηριώνουν και να αποκαλύπτουν παράνομες, αθέμιτες και επιζήμιες πρακτικές, όταν δημοσιοποιούν τις σχετικές πληροφορίες καλόπιστα και το δημόσιο συμφέρον αποτελεί προτεραιότητα·
ΙΓ. λαμβάνοντας υπόψη ότι όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ υποχρεούνται από την 1η Ιανουαρίου 2014 να θεσπίσουν εσωτερικούς κανόνες για την προστασία των καταγγελτών οι οποίοι είναι μόνιμοι υπάλληλοι των θεσμικών οργάνων της ΕΕ σύμφωνα με τα άρθρα 22α, 22β και 22γ του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, και ότι η ομάδα εργασίας της Διοργανικής Προπαρασκευαστικής Επιτροπής για θέματα που συνδέονται με τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης, η οποία έχει ως αντικείμενο την προστασία των καταγγελτών, δεν έχει ακόμη περατώσει το έργο της· λαμβάνοντας υπόψη ότι μέρος του έργου που επιτελεί η εν λόγω ομάδα εργασίας θα πρέπει να είναι η εκτίμηση της θέσης των καταγγελτών που έχουν υποστεί αρνητικές συνέπειες στα θεσμικά όργανα, προκειμένου να καθιερωθούν βέλτιστες πρακτικές βασισμένες στην πείρα του παρελθόντος· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εν λόγω εσωτερικοί κανόνες πρέπει να συνεκτιμούν τη διοικητική δομή και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των διαφόρων κατηγοριών που υπάγονται στον Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης·
ΙΔ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η προστασία των καταγγελτών σε επίπεδο κράτους μέλους δεν έχει πραγματωθεί σε όλα τα κράτη μέλη, ούτε και εναρμονιστεί, κάτι που σημαίνει ότι ακόμη κι όταν διακυβεύονται τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να είναι επικίνδυνο, σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο, για τους καταγγέλτες να παρέχουν στο Κοινοβούλιο πληροφορίες σχετικά με παρατυπίες· λαμβάνοντας υπόψη ότι επειδή ακριβώς οι πολίτες φοβούνται για ό,τι μπορεί να τους συμβεί λόγω της έλλειψης προστασίας, και επειδή πιστεύουν ότι δεν πρόκειται να ληφθεί κανένα μέτρο, οι παρατυπίες αυτές δεν αναφέρονται, με αποτέλεσμα να υπονομεύονται τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ·
ΙΕ. λαμβάνοντας υπόψη ότι απαιτείται να διασφαλιστεί ότι θα επιβάλλεται κατάλληλη τιμωρία για κάθε είδους αντίποινα εις βάρος καταγγελτών·
ΙΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι στο ψήφισμά του της 23ης Οκτωβρίου 2013, το Κοινοβούλιο κάλεσε την Επιτροπή να υποβάλει νομοθετική πρόταση έως το τέλος του 2013 για τη θέσπιση ενός αποτελεσματικού και σφαιρικού ευρωπαϊκού προγράμματος προστασίας των καταγγελτών στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, έτσι ώστε να προστατεύονται όσοι εντοπίζουν κρούσματα κακοδιαχείρισης και παρατυπίες και αναφέρουν περιπτώσεις εθνικής και διασυνοριακής διαφθοράς που συνδέονται με τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ· ότι, επιπλέον, κάλεσε τα κράτη μέλη να θεσπίσουν κατάλληλους και αποτελεσματικούς μηχανισμούς προστασίας για τους καταγγέλτες·
ΙΖ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο νομοθέτης της ΕΕ έχει ήδη προβλέψει την προστασία των καταγγελτών σε τομεακές νομοθετικές πράξεις όπως στην οδηγία 2013/30/ΕΕ σχετικά με την ασφάλεια των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου, στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 σχετικά με την κατάχρηση της αγοράς, στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 376/2014 σχετικά με την αναφορά περιστατικών·
ΙΗ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η προστασία των καταγγελτών στην Ένωση έχει αποκτήσει ακόμη περισσότερο επείγοντα χαρακτήρα, δεδομένου ότι η οδηγία για το εμπορικό απόρρητο περιορίζει τα δικαιώματα των καταγγελτών και ενδέχεται κατά συνέπεια να έχει ως ακούσιο αποτέλεσμα να αποθαρρύνει εκείνους που θέλουν να αναφέρουν παρατυπίες σχετικά με την ενωσιακή χρηματοδότηση από την οποία έχουν επωφεληθεί επιμέρους εταιρείες·
ΙΘ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ήδη έχει επιτελεσθεί σημαντικό έργο από διεθνείς οργανισμούς όπως ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και το Συμβούλιο της Ευρώπης, οι οποίοι έχουν εκπονήσει συστάσεις σχετικά με την προστασία των καταγγελτών·
Κ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, περισσότερες από το ένα τρίτο των οργανώσεων που διέθεταν μηχανισμό αναφοράς δεν είχαν θεσπίσει γραπτή πολιτική για την προστασία των καταγγελτών από αντίποινα ή αγνοούσαν την ανάγκη θέσπισης παρόμοιας πολιτικής·
ΚΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι μη κυβερνητικές οργανώσεις όπως η Διεθνής Διαφάνεια, το Διεθνές Δίκτυο για την Καταγγελία Παρατυπιών, κλπ., έχουν παρομοίως εκπονήσει διεθνείς αρχές για νομοθεσία σχετικά με τους καταγγέλτες, οι οποίες θα πρέπει να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης για πρωτοβουλίες της ΕΕ σε αυτό το θέμα·
ΚΒ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το Γραφείο της Ευρωπαίας Διαμεσολαβήτριας έχει σαφή αρμοδιότητα όσον αφορά τη διερεύνηση καταγγελιών πολιτών της Ένωσης σχετικά με κρούσματα κακοδιοίκησης στα θεσμικά όργανα της ΕΕ, αλλά το ίδιο το Γραφείο δεν διαδραματίζει κανένα ρόλο όσον αφορά την προστασία των καταγγελτών στα κράτη μέλη·
ΚΓ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέσπισαν στην πλέον πρόσφατη έκδοσή τους, που ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2014, διάφορες διατάξεις σχετικά με τη καταγγελία παρατυπιών·
ΚΔ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η προστασία των καταγγελτών είναι καίριας σημασίας για τη διαφύλαξη του ευρύτερου δημόσιου συμφέροντος και των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης καθώς και για την προαγωγή μιας νοοτροπίας δημόσιας λογοδοσίας και της ακεραιότητας τόσο στους δημόσιους όσο και στους ιδιωτικούς οργανισμούς·
ΚΕ. λαμβάνοντας υπόψη ότι σε πολλές δικαιοδοσίες, και ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα, οι εργαζόμενοι υπόκεινται σε υποχρεώσεις εχεμύθειας σε σχέση με ορισμένες πληροφορίες, πράγμα που σημαίνει ότι οι καταγγέλτες ενδέχεται να υποστούν πειθαρχικές κυρώσεις σε περίπτωση που αναφέρουν κρούσματα παρατυπίας εκτός του οργανισμού τους·
1. εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι μέχρι σήμερα η Επιτροπή δεν έχει υποβάλει καμία νομοθετική πρόταση προκειμένου να θεσπίσει ένα ελάχιστο επίπεδο προστασίας για τους Ευρωπαίους καταγγέλτες·
2. παροτρύνει την Επιτροπή να υποβάλει αμέσως νομοθετική πρόταση η οποία να θεσπίζει ένα αποτελεσματικό και σφαιρικό ευρωπαϊκό πρόγραμμα προστασίας των καταγγελτών το οποίο να περιλαμβάνει μηχανισμούς για εταιρίες, δημόσιους φορείς και οργανισμούς μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και, ειδικότερα, καλεί την Επιτροπή να υποβάλει νομοθετική πρόταση πριν από το τέλος του τρέχοντος έτους για την προστασία των καταγγελτών στο πλαίσιο των απαραίτητων μέτρων στους τομείς της πρόληψης και της καταπολέμησης της απάτης που πλήττει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, προκειμένου να προσφέρεται αποτελεσματική και ισοδύναμη προστασία στα κράτη μέλη και σε όλα τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης·
3. υποστηρίζει ότι οι καταγγέλτες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια να βοηθηθούν τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί της ΕΕ ώστε να προλαμβάνουν και να αντιμετωπίζουν οποιεσδήποτε παραβιάσεις της αρχής της ακεραιότητας και οποιεσδήποτε καταχρήσεις εξουσίας οι οποίες απειλούν να υπονομεύσουν ή όντως υπονομεύουν τη δημόσια υγεία και ασφάλεια, τη χρηματοπιστωτική ακεραιότητα, την οικονομία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το περιβάλλον ή το κράτος δικαίου σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, αυξάνουν την ανεργία, περιορίζουν ή στρεβλώνουν τον θεμιτό ανταγωνισμό και υπονομεύουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στους δημοκρατικούς θεσμούς και τις δημοκρατικές διαδικασίες· επισημαίνει, στο πλαίσιο αυτό, ότι οι καταγγέλτες συμβάλλουν σημαντικά στην προσπάθεια αύξησης της δημοκρατικής ποιότητας των δημόσιων θεσμών και της εμπιστοσύνης προς αυτούς διότι τους καθιστούν άμεσα υπόλογους προς τους πολίτες και περισσότερο διαφανείς·
4. επισημαίνει ότι, έναντι τόσο των καταγγελτών όσο και του εμπλεκόμενου δημόσιου φορέα ή θεσμικού οργάνου, πρέπει να διασφαλίζεται η νόμιμη προστασία εκείνων των δικαιωμάτων τους που απορρέουν από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και από τις εθνικές νομικές διατάξεις·
5. υπενθυμίζει ότι τα κράτη μέλη, ως πρώτοι αποδέκτες των κονδυλίων της ΕΕ, υποχρεούνται να ελέγχουν ενδελεχώς την νομιμότητα των δαπανών·
6. επισημαίνει ότι μόνο λίγα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει επαρκώς προηγμένα συστήματα προστασίας των καταγγελτών· ζητεί από τα κράτη μέλη που δεν έχουν ακόμη υιοθετήσει τις αρχές για την προστασία των καταγγελτών στο εγχώριο δίκαιό τους, να το πράξουν το συντομότερο δυνατό·
7. ζητεί από τα κράτη μέλη να επιβάλουν αποτελεσματικούς κανόνες για την καταπολέμηση της διαφθοράς και, ταυτόχρονα, να εφαρμόσουν καταλλήλως στα εθνικά τους δίκαια τα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα και τις κατευθυντήριες γραμμές για την προστασία των καταγγελτών·
8. εκφράζει τη λύπη του διότι πολλά κράτη μέλη εξακολουθούν να μην εφαρμόζουν ειδικούς κανόνες προστασίας των καταγγελτών, και τούτο παρά το γεγονός ότι είναι θεμελιώδους σημασίας η προστασία τους για την πρόληψη και την καταπολέμηση της διαφθοράς, και παρά το γεγονός ότι η προστασία των καταγγελτών συνιστάται στο άρθρο 33 της σύμβασης του ΟΗΕ κατά της διαφθοράς·
9. υπογραμμίζει ότι οι καταγγελίες σχετικά με τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης συνίστανται στην αποκάλυψη ή αναφορά ατασθαλιών, στις οποίες μεταξύ άλλων περιλαμβάνονται κρούσματα διαφθοράς, απάτης, σύγκρουσης συμφερόντων, φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, διείσδυσης από το οργανωμένο έγκλημα καθώς και ενέργειες για την κάλυψη των παραπάνω·
10. θεωρεί απαραίτητη την εδραίωση μιας άλλης νοοτροπίας ως προς τα ζητήματα ηθικής και δεοντολογίας προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι καταγγέλτες ούτε θα υπόκεινται σε αντίποινα ούτε θα αντιμετωπίζουν εσωτερικές εντάσεις·
11. επαναλαμβάνει ότι ο καταγγέλτης υποχρεούται να ενημερώνει σχετικά με παρατυπίες που πλήττουν τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ και ότι οι καταγγέλτες θα πρέπει πάντα να συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές της ΕΕ μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών·
12. επαναλαμβάνει ότι οι καταγγέλτες έχουν συχνά καλύτερη πρόσβαση σε ευαίσθητες πληροφορίες σε σχέση με τα εκτός του επαγγελματικού περιβάλλοντός τους άτομα, και συνεπώς ενδέχεται να έχουν αυξημένες πιθανότητες να βιώσουν αρνητικές συνέπειες στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία ή να διακυβεύσουν την ατομική τους ασφάλεια, η οποία προστατεύεται στο άρθρο 6 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ·
13. υπογραμμίζει ότι ο ορισμός της καταγγελίας παρατυπιών περιλαμβάνει την προστασία εκείνων που αποκαλύπτουν πληροφορίες έχοντας εύλογη πεποίθηση ότι οι πληροφορίες είναι αληθείς τη στιγμή κατά την οποία αποκαλύπτονται, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που προβαίνουν σε ανακριβείς αποκαλύψεις υποπίπτοντας σε σφάλμα με καλή πίστη·
14. υπογραμμίζει το ρόλο της ερευνητικής δημοσιογραφίας και καλεί την Επιτροπή να διασφαλίσει ότι η πρότασή της παρέχει στους δημοσιογράφους που δραστηριοποιούνται στην ερευνητική δημοσιογραφία προστασία ίδια με εκείνη που παρέχει στους καταγγέλτες·
15. εκφράζει την ανάγκη να συγκροτηθεί ανεξάρτητο συμβουλευτικό όργανο της ΕΕ που θα συγκεντρώνει και θα διαβιβάζει πληροφορίες, με γραφεία στα κράτη μέλη που θα μπορούν να λαμβάνουν αναφορές σχετικά με παρατυπίες, με επαρκείς δημοσιονομικούς πόρους, τις δέουσες αρμοδιότητες και κατάλληλους ειδικούς, προκειμένου να βοηθά τους εσωτερικούς και τους εξωτερικούς καταγγέλτες να χρησιμοποιούν τους σωστούς διαύλους για να αποκαλύπτουν τις πληροφορίες τους σχετικά με ενδεχόμενες παρατυπίες που πλήττουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, ενώ, παράλληλα, θα προστατεύει την εμπιστευτικότητα τους και θα προσφέρει την αναγκαία υποστήριξη και συμβουλές· σε πρώτο στάδιο, οι εργασίες του θα βασίζονται πρωτίστως σε αξιόπιστη επαλήθευση των πληροφοριών που ελήφθησαν·
16. καλεί τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, σε συνεργασία με όλες τις αρμόδιες εθνικές αρχές, να θεσπίσουν και να εφαρμόσουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της εμπιστευτικότητας των πηγών των πληροφοριών προκειμένου να αποτραπεί κάθε ενέργεια που εισάγει διάκριση και κάθε απειλή·
17. επιδοκιμάζει την απόφαση που έλαβε η Ευρωπαία Διαμεσολαβήτρια το 2014 να κινήσει αυτεπάγγελτη έρευνα, που απευθυνόταν στα θεσμικά όργανα της ΕΕ, σχετικά με την προστασία των καταγγελτών, και χαιρετίζει τα εξαιρετικά θετικά αποτελέσματά της· καλεί τα θεσμικά και λοιπά όργανα της ΕΕ που δεν το έχουν ακόμη πράξει να εφαρμόσουν, χωρίς καθυστέρηση, τις κατευθυντήριες γραμμές που καθορίστηκαν κατά την ολοκλήρωση της έρευνας·
18. καλεί τα θεσμικά όργανα της ΕΕ να προβούν σε ενημέρωση σχετικά με τις σοβαρές ανησυχίες των ανυπεράσπιστων καταγγελτών· παροτρύνει συνεπώς την Επιτροπή να εκπονήσει ένα σφαιρικό σχέδιο δράσης σχετικά με το θέμα αυτό·
19. ζητεί τη συγκρότηση ειδικής μονάδας εντός του Κοινοβουλίου με δίαυλο αναφοράς και ειδικές εγκαταστάσεις (π.χ. ανοικτές τηλεφωνικές γραμμές, ιστότοπους, σημεία επαφής) για τη λήψη πληροφοριών από καταγγέλτες σχετικά με τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, η οποία θα τους παρέχει επίσης συμβουλές και βοήθεια για την προστασία τους από οποιαδήποτε ενδεχόμενα αντίποινα, έως ότου συγκροτηθεί το ανεξάρτητο όργανο της ΕΕ που αναφέρεται στην παράγραφο 4·
20. ζητεί να δημιουργηθεί ιστότοπος στον οποίο θα μπορούν να υποβάλλονται οι καταγγελίες· τονίζει ότι ο ιστότοπος θα πρέπει να είναι προσβάσιμος από τους πολίτες και να τηρεί τα δεδομένα τους ανωνύμως·
21. καλεί την Επιτροπή να παράσχει ένα σαφές νομικό πλαίσιο που θα διασφαλίζει την προστασία έναντι αντιποίνων ή διώξεων όσων αποκαλύπτουν παράνομες ή αντιδεοντολογικές δραστηριότητες·
22. καλεί την Επιτροπή να υποβάλει συγκεκριμένες προτάσεις ώστε να προστατεύονται πλήρως όσοι αποκαλύπτουν παρανομίες ή παρατυπίες, και να καταρτίσει ένα σφαιρικό σχέδιο προκειμένου να αποθαρρύνονται οι μεταφορές κεφαλαίων σε χώρες εκτός ΕΕ που προστατεύουν την ανωνυμία διεφθαρμένων ατόμων·
23. εκφράζει την ανάγκη να διασφαλίζεται η προσβασιμότητα και η ασφάλεια των μηχανισμών αναφοράς, και να διερευνώνται επαγγελματικά οι ισχυρισμοί των καταγγελτών·
24. καλεί την Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία στο βαθμό που εμπίπτει στην εντολή που της ανατέθηκε κατά τη σύστασή της, να δημιουργήσουν αποτελεσματικούς διαύλους επικοινωνίας μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, να θεσπίσουν ταυτόχρονα διαδικασίες για την υποδοχή και την προστασία των καταγγελτών που παρέχουν πληροφορίες σχετικά με παρατυπίες που αφορούν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, και να καθιερώσουν ένα ενιαίο πρωτόκολλο εργασίας για τους καταγγέλτες·
25. καλεί όλα τα θεσμικά όργανα και οργανισμούς της ΕΕ να λάβουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η αναγνώριση, η εκτίμηση και ο σεβασμός των καταγγελτών σε όλες τις περιπτώσεις που αυτά θίγονται ή έχουν θιγεί και που έχουν αναγνωριστεί ως τέτοιες από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και επισημαίνει ότι τα μέτρα αυτά θα πρέπει να ισχύουν αναδρομικά· καλεί, επίσης, τα εν λόγω όργανα και οργανισμούς να υποβάλουν δημόσιες και τεκμηριωμένες εκθέσεις σχετικά με τις εν λόγω αποφάσεις στο θεσμικό όργανο·
26. καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να διαβιβάζουν στο Κοινοβούλιο οποιεσδήποτε πληροφορίες έχουν λάβει από καταγγέλτες, οι οποίες αφορούν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, και να περιλαμβάνουν κεφάλαιο σχετικά με τις ειδοποιήσεις των καταγγελτών και τη συνέχεια που δόθηκε σε αυτές στις ετήσιες εκθέσεις δραστηριοτήτων· ζητεί να αναλαμβάνεται δράση σε επίπεδο ΕΚ για να διαπιστώνεται η ακρίβεια των πληροφοριών προκειμένου να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα·
27. καλεί την Επιτροπή να διεξαγάγει δημόσια διαβούλευση προκειμένου να ζητήσει τη γνώμη των ενδιαφερομένων μερών σχετικά με τους μηχανισμούς αναφοράς και τις πιθανές ελλείψεις των διαδικασιών σε εθνικό επίπεδο· τα αποτελέσματα της δημόσιας διαβούλευσης θα αποτελέσουν πολύτιμη συμβολή για την Επιτροπή κατά την προετοιμασία των μελλοντικών προτάσεών της σχετικά με την καταγγελία παρατυπιών·
28. καλεί το ανεξάρτητο όργανο της ΕΕ, και έως ότου αυτό συσταθεί, την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) να εκπονεί και να δημοσιεύει ετήσια έκθεση σχετικά με την αξιολόγηση της προστασίας των καταγγελτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση·
29. καλεί, επίσης, το Ελεγκτικό Συνέδριο να συμπεριλαμβάνει στις ετήσιες εκθέσεις του ειδική ενότητα σχετικά με το ρόλο των καταγγελτών όσον αφορά την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης·
30. καλεί τους οργανισμούς της ΕΕ να διαθέτουν μια γραπτή πολιτική για την προστασία των καταγγελτών από αντίποινα·
31. επικροτεί το γεγονός ότι το Κοινοβούλιο, η Επιτροπή, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, η Επιτροπή των Περιφερειών, ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής και ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων εφάρμοσαν εσωτερικούς κανόνες που προστατεύουν τους καταγγέλτες, σύμφωνα με τα άρθρα 22α, 22β και 22γ του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης· παροτρύνει όλα τα θεσμικά όργανα να διασφαλίσουν ότι οι αντίστοιχοι εσωτερικοί κανόνες που έχουν εγκρίνει σχετικά με την προστασία των καταγγελτών είναι σταθεροί και σφαιρικοί·
32. ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να αναπτύξουν δεδομένα, σημεία αναφοράς και δείκτες για τις πολιτικές που αφορούν τους καταγγέλτες τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα·
33. υπενθυμίζει ότι η εκτελεστική οδηγία (ΕΕ) 2015/2392 της Επιτροπής καθορίζει τις διαδικασίες υποβολής αναφορών, τις απαιτήσεις τήρησης αρχείων και τα μέτρα προστασίας των καταγγελτών· υπενθυμίζει πόσο σημαντικό είναι να διασφαλίζεται ότι οι καταγγέλτες θα μπορούν να αναφέρουν παραβάσεις με κάθε εμπιστευτικότητα και με πλήρη και ορθή διασφάλιση της ανωνυμίας τους, ακόμη και σε ψηφιακό περιβάλλον· εκφράζει, όμως, τη λύπη του διότι τούτη είναι μια από τις λίγες πράξεις τομεακής νομοθεσίας που προβλέπει διατάξεις για τους καταγγέλτες·
34. παροτρύνει την Επιτροπή να μελετήσει τις βέλτιστες πρακτικές που προκύπτουν από προγράμματα για καταγγέλτες που εφαρμόζονται ήδη σε άλλες χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο· εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι κάποια από τα ήδη εφαρμοζόμενα προγράμματα προσφέρουν οικονομική ανταμοιβή (για παράδειγμα ποσοστό επί των επιβληθέντων προστίμων) για τους καταγγέλτες· θεωρεί, αν και είναι απαραίτητη μια προσεκτική διαχείριση προκειμένου να αποφευχθούν οποιεσδήποτε ενδεχόμενες καταχρήσεις, ότι θα μπορούσαν αυτού του είδους οι οικονομικές ανταμοιβές να αποτελέσουν σημαντική πηγή εισοδήματος για τους καταγγέλτες που έχασαν την εργασία τους διότι προέβησαν στις καταγγελίες τους·
35. καλεί τα κράτη μέλη να πάψουν να ποινικοποιούν τη δράση των καταγγελτών όταν αυτοί αποκαλύπτουν πληροφορίες για παράνομες δραστηριότητες ή παρατυπίες εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ·
36. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Ο ρόλος των καταγγελτών είναι θέμα που απασχολεί το έργο της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού από πολλά χρόνια. Το 2011 η Επιτροπή ανέθεσε μελέτη με θέμα «Διαφθορά και σύγκρουση συμφερόντων στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα: η αποτελεσματικότητα των καταγγελτών», η οποία περιείχε σειρά συστάσεων για τα δικαιώματα και τα καθήκοντα του προσωπικού της ΕΕ σχετικά με αυτό το θέμα.
Κατά τη γνώμη της επιτροπής, δεν είναι μόνο σημαντικές οι αναφορές παρατυπιών από προσωπικό της ΕΕ, αλλά και από εξωτερικούς καταγγέλτες. Παρόλο που ο αναθεωρημένος Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης της ΕΕ περιέχει διατάξεις για την προστασία των καταγγελτών, όσον αφορά άλλους καταγγέλτες ο τρόπος προστασίας τους, εάν υπάρχει, εξαρτάται από την εθνική νομοθεσία. Η κατάσταση ποικίλλει από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Εξ αυτού προκύπτει η ανάγκη για ένα νομοθετικό μέσο καθώς και για ένα ανεξάρτητο ευρωπαϊκό όργανο που θα προστατεύει και τους εξωτερικούς καταγγέλτες, οποτεδήποτε διακυβεύονται τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.
Ομολογουμένως, οι καταγγέλτες είναι σημαντικοί για την αντιμετώπιση των παρατυπιών με την ευρύτερη έννοια, συμπεριλαμβανομένων και των παρατυπιών που δεν πλήττουν άμεσα τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Ο εισηγητής είναι της γνώμης ότι η προστασία των καταγγελτών πρέπει επίσης να αντιμετωπίζεται ευρύτερα. Έχει επίγνωση πρωτοβουλιών με τις οποίες ζητείται από την Επιτροπή να συντάξει πρόταση με βάση, ιδίως, τα άρθρα 151 και 153 παράγραφος 2 στοιχείο β) της ΣΛΕΕ, έτσι ώστε να υπάρχει γενικότερη προστασία των καταγγελτών, τουλάχιστον των εργαζομένων.
Η τρέχουσα έκθεση δεν εμποδίζει παρόμοιες ευρύτερες πρωτοβουλίες. Η νομική της βάση διαφέρει καθώς και το πεδίο εφαρμογής της, αλλά ο ορισμός των καταγγελτών καθώς και οι βασικοί προστατευτικοί μηχανισμοί μπορούν να βοηθήσουν ενισχύοντας τη βάση για μια ευρύτερη νομοθετική πρόταση.
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων (21.10.2016)
προς την Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού
σχετικά με τον ρόλο των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος (whistle-blowers) στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ
(2016/2055(INI))
Συντάκτης γνωμοδότησης: Morten Messerschmidt
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Η Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων καλεί την Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:
1. υποστηρίζει ότι οι μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια να βοηθηθούν τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί της ΕΕ ώστε να προλαμβάνουν και να αντιμετωπίζουν οποιεσδήποτε καταπατήσεις της αρχής της ακεραιότητας και οποιεσδήποτε καταχρήσεις εξουσίας οι οποίες απειλούν να υπονομεύσουν ή όντως υπονομεύουν τη δημόσια υγεία και ασφάλεια, τη χρηματοπιστωτική ακεραιότητα, την οικονομία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, αυξάνουν την ανεργία και περιορίζουν ή στρεβλώνουν τον θεμιτό ανταγωνισμό και υπονομεύουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στους δημοκρατικούς θεσμούς και τις δημοκρατικές διαδικασίες· επισημαίνει, στο πλαίσιο αυτό, ότι οι μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος συμβάλουν σημαντικά στην προσπάθεια αύξησης της δημοκρατικής ποιότητας των δημόσιων θεσμών και της εμπιστοσύνης προς αυτούς διότι τους καθιστούν άμεσα υπόλογους προς τους πολίτες και περισσότερο διαφανείς·
2. παρατηρεί ότι, έναντι τόσο των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος όσο και του εμπλεκόμενου δημόσιου φορέα ή θεσμικού οργάνου, πρέπει να διασφαλίζεται η νόμιμη προστασία εκείνων των δικαιωμάτων τους που απορρέουν από τον Ευρωπαϊκό Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και από τις εθνικές νομικές διατάξεις·
3. υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 22γ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, επιβάλλεται η εκ μέρους των θεσμικών οργάνων της ΕΕ θέσπιση εσωτερικών κανόνων σχετικά με την καταγγελία δυσλειτουργιών, δυνάμει των οποίων θα προστατεύονται οι μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος που καταγγέλλουν εικαζόμενες καταχρήσεις, καθώς και τα δικαιώματα και τα συμφέροντά τους· υπενθυμίζει ότι απαιτούνται επίσης πολιτικές προστασίας και πρόληψης, καθώς και επαρκή μέσα προστασίας κατά του ενδεχόμενου αντιποίνων από πλευράς του θεσμικού οργάνου για το οποίο εργάζονται·
4. εκφράζει τη λύπη του διότι οι κανόνες αυτοί δεν έχουν εγκριθεί από όλα τα θεσμικά όργανα και όλους τους οργανισμούς της ΕΕ· απευθύνει συνεπώς έκκληση ώστε, χωρίς χρονοτριβή, να εγκρίνουν και να θέσουν σε εφαρμογή παρόμοιους κανόνες για την προστασία των μαρτύρων δημόσιου συμφέροντος·
5. υπενθυμίζει ότι τα κράτη μέλη, ως πρώτοι αποδέκτες κονδυλίων της ΕΕ, υποχρεούνται να ελέγχουν ενδελεχώς την νομιμότητα των δαπανών·
6. θεωρεί απαραίτητη την εδραίωση μιας άλλης νοοτροπίας ως προς τα ζητήματα ηθικής και δεοντολογίας προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος ούτε θα υπόκεινται σε αντίποινα ούτε θα αντιμετωπίζουν εσωτερικές εντάσεις·
7. σημειώνει ότι η Επιτροπή, στην έκθεση της για τις προσπάθειες της ΕΕ εναντίον της διαφθοράς, σχολιάζει ότι, αν και τα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν θεσπίσει το μεγαλύτερο μέρος των νομικών και θεσμικών μέσων και οργάνων που χρειάζονται για να πατάξουν τη διαφθορά, δεν έχουν εντούτοις να επιδείξουν ικανοποιητικά αποτελέσματα σε όλη την ΕΕ· ζητεί λοιπόν από τα κράτη μέλη να καταβάλουν συγκεκριμένες προσπάθειες για να διασφαλίσουν ότι το δυναμικό τούτων των νομικών μέσων και θεσμών επαρκεί και για να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα αυτών· παρατηρεί με ανησυχία ότι οι κανόνες κατά της διαφθοράς δεν εφαρμόζονται πάντα με τον ίδιο ζήλο, ότι τα συστημικά προβλήματα δεν τυγχάνουν της απαραίτητης αποτελεσματικής αντιμετώπισης, ότι τα σχετικά θεσμικά όργανα δεν έχουν πάντοτε επαρκείς ικανότητες για να εφαρμόσουν τους κανόνες, ότι οι εκπεφρασμένες προθέσεις απέχουν πολύ από τα επιτυγχανόμενα αποτελέσματα και ότι συχνά μοιάζει απούσα η γνήσια πολιτική βούληση για την εξάλειψη της διαφθοράς· ζητεί, συνεπώς, από τα κράτη μέλη να επιβάλουν αποτελεσματικούς κανόνες για την καταπολέμηση της διαφθοράς και, ταυτόχρονα, να εφαρμόσουν καταλλήλως στα εθνικά τους δίκαια τα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα και τις κατευθυντήριες γραμμές για την προστασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος·
8. ζητεί από την Επιτροπή να αναλάβει νομοθετική δράση επιδιώκοντας μια βελτιωμένη διαφάνεια, μια παντελώς ανεμπόδιστη πρόσβαση στα έγγραφα και την καταπολέμησης της διαφθοράς και συγκεκριμένα και της διαφθοράς που σχετίζεται με τη μαφία· θεωρεί ουσιώδους σημασίας την ενίσχυση εκείνων των νομοθετικών διατάξεων που εκπονήθηκαν με στόχο την εξασφάλιση μιας μεγαλύτερης διαφάνειας και ιχνηλασιμότητας των χρηματικών ροών, ιδίως στο πλαίσιο των ταμείων της ΕΕ, μεταξύ άλλων και μέσω τελικών ελέγχων επαλήθευσης της ορθής χρήσης των κονδυλίων τους·
9. εκφράζει τη λύπη του διότι πολλά κράτη μέλη εξακολουθούν να μην εφαρμόζουν ειδικούς κανόνες προστασίας για τους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος, και τούτο παρά το γεγονός ότι είναι θεμελιώδους σημασίας η προστασία τους - εφόσον βεβαίως επιθυμούμε την πρόληψη και την καταπολέμηση της διαφθοράς - και παρά το γεγονός ότι η προστασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος συνιστάται στο άρθρο 33 της Σύμβασης του ΟΗΕ κατά της διαφθοράς·
10. υπενθυμίζει ότι η οδηγία 2015/2392 της Επιτροπής καθορίζει τις διαδικασίες υποβολής αναφορών, τις απαιτήσεις τήρησης αρχείων και τα μέτρα προστασίας των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος· υπενθυμίζει πόσο σημαντικό είναι να διασφαλίζεται ότι οι μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος θα μπορούν να καταγγέλλουν παραβάσεις με κάθε εμπιστευτικότητα και με πλήρη και ορθή διασφάλιση της ανωνυμίας τους, ακόμη και σε ψηφιακό περιβάλλον· εκφράζει τη λύπη του διότι τούτη είναι μια από τις λίγες πράξεις τομεακής νομοθεσίας που προβλέπει διατάξεις για τους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος·
11. καλεί την Επιτροπή να θεσπίσει νομικό πλαίσιο προστασίας των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος σε επίπεδο ΕΕ, ώστε να βελτιωθεί η προστασία τους στα κράτη μέλη·
12. παροτρύνει την Επιτροπή να μελετήσει τις βέλτιστες πρακτικές που προκύπτουν από προγράμματα για μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος που εφαρμόζονται ήδη σε χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο· εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι κάποια από τα ήδη εφαρμοζόμενα προγράμματα προσφέρουν οικονομική ανταμοιβή (για παράδειγμα ποσοστό επί των επιβληθέντων προστίμων) για τους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος· θεωρεί, αν και είναι απαραίτητη μια προσεκτική διαχείριση προκειμένου να αποφευχθούν οποιεσδήποτε ενδεχόμενες καταχρήσεις, ότι θα μπορούσαν αυτού του είδους οι οικονομικές ανταμοιβές να αποτελέσουν σημαντική πηγή εισοδήματος για τους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος που έχασαν την εργασία τους διότι προέβησαν στις καταγγελίες τους·
13. καλεί τα κράτη μέλη να πάψουν να ποινικοποιούν τη δράση των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος όταν αυτοί αποκαλύπτουν πληροφορίες για παράνομες δραστηριότητες ή παρατυπίες εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ·
14. εκφράζει τη λύπη του διότι η Επιτροπή αποφάσισε να αποσύρει από την έκθεση για τη διαφθορά στα κράτη μέλη κεφάλαιο με θέμα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ· καλεί κατ’ επέκταση την Επιτροπή να επαναφέρει το σημαντικό αυτό κεφάλαιο·
15. καλεί όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ να ασχοληθούν με την έρευνα ιδίας πρωτοβουλίας της Διαμεσολαβήτριας, της 24ης Ιουλίου 2014, σύμφωνα με το άρθρο 22γ του νέου κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η οποία απευθύνει σύσταση προς όλους τους οργανισμούς της ΕΕ να υιοθετήσουν μηχανισμούς «ηθικού» συναγερμού και νομικό πλαίσιο για τους κατηγόρους δημοσίου συμφέροντος που θα βασίζονται άμεσα στους εσωτερικούς κανόνες του γραφείου του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή· υπενθυμίζει την αποφασιστικότητα του Κοινοβουλίου στον τομέα αυτόν·
16. καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να αναπτύξουν και να εφαρμόσουν ειδικές πολιτικές και προγράμματα για την ευαισθητοποίηση αναφορικά με την κοινωνική σημασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τη διασφάλιση του σεβασμού προς την αρχή της ακεραιότητας, τον εντοπισμό παραβιάσεων θεμελιωδών δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου, καθώς και όσον αφορά την αποτροπή της κατάχρησης εξουσίας στις κοινωνίες μας·
17. ζητεί τη δημιουργία προσβάσιμων, ασφαλών, άμεσων διαύλων ενημέρωσης σχετικά με ενδεχόμενες παρατυπίες που επηρεάζουν τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ, με παράλληλη διασφάλιση της εμπιστευτικότητας τόσο των πληροφοριών όσο και των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος·
18. Πιστεύει εξάλλου, προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων θα μπορούσε να υπονομεύσει τη δημόσια αντίληψη για την αξιοπιστία των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, ότι η Επιτροπή οφείλει να αναθεωρήσει αμελλητί τον κώδικα δεοντολογίας των Επιτρόπων και να ενισχύσει τη διαφάνεια στο πλαίσιό του και εναρμονίζοντάς τον με τις διατάξεις των Συνθηκών·
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ημερομηνία έγκρισης |
20.10.2016 |
|
|
|
|
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
17 1 0 |
|||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Mercedes Bresso, Pascal Durand, Danuta Maria Hübner, Diane James, Ramón Jáuregui Atondo, Jo Leinen, György Schöpflin, Pedro Silva Pereira, Barbara Spinelli, Kazimierz Michał Ujazdowski |
||||
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Isabella Adinolfi, Max Andersson, Gerolf Annemans, Charles Goerens, Sylvia-Yvonne Kaufmann, Jiří Pospíšil |
||||
Αναπληρωτές (άρθρο 200, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Godelieve Quisthoudt-Rowohl, Csaba Sógor |
||||
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ημερομηνία έγκρισης |
9.1.2017 |
|
|
|
|
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
21 0 0 |
|||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Inés Ayala Sender, Ryszard Czarnecki, Dennis de Jong, Martina Dlabajová, Luke Ming Flanagan, Jens Geier, Ingeborg Gräßle, Verónica Lope Fontagné, Dan Nica, Georgi Pirinski, Petri Sarvamaa, Claudia Schmidt, Bart Staes, Tomáš Zdechovský |
||||
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Brian Hayes, Cătălin Sorin Ivan, Benedek Jávor, Julia Pitera, Miroslav Poche, Patricija Šulin |
||||
Αναπληρωτές (άρθρο 200 παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Clare Moody |
||||