ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου η οποία τροποποιεί την οδηγία 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου
28.6.2018 - (COM(2016)0854 – C8‑0474/2016 – 2016/0364(COD)) - ***I
Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής
Εισηγητής: Peter Simon
ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου η οποία τροποποιεί την οδηγία 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου
(COM(2016)0854 – C8‑0474/2016 – 2016/0364(COD))
(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2016)0854),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 294 παράγραφος 2 και το άρθρο 53 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C8‑0474/2016),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 294 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
– έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 8ης Νοεμβρίου 2017[1],
– έχοντας υπόψη το άρθρο 59 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής (A8-0243/2018),
1. εγκρίνει τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση όπως παρατίθεται κατωτέρω·
2. ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει εκ νέου την πρόταση στο Κοινοβούλιο, αν την αντικαταστήσει με νέο κείμενο, αν της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις·
3. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.
Τροπολογία 1
ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ[2]*
στην πρόταση της Επιτροπής
---------------------------------------------------------
2016/0364 (COD)
Πρόταση
ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
η οποία τροποποιεί την οδηγία 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 53 παράγραφος 1,
Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,
Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας[3],
Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών[4],
Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) H οδηγία 2013/36/EΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[5] και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[6] θεσπίστηκαν για την αντιμετώπιση των χρηματοοικονομικών κρίσεων που σημειώθηκαν κατά την περίοδο 2007-2008. Τα εν λόγω νομοθετικά μέτρα έχουν ουσιαστικά συμβάλει στην ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ένωση και έχουν καταστήσει τα ιδρύματα πιο ανθεκτικά σε ενδεχόμενες μελλοντικές κρίσεις. Αν και εξαιρετικά ολοκληρωμένα, τα μέτρα αυτά δεν κάλυψαν όλες τις διαπιστωθείσες αδυναμίες που επηρεάζουν τα ιδρύματα. Επίσης, ορισμένα από τα αρχικά προτεινόμενα μέτρα έχουν υποβληθεί σε ρήτρες επανεξέτασης ή δεν έχουν προσδιοριστεί επαρκώς, ώστε να καταστεί δυνατή η ομαλή εφαρμογή τους.
(2) Η παρούσα οδηγία έχει ως στόχο την αντιμετώπιση των θεμάτων που τίθενται όσον αφορά τις διατάξεις που αποδείχτηκαν ότι δεν ήταν επαρκώς σαφείς και, ως εκ τούτου, υπήρξαν ανοιχτές σε διαφορετικές ερμηνείες ή αποδείχτηκε ότι ήταν υπερβολικά επαχθείς για ορισμένα ιδρύματα. Επίσης, περιλαμβάνει προσαρμογές στην οδηγία 2013/36/ΕΕ που απαιτούνται είτε μετά την έκδοση άλλης σχετικής νομοθεσίας της Ένωσης, όπως είναι η οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[7] είτε με τις αλλαγές που προτείνονται παράλληλα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Τέλος, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις εναρμονίζουν καλύτερα το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο για τις διεθνείς εξελίξεις, προκειμένου να προωθήσουν τη συνοχή και τη συγκρισιμότητα μεταξύ των διαφόρων δικαιοδοσιών.
(2α) Ένα από τα βασικά διδάγματα από την οικονομική κρίση στην Ευρώπη ήταν η ανεπάρκεια του θεσμικού και πολιτικού πλαισίου της για την πρόληψη και αντιμετώπιση των ανισορροπιών στην Ένωση. Υπό το πρίσμα των τελευταίων θεσμικών εξελίξεων στην Ένωση, δικαιολογείται μια συνολική επανεξέταση του μακροπροληπτικού πλαισίου πολιτικής. Είναι σημαντικό να βελτιωθεί ο μηχανισμός συντονισμού μεταξύ των αρχών, να απλουστευθεί η ενεργοποίηση των μακροπροληπτικών μέσων πολιτικής και να διευρυνθεί η μακροπροληπτική εργαλειοθήκη, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι αρχές θα έχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίζουν εγκαίρως και αποτελεσματικά τους συστημικούς κινδύνους. Οι νομοθετικές αλλαγές θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιλαμβάνουν την αναθεώρηση των αντίστοιχων εξουσιών των εθνικών και των μακροπροληπτικών αρχών σε επίπεδο Ένωσης, ώστε να προσδιοριστούν καλύτερα οι ευθύνες στους τομείς της εκτίμησης κινδύνων και της χάραξης πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών συντονισμού και κοινοποίησης μεταξύ των αρχών. Το ΕΣΣΚ θα πρέπει να διαδραματίζει καίριο ρόλο στον συντονισμό των μακροπροληπτικών μέτρων, καθώς και στη διαβίβαση πληροφοριών σχετικά με τα σχεδιαζόμενα μακροπροληπτικά μέτρα στα κράτη μέλη, ιδίως μέσω της δημοσίευσης των εγκριθέντων μακροπροληπτικών μέτρων στον δικτυακό τόπο του και μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρχών μετά τις κοινοποιήσεις σχεδιαζόμενων μακροπροληπτικών μέτρων.
(3) Οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών θα μπορούσαν να αποτελούν τις μητρικές επιχειρήσεις των τραπεζικών ομίλων και προβλέπεται η εφαρμογή απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας βάσει της ενοποιημένης οικονομικής κατάστασης των εν λόγω εταιριών χαρτοφυλακίου. Καθώς το ίδρυμα που ελέγχεται από τις εν λόγω εταιρείες χαρτοφυλακίου μπορεί να μη συμμορφώνεται πάντα με τις απαιτήσεις σε ενοποιημένη βάση, συνάδει με το πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών να υπαχθούν στο άμεσο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Επομένως, είναι αναγκαία μια ειδική διαδικασία αδειοδότησης για τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών καθώς και η εποπτεία από τις αρμόδιες αρχές. Με τον τρόπο αυτό θα διασφαλιστεί ότι οι ενοποιημένες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας τηρούνται απευθείας από την εταιρεία χαρτοφυλακίου, η οποία δεν θα υπόκειται σε απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που εφαρμόζονται σε μεμονωμένο επίπεδο.
(4) Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι επιφορτισμένη με τις κύριες αρμοδιότητες όσον αφορά την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση. Είναι, συνεπώς, αναγκαίο, να δοθεί, επίσης, στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας η προληπτική χορήγηση άδειας και η εποπτεία των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κατά την άσκηση του καθήκοντός της όσον αφορά την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση επί των μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου[8], θα πρέπει επίσης να έχει την ευθύνη για την έγκριση και εποπτεία των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών.
(5) Η έκθεση της Επιτροπής COM(2016) 510 της 28ης Ιουλίου 2016 κατέδειξε ότι ορισμένες από τις αρχές, δηλαδή οι απαιτήσεις για την αναβολή και την πληρωμή σε μέσα που αναφέρονται στα στοιχεία ιβ) και ιγ) του άρθρου 94 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όταν εφαρμόζονται σε μικρά και όχι σύνθετα ιδρύματα, είναι υπερβολικά επαχθείς και δυσανάλογες ως προς τα προληπτικά τους οφέλη. Κατά τον ίδιο τρόπο, διαπιστώθηκε ότι το κόστος εφαρμογής των απαιτήσεων αυτών υπερβαίνει τα προληπτικά τους οφέλη για προσωπικό με χαμηλά επίπεδα μεταβλητών αποδοχών, δεδομένου ότι τέτοια επίπεδα μεταβλητών αποδοχών παράγουν μικρό ή μηδενικό κίνητρο, ώστε το προσωπικό να αναλάβει υπερβολικούς κινδύνους. Κατά συνέπεια, παρόλο που όλα τα ιδρύματα θα πρέπει κατά κανόνα να υποχρεούνται να εφαρμόζουν όλες τις αρχές προς όλους τους υπαλλήλους τους, των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου τους, είναι αναγκαίο να εξαιρεθούν από την οδηγία τα μικρά και μη σύνθετα ιδρύματα και το προσωπικό με χαμηλά επίπεδα μεταβλητών αποδοχών από τις αρχές για την αναβολή και την πληρωμή σε μέσα.
(6α) Η αρχή της ισότητας αμοιβής για άνδρες και γυναίκες για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας ορίζεται στο άρθρο 157 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Η αρχή αυτή πρέπει να εφαρμόζεται με συνεπή τρόπο από τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να ακολουθούν πολιτική αποδοχών που να είναι ουδέτερη ως προς το φύλο.
(6) Απαιτούνται σαφή, συνεκτικά και εναρμονισμένα κριτήρια για τον προσδιορισμό μικρών και μη σύνθετων ιδρυμάτων, καθώς και χαμηλών επιπέδων μεταβλητών αποδοχών για τη διασφάλιση της εποπτικής σύγκλισης και την προώθηση ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των ιδρυμάτων και επαρκούς προστασίας των καταθετών, των επενδυτών και των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ένωση. Ταυτόχρονα, είναι σκόπιμο να προσφερθεί κάποια ευελιξία στις αρμόδιες αρχές, ώστε να υιοθετούν μια πιο αυστηρή προσέγγιση, σε περίπτωση που το κρίνουν αναγκαίο.
(7) Η οδηγία 2013/36/ΕΕ απαιτεί η καταβολή σημαντικού μέρους, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον 50 % οιωνδήποτε μεταβλητών αποδοχών, να αποτελείται από μια ισόρροπη αναλογία μετοχών ή ισοδύναμων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, σε συνάρτηση με τη νομική δομή του σχετικού ιδρύματος ή μέσα που συνδέονται με μετοχές ή ισοδύναμα μέσα που δεν είναι ρευστά, στην περίπτωση μη εισηγμένου ιδρύματος· και, όπου είναι δυνατό, από εναλλακτικά μέσα της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2 που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις. Η αρχή αυτή περιορίζει τη χρήση των μέσων που συνδέονται με μετοχές σε μη εισηγμένα στο χρηματιστήριο ιδρύματα και απαιτεί από τα εισηγμένα ιδρύματα να χρησιμοποιούν μετοχές. Η έκθεση της Επιτροπής COM(2016) 510, της 28ης Ιουλίου 2016, διαπίστωσε ότι η χρήση των μετοχών μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικό διοικητικό φόρτο και δαπάνες για τα εισηγμένα ιδρύματα. Ταυτόχρονα, ισοδύναμα οφέλη προληπτικής εποπτείας μπορούν να επιτευχθούν μέσω της παροχής της δυνατότητας στα εισηγμένα ιδρύματα να χρησιμοποιούν μέσα που συνδέονται με μετοχές που παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς την αξία των μετοχών. Η δυνατότητα χρήσης των μέσων που συνδέονται με τις μετοχές θα πρέπει, κατά συνέπεια, να επεκταθεί στα εισηγμένα ιδρύματα.
(8) Οι προσαυξήσεις ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλονται από τις αρμόδιες αρχές αποτελούν μια σημαντική κινητήρια δύναμη για το συνολικό επίπεδο ιδίων κεφαλαίων ενός ιδρύματος και έχουν σημασία για τους φορείς της αγοράς, δεδομένου ότι το επίπεδο των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλεται έχει αντίκτυπο στο σημείο ενεργοποίησης για την επιβολή περιορισμών επί των καταβολών μερισμάτων, πρόσθετων αμοιβών (bonus) και των πληρωμών σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1. Θα πρέπει να δίνεται σαφής ορισμός των όρων, υπό τους οποίους θα πρέπει να επιβάλλονται κεφαλαιακές προσαυξήσεις, ώστε να διασφαλίζεται η συνεπής εφαρμογή των κανόνων στο σύνολο των κρατών μελών και η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.
(9) Οι προσαυξήσεις ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλονται από τις αρμόδιες αρχές θα πρέπει να καθορίζονται σε σχέση με τη συγκεκριμένη κατάσταση του ιδρύματος και θα πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένες. Οι απαιτήσεις αυτές ▌θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των κινδύνων που αντιμετωπίζουν συγκεκριμένα ιδρύματα λόγω των δραστηριοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένων όσων αντικατοπτρίζουν τις επιπτώσεις ορισμένων επιχειρηματικών μοντέλων ή εξελίξεων της αγοράς στα χαρακτηριστικά κινδύνου συγκεκριμένου ιδρύματος. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να έρχονται σε σύγκρουση με την ειδική αντιμετώπιση που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η οποία αποσκοπεί στην αποφυγή ακούσιων επιπτώσεων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, την προσφορά πιστώσεων και την πραγματική οικονομία.
(9α) Πέρα από τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας, θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη και οι κίνδυνοι που συνδέονται με τη συστημική σημασία ενός ιδρύματος, κατά τον υπολογισμό του δείκτη μόχλευσης σύμφωνα με την απόφαση της Επιτροπής της Βασιλείας σχετικά με ένα απόθεμα ασφαλείας για τις παγκόσμιες συστημικώς σημαντικές τράπεζες. Για τον λόγο αυτό, θα πρέπει να θεσπιστεί προσαρμογή του δείκτη μόχλευσης για τα παγκόσμια συστημικώς σημαντικά ιδρύματα (G-SII), ο οποίος θα πρέπει να καθοριστεί στο 50 % των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο απαιτήσεων υψηλότερης απορρόφησης ζημιών των G-SII.
(9β) Η διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το μέγεθος, τη διάρθρωση και την εσωτερική οργάνωση των ιδρυμάτων και τον χαρακτήρα, την εμβέλεια και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους. Όταν διαφορετικά ιδρύματα έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά κινδύνου, παραδείγματος χάριν επειδή έχουν παρόμοια επιχειρηματικά μοντέλα ή γεωγραφική θέση των ανοιγμάτων ή είναι μέλη του ίδιου θεσμικού συστήματος προστασίας, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να προσαρμόζουν τη μεθοδολογία της διαδικασίας ελέγχου και αξιολόγησης για την αποτύπωση των κοινών χαρακτηριστικών και κινδύνων των ιδρυμάτων με τα εν λόγω ίδια χαρακτηριστικά κινδύνου. Η προσαρμογή, ωστόσο, δεν θα πρέπει ούτε να εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τους ιδιαίτερους κινδύνους που θίγουν το κάθε ίδρυμα ούτε να αλλοιώνει τον ειδικό για κάθε ίδρυμα χαρακτήρα των επιβαλλόμενων μέτρων.
(10) Η απαίτηση σχετικά με τον δείκτη μόχλευσης αποτελεί μια παράλληλη απαίτηση για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που βασίζονται στον κίνδυνο. Ως εκ τούτου, οποιεσδήποτε προσαυξήσεις ιδίων κεφαλαίων επιβάλλονται από τις αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης πρέπει να προστεθούν στον ελάχιστο απαιτούμενο δείκτη μόχλευσης και όχι στην ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων με βάση τον κίνδυνο. Επιπλέον, κεφάλαιο CET1 που χρησιμοποιούν τα ιδρύματα για να εκπληρώσουν τις απαιτήσεις που αφορούν τον δείκτη μόχλευσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να καλύψει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που βασίζονται στον κίνδυνο και, μεταξύ άλλων, τις συνδυασμένες απαιτήσεις αποθέματος ασφαλείας.
(11) Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να κοινοποιούν σε ένα ίδρυμα, οποιαδήποτε περαιτέρω προσαρμογή του ποσού των κεφαλαίων που υπερβαίνει τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, τις πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και τη συνδυασμένη απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας, στην οποία αναμένουν να προβεί το εν λόγω ίδρυμα, προκειμένου να αντιμετωπίσει επικείμενες και απομακρυσμένες καταστάσεις. Δεδομένου ότι η καθοδήγηση αυτή αποτελεί κεφαλαιακό στόχο, πρέπει να θεωρηθεί ότι τοποθετείται πάνω από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, υπό την έννοια ότι η αποτυχία επίτευξης του στόχου αυτού δεν συνεπάγεται την ενεργοποίηση των περιορισμών στις διανομές που προβλέπονται στο άρθρο 141 της παρούσας οδηγίας και ότι η παρούσα οδηγία και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δεν θα πρέπει να καθορίσουν δεσμευτική υποχρέωση κοινοποίησης για την καθοδήγηση. Όταν ένα ίδρυμα επανειλημμένα δεν ικανοποιεί τον κεφαλαιακό στόχο, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να λαμβάνει εποπτικά μέτρα και, κατά περίπτωση, να επιβάλλει συμπληρωματικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων.
(12) Οι ανταποκριθέντες στην πρόσκληση της Επιτροπής για υποβολή στοιχείων σχετικά με το κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες υπογράμμισαν ότι η επιβάρυνση από την υποβολή εκθέσεων αυξάνεται με τη συστηματική υποβολή εκθέσεων, που απαιτείται από τις αρμόδιες αρχές πέραν των απαιτήσεων που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Η Επιτροπή θα πρέπει να συντάξει έκθεση, στην οποία θα προσδιορίζονται οι εν λόγω πρόσθετες απαιτήσεις συστηματικής υποβολής εκθέσεων και η αξιολόγηση του κατά πόσο είναι σύμφωνες με το ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων για την υποβολή εποπτικών αναφορών.
(13) Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας 2013/36/ΕΕ σχετικά με τον κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών συνδέονται με τις σχετικές διατάξεις του [κανονισμού XX για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, για τις οποίες απαιτείται μεγαλύτερη περίοδος εφαρμογής για τα ιδρύματα. Προκειμένου να ευθυγραμμισθεί η εφαρμογή των κανόνων σχετικά με τον κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου, οι διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία με τις συναφείς διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. [XX].
(14) Προκειμένου να εναρμονίσει τον υπολογισμό του κινδύνου επιτοκίου από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου, όταν τα εσωτερικά συστήματα των ιδρυμάτων για τη μέτρηση του εν λόγω κινδύνου δεν είναι ικανοποιητικά, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να θεσπίσει ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, με σκοπό την ανάπτυξη των λεπτομερειών μιας τυποποιημένης προσέγγισης μέσω των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 84 παράγραφος 4 της παρούσας οδηγίας, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 της ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(15) Προκειμένου να βελτιωθεί η εξακρίβωση από τις αρμόδιες αρχές της ταυτότητας των ιδρυμάτων εκείνων που μπορεί να υπόκεινται σε υπερβολικές ζημίες στις δραστηριότητές τους εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών λόγω των ενδεχόμενων μεταβολών των επιτοκίων, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να θεσπίσει ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, προκειμένου να προσδιορίσει τα έξι σενάρια εποπτικής κρίσης, τα οποία όλα τα ιδρύματα οφείλουν να εφαρμόζουν για τον υπολογισμό των αλλαγών στην οικονομική αξία των ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 98 παράγραφος 5, τις βάσει διεθνών προτύπων κοινές παραδοχές που τα ιδρύματα πρέπει να εφαρμόσουν στα εσωτερικά τους συστήματα στο πλαίσιο του ίδιου υπολογισμού και με σκοπό να προσδιοριστεί η ενδεχόμενη ανάγκη ως προς τη θέσπιση ειδικών κριτηρίων για τον εντοπισμό των ιδρυμάτων, για τα οποία εποπτικά μέτρα μπορεί να είναι δικαιολογημένα μετά από τη μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους που αποδίδονται σε μεταβολές των επιτοκίων, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 της ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
▌
(17) Οι δημόσιες αναπτυξιακές τράπεζες και οι πιστωτικές ενώσεις σε ορισμένα κράτη μέλη έχουν ιστορικά εξαιρεθεί από τη νομοθεσία της Ένωσης στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων. Προκειμένου να διασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού, θα πρέπει, επίσης, να επιτρέπεται και σε άλλες δημόσιες αναπτυξιακές τράπεζες και πιστωτικές ενώσεις να εξαιρεθούν από τη νομοθεσία της Ένωσης στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων και να δραστηριοποιούνται μόνο στο πλαίσιο εθνικών κανονιστικών διασφαλίσεων ανάλογων με τους κινδύνους που αναλαμβάνουν. Για την παροχή ασφάλειας δικαίου είναι αναγκαίο να καθοριστούν σαφή κριτήρια για τις εν λόγω πρόσθετες εξαιρέσεις και να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ όσον αφορά τη διαπίστωση του κατά πόσο συγκεκριμένα ιδρύματα ή κατηγορίες ιδρυμάτων πληρούν τα εν λόγω καθορισμένα κριτήρια.
(17α) Η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης αποτελεί σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της εύρυθμης λειτουργίας των διασυνοριακών αγορών και της διασφάλισης ότι οι πελάτες των τραπεζών μπορούν να επωφεληθούν από τις θετικές συνέπειες που προκύπτουν από μια εναρμονισμένη και ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή τραπεζική αγορά που παρέχει ίσους όρους ανταγωνισμού για τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος όσον αφορά την ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης, αλλά παραμένουν ορισμένα εμπόδια — όπως στον τομέα των δικαιωμάτων προαίρεσης και των διακριτικών ευχερειών (OND). Η εναρμόνιση των κανόνων παραμένει ιδιαίτερα δύσκολη στον τομέα των μεγάλων διασυνοριακών ενδοεταιρικών ανοιγμάτων, καθώς ο Ενιαίος Μηχανισμός Εποπτείας δεν διαθέτει ενιαία αρμοδιότητα στον τομέα αυτό. Επιπλέον, οι διασυνοριακές δραστηριότητες στο πλαίσιο της Τραπεζικής Ένωσης υπόκεινται πλήρως στη μεθοδολογία που χρησιμοποιείται από την Επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία (BCBS), με αποτέλεσμα να καθίσταται λιγότερο ελκυστικό για μια τράπεζα που βρίσκεται σε χώρα της ευρωζώνης να επεκτείνει τη δραστηριότητά της σε άλλη χώρα της ευρωζώνης από ό,τι στην εγχώρια αγορά της. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θα πρέπει, μετά από στενή διαβούλευση με την ΕΚΤ, το ΕΣΣΚ και την ΕΑΤ, να επανεξετάσει το ισχύον πλαίσιο, διατηρώντας παράλληλα μια ισορροπημένη και εποπτικά ορθή προσέγγιση έναντι των χωρών καταγωγής και υποδοχής και λαμβάνοντας υπόψη τα ενδεχόμενα οφέλη και κινδύνους για τα κράτη μέλη και τις περιφέρειες.
(17β) Τα κρατικά ομόλογα παίζουν κομβικό ρόλο για την παροχή ρευστοποιήσιμων στοιχείων ενεργητικού υψηλής ποιότητας για τους επενδυτές και σταθερών πηγών χρηματοδότησης για τις κυβερνήσεις. Ωστόσο, σε ορισμένα κράτη μέλη, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν επενδύσει υπερβολικά σε ομόλογα που εκδίδει η κυβέρνησή τους, με αποτέλεσμα να παρατηρείται υπέρμετρη «εγχώρια μεροληψία». Λαμβάνοντας υπόψη ότι ένας από τους κύριους στόχους της Τραπεζικής Ένωσης είναι να αποσυνδεθεί ο τραπεζικός κίνδυνος από τον κίνδυνο όσον αφορά τα κρατικά ομόλογα, και ότι το κανονιστικό πλαίσιο της Ένωσης για την προληπτική αντιμετώπιση του κρατικού χρέους θα πρέπει να εξακολουθήσει να συνάδει με τα διεθνή πρότυπα, οι τράπεζες θα πρέπει να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης διαφοροποίησης των χαρτοφυλακίων κρατικών ομολόγων.
(18) Πριν από την έγκριση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, έχει ιδιαίτερη σημασία να διεξαγάγει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, και να πραγματοποιηθούν αυτές οι διαβουλεύσεις σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση της νομοθεσίας της 13ης Απριλίου 2016. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.
(19) Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η ενίσχυση και η τελειοποίηση ήδη υφιστάμενης ενωσιακής νομοθεσίας, η οποία διασφαλίζει ομοιόμορφες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων σε ολόκληρη την Ένωση, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων τους, να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.
(20) Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα, τα κράτη μέλη δεσμεύτηκαν να επισυνάπτουν στην κοινοποίηση των εθνικών μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, όταν δικαιολογείται, και ένα ή περισσότερα έγγραφα που διευκρινίζουν τον δεσμό ανάμεσα στα στοιχεία μιας οδηγίας και στα αντίστοιχα τμήματα των εθνικών πράξεων μεταφοράς. Για την παρούσα οδηγία ο νομοθέτης εκτιμά ότι η διαβίβαση των εγγράφων αυτών είναι δικαιολογημένη.
(21) Συνεπώς, η οδηγία 2013/36/ΕΕ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
Άρθρο 1Τροποποιήσεις στην οδηγία 2013/36/ΕΕ
Η οδηγία 2013/36/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:
(1) Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:
α) η παράγραφος 5 τροποποιείται ως εξής:
(1) το σημείο 16) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«16) στις Κάτω Χώρες, τη "Nederlandse Investeringsbank voor Ontwikkelingslanden NV", τη "NV Noordelijke Ontwikkelingsmaatschappij", τη "NV Industriebank Limburgs Instituut voor Ontwikkeling en Financiering", την "Overijsselse Ontwikkelingsmaatschappij NV" και τις "kredietunies"·».
(2) προστίθεται το ακόλουθο σημείο 24):
«24) στην Κροατία, τις "kreditne unije" και τη "Hrvatska banka za obnovu i razvitak",»
β) παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι 5α και 5β:
«5α. Με την επιφύλαξη των ιδρυμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 5, η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε ένα ίδρυμα, στην περίπτωση που η Επιτροπή αποφαίνεται σε κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 148, βάσει των πληροφοριών που διαθέτει, ότι το ίδρυμα πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις και με την επιφύλαξη της εφαρμογής των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις:
α) έχει συσταθεί ▌από την κεντρική κυβέρνηση ενός κράτους μέλους, την περιφερειακή κυβέρνηση ή τοπική αρχή·
β) οι νόμοι και οι διατάξεις που διέπουν το ίδρυμα επιβεβαιώνουν ότι ▌οι στόχοι περιλαμβάνουν δραστηριότητες δημοσίου συμφέροντος, όπως την παροχή χρηματοδότησης για διαφημιστικούς σκοπούς ή για τους σκοπούς της ανάπτυξης συγκεκριμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή γεωγραφικών περιοχών του οικείου κράτους μέλους·
γ) υπόκειται σε κατάλληλο εποπτικό πλαίσιο που διασφαλίζει τη χρηματοοικονομική του σταθερότητα·
δ) η κεντρική κυβέρνηση, η περιφερειακή κυβέρνηση ή η τοπική αρχή, ανάλογα με την περίπτωση, έχει υποχρέωση να προστατεύει τη βιωσιμότητα του εν λόγω ιδρύματος ή εγγυάται άμεσα ή έμμεσα τουλάχιστον το 75 % των απαιτήσεων υποχρεώσεων ή ιδίων κεφαλαίων, των απαιτήσεων χρηματοδότησης ή των ανοιγμάτων του ιδρύματος·
ε) δεν επιτρέπεται να δέχεται καταθέσεις λιανικής, με εξαίρεση εκείνες που εγγυάται η κεντρική κυβέρνηση, η περιφερειακή κυβέρνηση ή η τοπική αρχή·
στ) εάν το ίδρυμα έχει συσταθεί από περιφερειακή κυβέρνηση ή τοπική αρχή, οι περισσότερες δραστηριότητές του περιορίζονται στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η έδρα του·
ζ) στην περίπτωση των ιδρυμάτων για τα οποία η κεντρική κυβέρνηση, μια περιφερειακή κυβέρνηση ή μια τοπική αρχή ενός κράτους μέλους εγγυάται άμεσα ή έμμεσα, σύμφωνα με το στοιχείο δ), ποσοστό χαμηλότερο από το 75 % των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, των αναγκών χρηματοδότησης ή των ανοιγμάτων, η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος δεν υπερβαίνει τα 30 δισ. EUR·
η) η αναλογία των συνολικών στοιχείων του ενεργητικού του ιδρύματος ως προς το ΑΕΠ του οικείου κράτους μέλους είναι μικρότερη από 30 %·
▌
Η Επιτροπή επανεξετάζει τακτικά το κατά πόσον ένα ίδρυμα που υπόκειται σε κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 148 εξακολουθεί να πληροί τους όρους που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο.
5β. Με την επιφύλαξη των ιδρυμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 5, η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε ορισμένες κατηγορίες ιδρυμάτων ενός κράτους μέλους, στην περίπτωση που η Επιτροπή αποφαίνεται με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 148, βάσει των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή της, ότι τα ιδρύματα που εμπίπτουν στην εν λόγω κατηγορία χαρακτηρίζονται ως πιστωτικές ενώσεις, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ενός κράτους μέλους και πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) αποτελούν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα συνεταιριστικού χαρακτήρα·
β) η συμμετοχή τους περιορίζεται σε ένα σύνολο μελών που μοιράζονται ορισμένα προκαθορισμένα κοινά προσωπικά χαρακτηριστικά ή συμφέροντα·
γ) επιτρέπεται να χορηγούν πιστώσεις και να παρέχουν χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες μόνο στα μέλη τους·
δ) επιτρέπεται να δέχονται καταθέσεις ή επιστρεπτέα κεφαλαία μόνο από τα μέλη τους ▌·
ε) τους επιτρέπεται να ασκούν μόνο τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα σημεία 1 έως 6 και 15 του παραρτήματος Ι της παρούσας οδηγίας·
στ) υπόκεινται σε κατάλληλες και αποτελεσματικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, συμπεριλαμβανομένων ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων, και σε κατάλληλο εποπτικό πλαίσιο που έχει παρόμοιο αποτέλεσμα με το πλαίσιο που έχει καθοριστεί σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης·
ζ) η συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού της εν λόγω κατηγορίας ιδρυμάτων, δεν υπερβαίνει το 3 % του ΑΕΠ του οικείου κράτους μέλους ▌·
η) οι δραστηριότητές τους περιορίζονται στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η έδρα τους.
Η Επιτροπή επανεξετάζει τακτικά το κατά πόσον ένα ίδρυμα που υπόκειται σε κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εγκρίνεται σύμφωνα με το άρθρο 148 εξακολουθεί να πληροί τους όρους που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο.»·
γ) η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«6. Οι οντότητες που αναφέρονται στο σημείο 1) και στα σημεία 3) έως 24) της παραγράφου 5 και στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με τις παραγράφους 5α και 5β του παρόντος άρθρου αντιμετωπίζονται ως χρηματοδοτικά ιδρύματα για τους σκοπούς του άρθρου 34 και του τίτλου VII, κεφάλαιο 3.»·
γ α) παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:
«6α. Τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη δημοσίευση καταλόγου των οντοτήτων που εξαιρούνται από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας σύμφωνα με τις παραγράφους 5α και 5β, καθώς και πληροφοριών σχετικά με την έκταση οποιασδήποτε προστασίας των καταθέσεων.»
δ) προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 7:
«Τα κριτήρια που ορίζονται στις παραγράφους 5α και 5β, βάσει των οποίων ένα ίδρυμα μπορεί να εξαιρεθεί από κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 148, δεν εφαρμόζονται σε καμία περίπτωση σε ιδρύματα που έχουν προηγουμένως εξαιρεθεί από τον κατάλογο της παραγράφου 5.
Μέχρι τις [5 έτη από την έναρξη ισχύος], η Επιτροπή δύναται να επανεξετάσει για τις οντότητες που απαριθμούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 5α και 5β, το εθνικό νομικό πλαίσιο και την εποπτεία που ισχύουν για τις οντότητες αυτές, λαμβανομένων, επίσης, υπόψη των κριτηρίων που περιγράφονται στις παραγράφους 5α και 5β.».
(2) Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:
α) στην παράγραφο 1 προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:
«60) "αρχή εξυγίανσης": η αρχή εξυγίανσης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 18) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·
(61) "παγκόσμιο συστημικώς σημαντικό ίδρυμα" (G-SII): ίδρυμα G-SII όπως ορίζεται στο σημείο 132) του άρθρου 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·
(62) "παγκόσμιο συστημικώς σημαντικό ίδρυμα εκτός ΕΕ" (G-SII εκτός ΕΕ): ίδρυμα G-SII εκτός ΕΕ όπως ορίζεται στο σημείο 133) του άρθρου 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·
(63) "όμιλος": όμιλος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 137 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·
(64) "όμιλος τρίτης χώρας": όμιλος του οποίου η μητρική επιχείρηση έχει την έδρα της σε τρίτη χώρα.»·
(64α) Πολιτική αποδοχών που είναι ουδέτερη ως προς το φύλο σε πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων σημαίνει πολιτική αποδοχών που βασίζεται στην ίση αμοιβή μεταξύ γυναικών και ανδρών για ίση εργασία ή εργασία ίσης αξίας.
β) προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3:
«3. Για τους σκοπούς της εφαρμογής των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένη βάση και για τους σκοπούς άσκησης εποπτείας σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι όροι «ίδρυμα», «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος», «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ» και «μητρική επιχείρηση» ισχύουν και για τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που υπόκεινται στις απαιτήσεις που θεσπίζονται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό 575/2013 σε ενοποιημένη βάση και έχουν αδειοδοτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 21α.».
(3) Στο άρθρο 4, η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«8. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που αρχές, διαφορετικές από τις αρμόδιες αρχές, έχουν αρμοδιότητες εξυγίανσης, οι εν λόγω διαφορετικές αρχές συνεργάζονται στενά και διαβουλεύονται με τις αρμόδιες αρχές όσον αφορά την προετοιμασία των σχεδίων εξυγίανσης και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις όπου αυτό απαιτείται στην παρούσα οδηγία, στην οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[9] ή στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.».
(3α) Στο άρθρο 8, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από τις αρμόδιες αρχές πριν από την έναρξη των δραστηριοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αναφέρονται στο παράρτημα 1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 10 έως 14, τα κράτη μέλη καθορίζουν τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση αυτής της άδειας και τις κοινοποιούν στην ΕΑΤ.»
(4) Το άρθρο 8 παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:
α) το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«α) οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές με την αίτηση για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας πιστωτικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος δραστηριοτήτων που προβλέπεται στο άρθρο 10 και των πληροφοριών που είναι αναγκαίες για τις απαιτήσεις αδειοδότησης που ορίζονται από τα κράτη μέλη και κοινοποιούνται στην ΕΑΤ σύμφωνα με την παράγραφο 1»·
β) το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«β) οι απαιτήσεις που ισχύουν για τους μετόχους και τα μέλη με ειδικές συμμετοχές, ή, εφόσον δεν υπάρχουν ειδικές συμμετοχές, των 20 σημαντικότερων μετόχων ή εταίρων, δυνάμει του άρθρου 14· και».
(5) Στο άρθρο 9, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«2. Η παράγραφος 1 δεν ισχύει για την αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:
α) κράτος μέλος·
β) περιφερειακή ή τοπική αρχή ενός κράτους μέλους·
γ) δημόσιους διεθνείς οργανισμούς, στους οποίους συμμετέχουν ένα ή περισσότερα κράτη μέλη·
δ) τα πρόσωπα ή τις επιχειρήσεις, των οποίων η ανάληψη και η άσκηση δραστηριότητας καλύπτεται ρητά από το δίκαιο της Ένωσης, εκτός από την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013·
ε) τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφοι 5, 5α και 5β, των οποίων η δραστηριότητα διέπεται από το εθνικό δίκαιο.».
(6) Το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Άρθρο 10Πρόγραμμα δραστηριοτήτων και οργανωτική διάρθρωση
Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αιτήσεις για τη χορήγηση αδείας λειτουργίας πρέπει να συνοδεύονται από πρόγραμμα δραστηριοτήτων το οποίο θα καθορίζει το είδος των σχεδιαζόμενων πράξεων και την οργανωτική διάρθρωση του πιστωτικού ιδρύματος, συμπεριλαμβανόμενης της ένδειξης των μητρικών επιχειρήσεων, των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών εντός του ομίλου.».
(7) Στο άρθρο 14, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«2. Οι αρμόδιες αρχές αρνούνται την χορήγηση άδειας έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος εφόσον, ενόψει της αναγκαιότητας να εξασφαλιστεί η υγιής και συνετή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, δεν έχουν πειστεί για την καταλληλότητα των μετόχων ή εταίρων σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 23 παράγραφος 1. Εφαρμόζονται το άρθρο 23 παράγραφοι 2 και 3 και το άρθρο 24.».
(8) Στο άρθρο 18, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«δ) δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στο τρίτο, τέταρτο ή έκτο Μέρος, εκτός από τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 92α και 92β, του κανονισμoύ (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή του άρθρου 105 της παρούσας οδηγίας ή δεν παρέχει την εγγύηση ότι δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του και ιδίως δεν εξασφαλίζει πλέον την ασφάλεια των κεφαλαίων που του έχουν εμπιστευθεί οι καταθέτες του.».
(9) Προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα 21α και 21β:
«Άρθρο 21αΑδειοδότηση των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών
1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών να λάβουν άδεια από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 111.
Σε περίπτωση που η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι διαφορετική από την αρμόδια αρχή στο κράτος μέλος όπου συστήθηκε η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διαβουλεύεται με την αρμόδια αρχή.
2. Η αίτηση για τη χορήγηση άδειας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τα ακόλουθα:
α) την οργανωτική διάρθρωση του ομίλου του οποίου η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών αποτελεί μέρος, με σαφή αναφορά στις θυγατρικές και, κατά περίπτωση, στις μητρικές επιχειρήσεις·
β) τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις περί της πραγματικής διοίκησης της επιχείρησης και του τόπου της έδρας, που καθορίζονται στο άρθρο 13·
γ) τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των μετόχων και των μελών που ορίζονται στο άρθρο 14.
3. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας δύναται να χορηγήσει άδεια μόνο αν βεβαιωθεί ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η οποία υπόκειται στις απαιτήσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι ικανή να διασφαλίζει τη συμμόρφωση με τις εν λόγω απαιτήσεις·
β) η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν εμποδίζει την αποτελεσματική εποπτεία των θυγατρικών ιδρυμάτων ή των μητρικών ιδρυμάτων.
4. Οι αρχές ενοποιημένης εποπτείας απαιτούν από τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών να τους παρέχουν τις πληροφορίες που ζητούν, ώστε να εποπτεύουν οι αρχές την οργανωτική διάρθρωση του ομίλου και τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις αδειοδότησης που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.
5. Οι αρχές ενοποιημένης εποπτείας μπορούν μόνο να ανακαλούν την άδεια λειτουργίας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, εφόσον η εν λόγω χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών:
α) δεν κάνει χρήση της άδειας εντός 12 μηνών, αποποιείται ρητά της αδείας ή έχει πωλήσει όλες τις θυγατρικές της που αποτελούν ιδρύματα·
β) απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλον παράτυπο τρόπο·
γ) δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας·
δ) υπόκειται σε απαιτήσεις που θεσπίζονται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένη βάση και δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στα τρίτο, τέταρτο ή έκτο Μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή του άρθρου 105 της παρούσας οδηγίας ή δεν παρέχει πλέον την εγγύηση ότι δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της έναντι των πιστωτών της·
ε) υπάγεται σε μια από τις λοιπές περιπτώσεις ανακλήσεως της αδείας που προβλέπονται από τις διατάξεις του εθνικού δικαίου· ή
στ) διαπράττει μία από τις παραβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 67 παράγραφος 1.
Άρθρο 21βΕνδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση
1. ▌Δύο ή περισσότερα ιδρύματα στην Ένωση, τα οποία αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου τρίτης χώρας, ▌έχουν μία μόνο ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη στην Ένωση.
1α. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 να έχουν δύο ενδιάμεσες ενωσιακές μητρικές επιχειρήσεις, όταν οι αρμόδιες αρχές διαπιστώνουν ότι η ίδρυση μίας μόνο ενδιάμεσης ενωσιακής μητρικής επιχείρησης:
i) θα ερχόταν σε σύγκρουση με υποχρεωτική απαίτηση για διαχωρισμό των δραστηριοτήτων σύμφωνα με τους κανόνες της τρίτης χώρας στην οποία έχει την έδρα της η τελική μητρική επιχείρηση της τρίτης χώρας, ή
ii) θα καθιστούσε λιγότερο αποτελεσματική τη δυνατότητα εξυγίανσης από ό,τι στην περίπτωση που υπήρχαν δύο ενδιάμεσες ενωσιακές μητρικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με εκτίμηση που έχει διενεργήσει η αρμόδια αρχή εξυγίανσης της ενδιάμεσης ενωσιακής μητρικής επιχείρησης κατόπιν διαβούλευσης με την αρχή εξυγίανσης της μητρικής επιχείρησης της ενδιάμεσης ενωσιακής μητρικής επιχείρησης.
1β. Σε περίπτωση που δύο ή περισσότερα ιδρύματα στην Ένωση, τα οποία ανήκουν στον ίδιο όμιλο τρίτης χώρας, διαθέτουν δύο ενδιάμεσες ενωσιακές μητρικές επιχειρήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1α, που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με το άρθρο 8, ή έχουν εγκριθεί ως χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών σύμφωνα με το άρθρο 21α, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από:
i) την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος, ή όταν υπάρχουν περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα, του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού·
ii) την αρμόδια αρχή της επιχείρησης επενδύσεων με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, όταν ο όμιλος δεν περιλαμβάνει πιστωτικό ίδρυμα, σε περίπτωση που η ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση έχει εγκριθεί ως χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών σύμφωνα με το άρθρο 21α.
Κατά παρέκκλιση από το σημείο i) της παρούσας παραγράφου, όταν μια αρμόδια αρχή εποπτεύει σε ατομική βάση περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα εντός ομίλου, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι η αρμόδια αρχή που εποπτεύει σε ατομική βάση ένα ή περισσότερα από τα πιστωτικά ιδρύματα εντός του ομίλου, όταν το άθροισμα των συνόλων ισολογισμού των εν λόγω εποπτευόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων είναι μεγαλύτερο από αυτό των πιστωτικών ιδρυμάτων που εποπτεύονται σε ατομική βάση από οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή.
Κατά παρέκκλιση από το σημείο ii) της παρούσας παραγράφου, όταν η αρμόδια αρχή εποπτεύει σε ατομική βάση περισσότερες από μία επιχειρήσεις επενδύσεων εντός ομίλου, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι η αρμόδια αρχή που εποπτεύει σε ατομική βάση μία ή περισσότερες από τις επιχειρήσεις επενδύσεων εντός του ομίλου με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού συγκεντρωτικά.
Η εποπτική αρχή που καθορίζεται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας σύμφωνα με το κεφάλαιο 3 του τίτλου VII.
1γ. Εάν επιτρέπεται η ύπαρξη δύο ενδιάμεσων ενωσιακών μητρικών επιχειρήσεων δυνάμει της παραγράφου 1α, οι επιχειρήσεις αυτές θεωρούνται όμιλος για τους σκοπούς του καθορισμού μιας αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου σύμφωνα με την οδηγία 2014/59/ΕΕ, και η εν λόγω αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διαθέτει, όσον αφορά τις ενδιάμεσες ενωσιακές μητρικές επιχειρήσεις, όλες τις εξουσίες και τις αρμοδιότητες που θα διέθετε εάν αυτές αποτελούσαν όμιλο με ενωσιακή μητρική επιχείρηση.
2. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ενδιάμεσες ενωσιακές μητρικές επιχειρήσεις εντός της Ένωσης, να λαμβάνουν άδεια ως πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 8, ή ως χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών σύμφωνα με το άρθρο 21α.
3. Οι παράγραφοι 1, 1α και 2 δεν εφαρμόζονται όταν η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού του ομίλου τρίτης χώρας στην Ένωση είναι χαμηλότερη από 30 δισ. EUR, εκτός εάν ο όμιλος της τρίτης χώρας αποτελεί ίδρυμα G-SII εκτός ΕΕ.
4. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού στην Ένωση του ομίλου τρίτης χώρας περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
α) το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού κάθε ιδρύματος του ομίλου τρίτης χώρας στην Ένωση, όπως αυτό προκύπτει από τον ενοποιημένο ισολογισμό τους· και
β) το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού κάθε υποκαταστήματος του ομίλου τρίτης χώρας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 47.
Κατά παρέκκλιση από την παρούσα παράγραφο και κατόπιν γραπτού αιτήματος από όμιλο τρίτης χώρας, η αρμόδια αρχή δύναται, κατά περίπτωση, να άρει εν μέρει ή πλήρως την απαίτηση του στοιχείου β), κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή εξυγίανσης και την αρχή της χώρας καταγωγής του ομίλου τρίτης χώρας, και έπειτα από αξιολόγηση στην οποία λαμβάνονται υπόψη το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ομίλου τρίτης χώρας στην Ένωση, το ύψος των στοιχείων ενεργητικού στα υποκαταστήματα του ομίλου τρίτης χώρας και η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού στην Ένωση σε σύγκριση με τη συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού του ομίλου τρίτης χώρας. Για τη μερική ή πλήρη άρση της απαίτησης του στοιχείου β) ζητείται η γνώμη και η συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών στα οποία διαθέτει καταχωρημένα υποκαταστήματα ο όμιλος τρίτης χώρας.
5. Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στην ΕΑΤ κάθε άδεια λειτουργίας που χορηγούν σύμφωνα με την παράγραφο 2, καθώς και τις ακόλουθες πληροφορίες για κάθε όμιλο τρίτης χώρας που λειτουργεί στη δικαιοδοσία τους:
α) τις επωνυμίες και το ύψος των συνολικών στοιχείων ενεργητικού των εποπτευόμενων ιδρυμάτων που ανήκουν σε όμιλο τρίτης χώρας και τα είδη δραστηριοτήτων που έχουν λάβει άδεια να εκτελούν·
β) τις επωνυμίες και το ύψος των συνολικών στοιχείων ενεργητικού που αντιστοιχούν στα υποκαταστήματα στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας στο εν λόγω κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 47·
γ) την επωνυμία και τη νομική μορφή οποιασδήποτε ενδιάμεσης ενωσιακής μητρικής επιχείρησης εγκατεστημένης στο εν λόγω κράτος μέλος και την επωνυμία του ομίλου τρίτης χώρας στον οποίο ανήκει.
6. Η ΕΑΤ δημοσιεύει στον ιστότοπό της τον κατάλογο με όλες τις ενδιάμεσες ενωσιακές μητρικές επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση.
Οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι υπάρχει μια ▌ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση για όλα τα ιδρύματα που αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου τρίτης χώρας.».
6α. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι όμιλοι που λειτουργούν μέσω περισσοτέρων του ενός ιδρυμάτων στην Ένωση και διαθέτουν συνολική αξία στοιχείων ενεργητικού που είναι ίση ή μεγαλύτερη από 30 δισεκατομμύρια EUR, ή οι θυγατρικές ενός ιδρύματος G-SII εκτός EE, στις [ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας] έχουν μια ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση ή, στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1α, δύο ενδιάμεσες ενωσιακές μητρικές επιχειρήσεις έως τις [ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας οδηγίας + τρία έτη].
6β. Η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που της γνωστοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 5, έως τις ... [έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας + τέσσερα έτη]. Στο πλαίσιο της εν λόγω έκθεσης εξετάζονται τουλάχιστον τα εξής:
α) εάν οι απαιτήσεις του παρόντος άρθρου είναι λειτουργικές, αναγκαίες και αναλογικές, καθώς και αν θα ήταν πιο κατάλληλα άλλα μέτρα·
β) ο αντίκτυπος των απαιτήσεων διαρθρωτικού διαχωρισμού σε άλλες δικαιοδοσίες.
6γ. Εντός δύο ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τη μεταχείριση των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας σύμφωνα με τη σχετική εθνική νομοθεσία των κρατών μελών. Στο πλαίσιο της εν λόγω έκθεσης εξετάζονται τουλάχιστον τα εξής:
α) εάν και σε ποιον βαθμό υφίστανται διαφορές μεταξύ των κρατών μελών ως προς τις εποπτικές πρακτικές δυνάμει του εθνικού δικαίου για τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών·
β) κατά πόσον μια διαφορετική μεταχείριση των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας θα μπορούσε να οδηγήσει σε ρυθμιστικό αρμπιτράζ·
γ) εάν θα ήταν αναγκαία και σκόπιμη η περαιτέρω εναρμόνιση των εθνικών καθεστώτων για τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών, ιδίως όσον αφορά τα σημαντικά υποκαταστήματα τρίτων χωρών.
Η Επιτροπή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, υποβάλλει νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, με βάση τις συστάσεις της ΕΑΤ.
(10) Στο άρθρο 23 παράγραφος 1, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«β) τη φήμη, τη γνώση, τις δεξιότητες και την πείρα, όπως ορίζεται στο άρθρο 91 παράγραφος 1, οποιουδήποτε μέλους του διοικητικού συμβουλίου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής·».
(11) Στο άρθρο 47, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«2. Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ για τα εξής:
α) όλες τις άδειες λειτουργίας υποκαταστημάτων που χορηγούνται στα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα·
β) το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού των υποκαταστημάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα, όπως αναφέρεται περιοδικά.
Η ΕΑΤ δημοσιεύει στον ιστότοπό της τον κατάλογο όλων των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στα κράτη μέλη, με αναφορά στο κράτος μέλος και στο σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού κάθε υποκαταστήματος.».
(11α) Στο άρθρο 56 προστίθενται τα στοιχεία στ α) και στ β):
«στ α) αρμόδιων αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 48 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου·
στ β) αρμόδιων αρχών ή φορέων που είναι αρμόδιοι για την εφαρμογή κανόνων διαρθρωτικού διαχωρισμού εντός τραπεζικού ομίλου. »
(11β) Στο άρθρο 57 παράγραφος 1, η εισαγωγική πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«1) Με την επιφύλαξη των άρθρων 53, 54 και 55, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι λαμβάνει χώρα ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των αρχών που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία:»
(11γ) Στο άρθρο 63 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:
«Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές δύνανται, τουλάχιστον, να απαιτούν την αντικατάσταση ενός προσώπου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, εάν το πρόσωπο αυτό παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του πρώτου εδαφίου.»
(11δ) το άρθρο 74 τροποποιείται ως εξής:
«1. Τα ιδρύματα θεσπίζουν άρτιο πλαίσιο διακυβέρνησης το οποίο περιλαμβάνει σαφή οργανωτική διάρθρωση με ευκρινείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνουν ή ενδέχεται να αναλάβουν, επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου περιλαμβανομένων κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών καθώς και πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που συνάδουν προς τις αρχές της ορθής και αποτελεσματικής διαχείρισης κινδύνων. Οι εν λόγω πολιτικές και πρακτικές αποδοχών είναι ουδέτερες ως προς το φύλο.
2. Το πλαίσιο, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί της παραγράφου 1 πρέπει να είναι εκτενή και αναλογικά προς τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που ενέχουν το επιχειρηματικό μοντέλο και οι δραστηριότητες του ιδρύματος. Λαμβάνονται υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που ορίζονται στα άρθρα 76 έως 95.
3. Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1, σύμφωνα με την παράγραφο 2. Ένα έτος μετά την έγκριση της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την ουδέτερη ως προς το φύλο πολιτική αποδοχών για τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων. Δύο έτη μετά τη δημοσίευση των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών και με βάση τις πληροφορίες που συλλέγονται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, η ΕΑΤ καταρτίζει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή των ουδέτερων ως προς το φύλο πολιτικών αποδοχών από τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων.»
(12) Στο άρθρο 75, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«1. Οι αρμόδιες αρχές συλλέγουν τις πληροφορίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με τα κριτήρια για δημοσιοποίηση που ορίζονται στα σημεία ζ), η), θ) και ια) του άρθρου 450 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και τις πληροφορίες που παρέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων σχετικά με τη διαφορά αποδοχών μεταξύ των φύλων και χρησιμοποιούν τις πληροφορίες αυτές για τη συγκριτική αξιολόγηση των τάσεων και των πρακτικών των πολιτικών αποδοχών. Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν αυτές τις πληροφορίες στην ΕΑΤ.»
(13) Το άρθρο 84 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Άρθρο 84Κίνδυνος επιτοκίου από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου
1. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα εφαρμόζουν εσωτερικά συστήματα ή χρησιμοποιούν την τυποποιημένη μεθοδολογία για τον εντοπισμό, την εκτίμηση, τη διαχείριση και τον μετριασμό των κινδύνων που προκύπτουν από δυνητικές μεταβολές επιτοκίων που επηρεάζουν τόσο την οικονομική αξία των μετοχών όσο και τα καθαρά έσοδα από τόκους από τις δραστηριότητες συναλλαγών εκτός χαρτοφυλακίου του ιδρύματος.
2. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα εφαρμόζουν εσωτερικά συστήματα για την εκτίμηση και την παρακολούθηση των κινδύνων που προκύπτουν από δυνητικές μεταβολές πιστωτικών περιθωρίων που επηρεάζουν τόσο την οικονομική αξία των μετοχών όσο και τα καθαρά έσοδα από τόκους από τις δραστηριότητες συναλλαγών εκτός χαρτοφυλακίου του ιδρύματος, και οι οποίοι δεν εξηγούνται από τους κινδύνους που αναφέρονται στην παράγραφο 1.
3. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαιτούν από ίδρυμα να χρησιμοποιεί την τυποποιημένη μεθοδολογία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 όταν τα εσωτερικά συστήματα που εφαρμόζει αυτό το ίδρυμα για τους σκοπούς αξιολόγησης των κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν είναι ικανοποιητικά. Στην περίπτωση αυτή, οι αρμόδιες αρχές εξηγούν τη συλλογιστική τους στο οικείο ίδρυμα.
4. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τις αρχές της τυποποιημένης μεθοδολογίας που μπορούν να χρησιμοποιούν τα ιδρύματα για τους σκοπούς της αξιολόγησης των κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένης μιας βαθμονομημένης με συντηρητικό τρόπο εναλλακτικής απλουστευμένης τυποποιημένης μεθοδολογίας για ιδρύματα με συνολικά στοιχεία ενεργητικού κάτω των 5 δισεκατομμυρίων EUR.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την [ένα έτος από την έναρξη ισχύος].
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
5. Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές που διευκρινίζουν:
α) τα κριτήρια για την αξιολόγηση του εσωτερικού συστήματος του ιδρύματος ως προς τους κινδύνους που αναφέρονται στην παράγραφο 1·
β) τα κριτήρια των ιδρυμάτων για την αξιολόγηση, τη διαχείριση και τον μετριασμό των κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1·
γ) τα κριτήρια των ιδρυμάτων για την αξιολόγηση και την παρακολούθηση των κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 2·
δ) τα κριτήρια βάσει των οποίων καθορίζεται ποια εσωτερικά συστήματα που εφαρμόζουν τα ιδρύματα για τους σκοπούς της παραγράφου 1 δεν είναι ικανοποιητικά, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3·
Η ΕΑΤ εκδίδει τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές έως τις [ένα έτος από την έναρξη ισχύος].»
(14) Στο άρθρο 85, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«1. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα εφαρμόζουν πολιτικές και διαδικασίες για την εκτίμηση και τη διαχείριση της έκθεσης σε λειτουργικό κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένων του κινδύνου υποδείγματος και των κινδύνων που απορρέουν από την εξωτερική ανάθεση, και ότι καλύπτουν τον κίνδυνο που απορρέει από γεγονότα με χαμηλή συχνότητα και σοβαρές επιπτώσεις. Τα ιδρύματα διατυπώνουν με σαφήνεια τι συνιστά λειτουργικό κίνδυνο για τους σκοπούς των εν λόγω πολιτικών και διαδικασιών.».
(14α) Στο άρθρο 88 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:
«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τουλάχιστον ότι τα διοικητικά όργανα ενός ιδρύματος παρακολουθούν τα δάνεια προς συνδεδεμένα μέρη σε συνεχή βάση και κοινοποιούν τα εν λόγω δάνεια στην αρμόδια αρχή, σε περίπτωση που ενδέχεται να οδηγήσουν σε σύγκρουση συμφερόντων. Οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να απαγορεύουν ή να περιορίζουν τα εν λόγω δάνεια.»
(14β) Στο άρθρο 89, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:
«5α. Έως την 1η Ιανουαρίου 2020, η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΤ, την ΕΑΑΕΣ και την ΕΑΚΑΑ, εξετάζει κατά πόσον οι πληροφορίες που αναφέρονται στα στοιχεία (α) έως (στ) της παραγράφου 1 εξακολουθούν να είναι κατάλληλες, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τις προηγούμενες εκτιμήσεις επιπτώσεων, τις διεθνείς συμφωνίες και τις νομοθετικές εξελίξεις στην Ένωση, καθώς και κατά πόσον μπορούν να προστεθούν περαιτέρω σχετικές πληροφορίες στην παράγραφο 1.
Έως τις 30 Ιουνίου 2020, η Επιτροπή, βάσει διαβούλευσης με την ΕΑΤ, την ΕΑΑΕΣ και την ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 5α και, εφόσον κριθεί σκόπιμο, υποβάλλει νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.»
(14γ) Το άρθρο 91 τροποποιείται ως εξής:
α) η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«1. Τα ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, έχουν πρωταρχική ευθύνη να διασφαλίζουν ότι τα μέλη του διοικητικού οργάνου ▌έχουν πάντοτε καλή φήμη και ▌διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. ▌Πιο συγκεκριμένα, τα μέλη του διοικητικού οργάνου οφείλουν να πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 2 έως 8.»
β) οι παράγραφοι 7 και 8 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:
«7. Το διοικητικό όργανο θα κατέχει συνολικά επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία ώστε να μπορεί να κατανοήσει τις δραστηριότητες του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των κυριότερων κινδύνων. Η συνολική σύνθεση του διοικητικού οργάνου αποτυπώνει ένα αρκούντως ευρύ φάσμα εμπειριών.»
«8. Κάθε μέλος του διοικητικού οργάνου ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση ώστε να εκτιμά και να αμφισβητεί τις αποφάσεις των ανώτατων διοικητικών στελεχών όποτε αυτό χρειάζεται και να επιβλέπει αποτελεσματικά και να παρακολουθεί τη λήψη των αποφάσεων από τη διοίκηση. Η απαίτηση αυτή δεν οδηγεί σε απαγόρευση της συμμετοχής μελών συνδεδεμένων εταιρειών ή συνδεδεμένων οντοτήτων στο διοικητικό όργανο κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας.»
γ) προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:
«13α. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 13 παράγραφος 1, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να εκτιμούν, κατά την κρίση τους, τη συμμόρφωση των ιδρυμάτων με τις απαιτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 91 παράγραφοι 1 έως 8 όσον αφορά το διοικητικό όργανο κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας πριν ή μετά τον διορισμό ενός από τα μέλη του.»
(15) Το άρθρο 92 τροποποιείται ως εξής:
α) η παράγραφος 1 διαγράφεται.
β) στην παράγραφο 2, η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή του συνόλου των πολιτικών αποδοχών, συμπεριλαμβανομένων των μισθών και των προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, για τις κατηγορίες υπαλλήλων των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ του κινδύνου τους, και οι οποίες περιλαμβάνουν ανώτατα διοικητικά στελέχη, πρόσωπα τα οποία αναλαμβάνουν κινδύνους και πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα ελέγχου, καθώς και κάθε εργαζόμενο οι συνολικές αποδοχές του οποίου τον εντάσσουν στο ίδιο επίπεδο αμοιβών με τα ανώτατα διοικητικά στελέχη ▌, τα ιδρύματα συμμορφώνονται προς τις ακόλουθες αρχές κατά τρόπο και σε βαθμό που ενδείκνυται προς το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, το αντικείμενο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους. »
β α) στην παράγραφο 2 παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:
«α α) η πολιτική αποδοχών είναι ουδέτερη ως προς το φύλο: οι εργαζόμενες και οι εργαζόμενοι θα αμείβονται εξίσου για ίση εργασία ή εργασία ίσης αξίας.»
β β) Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:
«2α) Η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου και τα άρθρα 94 και 95 δεν θίγουν την πλήρη άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που διασφαλίζονται από το άρθρο 153 παράγραφος 5 ΣΛΕΕ, τις γενικές αρχές του εθνικού δικαίου περί συμβάσεων και του εθνικού εργατικού δικαίου, το ενωσιακό και εθνικό δίκαιο για τα δικαιώματα και τη συμμετοχή των μετόχων και τις γενικές αρμοδιότητες των διοικητικών οργάνων του συγκεκριμένου ιδρύματος, καθώς και τα δικαιώματα, όπου ενδείκνυται, των κοινωνικών εταίρων να συνάπτουν και να εφαρμόζουν συλλογικές συμβάσεις, σύμφωνα με τα εθνικά δίκαια και έθιμα.»·
(16) Το άρθρο 94 τροποποιείται ως εξής:
α) στην παράγραφο 1 στοιχείο ιβ), το σημείο i) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«i) μετοχές ή, ανάλογα με τη νομική δομή του σχετικού ιδρύματος, ισοδύναμα δικαιώματα ιδιοκτησίας· ή μέσα που συνδέονται με μετοχές ή, ανάλογα με τη νομική δομή του σχετικού ιδρύματος, ισοδύναμα μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα·».
α α) στην παράγραφο 1, το στοιχείο ιγ) τροποποιείται ως εξής:
«ιγ) η καταβολή σημαντικού μέρους, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον 40 % της μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών, αναβάλλεται για περίοδο η οποία δεν είναι μικρότερη από ▌πέντε έτη και ευθυγραμμίζεται ορθά με τη φύση της επιχείρησης, τους κινδύνους της και τις δραστηριότητες του εν λόγω μέλους του προσωπικού.
Οι πληρωτέες αποδοχές που υπάγονται στις ρυθμίσεις περί αναβολής κατοχυρώνονται το πολύ κατ’ αναλογία του χρόνου. Σε περίπτωση μεταβλητής συνιστώσας αποδοχών ιδιαίτερα υψηλού ποσού, αναβάλλεται η καταβολή της τουλάχιστον κατά το 60 % του ποσού. Η διάρκεια της περιόδου αναβολής ορίζεται σύμφωνα με τον επιχειρηματικό κύκλο, τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τους κινδύνους της και τις δραστηριότητες των εν λόγω μελών του προσωπικού·»
β) προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:
«3. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι αρχές που προβλέπονται στα σημεία ιβ), ιγ) και στο δεύτερο εδάφιο του στοιχείου ιε) δεν ισχύουν για:
α) ένα ίδρυμα, σε ατομική βάση, το οποίο μπορεί επίσης να υπόκειται σε ενοποιημένη προληπτική εποπτεία ή να αποτελεί μέρος τραπεζικού ομίλου, η αξία των στοιχείων ενεργητικού του οποίου είναι κατά μέσο όρο ίση ή μικρότερη από 8 δισεκατ. ευρώ κατά τη διάρκεια της τετραετούς περιόδου αμέσως πριν από το τρέχον οικονομικό έτος·
β) έναν υπάλληλο του οποίου οι ετήσιες μεταβλητές αποδοχές δεν υπερβαίνουν τα 50.000 EUR και δεν αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ένα τέταρτο των συνολικών ετήσιων αποδοχών του υπαλλήλου.
Κατά παρέκκλιση από το στοιχείο α), η αρμόδια αρχή μπορεί να αποφασίσει ότι τα ιδρύματα, σε ατομική βάση, τα οποία μπορεί επίσης να υπόκεινται σε ενοποιημένη προληπτική εποπτεία ή να αποτελούν μέρος τραπεζικού ομίλου, των οποίων η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού είναι χαμηλότερη από το όριο που αναφέρεται στο στοιχείο α) δεν εμπίπτουν στην παρέκκλιση λόγω της φύσης και του αντικειμένου των δραστηριοτήτων τους, της εσωτερικής τους οργάνωσης ή, ανάλογα με την περίπτωση, των χαρακτηριστικών του ομίλου στον οποίο ανήκουν.
Κατά παρέκκλιση από το στοιχείο β), η αρμόδια αρχή μπορεί να αποφασίσει ότι τα μέλη του προσωπικού των οποίων οι ετήσιες μεταβλητές αμοιβές είναι κατώτερες από το όριο και το ποσοστό που αναφέρεται στο στοιχείο β) δεν εμπίπτουν στην παρέκκλιση λόγω των ιδιαιτεροτήτων της εθνικής αγοράς όσον αφορά τις πρακτικές αποδοχών ή λόγω της φύσης των αρμοδιοτήτων και της περιγραφής καθηκόντων αυτών των υπαλλήλων.
4. Το αργότερο [τέσσερα έτη από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας], η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με την ΕΑΤ, επανεξετάζει και υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παραγράφου 3 και υποβάλλει την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο μαζί με νομοθετική πρόταση, εάν είναι σκόπιμο.
5. Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές που διευκολύνουν την εφαρμογή της παραγράφου 3 και διασφαλίζουν την ομοιόμορφη εφαρμογή της.»
(17) Το άρθρο 97 τροποποιείται ως εξής:
α) στο άρθρο 97 παράγραφος 1, το στοιχείο β) διαγράφεται·
β) παρεμβάλλεται η ακόλουθη νέα παράγραφος:
«4α. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να προσαρμόσουν τις μεθόδους για την εφαρμογή της διαδικασίας ελέγχου και αξιολόγησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη ιδρύματα με παρόμοια χαρακτηριστικά κινδύνου, όπως παρόμοια επιχειρηματικά μοντέλα ή γεωγραφική θέση των ανοιγμάτων. Οι εν λόγω εξατομικευμένες μέθοδοι μπορούν να περιλαμβάνουν δείκτες αναφοράς με γνώμονα τον κίνδυνο καθώς και ποσοτικούς δείκτες, και δεν θίγουν τον ειδικό για κάθε ίδρυμα χαρακτήρα των μέτρων που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 104.
Σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές χρησιμοποιούν εξατομικευμένες μεθόδους σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, ενημερώνουν την ΕΑΤ. Η ΕΑΤ παρακολουθεί τις εποπτικές πρακτικές και εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για τον προσδιορισμό του τρόπου με τον οποίο αξιολογούνται παρόμοια χαρακτηριστικά κινδύνου για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου και για να εξασφαλίζεται η συνεπής και αναλογική εφαρμογή παρόμοιων μεθόδων προσαρμοσμένων στα ιδρύματα σε ολόκληρη την Ένωση. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»
(18) Το άρθρο 98 τροποποιείται ως εξής:
α) στην παράγραφο 1, το στοιχείο ι) απαλείφεται·
α α) Παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι 3α και 3β:
«3α. Λαμβάνοντας υπόψη την πείρα που έχει αποκτηθεί κατά την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών που αναφέρονται στο άρθρο 395 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η ΕΑΤ, το αργότερο έως τις ... [δύο έτη μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας], καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για την ανάπτυξη μεθοδολογικού προτύπου για τις αρμόδιες αρχές, με σκοπό τον καθορισμό ενός κατάλληλου συγκεντρωτικού ορίου για τα ανοίγματα σε οντότητες του σκιώδους τραπεζικού συστήματος που ασκούν τραπεζικές δραστηριότητες εκτός ρυθμιζόμενου πλαισίου, καθώς και επιμέρους ορίων για τα ανοίγματα στις εν λόγω οντότητες.
Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η ΕΑΤ καταρτίζει κατάλληλα κριτήρια προκειμένου ο ορισμός του όρου «οντότητα του σκιώδους τραπεζικού συστήματος» να περιλαμβάνει επιχειρήσεις που ασκούν τουλάχιστον μία ή περισσότερες δραστηριότητες πιστωτικής διαμεσολάβησης.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως [ημερομηνία].
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
3β. Έως την 1η Δεκεμβρίου 2021, οι αρμόδιες αρχές παρακολουθούν τις σύνθετες δομημένες χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, όπως αναφέρονται στο άρθρο 449β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, με σκοπό τον προσδιορισμό των συναλλαγών που έχουν δομηθεί έτσι ώστε δυνητικά να αποφέρουν σημαντικά φορολογικά πλεονεκτήματα.
Κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε συναλλαγή που προσδιορίζεται ως ενέχουσα κίνδυνο σημαντικών φορολογικών πλεονεκτημάτων.»
β) η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«5. Η εξέταση και αξιολόγηση που πραγματοποιήθηκε από τις αρμόδιες αρχές περιλαμβάνει την έκθεση των ιδρυμάτων στον κίνδυνο επιτοκίου που προέρχεται από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου. Εποπτικά μέτρα απαιτούνται τουλάχιστον στην περίπτωση ιδρυμάτων των οποίων η οικονομική αξία των ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 84 παράγραφος 1 μειώνεται κατά περισσότερο από το 15 % του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 ως αποτέλεσμα αιφνίδιας και μη αναμενόμενης μεταβολής των επιτοκίων, όπως ορίζεται σε οποιοδήποτε από τα έξι εποπτικά σενάρια σοκ που εφαρμόζονται στα επιτόκια ή όταν το ίδρυμα υποστεί μεγάλη μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους λόγω απότομης και μη αναμενόμενης μεταβολής των επιτοκίων, όπως ορίζεται σε οποιοδήποτε από τα εποπτικά σενάρια σοκ που εφαρμόζονται στα επιτόκια. Δεν απαιτείται η λήψη εποπτικών μέτρων, εάν οι αρμόδιες αρχές, με βάση την εξέταση και αξιολόγηση του κινδύνου επιτοκίου, καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι το ίδρυμα δεν είναι υπερβολικά εκτεθειμένο σε κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου και ότι το ίδρυμα διαχειρίζεται με ικανοποιητικό τρόπο τον κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου.
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως εποπτικά μέτρα νοούνται τα ακόλουθα:
α) μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 και το άρθρο 104α·
β) κοινές παραδοχές παραμετροποίησης και μοντελοποίησης, πλην εκείνων που προσδιορίζονται στην παράγραφο 5α στοιχείο β), τις οποίες τα ιδρύματα αποτυπώνουν στον υπολογισμό της οικονομικής αξίας των μετοχών σύμφωνα με το άρθρο 84 παράγραφος 1.».
γ) παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 5α:
«5α. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει για τον σκοπό της παραγράφου 5:
α) τα έξι εποπτικά σενάρια σοκ που πρέπει να εφαρμόζονται στα επιτόκια για κάθε νόμισμα·
β) κοινές παραδοχές παραμετροποίησης και μοντελοποίησης που τα ιδρύματα αποτυπώνουν στον υπολογισμό της οικονομικής αξίας των μετοχών σύμφωνα με την παράγραφο 5·
γ) κοινές παραδοχές παραμετροποίησης και μοντελοποίησης που τα ιδρύματα αποτυπώνουν στον υπολογισμό των καθαρών εσόδων από τόκους και τι σημαίνει «μεγάλη μείωση».
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την [ένα έτος από την έναρξη ισχύος].
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»·
γ α) Παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι 7α, 7β και 7γ:
«7α. Για τους σκοπούς της αναλογικής εφαρμογής των απαιτήσεων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης περιγράφουν λεπτομερώς πώς συνεκτιμούν το μέγεθος και την κλίμακα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ενός ιδρύματος, καθώς και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που προκύπτουν από το επιχειρηματικό μοντέλο του ιδρύματος.
7β. Για τους σκοπούς της παραγράφου 3β του παρόντος άρθρου, έως την 1η Ιουνίου 2021, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 για τον καθορισμό ποιοτικών και ποσοτικών κριτηρίων και δεικτών μέτρησης για τον προσδιορισμό των συναλλαγών που έχουν δομηθεί έτσι ώστε δυνητικά να αποφέρουν σημαντικά φορολογικά πλεονεκτήματα.
7γ. Η ΕΑΤ εξετάζει το ενδεχόμενο θέσπισης τεχνικών κριτηρίων για τη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης των κινδύνων που σχετίζονται με ανοίγματα σε δραστηριότητες που συνδέονται σε σημαντικό βαθμό με περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και σχετικούς με τη διακυβέρνηση στόχους (ΠΚΔ), με σκοπό να αξιολογούνται, μεταξύ άλλων, οι πιθανές πηγές και επιπτώσεις των εν λόγω κινδύνων στα ιδρύματα, λαμβάνοντας υπόψη την υφιστάμενη υποβολή στοιχείων βιωσιμότητας εκ μέρους των ιδρυμάτων καθώς και το έργο σε σχέση με την έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 501 στοιχείο δα) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η έκθεση της ΕΑΤ περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:
α) ορισμό των κινδύνων ΠΚΔ, των φυσικών κινδύνων και των κινδύνων μετάβασης, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που σχετίζονται με την απόσβεση στοιχείων ενεργητικού λόγω κανονιστικής αλλαγής, και ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια και δείκτες μέτρησης για την αξιολόγηση των εν λόγω κινδύνων, καθώς και μέθοδο προκειμένου να αξιολογείται η πιθανότητα εμφάνισης τέτοιων κινδύνων βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, και κατά πόσο αυτοί ενδέχεται να έχουν σημαντικό χρηματοοικονομικό αντίκτυπο σε ένα ίδρυμα·
β) κατά πόσο η ύπαρξη σημαντικής συγκέντρωσης συγκεκριμένων πιστωτικών ανοιγμάτων ενδέχεται να αυξήσει τους κινδύνους ΠΚΔ, τους φυσικούς κινδύνους και τους κινδύνους μετάβασης για το εν λόγω ίδρυμα·
γ) περιγραφή των διαδικασιών που μπορεί να χρησιμοποιεί ένα ίδρυμα για τον εντοπισμό, την εκτίμηση και τη διαχείριση κινδύνων ΠΚΔ, φυσικών κινδύνων και κινδύνων μετάβασης·
δ) τις παραμέτρους και τους δείκτες μέτρησης που μπορούν να χρησιμοποιούν οι εποπτικές αρχές και τα ιδρύματα για να εκτιμήσουν τον αντίκτυπο των βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων κινδύνων ΠΚΔ, φυσικών κινδύνων και κινδύνων μετάβασης στις πράξεις δανειοδότησης και χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης·
ε) κατά πόσο θα ήταν σκόπιμο να αναπτυχθούν συγκεκριμένα κριτήρια για τις δοκιμές ακραίων καταστάσεων και την ανάλυση σεναρίων για το κλίμα που λαμβάνει υπόψη τις μελλοντικές εξελίξεις, όσον αφορά τα χαρτοφυλάκια των ρυθμιζόμενων οντοτήτων, προκειμένου να αξιολογούνται οι κίνδυνοι σε σχέση με το περιβάλλον, οι φυσικοί κίνδυνοι και οι κίνδυνοι μετάβασης, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που σχετίζονται με την απόσβεση στοιχείων ενεργητικού λόγω κανονιστικής αλλαγής και την ευθυγράμμιση των χαρτοφυλακίων δανείων με κλιματικούς παράγοντες σε ενωσιακό επίπεδο.
Η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση με τα συμπεράσματά της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή έως τις [δύο έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού].
Με βάση την έκθεση αυτή, η ΕΑΤ δύναται, εάν κρίνεται σκόπιμο, να θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές για τον καθορισμό κριτηρίων σε σχέση με τους κινδύνους ΠΚΔ στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης, λαμβάνοντας υπόψη τα συμπεράσματα της έκθεσης της ΕΑΤ που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο.»
(19) Στο άρθρο 99 παράγραφος 2, το στοιχείο β) διαγράφεται.
(20) Το άρθρο 103 διαγράφεται.
(21) Το άρθρο 104 τροποποιείται ως εξής:
α) οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:
«1. Για τους σκοπούς του άρθρου 97, του άρθρου 98 παράγραφοι 4 και 5, του άρθρου 101 παράγραφος 4 και του άρθρου 102 και της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν τουλάχιστον τις κατωτέρω εξουσίες:
α) να απαιτούν από τα ιδρύματα να διαθέτουν πρόσθετα ίδια κεφάλαια πέραν των απαιτήσεων που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 104α,
β) να απαιτούν την ενίσχυση των ρυθμίσεων, διαδικασιών, μηχανισμών και στρατηγικών που τέθηκαν σε εφαρμογή σύμφωνα με τα άρθρα 73 και 74,
γ) να απαιτούν από τα ιδρύματα να καταθέτουν σχέδια για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης προς τις εποπτικές απαιτήσεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και να ορίζουν προθεσμία για την εφαρμογή της, συμπεριλαμβανομένων και βελτιώσεων του σχεδίου αυτού όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής και την προθεσμία,
δ) να απαιτούν από τα ιδρύματα να εφαρμόζουν ειδική πολιτική προβλέψεων ή μεταχείριση των στοιχείων του ενεργητικού από την άποψη των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων,
ε) να θέτουν περιορισμούς ή όρια στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, τις εργασίες ή το δίκτυο των ιδρυμάτων ή να αιτούνται την αφαίρεση δραστηριοτήτων που ενέχουν αυξημένο κίνδυνο για την αρτιότητα ενός ιδρύματος,
στ) να απαιτούν τη μείωση του κινδύνου τον οποίον ενέχουν οι δραστηριότητες, τα προϊόντα και τα συστήματα των ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων που ανατίθενται εξωτερικά.
ζ) να απαιτούν από τα ιδρύματα τον περιορισμό των μεταβλητών αποδοχών ως ποσοστού του συνόλου των καθαρών εσόδων, όταν το ύψος τους δεν συνάδει με τη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης,
η) να απαιτούν από τα ιδρύματα να χρησιμοποιούν τα καθαρά κέρδη για την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων,
θ) να περιορίζουν ή να απαγορεύουν τη διανομή κερδών ή την καταβολή τόκων από ένα ίδρυμα στους μετόχους, στα μέλη ή στους κατόχους μέσων της Πρόσθετης Κατηγορίας 1, εφόσον η απαγόρευση δεν συνιστά αθέτηση υποχρέωσης του ιδρύματος,
ι) να επιβάλλουν απαιτήσεις για πρόσθετες ή συχνότερες υποβολές αναφορών, συμπεριλαμβανομένων των αναφορών σχετικά με το κεφάλαιο και τις θέσεις ρευστότητας,
ια) να επιβάλλουν συγκεκριμένες απαιτήσεις ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων των περιορισμών στις αναντιστοιχίες ληκτότητας μεταξύ στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού,
ιβ να απαιτούν πρόσθετες πληροφορίες σε ad hoc βάση μόνο.
2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο ι), οι αρμόδιες αρχές μπορούν μόνο να επιβάλλουν απαιτήσεις για πρόσθετες ή συχνότερες υποβολές αναφορών στα ιδρύματα, στην περίπτωση που οι πληροφορίες που αναφέρονται δεν είναι επαναληπτικές και πληρούται μια από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) πληρούται μια από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του άρθρου 102 παράγραφος 1·
β) η αρμόδια αρχή κρίνει εύλογη την επιβολή των εν λόγω απαιτήσεων για τη συλλογή των αποδεικτικών στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 102 παράγραφος 1 στοιχείο β)·
γ) οι συμπληρωματικές πληροφορίες απαιτούνται για τη διάρκεια του προγράμματος εποπτικής εξέτασης του ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 99.
Πληροφορίες που μπορούν να απαιτούνται από τα ιδρύματα πρέπει να θεωρούνται ως επαναληπτικές, όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, όπου οι ίδιες ή ουσιαστικά οι ίδιες πληροφορίες είναι ήδη διαθέσιμες στην αρμόδια αρχή, μπορούν να παραχθούν από την αρμόδια αρχή ή να αποκτηθούν με άλλα μέσα απ’ ό,τι η υποχρέωση του ιδρύματος να τις αναφέρει. Σε περίπτωση που οι πληροφορίες είναι στη διάθεση της αρμόδιας αρχής σε έναν διαφορετικό μορφότυπο ή βαθμό λεπτομέρειας από τις συμπληρωματικές πληροφορίες που πρέπει να υποβάλλονται, η αρμόδια αρχή δεν απαιτεί τις συμπληρωματικές πληροφορίες, εφόσον ο εν λόγω διαφορετικός μορφότυπος ή βαθμός λεπτομέρειας δεν την εμποδίζει να παραγάγει ουσιαστικά παρόμοιες πληροφορίες.»·
β) η παράγραφος 3 διαγράφεται.
(22) Παρεμβάλλονται τα κατωτέρω άρθρα 104α, 104β και 104γ:
«Άρθρο 104αΑπαίτηση πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων
1. Οι αρμόδιες αρχές επιβάλλουν την απαίτηση πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) ▌εάν, βάσει της επανεξέτασης που διεξάγεται σύμφωνα με τα άρθρα 97 και 101, διαπιστώνουν οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις για ένα μεμονωμένο ίδρυμα:
α) το ίδρυμα είναι εκτεθειμένο σε κινδύνους ή στοιχεία κινδύνων που δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από τις απαιτήσεις περί ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο τρίτο, τέταρτο, πέμπτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όπως ορίζεται στην παράγραφο 2·
β) το ίδρυμα δεν πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 73 και 74 της παρούσας οδηγίας ή στο άρθρο 393 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και μόνη της η εφαρμογή άλλων διοικητικών μέτρων ή εποπτικών μέτρων ενδέχεται να μην αρκεί για να βελτιώσει επαρκώς τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες, τους μηχανισμούς και τις στρατηγικές εντός κατάλληλου χρονοδιαγράμματος·
γ) οι προσαρμογές που αναφέρονται στο άρθρο 98 παράγραφος 4 θεωρούνται ανεπαρκείς ώστε να επιτρέψουν στο ίδρυμα να πωλήσει ή να αντισταθμίσει τις θέσεις του σε σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς σημαντικές ζημίες υπό κανονικές συνθήκες αγοράς·
δ) η αξιολόγηση που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 101 παράγραφος 4 αποκαλύπτει ότι η μη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις για την εφαρμογή των απαιτήσεων για την εφαρμογή της επιτρεπόμενης προσέγγισης ενδέχεται να οδηγήσει σε ανεπαρκείς απαιτήσεις των ιδίων κεφαλαίων·
ε) το ίδρυμα αδυνατεί επανειλημμένως να θεσπίζει ή να διατηρεί επαρκή πρόσθετα ίδια κεφάλαια όπως ορίζεται στο άρθρο 104β παράγραφος 1·
ε α) άλλες καταστάσεις που αφορούν το συγκεκριμένο ίδρυμα, και οι οποίες, κατά την αρμόδια αρχή, προκαλούν σημαντικές ανησυχίες όσον αφορά την εποπτεία.
Οι αρμόδιες αρχές ▌επιβάλλουν την απαίτηση πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) για την κάλυψη του κινδύνου που αντιμετωπίζουν συγκεκριμένα ιδρύματα λόγω των δραστηριοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένων όσων αντικατοπτρίζουν τις επιπτώσεις ορισμένων επιχειρηματικών μοντέλων ή εξελίξεων της αγοράς στα χαρακτηριστικά κινδύνου συγκεκριμένου ιδρύματος.
2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), οι κίνδυνοι ή τα στοιχεία κινδύνων θεωρούνται ότι δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από τις απαιτήσεις σε ίδια κεφάλαια που ορίζονται στο τρίτο, τέταρτο, πέμπτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 μόνο όταν τα ποσά, τα είδη και η κατανομή των κεφαλαίων που κρίνονται επαρκή από την αρμόδια αρχή λαμβανομένης υπόψη της εποπτικής αξιολόγησης της εκτίμησης που διενεργείται από τα ιδρύματα σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 73, είναι υψηλότερα από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος που ορίζονται στο τρίτο, τέταρτο, πέμπτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, το κεφάλαιο που θεωρείται επαρκές καλύπτει όλους τους σημαντικούς κινδύνους ή τα στοιχεία των εν λόγω κινδύνων που καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων. Αυτό είναι πιθανόν να περιλαμβάνει κινδύνους ή στοιχεία κινδύνων που εξαιρούνται ρητά από τις απαιτήσεις περί ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο τρίτο, τέταρτο, πέμπτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Μεταξύ αυτών μπορούν να περιλαμβάνονται τα εξής:
α) σημαντικοί κίνδυνοι που αφορούν το συγκεκριμένο ίδρυμα ή στοιχεία τέτοιων κινδύνων που εξαιρούνται ρητά από τις απαιτήσεις περί ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο τρίτο, τέταρτο, πέμπτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·
β) σημαντικοί κίνδυνοι που αφορούν το συγκεκριμένο ίδρυμα ή στοιχεία τέτοιων κινδύνων που ενδέχεται να έχουν υποτιμηθεί παρά το γεγονός ότι έχουν εκπληρωθεί οι εφαρμοστέες απαιτήσεις που ορίζονται στο τρίτο, τέταρτο, πέμπτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
Οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται το ίδρυμα, λαμβάνοντας υπόψη τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά κινδύνου κάθε μεμονωμένου ιδρύματος. Οι κίνδυνοι ή τα στοιχεία κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) δεν περιλαμβάνουν κινδύνους για τους οποίους η παρούσα οδηγία ή ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 προβλέπει μια μεταβατική αντιμετώπιση ή κινδύνους που υπόκεινται σε ρήτρα αποδοχής του προϋφιστάμενου καθεστώτος.
Κίνδυνος επιτοκίου που προκύπτει από μη εμπορικές θέσεις μπορεί να θεωρηθεί σημαντικός αν ανακύψει περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 98 παράγραφος 5, εκτός αν η αρμόδια αρχή, κατά τη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το ίδρυμα δεν είναι υπερβολικά εκτεθειμένο σε κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου και ότι το ίδρυμα διαχειρίζεται με ικανοποιητικό τρόπο τον κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου.
▌
3. Οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν το επίπεδο των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) ως τη διαφορά μεταξύ του κεφαλαίου που κρίνεται ότι επαρκεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 και των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο τρίτο, τέταρτο, πέμπτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
4. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα ιδρύματα να πληρούν την απαίτηση περί πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) με ίδια κεφάλαια που υπόκεινται στους ακόλουθους όρους:
α) ▌τα τρία τέταρτα της απαίτησης πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων πρέπει να καλύπτονται με κεφάλαια της κατηγορίας 1·
β) ▌τα τρία τέταρτα του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 πρέπει να αποτελούνται από κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.
Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, η αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτήσει από το ίδρυμα να πληροί την απαίτηση πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων με υψηλότερο ποσοστό του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 ή του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, όπου χρειάζεται και λαμβανομένων υπόψη των ειδικών συνθηκών του ιδρύματος.
Ίδια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της απαίτησης πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για την κάλυψη οποιασδήποτε από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, όπως ορίζεται στο άρθρο 128 παράγραφος 6 της παρούσας οδηγίας ή της καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που αναφέρεται στο άρθρο 104β.
Κατά παρέκκλιση από το τρίτο εδάφιο, τα ίδια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της απαίτησης πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α), και η οποία επιβάλλεται από τις αρμόδιες αρχές προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι ή τα στοιχεία κινδύνων που δεν καλύπτονται επαρκώς από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, μπορούν να χρησιμοποιούνται για να ικανοποιούν τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που αναφέρεται στο άρθρο 128 παράγραφος 6 της παρούσας οδηγίας.
5. Η αρμόδια αρχή αιτιολογεί ▌γραπτώς σε κάθε ίδρυμα τη λήψη της απόφασης για επιβολή απαίτησης πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α), τουλάχιστον παρέχοντας σαφή στοιχεία για την πλήρη εκτίμηση των στοιχείων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 4. Αυτό περιλαμβάνει, στην περίπτωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ), ειδική έκθεση των λόγων για τους οποίους η επιβολή της κεφαλαιακής καθοδήγησης δεν θεωρείται πλέον επαρκής.
▌
Άρθρο 104βΚαθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια
1. Σύμφωνα με τις στρατηγικές και τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 73 και μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, τα ιδρύματα καθορίζουν ένα επαρκές επίπεδο ιδίων κεφαλαίων το οποίο κρίνεται ικανοποιητικό από την αρμόδια αρχή και είναι επαρκώς πάνω από τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο τρίτο, τέταρτο, πέμπτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στην παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλονται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α), μεταξύ άλλων προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα ίδια κεφάλαια των ιδρυμάτων μπορούν να απορροφήσουν δυνητικές ζημίες που προσδιορίζονται σύμφωνα με τις εποπτικές δοκιμές ακραίων καταστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 100, χωρίς να παραβιάζουν τα εξής:
α) ένα ελάχιστο σταθερό επίπεδο ίδιων κεφαλαίων που ορίζεται από τις αρμόδιες αρχές, στο πλαίσιο του οποίου οι αρμόδιες αρχές μπορούν να λαμβάνουν υπόψη αξιόπιστες δράσεις διαχείρισης και δυναμικές προσαρμογές στον ισολογισμό που ενδέχεται να πραγματοποιηθούν κατά τη διάρκεια του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεων· ή
β) ▌τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο τρίτο, τέταρτο, πέμπτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τις απαιτήσεις πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλονται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α), στο πλαίσιο των οποίων οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη αξιόπιστες δράσεις διαχείρισης και δυναμικές προσαρμογές στον ισολογισμό που ενδέχεται να πραγματοποιηθούν κατά τη διάρκεια του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεων.
2. Οι αρμόδιες αρχές επανεξετάζουν τακτικά το επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που καθορίζεται από κάθε ίδρυμα, σύμφωνα με την παράγραφο 1, συνεκτιμώντας τα αποτελέσματα των εξετάσεων και των αξιολογήσεων που διενεργούνται σύμφωνα με τα άρθρα 97 και 101, καθώς και τα αποτελέσματα των δοκιμών ακραίων καταστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 100.
3. Οι αρμόδιες αρχές ανακοινώνουν στα ιδρύματα τα αποτελέσματα της επανεξέτασης που προβλέπεται στην παράγραφο 2, καθώς και την εποπτική καθοδήγηση ως προς τα ίδια κεφάλαια που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1.
▌
4α. Ίδια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη του ύψους πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για την κάλυψη οποιασδήποτε από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, της απαίτησης του άρθρου 104α της παρούσας οδηγίας ή της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, όπως ορίζεται στο άρθρο 128 παράγραφος 6 της παρούσας οδηγίας.
5. Ένα ίδρυμα που δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες της παραγράφου 3 δεν υπόκειται στους περιορισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 141.
5α. Εντός τριών από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΤ εξετάζει την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων α) και β) της παραγράφου 1, και υποβάλλει σχετική έκθεση στην Επιτροπή. Βάσει της έκθεσης αυτής, η Επιτροπή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, υποβάλλει νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.
Άρθρο 104γΣυνεργασία με τις αρχές εξυγίανσης
1. Οι αρμόδιες αρχές προβαίνουν σε διαβουλεύσεις με τις αρχές εξυγίανσης πριν από τον καθορισμό τυχόν απαίτησης πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και πριν από την αποστολή κοινοποίησης σε ιδρύματα κάθε προσδοκίας τους για την προσαρμογή του ύψους των ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 104β. Για τους σκοπούς αυτούς, οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στις αρχές εξυγίανσης όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες.
2. Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τις σχετικές αρχές εξυγίανσης σχετικά με την απαίτηση περί πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλεται σε ιδρύματα βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και σχετικά με οποιαδήποτε προσδοκία για την προσαρμογή του ύψους των ιδίων κεφαλαίων που κοινοποιείται σε ιδρύματα σύμφωνα με το άρθρο 104β.».
(23) Στο άρθρο 105, το στοιχείο δ) διαγράφεται.
(24) Στο άρθρο 108, η παράγραφος 3 διαγράφεται.
(25) Στο άρθρο 109, οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:
«2. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τις μητρικές επιχειρήσεις και τις θυγατρικές που υπόκεινται στην παρούσα οδηγία να τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο Τμήμα II του παρόντος κεφαλαίου σε ενοποιημένη και υποενοποιημένη βάση, να διασφαλίζουν ότι οι ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που απαιτούνται από το Τμήμα II του παρόντος κεφαλαίου είναι συνεπείς και με καλή ενσωμάτωση και ότι μπορούν να παραχθούν οποιαδήποτε δεδομένα και στοιχεία που αφορούν τον σκοπό της εποπτείας. Ιδιαίτερα, διασφαλίζουν ότι οι μητρικές επιχειρήσεις και οι θυγατρικές που υπόκεινται στην παρούσα οδηγία εφαρμόζουν αυτές τις ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς στις θυγατρικές τους που δεν υπόκεινται στην παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένων όσων εδρεύουν σε υπεράκτια (offshore) οικονομικά κέντρα. Οι εν λόγω ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμοί είναι συνεπείς και με καλή ενσωμάτωση και οι εν λόγω θυγατρικές πρέπει επίσης να είναι σε θέση να παρουσιάζουν όλα τα δεδομένα και τις πληροφορίες που αφορούν τον σκοπό της εποπτείας. Οι θυγατρικές επιχειρήσεις που δεν υπόκεινται οι ίδιες στην παρούσα οδηγία, συμμορφώνονται με τις οικείες ειδικές τομεακές απαιτήσεις σε μεμονωμένο επίπεδο.
3. Οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από το Τμήμα II του παρόντος κεφαλαίου σχετικά με τις θυγατρικές επιχειρήσεις που δεν υπόκεινται οι ίδιες στην παρούσα οδηγία, δεν ισχύουν αν το εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό ίδρυμα μπορεί να αποδείξει στις αρμόδιες αρχές ότι η εφαρμογή του Τμήματος II είναι παράνομη σύμφωνα με τη νομοθεσία της τρίτης χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένη η θυγατρική.
3α. Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών προτύπων όσον αφορά τις πρακτικές πτυχές της εφαρμογής των κανόνων περί αποδοχών της παρούσας οδηγίας σε θυγατρικές επιχειρήσεις που δεν υπόκεινται οι ίδιες στην παρούσα οδηγία.
Λαμβανομένων υπόψη του μεγέθους, της εσωτερικής οργάνωσης και της φύσης των ιδρυμάτων, του εύρους και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους, καθώς και του γεγονότος ότι η ειδική τομεακή νομοθεσία υπερισχύει στις περιπτώσεις που οι ειδικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας ενδέχεται να έρχονται σε σύγκρουση με τις τομεακές απαιτήσεις, τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών προτύπων καθορίζουν τα ποιοτικά και τα κατάλληλα ποσοτικά κριτήρια για τον προσδιορισμό κατηγοριών προσώπων που αναλαμβάνουν κινδύνους σε επίπεδο ομίλου, καθώς και κατηγοριών μέσων που αντανακλούν το προφίλ κινδύνου του ομίλου.
Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΑΤ αξιολογεί, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, και τροποποιεί, αν είναι αναγκαίο, τα υφιστάμενα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τα κριτήρια για τον προσδιορισμό κατηγοριών υπαλλήλων των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου ενός ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έγκρισης των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. «
(26) Το άρθρο 113 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Άρθρο 113Κοινές αποφάσεις για τις ειδικές για κάθε ίδρυμα απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας
1. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι αρμόδιες αρχές που ευθύνονται για την εποπτεία των θυγατρικών ενός εγκατεστημένου στην ΕΕ μητρικού ιδρύματος ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σε κράτος μέλος κάνουν ό,τι είναι δυνατό προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση όσον αφορά τα εξής:
α) την εφαρμογή των άρθρων 73 και 97 για να καθοριστεί η επάρκεια του ενοποιημένου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων που βρίσκονται στην κατοχή του ομίλου ιδρυμάτων όσον αφορά την οικονομική κατάστασή του και τα χαρακτηριστικά κινδύνου και συνεπώς το απαιτούμενο ύψος ιδίων κεφαλαίων για την εφαρμογή του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) σε κάθε οντότητα στο πλαίσιο του ομίλου ιδρυμάτων και σε ενοποιημένη βάση·
β) τα μέτρα για την αντιμετώπιση ουσιωδών ζητημάτων και σημαντικών ευρημάτων που αφορούν την εποπτεία ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την επάρκεια του οργανισμού και την αντιμετώπιση κινδύνων όπως απαιτείται δυνάμει του άρθρου 86 και όσων αφορούν την ανάγκη των ειδικών για το συγκεκριμένο ίδρυμα απαιτήσεων ρευστότητας σύμφωνα με το άρθρο 105 της παρούσας οδηγίας·
▌
1α. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές που ευθύνονται για την εποπτεία των θυγατρικών ενός εγκατεστημένου στην ΕΕ μητρικού ιδρύματος, μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σε κράτος μέλος για κάθε προσδοκία προσαρμογής του ενοποιημένου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 104β παράγραφος 3.
2. Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 λαμβάνονται:
α) για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία θα περιλαμβάνει την εκτίμηση κινδύνου του ομίλου ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 104α προς τις άλλες συναφείς αρμόδιες αρχές·
β) για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο β), εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία θα περιλαμβάνει την αξιολόγηση των χαρακτηριστικών του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου ιδρυμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 86 και 105·
γ) για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ), εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία θα περιλαμβάνει την εκτίμηση κινδύνου του ομίλου ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 104β.
Οι κοινές αποφάσεις λαμβάνουν, επίσης, δεόντως υπόψη την εκτίμηση κινδύνου των θυγατρικών που διενεργείται από τις συναφείς αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 73, 97, 104α και 104β.
Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 1 παρουσιάζονται σε έγγραφα που περιέχουν πλήρη αιτιολόγηση που θα δοθεί στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Σε περίπτωση διαφωνίας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας συμβουλεύεται την ΕΑΤ κατόπιν αιτήματος οποιαδήποτε άλλης ενδιαφερόμενης αρμόδιας αρχής. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί, επίσης, να συμβουλευτεί την ΕΑΤ αυτεπάγγελτα.
3. Αν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός των χρονικών προθεσμιών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 73, 86 και 97, του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α), του άρθρου 104β και του άρθρου 105 λαμβάνεται σε ενοποιημένη βάση από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας έπειτα από τη δέουσα συνεκτίμηση της αξιολόγησης κινδύνου για τις θυγατρικές που έχει πραγματοποιηθεί από τις συναφείς αρμόδιες αρχές. Αν, κατά τη λήξη των χρονικών περιόδων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Οι χρονικές περίοδοι που αναφέρονται στην παράγραφο 2 θεωρούνται ως περίοδοι συμβιβασμού, υπό την έννοια που αποδίδεται στον όρο στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης προθεσμίας ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.
Η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 73, 86 και 97, του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α), του άρθρου 104β και του άρθρου 105 λαμβάνεται από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των θυγατρικών εταιρειών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος της ΕΕ ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μικτής μητρικής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση, έπειτα από τη δέουσα εξέταση των απόψεων και των επιφυλάξεων που διατυπώθηκαν από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Αν στο τέλος οποιασδήποτε από τις περιόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 2, οποιαδήποτε από τις αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρμόδια αρχή αναβάλλει την απόφασή της και περιμένει την απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του ανωτέρω κανονισμού, και στη συνέχεια λαμβάνει απόφαση που συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ. Οι χρονικές περίοδοι που αναφέρονται στην παράγραφο 2 θεωρούνται ως περίοδοι συμβιβασμού, υπό την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.
Οι αποφάσεις παρουσιάζονται σε έγγραφο που περιέχει πλήρη αιτιολόγηση και λαμβάνει υπόψη την εκτίμηση κινδύνου, τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμόδιων αρχών, όπως αυτές εκφράστηκαν κατά τις χρονικές περιόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Το έγγραφο υποβάλλεται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας σε όλες τις αρμόδιες αρχές και στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ.
Σε περίπτωση που έχει ληφθεί η γνώμη της ΕΑΤ, όλες οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τις συστάσεις της και εξηγούν τυχόν ουσιώδη απόκλιση από αυτές.
4. Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές, όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3, αναγνωρίζονται ως καθοριστικές και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.
Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 προσαρμόζονται στα πρόσφατα δεδομένα σε ετήσια βάση ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των θυγατρικών εταιρειών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών της ΕΕ ή μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών της ΕΕ υποβάλλει γραπτή και πλήρως αιτιολογημένη αίτηση προς την αρχή ενοποιημένης εποπτείας προκειμένου να επικαιροποιήσει την απόφαση για την εφαρμογή του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α), του άρθρου 104β και του άρθρου 105. Στην τελευταία περίπτωση, η προσαρμογή στα πρόσφατα δεδομένα μπορεί να αντιμετωπίζεται σε διμερή βάση μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και της αιτούσας αρμόδιας αρχής.
5. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να διασφαλίσει ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της διαδικασίας κοινής απόφασης στην οποία αναφέρεται το παρόν άρθρο, όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 73, 86 και 97, του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α), του άρθρου 104β και του άρθρου 105 με σκοπό τη διευκόλυνση της λήψης κοινών αποφάσεων.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Ιουλίου 2014.
Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».
(27) Στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 116, προστίθεται η ακόλουθη περίοδος:
«Σώματα εποπτών πρέπει, επίσης, να συσταθούν, όταν όλες οι θυγατρικές ενός εγκατεστημένου στην ΕΕ μητρικού ιδρύματος, μιας μητρικής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών της ΕΕ ή μιας μικτής μητρικής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών της ΕΕ βρίσκονται σε τρίτη χώρα.»
(27α) Στο άρθρο 117, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:
«4α. Οι αρμόδιες αρχές, οι μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών και οι αρχές στις οποίες έχει ανατεθεί το δημόσιο καθήκον της εποπτείας των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημεία 1) και 2) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, ως προς τη συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία, συνεργάζονται στενά στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους και διαβιβάζουν μεταξύ τους τις απαραίτητες πληροφορίες για τον σκοπό αυτό δυνάμει της παρούσας οδηγίας, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849.»
(28) Στο άρθρο 119, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 21α, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα μέτρα που ενδεχομένως απαιτούνται για την υπαγωγή των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών σε ενοποιημένη εποπτεία.»
(29) Στο άρθρο 120, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«2. Σε περίπτωση που μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και δυνάμει της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τους κινδύνους, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας δύναται, κατόπιν συμφωνίας με τον επόπτη του ομίλου στον ασφαλιστικό τομέα, να εφαρμόσει στην εν λόγω μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών μόνον τις διατάξεις της οδηγίας όσον αφορά τον πλέον σημαντικό χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ.».
(29α) Στο άρθρο 125 παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:
«1α. Όταν σύμφωνα με το άρθρο 111, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενός ομίλου με μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών είναι διαφορετική από τον συντονιστή που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, οι δύο αρχές συνεργάζονται με σκοπό την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένη βάση. Προκειμένου να διευκολυνθεί και να καταστεί αποτελεσματική η συνεργασία, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και ο συντονιστής συνάπτουν γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας.»
(29β) Το άρθρο 129 τροποποιείται ως εξής:
α) στην παράγραφο 2, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Το κράτος μέλος που αποφασίζει να εφαρμόσει την εξαίρεση αυτή ενημερώνει σχετικά το ΕΣΣΚ. Το ΕΣΣΚ διαβιβάζει αντιστοίχως τις ειδοποιήσεις στην Επιτροπή, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, εντός τακτής προθεσμίας.»
β) η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«5. Τα ιδρύματα δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρούν για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου για να εκπληρώσουν οποιεσδήποτε απαιτήσεις που πηγάζουν από το άρθρο 104, το άρθρο 104α ή την καθοδήγηση δυνάμει του άρθρου 104β.
(29γ) Το άρθρο 130 τροποποιείται ως εξής:
α) στην παράγραφο 2, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Το κράτος μέλος που αποφασίζει να εφαρμόσει την εξαίρεση αυτή ενημερώνει σχετικά το ΕΣΣΚ. Το ΕΣΣΚ διαβιβάζει αντιστοίχως τις ειδοποιήσεις στην Επιτροπή, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, εντός τακτής προθεσμίας.»
β) η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Τα ιδρύματα οφείλουν να πληρούν την απαίτηση της παραγράφου 1 χρησιμοποιώντας κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, το οποίο θα προστίθεται σε τυχόν κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρείται για τους σκοπούς της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων του άρθρου 92 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, της απαίτησης τήρησης αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου του άρθρου 129 της παρούσας οδηγίας και οποιαδήποτε απαίτηση βάσει των άρθρων 104α και 104β της παρούσας οδηγίας.»
(30) Το άρθρο 131 τροποποιείται ως εξής:
α) η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«1. Τα κράτη μέλη ορίζουν την αρχή που είναι επιφορτισμένη με τον προσδιορισμό, σε ενοποιημένη βάση, των παγκόσμιων συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων (G-SII) και, σε εξατομικευμένη, υποενοποιημένη ή ενοποιημένη βάση, ανάλογα με την περίπτωση, των άλλων συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων (O-SII), τα οποία αποτελούν ιδρύματα τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στη δικαιοδοσία τους. Η εν λόγω αρχή πρέπει να είναι είτε η αρμόδια είτε η εντεταλμένη αρχή. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν περισσότερες από μία αρχές.
Τα ιδρύματα G-SII είναι οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:
α) ένας όμιλος με επικεφαλής ένα εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό ίδρυμα, μια εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή μια εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών· ή
β) ένα ίδρυμα που δεν είναι θυγατρική μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ, μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μικτής μητρικής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.
Τα ιδρύματα Ο-SII μπορούν είτε να αποτελούν έναν όμιλο, με επικεφαλής ένα εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό ίδρυμα είτε να συνιστούν μια εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή μια εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή ένα ίδρυμα.».
β) στην παράγραφο 3, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Η ΕΑΤ, κατόπιν διαβούλευσης με το ΕΣΣΚ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με τα κριτήρια προσδιορισμού των όρων εφαρμογής της παρούσας παραγράφου σε σχέση με την εκτίμηση των O-SII και τη μεθοδολογία σχεδιασμού και βαθμονόμησης των ποσοστών αποθεμάτων ασφαλείας. Τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα λαμβάνουν υπόψη τα διεθνή πλαίσια των εγχώριων συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων και τις ενωσιακές και τις εθνικές ιδιομορφίες.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 30η Ιουνίου 2020.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το δεύτερο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»
γ) η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«5. Η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή μπορεί να υποχρεώνει κάθε O-SII, σε ενοποιημένη, υποενοποιημένη ή εξατομικευμένη βάση, ανάλογα με την περίπτωση, να διατηρεί απόθεμα ασφαλείας O-SII ύψους έως 3 % του υπολογιζόμενου συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο, που συνίσταται σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, το οποίο και συμπληρώνει· στο πλαίσιο αυτό, λαμβάνονται υπόψη τα κριτήρια για τον προσδιορισμό του O-SII.»
δ) παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 5α:
«5α. Η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή μπορεί να υποχρεώνει ένα O-SII να διατηρεί απόθεμα ασφαλείας υψηλότερο του 3 % του υπολογιζόμενου συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο, με την επιφύλαξη της έγκρισης της Επιτροπής.
Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 7, το ΕΣΣΚ παρέχει στην Επιτροπή γνωμοδότηση στην οποία εκτιμά αν το απόθεμα ασφαλείας O-SII κρίνεται κατάλληλο. Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να παράσχει γνωμοδότηση στην Επιτροπή σχετικά με το απόθεμα ασφαλείας σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την εκτίμηση του ΕΣΣΚ και της ΕΑΤ, κατά περίπτωση, και εφόσον είναι πεπεισμένη ότι το απόθεμα ασφαλείας O-SII δεν προκαλεί δυσανάλογες δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοοικονομικού συστήματος άλλων κρατών μελών ή της Ένωσης συνολικά οι οποίες θέτουν εμπόδια στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, εγκρίνει εκτελεστική πράξη με την οποία εξουσιοδοτείται η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή να θεσπίσει το προτεινόμενο μέτρο.»
ε) στην παράγραφο 7, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«7. Η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή, πριν καθορίσει ή επανακαθορίσει απόθεμα ασφαλείας O-SII, ειδοποιεί το ΕΣΣΚ ένα μήνα πριν από τη δημοσίευση της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 5. Το ΕΣΣΚ διαβιβάζει τις ειδοποιήσεις στην Επιτροπή, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές των κρατών μελών, εντός τακτής προθεσμίας. Στην ειδοποίηση αυτή περιγράφονται αναλυτικά:»
στ) η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«8. Με την επιφύλαξη του άρθρου 133 και της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, όταν ένα O-SII είναι θυγατρική G-SII ή O-SII που αποτελεί μητρικό ίδρυμα της ΕΕ και υπόκειται σε απόθεμα ασφαλείας O-SII σε ενοποιημένη βάση, το απόθεμα ασφαλείας που εφαρμόζεται σε εξατομικευμένο ή υποενοποιημένο επίπεδο στο O-SII δεν υπερβαίνει το χαμηλότερο από τα κατωτέρω:
α) το άθροισμα του μεγαλύτερου ποσοστού αποθέματος ασφαλείας G-SII ή O-SII που εφαρμόζεται στον όμιλο σε ενοποιημένο επίπεδο και του 1 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και
β) 3 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ή το ποσοστό που ενέκρινε η Επιτροπή να εφαρμοστεί στον όμιλο σε ενοποιημένο επίπεδο.»
ζ) η παράγραφος 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«9. Υπάρχουν ▌πέντε υποκατηγορίες G-SII. Το κατώτατο όριο και τα όρια μεταξύ κάθε υποκατηγορίας καθορίζονται από τις βαθμολογίες βάσει της μεθόδου προσδιορισμού. Οι οριακές βαθμολογίες μεταξύ γειτονικών υποκατηγοριών καθορίζονται σαφώς και ακολουθούν την αρχή ότι υπάρχει διαρκής γραμμική αύξηση συστημικής σημασίας μεταξύ κάθε υποκατηγορίας, που έχει ως αποτέλεσμα τη γραμμική αύξηση της απαίτησης πρόσθετου κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, με εξαίρεση την ανώτατη υποκατηγορία. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου ως «συστημική σημασία» νοείται ο αναμενόμενος αντίκτυπος της δυσχέρειας του G-SII στην παγκόσμια χρηματοοικονομική αγορά. Για την κατώτατη υποκατηγορία ισχύει απόθεμα ασφαλείας G-SII ίσο με το 1 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και το απόθεμα ασφαλείας για κάθε υποκατηγορία αυξάνεται κατά βαθμίδες ίσες προς το 0,5 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 έως και την τέταρτη υποκατηγορία. Η ανώτατη υποκατηγορία του αποθέματος ασφαλείας G-SII υπόκειται σε απόθεμα ασφαλείας ίσο με το 3,5 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
Όταν ένα ίδρυμα κατατάσσεται στην ανώτατη υποκατηγορία του αποθέματος ασφαλείας G-SII, προστίθεται αυτομάτως μια επιπλέον, νέα υποκατηγορία. Το απόθεμα ασφαλείας αυξάνεται για κάθε επόμενη υποκατηγορία κατά βαθμίδες ίσες προς το 1 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.»
η) η παράγραφος 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«12. Η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή γνωστοποιεί τις επωνυμίες των G-SII και O-SII και την αντίστοιχη υποκατηγορία στην οποία κατατάσσεται κάθε G-SII στο ΕΣΣΚ. Το ΕΣΣΚ διαβιβάζει τις γνωστοποιήσεις στην Επιτροπή και την ΕΑΤ εντός τακτής προθεσμίας, και δημοσιοποιεί τις επωνυμίες. Οι αρμόδιες ή εντεταλμένες αρχές δημοσιοποιούν την υποκατηγορία στην οποία κατατάσσεται το κάθε G-SII.
Η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή επανεξετάζει ετησίως τον προσδιορισμό των G-SII και O-SII και την κατάταξη των G-SII στις αντίστοιχες υποκατηγορίες και γνωστοποιεί το αποτέλεσμα στο οικείο συστημικά σημαντικό ίδρυμα και στο ΕΣΣΚ, το οποίο διαβιβάζει τα αποτελέσματα στην Επιτροπή και την ΕΑΤ, εντός τακτής προθεσμίας.Η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή δημοσιοποιεί τον ενημερωμένο κατάλογο των προσδιοριζόμενων συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων, καθώς και την υποκατηγορία στην οποία κατατάσσεται κάθε προσδιοριζόμενο G-SII.»
θ) η παράγραφος 13 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
13. Τα συστημικά σημαντικά ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρούν για τους σκοπούς των παραγράφων 4 και 5 για να εκπληρώσουν οποιεσδήποτε απαιτήσεις πηγάζουν από το άρθρο 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τα άρθρα 129 και 130 της παρούσας οδηγίας και οποιεσδήποτε απαιτήσεις πηγάζουν από τα άρθρα 102 και 104 της παρούσας οδηγίας.
ι) η παράγραφος 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«14. Όταν ένας όμιλος, σε ενοποιημένη βάση, υπόκειται σε απόθεμα ασφαλείας G-SII και απόθεμα ασφαλείας O-SII, εφαρμόζεται το υψηλότερο απόθεμα ασφαλείας.
Όταν ένα ίδρυμα, σε εξατομικευμένη ή υποενοποιημένη βάση, υπόκειται σε απόθεμα ασφαλείας O-SII και σε απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 133, εφαρμόζεται το άθροισμα των δύο αποθεμάτων.
Όταν ένας όμιλος, σε ενοποιημένη βάση, υπόκειται σε απόθεμα ασφαλείας G-SII, απόθεμα ασφαλείας O-SII και σε απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 133, εφαρμόζεται το άθροισμα των παρακάτω:
α) του υψηλότερου μεταξύ του αποθέματος ασφαλείας G-SII και του αποθέματος ασφαλείας O-SII·
β) του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 133.»
(30α) Το άρθρο 133 τροποποιείται ως εξής:
α) η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«1. Κάθε κράτος μέλος δύναται να εισαγάγει απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου από κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 για τον χρηματοπιστωτικό τομέα ή για ένα ή περισσότερα υποσύνολα του εν λόγω τομέα, σε όλα τα ανοίγματα ή σε υποσύνολο των ανοιγμάτων, ώστε να αποτρέπονται και να μετριάζονται ▌συστημικοί ή μακροπροληπτικοί κίνδυνοι που δεν καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και από το άρθρο 131 της παρούσας οδηγίας, με την έννοια του κινδύνου διαταραχής του χρηματοοικονομικού συστήματος που παρουσιάζει το δυναμικό σοβαρών αρνητικών επιπτώσεων για το χρηματοοικονομικό σύστημα και την πραγματική οικονομία σε συγκεκριμένο κράτος μέλος.»
β) οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:
«3. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, μπορεί να απαιτηθεί από τα ιδρύματα να τηρούν, πέρα από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρείται για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που θεσπίζει το άρθρο 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 ▌με βάση τα ανοίγματα στα οποία εφαρμόζεται το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με την παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου, σε εξατομικευμένη, ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση, όπως εφαρμόζεται σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος II του εν λόγω κανονισμού.
Το συνολικό ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου ενός ιδρύματος υπολογίζεται ως το άθροισμα των ποσών που ορίζονται στα στοιχεία α) και β), διαιρούμενο δια του ποσού που ορίζεται στο στοιχείο γ), εκφραζόμενο ως ποσοστό:
α) οποιοδήποτε απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου που εφαρμόζεται σε όλα τα ανοίγματα για όλα τα ιδρύματα ή, ανάλογα με την περίπτωση, σε όλα τα ανοίγματα για υποσύνολα ιδρυμάτων·
β) οποιοδήποτε απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου που εφαρμόζεται σε ανοίγματα σε μεμονωμένους κλάδους ή υποκλάδους· και
γ) το συνολικό ποσό ανοίγματος σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
Η σχετική αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή μπορεί να απαιτεί από τα ιδρύματα να διατηρούν το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σε εξατομικευμένο, ενοποιημένο ή υποενοποιημένο επίπεδο.Το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου εφαρμόζεται για να αντιμετωπιστούν κίνδυνοι που δεν καλύπτονται από το απόθεμα ασφαλείας G-SII ή το απόθεμα ασφαλείας O-SII σύμφωνα με το άρθρο 131.
4. Τα ιδρύματα δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρούν για τους σκοπούς της παραγράφου 3 για να εκπληρώσουν οποιεσδήποτε απαιτήσεις πηγάζουν από το άρθρο 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τα άρθρα 129, 130 και 131 της παρούσας οδηγίας και οποιεσδήποτε απαιτήσεις πηγάζουν από τα άρθρα 102, 104, 104α και την καθοδήγηση δυνάμει του άρθρου 104β της παρούσας οδηγίας.»
γ) η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«6. Όταν ▌ένα ίδρυμα συμμετέχει σε όμιλο ή υποόμιλο στον οποίο ανήκει G-SII ή O-SII, αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι το εν λόγω ίδρυμα υπόκειται, σε εξατομικευμένη βάση, σε συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας χαμηλότερη από το άθροισμα του αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου, του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας και του αθροίσματος του αποθέματος ασφαλείας O-SII και του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που εφαρμόζεται στο ίδρυμα αυτό σε εξατομικευμένη βάση.»
δ) η παράγραφος 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
9. Το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου έχει εφαρμογή σε όλα τα ιδρύματα ή σε ένα ή περισσότερα υποσύνολα αυτών των ιδρυμάτων, για τα οποία είναι αρμόδιες οι αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και ορίζεται σε βαθμιαία ή επιταχυνόμενα στάδια προσαρμογής ▌. Μπορεί να εισαχθούν διαφορετικές απαιτήσεις για διαφορετικά υποσύνολα ενός τομέα, τομεακά ανοίγματα ή, κατά περίπτωση, υποσύνολα τομεακού ανοίγματος. Το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση κινδύνων που καλύπτονται από το πλαίσιο που ορίζεται στο άρθρο 131.
ε) η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:
i) το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«11. Η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή, πριν καθορίσει ή επανακαθορίσει ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου έως και 3 %, ειδοποιεί ▌το ΕΣΣΚ ▌ένα μήνα πριν από τη δημοσίευση της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 16. Το ΕΣΣΚ διαβιβάζει τις ειδοποιήσεις στην Επιτροπή, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, εντός τακτής προθεσμίας. Εάν το απόθεμα ασφαλείας εφαρμόζεται σε ανοίγματα σε τρίτες χώρες, η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή ειδοποιεί και το ΕΣΣΚ. Το ΕΣΣΚ διαβιβάζει την ειδοποίηση στις εποπτικές αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών. Στην ειδοποίηση αυτή περιγράφονται αναλυτικά:»
ii) το στοιχείο ε) διαγράφεται.
στ) η παράγραφος 12 τροποποιείται ως εξής:
i) το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«12. Πριν από τον καθορισμό ή επανακαθορισμό ποσοστού του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου άνω του 3 %, η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή ειδοποιεί το ΕΣΣΚ. Το ΕΣΣΚ διαβιβάζει τις ειδοποιήσεις στην Επιτροπή, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, εντός τακτής προθεσμίας. Εάν το απόθεμα ασφαλείας εφαρμόζεται σε ανοίγματα σε τρίτες χώρες, η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή ειδοποιεί και το ΕΣΣΚ. Το ΕΣΣΚ διαβιβάζει την ειδοποίηση στις εποπτικές αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών. Στην ειδοποίηση αυτή περιγράφονται αναλυτικά:»
ii) το στοιχείο ε) διαγράφεται.
ζ) η παράγραφος 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«14. ▌Όταν ένα υποσύνολο του χρηματοπιστωτικού τομέα περιλαμβάνει θυγατρική μητρικής εταιρείας εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή, το κοινοποιεί στις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους, στην Επιτροπή και το ΕΣΣΚ. Εντός 30 εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση, η Επιτροπή και το ΕΣΣΚ εκδίδουν σύσταση ως προς τα μέτρα που ελήφθησαν σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο. Όταν διαφωνούν οι αρχές και στην περίπτωση αρνητικής σύστασης τόσο της Επιτροπής όσο και του ΕΣΣΚ, η αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή μπορεί να παραπέμπει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η απόφαση καθορισμού του αποθέματος για τα εν λόγω ανοίγματα αναστέλλεται έως ότου λάβει απόφαση η ΕΑΤ.»
η) στην παράγραφο 15, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«15. Εντός 30 εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 12, το ΕΣΣΚ παρέχει στην Επιτροπή γνωμοδότηση στην οποία εκτιμά εάν το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου κρίνεται κατάλληλο. Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να παράσχει γνωμοδότηση στην Επιτροπή σχετικά με το απόθεμα ασφαλείας σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»
θ) το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 16 τροποποιείται ως εξής:
i) το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«α) το ποσοστό ή τα ποσοστά του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου,»
ii) παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:
«βα) τα ανοίγματα στα οποία εφαρμόζεται το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου,»
(30β) Στο άρθρο 134, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«2. Εφόσον τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου για τα ιδρύματα με εγχώρια άδεια, ειδοποιούν το ΕΣΣΚ. Το ΕΣΣΚ διαβιβάζει τις ειδοποιήσεις στην Επιτροπή, την ΕΑΤ και το κράτος μέλος που καθορίζει το εν λόγω ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, εντός τακτής προθεσμίας.»
(30γ) Το άρθρο 136 τροποποιείται ως εξής:
α) στην παράγραφο 3, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«3. Κάθε εντεταλμένη αρχή εκτιμά την ένταση του κυκλικού, μακροπροληπτικού ή συστημικού κινδύνου ανά τρίμηνο και, σε περίπτωση μεταβολών, ορίζει ή προσαρμόζει το κατάλληλο ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για το δικό της κράτος μέλος, όπου στο πλαίσιο αυτό κάθε εντεταλμένη αρχή λαμβάνει υπόψη:»
β) η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«7. Κάθε εντεταλμένη αρχή ανακοινώνει το τριμηνιαίο εφαρμοστέο ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας δημοσιεύοντάς το στον ιστότοπό της. Η ανακοίνωση περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες:
α) το ισχύον ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας,
β) τον σχετικό λόγο πίστωσης προς το ΑΕγχΠ και την απόκλισή του από τη μακροπρόθεσμη τάση,
γ) τον οδηγό αποθέματος που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2,
δ) αιτιολόγηση αυτού του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας,
ε) στις περιπτώσεις αύξησης του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας, την ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματα πρέπει να εφαρμόσουν αυτό το αυξημένο ποσοστό αποθέματος για τους σκοπούς υπολογισμού του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα,
στ) εάν η ημερομηνία του στοιχείου ε) απέχει λιγότερο από 12 μήνες από την ημερομηνία της ανακοίνωσης της παρούσας παραγράφου, αναφορά στις εξαιρετικές συνθήκες που δικαιολογούν τη συντομότερη προθεσμία εφαρμογής,
ζ) όπου το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας μειώνεται, την ενδεικτική περίοδο κατά την οποία δεν αναμένεται αύξηση του ποσοστού αποθέματος καθώς και αιτιολόγηση αυτής της περιόδου.
Οι εντεταλμένες αρχές κοινοποιούν στο ΕΣΣΚ το ισχύον ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, μαζί με τα στοιχεία των στοιχείων α) έως ζ), ανά τρίμηνο. Το ΕΣΣΚ δημοσιεύει στον ιστότοπό του όλα αυτά τα ποσοστά αποθεμάτων ασφαλείας και τις σχετικές πληροφορίες που του κοινοποιούνται.
Οι εντεταλμένες αρχές συμμετεχόντων κρατών μελών, όπως ορίζονται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, κοινοποιούν επίσης στην ΕΚΤ το ισχύον ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, μαζί με τα στοιχεία των στοιχείων α) έως ζ), ανά τρίμηνο.
(31) Στο άρθρο 141, οι παράγραφοι 1 έως 6 αντικαθίστανται από τα εξής:
«1. Με την επιφύλαξη των μέτρων δυνάμει του άρθρου 104 της παρούσας οδηγίας και των κεφαλαίων II και III της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές απαγορεύουν σε οποιοδήποτε ίδρυμα που πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας να προβαίνει σε διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 ή να πραγματοποιεί πληρωμές σε πρόσθετα μέσα της Κατηγορίας 1, στον βαθμό που μια τέτοια διανομή θα μείωνε το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 σε τέτοιο επίπεδο ώστε να μην πληρούται πλέον η συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας.
2. Με την επιφύλαξη των μέτρων δυνάμει του άρθρου 104 της παρούσας οδηγίας και των κεφαλαίων II και III της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, οι εντεταλμένες αρχές απαιτούν από τα ιδρύματα που δεν πληρούν τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, να υπολογίζουν το μέγιστο διανεμητέο ποσό («ΜΔΠ») σύμφωνα με την παράγραφο 4 και να κοινοποιούν το εν λόγω ΜΔΠ στην αρμόδια αρχή.
Όπου ισχύει το πρώτο εδάφιο, οι αρμόδιες αρχές απαγορεύουν σε κάθε τέτοιο ίδρυμα να προβαίνει σε οποιαδήποτε από τις κάτωθι ενέργειες πριν υπολογίσει το ΜΔΠ:
α) να προβαίνει σε διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1,
β) να δημιουργεί υποχρέωση καταβολής κυμαινόμενης αμοιβής ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών ή να καταβάλλει μεταβλητές αποδοχές, εάν η υποχρέωση καταβολής δημιουργήθηκε, ενώ το ίδρυμα δεν πληρούσε τις συνδυασμένες απαιτήσεις αποθέματος ασφαλείας,
γ) να προβαίνει σε πληρωμές σε πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της Κατηγορίας 1.
3. Οι αρμόδιες αρχές απαγορεύουν σε οποιοδήποτε ίδρυμα που δεν ικανοποιεί ή δεν υπερβαίνει τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, ▌να διανέμει περισσότερο από το ΜΔΠ που έχει υπολογιστεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 μέσω κάθε ενέργειας που αναφέρεται στα στοιχεία α), β) και γ) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2. ▌
4. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα ιδρύματα να υπολογίζουν το ΜΔΠ πολλαπλασιάζοντας το ποσό που υπολογίσθηκε βάσει της παραγράφου 5 με τον συντελεστή που ορίζεται βάσει της παραγράφου 6. Από το ΜΔΠ αφαιρείται οποιαδήποτε ενέργεια αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α), β) ή γ).
5. Το ποσό που πρέπει να πολλαπλασιασθεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 περιλαμβάνει:
α) ενδιάμεσα κέρδη που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθαρά από κάθε καταβληθέν ποσό μετά από οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) ή γ) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου·
συν
β) τα κέρδη στο τέλος του έτους που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθαρά από κάθε καταβληθέν ποσό μετά από οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) ή γ) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου·
γ) αδιανέμητα κέρδη, ενδιάμεσα κέρδη και κέρδη στο τέλος του έτους που έχουν ήδη συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 στον βαθμό που παράγονται κατ’ επανάληψη και υπό την προϋπόθεση ότι:
i) οι διανομές περιορίζονται σε ποσό το οποίο δεν επιτρέπει στο ίδρυμα να μειώσει το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 σε χαμηλότερο τεταρτημόριο της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας,
ii) το ίδρυμα επιδεικνύει προς ικανοποίηση της αρμόδιας αρχής ότι είναι σε θέση να παράγει τα εν λόγω κέρδη στους 12 μήνες που έπονται της παραβίασης, και
iii) η αρμόδια αρχή εγκρίνει το σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου που αναφέρεται στο άρθρο 142·
μείον
δ) (τα ποσά που θα ήταν πληρωτέα ως φόρος αν τα είδη που προσδιορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου διατηρούνταν.
6. Ο συντελεστής καθορίζεται ως εξής:
α) όπου το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται προκειμένου να πληρούνται οποιεσδήποτε εκ των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 92α και τα στοιχεία α), β) και γ) του άρθρου 92 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σύμφωνα με τα άρθρα 45γ και 45δ της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας, που εκφράζεται ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του πρώτου (δηλαδή του χαμηλότερου) τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής θα είναι 0·
β) όπου το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται προκειμένου να πληρούνται οποιεσδήποτε εκ των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 92α και τα στοιχεία α), β) και γ) του άρθρου 92 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σύμφωνα με τα άρθρα 45γ και 45δ της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας, που εκφράζεται ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του δεύτερου τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής θα είναι 0,2·
γ) όπου το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 92α και τα στοιχεία α), β) και γ) του άρθρου 92 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σύμφωνα με τα άρθρα 45γ και 45δ της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας, που εκφράζεται ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του τρίτου τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής θα είναι 0,4·
δ) όπου το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 92α και τα στοιχεία α), β) και γ) του άρθρου 92 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σύμφωνα με τα άρθρα 45γ και 45δ της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας, που εκφράζεται ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του τέταρτου (δηλαδή του υψηλότερου) τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής θα είναι 0,6·
Το κατώτατο και το ανώτατο όριο του κάθε τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας υπολογίζονται ως εξής:
«Qn» είναι ο τακτικός αριθμός του σχετικού τεταρτημόριου.»
(32) Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 141α:
«Άρθρο 141αΜη τήρηση της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας
1. Ένα ίδρυμα θεωρείται ότι δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τους σκοπούς του άρθρου 141, εφόσον δεν διαθέτει ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις στην ποσότητα και την ποιότητα που απαιτούνται για να επιτευχθεί ταυτόχρονα η απαίτηση που ορίζεται στο άρθρο 128 παράγραφος 6 και κάθε μία από τις απαιτήσεις που ορίζονται στα ακόλουθα άρθρα:
α) το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας·
β) το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας·
γ) το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας·
γ α) το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) και το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δα) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, κατά περίπτωση, και το άρθρο 104α της παρούσας οδηγίας·
δ) Το άρθρο 92α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τα άρθρα 45γ και 45δ της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.
Ίδια κεφάλαια που τηρούνται για την εκπλήρωση της απαίτησης βάσει του άρθρου 128 παράγραφος 6 δεν χρησιμοποιούνται επίσης για την εκπλήρωση των απαιτήσεων που ορίζονται στα άρθρα 45γ, 45δ και 45ε της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.
2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, ένα ίδρυμα δεν θεωρείται ότι δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τους σκοπούς του άρθρου 141, εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) το ίδρυμα πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, όπως ορίζεται στο άρθρο 128 παράγραφος 6, όταν αυτή εξετάζεται επιπλέον κάθε μίας από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 1·
β) η μη τήρηση της απαίτησης που ορίζεται στο άρθρο 128 παράγραφος 6, όταν αυτή εξετάζεται επιπλέον της απαίτησης που αναφέρεται στο στοιχείο δ) της παραγράφου 1, οφείλεται αποκλειστικά στην αδυναμία του ιδρύματος να εκδώσει ή να αντικαταστήσει τις υποχρεώσεις που δεν πληρούν ή δεν πληρούν πλέον τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας ή το κριτήριο ωρίμανσης που προβλέπονται στα άρθρα 72β και 72γ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·
γ) η μη τήρηση των απαιτήσεων που αναφέρονται στο στοιχείο δ) της παραγράφου 1 δεν διαρκεί περισσότερο από 6 μήνες.
γ α) το οικείο ίδρυμα δεν είναι G-SII.».
(32α) Το άρθρο 142 τροποποιείται ως εξής:
α) η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Όταν ένα ίδρυμα αδυνατεί να εκπληρώσει είτε:
α) τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας· ή
β) τη συνδυασμένη απαίτηση για την προσαρμογή του δείκτη μόχλευσης, η οποία αποτελείται από προσαρμογή του δείκτη μόχλευσης ειδικά για το κάθε ίδρυμα και από προσαρμογή του δείκτη μόχλευσης O-SII,
καταρτίζει σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου και το υποβάλλει στην αρμόδια αρχή το αργότερο εντός πέντε εργάσιμων ημερών από τη στιγμή που διαπιστώσει ότι δεν μπορεί να εκπληρώσει την εν λόγω απαίτηση, εκτός αν η αρμόδια αρχή εγκρίνει παράταση της προθεσμίας, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 10 ημέρες.
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χορηγούν τέτοιες άδειες μόνο βάσει της συγκεκριμένης περίπτωσης ενός πιστωτικού ιδρύματος και λαμβάνοντας υπόψη την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος.
β) η παράγραφος 2 στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«γ) σχέδιο και χρονοδιάγραμμα για την αύξηση των ιδίων κεφαλαίων με στόχο την πλήρη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 που δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσει το ίδρυμα.»
γ) η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Η αρμόδια αρχή εκτιμά το σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου και το εγκρίνει μόνο εάν κρίνει πως το σχέδιο, εάν εφαρμοσθεί, έχει ευλόγως αυξημένες πιθανότητες να επιτύχει τη διατήρηση ή συγκέντρωση επαρκών κεφαλαίων ώστε το ίδρυμα να πληροί την απαίτηση της παραγράφου 1 που δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσει, εντός χρονικής περιόδου που η αρμόδια αρχή θεωρεί κατάλληλη.»
(33) Στο άρθρο 145, προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία ι) και ια):
«ι) συμπλήρωση των άρθρων 2 (5α) και 2 (5β) με τον καθορισμό, βάσει των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή της
i) κατά πόσον ιδρύματα ή κατηγορίες ιδρυμάτων πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα εν λόγω άρθρα· ή
ii) κατά πόσον ιδρύματα ή κατηγορίες ιδρυμάτων έχουν παύσει να πληρούν τους όρους που προβλέπονται στα εν λόγω·
ια) τις τροποποιήσεις του καταλόγου που ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 5:
i) με τη διαγραφή των ιδρυμάτων ή των κατηγοριών ιδρυμάτων, όταν ο αρμόδιος φορέας ή κατηγορία των ιδρυμάτων έχει πάψει να υφίσταται·
ii) μέσω των απαραίτητων αλλαγών, εφόσον το όνομα του σχετικού ιδρύματος ή της κατηγορίας ιδρυμάτων έχει αλλάξει.».
(34) Στο άρθρο 146, το στοιχείο α) διαγράφεται.
(35) Στο άρθρο 161, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 10:
«10. Έως την 31η Δεκεμβρίου 2023, η Επιτροπή εξετάζει και υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή και την εκτέλεση των εποπτικών εξουσιών που αναφέρονται στα στοιχεία ι) και ιβ) του άρθρου 104 παράγραφος 1, και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. ».
Άρθρο 2Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο
1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο εντός [ενός έτους από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας], τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.
Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από [ένα έτος + 1 ημέρα από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας]. Ωστόσο, οι διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση με τις τροπολογίες που αναφέρονται στα σημεία 13) και 18) του άρθρου 1, που περιλαμβάνουν τροποποιήσεις στα άρθρα 84 και 98 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ισχύουν από την [δύο έτη μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας].
Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, οι τελευταίες περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την εν λόγω αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Τα κράτη μέλη προσδιορίζουν τον τρόπο με τον οποίο θα γίνεται η εν λόγω αναφορά.
2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.
Άρθρο 3Έναρξη ισχύος
Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 4Αποδέκτες
Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.
Βρυξέλλες,
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος
- [1] ΕΕ C 34 της 31.1.2018, σ. 5.
- [2] * Τροπολογίες: το νέο ή το τροποποιημένο κείμενο σημειώνονται με έντονους πλάγιους χαρακτήρες· οι διαγραφές σημειώνονται με το σύμβολο ▌.
- [3] ΕΕ C […] της […], σ. […].
- [4] ΕΕ C της ..., σ. ... .
- [5] Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ.338).
- [6] Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).
- [7] Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).
- [8] Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).
- [9] Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΑΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
Τίτλος |
Εξαιρούμενες οντότητες, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, αποδοχές, μέτρα και εξουσίες εποπτείας και μέτρα διατήρησης κεφαλαίου |
||||
Έγγραφα αναφοράς |
COM(2016)0854 – C8-0474/2016 – 2016/0364(COD) |
||||
Ημερομηνία υποβολής στο ΕΚ |
23.11.2016 |
|
|
|
|
Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια |
ECON 19.1.2017 |
|
|
|
|
Εισηγητές Ημερομηνία ορισμού |
Peter Simon 24.11.2016 |
|
|
|
|
Εξέταση στην επιτροπή |
28.2.2017 |
25.4.2017 |
3.5.2017 |
11.12.2017 |
|
|
22.2.2018 |
|
|
|
|
Ημερομηνία έγκρισης |
18.6.2018 |
|
|
|
|
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
44 5 8 |
|||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Gerolf Annemans, Burkhard Balz, Hugues Bayet, Pervenche Berès, David Coburn, Thierry Cornillet, Esther de Lange, Markus Ferber, Jonás Fernández, Sven Giegold, Neena Gill, Roberto Gualtieri, Brian Hayes, Gunnar Hökmark, Cătălin Sorin Ivan, Petr Ježek, Barbara Kappel, Wolf Klinz, Philippe Lamberts, Werner Langen, Olle Ludvigsson, Ivana Maletić, Fulvio Martusciello, Marisa Matias, Gabriel Mato, Alex Mayer, Bernard Monot, Caroline Nagtegaal, Stanisław Ożóg, Sirpa Pietikäinen, Anne Sander, Alfred Sant, Martin Schirdewan, Pedro Silva Pereira, Peter Simon, Theodor Dumitru Stolojan, Kay Swinburne, Paul Tang, Ramon Tremosa i Balcells, Ernest Urtasun, Marco Valli, Miguel Viegas, Jakob von Weizsäcker, Marco Zanni, Γεώργιος Κύρτσος |
||||
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Andrea Cozzolino, Ashley Fox, Doru-Claudian Frunzulică, Syed Kamall, Alain Lamassoure, Thomas Mann, Luigi Morgano, Michel Reimon, Joachim Starbatty |
||||
Αναπληρωτές (άρθρο 200 παράγραφος 2 του Κανονισμού) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Christofer Fjellner, Agnieszka Kozłowska-Rajewicz, Rupert Matthews |
||||
Ημερομηνία κατάθεσης |
28.6.2018 |
||||
ΤΕΛΙΚΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΜΕ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΚΛΗΣΗΣΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
44 |
+ |
|
ALDE |
Thierry Cornillet, Petr Ježek, Wolf Klinz, Caroline Nagtegaal, Ramon Tremosa i Balcells |
|
ECR |
Ashley Fox, Syed Kamall, Rupert Matthews, Stanisław Ożóg, Joachim Starbatty, Joachim Starbatty |
|
ENF |
Barbara Kappel |
|
PPE |
Burkhard Balz, Markus Ferber, Christofer Fjellner, Brian Hayes, Gunnar Hökmark, Agnieszka Kozłowska‑Rajewicz, Alain Lamassoure, Esther de Lange, Werner Langen, Ivana Maletić, Thomas Mann, Fulvio Martusciello, Gabriel Mato, Sirpa Pietikäinen, Anne Sander, Theodor Dumitru Stolojan, Γεώργιος Κύρτσος |
|
S&D |
Hugues Bayet, Pervenche Berès, Andrea Cozzolino, Jonás Fernández, Doru‑Claudian Frunzulică, Neena Gill, Roberto Gualtieri, Cătălin Sorin Ivan, Olle Ludvigsson, Alex Mayer, Luigi Morgano, Pedro Silva Pereira, Peter Simon, Paul Tang, Jakob von Weizsäcker |
|
5 |
- |
|
EFDD |
David Coburn, Bernard Monot |
|
ENF |
Gerolf Annemans, Marco Zanni |
|
S&D |
Alfred Sant |
|
8 |
0 |
|
EFDD |
Marco Valli |
|
GUE/NGL |
Marisa Matias, Martin Schirdewan, Miguel Viegas |
|
VERTS/ALE |
Sven Giegold, Philippe Lamberts, Michel Reimon, Ernest Urtasun |
|
Υπόμνημα των χρησιμοποιούμενων συμβόλων:
+ : υπέρ
- : κατά
0 : αποχή