ΕΚΘΕΣΗ για την εφαρμογή των διατάξεων των Συνθηκών σχετικά με την ενισχυμένη συνεργασία
28.1.2019 - (2018/2112(INI))
Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων
Εισηγητής: Alain Lamassoure
- ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ – ΣΥΝΟΨΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΠΟΡΙΣΜΑΤΩΝ
- ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
- ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων
- ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗΣΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
- ΤΕΛΙΚΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΜΕ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΚΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ – ΣΥΝΟΨΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΠΟΡΙΣΜΑΤΩΝ
Διαδικασία και πηγές
Κατά την προετοιμασία της παρούσας έκθεσης εφαρμογής, ο εισηγητής συγκέντρωσε πληροφορίες και βασίστηκε μεταξύ άλλων στις ακόλουθες πηγές:
ακρόαση με θέμα τη θεσμική διάρθρωση και τη διακυβέρνηση των υφιστάμενων μορφών ενισχυμένης συνεργασίας, που πραγματοποίησε η Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων στις 24 Σεπτεμβρίου 2018·
μελέτη με θέμα «Η εφαρμογή της ενισχυμένης συνεργασίας στην ΕΕ» που ανατέθηκε από το Θεματικό Τμήμα Δικαιωμάτων των Πολιτών και Συνταγματικών Υποθέσεων και παρουσιάστηκε στην Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων στις 10 Οκτωβρίου 2018·
εκ των υστέρων εκτίμηση αντικτύπου της Υπηρεσίας Έρευνας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (EPRS) με τίτλο «Η εφαρμογή των διατάξεων των συνθηκών σχετικά με την ενισχυμένη συνεργασία»·
λεπτομερή ανάλυση σχετικά με τη διακυβερνητική συνεργασία σε ομοσπονδιακά κράτη, την οποία εκπόνησε το θεματικό τμήμα EXPO·
διερευνητική αποστολή στην Ουάσινγκτον, ΗΠΑ·
διερευνητική αποστολή στη Βέρνη, Ελβετία.
Βασικά πορίσματα της έρευνας
Εσωτερική διάσταση
Διατάξεις των Συνθηκών σχετικά με την ενισχυμένη συνεργασία
Σύμφωνα με τις Συνθήκες, η ενισχυμένη συνεργασία μπορεί να κινηθεί με πρωτοβουλία τουλάχιστον εννέα κρατών μελών στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών πολιτικών, εκτός από τους τομείς των αποκλειστικών αρμοδιοτήτων της ΕΕ. Επιτρέπει στα συμμετέχοντα κράτη να προβούν σε στενότερη συνεργασία σε σχέση με εκείνη που προβλεπόταν αρχικά από τις Συνθήκες στο πλαίσιο της σχετικής πολιτικής. Η ενισχυμένη συνεργασία πραγματοποιείται υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και διαδικασιών (άρθρο 20 της ΣΕΕ και άρθρο 326 της ΣΛΕΕ).
Όταν συστήνεται, η ενισχυμένη συνεργασία είναι ανοικτή σε όλα τα κράτη μέλη. Θα πρέπει να παραμένει ανοικτή ανά πάσα στιγμή, υπό την προϋπόθεση ότι το κράτος μέλος που επιθυμεί να προσχωρήσει συμμορφώνεται με τις αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο αυτό (άρθρο 20 της ΣΕΕ και άρθρα 327, 328 και 331 της ΣΛΕΕ).
Η διαδικασία για συμμετοχή σε ενισχυμένη συνεργασία περιγράφεται στο άρθρο 329 της ΣΛΕΕ και απαιτεί τη σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου με ειδική πλειοψηφία (όλων των κρατών μελών, ακόμη και εκείνων που δεν θα συμμετάσχουν στην ενισχυμένη συνεργασία), κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και μετά από έγκριση του Κοινοβουλίου.
Οι πράξεις που εγκρίνονται στο πλαίσιο της ενισχυμένης συνεργασίας δεν αποτελούν μέρος του κεκτημένου της Ένωσης. Εφαρμόζονται μόνον από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη (άρθρο 20 της ΣΕΕ) και δεν μπορούν να επιβάλλονται στα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη.
Το Συμβούλιο και η Επιτροπή εξασφαλίζουν τη συνοχή των δραστηριοτήτων που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο της ενισχυμένης συνεργασίας με τις λοιπές πολιτικές και δραστηριότητες της Ένωσης (άρθρο 334 της ΣΛΕΕ).
Η Συνθήκη της Λισαβόνας επιτρέπει την εφαρμογή ρητρών γέφυρας στην ενισχυμένη συνεργασία, εκτός από την περίπτωση αποφάσεων για αμυντικά θέματα ή αποφάσεων που έχουν στρατιωτικές επιπτώσεις. Οι ρήτρες γέφυρας επιτρέπουν τη μετάβαση από τη διαδικασία ψηφοφορίας με ομοφωνία στην ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία ή από ειδική νομοθετική διαδικασία στη συνήθη νομοθετική διαδικασία (άρθρο 333 της ΣΛΕΕ).
Η Συνθήκη προβλέπει ειδικές διαδικασίες που εφαρμόζονται στην ενισχυμένη συνεργασία στον τομέα της ΚΕΠΠΑ (άρθρα 22 και 31 της ΣΕΕ), στη μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία στον τομέα της άμυνας (άρθρα 42 παράγραφος 6 και 46 της ΣΕΕ), στη συνεργασία στο πλαίσιο ευρωπαϊκής αποστολής για την άμυνα και τη συνεργασία στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας (άρθρο 44 και 45 της ΣΕΕ) και στη συνεργασία σε ποινικές και αστυνομικές υποθέσεις (άρθρα 82, 86, 87 της ΣΛΕΕ).
Το άρθρο 332 της ΣΛΕΕ αφορά τις δημοσιονομικές πτυχές της ενισχυμένης συνεργασίας και ορίζει ότι οι δαπάνες που απορρέουν από την ενισχυμένη συνεργασία, πέραν των διοικητικών εξόδων των θεσμικών οργάνων, βαρύνουν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, εκτός εάν όλα τα μέλη του Συμβουλίου αποφασίσουν διαφορετικά με ομοφωνία.
Σύμφωνα με το άρθρο 330 της ΣΛΕΕ, όλα τα κράτη μέλη μπορούν να συμμετέχουν στις συσκέψεις, αλλά μόνο όσα συμμετέχουν στην ενισχυμένη συνεργασία μπορούν να ψηφίσουν.
Παραδείγματα ενισχυμένης συνεργασίας:
Ήδη από τη Συνθήκη της Ρώμης το νομοθετικό πλαίσιο της ΕΕ γνώριζε προβλέψεις για ορισμένα κράτη μέλη ή ομάδες κρατών μελών, καθώς η εν λόγω συνθήκη περιείχε ειδικές διατάξεις, βάσει των οποίων ήταν επιτρεπτή η συμμετοχή των κρατών της Μπενελούξ σε περιφερειακές ενώσεις. H τάση αυτή διατηρήθηκε με την προσχώρηση της Σουηδίας, της Φινλανδίας και της Δανίας, οι οποίες συνέχισαν να είναι μέλη του Βόρειου Συμβουλίου.
Η ενισχυμένη συνεργασία, σε μορφή παρόμοια με τη σημερινή, τέθηκε στη διάθεση της Ένωσης από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ το 1999, αλλά βελτιώθηκε σημαντικά και κατέστη αποτελεσματικότερη με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, με την οποία μετετράπη στην «προκαθορισμένη διαδικασία» για τη διαφοροποιημένη ολοκλήρωση.
Μέχρι σήμερα έχουν εγκριθεί μόνο τέσσερις περιπτώσεις ενισχυμένης συνεργασίας: η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, το εφαρμοστέο δίκαιο στο διαζύγιο, η ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων και το ευρωπαϊκό ενιαίο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Από αυτές τις τέσσερις περιπτώσεις έχει αρχίσει η εφαρμογή μόνο μίας (το εφαρμοστέο δίκαιο στο διαζύγιο).
Μια ειδική περίπτωση ενισχυμένης συνεργασίας, η μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία (PESCO), συμφωνήθηκε και υλοποιήθηκε το 2017.
Τέλος, είναι σημαντικό ότι η ενισχυμένη συνεργασία για τον φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών εξακολουθεί να εκκρεμεί, παρά το γεγονός ότι ο φάκελος έχει λάβει την έγκριση του Συμβουλίου, ώστε ομάδα κρατών μελών να προχωρήσει στην εφαρμογή του.
Επιπλέον, αξίζει να αναφερθούν οι υπόλοιπες υπάρχουσες μορφές διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης στην Ένωση: η συμφωνία του Σένγκεν (το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιρλανδία και η Δανία δεν συμμετέχουν, ορισμένα άλλα κράτη μέλη αναμένουν να προσχωρήσουν), το ενιαίο νόμισμα (το Ηνωμένο Βασίλειο και η Δανία δεν συμμετέχουν, η Σουηδία μέχρι στιγμής δεν συμμετέχει ενώ ορισμένα άλλα κράτη μέλη αναμένουν ακόμη να ενταχθούν στο ευρώ όταν θα πληρούν τα αναγκαία κριτήρια), ρήτρες εξαίρεσης από τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία, Δανία) και ΚΠΑΑ (εποικοδομητική αποχή της Δανίας).
Βασικά πορίσματα της έρευνας σχετικά με την εφαρμογή των υφιστάμενων περιπτώσεων ενισχυμένης συνεργασίας
• Οι υφιστάμενες περιπτώσεις ενισχυμένης συνεργασίας παρουσιάζουν έντονες διαφορές μεταξύ τους –υπάρχει μεγάλη ποικιλία στον αριθμό των συμμετεχόντων κρατών μελών, στην κανονιστική τεχνική που χρησιμοποιείται, στον τύπο γραμματείας ή άλλου διοικητικού οργάνου που έχει επιλεγεί για το επιχειρησιακό στάδιο, καθώς και στις προβλέψεις για τη χρηματοδότηση και το προσωπικό.
• Όλες οι υφιστάμενες περιπτώσεις ενισχυμένης συνεργασίας έχουν προκύψει μετά από αδυναμία επίτευξης ομοφωνίας στο Συμβούλιο.
• Εκτός από την PESCO, η ενισχυμένη συνεργασία χρησιμοποιείται ως μέτρο «έσχατης ανάγκης», ως αποτέλεσμα αποτυχημένης προσπάθειας του Συμβουλίου να καταλήξει σε συμφωνία σχετικά με σχέδιο νομοθετικής πρότασης της Επιτροπής.
• Ακόμη και αν πρόκειται για μέτρο «έσχατης ανάγκης», η ενισχυμένη συνεργασία είναι ένα εργαλείο που επιτρέπει να ξεπεραστεί η νομοθετική παράλυση που προκαλεί η απαίτηση ομοφωνίας, εκτός από την περίπτωση του φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, ο οποίος βρίσκεται ακόμη υπό διαπραγμάτευση.
• Η νομική βάση είναι στις περισσότερες περιπτώσεις κανονισμός του Συμβουλίου, εκτός από την PESCO, όπου η νομική βάση είναι απόφαση του Συμβουλίου.
• Ο αριθμός των συμμετεχόντων κρατών μελών συνήθως υπερβαίνει κατά πολύ το αναγκαίο όριο των 9 και κυμαίνεται μεταξύ 17 και 26. Όσον αφορά τη συμμετοχή, είναι επίσης ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η Αυστρία, το Βέλγιο, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Σλοβενία συμμετέχουν σε όλες τις περιπτώσεις ενισχυμένης συνεργασίας από την έναρξή τους, ότι τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ βρίσκονται συνήθως στο επίκεντρο της ενισχυμένης συνεργασίας και ότι τα ανατολικά και τα βόρεια κράτη μέλη, καθώς και εκείνα που έχουν ήδη ενεργοποιήσει τη δυνατότητα εξαίρεσης, είναι λιγότερο πιθανό να συμμετάσχουν σε ενισχυμένη συνεργασία.
• Αν και μόνο τα συμμετέχοντα κράτη μέλη έχουν δικαίωμα ψήφου, σε γενικές γραμμές επιτρέπεται σε όλα τα κράτη μέλη να συμμετάσχουν στις συζητήσεις περί ενισχυμένης συνεργασίας·
• Όλες οι περιπτώσεις ενισχυμένης συνεργασίας περιλαμβάνουν κάποια μορφή ρήτρας επανεξέτασης.
• Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει μακράν την πιο περίπλοκη επιχειρησιακή δομή, η οποία περιλαμβάνει ενισχυμένη συνεργασία για το ενιαίο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, αλλά και μια δορυφορική διακυβερνητική συμφωνία εκτός των Συνθηκών σχετικά με το Ενιαίο Δικαστήριο για το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.
• Παρά το γεγονός ότι η διαδικασία ενισχυμένης συνεργασίας για τον ΦΧΣ δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, οι εργασίες δεν έχουν διακοπεί, καθώς τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη συνεχίζουν τις ανταλλαγές τους επί του θέματος, ενώ η Επιτροπή προσπαθεί να συνεχίσει να συνεργάζεται και με τα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη.
• Μολονότι ορισμένες περιπτώσεις ενισχυμένης συνεργασίας θα μπορούσαν να προκαλέσουν παρασιτική συμπεριφορά από μη συμμετέχοντα κράτη μέλη (όπως στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας), αυτές οι περιπτώσεις έχουν στην πράξη τον υψηλότερο αριθμό συμμετεχόντων κρατών μελών (26).
Εμπόδια και προκλήσεις για την ενισχυμένη συνεργασία
• Το χρονικό διάστημα για τη συμμετοχή σε ενισχυμένη συνεργασία για τις υφιστάμενες περιπτώσεις ήταν αρκετά μεγάλο (4-5 έτη κατά μέσο όρο, και ακόμη και 12 έτη για το ενιαίο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας), εκτός από την περίπτωση της PESCO, η οποία εξελίχθηκε πολύ ταχύτερα, κατά τη διάρκεια ενός έτους περίπου. Η επιμήκυνση της διαδικασίας εξηγείται εν μέρει από την απαίτηση να χρησιμοποιείται η ενισχυμένη συνεργασία ως έσχατη λύση, όταν είναι σαφές ότι δεν μπορεί να επιτευχθεί ομοφωνία στο Συμβούλιο, αλλά θα μπορούσε επίσης να αποδοθεί στην έλλειψη πολιτικής βούλησης για ταχύτερη πρόοδο στα πολύ ευαίσθητα θέματα που καλύπτονται από την ενισχυμένη συνεργασία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η PESCO, στην περίπτωση της οποίας υπήρχε ισχυρή πολιτική βούληση, γεγονός που επιτάχυνε κατά πολύ την έγκριση και εφαρμογή της σε σχέση με άλλες περιπτώσεις ενισχυμένης συνεργασίας.
• Η ενισχυμένη συνεργασία δεν μπορεί να προκύψει εκ του μηδενός, αλλά πρέπει να έχει προηγηθεί πρόταση της Επιτροπής, μέσω της οποίας δεν στάθηκε δυνατό να επιτευχθεί συμφωνία στο πλαίσιο του συνήθους νομοθετικού κύκλου.
• Ορισμένα από τα κύρια εμπόδια για την ενισχυμένη συνεργασία είναι η απαίτηση ομοφωνίας και τα διάφορα ζητήματα κυριαρχίας στα διάφορα κράτη μέλη.
• Περιορίζεται σε τομείς συντρέχουσας αρμοδιότητας και δεν πρέπει να υπονομεύει την εσωτερική αγορά, γεγονός που αποτελεί σημαντικό αλλά υποκειμενικό κριτήριο, και η Επιτροπή διαθέτει πλήρη διακριτική ευχέρεια να αποφασίζει κατά πόσον πληρούται ή όχι. Τούτο θα μπορούσε ενδεχομένως να αποθαρρύνει τα κράτη μέλη από την επιδίωξη ενισχυμένης συνεργασίας σε τομείς που συνδέονται με την εσωτερική αγορά, δεδομένου ότι θα πρέπει να αιτιολογήσουν τον τρόπο με τον οποίο η συνεργασία τους δεν θα υπονομεύσει την εσωτερική αγορά·
• Η απαίτηση ειδικής πλειοψηφίας με τη συμμετοχή όλων των κρατών μελών στη φάση έγκρισης της ενισχυμένης συνεργασίας καθιστά μάλλον δύσκολη την ενεργοποίηση ενισχυμένης συνεργασίας με μόνο τον ελάχιστο απαιτούμενο αριθμό κρατών μελών, και ακόμη πιο απίθανη εάν η ενισχυμένη συνεργασία δρομολογείται σε τομέα στον οποίο έχει προηγουμένως επιχειρηθεί ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία και έχει αποτύχει.
• Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί η εύλογη προθεσμία που ορίζει το άρθρο 20 παράγραφος 2 της ΣΕΕ για να συμφωνηθεί ότι το αδιέξοδο της ομοφωνίας δεν μπορεί να επιλυθεί και ότι, ως εκ τούτου, θα πρέπει να επιδιωχθεί η ενισχυμένη συνεργασία.
• Η συμμετοχή του Κοινοβουλίου είναι μάλλον περιθωριακή, παρά το γεγονός ότι απαιτείται η έγκρισή του προτού το Συμβούλιο επιτρέψει στα κράτη μέλη που το επιθυμούν να προχωρήσουν στην ενισχυμένη συνεργασία.
• Δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη στις συνθήκες σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης ενός κράτους μέλους το οποίο επιθυμεί να εξέλθει από υφιστάμενη περίπτωση ενισχυμένης συνεργασίας ή δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις, εκτός από την ειδική περίπτωση της PESCO (άρθρο 46 παράγραφοι 4 και 5 της ΣΕΕ).
• Ενδέχεται να υπάρχει ένα κενό στην οργάνωση της ενισχυμένης συνεργασίας που σχετίζεται με την υποχρέωση να εξακολουθεί να ισχύει η απαίτηση ομοφωνίας στο πλαίσιο της ενισχυμένης συνεργασίας, εκτός εάν χρησιμοποιηθεί η ρήτρα «γέφυρας» του άρθρου 333 της ΣΛΕΕ για να επιτευχθεί η μετάβαση στην ειδική πλειοψηφία. Υπάρχει ο κίνδυνος ένα μη ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να εισέλθει στην ενισχυμένη συνεργασία μόνο και μόνο για να υπονομεύσει την πρόοδό της εξ αιτίας της απαίτησης ομοφωνίας και να αποτρέψει τη μετάβαση στην ειδική πλειοψηφία μέσω της ρήτρας «γέφυρας».
• Μολονότι η ενισχυμένη συνεργασία προσφέρει λύσεις σε κοινά προβλήματα με τη διευκόλυνση της χρήσης της θεσμικής και διοικητικής στήριξης της Ένωσης, δεν έχει εξαλείψει την αναζήτηση των κρατών μελών για λύσεις εκτός των Συνθηκών της ΕΕ.
Εξωτερική διάσταση
Ευέλικτες μορφές συνεργασίας σε υπο-ομοσπονδιακό επίπεδο στα κράτη μέλη της ΕΕ:
Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, η Γερμανία και η Ιταλία διαθέτουν νομικές διατάξεις που επιτρέπουν διαφορετικές μορφές ευέλικτης συνεργασίας μεταξύ των υπο-ομοσπονδιακών επιπέδων, κατά κάποιον τρόπο παρόμοιες με την ενισχυμένη συνεργασία. Σύμφωνα με την προτελευταία παράγραφο του άρθρου 117 του ιταλικού Συντάγματος: «Οι συμφωνίες μεταξύ μιας περιφέρειας και άλλων περιφερειών, οι οποίες αποσκοπούν στη βελτίωση της απόδοσης των περιφερειακών λειτουργιών και ενδέχεται, επίσης, να προβλέπουν τη σύσταση κοινών φορέων, κυρώνονται με περιφερειακό νόμο». Τέτοιες συμφωνίες εγκρίνονται συχνά για την εκτέλεση κοινών έργων, ιδίως για εκείνα που έχουν διασυνοριακή διάσταση (υγεία, μεταφορές, ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών κ.λπ.). Θεσπίζονται σε τομείς, οι οποίοι δεν υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους. Είναι γνωστές ως συμβάσεις, πρωτόκολλα ή απλώς συμφωνίες.
Τα γερμανικά ομόσπονδα κρατίδια συμμετέχουν σε κάθετο και οριζόντιο συντονισμό με στόχο την επίλυση πρακτικών προβλημάτων, τα οποία συνήθως απαιτούν προσωρινή ή μόνιμη διαπεριφερειακή συνεργασία. Η οριζόντια συνεργασία μεταξύ των κρατιδίων φέρεται να λαμβάνει χώρα σε ένα μη προβλεπόμενο από το Σύνταγμα «τρίτο επίπεδο» μεταξύ του ομοσπονδιακού κράτους και των ομόσπονδων κρατιδίων. Οι διασκέψεις των πρωθυπουργών των ομόσπονδων κρατιδίων λαμβάνουν χώρα περίπου κάθε τρεις μήνες και στο πλαίσιό τους εξετάζονται οι κοινές απαιτήσεις για την ομοσπονδία, ενώ οι υπουργοί των ομόσπονδων κρατιδίων συνέρχονται τακτικά για να εξετάσουν ευρύ φάσμα θεμάτων, συμπεριλαμβανομένων των νομοσχεδίων. Η διάσκεψη των πρωθυπουργών των ομόσπονδων κρατιδίων εξυπηρετεί διάφορες λειτουργίες· εγγυάται, μεταξύ άλλων, ότι δίνεται συνέχεια στις ενέργειες των κυβερνήσεων των ομόσπονδων κρατιδίων παρά τις μεταβαλλόμενες πλειοψηφίες στο Ομοσπονδιακό Συμβούλιο (Bundesrat), ελέγχει την Ομοσπονδία και τις εξελίξεις σε επίπεδο ΕΕ, συνιστά σημείο επαφής για τα διάφορα σύμφωνα μεταξύ των ομόσπονδων κρατιδίων και εκτελεί χρέη διαιτητή στις συνεδριάσεις των υπουργών των ομόσπονδων κρατιδίων. Ο κανόνας της ομοφωνίας και η εκ περιτροπής ηγεσία των διασκέψεων των πρωθυπουργών αποθαρρύνουν την υιοθέτηση ισχυρής κομματικής προσέγγισης.
Το πλέον διαδεδομένο και γνωστό νομικό μέσο συνεργασίας μεταξύ των κρατιδίων είναι το διακρατιδιακό σύμφωνο. Δεν βασίζεται ούτε στην ομοσπονδιακή νομοθεσία ούτε στη νομοθεσία των ομόσπονδων κρατιδίων, αλλά σε κανόνες «εθιμικού δικαίου συνεργασίας» (Kooperationsgewoheitsrecht), που απαντώνται στο «τρίτο επίπεδο» μεταξύ της Ομοσπονδίας και των ομόσπονδων κρατιδίων. Υπάρχουν δύο είδη συμφώνου: η «διοικητική συμφωνία» και η «κρατιδιακή σύμβαση». Η διαφορά είναι ότι το πρώτο περιορίζεται στις εκτελεστικές αρχές των κρατιδίων, ενώ το δεύτερο, η «κρατιδιακή σύμβαση», δεσμεύει τα ίδια τα κρατίδια και πρέπει να εγκριθεί από τα κοινοβούλιά τους. Παράδειγμα αποτελούν τα σύμφωνα για τη δημιουργία ορισμένων δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών δικτύων και την επιβολή των σχετικών τελών ακρόασης και τηλεθέασης ή το σύμφωνο για τη ρύθμιση της κατανομής των φοιτητών μεταξύ των διαφόρων πανεπιστημίων. Τα σύμφωνα μπορούν να αφορούν όλα τα ομόσπονδα κρατίδια ή μόνο ορισμένα εξ αυτών.
Πέραν των επίσημων, νομικά δεσμευτικών συμφώνων, υπάρχει και η «πολιτική συμφωνία» (politische Absprache), η οποία προκύπτει συνήθως στο πλαίσιο διάσκεψης των υπουργών των κρατιδίων με αντικείμενο θέματα πολιτικής που είναι υπερεθνικής σημασίας. Για παράδειγμα, η Μόνιμη Διάσκεψη των Υπουργών Παιδείας και Πολιτισμού των ομόσπονδων κρατιδίων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (KMK) συγκεντρώνει τους υπουργούς και τα μέλη του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου που είναι αρμόδια για την εκπαίδευση και την κατάρτιση, την τριτοβάθμια εκπαίδευση και την έρευνα και τις πολιτιστικές υποθέσεις. Το εν λόγω όργανο εγκρίνει ψηφίσματα που έχουν το καθεστώς συστάσεων. Οι συμφωνίες αυτές μπορεί να μην είναι νομικά δεσμευτικές, θεωρούνται, όπως, πολιτικά και ηθικά δεσμευτικές.
Εκτός της Ένωσης
Η διακυβερνητική συνεργασία είναι μια έννοια, η οποία εμφανίζεται σε διαφορετικό βαθμό και με διαφορετικούς τρόπους σε ορισμένα ομοσπονδιακά κράτη εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο εισηγητής εξέτασε ιδίως την περίπτωση των ΗΠΑ, της Ελβετίας, της Αυστραλίας και του Καναδά.
ΗΠΑ
Το αμερικανικό πολιτικό και νομικό σύστημα προβλέπει διάφορες μορφές ευέλικτης συνεργασίας (διαπολιτειακά σύμφωνα, ενιαίους νόμους, μνημόνια συμφωνίας) μεταξύ των πολιτειών, τα οποία θα μπορούσαν να είναι κατά κάποιο τρόπο παρόμοια με την ενισχυμένη συνεργασία στην ΕΕ. Ωστόσο, λόγω της διαφορετικής φύσης του φεντεραλισμού των ΗΠΑ (ανταγωνιστικός φεντεραλισμός), οι τομείς πολιτικής που ρυθμίζονται από τα διαπολιτειακά σύμφωνα είναι πολύ διαφορετικοί από εκείνους, στους οποίους είναι πιθανότερο να χρησιμοποιηθεί η ενισχυμένη συνεργασία στην ΕΕ. Πολλά από τα διαπολιτειακά σύμφωνα πολιτικής στις ΗΠΑ αφορούν πολιτικές που συνδέονται με την εσωτερική αγορά, όπως η φορολογία, η αμοιβαία αναγνώριση προσόντων και η πρόσβαση σε κοινές υποδομές (πλωτές οδοί, σύστημα μετρό και μεταφορές). Ο γενικός στόχος είναι να διευκολύνεται η ζωή των πολιτών και των επιχειρήσεων χωρίς να απαιτείται η προσφυγή στο ομοσπονδιακό επίπεδο, στο οποίο χρειάζεται υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα για τις ρυθμίσεις. Ορισμένα διαπολιτειακά σύμφωνα είναι εθνικά, δηλαδή συμμετέχουν σε αυτά όλες οι πολιτείες, αλλά χωρίς να εμπλέκεται το ομοσπονδιακό επίπεδο. Συνήθως επιλέγονται τα σύμφωνα έναντι της προσφυγής στο ομοσπονδιακό επίπεδο, διότι επιφέρουν ταχύτερα αποτελέσματα.
Αντιθέτως, η ΕΕ έχει ήδη επιτύχει σημαντικό βαθμό εναρμόνισης των κανόνων για την εσωτερική αγορά και οι τομείς στους οποίους αναδύεται η ενισχυμένη συνεργασία είναι οι πλέον πολιτικά αμφιλεγόμενοι, στους οποίους δεν μπορεί να επιτευχθεί ομόφωνη συμφωνία μεταξύ όλων των κρατών μελών. Πολλοί από τους τομείς στους οποίους η ΕΕ δρομολογεί ενισχυμένη συνεργασία, για παράδειγμα η PESCO και η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, είναι ομοσπονδιακές αρμοδιότητες στο σύστημα των ΗΠΑ.
Όσον αφορά τη θέση των διαπολιτειακών συμφώνων και της ενισχυμένης συνεργασίας στην έννομη τάξη, τα διαπολιτειακά σύμφωνα είναι συμφωνίες μεταξύ των κρατών και δεν αποτελούν ομοσπονδιακή νομοθεσία. Ωστόσο, είναι ισοδύναμα με τους ομοσπονδιακούς νόμους όταν το Κογκρέσο κρίνει απαραίτητο να τα κυρώσει, κάτι που συμβαίνει αρκετά συχνά. Στην περίπτωση ενισχυμένης συνεργασίας, αντιθέτως, κάθε νόμος που εγκρίνεται στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας καθίσταται ενωσιακή νομοθεσία.
Τα διαπολιτειακά σύμφωνα φαίνεται επίσης ότι είναι πολύ ευέλικτα - τα μέρη του συμφώνου μπορεί να ποικίλλουν και η προσχώρηση ή η αποχώρηση πολιτειών, καθώς και η απομάκρυνσή τους, αποτελούν συνήθη πρακτική.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν ορισμένοι παραλληλισμοί μεταξύ των δύο συστημάτων. Για παράδειγμα, οι επονομαζόμενοι ενιαίοι νόμοι φαίνεται ότι μοιάζουν σε μεγάλο βαθμό με τις υποθέσεις ενισχυμένης συνεργασίας της ΕΕ που αφορούν τη νομοθεσία περί διαζυγίου και τη ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων, ενώ ο ΦΧΣ, σε περίπτωση που αποδειχθεί επιτυχής, θα μπορούσε να συγκριθεί με τα διαπολιτειακά σύμφωνα που αφορούν τη φορολογία.
Σε κάθε περίπτωση, το παράδειγμα των διαπολιτειακών μορφών συνεργασίας των ΗΠΑ μπορεί να είναι χρήσιμο για την πρακτική οργάνωση της ενισχυμένης συνεργασίας στην ΕΕ. Κάτι που θα μπορούσε να αποδειχθεί ιδιαίτερα ωφέλιμο είναι η σύσταση ειδικής επιτροπής για την παρακολούθηση των τομέων στους οποίους θα μπορούσε να αναπτυχθεί περαιτέρω η ενισχυμένη συνεργασία. Στις ΗΠΑ τούτο πραγματοποιείται από την Ένωση των Εθνικών Κυβερνητών, την Επιτροπή Ενιαίων Νόμων και το Εθνικό Κέντρο για τα Διαπολιτειακά Σύμφωνα, που αναζητούν προορατικά τομείς στους οποίους η διαπολιτειακή συνεργασία θα μπορούσε να είναι εποικοδομητική. Επιπλέον, τα διαπολιτειακά σύμφωνα έχουν συνήθως πολύ λεπτομερές περιεχόμενο και προβλέπουν τη θέσπιση συνοδευτικών πράξεων, οι οποίες ρυθμίζουν την καθημερινή λειτουργία του συμφώνου μετά την επίτευξη της πολιτικής συμφωνίας. Τούτος θα μπορούσε να είναι ένας άλλος τομέας για τη μελλοντική εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας· η εκπόνηση εσωτερικών κανονισμών που καθορίζουν επακριβώς τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, τη λειτουργία, τη διοίκηση και τον προϋπολογισμό περιπτώσεων ενισχυμένης συνεργασίας μετά την έναρξή τους.
Καναδάς
Στις διακυβερνητικές σχέσεις στον Καναδά κυριαρχεί η εκτελεστική εξουσία, ενώ το καναδικό σύνταγμα δεν περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις για τη διακυβερνητική συνεργασία μεταξύ των επαρχιών, των εδαφών και της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Επιπλέον, ο ρόλος των κοινοβουλίων στη διακυβερνητική συνεργασία είναι σχεδόν ανύπαρκτος.
Οι διακυβερνητικές σχέσεις θεσμοθετούνται μέσω των συναντήσεων των πρωθυπουργών (στις οποίες συμμετέχει και ο ομοσπονδιακός πρωθυπουργός) και του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου (χωρίς τη συμμετοχή του ομοσπονδιακού πρωθυπουργού). Ωστόσο, στα εν λόγω φόρουμ δεν παράγεται δεσμευτική διακυβερνητική νομοθεσία. Στον Καναδά συνάπτονται επίσημες και ανεπίσημες συμφωνίες, οι οποίες όμως είναι απλώς ενδεικτικές και δεν είναι νομικά δεσμευτικές για τα συμβαλλόμενα μέρη.
Μια ιδιαιτερότητα του καναδικού συστήματος είναι η δυνατότητα μιας επαρχίας να μην συμμετάσχει σε πρόγραμμα με δαπάνες που επιμερίζονται μεταξύ του ομοσπονδιακού και του επαρχιακού επιπέδου ή να εξαιρεθεί από μελλοντικές συνταγματικές τροποποιήσεις που θα μεταφέρουν νομοθετικές εξουσίες από τις επαρχίες στο Κοινοβούλιο. Η χρηματική αποζημίωση είναι εγγυημένη για κάθε επαρχία που επιλέγει να εξαιρεθεί από τέτοια τροποποίηση όσον αφορά την εκπαίδευση ή άλλα πολιτιστικά θέματα, σύμφωνα με τον συνταγματικό νόμο του 1982. Πράγματι, το Κεμπέκ έχει λάβει εξαίρεση από μεγάλα προγράμματα, όπως η ασφάλιση των νοσοκομείων, η επαγγελματική κατάρτιση, η δημόσια υγεία και η χορήγηση ενισχύσεων στους ηλικιωμένους και τα άτομα με αναπηρία, ήδη από το 1965, μέσω του νόμου περί θεσπισθέντων προγραμμάτων.
Ελβετία
Το άρθρο 48 του ελβετικού συντάγματος παρέχει στα καντόνια το δικαίωμα να συνάπτουν «διακαντονικές συμφωνίες». Η σημαντικότερη μορφή συνεργασίας μεταξύ των καντονιών είναι τα κονκορδάτα, τα οποία χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή υφιστάμενης νομοθεσίας ή για τη θέσπιση ρυθμίσεων και την εναρμόνιση της νομοθεσίας σε διάφορα καντόνια. Κάθε κονκορδάτο πρέπει να εγκριθεί μέσω της νομοθετικής διαδικασίας του οικείου καντονίου και αντιμετωπίζεται ως δεσμευτική αλληλεπιδραστική νομοθεσία.
Μια άλλη μορφή οριζόντιας συνεργασίας είναι οι διασκέψεις μεταξύ των καντονιών, οι οποίες αποτελούν μόνιμα φόρουμ διακυβερνητικών σχέσεων, όπου συνεδριάζουν τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων που είναι αρμόδια για ορισμένους τομείς σε κάθε καντόνι, προκειμένου να ανταλλάσσουν απόψεις. Ένα ιδιαίτερο παράδειγμα τέτοιων διασκέψεων είναι η Διάσκεψη των Κυβερνήσεων των Καντονιών, η οποία δημιουργήθηκε κυρίως για να επηρεάζει τις πολιτικές που αφορούν τις διεθνείς σχέσεις και ιδίως την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Αυστραλία
Εκτός από τις διακυβερνητικές συμφωνίες μεταξύ των επαρχιών, οι οποίες είναι σημαντικά και ευέλικτα μέσα για την αντιμετώπιση ζητημάτων για τα οποία είναι αρμόδια τόσο το ομοσπονδιακό όσο και το υπο-ομοσπονδιακό επίπεδο, οι επαρχίες της Αυστραλίας ακολουθούν σε μεγάλο βαθμό την αποκαλούμενη «κατοπτρική νομοθεσία». Σε αδρές γραμμές, τούτο σημαίνει ότι μια πολιτεία μπορεί να εγκρίνει νομοθετικές ρυθμίσεις σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία που εφαρμόζεται σε πολιτειακό επίπεδο και, μετά την έγκρισή της, οι εν λόγω νομοθετικές ρυθμίσεις εφαρμόζονται άμεσα σε κάθε άλλη πολιτεία που επιθυμεί να τις αντιγράψει.
ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
για την εφαρμογή των διατάξεων των συνθηκών σχετικά με την ενισχυμένη συνεργασία
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη τις διατάξεις των Συνθηκών που αφορούν την ενισχυμένη συνεργασία, και ιδίως τα άρθρα 20, 42 παράγραφος 6, 44, 45 και 46 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), και τα άρθρα 82, 83, 86, 87, 187, 188, 326, 327, 328, 329, 330, 331, 332, 333 και 334 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ),
– έχοντας υπόψη τις διατάξεις των Συνθηκών που αφορούν άλλες υφιστάμενες μορφές διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης, και ιδίως τα άρθρα 136, 137 και 138 ΣΛΕΕ σχετικά με τις ειδικές διατάξεις για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ,
– έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη Σταθερότητα, τον Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΣΣΣΔ),
– έχοντας υπόψη το πρωτόκολλο 10 σχετικά με τη μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία που θεσπίζεται με το άρθρο 42 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το πρωτόκολλο 14 σχετικά με την Ευρωομάδα και το πρωτόκολλο 19 σχετικά με το κεκτημένο του Σένγκεν, το οποίο έχει ενσωματωθεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 16ης Φεβρουαρίου 2017, σχετικά με τη βελτίωση της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης με βάση τις δυνατότητες της Συνθήκης της Λισαβόνας[1],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 16ης Φεβρουαρίου 2017, σχετικά με πιθανές εξελίξεις και αναπροσαρμογές στην τρέχουσα θεσμική δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης[2],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 16ης Φεβρουαρίου 2017, σχετικά με τη δημοσιονομική ικανότητα για τη ζώνη του ευρώ[3],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 16ης Μαρτίου 2017, σχετικά με τις συνταγματικές, νομικές και θεσμικές επιπτώσεις μιας κοινής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας: δυνατότητες που προσφέρει η Συνθήκη της Λισαβόνας[4],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 17ης Ιανουαρίου 2019, σχετικά με τη διαφοροποιημένη ολοκλήρωση[5],
– έχοντας υπόψη τη Λευκή Βίβλο της Επιτροπής, της 1ης Μαρτίου 2017 (COM(2017)2025), και τα πέντε ακόλουθα έγγραφα προβληματισμού (COM(2017)0206), COM(2017)0240, COM(2017)0291, COM(2017)0315, COM(2017)0358),
– έχοντας υπόψη τη δήλωση της Ρώμης, της 25ης Μαρτίου 2017,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 52 του Κανονισμού του, καθώς και το άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο ε) και το παράρτημα 3 της απόφασης της Διάσκεψης των Προέδρων, της 12ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη διαδικασία για την εξουσιοδότηση εκπόνησης εκθέσεων πρωτοβουλίας,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A8-0038/2019),
A. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ένωση επιδεικνύει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εφαρμογή της ενισχυμένης συνεργασίας σε ορισμένους τομείς των μη αποκλειστικών αρμοδιοτήτων της ΕΕ, προκειμένου να προχωρήσει το ευρωπαϊκό εγχείρημα και να διευκολυνθεί η ζωή των πολιτών·
B. λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 2 ΣΕΕ, η ενισχυμένη συνεργασία αποτελεί μέτρο έσχατης ανάγκης όταν οι στόχοι μιας τέτοιας συνεργασίας δεν μπορούν να επιτευχθούν σε εύλογο χρόνο από την Ένωση στο σύνολό της·
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η ενισχυμένη συνεργασία δεν πρέπει να θεωρηθεί ως μέσο αποκλεισμού ή διαίρεσης των κρατών μελών, αλλά ως ρεαλιστική λύση για την προώθηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης·
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ευαίσθητος χαρακτήρας ορισμένων τομέων πολιτικής δυσχεραίνει την εφαρμογή της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, όχι μόνο λόγω της απαίτησης ομοφωνίας, αλλά και λόγω της πάγιας πρακτικής που εφαρμόζεται στο Συμβούλιο για την επιδίωξη συναίνεσης μεταξύ των κρατών μελών, ακόμη και όταν η ειδική πλειοψηφία επαρκεί για τη λήψη απόφασης·
E. λαμβάνοντας υπόψη ότι, με την εξαίρεση του φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, κάθε πρωτοβουλία ενισχυμένης συνεργασίας θα μπορούσε να εγκριθεί από το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία, εάν είχε θεσπιστεί αυτός ο κανόνας αντί της ομοφωνίας·
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις υποομάδων κρατών μελών που συνεργάζονται μεταξύ τους σε διμερές ή πολυμερές επίπεδο εκτός του πλαισίου της Συνθήκης, για παράδειγμα σε τομείς όπως η άμυνα· λαμβάνοντας υπόψη ότι για να αντιμετωπιστεί η πίεση για ταχεία λήψη αποφάσεων, που ασκήθηκε λόγω της οικονομικής και νομισματικής κρίσης, καθώς και η απαίτηση ομοφωνίας σε ορισμένους τομείς, εγκρίθηκαν διακυβερνητικά μέσα εκτός του νομικού πλαισίου της ΕΕ, όπως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ΕΜΣ) και η Συνθήκη για τη Σταθερότητα, τον Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΣΣΣΔ ή «Δημοσιονομικό Σύμφωνο»)·
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η ενισχυμένη συνεργασία συνίσταται σε μια διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας εννέα τουλάχιστον κράτη μέλη μπορούν να ενισχύσουν τη συνεργασία τους σε ένα τομέα εντός των δομών της ΕΕ, χωρίς όμως τη συμμετοχή των υπόλοιπων κρατών μελών· λαμβάνοντας υπόψη ότι στο πλαίσιο της ενισχυμένης συνεργασίας τα συμμετέχοντα σε αυτήν κράτη μέλη μπορούν να υλοποιήσουν έναν κοινό στόχο ή μια κοινή πρωτοβουλία και να ξεπεράσουν ένα αδιέξοδο σε διαπραγματεύσεις ή το κώλυμα που προβάλλεται από άλλο ή άλλα κράτη μέλη, όταν απαιτείται ομοφωνία· λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 4 της ΣΕΕ, οι πράξεις που εκδίδονται στο πλαίσιο ενισχυμένης συνεργασίας δεσμεύουν μόνο τα συμμετέχοντα σε αυτήν κράτη μέλη· λαμβάνοντας υπόψη ότι η ενισχυμένη συνεργασία περιορίζεται σε τομείς στους οποίους η ΕΕ δεν διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα·
H. λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με το άρθρο 328 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ η Επιτροπή και τα κράτη μέλη που συμμετέχουν σε ενισχυμένη συνεργασία φροντίζουν να προωθούν τη συμμετοχή όσο το δυνατόν περισσότερων κρατών μελών·
Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η εμπειρία δείχνει ότι η ενισχυμένη συνεργασία έχει αποδώσει ικανοποιητικά αποτελέσματα στο εφαρμοστέο στο διαζύγιο δίκαιο[6], και προσφέρει ενδιαφέρουσες προοπτικές όσον αφορά τη ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων[7], το ευρωπαϊκό ενιαίο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία·
Ι. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αρχικές εμπειρίες από την ενισχυμένη συνεργασία ανέδειξαν τις δυσκολίες που συνδέονται με την εφαρμογή αυτής της έννοιας, λόγω των περιορισμένων προβλέψεων των Συνθηκών σχετικά με την πρακτική εφαρμογή της και της έλλειψης επαρκούς παρακολούθησης εκ μέρους των θεσμικών οργάνων της Ένωσης·
ΙΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η ανάλυση των διαφόρων ομοσπονδιακών μοντέλων που χρησιμοποιούνται σε κράτη μέλη της ΕΕ και σε ομοσπονδιακά κράτη εκτός της Ένωσης αποκάλυψε ότι μηχανισμοί ευέλικτης συνεργασίας χρησιμοποιούνται συχνά από οντότητες σε υπο-ομοσπονδιακό επίπεδο σε τομείς κοινού ενδιαφέροντος·
ΙΒ. λαμβάνοντας υπόψη ότι χωρίς τη χρήση μεταβατικών ρητρών για τη μετάβαση από την ομοφωνία στην ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο και ελλείψει διεξοδικής μεταρρύθμισης των Συνθηκών, φαίνεται πιθανό στο μέλλον τα κράτη μέλη να καταφεύγουν στις διατάξεις περί ενισχυμένης συνεργασίας για την αντιμετώπιση κοινών προβλημάτων και την επίτευξη κοινών στόχων·
ΙΓ. λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι σημαντικό να καταρτιστεί κατάλογος ερωτημάτων που πρέπει να απαντηθούν και να εκπονηθεί χάρτης πορείας για την ομαλή εφαρμογή της ενισχυμένης συνεργασίας και για την αποτελεσματική λειτουργία της σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα των Συνθηκών·
Κύριες παρατηρήσεις
1. εκφράζει την ανησυχία του για το γεγονός ότι, παρ’ όλο που η ενισχυμένη συνεργασία προσφέρει λύση σε ένα κοινό πρόβλημα, αξιοποιώντας τη θεσμική δομή της Ένωσης και μειώνοντας με τον τρόπο αυτό το διοικητικό κόστος για τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, δεν έχει εξαλείψει εντελώς την ανάγκη προσφυγής σε μορφές λύσεων με διακυβερνητικές ομαδοποιήσεις που δεν προβλέπονται από τις Συνθήκες και έχουν αρνητικό αντίκτυπο όσον αφορά τη συνεκτική εφαρμογή του νομικού πλαισίου της ΕΕ, με αποτέλεσμα την έλλειψη του δέοντος δημοκρατικού ελέγχου·
2. πιστεύει ότι πρέπει να διαφυλάσσεται το ενιαίο θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ με σκοπό την επίτευξη των κοινών στόχων της Ένωσης και τη διασφάλιση της αρχής της ισότητας όλων των πολιτών· εμμένει στην άποψη ότι θα πρέπει να τηρείται η κοινοτική ή ενωσιακή μέθοδος·
3. υπογραμμίζει ότι, σε αντίθεση με τις διακυβερνητικές συνθήκες, η ενισχυμένη συνεργασία παρέχει ένα νομικό εργαλείο επίλυσης προβλημάτων που επιπλέον είναι βολικό, καθώς βασίζεται στις διατάξεις της Συνθηκών και λειτουργεί στο πλαίσιο της θεσμικής δομής της Ένωσης·
4. επισημαίνει ότι, αν και η ενισχυμένη συνεργασία δεν έχει χρησιμοποιηθεί εκτενώς, λόγω του χαρακτήρα της ως έσχατης λύσης, μετά την ενσωμάτωσή της στη Συνθήκη του Άμστερνταμ, φαίνεται ότι αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία και αποφέρει απτά αποτελέσματα·
5. σημειώνει ότι, με βάση την υπάρχουσα εμπειρία, η ενισχυμένη συνεργασία προκύπτει συχνότερα σε τομείς που διέπονται από ειδική νομοθετική διαδικασία που απαιτεί ομοφωνία και χρησιμοποιείται κυρίως στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων·
6. επισημαίνει ότι, μέχρι στιγμής, η διαδικασία για τη δέσμευση για ενισχυμένη συνεργασία και την υλοποίησή της διαρκούσε αρκετά, ιδίως λόγω του ασαφούς ορισμού μιας εύλογης περιόδου για να εξακριβωθεί ότι δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί το αναγκαίο όριο για την ψηφοφορία και δεν υπάρχει ισχυρή πολιτική βούληση για ταχύτερη πρόοδο·
7. επισημαίνει ότι η έλλειψη σαφών επιχειρησιακών κατευθυντήριων γραμμών για τη δημιουργία και τη διαχείριση της ενισχυμένης συνεργασίας, όπως για παράδειγμα όσον αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο για τα κοινά θεσμικά όργανα ή τις διαδικασίες αποχώρησης από μια υφιστάμενη συνεργασία, ενδεχομένως να έχουν καταστήσει λιγότερο πιθανή τη σύναψη ενισχυμένης συνεργασίας·
8. υπενθυμίζει ότι, μολονότι η ενισχυμένη συνεργασία επωφελείται από τη θεσμική και νομική τάξη της Ένωσης, δεν προβλέπεται η αυτόματη ενσωμάτωσή της στο κεκτημένο·
9. πιστεύει ότι, αν και η ενισχυμένη συνεργασία θεωρείται ως το δεύτερο καλύτερο σενάριο, εξακολουθεί να αποτελεί ένα βιώσιμο εργαλείο επίλυσης προβλημάτων σε επίπεδο Ένωσης και ένα εργαλείο για την υπέρβαση ορισμένων από τα θεσμικά αδιέξοδα·
10. εκφράζει την άποψη ότι πρέπει να απαντάται το ίδιο σύνολο ερωτήσεων προκειμένου να εφαρμοστεί και να οργανωθεί αποτελεσματικά η ενισχυμένη συνεργασία, ανεξάρτητα από τον τομέα πολιτικής που αφορά ή τη μορφή που πρόκειται να λάβει·
Συστάσεις
11. προτείνει, ως εκ τούτου, να δοθεί απάντηση σε ορισμένα ερωτήματα, καθώς και να εκπονηθεί ένας χάρτης πορείας που θα ακολουθείται, όπως ορίζεται κατωτέρω, προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή και αποτελεσματική εφαρμογή της ενισχυμένης συνεργασίας·
Διαδικασία λήψης αποφάσεων
12. επισημαίνει ότι η πολιτική ώθηση για ενισχυμένη συνεργασία θα πρέπει να προέρχεται από τα κράτη μέλη, αλλά οι συζητήσεις σχετικά με το περιεχόμενό της θα πρέπει να βασίζονται σε πρόταση της Επιτροπής·
13. υπενθυμίζει ότι το άρθρο 225 της ΣΛΕΕ παρέχει στο Κοινοβούλιο το δικαίωμα οιονεί νομοθετικής πρωτοβουλίας, το οποίο θα πρέπει να ερμηνεύεται ως η δυνατότητα του Κοινοβουλίου να ξεκινά ενισχυμένη συνεργασία βάσει πρότασης της Επιτροπής, η οποία δεν κατέληξε σε συμφωνία μέσω της τακτικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων στο πλαίσιο της εντολής δύο διαδοχικών προεδριών του Συμβουλίου·
14. πιστεύει ότι, εάν κατά τη διάρκεια μιας περιόδου που καλύπτει δύο διαδοχικές προεδρίες του Συμβουλίου δεν έχει προκύψει καμία σημαντική πρόοδος στο Συμβούλιο, θα πρέπει να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι οι στόχοι μιας περίπτωσης συνεργασίας δεν μπορούν να επιτευχθούν από την Ένωση στο σύνολό της, όπως απαιτείται από τη διατύπωση του άρθρου 20 της ΣΕΕ·
15. συνιστά να βασίζονται τα αιτήματα των κρατών μελών για τη μεταξύ τους σύναψη ενισχυμένης συνεργασία καταρχήν σε στόχους τουλάχιστον εξίσου φιλόδοξους με εκείνους που προβάλλει η Επιτροπή, προτού να διαπιστωθεί ότι οι στόχοι αυτοί δεν μπορούν να επιτευχθούν μέσα σε εύλογο χρόνο από την Ένωση στο σύνολό της·
16. συνιστά μετ’ επιτάσεως να ενεργοποιείται η ειδική ρήτρα γέφυρας που προβλέπεται στο άρθρο 333 της ΣΛΕΕ για τη μετάβαση από την ομοφωνία στην ειδική πλειοψηφία και από ειδική στη συνήθη νομοθετική διαδικασία, αμέσως μετά την έγκριση από το Συμβούλιο μιας συμφωνίας για την έναρξη της ενισχυμένης συνεργασίας, προκειμένου να αποφεύγονται νέες παρακωλύσεις εάν ο αριθμός των συμμετεχόντων κρατών μελών είναι σημαντικός·
17. κρίνει ότι είναι απαραίτητο η απόφαση με την οποία εγκρίνεται η ενισχυμένη συνεργασία να καθορίζει το πλαίσιο για τις σχέσεις με τα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη· θεωρεί ότι τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν σε τέτοια ενισχυμένη συνεργασία θα πρέπει να συμμετέχουν, παρ’ όλα αυτά, στις συσκέψεις σχετικά με το θέμα της·
18. υπενθυμίζει ότι οι γραμματείες τόσο της Επιτροπής όσο και του Συμβουλίου καλούνται να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη διασφάλιση του ότι τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στην ενισχυμένη συνεργασία δεν παραγκωνίζονται με τρόπο που να καθιστά δύσκολη τη συμμετοχή τους σε μεταγενέστερο στάδιο·
Διοίκηση
19. συνιστά στην Επιτροπή να διαδραματίζει ενεργό ρόλο σε όλα τα στάδια της ενισχυμένης συνεργασίας, από την πρόταση μέχρι τις συσκέψεις για την εφαρμογή της·
20. επιβεβαιώνει ότι θα πρέπει να διατηρηθεί η ενότητα των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και ότι η ενισχυμένη συνεργασία δεν θα πρέπει να οδηγήσει στη δημιουργία παράλληλων θεσμικών ρυθμίσεων, αλλά αντ’ αυτού θα μπορούσε να επιτρέψει τη συγκρότηση συγκεκριμένων φορέων εντός του νομικού πλαισίου της ΕΕ, κατά περίπτωση, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων και του ρόλου των θεσμικών και λοιπών οργάνων της ΕΕ·
Κοινοβουλευτικός έλεγχος
21. υπενθυμίζει ότι το Κοινοβούλιο είναι υπεύθυνο για τον κοινοβουλευτικό έλεγχο της ενισχυμένης συνεργασίας· ζητεί μεγαλύτερη συμμετοχή εκ μέρους των εθνικών κοινοβουλίων, και, προκειμένου για τα οικεία κράτη μέλη, εκ μέρους των περιφερειακών κοινοβουλίων, παράλληλα με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στον δημοκρατικό έλεγχο της ενισχυμένης συνεργασίας, εάν πρόκειται για τομείς πολιτικής με κοινή αρμοδιότητα· υπογραμμίζει τη δυνατότητα δημιουργίας ενός διακοινοβουλευτικού φόρουμ παρόμοιου, για παράδειγμα, με τη Διακοινοβουλευτική Διάσκεψη δυνάμει του άρθρου 13 της ΣΣΣΔ και τη Διακοινοβουλευτική Διάσκεψη για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) και την Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας (ΚΠΑΑ), όπου είναι αναγκαίο και με την επιφύλαξη των εξουσιών του Κοινοβουλίου·
22. τονίζει την ανάγκη τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στην ενισχυμένη συνεργασία να περιλαμβάνουν τις περιφέρειες που έχουν νομοθετικές αρμοδιότητες στα θέματα τα οποία τις αφορούν, με σκοπό να γίνεται σεβαστή η εσωτερική κατανομή αρμοδιοτήτων και να ενισχύεται η κοινωνική νομιμοποίηση της εν λόγω ενισχυμένης συνεργασίας·
23. συνιστά να διαδραματίσει το Κοινοβούλιο σοβαρότερο ρόλο στην ενισχυμένη συνεργασία προτείνοντας στην Επιτροπή νέες μορφές συνεργασίας μέσω του άρθρου 225 της ΣΛΕΕ και παρακολουθώντας προτάσεις ή την υφιστάμενη συνεργασία· εκφράζει την πεποίθηση ότι το Κοινοβούλιο θα πρέπει να συμμετέχει σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, και όχι απλώς να παρέχει τη συγκατάθεσή του, και ότι θα πρέπει να λαμβάνει τακτικά εκθέσεις και να είναι σε θέση να σχολιάζει την εφαρμογή της ενισχυμένης συνεργασίας·
24. καλεί το Συμβούλιο να διαβουλεύεται με το Κοινοβούλιο στο πλαίσιο μιας μελλοντικής ενισχυμένης διαδικασίας συνεργασίας, πριν να ζητεί την έγκρισή του επί του τελικού κειμένου, ούτως ώστε να διασφαλίζεται μέγιστη συνεργασία μεταξύ των δύο νομοθετικών οργάνων της Ένωσης·
25. εκφράζει, ωστόσο, τη λύπη του που παρά την εποικοδομητική και μελετημένη προσέγγιση του Κοινοβουλίου στο ζήτημα της διαδικασίας ενισχυμένης συνεργασίας, το Συμβούλιο δεν έχει επιδείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να συνεργαστεί τυπικά με το Κοινοβούλιο προτού ζητήσει από το Κοινοβούλιο να εγκρίνει το τελικό συμφωνηθέν κείμενο·
26. κρίνει αναγκαίο να βελτιώσει το Κοινοβούλιο την εσωτερική οργάνωσή του σε σχέση με την ενισχυμένη συνεργασία· πιστεύει, ως προς αυτό, ότι κάθε περίπτωση ενισχυμένης συνεργασίας θα πρέπει να παρακολουθείται από την αρμόδια μόνιμη επιτροπή και συνιστά, ως εκ τούτου, να εγκρίνει ο εσωτερικός κανονισμός του Κοινοβουλίου τη σύσταση ad hoc υποεπιτροπών, στις οποίες η ιδιότητα του τακτικού μέλους θα δίνεται στους βουλευτές του ΕΚ που εκλέγονται στα κράτη μέλη τα οποία συμμετέχουν σε μια τέτοια ενισχυμένη συνεργασία·
Προϋπολογισμός
27. εκφράζει την άποψη ότι οι λειτουργικές δαπάνες που συνδέονται με την ενισχυμένη συνεργασία θα πρέπει να βαρύνουν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και, εάν το κόστος αυτό βαρύνει τον προϋπολογισμό της ΕΕ, τα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη θα πρέπει να αποζημιώνονται, εκτός εάν το Συμβούλιο, κατόπιν διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο, αποφασίσει, σύμφωνα με το άρθρο 332 (ΣΛΕΕ), ότι τέτοια συνεργασία πρέπει να χρηματοδοτηθεί από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, καθιστώντας με τον τρόπο αυτό τις εν λόγω δαπάνες μέρος του και κατά συνέπεια υποβάλλοντάς τις στην ετήσια διαδικασία του προϋπολογισμού·
28. θεωρεί ότι, εάν η δραστηριότητα που ρυθμίζεται από την ενισχυμένη συνεργασία δημιουργεί έσοδα, τα έσοδα αυτά θα πρέπει να διατίθενται για την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών που συνδέονται με την ενισχυμένη συνεργασία·
Δικαιοδοσία
29. πιστεύει ότι η ενισχυμένη συνεργασία θα πρέπει να υπάγεται στην άμεση δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), με την επιφύλαξη της δυνατότητας να θεσπιστεί διαδικασία διαιτησίας ή πρωτοβάθμιο δικαστηρίου επίλυσης διαφορών η οποία θα μπορούσε να απαιτηθεί για τη λειτουργία συγκεκριμένης περίπτωσης ενισχυμένης συνεργασίας, εκτός αν στη Συνθήκη υπάρχει διαφορετική πρόβλεψη, πράγμα που θα πρέπει να διασαφηνίζεται στη νομική πράξη για τη θέσπιση μιας τέτοιας ενισχυμένης συνεργασίας·
30. επισημαίνει ότι εάν μια περίπτωση ενισχυμένης συνεργασίας απαιτεί την εφαρμογή ειδικού μηχανισμού διαιτησίας ή τη θέσπιση δικαστηρίου, ο τελικός φορέας διαιτησίας θα πρέπει πάντοτε να είναι το ΔΕΕ·
Προσαρμογές στη θεσμική δομή της Ένωσης
31. προτείνει τη δημιουργία μιας ειδικής μονάδας ενισχυμένης συνεργασίας στην Επιτροπή, υπό την ηγεσία του αρμόδιου Επιτρόπου για τις διοργανικές σχέσεις, για τον συντονισμό και τον εξορθολογισμό της θεσμικής συγκρότησης πρωτοβουλιών ενισχυμένης συνεργασίας·
32. θεωρεί αναγκαίο να καταστεί πιο προορατικός ο ρόλος των γραμματειών τόσο της Επιτροπής όσο και του Συμβουλίου στο πλαίσιο της ενισχυμένης συνεργασίας, και προτείνει, ως εκ τούτου, να αναζητήσουν ενεργά, σε συνεργασία με την Επιτροπή των Περιφερειών, και ειδικότερα με την πλατφόρμα του ευρωπαϊκού ομίλου εδαφικής συνεργασίας (ΕΟΕΣ) της τελευταίας, για τομείς στους οποίους η ενισχυμένη συνεργασία θα μπορούσε να είναι χρήσιμη για την πρόοδο του ευρωπαϊκού εγχειρήματος ή τομείς που παρουσιάζουν ομοιότητες με υφιστάμενες μορφές ενισχυμένης συνεργασίας, προκειμένου να αποφεύγονται επικαλύψεις ή αντιφάσεις·
Αποχώρηση ή απομάκρυνση κρατών μελών
33. επισημαίνει ότι δεν υπάρχει πρόβλεψη στις Συνθήκες σχετικά με τις δυνατότητες αποχώρησης ή απομάκρυνσης κρατών μελών από τις υφιστάμενες περιπτώσεις ενισχυμένης συνεργασίας, με εξαίρεση τη μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία (PESCO)·
34. πιστεύει ότι πρέπει να θεσπιστούν σαφείς κανόνες σε όλες τις περιπτώσεις ενισχυμένης συνεργασίας για την αποχώρηση κράτους μέλους που δεν επιθυμεί πλέον να συμμετέχει ή για την απομάκρυνση κράτους μέλους που δεν πληροί πλέον τους όρους της ενισχυμένης συνεργασίας· συνιστά να προσδιορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για την πιθανότητα αποχώρησης ή απομάκρυνσης κράτους μέλους στην πράξη με την οποία θεσπίζεται η ενισχυμένη συνεργασία·
Συστάσεις για τη μελλοντική εξέλιξη της ενισχυμένης συνεργασίας
35. θεωρεί αναγκαίο να καταρτιστεί μια διαδικασία για την ταχεία έγκριση ενισχυμένης συνεργασίας σε τομείς υψηλής πολιτικής σημασίας, ώστε να επιτυγχάνεται εντός χρονικού διαστήματος συντομότερου από ό,τι η διάρκεια δύο διαδοχικών προεδριών του Συμβουλίου·
36. προτρέπει τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στην ενισχυμένη συνεργασία να εργαστούν προς την κατεύθυνση της ενσωμάτωσης της ενισχυμένης συνεργασίας στο κοινοτικό κεκτημένο·
37. καλεί την Επιτροπή να προτείνει κανονισμό βάσει του άρθρου 175 τρίτο εδάφιο ή του άρθρου 352 της ΣΛΕΕ, με σκοπό την απλούστευση και την ενοποίηση του σχετικού νομικού πλαισίου που διέπει την ενισχυμένη συνεργασία (όπως για παράδειγμα τις κατευθυντήριες αρχές σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο για τα κοινά θεσμικά όργανα ή την αποχώρηση ενός μέλους), διευκολύνοντας έτσι τη σύναψη μιας τέτοιας συνεργασίας·
38. προτείνει να διερευνηθεί, επ’ ευκαιρία της επόμενης αναθεώρησης των Συνθηκών, η δυνατότητα για τις περιφέρειες ή τις υποεθνικές οντότητες να διαδραματίζουν ρόλο στην ενισχυμένη συνεργασία, όπου αυτή αφορά τομέα αποκλειστικής αρμοδιότητας του εν λόγω επιπέδου και με τη δέουσα συμμόρφωση με τα εθνικά συντάγματα·
°
° °
39. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.
- [1] ΕΕ C 252 της 18.7.2018, σ. 215.
- [2] ΕΕ C 252 της 18.7.2018, σ. 201.
- [3] ΕΕ C 252 της 18.7.2018, σ. 235.
- [4] ΕΕ C 263 της 25.7.2018, σ. 125.
- [5] Κείμενα που εγκρίθηκαν, P8_TA(2019)0044.
- [6] Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1259/2010 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2010, για τη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισμό.
- [7] Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1103 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 2016, για τη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα της διεθνούς δικαιοδοσίας, του εφαρμοστέου δικαίου και της αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε ζητήματα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων.
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (11.1.2019)
προς την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων
σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων των Συνθηκών για την ενισχυμένη συνεργασία
(2018/2112(INI))
Συντάκτης γνωμοδότησης: Tomáš Zdechovský
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Η Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων καλεί την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:
A. λαμβάνοντας υπόψη ότι στο άρθρο της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) προβλέπεται ρητώς μια τυπική βάση για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και ορίζεται η εφαρμοστέα νομοθετική διαδικασία και η νομοθετική πράξη, καθώς και το πεδίο αρμοδιοτήτων μιας μελλοντικής Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
B. λαμβάνοντας υπόψη πόσο σημαντικό είναι η ΕΕ και όλα τα κράτη μέλη της να εντοπίζουν και να διώκουν κατά τρόπο αποτελεσματικό και αποτρεπτικό κρούσματα απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ, και να προστατεύουν κατ’ αυτό τον τρόπο τους φορολογούμενους όλων των κρατών μελών που συνεισφέρουν στον προϋπολογισμό της Ένωσης·
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι στο άρθρο 86 της ΣΛΕΕ ορίζεται ρητώς ότι, σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία, μπορεί να καθιερωθεί ενισχυμένη συνεργασία·
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η ενισχυμένη συνεργασία συνίσταται σε μια διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας εννέα τουλάχιστον κράτη μέλη μπορούν να ενισχύσουν τη συνεργασία τους σε ένα τομέα εντός των δομών της ΕΕ, χωρίς τη συμμετοχή των υπόλοιπων κρατών μελών· λαμβάνοντας υπόψη ότι στο πλαίσιο της ενισχυμένης συνεργασίας τα συμμετέχοντα σε αυτήν κράτη μέλη μπορούν να υλοποιήσουν ένα κοινό στόχο ή μια κοινή πρωτοβουλία και να ξεπεράσουν ένα αδιέξοδο σε διαπραγματεύσεις ή τα εμπόδια που τίθενται από άλλο ή άλλα κράτη μέλη, όταν απαιτείται ομοφωνία· λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση οι πράξεις που εκδίδονται στο πλαίσιο ενισχυμένης συνεργασίας δεσμεύουν μόνο τα συμμετέχοντα σε αυτήν κράτη μέλη· λαμβάνοντας υπόψη ότι η ενισχυμένη συνεργασία περιορίζεται σε τομείς στους οποίους η ΕΕ δεν διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα·
E. λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με το άρθρο 328 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ η Επιτροπή και τα κράτη μέλη που συμμετέχουν σε ενισχυμένη συνεργασία φροντίζουν να προωθούν τη συμμετοχή όσο το δυνατόν περισσότερων κρατών μελών·
1. επιβεβαιώνει την αμέριστη υποστήριξη του Κοινοβουλίου για τη δημιουργία μιας αποτελεσματικής και ανεξάρτητης Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο κατακερματισμός των προσπαθειών που καταβάλλουν οι εθνικές διωκτικές αρχές για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης και να ενισχυθεί η καταπολέμηση της απάτης στην Ευρωπαϊκή Ένωση·
2. επισημαίνει ότι το Κοινοβούλιο έχει εκδώσει τρία ψηφίσματα στις 29 Απριλίου 2015[1], στις 5 Οκτωβρίου 2016[2] και στις 5 Οκτωβρίου 2017[3] σχετικά μέ τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας· αναγνωρίζει ότι στο τελικό συμφωνηθέν κείμενο που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο ελήφθησαν σε κάποιο βαθμό υπόψη ορισμένες επιφυλάξεις που διατύπωσε το Κοινοβούλιο στα ψηφίσματα αυτά· καλεί το Συμβούλιο, προτού ζητήσει την έγκριση του Κοινοβουλίου επί του τελικού κειμένου να διαβουλεύεται με το Κοινοβούλιο στο πλαίσιο μιας μελλοντικής ενισχυμένης διαδικασίας συνεργασίας, ούτως ώστε να διασφαλίζεται μέγιστη συνεργασία μεταξύ των δύο νομοθετικών οργάνων της Ένωσης·
3. αποδοκιμάζει, ωστόσο, το γεγονός ότι παρά την εποικοδομητική και μελετημένη προσέγγιση του Κοινοβουλίου στο ζήτημα της διαδικασίας ενισχυμένης συνεργασίας, το Συμβούλιο δεν έχει επιδείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να συνεργαστεί τυπικά με το Κοινοβούλιο προτού ζητήσει από το Κοινοβούλιο να εγκρίνει το τελικό συμφωνηθέν κείμενο·
4. επικροτεί το γεγονός ότι 22 κράτη μέλη συμμετέχουν ήδη σε ενισχυμένη συνεργασία για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και υπογραμμίζει τον συμμετοχικό χαρακτήρα της· προτρέπει τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν να το πράξουν το ταχύτερο δυνατόν προκειμένου να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας·
5. επισημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, μετά την ολοκλήρωση ενός τριετούς προπαρασκευαστικού σταδίου, αναμένεται να αναλάβει τα καθήκοντά της έως τα τέλη του 2020, γεγονός που καθιστά στην παρούσα φάση πρόωρη κάθε εκτίμηση για την υλοποίησή της·
6. τονίζει ότι για την υλοποίηση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα απαιτηθεί αποτελεσματική και αποδοτική συνεργασία μεταξύ των εθνικών εισαγγελικών αρχών και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας καθώς και με τους οργανισμούς της ΕΕ, όπως η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία για την Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και η Eurojust·
7. παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς όλα τα μέτρα που έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, όπως μεταξύ άλλων τα μέτρα εφαρμογής για την επιλογή και τον διορισμό του Ευρωπαίου Γενικού Εισαγγελέα και των Ευρωπαίων Εισαγγελέων, καθώς και μέτρα δημοσιονομικού χαρακτήρα·
8. καλεί την Επιτροπή να ενημερώνει τακτικά και εμπεριστατωμένα το Κοινοβούλιο σε κάθε στάδιο που αφορά την υλοποίηση και τη θεσμική συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας υπό το φως του ενδεχομένου να επεκταθούν οι αρμοδιότητές της, προκειμένου να συμπεριλάβουν την καταπολέμηση της διασυνοριακής τρομοκρατίας.
9. επιδοκιμάζει το γεγονός ότι 18 κράτη μέλη θα συμμετάσχουν από τις 29 Ιανουαρίου 2019σε ενισχυμένη συνεργασία όσον αφορά τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων και τα σύμφωνα συμβίωσης· υπογραμμίζει την ανάγκη να προστατεύονται τα θεμελιώδη δικαιώματα, μεταξύ των οποίων το δικαίωμα σε σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και η απαγόρευση της διακριτικής μεταχείρισης.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗΣΤΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ημερομηνία έγκρισης |
10.1.2019 |
|
|
|
|
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
36 6 3 |
|||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Asim Ademov, Martina Anderson, Heinz K. Becker, Monika Beňová, Michał Boni, Caterina Chinnici, Rachida Dati, Frank Engel, Laura Ferrara, Romeo Franz, Ana Gomes, Nathalie Griesbeck, Sylvie Guillaume, Monika Hohlmeier, Sophia in ‘t Veld, Cécile Kashetu Kyenge, Monica Macovei, Roberta Metsola, Claude Moraes, Ivari Padar, Judith Sargentini, Birgit Sippel, Csaba Sógor, Helga Stevens, Traian Ungureanu, Bodil Valero, Marie-Christine Vergiat, Udo Voigt, Josef Weidenholzer, Cecilia Wikström, Kristina Winberg, Tomáš Zdechovský, Auke Zijlstra |
||||
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Dennis de Jong, Anna Hedh, Lívia Járóka, Marek Jurek, Jean Lambert, Jeroen Lenaers, Andrejs Mamikins, Angelika Mlinar, Maite Pagazaurtundúa Ruiz, Christine Revault d’Allonnes Bonnefoy |
||||
Αναπληρωτές (άρθρο 200, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Fernando Ruas, Adam Szejnfeld |
||||
ΤΕΛΙΚΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΜΕ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΚΛΗΣΗ ΣΤΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
36 |
+ |
|
ALDE |
Nathalie Griesbeck, Sophia in ‘t Veld, Angelika Mlinar, Maite Pagazaurtundúa Ruiz, Cecilia Wikström |
|
EFDD |
Laura Ferrara |
|
PPE |
Asim Ademov, Heinz K. Becker, Michał Boni, Rachida Dati, Frank Engel, Monika Hohlmeier, Lívia Járóka, Jeroen Lenaers, Roberta Metsola, Fernando Ruas, Csaba Sógor, Adam Szejnfeld, Traian Ungureanu, Tomáš Zdechovský |
|
S&D |
Monika Beňová, Caterina Chinnici, Ana Gomes, Sylvie Guillaume, Anna Hedh, Cécile Kashetu Kyenge, Andrejs Mamikins, Claude Moraes, Ivari Padar, Christine Revault d’Allonnes Bonnefoy, Birgit Sippel, Josef Weidenholzer |
|
VERTS/ALE |
Romeo Franz, Jean Lambert, Judith Sargentini, Bodil Valero |
|
6 |
- |
|
ECR |
Marek Jurek, Monica Macovei, Helga Stevens, Kristina Winberg |
|
ENF |
Auke Zijlstra |
|
NI |
Udo Voigt |
|
3 |
0 |
|
GUE/NGL |
Martina Anderson, Dennis de Jong, Marie-Christine Vergiat |
|
Υπόμνημα των χρησιμοποιούμενων συμβόλων:
+ : υπέρ
- : κατά
0 : αποχή
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗΣΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ημερομηνία έγκρισης |
22.1.2019 |
|
|
|
|
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
18 2 2 |
|||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Gerolf Annemans, Mercedes Bresso, Pascal Durand, Esteban González Pons, Danuta Maria Hübner, Ramón Jáuregui Atondo, Alain Lamassoure, Jo Leinen, Maite Pagazaurtundúa Ruiz, Markus Pieper, Paulo Rangel, Helmut Scholz, György Schöpflin, Pedro Silva Pereira, Barbara Spinelli, Josep-Maria Terricabras, Kazimierz Michał Ujazdowski |
||||
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Pervenche Berès, Ashley Fox, Sylvia-Yvonne Kaufmann |
||||
Αναπληρωτές (άρθρο 200, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Michael Gahler, Jarosław Wałęsa |
||||
ΤΕΛΙΚΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΜΕ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΚΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
18 |
+ |
|
ALDE |
Maite Pagazaurtundúa Ruiz |
|
NI |
Kazimierz Michał Ujazdowski |
|
PPE |
Michael Gahler, Esteban González Pons, Danuta Maria Hübner, Alain Lamassoure, Markus Pieper, Paulo Rangel, György Schöpflin, Jarosław Wałęsa |
|
S&D |
Pervenche Berès, Mercedes Bresso, Ramón Jáuregui Atondo, Sylvia Yvonne Kaufmann, Jo Leinen, Pedro Silva Pereira |
|
VERTS/ALE |
Pascal Durand, Josep Maria Terricabras |
|
2 |
- |
|
ECR |
Ashley Fox |
|
ENF |
Gerolf Annemans |
|
2 |
0 |
|
GUE/NGL |
Helmut Scholz, Barbara Spinelli |
|
Υπόμνημα των χρησιμοποιούμενων συμβόλων:
+ : υπέρ
- : κατά
0 : αποχή