ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας για την επιστροφή
2.12.2020 - (2019/2208(INI))
Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων
Εισηγήτρια: Tineke Strik
- ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ – ΣΥΝΟΨΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΠΟΡΙΣΜΑΤΩΝ
- ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ Ή ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΚΑΤΕΘΕΣΑΝ ΤΙΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥΣ ΣΤHN ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
- ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
- ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
- ΤΕΛΙΚΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΜΕ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΚΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ – ΣΥΝΟΨΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΠΟΡΙΣΜΑΤΩΝ
Η παρούσα έκθεση περιλαμβάνει αξιολόγηση της εφαρμογής της οδηγίας για την επιστροφή (2008/115/ΕΚ), η οποία αποσκοπεί στην προαγωγή μιας αποτελεσματικής πολιτικής για την επιστροφή, που παρέχει επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις και συμμορφώνεται με τα θεμελιώδη δικαιώματα. Συνεπώς, ο στόχος της οδηγίας περιλαμβάνει στοιχεία που αφορούν τόσο την προστασία όσο και την επιβολή.
Σύμφωνα με το άρθρο 19 της οδηγίας, η Επιτροπή πρέπει να υποβάλλει έκθεση για την εφαρμογή της κάθε τρία έτη, αρχής γενομένης από το 2013. Η Επιτροπή δημοσίευσε μόνο μία φορά έκθεση αξιολόγησης, το 2013, βάσει μιας δευτερογενούς μελέτης των πολιτικών για την επιστροφή σε 31 κράτη. Στο πλαίσιο της ανακοίνωσης που εξέδωσε το 2014 σχετικά με την πολιτική της ΕΕ για την επιστροφή, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η οδηγία είχε συμβάλει στην ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου μέσω διαδικαστικών εγγυήσεων και είχε μειώσει τις δυνατότητες ποινικοποίησης της παράτυπης διαμονής από τα κράτη μέλη. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε περιθώριο βελτίωσης της πρακτικής εφαρμογής της οδηγίας, ώστε να εξασφαλίζονται η τήρηση των προτύπων για τα θεμελιώδη δικαιώματα και η αποτελεσματικότητα.
Η Επιτροπή επισήμανε ότι οι «βασικοί λόγοι της μη επιστροφής σχετίζονται με πρακτικά προβλήματα κατά τον εντοπισμό των επαναπατριζόμενων και κατά την απόκτηση των απαραίτητων εγγράφων από τις αρχές τρίτων χωρών» και, ως εκ τούτου, θεώρησε ότι η εξωτερική διάσταση της πολιτικής για την επιστροφή αποτελεί σημαντική πτυχή για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητάς της. Τα συμπεράσματα αυτά αποτέλεσαν το έρεισμα για την αρχική απόφαση της Επιτροπής να μην υποβάλει πρόταση αναδιατύπωσης της οδηγίας για την επιστροφή, αλλά να καταβάλει προσπάθειες για την καλύτερη εφαρμογή της και να εντείνει τις προσπάθειές της για συνεργασία με τις χώρες καταγωγής σε ό,τι αφορά την επανεισδοχή των πολιτών τους.
Στη σύσταση που εξέδωσε το 2017 για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των επιστροφών, η Επιτροπή παρότρυνε τα κράτη μέλη να εναρμονίσουν τις προσεγγίσεις τους, με έμφαση στην αύξηση των ποσοστών επιστροφής. Πέρα από το ότι επιβεβαίωσε ορισμένες υποχρεώσεις, η Επιτροπή συνέστησε να μειωθούν ορισμένες εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής και η χρήση περιόδων κράτησης μεγαλύτερης διάρκειας. Δεν έχει εκδοθεί αξιολόγηση των αποτελεσμάτων αυτών των συστάσεων.
Παρά τη δέσμευση που ανέλαβε, στο πλαίσιο της ανακοίνωσής της του 2014, να υποβάλει νομοθετικές τροποποιήσεις στην οδηγία του 2008 για την επιστροφή μόνο μετά από διεξοδική αξιολόγηση της εφαρμογής της, το 2018 η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση αναδιατύπωσης της οδηγίας για την επιστροφή. Δεδομένου ότι δεν είχε διενεργηθεί εκτίμηση αντικτύπου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δημοσίευσε υποκατάστατη εκτίμηση αντικτύπου τον Μάρτιο του 2019.
Η παρούσα έκθεση, στην οποία επισημαίνονται αρκετά κενά στην εφαρμογή της οδηγίας για την επιστροφή, δεν επιδιώκει να αντικαταστήσει την, εκκρεμούσα ακόμη, ολοκληρωμένη αξιολόγηση της εφαρμογής από πλευράς της Επιτροπής. Καλεί τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση με την οδηγία για την επιστροφή, και την Επιτροπή να εξασφαλίσει την έγκαιρη και κατάλληλη παρακολούθηση και υποστήριξη της εφαρμογής της, και να επιβάλλει τη συμμόρφωση, εφόσον είναι αναγκαίο.
Η έκθεση, η οποία στηρίζεται στην ευρωπαϊκή αξιολόγηση που δημοσίευσε το 2020 η Υπηρεσία Έρευνας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (EPRS), όπου αξιολογείται η εφαρμογή της οδηγίας για την επιστροφή και η εξωτερική διάσταση της οδηγίας, επισημαίνει συγκεκριμένες πτυχές που αφορούν την εφαρμογή της οδηγίας. Η εισηγήτρια θα υποβάλει και άλλες τροπολογίες στο αρχικό σχέδιο έκθεσης, προκειμένου να τονιστούν καλύτερα και να εξεταστούν προσεχτικά τα κενά που εντοπίστηκαν στην εφαρμογή, όπως παρατίθενται κατωτέρω.
Πεδίο εφαρμογής
Η μελέτη δείχνει ότι τα κράτη μέλη αξιοποιούν τη δυνατότητα που προσφέρει το άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο α) να μην εφαρμόσουν την οδηγία σε «περιπτώσεις στα σύνορα», δημιουργώντας παράλληλα καθεστώτα, με διαδικασίες που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, οι οποίες προσφέρουν λιγότερες εγγυήσεις σε σύγκριση με την κανονική διαδικασία επιστροφής, π.χ. δεν προβλέπουν προθεσμία οικειοθελούς επιστροφής, δεν προβλέπουν το ανασταλτικό αποτέλεσμα μιας προσφυγής, ενώ προβλέπουν λιγότερους περιορισμούς σχετικά με τη διάρκεια της κράτησης. Αυτό το χαμηλότερο επίπεδο προστασίας προκαλεί σοβαρές ανησυχίες, καθώς το γεγονός ότι οι καταστάσεις στα σύνορα μπορούν να μείνουν εκτός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας ενισχύει επίσης τον κίνδυνο απωθήσεων και επαναπροωθήσεων.
Η οδηγία υποχρεώνει τα κράτη μέλη να εκδίδουν απόφαση επιστροφής για πρόσωπο που διαμένει παράτυπα στην επικράτειά τους. Σύμφωνα με τη Eurostat, τα κράτη μέλη εξέδωσαν περισσότερες από 490.000 αποφάσεις επιστροφής το 2019, από τις οποίες το 85% εκδόθηκε από τα δέκα κράτη μέλη που αποτελούν αντικείμενο της τρέχουσας μελέτης. Τα στοιχεία αυτά δεν είναι τόσο αξιόπιστα όσο δείχνουν, λόγω των αποκλίσεων μεταξύ των πρακτικών. Σε ορισμένα κράτη μέλη, οι μετανάστες λαμβάνουν απόφαση επιστροφής περισσότερο από μία φορά, τα παιδιά δεν λαμβάνουν χωριστή απόφαση, και οι απαγορεύσεις στα σύνορα εξαιρούνται.
Η οδηγία δεν περιλαμβάνει εξαίρεση από την αρχή της μη επαναπροώθησης όσον αφορά την υποχρέωση των κρατών μελών να εκδίδουν απόφαση επιστροφής για κάθε πρόσωπο που βρίσκεται σε παράτυπη κατάσταση. Ως εκ τούτου, ο κίνδυνος της επαναπροώθησης αξιολογείται σπάνια αυτεπαγγέλτως πριν από την έναρξη της διαδικασίας επιστροφής. Αυτό το κενό προστασίας είναι ακόμα πιο ανησυχητικό απουσία του αυτόματου ανασταλτικού αποτελέσματος μιας προσφυγής, που με τη σειρά της οδηγεί σε μεγαλύτερη διοικητική επιβάρυνση λόγω του υψηλού αριθμού αιτημάτων λήψης προσωρινού μέτρου.
Η εισηγήτρια θεωρεί ότι είναι καθοριστικής σημασίας η εξασφάλιση της διενέργειας κατάλληλης εκτίμησης του κινδύνου επαναπροώθησης πριν από την έκδοση απόφασης επιστροφής. Τούτο εφαρμόζεται ήδη στη Σουηδία και τη Γαλλία.
Αν και οι ασυνόδευτοι ανήλικοι σπάνια επιστρέφονται, τα περισσότερα κράτη μέλη δεν απαγορεύουν επίσημα την επιστροφή τους. Το γεγονός ότι υπόκεινται σε διαδικασία επιστροφής καθιστά ακόμα πιο ευάλωτη την κατάστασή τους, λόγω της έλλειψης εγγυήσεων και ασφάλειας δικαίου.
Διαδικαστικές εγγυήσεις
Τα πρόσωπα που υπόκεινται σε απόφαση επιστροφής έχουν μεταξύ τους διαφορετικό υπόβαθρο. Μπορεί να είναι αιτούντες άσυλο των οποίων η αίτηση απορρίφθηκε, πρόσωπα που εισήλθαν στην επικράτεια παράτυπα, πρόσωπα που έχουν υπερβεί την επιτρεπόμενη διάρκεια παραμονής, διερχόμενοι μετανάστες ή μετανάστες που έχουν χάσει το δικαίωμα διαμονής, για παράδειγμα ως εργαζόμενοι, φοιτητές ή μέλη οικογένειας. Οι περιστάσεις τους ενδέχεται να απαιτούν ανθρωπιστική προσέγγιση. Στα περισσότερα κράτη μέλη υπάρχει η δυνατότητα χορήγησης άδειας διαμονής, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 της οδηγίας. Είναι θετικό το γεγονός ότι σε ορισμένα κράτη, όπως στις Κάτω Χώρες, το Βέλγιο και την Πολωνία, τούτη μπορεί να χορηγηθεί έπειτα από αυτεπάγγελτη εκτίμηση μετά από άρνηση.
Υπάρχουν σημαντικές διαφορές σε εθνικό επίπεδο όσον αφορά το δικαίωμα προσφυγής, ιδίως όσον αφορά το όργανο προσφυγής και τις προθεσμίες προσφυγής. Δεδομένου ότι η οδηγία δεν αναφέρει τίποτε σχετικά, τα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει διαφορετικές προθεσμίες. Ενώ, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι προθεσμίες είναι παρόμοιες με αυτές που εφαρμόζονται κατά τις τακτικές διοικητικές διαδικασίες, δηλαδή 30 ημέρες, σε άλλες καταστάσεις η προθεσμία αυτή μειώνεται στο ήμισυ ή και περιορίζεται σε λίγες μόνο ημέρες, οπότε και είναι πολύ δύσκολη ή αδύνατη η προσφυγή.
Η χορήγηση αυτόματου ανασταλτικού αποτελέσματος επίσης ποικίλλει μεταξύ των κρατών μελών. Μολονότι η αυτόματη αναστολή προσφέρει την καλύτερη προστασία, τα περισσότερα κράτη μέλη απαιτούν την υποβολή αιτήματος από τον επαναπατριζόμενο. Σύμφωνα με αναφορές, στο Βέλγιο και την Ισπανία το δικαστήριο σπάνια χορηγεί αναστολή.
Ιδίως σε συστήματα με βραχείες προθεσμίες προσφυγής, που απαιτούν να υποβληθεί αίτημα για το ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής, η κατάλληλη και προσβάσιμη πληροφόρηση και δικαστική αρωγή έχουν καθοριστική σημασία για το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής.
Οικειοθελής αναχώρηση και οικειοθελής επιστροφή
Η αρχή της αναλογικότητας πρέπει να τηρείται σε όλα τα στάδια της διαδικασίας επιστροφής, συμπεριλαμβανομένου του σταδίου που αφορά την απόφαση επιστροφής, στο πλαίσιο του οποίου το οικείο κράτος μέλος πρέπει να αποφανθεί για τη χορήγηση προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης. Δεδομένου ότι πρέπει να δίδεται προτεραιότητα στην οικειοθελή συμμόρφωση με την υποχρέωση που απορρέει από την απόφαση επιστροφής, η οδηγία υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν κατάλληλο χρονικό διάστημα για την οικειοθελή αναχώρηση που κυμαίνεται μεταξύ επτά και τριάντα ημερών. Η συντόμευση του χρονικού διαστήματος για οικειοθελή αναχώρηση ή η άρνηση χορήγησής του δικαιολογείται μόνο ως μέτρο έσχατης ανάγκης, σε περίπτωση που τα μέτρα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 δεν είναι επαρκή. Ωστόσο, μόνο στο Βέλγιο απαιτείται η μη συμμόρφωση με τα εν λόγω μέτρα για τη συντόμευση του χρονικού διαστήματος οικειοθελούς αναχώρησης ή την άρνηση χορήγησής του.
Επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία, η οικειοθελής αναχώρηση είναι οικονομικά αποδοτική και πιο εύκολο να οργανωθεί, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τη συνεργασία των χωρών προορισμού. Παρά το γεγονός ότι η χορήγηση προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης αποτελεί τον κανόνα, όπως επιβεβαιώνεται από την εθνική νομοθεσία των περισσότερων κρατών μελών, οι τέσσερις λόγοι εξαίρεσης εφαρμόζονται σε μεγάλη κλίμακα. Στην Ιταλία, για να εφαρμοστεί, πρέπει να υποβληθεί αίτημα οικειοθελούς αναχώρησης από τον ενδιαφερόμενο. Ορισμένα κράτη μέλη προβάλλουν ως λόγους για τη συντόμευση της προθεσμίας οικειοθελούς επιστροφής ή την άρνηση χορήγησής της λόγους διαφορετικούς από αυτούς που παρατίθενται εξαντλητικά στο άρθρο 7 παράγραφος 4. Για παράδειγμα, η Γερμανία δεν χορηγεί προθεσμία οικειοθελούς επιστροφής σε μετανάστες που τελούν υπό κράτηση, η Ισπανία εφαρμόζει την εξαίρεση σε περίπτωση παρεμπόδισης της απομάκρυνσης, οι Κάτω Χώρες σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης ασύλου βάσει της έννοιας της ασφαλούς χώρας καταγωγής, και η Σουηδία σε περίπτωση προσώπου που πρόκειται να απελαθεί έπειτα από τη διάπραξη εγκλήματος.
Ως ένας από τους λόγους εξαίρεσης, ο κίνδυνος διαφυγής πρέπει να διαπιστώνεται βάσει εξατομικευμένης εκτίμησης και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, ακόμα και αν η νομοθεσία ορίζει αντικειμενικά κριτήρια.
Τα στατιστικά στοιχεία σχετικά με το ποσοστό των αναχωρήσεων που είναι οικειοθελείς δείχνουν σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών: από 96% στην Πολωνία έως 7% στην Ισπανία και την Ιταλία. Η Γερμανία και οι Κάτω Χώρες αναφέρουν ότι δεν ήταν σε θέση να συγκεντρώσουν δεδομένα για τις μη επικουρούμενες οικειοθελείς επιστροφές, γεγονός αξιοσημείωτο υπό το φως των πληροφοριών που παρασχέθηκαν από άλλα κράτη μέλη. Σύμφωνα με τον Frontex, σχεδόν οι μισές αναχωρήσεις είναι οικειοθελείς.
Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να επενδύουν σε προγράμματα «επικουρούμενης οικειοθελούς επιστροφής». Μολονότι όλα τα κράτη που εξετάστηκαν διαθέτουν τέτοια προγράμματα, το πεδίο εφαρμογής και το μέγεθος των εν λόγω προγραμμάτων, καθώς και ο αριθμός των επικουρούμενων επιστροφών, ποικίλλουν σημαντικά. Στο Βέλγιο, μια επιτυχημένη μεθοδολογία είναι η παροχή συμβουλών σχετικά με την οικειοθελή επιστροφή, στο πλαίσιο μιας εξατομικευμένης και μόνιμης κοινωνικής καθοδήγησης κατά την παραμονή των μεταναστών σε κέντρο υποδοχής. Η Επιτροπή θα πρέπει να επενδύσει στον συντονισμό και την υποστήριξη προγραμμάτων επικουρούμενης οικειοθελούς επιστροφής.
Απαγορεύσεις εισόδου
Το άρθρο 11 της οδηγίας υποχρεώνει τα κράτη μέλη να επιβάλλουν απαγόρευση εισόδου εφόσον δεν έχει χορηγηθεί χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης ή εφόσον ο επαναπατριζόμενος δεν έχει αναχωρήσει εντός της προθεσμίας οικειοθελούς επιστροφής. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν απαγόρευση εισόδου. Συνεπώς, οι πολιτικές που αφορούν τις απαγορεύσεις εισόδου εξαρτώνται από τη στάση που τηρούν τα κράτη μέλη σε σχέση με την προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης. Δεδομένου ότι συχνά το άρθρο 7 παράγραφος 4 εφαρμόζεται αυτόματα και ότι συχνά η περίοδος οικειοθελούς αναχώρησης είναι ανεπαρκής για την οργάνωση της αναχώρησης, πολλοί επαναπατριζόμενοι υπόκεινται αυτομάτως σε απαγόρευση εισόδου. Λόγω των διαφορετικών ερμηνειών του κινδύνου διαφυγής, το πεδίο εφαρμογής της υποχρεωτικής επιβολής απαγόρευσης εισόδου μπορεί να διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα. Η νομοθεσία και η πρακτική στο Βέλγιο, τη Βουλγαρία, τη Γαλλία, τις Κάτω Χώρες και τη Σουηδία προβλέπουν αυτόματη απαγόρευση εισόδου εφόσον δεν έχει χορηγηθεί προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης ή εφόσον η εν λόγω προθεσμία δεν έχει τηρηθεί από τον επαναπατριζόμενο, ενώ σε άλλες περιπτώσεις η επιβολή είναι προαιρετική. Ωστόσο, στη Γερμανία, την Ισπανία, την Ιταλία, την Πολωνία και τη Βουλγαρία, η νομοθεσία ή η πρακτική προβλέπουν αυτόματη επιβολή απαγόρευσης εισόδου σε όλες τις περιπτώσεις, μεταξύ άλλων και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο επαναπατριζόμενος έχει φύγει κατά το χρονικό διάστημα της οικειοθελούς αναχώρησης. Επίσης, στις Κάτω Χώρες, για μετανάστες στους οποίους έχει χορηγηθεί προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης, μπορεί να εκδοθεί απαγόρευση εισόδου πριν από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας. Τούτο εγείρει ερωτήματα σχετικά με τον σκοπό και την αποτελεσματικότητα της επιβολής απαγόρευσης εισόδου, καθώς αυτή μπορεί να έχει αποθαρρυντικό αποτέλεσμα εάν επιβληθεί σε πρώιμο στάδιο. Γιατί να φύγει κάποιος εγκαίρως από μια χώρα οικειοθελώς, αν δεν ανταμειφθεί με τη δυνατότητα επανεισόδου του; Επιπλέον, η προσέγγιση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τη διοικητική και μη τιμωρητική προσέγγιση που υιοθετείται στην οδηγία.
Η διάρκεια μιας απαγόρευσης εισόδου πρέπει να αποφασίζεται σε εξατομικευμένη βάση, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών περιστάσεων και συμφερόντων. Οι εθνικές πρακτικές σε σχέση με τη διάρκεια των απαγορεύσεων εισόδου κάθε άλλο παρά εναρμονισμένες είναι, παρά το γεγονός ότι έχουν επιπτώσεις και σε άλλα κράτη μέλη. Η υποχρέωση να λαμβάνονται υπόψη οι ατομικές περιστάσεις, τυχόν ανθρωπιστικοί λόγοι και το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή θα πρέπει να ενισχυθεί προκειμένου να προστατεύονται η αρχή της αναλογικότητας και τα θεμελιώδη δικαιώματα.
Κράτηση και ορισμός του κινδύνου διαφυγής
Σύμφωνα με την οδηγία, η κράτηση πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να είναι αναγκαία, εύλογη και ανάλογη προς τους επιδιωκόμενους στόχους και να διαρκεί όσο το δυνατόν λιγότερο. Η εισηγήτρια τονίζει ότι, σύμφωνα με τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, και δεδομένου του αποτρεπτικού χαρακτήρα της διοικητικής κράτησης που προβλέπεται στην οδηγία, η διοικητική κράτηση πριν από την απομάκρυνση μπορεί να δικαιολογείται μόνο από έναν συνδυασμό επαρκώς τεκμηριωμένου κινδύνου διαφυγής και ελέγχου της αναλογικότητας.
Ο ορισμός του «κινδύνου διαφυγής» έχει μεταφερθεί στις εθνικές νομοθεσίες με σημαντικά διαφορετικούς τρόπους και, ενώ ορισμένα κράτη μέλη έχουν εκτενείς καταλόγους κριτηρίων που δικαιολογούν τη διαπίστωση κινδύνου διαφυγής (το Βέλγιο έχει 11, η Γαλλία 8, η Γερμανία 7, οι Κάτω Χώρες 19), άλλα κράτη μέλη (Βουλγαρία, Ελλάδα, Πολωνία) δεν απαριθμούν τα κριτήρια με εξαντλητικό τρόπο. Η ευρεία νομική βάση για την κράτηση επιτρέπει τη συστηματική επιβολή κράτησης, ενώ η εκτίμηση των ατομικών περιστάσεων είναι οριακή. Οι εθνικές πρακτικές που επισημαίνονται στο πλαίσιο αυτό επιβεβαιώνουν επίσης προηγούμενες μελέτες, σύμφωνα με τις οποίες οι περισσότερες επιστροφές πραγματοποιούνται τις πρώτες εβδομάδες και ότι η μεγαλύτερη διάρκεια της κράτησης δεν προσφέρει σχεδόν καμία προστιθέμενη αξία.
Ο έλεγχος αναλογικότητας δικαιολογεί την κράτηση των επαναπατριζόμενων μόνο όταν δεν μπορούν να εφαρμοστούν άλλα, λιγότερο αναγκαστικά μέτρα. Ωστόσο, η μελέτη δείχνει ότι, παρά την ύπαρξη εναλλακτικών της κράτησης μέτρων στη νομοθεσία των περισσότερων κρατών μελών, στην πράξη διατίθενται και εφαρμόζονται στα κράτη μέλη ελάχιστες βιώσιμες εναλλακτικές της κράτησης λύσεις.
Η εισηγήτρια ανησυχεί ιδιαίτερα για την κατάσταση των παιδιών και των οικογενειών που τελούν υπό κράτηση και τονίζει ότι η κράτηση παιδιών εξαιτίας του δικού τους καθεστώτος διαμονής ή του καθεστώτος διαμονής των γονιών τους συνιστά άμεση παραβίαση της Σύμβασης του ΟΗΕ για τα δικαιώματα των παιδιών, δεδομένου ότι η κράτηση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δικαιολογηθεί ως προάγουσα το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού.
Εξωτερική διάσταση
Στην ανακοίνωση που εξέδωσε το 2016 σχετικά με τη θέσπιση νέου πλαισίου εταιρικής σχέσης με τρίτες χώρες βάσει του Ευρωπαϊκού Προγράμματος Δράσης για τη Μετανάστευση, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι η συνεργασία με τρίτες χώρες είναι ουσιώδους σημασίας για τη διασφάλιση αποτελεσματικών και βιώσιμων επιστροφών. Από τότε που εκδόθηκε η ανακοίνωση αυτή έχουν συναφθεί διάφορες άτυπες συμφωνίες με τρίτες χώρες, όπως με την Γκάμπια, το Μπαγκλαντές, την Τουρκία, την Αιθιοπία, το Αφγανιστάν, τη Γουινέα και την Ακτή Ελεφαντοστού. Η εισηγήτρια εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι οι εν λόγω άτυπες συμφωνίες συνάπτονται πλήρη απουσία του δέοντος κοινοβουλευτικού ελέγχου και της δέουσας δημοκρατικής και δικαστικής εποπτείας που θα απαιτούσε η σύναψη επίσημων συμφωνιών επανεισδοχής, σύμφωνα με τις Συνθήκες.
Αυτή η μετάβαση σε άτυπες μορφές συνεργασίας με τρίτες χώρες στον τομέα της μετανάστευσης, συμπεριλαμβανομένων των χωρών διέλευσης, συνοδεύτηκε από μια μεγαλύτερη έμφαση στην αιρεσιμότητα όσον αφορά την επιστροφή και την επανεισδοχή. Η εισηγήτρια εκφράζει την ανησυχία ότι η χρηματοδότηση που προορίζεται για την αναπτυξιακή συνεργασία ανακατευθύνεται όλο και περισσότερο σε στόχους διαφορετικούς από αυτούς που αφορούν την ανάπτυξη και την εξάλειψη της φτώχειας.
Για να κατανοηθεί καλύτερα το κατά πόσον η οδηγία συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που αφορούν τα θεμελιώδη δικαιώματα, κάθε εκτίμηση της αποτελεσματικότητας των επιστροφών θα πρέπει όχι μόνο να περιλαμβάνει δεδομένα σχετικά με τις αναγκαστικές επιστροφές που αφορούν το ταξίδι, αλλά να εξετάζει και τις συνθήκες και την τύχη των επαναπατρισμένων μετά την άφιξή τους στη χώρα προορισμού τους. Η Επιτροπή πρέπει να διασφαλίσει ότι η παρακολούθηση αυτή είναι αποτελεσματική, δηλαδή ότι πραγματοποιείται από όργανα παρακολούθησης με επαρκή ικανότητα και επίπεδο ανεξαρτησίας. Στην περίπτωση των ασυνόδευτων ανηλίκων, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διενεργούν παρακολούθηση μετά την επιστροφή για να πληρούν στο ακέραιο τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 10 της οδηγίας. Η ΜΚΟ Save the Children πραγματοποίησε πρόσφατα συνεντεύξεις με παιδιά που επέστρεψαν στο Αφγανιστάν και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι σχεδόν τα τρία τέταρτα των παιδιών δεν ένιωθαν ασφαλή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επιστροφής. Κατά την άφιξή τους, τα παιδιά δεν έλαβαν παρά ελάχιστη ή μηδαμινή υποστήριξη, και μόνο τρία είχαν ειδικό σχέδιο επανένταξης. Η εισηγήτρια εκφράζει τη βαθιά της ανησυχία για τα αποτελέσματα αυτά και παροτρύνει τα κράτη μέλη να διενεργούν καλύτερη παρακολούθηση μετά την επιστροφή και να δημοσιεύουν τα αποτελέσματα της παρακολούθησης αυτής με διαφανή τρόπο.
Συμπεράσματα
Λαμβάνοντας υπόψη τον διττό στόχο της οδηγίας για την επιστροφή, δηλαδή την προώθηση αποτελεσματικών επιστροφών και τη διασφάλιση της συμμόρφωσής τους με τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις διαδικαστικές εγγυήσεις, η παρούσα έκθεση δείχνει ότι η οδηγία επιτρέπει και υποστηρίζει την αποτελεσματικότητα των επιστροφών, αλλά ότι οι περισσότεροι παράγοντες που εμποδίζουν τις αποτελεσματικές επιστροφές απουσιάζουν από την τρέχουσα συζήτηση, καθώς η αποτελεσματικότητα τονίζεται και γίνεται κατανοητή κυρίως ως ποσοστό επιστροφής.
• Προώθηση αποτελεσματικών επιστροφών
Στην έκθεση επισημαίνεται ότι ορισμένα μέτρα που προβλέπει η οδηγία δεν θα αυξήσουν άμεσα τον αριθμό των επαναπατριζόμενων, ενδέχεται δε να είναι και αντιπαραγωγικά. Πρώτον, η δυνατότητα επιβολής απαγόρευσης εισόδου παράλληλα με την οικειοθελή επιστροφή μπορεί να μειώσει το κίνητρο του επαναπατριζόμενου να εγκαταλείψει όντως το κράτος μέλος. Δεύτερον, οι σύντομες προθεσμίες οικειοθελούς αναχώρησης ενδέχεται να αποκλείουν εντελώς το ενδεχόμενο αναχώρησης, καθώς ο χρόνος που απαιτείται για την προετοιμασία της επιστροφής συχνά υπερβαίνει την προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης. Ο κίνδυνος να συμβεί αυτό είναι σημαντικός, καθώς συχνά εφαρμόζεται η δυνατότητα συντόμευσης της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης ή άρνησης της χορήγησής της. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να υπενθυμιστεί στα κράτη μέλη ότι η αρχή της αναλογικότητας και η δομή της οδηγίας απαιτούν να εφαρμόζονται αυστηρά τα κριτήρια του άρθρου 7 παράγραφος 4 και να αξιολογούνται κατά περίπτωση, καθώς και ότι η συντόμευση και η μείωση της προθεσμίας αποτελεί μέτρο έσχατης ανάγκης. Τρίτον, η εφαρμογή της μέγιστης περιόδου κράτησης στο πλαίσιο της μετανάστευσης δεν φαίνεται να αυξάνει το ποσοστό επιστροφής. Οι εθνικές πρακτικές επιβεβαιώνουν προηγούμενες μελέτες, σύμφωνα με τις οποίες οι περισσότερες επιστροφές πραγματοποιούνται τις πρώτες εβδομάδες και ότι η μεγαλύτερη διάρκεια κράτησης δεν έχει προστιθέμενη αξία. Εδώ υπεισέρχεται το θέμα της αντιπαραγωγικότητας, καθώς μια κράτηση μεγάλης διάρκειας θίγει τα θεμελιώδη δικαιώματα των επαναπατριζόμενων. Τούτο είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό, διότι η πρακτική πολλών κρατών μελών είναι να εφαρμόζουν κατά το μάλλον ή ήττον αυτόματα το μέτρο της κράτησης, αντί να το εφαρμόζουν ως μέτρο έσχατης ανάγκης. Αν και η οδηγία απαιτεί να γίνεται η διαχείριση της διαδικασίας επιστροφής με τη δέουσα επιμέλεια, η δυνατότητα τόσο μεγάλων περιόδων κράτησης δεν προσφέρει κίνητρο προς αυτή την κατεύθυνση. Για να αποφεύγεται η διοικητική ή δικαστική επανεξέταση της κράτησης, τα κράτη μέλη έχουν την τάση να διατάσσουν τη μέγιστη περίοδο που προβλέπει η νομοθεσία. Οι βραχύτερες περίοδοι κράτησης θα αυξήσουν την εποπτεία της κράτησης και ενδέχεται να επιταχύνουν και τη διαδικασία επιστροφής.
• Διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων
Στην έκθεση επισημαίνεται ότι η οδηγία επηρεάζει θετικά ορισμένες εγγυήσεις, αλλά ότι οι προαιρετικές ρήτρες και οι συχνές παρεκκλίσεις μειώνουν σημαντικά το αποτέλεσμα αυτό. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, με την προαιρετική ρήτρα σύμφωνα με την οποία οι καταστάσεις στα σύνορα μπορούν να μην περιληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Δεδομένου ότι οι μετανάστες στα σύνορα βρίσκονται συχνά σε ευάλωτη κατάσταση και ότι ενδέχεται να διακυβεύεται η αρχή της μη επαναπροώθησης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να κληθούν να εφαρμόζουν την οδηγία και στις καταστάσεις στα σύνορα. Επιπλέον, η ευρεία ερμηνεία και εφαρμογή του ορισμού «κίνδυνος διαφυγής» υπονομεύει την εγγύηση εξατομικευμένης εκτίμησης κατά την οποία λαμβάνονται υπόψη όλες οι περιστάσεις και όλα τα συμφέροντα. Η πρόσβαση σε δικαστική αρωγή και διερμηνείς παρεμποδίζεται από την έλλειψη ικανότητας και χρηματοδότησης. Η έλλειψη χρηματοδότησης επηρεάζει επίσης την αποτελεσματική παρακολούθηση μετά την επιστροφή σε διάφορα κράτη μέλη. Η Επιτροπή θα πρέπει να διαδραματίσει βασικό ρόλο για να εξασφαλίσει ότι χρησιμοποιούνται εναλλακτικές της κράτησης λύσης ως αναλογικό και αποτελεσματικό μέτρο για να αποφεύγεται η διαφυγή. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν είναι εφικτή η επιστροφή, οι μετανάστες βρίσκονται συχνά σε κατάσταση αβεβαιότητας, χωρίς να διαθέτουν καθεστώς ανοχής, γεγονός που θέτει σε κίνδυνο την αξιοπρέπεια και τα θεμελιώδη δικαιώματά τους. Η πρακτική αυτή απαιτεί μια ευρωπαϊκή λύση.
Τέλος, παρά την υποχρέωση των κρατών μελών να τηρούν την αρχή της μη επαναπροώθησης και να λαμβάνουν δεόντως υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και της οικογενειακής ζωής, οι πολιτικές εφαρμογής και η πρακτική εμφανίζουν σαφή κενά. Μολονότι τούτο αφορά όλα τα στάδια της διαδικασίας επιστροφής, καθίσταται οδυνηρά προφανές στην περίπτωση της κράτησης παιδιών, η οποία δεν είναι ποτέ προς το βέλτιστο συμφέρον τους.
• Συνεκτίμηση της εξωτερικής διάστασης
Όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των επιστροφών, τα κράτη μέλη καθιστούν σαφές ότι ο πιο σημαντικός παράγοντας που εμποδίζει τις αποτελεσματικές επιστροφές αφορά τη συνεργασία τους με τις χώρες καταγωγής. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την πλέον διαδεδομένη πρακτική να θεωρείται το ποσοστό επιστροφής ως ο κύριος δείκτης για την αποτελεσματικότητα της οδηγίας για την επιστροφή. Στην παρούσα έκθεση υπογραμμίζεται ότι μια αποτελεσματική πολιτική επιστροφής που συμμορφώνεται με τα θεμελιώδη δικαιώματα απαιτεί ποιοτική αξιολόγηση της βιωσιμότητας των επιστροφών και της επανένταξης του επαναπατριζόμενου, συμπεριλαμβανομένης αποτελεσματικής παρακολούθησης μετά την επιστροφή. Παράλληλα, οι παράγοντες που εμποδίζουν τους μετανάστες να επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη μέσω μιας κριτικής αξιολόγησης της συνεργασίας με τρίτες χώρες στον τομέα της μετανάστευσης, στο πλαίσιο της οποίας η αιρεσιμότητα και οι άτυπες συμφωνίες εγείρουν ανησυχίες σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα, τον δημοκρατικό και δικαστικό έλεγχο, την ισότητα στις εταιρικές σχέσεις, καθώς και τη συνοχή της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ Ή ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΚΑΤΕΘΕΣΑΝ ΤΙΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥΣ ΣΤHN ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
Ο κατωτέρω κατάλογος καταρτίζεται σε καθαρά εθελοντική βάση, υπό την αποκλειστική ευθύνη της εισηγήτριας. Στην εισηγήτρια κατατέθηκαν, κατά την κατάρτιση της έκθεσης μέχρι την έγκρισή της στην επιτροπή, απόψεις από τις ακόλουθες οντότητες ή τα ακόλουθα πρόσωπα:
Οντότητα ή/και πρόσωπο |
Caritas International |
Υπηρεσία των Ιησουιτών για τους Πρόσφυγες (JRS) |
Ένωση των Εκκλησιών για τους Μετανάστες στην Ευρώπη (CCME) |
Διεθνής Καθολική Επιτροπή Μετανάστευσης (ΔΚΕΜ) |
Ταμείο των Ηνωμένων Εθνών για τα Παιδιά (UNICEF) |
Πλατφόρμα διεθνούς συνεργασίας για τους παράτυπους μετανάστες (Platform for International Cooperation on Undocumented Migrants, PICUM) |
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προσφύγων και Εξορίστων (ECRE) |
Save the Children International |
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΓΔ Μετανάστευσης και Εσωτερικών Υποθέσεων |
Γερμανική Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
Φινλανδική Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας για την επιστροφή
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1948,
– έχοντας υπόψη τη Σύμβαση του ΟΗΕ για τα δικαιώματα του παιδιού,
– έχοντας υπόψη την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου,
– έχοντας υπόψη τη Σύμβαση του 1951 και το Πρωτόκολλο του 1967 σχετικά με το καθεστώς των προσφύγων (Σύμβαση της Γενεύης), ειδικότερα δε το δικαίωμα μη επαναπροώθησης,
– έχοντας υπόψη τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως τα άρθρα 1, 3, 4, 6, 7, 18, 19, 20 και 47,
– έχοντας υπόψη το Παγκόσμιο Σύμφωνο για την ασφαλή, ομαλή και νόμιμη μετανάστευση, που εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 19 Δεκεμβρίου 2018,
– έχοντας υπόψη τις Είκοσι κατευθυντήριες γραμμές για την αναγκαστική επιστροφή, τις οποίες ενέκρινε η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 4 Μαΐου 2005,
– έχοντας υπόψη την οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών[1] («οδηγία για την επιστροφή»),
– έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1860 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2018, σχετικά με τη χρήση του Συστήματος Πληροφοριών Σένγκεν για την επιστροφή παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών[2] («SIS για την επιστροφή»),
– έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2020/851 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2020, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 862/2007 περί κοινοτικών στατιστικών για τη μετανάστευση και τη διεθνή προστασία[3],
– έχοντας υπόψη τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την οδηγία 2008/115/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων των υποθέσεων C‑357/09 Kadzoev[4], C‑61/11 El Dridi[5], C‑534/11 Arslan[6], C-146/14 Mahdi[7], C‑554/13 Z. Zh.[8], C‑47/15 Sélina Affum[9], C-82/16 K.A. κ.λπ.[10] και C-181/16 Gnandi[11],
– έχοντας υπόψη τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σχετικά με την οδηγία 2008/115/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων των Amie κ.λπ. κατά Βουλγαρίας (προσφυγή αριθ. 58149/08), N.D. και N.T. κατά Ισπανίας (προσφυγές αριθ. 8675/15 και 8697/15) και Haghilo κατά Κύπρου (προσφυγή αριθ. 47920/12),
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 28ης Μαρτίου 2014, σχετικά με την πολιτική επιστροφής της ΕΕ (COM(2014)0199),
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 2015, σχετικά με το ευρωπαϊκό πρόγραμμα δράσης για τη μετανάστευση (COM(2015)0240),
– έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα των συνόδων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Οκτωβρίου 2016 και του Ιουνίου 2018,
– έχοντας υπόψη τους μη δεσμευτικούς κοινούς κανόνες του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, για την υλοποίηση προγραμμάτων επικουρούμενης οικειοθελούς επιστροφής (και επανένταξης) από κράτη μέλη,
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 2ας Μαρτίου 2017, σχετικά με μια αποτελεσματικότερη πολιτική επιστροφής στην Ευρωπαϊκή Ένωση – ανανεωμένο σχέδιο δράσης (COM(2017)0200),
– έχοντας υπόψη τη σύσταση (ΕΕ) 2017/432 της Επιτροπής, της 7ης Μαρτίου 2017, για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των επιστροφών στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[12],
– έχοντας υπόψη τη σύσταση (ΕΕ) 2017/2338 της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 2017, για την καθιέρωση κοινού «εγχειριδίου περί επιστροφής» προς χρήση από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών κατά την εκτέλεση σχετικών με την επιστροφή καθηκόντων[13],
– έχοντας υπόψη τη συγκεφαλαιωτική έκθεση του Ευρωπαϊκού Δικτύου Μετανάστευσης για το 2017, με τίτλο «The effectiveness of return in EU Member States: challenges and good practices linked to EU rules and standards» (Η αποτελεσματικότητα της επιστροφής στα κράτη μέλη της ΕΕ: Προκλήσεις και ορθές πρακτικές που συνδέονται με τους κανόνες και τα πρότυπα της ΕΕ),
– έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Σεπτεμβρίου 2018, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (αναδιατύπωση) (COM(2018)0634),
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 4ης Δεκεμβρίου 2018, σχετικά με τη διαχείριση της μετανάστευσης σε όλες της τις πτυχές: η πρόοδος στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος δράσης για τη μετανάστευση (COM(2018)0798),
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 16ης Απριλίου 2020, σχετικά με την COVID-19: οδηγίες σχετικά με την εφαρμογή των σχετικών ενωσιακών διατάξεων στον τομέα του ασύλου και των διαδικασιών επιστροφής και σχετικά με την επανεγκατάσταση (C(2020)2516),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 12ης Απριλίου 2016, σχετικά με την κατάσταση στην περιοχή της Μεσογείου και την ανάγκη για μια ολιστική προσέγγιση της ΕΕ όσον αφορά τη μετανάστευση[14],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 5ης Απριλίου 2017, σχετικά με την αντιμετώπιση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών: ο ρόλος της εξωτερικής δράσης της ΕΕ[15],
– έχοντας υπόψη τη θέση του, της 13ης Μαρτίου 2019, σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του Ταμείου Ασύλου και Μετανάστευσης[16],
έχοντας υπόψη την ειδική έκθεση αριθ. 24/2019 του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, του Νοεμβρίου του 2019, με τίτλο «Άσυλο, μετεγκατάσταση και επιστροφή μεταναστών: καιρός να εντατικοποιηθεί η δράση ώστε να αντιμετωπιστούν οι αποκλίσεις μεταξύ στόχων και αποτελεσμάτων»,
– έχοντας υπόψη την υποκατάστατη εκτίμηση αντικτύπου που δημοσίευσε η Υπηρεσία Έρευνας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (EPRS) τον Μάρτιο του 2019 σχετικά με την προτεινόμενη αναδιατύπωση της οδηγίας για την επιστροφή,
– έχοντας υπόψη την ευρωπαϊκή αξιολόγηση που δημοσίευσε η EPRS τον Ιούνιο του 2020, με την οποία αξιολογείται η εφαρμογή της οδηγίας για την επιστροφή και η εξωτερική διάσταση της εν λόγω οδηγίας,
– έχοντας υπόψη την έκθεση αξιολόγησης του Frontex στις 15 Ιουνίου 2020 σχετικά με τις επιχειρήσεις επιστροφής για το 2ο εξάμηνο του 2019,
– έχοντας υπόψη την 4η ετήσια έκθεση, της 15ης Μαΐου 2020, του Ευρωπαϊκού Κέντρου κατά της Παράνομης Διακίνησης Μεταναστών της Ευρωπόλ,
– έχοντας υπόψη τις εκθέσεις σχετικά με την εφαρμογή του κεκτημένου του Σένγκεν στον τομέα της επιστροφής που εκπονήθηκαν σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1053/2013 του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 2013, σχετικά με τη θέσπιση ενός μηχανισμού αξιολόγησης και παρακολούθησης για την επαλήθευση της εφαρμογής του κεκτημένου του Σένγκεν και την κατάργηση της απόφασης της εκτελεστικής επιτροπής, της 16ης Σεπτεμβρίου 1998, σχετικά με τη σύσταση της μόνιμης επιτροπής για την αξιολόγηση και την εφαρμογή της σύμβασης Σένγκεν[17],
– έχοντας υπόψη το εγχειρίδιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, της 17ης Σεπτεμβρίου 2019, με τίτλο «Πρακτική καθοδήγηση σχετικά με εναλλακτικές της κράτησης λύσεις στο πλαίσιο της μετανάστευσης: Προώθηση ουσιαστικών αποτελεσμάτων»·(Practical Guidance on Alternatives to Immigration Detention: Fostering Effective Results)
– έχοντας υπόψη την ανάλυση της Διευθύνουσας Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (CDDH) του Συμβουλίου της Ευρώπης, της 7ης Δεκεμβρίου 2017, για τις νομικές και πρακτικές πτυχές των αποτελεσματικών εναλλακτικών της κράτησης λύσεων στο πλαίσιο της μετανάστευσης,
– έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία, της 13ης Απριλίου 2016, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου[18],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 30ής Μαΐου 2018 σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου[19],
– έχοντας υπόψη το άρθρο 54 του Κανονισμού του, καθώς και το άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο ε) και το παράρτημα 3 της απόφασης της Διάσκεψης των Προέδρων, της 12ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη διαδικασία για την εξουσιοδότηση εκπόνησης εκθέσεων πρωτοβουλίας,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A9-0238/2020),
Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή έχει αξιολογήσει μόνο μία φορά την εφαρμογή της οδηγίας για την επιστροφή (το 2014), παρά τη νομική υποχρέωση που υπέχει βάσει του άρθρου 19 της οδηγίας να υποβάλλει έκθεση για την εφαρμογή της κάθε τρία έτη, αρχής γενομένης από το 2013· λαμβάνοντας υπόψη ότι το 2015 η Επιτροπή δημοσίευσε μια ανακοίνωση που περιείχε ένα σχέδιο δράσης για τις επιστροφές· λαμβάνοντας υπόψη ότι το 2017 εξέδωσε μια σύσταση για να καταστούν οι επιστροφές πιο αποτελεσματικές κατά την εφαρμογή της οδηγίας 2018/115/ΕΚ και δημοσίευσε ένα εγχειρίδιο περί επιστροφής· λαμβάνοντας υπόψη ότι, τον Σεπτέμβριο του 2018, χωρίς να πραγματοποιήσει εκτίμηση αντικτύπου, η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση αναδιατύπωσης της οδηγίας με σκοπό την επίτευξη μιας πιο αποτελεσματικής και συνεκτικής πολιτικής επιστροφής· λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (LIBE) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ανέθεσε στην Υπηρεσία Έρευνας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (EPRS) να παράσχει μια υποκατάστατη εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προτεινόμενη αναδιατύπωση· λαμβάνοντας υπόψη ότι η εν λόγω εκτίμηση επισημαίνει την έλλειψη στοιχείων που αποδεικνύουν ότι η αναδιατυπωμένη πρόταση θα οδηγούσε σε πιο αποτελεσματικές επιστροφές·
Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο διττός στόχος της οδηγίας είναι η θέσπιση κοινών κανόνων σχετικά με την αποτελεσματική επιστροφή σε συμμόρφωση με τα θεμελιώδη δικαιώματα και την αρχή της αναλογικότητας· λαμβάνοντας υπόψη ότι, στη σύστασή της για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των επιστροφών, η Επιτροπή εστιάζει στο ποσοστό των επιστροφών ως δείκτη για την αποτελεσματικότητα της οδηγίας και προτείνει μέτρα που ενδέχεται να έχουν το ανεπιθύμητο αποτέλεσμα περιορισμού ορισμένων εγγυήσεων της οδηγίας, όπως το δικαίωμα προσφυγής και η χρήση περιόδων κράτησης μεγαλύτερης διάρκειας· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι βιώσιμες επιστροφές και η επιτυχής επανένταξη αποτελούν σημαντικούς δείκτες για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των επιστροφών· λαμβάνοντας υπόψη ότι, επί του παρόντος, η παρακολούθηση μετά την επιστροφή δεν είναι επαρκώς ολοκληρωμένη και ακριβής· λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι έχουν προκύψει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι δεν είναι βιώσιμες όλες οι επιστροφές, ιδίως σε σχέση με τους ασυνόδευτους ανηλίκους, λόγω έλλειψης προσωπικού σχεδίου επανένταξης ή υποστήριξης κατά την επιστροφή·
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή έχει επισημάνει ότι τα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν διάφορα εμπόδια, διαδικαστικού, τεχνικού και επιχειρησιακού χαρακτήρα, όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των επιστροφών, μεταξύ άλλων το επίπεδο συνεργασίας ανάμεσα σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των τρίτων χωρών· λαμβάνοντας υπόψη ότι η ταυτοποίηση των επαναπατριζόμενων και η ανάγκη λήψης των απαραίτητων εγγράφων από τρίτες χώρες έχει επισημανθεί από την Επιτροπή ως ένας από τους κύριους λόγους μη επιστροφής·
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η έλλειψη εναρμόνισης έχει βαθύ αντίκτυπο στις πρακτικές επιστροφής μεταξύ των κρατών μελών· λαμβάνοντας υπόψη ότι από τις αξιολογήσεις που πραγματοποίησε η Επιτροπή με την ευκαιρία της δημοσίευσης της σύστασής της για να καταστούν οι επιστροφές πιο αποτελεσματικές, προέκυψε ότι «ο βαθμός διακριτικής ευχέρειας που αφήνει στα κράτη μέλη η οδηγία 2008/115/ΕΚ έχει οδηγήσει σε μη συνεκτική μεταφορά στις εθνικές νομοθεσίες, με αρνητικό αντίκτυπο στην αποτελεσματικότητα της πολιτικής επιστροφών της Ένωσης» και ότι «μια αποτελεσματικότερη εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας θα μείωνε τις πιθανότητες κατάχρησης των διαδικασιών και θα περιόριζε την αναποτελεσματικότητα, εξασφαλίζοντας παράλληλα την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που ορίζονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης»·
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή, στο σχέδιο δράσης της για την επιστροφή που δημοσιεύτηκε το 2015, θεωρεί ότι η οικειοθελής επιστροφή παραμένει η προτιμώμενη λύση όπου είναι εφικτή· λαμβάνοντας υπόψη ότι, πάντα σύμφωνα με τις δηλώσεις της Επιτροπής στο σχέδιο δράσης της, «το 2013 εκτιμάται ότι το 40 % περίπου των επιστροφών έγιναν οικειοθελώς, τη στιγμή που το 2009 ήταν μόλις 14 %»· λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, 300 000 άτομα ετησίως δεν μπορούν να επιστραφούν λόγω διοικητικών εμποδίων, προβλημάτων υγείας ή του κινδύνου επαναπροώθησης· λαμβάνοντας υπόψη ότι η κατάστασή τους θα πρέπει να αντιμετωπιστεί, μεταξύ άλλων μέσω της χορήγησης σε αυτούς νομικού καθεστώτος για ανθρωπιστικούς λόγους·
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα στοιχεία που αφορούν την εφαρμογή της οδηγίας είναι δημοσίως διαθέσιμα μέσω της Eurostat αλλά δεν είναι σε όλες τις περιπτώσεις αναλυτικά και συγκρίσιμα· λαμβάνοντας υπόψη ότι ενδέχεται να διατεθούν περισσότερες πληροφορίες με την εφαρμογή του κανονισμού 2018/1860 σχετικά με τη χρήση του Συστήματος Πληροφοριών Σένγκεν για την επιστροφή παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών («SIS για την επιστροφή») και με τον κανονισμό (ΕΕ) 2020/851 για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 862/2007 περί κοινοτικών στατιστικών για τη μετανάστευση και τη διεθνή προστασία·
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, μεταξύ 2014 και 2018, ο αριθμός των παράτυπων διελεύσεων των συνόρων μειώθηκε από 1,82 εκατομμύρια σε 142 000· λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κράτη μέλη εξέδωσαν περίπου 3 εκατομμύρια πρώτες άδειες διαμονής το 2019· λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αριθμός των αιτήσεων ασύλου μειώθηκε από 1,29 εκατομμύρια το 2015 σε 698 000 το 2019· λαμβάνοντας υπόψη ότι το 2018 τα κράτη μέλη εξέδωσαν 283 880 αποφάσεις επιστροφής, βάσει των οποίων επέστρεψαν 147 815 άτομα·
Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κράτη μέλη δεν κοινοποιούν συστηματικά πληροφορίες σχετικά με τις αποφάσεις επιστροφής ή τις απαγορεύσεις εισόδου που εκδίδουν, γεγονός που σημαίνει ότι η αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων επιστροφής που εκδίδονται από τα κράτη μέλη και η επιβολή τους σε ολόκληρη την Ένωση είναι, στην πράξη, αδύνατες· λαμβάνοντας υπόψη ότι, για να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα των επανεισδοχών και να εξασφαλιστεί η συνοχή των επιστροφών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι επίσημες συμφωνίες της ΕΕ θα πρέπει να υπερισχύουν έναντι των διμερών συμφωνιών μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών·
Γενικές παρατηρήσεις
1. σημειώνει την έλλειψη αξιολόγησης της εφαρμογής από την Επιτροπή και καλεί την Επιτροπή να πραγματοποιήσει την εν λόγω αξιολόγηση, η οποία αναμενόταν το 2017, σύμφωνα με το άρθρο 19 της οδηγίας και σύμφωνα με την αρχή για βελτίωση του νομοθετικού έργου·
2. επαναλαμβάνει ότι είναι σημαντικό να υιοθετηθεί μια τεκμηριωμένη κοινή προσέγγιση που να καθοδηγεί τη συνεκτική χάραξη πολιτικής και τον βασιζόμενο σε καλή πληροφόρηση δημόσιο διάλογο, και καλεί την Επιτροπή να παροτρύνει τα κράτη μέλη να συλλέγουν και να δημοσιεύουν ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας, ιδίως δεδομένα σχετικά με τις απαγορεύσεις εισόδου και τις κρατήσεις, καθώς οι εν λόγω κατηγορίες δεδομένων δεν συλλέγονται επί του παρόντος από την Eurostat, και να τους προσφέρει σχετική στήριξη, χρησιμοποιώντας ιδίως τα νέα διαθέσιμα μέσα, όπως το SIS για την επιστροφή και τον κανονισμό (ΕΕ) 2020/851 για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 862/2007 περί κοινοτικών στατιστικών για τη μετανάστευση και τη διεθνή προστασία· καλεί τα κράτη μέλη να συλλέξουν στατιστικά στοιχεία σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2020/851 το συντομότερο δυνατόν και να συμμετάσχουν στις συναφείς πιλοτικές μελέτες· σημειώνει με ανησυχία την έλλειψη διαθέσιμων δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων δεδομένων ανά φύλο και ηλικία, σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας·
3. εκφράζει την ανησυχία του για το γεγονός ότι, από το 2015, ο αριθμός των αποφάσεων επιστροφής που εκτελούνται βαίνει μειούμενος και σημειώνει ότι ο αριθμός αυτός δεν αντιστοιχεί κατ’ ανάγκη σε αύξηση ή μείωση των παράτυπων εισόδων· τονίζει ότι η αποτελεσματική πολιτική επιστροφής αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχεία μιας εύρυθμης πολιτικής της ΕΕ για το άσυλο και τη μετανάστευση· σημειώνει ότι , σύμφωνα με τη δήλωση της Επιτροπής, το ποσοστό επιστροφής μειώθηκε από 46 % το 2016 σε 37 % το 2017 και ότι αυτό ενδέχεται να μην αποτυπώνει την πλήρη εικόνα, λόγω του εγγενούς περιθωρίου διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή της οδηγίας, συγκεκριμένα δυσκολίες συνεργασίας με τρίτες χώρες, το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη εκδίδουν περισσότερες από μία αποφάσεις επιστροφής για το ίδιο πρόσωπο, ότι οι αποφάσεις δεν αποσύρονται εάν η επιστροφή δεν πραγματοποιηθεί για ανθρωπιστικούς λόγους, ότι ορισμένα πρόσωπα δεν μπορούν να επιστραφούν καθώς η επιστροφή τους θα παραβίαζε την αρχή της μη επαναπροώθησης, ή ότι ορισμένα πρόσωπα επιστρέφουν οικειοθελώς χωρίς να καταχωρίζεται η επιστροφή τους υπογραμμίζει ότι δεν ακολουθείται κάθε απόφαση επιστροφής από ταχείες διαδικασίες επιστροφής και επανεισδοχής εξαιτίας πρακτικών και νομικών εμποδίων και σημειώνει με ανησυχία ότι αυτό μπορεί να προκαλέσει σοβαρή πίεση, όχι μόνο στις τοπικές εγκαταστάσεις, αλλά και στα εμπλεκόμενα πρόσωπα·
4. συμμερίζεται τον στόχο της Επιτροπής να βελτιωθεί η αποτελεσματική εφαρμογή της οδηγίας και η αποτελεσματικότητα των διαδικασιών επιστροφής στα κράτη μέλη· καλεί την Επιτροπή να κινεί διαδικασίες επί παραβάσει εφόσον δικαιολογείται· επισημαίνει ότι η αποτελεσματικότητα της οδηγίας θα πρέπει να μετράται με αναφορά στο ποσοστό επιστροφής καθώς και με βάση τη βιωσιμότητα των επιστροφών και την εφαρμογή των εγγυήσεων για τα θεμελιώδη δικαιώματα, τον σεβασμό των διαδικαστικών εγγυήσεων και την αποτελεσματικότητα των οικειοθελών επιστροφών· τονίζει ότι η μέτρηση της αποτελεσματικής εφαρμογής της οδηγίας θα πρέπει να ενισχυθεί και να εξορθολογιστεί περαιτέρω μεταξύ των κρατών μελών, προκειμένου να ενισχυθεί η διαφάνεια και η συγκρισιμότητα των δεδομένων·
5. σημειώνει ότι η Επιτροπή έχει δηλώσει ότι η έλλειψη προσδιορισμού της προέλευσης των επαναπατριζόμενων από τρίτες χώρες και επανεισδοχής τους είναι ένας από τους κύριους λόγους της μη επιστροφής· τονίζει ότι είναι αναγκαίο να βελτιωθούν οι σχέσεις με τρίτες χώρες μέσω εποικοδομητικού διαλόγου για τη μετανάστευση ο οποίος θα βασίζεται στην ισότητα, ώστε να διασφαλιστεί αμοιβαία επωφελής συνεργασία για αποτελεσματικές και βιώσιμες επιστροφές·
6. λαμβάνει υπό σημείωση τη μετάβαση σε άτυπες μορφές συνεργασίας με τρίτες χώρες· καλεί τα κράτη μέλη να παροτρύνουν την Επιτροπή και να της παρέχουν στήριξη, προκειμένου να συνάπτει επίσημες συμφωνίες επανεισδοχής της ΕΕ, που θα συνοδεύονται από τον κοινοβουλευτικό έλεγχο και τη δικαστική εποπτεία της ΕΕ· τονίζει ότι θα πρέπει να προσφέρονται κίνητρα για τη διευκόλυνση της συνεργασίας· σημειώνει ότι οι διμερείς συμφωνίες επανεισδοχής που χρησιμοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας δεν παρέχουν επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις, συμπεριλαμβανομένης της ενημέρωσης του ενδιαφερόμενου προσώπου σχετικά με ένα ατομικό μέτρο και με τα διαθέσιμα και πραγματικά μέσα έννομης προστασίας και προσφυγής· σημειώνει ότι τα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να διασφαλίζουν τακτικά την πλήρη κάλυψη των διαθέσιμων θέσεων για τους επαναπατριζόμενους στις επιχειρήσεις επιστροφής με χρήση ναυλωμένων πτήσεων που συντονίζονται από τον Frontex· σημειώνει με ανησυχία ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η δυνατότητα πραγματοποίησης κοινών επιχειρήσεων επιστροφής του Frontex αποκλείεται από τις διμερείς συμφωνίες μεταξύ των διοργανωνόντων ή συμμετεχόντων κρατών μελών και των χωρών προορισμού εκτός ΕΕ·
7. τονίζει ότι είναι αναγκαίο να ενισχυθεί η συνεργασία σε ζητήματα επιστροφής μεταξύ των κρατών μελών, μεταξύ άλλων όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών και την εφαρμογή της οδηγίας 2001/40/ΕΚ σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων απομάκρυνσης υπηκόων τρίτων χωρών, σύμφωνα με τις εγγυήσεις για τα θεμελιώδη δικαιώματα· υπογραμμίζει την ανάγκη στήριξης, συμπεριλαμβανομένης της επιχειρησιακής στήριξης, από τους οικείους οργανισμούς της Ένωσης· τονίζει ότι είναι αναγκαίο να αυξηθεί η συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και του Frontex·
8. καλεί τα κράτη μέλη να διαθέσουν επαρκή ικανότητα, μεταξύ άλλων όσον αφορά το ανθρώπινο δυναμικό και την επαρκή κατάρτιση, στις αρχές που είναι αρμόδιες για τη λήψη και την εφαρμογή αποφάσεων επιστροφής και, με αυτόν τον τρόπο, να επενδύσουν στην ποιότητά της διαδικασίας λήψης αποφάσεων που ακολουθούν και της εφαρμογής τους·
9. τονίζει ότι είναι σημαντικό να ακολουθούνται δίκαιες, ταχείες και αποτελεσματικές διαδικασίες για την επιστροφή υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν παράτυπα στην επικράτεια της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων αυτών οι αιτήσεις των οποίων έχουν απορριφθεί, με σεβασμό προς τα θεμελιώδη δικαιώματα των ενδιαφερομένων προσώπων·
Αποφάσεις επιστροφής και οικειοθελής αναχώρηση
10. τονίζει ότι είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί στην οδηγία η συμμόρφωση των μεταναστών με τις αποφάσεις επιστροφής και υπενθυμίζει τη βασική αρχή που κατοχυρώνεται στην οδηγία, σύμφωνα με την οποία οι οικειοθελείς επιστροφές θα πρέπει να έχουν προτεραιότητα έναντι των αναγκαστικών επιστροφών, εφόσον δεν υφίστανται σοβαροί λόγοι βάσει των οποίων θεωρείται ότι αυτό θα υπονόμευε τον σκοπό μιας διαδικασίας επιστροφής, καθώς οι οικειοθελείς επιστροφές είναι πιο βιώσιμες, λιγότερο δαπανηρές και επαχθείς για τα κράτη, και τείνουν να σέβονται περισσότερο τα θεμελιώδη δικαιώματα του ενδιαφερόμενου προσώπου· καλεί την Επιτροπή να συνεχίσει να θεωρεί τις οικειοθελείς επιστροφές την προτιμώμενη επιλογή έναντι των αναγκαστικών επιστροφών και να παροτρύνει τα κράτη μέλη να καταρτίσουν ένα αποτελεσματικό πλαίσιο για την πρόσβαση στα προγράμματα οικειοθελούς επιστροφής·
11. καλεί την Επιτροπή να συνεχίσει να παρέχει χρηματοδότηση και να αυξήσει τους διαθέσιμους πόρους για προγράμματα επικουρούμενης οικειοθελούς επιστροφής, προκειμένου να ενθαρρυνθεί η χρήση τέτοιων προγραμμάτων με απώτερο σκοπό τη διασφάλιση βιώσιμων επιστροφών και επανένταξης·
12. επισημαίνει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας, η απόφαση επιστροφής, κατά γενικό κανόνα, προβλέπει κατάλληλο χρονικό διάστημα για την οικειοθελή αναχώρηση μεταξύ 7 και 30 ημερών, το οποίο τα κράτη μέλη παρατείνουν, εφόσον απαιτείται, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της εκάστοτε περίπτωσης· επισημαίνει τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 4 της οδηγίας· σημειώνει ότι τα εθνικά προγράμματα των κρατών μελών για την υποστήριξη της οικειοθελούς αναχώρησης είναι ορισμένες φορές ανεπαρκή ως προς το πεδίο εφαρμογής και τα μέσα τους· υπενθυμίζει ότι τα κράτη μέλη που παρέχουν το εν λόγω χρονικό διάστημα για την οικειοθελή αναχώρηση, μόνο κατόπιν αίτησης, πρέπει να ενημερώνουν τους ενδιαφερόμενους υπηκόους τρίτων χωρών σχετικά με τη δυνατότητα υποβολής τέτοιας αίτησης·
13. επικροτεί τις διατάξεις που ισχύουν σε πολλά κράτη μέλη, οι οποίες επιτρέπουν να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι επιμέρους περιστάσεις και τη χορήγηση παρατάσεων του χρονικού διαστήματος για την οικειοθελή αναχώρηση· υπενθυμίζει ότι, σε περιπτώσεις όπου η οδηγία απαιτεί από τα κράτη μέλη να αναβάλουν την απομάκρυνση, όπως όταν αυτή θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης, το άρθρο 14 παράγραφος 2 της οδηγίας απαιτεί από τα κράτη μέλη να παρέχουν στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα γραπτή επιβεβαίωση ότι η απόφαση επιστροφής προσωρινά δεν θα εκτελεστεί·
14. τονίζει ότι ένας ευρύς ορισμός του κινδύνου διαφυγής ενδέχεται να οδηγήσει τα κράτη μέλη στη μη χορήγηση χρονικού διαστήματος για την οικειοθελή αναχώρηση· υπενθυμίζει ότι η άρση του χρονικού διαστήματος για την οικειοθελή αναχώρηση οδηγεί επίσης στην επιβολή απαγόρευσης εισόδου, η οποία ενδέχεται να υπονομεύσει περαιτέρω την οικειοθελή αναχώρηση· τονίζει ότι είναι αναγκαίο να ενισχυθεί η εφαρμογή του ισχύοντος νομικού πλαισίου, προκειμένου να επιταχυνθούν οι επιτυχείς οικειοθελείς επιστροφές·
15. καλεί τα κράτη μέλη και τον Frontex να ανταλλάσσουν πληροφορίες και βέλτιστες πρακτικές σχετικά με επιτυχείς και αξιοπρεπείς οικειοθελείς επιστροφές, και να διασφαλίζουν την αμοιβαία παροχή επιχειρησιακής βοήθειας μεταξύ των κρατών μελών, κατόπιν αίτησης, ώστε να ενισχύσουν και να βελτιώσουν την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα των οικειοθελών επιστροφών·
16. υπογραμμίζει ότι είναι σημαντικό να παρέχονται διαχείριση και βοήθεια ανάλογα με την εκάστοτε περίπτωση, οι οποίες θα προσαρμόζονται στις ατομικές περιστάσεις και προοπτικές του επαναπατριζόμενου, με ιδιαίτερη προσοχή στους ασυνόδευτους ανηλίκους·
Διαδικαστικές εγγυήσεις
17. τονίζει ότι η οδηγία απαιτεί οι αποφάσεις επιστροφής και απαγόρευσης εισόδου και οι αποφάσεις όσον αφορά την απομάκρυνση να είναι εξατομικευμένες, σαφώς δικαιολογημένες με νομικούς και πραγματικούς λόγους, να εκδίδονται γραπτώς και να περιέχουν πληροφορίες σχετικά με τα διαθέσιμα μέσα έννομης προστασίας και τις σχετικές προθεσμίες· τονίζει ότι είναι σημαντικό οι πληροφορίες αυτές να παρέχονται σε γλώσσα την οποία κατανοεί το πρόσωπο· εκφράζει την ανησυχία του σχετικά με την έλλειψη επαρκών λεπτομερειών και επαρκούς αιτιολόγησης στις αποφάσεις επιστροφής·
18. θεωρεί ότι τα ασυνόδευτα παιδιά δεν θα πρέπει να επιστρέφονται, εκτός εάν μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι προς το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, καθώς και ότι τα παιδιά θα πρέπει να ενημερώνονται για τα δικαιώματα τους και τα μέσα έννομης προστασίας που έχουν στη διάθεσή τους, με τρόπο φιλικό προς τα παιδιά και σε γλώσσα που κατανοούν·
19. υπενθυμίζει ότι η αρχή της μη επαναπροώθησης είναι δεσμευτική για τα κράτη μέλη σε κάθε περίπτωση, συμπεριλαμβανομένων διαδικασιών επιστροφής που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για την επιστροφή·
20. λαμβάνει υπό σημείωση τις σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά το δικαίωμα προσφυγής, ιδίως όσον αφορά το είδος του οργάνου προσφυγής και τις προθεσμίες προσφυγής· τονίζει ότι είναι αναγκαίο να διασφαλίζεται το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, μεταξύ άλλων μέσω της παροχής κατάλληλων και προσβάσιμων πληροφοριών και δικαστικής αρωγής, καθώς και επαρκών κονδυλίων για την παροχή νομικής συνδρομής·
21. σημειώνει ότι η χρήση της προαιρετικής ρήτρας στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο α) ενδέχεται να οδηγήσει σε μείωση της εφαρμογής των εγγυήσεων στα σύνορα σε σύγκριση με την κανονική διαδικασία επιστροφής· παροτρύνει, συνεπώς, τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν τις διαδικαστικές εγγυήσεις και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να εφαρμόζουν την οδηγία σε καταστάσεις στα σύνορα·
22. επισημαίνει ότι η οδηγία προβλέπει την προσωρινή αναστολή της εκτέλεσης της απομάκρυνσης, όταν εκκρεμεί απόφαση σχετικά με την επιστροφή· υπογραμμίζει ότι είναι αναγκαίο να διασφαλίζεται η εν λόγω αναστολή σε περιπτώσεις όπου υπάρχει κίνδυνος επαναπροώθησης· σημειώνει ότι, στις περισσότερες χώρες, η προσφυγή κατά απόφασης επιστροφής δεν έχει αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα, γεγονός που ενδέχεται να μειώνει την προστασία· τονίζει ότι ένα αυτόματο ανασταλτικό ένδικο μέσο θα διασφάλιζε ότι τα άτομα δεν θα επιστρέφονται πριν από τη λήψη τελικής απόφασης σχετικά με τη διαδικασία επιστροφής· τονίζει ότι το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού πρέπει να αποτελεί πρωταρχικό μέλημα όλων των αποφάσεων που αφορούν παιδιά, συμπεριλαμβανομένων των εκκρεμών αποφάσεων σχετικά με την επιστροφή·
23. υπενθυμίζει ότι το άρθρο 6 παράγραφος 4 της οδηγίας παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να χορηγούν αυτόνομη άδεια διαμονής για λόγους συμπόνιας, για ανθρωπιστικούς λόγους ή για άλλους λόγους σε υπήκοο τρίτης χώρας που διαμένει παράτυπα στην επικράτειά τους· τονίζει ότι είναι σημαντικό να εξαντλούνται επιτυχώς οι επιλογές που προβλέπονται στην οδηγία για την εκτέλεση αποφάσεων επιστροφής, και να δίδεται έμφαση στην οικειοθελή επιστροφή· σημειώνει, ωστόσο, την περιορισμένη χρήση του άρθρου 6 παράγραφος 4 της οδηγίας και ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να επεκτείνουν τη χρήση της συγκεκριμένης ρήτρας· εκφράζει την ανησυχία του για το γεγονός ότι τα κράτη μέλη δεν εκδίδουν προσωρινή άδεια διαμονής στις περιπτώσεις που έχει αποδειχθεί ότι δεν είναι δυνατή η επιστροφή, πράγμα που συχνά δεν επιτρέπει στους μετανάστες για τους οποίους δεν μπορεί να εκδοθεί απόφαση επιστροφής να έχουν πρόσβαση στα θεμελιώδη δικαιώματά τους· υπογραμμίζει ότι η χορήγηση αδειών διαμονής σε άτομα που δεν μπορούν να επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους θα μπορούσε να συμβάλει στην πρόληψη της παρατεταμένης διαμονής σε παράτυπη κατάσταση, να μειώσει την ευαλωτότητα στην εργασιακή εκμετάλλευση και ενδέχεται να διευκολύνει την κοινωνική ένταξη των ατόμων και τη συνεισφορά τους στην κοινωνία· σημειώνει ότι αυτό θα βοηθούσε επίσης να ξεπεραστεί η κατάσταση διοικητικής αβεβαιότητας στην οποία ενδεχομένως έχουν εγκλωβιστεί τα άτομα· τονίζει, ταυτόχρονα, ότι είναι αναγκαίος ο συντονισμός εντός της Ένωσης με στόχο την πρόληψη περαιτέρω παράτυπων μετακινήσεων προσώπων που υπόκεινται σε απόφαση επιστροφής·
Απαγορεύσεις εισόδου
24. σημειώνει με ανησυχία τη γενικευμένη αυτόματη επιβολή απαγόρευσης εισόδου, η οποία, σε ορισμένα κράτη μέλη, εφαρμόζεται παράλληλα με την οικειοθελή αναχώρηση· τονίζει ότι η προσέγγιση αυτή ενέχει τον κίνδυνο μείωσης των κινήτρων για οικειοθελή επιστροφή· καλεί τα κράτη μέλη να συμμορφωθούν με την υποχρέωση, βάσει της οδηγίας, να εξετάζουν το ενδεχόμενο ανάκλησης ή αναστολής της απαγόρευσης σε περιπτώσεις όπου ένας υπήκοος τρίτης χώρας μπορεί να αποδείξει ότι έχει εγκαταλείψει το έδαφος ενός κράτους μέλους·
25. σημειώνει ότι η κατάσταση ενός ατόμου μπορεί να μεταβληθεί κατά τη διάρκεια της περιόδου που επιβάλλεται από μια απαγόρευση εισόδου και ότι ένα άτομο ενδέχεται να αντιμετωπίσει κίνδυνο δίωξης στη χώρα στην οποία έχει επιστραφεί· καλεί τα κράτη μέλη να αίρουν την απαγόρευση εισόδου για ανθρωπιστικούς λόγους σε τέτοιες περιπτώσεις· επαναλαμβάνει ότι η απαγόρευση εισόδου δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται αυτόματα, αλλά αντίθετα θα πρέπει να βασίζεται σε ατομική αξιολόγηση· καλεί τα κράτη μέλη να καθιερώσουν αποτελεσματικές διαδικασίες για την υποβολή αιτημάτων άρσης της απαγόρευσης εισόδου, στο πλαίσιο των οποίων διασφαλίζεται η ατομική αξιολόγηση, το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού αποτελεί ύψιστο μέλημα, και, παράλληλα, γίνονται σεβαστά το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή, το δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση και η αρχή της αναλογικότητας·
26. σημειώνει ότι, μολονότι η απειλή της επιβολής απαγόρευσης εισόδου μπορεί να λειτουργήσει ως κίνητρο για την αναχώρηση από μια χώρα εντός της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης, η πραγματική επιβολή της μπορεί να μειώσει το κίνητρο για συμμόρφωση με την απόφαση επιστροφής και ενδέχεται να αυξήσει τον κίνδυνο διαφυγής· καλεί τα κράτη μέλη να εξετάσουν το ενδεχόμενο καθορισμού του χρόνου επιβολής των απαγορεύσεων εισόδου με στόχο την επιτυχή εκτέλεση των αποφάσεων επιστροφής· τονίζει ότι η οδηγία περιλαμβάνει διατάξεις που επιτρέπουν την άρση των απαγορεύσεων εισόδου και καλεί τα κράτη μέλη να κάνουν χρήση των εν λόγω διατάξεων όταν είναι απαραίτητο·
27. τονίζει ότι οι απαγορεύσεις εισόδου ενδέχεται να έχουν δυσανάλογες επιπτώσεις, ιδίως για τις οικογένειες και τα παιδιά· εκφράζει την ικανοποίησή του για τη δυνατότητα που εισήγαγαν ορισμένα κράτη μέλη να εξαιρούν τα παιδιά από την επιβολή απαγόρευσης εισόδου, αλλά τονίζει ότι το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη και κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με την απαγόρευση εισόδου των γονέων του ή την ανάκληση της εν λόγω απαγόρευσης· καλεί τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν την οικογενειακή επανένωση και τον σεβασμό του δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή, μεταξύ άλλων με την εφαρμογή της εν λόγω αρχής ως βάσης για την μη επιβολή απαγορεύσεων εισόδου·
Κράτηση και κίνδυνος διαφυγής
28. υπενθυμίζει ότι το άρθρο 3 παράγραφος 7 της οδηγίας ορίζει ότι «κίνδυνος διαφυγής» σημαίνει την ύπαρξη λόγων, σε ατομική περίπτωση, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων οριζομένων από το δίκαιο, οι οποίοι οδηγούν στην εικασία ότι υπήκοος τρίτης χώρας υποκείμενος σε διαδικασίες επιστροφής μπορεί να διαφύγει· σημειώνει ότι υπάρχουν διαφορές στον τρόπο με τον οποίο έχει μεταφερθεί ο ορισμός του «κινδύνου διαφυγής» στις εθνικές νομοθεσίες· υπογραμμίζει ότι, για λόγους συμμόρφωσης με το άρθρο 3 παράγραφος 7 της οδηγίας, πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι ατομικές περιστάσεις του ενδιαφερόμενου προσώπου κατά τον προσδιορισμό κινδύνου διαφυγής, προκειμένου να δικαιολογηθεί η κράτηση·
29. εκφράζει την ανησυχία του για το γεγονός ότι η νομοθεσία πολλών κρατών μελών περιλαμβάνει εκτενείς και ενίοτε αποκλίνοντες καταλόγους «αντικειμενικών κριτηρίων» για τον καθορισμό του κινδύνου διαφυγής, στα οποία περιλαμβάνονται και γενικά κριτήρια όπως η έλλειψη χρημάτων· εκφράζει την ανησυχία ότι οι διαφορετικοί ορισμοί των αντικειμενικών κριτηρίων για την εκτίμηση του κινδύνου διαφυγής στην εθνική νομοθεσία των κρατών μελών ενδέχεται να οδηγήσουν σε ασυνεπή χρήση της κράτησης σε ολόκληρη την Ένωση· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι αυτά τα κριτήρια συχνά εφαρμόζονται με έναν κατά το μάλλον ή ήττον αυτόματο τρόπο, ενώ οι ατομικές περιστάσεις λαμβάνονται υπόψη οριακά· τονίζει ότι το γεγονός αυτό οδήγησε στην επιβολή της κράτησης με συστηματικό τρόπο σε πολλά κράτη μέλη· υπογραμμίζει ότι είναι αναγκαίο να εναρμονιστούν ο ορισμός και η εφαρμογή των αντικειμενικών κριτηρίων για τον προσδιορισμό του κινδύνου διαφυγής·
30. τονίζει ότι, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα, η κράτηση πρέπει να παραμείνει μέτρο έσχατης ανάγκης, να προβλέπεται από τον νόμο και να είναι αναγκαία, εύλογη και ανάλογη προς τους επιδιωκόμενους στόχους· σημειώνει, επίσης, ότι η κράτηση πρέπει να διαρκεί όσο το δυνατόν λιγότερο και ότι η απόφαση επιβολής κράτησης πρέπει πάντα να βασίζεται σε εκτίμηση των ατομικών περιστάσεων, η οποία έχει λάβει υπόψη τα συμφέροντα του ενδιαφερόμενου προσώπου·
31. επαναλαμβάνει ότι η μεγαλύτερης διάρκειας κράτηση δεν αυξάνει αυτόματα την πιθανότητα επιστροφής, και γενικά κοστίζει περισσότερο από τις εναλλακτικές στην κράτηση· προσθέτει ότι τα κράτη δεν θα πρέπει να καταφεύγουν αυτόματα στο μέγιστο επιτρεπόμενο χρονικό διάστημα βάσει της οδηγίας και, επιπλέον ότι θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για να είναι νόμιμη η κράτηση καθ’ όλη τη διάρκειά της·
32. σημειώνει ότι η οδηγία ορίζει υπό ποιες συνθήκες η νόμιμη κράτηση των επαναπατριζόμενων δικαιολογείται· σημειώνει ότι η κράτηση είναι δυνατή μόνον εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν δύνανται να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα επαρκή αλλά λιγότερο αναγκαστικά μέτρα· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι, στην πράξη, ελάχιστες βιώσιμες, εναλλακτικές της κράτησης λύσεις αναπτύσσονται και εφαρμόζονται στα κράτη μέλη· καλεί τα κράτη μέλη να προσφέρουν επειγόντως βιώσιμες, εναλλακτικές της κράτησης λύσεις σε επίπεδο κοινότητας, οι οποίες έχουν λιγότερο αρνητικό αντίκτυπο στους μετανάστες, ειδικά στα παιδιά και στα ευάλωτα άτομα· καλεί τα κράτη μέλη να υποβάλουν έκθεση για τα μέτρα που λαμβάνουν ως εναλλακτικές προς την κράτηση λύσεις·
33. υπενθυμίζει ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να σέβονται τις εντολές των σχετικών και αρμόδιων εθνικών και διεθνών φορέων, όπως είναι οι εθνικοί φορείς για τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι θεσμοί των διαμεσολαβητών και οι εθνικοί προληπτικοί μηχανισμοί, που ασκούν ανεξάρτητη εποπτεία των συνθηκών κράτησης·
34. σημειώνει ότι σημαντικός αριθμός παιδιών εξακολουθούν να κρατούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο διαδικασιών επιστροφής· συμφωνεί με την Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού η οποία έχει διευκρινίσει ότι τα παιδιά δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να κρατούνται για λόγους μετανάστευσης, και ότι η κράτηση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δικαιολογείται ως προάγουσα το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, σύμφωνα επίσης με τη διακήρυξη της Νέας Υόρκης για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες της 19ης Σεπτεμβρίου 2016· καλεί τα κράτη μέλη να παράσχουν επαρκείς, ανθρώπινες και μη στερητικές της ελευθερίας εναλλακτικές λύσεις αντί της κράτησης·
35. καλεί την Επιτροπή να εξασφαλίσει ότι τα κράτη μέλη και ο Frontex διαθέτουν όργανα παρακολούθησης που υποστηρίζονται από κατάλληλη εντολή, ικανότητα και αρμοδιότητα, υψηλό επίπεδο ανεξαρτησίας και εμπειρογνωμοσύνης, και διαφανείς διαδικασίες· τονίζει ότι η παρακολούθηση της επιστροφής θα πρέπει να περιλαμβάνει όλες τις φάσεις των επιχειρήσεων επιστροφής, με επαρκείς πόρους· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να αξιοποιήσουν τα υφιστάμενα ανεξάρτητα όργανα παρακολούθησης, όπως είναι οι εθνικοί και διεθνείς οργανισμοί και οι εθνικοί φορείς για τα ανθρώπινα δικαιώματα, μέσω της συνεργασίας μαζί τους ή με τον ορισμό τους ως συστημάτων παρακολούθησης της αναγκαστικής επιστροφής· προτρέπει την Επιτροπή να διασφαλίσει τη δημιουργία ενός μηχανισμού παρακολούθησης μετά την επιστροφή, ώστε να γίνεται κατανοητή η τύχη των ατόμων που επιστρέφουν, εφόσον αυτό είναι νομικά και πρακτικά εφικτό, με ιδιαίτερη προσοχή στις ευάλωτες ομάδες, συμπεριλαμβανομένων των ασυνόδευτων ανηλίκων και των οικογενειών· καλεί τα κράτη μέλη να πραγματοποιούν καταλλήλως τις παραδόσεις από υπηρεσίες προστασίας του παιδιού μεταξύ των εθνικών αρχών, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα παιδιά που επιστρέφουν τυγχάνουν φροντίδας και έχουν πρόσβαση στις εθνικές υπηρεσίες προστασίας του παιδιού· υπογραμμίζει ότι είναι αναγκαίο να παρακολουθούνται τα σχέδια επανένταξης των επαναπατριζόμενων, προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή τους· καλεί την Επιτροπή να διευκολύνει την ανταλλαγή ορθών πρακτικών μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με την παρακολούθηση μετά την επιστροφή και να διαθέσει επαρκή χρηματοδότηση για αυτόν τον σκοπό·
36. καλεί τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν την ορθή εφαρμογή όλων των πτυχών της οδηγίας· καλεί την Επιτροπή να συνεχίσει να παρακολουθεί την εφαρμογή και να αναλαμβάνει δράση σε περίπτωση μη συμμόρφωσης·
°
° °
37. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ημερομηνία έγκρισης |
1.12.2020 |
|
|
|
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
51 14 3 |
||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Magdalena Adamowicz, Katarina Barley, Pietro Bartolo, Nicolas Bay, Vladimír Bilčík, Vasile Blaga, Ioan-Rareş Bogdan, Patrick Breyer, Saskia Bricmont, Jorge Buxadé Villalba, Damien Carême, Caterina Chinnici, Marcel de Graaff, Anna Júlia Donáth, Lena Düpont, Cornelia Ernst, Laura Ferrara, Nicolaus Fest, Jean-Paul Garraud, Maria Grapini, Sylvie Guillaume, Andrzej Halicki, Balázs Hidvéghi, Evin Incir, Sophia in ‘t Veld, Patryk Jaki, Lívia Járóka, Marina Kaljurand, Assita Kanko, Fabienne Keller, Peter Kofod, Łukasz Kohut, Moritz Körner, Alice Kuhnke, Jeroen Lenaers, Juan Fernando López Aguilar, Nuno Melo, Nadine Morano, Javier Moreno Sánchez, Maite Pagazaurtundúa, Nicola Procaccini, Emil Radev, Paulo Rangel, Terry Reintke, Diana Riba i Giner, Ralf Seekatz, Michal Šimečka, Birgit Sippel, Martin Sonneborn, Tineke Strik, Ramona Strugariu, Annalisa Tardino, Tomas Tobé, Dragoş Tudorache, Milan Uhrík, Tom Vandendriessche, Bettina Vollath, Jadwiga Wiśniewska, Elena Yoncheva, Javier Zarzalejos |
|||
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Beata Kempa, Leopoldo López Gil, Kris Peeters, Anne-Sophie Pelletier, Sira Rego, Franco Roberti, Miguel Urbán Crespo, Hilde Vautmans |
ΤΕΛΙΚΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΜΕ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΚΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
51 |
+ |
EPP |
Magdalena Adamowicz, Vladimír Bilčík, Vasile Blaga, Ioan-Rareş Bogdan, Lena Düpont, Andrzej Halicki, Jeroen Lenaers, Leopoldo López Gil, Nuno Melo, Kris Peeters, Emil Radev, Paulo Rangel, Ralf Seekatz, Tomas Tobé, Javier Zarzalejos |
S&D |
Katarina Barley, Pietro Bartolo, Caterina Chinnici, Maria Grapini, Sylvie Guillaume, Evin Incir, Marina Kaljurand, Łukasz Kohut, Juan Fernando López Aguilar, Javier Moreno Sánchez, Franco Roberti, Birgit Sippel, Bettina Vollath, Elena Yoncheva |
RENEW |
Anna Júlia Donáth, Sophia In 'T Veld, Fabienne Keller, Moritz Körner, Maite Pagazaurtundúa, Michal Šimečka, Ramona Strugariu, Dragoş Tudorache, Hilde Vautmans |
GREENS/EFA |
Patrick Breyer, Saskia Bricmont, Damien Carême, Alice Kuhnke, Terry Reintke, Diana Riba I Giner, Tineke Strik |
ECR |
Patryk Jaki, Assita Kanko, Beata Kempa, Jadwiga Wiśniewska |
NI |
Laura Ferrara, Martin Sonneborn |
14 |
- |
EPP |
Balázs Hidvéghi, Lívia Járóka, Nadine Morano |
ID |
Nicolas Bay, Nicolaus Fest, Jean-Paul Garraud, Marcel De Graaff, Peter Kofod, Annalisa Tardino, Tom Vandendriessche |
ECR |
Jorge Buxadé Villalba, Nicola Procaccini |
EUL/NGL |
Sira Rego |
NI |
Milan Uhrík |
3 |
0 |
EUL/NGL |
Cornelia Ernst, Anne-Sophie Pelletier, Miguel Urbán Crespo |
Υπόμνημα των χρησιμοποιούμενων συμβόλων:
+ : υπέρ
- : κατά
0 : αποχή
- [1] ΕΕ L 348 της 24.12.2008, σ. 98.
- [2] ΕΕ L 312 της 7.12.2018, σ. 1.
- [3] ΕΕ L 198 της 22.6.2020, σ. 1.
- [4] ECLI:EU:C:2009:741.
- [5] ECLI:EU:C:2011:268.
- [6] ECLI:EU:C:2013:343.
- [7] ECLI:EU:C:2014:1320.
- [8] ECLI:EU:C:2015:377.
- [9] ECLI:EU:C:2016:408.
- [10] ECLI:EU:C:2018:308.
- [11] ECLI:EU:C:2018:465.
- [12] ΕΕ L 66 της 11.3.2017, σ. 15.
- [13] ΕΕ L 339 της 19.12.2017, σ. 83.
- [14] ΕΕ C 58 της 15.2.2018, σ. 9.
- [15] ΕΕ C 298 της 23.8.2018, σ. 39.
- [16] Κείμενα που εγκρίθηκαν, P8_TA(2019)0175.
- [17] ΕΕ L 295 της 6.11.2013, σ. 27.
- [18] ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.
- [19] ΕΕ C 76 της 9.3.2020, σ. 86.