ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με την ενίσχυση της διαφάνειας και της ακεραιότητας στα θεσμικά όργανα της ΕΕ με τη σύσταση ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας της ΕΕ
28.7.2021 - (2020/2133(INI))
Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων
Εισηγητής: Daniel Freund
Συντάκτης γνωμοδότησης (*):
Stéphane Séjourné, Επιτροπή Νομικών Θεμάτων
(*) Συνδεδεμένη επιτροπή – Άρθρο 57 του Κανονισμού
- ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
- ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
- ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ Ή ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΚΑΤΕΘΕΣΑΝ ΤΙΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥΣ ΣΤΟΝ ΕΙΣΗΓΗΤΗ
- ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
- ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
- ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
- ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΑΦΟΡΩΝ
- ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
- ΤΕΛΙΚΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΜΕ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΚΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
PR_INI
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Σελίδα
ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ Ή ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΚΑΤΕΘΕΣΑΝ ΤΙΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥΣ ΣΤΟΝ ΕΙΣΗΓΗΤΗ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΑΦΟΡΩΝ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
ΤΕΛΙΚΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΜΕ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΚΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
σχετικά με την ενίσχυση της διαφάνειας και της ακεραιότητας στα θεσμικά όργανα της ΕΕ με τη σύσταση ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας της ΕΕ
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη τους πολιτικούς προσανατολισμούς για την επόμενη Ευρωπαϊκή Επιτροπή της περιόδου 2019-2024, που παρουσιάστηκαν στις 10 Σεπτεμβρίου 2019,
– έχοντας υπόψη την επιστολή ανάθεσης καθηκόντων, της 1ης Δεκεμβρίου 2019, της Προέδρου της Επιτροπής στη Věra Jourová, ορισθείσας Αντιπροέδρου αρμόδιας για θέματα Αξιών και Διαφάνειας,
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 14ης Σεπτεμβρίου 2017 σχετικά με τη διαφάνεια, τη λογοδοσία και την ακεραιότητα στα θεσμικά όργανα της ΕΕ[1],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 26ης Νοεμβρίου 2020 σχετικά με τον απολογισμό των ευρωπαϊκών εκλογών[2],
– έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), και ιδίως τα άρθρα 9 και 10, 13, 14, 15, 16 και 17,
– έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), και ιδίως τα άρθρα 223 παράγραφος 2, 245 και 295,
– έχοντας υπόψη την πράξη περί εκλογής των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση και καθολική ψηφοφορία (η «εκλογική πράξη»), που προσαρτάται στην απόφαση του Συμβουλίου της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, όπως τροποποιήθηκε,
– έχοντας υπόψη το σχέδιο διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με υποχρεωτικό Μητρώο Διαφάνειας,
– έχοντας υπόψη την ειδική έκθεση αριθ. 13/2019 του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τα πλαίσια δεοντολογίας των ελεγχθέντων θεσμικών οργάνων της ΕΕ,
– έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Συμβουλίου σχετικά με την ειδική έκθεση αριθ. 13/2019 του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου,
– έχοντας υπόψη την απόφασή του της 28ης Σεπτεμβρίου 2005 για τη θέσπιση του καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (2005/684/ΕΚ, Ευρατόμ)[3],
– έχοντας υπόψη τον Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και ιδίως τα άρθρα 2, 10 και 11, 176 παράγραφος 1, το παράρτημα Ι, άρθρα 1 έως 3, 4 παράγραφος 6, 5 και 6, και το παράρτημα ΙΙ,
– έχοντας υπόψη τις ετήσιες εκθέσεις της συμβουλευτικής επιτροπής δεοντολογίας των βουλευτών,
– έχοντας υπόψη τις ετήσιες εκθέσεις σχετικά με την εφαρμογή του κώδικα δεοντολογίας για τα μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένων των γνωμοδοτήσεων της ανεξάρτητης επιτροπής δεοντολογίας,
– έχοντας υπόψη τις συστάσεις της Ευρωπαίας Διαμεσολαβήτριας στην κοινή έρευνα σχετικά με τις καταγγελίες 194/2017/EA, 334/2017/EA και 543/2017/EA σχετικά με τον χειρισμό από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή της απασχόλησης μετά τη λήξη της θητείας πρώην Επιτρόπων, ενός πρώην Προέδρου της Επιτροπής και τον ρόλο της «Επιτροπής Δεοντολογίας» της,
– έχοντας υπόψη τις συστάσεις του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), της ομάδας κρατών του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά της διαφθοράς (GRECO) και διαφόρων ΜΚΟ,
– έχοντας υπόψη τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και ιδίως τα άρθρα 11, 11α, 12, 12α, 12β, 13, 15, 16, 17, 19, 21α, 22α, 22γ, 24, 27 και 40,
– έχοντας υπόψη τις εξουσίες και τις αρμοδιότητες της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπως ορίζονται στο παράρτημα VI του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 54 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων, της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού, της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής και της Επιτροπής Αναφορών,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων (A9-0260/2021),
Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΣΕΕ ορίζει ότι «η Ένωση σέβεται την αρχή της ισότητας των πολιτών της, οι οποίοι τυγχάνουν ίσης προσοχής από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της»· λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτό συνεπάγεται πως οι δημόσιες αποφάσεις λαμβάνονται υπέρ του κοινού συμφέροντος·
Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι Συνθήκες έχουν καθιερώσει ένα σύστημα κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, το οποίο αναθέτει σε κάθε θεσμικό όργανο τον δικό του ρόλο εντός της θεσμικής δομής της Ένωσης και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί·
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, ενώ κάθε θεσμικό όργανο της ΕΕ έχει δικαίωμα στην οργανωτική κυριαρχία, όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ πρέπει να πληρούν τα υψηλότερα δυνατά πρότυπα ανεξαρτησίας και αμεροληψίας·
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΣΕΕ και η ΣΛΕΕ ορίζουν ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο διακυβέρνησης που βασίζεται στη διάκριση των εξουσιών, καθορίζοντας διακριτά δικαιώματα και υποχρεώσεις για κάθε θεσμικό όργανο·
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι η ανεξαρτησία, η διαφάνεια και η λογοδοσία των δημόσιων θεσμών και των εκλεγμένων αντιπροσώπων τους, των Επιτρόπων και των υπαλλήλων τους είναι υψίστης σημασίας για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών, η οποία είναι απαραίτητη για τη νόμιμη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών·
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα δεοντολογικά πρότυπα που ισχύουν για τα θεσμικά όργανα της ΕΕ είναι από πολλές απόψεις υψηλότερα από εκείνα που ισχύουν σε εθνικό επίπεδο, αλλά δεν έχουν επιβληθεί με ικανοποιητικό τρόπο·
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η επιβολή του δεοντολογικού πλαισίου θα μπορούσε να βελτιωθεί·
Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι η εμπιστοσύνη των πολιτών στους δημόσιους θεσμούς και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων αποτελεί πυλώνα κάθε δημοκρατικής κυβέρνησης και απαιτεί υποδειγματική στάση, ακεραιότητα, διαφάνεια, λογοδοσία και τα υψηλότερα δυνατά πρότυπα δεοντολογικής συμπεριφοράς·
Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η απουσία αθέμιτης επιρροής από εκπροσώπους συμφερόντων, μεταξύ άλλων μέσω της παροχής αμειβόμενων δραστηριοτήτων για τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δώρων ή ταξιδιωτικών προσκλήσεων, της δημιουργίας προσδοκιών για μελλοντική απασχόληση μετά τη λήξη της θητείας ενός βουλευτή ή την αποχώρηση ενός υπαλλήλου από τα καθήκοντά του, καθώς και αθέμιτης χρήσης πληροφοριών ή επαφών είναι καίριας σημασίας για να διασφαλιστεί ότι οι δημοκρατικές διαδικασίες δεν ποδηγετούνται από ιδιωτικά συμφέροντα και ότι τα δικαιώματα των πολιτών γίνονται πλήρως σεβαστά·
Ι. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ελλείψεις του ισχύοντος δεοντολογικού πλαισίου της ΕΕ απορρέουν σε μεγάλο βαθμό από το γεγονός ότι βασίζεται σε μια αυτορρυθμιστική προσέγγιση, από την απουσία ενωσιακού ποινικού δικαίου και από τους ανεπαρκείς πόρους και ικανότητες για την εξακρίβωση πληροφοριών· λαμβάνοντας υπόψη ότι οποιαδήποτε εξέλιξη του δεοντολογικού πλαισίου της ΕΕ πρέπει να έχει σαφή νομική βάση, με παράλληλο σεβασμό της διάκρισης των εξουσιών όπως ορίζεται στις Συνθήκες· λαμβάνοντας υπόψη ότι η δημιουργία ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας θα μπορούσε να συμβάλει στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης στα θεσμικά όργανα της ΕΕ και στη δημοκρατική τους νομιμότητα·
ΙΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, κατά συνέπεια, έχουν προκύψει περιπτώσεις προβληματικής συμπεριφοράς· λαμβάνοντας υπόψη ότι κάθε κρούσμα αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς και ο ανεπαρκής χειρισμός του από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ θέτουν σε κίνδυνο την εμπιστοσύνη που έχουν οι Ευρωπαίοι πολίτες στα θεσμικά όργανα της ΕΕ και έχουν συμβάλει σημαντικά στην υποβάθμιση της υπόληψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
ΙΒ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, ειδικότερα, το φαινόμενο της μεταπήδησης στον ιδιωτικό τομέα αυξάνεται σε μεγάλο βαθμό· λαμβάνοντας υπόψη ότι πολλοί Επίτροποι και το ένα τρίτο των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από το 2014 έως το 2019 έχουν προσληφθεί από οργανισμούς εγγεγραμμένους στο Ευρωπαϊκό Μητρώο Διαφάνειας· λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτό συνεπάγεται κινδύνους σύγκρουσης συμφερόντων με τους νόμιμους τομείς αρμοδιότητας των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και αποκάλυψης ή καταχρηστικής χρήσης εμπιστευτικών πληροφοριών, καθώς και τον κίνδυνο τα πρώην μέλη του προσωπικού να χρησιμοποιούν τις στενές προσωπικές τους επαφές και φιλίες με πρώην συναδέλφους τους για σκοπούς άσκησης πίεσης·
ΙΓ. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα υφιστάμενα δεοντολογικά πρότυπα σε επίπεδο ΕΕ είναι προσαρμοσμένα στις ιδιαιτερότητες κάθε ενωσιακού θεσμικού οργάνου, με αποτέλεσμα να υπάρχουν διαφορετικές διαδικασίες και επίπεδα επιβολής ακόμη και του ίδιου του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης της ΕΕ σε διαφορετικά θεσμικά όργανα και οργανισμούς της ΕΕ, και να δημιουργείται με τον τρόπο αυτό ένα σύνθετο σύστημα που είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό τόσο από τους πολίτες της ΕΕ όσο και από εκείνους που πρέπει να τηρούν τους κανόνες·
ΙΔ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, στην ειδική έκθεσή του αριθ. 13/2019, συνέστησε ότι σε πολλούς τομείς υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για εναρμονισμένες προσεγγίσεις όσον αφορά τον χειρισμό δεοντολογικών ζητημάτων εντός των θεσμικών οργάνων της ΕΕ· λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ευρωπαία Διαμεσολαβήτρια και το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο προειδοποίησαν επανειλημμένα για σοβαρές ελλείψεις στις πολιτικές των θεσμικών οργάνων της ΕΕ για την πρόληψη των συγκρούσεων συμφερόντων· λαμβάνοντας υπόψη ότι τόσο η Διαμεσολαβήτρια όσο και το Ελεγκτικό Συνέδριο εξέφρασαν συγκεκριμένες ανησυχίες σχετικά με την απουσία κοινού δεοντολογικού πλαισίου της ΕΕ με σαφείς διαδικασίες και διαύλους καταγγελίας· λαμβάνοντας υπόψη ότι το πρόβλημα αυτό αφορά ιδίως το έργο των αντιπροσώπων των κρατών μελών στο Συμβούλιο, το οποίο πρέπει να αντιμετωπίσει τις συγκρούσεις συμφερόντων υψηλού επιπέδου, τη μεταπήδηση στον ιδιωτικό τομέα και τους κανόνες διαφάνειας· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι δεοντολογικοί κανόνες της ΕΕ δεν είναι εναρμονισμένοι με τις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ για τη διαχείριση της σύγκρουσης συμφερόντων στον δημόσιο τομέα·
ΙΕ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το παράδειγμα της «Haute Autorité pour la Transparence de la Vie Publique» στη Γαλλία καταδεικνύει ότι ένας ενιαίος και ανεξάρτητος φορέας αρμόδιος για την παρακολούθηση, την εφαρμογή και την επιβολή κυρώσεων όσον αφορά δεοντολογικούς κανόνες που ισχύουν για τους δημόσιους φορείς αποτελεί αποτελεσματικό και ισχυρό εργαλείο ικανό να επιτύχει μακροπρόθεσμη μείωση της αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς·
ΙΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η ισορροπία των εξουσιών που ανατίθενται στα θεσμικά όργανα αποτελεί θεμελιώδη εγγύηση που παρέχουν οι Συνθήκες στους πολίτες της ΕΕ·
ΙΖ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το δόγμα Meroni που αναπτύχθηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) επιτρέπει την ανάθεση αρμοδιοτήτων των θεσμικών οργάνων της ΕΕ σε εξωτερικούς φορείς, συμπεριλαμβανομένων αρμοδιοτήτων που δεν ασκούνται ακόμη· λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το ΔΕΕ, κάθε ανάθεση αρμοδιοτήτων πρέπει να είναι περιορισμένη και μπορεί να αφορά μόνο σαφώς καθορισμένες εξουσίες, η χρήση των οποίων πρέπει να υπόκειται εξ ολοκλήρου στην εποπτεία των εκχωρούντων θεσμικών οργάνων και δεν μπορεί να αφορά διακριτική ευχέρεια που συνεπάγεται οποιαδήποτε πολιτική κρίση, προκειμένου να μην τίθεται σε κίνδυνο η ισορροπία των εξουσιών μεταξύ των θεσμικών οργάνων·
ΙΗ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με την αρχή της δοτής αρμοδιότητας, τα θεσμικά όργανα δεν μπορούν να μεταβιβάζουν, μέσω διοργανικής συμφωνίας, εξουσίες τις οποίες δεν διαθέτουν τα ίδια, για παράδειγμα όταν οι εν λόγω εξουσίες έχουν ανατεθεί από τις Συνθήκες στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή έχουν παραμείνει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών·
ΙΘ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, κατά την εξέταση πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων των ορισθέντων Επιτρόπων το 2019, τα μέλη της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων επεσήμαναν τους σοβαρούς περιορισμούς της ισχύουσας διαδικασίας· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι περιορισμοί αυτοί περιλαμβάνουν την πρόσβαση σε περιορισμένο μόνο φάσμα πληροφοριών, την έλλειψη χρόνου για εξέταση, την απουσία ερευνητικών εξουσιών και την απουσία στήριξης από εμπειρογνώμονες· λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 17 παράγραφος 3 της ΣΕΕ προβλέπει ότι τα μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επιλέγονται «μεταξύ προσωπικοτήτων που παρέχουν πλήρη εχέγγυα ανεξαρτησίας»·
Κ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το υφιστάμενο αυστηρό δεοντολογικό πλαίσιο για τους Επιτρόπους πρέπει να αναπτυχθεί περαιτέρω, προκειμένου να καλυφθούν τα υφιστάμενα νομοθετικά κενά, όπως η μη ύπαρξη καθεστώτος Επιτρόπων· υπογραμμίζει ότι η διαδικασία αυτή συνδέεται στενά με τον κοινοβουλευτικό έλεγχο και την εποπτεία, είναι της γνώμης ότι το καθεστώς των Επιτρόπων πρέπει να καταρτιστεί σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία και καλεί την Επιτροπή να υποβάλει πρόταση·
ΚΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι όλοι οι κορυφαίοι υποψήφιοι στις ευρωπαϊκές εκλογές του 2019 υποστήριξαν τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας, κοινού για όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ· λαμβάνοντας υπόψη ότι η Πρόεδρος της Επιτροπής την υποστήριξε στους πολιτικούς προσανατολισμούς της·
ΚΒ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η ελευθερία άσκησης της εντολής των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι προς το συμφέρον των πολιτών τους οποίους εκπροσωπούν·
ΚΓ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα από τα κύρια καθήκοντα του Κοινοβουλίου, όπως ορίζεται στη ΣΕΕ, είναι η άσκηση πολιτικού ελέγχου·
ΚΔ. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα θεσμικά όργανα καλύπτονται από τον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ένωσης·
1. πιστεύει ότι ένας ενιαίος ανεξάρτητος φορέας δεοντολογίας της ΕΕ θα μπορούσε να διασφαλίσει καλύτερα τη συνεπή και πλήρη εφαρμογή των προτύπων δεοντολογίας σε όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι δημόσιες αποφάσεις λαμβάνονται με γνώμονα το κοινό καλό και την εμπιστοσύνη των πολιτών στα θεσμικά όργανα της ΕΕ· Προτείνει τη σύναψη διοργανικής συμφωνίας βάσει του άρθρου 295 της ΣΛΕΕ για τη σύσταση ενός ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας της ΕΕ για το Κοινοβούλιο και την Επιτροπή, ανοικτού στη συμμετοχή όλων των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της ΕΕ, καθώς και ο εν λόγω φορέας να παρέχει επίσης κατάρτιση και ενεργό καθοδήγηση στα συμμετέχοντα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς·
Αρχές
2. θεωρεί ότι οι διατάξεις της εν λόγω διοργανικής συμφωνίας πρέπει να τηρούν τις ακόλουθες διατάξεις και αρχές:
α) την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, διασφαλίζοντας την αποδοτική και αποτελεσματική διαχείριση των πόρων της Ένωσης,
β) τις αρχές της δοτής αρμοδιότητας και της διάκρισης των εξουσιών,
γ) την ελευθερία του επαγγέλματος και το δικαίωμα στην εργασία όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 15 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
δ) το κράτος δικαίου και τις θεμελιώδεις ευρωπαϊκές αρχές, όπως το τεκμήριο αθωότητας, το δικαίωμα ακρόασης και τις αρχές της νομιμότητας και της αναλογικότητας,
ε) το καθεστώς των βουλευτών και ιδίως την ελευθερία άσκησης της εντολής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 2,
στ) τη μη επικάλυψη ή παρέμβαση στις εργασίες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (EPPO), του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου ή του ΔΕΕ,
ζ) το δικαίωμα εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 226 της ΣΛΕΕ·
3. πιστεύει ότι, στο πλαίσιο των καθηκόντων του, μεταξύ άλλων όσον αφορά την παρακολούθηση και τη διερεύνηση, ο φορέας θα πρέπει να βασίζεται στις υφιστάμενες εξουσίες των θεσμικών οργάνων να ζητούν πληροφορίες από τα μέλη τους ή στη συμφωνία των εθνικών αρχών για την ανταλλαγή πληροφοριών· υπογραμμίζει ότι ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου, το σώμα των Επιτρόπων ή η αντίστοιχη αρχή ενός συμμετέχοντος θεσμικού οργάνου θα διατηρήσουν την εξουσία λήψης οριστικών αποφάσεων μέχρι την πιθανή αναθεώρηση των κανόνων·
4. θεωρεί ότι η διαδικασία που θα ακολουθείται από τον ανεξάρτητο φορέα δεοντολογίας της ΕΕ θα πρέπει να διασφαλίζει το κατάλληλο επίπεδο διαφάνειας, προστατεύοντας παράλληλα τις διαδικαστικές εγγυήσεις όπως ορίζονται στον ευρωπαϊκό Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, και ότι η διοργανική συμφωνία θα πρέπει να περιλαμβάνει διαδικαστικούς κανόνες και επαρκές πρωτόκολλο προστασίας των δεδομένων, παραπέμποντας στο υφιστάμενο κεκτημένο των αρχών των υφιστάμενων οργάνων δεοντολογίας της ΕΕ, καθώς και στις κοινές αξίες της ΕΕ (άρθρο 2 ΣΕΕ), στα δικαιώματα ακρόασης και προσφυγής του ενδιαφερόμενου ατόμου, στην υποχρέωση συνεργασίας και στις απαιτήσεις δημοσίευσης·
Πεδίο εφαρμογής και εντολή
5. θεωρεί ότι στον νέο φορέα δεοντολογίας της ΕΕ θα πρέπει να ανατεθεί κατάλογος συμφωνημένων καθηκόντων ώστε να διατυπώνει προτάσεις και συμβουλές σχετικά με δεοντολογικούς κανόνες για τους Επιτρόπους, τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το προσωπικό των συμμετεχόντων θεσμικών οργάνων πριν, κατά τη διάρκεια και σε ορισμένες περιπτώσεις μετά τη λήξη της θητείας ή των καθηκόντων τους σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες, και μεταξύ άλλων τους εξής:
α) το καθεστώς των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (άρθρα 2 και 3),
β) τον Κανονισμό του Κοινοβουλίου [άρθρα 2, 10 (παράγραφοι 5, 6 και 7) και 11, 176 (παράγραφος 1), παράρτημα I (άρθρα 1 έως 8) και παράρτημα ΙΙ],
γ) τον Κανονισμό της Επιτροπής (άρθρο 9), τον κώδικα δεοντολογίας της, (άρθρα 2 έως 13 και παράρτημα II), καθώς και την απόφασή της, της 25ης Νοεμβρίου 2014, για τη δημοσίευση πληροφοριών σχετικά με τις συνεδριάσεις που πραγματοποιούνται μεταξύ μελών της Επιτροπής και οργανώσεων ή αυτοαπασχολούμενων ατόμων, όπως και την ίδια απόφαση για τους γενικούς διευθυντές της,
δ) τα άρθρα 11, 11α, 12, 12α, 12β, 13, 15, 16, 17, 19, 21α, 22, 22α, 22γ, 24, 26, 27, 40, 43, 86, 90, 91α και το παράρτημα IX του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, τα οποία ισχύουν τηρουμένων των αναλογιών για όλο το προσωπικό που απασχολείται από τους οργανισμούς, εάν έχουν υπογράψει τη διοργανική συμφωνία,
ε) τη διοργανική συμφωνία για υποχρεωτικό Μητρώο Διαφάνειας·
6. πιστεύει ότι οι βουλευτές και το προσωπικό των συμμετεχόντων θεσμικών οργάνων θα πρέπει να καλύπτονται από τη συμφωνία πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη της θητείας ή των καθηκόντων τους σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες· θεωρεί ότι αυτό θα πρέπει να ισχύει για τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τους Επιτρόπους και το σύνολο του προσωπικού της ΕΕ που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης·
7. υπενθυμίζει ότι όσον αφορά τα άτομα που καλύπτονται από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, η αρμοδιότητα θα μπορούσε να ανατεθεί στον ανεξάρτητο φορέα δεοντολογίας της ΕΕ με χρήση των ρητρών εξουσιοδότησης των άρθρων 2 παράγραφος 2 ή 9 παράγραφος 1, ή και των δύο, και θα αφορούσε την παρακολούθηση και την επιβολή των δεοντολογικών υποχρεώσεων, ενώ άλλες επαγγελματικές υποχρεώσεις θα εξακολουθήσουν να επιβάλλονται από τις αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές·
8. επιμένει ότι η διοργανική συμφωνία θα πρέπει να είναι ανοικτή στη συμμετοχή όλων των θεσμικών οργάνων και οργανισμών της ΕΕ· επισημαίνει επίσης ότι οι συννομοθέτες μπορούν να αποφασίσουν να δεσμεύσουν τους οργανισμούς μέσω των ιδρυτικών κανονισμών τους· πιστεύει ότι η διοργανική συμφωνία θα πρέπει να επιτρέπει στον φορέα δεοντολογίας να ανταλλάσσει πληροφορίες με τις εθνικές αρχές, όπου αυτό είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων του, αντιμετωπίζοντας παράλληλα τις εν λόγω πληροφορίες με τον ίδιο εμπιστευτικό χαρακτήρα όπως η αρχή από την οποία προέρχονται, για παράδειγμα φορολογικές πληροφορίες, κτηματολόγια και δεδομένα που τηρούνται από εθνικούς φορείς δεοντολογίας, και να διερευνά βέλτιστες πρακτικές και αξιολογήσεις από ομοτίμους· θεωρεί ότι, με την επιφύλαξη των γενικών αρχών που ορίζονται στην παράγραφο 2, και εφόσον έχει σημασία για την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο ανεξάρτητος φορέας δεοντολογίας θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει σε συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών με σχετικούς φορείς της ΕΕ, όπως η OLAF, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, ο Διαμεσολαβητής και το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, στο πλαίσιο των αντίστοιχων εντολών τους·
Αρμοδιότητες και εξουσίες
9. θεωρεί ότι, με την επιφύλαξη της ισορροπίας μεταξύ των θεσμικών οργάνων όπως θεσπίζεται από τις Συνθήκες, όλα τα συμμετέχοντα θεσμικά όργανα θα πρέπει να αναθέτουν, στο πλαίσιο της αντίστοιχης διαδικαστικής αυτονομίας τους, στον φορέα δεοντολογίας της ΕΕ, αφενός, προληπτικό ρόλο μέσω ευαισθητοποίησης και δεοντολογικής καθοδήγησης και, αφετέρου, ρόλο συμμόρφωσης και συμβουλευτικό ρόλο με την ικανότητα έκδοσης συστάσεων για δεοντολογικά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων των συγκρούσεων συμφερόντων · θεωρεί ότι οι εξουσίες λήψης αποφάσεων θα πρέπει να παραμείνουν εντός του αντίστοιχου θεσμικού οργάνου έως ότου ανατεθεί στον φορέα δεοντολογίας της ΕΕ εξουσία λήψης αποφάσεων επί κατάλληλης νομικής βάσης· υπενθυμίζει ότι τα καθήκοντα του οργάνου δεοντολογίας της ΕΕ θα περιορίζονται στον συμφωνημένο κατάλογο καθηκόντων που έχουν ανατεθεί από τα συμμετέχοντα θεσμικά όργανα και, ως εκ τούτου, δεν θα θίγουν και θα σέβονται πλήρως τις αρμοδιότητες της OLAF, της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και των εθνικών δικαιοδοσιών που σχετίζονται με τυχόν παραβίαση νόμων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές τους· τονίζει ότι, για την παρακολούθηση της ακεραιότητας, το Κοινοβούλιο θα πρέπει να αναθέτει τακτικά μελέτες που ορίζουν την ακεραιότητα με ένα σύνολο σαφώς καθορισμένων στόχων και δεικτών επιδόσεων, και να υποβάλλει εκθέσεις σχετικά με την πρόοδο που σημειώνεται·
10. θεωρεί ότι η εν λόγω ικανότητα παρακολούθησης θα πρέπει να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα ελέγχου της ακρίβειας της δήλωσης οικονομικών συμφερόντων, η οποία θα πρέπει να υποβάλλεται από τα ενδιαφερόμενα άτομα απευθείας στον φορέα δεοντολογίας της ΕΕ, πέραν του Κοινοβουλίου όσον αφορά τους ορισθέντες Επιτρόπους, ώστε να διασφαλίζεται ότι φθάνουν με τον ταχύτερο δυνατό τρόπο σε όλους αυτούς που είναι υπεύθυνοι για τον δημοκρατικό και/ή δημόσιο έλεγχο, όπως ορίζουν οι ισχύοντες κανόνες, τον χειρισμό των συγκρούσεων συμφερόντων, τους κανόνες που σχετίζονται με τις δραστηριότητες άσκησης πίεσης, τους έλεγχους των υποχρεώσεων διαφάνειας, μεταξύ άλλων κατά τη νομοθετική διαδικασία, και την εξακρίβωση της συμμόρφωσης με όλες τις διατάξεις των κωδίκων δεοντολογίας και τους ισχύοντες κανόνες περί διαφάνειας, δεοντολογίας και ακεραιότητας·
11. επισημαίνει ότι, στο πλαίσιο των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, σε διάφορες νομοθετικές και άλλες διατάξεις που αποσκοπούν στην πρόληψη συγκρούσεων συμφερόντων περιέχονται διαφορετικοί ορισμοί του όρου «σύγκρουση συμφερόντων»· επισημαίνει ότι ένας ορισμός εξαρτάται από τις περιστάσεις και εξελίσσεται διαρκώς, και ότι η πλήρης διαφάνεια δεν εγγυάται απαραιτήτως την απουσία σύγκρουσης συμφερόντων ούτε ότι θα εξασφαλιστεί ή θα αυξηθεί η εμπιστοσύνη του κοινού· σημειώνει ότι η επιβολή δεοντολογικών κανόνων και η δημόσια λογοδοσία για τις συγκρούσεις συμφερόντων αποτελούν προϋπόθεση για την εμπιστοσύνη των πολιτών στους δημόσιους θεσμούς·
12. υπενθυμίζει ότι είναι σημαντικό να γίνεται διάκριση μεταξύ της σύγκρουσης συμφερόντων που προκύπτει κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων και της σύγκρουσης συμφερόντων που προκύπτει στη συνέχεια, καθώς και μεταξύ ενεργειών που επιτρέπονται εάν δηλωθούν και ενεργειών που δεν επιτρέπονται καθόλου·
13. επισημαίνει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συνέστησε τη Συμβουλευτική Επιτροπή Δεοντολογίας των Βουλευτών ως το αρμόδιο όργανο για την καθοδήγηση των βουλευτών σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή του κώδικα δεοντολογίας· σημειώνει, επιπλέον, ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή εξετάζει επίσης τις εικαζόμενες παραβιάσεις του κώδικα δεοντολογίας και συμβουλεύει τον Πρόεδρο για την ενδεχόμενη λήψη μέτρων· θεωρεί ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει να δώσει το παράδειγμα όσον αφορά τους κανόνες δεοντολογίας και την επιβολή τους·
14. είναι της άποψης ότι ο φορέας δεοντολογίας της ΕΕ θα μπορούσε επίσης να έχει εξουσία επί των υποχρεώσεων που επιβάλλει το Μητρώο Διαφάνειας, και θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο καλύτερης προστασίας των καταγγελλόντων δυσλειτουργίες και καλύτερης διαχείρισης των συγκρούσεων συμφερόντων σε περιπτώσεις διαφθοράς και απάτης·
15. θεωρεί ότι ο φορέας δεοντολογίας της ΕΕ θα πρέπει να αναλάβει το καθήκον να αναπτύξει μια δημόσια πύλη της ΕΕ με συναφείς πληροφορίες σχετικά με τους κανόνες δεοντολογίας, εκθέσεις σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές, μελέτες και στατιστικές, καθώς και μια βάση δεδομένων που θα περιέχει τις δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων όλων των συμμετεχόντων θεσμικών οργάνων·
16. επιμένει ότι ο ανεξάρτητος φορέας δεοντολογίας της ΕΕ θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να ξεκινά έρευνες με δική του πρωτοβουλία και να διενεργεί επιτόπιες έρευνες και έρευνες βάσει αρχείων σύμφωνα τις πληροφορίες που έχει συλλέξει ή που έχει λάβει από τρίτους, όπως δημοσιογράφους, μέσα ενημέρωσης, ΜΚΟ, καταγγέλλοντες δυσλειτουργίες, την κοινωνία των πολιτών ή τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή· επιμένει ότι κάθε τρίτο μέρος που παραπέμπει καλόπιστα κάποιο ζήτημα στον ανεξάρτητο φορέα δεοντολογίας πρέπει να προστατεύεται και η ταυτότητά του πρέπει να παραμένει ανώνυμη· θεωρεί ότι, όταν ξεκινά έρευνα με δική του πρωτοβουλία, ο φορέας πρέπει να ενημερώνει, με εμπιστευτικό μήνυμα, τον ενδιαφερόμενο και την αρχή που είναι αρμόδια για την επιβολή κυρώσεων στα αντίστοιχα θεσμικά όργανα· πιστεύει ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η αντίστοιχη αρχή του εν λόγω θεσμικού οργάνου ή οργανισμού μπορεί να ζητήσει την παροχή εξηγήσεων από τον φορέα·
17. τονίζει ότι τα αιτήματα για φορολογικά έγγραφα και τραπεζικά αρχεία αποτελούν παρεμβάσεις στο ιδιωτικό δίκαιο, για τις οποίες πρέπει να υπάρχουν σοβαρές καταγγελίες που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της OLAF·
18. τονίζει ότι ο φορέας πρέπει να προστατεύει τους καταγγέλλοντες δυσλειτουργίες, ιδίως τους Ευρωπαίους δημόσιους υπαλλήλους, ώστε να μπορούν να εκφράζουν τις ανησυχίες τους σχετικά με πιθανές παραβιάσεις των κανόνων χωρίς τον φόβο αντιποίνων· προτείνει, στο πλαίσιο αυτό, ο φορέας να εποπτεύει τους εσωτερικούς και εμπιστευτικούς μηχανισμούς υποβολής καταγγελιών βάσει του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό· τονίζει ότι μόνο ένα ασφαλές και προστατευτικό εργασιακό περιβάλλον θα επιτρέψει στους δημόσιους λειτουργούς να εκφράσουν τις ανησυχίες τους και, ως εκ τούτου, θα συμβάλει στην αποτελεσματικότητα του έργου του ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας·
19. πιστεύει ότι, για να είναι πλήρως αποτελεσματικός, ο φορέας θα συγχωνεύσει τις λειτουργίες των υφιστάμενων οργάνων που είναι υπεύθυνα για τη δεοντολογία· θεωρεί ότι ο φορέας θα πρέπει να συμβουλεύει τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή τους Επιτρόπους όταν ζητούν καθοδήγηση σχετικά με δεοντολογικά ζητήματα· θεωρεί ότι ο φορέας θα πρέπει να εκδίδει συστάσεις για κυρώσεις προς την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή όσον αφορά τις δεοντολογικές υποχρεώσεις του προσωπικού και ότι, όσον αφορά τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή τους Επιτρόπους, ο φορέας θα πρέπει να εκδίδει συστάσεις προς τις αρμόδιες αρχές των αντίστοιχων συμμετεχόντων θεσμικών οργάνων· συνιστά ο φορέας δεοντολογίας να εκδίδει συστάσεις που μπορούν να χρησιμεύσουν ως προηγούμενο σε πανομοιότυπες ή παρόμοιες περιπτώσεις· θεωρεί ότι αυτό θα εξασφαλίσει την αποτελεσματικότητα και τη συνέπεια, ενώ επίσης θα μειώσει με προβλέψιμο και σημαντικό τρόπο τον φόρτο εργασίας, ιδίως για θέματα προσωπικού σε περίπτωση πολλών παρόμοιων υποθέσεων·
20. θεωρεί ότι ο φορέας δεοντολογίας της ΕΕ θα πρέπει να προωθεί την ακεραιότητα και να έχει συμβουλευτικά καθήκοντα, προκειμένου να παρέχει αξιόπιστες και φερέγγυες συμβουλές σε κάθε άτομο και/ή θεσμικό όργανο που καλύπτεται από το πεδίο εφαρμογής του και επιθυμεί να ζητήσει ερμηνεία ενός δεοντολογικού προτύπου σε σχέση με την ενδεδειγμένη συμπεριφορά σε μια συγκεκριμένη περίπτωση· θεωρεί ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή των δεοντολογικών προτύπων και η προβλεψιμότητα, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι δεσμευτικές για τον ανεξάρτητο φορέα δεοντολογίας της ΕΕ στη θέση του για το ίδιο θέμα·
21. υπενθυμίζει ότι η επιβεβαίωση από την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων της απουσίας σύγκρουσης συμφερόντων αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τον διορισμό των ορισθέντων Επιτρόπων και ότι η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων διαθέτει σαφείς αρμοδιότητες για την απόρριψη των ορισθέντων Επιτρόπων, εάν διαπιστωθεί σύγκρουση συμφερόντων·
22. υπενθυμίζει ότι το Κοινοβούλιο μπορεί να αποσύρει την εμπιστοσύνη του σε μεμονωμένο μέλος της Επιτροπής, ενώ στη συνέχεια ο Πρόεδρος της Επιτροπής πρέπει είτε να απαιτεί την παραίτηση του εν λόγω μέλους είτε να εξηγεί την άρνησή του να παραιτηθεί ενώπιον του Κοινοβουλίου στην επόμενη περίοδο συνόδου, σύμφωνα με το σημείο 5 της διοργανικής συμφωνίας της 20ής Νοεμβρίου 2010·
23. είναι της γνώμης ότι η εξέταση των δηλώσεων που υποβάλλουν οι ορισθέντες Επίτροποι με σκοπό να εντοπιστεί σύγκρουση συμφερόντων έχει θεμελιώδη θεσμική και δημοκρατική σημασία, και θα πρέπει να πραγματοποιείται με τη μέγιστη προσοχή, προσήλωση και με αίσθημα ευθύνης μέσω πλήρως αντικειμενικής, δημοκρατικής και ανεξάρτητης ερμηνείας· πιστεύει ότι οι κανόνες για την εξέταση πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων θα πρέπει να ισχύουν επίσης για τη δήλωση του εκλεγέντος Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής·
24. υπογραμμίζει ότι η απόφαση σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων των ορισθέντων Επιτρόπων πριν από τις ακροάσεις παραμένει δημοκρατική και θεσμική αρμοδιότητα της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων του Κοινοβουλίου· τονίζει, στο πλαίσιο αυτό, ότι ο μελλοντικός ανεξάρτητος ενωσιακός φορέας δεοντολογίας θα πρέπει να διαθέτει κατάλληλες εξουσίες διερεύνησης, καθώς και την εξουσία να ζητεί και να έχει πρόσβαση σε διοικητικά έγγραφα, προκειμένου να μπορεί να διενεργεί αιτιολογημένες και τεκμηριωμένες αξιολογήσεις· τονίζει την ανάγκη πλήρους συμμόρφωσης με τους κανόνες σχετικά με την εμπιστευτικότητα, την ιδιωτική ζωή και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά την εξακρίβωση των επιπτώσεων κάποιας σύγκρουσης συμφερόντων· είναι της άποψης ότι θα πρέπει να δίδεται περισσότερος χρόνος στην Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και ότι, ενώ αυτή θα διατηρεί πλήρως την αρμοδιότητά της επί του θέματος, θα πρέπει να αποφασίζει σχετικά με την ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων ορισθέντος Επιτρόπου αφότου λάβει μη δεσμευτικές, ακριβείς και αιτιολογημένες συστάσεις από τον ανεξάρτητο φορέα δεοντολογίας της ΕΕ, γεγονός που θα λειτουργήσει ενισχυτικά ως προς τη δράση της· θεωρεί ότι η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων θα πρέπει εν τέλει να πραγματοποιεί συζήτηση σχετικά με τις συστάσεις που εκδίδει ο ανεξάρτητος ενωσιακός φορέας δεοντολογίας· θεωρεί ότι οι συστάσεις θα πρέπει να δημοσιεύονται μαζί με τις δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων των ορισθέντων Επιτρόπων· θεωρεί ότι, πέρα από τον έλεγχο των δηλώσεων των ορισθέντων Επιτρόπων από την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, η εξέταση των συγκρούσεων συμφερόντων θα πρέπει να διενεργείται, σε γενικές γραμμές, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη του δημόσιου αξιώματος ή της απασχόλησης, για όλα τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης· πιστεύει επίσης ότι θα πρέπει να παρέχονται στην Επιτροπή Νομικών Θεμάτων επαρκείς πόροι, εργαλεία και δεξιότητες για τη διασταύρωση και τον εντοπισμό των απαραίτητων πληροφοριών, καθώς και για να ζητούνται συμπληρωματικές πληροφορίες, όπου τούτο κρίνεται απαραίτητο·
Σύνθεση
25. πιστεύει ότι ο φορέας δεοντολογίας θα πρέπει να απαρτίζεται από εννέα μέλη, τρία από τα οποία θα επιλέγονται από την Επιτροπή, τρία θα εκλέγονται από το Κοινοβούλιο και τρία εκ των οποίων θα ορίζονται de jure από τους πρώην δικαστές του ΔΕΕ, από το Ελεγκτικό Συνέδριο και από τους πρώην Ευρωπαίους Διαμεσολαβητές· πιστεύει ότι στα θέματα προσωπικού θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι εκπρόσωποι του προσωπικού από το θεσμικό όργανο του ενδιαφερόμενου προσώπου· επισημαίνει ότι το παράρτημα ΙΙ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως·
26. θεωρεί ότι τα μέλη του φορέα πρέπει να είναι ανεξάρτητα, να επιλέγονται με βάση τις ικανότητες, την πείρα και τα επαγγελματικά τους προσόντα, καθώς και την προσωπική τους ακεραιότητα, να έχουν άψογη δεοντολογική συμπεριφορά και να παρέχουν δήλωση απουσίας σύγκρουσης συμφερόντων· είναι της άποψης ότι η σύνθεση του φορέα θα πρέπει να είναι ισόρροπη ως προς την εκπροσώπηση των φύλων· υπογραμμίζει ότι όλα τα μέλη πρέπει να ασκούν τα καθήκοντά τους με ανεξαρτησία· θεωρεί ότι τα μέλη θα πρέπει να επιλέγονται για περίοδο έξι ετών και να ανανεώνονται κατά ένα τρίτο ανά διετία·
27. ζητεί να αναλαμβάνει την εξακρίβωση των δηλώσεων των υποψηφίων ένας υπεύθυνος δεοντολογίας· θεωρεί ότι τα μέλη θα πρέπει να εργάζονται με πνεύμα συνεργασίας και συνέπειας στις αναλύσεις και τις συστάσεις τους· ζητεί να διασφαλιστεί η ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων στη σύνθεση του σώματος·
28. θεωρεί ότι η σύνθεση του φορέα δεοντολογίας θα πρέπει να συνοδεύεται από ένα πλαίσιο για την άσκηση της εντολής, καθώς και από μια διαδικασία για τον τερματισμό της εντολής·
29. προτείνει, προκειμένου να εξασφαλίζεται εκτεταμένη στήριξη, το Κοινοβούλιο να εκλέγει τα μέλη του φορέα με την υποστήριξη ευρείας πλειοψηφίας, ενδεχομένως με τρόπο παρόμοιο με αυτόν της διαδικασίας για τα μέλη της Αρχής για τα Ευρωπαϊκά Πολιτικά Κόμματα και τα Ευρωπαϊκά Πολιτικά Ιδρύματα ή για τις αποφάσεις σχετικά με το Βραβείο Ζαχάρωφ·
30. προτείνει κάθε θεσμικό όργανο να επιλέγει τα εν λόγω μέλη ιδίως μεταξύ πρώην δικαστών του ΔΕΕ, πρώην προέδρων της OLAF και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, πρώην ή νυν μελών των ανώτατων δικαστηρίων των κρατών μελών, πρώην βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, πρώην υπαλλήλων των συμμετεχόντων θεσμικών οργάνων και οργανισμών, πρώην Ευρωπαίων Διαμεσολαβητών και μελών των αρχών δεοντολογίας στα κράτη μέλη· προτείνει επίσης ο φορέας να εκλέγει έναν πρόεδρο και δύο αντιπροέδρους μεταξύ των μελών του· τονίζει ότι αυτό δεν θίγει το δικαίωμα του προσωπικού να αυτοοργανώνει τους εκπροσώπους του όσον αφορά θέματα προσωπικού·
31. τονίζει την ανάγκη να διασφαλίζεται η πολυμορφία στο υπόβαθρο των μελών και η ανεξάρτητη εμπειρογνωμοσύνη· προτείνει να περιορίζεται η συμμετοχή πρώην βουλευτών του ΕΚ και Επιτρόπων στο ένα τρίτο της σύνθεσης του φορέα·
32. συνιστά το σώμα να υποστηρίζεται από γραμματεία με ανθρώπινους, υλικούς και οικονομικούς πόρους ανάλογους με την εντολή και τα καθήκοντά του, συμπεριλαμβανομένου ενός υπευθύνου δεοντολογίας, αρμοδίου για τη δεοντολογική κατάρτιση και την παροχή συμβουλών στο πλαίσιο του ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας της ΕΕ· θεωρεί ότι η συγκέντρωση των προϋπολογισμών και του προσωπικού που διατίθεται επί του παρόντος στα διάφορα όργανα δεοντολογίας της ΕΕ κατά τη συγχώνευσή τους θα βελτιώσει την αποδοτικότητα στη χρήση των πόρων και θα μπορούσε να μειώσει το κόστος·
Διαδικασίες
33. πιστεύει ότι η δημιουργία ενός φορέα δεοντολογίας της ΕΕ θα πρέπει να συμβάλει στην οικοδόμηση μιας θεσμικής νοοτροπίας που θα βασίζεται ουσιαστικά στην πρόληψη, την υποστήριξη και τη διαφάνεια· για τον σκοπό αυτόν, προτείνει μια προσέγγιση δύο σταδίων, σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση που ο φορέας δεοντολογίας της ΕΕ λάβει γνώση μιας παραβίασης ή πιθανής παραβίασης δεοντολογικών κανόνων, συνιστά καταρχάς την πραγματοποίηση ενεργειών για τον τερματισμό της παραβίασης εντός κάποιας προθεσμίας· θεωρεί ότι αυτό το πρώτο προληπτικό βήμα θα πρέπει να διασφαλίζει την εμπιστευτικότητα και το απόρρητο, όπως και το δικαίωμα του προσώπου σε ακρόαση και ανασκευή των κατηγοριών· προτείνει, σε περίπτωση που το ενδιαφερόμενο άτομο αρνηθεί να λάβει τα κατάλληλα μέτρα και η παραβίαση συνεχιστεί, ο φορέας δεοντολογίας της ΕΕ να προβαίνει σε αιτιολογημένη σύσταση για τη λήψη μέτρων επιβολής κυρώσεων και να διαβιβάζει όλες τις σχετικές πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση στην αρμόδια αρχή, η οποία θα αποφασίζει πώς θα δώσει συνέχεια στη σύσταση εντός 20 εργάσιμων ημερών·
34. πιστεύει ότι στο τέλος αυτής της περιόδου θα πρέπει να δημοσιοποιείται η αιτιολογημένη σύσταση του ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας, με την επιφύλαξη του γενικού κανονισμού για την προστασία δεδομένων και των προσωπικών δικαιωμάτων, μαζί με την απόφαση της αρμόδιας αρχής, η οποία θα πρέπει να παρέχει εξηγήσεις εάν οι συστάσεις δεν έχουν τηρηθεί πλήρως· θεωρεί ως πρώτο μέτρο ότι η δημοσίευση ή η διαβίβαση συστάσεων και αποφάσεων θα μπορούσε να συνιστά αφ’ εαυτής κύρωση· τονίζει ότι ένα τέτοιος φορέας δεν μπορεί να αντικαταστήσει το ΔΕΕ· προτείνει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η αρμόδια αρχή αιτιολογεί δεόντως ότι απαιτείται περισσότερος χρόνος για τη διερεύνηση της υπόθεσης, μπορεί να ζητεί από τον φορέα δεοντολογίας να παρατείνει την προθεσμία για τη λήψη απόφασης έως και κατά 20 εργάσιμες ημέρες· θεωρεί ότι αυτή η προσέγγιση δύο σταδίων θα πρέπει να εφαρμόζεται όποτε δεν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να εικάζεται ότι το άτομο ενήργησε κακόπιστα και συνιστά η τυχόν εκ προθέσεως παραβίαση, η βαριά αμέλεια, η απόκρυψη αποδεικτικών στοιχείων και η μη συμμόρφωση ή μη συνεργασία να θεωρούνται επιβαρυντικοί παράγοντες όσον αφορά τις συστάσεις για κυρώσεις, ακόμη και όταν η ίδια η παραβίαση έχει παύσει·
35. ζητεί σαφείς διατάξεις που θα αποδίδουν στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο το δικαίωμα προσφυγής κατά τέτοιας απόφασης την οποία λαμβάνει ο Πρόεδρος, με πλήρη σεβασμό στις βασικές αρχές του κράτους δικαίου·
36. πιστεύει ότι, κατά γενικό κανόνα, ο φορέας δεοντολογίας της ΕΕ θα πρέπει να αποφασίζει με απλή πλειοψηφία των μελών του·
37. επιμένει ότι πρέπει να εφαρμόζονται οι διαδικασίες που ορίζονται στις Συνθήκες, όπως η διαβίβαση των ερευνών από το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο στην OLAF και στο ΔΕΕ·
Γενικές διατάξεις
38. πιστεύει ότι ο φορέας δεοντολογίας της ΕΕ θα πρέπει να διενεργεί μελέτες και να συγκεντρώνει ετήσιες στατιστικές σχετικά με τις δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων, τις περιπτώσεις μεταπήδησης στον ιδιωτικό τομέα και άλλες σχετικές πληροφορίες, και να δημοσιεύει ετήσια έκθεση με πληροφορίες σχετικά με την εκπλήρωση των καθηκόντων του και, κατά περίπτωση, συστάσεις για τη βελτίωση των δεοντολογικών προτύπων, η οποία πρέπει να υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο· συνιστά η ετήσια έκθεση να περιλαμβάνει τον αριθμό των υποθέσεων που διερευνήθηκαν, τα θεσμικά όργανα από τα οποία προέρχονταν τα άτομα, το είδος των σχετικών παραβιάσεων, τον χρόνο που χρειάστηκε για τις διαδικασίες, το χρονικό διάστημα κατά το οποίο τερματίστηκε η παραβίαση, την αναλογία των κυρώσεων που αποφασίστηκαν και τις συστάσεις·
39. πιστεύει ότι θα πρέπει να συμπεριληφθεί στη διοργανική συμφωνία ρήτρα επανεξέτασης η οποία θα διασφαλίζει ότι δύο έτη μετά τη σύστασή του, το αργότερο, τα συμμετέχοντα θεσμικά όργανα θα είναι σε θέση να εγκρίνουν αξιολόγηση των δραστηριοτήτων του, συμπεριλαμβανομένης μιας ανάλυσης της λειτουργίας των κανόνων και διαδικασιών, και της πείρας που αποκομίστηκε κατά την εφαρμογή τους· τονίζει, ειδικότερα, ότι αυτή η ρήτρα επανεξέτασης θα πρέπει να επικεντρώνεται στην αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας κατά την εκτέλεση της εντολής του φορέα δεοντολογίας της ΕΕ και ότι η αξιολόγηση του Κοινοβουλίου θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις παρατηρήσεις του ίδιου του φορέα δεοντολογίας·
40. θεωρεί ότι ο νέος φορέας δεοντολογίας της ΕΕ θα πρέπει να έχει την αρμοδιότητα να συμβάλλει με προτάσεις στην ανάπτυξη και την περιοδική επικαιροποίηση ενός κοινού δεοντολογικού πλαισίου για τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων κοινών κανόνων και ενός κοινού υποδείγματος για τις δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων σε μηχαναγνώσιμο μορφότυπο, καθώς και μιας πρότασης για την τροποποίηση των αρμοδιοτήτων του, και να το υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο· θεωρεί ότι τα δεοντολογικά πρότυπα όλων των θεσμικών και λοιπών οργάνων θα πρέπει να εναρμονιστούν το συντομότερο δυνατόν· είναι της γνώμης ότι το καθεστώς των Επιτρόπων πρέπει να καταρτιστεί σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία·
41. προτείνει ότι ο ανεξάρτητος φορέας δεοντολογίας θα πρέπει να εργαστεί για τη θέσπιση κοινού ορισμού της σύγκρουσης συμφερόντων για τα θεσμικά όργανα της ΕΕ με βάση τα υψηλότερα δυνατά πρότυπα· τονίζει ότι πολλά κράτη μέλη έχουν απαιτητικούς κανόνες· σημειώνει τον ορισμό του ΟΟΣΑ για τη σύγκρουση συμφερόντων: «όταν ένα άτομο ή ένας οργανισμός (ιδιωτικός ή κρατικός) είναι σε θέση να εκμεταλλευτεί με οποιονδήποτε τρόπο το επάγγελμα ή την επίσημη ιδιότητά του για προσωπικό ή εταιρικό όφελος»·
42. ζητεί πλήρη διαφάνεια όσον αφορά όλες τις συνεδριάσεις με ιδιωτικούς φορείς και τους εκπροσώπους τους οι οποίες διοργανώνονται από τον φορέα δεοντολογίας ή περιλαμβάνουν τη συμμετοχή του, συμπεριλαμβανομένων τόσο των κερδοσκοπικών όσο και των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων·
43. επιμένει ότι, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Κοινοβουλίου που αναφέρονται στην παράγραφο 24, οι συστάσεις του φορέα δεοντολογίας της ΕΕ θα πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένες, τεκμηριωμένες και διαθέσιμες στον βουλευτή ή το μέλος του προσωπικού και το οικείο θεσμικό όργανο· πιστεύει ότι τα συμμετέχοντα θεσμικά όργανα θα πρέπει να δεσμευτούν να συνεργάζονται πλήρως σε όλες τις διαδικασίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνηθείσας διοργανικής συμφωνίας, και ιδίως να κοινοποιούν στον ανεξάρτητο φορέα δεοντολογίας της ΕΕ όλες τις πληροφορίες και τα έγγραφα που απαιτούνται για τον κατάλληλο έλεγχο των δεοντολογικών κανόνων· επισημαίνει ότι οι δραστηριότητες του φορέα δεοντολογίας θα υπόκεινται σε πιθανές καταγγελίες στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή και ότι οι αποφάσεις των συμμετεχόντων θεσμικών οργάνων βάσει των συστάσεων θα συνεχίσουν να υπόκεινται σε έλεγχο ενώπιον του ΔΕΕ·
44. πιστεύει ότι η βελτίωση της ακεραιότητας, της διαφάνειας και της λογοδοσίας, καθώς και τα υψηλότερα δυνατά πρότυπα δεοντολογικής συμπεριφοράς στα θεσμικά όργανα και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων της ΕΕ θα πρέπει να αποτελούν μέρος των θεμάτων που θα συζητηθούν στο πλαίσιο της Διάσκεψης για το Μέλλον της Ευρώπης· τονίζει ότι η τελευταία αποτελεί ευκαιρία για τους πολίτες της ΕΕ να συζητήσουν την αναθεώρηση των Συνθηκών και ότι αυτό θα εξασφαλίσει μια σαφή νομική βάση για τη θέσπιση ενός τέτοιου ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας της ΕΕ για όλα τα θεσμικά όργανα μέσω της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας·
45. ζητεί να δώσει ο ανεξάρτητος φορέας δεοντολογίας το παράδειγμα της διαφάνειας δημοσιεύοντας όλες τις συστάσεις, τις ετήσιες εκθέσεις, τις αποφάσεις και τις δαπάνες σε μηχαναγνώσιμο μορφότυπο ανοικτών δεδομένων που θα είναι διαθέσιμος σε όλους τους πολίτες και σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες της προστασίας δεδομένων· συνιστά ένθερμα να διατίθεται κάθε λογισμικό που αναπτύσσεται για την τήρηση των δεοντολογικών προτύπων στη δημόσια διοίκηση της ΕΕ στο πλαίσιο δωρεάν άδειας λογισμικού με ανοικτή πηγή και να κοινοποιείται σε κάθε θεσμικό όργανο στην Ευρώπη που επιθυμεί να το χρησιμοποιήσει· ζητεί, στο πλαίσιο αυτό, στενότερη συνεργασία με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων·
46. καλεί τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι οι ποινικές υποθέσεις που σχετίζονται με παραβιάσεις των κανόνων ακεραιότητας, ιδίως εκείνες στις οποίες εμπλέκονται βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και πολιτικοί των κρατών μελών οι οποίοι διαδραματίζουν ρόλο στη χάραξη πολιτικής της ΕΕ, θα αντιμετωπίζονται με αποτελεσματικό τρόπο και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση·
°
° °
47. εκφράζει τη λύπη και την ανησυχία του για την έλλειψη εξέτασης μέτρων πρόληψης και επιβολής ώστε να αποφεύγονται συγκρούσεις συμφερόντων στο πλαίσιο της διαδικασίας της Επιτροπής για τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων·
48. σημειώνει ότι η εφαρμογή των υφιστάμενων κανόνων για τους Επιτρόπους, τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τους υπαλλήλους της ΕΕ έχει παρουσιάσει υπερβολικά πολλές αδυναμίες· υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με έκθεση της Transparency International EU, στις αρχές του 2017 πάνω από το 50 % των πρώην Επιτρόπων και το 30 % των πρώην βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που είχαν αποχωρήσει από την πολιτική εργάζονταν για οργανισμούς εγγεγραμμένους στο Μητρώο Διαφάνειας της ΕΕ· τονίζει, ιδίως για τους εκλεγμένους βουλευτές, την ανάγκη διαφάνειας και λογοδοσίας όσον αφορά τις προσωπικές και οικονομικές δεσμεύσεις· υπογραμμίζει ότι τα ζητήματα διαφάνειας και ακεραιότητας σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο συνδέονται στενά μεταξύ τους· υποστηρίζει, επομένως, το έργο της ομάδας κρατών κατά της διαφθοράς (GRECO) του Συμβουλίου της Ευρώπης και καλεί τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν τις συστάσεις της, ιδίως εκείνες που αφορούν τη δημιουργία ενός αυστηρού κώδικα δεοντολογίας για τους πολιτικούς σε εθνικό επίπεδο και τη θέσπιση κανόνων για την απασχόληση μετά την αποχώρηση από δημόσια υπηρεσία·
49. ζητεί να ενισχυθεί το υφιστάμενο ρυθμιστικό πλαίσιο και πλαίσιο επιβολής όσον αφορά τις συγκρούσεις συμφερόντων που ανακύπτουν τόσο πριν όσο και μετά τη θητεία σε δημόσια υπηρεσία, προκειμένου να καθοριστούν κατάλληλα, σαφή, δεσμευτικά και αναλογικά όρια μεταξύ δημόσιου, ιδιωτικού και μη κερδοσκοπικού τομέα και να βελτιωθεί, ως εκ τούτου, η αξιοπιστία της ΕΕ έναντι του ευρύτερου κοινού στον τομέα της λήψης αποφάσεων·
50. τονίζει ότι οι καταστάσεις σύγκρουσης συμφερόντων μετά την αποχώρηση από δημόσια υπηρεσία και εκείνες που αφορούν μεταπηδήσεις από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα είναι ζητήματα συστημικού χαρακτήρα που ανακύπτουν επανειλημμένα και αποτελούν κοινό πρόβλημα για όλα τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της ΕΕ· συνιστά την έγκριση εναρμονισμένων και επαρκών περιόδων αναμονής από όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, και την ενίσχυση της επιβολής τους· θεωρεί ότι οι καταστάσεις σύγκρουσης συμφερόντων θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ακεραιότητα των θεσμικών οργάνων και των οργανισμών της ΕΕ, διαβρώνοντας κατά συνέπεια την εμπιστοσύνη των πολιτών· υπογραμμίζει την ανάγκη ευθυγράμμισης και επιβολής της σχετικής νομοθεσίας και των κωδίκων δεοντολογίας της ΕΕ, μεταξύ άλλων με σκοπό την απαίτηση πλήρους διαφάνειας όσον αφορά την απασχόληση ή τα έργα που αναλαμβάνουν υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της ΕΕ μετά την αποχώρησή τους από το δημόσιο αξίωμα, καθώς και τυχόν δευτερεύουσες δραστηριότητες των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου· εκφράζει την άποψη ότι οι κανόνες σχετικά με την πρόληψη συγκρούσεων συμφερόντων έπειτα από την αποχώρηση από δημόσιο αξίωμα ή απασχόληση θα πρέπει να εφαρμόζονται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, με παράλληλη τήρηση των κανόνων για κατάλληλη αποζημίωση· τονίζει την ανάγκη να αντληθούν διδάγματα από τις βέλτιστες πρακτικές στα κράτη μέλη που διαθέτουν ήδη εθνικές αρχές δεοντολογίας με σχετική εμπειρογνωμοσύνη· υπογραμμίζει ότι υπάρχουν διαφορετικές εθνικές πρακτικές όσον αφορά την επιβολή των προτύπων δεοντολογίας· σημειώνει ότι σε ορισμένα κράτη μέλη οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι υποχρεούνται να απέχουν από ψηφοφορίες επί θεμάτων για τα οποία έχουν προσωπικό συμφέρον και, ως εκ τούτου, ζητεί από τους βουλευτές του ΕΚ να μην αναλαμβάνουν καθήκοντα εισηγητή σε παρόμοιες περιπτώσεις· υπενθυμίζει, στο πλαίσιο αυτό, τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του κώδικα δεοντολογίας για τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσον αφορά τα οικονομικά συμφέροντα και τις συγκρούσεις συμφερόντων·
51. υπογραμμίζει ότι, ελλείψει μηχανισμού αφιερωμένου στο καθήκον αυτό, ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής, πέραν των άλλων αποστολών του, χειρίζεται καταγγελίες για συγκρούσεις συμφερόντων χωρίς ωστόσο να διαθέτει τα κατάλληλα μέσα και την εξουσία για την επιβολή των αποφάσεών του·
52. τονίζει ότι ο ανεξάρτητος φορέας δεοντολογίας της ΕΕ δεν θα επαρκεί από μόνος του για την αποτελεσματική αντιμετώπιση καταστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων εντός των θεσμικών οργάνων και οργανισμών της ΕΕ· θεωρεί ότι η αναθεώρηση των κανόνων δεοντολογίας και ακεραιότητας της ΕΕ θα μπορούσε να περιλαμβάνει μέτρα όπως η παράταση των περιόδων κοινοποίησης και αναμονής για τους ανώτερους υπαλλήλους σε αναλογική κατά περίπτωση βάση, με παράλληλη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης σύμφωνα με το άρθρο 15 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ενίσχυση της οδηγίας 2014/24/ΕΕ σχετικά με τις δημόσιες συμβάσεις, η υποχρεωτική εκποίηση συμμετοχών σε επιχειρήσεις που υπόκεινται στην εξουσία θεσμικού οργάνου στο οποίο διορίστηκε προσφάτως υπάλληλος ή που έχουν επαφές με το εν λόγω θεσμικό όργανο, η υποχρεωτική εξαίρεση στο πλαίσιο της εξέτασης θεμάτων που αφορούν πρώην υπάλληλο του ιδιωτικού τομέα ή η απαγόρευση της προσωπικής κατοχής μετοχών από Επιτρόπους και ανώτερους υπαλλήλους θεσμικών οργάνων και οργανισμών της ΕΕ κατά τη διάρκεια της θητείας τους· επαναλαμβάνει την έκκλησή του προς την Επιτροπή να εξετάσει το ενδεχόμενο να προτείνει επανεξέταση του σχετικού νομικού πλαισίου·
53. εκφράζει την άποψη ότι, εάν βασίζονται σε αντικειμενική διαδικασία με σαφή κριτήρια, οι μεγαλύτερες περίοδοι αναμονής για ανώτερους υπαλλήλους που αποχωρούν από οργανισμό ή θεσμικό όργανο αποτελούν δικαιολογημένα νομικά μέτρα για την προστασία του δημόσιου συμφέροντος και της ακεραιότητας των δημόσιων φορέων·
54. εκφράζει την ανησυχία του όσον αφορά τις διαδικασίες διορισμού ανώτερων υπαλλήλων της ΕΕ και τον χειρισμό των συγκρούσεων συμφερόντων μελών της Επιτροπής, καθώς και των παραβιάσεων του κώδικα δεοντολογίας των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπως και όσον αφορά τον έλεγχο των υποχρεώσεων διαφάνειας και την εξακρίβωση της συμμόρφωσης με τους κανόνες για τη μεταπήδηση στον ιδιωτικό τομέα·
55. φρονεί ότι τα θεσμικά όργανα της ΕΕ θα πρέπει να τηρούν αυστηρά πρότυπα δεοντολογίας ώστε να αποτρέπονται περιπτώσεις μεταπήδησης στον ιδιωτικό τομέα ή σύγκρουσης συμφερόντων, μεταξύ δε άλλων και όσον αφορά διορισμούς σε ανώτερες θέσεις στα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της ΕΕ·
56. θεωρεί ότι οι διαδικασίες επιλογής υποψηφίων για ανώτερες θέσεις πρέπει να διεξάγονται βάσει απολύτως αντικειμενικών κριτηρίων και να καθίστανται πλήρως διαφανείς για το ευρύ κοινό· τονίζει ότι θα πρέπει να θεσπιστεί ένα πλαίσιο για ερωτήσεις και ενστάσεις, συνοδευόμενο από ανοικτές διαδικασίες παρακολούθησης και από τη δυνατότητα ακύρωσης αποφάσεων οι οποίες αποδεικνύεται ότι στερούνται επαρκούς διαφάνειας και ακεραιότητας· τονίζει ότι οι διαδικασίες θα πρέπει να αξιολογούνται τακτικά, με σκοπό τον έλεγχο της αποτελεσματικότητάς τους και την πραγματοποίηση βελτιώσεων, όπου αυτό απαιτείται·
57. τονίζει ότι το Κοινοβούλιο πρέπει να διαδραματίζει καίριο ρόλο στο πλαίσιο της διαδικασίας ενίσχυσης του υφιστάμενου εποπτικού συστήματος της ΕΕ σε θέματα δεοντολογίας το οποίο εφαρμόζεται σε όλα τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της ΕΕ, ώστε να αυξηθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στις ενωσιακές διαδικασίες λήψης αποφάσεων·
58. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Η ανάγκη για φορέα δεοντολογίας της ΕΕ
Τα ίσα δικαιώματα των πολιτών, η εμπιστοσύνη των πολιτών στους δημόσιους θεσμούς και στις δημοκρατικές διαδικασίες, οι ισχυρές εγγυήσεις ότι οι δημόσιες αποφάσεις λαμβάνονται προς το γενικό συμφέρον, με βάση τα αποτελέσματα των εκλογών και τις πολιτικές πλειοψηφίες, καθώς και η ακεραιότητα των δημοσίων υπαλλήλων, αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά κάθε λειτουργικού δημοκρατικού συστήματος.
Απαιτεί απαρέγκλιτους και πλήρως εφαρμοζόμενους κανόνες δεοντολογίας που ισχύουν για τους δημόσιους θεσμούς και τους υπαλλήλους, καθώς και για τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων.
Στην ΕΕ, διαθέτουμε δεοντολογικά πρότυπα τα οποία, από πολλές απόψεις, έχουν προβάδισμα έναντι των εθνικών και περιφερειακών κανόνων. Δυστυχώς, το σύστημα δεοντολογικής εποπτείας της ΕΕ βασίζεται αποκλειστικά σε μια αυτορρυθμιστική προσέγγιση. Κάθε θεσμικό όργανο σχεδιάζει τους δικούς του κανόνες και οργανώνει την επιβολή τους εσωτερικά, πράγμα που σημαίνει ότι η επιβολή των δεοντολογικών κανόνων δεν διαχωρίζεται αυστηρά από τις πολιτικές διαδικασίες.
Τέλος, οι ανθρώπινοι και οικονομικοί πόροι του ισχύοντος συστήματος περιορίζουν την ικανότητά του για εξακρίβωση των πληροφοριών και διερεύνηση των περιπτώσεων πιθανών παραβιάσεων.
Γι’ αυτόν τον λόγο ένας ενιαίος ανεξάρτητος φορέας δεοντολογίας της ΕΕ είναι απαραίτητο μέτρο για τη διασφάλιση της συνεπούς και πλήρους εφαρμογής των προτύπων δεοντολογίας σε όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Εξοπλισμένος με επαρκείς ικανότητες και πόρους, σχεδιασμένος για να παρέχει ανεξάρτητες αναλύσεις, ο φορέας δεοντολογίας της ΕΕ θα εγγυάται ότι οι δημόσιες αποφάσεις καθοδηγούνται αποκλειστικά από δημοκρατικές διαδικασίες, λαμβάνονται υπό το πρίσμα του κοινού συμφέροντος και συμβάλλουν στην ανάκτηση και τη διατήρηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα.
Στις ευρωπαϊκές εκλογές του 2019, όλοι οι κορυφαίοι υποψήφιοι υποστήριξαν τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας, κοινού για όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Η Πρόεδρος της Επιτροπής υποσχέθηκε μια τέτοια ανεξάρτητη αρχή δεοντολογίας πριν από την εκλογή της και στη συνέχεια ανέθεσε στην Αντιπρόεδρο Věra Jourová τη σύστασή της. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υποστήριξε επίσης πρόσφατα την άποψη αυτή στο ψήφισμά του σχετικά με τον απολογισμό των ευρωπαϊκών εκλογών του 2019.
Η παρούσα έκθεση αποσκοπεί στην έναρξη των εργασιών σχεδιασμού ενός μοντέλου που θα μπορούσε να είναι αποδεκτό από όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, ενώ παράλληλα θα παρέχει τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την εκπλήρωση των καθηκόντων του.
Το μοντέλο που προτείνει ο εισηγητής:
• Νομική βάση
Για τη δημιουργία αυτού του ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας της ΕΕ, ο εισηγητής προτείνει τη σύναψη διοργανικής συμφωνίας μεταξύ των συμμετεχόντων θεσμικών οργάνων, βάσει του άρθρου 295 ΣΛΕΕ, στην οποία θα συμμετέχουν αρχικά τουλάχιστον το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή, και η οποία θα είναι ανοικτή στη συμμετοχή όλων των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών που επιθυμούν να προσχωρήσουν ανά πάσα στιγμή.
Η επιλογή αυτής της νομικής βάσης προκύπτει από ενδελεχή αξιολόγηση των διαφόρων επιλογών που θα μπορούσαν να εξεταστούν, όπως η ενδυνάμωση υφιστάμενων δομών, για παράδειγμα της OLAF, του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ή η χρήση διαφορετικής νομικής βάσης (όπως τα άρθρα 298 ΣΛΕΕ ή 352 ΣΛΕΕ).
Από διαδικαστική άποψη, καθώς και από την άποψη του πεδίου εφαρμογής και των αρμοδιοτήτων, καμία από αυτές τις εναλλακτικές επιλογές δεν φαίνεται να είναι ικανοποιητική.
Ως εκ τούτου, ο εισηγητής πιστεύει ότι η χρήση μιας διοργανικής συμφωνίας, βάσει του άρθρου 295 ΣΛΕΕ, είναι τόσο από νομική όσο και από πρακτική άποψη ο καλύτερος τρόπος για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας της ΕΕ, ικανού να αντιμετωπίσει ορισμένες από τις σημερινές αδυναμίες και να διασφαλίσει τη λειτουργία του συστήματος δεοντολογικής εποπτείας της ΕΕ.
• Αρμοδιότητες:
Σύμφωνα με το δόγμα Meroni, ο εισηγητής προτείνει ο ανεξάρτητος φορέας δεοντολογίας της ΕΕ να είναι επιφορτισμένος με τις αρμοδιότητες παρακολούθησης της εφαρμογής των προτύπων δεοντολογίας που ισχύουν για τα συμμετέχοντα θεσμικά όργανα, καθώς και με συμβουλευτικές και ερευνητικές εξουσίες.
Το μοντέλο αυτό δεν εξαρτάται από επιπλέον εξουσίες, καθώς όλες οι αρμοδιότητες του φορέα αυτού υπάρχουν ήδη και βρίσκονται στα χέρια των σχετικών θεσμικών οργάνων.
Όσον αφορά τα συμβουλευτικά καθήκοντα, ο εισηγητής προτείνει να ανατεθεί στον ανεξάρτητο φορέα δεοντολογίας της ΕΕ το καθήκον να παρέχει συμβουλές σε κάθε άτομο που καλύπτεται από το πεδίο εφαρμογής του, το οποίο θα επιδιώξει την ερμηνεία ενός δεοντολογικού προτύπου σε σχέση με μια δεδομένη συμπεριφορά.
Ο εισηγητής επισημαίνει επίσης ότι ο ανεξάρτητος φορέας δεοντολογίας της ΕΕ θα μπορούσε να έχει την εξουσία επί του Μητρώου Διαφάνειας της ΕΕ.
Τέλος, οι αποφάσεις του ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας της ΕΕ θα πρέπει να υπόκεινται σε πιθανές καταγγελίες προς τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, καθώς και σε νομικό έλεγχο από το Δικαστήριο της ΕΕ·
• Σύνθεση:
Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα και η ακεραιότητα του νεοσυσταθέντος φορέα, ο εισηγητής προτείνει ο ανεξάρτητος φορέας δεοντολογίας της ΕΕ να αποτελείται από 9 ανεξάρτητα μέλη, εκ των οποίων 3 θα επιλέγονται από την Επιτροπή, 3 θα εκλέγονται από το Κοινοβούλιο και 3 θα είναι de jure μέλη μεταξύ πρώην προέδρων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Διαμεσολαβητή.
Τα μέλη θα επιλέγονται από κάθε θεσμικό όργανο με βάση τις ικανότητες, την πείρα και τα επαγγελματικά τους προσόντα, καθώς και την προσωπική τους ακεραιότητα. Θα πρέπει να έχουν άψογο ιστορικό δεοντολογικής συμπεριφοράς και να είναι απαλλαγμένα από οποιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων. Τα ανεξάρτητα μέλη αυτά θα μπορούσαν συγκεκριμένα να επιλέγονται μεταξύ πρώην δικαστών του ΔΕΕ, πρώην ή νυν μελών των ανώτατων δικαστηρίων των κρατών μελών, πρώην βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, πρώην υπαλλήλων των συμμετεχόντων θεσμικών οργάνων και οργανισμών, πρώην Ευρωπαίων Διαμεσολαβητών και μελών των αρχών δεοντολογίας στα κράτη μέλη. Ο φορέας θα μπορούσε να εκλέγει έναν πρόεδρο και δύο αντιπροέδρους μεταξύ των μελών του.
Ο εισηγητής επιμένει επίσης ότι η σύνθεση του ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας της ΕΕ θα πρέπει να είναι ισόρροπη ως προς την εκπροσώπηση των φύλων.
Ο ανεξάρτητος φορέας δεοντολογίας της ΕΕ θα επικουρείται από γραμματεία με ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους ανάλογους προς τα καθήκοντά του. Ο εισηγητής πιστεύει ότι η συγκέντρωση από τα συμμετέχοντα θεσμικά όργανα των υφιστάμενων πόρων που είναι αρμόδιοι για την επίβλεψη της δεοντολογίας θα μπορούσε να επιτρέψει στα θεσμικά όργανα να αυξήσουν την αποδοτικότητα της χρήσης των αντίστοιχων πόρων τους.
• Αποτελεσματικές διαδικασίες και σωστή ισορροπία μεταξύ των κανόνων εμπιστευτικότητας και των απαιτήσεων διαφάνειας
Προκειμένου να επιτευχθεί η σωστή ισορροπία μεταξύ της εμπιστευτικότητας ορισμένων πληροφοριών και της διαφάνειας, ο εισηγητής προτείνει να εφαρμόζει ο ανεξάρτητος φορέας δεοντολογίας της ΕΕ, σε περίπτωση παραβίασης ή πιθανής παραβίασης, μια προσέγγιση δύο σταδίων.
Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, σε περίπτωση που ο φορέας λάβει γνώση μιας παραβίασης ή πιθανής παραβίασης των κανόνων δεοντολογίας, θα μπορούσε να προτείνει καταρχάς ενέργειες για τον τερματισμό της παραβίασης. Αυτό το προληπτικό βήμα θα πρέπει να διασφαλίζει την εμπιστευτικότητα και το δικαίωμα του προσώπου σε ακρόαση. Θα επιλύει καταστάσεις στις οποίες άτομα, καλή τη πίστει και εκ παραδρομής, παραβίασαν τους ισχύοντες κανόνες δεοντολογίας και εφάρμοσαν τις συστάσεις του φορέα δεοντολογίας της ΕΕ ώστε να τερματιστεί η παραβίαση.
Σε περίπτωση που τα άτομα αρνούνται να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα, ο ανεξάρτητος φορέας δεοντολογίας της ΕΕ θα πρέπει να δημοσιοποιεί συναφείς πληροφορίες για την υπόθεση και να προτείνει, κατά περίπτωση, τις σχετικές κυρώσεις.
Συμπέρασμα:
Ο εισηγητής πιστεύει ότι το προτεινόμενο μοντέλο επιτυγχάνει τη σωστή ισορροπία μεταξύ της αποτελεσματικότητας του φορέα, στον οποίο θα ανατεθούν οι κατάλληλες αρμοδιότητες, και της σκοπιμότητας του έργου, το οποίο είναι νομικά ορθό και μπορεί να βασιστεί μόνο στην καλή θέληση των θεσμικών οργάνων της ΕΕ.
Όταν ολοκληρωθεί η εν λόγω διοργανική συμφωνία, θα επιτρέψει στην ΕΕ να εφοδιαστεί με έναν ολοκληρωμένο μηχανισμό που θα διασφαλίζει την πλήρη τήρηση των δεοντολογικών προτύπων και τον σεβασμό των αξιών και των αρχών που αυτά εκφράζουν στην καθημερινή ζωή της Ένωσής μας.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ Ή ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΚΑΤΕΘΕΣΑΝ ΤΙΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥΣ ΣΤΟΝ ΕΙΣΗΓΗΤΗ
Ο ακόλουθος κατάλογος καταρτίζεται σε καθαρά εθελοντική βάση υπό την αποκλειστική ευθύνη του εισηγητή. Στον εισηγητή κατατέθηκαν απόψεις από τις ακόλουθες οντότητες ή τα ακόλουθα πρόσωπα κατά την εκπόνηση του σχεδίου έκθεσης:
Οντότητα ή/και πρόσωπο |
Transparency International (TI EU) 1.12.2020 |
Corporate Europe Observatory 1.12.2020 |
Access Info Europe 1.12.2020 |
The Good Lobby 1.12.2020 |
Europe’s Media Lab 19.11.2020 |
Transparency International Berlin-Brandenburg 17.11.2020 |
Markus Frischhut, MCI Management Center Innsbruck |
Transparency International Ireland 5.03.2020 |
Transparency International Ireland 12.05.2020 |
Haute Autorité pour la Transparence de la Vie Publique |
Canadian Ethics Commissioner |
Society of European Affairs Professionals (SEAP) 20.05.2020 |
Bundesverband der Deutschen Industrie e.V. (BDI) 7.02.2020 |
Alberto Alemanno, HEC Paris |
Μονάδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αρμόδια για τη δεοντολογία, τη χρηστή διοίκηση και τις σχέσεις με τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή (SG.DSG1.C.2) |
Συμβουλευτική επιτροπή για τον κώδικα δεοντολογίας των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου |
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ (25.2.2021)
προς την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων
σχετικά με την ενίσχυση της διαφάνειας και της ακεραιότητας στα θεσμικά όργανα της ΕΕ με τη σύσταση ανεξάρτητου ενωσιακού φορέα δεοντολογίας
Συντάκτης γνωμοδότησης (*): Stéphane Séjourné
(*) Συνδεδεμένη επιτροπή – Άρθρο 57 του Κανονισμού
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων καλεί την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:
1. επισημαίνει ότι, στο πλαίσιο των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, σε διάφορες νομοθετικές και άλλες διατάξεις που αποσκοπούν στην πρόληψη συγκρούσεων συμφερόντων περιέχονται διαφορετικοί ορισμοί του όρου «σύγκρουση συμφερόντων»· πιστεύει, ως εκ τούτου, ότι ο όρος θα πρέπει να νοείται με ενιαίο τρόπο ως σύγκρουση μεταξύ των δημοσίων καθηκόντων – δηλαδή των επαγγελματικών και επίσημων ευθυνών – και των ιδιωτικών συμφερόντων ενός δημόσιου αξιωματούχου, στο πλαίσιο της οποίας ο δημόσιος αξιωματούχος ή ο υπεύθυνος χάραξης δημόσιων πολιτικών έχει ιδιωτικά συμφέροντα τα οποία θα μπορούσαν να επηρεάσουν αθέμιτα την εκτέλεση των δραστηριοτήτων και την λήψη των αποφάσεων για τις οποίες είναι αρμόδιος· επισημαίνει, ωστόσο, ότι ένας τέτοιος ορισμός εξαρτάται από τις περιστάσεις και εξελίσσεται διαρκώς και ότι η πλήρης διαφάνεια δεν εγγυάται απαραιτήτως την απουσία σύγκρουσης συμφερόντων, ούτε ότι θα κερδηθεί ή θα αυξηθεί η εμπιστοσύνη του κοινού· σημειώνει ότι η επιβολή κανόνων δεοντολογίας και η δημόσια λογοδοσία για τις συγκρούσεις συμφερόντων αποτελούν προϋπόθεση για την εμπιστοσύνη των πολιτών στους δημόσιους θεσμούς·
2. επισημαίνει την πληθώρα υφιστάμενων νομικών προσεγγίσεων όσον αφορά την έννοια και τη δυνατότητα εφαρμογής της έννοιας της σύγκρουσης συμφερόντων· εφιστά την προσοχή στο επείγον μέλημα των θεσμικών οργάνων της ΕΕ να ενισχύσουν την αποτελεσματικότητα των προτύπων και των κανόνων που διέπουν τη δεοντολογία και τη διαφάνεια· σημειώνει, επιπλέον, ότι τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα ακολουθούν μια κατακερματισμένη προσέγγιση όσον αφορά την πρόληψη των συγκρούσεων συμφερόντων και ότι κάθε θεσμικό όργανο εφαρμόζει τους δικούς του κανόνες· θεωρεί ότι η δημιουργία ενός ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας της ΕΕ θα μπορούσε να συμβάλει στην εναρμονισμένη ερμηνεία των υφιστάμενων κανόνων και στην ενίσχυση της εφαρμογής τους· επισημαίνει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει συστήσει τη Συμβουλευτική Επιτροπή Δεοντολογίας των Βουλευτών ως το αρμόδιο όργανο για την καθοδήγηση των βουλευτών σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή του Κώδικα Δεοντολογίας· σημειώνει, επιπλέον, ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή εξετάζει επίσης τις εικαζόμενες παραβιάσεις του Κώδικα Δεοντολογίας και συμβουλεύει τον Πρόεδρο για την ενδεχόμενη λήψη μέτρων· θεωρεί ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει να δώσει το παράδειγμα όσον αφορά τους κανόνες δεοντολογίας και την επιβολή τους·
3. υπενθυμίζει ότι η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων είναι η αρμόδια επιτροπή για την εξέταση ενδεχόμενων συγκρούσεων συμφερόντων των ορισθέντων Επιτρόπων, για το καθεστώς των βουλευτών και την υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και για τα προνόμια και τις ασυλίες και τον έλεγχο της εντολής των βουλευτών, όπως ορίζεται στο παράρτημα VI του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου· υπενθυμίζει ότι η επιβεβαίωση από την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων της απουσίας σύγκρουσης συμφερόντων αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τον διορισμό των ορισθέντων Επιτρόπων και ότι η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων διαθέτει σαφείς αρμοδιότητες για την απόρριψη των ορισθέντων Επιτρόπων, εάν διαπιστωθεί σύγκρουση συμφερόντων· υπογραμμίζει ότι η διάταξη αυτή θα πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με τα δεοντολογικά πρότυπα που ορίζονται στο άρθρο 17 παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το οποίο προβλέπει ότι τα μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πρέπει να επιλέγονται «μεταξύ προσωπικοτήτων που παρέχουν πλήρη εχέγγυα ανεξαρτησίας»·
4. υπενθυμίζει ότι το Κοινοβούλιο μπορεί να αποσύρει την εμπιστοσύνη του σε μεμονωμένο μέλος της Επιτροπής, και στη συνέχεια ο Πρόεδρος της Επιτροπής πρέπει είτε να απαιτήσει την παραίτηση του εν λόγω μέλους είτε να εξηγήσει την άρνησή του να παραιτηθεί ενώπιον του Κοινοβουλίου στην επόμενη περίοδο συνόδου, σύμφωνα με το σημείο 5 της διοργανικής συμφωνίας της 20ής Νοεμβρίου 2010[4]·
5. σημειώνει ότι, κατά την εξέταση των πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων των ορισθέντων Επιτρόπων το 2019, τα μέλη της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων υπογράμμισαν τους σοβαρούς περιορισμούς της ισχύουσας διαδικασίας· σημειώνει περαιτέρω ότι οι περιορισμοί αυτοί περιλαμβάνουν την πρόσβαση σε περιορισμένο μόνο φάσμα πληροφοριών, την έλλειψη χρόνου για εξέταση, την απουσία ερευνητικών εξουσιών και την απουσία στήριξης από εμπειρογνώμονες· είναι της γνώμης ότι η εξέταση των δηλώσεων που υποβάλλουν οι ορισθέντες Επίτροποι με σκοπό να εντοπιστεί σύγκρουση συμφερόντων έχει θεμελιώδη θεσμική και δημοκρατική σημασία και θα πρέπει να πραγματοποιείται με τη μέγιστη προσοχή, δέσμευση και με αίσθημα ευθύνης μέσω πλήρως αντικειμενικής, δημοκρατικής και ανεξάρτητης ερμηνείας· πιστεύει ότι οι κανόνες για την εξέταση πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων θα πρέπει να ισχύουν και για τη δήλωση του εκλεγέντος Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής·
6. είναι, επίσης, της γνώμης ότι για να είναι πλήρης και ακριβής η εξέταση αυτή και για να αποκλείεται η πιθανότητα σύγκρουσης συμφερόντων, μπορεί συχνά να είναι σημαντικές πληροφορίες και έγγραφα πέραν της δήλωσης οικονομικών συμφερόντων των ορισθέντων Επιτρόπων στην ισχύουσα μορφή της, και ότι θα πρέπει να είναι δυνατό να εξετάζεται συστηματικά κατά πόσον οι πληροφορίες είναι πλήρεις, ακριβείς και επικαιροποιημένες· τονίζει, στο πλαίσιο αυτό, ότι ο μελλοντικός ανεξάρτητος ενωσιακός φορέας δεοντολογίας θα πρέπει να διαθέτει κατάλληλες εξουσίες διερεύνησης, καθώς και την εξουσία να ζητεί και να έχει πρόσβαση σε διοικητικά έγγραφα, προκειμένου να μπορεί να διενεργεί αιτιολογημένες και τεκμηριωμένες αξιολογήσεις· τονίζει ότι ο ανεξάρτητος φορέας δεοντολογίας της ΕΕ θα πρέπει να είναι σε θέση να επιβάλλει κυρώσεις για αδικαιολόγητες καθυστερήσεις ή για άρνηση παροχής πληροφοριών· τονίζει την ανάγκη πλήρους συμμόρφωσης με τους κανόνες σχετικά με την εμπιστευτικότητα, την ιδιωτική ζωή και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά την επαλήθευση περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων·
7. πιστεύει, ως εκ τούτου, ότι θα πρέπει να δίνεται επαρκής χρόνος στην Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, σε συνεργασία με τον ανεξάρτητο φορέα δεοντολογίας της ΕΕ, για να αξιολογήσει πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων· πιστεύει επίσης ότι θα πρέπει να της παρέχονται επαρκείς πόροι, εργαλεία και δεξιότητες για τη διασταύρωση και τον εντοπισμό των απαραίτητων πληροφοριών, καθώς και για να ζητούνται συμπληρωματικές πληροφορίες, όπου τούτο κρίνεται απαραίτητο·
8. θεωρεί ότι, δεδομένης της εξελιγμένης και πολύπλοκης φύσης αυτής της αρμοδιότητας, η εξέταση και η στοιχειοθέτηση πιθανής σύγκρουσης συμφερόντων ορισθέντων Επιτρόπων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει να έχει δημοκρατικό χαρακτήρα και να διενεργείται με ανεξάρτητο και συστηματικό τρόπο, με τη βοήθεια ενός ανεξάρτητου ενωσιακού φορέα δεοντολογίας με τη σχετική εμπειρογνωμοσύνη και πείρα· θεωρεί ότι το ο μελλοντικός ανεξάρτητος φορέας δεοντολογίας της ΕΕ θα πρέπει να εκτελεί τα καθήκοντά του με τον υψηλότερο βαθμό ανεξαρτησίας σε σχέση με τη σύνθεσή του, τον προϋπολογισμό του και τις κατάλληλες εξουσίες έρευνας· καλεί την Επιτροπή και όλα τα συμμετέχοντα θεσμικά όργανα να διαθέσουν στον μελλοντικό ανεξάρτητο φορέα δεοντολογίας της ΕΕ επαρκές προσωπικό και πόρους για την επαγγελματική κατά περίπτωση αξιολόγηση πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων από εμπειρογνώμονες, ιδίως όσον αφορά Επιτρόπους, και ενδεχομένως μέλη του Κοινοβουλίου και υψηλόβαθμους αξιωματούχους της ΕΕ·
9. τονίζει ότι οι καταστάσεις σύγκρουσης συμφερόντων μετά την αποχώρηση από δημόσια υπηρεσία και εκείνες που αφορούν μεταπηδήσεις από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα είναι ζητήματα συστημικού χαρακτήρα που ανακύπτουν επανειλημμένα και αποτελούν κοινό πρόβλημα για όλα τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της ΕΕ· συνιστά την έγκριση εναρμονισμένων και επαρκών περιόδων αναμονής από όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και την ενίσχυση της επιβολής τους· θεωρεί ότι οι καταστάσεις σύγκρουσης συμφερόντων θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ακεραιότητα των θεσμικών οργάνων και των οργανισμών της ΕΕ, διαβρώνοντας κατά συνέπεια την εμπιστοσύνη των πολιτών· υπογραμμίζει την ανάγκη ευθυγράμμισης και επιβολής της σχετικής νομοθεσίας και των κωδίκων δεοντολογίας της ΕΕ, μεταξύ άλλων με σκοπό την απαίτηση πλήρους διαφάνειας όσον αφορά την απασχόληση ή τα έργα που αναλαμβάνουν υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της ΕΕ μετά την αποχώρησή τους από το δημόσιο αξίωμα, καθώς και τυχόν δευτερεύουσες δραστηριότητες των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου· εκφράζει την άποψη ότι οι κανόνες σχετικά με την πρόληψη συγκρούσεων συμφερόντων μετά από την αποχώρηση από δημόσιο αξίωμα ή απασχόληση θα πρέπει να εφαρμόζονται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, με παράλληλη τήρηση των κανόνων για κατάλληλη αποζημίωση· τονίζει την ανάγκη να αντληθούν διδάγματα από τις βέλτιστες πρακτικές στα κράτη μέλη που διαθέτουν ήδη εθνικές αρχές δεοντολογίας με σχετική εμπειρογνωμοσύνη· υπογραμμίζει ότι υπάρχουν διαφορετικές εθνικές πρακτικές όσον αφορά την επιβολή των προτύπων δεοντολογίας· σημειώνει ότι σε ορισμένα κράτη μέλη οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι υποχρεούνται να απέχουν από ψηφοφορίες για θέματα για τα οποία έχουν προσωπικό συμφέρον και, ως εκ τούτου, ζητεί από τους βουλευτές του ΕΚ να μην αναλαμβάνουν καθήκοντα εισηγητή σε παρόμοιες περιπτώσεις· υπενθυμίζει, στο πλαίσιο αυτό, τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του κώδικα δεοντολογίας για τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσον αφορά τα οικονομικά συμφέροντα και τις συγκρούσεις συμφερόντων·
10. αμφισβητεί την πρόσφατη έγκριση από την Επιτροπή της απασχόλησης του πρώην Επιτρόπου Oettinger από τη διεθνή εταιρεία συμβούλων Kekst CNC, της οποίας ο μεγαλύτερος πελάτης μεταξύ των ομάδων συμφερόντων της ΕΕ είναι η Philip Morris International, ενώ πρόκειται για τη 10η θέση του κ. Oettinger μετά τη λήξη της θητείας του ως Επιτρόπου, η οποία έλαβε έγκριση σε διάστημα μικρότερο του έτους·
11. θεωρεί ότι, για να παρέχει κατάλληλη εμπειρογνωμοσύνη, ο ανεξάρτητος φορέας δεοντολογίας της ΕΕ θα πρέπει να διαθέτει μόνιμη, ανεξάρτητη και συλλογική δομή, και ότι είτε τα μέλη του εν λόγω φορέα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν πρόσωπα σε συγκεκριμένες θέσεις που παρέχουν εχέγγυα επαγγελματισμού και ανεξαρτησίας, όπως η θέση πρώην προέδρων ή πρώην δικαστών του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), είτε η σύνθεσή του θα μπορούσε να βασίζεται στον διορισμό ή την εκλογή εμπειρογνωμόνων από κάθε θεσμικό όργανο της ΕΕ και σχετικούς φορείς, όπως ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής, η OLAF ή το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο· θεωρεί επίσης ότι η σύνθεση του ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας της ΕΕ πρέπει να διασφαλίζει την ισότητα των φύλων και να παρέχει εγγυήσεις όσον αφορά την ανεξαρτησία, την αμεροληψία, την ακεραιότητα, την εντιμότητα και την εμπειρία·
12. υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι η αξιολόγηση της ανεξαρτησίας των ορισθέντων Επιτρόπων παραμένει δημοκρατική και θεσμική αρμοδιότητα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου· συνιστά, ως εκ τούτου, η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων να διατηρήσει μεν πλήρως την αρμοδιότητά της επί του θέματος, να αποφασίζει δε σχετικά με την ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων ορισθέντος Επιτρόπου αφότου λάβει μη δεσμευτικές, δημόσιες, ακριβείς και αιτιολογημένες συστάσεις από έναν τέτοιο εξειδικευμένο ανεξάρτητο συμβουλευτικό φορέα, οι οποίες θα λειτουργούν ενισχυτικά ως προς τη δράση της· θεωρεί ότι η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων θα πρέπει εν τέλει να πραγματοποιεί συζήτηση σχετικά με τις συστάσεις που εκδίδει ο ανεξάρτητος ενωσιακός φορέας δεοντολογίας· θεωρεί ότι, πέρα από τον έλεγχο των δηλώσεων των ορισθέντων Επιτρόπων από την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, η εξέταση των συγκρούσεων συμφερόντων θα πρέπει να διενεργείται, σε γενικές γραμμές, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη του δημόσιου αξιώματος ή της απασχόλησης, για όλα τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης·
13. πιστεύει ότι, παράλληλα με τα συμβουλευτικά του καθήκοντα σε σχέση με πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων των ορισθέντων Επιτρόπων, θα πρέπει επίσης να ανατεθεί στον ανεξάρτητο ενωσιακό φορέα δεοντολογίας ένας ευρύτερος υποστηρικτικός ρόλος στην εξέταση των συγκρούσεων συμφερόντων εντός των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και οργανισμών εν γένει, ώστε να διαδραματίζει, με συμπληρωματικό και ισορροπημένο τρόπο, αφενός, προληπτικό ρόλο μέσω εξουσιών ευαισθητοποίησης και δεοντολογικής καθοδήγησης και, αφετέρου, ρόλο συμμόρφωσης και επιβολής όσον αφορά τις συγκρούσεις συμφερόντων· προτείνει ο ανεξάρτητος ενωσιακός φορέας δεοντολογίας να υποστηρίζει και να διασφαλίζει τη συνεκτική εφαρμογή των αντίστοιχων κανόνων και να επιδιώκει τα υψηλότερα πρότυπα δεοντολογίας, αυξάνοντας έτσι την εμπιστοσύνη του κοινού και ενισχύοντας το επίπεδο διαφάνειας και ακεραιότητας μεταξύ των βουλευτών και του προσωπικού των θεσμικών οργάνων της ΕΕ· συνιστά ο μελλοντικός ανεξάρτητος φορέας δεοντολογίας να εργαστεί προς την κατεύθυνση της εναρμόνισης των προτύπων δεοντολογίας, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και τις προκλήσεις κάθε θεσμικού οργάνου·
14. θεωρεί ότι μια θεσμική νοοτροπία που βασίζεται ουσιαστικά στην πρόληψη, την υποστήριξη και τη διαφάνεια απαιτεί στενή συνεργασία με τους διάφορους εποπτικούς φορείς και οργανισμούς· θεωρεί ότι, σε εύθετο χρόνο, οι εσωτερικές διοικητικές υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για ζητήματα δεοντολογίας θα μπορούσαν να μετατραπούν σε σημεία επαφής αρμόδια για τις σχέσεις με τον ευρωπαϊκό φορέα δεοντολογίας· τονίζει ότι ο ανεξάρτητος ενωσιακός φορέας δεοντολογίας θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να κινεί έρευνες με δική του πρωτοβουλία· θεωρεί ότι τα κύρια καθήκοντα της διαβούλευσης, της πρόληψης και της στήριξης του μελλοντικού ανεξάρτητου ενωσιακού φορέα δεοντολογίας θα μπορούσαν να συνοδεύονται από τη δυνατότητα τούτος να προτείνει μέτρα επιβολής ως έσχατη λύση, προκειμένου να διασφαλιστεί η παρακολούθηση των συστάσεων και των αποφάσεών του· θεωρεί ότι η δημοσίευση ή η διαβίβαση συστάσεων και αποφάσεων θα μπορούσε να συνιστά αφ’ εαυτής κύρωση· τονίζει ότι ένα τέτοιος φορέας δεν θα πρέπει να αντικαταστήσει το ΔΕΕ·
15. επιβεβαιώνει ότι ο φορέας δεοντολογίας θα πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνει υπόψη τις ανησυχίες των ενδιαφερόμενων μερών, συμπεριλαμβανομένων των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος·
16. συνιστά τη δημιουργία ενός εσωτερικού και εμπιστευτικού μηχανισμού καταγγελιών που θα επιτρέπει στους δημόσιους αξιωματούχους της ΕΕ να εκφράζουν ανησυχίες σχετικά με πιθανές παραβιάσεις των υφιστάμενων κανόνων, χωρίς να φοβούνται αντίποινα·
17. τονίζει ότι η καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς, της κακοδιοίκησης ή της κατάχρησης δημόσιων πόρων διαφέρει από την παρακολούθηση ζητημάτων δεοντολογίας στα θεσμικά όργανα της ΕΕ, αν και ορισμένες φορές σχετίζεται με αυτά· υπογραμμίζει, κατά συνέπεια, ότι η δημιουργία ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας δεν πρέπει να οδηγήσει στην εξάλειψη ή την επιβολή αδικαιολόγητων περιορισμών σε άλλους υφιστάμενους φορείς που εποπτεύουν τη χρηστή διοίκηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗ ΣΤΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ημερομηνία έγκρισης |
22.2.2021 |
|
|
|
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
19 2 3 |
||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Manon Aubry, Gunnar Beck, Geoffroy Didier, Pascal Durand, Angel Dzhambazki, Ibán García Del Blanco, Jean-Paul Garraud, Esteban González Pons, Mislav Kolakušić, Gilles Lebreton, Karen Melchior, Jiří Pospíšil, Franco Roberti, Marcos Ros Sempere, Ernő Schaller-Baross, Stéphane Séjourné, Raffaele Stancanelli, Marie Toussaint, Adrián Vázquez Lázara, Axel Voss, Marion Walsmann, Tiemo Wölken, Lara Wolters, Javier Zarzalejos |
|||
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Andrzej Halicki, Javier Nart, Emil Radev |
|||
ΤΕΛΙΚΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΜΕ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΚΛΗΣΗ ΣΤΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
19 |
+ |
PPE |
Geoffroy Didier, Esteban González Pons, Jiří Pospíšil, Axel Voss, Javier Zarzalejos |
S&D |
Ibán García Del Blanco, Franco Roberti, Marcos Ros Sempere, Tiemo Wölken, Lara Wolters |
Renew |
Pascal Durand, Karen Melchior, Stéphane Séjourné, Adrián Vázquez Lázara |
ID |
Jean-Paul Garraud, Gilles Lebreton |
Verts/ALE |
Marie Toussaint |
The Left |
Manon Aubry |
NI |
Mislav Kolakušić |
2 |
- |
ECR |
Angel Dzhambazki, Raffaele Stancanelli |
3 |
0 |
ID |
Gunnar Beck |
PPE |
Ernő Schaller-Baross, Marion Walsmann |
Υπόμνημα των χρησιμοποιούμενων συμβόλων:
+ : υπέρ
- : κατά
0 : αποχή
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ (1.6.2021)
προς την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων
σχετικά με την ενίσχυση της διαφάνειας και της ακεραιότητας στα θεσμικά όργανα της ΕΕ με τη σύσταση ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας της ΕΕ
Συντάκτης γνωμοδότησης: Mikuláš Peksa
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Η Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού καλεί την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:
1. τονίζει ότι η διαφάνεια, η λογοδοσία, o επαγγελματισμός και η ακεραιότητα αποτελούν βασικά στοιχεία για την προώθηση των αρχών δεοντολογίας εντός της ΕΕ και είναι ουσιαστικής σημασίας για την προστασία του προϋπολογισμού της ΕΕ από την απάτη και τη διαφθορά και για τη διατήρηση της δημοκρατικής νομιμότητας και της εμπιστοσύνης των πολιτών στην τελευταία· υπογραμμίζει ότι ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης ορίζει τη δημόσια ακεραιότητα ως την ευθυγράμμιση και την τήρηση κοινών ηθικών αξιών, αρχών και κανόνων για την προάσπιση και την ιεράρχηση του δημόσιου συμφέροντος έναντι των ιδιωτικών συμφερόντων στον δημόσιο τομέα· υπενθυμίζει ότι οι αντιδεοντολογικές συμπεριφορές μπορούν να βλάψουν σημαντικά τα χρηματοοικονομικά συμφέροντα και τη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ΕΕ, να βλάψουν τη φήμη των θεσμικών οργάνων της και να αποτελέσουν σοβαρή απειλή για τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και το δημόσιο συμφέρον, και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η συμπεριφορά αυτή θα πρέπει να αποτρέπεται και να καταδικάζεται·
2. υπενθυμίζει ότι στην ειδική έκθεσή του αριθ. 13/2019 σχετικά με τα πλαίσια δεοντολογίας των θεσμικών οργάνων της ΕΕ το 2019, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα ελεγχθέντα θεσμικά όργανα είχαν θεσπίσει κατάλληλα πλαίσια δεοντολογίας τόσο για το προσωπικό όσο και για τους Βουλευτές, αλλά εντόπισε ορισμένες αδυναμίες στο θέμα αυτό· συνιστά βελτιώσεις μέσω της εναρμόνισης, της ευαισθητοποίησης και της ενίσχυσης των κανόνων δεοντολογίας της ΕΕ· συμμερίζεται τις ανησυχίες του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με την απουσία κοινού πλαισίου δεοντολογίας της ΕΕ που να διέπει το έργο των εκπροσώπων των κρατών μελών στο Συμβούλιο, την έλλειψη συνολικών στρατηγικών δεοντολογίας στο Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, τις αναξιόπιστες διαδικασίες για την επαλήθευση των δηλώσεων συμφερόντων, τον περιορισμένο έλεγχο αυτών των δηλώσεων και τις ελλιπείς πολιτικές σε άλλους τομείς που αφορούν τα υφιστάμενα πλαίσια δεοντολογίας·
3. υπογραμμίζει ότι το ΕΕΣ δηλώνει ότι θα πρέπει να υπάρχουν αποτελεσματικά θεσμικά πλαίσια και σαφείς διαδικασίες και δίαυλοι για τη διευκόλυνση της καταγγελίας παραπτωμάτων και διαφθοράς, καθώς και ότι οι μάρτυρες δημόσιου συμφέροντος που ενεργούν καλόπιστα πρέπει να προστατεύονται από αντίποινα·
4. προσδίδει έμφαση στο γεγονός ότι τα υφιστάμενα πλαίσια δεοντολογίας τα οποία σε επίπεδο ΕΕ προσαρμόζονται στις ιδιαιτερότητες κάθε θεσμικού οργάνου της ΕΕ και η έλλειψη εποπτείας έχουν εμποδίσει την ορθή εφαρμογή των κωδίκων δεοντολογίας στα θεσμικά όργανα της ΕΕ· τονίζει ότι το ΕΕΣ εντόπισε πολλούς τομείς όπου συστήνεται να υπάρχουν περισσότερο εναρμονισμένες προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση ηθικών ζητημάτων· πιστεύει ότι η υφιστάμενη αυτορρυθμιστική προσέγγιση δεν είναι κατάλληλη για τον επιδιωκόμενο σκοπό και δεν μπορεί να εγγυηθεί την ακεραιότητα, και ότι, ως εκ τούτου, θα πρέπει να αναθεωρηθεί για λόγους μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας· πιστεύει ότι μια περισσότερο εναρμονισμένη προσέγγιση σε σημαντικούς τομείς όπως η προστασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος είναι απαραίτητη και για την πλήρωση των νομοθετικών κενών όπως το μη υφιστάμενο καθεστώς Επιτρόπου· επισημαίνει ότι οι δημόσιοι αξιωματούχοι δεν είναι σε θέση να αυτοαξιολογήσουν δεοντολογικές καταστάσεις ή συγκρούσεις συμφερόντων, και ότι η εν λόγω αξιολόγηση θα πρέπει να εμπίπτει στην αρμοδιότητα ανεξάρτητου ειδικευμένου τρίτου μέρους· υπενθυμίζει ότι το ΕΕΣ δηλώνει ότι τα δεοντολογικά πλαίσια δεν μπορούν να είναι αποτελεσματικά χωρίς τα δέοντα συστήματα ελέγχου, που θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν το επίπεδο κινδύνων και να λαμβάνουν υπόψη τον διοικητικό φόρτο που δημιουργείται από ανάλογους ελέγχους· αναγνωρίζει τις διαφορές στον χαρακτήρα των διαφόρων θεσμικών οργάνων, και συγκεκριμένα τη νομικά κατοχυρωμένη ανεξαρτησία των δικαστών του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΚ), των μελών του ΕΕΣ, των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, των εθνικών κοινοβουλίων ή των εθνικών κυβερνήσεων· υπογραμμίζει την ανάγκη να ενισχυθεί η ακεραιότητα των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών·
5. ενθαρρύνει τη σύσταση ενός ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας (ΑΦΔ) προκειμένου να ευθυγραμμιστούν οι κανόνες μεταξύ των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της ΕΕ· εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι η Επιτροπή το έχει καταστήσει προτεραιότητα και δεσμεύεται να στηρίξει την προσπάθεια του ΑΦΔ να θεσπίσει ένα κοινό πλαίσιο δεοντολογίας σε επίπεδο ΕΕ· καλεί όλα τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της ΕΕ να συνεργαστούν και να συντονιστούν για τον εντοπισμό τομέων στους οποίους τα αντίστοιχα δεοντολογικά τους πλαίσια μπορούν να ευθυγραμμιστούν σε μεγαλύτερο βαθμό και να εναρμονιστούν· θεωρεί ότι είναι επιτακτική ανάγκη η νομοθετική εξουσία να ελέγχει την εκτελεστική εξουσία, δεδομένου ότι οποιαδήποτε αντιστροφή των ρόλων και των εξουσιών της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας θα έθετε σε κίνδυνο την ανεξαρτησία της ελεύθερης εντολής των εκλεγμένων βουλευτών του Κοινοβουλίου· επισημαίνει ότι η βελτίωση και η εναρμόνιση των υφιστάμενων πλαισίων δεοντολογίας και η αποτελεσματική εφαρμογή τους δεν θα πρέπει να βασίζονται αποκλειστικά στη σύσταση του ΑΦΔ και πρέπει να σέβονται τις ιδιαιτερότητες κάθε θεσμικού οργάνου, την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, καθώς και τη θεσμική ισορροπία και τους δημοκρατικούς ρόλους που καθιερώνουν οι Συνθήκες· κρίνει ότι είναι εξέχουσας σημασίας, πριν την κατάρτιση μιας νομοθετικής πρότασης προκειμένου να συσταθεί ο ΑΦΔ, να εκπονηθεί μια ενδελεχής ανάλυση κόστους-οφέλους καθώς και εκτίμηση επιπτώσεων· επισημαίνει ότι στόχος είναι η προστασία του προϋπολογισμού της ΕΕ από αντιδεοντολογικές συμπεριφορές, διατηρώντας παράλληλα τα υψηλότερα πρότυπα δεοντολογίας και ακεραιότητας μεταξύ ενός πολύμορφου και μεγάλου αριθμού θεσμικών οργάνων και οργανισμών της ΕΕ·
6. διαβλέπει μεγάλες δυνατότητες εποπτείας των διοικητικών αρμοδιοτήτων λήψης αποφάσεων βάσει ενός νέου εναρμονισμένου πλαισίου δεοντολογίας, το οποίο ωστόσο θα πρέπει να περιλαμβάνει κοινούς κανόνες σχετικά με το περιεχόμενο και τη δημοσίευση των δηλώσεων συμφερόντων σύμφωνα με τις αρχές της αναλογικότητας και με πλήρη σεβασμό των κανόνων για την προστασία των δεδομένων· την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων και μεταπήδησης στον ιδιωτικό τομέα· την αποδοχή δώρων και ψυχαγωγίας· την προστασία των μαρτύρων δημόσιου συμφέροντος και των θυμάτων παρενόχλησης· τη διαφάνεια των συναντήσεων ομάδων συμφερόντων, των δημόσιων συμβάσεων και των χρονοδιαγραμμάτων των συνεδριάσεων του ανώτερου προσωπικού· τη χρήση διαφανών τραπεζικών λογαριασμών για δημόσια κονδύλια, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη το διαφορετικό έργο που επιτελούν τα θεσμικά όργανα, καθώς και τους κινδύνους και τις προκλήσεις που ενέχουν τα ειδικά καθήκοντα των μελών τους·
7. θεωρεί ότι η δημιουργία του νέου φορέα δεοντολογίας θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα να υιοθετήσουν τα επιμέρους θεσμικά όργανα της ΕΕ μια οριζόντια προσέγγιση για τα μειονεκτούντα άτομα, επιτρέποντας σε όλα τα θεσμικά όργανα να σέβονται τις αρχές της ισότητας ευκαιριών και μεταχείρισης· τονίζει ότι οι κύριες προτεραιότητες του ΑΦΔ πρέπει να περιλαμβάνουν τη διασφάλιση ίσων δικαιωμάτων για τα άτομα με αναπηρία και άλλα μειονεκτούντα άτομα στη λειτουργία των θεσμικών οργάνων της ΕΕ·
8. πιστεύει ότι η ενδυνάμωση του ΑΦΔ με δοτή αρμοδιότητα πάνω στις υφιστάμενες εσωτερικές λειτουργίες δεοντολογίας των θεσμικών οργάνων της ΕΕ θα συγκεντρώσει εμπειρογνωμοσύνη, θα δημιουργήσει συνέργειες και, ως εκ τούτου, θα βελτιώσει την εφαρμογή των κανόνων δεοντολογίας, απαιτώντας από τους δημόσιους αξιωματούχους να ενεργούν πάντα για το κοινό καλό της κοινωνίας μέσω της ορθής διαχείρισης των δημόσιων κονδυλίων και της νόμιμης, δίκαιης και διαφανούς λήψης αποφάσεων· είναι πεπεισμένο ότι αυτή η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων θα αποτελέσει σημαντική εξοικονόμηση πόρων για τον προϋπολογισμό της ΕΕ· υπενθυμίζει ότι βάσει των Συνθηκών, το ΔΕΕ αποτελεί το ανώτατο δικαστικό όργανο της ΕΕ (άρθρο 19 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση) και δεν μπορεί να υπάρχει ανώτερη δικαστική αρχή λήψης αποφάσεων πάνω από το ΔΕΕ·
9. προσδίδει έμφαση στην ανάγκη σεβασμού και προάσπισης του κράτους δικαίου και διασφάλισης ότι το κοινό δεοντολογικό πλαίσιο βασίζεται ορθά στη θεμελιώδη νομική βάση των Συνθηκών και στον σεβασμό του κράτους δικαίου κατά την εφαρμογή του· υπογραμμίζει ότι η αποστολή της IEB θα πρέπει να ανατεθεί από την αρχή που είναι επί του παρόντος αρμόδια για την πρόληψη, την παρακολούθηση, τη διερεύνηση και την υποστήριξη της επιβολής ενός πιο κοινού δεοντολογικού πλαισίου, καθώς και για την παροχή γνώσεων και καθοδήγησης, προκειμένου να προστατεύονται τα χρηματοοικονομικά συμφέροντα της ΕΕ· επισημαίνει ότι ο ΑΦΔ θα πρέπει να είναι σε θέση να συστήνει πειθαρχικά μέτρα και να προτείνει οικονομικές κυρώσεις, προκειμένου να αποφεύγεται η κατάχρηση του προϋπολογισμού της ΕΕ για αντιδεοντολογική συμπεριφορά· ζητεί να αξιολογεί ο ΑΦΔ την εφαρμογή και τη συμμόρφωση των κανόνων δεοντολογίας από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, να δημοσιεύει ετήσια έκθεση με τα πορίσματά του και συστάσεις και να την παρουσιάζει στο Κοινοβούλιο, την Επιτροπή και όλα τα συμμετέχοντα θεσμικά όργανα· τονίζει ότι ο ΑΦΔ πρέπει να ενισχύσει την ευαισθητοποίηση του προσωπικού σχετικά με τις διατάξεις του πλαισίου δεοντολογίας και τη δεοντολογική νοοτροπία των θεσμικών οργάνων της ΕΕ·
10. προειδοποιεί ότι η μεταβίβαση καθηκόντων στον ΑΦΔ που υπερβαίνουν τα καθήκοντα που ασκούνται επί του παρόντος από τα θεσμικά όργανα θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρή παραβίαση των Συνθηκών·
11. ζητεί να δώσει ο ΑΦΔ το παράδειγμα της διαφάνειας δημοσιεύοντας όλες τις συστάσεις, τις ετήσιες εκθέσεις, τις αποφάσεις και τις δαπάνες σε μηχαναγνώσιμο μορφότυπο ανοικτών δεδομένων που θα είναι διαθέσιμος σε όλους τους πολίτες και σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες της προστασίας των δεδομένων· συνιστά ένθερμα να διατίθεται κάθε λογισμικό που αναπτύσσεται για την τήρηση των δεοντολογικών προτύπων στη δημόσια διοίκηση της ΕΕ στο πλαίσιο δωρεάν άδειας λογισμικού με ανοικτή πηγή και να κοινοποιείται σε κάθε ίδρυμα στην Ευρώπη που επιθυμεί να το χρησιμοποιήσει· ζητεί, στο πλαίσιο αυτό, στενότερη συνεργασία με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων·
12. ενθαρρύνει την υπογραφή διοργανικής συμφωνίας (ΔΣ) μεταξύ των θεσμικών οργάνων της ΕΕ για τη σύσταση του ΑΦΔ· τονίζει τη σημασία της προσχώρησης του Συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένων των εκπροσώπων των κρατών μελών που εργάζονται στο Συμβούλιο, στη ΔΣ ενόψει των επανειλημμένων αιτημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Ευρωπαίας Διαμεσολαβήτριας να ενισχυθεί η εργασιακή δεοντολογία και διαφάνεια του θεσμικού οργάνου προς όφελος των πολιτών της ΕΕ· υπενθυμίζει την υποχρέωση του Συμβουλίου σε σχέση με την αντιμετώπιση των συγκρούσεων συμφερόντων υψηλού επιπέδου, τη μεταπήδηση στον ιδιωτικό τομέα και τους κανόνες διαφάνειας σε σχέση με τις ομάδες συμφερόντων· ζητεί σαφείς διατάξεις που θα αποδίδουν στο ενδιαφερόμενα πρόσωπα το δικαίωμα έφεσης κατά οιωνδήποτε συστάσεων οι οποίες τα αφορούν, με πλήρη σεβασμό στις βασικές αρχές του κράτους δικαίου· υπογραμμίζει ότι η σύσταση ενός νέου συμβουλευτικού οργάνου δεοντολογίας για το Κοινοβούλιο θα πρέπει να αποφεύγει την αλληλεπικάλυψη εργασιών, καθώς και την επικάλυψη αρμοδιοτήτων·
13. τονίζει τη σημασία της σαφούς διάκρισης και της ενισχυμένης συνεργασίας, κατά περίπτωση, μεταξύ του ΑΦΔ και των οργάνων της ΕΕ, όπως η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία (EPPO), ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ) και άλλοι φορείς, στο πλαίσιο των αντίστοιχων εντολών τους, καθώς και της σταθερής ανταλλαγής πληροφοριών ως αποτελέσματος της εν λόγω συνεργασίας· σημειώνει ότι, προκειμένου να διατηρηθεί ένα υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης των πολιτών και αποδοχής για ένα νέο όργανο της ΕΕ, η σύσταση του ΑΦΔ θα πρέπει να δικαιολογείται από άποψη σκοπιμότητας και αποτελεσματικότητας.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗ
ΣΤΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ημερομηνία έγκρισης |
26.5.2021 |
|
|
|
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
24 4 2 |
||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Matteo Adinolfi, Olivier Chastel, Caterina Chinnici, Λευτέρης Χριστοφόρου, Corina Crețu, Ryszard Czarnecki, José Manuel Fernandes, Luke Ming Flanagan, Daniel Freund, Isabel García Muñoz, Monika Hohlmeier, Pierre Karleskind, Joachim Kuhs, Claudiu Manda, Younous Omarjee, Tsvetelina Penkova, Markus Pieper, Sabrina Pignedoli, Michèle Rivasi, Petri Sarvamaa, Vincenzo Sofo, Michal Wiezik, Angelika Winzig, Lara Wolters, Tomáš Zdechovský |
|||
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Joachim Stanisław Brudziński, Katalin Cseh, Mikuláš Peksa, Ramona Strugariu, Lucia Vuolo |
|||
ΤΕΛΙΚΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΜΕ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΚΛΗΣΗ
ΣΤΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
24 |
+ |
NI |
Sabrina Pignedoli |
PPE |
Λευτέρης Χριστοφόρου, José Manuel Fernandes, Monika Hohlmeier, Markus Pieper, Petri Sarvamaa, Michal Wiezik, Angelika Winzig, Tomáš Zdechovský |
Renew |
Olivier Chastel, Katalin Cseh, Pierre Karleskind, Ramona Strugariu |
S&D |
Caterina Chinnici, Corina Crețu, Isabel García Muñoz, Claudiu Manda, Tsvetelina Penkova, Lara Wolters |
The Left |
Luke Ming Flanagan, Younous Omarjee |
Verts/ALE |
Daniel Freund, Mikuláš Peksa, Michèle Rivasi |
4 |
- |
ECR |
Joachim Stanisław Brudziński, Ryszard Czarnecki, Vincenzo Sofo |
ID |
Joachim Kuhs |
2 |
0 |
ID |
Matteo Adinolfi, Lucia Vuolo |
Υπόμνημα των χρησιμοποιούμενων συμβόλων:
+ : υπέρ
- : κατά
0 : αποχή
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ (20.11.2020)
προς την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων
σχετικά με την ενίσχυση της διαφάνειας και της ακεραιότητας στα θεσμικά όργανα της ΕΕ με τη σύσταση ανεξάρτητου ενωσιακού φορέα δεοντολογίας
Συντάκτης γνωμοδότησης: Derk Jan Eppink
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Η Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής καλεί την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:
1. υπενθυμίζει το ψήφισμά του της 16ης Ιανουαρίου 2020 με θέμα «Θεσμικά όργανα και οργανισμοί της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης: πρόληψη των συγκρούσεων συμφερόντων μετά την αποχώρηση από δημόσια υπηρεσία»[5], και επισημαίνει ιδίως τη στήριξη που παρείχε στην πρόταση της Προέδρου της Επιτροπής να συσταθεί ένας ανεξάρτητος φορέας δεοντολογίας της ΕΕ που θα είναι κοινός για όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και αρμόδιος για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με συγκρούσεις συμφερόντων·
2. τονίζει ότι οι καταστάσεις σύγκρουσης συμφερόντων μετά την αποχώρηση από δημόσια υπηρεσία και εκείνες που αφορούν μεταπηδήσεις από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα είναι ζητήματα που ανακύπτουν επανειλημμένα και αποτελούν κοινό πρόβλημα για όλα τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της ΕΕ· θεωρεί ότι οι καταστάσεις σύγκρουσης συμφερόντων θέτουν σε κίνδυνο την επιβολή υψηλών δεοντολογικών προτύπων στα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της ΕΕ, υπονομεύοντας με τον τρόπο αυτό την ακεραιότητά τους και διαβρώνοντας την εμπιστοσύνη των πολιτών·
3. επισημαίνει ότι η εγγενής πολυπλοκότητα των πολιτικών ρύθμισης του χρηματοπιστωτικού τομέα, οι ασυμμετρίες πληροφόρησης μεταξύ των φορέων των χρηματοπιστωτικών αγορών και των δημοσίων υπαλλήλων και η έλλειψη εναρμονισμένου πλαισίου κανόνων όσον αφορά τις συγκρούσεις συμφερόντων εντός των θεσμικών οργάνων και οργανισμών της ΕΕ καθιστούν τους εποπτικούς και ρυθμιστικούς φορείς ιδιαίτερα ευάλωτους στην «κανονιστική άλωση» από τον χρηματοπιστωτικό τομέα·
4. τονίζει με ανησυχία τον διορισμό του πρώην εκτελεστικού διευθυντή της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ) ως διευθύνοντος συμβούλου μιας ένωσης ομάδων οικονομικών συμφερόντων, στο πλαίσιο του οποίου η Ευρωπαία Διαμεσολαβήτρια διαπίστωσε, κατόπιν έρευνας, ότι η ΕΑΤ δεν θα έπρεπε να είχε επιτρέψει τη μεταπήδηση και ότι δεν είχαν τεθεί σε εφαρμογή επαρκείς εσωτερικές διασφαλίσεις για την άμεση προστασία εμπιστευτικών πληροφοριών όταν κατέστη σαφής η σχεδιαζόμενη μετακίνηση· σημειώνει ότι αυτή η απασχόληση, αμέσως μετά την αποχώρηση από δημόσια υπηρεσία και χωρίς καμία περίοδο αναμονής, αντίκειται στον Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης των Υπαλλήλων της ΕΕ και συνιστά κίνδυνο όχι μόνο για το κύρος και την ανεξαρτησία της ΕΑΤ αλλά και για όλα τα θεσμικά όργανα της Ένωσης· χαιρετίζει, στο πλαίσιο αυτό, τα μέτρα που εφάρμοσε η ΕΑΤ σε συνέχεια των συστάσεων της Διαμεσολαβήτριας·
5. εκφράζει, περαιτέρω, την ανησυχία του για την έλλειψη ελέγχων και μέτρων πρόληψης και επιβολής για να αποφεύγονται συγκρούσεις συμφερόντων στο πλαίσιο της διαδικασίας της Επιτροπής για τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων·
6. σημειώνει ότι η εφαρμογή των υφιστάμενων κανόνων για τους Επιτρόπους, τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τους υπαλλήλους της ΕΕ έχει παρουσιάσει υπερβολικά πολλές αδυναμίες· υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με έκθεση της Transparency International EU, στις αρχές του 2017 πάνω από το 50 % των πρώην Επιτρόπων και το 30 % των πρώην βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που είχαν αποχωρήσει από την πολιτική εργάζονταν για οργανισμούς εγγεγραμμένους στο Μητρώο Διαφάνειας της ΕΕ· τονίζει, ιδίως για τους εκλεγμένους βουλευτές, την ανάγκη διαφάνειας και λογοδοσίας όσον αφορά τις προσωπικές και οικονομικές δεσμεύσεις· υπογραμμίζει ότι τα ζητήματα διαφάνειας και ακεραιότητας σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο συνδέονται στενά μεταξύ τους· υποστηρίζει, επομένως, το έργο της ομάδας κρατών του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά της διαφθοράς (GRECO) και καλεί τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν τις συστάσεις του, ιδίως εκείνες που αφορούν τη δημιουργία ενός αυστηρού κώδικα δεοντολογίας για τους πολιτικούς σε εθνικό επίπεδο και τη θέσπιση κανόνων για την απασχόληση μετά την αποχώρηση από δημόσια υπηρεσία·
7. υπενθυμίζει ότι τόσο η Ευρωπαία Διαμεσολαβήτρια όσο και το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο προειδοποίησαν επανειλημμένα για σοβαρές ελλείψεις στις πολιτικές αρκετών θεσμικών οργάνων της ΕΕ για την πρόληψη των συγκρούσεων συμφερόντων· επισημαίνει την έλλειψη ευθυγράμμισης των κανόνων δεοντολογίας της ΕΕ με τις κατευθυντήριες γραμμές του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για τη διαχείριση της σύγκρουσης συμφερόντων στον δημόσιο τομέα, οι οποίες συνιστούν τον καθορισμό μιας κεντρικής υπηρεσίας αρμόδιας για την ανάπτυξη και τη διατήρηση πολιτικών και διαδικασιών σχετικά με τη σύγκρουση συμφερόντων· θεωρεί ότι το ισχύον νομικό πλαίσιο για τη δεοντολογία και την ακεραιότητα στα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της ΕΕ είναι εξαιρετικά κατακερματισμένο, ακατάλληλο για τον επιδιωκόμενο σκοπό και χρήζει ενδελεχούς επανεξέτασης, με σκοπό την ενίσχυση της ανεξαρτησίας και των εξουσιών διερεύνησης·
8. ζητεί να ενισχυθεί το υφιστάμενο ρυθμιστικό πλαίσιο και πλαίσιο επιβολής όσον αφορά τις συγκρούσεις συμφερόντων που ανακύπτουν τόσο πριν όσο και μετά τη θητεία σε δημόσια υπηρεσία, προκειμένου να καθοριστούν κατάλληλα, σαφή, δεσμευτικά και αναλογικά όρια μεταξύ δημόσιου, ιδιωτικού και μη κερδοσκοπικού τομέα και να βελτιωθεί, ως εκ τούτου, η αξιοπιστία της ΕΕ έναντι του ευρύτερου κοινού στον τομέα της λήψης αποφάσεων· χαιρετίζει, στο πλαίσιο αυτό, το έργο του ΟΟΣΑ, του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, του GRECO και του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή·
9. εκφράζει την ικανοποίησή του για τα πρόσθετα μέτρα διαφάνειας που ανακοίνωσε η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Christine Lagarde σχετικά με τη δημοσίευση των γνωμοδοτήσεων της επιτροπής δεοντολογίας της ΕΚΤ για περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων και αμειβόμενης απασχόλησης μετά τη λήξη της θητείας από τα μέλη της εκτελεστικής επιτροπής, του διοικητικού συμβουλίου και του εποπτικού συμβουλίου της ΕΚΤ· καλεί τις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές (ΕΕΑ) να υιοθετήσουν παρόμοια προσέγγιση και να δημοσιεύουν σχετικά έγγραφα που εκπονούν οι εσωτερικοί φορείς τους που είναι αρμόδιοι για τη σύγκρουση συμφερόντων και την αμειβόμενη απασχόληση μετά τη λήξη της θητείας·
10. ζητεί να συσταθεί ένας ανεξάρτητος φορέας δεοντολογίας της ΕΕ, ο οποίος θα είναι αρμόδιος να διασφαλίζει την ενιαία εφαρμογή των κανόνων δεοντολογίας σε όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, εποπτεύοντας τις συγκρούσεις συμφερόντων, τις μεταπηδήσεις από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα και τη διαφάνεια των ομάδων συμφερόντων σε όλα τα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της ΕΕ·
11. υπογραμμίζει ότι, ελλείψει μηχανισμού αφιερωμένου στο καθήκον αυτό, η Ευρωπαία Διαμεσολαβήτρια, πέραν των άλλων αποστολών της, χειρίζεται καταγγελίες για συγκρούσεις συμφερόντων χωρίς ωστόσο να διαθέτει τα κατάλληλα μέσα και την εξουσία για την επιβολή των αποφάσεών της·
12. επισημαίνει ότι ο νέος φορέας δεοντολογίας της ΕΕ θα πρέπει να είναι ανεξάρτητος όσον αφορά τη δομή, τη διακυβέρνηση και τον προϋπολογισμό· υπογραμμίζει ότι οι διαβουλεύσεις σχετικά με την ακριβή σύνθεση και την εντολή του φορέα δεοντολογίας θα πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη της γνώμη των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών·
13. συνιστά να συσταθεί εγκαίρως ο φορέας δεοντολογίας της ΕΕ, ώστε να αποφευχθούν οι επανειλημμένες περιπτώσεις μεταπήδησης από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα και συγκρούσεων συμφερόντων στο εγγύς μέλλον·
14. υπογραμμίζει ότι ο εν λόγω φορέας θα πρέπει να συνεργάζεται στενά με τις εσωτερικές επιτροπές δεοντολογίας των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, τη γραμματεία του Μητρώου Διαφάνειας, την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης και τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή·
15. είναι της άποψης ότι, για τον ενδεδειγμένο καθορισμό, την εποπτεία και την επιβολή των κανόνων δεοντολογίας και ακεραιότητας της ΕΕ εντός των θεσμικών οργάνων και των οργανισμών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων για τις ομάδες συμφερόντων και τη διαφάνεια, το αρμόδιο ανεξάρτητο όργανο δεοντολογίας της ΕΕ θα πρέπει να διαθέτει κατάλληλους ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους, μια προσεκτικά επιλεγμένη σύνθεση που θα διασφαλίζει την ανεξαρτησία του από πολιτικές σκοπιμότητες και άλλα συμφέροντα, καθώς και μια ευρεία εντολή που θα του παρέχει εξουσίες, αρμοδιότητες, καθήκοντα και υποχρεώσεις πρόληψης, παρακολούθησης, έρευνας και επιβολής κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένων των εξής:
– προδραστική παρακολούθηση και επιβολή κυρώσεων για παραβιάσεις των κανόνων δεοντολογίας και ακεραιότητας στο πλαίσιο των θεσμικών οργάνων και οργανισμών της ΕΕ·
– επιβολή αυστηρών κανόνων σχετικά με την απασχόληση πριν και μετά από τη θητεία σε δημόσια υπηρεσία, τη μεταπήδηση από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα και τις καταστάσεις σύγκρουσης συμφερόντων για όλους τους υπαλλήλους των θεσμικών οργάνων και οργανισμών της ΕΕ, τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τους Ευρωπαίους Επιτρόπους, συμπεριλαμβανομένης της εποπτείας των περιόδων αναμονής και της επανεξέτασης των εγκρίσεων για μετακίνηση θέσης εργασίας, εάν διαπιστωθεί ότι μια συγκεκριμένη μετακίνηση συνιστά σύγκρουση συμφερόντων, και διατύπωση δεσμευτικών συστάσεων για το θέμα αυτό·
– επανεξέταση, από τεχνική σκοπιά και με αμερόληπτο τρόπο, των δευτερευουσών θέσεων που κατέχουν πολιτικοί της ΕΕ και των δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένης της επαλήθευσης του κατά πόσον τηρούνται οι επιβληθείσες απαγορεύσεις άσκησης πίεσης και οι όροι ελέγχου·
– ανάληψη ενεργού ρόλου όσον αφορά καταγγελίες από αρμόδιες οντότητες, συμπεριλαμβανομένων των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος·
– επιβολή διοικητικών κυρώσεων που υπόκεινται σε προσφυγή και δικαστικό έλεγχο, χωρίς να παρεμβαίνει στις Συνθήκες·
– εποπτεία της ορθής λειτουργίας και ανεξαρτησίας της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένης της σύστασης και λειτουργίας ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής και παρεμφερών οντοτήτων·
– παροχή συμβουλών κατόπιν αιτήματος και έκδοση ετήσιων εκθέσεων σχετικά με το έργο του, συμπεριλαμβανομένων συστάσεων με δική του πρωτοβουλία σχετικά με τον τρόπο περαιτέρω ανάπτυξης του καθεστώτος δεοντολογίας της ΕΕ·
– έλεγχος των όρων και των απαγορεύσεων άσκησης πίεσης που επιβάλλονται στους υπαλλήλους της ΕΕ·
– τήρηση επιγραμμικού μητρώου δεοντολογίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την παροχή πρόσβασης σε βασικά έγγραφα που αφορούν τη διαφάνεια·
16. τονίζει ότι ο ανεξάρτητος φορέας δεοντολογίας της ΕΕ δεν θα επαρκεί από μόνος του για την αποτελεσματική αντιμετώπιση καταστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων εντός των θεσμικών οργάνων και οργανισμών της ΕΕ· θεωρεί ότι η αναθεώρηση των κανόνων δεοντολογίας και ακεραιότητας της ΕΕ θα μπορούσε να περιλαμβάνει μέτρα όπως η παράταση των περιόδων κοινοποίησης και αναμονής των ανώτερων υπαλλήλων σε αναλογική κατά περίπτωση βάση, με παράλληλη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης σύμφωνα με το άρθρο 15 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ενίσχυση της οδηγίας 2014/24/ΕΕ σχετικά με τις δημόσιες συμβάσεις[6], η υποχρεωτική εκποίηση συμμετοχών σε επιχειρήσεις που υπόκεινται στην εξουσία θεσμικού οργάνου στο οποίο διορίστηκε προσφάτως υπάλληλος ή που έχουν επαφές με το εν λόγω θεσμικό όργανο, η υποχρεωτική εξαίρεση στο πλαίσιο της εξέτασης θεμάτων που αφορούν πρώην υπάλληλο του ιδιωτικού τομέα ή η απαγόρευση της προσωπικής κατοχής μετοχών από Επιτρόπους και ανώτερους υπαλλήλους θεσμικών οργάνων και οργανισμών της ΕΕ κατά τη διάρκεια της θητείας τους· επαναλαμβάνει την έκκλησή του προς την Επιτροπή να εξετάσει το ενδεχόμενο να προτείνει επανεξέταση του σχετικού νομικού πλαισίου·
17. αναγνωρίζει ότι είναι αναγκαίο να επιτευχθεί, κατά περίπτωση, μια λεπτή ισορροπία μεταξύ της ρύθμισης των συγκρούσεων συμφερόντων, της θέσπισης αυστηρών μέτρων που μετριάζουν τους περιορισμούς του ατομικού δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας, όπως, για παράδειγμα, η διαβίβαση πληροφοριών σε αιτούντες εργασία σχετικά με το καθεστώς σύγκρουσης συμφερόντων και τυχόν μελλοντικούς περιορισμούς όσον αφορά την απασχόληση, της διασφάλισης της απρόσκοπτης άσκησης των κοινοβουλευτικών και άλλων θεσμικών καθηκόντων, και της διατήρησης μιας δυναμικής αγοράς εργασίας με κινητικότητα μεταξύ δημόσιου, ιδιωτικού και μη κερδοσκοπικού τομέα·
18. εκφράζει την άποψη ότι, εάν βασίζονται σε αντικειμενική διαδικασία με σαφή κριτήρια, οι μεγαλύτερες περίοδοι αναμονής για ανώτερους υπαλλήλους που αποχωρούν από οργανισμό ή θεσμικό όργανο αποτελούν δικαιολογημένα νομικά μέτρα για την προστασία του δημόσιου συμφέροντος και της ακεραιότητας των δημόσιων φορέων· θεωρεί ότι τυχόν απαγόρευση επαγγελματικής μετακίνησης μπορεί, κατά περίπτωση, να απαιτεί τη χορήγηση προσωρινού επιδόματος για να καλυφθεί το χρονικό διάστημα που θα μεσολαβήσει για την εξεύρεση κατάλληλης θέσης εργασίας.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗ
ΣΤΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ημερομηνία έγκρισης |
19.11.2020 |
|
|
|
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
26 13 20 |
||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Gunnar Beck, Marek Belka, Isabel Benjumea Benjumea, Stefan Berger, Gilles Boyer, Francesca Donato, Derk Jan Eppink, Engin Eroglu, Markus Ferber, Jonás Fernández, Frances Fitzgerald, José Manuel García-Margallo y Marfil, Luis Garicano, Sven Giegold, Valentino Grant, Claude Gruffat, José Gusmão, Enikő Győri, Eero Heinäluoma, Danuta Maria Hübner, Stasys Jakeliūnas, Othmar Karas, Billy Kelleher, Ondřej Kovařík, Γεώργιος Κύρτσος, Aurore Lalucq, Philippe Lamberts, Aušra Maldeikienė, Pedro Marques, Κώστας Μαυρίδης, Jörg Meuthen, Csaba Molnár, Siegfried Mureşan, Caroline Nagtegaal, Luděk Niedermayer, Piernicola Pedicini, Lídia Pereira, Sirpa Pietikäinen, Dragoș Pîslaru, Evelyn Regner, Antonio Maria Rinaldi, Alfred Sant, Joachim Schuster, Ralf Seekatz, Pedro Silva Pereira, Paul Tang, Irene Tinagli, Ernest Urtasun, Inese Vaidere, Johan Van Overtveldt, Stéphanie Yon-Courtin, Marco Zanni, Roberts Zīle |
|||
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Manon Aubry, Patryk Jaki, Eugen Jurzyca, Maximilian Krah, Ville Niinistö, Mick Wallace |
|||
ΤΕΛΙΚΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΜΕ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΚΛΗΣΗ ΣΤΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
26 |
+ |
GUE/NGL |
Manon Aubry, José Gusmão, Mick Wallace |
NI |
Piernicola Pedicini |
PPE |
Frances Fitzgerald, Sirpa Pietikäinen |
RENEW |
Billy Kelleher |
S&D |
Marek Belka, Jonás Fernández, Eero Heinäluoma, Aurore Lalucq, Pedro Marques, Κώστας Μαυρίδης, Csaba Molnár, Evelyn Regner, Alfred Sant, Joachim Schuster, Pedro Silva Pereira, Paul Tang, Irene Tinagli |
VERTS/ALE |
Sven Giegold, Claude Gruffat, Stasys Jakeliūnas, Philippe Lamberts, Ville Niinistö, Ernest Urtasun |
13 |
- |
PPE |
Isabel Benjumea Benjumea, Stefan Berger, Markus Ferber, José Manuel García-Margallo y Marfil, Enikő Győri, Danuta Maria Hübner, Γεώργιος Κύρτσος, Aušra Maldeikienė, Siegfried Mureşan, Lídia Pereira, Ralf Seekatz, Inese Vaidere |
RENEW |
Dragoș Pîslaru |
20 |
0 |
ECR |
Derk Jan Eppink, Patryk Jaki, Eugen Jurzyca, Johan Van Overtveldt, Roberts Zīle |
ID |
Gunnar Beck, Francesca Donato, Valentino Grant, Maximilian Krah, Jörg Meuthen, Antonio Maria Rinaldi, Marco Zanni |
PPE |
Othmar Karas, Luděk Niedermayer |
RENEW |
Filles Boyer, Engin Eroglu, Luis Garicano, Ondřej Kovařík, Caroline Nagtegaal, Stéphanie Yon-Courtin |
Υπόμνημα των χρησιμοποιούμενων συμβόλων:
+ : υπέρ
- : κατά
0 : αποχή
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΑΦΟΡΩΝ (13.4.2021)
προς την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων
σχετικά με την ενίσχυση της διαφάνειας και της ακεραιότητας στα θεσμικά όργανα της ΕΕ με τη σύσταση ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας της ΕΕ
Συντάκτης γνωμοδότησης: Radan Kanev
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Η Επιτροπή Αναφορών καλεί την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:
1. χαιρετίζει τη δέσμευση που ανέλαβε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενώπιον του Κοινοβουλίου για τη σύσταση ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας της ΕΕ·
2. επισημαίνει ότι όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ οφείλουν να τηρούν αυστηρά πρότυπα δεοντολογίας και διαφάνειας και καλεί όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ να συνάψουν συμφωνία για τη σύσταση ενός κοινού πλαισίου δεοντολογίας, στο οποίο θα αποτυπώνονται τα εν λόγω πρότυπα· τονίζει ότι η ύπαρξη αυστηρών προτύπων διαφάνειας και ακεραιότητας σε όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ είναι απαραίτητη για να μπορούν οι πολίτες να ασκούν το δημοκρατικό δικαίωμά τους να συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ΕΕ και, ως εκ τούτου, να ενισχύεται η δημοκρατική νομιμότητα και αξιοπιστία της Ένωσης και να ενδυναμώνεται ταυτόχρονα η εμπιστοσύνη στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης· τονίζει στη συνάρτηση αυτή ότι η εμπιστοσύνη των πολιτών στους πολιτικούς θεσμούς αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο των αντιπροσωπευτικών δημοκρατιών· υπενθυμίζει ότι η Πρόεδρος της Επιτροπής, στις πολιτικές κατευθυντήριες γραμμές της για την Επιτροπή 2019-2024, δεσμεύτηκε ότι θα εργαστεί για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας, ο οποίος θα είναι κοινός για όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, και τόνισε ότι, προκειμένου οι πολίτες να έχουν εμπιστοσύνη στην ΕΕ, τα θεσμικά της όργανα θα πρέπει να είναι ανοικτά και ανεπίληπτα σε θέματα δεοντολογίας, διαφάνειας και ακεραιότητας· επισημαίνει ότι το δικαίωμα αναφοράς πρέπει να ενισχυθεί ώστε να παρέχεται στους πολίτες βέλτιστη στήριξη προκειμένου να ξεκινήσουν και να διατηρήσουν άμεσο διάλογο με εκπροσώπους των θεσμικών οργάνων της ΕΕ με στόχο την επίλυση των προβλημάτων που τους επηρεάζουν, συμβάλλοντας έτσι στη βελτίωση της ανοικτότητας, της δυνατότητας αντίδρασης και της λογοδοσίας τους και γεφυρώνοντας παράλληλα το χάσμα μεταξύ πολιτών και θεσμικών οργάνων της ΕΕ· σημειώνει εν προκειμένω ότι θα πρέπει να διασφαλίζεται πλήρως η προσβασιμότητα των ατόμων με αναπηρία στις σελίδες υποδοχής που αφορούν αναφορές και καταγγελίες·
3. υπογραμμίζει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που επιδεικνύουν οι πολίτες σε θέματα διαφάνειας και ακεραιότητας στη λειτουργία των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, όπως προκύπτει από σειρά αναφορών που έχουν υποβληθεί στην Επιτροπή Αναφορών, στις οποίες οι αναφέροντες ζητούν πλήρη διαφάνεια[7], μεταξύ άλλων όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων στο Συμβούλιο και τις επαφές του με εκπροσώπους ομάδων συμφερόντων· εκφράζει την ανησυχία του όσον αφορά τις διαδικασίες διορισμού ανώτερων υπαλλήλων της ΕΕ[8] και τον χειρισμό των συγκρούσεων συμφερόντων μελών της Επιτροπής καθώς και των παραβιάσεων του κώδικα δεοντολογίας των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου[9] καθώς και όσον αφορά τον έλεγχο των υποχρεώσεων διαφάνειας και την επαλήθευση της συμμόρφωσης με τους κανόνες για τη μεταπήδηση στον ιδιωτικό τομέα· υπογραμμίζει επίσης ότι, όπως και τα προηγούμενα έτη, η πλειονότητα των ερευνών που περατώθηκαν το 2019 από την Ευρωπαία Διαμεσολαβήτρια επικεντρώθηκε σε θέματα διαφάνειας και λογοδοσίας, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης του κοινού σε πληροφορίες και έγγραφα·
4. θεωρεί, ως η επιτροπή που τελεί σε πιο άμεση επαφή με την κοινή γνώμη και την αντίδραση του κοινού σε θέματα διαφάνειας και ακεραιότητας των θεσμικών οργάνων, ότι η δημοκρατική προσέγγιση και η πολιτική ευθύνη, σε συνδυασμό με τα αυστηρότερα πρότυπα δεοντολογίας, διαφάνειας και λογοδοσίας, αποτελούν βασικά στοιχεία κάθε μηχανισμού ελέγχου σε κάθε συνταγματική δημοκρατία καθώς και στην ΕΕ· τονίζει την ανάγκη περαιτέρω ενίσχυσης των μηχανισμών δημοκρατικής λογοδοσίας σε επίπεδο ΕΕ· ενθαρρύνει, στο πλαίσιο αυτό, τη θέσπιση ενός κοινού δεοντολογικού πλαισίου για όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και ενός οργάνου δεοντολογίας της ΕΕ που θα πρέπει να λειτουργεί με αποπολιτικοποιημένο και ανεξάρτητο τρόπο, παράλληλα με τους μηχανισμούς πολιτικού ελέγχου που κατοχυρώνονται στις Συνθήκες, προκειμένου να ενισχυθούν περαιτέρω και να διασφαλιστούν τα υψηλότερα δυνατά πρότυπα λογοδοσίας, διαφάνειας και ακεραιότητας σε επίπεδο ΕΕ, να διασφαλιστεί ότι οι δημόσιες αποφάσεις λαμβάνονται με κριτήριο το γενικό συμφέρον και, ως εκ τούτου, να αυξηθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στα θεσμικά όργανα της ΕΕ·
5. τονίζει ότι το Κοινοβούλιο, ως το μόνο άμεσα εκλεγόμενο από τους πολίτες της ΕΕ αντιπροσωπευτικό όργανο, οφείλει να συνεχίσει το σημαντικό του καθήκον που συνίσταται στον έλεγχο της πολιτικής αξιολόγησης της Επιτροπής και των άλλων θεσμικών οργάνων, καθώς και να μεριμνά για την καταλληλότητα ορισμένων υποψηφίων για θέσεις υψηλού επιπέδου· τονίζει ότι το Κοινοβούλιο πρέπει να διαδραματίζει καίριο ρόλο στο πλαίσιο της διαδικασίας ενίσχυσης του υφιστάμενου συστήματος ελέγχου της ΕΕ σε θέματα δεοντολογίας που εφαρμόζεται σε όλα τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της ΕΕ, ώστε να αυξηθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων της ΕΕ· προτείνει να ορίσει το Κοινοβούλιο υποψηφίους για ένα μελλοντικό ανεξάρτητο όργανο δεοντολογίας της ΕΕ·
6. τονίζει ότι ένα υψηλό επίπεδο διαφάνειας στη νομοθετική διαδικασία έχει καθοριστική σημασία προκειμένου να μπορούν οι πολίτες να καλούν τους εκλεγμένους αντιπροσώπους τους και τις κυβερνήσεις να λογοδοτήσουν· επαναλαμβάνει, ως εκ τούτου, την έκκλησή του προς το Συμβούλιο να ευθυγραμμίσει τις μεθόδους εργασίας του με τα πρότυπα της κοινοβουλευτικής και συμμετοχικής δημοκρατίας σύμφωνα με τις Συνθήκες και να βελτιώσει τους κανόνες και τις πρακτικές του σχετικά με τη διαφάνεια της νομοθετικής του διαδικασίας, με βάση τις συστάσεις του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Ευρωπαίας Διαμεσολαβήτριας, οι οποίες υποστηρίχθηκαν με συντριπτική πλειοψηφία από το Κοινοβούλιο στο βασισθέν στην κοινή έκθεση της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων και της Επιτροπής Αναφορών ψήφισμά του της 17ης Ιανουαρίου 2019 σχετικά με τη στρατηγική έρευνα OI/2/2017 της Διαμεσολαβήτριας, η οποία αφορούσε τη διαφάνεια των νομοθετικού περιεχομένου συζητήσεων στα προπαρασκευαστικά όργανα του Συμβουλίου της ΕΕ[10]· υπενθυμίζει ότι πρόσβαση στην εσωτερική επικοινωνία των θεσμικών οργάνων της ΕΕ πρέπει να έχουν και τα άτομα με αναπηρία·
7. θεωρεί ότι είναι απαραίτητο όλα τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης να διαθέτουν μητρώο διαφάνειας, προκειμένου να είναι δυνατός ο δημόσιος έλεγχος και να παρέχεται στους πολίτες και σε άλλες ομάδες συμφερόντων η δυνατότητα παρακολούθησης των δραστηριοτήτων εκπροσώπων ομάδων συμφερόντων και του αντικτύπου τους στις αποφάσεις και τη νομοθεσία·
8. τονίζει ότι το υφιστάμενο αυτορρυθμιζόμενο πλαίσιο δεοντολογίας έχει αποδειχθεί ανεπαρκές και έχει οδηγήσει σε κατακερματισμένη προσέγγιση και σε διαφορετικά πρότυπα δεοντολογίας μεταξύ των θεσμικών οργάνων της ΕΕ· επισημαίνει ότι τα τελευταία χρόνια πολυάριθμες περιπτώσεις αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς και παραβίασης των κανόνων έχουν παραμείνει χωρίς κυρώσεις, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει ότι το υφιστάμενο ενωσιακό σύστημα άσκησης ελέγχου σε θέματα δεοντολογίας εξακολουθεί να παρουσιάζει σοβαρές ελλείψεις και ασυνέπειες· πιστεύει ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να εντοπιστούν και να αντιμετωπιστούν οι αδυναμίες που υφίστανται στις τρέχουσες διαδικασίες· υπογραμμίζει συναφώς ότι η αναβάθμιση των υφιστάμενων κατακερματισμένων διαδικασιών που βασίζονται σε μια αυτορρυθμιζόμενη προσέγγιση, μέσω της θέσπισης ενός πιο αποτελεσματικού ενωσιακού συστήματος άσκησης ελέγχου σε θέματα δεοντολογίας, με τη δημιουργία ενός ενιαίου ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας της ΕΕ, είναι υψίστης σημασίας προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεκτική και πλήρης εφαρμογή των προτύπων δεοντολογίας καθώς και των αρχών των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης σε όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ· τονίζει, επιπλέον, ότι ο εν λόγω φορέας δεοντολογίας θα πρέπει να αναλάβει τον ρόλο των επιτροπών δεοντολογίας που λειτουργούν σήμερα στα διάφορα θεσμικά όργανα και οργανισμούς της ΕΕ και να εργαστεί για την εναρμόνιση των διαφορετικών ερμηνειών των κανόνων και των όρων, όπως «σύγκρουση συμφερόντων», προκειμένου να αποφευχθούν οι αποκλίσεις, να διασφαλιστεί η σαφήνεια και, ως εκ τούτου, να αυξηθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στη λειτουργία των θεσμικών οργάνων της ΕΕ·
9. υπογραμμίζει την ανάγκη να επανεξεταστούν και να ευθυγραμμιστούν η σχετική νομοθεσία και οι κώδικες δεοντολογίας της ΕΕ, οι οποίοι απαιτούν πλήρη διαφάνεια σχετικά με τις θέσεις ή τα έργα που αναλαμβάνουν υψηλόβαθμοι και ανώτεροι υπάλληλοι των θεσμικών οργάνων και των οργανισμών της ΕΕ ή βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μεταξύ άλλων και μετά την λήξη της θητείας τους· υπογραμμίζει, στο πλαίσιο αυτό, ότι ορισμένοι δημόσιοι υπάλληλοι δηλώνουν εαυτούς απαλλαγμένους από συγκρούσεις συμφερόντων και αυτοαξιολογούνται όσον αφορά την τήρηση δεοντολογικών προτύπων·
επισημαίνει, ωστόσο, ότι οι εν λόγω δηλώσεις και αυτοαξιολογήσεις δεν επαρκούν και ότι, συνεπώς, απαιτείται πρόσθετος έλεγχος· τονίζει ότι αυτό το καθήκον θα πρέπει να εμπίπτει στην αρμοδιότητα ενός ανεξάρτητου εξειδικευμένου τρίτου μέρους, υπό τη μορφή ενός ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας για όλα τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της ΕΕ·
10. φρονεί ότι τα θεσμικά όργανα της ΕΕ θα πρέπει να τηρούν αυστηρά πρότυπα δεοντολογίας ώστε να αποτρέπονται περιπτώσεις μεταπήδησης στον ιδιωτικό τομέα και σύγκρουσης συμφερόντων, μεταξύ δε άλλων και όσον αφορά διορισμούς σε ανώτερες θέσεις στα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της ΕΕ· εκφράζει την ανησυχία του για το γεγονός ότι οι περιπτώσεις αυτές, ακόμη και αν είναι σύννομες, υπονομεύουν σημαντικά την αξιοπιστία των θεσμικών οργάνων της ΕΕ στο σύνολό τους και συχνά αξιοποιούνται από την αντιευρωπαϊκή προπαγάνδα για τη διασπορά ευρωσκεπτικιστικών αντιλήψεων στο κοινό· ζητεί τη σύσταση ενός ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας για όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, ο οποίος θα εποπτεύει την εφαρμογή ενός μελλοντικού κοινού πλαισίου δεοντολογίας και θα είναι αρμόδιος για τους κοινούς κανόνες σχετικά με το περιεχόμενο και τη δημοσίευση των δηλώσεων συμφερόντων, την αποτροπή συγκρούσεων συμφερόντων και μεταπήδησης στον ιδιωτικό τομέα, την αποδοχή δώρων και φιλοξενίας, την προστασία των καταγγελλόντων και των θυμάτων παρενόχλησης, τη διαφάνεια κατά τις συναντήσεις ομάδων συμφερόντων, τις δημόσιες συμβάσεις και τα χρονοδιαγράμματα συνεδριάσεων του ανώτερου προσωπικού, καθώς και τη χρήση διαφανών τραπεζικών λογαριασμών για τα δημόσια κονδύλια·
11. θεωρεί ότι οι διαδικασίες επιλογής υποψηφίων για ανώτερες θέσεις πρέπει να διεξάγονται βάσει απολύτως αντικειμενικών κριτηρίων και να καθίστανται πλήρως διαφανείς για το ευρύ κοινό· τονίζει ότι θα πρέπει να θεσπιστεί ένα πλαίσιο για ερωτήσεις και αντιρρήσεις, συνοδευόμενο από ανοικτές διαδικασίες παρακολούθησης και από τη δυνατότητα ακύρωσης αποφάσεων οι οποίες αποδεικνύεται ότι στερούνται επαρκούς διαφάνειας και ακεραιότητας· τονίζει ότι οι διαδικασίες θα πρέπει να αξιολογούνται τακτικά, με σκοπό τον έλεγχο της αποτελεσματικότητάς τους και την πραγματοποίηση βελτιώσεων, όπου αυτό απαιτείται·
12. διαπιστώνει ότι ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν ήδη επιβάλει ένα υψηλό επίπεδο απαιτήσεων διαφάνειας για τους εκλεγμένους και διορισμένους υπαλλήλους τους όσον αφορά τη σύγκρουση συμφερόντων, τις πηγές εισοδημάτων και τα οικογενειακά περιουσιακά στοιχεία· θεωρεί επιβεβλημένο να τυποποιήσουν τα θεσμικά όργανα της ΕΕ τις διαδικασίες τους και να εφαρμόσουν τα ίδια υψηλά πρότυπα δεοντολογίας και ακεραιότητας·
13. υπογραμμίζει τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής στη διασφάλιση ύψιστων προτύπων διαφάνειας και ακεραιότητας στα θεσμικά όργανα της ΕΕ· τονίζει τον καίριο ρόλο του Διαμεσολαβητή στον έλεγχο της ορθής λειτουργίας της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης, ο οποίος θα πρέπει να συνεχιστεί και μετά τη σύσταση του φορέα δεοντολογίας της ΕΕ· θεωρεί αναγκαίο, στο πλαίσιο αυτό, να διαφυλαχθεί και, εάν χρειαστεί, να ενισχυθεί ο ρόλος του Διαμεσολαβητή ως του πρώτου φορέα στον οποίο μπορούν να απευθυνθούν οι πολίτες όταν εκφράζουν ανησυχίες σχετικά με τα θεσμικά όργανα· καλεί την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων, στο πλαίσιο της προσπάθειας ενίσχυσης των κανόνων δεοντολογίας και επιβολής τους μέσω της σύστασης ενός ενιαίου ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας σε επίπεδο ΕΕ, να εξετάσει και να λάβει πλήρως υπόψη όλες τις ελλείψεις και τα κενά στο υφιστάμενο πλαίσιο δεοντολογίας της ΕΕ, όπως αυτά διαπιστώθηκαν επίσης και στις έρευνες που διεξήχθησαν από τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή· προτείνει τη σύναψη διοργανικής συμφωνίας της ΕΕ για τη σύσταση ενός ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας για το Κοινοβούλιο και την Επιτροπή, στον οποίο θα είναι δυνατή η συμμετοχή όλων των θεσμικών οργάνων, των οργανισμών και των φορέων της ΕΕ, με σκοπό τη βελτίωση όλων των συναφών πτυχών· συνιστά να δοθεί στο φορέα αυτό μια σαφής εντολή και να λειτουργήσει σε τεχνικό επίπεδο με μια μόνιμη, ανεξάρτητη, αμερόληπτη, συλλογική και ισόρροπη ως προς το φύλο δομή·
14. συνιστά να αποτελείται ο ενιαίος ανεξάρτητος φορέας δεοντολογίας από μέλη που επιλέγονται από την Επιτροπή και εκλέγονται από το Κοινοβούλιο, ως υποψήφιοι δε να επιλέγονται, μεταξύ άλλων: πρώην Πρόεδροι του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, πρώην Ευρωπαίοι Διαμεσολαβητές και πρώην βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου· συνιστά οι υποψήφιοι να επιλέγονται με βάση την ακεραιότητα, τις ικανότητες, την εμπειρία τους και την απουσία σύγκρουσης συμφερόντων· συνιστά να αναλυθούν διεξοδικά κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επιλογής οι υφιστάμενοι ή πρώην πολιτικοί ρόλοι των υποψηφίων, δεδομένου του ρόλου του εν λόγω φορέα και του απαιτούμενου υψηλού επιπέδου αμεροληψίας· υπογραμμίζει ότι θα πρέπει να αποφεύγεται πλήρως μια πλειοψηφία μελών προερχόμενων από το πολιτικό προσωπικό· ζητεί μια ισόρροπη εκπροσώπηση ανδρών και γυναικών στη σύνθεση του ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας· έχει την πεποίθηση ότι πρέπει να δοθούν στον ανεξάρτητο φορέα δεοντολογίας εξουσίες ελέγχου και παροχής συμβουλών σχετικά με τα δεοντολογικά πρότυπα· υπογραμμίζει ότι απαιτείται περαιτέρω διάλογος σχετικά με τις εξουσίες του ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας, ώστε να γίνεται σεβαστός ο ρόλος των υφιστάμενων οργανισμών καθώς και των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, όπως ορίζονται στις Συνθήκες· καλεί, ως εκ τούτου, την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων να εξετάσει την πιθανή δομή, τη διαδικασία επιλογής και τις αρμοδιότητες του ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας·
15. πιστεύει ότι ο ανεξάρτητος φορέας δεοντολογίας πρέπει να διαθέτει επαρκείς ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους προκειμένου να εκπληρώνει αποτελεσματικά τα καθήκοντά του· τονίζει ότι ο ανεξάρτητος φορέας δεοντολογίας πρέπει να διενεργεί συστηματικές επιθεωρήσεις και ελέγχους προκειμένου να διασφαλίζει ότι τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και τα συνεργαζόμενα με αυτά τρίτα μέρη, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι εγγεγραμμένα στο Μητρώο Διαφάνειας, τηρούν αδιαλείπτως σε βάθος χρόνου τα κριτήρια διαφάνειας· εκτιμά ότι ο ανεξάρτητος φορέας δεοντολογίας πρέπει να διαθέτει μηχανισμούς για την εσωτερική διαχείριση καταγγελιών εντός των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, ούτως ώστε οι ανησυχίες σχετικά με τυχόν παραβιάσεις να μπορούν να κοινοποιούνται εμπιστευτικά και να εξετάζονται με διακριτικότητα.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗ
ΣΤΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ημερομηνία έγκρισης |
13.4.2021 |
|
|
|
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
19 6 9 |
||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Alex Agius Saliba, Andris Ameriks, Marc Angel, Margrete Auken, Alexander Bernhuber, Markus Buchheit, Ryszard Czarnecki, Eleonora Evi, Agnès Evren, Gheorghe Falcă, Εμμανουήλ Φράγκος, Mario Furore, Gianna Gancia, Ibán García Del Blanco, Αλέξης Γεωργούλης, Peter Jahr, Radan Kanev, Στέλιος Κυμπουρόπουλος, Cristina Maestre Martín De Almagro, Dolors Montserrat, Ulrike Müller, Emil Radev, Sira Rego, Frédérique Ries, Alfred Sant, Monica Semedo, Massimiliano Smeriglio, Yana Toom, Thomas Waitz, Stefania Zambelli, Tatjana Ždanoka, Kosma Złotowski |
|||
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Anne-Sophie Pelletier, Ramona Strugariu, Rainer Wieland |
|||
ΤΕΛΙΚΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΜΕ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΚΛΗΣΗ
ΣΤΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
19 |
+ |
PPE |
Radan Kanev |
Renew |
Ulrike Müller, Frédérique Ries, Monica Semedo, Ramona Strugariu, Yana Toom |
S&D |
Alex Agius Saliba, Andris Ameriks, Marc Angel, Ibán García Del Blanco, Cristina Maestre Martín De Almagro, Alfred Sant, Massimiliano Smeriglio |
The Left |
Anne-Sophie Pelletier, Sira Rego |
Verts/ALE |
Margrete Auken, Eleonora Evi, Thomas Waitz, Tatjana Ždanoka |
6 |
- |
PPE |
Alexander Bernhuber, Agnès Evren, Gheorghe Falcă, Peter Jahr, Dolors Montserrat, Rainer Wieland |
9 |
0 |
ECR |
Ryszard Czarnecki, Εμμανουήλ Φράγκος, Kosma Złotowski |
ID |
Markus Buchheit, Gianna Gancia, Stefania Zambelli |
NI |
Mario Furore |
PPE |
Στέλιος Κυμπουρόπουλος, Emil Radev |
Υπόμνημα των χρησιμοποιούμενων συμβόλων:
+: υπέρ
-: κατά
0: αποχή
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ημερομηνία έγκρισης |
14.7.2021 |
|
|
|
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
18 8 1 |
||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Gerolf Annemans, Gabriele Bischoff, Damian Boeselager, Fabio Massimo Castaldo, Leila Chaibi, Włodzimierz Cimoszewicz, Gwendoline Delbos-Corfield, Daniel Freund, Charles Goerens, Esteban González Pons, Sandro Gozi, Brice Hortefeux, Laura Huhtasaari, Giuliano Pisapia, Paulo Rangel, Antonio Maria Rinaldi, Domènec Ruiz Devesa, Jacek Saryusz-Wolski, Helmut Scholz, Pedro Silva Pereira, Sven Simon, Antonio Tajani, Mihai Tudose, Guy Verhofstadt, Loránt Vincze, Rainer Wieland |
|||
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Gilles Boyer |
|||
ΤΕΛΙΚΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΜΕ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΚΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
18 |
+ |
ID |
Gerolf Annemans, Laura Huhtasaari |
NI |
Fabio Massimo Castaldo |
Renew |
Gilles Boyer, Charles Goerens, Sandro Gozi, Guy Verhofstadt |
S&D |
Gabriele Bischoff, Włodzimierz Cimoszewicz, Giuliano Pisapia, Domènec Ruiz Devesa, Pedro Silva Pereira, Mihai Tudose |
The Left |
Leila Chaibi, Helmut Scholz |
Verts/ALE |
Damian Boeselager, Gwendoline Delbos Corfield, Daniel Freund |
8 |
- |
ECR |
Jacek Saryusz Wolski |
PPE |
Esteban González Pons, Brice Hortefeux, Paulo Rangel, Sven Simon, Antonio Tajani, Loránt Vincze, Rainer Wieland |
1 |
0 |
ID |
Antonio Maria Rinaldi |
Υπόμνημα των χρησιμοποιούμενων συμβόλων:
+ : υπέρ
- : κατά
0 : αποχή
- [1] ΕΕ C 337 της 20.9.2018, σ. 120.
- [2] Κείμενα που εγκρίθηκαν, P9_TA(2020)0327.
- [3] ΕΕ L 262 της 7.10.2005, σ. 1.
- [4] ΕΕ L 304 της 20.10.2010, σ. 47.
- [5] Κείμενα που εγκρίθηκαν, P9_TA(2020)0017).
- [6] ΕΕ L 94 της 28.3.2014, σ. 65.
- [7] Αναφορές αριθ. 0134/2019, 0939/2018, 0161/2017, 1367/2015, 0696/2015, 0698/2013.
- [8] Αναφορές αριθ. 0224/2018 και 0799/2018, 0799/2018.
- [9] Αναφορές αριθ. 0742/2017, 1004/2016, 2485/2014, 1984/2014.
- [10] ΕΕ C 411 της 27.11.2020, σ. 149.