ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ
22.6.2005
της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων
σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής που τροποποιεί, με σκοπό την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο, το Παράρτημα της οδηγίας 2002/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικίνδυνων ουσιών σε είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού
B6‑0392/2005
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής για οδηγία του Συμβουλίου που τροποποιεί, με σκοπό την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο, το Παράρτημα της οδηγίας 2002/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικίνδυνων ουσιών σε είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής που τροποποιεί, με σκοπό την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο, το Παράρτημα της οδηγίας 2002/95/ΕΚ[1] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικίνδυνων ουσιών σε είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (COM-AC_DR(2005)CMT-2005-1948-2),
– έχοντας υπόψη την οδηγία 2003/11/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 2003, για την 24η τροποποίηση της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τους περιορισμούς κυκλοφορίας στην αγορά και τη χρήση ορισμένων επικίνδυνων ουσιών και παρασκευασμάτων (πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρας, οκταβρωμοδιφαινυλαιθέρας)[2],
– έχοντας υπόψη το άρθρο 95, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 81 του Κανονισμού του,
A. εκτιμώντας ότι ένας από τους στόχους της οδηγίας 2002/95/ΕΚ είναι η συμβολή στην προστασία της ανθρώπινης υγείας και στην περιβαλλοντικώς ορθή αξιοποίηση και διάθεση των αποβλήτων ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού· επισημαίνοντας ότι το άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2002/95/ΕΚ περιορίζει τη χρήση ορισμένων επικίνδυνων ουσιών σε νέα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού που θα διατίθενται στην αγορά από την 1η Ιουλίου 2006, εκτός εάν εξαιρούνται στο παράρτημα,
Β. εκτιμώντας ότι, στις 19 Απριλίου 2005, η επιτροπή που θεσπίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 2002/95/ΕΚ, δεν υιοθέτησε ευνοϊκή γνώμη υπέρ του σχεδίου απόφασης της Επιτροπής προς τροποποίηση του παραρτήματος της οδηγίας 2002/95/ΕΚ διαγράφοντας αξιολόγηση προτεραιότητας συγκεκριμένων ειδών και προσθέτοντας δύο νέες εξαιρέσεις στο παράρτημα (το δέκα-BDE σε πολυμερικές εφαρμογές, τον μόλυβδο ως στοιχείο κράματος στον χάλυβα για κάλυκες και σωλήνες)· ότι στις 8 Ιουνίου 2005 το Κοινοβούλιο παρέλαβε πρόταση της Επιτροπής για απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με την τροποποίηση του παραρτήματος της οδηγίας 2002/95/ΕΚ κατά τον ίδιο τρόπο,
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 5 παράγραφος 5 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζει το δικαίωμα του Κοινοβουλίου να εγκρίνει ψήφισμα με το οποίο θα ενημερώνει το Συμβούλιο ότι η πρόταση της Επιτροπής "υπερβαίνει τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που προβλέπονται από αυτή τη βασική πράξη"[3],
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας επιτρέπει την υιοθέτηση τροποποιήσεων που είναι αναγκαίες για την προσαρμογή του παραρτήματος στην επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο στην επιτροπολογία· ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, εδάφιο β) της οδηγίας 2002/95/ΕΚ προβλέπει την πιθανότητα εξαίρεσης επικίνδυνων ουσιών από την απαγόρευση, εάν η αντικατάστασή τους με ασφαλέστερες εναλλακτικές λύσεις δεν είναι εφικτή[4]· ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, εδάφιο β) της οδηγίας 2002/95/ΕΚ ορίζει τα μοναδικά κριτήρια που μπορούν να ληφθούν υπόψη για την πιθανή προσθήκη εξαιρέσεων στο παράρτημα της επιτροπολογίας,
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 2 της προτεινόμενης απόφασης, επικαλείται ότι ορισμένα υλικά και κατασκευαστικά στοιχεία που περιέχουν ορισμένες επικίνδυνες ουσίες πρέπει να εξαιρεθούν από την απαγόρευση, καθώς η εξάλειψη ή υποκατάστασή των εν λόγω επικίνδυνων ουσιών που περιέχονται στα συγκεκριμένα υλικά και κατασκευαστικά στοιχεία εξακολουθεί να είναι ανέφικτη· εκτιμώντας ότι αρκετές μελέτες έχουν αποδείξει το αντίθετο, δηλαδή ότι υπάρχουν ασφαλέστερες εναλλακτικές λύσεις του δέκα-BDE, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2002/95/ΕΚ, για πολλές, εάν όχι όλες, τις πολυμερικές εφαρμογές σε ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό,
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 3, επικαλείται ότι καθώς η αξιολόγηση κινδύνου του δέκα-BDE (...) έχει δείξει ότι επί του παρόντος δεν υπάρχει ανάγκη για μέτρα μείωσης των κινδύνων για τους καταναλωτές (...), το δέκα-BDE μπορεί να εξαιρεθεί από τις απαιτήσεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/95/ΕΚ, επισημαίνοντας ότι παρόλο που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα τμήματα επιστημονικής αξιολόγησης κινδύνων, καθώς και η γνώμη της αρμόδιας επιστημονικής επιτροπής για γενικά νομοθετικά μέτρα στην ΕΕ, δεν συμπεριλαμβάνονται αξιολογήσεις κινδύνων για ουσίες που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/95/ΕΚ στο άρθρο 5, παράγραφος 1, εδάφιο β) της οδηγίας 2002/95/ΕΚ και, επομένως, δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως δικαιολογία της τροπολογίας του παραρτήματος στην επιτροπολογία· επισημαίνοντας ότι μια τέτοια αναθεώρηση χρήζει νομοθετικής πρότασης σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 251 της Συνθήκης,
Ζ. εκτιμώντας ότι, υπό την επιφύλαξη του μη παραδεκτού της αξιολόγησης κινδύνων στην επιτροπολογία, η προτεινόμενη απόφαση αγνοεί τα αποτελέσματα της επιπρόσθετης αξιολόγησης περιβαλλοντικών κινδύνων του Μαίου 2004, σύμφωνα με τα ευρήματα της οποίας το δέκα-BDE έχει υψηλή υπολειμματική δράση και παρουσίασε στοιχεία για την ευρεία παρουσία του σε κύρια αρπακτικά και στην Αρκτική, για νευροτοξικές επιπτώσεις, πρόσληψη της ουσίας από θηλαστικά σε εργαστηριακές μελέτες και πιθανή δημιουργία ακόμη πιο τοξικών και συσσωρευτικών προϊόντων όπως, μεταξύ άλλων, συγγενείς χαμηλής βρωμίωσης δυφαινυλαιθέρες· εκτιμώντας ότι το εμπόριο και η χρήση όλων των διαθέσιμων στην αγορά συγγενών χαμηλής βρωμίωσης δυφαινυλαιθέρες απαγορεύτηκε από την οδηγία 2003/11/ΕΚ από την 15η Αυγούστου 2004,
Η. εκτιμώντας ότι η προτεινόμενη απόφαση έρχεται σε αντίθεση με τη γνώμη που διατύπωσε για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η Επιστημονική Επιτροπή για Περιβαλλοντικούς Κινδύνους και Κινδύνους της Υγείας στις 18 Μαρτίου 2005, όπου συνιστά μετ΄ επιτάσεως περαιτέρω μείωση των κινδύνων βάσει της ανωτέρω αναφερόμενης αξιολόγησης των κινδύνων,
Ι. εκτιμώντας ότι η προτεινόμενη απόφαση ματαιώνει έναν από τους κύριους στόχους της οδηγίας 2002/95/ΕΚ και έρχεται σε αντίθεση με τη ρητή θέληση των από κοινού νομοθετών, όπως διατυπώθηκε στην αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας 2003/11/ΕΚ, με την οποία το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ζήτησαν περαιτέρω μέτρα μείωσης των κινδύνων του δέκα-BDE, χωρίς καθυστέρηση, εκτός και εάν η περαιτέρω αξιολόγηση των κινδύνων οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι το δέκα-BDE δεν αποτελεί λόγο ανησυχίας· επισημαίνοντας ότι η επιπρόσθετη αξιολόγηση των κινδύνων προσκόμισε περαιτέρω ανησυχητικά στοιχεία,
1. θεωρεί ότι η Επιτροπή δεν έπραξε σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, εδάφιο β) της οδηγίας 2002/95/ΕΚ και, επομένως, υπερέβη τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που προβλέπει η οδηγία·
2. ζητεί από το Συμβούλιο να αντιταχθεί στην πρόταση, εφόσον η Επιτροπή δεν την τροποποιήσει, αφαιρώντας το τμήμα όσον αφορά το δεκα-BDE·
3. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, καθώς και στα κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις των κρατών μελών.
- [1] ΕΕ L 37 της 13.2.2003, σελ. 19.
- [2] ΕΕ L 42, της 15.2.2003, σελ. 45.
- [3] ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σελ. 23.
- [4] "εξαίρεση υλικών και κατασκευαστικών στοιχείων ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού από το άρθρο 4 παράγραφος 1, εφόσον η εξάλειψη ή υποκατάστασή τους με αλλαγές στο σχεδιασμό ή με υλικά και κατασκευαστικά στοιχεία που δεν απαιτούν τη χρησιμοποίηση υλικών ή ουσιών που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο είναι τεχνικώς ή επιστημονικώς ανέφικτη ή εάν οι αρνητικές επιπτώσεις της υποκατάστασης για το περιβάλλον, την υγεία ή/και την ασφάλεια των καταναλωτών ενδέχεται να είναι σημαντικότερες από τα πλεονεκτήματά της για το περιβάλλον, την υγεία ή/και την ασφάλεια των καταναλωτών"