Πρόταση ψηφίσματος - B6-0046/2007Πρόταση ψηφίσματος
B6-0046/2007

ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ

8.2.2007

εν συνεχεία δηλώσεων του Συμβουλίου και της Επιτροπής
σύμφωνα με το άρθρο 103, παράγραφος 2, του Κανονισμού
των βουλευτών: Francis Wurtz, Ilda Figueiredo και Helmuth Markov
εξ ονόματος Ομάδας GUE/NGL
σχετικά με τη συμβολή στο Εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του 2007 σε σχέση με τη Στρατηγική της Λισαβόνας

Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου :  
B6-0046/2007
Κείμενα που κατατέθηκαν :
B6-0046/2007
Κείμενα που εγκρίθηκαν :

B6‑0046/2007

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τη συμβολή στο Εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του 2007 σε σχέση με τη Στρατηγική της Λισαβόνας

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 12ης Απριλίου 2005 σχετικά με τις ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές για την ανάπτυξη και την απασχόληση (2005-2008) (CΟΜ(2005) 0141),

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 20ής Ιουλίου 2005 με τίτλο "Κοινές δράσεις για την ανάπτυξη και την απασχόληση: το κοινοτικό πρόγραμμα της Λισαβόνας" (CΟΜ(2005)0330),

–  έχοντας υπόψη τα 25 εθνικά Μεταρρυθμιστικά Προγράμματα της Λισαβόνας όπως αυτά υπεβλήθησαν από τα κράτη μέλη,

–  έχοντας υπόψη την εφαρμογή κατά το 2006 του Κοινοτικού Προγράμματος Λισαβόνας της Επιτροπής,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής με τίτλο "Απασχόληση στην Ευρώπη το 2006" της 6ης Νοεμβρίου 2006,

–  έχοντας υπόψη τις οικονομικές προβλέψεις της Επιτροπής που διατυπώθηκαν το φθινόπωρο του 2006 και συγκεκριμένα στις 6 Νοεμβρίου 2006,

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 22ας Νοεμβρίου 2006 με τίτλο "Εκσυγχρονισμός της εργατικής νομοθεσίας για την αντιμετώπιση των προκλήσεων του 21ου αιώνα" (COM(2006)0708),

–  έχοντας υπόψη τις προτάσεις της Επιτροπής στις 10 Ιανουαρίου 2007 σχετικά με την ενεργειακή πολιτική και τη μεταβολή του κλίματος,

–  έχοντας υπόψη τις προτάσεις της Επιτροπής της 10ης Ιανουαρίου 2007 σχετικά με την ενεργειακή πολιτική και την μεταβολή του κλίματος - έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Λισαβόνας στις 23 και 24 Μαρτίου 2000, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Στοκχόλμης στις 23 και 24 Μαρτίου 2001, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Βαρκελώνης στις 15 και 16 Μαρτίου 2002 και των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων των Βρυξελλών στις 22 και 23 Μαρτίου 2005, 15 και 16 Δεκεμβρίου 2005 και 23 και 24 Μαρτίου 2006,

–  έχοντας υπόψη τα ψηφίσματά του της 9ης Μαρτίου 2005 και 15ης Μαρτίου 2006 σχετικά με την ενδιάμεση αναθεώρηση της Στρατηγικής της Λισαβόνας,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 103, παράγραφος 2, του Κανονισμού του,

Βραδεία ανάπτυξη, υψηλή ανεργία, αυξανόμενη φτώχεια και ανισότητες - μια εικόνα της ΕΕ 7 χρόνια μετά τη Διάσκεψη Κορυφής της Λισαβόνας,

1.  επισημαίνει, με βαθειά ανησυχία, ότι από το 2000 η Ευρωπαϊκή Ένωση μαστίζεται από βραδύτητα στην οικονομική ανάπτυξη και την αύξηση της απασχόλησης, διοχέτευση των κερδών από την αύξηση της παραγωγικότητας από τους εργαζόμενους στους εργοδότες, σταθερά υψηλά ποσοστά ανεργίας, φτώχεια, κοινωνικό αποκλεισμό, επισφαλείς θέσεις εργασίας και εισοδηματική ανισότητα· αντίθετα, το μερίδιο των κερδών ως ποσοστό του ΑΕΠ στην περιοχή του ευρώ πλησιάζει στο ανώτατο επίπεδο των τελευταίων 25 χρόνων τουλάχιστον, ενώ το μερίδιο των αποδοχών φθίνει από δεκαετία σε δεκαετία ·

2.  επισημαίνει ότι η μέση οικονομική ανάπτυξη στην ΕΕ των 15 επιβραδύνθηκε με την πάροδο των δεκαετιών· υπενθυμίζει ότι από το 2000 η μέση οικονομική ανάπτυξη στην ΕΕ ανήλθε στο 1,4%, ποσοστό χαμηλότερο του 2,6% της περιόδου του 1991-2000· επισημαίνει ότι οι προβλέψεις κάνουν λόγο για μια νέα επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης μετά το 2006 δείχνοντας ότι η ανάκαμψη δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη·

3.  επισημαίνει ότι από το 2000 έως το 2005, η ανεργία παρουσίασε αύξηση στην ΕΕ κατά ένα εκατομμύριο παράλληλα με τεράστια αύξηση της επισφαλούς εργασίας στο πλαίσιο της οποίας άνω των 4,7 εκατομμυρίων εργαζομένων απασχολούνται με σύμβαση ορισμένου χρόνου και τουλάχιστον 1,1 εκατομμύριο σε θέσεις εργασίας με μερική απασχόληση· τονίζει ότι ακόμη και αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για μείωση της ανεργίας, η τελευταία θα εξακολουθήσει να υπάρχει σε ένα απαράδεκτο επίπεδο 17 εκατομμυρίων ανέργων στην ΕΕ· επισημαίνει ότι το 25% του εργατικού δυναμικού απασχολείται με άτυπες μορφές συμβάσεων (ορισμένου χρόνου, μερικής απασχόλησης, εφημερίας, μηδέν ώρες, πρακτορεία προσωρινής εργασίας και σε ελεύθερη βάση), το 41% εάν ληφθεί υπόψη η αυτοαπασχόληση, ποσοστό που δείχνει το βάθος του επισφαλούς χαρακτήρα των εργασιακών συνθηκών στην ΕΕ·

4.  επισημαίνει ότι οι εισοδηματικές ανισότητες αυξήθηκαν από το 2000 με το χάσμα μεταξύ του 20% των πλουσιοτέρων και του 20% των πτωχοτέρων να αυξάνεται από τις 4,5 φορές στις 4,8· υπενθυμίζει ότι μετά το 2000 η μέση πραγματική αύξηση των μισθών στην ΕΕ έπεσε στο 0,7% σε σύγκριση με το 1,2% της περιόδου 1995 - 2000· τονίζει ότι από το 2000 το 33% του κέρδους παραγωγικότητας των εργαζομένων μεταφέρθηκε στους εργοδότες·

5.  επισημαίνει με βαθιά ανησυχία ότι τα ποσοστά κινδύνου φτώχειας αυξήθηκαν από το 15% το 2000 στο 17% το 2004 για την ΕΕ των 15, γεγονός που σημαίνει αύξηση κατά τουλάχιστον 9 εκατομμύρια των πτωχοτέρων στις πλουσιότερες χώρες της ΕΕ· επισημαίνει ότι στην ΕΕ 72 εκατομμύρια άτομα διαβιούν κάτω του ορίου της φτώχειας και τουλάχιστον το ήμισυ εξ αυτών διατρέχει τον κίνδυνο διαρκούς φτώχειας με έναν απαράδεκτα υψηλό αριθμό φτωχών παιδιών και ηλικιωμένων·

Οι συνέπειες του νεοφιλελευθερισμού - ανάγκη ρήξης με τις τρέχουσες οικονομικές και νομισματικές πολιτικές

6.  τονίζει ότι η Στρατηγική της Λισαβόνας που προσδιορίστηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου 2000 - και είχε τη σαφή υποστήριξη των μεγαλυτέρων ευρωπαϊκών οργανώσεων εργοδοτών δηλαδή της UNICE και ERT - απετέλεσε το κύριο εργαλείο στην ΕΕ και την προώθηση της ελευθέρωσης και ιδιωτικοποίησης των δημοσίων επιχειρήσεων και υπηρεσιών, για την ελαστικότητα και την προσαρμοστικότητα στις αγορές εργασίας, τη μείωση των μισθών και το άνοιγμα στον ιδιωτικό τομέα ενός σημαντικού τμήματος της δημόσιας ασφάλισης, περιλαμβανομένων των συντάξεων και της υγείας· εκφράζει τη λύπη του γιατί η αποκαλούμενης αναβίωση της Στρατηγικής της Λισαβόνας το 2005 δίνει ακόμη περισσότερο έμφαση στο νεοφιλελεύθερο περιεχόμενο και υπενθυμίζει ότι το περιεχόμενο αυτό μεταφράστηκε σε συγκεκριμένα εθνικά μεταρρυθμιστικά προγράμματα από όλα τα κράτη μέλη, θέτοντας σε κίνδυνο την κοινωνική διάσταση και παραγνωρίζοντας τα οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα διάφορα κράτη μέλη στην ΕΕ·

7.  τονίζει ότι το Κοινοτικό Πρόγραμμα της Λισαβόνας και τα εθνικά μεταρρυθμιστικά προγράμματα στο πλαίσιο της αναθεωρημένης Στρατηγικής της Λισαβόνας αποτελούν ένα μέσο που χρησιμεύει ως εθνικό άλλοθι για να περάσουν οι ίδιες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε όλα τα κράτη μέλη, ιδιαίτερα όσον αφορά την αγορά εργασίας και την κοινωνική πρόνοια, και ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα έχουν σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες που θα επιβαρυνθούν ακόμη περισσότερο από τις ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές και το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης· θεωρεί ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα θέσουν σε κίνδυνο τα δικαιώματα των εργαζομένων, των συνταξιούχων, των χρηστών των δημοσίων υπηρεσιών και των καταναλωτών·

8.  λαμβάνει γνώση της Ετήσιας Έκθεσης Προόδου της Επιτροπής και εκφράζει τη λύπη του για τον προκατειλημμένο χαρακτήρα των βασικών προτεραιοτήτων που θέτει η Επιτροπή εν ονόματι της ελευθέρωσης των δυνατοτήτων των επιχειρήσεων και των ιδιωτικών επενδύσεων και συγκεκριμένα:

  • (i)αιτιολογώντας την περαιτέρω ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής πρόνοιας, μείωση των κοινωνικών επιδομάτων και αύξηση της θεσμικής ηλικίας συνταξιοδότησης,
  • (ii)επιμένοντας στην περαιτέρω ελαστικότητα στο πλαίσιο της αγοράς εργασίας με τη νέα έννοια της "ελαστικής ασφάλισης" που συμβαδίζει με την έννοια της "απασχολησιμότητας" σύμφωνα με τις συστάσεις της Πράσινης Βίβλου της Επιτροπής για το εργατικό δίκαιο,

   (iii)   συνδέοντας τις επενδύσεις στην έρευνα την ανάπτυξη και την εκπαίδευση με τους στόχους της ελεύθερης αγοράς αιτιολογώντας έτσι την εμπορευματοποίηση της γνώσης, της παιδείας και της έρευνας (διαδικασία της Μπολόνια),

  • (iv)επιμένοντας στην ελευθέρωση των αγορών ενέργειας και παρέχοντας πλήρη προτεραιότητα στην επίτευξη της εσωτερικής αγοράς υπηρεσιών,

9.  υπογραμμίζει ότι η στρατηγική της Λισαβόνας δεν πέτυχε ως επί το πλείστον τους διακηρυγμένους στόχους της για μέση οικονομική ανάπτυξη 3%, πλήρη απασχόληση με τη δημιουργία 20 εκατομμυρίων νέων θέσεων εργασίας και δαπάνη του 3% του κοινοτικού ΑΕΠ για Ε&Α· επισημαίνει ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Επιτροπής, η μέση οικονομική ανάπτυξη ανήλθε περίπου στο μισό του στόχου, οι θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν αναλογούν περίπου στο ένα τέταρτο του στόχου (χωρίς να λαμβάνονται υπόψη, η ποιότητα των θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν και οι σχεδόν 20 εκατομμύρια άνεργοι) οι δε δαπάνες για Ε&Α παρέμειναν κάτω του 2% του ΑΕΠ, στα επίπεδα δηλαδή του 2000·

10.  τονίζει ότι η εν εξελίξει διαδικασία ελευθέρωσης των αγορών και ιδιωτικοποίησης των δημοσίων υπηρεσιών δεν απέφερε ορατά κέρδη από πλευράς τιμών, ποιότητας των υπηρεσιών ή μείωσης των δημοσίων δαπανών· επισημαίνει αντίθετα, ότι οι ενώσεις καταναλωτών και χρηστών των δημοσίων υπηρεσιών ανέφεραν αυξήσεις των τιμών, πτώση του επιπέδου ποιότητας των υπηρεσιών και αυξήσεις στο κόστος παροχής· επισημαίνει επιπλέον ότι η ελευθέρωση συνέβαλλε στην απώλεια θέσεων εργασίας στους σχετικούς τομείς και τη δημιουργία ιδιωτικών μονοπωλίων που θέτουν σε κίνδυνο τα δικαιώματα των εργαζομένων, των χρηστών των δημοσίων υπηρεσιών και των καταναλωτών·

11.  θεωρεί ότι η νομισματική και φορολογική πολιτική στην ΕΕ ήταν περιοριστική, με πρωταρχικό της στόχο τη σταθερότητα των τιμών και την ενοποίηση του προϋπολογισμού σύμφωνα με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης· τονίζει ότι η διαδικασία ονομαστικής σύγκλησης προς το ευρώ είχε αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη και την αύξηση της απασχόλησης, στην κοινωνική και οικονομική συνοχή και στην πραγματική σύγκληση μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, στις δημόσιες επενδύσεις θέτοντας σε κίνδυνο την ισχνή σήμερα οικονομική ανάκαμψη και στην καταπολέμηση της ανεργίας·

12.  εφιστά την προσοχή στην έντονη αντίθεση των εργαζομένων, καταναλωτών και χρηστών των δημοσίων υπηρεσιών στην εν εξελίξει διαδικασίας ελευθέρωσης και των μεταρρυθμίσεων στους τομείς της εργασίας και της κοινωνικής πρόνοιας και καλεί το Εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να λάβει το στοιχείο αυτό υπόψη και ακόμα όπως επίσης και τις προτάσεις που υποβάλλουν οι συνδικαλιστικές ενώσεις, οι ενώσεις χρηστών των δημοσίων υπηρεσιών και οι οργανώσεις των καταναλωτών·

13.  εκφράζει τη λύπη για τη συμφωνία στην οποία κατέληξε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου 2005 σχετικά με τις δημοσιονομικές προοπτικές για την περίοδο 2007-2013 και ιδιαίτερα για τις περικοπές στα διαρθρωτικά ταμεία (από το 0,41% του ΑΕΠ της ΕΕ στο 0,37%) και στα κοινωνικά προγράμματα καθώς και τα προγράμματα για το περιβάλλον την έρευνα τον πολιτισμό και την παιδεία· εκφράζει τη λύπη του για την αλλαγή στόχων σύμφωνα με τις προτεραιότητες που παρατίθενται στο μη επικυρωμένο "Ευρωπαϊκό Σύνταγμα" σχετικά με τον ανταγωνισμό/ανταγωνιστικότητα, ασφάλεια και στρατιωτικοποίηση, και συγκεκριμένα για τη διάθεση των δύο τρίτων τουλάχιστον του ποσού που προοριζόταν για την πολιτική συνοχής για τη χρηματοδότηση των στόχων της Λισαβόνας· θεωρεί ότι ένα μέσο επίπεδο δαπανών της τάξης του 1,045% του ΑΕΠ της ΕΕ είναι εντελώς ανεπαρκές για να ανταποκριθεί στις κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η διευρυμένη ΕΕ και προκειμένου να υπάρξει ανταπόκριση στις ανάγκες της όσον αφορά τη συνοχή·

14.  επισημαίνει ότι η μείωση του βάρους του προϋπολογισμού της ΕΕ έχει ήδη αρχίσει με τις τελευταίες δημοσιονομικές προοπτικές για την περίοδο 2000-2006 (Ατζέντα 2000), δεδομένου ότι το όριο των ιδίων πόρων διατηρήθηκε παρά τη διεύρυνση σε 10 νέες χώρες με κατά κεφαλήν εισόδημα της τάξης του 40% περίπου της ΕΕ· εκφράζει τη λύπη γιατί ο προϋπολογισμός του 2007 ακολουθεί την ίδια τάση σε σχέση με τους προϋπολογισμούς από το 1997 μειώνοντας το επίπεδο δαπανών του προϋπολογισμού της ΕΕ σε τιμή που προσεγγίζει το 1% του ΑΕΠ της ΕΕ και κυμαίνεται κάτω από τα όρια των δημοσιονομικών προοπτικών· υπενθυμίζει ότι ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός των ΗΠΑ κυμαίνεται σε επίπεδα της τάξης του 18/20% του ΑΕΠ και σύμφωνα με διαφόρους οικονομολόγους ο προϋπολογισμός της ΕΕ θα έπρεπε να είναι 2 έως 4 φορές υψηλότερος εάν επιθυμούμε να συμβάλλει στις επενδύσεις και την ανακατανομή στην ΕΕ·

Μια νέα στρατηγική, μια νέα οδός για την Ευρώπη - πλήρης απασχόληση, αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας, βιώσιμοι μισθοί, κοινωνική και οικονομική συνοχή και κοινωνική πρόνοια για όλους

15.  θεωρεί ότι χρειάζεται μια απομάκρυνση από τις σημερινές της ΕΕ εάν πράγματι επιθυμούμε να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα της οικονομικής βιώσιμης ανάπτυξης, της ανεργίας, της φτώχειας, του κοινωνικού αποκλεισμού και των εισοδηματικών ανισοτήτων· τονίζει ότι χρειάζεται μια νέα στρατηγική που θα χαράξει ένα νέο δρόμο για την Ευρώπη, το δρόμο της πλήρους απασχόλησης, των αξιοπρεπών θέσεων εργασίας, των βιώσιμων μισθών, της κοινωνικής και οικονομικής συνοχής και της κοινωνικής πρόνοιας για όλους που θα διασφαλίζει τις υψηλότερες δυνατές προδιαγραφές διαβίωσης· ένα δρόμο που θα λαμβάνει υπόψη τις αναπτυξιακές ανάγκες του κάθε κράτους μέλους, ιδιαίτερα των λιγότερο ανεπτυγμένων, που θα προωθεί την πραγματική σύγκληση συμβάλλοντας στη μείωση του αναπτυξιακού χάσματος μεταξύ των κρατών μελών και των υφισταμένων οικονομικών, κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων·

16.  θεωρεί ότι η ΕΕ πρέπει να θέσει στην κορυφή της πολιτικής της ατζέντας τα θέματα της δημιουργίας πλούτου (αύξηση της παραγωγικότητας), της ανακατανομής (καταπολέμηση των εισοδηματικών ανισοτήτων) και του αποκλεισμού (καταπολέμηση της ανεργίας)· επισημαίνει ότι η "εργασία" πρέπει να αποτελεί το επίκεντρο για την αντιμετώπιση όλων αυτών των θεμάτων·

17.  ζητεί ως εκ τούτου να αντικατασταθεί η Στρατηγική της Λισαβόνας με μια "Ευρωπαϊκή Στρατηγική Αλληλεγγύης και Βιώσιμης Ανάπτυξης" βασιζόμενη στις προαναφερθείσες αρχές με ένα νέο πλαίσιο οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών πολιτικών που θα ενθαρρύνει τις επενδύσεις:

  • (i)στην ποιότητα της εργασίας σε όλες της τις πτυχές (μισθοί, σταθερότητα, συνθήκες εργασίας και επιμόρφωση) και βελτιώνοντας τα προσόντα προκειμένου να δημιουργηθεί ένα εργατικό δυναμικό με υψηλή εκπαίδευση και επιμόρφωση,
  • (ii)στις βασικές υποδομές και υποδομές υποστήριξης της βιομηχανίας,

   (iii)   στις δημόσιες υπηρεσίες προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητά τους,

  • (iv)σε μια ισχυρή πολιτική συνοχής προκειμένου να προωθηθεί η οικονομική και κοινωνική συνοχή,
  • (v)στην προστασία του περιβάλλοντος και στις οικοτεχνολογίες,
  • (vi)στη βελτίωση των εργασιακών κοινωνικών και περιβαλλοντικών προδιαγραφών καθώς και των προδιαγραφών ασφαλείας προκειμένου να επιτευχθεί μια εναρμόνιση εις τρόπον ώστε να επιτευχθούν υψηλότερες δυνατές προδιαγραφές,

   (vii)   στην κοινωνική οικονομία,

   (viii)   στην κοινωνική πρόνοια προκειμένου να εκριζωθεί η φτώχεια και να καταπολεμηθεί ο κοινωνικός αποκλεισμός,

  • (ix)στην (δημόσια) έρευνα και καινοτομία προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι δραστηριότητες αυτές θα ωφελούν το σύνολο,
  • (x)στην προώθηση του πολιτισμού και της συμμετοχής των πολιτών,
  • (xi)στη σταδιακή "αποϋλικοποίηση" της οικονομίας·

18.  τονίζει ότι η νέα αυτή στρατηγική για την ΕΕ απαιτεί ένα μακροοικονομικό πλαίσιο που θα υποστηρίζει τη βιώσιμη ανάπτυξη, την ενισχυμένη φιλική προς το περιβάλλον εσωτερική ζήτηση βασιζόμενη σε προοδευτικά αυξανόμενα ημερομίσθια, την πλήρη απασχόληση με τα δικαιώματα που αυτή συνεπάγεται και την οικονομική και κοινωνική συνοχή· ζητεί στο πλαίσιο αυτό την εφαρμογή νομισματικών και φορολογικών πολιτικών που θα στηρίζουν την απασχόληση και θα οδηγούν σε μια συνδυασμένη ελαστική και συντονισμένη αναπτυξιακή φορολογική πολιτική για την ΕΕ και τα κράτη μέλη της που θα βασίζεται:

  • (i)σε μια ελάφρυνση της νομισματικής πολιτικής εκ μέρους της ΕΚΤ και της θεσμικής της μεταρρύθμισης βασιζόμενη στο δημοκρατικό έλεγχο, τον πολιτικό έλεγχο και τα οικονομικά και κοινωνικά μελήματα, που θα μεταφράζεται σε συγκεκριμένους στόχους όσον αφορά την ανάπτυξη και την απασχόληση παράλληλα με μια αλλαγή στον πρωταρχικό στόχο της σταθερότητας των τιμών,
  • (ii)στην κατάργηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης παράλληλα με την καθιέρωση ενός Συμφώνου Απασχόλησης και Ανάπτυξης που θα δίνει κίνητρα στις δημόσιες επενδύσεις θα βελτιώνει την αποτελεσματικότητα και θα καθορίζει συγκεκριμένα οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά κριτήρια προσαρμοσμένα στις ιδιαίτερες ανάγκες του κάθε κράτους μέλους επικεντρωνόμενα συγκεκριμένα στη μείωση της ανεργίας,

   (iii)   σε μια συνεπή ευρωπαϊκή στρατηγική επενδύσεων δημιουργώντας ένα πρόγραμμα επενδύσεων της ΕΕ για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την απασχόληση που θα διαθέτει το 1% τουλάχιστον του ΑΕΠ της ΕΕ και θα συμπληρώσει τις προσπάθειες για παρόμοιες δημόσιες επενδύσεις των κρατών μελών· τονίζει ότι οι δημοσιονομικές προοπτικές για το 2007-2013 πρέπει να οδηγήσουν σε μια πραγματική αύξηση του προϋπολογισμού της ΕΕ προκειμένου να συμβάλλουν στο πρόγραμμα αυτό και ζητεί την αναθεώρηση των δημοσιονομικών αυτών προοπτικών,

  • (iv)στη δημιουργία ενός νομισματικού αντισταθμιστικού ταμείου στη ζώνη ευρώ που θα επιτρέπει την αντιμετώπιση των ασύμμετρων οικονομικών σοκ·

19.  ζητεί μια νέα ατζέντα για την κοινωνική πολιτική που θα έχει τους ακόλουθους στόχους:

  • (i)ανάπτυξη μιας συνεκτικής κοινωνίας που θα βασίζεται στη συνοχή και θα προϋποθέτει μέτρα υπέρ της σταθερής απασχόλησης και του σεβασμού των δικαιωμάτων των εργαζομένων,
  • (ii)προώθηση μιας κοινωνίας βασιζόμενης στην ισότητα των φύλων και την καταπολέμηση κάθε μορφής διακρίσεων,

   (iii)   κατανομή του πλούτου εις τρόπον ώστε να ενισχύεται η ευημερία του συνόλου, γεγονός που προϋποθέτει οικουμενικά δημόσια συστήματα προνοίας και εγγυημένη οικουμενική πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες υψηλής ποιότητας, περιλαμβανομένης της υγείας, της παιδείας και της κατοικίας,

  • (iv)μια κοινωνική πολιτική που θα λαμβάνει υπόψη όλες τις ομάδες,
  • (v)συμμετοχική δημοκρατία ως συνιστώσα των διαφόρων κοινωνικών πολιτικών και πολιτικών απασχόλησης·

20.  ζητεί μια νέα ατζέντα για την πολιτική περιβάλλοντος με τους ακόλουθους στόχους:

  • (i)διαχωρισμός της οικονομικής ανάπτυξης από την παράλληλη αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας φυσικών πόρων και πρώτων υλών παράλληλα με μια μείωση της κατανάλωσης αυτής,
  • (ii)την υποστήριξη των ρυθμιστικών πλαισίων των κρατών μελών και των συστημάτων ελέγχου τους που θα προλαμβάνει τις εξωτερικές οικονομικές συνέπειες στο περιβάλλον και συγκεκριμένα τη ρύπανση και τις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου,

   (iii)   την υποστήριξη των επενδύσεων που θα προωθούν τη μείωση των απορριμμάτων, την επαναχρησιμοποίηση και την ανακύκλωση των υλικών καθώς και τη μείωση και την κατεργασία των επικινδύνων τοξικών βιομηχανικών απορριμμάτων,

   (iii)   την προώθηση καθαρότερων και ασφαλέστερων συστημάτων μεταφορών με επένδυση στην ποιότητα των δημοσίων συγκοινωνιών,

  • (iv)επενδύεις στις οικολογικές τεχνολογίες την οικολογική καινοτομία και την οικολογική απόδοση·

Μια νέα στρατηγική για καλύτερους μισθούς, μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων και εκρίζωση της φτώχειας

21.  υπενθυμίζει τη σημασία μιας σταδιακής μισθολογικής πολιτικής προκειμένου να δοθεί ώθηση στην εσωτερική ζήτηση, να προωθηθεί η κοινωνική ένταξη και να καταπολεμηθούν οι εισοδηματικές ανισότητες· εκφράζει τη λύπη του γιατί η πολιτική της ΕΕ αντιμετωπίζει τους μισθούς ως κόστος και όχι ως τμήμα του εθνικού εισοδήματος που μέσω των δαπανών θα μπορούσε να στηρίξει την οικονομική ανάπτυξη και την αύξηση της απασχόλησης· εκφράζει στο πλαίσιο αυτό τη λύπη του γιατί η μείωση των μισθών εξακολουθεί να είναι ένας από τους στόχους των ολοκληρωμένων κατευθυντηρίων γραμμών ευθυγραμμιζόμενη με το στόχο της σταθερότητας των τιμών για τον περιορισμό του πληθωρισμού της ΕΚΤ·

22.  θεωρεί ότι οι νόμιμοι ελάχιστοι μισθοί αποτελούν ένα ουσιαστικό μέσον της πολιτικής ανακατανομής του εισοδήματος διασφαλίζοντας ένα ελάχιστο μισθολογικό και εισοδηματικό επίπεδο, συμβάλλοντας έτσι στην καταπολέμηση των ανισοτήτων όσον αφορά τους μισθούς και τα εισοδήματα, την καταπολέμηση του φαινομένου των "φτωχών εργαζομένων" και της φτώχειας· ζητεί σαφή δέσμευση όλων των κρατών μελών της ΕΕ για την εφαρμογή των ελαχίστων νομίμων μισθών· ζητεί μια συντονισμένη αύξηση του ύψους των ελαχίστων νομίμων μισθών σε κάθε κράτος μέλος·

23.  εκφράζει την ανησυχία του για τον υψηλό αριθμό εργαζομένων που έστω και αν είναι μισθωτοί, εξακολουθούν να διαβιούν κάτω του ορίου της φτώχειας· ζητεί μια δέσμευση της ΕΕ για την εκρίζωση των αποκαλουμένων "φτωχών εργαζομένων" έως το 2010·

24.  επισημαίνει τις υψηλές εισοδηματικές ανισότητες στην ΕΕ και τονίζει τη σύνδεση του φαινομένου αυτού με τις υψηλές μισθολογικές ανισότητες· ζητεί μια δέσμευση της ΕΕ προκειμένου να μειωθούν κατά το ήμισυ οι εισοδηματικές ανισότητες έως το 2010 όπως προβλέπεται στους διαρθρωτικούς δείκτες S80/S20 και S90/10 και ζητεί από το Εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα θέσει το στόχο αυτό·

25.  επισημαίνει το υψηλό επίπεδο φτώχειας στην ΕΕ και την ανάγκη εκρίζωσής της· ζητεί μια δέσμευση της ΕΕ να μειωθεί κατά το ήμισυ το ποσοστό κινδύνου φτώχειας στην επικράτειά της και να εκριζωθεί η παιδική φτώχεια έως το 2010· εκφράζει τη λύπη γιατί οι πρόσφατες εαρινές εκθέσεις της Επιτροπής, τα συμπεράσματα του Εαρινού Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και τα εθνικά μεταρρυθμιστικά προγράμματα δεν αποδίδουν προτεραιότητα στην κοινωνική ένταξη· ζητεί τη συμπερίληψη των διαρθρωτικών δεικτών του ποσοστού κινδύνου φτώχειας να βασίζονται στο 70% του μέσου εισοδήματος·

26.  επισημαίνει ότι η νομισματική φτώχεια θα μπορούσε να καταπολεμηθεί με μέσα όπως το ελάχιστο κοινωνικό εισόδημα που καταβάλλεται από τα κράτη μέλη και τονίζει ότι η καθιέρωση του ελαχίστου κοινωνικού εισοδήματος στο επίπεδο της φτώχειας θα εκριζώσει τη νομισματική φτώχεια· ζητεί από την Επιτροπή να παρουσιάσει μια συγκεκριμένη ανακοίνωση για τη φτώχεια, τα μέσα καταπολέμησής της και τον τρόπο με τον οποίο ο προϋπολογισμός της ΕΕ θα μπορούσε να συμπληρώσει τα μέτρα που λαμβάνονται σε επίπεδο κρατικών μελών·

Μια νέα στρατηγική για την πλήρη απασχόληση, την ποιότητα εργασίας και την προστασία των θέσεων εργασίας

27.  θεωρεί ότι η επικέντρωση στην απασχόληση θα έπρεπε να αποτελεί κύριο μέλημα όλων των πολιτικών της ΕΕ και βασικού στόχου της οικονομικής και νομισματικής πολιτικής· τονίζει ότι η εργασία αποτελεί όχι μόνο πηγή εισοδήματος αλλά και θεμελιώδη πτυχή της κοινωνικής ένταξης σε όλους τους τομείς της κοινωνίας καθώς και στοιχείο προσωπικής ανάπτυξης· επισημαίνει ότι το 2005, το ποσοστό απασχόλησης στην ΕΕ των 15 ανερχόταν σε 65,2% και ότι το ποσοστό του 63,8% στην ΕΕ πολύ απέχει από το στόχο του 70% το 2010 που καθορίστηκε από τη στρατηγική της Λισαβόνας· ζητεί από την ΕΕ να δεσμευθεί στην υλοποίηση του στόχου αυτού και να αυξήσει στο πλαίσιο του προσεχούς Εαρινού Συμβουλίου κατά 5% το στόχο του ποσοστού απασχόλησης που ανέρχεται στο 70%· θεωρεί ότι οι αυξήσεις στην απασχόληση δεν οδηγούν κατ' ανάγκη στη μείωση της ανεργίας και θεωρεί ως εκ τούτου η ανεργία θα έπρεπε επίσης να αποτελέσει προτεραιότητα της ΕΕ και ζητεί τη δέσμευση της τελευταίας να μειωθεί ο μέσος όρος ανεργίας κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2010·

28.  απορρίπτει τη νέα έννοια της ελαστικής ασφάλισης που καθιέρωσε η Επιτροπή ως στοιχείο της στρατηγικής που συνδέεται με τη Στρατηγική της Λισαβόνας και την Πράσινη Βίβλο για τη μεταρρύθμιση της εργατικής νομοθεσίας, έννοια που προσδιορίζεται ως συνδυασμός συμβάσεων εργασίας επαρκώς ελαστικών και των σχετικών πολιτικών αγοράς εργασίας, υποστηρίζοντας την εναλλαγή της απασχόλησης δηλαδή την προσαρμογή της εργασίας (και των μισθών) στον οικονομικό κύκλο με τις δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης των κρατών μελών που αναλαμβάνουν το κόστος της ανακύκλωσης και της εναλλαγής των θέσεων εργασίας· θεωρεί ότι η έννοια αυτή, παράλληλα με την έννοια της "απασχολησιμότητας" αφήνει την ευθύνη εξεύρεσης εργασίας στον εργαζόμενο· τονίζει ότι αμφότερες οι έννοιες προωθούν την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και την ελευθέρωση των απολύσεων θέτοντας σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή και την ισότητα απασχόλησης· προειδοποιεί ότι πίσω από τη στρατηγική αυτή κρύβεται ο στόχος αναθεώρησης του καθεστώτος που διέπει τα επιδόματα ανεργίας προκειμένου να μειωθούν τα επιδόματα αυτά και η διάρκειά τους·

29.  υποστηρίζει ότι υπάρχει μια αντίφαση στην προώθηση μιας ελαστικής αγοράς εργασίας και της επισφαλούς απασχόλησης καθώς και την ανάγκη να προωθηθεί η ποιότητα της εργασίας σε όλες τις πτυχές της· επισημαίνει ότι τις μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας ακολούθησε μια μείωση της αύξησης της παραγωγικότητας· καλεί την Επιτροπή να εκπονήσει μια ανακοίνωση ως προς τη σχέση μεταξύ ποιότητας εργασίας και παραγωγικότητας·

30.  εκφράζει τη λύπη του γιατί από τα περισσότερα από τα εθνικά μεταρρυθμιστικά προγράμματα επικεντρώνονται μόνο στις "περισσότερες" θέσεις εργασίας, παραβλέποντας τις "καλύτερες" θέσεις εργασίας που είναι και η άλλη πλευρά του νομίσματος· υπογραμμίζει ότι η προώθηση της ποιότητας της εργασίας σε όλες τις πτυχές της δεν αντιμετωπίστηκε κατά τον δέοντα τρόπο στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσης προόδου ούτε στα εθνικά μεταρρυθμιστικά προγράμματα και θεωρεί ότι τούτο θα έπρεπε να αποτελέσει προτεραιότητα για την ΕΕ στο βαθμό που συνδέεται στενά με την ποιότητα ζωής, την κοινωνική ένταξη και την παραγωγικότητα· καλεί την Επιτροπή να καθορίσει ένα ειδικό κοινοτικό πρόγραμμα που θα συμπληρώνει τις εθνικές ενέργειες προκειμένου να προωθηθεί η ποιότητα της εργασίας και να εφαρμοστούν οι βέλτιστες πρακτικές με τα κατάλληλα χρηματοδοτικά μέσα·

31.  καλεί το Εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να θέσει ως στόχο το να διαθέτει το ήμισυ του ποσοστού των εργαζομένων στην ΕΕ με συμβάσεις περιορισμένου χρόνου ένα μόνιμο συμβόλαιο έως το 2010 και να δημιουργήσει ένα ειδικό καθεστώς παροχής κινήτρων για την προώθηση της σταθερότητας στην εργασία ενσωματωμένο στον προϋπολογισμό της ΕΕ· καλεί την ΕΕ και τα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα μέσω πολιτικών της αγοράς εργασίας που θα δημιουργούν ευκαιρίες για πλήρη απασχόληση για τους μερικώς απασχολούμενους παρά τη θέλησή τους εργαζόμενους· ζητεί δέσμευση της ΕΕ για τη μείωση της μερικής εργασίας παρά τη θέληση του εργαζόμενου·

32.  τονίζει ότι στο πλαίσιο των ενεργών πολιτικών της αγοράς εργασίας, μόνο η κατάρτιση επιδρά σημαντικά στο σωρευτικό αποτέλεσμα της αγοράς εργασίας· επισημαίνει την ανάγκη να εξακολουθήσει να παρέχει το ΕΚΤ απόλυτη προτεραιότητα σε μια κατάρτιση που θα ανταποκρίνεται στις ειδικές ανάγκες του κάθε κράτους μέλους και την ανησυχία του ότι η κατανομή των πόρων των διαρθρωτικών ταμείων στη Στρατηγική της Λισαβόνας θα μετατοπίσει πόρους από τις ενέργειες κατάρτισης σε άλλες ενεργές πολιτικές της αγοράς εργασίας· επιμένει στο γεγονός ότι το ποσοστό των εργαζομένων που επιμορφώνεται είναι ακόμη υπερβολικά χαμηλό και ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν συνέβαλαν αρκετά στην προώθηση της κατάρτισης· ζητεί από τους εργοδότες να αποδώσουν απόλυτη προτεραιότητα στην κατάρτιση και να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για μια κατάρτιση στο χώρο εργασίας· θεωρεί ότι οι ώρες κατάρτισης πρέπει να θεωρούνται ως ώρες εργασίας·

33.  τονίζει ότι η βελτίωση των συνθηκών εργασίας αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο για τη διασφάλιση της ποιότητας της εργασίας· εκφράζει τη βαθιά ανησυχία του για τις ρυθμίσεις σχετικά με την ελαστική εργασία που προσαρμόζουν το εργατικό δυναμικό στον παραγωγικό κύκλο, για τις συνέπειες των καθεστώτων όπως η ελαστική παραγωγή και η επίσπευση της εργασίας στην υγεία των εργαζομένων και τα ατυχήματα στην εργασία· θεωρεί ότι η πρόταση της Επιτροπής για την αναθεώρηση της οδηγίας σχετικά με το ωράριο εργασίας θα επιβαρύνει, στην περίπτωση που γίνει δεκτή, τη σημερινή κατάσταση· καλεί την Επιτροπή να εκπονήσει μια ανακοίνωση για τις επιπτώσεις των σημερινών προτάσεων της ΕΕ όσον αφορά την υγεία των εργαζομένων·

34.  ζητεί από την ΕΕ μια ισχυρή δέσμευση για τη μείωση του ωραρίου εργασίας, χωρίς μείωση του μισθού, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και τη βελτίωση της παραγωγικότητας και ζητεί επομένως από την Επιτροπή να αποσύρει την πρότασή της για την αναθεώρηση της οδηγίας σχετικά με το ωράριο εργασίας· καλεί τα κράτη μέλη να συντονίσουν τις προσπάθειές τους για τη σταδιακή μείωση του ωραρίου εργασίας έως το 2010 και υπογραμμίζει ότι ο μεσοπρόθεσμος στόχος είναι η εβδομάδα των 35 ωρών· θεωρεί ότι η μείωση του ωραρίου εργασίας, χωρίς μείωση των μισθών, θα έπρεπε να θεωρηθεί ως στόχος αυτός καθ' εαυτός και ως ένα επιχειρηματικό μέτρο ευημερίας·

35.  θεωρεί ότι οι τρέχουσες αναθεωρήσεις της εργατικής νομοθεσίας, οι συμβάσεις άτυπης εργασίας, η κινητικότητα του κεφαλαίου και η υψηλή ανεργία θέτουν σε κίνδυνο την ισχύ των συνδικαλιστικών ενώσεων· υπογραμμίζει τη σημασία που έχει η ύπαρξη ισχυρών συνδικάτων και τα δικαιώματά τους ως απαραίτητη διαδικασία για την εξισορρόπηση της άνισης σχέσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας και την υποστήριξη οποιουδήποτε στόχου με την απασχόληση στο πλαίσιο των οικονομικών και νομισματικών πολιτικών·

Μια νέα στρατηγική για αλληλεγγύη και βελτιωμένο κράτος προνοίας

36.  επιμένει στο γεγονός ότι προκειμένου να οικοδομηθεί ένας ευρύς συνασπισμός υπέρ της αλλαγής, πρέπει να ακολουθηθεί μια νέα στρατηγική με στόχο να βελτιωθούν, αντί να εξασθενήσουν, όπως προβλέπεται από τη Στρατηγική της Λισαβόνας, τα συστήματα προνοίας (διασφαλίζονται την κοινωνική πρόνοια σε περίπτωση ασθένειας, συνταξιοδότησης, ανεργίας και άλλων μορφών κοινωνικών αναγκών) κατά τρόπον που να μην ασκείται πίεση για υποβάθμιση των κοινωνικών προδιαγραφών· θεωρεί ότι τούτο θα έπρεπε να αποτελέσει σταθερή δέσμευση προς την κατεύθυνση της αλληλεγγύης σε πλαίσιο ΕΕ·

37.  υπογραμμίζει ότι βάσει του κράτους προνοίας, θα έπρεπε να υπάρχει ένα δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης με τη δέουσα χρηματοδότηση που θα καλύπτει τους κινδύνους για τη ζωή και την εργασία με ένα δημόσιο σύστημα συνταξιοδότησης ανακατανεμητικού χαρακτήρα προκειμένου να διασφαλίζεται η κοινωνική ασφάλεια και η αλληλεγγύη εντός και μεταξύ των γενεών· εκφράζει τη βαθιά ανησυχία του για το γεγονός ότι οι κύριες κατευθυντήριες γραμμές των εθνικών στρατηγικών προγραμμάτων δεύτερης γενεάς σχετικά με τη βιωσιμότητα των συντάξεων ακολουθούν την τάση της ιδιωτικοποίησης, της αύξησης της ηλικίας συνταξιοδότησης και της μείωσης του επιπέδου των επιδομάτων·

38.  θεωρεί αδικαιολόγητες της πιέσεις της Επιτροπής και του Συμβουλίου μέσω της Στρατηγικής της Λισαβόνας για περαιτέρω εξάρθρωση/ιδιωτικοποίηση του πυλώνα των δημοσίων συντάξεων και την αύξηση της συνταξιοδοτικής ηλικίας που προβλέπει ο νόμος· απορρίπτει κάθε προσπάθεια αύξησης της ηλικίας συνταξιοδότησης που προβλέπει ο νόμος· απορρίπτει το μύθο της επερχόμενης κατάρρευσης των συνταξιοδοτικών συστημάτων και θεωρεί ότι τα ενδεχόμενα προβλήματα θα εξακολουθούσαν να υφίστανται σε οποιοδήποτε σύστημα κεφαλαιοποίησης ή ιδιωτικό σύστημα για την κοινωνική ασφάλιση επιβαρυνόμενα από τον επιπλέον δημοσιονομικό κίνδυνο που οφείλεται στην πτητικότητα των οικονομικών αγορών δεδομένου ότι οφείλονται σε οικονομικές πιέσεις και σε πιέσεις προς την απασχόληση·

39.  τονίζει ότι ο καλύτερος τρόπος για την αντιμετώπιση της βιωσιμότητας της κοινωνικής ασφάλισης είναι η πλήρης απασχόληση με δικαιώματα, μια προοδευτική μισθολογική πολιτική, η πλήρης ενσωμάτωση/νομιμοποίηση των μεταναστών εργαζομένων, μια περισσότερο ισότιμη κατανομή των εσόδων, μια επαρκής ανάπτυξη της παραγωγικότητας και η συντονισμένη καταπολέμηση της λαθραίας εργασίας· θεωρεί ότι τούτο είναι σημαντικό προκειμένου να ενισχυθεί και να διασφαλιστεί η συμβολή των εργοδοτών στην κοινωνική ασφάλιση· υπογραμμίζει την ανάγκη να εξευρεθούν νέα μέσα για τη χρηματοδότηση των δημοσίων καθεστώτων κοινωνικής ασφάλισης όπως η φορολόγηση των οικονομικών συναλλαγών στις κεφαλαιαγορές·

40.  τονίζει ότι τα μέσα χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης θα έπρεπε να ενημερωθούν, λαμβάνοντας υπόψη τις τεχνολογικές εξελίξεις και τη συνεισφορά των επιχειρήσεων με υψηλή πυκνότητα κεφαλαίου στα εθνικά έσοδα· θεωρεί ότι οι επιχειρήσεις υψηλής έντασης εργασίας πλήττονται από ένα σύστημα συνεισφοράς στην κοινωνική ασφάλιση βασιζόμενο καθαρά στους μισθούς· θεωρεί ότι ένας συμπληρωματικός πόρος βασιζόμενος στην προστιθέμενη αξία της επιχείρησης θα μπορούσε να συμβάλλει στη διασφάλιση της μεγαλύτερης φορολογικής δικαιοσύνης και στην εξασφάλιση νέων χρηματοδοτικών μέσων για το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης·

41.  τονίζει ότι είναι αναγκαίες πολιτικές για την επίτευξη της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών ( π.χ. ίσες απολαβές, γονική άδεια, πρόσβαση στην απασχόληση ποιότητας) και τη δημιουργία καλυτέρων συνθηκών εις τρόπον ώστε να συμβιβάζεται η απασχόληση με τον ιδιωτικό βίο· επισημαίνει την ανάγκη ενισχυμένων εκπαιδευτικών και κοινωνικών υποδομών για τους νέους αλλά και τους ηλικιωμένους, περιλαμβανομένων των αυξημένων (και καλύτερων) διευκολύνσεων για την εκμάθηση, (προσιτή) φροντίδα για τα παιδιά, νοσηλευτική φροντίδα και φροντίδα για τους ηλικιωμένους· υπενθυμίζει στα κράτη μέλη τη δέσμευσή τους στο πλαίσιο της Διάσκεψης Κορυφής της Βαρκελώνης το 2002 βάσει της οποίας έως το 2010 θα έπρεπε να παράσχουν ημερήσια φροντίδα για άνω του 33% των παιδιών ηλικίας κάτω των 3 και το 90% των παιδιών μεταξύ 3 ετών και σχολικής ηλικίας και ζητεί η δέσμευση αυτή να εφαρμοστεί πλήρως και να αναβαθμιστεί·

42.  επιμένει στην ανάγκη για μέτρα καταπολέμησης των διακρίσεων, ιδίως με νέες νομοθετικές πρωτοβουλίες στον τομέα των δικαιωμάτων των γυναικών, των μεταναστών και των προσώπων με αναπηρίες και τονίζει την ανάγκη να ενισχυθεί η σύνδεση με το ΕΚΤ προκειμένου να παρέχονται οι αναγκαίες χρηματοδοτήσεις για το τελευταίο και να διασφαλίζεται ότι τα εθνικά κοινοβούλια, οι ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στους παραπάνω τομείς και οι παράγοντες της αγοράς εργασίας θα μπορούν να συμμετέχουν πλήρως·

43.  υπενθυμίζει τη στρατηγική της Επιτροπής για νέες πηγές θέσεων εργασίας, ιδιαίτερα με την προώθηση τοπικών υπηρεσιών βασιζομένων στο κοινωνικό σύνολο, των δημοσίων υπηρεσιών, των κοινωνικών υπηρεσιών, των προσωπικών υπηρεσιών, των πολιτιστικών υπηρεσιών και των περιβαλλοντικών επαγγελμάτων· εκφράζει τη βαθιά του ανησυχία για το γεγονός ότι η στρατηγική αυτή θα μπορούσε να εξυπηρετήσει στη δημιουργία υποαπασχόλησης και "μίνι θέσεων εργασίας" με χαμηλά επίπεδα μισθών, προκειμένου να αποκρυβεί η ανεργία· θεωρεί ότι η στρατηγική αυτή θα έπρεπε να επικεντρωθεί στην ποιότητα και τη σταθερότητα των θέσεων εργασίας εις τρόπον ώστε να μην καταλήξει τούτο στη δημιουργία "μίνι θέσεων εργασίας"·

44.  θεωρεί ότι οι πολιτικές μετανάστευσης θα έπρεπε να προωθήσουν την επιτυχή οικονομική και κοινωνική ενσωμάτωση των μεταναστών που θα μπορούσαν επίσης να συμβάλλουν στη βιωσιμότητα της κοινωνικής ασφάλισης· θεωρεί ότι μια επιτυχής πολιτική μετανάστευσης εξαρτάται επίσης από την εφαρμογή μιας ευρείας και προορατικής στρατηγικής για την επίτευξη της πλήρους ενσωμάτωσης που θα καλύπτει μια σειρά κοινωνικών οικονομικών και πολιτικών μέτρων·

Μια νέα στρατηγική για ενισχυμένες δημόσιες υπηρεσίες και ρυθμισμένες κεφαλαιαγορές

45.  απορρίπτει τη στρατηγική απορρύθμισης, ιδιωτικοποίησης και ελευθέρωσης που προωθείται σε επίπεδο ΕΕ από την Επιτροπή και το Συμβούλιο· θεωρεί ότι η νέα στρατηγική θα έπρεπε να επικεντρώνεται σε περισσότερες και καλύτερες υπηρεσίες, στην ενίσχυση του ρόλου του κράτους, στη ρύθμιση συμμετοχή και παρέμβαση στην αγορά και σε ένα καλύτερο ρυθμιστικό πλαίσιο, ιδιαίτερα όσον αφορά τις κεφαλαιαγορές·

46.  αναγνωρίζει τη σημασία των δημοσίων υπηρεσιών και τη συμβολή τους στην προώθηση της κοινωνικής οικονομικής και εδαφικής συνοχής στην ΕΕ· ασκεί έντονη κριτική στην προκατάληψη έναντι του κράτους ως παρόχου υπηρεσιών δημοσίου συμφέροντος και ζητεί να διαχειρίζεται ο δημόσιος τομέας τα δημόσια αγαθά· εκφράζει τη λύπη του για την εκτεταμένη χρήση των εταιρικών σχέσεων δημοσίου - ιδιωτικού τομέα και την προώθησή τους σε επίπεδο ΕΕ, ιδίως όσον αφορά τα διαρθρωτικά ταμεία· τονίζει ότι οι εταιρικές αυτές σχέσεις χρησιμοποιούνται ως κάλυψη των ιδιωτικοποιήσεων και αποβαίνουν σε βάρος της παροχής δημοσίων υπηρεσιών·

47.  εκφράζει τη λύπη του για την έγκριση της οδηγίας περί υπηρεσιών σχετικά με την ελευθέρωση των υπηρεσιών στην ΕΕ και προειδοποιεί για τις συνέπειες της εφαρμογής της· αναγνωρίζει τη σημασία του τομέα των υπηρεσιών για την οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας, θεωρεί όμως ότι η ελευθέρωση των υπηρεσιών προωθεί την απορρύθμιση της εργασίας και το κοινωνικό και περιβαλλοντικό ντάμπιγκ και θέτει σε κίνδυνο τις δημόσιες υπηρεσίες, τις θέσεις εργασίας καθώς και τα κοινωνικά δικαιώματα και τα δικαιώματα των καταναλωτών· τονίζει ότι οι κυβερνήσεις χάνουν το ρυθμιστικό και ελεγκτικό τους ρόλο σε σχέση με την παροχή υπηρεσιών από ξένες επιχειρήσεις στο έδαφός τους, συμβάλλοντας στην περαιτέρω απορρύθμιση της αγοράς· απορρίπτει τον τεχνητό διαχωρισμό των οικονομικών και μη οικονομικών υπηρεσιών γενικού συμφέροντος και τονίζει ότι τούτο αποτελεί έναν τρόπο για να τεθούν οι δημόσιες υπηρεσίες στο πλαίσιο της οδηγίας αυτής·

48.  επιμένει στο γεγονός ότι θα έπρεπε να σταματήσει αμέσως η συνεχιζόμενη ελευθέρωση των δημοσίων υπηρεσιών και των υπηρεσιών δημοσίου συμφέροντος· ζητεί από την Επιτροπή να εκπονήσει μια πλήρη μελέτη για τις μέχρι σήμερα επιπτώσεις της ελευθέρωσης στις τιμές, την ποιότητα των υπηρεσιών και τις θέσεις εργασίας·

49.  θεωρεί ότι οι σημερινές εκτιμήσεις κόστους-αποτελέσματος ή οι εκτιμήσεις σχετικά με την "ανταγωνιστικότητα" όπως προτείνονται στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας για βελτίωση της νομοθετικής διαδικασίας ευνοούν μάλλον τα συμφέροντα των επιχειρήσεων και έχουν ως κύριο στόχο την απόσυρση οποιασδήποτε νομοθεσίας που θα θίγει την ανταγωνιστικότητα ή τα κέρδη των επιχειρήσεων και την προώθηση της απορρύθμισης· θεωρεί ότι οι εκτιμήσεις των επιπτώσεων δεν θα έπρεπε να θέτουν υπό συζήτηση τους αρχικούς στόχους της προτεινόμενης ή καθιερωμένης νομοθεσίας, ιδιαίτερα στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας και των κοινωνικών και περιβαλλοντικών δικαιωμάτων καθώς και των δικαιωμάτων των καταναλωτών·

50.  επιμένει στην ανάγκη να δημιουργηθεί ένα ρυθμιστικό πλαίσιο σε επίπεδο ΕΕ που θα τιμωρεί τις μετεγκαταστάσεις των επιχειρήσεων εντός και εκτός ΕΕ· θεωρεί ότι οι δημόσιες ενισχύσεις, σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο, σε επιχειρήσεις θα έπρεπε να συνδέονται με μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις των τελευταίων από πλευράς περιφερειακής ανάπτυξης και απασχόλησης και ότι ουδεμία ενίσχυση θα έπρεπε να παρέχεται στην περίπτωση που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την προώθηση των μετεγκαταστάσεων· ζητεί να ενισχυθεί ο ρόλος των εκπροσώπων των εργαζομένων στα διοικητικά συμβούλια των επιχειρήσεων και στο πλαίσιο των διαρθρωτικών αποφάσεων σχετικά με τη διαχείριση·

51.  τονίζει τους αυξημένους κινδύνους οικονομικής κρίσης εξ αιτίας της απορρύθμισης των κεφαλαιαγορών και την αυξημένη τους πτητικότητα σε παγκόσμιο επίπεδο με αύξηση των κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων που θέτουν σε μόνιμο κίνδυνο την πραγματική οικονομία· απορρίπτει την απορρύθμιση που προβλέπεται στο σχέδιο δράσης για τις χρηματοδοτικές υπηρεσίες που περιλαμβάνεται στη στρατηγική της Λισαβόνας·

52.  τονίζει ότι η δημιουργία ενός φόρου για τις μικρού μεγέθους πωλήσεις σε κάθε οικονομική συναλλαγή - μετοχές, ομόλογα νομίσματα και παράγωγα -, στο πνεύμα της πρότασης ντάμπιγκ για τις αγορές συναλλάγματος, θα έπληττε τις αγορές βραχυπρόθεσμα μειώνοντας την κερδοσκοπία και την πτητικότητα των οικονομικών αγορών· θεωρεί ότι η πρόταση αυτή θα εφοδίαζε εξάλλου τις κυβερνήσεις με ένα μέσον άμεσης παρέμβασης στις οικονομικές αγορές· υπενθυμίζει ότι η επιβολή ενός φόρου ύψους 0,5% σε κάθε οικονομική συναλλαγή, με διάφορα επίπεδα όσον αφορά τον κίνδυνο του δημοσιονομικού μέσου, θα μπορούσε να αποφέρει ποσόν ύψους του προϋπολογισμού της ΕΕ σε ετήσια βάση· καλεί τα κράτη μέλη να συντονίσουν τις προσπάθειές τους για τη δημιουργία ενός τέτοιου φόρου·

53.  ζητεί ένα καλύτερο και αυστηρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο για τις τράπεζες και τα άλλα οικονομικά ιδρύματα· θεωρεί σημαντική την ύπαρξη μέσων "κατοχής ρευστού" ή τις απαιτήσεις για ύπαρξη περιθωρίων, γεγονός που συνεπάγεται ότι τα χρηματοδοτικά ιδρύματα θα κρατούν ένα μέρος των δανείων τους και επενδύσεων σε μετρητά· θεωρεί ότι ένα τέτοιο μέσον θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για παρέμβαση στη δανειοδοτική πολιτική των τραπεζών, επιτρέποντας ιδιαίτερα τη χρήση των μετρητών αυτών με πλέον ευνοϊκά επιτόκια για τις μικροπιστώσεις, τη χρηματοδότηση των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων καθώς και κοινωνικών προγραμμάτων όπως η κοινωνική στέγαση·

54.  επισημαίνει το πρόβλημα της φοροδιαφυγής και της φορολογικής απάτης και τις επιπτώσεις τους στην απώλεια εσόδων για τον προϋπολογισμό σε εθνικό επίπεδο· ζητεί μια σταθερή δέσμευση των κρατών μελών για την κατάργηση των φορολογικών παραδείσων και των εξωχώριων δραστηριοτήτων εντός ΕΕ έως το 2010 και ζητεί από το Συμβούλιο την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να δεσμευθούν σταθερά για την κατάργηση των φορολογικών αυτών παραδείσων και εξωχώριων δραστηριοτήτων σε παγκόσμιο επίπεδο·

Μια νέα επενδυτική στρατηγική για την έρευνα, την εκπαίδευση και την καινοτομία προς όφελος όλων

55.  πιστεύει ότι μια εκτεταμένη μακροοικονομική πολιτική πρέπει να στρέφεται προς την προώθηση της οικολογικής καινοτομίας και της έρευνας και ανάπτυξης προκειμένου να επιτευχθεί η γενική πολιτική της βιώσιμης ανάπτυξης και να υπάρξει συμβολή στην ευημερία και τη δημιουργία θέσεων εργασίας· υπογραμμίζει τη σημασία που έχει η εφαρμοσμένη και βασική έρευνα χρηματοδοτούμενη από δημόσιους πόρους για το σκοπό αυτό· πιστεύει ότι η βιώσιμη ανάπτυξη θα είναι δυνατή μόνον εάν η αυξημένη ζήτηση και η οικονομική ανάπτυξη μπορούν να συνδεθούν με σημαντικές μειώσεις στη χρήση της ενέργειας, των φυσικών πόρων και των πρώτων υλών·

56.  απορρίπτει την εμπορευματοποίηση της γνώσης της παιδείας και της έρευνας και εκφράζει την ανησυχία του γιατί η Επιτροπή και το Συμβούλιο επικεντρώνονται σε αυτήν· προειδοποιεί σχετικά για τον κίνδυνο να προωθείται αποκλειστικά η εφαρμοσμένη έρευνα που θα αποβλέπει μόνο στη μεγιστοποίηση του κέρδους και θα έχει ευκαιρίες στην αγορά·

57.  θεωρεί ότι οι επενδύσεις για έρευνα και ανάπτυξη θα έπρεπε να στρέφονται προς τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης και ότι το ΄Εβδομο Πρόγραμμα Πλαίσιο για την Έρευνα 2007-2013 θα έπρεπε να επικεντρώνεται στις κοινωνικές επιστήμες, την κοινωνία της πληροφορίας (περιλαμβανομένου του δωρεάν και open-source λογισμικού), την προληπτική και δημόσια υγειονομική περίθαλψη, την ασφάλεια των τροφίμων, τον έλεγχο των χημικών, τις οικοτεχνολογίες, τις δραστηριότητες για τη βιώσιμη ανάπτυξη όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η φιλική προς το περιβάλλον γεωργία όπως η βιολογική γεωργία· εκφράζει τη λύπη του γιατί οι προτεραιότητες του Εβδόμου Προγράμματος Πλαισίου για την Έρευνα 2007-2013 βαδίζουν προς διαφορετική κατεύθυνση καθώς και για τις περικοπές που αποφάσισε στον τομέα αυτό το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου 2005·

58.  καλεί τα κράτη μέλη να διπλασιάσουν τις προσπάθειές τους για μια πολιτική που θα έχει ως στόχο να ενθαρρύνει την καινοτομία και την έρευνα και ανάπτυξη σε μεσαίες επιχειρήσεις, αλλά και στα 20 εκατομμύρια μικρών ευρωπαϊκών επιχειρήσεων που σηκώνουν το βάρος της οικονομικής ανάπτυξης και της δημιουργίας θέσεων εργασίας στην ΕΕ· θεωρεί ότι μια καλύτερη πρόσβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στο Έβδομο Πρόγραμμα Πλαίσιο όσον αφορά την έρευνα είναι απαραίτητη προκειμένου να ενισχυθεί η ικανότητα των επιχειρήσεων αυτών να δημιουργούν θέσεις εργασίας·

59.  τονίζει τη σημασία αύξησης του γενικού επιπέδου εκπαίδευση και προσόντων του πληθυσμού για την προώθηση της καινοτομίας και την ενίσχυση της έρευνας και ανάπτυξης και θεωρεί ότι οι μεγαλύτερες επενδύσεις στην εκπαίδευση σε όλα τα επίπεδα καθώς και στην επιμόρφωση είναι βασικής σημασίας για το σκοπό αυτό· θεωρεί ότι η ποιότητα των εκπαιδευτικών και επιμορφωτικών συστημάτων πρέπει να ενισχυθεί στα διάφορα στάδια του βίου και να διευκολύνεται η πρόσβαση όλων στις υψηλότερες βαθμίδες της εκπαίδευσης·

60.  καλεί τα κράτη μέλη να επικεντρωθούν προ πάντων στο πρόβλημα της εγκατάλειψης του σχολείου στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης· θεωρεί ότι το ποσοστό εγκατάλειψης του σχολείου στην ΕΕ, δηλαδή 1 στους 5 μαθητές είναι απαράδεκτα υψηλό· καλεί το Εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να βελτιώσει τις προηγούμενες δεσμεύσεις του για τη μείωση του ποσοστού αυτού κατά το ήμισυ έως το 2010· ανησυχεί για το γεγονός ότι οι προτάσεις της Επιτροπής επ' ευκαιρία του τελευταίου Εαρινού Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, που προβλέπουν συγκεκριμένους στόχους για την εξεύρεση εργασίας για εκείνους που εγκαταλείπουν πρόωρα το σχολείο θα αυξήσουν το ποσοστό των σχολικών αποτυχιών αντί να το μειώσουν·

Μια νέα στρατηγική για μια συνεπή πολιτική στον τομέα της ενέργειας - μείωση της κατανάλωσης, ενίσχυση της ενεργειακής απόδοσης και επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας

61.  θεωρεί ότι η ενέργεια και η παροχή ενεργείας είναι ζωτικοί παράγοντες για την οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία του πληθυσμού· τονίζει ότι η ενέργεια είναι δημόσιο αγαθό και η παροχή ενέργειας δημόσια υπηρεσία· εκφράζει τη λύπη του γιατί πολλά εθνικά μεταρρυθμιστικά προγράμματα και η ετήσια έκθεση προόδου αποδίδουν προτεραιότητα στο στόχο της ελευθέρωσης των ενεργειακών αγορών έως τον Ιούλιο του 2007 όπως συμφωνήθηκε από τα κράτη μέλη σε πλαίσιο Συμβουλίου· υπενθυμίζει ότι η ελευθέρωση αυτή θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών και το να τεθεί σε κίνδυνο η παροχή της δημόσιας υπηρεσίας·

62.  θεωρεί ότι τα κράτη μέλη και η ΕΕ θα πρέπει να καταβάλλουν έντονες προσπάθειες προκειμένου να τερματισθεί η εξάρτησή τους από τα ορυκτά καύσιμα και να αντιστραφεί η τρέχουσα μη βιώσιμη τάση· υπενθυμίζει ότι η κατανάλωση του πετρελαίου έφθασε στα ανώτατα επίπεδα το 2004· τονίζει ότι η οικολογική και κοινωνική βιωσιμότητα πρέπει να αποτελούν το επίκεντρο των δημοσίων επενδυτικών προγραμμάτων της ΕΕ και των κρατών μελών· επισημαίνει ότι οι επενδύσεις θα έπρεπε να στρέφονται στην προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, του διαχωρισμού της οικονομικής ανάπτυξης από την ενεργειακή ανάπτυξη, τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και την προώθηση των εξοικονομήσεων ενέργειας με τη μείωση του συνολικού επιπέδου κατανάλωσης ενέργειας και ζητεί από το Εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να προσδιορίσει συγκεκριμένες ενέργειες στους τομείς αυτούς·

63.  τονίζει ως εκ τούτου ότι η ΕΕ θα έπρεπε να επενδύσει σημαντικούς πόρους για τη μέγιστη ενεργειακή εξοικονόμηση δημιουργώντας ταυτόχρονα θέσεις εργασίας στους τομείς που θα έχουν τα καλύτερα αποτελέσματα βραχυπρόθεσμα, ιδίως στον τομέα των κατασκευών που είναι υπεύθυνος για την κατανάλωση ποσοστού άνω του 40% της ενέργειας που χρησιμοποιείται σε επίπεδο ΕΕ· αναγνωρίζει ότι μια αλλαγή στάσης σχετικά με τη χρήση της ενέργειας θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια μείωση της τρέχουσας ενεργειακής κατανάλωσης στην ΕΕ κατά 20% περίπου·

64.  έχει επίγνωση του γεγονότος ότι μια συνεπής ενεργειακή πολιτική και πολιτική εφοδιασμού μακροπρόθεσμα δεν θα είναι δυνατή χωρίς την ταχεία μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ζητεί να καταβληθούν μεγαλύτερες προσπάθειες προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι στόχοι όσον αφορά την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές, βιοκαύσιμα και ενεργειακή απόδοση θα επιτευχθούν πλήρως· εκφράζει τη λύπη του για την έλλειψη φιλοδοξίας στις προτάσεις της Επιτροπής της 10ης Ιανουαρίου 2007 και καλεί τα κράτη μέλη και την Επιτροπή να καθορίσουν κίνητρα και επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας προκειμένου να φθάσουν και να ξεπεράσουν το ποσοστό που έχει τεθεί ως στόχος για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας· επισημαίνει ως εκ τούτου με βαθιά ανησυχία ότι το ποσοστό των ανανεώσιμων πηγών στην όλη κατανάλωση ενέργειας παραμένει στα ίδια επίπεδα του 2000· θεωρεί ότι οι ανανεώσιμες πηγές θα έπρεπε να αποτελέσουν μια από τις κύριες προτεραιότητες του Εβδόμου Κοινοτικού Προγράμματος Πλαισίου για την Έρευνα·

65.  θεωρεί ότι η αντιμετώπιση της μεταβολής του κλίματος δημιουργεί οικονομικές και κοινωνικές ευκαιρίες που μπορούν να συμβάλλουν στην προώθηση της στρατηγικής για τη βιώσιμη ανάπτυξη· επισημαίνει την ανάγκη να τεθούν νομικά δεσμευτικοί στόχοι για τη μείωση των αερίων θερμοκηπίου· καλεί επειγόντως την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να τονίσουν την ανάγκη που έχει η προστασία του κλίματος στο πλαίσιο του διαλόγου με διεθνείς εταίρους ιδίως τις Ηνωμένες Πολιτείες·

66.  υπογραμμίζει τις δυνατότητες που υπάρχουν όσον αφορά εναλλακτικές λύσεις και διασύνδεση ενέργειας, περιβάλλοντος και γεωργίας, για τη μεγιστοποίηση του οφέλους για τους πολίτες και την ποιότητα διαβίωσής τους, καθώς και για τους αντίστοιχους οικονομικούς κλάδους, στο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης· θεωρεί, πάντως, ότι θα πρέπει να επιτευχθεί κατάλληλη ισορροπία μεταξύ των καλλιεργειών για διατροφή και για παραγωγή ενέργειας, προκειμένου να εξασφαλιστεί η επάρκεια τροφίμων και να μην τεθεί σε κίνδυνο η επισιτιστική ασφάλεια·

*

* *

67.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, την Επιτροπή και τα εθνικά κοινοβούλια.