Πρόταση ψηφίσματος - B6-0627/2008Πρόταση ψηφίσματος
B6-0627/2008

ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ

15.12.2008

εν συνεχεία της ερώτησης για προφορική απάντηση Β6‑0492/2008
σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 5, του Κανονισμού
των βουλευτών:
- Ingeborg Gräßle, εξ ονόματος της Ομάδας ΡΡΕ-DE
σχετικά με την προσέγγιση του Συμβουλίου στην αναθεώρηση του κανονισμού για την OLAF

Διαδικασία : 2008/2690(RSP)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου :  
B6-0627/2008
Κείμενα που κατατέθηκαν :
B6-0627/2008
Κείμενα που εγκρίθηκαν :

B6‑0627/2008

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την προσέγγιση του Συμβουλίου στην αναθεώρηση του κανονισμού για την OLAF

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία της 16ης Δεκεμβρίου 2003 σχετικά με τη βελτίωση της νομοθεσίας[1],

–  έχοντας υπόψη την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (COM(2006)244) για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 σχετικά με έρευνες που διεξάγονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)[2] και το νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20ής Νοεμβρίου 2008[3],

–  έχοντας υπόψη την προφορική του ερώτηση Β6-0492/2008 προς το Συμβούλιο,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 108, παράγραφος 5, του Κανονισμού του,

A.  εκτιμώντας ότι δέκα έτη μετά την ίδρυση της OLAF ως μιας επιχειρησιακής υπηρεσίας για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας το 1999, η υπηρεσία απέκτησε αξιόλογη εμπειρία στην καταπολέμηση της απάτης και διαφθοράς,

Β.  εκτιμώντας ότι το κανονιστικό πλαίσιο της OLAF πρέπει να βελτιωθεί στη βάση της επιχειρησιακής εμπειρίας που απέκτησε η υπηρεσία,

Γ.  εκτιμώντας ότι οι δύο βραχίονες της νομοθετικής αρχής της ΕΕ πρέπει να συνεργάζονται στενά στο πλαίσιο της διαδικασίας συναπόφασης προκειμένου να προσαρμόσουν το κανονιστικό πλαίσιο της καταπολέμησης της απάτης στις τρέχουσες ανάγκες,

Δ.  εκτιμώντας ότι το Κοινοβούλιο περάτωσε την πρώτη ανάγνωση όσον αφορά τη μεταρρύθμιση του κανονισμού για την OLAF με ευρεία πλειοψηφία στις 20 Νοεμβρίου 2008,

1.  θεωρεί ότι υπάρχει επιτακτική ανάγκη διευκρίνισης του κανονιστικού πλαισίου της OLAF προκειμένου να βελτιωθεί περαιτέρω η αποτελεσματικότητα των ερευνών κατά της απάτης και να διασφαλιστεί η αναγκαία ανεξαρτησία της υπηρεσίας, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τις εμπειρίες που αποκτήθηκαν από τότε που συστάθηκε η OLAF προκειμένου να αντικαταστήσει την UCLAF το 1999·

2.  υπενθυμίζει στο Συμβούλιο ότι το νομοθετικό ψήφισμα του Κοινοβουλίου της 20ής Νοεμβρίου 2008 για τον κανονισμό της OLAF θα οδηγήσει σε σημαντική βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της ποιότητας των ερευνών της OLAF με την ενίσχυση των δικονομικών εγγυήσεων, το ρόλο της επιτροπής εποπτείας, το τεκμήριο αθωότητας, τα δικαιώματα υπεράσπισης των ατόμων που υπόκεινται σε έρευνα και τα δικαιώματα αυτών που παρέχουν πληροφορίες καθώς και με την έγκριση σαφών και διαφανών κανόνων όσον αφορά την έρευνα, και τη βελτίωση της συνεργασίας με τις αρμόδιες εθνικές αρχές και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ·

3.  καλεί την Γαλλική και Τσεχική Προεδρία της ΕΕ να υποβάλλουν χρονοδιάγραμμα διαπραγματεύσεων με το Κοινοβούλιο βασιζόμενο στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1073/99, επιβεβαιώνοντας ότι καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να επιτευχθεί ταχεία έγκριση μιας κοινής θέσης και να αποφευχθούν κάθε περαιτέρω αδικαιολόγητες καθυστερήσεις·

4.  εκτιμά ότι η θέση του Συμβουλίου για μια απλή ενοποίηση των τριών υφισταμένων νομικών βάσεων των ερευνών της OLAF δεν αποτελεί βάσιμο επιχείρημα για τη μη άμεση έναρξη των διαπραγματεύσεων για τον κανονισμό 1073/99 δεδομένου ότι η απλή ενοποίηση δεν θα βελτιώσει το νομικό πλαίσιο των ερευνών της OLAF κατά της απάτης και κατά συνέπεια αποτελεί μια σημαντική απώλεια χρόνου για την ενίσχυση της καταπολέμησης της απάτης· τάσσεται κατά συνέπεια υπέρ της αναδιατύπωσης της νομοθεσίας της ΕΕ κατά της απάτης, συμπεριλαμβανομένων των κανονισμών (ΕΚ) 1073/99, 2185/96 και 2988/95, οι οποίοι πρέπει να βασίζονται στον αναθεωρημένο κανονισμό 1073/99·

5.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στις αρμόδιες επιτροπές των κοινοβουλίων των κρατών μελών, στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο και στα όργανα δημοσιονομικού ελέγχου των κρατών μελών.