ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ σχετικά με το αδιέξοδο όσον αφορά την αναθεώρηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001
5.6.2013 - (2013/2637(RSP))
σύμφωνα με το άρθρο 110, παράγραφος 2, του Κανονισμού
Sonia Alfano, Anneli Jäätteenmäki, Sophia in ‘t Veld, Renate Weber, Nils Torvalds, Cecilia Wikström, Frédérique Ries, Marielle de Sarnez, Andrea Zanoni εξ ονόματος της Ομάδας ALDE
Βλ. επίσης την κοινή πρόταση ψηφίσματος RC-B7-0256/2013
B7‑0261/2013
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με το αδιέξοδο όσον αφορά την αναθεώρηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής,
– έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής COM(2008)0229 της 30ής Απριλίου 2008 για κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής,
– έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής COM(2011)0137 της 21ης Μαρτίου 2011 για κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 που αφορά την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής,
– έχοντας υπόψη την έκθεσή του σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (αναδιατύπωση) (COM(2008)0229), που εγκρίθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2011,
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 12ης Δεκεμβρίου 2012 σχετικά με την κατάσταση των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2010-2011)[1],
– έχοντας υπόψη τις ερωτήσεις προς το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με το αδιέξοδο όσον αφορά την αναθεώρηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 για την πρόσβαση στα έγγραφα (O-000113/2012 – B7- 0055/2012 και O-000133/2012 – B7-0075/2012),
– έχοντας υπόψη την δήλωση της Επιτροπής της 21ης Μαΐου 2013 σχετικά με το αδιέξοδο όσον αφορά την αναθεώρηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 110 παράγραφος 2 του Κανονισμού του,
Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι η έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας ενίσχυσε περαιτέρω τις υποχρεώσεις διαφάνειας της ΕΕ και κατοχύρωσε την πρόσβαση στα έγγραφα ως θεμελιώδες δικαίωμα·
Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαφάνεια είναι ένα ουσιαστικό εργαλείο που επιτρέπει στους πολίτες να συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ΕΕ αλλά και να ελέγχουν αυτή τη διαδικασία και τις δράσεις της ΕΕ εν γένει από τη σκοπιά της λογοδοσίας·
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαφάνεια είναι ακόμη πιο σημαντική στις νομοθετικές διαδικασίες, και συνεκτιμώντας επίσης τα ενισχυμένα προνόμια της ΕΕ στον τομέα του ποινικού δικαίου, τα οποία επηρεάζουν τον βασικό πυρήνα των θεμελιωδών δικαιωμάτων· λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει επανειλημμένως ζητήσει την ενίσχυση της διαφάνειας στη νομοθετική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, της διαφάνειας όσον αφορά τις ομάδες εργασίας του Συμβουλίου, της δημοσίευσης των νομικών γνωμοδοτήσεων στις νομοθετικές διαδικασίες, καθώς και της μεγαλύτερης διαφάνειας στους «τριμερείς διαλόγους»·
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο έχει επίσης εκφράσει τη λύπη του για την έλλειψη διαφάνειας στους οργανισμούς της ΕΕ, στις διεθνείς διαπραγματεύσεις και στον διάλογο της Επιτροπής με τα κράτη μέλη, ιδίως όταν διακυβεύονται τα θεμελιώδη δικαιώματα ή τα συμφέροντα των ευρωπαίων πολιτών[2]·
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή έχει επηρεάσει ουσιαστικά την κατανόηση του κανονισμού 1049/2001· λαμβάνοντας υπόψη ότι η νομολογία αυτή, ιδίως σε ό,τι αφορά την επίκληση λόγων μη αναγνώρισης σε μια νομοθετική διαδικασία, όπως στις περιπτώσεις Turco και Access Info, θα πρέπει να αποτυπώνεται στη νομοθεσία·
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο κανονισμός αριθ. 1049/2001 εκλαμβάνεται από τους πολίτες της ΕΕ και από την κοινή γνώμη της ΕΕ ως βασικό τμήμα νομοθεσίες, που παρέχει τα εργαλεία για τη δέουσα εποπτεία των δράσεων της ΕΕ· λαμβάνοντας υπόψη ότι η εφαρμογή του κανονισμού αριθ. 1049/2001 χρειάζεται να βελτιωθεί περαιτέρω, όπως δείχνουν πολλές υποθέσεις τις οποίες έχει χειριστεί ο Διαμεσολαβητής·
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το 2008 η Επιτροπή πρότεινε μια αναδιατύπωση του κανονισμού αριθ. 1049/2001, και λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν απέσυρε αυτή την πρόταση μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας· λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο ενημέρωσε δεόντως την Επιτροπή για την ακαταλληλότητα της χρησιμοποίησης της διαδικασίας αναδιατύπωσης, και λαμβάνοντας υπόψη, κατά συνέπεια, ότι το ίδιο το Κοινοβούλιο έπρεπε να προσαρμόσει το προτεινόμενο κείμενο στη Συνθήκη της Λισαβόνας·
Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι το 2011 η Επιτροπή διατύπωσε πρόσθετη πρόταση, η οποία εμμέσως επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αριθ. 1049/2001 σε όλα τα θεσμικά όργανα, υπηρεσίες και οργανισμούς της ΕΕ· λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο συγχώνευσε τις διαδικασίες του 2008 και του 2011 σε μια ενιαία διαδικασία·
Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο ενέκρινε τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση στις 15 Δεκεμβρίου 2011, και οι τριμερείς διάλογοι ξεκίνησαν με την Δανική Προεδρία κατά το πρώτο εξάμηνο του 2012· λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή δεν συμφώνησε με τους προταθέντες πιθανούς συμβιβασμούς, με αποτέλεσμα μια στασιμότητα που διαρκεί πάνω από έναν χρόνο·
Ι. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι προεδρίες της Κύπρου και της Ιρλανδίας δεν μπόρεσαν να ξεμπλοκάρουν την υπόθεση στο Συμβούλιο και να αρχίσουν νέες διαπραγματεύσεις λόγω της αντίστασης της Επιτροπής, κάτι που ενεργοποιεί μια απαίτηση ομοφωνίας επί ορισμένων σημείων στο πλαίσιο του Συμβουλίου·
ΙΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, δεδομένης της ενίσχυσης των υποχρεώσεων διαφάνειας που περιλαμβάνονται στις συνθήκες μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, οιαδήποτε αναθεώρηση του κανονισμού αριθ. 1049/2001 δεν θα πρέπει να μειώνει το υφιστάμενο επίπεδο διαφάνειας·
ΙΒ. λαμβάνοντας υπόψη ότι μια έλλειψη συμφωνίας επί της νέας μορφής του κανονισμού αριθ. 1049/2001 θα έστελνε λάθος μήνυμα σχετικά με τη φύση της ΕΕ στους πολίτες της, και λαμβάνοντας υπόψη ότι μια τέτοια έλλειψη θα υπονόμευε τη νομιμοποίηση της λήψης αποφάσεων από την ΕΕ, ιδίως υπό το φως των κρίσιμων ευρωεκλογών που πλησιάζουν με ταχύ ρυθμό·
1. υπογραμμίζει τη θεμελιώδη σημασία του δικαιώματος της πρόσβασης σε πληροφορίες και έγγραφα, της διαφάνειας και του ανοικτού χαρακτήρα των θεσμικών οργάνων και των διαδικασιών τους για τη λήψη των αποφάσεων, στοιχεία που αποτελούν πυλώνες της δημοκρατίας και μπορούν να φέρουν τους πολίτες εγγύτερα στην ΕΕ, ιδίως κατά τις παραμονές των ευρωπαϊκών εκλογών·
2. καλεί όλα τα θεσμικά όργανα, υπηρεσίες και οργανισμούς της ΕΕ να εφαρμόζουν πλήρως τον κανονισμό αριθ. 1049/2001·
3. θεωρεί ότι η τροποποίηση του κανονισμού αριθ. 1049/2001 θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα για όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, και εκφράζει τη λύπη του για το αδιέξοδο που έχει δημιουργηθεί· ζητεί από όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ να εργασθούν από κοινού για την ταχύτερη δυνατή εξεύρεση μιας διεξόδου·
4. επαναβεβαιώνει τη δέσμευσή του για την αναθεώρηση του κανονισμού αριθ. 1049/2001, η οποία θα πρέπει, συνολικά, να δίνει στους πολίτες της ΕΕ ευρύτερη και βελτιωμένη πρόσβαση στα έγγραφα της ΕΕ·
5. τονίζει ότι ένα τροποποιημένο κείμενο, ως απολύτως ελάχιστη προϋπόθεση και σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Συνθήκης, θα πρέπει: να επεκτείνει ρητώς το πεδίο εφαρμογής σε όλα τα θεσμικά όργανα, υπηρεσίες και οργανισμούς της ΕΕ· να ενισχύει τη νομοθετική διαφάνεια, κατά τρόπον ώστε κάθε χρήση εξαιρέσεων στη νομοθετική διαδικασία θα πρέπει να αποτελεί μια ειδικώς αιτιολογημένη εξαίρεση από τον γενικό κανόνα της νομοθετικής διαφάνειας, και κάθε άρνηση πρόσβασης στα έγγραφα δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τις συγκεκριμένες λέξεις που μπορούν εύλογα να αποκλεισθούν από τη γνώση του κοινού επί τη βάσει νόμιμης εξαίρεσης· να καταργεί εξαιρέσεις για γνωμοδοτήσεις νομικών υπηρεσιών που παρέχονται στη διαδικασία λήψης αποφάσεων· να διασφαλίζει την πρόσβαση σε έγγραφα σχετιζόμενα με διεθνείς διαπραγματεύσεις και συμφωνίες· να αποσαφηνίζει τη σχέση μεταξύ διαφάνειας και προστασίας των δεδομένων· να περικλείει τη σύμβαση του Ώρχους· με βάση τον υφιστάμενο ορισμό, να αναπτύσσει περαιτέρω και να διευρύνει τον ορισμό του «εγγράφου», και να μην εισάγει οιεσδήποτε ομαδικές εξαιρέσεις· να δημοσιοποιεί την ταυτότητα των αντιπροσωπειών στα έγγραφα εργασίας του Συμβουλίου ώστε να διασφαλίζεται η δημοκρατική λογοδοσία· και να διασφαλίζει την οικονομική διαφάνεια σε σχέση με τους πόρους της ΕΕ·
6. καλεί την Επιτροπή να δεσμευτεί πλήρως, σε πολιτικό και τεχνικό επίπεδο, για την προσαρμογή του κανονισμού αριθ. 1049/2001 στη Συνθήκη της Λισαβόνας·
7. καλεί το Συμβούλιο να ξαναρχίσει αμέσως συζητήσεις σχετικά με τον κανονισμό αριθ. 1049/2001, να εγκρίνει τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση και να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις·
8. ζητεί την ανάπτυξη του υφιστάμενου καθεστώτος που διέπει την πρόσβαση στα έγγραφα ώστε να καταστεί ένας πραγματικός νόμος της ΕΕ για την ελευθερία της πληροφόρησης·
9. δεσμεύεται να αναθεωρήσει τους εσωτερικούς τους κανόνες και πρακτικές, προκειμένου να αυξήσει τη διαφάνεια και τον ανοικτό χαρακτήρα του έργου και των διαδικασιών του, και αναθέτει στα αρμόδια όργανά του να διατυπώσουν και να εγκρίνουν προτάσεις προς τον σκοπό αυτό πριν από τις εκλογές, με βάση τα μακροχρόνια αιτήματα του ΕΚ στο θέμα αυτό[3]·
10. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, την Επιτροπή και τις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών.
- [1] Εγκριθέντα κείμενα, P7_TA(2012)0500.
- [2] Βλ. παράγραφο 18 του ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 σχετικά με την κατάσταση των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2010-2011).
- [3] Ψηφίσματα του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου της 14ης Σεπτεμβρίου 2011 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα (άρθρο 104, παράγραφος 7) για τα έτη 2009-2010 και της 14ης Ιανουαρίου 2009 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001).