Πρόταση ψηφίσματος - B8-0660/2017Πρόταση ψηφίσματος
B8-0660/2017

ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ εν συνεχεία της έρευνας για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τη φοροαποφυγή και τη φοροδιαφυγή

30.11.2017 - (2016/3044(RSP))

σύμφωνα με το άρθρο 198 παράγραφος 12 του Κανονισμού

Werner Langen, Jeppe Kofod, Petr Ježek εξ ονόματος της Εξεταστικής επιτροπής για τη διερεύνηση καταγγελλόμενων παραβιάσεων και περιπτώσεων κακοδιοίκησης κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ σε σχέση με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τη φοροαποφυγή και τη φοροδιαφυγή


Διαδικασία : 2016/3044(RSP)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου :  
B8-0660/2017
Κείμενα που κατατέθηκαν :
B8-0660/2017
Συζήτηση :
Κείμενα που εγκρίθηκαν :

B8‑0660/2017

Σχέδιο σύστασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προς το Συμβούλιο και την Επιτροπή, εν συνεχεία της έρευνας για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τη φοροαποφυγή και τη φοροδιαφυγή

(2016/3044(RSP))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη τα άρθρα 116 και 226 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ),

–  έχοντας υπόψη την απόφαση 95/167/ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 19ης Απριλίου 1995, περί των λεπτομερών διατάξεων άσκησης του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο[1],

–  έχοντας υπόψη την απόφασή του της 8ης Ιουνίου 2016 σχετικά με τη σύσταση, τον καθορισμό αρμοδιοτήτων, την αριθμητική σύνθεση και τη διάρκεια θητείας της εξεταστικής επιτροπής για τη διερεύνηση καταγγελλόμενων παραβιάσεων και περιπτώσεων κακοδιοίκησης κατά την εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας σε σχέση με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τη φοροαποφυγή και τη φοροδιαφυγή[2],

  έχοντας υπόψη τα ψηφίσματά του της 25ης Νοεμβρίου 2015[3] και της 6ης Ιουλίου 2016[4] σχετικά με τις φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» και άλλα μέτρα παρόμοιου χαρακτήρα ή αποτελέσματος,

  έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 16ης Δεκεμβρίου 2015, που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με την επίτευξη διαφάνειας, συντονισμού και σύγκλισης στις πολιτικές όσον αφορά τη φορολογία των εταιρειών στην Ένωση[5],

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής, της 26ης Ιουνίου 2017, σχετικά με την εκτίμηση των κινδύνων που συνεπάγονται για την εσωτερική αγορά η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και οι οποίοι συνδέονται με διασυνοριακές δραστηριότητες (COM(2017)0340),

  έχοντας υπόψη την «άσκηση χαρτογράφησης και ανάλυση των κενών στις αρμοδιότητες των ΜΧΠ της ΕΕ, καθώς και των εμποδίων όσον αφορά την απόκτηση και την ανταλλαγή πληροφοριών (mapping exercise and gap analysis on EU FIUs’ powers and obstacles for obtaining and exchanging information)», της 15ης Δεκεμβρίου 2016, της πλατφόρμας των μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πλατφόρμα ΜΧΠ της ΕΕ),

–  έχοντας υπόψη το σχέδιο σύστασης της Εξεταστικής επιτροπής για τη διερεύνηση περιπτώσεων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής,

–  έχοντας υπόψη την τελική έκθεση της Εξεταστικής επιτροπής για τη διερεύνηση περιπτώσεων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής (A8-XXXX/2017),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 198 παράγραφος 12 του Κανονισμού του,

1. Γενικά

1.  σημειώνει με ανησυχία ότι τα έγγραφα του Παναμά έχουν κλονίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στα χρηματοπιστωτικά και φορολογικά μας συστήματα· τονίζει πόσο σημαντικό είναι να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη του κοινού και να εξασφαλιστούν δίκαια και διαφανή φορολογικά συστήματα και φορολογική και κοινωνική δικαιοσύνη· καλεί, προς τούτο, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της να εφαρμόζουν ορθά και να ενισχύσουν τα νομικά τους μέσα, με σκοπό τη μετάβαση από την αδιαφάνεια στη διαφάνεια, στην αμοιβαία συνεργασία και στην ανταλλαγή πληροφοριών, και με σκοπό επίσης την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, και καλεί τα κράτη μέλη να απλουστεύσουν τα φορολογικά τους συστήματα, ούτως ώστε να εξασφαλίσουν δικαιότερη φορολόγηση και επενδύσεις στην πραγματική οικονομία·

2.  τονίζει ότι είναι επείγουσα ανάγκη να επαναπροσδιοριστεί το ευρωπαϊκό φορολογικό μοντέλο, προκειμένου να περιοριστεί ο αθέμιτος ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών μελών·

3.  εκφράζει τη λύπη του για τον αριθμό των περιπτώσεων κακοδιοίκησης σε σχέση με την εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας, τις οποίες αποκάλυψε η Εξεταστική επιτροπή του Κοινοβουλίου για τη διερεύνηση καταγγελλόμενων παραβιάσεων και περιπτώσεων κακοδιοίκησης κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ σε σχέση με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τη φοροαποφυγή και τη φοροδιαφυγή, και υπογραμμίζει τις σοβαρές ανησυχίες του σχετικά με παραβιάσεις της οδηγίας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ΙΙΙ (οδηγία AMLD III)[6], που σχετίζονται με τη συνεργασία μεταξύ των μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών (ΜΧΠ)· προτρέπει τόσο την Επιτροπή όσο και τα κράτη μέλη να εντείνουν τις προσπάθειές τους, να αναλάβουν ισχυρότερες δεσμεύσεις, να ενισχύσουν τη συνεργασία τους και να αυξήσουν τις επενδύσεις τους σε οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους προκειμένου να βελτιωθεί η εποπτεία και η επιβολή της νομοθεσίας, όχι μόνο για την αποτελεσματικότερη πρόληψη και καταπολέμηση των παράνομων πρακτικών, όπως η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, η φοροδιαφυγή και η φορολογική απάτη, αλλά και για την πρόληψη και την καταπολέμηση της φοροαποφυγής και του επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού που, καίτοι δεν παραβιάζουν τον νόμο, αντίκεινται στο πνεύμα του· υπενθυμίζει την αρχή της προβλεψιμότητας των κατηγοριών που είναι δυνατό να απαγγελθούν· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν ότι επιβάλλονται οι ενδεδειγμένες ποινές για κάθε παραβίαση του νόμου· επιμένει ότι οι προσπάθειες προς την κατεύθυνση αυτή θα πρέπει να είναι οικονομικά αποδοτικές·

4.  καλεί τα κράτη μέλη να μην εφαρμόζουν επιθετικό φορολογικό σχεδιασμό σε επίπεδο προσφοράς μέσω της διαφήμισης και της προσφοράς φορολογικών συμφωνιών τύπου «tax ruling» και πλεονεκτημάτων ή κανόνων ad hoc·

5.  θεωρεί λυπηρό το γεγονός ότι εξακολουθούν να υπάρχουν πολλά κενά στην ισχύουσα νομοθεσία για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες τόσο σε ενωσιακό όσο και σε εθνικό επίπεδο, και θεωρεί ότι απαιτείται επειγόντως πλήρης εφαρμογή και περαιτέρω ενίσχυση της κείμενης νομοθεσίας· επιδοκιμάζει τις ενταθείσες προσπάθειες και την πρόοδο που έχει επιτευχθεί από τη δημοσίευση των εγγράφων του Παναμά όσον αφορά την υποβολή νέων νομοθετικών προτάσεων που αποσκοπούν στη θέσπιση στρατηγικών χωρίς αποκλεισμούς, ωστόσο εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για την έλλειψη πολιτικής βούλησης ορισμένων κρατών μελών να προχωρήσουν με την επιβολή της νομοθεσίας και τις μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να επιφέρουν ουσιαστικές αλλαγές·

6.  θεωρεί λυπηρό το γεγονός ότι επιμέρους κράτη μέλη τροχοπεδούν συχνά θέματα φορολογικής πολιτικής σε επίπεδο Συμβουλίου· επαναλαμβάνει τις προειδοποιήσεις της επιτροπής TAXE1, σύμφωνα με τις οποίες το δικαίωμα κάθε κράτους μέλους να προβάλλει βέτο σε θέματα φορολογίας σημαίνει ότι ο κανόνας της ομοφωνίας στο Συμβούλιο περιορίζει το κίνητρο για τη μετάβαση από το ισχύον καθεστώς σε μια πιο συνεργατική λύση· επαναλαμβάνει την έκκλησή του προς την Επιτροπή να χρησιμοποιήσει τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 116 ΣΛΕΕ, με την οποία καθίσταται δυνατή η μεταβολή της απαίτησης ομοφωνίας σε περίπτωση που η Επιτροπή διαπιστώσει ότι μια διαφορά μεταξύ των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών νοθεύει τους όρους ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς·

7.  επισημαίνει με ανησυχία ότι οι Συνθήκες και η νομοθεσία της ΕΕ, όπως η οδηγία για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρείες[7] και η οδηγία για τους τόκους και τα δικαιώματα[8], δημιουργούν μια προβληματική ασυμμετρία, καθώς δίνουν προτεραιότητα στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και την ελεύθερη εγκατάσταση των επιχειρήσεων εις βάρος της δίκαιης και αποτελεσματικής φορολόγησης· σημειώνει ότι τούτο καταδεικνύεται σε αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εμπόδισαν τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν αυστηρά αμυντικά μέτρα [π.χ. κανόνες για τις ελεγχόμενες αλλοδαπές εταιρείες (ΕΑΕ) ή φορολόγηση κατά την έξοδο από μια χώρα] κατά του επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού για λόγους προστασίας των θεμελιωδών ελευθεριών της εσωτερικής αγοράς[9]· επισημαίνει ότι η ολοκλήρωση αυτού του τύπου εμπεριέχει μια διαρθρωτική μεροληψία προς όφελος των επενδυτών και των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε διασυνοριακό επίπεδο· ζητεί, στο πλαίσιο αυτό, να επανεξεταστεί ευρύτερα η νομοθεσία της ΕΕ, καθώς και η εφαρμογή και η ερμηνεία των θεμελιωδών ελευθεριών της εσωτερικής αγοράς, με στόχο τη συστηματική πρόληψη των περιπτώσεων διπλής μη φορολόγησης και επιζήμιου φορολογικού ανταγωνισμού, που αποτελούν ανεπιθύμητες συνέπειες της διευκόλυνσης της κυκλοφορίας κεφαλαίων εντός της Ένωσης·

8.  επισημαίνει ότι η φοροαποφυγή, η φοροδιαφυγή και η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες εξακολουθούν να αποτελούν παγκόσμια φαινόμενα και, ως εκ τούτου, απαιτούν συνολική, σαφή και συνεκτική απάντηση που θα προκύψει από αμοιβαία υποστήριξη και ενισχυμένη συνεργασία σε ενωσιακό και σε παγκόσμιο επίπεδο· προτρέπει την Επιτροπή να αναλάβει ηγετικό ρόλο στον αγώνα που δίνεται παγκοσμίως κατά της φοροαποφυγής, της φοροδιαφυγής και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες·

9.  τονίζει ότι είναι αναγκαίο να καθοριστεί η έννοια των ψηφιακών επιχειρηματικών εγκαταστάσεων, ούτως ώστε να ληφθεί πλήρως υπόψη η ψηφιοποίηση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και να εξασφαλιστεί ότι οι εταιρείες που έχουν έσοδα σε ένα κράτος μέλος χωρίς να διαθέτουν φυσική εγκατάσταση στο συγκεκριμένο κράτος μέλος τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης με τις εταιρείες που διαθέτουν φυσικές επιχειρηματικές εγκαταστάσεις· καλεί, επομένως, την Επιτροπή να συμπεριλάβει τις ψηφιακές επιχειρήσεις σε όλα τα ευρωπαϊκά μέτρα κατά της φοροαποφυγής και τα μέτρα που αφορούν τη φορολογία·

10.  καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να επιδεικνύουν προορατικότητα και να μην περιμένουν τις αποκαλύψεις των μέσων ενημέρωσης για να δίνουν προτεραιότητα στην αντιμετώπιση των εν λόγω ζητημάτων· υπενθυμίζει ότι η διαφάνεια δεν μπορεί να είναι απλώς τομεακή·

11.  τονίζει ότι είναι αναγκαίο να επιδειχθεί προσοχή ώστε το Brexit να μην ευνοήσει τον φορολογικό ανταγωνισμό μεταξύ των 27 υπολοίπων κρατών μελών για την προσέλκυση συγκεκριμένων βιομηχανιών και υπηρεσιών που είναι τώρα εγκατεστημένες στο Ηνωμένο Βασίλειο ούτε να οδηγήσει σε χαλάρωση των προσπαθειών καταπολέμησης της φοροδιαφυγής από την πλευρά του Ηνωμένου Βασιλείου, συμπεριλαμβανομένων των υπερπόντιων και συνδεόμενων εδαφών του· εφιστά την προσοχή της Επιτροπής στο γεγονός ότι η διάσταση αυτή θα πρέπει να ληφθεί δεόντως υπόψη κατά το δεύτερο στάδιο του Brexit και τη διαπραγμάτευση οποιασδήποτε εταιρικής σχέσης ή εμπορικής συμφωνίας με το Ηνωμένο Βασίλειο·

12.  αποδοκιμάζει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να ανακαλέσει τη δέσμευσή της περί δημοσίευσης έκθεσης ανά διετία σχετικά με την καταπολέμηση της διαφθοράς σε όλα τα κράτη μέλη· σημειώνει ότι η υποχρέωση της Επιτροπής να εποπτεύει την καταπολέμηση της διαφθοράς θα επιτελείται μέσω της διαδικασίας του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου· είναι της άποψης ότι η καταπολέμηση της διαφθοράς ενδέχεται να επισκιαστεί από άλλα οικονομικά και χρηματοπιστωτικά ζητήματα στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής· ζητεί από την Επιτροπή να δώσει το παράδειγμα και όχι μόνο να επαναλάβει τη δημοσίευση της έκθεσης αλλά και να δεσμευτεί για την εφαρμογή μιας περισσότερο αξιόπιστης και ολοκληρωμένης στρατηγικής για την καταπολέμηση της διαφθοράς·

13.  καλεί τα κράτη μέλη να απαγορεύσουν το άνοιγμα χρηματοοικονομικών λογαριασμών και την ιδιοκτησία εταιρειών-βιτρινών σε φορολογικούς παραδείσους από υπηκόους-μη μόνιμους κατοίκους και να επιβάλουν οικονομικές κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, συμπεριλαμβανομένου, στην περίπτωση των εταιρειών, του αποκλεισμού από προσκλήσεις υποβολής προσφορών για δημόσιες συμβάσεις της ΕΕ και των κρατών μελών·

2. Φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή

2.1 Υπεράκτιες δομές

14.  τονίζει την επιτακτική ανάγκη υιοθέτησης ενός κοινού διεθνούς ορισμού για το τι συνιστά υπεράκτιο χρηματοοικονομικό κέντρο (OFC), φορολογικό παράδεισο, περιοχή δικαιοδοσίας όπου επικρατεί το απόρρητο, μη συνεργάσιμη φορολογική δικαιοδοσία και χώρα υψηλού κινδύνου όσον αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες· ζητεί να συμφωνηθούν διεθνώς οι εν λόγω ορισμοί, υπό την επιφύλαξη της άμεσης δημοσίευσης της κοινής μαύρης λίστας της ΕΕ· τονίζει ότι οι ορισμοί αυτοί προϋποθέτουν τον καθορισμό σαφών και αντικειμενικών κριτηρίων·

15.  συνιστά κάθε οντότητα που δημιουργεί υπεράκτια δομή να γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές τους νόμιμους λόγους της απόφασης αυτής, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι δεν χρησιμοποιούνται υπεράκτιοι λογαριασμοί για σκοπούς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή φοροδιαφυγής·

16.  πιστεύει ότι, στο πλαίσιο της προώθησης μιας ευρύτερης διεθνούς συνεργασίας, είναι επίσης σημαντικό να διατηρηθεί η νομική ουδετερότητα των ορισμών αυτών και να εξασφαλιστεί η επιβολή τους, καθώς ορισμένες δικαιοδοσίες θα μπορούσαν να συνταχθούν με διεθνώς συμφωνηθέντα πρότυπα, χωρίς όμως να τα εφαρμόζουν εμπράκτως· τονίζει ότι οι εν λόγω ορισμοί δεν θα πρέπει να υπαγορεύονται από πολιτικά συμφέροντα, και θα πρέπει να παρακινούν τις καταχωρισμένες δικαιοδοσίες να θεσπίσουν μέτρα που θα οδηγήσουν στη διαγραφή τους από τον κατάλογο·

17.  υπενθυμίζει ότι η επίσημη δέσμευση για την υιοθέτηση διεθνώς συμφωνημένων προτύπων αποτελεί το πρώτο βήμα, ωστόσο μόνο με την ορθή εφαρμογή των προτύπων αυτών και με γνήσιες και ουσιαστικές προσπάθειες θα μετριαστούν οι παράγοντες κινδύνου και θα προαχθεί η αποτελεσματική καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, της φορολογική απάτης και της φοροδιαφυγής·

18.  υπενθυμίζει ότι οι ελεύθερες ζώνες και οι ελεύθεροι λιμένες (freeports) δεν πρέπει να γίνονται αντικείμενο κατάχρησης με σκοπό την επίτευξη των ίδιων αποτελεσμάτων που αποκομίζονται από τους φορολογικούς παραδείσους ή με σκοπό την καταστρατήγηση διεθνών κανόνων διαφάνειας για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες· καλεί την Επιτροπή να αντιμετωπίσει το ζήτημα των ελεύθερων λιμένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση·

19.  καλεί την Επιτροπή να υποβάλει νομοθετική πρόταση προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι υπεράκτιες δομές των οποίων ο πραγματικός δικαιούχος (ή οι πραγματικοί δικαιούχοι) είναι εγκατεστημένος στα κράτη μέλη υπόκεινται σε παρόμοιες απαιτήσεις ελέγχου και δημοσιοποίησης λογαριασμών με αυτές που ισχύουν στην ευρωπαϊκή δικαιοδοσία όπου είναι εγκατεστημένος ο πραγματικός δικαιούχος·

20.  θεωρεί ότι η ΕΕ θα πρέπει να καταστήσει παράνομη τη διατήρηση εμπορικών σχέσεων με νομικές δομές που είναι εγκατεστημένες σε φορολογικούς παραδείσους, εάν δεν μπορεί να εντοπιστεί ο τελικός δικαιούχος·

21.  καλεί την Επιτροπή να δημοσιεύει ετήσια δημόσια έκθεση σχετικά με τη χρήση των κονδυλίων της ΕΕ, καθώς και με τις μεταφορές χρημάτων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (ΕΤΑΑ) σε υπεράκτιες δομές, συμπεριλαμβανομένων του αριθμού και της φύσης των έργων που διακόπηκαν, επεξηγηματικών παρατηρήσεων σχετικά με το σκεπτικό της διακοπής των έργων και των μέτρων που ελήφθησαν στη συνέχεια για να εξασφαλιστεί ότι κανένα κονδύλι της ΕΕ δεν συμβάλλει, άμεσα ή έμμεσα, στη φοροαποφυγή και τη φορολογική απάτη·

2.1.1. Κοινός ενωσιακός κατάλογος μη συνεργάσιμων φορολογικών δικαιοδοσιών

22.  επικροτεί τον ηγετικό ρόλο της Επιτροπής στην κατάρτιση κριτηρίων για έναν κοινό ενωσιακό κατάλογο μη συνεργάσιμων φορολογικών δικαιοδοσιών· εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για την υπερβολικά μεγάλη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας· καλεί το Συμβούλιο να μη μετριάσει, απεναντίας να ενισχύσει, τον φιλόδοξο χαρακτήρα των κριτηρίων για τον προαναφερθέντα κατάλογο· εμμένει στην άποψη ότι θα πρέπει να ληφθούν υπόψη όλα τα κριτήρια που προτείνει η Επιτροπή, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά, της απουσίας εταιρικού φόρου ή του σχεδόν μηδενικού συντελεστή εταιρικού φόρου, και τονίζει τη σημασία τους για να είναι ο κατάλογος αποτελεσματικός και μη αυθαίρετος· θεωρεί ότι τα κριτήρια διαφάνειας θα πρέπει να εφαρμοστούν πλήρως και ότι τα κριτήρια θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν επαρκώς υπόψη την εφαρμογή και την επιβολή· καλεί το Συμβούλιο, προκειμένου ο κατάλογος αυτός να είναι αποτελεσματικός και αξιόπιστος, να εφαρμόσει αυστηρές, αναλογικές και αποτρεπτικές κοινές κυρώσεις κατά των χωρών που περιλαμβάνονται σε αυτόν, και υπογραμμίζει ότι οι αξιολογήσεις των επιμέρους χωρών θα πρέπει να διεξάγονται με διαφάνεια· καλεί το Συμβούλιο και την Επιτροπή να συστήσουν έναν διαφανή και αντικειμενικό μηχανισμό επανεξέτασης, με τη συμμετοχή του Κοινοβουλίου, για την επικαιροποίηση του καταλόγου στο μέλλον· υπενθυμίζει ότι στόχος του καταλόγου είναι η αλλαγή της συμπεριφοράς των εν λόγω δικαιοδοσιών έναντι της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της διευκόλυνσης της φορολογικής απάτης·

23.  είναι της άποψης ότι, μόλις καταρτιστεί ο ενωσιακός κατάλογος μη συνεργάσιμων φορολογικών δικαιοδοσιών, η Επιτροπή θα πρέπει να προτείνει συνοδευτική νομοθεσία που θα επιβάλει στις φορολογικές αρχές κάθε κράτους μέλους εναρμονισμένες υποχρεώσεις ετήσιας δημοσίευσης δεδομένων για τη συνολική αξία και τον προορισμό των χρημάτων που μεταφέρονται από κάθε κράτος μέλος σε κάθε δικαιοδοσία που περιλαμβάνεται στον κατάλογο·

24.  ζητεί από τα κράτη μέλη να αναλάβουν συντονισμένη δράση κατά της χαμηλής ή της μηδενικής φορολόγησης των εξερχόμενων πληρωμών, προκειμένου να καταπολεμηθούν αποτελεσματικά και συστηματικά η διάβρωση της βάσης και η μετατόπιση των κερδών (BEPS)· επαναλαμβάνει τη θέση του ότι απαιτούνται περισσότερα μέτρα από αυτά που προβλέπονται στη δέσμη μέτρων για την καταπολέμηση της φοροαποφυγής (ATAP) και ότι τα μέτρα αυτά θα πρέπει να είναι δεσμευτικά· ζητεί, ως εκ τούτου, από τα κράτη μέλη να θεσπίσουν εναρμονισμένη παρακράτηση φόρου σε όλες τις πληρωμές τόκων, καθώς και στα μερίσματα και σε πάσης φύσεως δικαιώματα από παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης σε τρίτες χώρες χαμηλής φορολογίας, ανεξάρτητα από το αν οι χώρες αυτές περιλαμβάνονται στον ενωσιακό κατάλογο μη συνεργάσιμων φορολογικών δικαιοδοσιών· υπογραμμίζει ότι το εν λόγω γενικό σύστημα παρακράτησης φόρου, το οποίο βασίζεται στη μέθοδο καταλογισμού, έχει το πλεονέκτημα ότι αποτρέπει τη διπλή μη φορολόγηση, τη διάβρωση της βάσης και τη μετατόπιση των κερδών χωρίς να οδηγεί σε περιπτώσεις διπλής φορολόγησης και χωρίς να στηρίζεται σε μια προσέγγιση επιλεκτικής καταχώρισης στη μαύρη λίστα, η οποία συνεπάγεται σημαντικές προκλήσεις σε διπλωματικό επίπεδο· καλεί τα κράτη μέλη να συμφωνήσουν στον καθορισμό αυστηρών, ολοκληρωμένων και εφαρμόσιμων κανόνων για τις ελεγχόμενες αλλοδαπές εταιρείες (ΕΑΕ) και να απορρίψουν κανόνες οι οποίοι περιορίζονται σε κίβδηλες ρυθμίσεις που δεν ορίζονται σαφώς και το βάρος της απόδειξης των οποίων φέρουν οι φορολογικές αρχές·

25.  θεωρεί λυπηρό το γεγονός ότι στα έγγραφα του Παναμά περιλαμβάνονταν αρκετοί πολίτες, οντότητες και πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα (PEP) της ΕΕ· ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να αποσαφηνίσουν κατά πόσον οι εν λόγω αναφορές έχουν διερευνηθεί δεόντως και, εάν ναι, κατά πόσον αυτές συνιστούν παραβιάσεις της εθνικής νομοθεσίας· υπογραμμίζει ότι, δυστυχώς, σε ανάλογο πλαίσιο, όταν ζητήθηκε σε πολίτες, οντότητες και πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα να συνεργαστούν με την Εξεταστική επιτροπή του Κοινοβουλίου για τη διερεύνηση καταγγελλόμενων παραβιάσεων και περιπτώσεων κακοδιοίκησης κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ σε σχέση με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τη φοροαποφυγή και τη φοροδιαφυγή, πολλοί εξ αυτών αρνήθηκαν να παράσχουν πληροφορίες που θα μπορούσαν να αποδειχθούν χρήσιμες για τους στόχους της επιτροπής·

26.  καλεί το Συμβούλιο να καταρτίσει, μέχρι το τέλος του 2017, παρόμοιο κατάλογο με κράτη μέλη της ΕΕ στα οποία υπάρχουν μη συνεργάσιμες φορολογικές δικαιοδοσίες, έστω και αν βρίσκονται σε περιοχές ή άλλες διοικητικές δομές εντός των εν λόγω κρατών μελών·

2.1.2. Ενωσιακός κατάλογος τρίτων χωρών υψηλού κινδύνου όσον αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες

27.  αποδοκιμάζει το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έχει μέχρι στιγμής διενεργήσει δική της ανεξάρτητη αξιολόγηση για τον προσδιορισμό τρίτων χωρών υψηλού κινδύνου που χαρακτηρίζονται από στρατηγικές ανεπάρκειες, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις της οδηγίας AMLD, αλλά στηρίχθηκε αποκλειστικά στον κατάλογο που κατήρτισε η ειδική ομάδα χρηματοοικονομικής δράσης (FATF), της οποίας η Επιτροπή είναι μέλος· αποδοκιμάζει το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν ανταποκρίθηκε ικανοποιητικά στα αιτήματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επί του θέματος·

28.  καλεί μετ’ επιτάσεως την Επιτροπή να επισπεύσει τις εργασίες κατάρτισης του δικού της καταλόγου και να υποβάλει έκθεση στο Κοινοβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του χάρτη πορείας της, ειδικότερα δε σχετικά με τη δέσμευσή της να αυξήσει όλους τους πόρους που χρειάζεται η ειδική ομάδα για την πρόληψη οικονομικών εγκλημάτων·

29.  πιστεύει ότι έχει πρωταρχική σημασία να υιοθετήσει η ΕΕ στόχους πιο φιλόδοξους από τους αντίστοιχους της FATF· επισημαίνει, στο πλαίσιο αυτό, την ανάγκη για μεγαλύτερη επένδυση σε ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους ή για τη βελτιστοποίηση της κατανομής τους εντός της Επιτροπής, ούτως ώστε να ενισχυθεί η διαδικασία ελέγχου·

30.  πιστεύει ότι σκοπός του καταλόγου αυτού είναι να ενθαρρύνει τις δικαιοδοσίες να αλλάξουν συμπεριφορά σε σχέση με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, και να αποθαρρύνει άλλα κράτη από την εφαρμογή παρόμοιων, δυνητικά επιζήμιων πολιτικών·

31.  καλεί την Επιτροπή να είναι το θεσμικό όργανο που θα διαδραματίσει κεντρικό ρόλο τόσο στην κατάρτιση του καταλόγου τρίτων χωρών υψηλού κινδύνου σε σχέση με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες όσο και στην επανεξέταση του ευρωπαϊκού καταλόγου φορολογικών παραδείσων, προκειμένου να εξασφαλιστούν η συνοχή και η συμπληρωματικότητά τους·

2.2 Άλλη φορολογική νομοθεσία

32.  εκφράζει την ικανοποίησή του για τη νέα νομοθεσία που θεσπίστηκε τα δύο τελευταία χρόνια ως απάντηση στα LuxLeaks· επιδοκιμάζει την αφοσίωση της ΕΕ στο σχέδιο του ΟΟΣΑ για τη διάβρωση της βάσης και τη μετατόπιση των κερδών· καλεί τα κράτη μέλη να μεταφέρουν τάχιστα στην έννομη τάξη τους τη νομοθεσία της ΕΕ και να εξασφαλίσουν την επιβολή της·

33.  ζητεί μια φιλόδοξη δημόσια υποβολή στοιχείων ανά χώρα (CbCR), προκειμένου να ενισχυθούν η φορολογική διαφάνεια και ο δημόσιος έλεγχος των πολυεθνικών επιχειρήσεων (MNE), καθώς το ευρύτερο κοινό θα αποκτούσε κατ’ αυτόν τον τρόπο πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τα κέρδη που πραγματοποιούν, τις επιδοτήσεις που λαμβάνουν και τους φόρους που καταβάλλουν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις στις δικαιοδοσίες όπου δραστηριοποιούνται· προτρέπει το Συμβούλιο να προβεί σε κοινή συμφωνία επί της πρότασης έναρξης διαπραγματεύσεων με τα άλλα θεσμικά όργανα της ΕΕ για την έγκριση της δημόσιας υποβολής στοιχείων ανά χώρα, καθώς αποτελεί ένα από τα βασικά μέτρα για την επίτευξη μεγαλύτερης διαφάνειας όσον αφορά τα φορολογικά στοιχεία των εταιρειών προς όφελος όλων των πολιτών·

34.  υπογραμμίζει ότι η δημόσια υποβολή στοιχείων ανά χώρα θα δώσει τη δυνατότητα σε επενδυτές και μετόχους να λαμβάνουν υπόψη τις εταιρικές φορολογικές πολιτικές όταν παρεμβαίνουν σε συνεδριάσεις μετόχων και όταν λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις·

35.  καλεί τα κράτη μέλη να καταλήξουν σε πολιτική συμφωνία για την εφαρμογή ελάχιστου πραγματικού φορολογικού συντελεστή στην Ευρώπη, τουλάχιστον στο πλαίσιο αναθεώρησης της οδηγίας για τους τόκους και τα δικαιώματα·

36.  υπενθυμίζει ότι η φορολογική ενημέρωση θα πρέπει να καταστεί αναπόσπαστο μέρος των οικονομικών εκθέσεων που υποβάλλουν οι επιχειρήσεις·

37.  προτρέπει το Συμβούλιο να καταλήξει τάχιστα σε μια φιλόδοξη συμφωνία επί των δύο σταδίων της κοινής ενοποιημένης βάσης φορολογίας εταιρειών (ΚΕΒΦΕ)· υπενθυμίζει ότι, πέραν της μείωσης του κόστους που συνεπάγεται για τις επιχειρήσεις και τις φορολογικές αρχές των κρατών μελών, η ΚΕΒΦΕ αναμένεται να επιλύσει το ζήτημα της μεταβιβαστικής τιμολόγησης και να εξασφαλίσει δικαιότερο ανταγωνισμό στην ενιαία αγορά· τονίζει ότι η εναρμόνιση των φορολογικών βάσεων είναι η καλύτερη λύση για τον τερματισμό της ελαχιστοποίησης των φόρων και του επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού με νόμιμα μέσα· υπενθυμίζει ότι απαιτείται νέος δεσμευτικός ορισμός της «μόνιμης εγκατάστασης» για να εξασφαλιστεί ότι η φορολογία επιβάλλεται εκεί όπου ασκείται οικονομική δραστηριότητα και δημιουργείται αξία· τονίζει ότι ο ορισμός αυτός θα πρέπει να συνοδεύεται από ελάχιστα δεσμευτικά κριτήρια με τα οποία θα προσδιορίζεται κατά πόσον μια οικονομική δραστηριότητα είναι αρκετά ουσιαστική ώστε να φορολογηθεί σε ένα κράτος μέλος, προκειμένου να αποφευχθεί το φαινόμενο των «εταιρειών-γραμματοθυρίδων», ιδίως σε σχέση με τις προκλήσεις που θέτει η ψηφιακή οικονομία·

38.  ενθαρρύνει την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να προβούν σε πολύ πιο φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις στον τομέα της φορολογίας, ούτως ώστε να εξαλειφθεί ο φορολογικός ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών μελών· καλεί μετ’ επιτάσεως την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να ακολουθήσουν τις συστάσεις της ανεξάρτητης επιτροπής για τη μεταρρύθμιση της διεθνούς φορολογίας επιχειρήσεων (ICRICT) και να συμφωνήσουν σε έναν ελάχιστο πραγματικό φορολογικό συντελεστή εταιρειών, καθώς και σε μια πολιτική φειδωλής παροχής φορολογικών ελαφρύνσεων και μόνο στις τοπικές δαπάνες για την υποστήριξη νέων παραγωγικών επενδύσεων· συνιστά επίσης σε όλα τα κράτη μέλη να σταματήσουν την ειδική φορολογική μεταχείριση αλλοδαπών ή/και μεγάλων εταιρειών και ατόμων, και να δημοσιεύσουν τις συμφωνίες που εφαρμόζονται ήδη·

39.  τονίζει ότι η ενιαία φορολόγηση θα πρέπει να εφαρμοστεί σε παγκόσμιο επίπεδο για να λειτουργήσει ως μέσο τερματισμού της μετατόπισης κερδών και ότι, με την εφαρμογή της ΚΕΒΦΕ σε επίπεδο ΕΕ, υπάρχει κίνδυνος να μονιμοποιηθούν οι τρέχουσες απώλειες των κρατών μελών προς όφελος του υπόλοιπου κόσμου, όπως και η εκμετάλλευση των υπόλοιπων χωρών του κόσμου από ορισμένα κράτη μέλη· επισημαίνει ότι μια προσέγγιση που θα περιορίζεται σε επίπεδο ΕΕ θα μπορούσε να εξαλείψει τα κίνητρα μετατόπισης κερδών εντός της ΕΕ αλλά να ανοίξει τον δρόμο για περαιτέρω κίνητρα και ευκαιρίες μετατόπισης κερδών εκτός της ΕΕ·

40.  υπενθυμίζει τις συστάσεις του να εξασφαλιστεί η επέκταση της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με τις φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» σε όλες τις αποφάσεις και να αποκτήσει η Επιτροπή πρόσβαση σε όλες τις σχετικές πληροφορίες, ώστε να διασφαλιστεί η τήρηση των ευρωπαϊκών κανόνων ανταγωνισμού[10]·

41.  καλεί την Επιτροπή να υποβάλει το συντομότερο δυνατό νομοθετική πρόταση για την αναθεώρηση της οδηγίας σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας (DAC)[11], προκειμένου να ενισχυθεί περαιτέρω η φορολογική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών μέσω της υποχρέωσης ανταπόκρισης σε ομαδικά αιτήματα επί φορολογικών θεμάτων, ούτως ώστε μια ευρωπαϊκή χώρα να μπορεί να παρέχει όλες τις πληροφορίες που χρειάζονται οι άλλες χώρες για τη δίωξη των υπευθύνων διασυνοριακής φοροδιαφυγής· υπενθυμίζει την πρότασή του περί τροποποίησης της οδηγίας DAC, ώστε να βελτιωθεί ο συντονισμός των κρατών μελών στους φορολογικούς ελέγχους[12]·

42.  είναι της άποψης ότι, σε αντίθεση με την τρέχουσα πρακτική, οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις πρέπει πάντα να καθιστούν δυνατό τον έλεγχο εκ μέρους των πολιτών και να παρέχουν στην κοινωνία των πολιτών πρόσβαση, ενημέρωση και κατάρτιση, ούτως ώστε να συμμετέχει εποικοδομητικά στη διαμόρφωση των πολιτικών αυτών·

43.  τονίζει επίσης ότι η φορολογική νομοθεσία, τόσο σε εθνικό όσο και σε ενωσιακό επίπεδο, πρέπει να απλουστευθεί και να συντάσσεται με τρόπο προσιτό σε κάθε πολίτη, προκειμένου να αποφεύγεται η περιπλοκότητα που εξυπηρετεί τη βιομηχανία της φοροαποφυγής·

44.  καλεί την Επιτροπή να υποβάλει πρόταση αναθεώρησης της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες[13], η οποία θα περιλαμβάνει μέτρα για να αποτρέπονται οι δημόσιες διοικήσεις από τη συνεργασία με εταιρείες που χρησιμοποιούν φορολογικούς παραδείσους·

45.  πιστεύει ότι, κατά την προετοιμασία των προτάσεων για την ΚΒΦΕ και την ΚΕΒΦΕ, έχει ζωτική σημασία η λογιστική βάση να είναι συνεπής κατά τον υπολογισμό της φορολογητέας βάσης στο πλαίσιο ενός ομίλου, ειδάλλως το λογιστικό αρμπιτράζ απλώς θα αντικαταστήσει τις υφιστάμενες μεθόδους φοροαποφυγής·

46.  καλεί την Επιτροπή να δρομολογήσει συνολική αξιολόγηση, υπό μορφή δημόσιας έκθεσης, του έργου που έχει επιτελέσει τα 19 χρόνια από τη σύστασή της η Ομάδα «Κώδικας Δεοντολογίας» για τη φορολογία των επιχειρήσεων, εστιάζοντας στα αποτελέσματα που έχουν επιτευχθεί σχετικά με την πρόληψη των επιζήμιων διασυνοριακών καθεστώτων φορολογίας εταιρειών· ζητεί τη μεταρρύθμιση της ομάδας «Κώδικας δεοντολογίας» με βάση τα πορίσματα, με στόχο να αποκτήσει το έργο της μεγαλύτερη διαφάνεια και να γίνει πιο αποτελεσματικό, δεδομένου ότι η ομάδα πρέπει να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στις προσπάθειες που καταβάλλει η ΕΕ για να επιφέρει βελτιώσεις στον εν λόγω τομέα· ζητεί να αποκτήσει το Κοινοβούλιο εξουσίες ελέγχου της ομάδας και η ομάδα να καταστεί υπόλογη στο Κοινοβούλιο·

47.  καλεί την Επιτροπή να συγκεντρώσει σε κατάλογο τα επιζήμια καθεστώτα για τα οποία η Ομάδα «Κώδικας Δεοντολογίας» δεν έχει κατορθώσει έως σήμερα να συμφωνήσει σε ανάληψη δράσης και να δημοσιεύσει τον εν λόγω κατάλογο· καλεί την Επιτροπή να αξιολογήσει, έως το 2020, τον αντίκτυπο της προσέγγισης βάσει αιτιώδους συνδέσμου την οποία ακολουθούν τα φορολογικά καθεστώτα που είναι ευνοϊκά προς τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και να ποσοτικοποιήσει, εάν είναι δυνατό, τον αντίκτυπό τους στην καινοτομία και την απώλεια φορολογικών εσόδων·

48.  θεωρεί λυπηρό το γεγονός ότι αρκετά μέλη της ΕΕ περιλαμβάνονταν στα έγγραφα του Παναμά· καλεί την Επιτροπή να δρομολογήσει, σε συνεργασία με τις φορολογικές αρχές, ευρεία αξιολόγηση των δυνητικά επιζήμιων φορολογικών μέτρων που λαμβάνονται στα κράτη μέλη και τα οποία στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό, και των αντισταθμιστικών μέτρων που εφαρμόζονται, καθώς και των δευτερογενών συνεπειών των μέτρων αυτών σε άλλες δικαιοδοσίες· ζητεί την καθιέρωση αποτελεσματικού μηχανισμού ελέγχου για την παρακολούθηση των κρατών μελών όσον αφορά τα πιθανά νέα επιζήμια φορολογικά μέτρα τα οποία θα μπορούσαν να θεσπίσουν·

49.  καλεί την Επιτροπή να υποβάλει νομοθετική πρόταση για την αντιμετώπιση των διασυνοριακών μετατροπών και της μεταφοράς έδρας, και να παράσχει σαφείς κανόνες για τη μεταφορά της έδρας μιας εταιρείας εντός της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων κανόνων για την αντιμετώπιση των εταιρειών-γραμματοθυρίδων·

50.  τονίζει την ανάγκη να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις επιζήμιες φορολογικές πρακτικές που χρησιμοποιούνται περισσότερο από ποτέ, όπως η κατάχρηση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, των παραγώγων, των συμφωνιών ανταλλαγής (swaps) κ.λπ. με στόχο τη φοροαποφυγή·

51.  καλεί την Επιτροπή να απαγορεύσει τη δυνατότητα δημιουργίας εταιρειών-βιτρινών, αποκαλούμενων και «εταιρειών-γραμματοθυρίδων», οι οποίες διαδραματίζουν κομβικό ρόλο στη δημιουργία των εταιρικών δομών που χρησιμοποιούνται για σκοπούς φοροδιαφυγής και άγρας ευνοϊκότερης δικαιοδοσίας· καλεί, ως εκ τούτου, την Επιτροπή να αποσύρει την πρόταση οδηγίας που έχει υποβάλει σχετικά με τις μονοπρόσωπες εταιρείες περιορισμένης ευθύνης (Societas Unius Personae» ή SUP), με την οποία καθίσταται δυνατή η ηλεκτρονική εγγραφή εταιρειών-γραμματοθυρίδων, χωρίς επαλήθευση της ταυτότητας του ιδρυτή της εταιρείας· καλεί επίσης την Επιτροπή να εξασφαλίσει ότι οποιαδήποτε ανάλογη πρόταση περί ηλεκτρονικής εγγραφής εταιρειών αποκλείει κάθε δυνατότητα σύστασης εταιρειών-γραμματοθυρίδων· υπενθυμίζει στην Επιτροπή να υποβάλει πρόταση για μια 14η οδηγία σχετικά με το εταιρικό δίκαιο, η οποία θα θέτει σαφείς κανόνες για τη διασυνοριακή μεταφορά της έδρας μιας εταιρείας, προκειμένου να προληφθεί κάθε κατάχρηση ή η σύσταση εταιρειών-γραμματοθυρίδων μέσω διασυνοριακών μετατροπών, συγχωνεύσεων ή διασπάσεων· στο πλαίσιο αυτό, ζητεί, μεταξύ άλλων, να επιβληθεί σε κάθε νομική οντότητα η υποχρέωση ετήσιας καταβολής επαρκούς τέλους και υποβολής έκθεσης με πληροφορίες για τις δραστηριότητές της και τους δικαιούχους της·

52.  εκφράζει την ικανοποίησή του για τα πορίσματα που εξέδωσε η Επιτροπή τον Αύγουστο του 2016 σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, σύμφωνα με τα οποία η Ιρλανδία παρέσχε παράνομα στην Apple αδικαιολόγητες φορολογικές ελαφρύνσεις ύψους 13 δισεκατομμυρίων EUR· αμφισβητεί την απόφαση της ιρλανδικής κυβέρνησης να ασκήσει προσφυγή κατά της απόφασης σε μια προσπάθεια να μην καταβληθεί το οφειλόμενο ποσό·

53.  καλεί την Επιτροπή να αποσύρει την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Απριλίου 2014, σχετικά με τις μονοπρόσωπες εταιρείες περιορισμένης ευθύνης [COM(2014)0212

54.  καλεί τα κράτη μέλη να εντοπίσουν και να σταματήσουν εξ ολοκλήρου να χρησιμοποιούν κάθε μορφή φορολογικής αμνηστίας που θα μπορούσε να οδηγήσει σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και σε φοροδιαφυγή ή που θα μπορούσε να εμποδίσει τις εθνικές αρχές από τη χρήση των παρασχεθέντων στοιχείων για τη διερεύνηση οικονομικών εγκλημάτων·

55.  καλεί τα κράτη μέλη να θεσπίσουν νομοθεσία που θα ορίζει ότι ο φορολογούμενος οφείλει να αποδεικνύει ότι έχει καταβάλει φόρους, ειδάλλως τα κεφάλαια θα δηλώνονται ως «μαύρο χρήμα» και θα κατάσχονται·

56.  εκφράζει την ανησυχία του για την πρόθεση της κυβέρνησης των ΗΠΑ να προωθήσει φορολογικές ελαφρύνσεις για μεγάλες εταιρείες και χρηματοπιστωτική απορρύθμιση· καλεί την Επιτροπή να παρακολουθεί στενά την προτεινόμενη φορολογική μεταρρύθμιση στις ΗΠΑ, που είναι γνωστή ως «Blueprint», και την πιθανότητα εφαρμογής, στη συγκεκριμένη χώρα, φορολογικής αμνηστίας με στόχο τον επαναπατρισμό κερδών από μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες με πολύ χαμηλό φορολογικό συντελεστή·

57.  καλεί τα κράτη μέλη να ενισχύσουν τις φορολογικές διοικήσεις τους με επαρκές προσωπικό, προκειμένου να εξασφαλίσουν την αποτελεσματική είσπραξη των φορολογικών εσόδων και να αντιμετωπίσουν τις επιζήμιες φορολογικές πρακτικές, δεδομένου ότι η έλλειψη πόρων και οι περικοπές προσωπικού, πλέον της έλλειψης επαρκούς κατάρτισης, τεχνικών μέσων και ελεγκτικών αρμοδιοτήτων, έχουν δυσχεράνει σημαντικά το έργο των φορολογικών διοικήσεων σε ορισμένα κράτη μέλη·

58.  επισημαίνει με ανησυχία ότι ένα από τα πιο επιζήμια και διαβόητα συστήματα φοροαποφυγής στην ΕΕ, το λεγόμενο «Διπλό Ιρλανδικό», μπορεί να συνεχίσει να εφαρμόζεται και πέρα από την ημερομηνία σταδιακής κατάργησής του, το 2020, δυνάμει διατάξεων που περιλαμβάνονται σε πολλές συμβάσεις αποφυγής της διπλής φορολογίας μεταξύ της Ιρλανδίας και άλλων χωρών, συμπεριλαμβανομένων φορολογικών παραδείσων· καλεί την ιρλανδική κυβέρνηση να επανεξετάσει το σύνολο των συμβάσεων που έχει συνάψει για την αποφυγή της διπλής φορολογίας, με σκοπό την κατάργηση των εν λόγω διατάξεων·

59.  αποδοκιμάζει την έλλειψη αξιόπιστων και αμερόληπτων στατιστικών στοιχείων σχετικά με το μέγεθος της φοροαποφυγής και της φοροδιαφυγής· τονίζει πόσο σημαντικό είναι να αναπτυχθούν κατάλληλες και διαφανείς μεθοδολογίες ποσοτικοποίησης του μεγέθους αυτών των φαινομένων, καθώς και των επιπτώσεών τους στα δημόσια οικονομικά, τις οικονομικές δραστηριότητες και τις δημόσιες επενδύσεις των χωρών·

60.  καλεί την Επιτροπή να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές για μια σαφή διάκριση μεταξύ των παράνομων και των νόμιμων —έστω και αν αντιβαίνουν στο πνεύμα του νόμου— πρακτικών στο πλαίσιο της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, προκειμένου να εγγυηθεί ασφάλεια δικαίου για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη· καλεί τα κράτη μέλη και τις τρίτες χώρες να εξασφαλίσουν ότι τα πρόστιμα και οι χρηματικές κυρώσεις που επιβάλλονται στους φοροφυγάδες και τους διαμεσολαβητές δεν εκπίπτουν από τη φορολογητέα βάση·

61.  τονίζει ότι η άσκηση υπεύθυνης φορολογικής στρατηγικής πρέπει να θεωρείται πυλώνας της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης (ΕΚΕ) και ότι οι πρακτικές φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής και επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού δεν συμβιβάζονται με την ΕΚΕ· επαναλαμβάνει την έκκλησή του προς την Επιτροπή να συμπεριλάβει το στοιχείο αυτό σε μια επικαιροποιημένη στρατηγική της ΕΕ για την ΕΚΕ·

62.  καλεί τις επιχειρήσεις να καταστήσουν την πλήρη εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων χωρίς κανενός είδους φοροαποφυγή αναπόσπαστο μέρος της ΕΚΕ τους·

63.  επαναλαμβάνει την έκκληση της επιτροπής TAXΕ 2 σχετικά με τη δημιουργία ενός νέου κέντρου συνοχής και συντονισμού της φορολογικής πολιτικής της Ένωσης (TPCCC) εντός της δομής της Επιτροπής, που να δύναται να αξιολογεί και να παρακολουθεί τις φορολογικές πολιτικές των κρατών μελών σε επίπεδο Ένωσης και να εξασφαλίζει ότι δεν εφαρμόζονται νέα επιζήμια φορολογικά μέτρα από τα κράτη μέλη· συνιστά να μπορεί το TPCCC να παρακολουθεί τη συμμόρφωση των κρατών μελών με τον κοινό ενωσιακό κατάλογο μη συνεργάσιμων δικαιοδοσιών, καθώς και να εξασφαλίζει και να προωθεί τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών φορολογικών διοικήσεων (π.χ. όσον αφορά την κατάρτιση και την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών)·

64.  επαναλαμβάνει τις συστάσεις του Κοινοβουλίου[14] για τη δημιουργία καταλόγου αντιμέτρων που θα πρέπει να λαμβάνουν η Ένωση και τα κράτη μέλη ως μέτοχοι και χρηματοδότες δημόσιων φορέων, τραπεζών και χρηματοδοτικών προγραμμάτων κατά των εταιρειών που χρησιμοποιούν φορολογικούς παραδείσους για να εφαρμόζουν συστήματα επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού και, συνεπώς, δεν συμμορφώνονται προς τα πρότυπα χρηστής φορολογικής διακυβέρνησης της Ένωσης·

65.  επαναλαμβάνει την έκκλησή του προς την Επιτροπή να τροποποιήσει την ευρωπαϊκή νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων που αφορούν το Καταστατικό της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), του κανονισμού για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΤΣΕ), των τεσσάρων κανονισμών για την κοινή γεωργική πολιτική (ΚΓΠ) και των κανονισμών για τα πέντε Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά και Επενδυτικά Ταμεία (Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, Ταμείο Συνοχής, Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης, Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας), με σκοπό να απαγορευτεί η διοχέτευση χρηματοδότησης της ΕΕ σε τελικούς δικαιούχους ή χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές που έχουν αποδεδειγμένα εμπλακεί σε φοροδιαφυγή ή επιθετικό φορολογικό σχεδιασμό·

66.  καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο να καταρτίσουν υποχρεωτικό, τυποποιημένο, δημόσιο ευρωπαϊκό μητρώο επιχειρήσεων, προκειμένου να συγκεντρώσουν επικαιροποιημένες και αξιόπιστες πληροφορίες για τις εταιρείες και να επιτύχουν διαφάνεια μέσω της διασυνοριακής πρόσβασης σε συγκρίσιμες και αξιόπιστες πληροφορίες για τις εταιρείες στην ΕΕ·

67.  καλεί την Επιτροπή να μη συνάπτει εμπορικές συμφωνίες με δικαιοδοσίες που έχουν χαρακτηριστεί φορολογικοί παράδεισοι από την ΕΕ·

2.3 Ανταλλαγή πληροφοριών

68.  θεωρεί λυπηρό το γεγονός ότι οι διατάξεις της οδηγίας σχετικά με τη διοικητική συνεργασία (DAC), που ήταν σε ισχύ κατά την περίοδο των αποκαλύψεων σχετικά με τα έγγραφα του Παναμά, δεν εφαρμόστηκαν αποτελεσματικά και ότι η ποσότητα των πληροφοριών και των αποφάσεων που ανταλλάχθηκαν ήταν μικρή· υπενθυμίζει ότι η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των φορολογικών αρχών είναι καθοριστικής σημασίας για την εξασφάλιση της αμοιβαίας συνδρομής των κρατών μελών στην είσπραξη των φορολογικών εσόδων και τη δημιουργία ίσων όρων ανταγωνισμού· καλεί την Επιτροπή να υποβάλει προτάσεις για την περαιτέρω ενίσχυση της φορολογικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών μέσω της υποχρέωσης ανταπόκρισης σε ομαδικά αιτήματα επί φορολογικών θεμάτων, ούτως ώστε μια ευρωπαϊκή χώρα να μπορεί να παρέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες σε άλλες για τη δίωξη των υπευθύνων διασυνοριακής φοροδιαφυγής·

69.  εκφράζει τη βαθιά ανησυχία του για το γεγονός ότι ο αριθμός των φορολογικών αποφάσεων τύπου «tax ruling» που εκδίδονται από κράτη μέλη για πολυεθνικές εταιρείες έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, παρά τον κοινωνικό σάλο που προκάλεσε το σκάνδαλο Luxleaks·

70.  επιμένει ότι η Επιτροπή θα πρέπει να έχει πρόσβαση, σύμφωνα με τους κανόνες περί προστασίας των δεδομένων, σε όλες τις πληροφορίες που ανταλλάσσονται δυνάμει της οδηγίας DAC προκειμένου να εποπτεύει και να επιβάλλει δεόντως την εφαρμογή των διατάξεών της· τονίζει ότι οι εν λόγω πληροφορίες θα πρέπει να φυλάσσονται σε κεντρικό μητρώο το οποίο θα διαχειρίζεται η Επιτροπή, δεδομένου ότι διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα στον τομέα του ανταγωνισμού·

71.  απευθύνει έκκληση για αποτελεσματικότερη ανταλλαγή, επεξεργασία και χρήση πληροφοριών σε παγκόσμιο επίπεδο και επιμένει ότι οι διατάξεις περί κοινών προτύπων αναφοράς θα πρέπει να εφαρμόζονται αποτελεσματικά και με συνέπεια, στην κατεύθυνση της μετάβασης από την πολιτική τού «ονοματίζουμε και στιγματίζουμε (name and shame)», που ακολουθείται στο πλαίσιο του συστήματος αξιολόγησης από ομοτίμους, σε ένα καθεστώς κυρώσεων· εφιστά την προσοχή στην ανάγκη για αμοιβαιότητα όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και των συμμετεχόντων κρατών· καλεί τα κράτη μέλη της ΕΕ να στηρίξουν τα συμμετέχοντα αναπτυσσόμενα κράτη στην εφαρμογή αυτών των προτύπων· υπογραμμίζει ότι είναι αναγκαίο οι χώρες να μην αναλαμβάνουν απλώς δεσμεύσεις τήρησης του Κοινού Προτύπου Αναφοράς (ΚΠΑ) αλλά να εφαρμόζουν το σύστημα και να εξασφαλίζουν την υψηλή ποιότητα των παρεχόμενων δεδομένων· επισημαίνει ότι το υφιστάμενο ΚΠΑ έχει αδυναμίες και επικροτεί τις προσπάθειες που καταβάλλει ο ΟΟΣΑ για τη βελτίωση του προτύπου, ώστε να γίνει πιο αποτελεσματικό· καλεί την Επιτροπή να συμβάλει στην κάλυψη των κενών που έχουν εντοπιστεί·

72.  ζητεί την ενίσχυση των δημόσιων εμπορικών μητρώων, των δημόσιων μητρώων πραγματικών δικαιούχων και της δημόσιας υποβολής στοιχείων ανά χώρα, προκειμένου να αρθούν οι περιορισμοί που έχουν επιβληθεί από την ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμει της «πολυμερούς σύμβασης του ΟΟΣΑ για την εφαρμογή σχετικών με τις φορολογικές συμβάσεις μέτρων που σκοπούν στην πρόληψη της διάβρωσης της βάσης και της μετατόπισης των κερδών», του Ιουνίου του 2017, η οποία παρέχει στις χώρες τη δυνατότητα να επιλέγουν εταίρους, επιτρέποντας στην πράξη τις διμερείς συμφωνίες·

73.  τονίζει ότι η υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σε σχέση με ρυθμίσεις δυνητικά επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού με διασυνοριακή διάσταση (DAC6) θα πρέπει να είναι προσβάσιμη όχι μόνο στις φορολογικές αρχές αλλά και στο ευρύ κοινό·

74.  καλεί την ΕΕ να χρησιμοποιήσει τα κατάλληλα μέσα για τη δημιουργία πλαισίου καλής συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών για φορολογικούς σκοπούς ανάμεσα στα μητρώα πραγματικών δικαιούχων, τα κτηματολόγια και τα εμπορικά μητρώα των κρατών μελών —τα οποία θα πρέπει να συγκεντρώνουν τις δημόσιες πληροφορίες— και για τη δημιουργία ενός μητρώου της ΕΕ που θα δώσει τη δυνατότητα καλύτερου συντονισμού σε ενωσιακό και σε διεθνές επίπεδο·

75.  καλεί την Επιτροπή να εξασφαλίσει την αμοιβαιότητα όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της ΕΕ και τρίτων χωρών που δεν έχουν υπογράψει διεθνώς συμφωνημένα πρότυπα· υπογραμμίζει την ανάγκη επιβολής αποτελεσματικών κυρώσεων κατά χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν ευρωπαίους πελάτες και δεν συμμορφώνονται με τα πρότυπα αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών· θεωρεί ότι θα πρέπει να περιληφθεί στην πρόταση αυτή μηχανισμός επίλυσης διαφορών για τη διευθέτηση ενδεχόμενων διαφορών μεταξύ της ΕΕ και τρίτων χωρών· υπενθυμίζει τη σύστασή του για θέσπιση παρακράτησης φόρου ή μέτρων με παρόμοιο αποτέλεσμα, προκειμένου να μην εξέρχονται από την ΕΕ αφορολόγητα κέρδη·

76.  θεωρεί ότι υπόχρεοι παροχής πληροφοριών στις φορολογικές αρχές πρέπει να είναι αυτοί που αναφέρονται στην οδηγία σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, και συγκεκριμένα: 1) πιστωτικά ιδρύματα· 2) χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί· 3) τα ακόλουθα φυσικά ή νομικά πρόσωπα κατά την άσκηση των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων: α) ελεγκτές, εξωτερικοί λογιστές και φορολογικοί σύμβουλοι· β) συμβολαιογράφοι και άλλοι ελεύθεροι επαγγελματίες νομικοί, όταν συμμετέχουν, είτε ενεργώντας εξ ονόματος και για λογαριασμό των πελατών τους στο πλαίσιο χρηματοπιστωτικών συναλλαγών ή συναλλαγών επί ακινήτων είτε βοηθώντας στον σχεδιασμό ή στη διενέργεια συναλλαγών για τους πελάτες τους σχετικά με: i) την αγορά και πώληση ακινήτων ή επιχειρήσεων· ii) τη διαχείριση χρημάτων, τίτλων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους· iii) το άνοιγμα ή τη διαχείριση τραπεζικών λογαριασμών, λογαριασμών ταμιευτηρίου ή λογαριασμών τίτλων· iv) την οργάνωση των εισφορών των αναγκαίων για τη σύσταση, λειτουργία ή διοίκηση εταιρειών· v) τη σύσταση, λειτουργία ή διοίκηση εμπιστευμάτων (trust), επιχειρήσεων, ιδρυμάτων ή ανάλογων δομών· γ) πάροχοι υπηρεσιών εμπιστευματικής διαχείρισης και εταιρικών υπηρεσιών που δεν εμπίπτουν ήδη στο πεδίο εφαρμογής του στοιχείου α) ή β)· δ) κτηματομεσίτες· ε) άλλα πρόσωπα που εμπορεύονται αγαθά, εφόσον η πληρωμή καταβάλλεται ή εισπράττεται σε μετρητά και αφορά ποσό ίσο ή μεγαλύτερο από 10 000 EUR, ανεξαρτήτως του αν η συναλλαγή διενεργείται με μία και μόνη πράξη ή με περισσότερες της μιας πράξεις που φαίνεται να συνδέονται μεταξύ τους· στ) πάροχοι υπηρεσιών τυχερών παιγνίων·

3. Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες

3.1. Νομοθεσία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες

77.  τονίζει ότι όλες οι διατάξεις της οδηγίας AMLD θα πρέπει να εφαρμόζονται αποτελεσματικά και με συνέπεια από τα κράτη μέλη· ζητεί από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν κατάλληλα μέτρα επιβολής της νομοθεσίας· καλεί την Επιτροπή να ενισχύσει τους υφιστάμενους μηχανισμούς ελέγχου·και να τους παράσχει επαρκείς πόρους· καλεί την Επιτροπή να διαθέσει περισσότερους πόρους στην ειδική ομάδα της για την πρόληψη των οικονομικών εγκλημάτων·

78.  τονίζει ότι το νομικό πλαίσιο της οδηγίας AMLD της ΕΕ θα πρέπει επίσης να απαγορεύει πλήρως τις ανώνυμες μετοχές, δεδομένου ότι επιτρέπουν τη λήψη, κατοχή και μεταφορά παράνομων χρημάτων ανωνύμως και αποτελούν εξαιρετικά χρήσιμο μέσο δημιουργίας διεθνών συστημάτων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες· σημειώνει ότι καθιστούν δυνατή τη λειτουργία ενός συστήματος ακόμη πιο αδιαφανούς από τα συστήματα που υπάρχουν σε διαβόητους φορολογικούς παραδείσους, όπως, μεταξύ άλλων, ο Παναμάς, οι νήσοι Κέιμαν, η Δομινικανή Δημοκρατία ή το Λιχτενστάιν·

79.  καλεί την Επιτροπή να κινήσει διαδικασίες επί παραβάσει κατά κρατών μελών για παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου που αποκαλύφθηκαν με τα έγγραφα του Παναμά και με άλλες διαρροές· καλεί την Επιτροπή να υποβάλει έκθεση σχετικά με την ανάγκη αντικατάστασης της οδηγίας για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες από έναν κανονισμό, ούτως ώστε να δημιουργηθεί ένας ενιαίος νομικός χώρος και να εξαλειφθούν τυχόν ελλείμματα επιβολής της νομοθεσίας στα κράτη μέλη·

80.  καλεί την Επιτροπή να εφαρμόσει μηχανισμό κυρώσεων κατά κρατών μελών που επιτρέπουν ανώνυμες μετοχές, με ή χωρίς περιορισμούς, πριν τεθεί σε ισχύ η απαγόρευση των ανώνυμων μετοχών στην ΕΕ·

81.  τονίζει την ανάγκη για τακτικά επικαιροποιημένα, τυποποιημένα, διασυνδεδεμένα και δημόσια μητρώα πραγματικών δικαιούχων εταιρειών, ιδρυμάτων, εμπιστευμάτων και παρόμοιων νομικών μορφωμάτων, προκειμένου να αποτρέπεται η ανωνυμία των τελικών πραγματικών δικαιούχων (UBO)· ζητεί τη μείωση του τρέχοντος ορίου για την κατοχή μετοχών στον ορισμό του πραγματικού δικαιούχου· είναι της άποψης ότι η ΕΕ και τα κράτη μέλη της πρέπει να αναλάβουν ηγετικό ρόλο στην προώθηση προτύπων διαφάνειας για τους τελικούς πραγματικούς δικαιούχους (UBO) στα διεθνή φόρουμ·

82.  υπογραμμίζει την έκκληση που απηύθυναν οι εκπρόσωποι της γαλλικής ΜΧΠ στην Εξεταστική επιτροπή του Κοινοβουλίου για τη διερεύνηση καταγγελλόμενων παραβιάσεων και περιπτώσεων κακοδιοίκησης κατά την εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας σε σχέση με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τη φοροαποφυγή και τη φοροδιαφυγή, σύμφωνα με την οποία, στο πλαίσιο της σύστασης 26 της FATF σχετικά με τη χρηματοπιστωτική εποπτεία, θα πρέπει να προβλέπεται ρητά σε επίπεδο ΕΕ ότι η άσκηση της εποπτείας από την αρμόδια εποπτική αρχή μπορεί να εκτείνεται έως τη μητρική οντότητα του ομίλου·

83.  καλεί την Επιτροπή να επιβλέψει τη δημιουργία προσβάσιμων στο κοινό κτηματολογίων·

84.  ζητεί να υιοθετηθεί ένας ορισμός του πραγματικού δικαιούχου ο οποίος να περιλαμβάνει κάθε φυσικό πρόσωπο που εν τέλει έχει στην κυριότητά του ή ελέγχει νομική οντότητα —εκτός από εισηγμένη εταιρεία σε ρυθμιζόμενη αγορά η οποία υπόκειται σε απαιτήσεις γνωστοποίησης κατά την ενωσιακή νομοθεσία ή υπόκειται σε ισοδύναμα διεθνή πρότυπα τα οποία εξασφαλίζουν επαρκή διαφάνεια των πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο— μέσω άμεσης ή έμμεσης κυριότητας μίας, τουλάχιστον, μετοχής ή ελάχιστης ισοδύναμης μονάδας συμφέροντος στην εν λόγω οντότητα, μεταξύ άλλων μέσω ανώνυμων μετοχών ή μέσω ελέγχου με άλλα μέσα·

85.  ζητεί επίσης τη δημιουργία ενός παγκόσμιου μητρώου νομικών οντοτήτων, συμπεριλαμβανομένων εταιρειών, εμπιστευμάτων και ιδρυμάτων, και ενός παγκόσμιου κεντρικού μητρώου τραπεζικών λογαριασμών, χρηματοδοτικών μέσων, ακίνητης περιουσίας, ασφαλιστηρίων ζωής και άλλων σχετικών περιουσιακών στοιχείων τα οποία αποτελούν αντικείμενο κατάχρησης για λόγους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και φοροαποφυγής, στα οποία θα έχουν πρόσβαση οι ΜΧΠ και οι εθνικοί φορείς επιβολής του νόμου· ζητεί από τα κράτη μέλη, ελλείψει παγκόσμιων συμφωνιών, να προβούν τουλάχιστον στην εναρμόνιση των πληροφοριών που απαιτούνται από τα εθνικά μητρώα εταιρειών και στη δημοσιοποίηση των ισολογισμών, των αποτελεσμάτων χρήσεως, των ονομάτων των προσώπων που κατέχουν ειδική συμμετοχή, των μελών των εποπτικών συμβουλίων, των μελών των διοικητικών συμβουλίων και των γενικών διευθυντών·

86.  παρατηρεί ότι τα παράνομα ποσά που καταβάλλονται στο πλαίσιο αυτών των συναλλαγών μετατρέπονται σε νόμιμους πόρους που προέρχονται από νόμιμες συναλλαγές· τονίζει, ως εκ τούτου, την ανάγκη επέκτασης των κανόνων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και στην αγορά ακινήτων, με σκοπό την πρόληψη νέων φαινομένων παρανομίας·

87.  επισημαίνει ότι είναι αναγκαίο να βελτιωθεί η επιβολή ελέγχων της δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη (CDD), ώστε να εξασφαλιστεί ότι διεξάγεται ορθή αξιολόγηση των κινδύνων που συνδέονται με το προφίλ του πελάτη· τονίζει ότι, ακόμη και όταν ανατίθεται εξωτερικά, η υποχρέωση δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη θα πρέπει πάντα να εμπίπτει στην αρμοδιότητα των υπόχρεων οντοτήτων· ζητεί να είναι σαφής η εν λόγω ευθύνη και να προβλεφθούν κυρώσεις για περιπτώσεις αμέλειας ή σύγκρουσης συμφερόντων στο πλαίσιο εξωτερικής ανάθεσης· πιστεύει επίσης ότι το πεδίο εφαρμογής για τις υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να εκτείνεται και στους κτηματομεσίτες, μεταξύ άλλων, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι διατάξεις περί δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη εφαρμόζονται εξίσου σε ρυθμιζόμενους και επί του παρόντος μη ρυθμιζόμενους φορείς· ζητεί να εναρμονιστούν οι διαδικασίες δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη σε επίπεδο ΕΕ και να διαμορφωθούν κατάλληλα ώστε να εξασφαλίζεται η συμμόρφωσή τους με τους κανόνες·

88.  πιστεύει ότι οι κυρώσεις για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, φοροδιαφυγή και φορολογική απάτη θα πρέπει να είναι πιο αυστηρές και αποτρεπτικές, και ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να υιοθετούν μια προσέγγιση που βασίζεται στην εκτίμηση των κινδύνων όταν διαθέτουν πόρους για την καταπολέμηση των εν λόγω παράνομων πρακτικών· χαιρετίζει, στο πλαίσιο αυτό, την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω του ποινικού δικαίου[15]· καλεί τα κράτη μέλη να εξετάσουν αν επιθυμούν να απαγορεύσουν τον ποινικό συμβιβασμό σε περιπτώσεις πολύ σοβαρής φορολογικής απάτης· επισημαίνει, ωστόσο, ότι η ΕΕ και τα κράτη μέλη της θα πρέπει, παράλληλα, να αναπτύξουν κίνητρα για κάθε κατηγορία υπόχρεων οντοτήτων, προκειμένου να αποθαρρύνουν την εμπλοκή τους σε τέτοιες δραστηριότητες και να καταστήσουν τις δραστηριότητες αυτές ασύμφορες· καλεί τα κράτη μέλη να επανεξετάσουν τις αποσβεστικές προθεσμίες για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ούτως ώστε να αποφεύγονται οι παραγραφές συνεπεία παραλείψεων των αρμοδίων αρχών·

89.  καλεί την Επιτροπή να αναλάβει πρωτοβουλία σε διεθνές επίπεδο για την απαγόρευση των εταιρειών-βιτρινών, εφόσον δεν διασφαλίζεται πλήρης διαφάνεια όσον αφορά τον πραγματικό ιδιοκτήτη, και να εξασφαλίσει ότι δεν τίθενται περισσότερες από 10 εταιρείες-βιτρίνες υπό τη διαχείριση ενός και του αυτού διευθυντή·

90.  ζητεί την εφαρμογή, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αποτελεσματικού ελεγκτικού μηχανισμού που θα καλύπτει και τις συνδεδεμένες δικαιοδοσίες, δεδομένου ότι οι αξιολογήσεις από ομοτίμους στο πλαίσιο της FATF και οι τακτικές αμοιβαίες αξιολογήσεις μπορούν εύκολα να προσκρούσουν σε πολιτικά ή άλλα εμπόδια·

91.  τονίζει την ανάγκη συμφωνίας επί κοινής αντίληψης και κοινού ορισμού, σε επίπεδο ΕΕ, του πολιτικώς εκτεθειμένου ατόμου·

92.  ζητεί να θεσπιστεί εναρμονισμένος ορισμός των φορολογικών εγκλημάτων σε επίπεδο ΕΕ και να δημιουργηθεί ξεχωριστό ποινικό μέσο που θα εγκριθεί βάσει του άρθρου 83 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ ή βάσει του άρθρου 116 ΣΛΕΕ, σε περίπτωση που τα κράτη μέλη δεν μπορέσουν να συμφωνήσουν στην εξάλειψη της στρέβλωσης των όρων ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά· ζητεί να εναρμονιστεί σε ολόκληρη την ΕΕ ο ορισμός των κύριων αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και να περιοριστούν οι εξαιρέσεις τις οποίες μπορούν να επικαλούνται τα κράτη μέλη για να αρνούνται τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών· υπενθυμίζει τη θέση του, στο πλαίσιο της αναθεώρησης της τέταρτης και της πέμπτης οδηγίας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, περί αποσύνδεσης των φορολογικών εγκλημάτων από την απαίτηση επιβολής στερητικών της ελευθερίας ποινών ή κράτησης·

93.  εκφράζει την ανησυχία του για την έγκριση προγραμμάτων ιθαγένειας για κατοίκους τρίτων χωρών — τα λεγόμενα προγράμματα «Golden Visa» ή προγράμματα χορήγησης επενδυτικών θεωρήσεων σε υπηκόους τρίτων χωρών με αντάλλαγμα οικονομικές επενδύσεις χωρίς τη διενέργεια κατάλληλων ελέγχων —ή, γενικώς, ελέγχων— δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη· καλεί την Επιτροπή να αξιολογεί τη συμμόρφωση των κρατών μελών με την οδηγία AMLD και με άλλες συναφείς νομοθετικές πράξεις της ΕΕ σε περιπτώσεις χορήγησης ιθαγένειας στο πλαίσιο των εν λόγω προγραμμάτων·

94.  καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο να λάβουν σοβαρά υπόψη τη φιλόδοξη αναθεώρηση της τέταρτης AMLD από το Κοινοβούλιο, η οποία ψηφίστηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2017 και η οποία αναμένεται να κλείσει πολλά υφιστάμενα νομοθετικά κενά και να ενισχύσει σημαντικά την κείμενη νομοθεσία κατά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω, για παράδειγμα, της αποσαφήνισης του ορισμού του πραγματικού δικαιούχου, της απαγόρευσης του χαρακτηρισμού ανώτερων διοικητικών στελεχών, εντολοδόχων διευθυντών και άλλων πληρεξούσιων πρακτόρων ως πραγματικών δικαιούχων εκτός εάν πληρούν τα κριτήρια, μέσω της παροχής πλήρους δημόσιας πρόσβασης στα μητρώα πραγματικών δικαιούχων των εταιρειών και των εμπιστευμάτων, και μέσω της εφαρμογής αποτελεσματικότερου μηχανισμού κυρώσεων για τις παραβιάσεις της οδηγίας AMLD· παροτρύνει συνεπώς την Επιτροπή και το Συμβούλιο να μην αποδυναμώσουν την ισχυρή πρόταση του Κοινοβουλίου κατά τις εν εξελίξει τριμερείς διαπραγματεύσεις·

95.  ζητεί να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση, τόσο σε πολιτικό όσο και σε κανονιστικό επίπεδο, στους αναδυόμενους κινδύνους που συνδέονται με τις νέες τεχνολογίες και τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, όπως τα παράγωγα, οι συμφωνίες ανταλλαγής (swaps ) και τα εικονικά νομίσματα[16]·

96.  καλεί την Επιτροπή να εξετάσει το ενδεχόμενο αξιοποίησης του δυναμικού των νέων τεχνολογιών, όπως οι μοναδικές ψηφιακές ταυτότητες, για να καταστεί ευκολότερος ο εντοπισμός σοβαρών περιπτώσεων οικονομικού εγκλήματος, διασφαλίζοντας παράλληλα τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή·

97.  ζητεί από την Επιτροπή να αξιολογήσει επειγόντως τις επιπτώσεις της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και των φορολογικών εγκλημάτων που συνδέονται με δραστηριότητες ηλεκτρονικών παιγνίων, με εικονικά νομίσματα, κρυπτονομίσματα, τεχνολογία αλυσίδας συστοιχιών (blockchain) και οικονομική τεχνολογία· καλεί επιπλέον την Επιτροπή να εξετάσει πιθανά μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης νομοθεσίας, για τη δημιουργία κανονιστικού πλαισίου για τις εν λόγω δραστηριότητες, προκειμένου να περιοριστούν τα μέσα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες·

98.  ζητεί μετ’ επιτάσεως να κατάσχονται τα περιουσιακά στοιχεία που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες· ζητεί, προς τούτο, την ταχεία έγκριση του κανονισμού σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων δέσμευσης και δήμευσης, προκειμένου να διευκολυνθεί η διασυνοριακή ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων προερχόμενων από εγκληματικές πράξεις· τονίζει ότι το νομικό μέσο που προτείνει η Επιτροπή θα βελτιώσει τη συνεργασία και θα διευκολύνει την αναγνώριση αυτών των αποφάσεων, τηρώντας παράλληλα την αρχή της επικουρικότητας· καλεί την Επιτροπή να υποβάλει νομοθετική πρόταση για τον περιορισμό των πληρωμών σε μετρητά, προκειμένου να υποστηριχθεί η καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, της φορολογικής απάτης και του οργανωμένου εγκλήματος·

99.  επισημαίνει ότι απαιτούνται επίσης μέτρα για την ευθυγράμμιση των εθνικών στρατηγικών με τις στρατηγικές των οργανισμών και των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Eυρωπόλ, η Εurojust και ο OLAF· ζητεί, για τη διευκόλυνση αυτής της συνεργασίας, να αρθούν τα νομικά εμπόδια στην ανταλλαγή πληροφοριών·

100.  χαιρετίζει την πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης της Πορτογαλίας περί απαγόρευσης της έκδοσης ανώνυμων μετοχών και της μετατροπής των υπαρχουσών σε ονομαστικά χρεόγραφα, και παροτρύνει την Επιτροπή να προτείνει νομοθεσία σε επίπεδο ΕΕ για τον ίδιο σκοπό·

101.  ζητεί να υπάρξει πολύ αυστηρότερος έλεγχος από τις αρμόδιες αρχές κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας και της εντιμότητας των μελών των διοικητικών συμβουλίων και των μετόχων πιστωτικών ιδρυμάτων στην ΕΕ· πιστεύει ότι πρέπει να προβλεφθούν όροι που θα δίνουν τη δυνατότητα στις αρμόδιες αρχές να εποπτεύουν διαρκώς τα κριτήρια αξιολόγησης των μετόχων και των μελών διοικητικών συμβουλίων, καθώς σήμερα είναι πολύ δύσκολη η ανάκληση μιας έγκρισης μετά τη χορήγησή της· πιστεύει επίσης ότι θα πρέπει να διευρυνθούν τα χρονοδιαγράμματα και η ευελιξία σχετικά με την υποβολή ενστάσεων κατά εξαγορών, ιδίως στις περιπτώσεις που είναι απαραίτητο να διεξάγουν οι αρμόδιες αρχές τις δικές τους έρευνες όσον αφορά τις πληροφορίες που παρέχονται σε σχέση με γεγονότα σε τρίτες χώρες και σε σχέση με πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα·

3.2. Μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών (ΜΧΠ)

102.  πιστεύει ότι, με την εναρμόνιση του καθεστώτος και της λειτουργίας των ευρωπαϊκών ΜΧΠ, θα ενισχυθεί η ανταλλαγή πληροφοριών· καλεί την Επιτροπή να δρομολογήσει σχέδιο στο πλαίσιο της πλατφόρμας ΜΧΠ για τον εντοπισμό των πηγών πληροφοριών στις οποίες έχουν σήμερα πρόσβαση οι ΜΧΠ· καλεί την Επιτροπή να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές για το πώς μπορεί να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη σύγκλιση των λειτουργιών και των εξουσιών των ευρωπαϊκών ΜΧΠ, στις οποίες θα προσδιορίζεται ένα ελάχιστο κοινό πεδίο εφαρμογής και περιεχόμενο χρηματοοικονομικών, διοικητικών και περί της επιβολής του νόμου πληροφοριών τις οποίες θα πρέπει να λαμβάνουν και να μπορούν να ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι ΜΧΠ· πιστεύει ότι οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνουν εξηγήσεις για μια κοινή αντίληψη των λειτουργιών στρατηγικής ανάλυσης των ΜΧΠ·

103.  πιστεύει ότι, για να είναι πιο αποτελεσματικές, όλες οι ΜΧΠ της ΕΕ θα πρέπει να έχουν απεριόριστη και άμεση πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που σχετίζονται με τις αρμοδιότητές τους από υπόχρεες οντότητες και μητρώα· οι ΜΧΠ θα πρέπει επίσης να μπορούν να αποκτούν τις εν λόγω πληροφορίες βάσει αιτήσεως που υποβάλλεται από άλλη ΜΧΠ της Ένωσης και να ανταλλάσσουν τις πληροφορίες με την αιτούσα ΜΧΠ·

104.  προτείνει στα κράτη μέλη να άρουν, κατά την εφαρμογή της οδηγίας AMLD, την απαίτηση λήψης από τις ΜΧΠ άδειας από τρίτο μέρος για την ανταλλαγή πληροφοριών με άλλη ΜΧΠ για σκοπούς συλλογής πληροφοριών, ώστε να υποστηριχθεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ΜΧΠ· καλεί την Επιτροπή να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με γενικές διατάξεις της οδηγίας AMLD, ιδίως όσον αφορά την ανάγκη «αυθόρμητης και άμεσης» ανταλλαγής πληροφοριών με άλλες ΜΧΠ·

105.  τονίζει την ανάγκη αποτελεσματικότερης επικοινωνίας μεταξύ των οικείων αρμόδιων αρχών σε εθνικό επίπεδο αλλά και μεταξύ των ΜΧΠ σε διαφορετικά κράτη μέλη· καλεί την Επιτροπή να συγκροτήσει, σε επίπεδο ΕΕ, ένα σύστημα συγκριτικής ανάλυσης για την τυποποίηση των πληροφοριών που θα συλλέγονται και θα ανταλλάσσονται, και για την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των ΜΧΠ· επισημαίνει ότι αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει την ενίσχυση του δικτύου FIU.net που υπάγεται στην Ευρωπόλ, αλλά και της ίδιας της Ευρωπόλ, κυρίως για να αποκτήσει τη δυνατότητα εξαγωγής πληροφοριών και στατιστικών στοιχείων σχετικά με ροές πληροφοριών, δραστηριότητες και το αποτέλεσμα αναλύσεων που διενεργούν οι ΜΧΠ, καθώς και την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων και των πόρων της Eurojust για την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της φοροδιαφυγής· καλεί επίσης τα κράτη μέλη να αυξήσουν τους ανθρώπινους, οικονομικούς και τεχνικούς πόρους των ΜΧΠ, ώστε να ενισχυθούν οι ικανότητες διεξαγωγής ερευνών και συνεργασίας που διαθέτουν, προκειμένου να εξετάζονται και να αξιοποιούνται δεόντως οι πολυάριθμες πλέον αναφορές ύποπτων συναλλαγών·

106.  επισημαίνει ότι ο περιορισμός του σκοπού της χρήσης των πληροφοριών που ανταλλάσσονται μεταξύ των ΜΧΠ θα πρέπει να επανεξεταστεί και να ενοποιηθεί σε ενωσιακό και παγκόσμιο επίπεδο, ώστε να υπάρξει η δυνατότητα χρήσης των εν λόγω πληροφοριών για την καταπολέμηση φορολογικών εγκλημάτων και για αποδεικτικούς σκοπούς·

107.  επιμένει ότι ο διορισμός προσώπων σε διευθυντικές θέσεις στις ΜΧΠ θα πρέπει να είναι ανεξάρτητος, να μην υπαγορεύεται από πολιτικά συμφέροντα και να βασίζεται στα επαγγελματικά προσόντα, και ότι η διαδικασία επιλογής θα πρέπει να είναι διαφανής και εποπτευόμενη· τονίζει ότι είναι αναγκαίο να διέπεται από κοινούς κανόνες η ανεξαρτησία των οργάνων που είναι επιφορτισμένα με την επιβολή των κανόνων σχετικά με τη φορολογική απάτη και τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, και ότι είναι αναγκαίο να είναι πλήρως ανεξάρτητοι οι φορείς επιβολής του νόμου κατά τη συνέχεια που θα δίδεται στις εκθέσεις των ΜΧΠ·

108.  καλεί την Επιτροπή να επαληθεύσει εάν η υποχρέωση αυτή γίνεται δεόντως σεβαστή σε όλα τα κράτη μέλη·

109.  επαναλαμβάνει τη θέση του όσον αφορά την πέμπτη οδηγία AMLD σχετικά με τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής ΜΧΠ και την ανάγκη εξασφάλισης ενός αποτελεσματικού και συντονισμένου συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών, καθώς και κεντρικών βάσεων δεδομένων· τονίζει την ανάγκη υποστήριξης των ΜΧΠ των κρατών μελών, ειδικότερα σε διασυνοριακές υποθέσεις·

110.  εμμένει στην άποψη ότι οι αρμόδιες αρχές δεν θα πρέπει να παραμείνουν απαθείς ως προς την αυξανόμενη χρήση των ψηφιακών τεχνολογιών από τους φορολογικούς συμβούλους και τους φορολογούμενους έως ότου είναι πολύ αργά· πιστεύει ότι οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να αναπτύξουν αντιστοίχως τα δικά τους μέσα και τις δικές τους ερευνητικές ικανότητες· πιστεύει ότι κατά τον τρόπο αυτό θα μπορούσαν να παρασχεθούν στις αρμόδιες αρχές νέες δυνατότητες όσον αφορά το σύνηθες ζήτημα της κατανομής των πόρων ή τη βελτίωση της μεταξύ τους συνεργασίας·

4. Διαμεσολαβητές

111.  εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι δεν υπάρχουν ομοιογενείς κανονιστικές ρυθμίσεις για τους διαμεσολαβητές σε επίπεδο ΕΕ· καλεί το Συμβούλιο να εξετάσει και να εγκρίνει τάχιστα την πρόταση της Επιτροπής σχετικά με την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα της φορολογίας οι οποίες συνδέονται με δηλωτέες διασυνοριακές ρυθμίσεις, με στόχο να ενισχυθούν οι υποχρεώσεις των διαμεσολαβητών όσον αφορά την υποβολή στοιχείων· ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να εξετάσουν τα πιθανά οφέλη της επέκτασης του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας σε αμιγώς εγχώριες περιπτώσεις·

112.  υπογραμμίζει την ανάγκη να κλείσει η πρόταση αυτή τα κενά που δυνητικά επιτρέπουν τον επιθετικό φορολογικό σχεδιασμό, με την κατάρτιση νέων κανόνων για τους διαμεσολαβητές που συμμετέχουν σε τέτοιες πρακτικές·

113.  επισημαίνει ότι η διαχείριση περιουσιακών στοιχείων παραμένει εν πολλοίς μια μη ρυθμιζόμενη δραστηριότητα και ότι θα πρέπει να θεσπιστούν δεσμευτικοί διεθνείς κανόνες και πρότυπα για να εξασφαλιστούν ισότιμοι όροι και για να ρυθμιστεί και να οριστεί καλύτερα το εν λόγω επάγγελμα· καλεί, στο πλαίσιο αυτό, την Επιτροπή να αναλάβει πρωτοβουλία σε όλα τα σχετικά διεθνή φόρουμ για τη δημιουργία των εν λόγω προτύπων και κανόνων·

114.  αναγνωρίζει ότι, στο πλαίσιο της αυτοοργάνωσης και της αυτορρύθμισης, θα πρέπει να υπάρχει κατάλληλη εποπτεία· καλεί την Επιτροπή να αξιολογήσει την ανάγκη για στοχοθετημένη δράση της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας κατάρτισης νομοθεσίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί η δέουσα εποπτεία της αυτορρύθμισης των υπόχρεων οντοτήτων, λ.χ. μέσω μιας χωριστής και ανεξάρτητης εθνικής ρυθμιστικής/εποπτικής αρχής·

115.  καλεί την Επιτροπή να υποβάλει νομοθετική πρόταση εντός του 2018 για την απαγόρευση της αυτορρύθμισης υπόχρεων οντοτήτων σύμφωνα με την οδηγία AMLD·

116.  καλεί την Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη και τις εποπτικές αρχές, να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές για την τυποποίηση των μορφοτύπων υποβολής στοιχείων για τις υπόχρεες οντότητες, ώστε να διευκολυνθεί η επεξεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών από τις ΜΧΠ·

117.  ζητεί να θεσπιστούν ρυθμίσεις για τους φορολογικούς διαμεσολαβητές, με τις οποίες θα τους παρέχονται κίνητρα για να απέχουν από τη φοροδιαφυγή και τη φοροαποφυγή, καθώς και από την κάλυψη των πραγματικών δικαιούχων·

118.  τονίζει ότι, εάν ο διαμεσολαβητής είναι εγκατεστημένος εκτός της ΕΕ, πρέπει να απαιτείται από τον ενδιαφερόμενο φορολογούμενο να διαβιβάζει απευθείας στις φορολογικές αρχές της χώρας του το δυνητικά επιθετικό φορολογικό σχέδιο πριν από την εφαρμογή του, ώστε οι αρχές αυτές να μπορούν να ανταποκριθούν στους φορολογικούς κινδύνους λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα·

119.  πιστεύει ότι οι αυστηρότεροι κανόνες σχετικά με τον ρόλο των διαμεσολαβητών αναμένεται να ωφελήσουν τον κλάδο συνολικά, καθώς οι ειλικρινείς διαμεσολαβητές δεν θα βρίσκονται πλέον σε μειονεκτική θέση λόγω αθέμιτου ανταγωνισμού και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα διαχωριστεί η ήρα από το σιτάρι·

120.  ζητεί την επιβολή, σε επίπεδο ΕΕ και κρατών μελών, πιο αποτελεσματικών, αποτρεπτικών και αναλογικών κυρώσεων κατά τραπεζών και διαμεσολαβητών που εμπλέκονται εν γνώσει τους, εσκεμμένα και συστηματικά σε παράνομα φορολογικά συστήματα ή συστήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες· τονίζει ότι οι κυρώσεις θα πρέπει να στρέφονται κατά των ίδιων των εταιρειών όσο και κατά των ανώτερων διοικητικών στελεχών και των μελών των διοικητικών συμβουλίων που υπέχουν ευθύνη των εν λόγω συστημάτων· τονίζει ότι είναι αναγκαία η επιβολή ουσιαστικών ποινών και πιστεύει ότι η χρήση ενός καθεστώτος δημόσιου στιγματισμού για επιβεβαιωμένες υποθέσεις θα μπορούσε να αποθαρρύνει τους διαμεσολαβητές από τη μη τήρηση των υποχρεώσεών τους και να ενθαρρύνει τη συμμόρφωσή τους·

121.  καλεί τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν ότι οι τομείς που είναι πλέον εκτεθειμένοι σε κινδύνους λόγω αδιαφανών καθεστώτων πραγματικής κυριότητας (όπως προσδιορίζονται στην αξιολόγηση που διενήργησε η Επιτροπή για τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες) τελούν υπό αποτελεσματική παρακολούθηση και εποπτεία· καλεί τα κράτη μέλη να παρέχουν κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τους παράγοντες κινδύνου που ανακύπτουν από συναλλαγές στις οποίες συμμετέχουν φοροτεχνικοί σύμβουλοι, ελεγκτές, εξωτερικοί λογιστές, συμβολαιογράφοι και άλλοι ανεξάρτητοι επαγγελματίες του νομικού κλάδου·

122.  ζητεί τη δημιουργία ενωσιακού πλαισίου με το οποίο θα θεσπίζεται υποχρεωτικός κώδικας δεοντολογίας για διαμεσολαβητές και το οποίο θα περιλαμβάνει, κατ’ ελάχιστον, γενική απαγόρευση της χρήσης συμβάσεων που επιβάλλουν στον πελάτη την τήρηση του απορρήτου σχετικά με το φορολογικό καθεστώς ή τη χρήση προμήθειας· ζητεί να συμπεριληφθεί στον εν λόγω κώδικα δεοντολογίας η υποχρέωση των διαμεσολαβητών να ενεργούν προς το δημόσιο συμφέρον και να μην παραβαίνουν το γράμμα και το πνεύμα της φορολογικής νομοθεσίας·

123.  ζητεί να εφαρμόζονται καλύτερα οι κανόνες σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τη φοροαποφυγή και τη φοροδιαφυγή, και να ενισχυθεί η αποτρεπτική τους δράση, με την αύξηση της δημόσιας προβολής, ειδικότερα δε με τη βελτίωση των δημοσιευμένων στατιστικών στοιχείων για τα μέτρα εφαρμογής που αφορούν επαγγελματίες οι οποίοι παρέχουν συμβουλές σχετικά με ζητήματα φορολογίας και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες·

124.  υπογραμμίζει την ανάγκη για μεγαλύτερο έλεγχο, εποπτεία και συντονισμό των εθνικών συστημάτων πιστοποίησης για τους διαμεσολαβητές που ασκούν φοροτεχνικό επάγγελμα στην ΕΕ· καλεί τα κράτη μέλη να ανακαλούν τις άδειες των διαμεσολαβητών που αποδεδειγμένα συμμετέχουν στην ενεργό προώθηση ή τη διευκόλυνση διασυνοριακής φοροδιαφυγής, παράνομου φορολογικού σχεδιασμού και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες·

125.  καλεί την Επιτροπή να αξιολογήσει εάν οι αρμόδιες αρχές στα κράτη μέλη συμμορφώνονται με τις διαδικασίες αδειοδότησης των διαμεσολαβητών που προβλέπονται ήδη στο δίκαιο της ΕΕ, π.χ. στην τέταρτη οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις·

126.  ζητεί από τον κλάδο να υιοθετήσει μια μεθοδολογία σύμφωνα με την οποία το επαγγελματικό απόρρητο που δεσμεύει τους δικηγόρους δεν θα εμποδίζει τις δέουσες αναφορές ύποπτων συναλλαγών ή τις αναφορές άλλων δυνητικά παράνομων δραστηριοτήτων, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις γενικές αρχές του ποινικού δικαίου, ή να βελτιώσει την υφιστάμενη μεθοδολογία για τον ίδιο σκοπό·

127.  ζητεί να απαγορευθεί σε διαμεσολαβητές που εδρεύουν στην ΕΕ να ασκούν άμεση ή έμμεση δραστηριότητα σε χώρες οι οποίες περιλαμβάνονται στις ευρωπαϊκές μαύρες λίστες ως φορολογικοί παράδεισοι ή παρουσιάζουν υψηλό κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες·

128.  τονίζει ότι, προκειμένου να βελτιωθεί η διεθνής συνεργασία, θα πρέπει να συντονιστούν σε παγκόσμιο επίπεδο οι απαιτήσεις ελέγχου και λογιστικής, ώστε να αποθαρρύνεται η συμμετοχή των λογιστικών και ελεγκτικών εταιρειών σε παράνομες φορολογικές δομές· θεωρεί, στο πλαίσιο αυτό, ότι ένα αποτελεσματικό μέσο για την επίτευξη του συγκεκριμένου σκοπού είναι η καλύτερη εφαρμογή των διεθνών λογιστικών προτύπων·

Τράπεζες

129.  ενθαρρύνει όλα τα κράτη μέλη να δημιουργήσουν, όπως συστήνεται στην τέταρτη οδηγία AMLD, συστήματα μητρώων τραπεζικών λογαριασμών ή συστήματα ανάκτησης ηλεκτρονικών δεδομένων, τα οποία θα παρέχουν στις ΜΧΠ και στις αρμόδιες αρχές πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τραπεζικούς λογαριασμούς· συστήνει να εξεταστεί το ενδεχόμενο τυποποίησης και διασύνδεσης των εθνικών μητρώων τραπεζικών λογαριασμών που περιλαμβάνουν όλους τους λογαριασμούς οι οποίοι συνδέονται με νομικά ή φυσικά πρόσωπα, με σκοπό να έχουν οι αρμόδιες αρχές και οι ΜΧΠ εύκολη πρόσβαση·

130.  συστήνει να καταχωρίζονται στο εν λόγω μητρώο λογαριασμών συναλλαγές με φορολογικούς παραδείσους και χώρες υψηλού κινδύνου, τόσο εντός όσο και εκτός της ΕΕ, να δημοσιεύονται σχετικά στατιστικά στοιχεία και να αναλύονται οι πληροφορίες ανά συναλλαγές με συνδεδεμένα μέρη και με μη συνδεδεμένα μέρη, καθώς και ανά κράτος μέλος·

131.  αναγνωρίζει ότι οι τράπεζες συμμετείχαν διαπιστωμένα σε τέσσερις ευρείες κατηγορίες δραστηριοτήτων, και συγκεκριμένα στην παροχή και διαχείριση υπεράκτιων δομών, στο άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών σε υπεράκτιες οντότητες, στην παροχή άλλων χρηματοπιστωτικών προϊόντων και στις τραπεζικές εργασίες μέσω ανταποκριτών[17]· τονίζει την ανάγκη θέσπισης σαφέστερης και αυστηρότερης νομοθεσίας για τις τραπεζικές εργασίες μέσω ανταποκριτών όσον αφορά τη μεταφορά κεφαλαίων σε υπεράκτιες και μη συνεργάσιμες δικαιοδοσίες, που θα προβλέπει την υποχρέωση παύσης των δραστηριοτήτων σε περίπτωση μη παροχής πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο·

132.  επισημαίνει πόσο σημαντικό είναι να βελτιωθεί ο συντονισμός μεταξύ της κεντρικής διοίκησης και των θυγατρικών των τραπεζών τόσο εντός της ΕΕ όσο και με τις τρίτες χώρες, ώστε να εξασφαλιστεί η πλήρης συμμόρφωση με τους εσωτερικούς κώδικες δεοντολογίας και τη νομοθεσία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες·

133.  τονίζει ότι, προκειμένου να εξασφαλιστεί η πλήρης εφαρμογή των κανόνων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες από όλες τις τράπεζες, τα εθνικά συστήματα εποπτείας των τραπεζών θα πρέπει να προβλέπουν τόσο συστηματικούς όσο και δειγματοληπτικούς ελέγχους·

134.  ζητεί να αυξηθούν οι αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ), ώστε να διενεργούν τακτικούς ελέγχους συμμόρφωσης (τόσο προγραμματισμένους όσο και απροειδοποίητους) σε ολόκληρο τον τραπεζικό τομέα της ΕΕ, αντί να διενεργούν ελέγχους, σύμφωνα με το ισχύον σύστημα, μόνο όταν μια συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί αντικείμενο έρευνας ή έχει δημοσιοποιηθεί·

135.  ζητεί ανάλυση σκοπιμότητας όσον αφορά την εξουσιοδότηση των εποπτικών αρχών να διεξάγουν τραπεζική έρευνα σε περίπτωση που ο κάτοχος λογαριασμού δεν είναι γνωστός κατ’ όνομα·

136.  εκφράζει την ικανοποίησή του για την υφιστάμενη ανάλυση κινδύνων και τρωτών σημείων του χρηματοπιστωτικού συστήματος της ΕΕ· τονίζει πόσο σημαντικός είναι ο εντοπισμός νέων τεχνολογιών και χρηματοπιστωτικών προϊόντων που θα μπορούσαν ενδεχομένως να χρησιμοποιηθούν για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες· ζητεί, βάσει της ανάλυσης αυτής, να συμπεριληφθούν διατάξεις για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σε όλες τις νέες προτάσεις που αφορούν τις εν λόγω νέες τεχνολογίες, περιλαμβανομένης της οικονομικής τεχνολογίας·

137.  ζητεί να δημιουργηθεί όρκος τραπεζικών στελεχών, σύμφωνα με το παράδειγμα των Κάτω Χωρών, υπό μορφή εθελοντικής δέσμευσης του τομέα να μην συνεργάζεται με φορολογικούς παραδείσους·

Δικηγόροι

138.  επισημαίνει ότι το επαγγελματικό απόρρητο δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για την προστασία ή τη συγκάλυψη πρακτικών που είναι παράνομες ή αντιβαίνουν στο πνεύμα του νόμου· ζητεί η αρχή του δικηγορικού απορρήτου να μην εμποδίζει τις δέουσες αναφορές ύποπτων συναλλαγών ή τις αναφορές άλλων δυνητικά παράνομων δραστηριοτήτων, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις γενικές αρχές του ποινικού δικαίου· καλεί τα κράτη μέλη να εκδώσουν κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή της αρχής του δικηγορικού απορρήτου και να ορίσουν σαφή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην παραδοσιακή παροχή νομικών συμβουλών και την ανάληψη ρόλου οικονομικού φορέα από τους δικηγόρους·

139.  τονίζει ότι ένας δικηγόρος ο οποίος ασκεί δραστηριότητα που υπερβαίνει τα συγκεκριμένα καθήκοντά του υπεράσπισης ή νομικής εκπροσώπησης και παροχής νομικών συμβουλών μπορεί, υπό ορισμένες συνθήκες που συνδέονται με τη διατήρηση της δημόσιας τάξης, να υπόκειται στην υποχρέωση κοινοποίησης στις αρχές ορισμένων στοιχείων τα οποία γνωρίζει·

140.  υπογραμμίζει ότι οι δικηγόροι που παρέχουν συμβουλές σε πελάτες θα πρέπει να θεωρούνται νομικά συνυπεύθυνοι όταν εκπονούν αξιόποινα σχέδια φοροδιαφυγής και επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού ή συστήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες· επισημαίνει ότι, όταν συνεργούν σε απάτη, πρέπει να υπόκεινται συστηματικά τόσο σε ποινικές όσο και σε πειθαρχικές κυρώσεις·

Λογιστική

141.  τονίζει ότι, προκειμένου να βελτιωθεί η διεθνής συνεργασία, θα πρέπει να υπάρξει καλύτερος συντονισμός των απαιτήσεων ελέγχου και λογιστικής σε παγκόσμιο επίπεδο, με παράλληλη τήρηση των ευρωπαϊκών προτύπων δημοκρατικής νομιμότητας, διαφάνειας, λογοδοσίας και ακεραιότητας, ώστε να αποθαρρύνονται οι λογιστικές και οι ελεγκτικές εταιρείες από τον σχεδιασμό συστημάτων φοροδιαφυγής, επιθετικών φορολογικών ρυθμίσεων ή δομών νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες· ζητεί να εφαρμοστεί ορθά η προσφάτως εγκριθείσα δέσμη μέτρων ελέγχου[18] και να αποτελέσει η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Φορέων Εποπτείας των Ελεγκτών (ΕΕΦΕΕ) το νέο πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ των εθνικών φορέων εποπτείας των ελεγκτών σε επίπεδο ΕΕ, με στόχο την ενίσχυση της εποπτείας των ελεγκτών σε επίπεδο ΕΕ· πιστεύει, στο πλαίσιο αυτό, ότι η καλύτερη εφαρμογή των διεθνών λογιστικών προτύπων θα πρέπει να θεωρείται αποτελεσματικό μέσο για την εξασφάλιση της τήρησης των προτύπων διαφάνειας και λογοδοσίας της ΕΕ·

142.  επισημαίνει ότι ο υφιστάμενος ορισμός της ΕΕ για τον έλεγχο που απαιτείται για τη δημιουργία ομίλου εταιρειών θα πρέπει να εφαρμόζεται σε λογιστικές εταιρείες οι οποίες είναι μέλη δικτύου εταιρειών που συνδέονται με νομικά ισχυρές συμβατικές ρυθμίσεις οι οποίες προβλέπουν την από κοινού χρήση επωνυμίας ή προτύπων εμπορίας, επαγγελματικών προτύπων, πελατών, υπηρεσιών υποστήριξης, συμφωνιών χρηματοδότησης ή συμφωνιών ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης, όπως προβλέπεται από την οδηγία 2013/34/ΕΕ[19] σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις·

143.  καλεί την Επιτροπή να υποβάλει νομοθετική πρόταση για τον διαχωρισμό των λογιστικών εταιρειών και των εταιρειών παροχής χρηματοοικονομικών ή φορολογικών υπηρεσιών, καθώς και για όλες τις συμβουλευτικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένου ενός ενωσιακού καθεστώτος ασυμβίβαστου για τους φοροτεχνικούς συμβούλους, ώστε να απαγορεύεται να παρέχουν συμβουλές σε δημόσιες αρχές εσόδων και σε φορολογούμενους, και να αποτρέπονται άλλες συγκρούσεις συμφερόντων·

144.  ζητεί την αναθεώρηση της οδηγίας 2014/56/ΕΕ με σκοπό την εφαρμογή αυστηρότερων προτύπων σε επίπεδο ΕΕ για το ελεγκτικό επάγγελμα, την εκ περιτροπής εναλλαγή ελεγκτών ανά επταετία για την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων και τον περιορισμό της παροχής μη ελεγκτικών υπηρεσιών στο ελάχιστο·

145.  καλεί την Επιτροπή να κινήσει έρευνα προκειμένου να αξιολογήσει την κατάσταση ως προς τον βαθμό συγκέντρωσης στον κλάδο· συνιστά την κατάργηση της «αμοιβής επιτυχίας» των λογιστικών εταιρειών, η οποία δημιουργεί κίνητρα για την επινόηση επισφαλών συστημάτων·

146.  επισημαίνει ότι τα επαγγελματικά δίκτυα που υπόκεινται στις εν λόγω ρυθμίσεις θα πρέπει να υποχρεούνται να καταθέτουν δημοσίως πλήρεις εκθέσεις ανά χώρα, προσαρμοσμένες ώστε να πληρούν τις ειδικές ανάγκες του κλάδου·

Εμπιστεύματα, φορείς εμπιστευματικής διαχείρισης και παρεμφερή νομικά μορφώματα

147.  καταδικάζει απερίφραστα την εκμετάλλευση εμπιστευμάτων, φορέων εμπιστευματικής διαχείρισης και παρεμφερών νομικών μορφωμάτων για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες· ζητεί, συνεπώς, σαφείς κανόνες που επιτρέπουν τον άμεσο εντοπισμό των πραγματικών δικαιούχων, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης ύπαρξης γραπτού εγγράφου σύστασης και καταχώρισης του εμπιστεύματος στο κράτος μέλος στο οποίο δημιουργείται, τελεί υπό διαχείριση ή λειτουργεί το εμπίστευμα·

148.  ζητεί τυποποιημένα, τακτικά επικαιροποιημένα, δημόσια και διασυνδεδεμένα μητρώα πραγματικών δικαιούχων σε επίπεδο ΕΕ, για όλα τα μέρη εμπορικών και μη εμπορικών εμπιστευμάτων, φορέων εμπιστευματικής διαχείρισης, ιδρυμάτων και παρεμφερών νομικών μορφωμάτων, ώστε να δημιουργηθεί η βάση για ένα παγκόσμιο μητρώο·

149.  το μητρώο της ΕΕ για τα εμπιστεύματα θα πρέπει να περιλαμβάνει: α) τους εμπιστευματοδόχους, συμπεριλαμβανομένων των ονομάτων, των διευθύνσεών τους και των ονομάτων και των διευθύνσεων όλων των προσώπων υπό τις οδηγίες των οποίων ενεργούν· β) την πράξη εμπιστεύματος· γ) όλες τις επιστολές επιθυμιών· δ) το όνομα και τη διεύθυνση του ιδρυτή· ε) το όνομα οποιουδήποτε οργάνου επιβολής και τις οδηγίες που έχει· στ) τους ετήσιους λογαριασμούς του εμπιστεύματος· ζ) λεπτομέρειες όλων των διανομών και καταμερισμών εμπιστευμάτων με τα ονόματα και τις διευθύνσεις όλων των δικαιούχων· η) τους εντολοδόχους διαμεσολαβητές, συμπεριλαμβανομένων των ονομάτων και των διευθύνσεών τους·

150.  ζητεί να θεσπιστεί νομοθεσία της ΕΕ η οποία θα απαγορεύει σε εταιρείες οι οποίες λειτουργούν στην ενιαία αγορά να πραγματοποιούν οποιαδήποτε συναλλαγή με υπεράκτιες νομικές οντότητες οι οποίες εδρεύουν σε φορολογικούς παραδείσους στους οποίους δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός του πραγματικού δικαιούχου·

5. Η διάσταση των τρίτων χωρών

151.  υπογραμμίζει ότι, λόγω του διεθνούς χαρακτήρα τους, είναι αναγκαίο να ενισχυθεί η συνεργασία σε παγκόσμιο επίπεδο, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, σε θέματα φορολόγησης και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες· επισημαίνει ότι αποτελεσματικές λύσεις θα δοθούν μόνο με συντονισμένα μέτρα που προκύπτουν από τη συνεργασία σε παγκόσμιο επίπεδο και ζητεί από την ΕΕ να αποτελέσει κινητήρια δύναμη για τη μετάβαση προς ένα δίκαιο παγκόσμιο φορολογικό σύστημα· τονίζει ότι οποιαδήποτε δράση της ΕΕ σε διεθνές επίπεδο θα είναι αποτελεσματική και αξιόπιστη μόνο εάν κανένα κράτος μέλος της ΕΕ ή υπερπόντια χώρα ή έδαφος δεν ενεργεί ως φορολογικός παράδεισος για επιχειρήσεις ή ως δικαιοδοσία στην οποία επικρατεί το απόρρητο·

152.  σημειώνει με ανησυχία την υψηλή συσχέτιση μεταξύ του αριθμού των εταιρειών-βιτρινών και των φορολογικών συμφωνιών τύπου «tax ruling» και ορισμένων φορολογικών δικαιοδοσιών τρίτων χωρών και ορισμένων κρατών μελών της ΕΕ· εκφράζει την ικανοποίησή του για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ σχετικά με τις φορολογικές συμφωνίες τους τύπου «tax ruling»· εκφράζει, ωστόσο, την ανησυχία ότι ορισμένα κράτη μέλη ή ορισμένα από τα εδάφη τους που συνιστούν φορολογικούς παραδείσους προβαίνουν σε προφορικές συμφωνίες τύπου «tax ruling» για να παρακάμψουν αυτή την υποχρέωση· καλεί την Επιτροπή να διερευνήσει περαιτέρω την κατάσταση σχετικά με αυτή την πρακτική·

153.  καλεί την ΕΕ να επιβάλει μέτρα μέσω κυρώσεων κατά άλλων χωρών που ανήκουν στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (π.χ. Λιχτενστάιν) και την Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών (π.χ. Ελβετία) οι οποίες επιτρέπουν φορολογικές πρακτικές που βλάπτουν τα δημόσια οικονομικά και ανέχονται παράνομες συμπεριφορές·

154.  θεωρεί ότι η ΕΕ θα πρέπει να υιοθετήσει ενιαία προσέγγιση, μέσω της Επιτροπής, κατά τη διαπραγμάτευση φορολογικών συμβάσεων με τρίτες χώρες, αντί να συνεχίσει την πρακτική των διμερών διαπραγματεύσεων, με τις οποίες δεν επιτυγχάνονται ικανοποιητικά αποτελέσματα· θεωρεί ότι η ΕΕ θα πρέπει να υιοθετήσει την ίδια προσέγγιση και κατά τη διαπραγμάτευση μελλοντικών συμφωνιών ελεύθερων συναλλαγών, εταιρικής σχέσης και συνεργασίας, περιλαμβάνοντας σε αυτές ρήτρες χρηστής διακυβέρνησης στον φορολογικό τομέα, απαιτήσεις διαφάνειας και διατάξεις για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες·

155.  τονίζει ότι είναι σημαντικό να ενισχυθούν οι διατάξεις της ΚΕΒΦΕ περί καταπολέμησης της φοροαποφυγής, ώστε να καταργηθεί η μεταβιβαστική τιμολόγηση σε δικαιοδοσίες τρίτων χωρών, η οποία οδηγεί σε μείωση της φορολογικής βάσης των εταιρειών στην Ένωση·

156.  θεωρεί, ειδικότερα, ότι, κατά τη διαπραγμάτευση μελλοντικών συμφωνιών συναλλαγών ή εταιρικής σχέσης ή κατά την αναθεώρηση των υπαρχουσών συμφωνιών, θα πρέπει να συμπεριληφθεί σε αυτές δεσμευτική ρήτρα φορολογικών προϋποθέσεων, μεταξύ των οποίων η συμμόρφωση με τα διεθνή πρότυπα του σχεδίου δράσης του ΟΟΣΑ για τη διάβρωση της φορολογικής βάσης και τη μετατόπιση κερδών, καθώς και με τις συστάσεις της FATF·

157.  ζητεί οι διαπραγματεύσεις των κεφαλαίων «Επενδύσεις» ή «Χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες» των μελλοντικών συμφωνιών συναλλαγών ή εταιρικής σχέσης να διεξάγονται με βάση την αρχή του θετικού καταλόγου, ώστε μόνο οι χρηματοοικονομικοί τομείς που είναι απαραίτητοι για την εμπορική ανάπτυξη, την πραγματική οικονομία και τα νοικοκυριά να επωφελούνται από τη διευκόλυνση και την ελευθέρωση που προκύπτει από τη συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και του τρίτου μέρους·

158.  ζητεί αυστηρά μέτρα επιβολής των διατάξεων όλων των διεθνών συμφωνιών για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των φορολογικών αρχών, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή τους από όλες τις δικαιοδοσίες, και αυτόματες, αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και αναλογικές διαδικασίες επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση μη εφαρμογής·

159.  υπογραμμίζει πόσο σημαντική είναι η πλήρης πραγματική αμοιβαιότητα σε πλαίσια όπως η Πράξη Φορολογικής Συμμόρφωσης Ξένων Λογαριασμών (FATCA) και άλλες παρεμφερείς συμφωνίες·

160.  καλεί τα οικεία κράτη μέλη να αξιοποιήσουν τις άμεσες σχέσεις τους με τις οικείες χώρες για τη λήψη μέτρων με στόχο την άσκηση πίεσης στις υπερπόντιες χώρες και τα εδάφη τους (ΥΧΕ)[20] και στις εξόχως απόκεντρες περιοχές τους[21] που δεν τηρούν τα διεθνή πρότυπα φορολογικής συνεργασίας, διαφάνειας και καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες· θεωρεί ότι θα πρέπει να επιβληθούν αποτελεσματικά στα εδάφη αυτά οι απαιτήσεις διαφάνειας και δέουσας επιμέλειας της ΕΕ·

161.  πιστεύει ότι η κατάχρηση των νόμων περί προστασίας των δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται για να προστατεύουν από την πλήρη ισχύ του νόμου όσους εμπλέκονται σε σοβαρά αδικήματα·

162.  ζητεί να διεξαχθεί παγκόσμια διάσκεψη για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, της φορολογικής απάτης και της φοροδιαφυγής, προκειμένου να τεθεί τέρμα στην αδιαφάνεια του χρηματοπιστωτικού τομέα, να ενισχυθεί η διεθνής συνεργασία και να ασκηθεί πίεση σε όλες τις χώρες, ειδικότερα δε στα χρηματοπιστωτικά κέντρα τους, να συμμορφωθούν με τα παγκόσμια πρότυπα, και ζητεί από την Επιτροπή να αναλάβει την πρωτοβουλία της εν λόγω διάσκεψης·

163.  καλεί την Επιτροπή να αξιολογήσει τη σχέση μεταξύ του συνολικού κόστους, του κέρδους και του πιθανού αντικτύπου που θα είχε ένας υψηλός φόρος επί του επαναπατρισμού κεφαλαίων από τρίτες χώρες που εφαρμόζουν χαμηλή φορολογία· καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο να αξιολογήσουν τους κανόνες για την αναστολή πληρωμής των φόρων στις Ηνωμένες Πολιτείες, την ενδεχόμενη φορολογική αμνηστία που ανακοίνωσε η νέα κυβέρνηση και την ενδεχόμενη υπονόμευση της διεθνούς συνεργασίας·

164.  τονίζει πόσο σημαντική είναι η βελτιωμένη διμερής ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των τρίτων χωρών και των ΜΧΠ της ΕΕ·

165.  υπενθυμίζει ότι το ύψος της ενίσχυσης για τη στήριξη της κινητοποίησης εγχώριων πόρων παραμένει χαμηλό και καλεί μετ’ επιτάσεως την Επιτροπή να στηρίξει τις αναπτυσσόμενες χώρες στην καταπολέμηση της φοροαποφυγής και να αυξήσει τη χρηματοοικονομική και τεχνική συνδρομή που παρέχει στις εθνικές φορολογικές αρχές τους, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις του προγράμματος δράσης της Αντίς Αμπέμπα·

Αναπτυσσόμενες χώρες

166.  καλεί την ΕΕ να λάβει υπόψη της τις νομικές ιδιομορφίες και τις αντίστοιχες αδυναμίες των αναπτυσσόμενων χωρών, όπως για παράδειγμα την ελλιπή ικανότητα των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την καταπολέμηση της φορολογικής απάτης, της φοροδιαφυγής και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες· τονίζει την ανάγκη κατάλληλων μεταβατικών περιόδων για τις αναπτυσσόμενες χώρες που δεν έχουν την ικανότητα συλλογής, διαχείρισης και ανταλλαγής των απαιτούμενων πληροφοριών στο πλαίσιο της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών·

167.  υπογραμμίζει ότι, κατά τον σχεδιασμό των μέτρων και των πολιτικών για την καταπολέμηση της φοροαποφυγής, πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή, σε εθνικό, σε ενωσιακό και σε διεθνές επίπεδο, στην κατάσταση των αναπτυσσόμενων χωρών, ειδικότερα δε των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών, οι οποίες συνήθως πλήττονται περισσότερο από τη φοροαποφυγή των επιχειρήσεων και έχουν πολύ στενές φορολογικές βάσεις και χαμηλό λόγο φόρων προς ΑΕγχΠ· τονίζει ότι τα μέτρα και οι πολιτικές αυτές θα πρέπει να συμβάλλουν στην παραγωγή δημόσιων εσόδων ανάλογων της προστιθέμενης αξίας που παράγεται στο έδαφός τους, ώστε να χρηματοδοτούνται καταλλήλως οι αναπτυξιακές στρατηγικές τους·

168.  καλεί την Επιτροπή να συνεργαστεί με την Αφρικανική Ένωση προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα μέτρα για την καταπολέμηση των παράνομων χρηματοοικονομικών ροών υπογραμμίζονται στη Σύμβαση της Αφρικανικής Ένωσης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της διαφθοράς·

169.  καλεί την ΕΕ και τα κράτη μέλη της να ενισχύσουν τη συνοχή της αναπτυξιακής πολιτικής στον συγκεκριμένο τομέα, και επαναλαμβάνει το αίτημά του για ανάλυση των δευτερογενών επιπτώσεων των εθνικών και των ενωσιακών φορολογικών πολιτικών, ούτως ώστε να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις τους στις αναπτυσσόμενες χώρες σε σχέση με τις συναφθείσες φορολογικές συμβάσεις και συμφωνίες οικονομικής εταιρικής σχέσης (ΣΟΕΣ)·

170.  καλεί τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν δεόντως τη δίκαιη μεταχείριση των αναπτυσσόμενων χωρών κατά τη διαπραγμάτευση φορολογικών συμβάσεων, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη κατάστασή τους και εξασφαλίζοντας δίκαιη κατανομή των δικαιωμάτων φορολόγησης μεταξύ της χώρας πηγής και της χώρας διαμονής· ζητεί, στο πλαίσιο αυτό, να υπάρξει συμμόρφωση με το υπόδειγμα φορολογικής σύμβασης του ΟΗΕ και να εξασφαλίζεται διαφάνεια κατά τη διαπραγμάτευση συμβάσεων·

171.  ζητεί να παρασχεθεί στις αναπτυσσόμενες χώρες περισσότερη διεθνής στήριξη για την καταπολέμηση της διαφθοράς και της αδιαφάνειας οι οποίες ευνοούν τις παράνομες χρηματοοικονομικές ροές (IFF)· τονίζει ότι η καταπολέμηση των παράνομων χρηματοοικονομικών ροών απαιτεί στενή διεθνή συνεργασία και συντονισμένη δράση από τις ανεπτυγμένες και τις αναπτυσσόμενες χώρες, από κοινού με τον ιδιωτικό τομέα και την κοινωνία των πολιτών· υπογραμμίζει την ανάγκη συμβολής στην ενίσχυση της ικανότητας των φορολογικών διοικήσεων και στη μεταφορά γνώσεων στις χώρες εταίρους·

172.  ζητεί η επίσημη αναπτυξιακή βοήθεια να στραφεί περισσότερο στην εφαρμογή κατάλληλου κανονιστικού πλαισίου και στην ενίσχυση των φορολογικών διοικήσεων και των θεσμικών οργάνων που είναι αρμόδια για την καταπολέμηση των παράνομων χρηματοοικονομικών ροών· ζητεί η βοήθεια αυτή να παρασχεθεί υπό μορφή τεχνικής εμπειρογνωμοσύνης σε σχέση με τη διαχείριση των πόρων, τη χρηματοοικονομική πληροφόρηση και τους κανόνες για την καταπολέμηση της διαφθοράς·

173.  εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι η τρέχουσα φορολογική επιτροπή του ΟΟΣΑ δεν είναι μια επιτροπή χωρίς αποκλεισμούς· υπενθυμίζει τη θέση του[22] σχετικά με τη δημιουργία, στο πλαίσιο του ΟΗΕ, ενός παγκόσμιου οργάνου με άρτιο εξοπλισμό και επαρκείς πρόσθετους πόρους, το οποίο να εξασφαλίζει ότι όλες οι χώρες μπορούν να συμμετέχουν ισότιμα στη διαμόρφωση και τη μεταρρύθμιση των παγκόσμιων φορολογικών πολιτικών·

174.  εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι, προκειμένου να αποφύγουν τον χαρακτηρισμό των μη συνεργάσιμων δικαιοδοσιών, οι αναπτυσσόμενες χώρες πρέπει να πληρώσουν για να θεωρηθούν συμμετέχουσες στο παγκόσμιο φόρουμ του ΟΟΣΑ για τη διαφάνεια και την ανταλλαγή πληροφοριών για φορολογικούς λόγους, στο οποίο αξιολογούνται οι πρακτικές που εφαρμόζουν οι χώρες βάσει κριτηρίων αναφοράς στον καθορισμό των οποίων δεν έχουν συμμετάσχει πλήρως οι εν λόγω αναπτυσσόμενες χώρες·

175.  τονίζει τον ουσιώδη ρόλο που πρέπει να διαδραματίσουν οι περιφερειακές οργανώσεις και η περιφερειακή συνεργασία στη διενέργεια διεθνών φορολογικών ελέγχων, με σεβασμό στις αρχές της επικουρικότητας και της συμπληρωματικότητας· ζητεί την από κοινού ανάπτυξη υποδείγματος φορολογικής σύμβασης για την αποφυγή της διπλής φορολόγησης και, κατά συνέπεια, για την αποτροπή των καταχρήσεων· επισημαίνει ότι η συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών πληροφοριών είναι ουσιώδους σημασίας για τον σκοπό αυτόν·

176.  επισημαίνει ότι οι φορολογικοί παράδεισοι λεηλατούν τους παγκόσμιους φυσικούς πόρους, ειδικότερα δε τους πόρους των αναπτυσσόμενων χωρών· ζητεί από την ΕΕ να στηρίξει τις αναπτυσσόμενες χώρες στην καταπολέμηση της διαφθοράς, των εγκληματικών δραστηριοτήτων, της φορολογικής απάτης και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες· καλεί την Επιτροπή να βοηθήσει τις χώρες αυτές, μέσω της συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών, να καταπολεμήσουν τη διάβρωση της φορολογικής βάσης και τη μετατόπιση κερδών σε φορολογικούς παραδείσους και σε τράπεζες που εφαρμόζουν τραπεζικό απόρρητο· τονίζει ότι όλα αυτά τα κράτη πρέπει να συμμορφώνονται με τα παγκόσμια πρότυπα που διέπουν την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τραπεζικούς λογαριασμούς·

177.  καλεί την Επιτροπή να συμπεριλάβει στη μελλοντική συμφωνία για τις σχέσεις μεταξύ της ΕΕ και των χωρών ΑΚΕ μετά το 2020 διατάξεις για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, της φορολογική απάτης και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες·

178.  καλεί την Επιτροπή να θεσπίσει αμελλητί συνοδευτικά μέτρα για την ενίσχυση της ενωσιακής νομοθεσίας σχετικά με τα ορυκτά από περιοχές συγκρούσεων· τονίζει ότι τα μέτρα αυτά πρέπει να καθιερώσουν μια ολοκληρωμένη προσέγγιση με στόχο την ενίσχυση του συνεχιζόμενου διαλόγου με τις χώρες που διαθέτουν ορυκτό πλούτο και, μέσω αυτού, να προωθήσουν τα διεθνή πρότυπα δέουσας επιμέλειας και διαφάνειας, όπως αυτά που ορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ·

179.  θεωρεί ότι η διεθνής κοινότητα, συμπεριλαμβανομένων των κοινοβουλίων, θα πρέπει να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εφαρμογή αποτελεσματικών και διαφανών φορολογικών και εμπορικών πολιτικών· ζητεί μεγαλύτερη συνοχή και καλύτερο συντονισμό στη διεθνή δράση που αναλαμβάνουν ο ΟΟΣΑ, η G20, η G8, η G77, η Αφρικανική Ένωση, η Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και η Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης (ADB)·

Καταγγέλτες

180.  εκφράζει τον φόβο ότι η δίωξη των καταγγελτών προκειμένου να διατηρηθεί το απόρρητο μπορεί να αποθαρρύνει την αποκάλυψη αθέμιτων πρακτικών· υπογραμμίζει ότι η προστασία θα πρέπει να έχει ως στόχο την υπεράσπιση όσων ενεργούν προς το δημόσιο συμφέρον και να αποφεύγει τη φίμωση των καταγγελτών, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τα νόμιμα δικαιώματα των επιχειρήσεων·

181.  καλεί την Επιτροπή να ολοκληρώσει, το συντομότερο δυνατόν, διεξοδική αξιολόγηση της ενδεχόμενης νομικής βάσης για περαιτέρω λήψη μέτρων σε επίπεδο ΕΕ και, εφόσον απαιτείται, να υποβάλει συνολική νομοθετική πρόταση που θα καλύπτει τόσο τον δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων μέσων στήριξης των καταγγελτών προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική προστασία τους και η επαρκής οικονομική στήριξή τους το ταχύτερο δυνατόν· υποστηρίζει ότι οι καταγγέλτες θα πρέπει να μπορούν να υποβάλουν κατά προτεραιότητα ανώνυμες αναφορές ή καταγγελίες στο πλαίσιο των εσωτερικών διαδικασιών για την υποβολή αναφορών του οικείου οργανισμού ή στις αρμόδιες αρχές και, επιπλέον, ότι θα πρέπει να προστατεύονται, ανεξάρτητα από τον δίαυλο υποβολής αναφορών που θα επιλέξουν·

182.  συνιστά στην Επιτροπή να μελετήσει βέλτιστες πρακτικές από προγράμματα προστασίας καταγγελτών που εφαρμόζονται ήδη σε άλλες χώρες ανά τον κόσμο και να πραγματοποιήσει δημόσια διαβούλευση για να λάβει τη γνώμη των ενδιαφερόμενων μερών σχετικά με τους μηχανισμούς αναφορών·

183.  τονίζει τον ρόλο της ερευνητικής δημοσιογραφίας και καλεί την Επιτροπή να εξασφαλίσει ότι η πρότασή της παρέχει στους ερευνητές δημοσιογράφους την ίδια προστασία που παρέχει και στους καταγγέλτες·

184.  φρονεί ότι θα πρέπει να δοθούν κίνητρα στους εργοδότες για να θεσπίσουν εσωτερικές διαδικασίες υποβολής αναφορών και ότι μόνο ένα πρόσωπο θα πρέπει να είναι υπεύθυνο για τη συγκέντρωση των αναφορών σε κάθε οργανισμό· θεωρεί ότι οι εκπρόσωποι των εργαζομένων θα πρέπει να συμμετέχουν στην ανάθεση αυτού του ρόλου· συνιστά στα θεσμικά όργανα της ΕΕ να δώσουν το παράδειγμα, καθιερώνοντας πάραυτα ένα εσωτερικό πλαίσιο προστασίας των καταγγελτών·

185.  υπογραμμίζει πόσο σημαντική είναι η ευαισθητοποίηση των εργαζομένων και άλλων προσώπων σχετικά με τον θετικό ρόλο που διαδραματίζουν οι καταγγέλτες και τα υφιστάμενα νομικά πλαίσια για τις καταγγελίες· ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να πραγματοποιήσουν εκστρατείες ευαισθητοποίησης· πιστεύει ότι είναι απαραίτητο να θεσπιστούν μέτρα προστασίας από πρακτικές αντιποίνων και αποσταθεροποίησης που στρέφονται κατά καταγγελτών, καθώς και πλήρους αποζημίωσης των καταγγελτών για κάθε ζημία που υφίστανται·

186.  ζητεί από την Επιτροπή να καταρτίσει μέσα τα οποία θα εστιάζουν στην παροχή προστασίας έναντι αδικαιολόγητης ποινικής δίωξης, οικονομικών κυρώσεων και διακριτικής μεταχείρισης εις βάρος καταγγελτών και ζητεί, στο πλαίσιο αυτό, να συσταθεί ένα γενικό ταμείο, χρηματοδοτούμενο εν μέρει από ανακτηθέντα ποσά ή έσοδα από πρόστιμα, για την κατάλληλη οικονομική στήριξη καταγγελτών των οποίων απειλείται η επιβίωση εξαιτίας της αποκάλυψης σχετικών περιστατικών·

187.  ζητεί να συσταθεί ανεξάρτητος οργανισμός της ΕΕ που θα συγκεντρώνει και θα διαβιβάζει πληροφορίες, θα έχει συμβουλευτικές αρμοδιότητες και γραφεία σε κράτη μέλη, και θα είναι σε θέση να λαμβάνει αναφορές για παρατυπίες, προκειμένου να παρέχει βοήθεια σε εσωτερικούς και εξωτερικούς καταγγέλτες ως προς τη χρήση των κατάλληλων διαύλων για την κοινοποίηση των πληροφοριών τους, επιδεικνύοντας παράλληλα σεβασμό στην εμπιστευτικότητα και προσφέροντας την αναγκαία υποστήριξη και τις απαραίτητες συμβουλές·

188.  ζητεί, έως ότου συσταθεί ανεξάρτητος οργανισμός της ΕΕ, να συσταθεί ειδική μονάδα η οποία θα διαθέτει ανοιχτή γραμμή καταγγελιών, καθώς και ειδικές εγκαταστάσεις εντός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων των κρατών μελών, για τη λήψη πληροφοριών από καταγγέλτες·

Διοργανική συνεργασία

Συνεργασία με την Εξεταστική επιτροπή για τη διερεύνηση περιπτώσεων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής (ΡΑΝΑ)

189.  επαναλαμβάνει πόσο σημαντική είναι η τήρηση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ των θεσμικών οργάνων της ΕΕ·

190.  πιστεύει ότι θα πρέπει να ενισχυθεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, ειδικότερα όσον αφορά την παροχή σχετικών πληροφοριών με σκοπό να τεθούν στη διάθεση εξεταστικών επιτροπών·

191.  εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι το Συμβούλιο, η Ομάδα «Κώδικας δεοντολογίας» του Συμβουλίου για τη φορολογία των επιχειρήσεων και ορισμένα κράτη μέλη δεν ανταποκρίθηκαν επαρκώς στα αιτήματα συνεργασίας της επιτροπής PANA· πιστεύει ότι απαιτείται μεγαλύτερη προσήλωση από τα κράτη μέλη, προκειμένου να ενώσουν τις προσπάθειές τους και να επιτύχουν καλύτερα αποτελέσματα· δηλώνει αποφασισμένο να παρακολουθεί τις δραστηριότητες και την πρόοδο της ομάδας «Κώδικας δεοντολογίας» σχετικά με τη φορολογία των επιχειρήσεων μέσω τακτικών ακροάσεων· καλεί την Επιτροπή να υποβάλει νομοθετική πρόταση δυνάμει του άρθρου 116 ΣΛΕΕ έως τα μέσα του 2018, εάν τα κράτη μέλη δεν έχουν εγκρίνει έως τότε την αναμόρφωση της εντολής της ομάδας «Κώδικας δεοντολογίας»·

192.  καταγγέλλει το γεγονός ότι, ακόμα και έγγραφα τα οποία έχουν εν τω μεταξύ δημοσιοποιηθεί, διατέθηκαν μόλις εν μέρει στην Εξεταστική επιτροπή του Κοινοβουλίου·

193.  υπενθυμίζει ότι, τον Δεκέμβριο του 2015, το Συμβούλιο ECOFIN κάλεσε την ομάδα υψηλού επιπέδου για τη φορολογία να καταλήξει σε οριστικό συμπέρασμα σχετικά με την ανάγκη βελτίωσης της συνολικής διακυβέρνησης, της διαφάνειας και των μεθόδων εργασίας και να ολοκληρώσει τη μεταρρύθμιση της Ομάδας κατά τη διάρκεια της ολλανδικής Προεδρίας· υπενθυμίζει ότι, τον Μάρτιο του 2016, το Συμβούλιο ECOFIN κάλεσε την ομάδα υψηλού επιπέδου να επανεξετάσει τη νέα διακυβέρνηση, τη διαφάνεια και τις μεθόδους εργασίας, ιδίως ως προς την αποδοτικότητα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, μεταξύ άλλων σχετικά με τη χρήση του κανόνα της ευρείας συναίνεσης κατά το 2017· αναμένει με ενδιαφέρον τα αποτελέσματα αυτών των προσπαθειών·

194.  καλεί την Επιτροπή να υποβάλει, εντός του 2018, νέες φορολογικές προτάσεις, δυνάμει του άρθρου 116 ΣΛΕΕ, για παράδειγμα σχετικά με τα ζητήματα που εκκρεμούν στο πλαίσιο της Ομάδας «Κώδικας Δεοντολογίας» για τη φορολογία των επιχειρήσεων·

Δικαίωμα εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

195.  τονίζει ότι το ισχύον νομικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία των εξεταστικών επιτροπών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι παρωχημένο και δεν είναι ικανό να παράσχει τις απαραίτητες συνθήκες ώστε να ασκείται αποτελεσματικά το δικαίωμα εξέτασης των πραγμάτων από το Κοινοβούλιο·

196.  τονίζει ότι η έλλειψη αρμοδιοτήτων και η περιορισμένη πρόσβαση σε έγγραφα εμπόδισε και καθυστέρησε σημαντικά το έργο της επιτροπής, δεδομένου του προσωρινού χαρακτήρα της έρευνάς της, και κατέστησε αδύνατη τη διεξαγωγή πλήρους αξιολόγησης των εικαζόμενων παραβιάσεων του ενωσιακού δικαίου·

197.  επισημαίνει ότι σε διάφορες πρόσφατες εξεταστικές επιτροπές και ειδικές επιτροπές (συμπεριλαμβανομένης της επιτροπής PANA), η Επιτροπή και το Συμβούλιο δεν διέθεσαν σε ορισμένες περιπτώσεις τα ζητηθέντα έγγραφα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις τα διέθεσαν με μεγάλη καθυστέρηση· ζητεί να θεσπιστεί μηχανισμός λογοδοσίας για να εξασφαλιστεί η άμεση και εγγυημένη διαβίβαση στο Κοινοβούλιο εγγράφων τα οποία ζητεί η εξεταστική επιτροπή ή η ειδική επιτροπή και στα οποία έχει δικαίωμα πρόσβασης·

198.  θεωρεί ότι το δικαίωμα εξέτασης των πραγμάτων αποτελεί σημαντική αρμοδιότητα του Κοινοβουλίου· καλεί τα θεσμικά όργανα της ΕΕ να ενισχύσουν το δικαίωμα εξέτασης των πραγμάτων του Κοινοβουλίου βάσει του άρθρου 226 ΣΛΕΕ· πιστεύει ακράδαντα ότι η δυνατότητα κλήτευσης προσώπων ενδιαφέροντος και πρόσβασης σε σχετικά έγγραφα είναι ζωτικής σημασίας για την ορθή λειτουργία των εξεταστικών επιτροπών του Κοινοβουλίου·

199.  τονίζει ότι έχει ζωτική σημασία για την άσκηση του δημοκρατικού ελέγχου επί της εκτελεστικής εξουσίας να ανατεθούν στο Κοινοβούλιο αρμοδιότητες εξέτασης των πραγμάτων ανάλογες με εκείνες των εθνικών κοινοβουλίων των κρατών μελών της ΕΕ· πιστεύει ότι, για να μπορέσει να ασκήσει αυτή την αρμοδιότητα του δημοκρατικού ελέγχου, το Κοινοβούλιο πρέπει να έχει τη δυνατότητα να καλεί και να υποχρεώνει μάρτυρες να παρουσιαστούν και να απαιτεί την προσκόμιση εγγράφων· πιστεύει ότι, για να ασκηθούν τα δικαιώματα αυτά, πρέπει τα κράτη μέλη να συμφωνήσουν να επιβάλλουν κυρώσεις κατά προσώπων για τη μη προσέλευση ή τη μη προσκόμιση έγγραφων κατά τα προβλεπόμενα στην εθνική νομοθεσία για τις έρευνες των εθνικών κοινοβουλίων· υποστηρίζει ακόμη τη θέση που παρουσίασε στην πρόταση του 2012 για το συγκεκριμένο θέμα[23]·

200.  πιστεύει ότι το 12μηνο χρονικό όριο για τις εξεταστικές επιτροπές είναι αυθαίρετο και συχνά ανεπαρκές· φρονεί ότι τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής είναι σε καλύτερη θέση να κρίνουν αν μια έρευνα θα πρέπει να παραταθεί και, αν ναι, ποια διάρκεια θα έχει αυτή η παράταση· ζητεί το μόνο προκαθορισμένο χρονικό όριο για τις εξεταστικές επιτροπές να συνδέεται με την κοινοβουλευτική περίοδο·

201.  δηλώνει αποφασισμένο να συστήσει μόνιμη εξεταστική επιτροπή σύμφωνα με το μοντέλο του Κογκρέσου των ΗΠΑ·

202.  ζητεί, με την επιφύλαξη κάθε άλλου κατάλληλου μέτρου, και σύμφωνα με το άρθρο 116α παράγραφος 3 του κανονισμού του Κοινοβουλίου, να ανακαλέσει ο γενικός γραμματέας τις κάρτες ελευθέρας εισόδου μακράς διαρκείας οποιουδήποτε φορέα δεν έχει ανταποκριθεί σε επίσημη πρόσκληση να παρουσιαστεί ενώπιον εξεταστικής επιτροπής·

203.  καλεί τα κράτη μέλη να βελτιώσουν επειγόντως τη διαφάνεια, τη λογοδοσία και την αποτελεσματικότητα των μεθόδων εργασίας της Ομάδας «Κώδικας δεοντολογίας»·

204.  ζητεί από την Ομάδα «Κώδικας δεοντολογίας» να υποβάλλει ετήσια έκθεση, στην οποία θα προσδιορίζονται και θα περιγράφονται τα πιο επιζήμια φορολογικά μέτρα που ελήφθησαν στα κράτη μέλη, καθώς και τα σχετικά αντίμετρα·

205.  ζητεί να ολοκληρωθεί η απαραίτητη μεταρρύθμιση της Ομάδας «Κώδικας δεοντολογίας» για τη φορολογία των επιχειρήσεων κατά τρόπο που εξασφαλίζει πλήρη διαφάνεια και τη συμμετοχή όλων των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και της κοινωνίας των πολιτών· ζητεί η μεταρρύθμιση αυτή να επαναπροσδιορίσει ριζικά τη δομή διακυβέρνησης και τη διαφάνεια της Ομάδας «Κώδικας δεοντολογίας», συμπεριλαμβανομένης της εντολής και του εσωτερικού κανονισμού της, καθώς και τις διαδικασίες και τα κριτήρια λήψης αποφάσεων για τον προσδιορισμό των επιζήμιων φορολογικών μέτρων που λαμβάνονται στα κράτη μέλη·

Λοιπά θεσμικά όργανα

206.  χαιρετίζει, ως ένα πρώτο βήμα, τη δημιουργία ενιαίας και ανεξάρτητης Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (EPPO) και καλεί όλα τα κράτη μέλη να συμμετάσχουν στην πρωτοβουλία·

207.  ζητεί περισσότερες εξουσίες επιβολής για την Επιτροπή, ώστε να εξασφαλίζει την ουσιαστική και συνεπή εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ στα κράτη μέλη, και αυστηρότερο έλεγχο από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο·

208.  ζητεί τη δημιουργία ενός νέου κέντρου συνοχής και συντονισμού της φορολογικής πολιτικής της Ένωσης (TPCCC) στο πλαίσιο της Επιτροπής, για την αντιμετώπιση των συστημικών αδυναμιών που παρατηρούνται στη συνεργασία ανάμεσα στις αρμόδιες αρχές ανά την ΕΕ·

209.  ζητεί να ενισχυθεί σημαντικά η συνεργασία του δικτύου FIU.net στο πλαίσιο της Ευρωπόλ και προτείνει να συνδεθούν οι δραστηριότητες αυτές με το προτεινόμενο TPCCC, με την ελπίδα να δημιουργηθεί μια «φορολογική Ευρωπόλ» ικανή να συντονίζει τις φορολογικές πολιτικές των κρατών μελών και να υποστηρίζει τις αρχές των κρατών μελών κατά τη διερεύνηση και την αποκάλυψη παράνομων διεθνών φορολογικών καθεστώτων·

210.  καλεί τα κράτη μέλη, κατά τη μεταρρύθμιση των Συνθηκών, να στηρίξουν τη δυνατότητα έγκρισης αποφάσεων για τη φορολογική πολιτική με ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο και σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία·

°

°  °

211.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει την παρούσα σύσταση και την τελική έκθεση της Εξεταστικής επιτροπής στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις και στα κοινοβούλια των κρατών μελών.