Πρόταση ψηφίσματος - B9-0045/2019/REV1Πρόταση ψηφίσματος
B9-0045/2019/REV1

ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ σχετικά με την κατάσταση της εφαρμογής της ενωσιακής νομοθεσίας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες

16.9.2019 - (2019/2820(RSP))

εν συνεχεία δηλώσεων του Συμβουλίου και της Επιτροπής
σύμφωνα με το άρθρο 132 παράγραφος 2 του Κανονισμού

Markus Ferber, Roberta Metsola, Emil Radev
εξ ονόματος της Ομάδας PPE
Jonás Fernández, Birgit Sippel
εξ ονόματος της Ομάδας S&D
Luis Garicano, Sophia in ’t Veld
εξ ονόματος της Ομάδας Renew
Sven Giegold, Terry Reintke, Tineke Strik, Rasmus Andresen, Henrike Hahn, Viola Von Cramon‑Taubadel, Gwendoline Delbos‑Corfield, Alexandra Louise Rosenfield Phillips, Kira Marie Peter‑Hansen, Damien Carême, Salima Yenbou, Bronis Ropė
εξ ονόματος της Ομάδας Verts/ALE
Martin Schirdewan, Manon Aubry, Matt Carthy, Nikolaj Villumsen, Δημήτριος Παπαδημούλης, Miguel Urbán Crespo, Στέλιος Κούλογλου, Ignazio Corrao, Laura Ferrara, Sabrina Pignedoli, Piernicola Pedicini


Διαδικασία : 2019/2820(RSP)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου :  
B9-0045/2019
Κείμενα που κατατέθηκαν :
B9-0045/2019
Κείμενα που εγκρίθηκαν :

B9‑0045/2019

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την κατάσταση της εφαρμογής της ενωσιακής νομοθεσίας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες

(2019/2820(RSP))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

 έχοντας υπόψη την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ[1] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (4AMLD)[2], και όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία (ΕΕ) 2018/843 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2009/138/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ (5AMLD)[3],

 έχοντας υπόψη την οδηγία (ΕΕ) 2019/1153 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για τη θέσπιση κανόνων σχετικά με τη διευκόλυνση της χρήσης χρηματοοικονομικών και άλλων πληροφοριών για την πρόληψη, την ανίχνευση, τη διερεύνηση ή τη δίωξη ορισμένων ποινικών αδικημάτων και την κατάργηση της απόφασης 2000/642/JHA του Συμβουλίου[4], την οδηγία (ΕΕ) 2018/1673 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω του ποινικού δικαίου[5] και τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1672 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23 Οκτωβρίου 2018, σχετικά με τους ελέγχους ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση και την κατάργηση του κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1889/2005[6],

 έχοντας υπόψη τη δέσμη μέτρων της Επιτροπής για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπως εγκρίθηκε στις 24 Ιουλίου 2019, η οποία συνίσταται σε μια πολιτική ανακοίνωση με τίτλο « Προς την καλύτερη εφαρμογή του ενωσιακού πλαισίου για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας» (COM (2019) 0360), στην έκθεση για την αξιολόγηση των πρόσφατων υποθέσεων εικαζόμενης νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες με την εμπλοκή πιστωτικών ιδρυμάτων της ΕΕ («εκ των υστέρων εξέταση») (COM (2019) 0373), στην έκθεση σχετικά με την σχετικά με την εκτίμηση των κινδύνων που συνεπάγονται για την εσωτερική αγορά η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και οι οποίοι συνδέονται με διασυνοριακές δραστηριότητες (η έκθεση υπερεθνικής εκτίμησης των κινδύνων (ΥΕΚΑ)) (COM (2019) 0370) και στο συνοδευτικό έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής (SWD (2019) 0650), και στην έκθεση για τη διασύνδεση των εθνικών κεντρικών αυτοματοποιημένων μηχανισμών (κεντρικών μητρώων ή κεντρικών συστημάτων ηλεκτρονικής ανάκτησης δεδομένων) των κρατών μελών για τους τραπεζικούς λογαριασμούς (COM (2019) 0372),

 έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών σχετικά με τις κοινοποιήσεις προς εποπτευόμενες οντότητες όσον αφορά τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στο πλαίσιο της προληπτικής εποπτείας, που δημοσιεύθηκε στις 24 Ιουλίου 2019,

 έχοντας υπόψη τον χάρτη πορείας της Επιτροπής με τίτλο «Προς μια νέα μεθοδολογία για την εκ μέρους της ΕΕ αξιολόγηση των τρίτων χωρών υψηλού κινδύνου σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας»,

 έχοντας υπόψη το έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής, της 22 Ιουνίου 2018, με τίτλο «Μεθοδολογία για τον εντοπισμό τρίτων χωρών υψηλού κινδύνου δυνάμει της οδηγία (ΕΕ) 2015/849» (SWD (2018) 0362),

 έχοντας υπόψη τους τέσσερις κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμούς που εκδόθηκαν από την Επιτροπή — (ΕΕ) 1675/2016 , (ΕΕ) 2018/105, (ΕΕ) 2018/212 και (ΕΕ) 2018/1467—, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με τον εντοπισμό τρίτων χωρών υψηλού κινδύνου που χαρακτηρίζονται από στρατηγικές ανεπάρκειες,

 έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 14ης Μαρτίου 2019 σχετικά με το επείγον της κατάρτισης ενωσιακής μαύρης λίστας τρίτων χωρών σύμφωνα με την οδηγία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες[7],

 έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 26ης Μαρτίου 2019 σχετικά με το οικονομικό έγκλημα, τη φοροδιαφυγή και τη φοροαποφυγή[8],

 έχοντας υπόψη την ανταλλαγή απόψεων της 5ης Σεπτεμβρίου 2019 στην Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής με την Επιτροπή και με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών,

 έχοντας υπόψη το άρθρο 132 παράγραφος 2 του Κανονισμού του,

A. λαμβάνοντας υπόψη ότι το πλαίσιο της Ένωσης για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (AML/CTF) έχει ενισχυθεί σταδιακά με την έγκριση της 4ης AMLD, τον Μάιο του 2015 και της 5ης AMLD τον Απρίλιο του 2018 και στις αντίστοιχες ημερομηνίες μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία των κρατών μελών έως τον Ιούνιο 2017 και τον Ιανουάριο 2020, καθώς και από άλλες συνοδευτικές νομοθετικές πράξεις και δράσεις·

B. λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με την Ευρωπόλ, έως και το 0,7-1,28 % του ετήσιου ΑΕΠ της Ένωσης «ανιχνεύεται ως ενεχόμενο σε ύποπτη χρηματοπιστωτική δραστηριότητα»[9], όπως η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, η παράνομη διακίνηση όπλων, η εμπορία ανθρώπων, η εμπορία ναρκωτικών, η φοροδιαφυγή και η φορολογική απάτη, η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή άλλες παράνομες δραστηριότητες που επηρεάζουν τους πολίτες της ΕΕ στην καθημερινή τους ζωή·

Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι δυνάμει του άρθρου 9 της οδηγίας 4AMLD, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για τον προσδιορισμό των τρίτων χωρών υψηλού κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη στρατηγικές ανεπάρκειες σε διάφορους τομείς· λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο υποστηρίζει τη θέσπιση από την Επιτροπή νέας μεθοδολογίας που δεν βασίζεται μόνο σε εξωτερικές πηγές πληροφοριών για τον εντοπισμό τρίτων χωρών υψηλού κινδύνου με στρατηγικές ανεπάρκειες όσον αφορά τις AML και CTF, οι οποίες συνιστούν απειλή για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της ΕΕ και για τις οποίες απαιτούνται ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη στις υπόχρεες οντότητες της ΕΕ βάσει των οδηγιών 4AMLD και 5AMLD·

Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η οδηγία 3AMLD, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 15 Δεκεμβρίου 2007, καταργήθηκε με την έκδοση της 4AMLD· λαμβάνοντας υπόψη ότι η εφαρμογή αρκετών διατάξεων της οδηγίας 3AMLD, μεταξύ των οποίων η επαρκής εξουσία και στελέχωση των αρμόδιων εθνικών αρχών, δεν ελέγχθηκε δεόντως στο παρελθόν και θα πρέπει να θεωρείται προτεραιότητα για τους συνεχείς ελέγχους πληρότητας και ορθότητας και τις διαδικασίες επί παραβάσει που διενεργεί η Επιτροπή στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 4AMLD·

E. λαμβάνοντας υπόψη ότι το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο απέρριψαν τρεις προτάσεις τροποποίησης των κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμών[10] με την αιτιολογία ότι είτε οι προτάσεις δεν θεσπίστηκαν στο πλαίσιο διαφανούς και ανθεκτικής διαδικασίας που παρέχει ενεργά κίνητρα στις θιγόμενες χώρες ώστε να αναλάβουν αποφασιστική δράση, με παράλληλο σεβασμό του δικαιώματος ακρόασής τους, είτε η διαδικασία της Επιτροπής για τον προσδιορισμό των τρίτων χωρών υψηλού κινδύνου δεν ήταν επαρκώς αυτόνομη·

ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, στις 13 Φεβρουαρίου 2019, η Επιτροπή ενέκρινε νέο κατάλογο 23 τρίτων χωρών με στρατηγικές ανεπάρκειες στα συστήματά τους για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στο πλαίσιο της νέας μεθοδολογίας, συγκεκριμένα το Αφγανιστάν, την Αμερικανική Σαμόα, τις Μπαχάμες, τη Μποτσουάνα, τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Κορέας, την Αιθιοπία, τη Γκάνα, το Γκουάμ, το Ιράν, το Ιράκ, τη Λιβύη, τη Νιγηρία, το Πακιστάν, τον Παναμά, το Πουέρτο Ρίκο, τη Σαμόα, τη Σαουδική Αραβία, τη Σρι Λάνκα, τη Συρία, το Τρινιδάδ και Τομπάγκο, την Τυνησία, τις Αμερικανικές Παρθένους Νήσους και την Υεμένη· λαμβάνοντας υπόψη ότι στις 7 Μαρτίου 2019 το Συμβούλιο απέρριψε αυτή την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη στο Συμβούλιο Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων·

Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή έχει κινήσει διαδικασίες επί παραβάσει κατά της πλειονότητας των κρατών μελών λόγω μη ορθής μεταφοράς της οδηγίας 4AMLD στο εθνικό δίκαιο·

Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι, στις 24 Ιουλίου 2019, η Επιτροπή ενέκρινε δέσμη μέτρων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, με την οποία ενημερώνει το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τα μέχρι σήμερα επιτεύγματα και τις εναπομένουσες ελλείψεις στο πλαίσιο AML/CTF της Ένωσης και, με τον τρόπο αυτό, όρισε το πλαίσιο για περαιτέρω βελτιώσεις όσον αφορά την επιβολή και την εφαρμογή της υφιστάμενης νομοθεσίας και για πιθανές μελλοντικές νομοθετικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις·

Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής απόψεων με την Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) στην Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής στις 5 Σεπτεμβρίου 2019, ο πρόεδρος της ΕΑΤ, κ. José Manuel Campa, δήλωσε ότι η ΕΑΤ δεν ήταν εποπτική αρχή στον τομέα της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αλλά μια αρχή με εντολή να παρέχει κατευθυντήριες γραμμές για την ενίσχυση της συνεργασίας και του συντονισμού, καθώς και για την αξιολόγηση της εφαρμογής της νομοθεσίας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες· λαμβάνοντας υπόψη ότι τόνισε επίσης ότι η βασική ευθύνη για την εφαρμογή ανήκει στις εθνικές αρχές·

Ι. λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής της 24ης Ιουλίου 2019, με τίτλο «Προς μια καλύτερη εφαρμογή του πλαισίου της ΕΕ για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας», θα μπορούσε να εξεταστεί η περαιτέρω εναρμόνιση των κανόνων καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, π.χ. με τη μετατροπή της οδηγίας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σε κανονισμό, ο οποίος θα προσφέρει τη δυνατότητα θέσπισης ενός εναρμονισμένου, άμεσα εφαρμοστέου ενωσιακού κανονιστικού πλαισίου για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες·

ΙΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με την Επιτροπή στην προαναφερθείσα ανακοίνωση, οι αξιολογήσεις δείχνουν την ανάγκη ενός ισχυρότερου μηχανισμού για τον συντονισμό και την υποστήριξη της διασυνοριακής συνεργασίας και ανάλυσης από τις μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών·

1. εκφράζει την έντονη ανησυχία του για την έλλειψη εφαρμογής της 4AMLD από μεγάλο αριθμό κρατών μελών· επικροτεί, ως εκ τούτου, τη δρομολόγηση από την Επιτροπή διαδικασιών επί παραβάσει εναντίον κρατών μελών με βάση τα πορίσματα των ελέγχων πληρότητας· καλεί την Επιτροπή να ολοκληρώσει το συντομότερο δυνατόν διεξοδικούς ελέγχους ορθότητας και να κινήσει διαδικασίες επί παραβάσει όπου αυτό είναι αναγκαίο· παροτρύνει τα κράτη μέλη που δεν το έχουν πράξει ακόμη να μεταφέρουν ορθά την οδηγία 4AMLD στην εθνική τους νομοθεσία το συντομότερο δυνατόν·

2. εκφράζει την ανησυχία του για το γεγονός ότι η προθεσμία μεταφοράς της 5AMLD της 10ης Ιανουαρίου 2020 και οι αντίστοιχες προθεσμίες της 10ης Ιανουαρίου 2020 για τα μητρώα πραγματικών δικαιούχων για εταιρικές και άλλες νομικές οντότητες και της 10ης Μαρτίου 2020 για τα καταπιστεύματα και τα παρόμοια νομικά μορφώματα, δεν θα τηρηθούν από τα κράτη μέλη· καλεί τα κράτη μέλη να αναλάβουν επείγουσα δράση για την επιτάχυνση της διαδικασίας μεταφοράς·

3. επικροτεί τη σύσταση της επιτροπής της ΕΑΤ για την παραβίαση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, όπως εξετάστηκε κατά την ανταλλαγή απόψεων με τον πρόεδρο της ΕΑΤ, κ. José Manuel Campa, η οποία πραγματοποιήθηκε στην Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής στις 5 Σεπτεμβρίου 2019, σχετικά με την υπόθεση ξεπλύματος χρήματος από τη Danske Bank, η οποία είναι μέχρι στιγμής η μεγαλύτερη γνωστή περίπτωση στην ΕΕ και αφορά ύποπτες συναλλαγές αξίας άνω των 200 δισεκατομμυρίων ευρώ· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι οι εποπτικές αρχές των κρατών μελών, ως μέλη με δικαίωμα ψήφου στο συμβούλιο εποπτών της ΕΑΤ, απέρριψαν πρόταση για παραβίαση της σύστασης για παραβίαση του ενωσιακού δικαίου· καλεί την Επιτροπή να συνεχίσει να παρακολουθεί την υπόθεση και να κινήσει διαδικασία επί παραβάσει εάν αυτό δικαιολογείται·

4. εκφράζει τη βαθιά του ανησυχία για τον κανονιστικό και εποπτικό κατακερματισμό του τομέα AML/CTF, κάτι που δεν συνάδει με την ολοένα αυξανόμενη διασυνοριακή δραστηριότητα στην Ένωση και με τον συγκεντρωτικό χαρακτήρα της προληπτικής εποπτείας στην τραπεζική ένωση και σε άλλους μη τραπεζικούς τομείς·

5. τονίζει ότι το τρέχον πλαίσιο AML/CTF της ΕΕ πάσχει από ελλείψεις στην επιβολή των ενωσιακών κανόνων σε συνδυασμό με την έλλειψη αποτελεσματικής εποπτείας· υπογραμμίζει ότι έχει επανειλημμένα τονιστεί ότι η νομοθεσία για τα «ελάχιστα πρότυπα» στον τομέα AML/CTF θα μπορούσε να δημιουργήσει κινδύνους για την αποτελεσματική εποπτεία, την απρόσκοπτη ανταλλαγή πληροφοριών και τον συντονισμό· καλεί την Επιτροπή να αξιολογήσει, στην απαιτούμενη εκτίμηση επιπτώσεων για οποιαδήποτε μελλοντική αναθεώρηση της νομοθεσίας AML, κατά πόσον ένας κανονισμός θα αποτελούσε καταλληλότερη νομική πράξη από ό,τι μια οδηγία·

6. επισημαίνει την ανάγκη για καλύτερη συνεργασία μεταξύ των διοικητικών και δικαστικών αρχών και των αρχών επιβολής του νόμου εντός της ΕΕ, και ιδίως των μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών (ΜΧΠ) των κρατών μελών, όπως τονίζεται στην έκθεση της Επιτροπής· επαναλαμβάνει την έκκλησή του προς την Επιτροπή να προβεί, στο εγγύς μέλλον, σε αξιολόγηση αντικτύπου προκειμένου να αξιολογήσει τη δυνατότητα και την καταλληλότητα της θέσπισης μηχανισμού συντονισμού και στήριξης· θεωρεί ότι θα πρέπει να δοθεί περαιτέρω ώθηση σε πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να ενισχύσουν δράσεις AML/CTF σε ενωσιακό και σε εθνικό επίπεδο·

7. σημειώνει την εκτίμηση που διατυπώνει η Επιτροπή στην εκ των υστέρων έκθεσή της, της 24 Ιουλίου 2019, σύμφωνα με την οποία μπορούν να ανατεθούν σε οργανισμό της Ένωσης ειδικά εποπτικά καθήκοντα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες·

8. θεωρεί ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί η ακεραιότητα του καταλόγου τρίτων χωρών υψηλού κινδύνου, η διαδικασία ελέγχου και λήψης αποφάσεων δεν θα πρέπει να επηρεάζεται από παραμέτρους που εκτείνονται πέρα από τον τομέα των ανεπαρκειών AML/CTF· υπογραμμίζει ότι το λόμπινγκ και η διπλωματική πίεση δεν θα πρέπει να υπονομεύουν την ικανότητα των θεσμικών οργάνων της ΕΕ να αντιμετωπίζουν τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και να καταπολεμούν τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας κατά τρόπο που να συνδέεται με την ΕΕ αποτελεσματικά και αυτόνομα· καλεί την Επιτροπή να αξιολογήσει περαιτέρω τη δυνατότητα κατάρτισης «γκρίζου καταλόγου» τρίτων χωρών δυνητικά υψηλού κινδύνου σε βάση ανάλογη με την προσέγγιση της Ένωσης όσον αφορά την καταγραφή μη συνεργάσιμων περιοχών φορολογικής δικαιοδοσίας· εκφράζει την ανησυχία του για το γεγονός ότι η διάρκεια της δωδεκάμηνης διαδικασίας που οδηγεί στην τελική αξιολόγηση για τον εντοπισμό τρίτων χωρών με στρατηγικές ανεπάρκειες μπορεί να οδηγήσει σε περιττές καθυστερήσεις στην αποτελεσματική δράση AML/CTF·

9. καλεί την Επιτροπή να διασφαλίσει διαφανή διαδικασία με σαφείς και συγκεκριμένους δείκτες αναφοράς για τις χώρες που δεσμεύονται να προβούν σε μεταρρυθμίσεις, ώστε να αποφευχθεί η καταχώρισή τους στον κατάλογο· καλεί επίσης την Επιτροπή να δημοσιεύει τις αρχικές και τελικές αξιολογήσεις των χωρών που περιλαμβάνονται στον κατάλογο, καθώς και τα κριτήρια που εφαρμόζονται, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ο δημόσιος έλεγχος κατά τρόπο που να μην είναι δυνατή η κακή χρήση τους·

10. ζητεί να διατεθούν περισσότεροι ανθρώπινοι και οικονομικοί πόροι στην αρμόδια μονάδα της αρμόδιας Γενικής Διεύθυνσης και χαιρετίζει την αύξηση των πόρων που διατίθενται στην ΕΑΤ·

11. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις και στα κοινοβούλια των κρατών μελών.

 

Τελευταία ενημέρωση: 18 Σεπτεμβρίου 2019
Ανακοίνωση νομικού περιεχομένου - Πολιτική απορρήτου