Πρόεδρος. – Η ημερήσια διάταξη προβλέπει την κοινή συζήτηση των ακόλουθων εκθέσεων:
- A5-0370/2001 του κ. Turco, εξ ονόματος της Επιτροπής Ελευθεριών και Δικαιωμάτων των Πολιτών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων, επί
Ι. της πρωτοβουλίας του Βασιλείου του Βελγίου και του Βασιλείου της Σουηδίας για την έκδοση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με την επέκταση των αρμοδιοτήτων της Europol και στις σοβαρές μορφές διεθνούς εγκληματικότητας του παραρτήματος της Σύμβασης Europol
και
ΙΙ. της πρωτοβουλίας του Βασιλείου της Σουηδίας για την έκδοση πράξης του Συμβουλίου για την τροποποίηση της πράξης του Συμβουλίου της 12ης Μαρτίου 1999 για την έγκριση κανόνων που αφορούν τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Europol σε τρίτα κράτη και οργανισμούς
- A5-0369/2001 του κ. Kirkhope, εξ ονόματος της Επιτροπής Ελευθεριών και Δικαιωμάτων των Πολιτών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων, σχετικά με την πρωτοβουλία του Βασιλείου του Βελγίου, της Γαλλικής Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Ισπανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου που αφορά την έκδοση απόφασης πλαισίου του Συμβουλίου για τις κοινές ομάδες έρευνας.
Turco (NI), εισηγητής. - (ΙΤ) Κύριε Πρόεδρε, κύριε Επίτροπε, παρά τη σημασία των εξεταζόμενων πρωτοβουλιών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην περίπτωση αυτή έχει μόνο συμβουλευτικό ρόλο, πράγμα που σημαίνει ότι αυτό που θα αποφασίσουμε με την ψήφο μας, όπως συμβαίνει συχνά σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν θα ληφθεί καθόλου υπόψη από το Συμβούλιο. Παρά το γεγονός αυτό - ή μάλλον κυρίως για τον λόγο αυτόν - θα σταθώ στην αναγκαιότητα και τον επείγοντα χαρακτήρα της μεταρρύθμισης της Europol, για να καταστεί δυνατός ο δημοκρατικός και δικαστικός της έλεγχος.
Είναι τουλάχιστον πέντε χρόνια, από το 1996, που το Κοινοβούλιο προωθεί αυτό το αίτημα με την έκθεση του κ. Nassauer. Η έκθεση Nassauer είχε εκπέμψει ένα ισχυρό πολιτικό σήμα προς το Συμβούλιο. Είχε ζητήσει από τα κράτη μέλη να μην κυρώσουν τη Σύμβαση Europol παρά αφού υποβληθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, δηλαδή σε μια εξουσία λήψης αποφάσεων, για να προδικάσει την ερμηνεία και την ορθή εφαρμογή της. Η έκθεση του συναδέλφου Nassauer αντιμετώπιζε με υποδειγματικό τρόπο τα προβλήματα που έθεταν η Europol και η σχετική Σύμβαση και που είναι τα ίδια με αυτά που υπάρχουν και σήμερα. Η επίλυση των προβλημάτων αυτών δεν είναι πρόβλημα των πολιτικών ομάδων, δεν είναι πρόβλημα του εισηγητή ή του συναδέλφου Nassauer: ο δημοκρατικός και δικαστικός έλεγχος της Europol είναι θεσμικό πρόβλημα.
Το να μην θέλουμε να θεραπεύσουμε αυτήν την πληγή που έχει καταφερθεί στην ευρωπαϊκή δημοκρατία - αν μπορούμε να μιλάμε με αυτούς τους όρους για το σύστημα που διέπει σήμερα τα θεσμικά όργανα της Ένωσης - υποδηλώνει την αδυναμία μας να προχωρήσουμε με συγκεκριμένους τρόπους στην υλοποίηση ενός χώρου που ναι μεν θα είναι χώρος ασφάλειας, δικαιοσύνης και ελευθερίας, αλλά που εμείς πιστεύουμε ότι πρέπει να είναι, προπαντός και a priori, χώρος δημοκρατίας. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επιβεβαίωσε από τη στιγμή της δημιουργίας της Europol την ανάγκη ελέγχου της. Η πρόβλεψη αύξησης των εξουσιών της Europol για την αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης της τρομοκρατίας, το σκάνδαλο στο οποίο ενεπλάκη ένας ανώτερος υπάλληλος της Europol και η επιφυλακτικότητα που δείχνουν οι εθνικές νομοθεσίες όσον αφορά τη διαβίβαση των δεδομένων τους στη Europol, καθώς και η δημιουργία της Parlopol - μιας ομάδας βουλευτών των εθνικών κοινοβουλίων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που υποστηρίζουν τη σημασία της αύξησης του δημοκρατικού ελέγχου επί της Europol και επί των αποφάσεων που λαμβάνονται στο πλαίσιο του χώρου δικαιοσύνης, ελευθερίας και ασφάλειας - έχουν ήδη ωθήσει το Συμβούλιο να προβληματιστεί τουλάχιστον για την ανάγκη υλοποίησης ορισμένων μεταρρυθμίσεων.
Πρώτα από όλα, το Συμβούλιο ζήτησε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εκπονήσει, μέχρι το τέλος του έτους, μια ανακοίνωση σχετικά με τον δημοκρατικό έλεγχο της Europol. Γνωρίζουμε τις εκτιμήσεις του Επιτρόπου Vitorino, ο οποίος έχει εκφραστεί κατ’ επανάληψη υπέρ μιας επιτροπής που θα αποτελείται από μέλη των εθνικών κοινοβουλίων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αλλά ελπίζουμε να καταλάβουμε εδώ ότι οι χρόνοι θα επιταχυνθούν ενόψει της μεταρρύθμισης αυτής. Εμείς πιστεύουμε ότι, σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο, η Europol θα πρέπει να υπόκειται όχι μόνο στον δημοκρατικό έλεγχο, αλλά και σε χρηματοδοτικό και δημοσιονομικό έλεγχο, καθώς και σε δικαστικό έλεγχο. Σήμερα ο χρηματοδοτικός και δημοσιονομικός έλεγχος είναι αδύνατος, καθώς η Europol χρηματοδοτείται από τα εθνικά κράτη και όχι από τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Με αυτόν τον τρόπο, το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή δεν έχουν καμία εξουσία χρηματοδοτικού ελέγχου, μην μπορώντας έτσι ούτε να λογοκρίνουν ούτε να κατευθύνουν τη δράση του οργανισμού.
Ο δικαστικός έλεγχος δεν είναι, ούτε αυτός, εφικτός. Στην πραγματικότητα, στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν επιτρέπονται πλήρεις εξουσίες ελέγχου. Πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι οι υπάλληλοι της Europol χαίρουν τόσο ευρείας ασυλίας που μοιάζει περισσότερο με εγγύηση ατιμωρησίας, η οποία τους προστατεύει ακόμα και έναντι του δικαστικού ελέγχου που θα μπορούσε να ασκείται σε εθνικό επίπεδο.
Υπάρχει, τέλος, το πρόβλημα της προοδευτικής αύξησης της εντολής και των εξουσιών. Εάν η Europol ασχολούνταν αρχικά με την εγκληματικότητα που συνδέεται με τα ναρκωτικά, με την εξεταζόμενη πράξη οι αρμοδιότητές της διευρύνονται σε ουσιαστικά όλα τα είδη εγκληματικότητας. Εμείς θεωρούμε επομένως ότι, για να μπορέσει το Κοινοβούλιο να εκφράσει τις ανησυχίες του και τα αιτήματά του στο Συμβούλιο και την Επιτροπή, σε μια στιγμή κατά την οποία ετοιμάζονται να αποφασίσουν να διευρύνουν τις εξουσίες και τις αρμοδιότητες της Europol, εκτός των τροπολογιών σχετικά με τις δύο πράξεις που πρότειναν το Βέλγιο και η Σουηδία, χρειάζονται και άλλες τροπολογίες για την επίλυση αυτού του προβλήματος. Θεωρούμε ότι οι προτεινόμενες τροπολογίες μπορούν να επιτελέσουν τη λειτουργία της αποσαφήνισης και της βελτίωσης των εξεταζόμενων πρωτοβουλιών και να στείλουν στο Συμβούλιο και τα κράτη μέλη ένα πολιτικό μήνυμα όπου θα επικρίνεται η τρέχουσα κατάσταση και θα προτείνονται ορισμένες θεμελιώδεις μεταρρυθμιστικές γραμμές.
Τέλος, ο συνδυασμός των εκτιμήσεων που αναφέρθηκαν και η απουσία εξουσιών συναπόφασης του Κοινοβουλίου σε θέματα δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων πρέπει να ωθήσουν όλους αυτούς που υποστηρίζουν τις αρχές της δημοκρατίας και της ελευθερίας να απορρίψουν τις εν λόγω πρωτοβουλίες, γεγονός που, κατά τη γνώμη μου, θα έκανε το Συμβούλιο και τα κράτη μέλη να αποκτήσουν μεγαλύτερη επίγνωση της αναγκαιότητας και του επείγοντος χαρακτήρα της μεταρρύθμισης της Europol.
Kirkhope (PPE-DE),εισηγητής. - (ΕΝ) Κύριε Πρόεδρε, όπως είναι αναμενόμενο, θα επικεντρωθώ στη δική μου έκθεση, η οποία αφορά τη σύσταση κοινών ομάδων έρευνας. Είμαι πολύ υπερήφανος που ορίστηκα εισηγητής για έναν εξαιρετικά καινοτόμο κλάδο, ο οποίος απέκτησε τεράστια σημασία μετά τα αποτρόπαια γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου. Είναι ακόμα πιο σημαντικό, ίσως, γιατί αποτελεί προσπάθεια εφαρμογής του άρθρου 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις, η οποία, αν και υπογράφηκε τον Μάιο του 2000, δεν φαίνεται ότι θα επικυρωθεί σύντομα. Το γεγονός αυτό καθιστά ζωτική τη διαμόρφωση ενός νομικού πλαισίου όσο το δυνατόν γρηγορότερα, ώστε να μπορέσουμε να προωθήσουμε τα θέματα αυτά.
Η σύσταση κοινών ομάδων έρευνας θα επιτρέψει τη συνεργασία δύο ή περισσότερων χωρών στο πλαίσιο της διερεύνησης εγκλημάτων τρομοκρατίας, σωματεμπορίας, λαθρεμπορίου ναρκωτικών, καθώς και άλλων σοβαρών περιπτώσεων οργανωμένου εγκλήματος. Πρόκειται για ένα σημαντικό εγχείρημα που πρέπει όλοι να υποστηρίξουμε. Οι κοινές ομάδες έρευνας θα συγκεντρώσουν ταλέντα και ικανότητες από διαφορετικά κράτη μέλη και θα τα θέσουν στην υπηρεσία ενός σαφώς καθορισμένου σκοπού με σαφή ημερομηνία ολοκλήρωσης της αποστολής, αλλά με τρόπο που θα επιτρέψει την αποτελεσματική και αποδοτική συνεργασία όλων αυτών των ειδικών για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος και τη σύλληψη των εγκληματιών. Θα είναι ένα ευέλικτο όργανο, το οποίο χρειαζόμασταν εδώ και καιρό.
Έχουν εκφραστεί ανησυχίες, οι οποίες ωστόσο δεν συμπεριλήφθηκαν σε τροπολογίες, σχετικά με την έκταση της συμμετοχής στις ομάδες αυτές. Έχουν αναφερθεί, για παράδειγμα, οι εθνικές υπηρεσίες πληροφοριών επί ποινικών υποθέσεων των κρατών μελών. Ως υπουργός υπεύθυνος για τη σύσταση της δικής μας σχετικής υπηρεσίας πληροφοριών στο Ηνωμένο Βασίλειο, μερικά χρόνια πριν, είμαι βέβαιος πως η διαδικασία σύστασης των υπηρεσιών αυτών στα κράτη μέλη έχει δρομολογηθεί σωστά. Η παραχώρηση, στους αρμόδιους για τη σύσταση των ομάδων αυτών, της διακριτικής ευχέρειας να καθορίζουν τη σύσταση των ομάδων και να εκφράζουν τις διαφωνίες τους όπου χρειάζεται αποτελεί, νομίζω, αποτελεσματική αντιμετώπιση του θέματος. Αν και όλα τα εμπλεκόμενα κράτη έχουν υπογράψει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα, στο κείμενο της έκθεσης ζητώ, παρ' όλα αυτά, να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην ανάγκη προστασίας και διατήρησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων κατά τη λειτουργία αυτών των ομάδων.
Η τρομοκρατία είναι το πρωταρχικό μέλημά μας αυτήν τη στιγμή. Αλλά και η σωματεμπορία είναι ένα άλλο θέμα για το οποίο πρέπει να ανησυχούμε βαθύτατα και οι ομάδες αυτές ίσως μπορούν να βοηθήσουν. Μόλις πρόσφατα, αποκαλύφθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο ότι εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες, μικρά παιδιά έχουν πουληθεί σε σωματέμπορους από άλλες περιοχές του κόσμου και βρίσκονται αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη, υφιστάμενα την πιο αποτρόπαιη μεταχείριση. Μία παρόμοια υπόθεση αποκαλύφθηκε στο ΗΒ και μία άλλη πρόσφατα στην Ιταλία. Η δράση κοινών ομάδων έρευνας, μεταξύ της Ιταλίας και της χώρας μας, λόγου χάριν, ή με τη συμμετοχή Γάλλων εμπειρογνωμόνων στον τομέα αυτό, θα συνέβαλλε στην πάταξη των αποτρόπαιων αυτών εγκλημάτων.
Συνεπώς, η έκθεση δεν αφορά μόνο την τρομοκρατία, αλλά και αυτά τα άλλα θέματα επίσης. Μπορεί μάλιστα να έχει σημαντικές επιπτώσεις σε ένα ολόκληρο σύνολο θεμάτων, μέχρι στιγμής τοπικού ενδιαφέροντος, που περιλαμβάνουν απάτη, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και οικονομικά εγκλήματα, εάν τα ταλέντα και οι ικανότητες συγκεκριμένων μικρών ομάδων που μπορούν να εργαστούν σε διάφορες χώρες τεθούν υπό τον έλεγχο μίας ενιαίας επιχείρησης.
Υπάρχει άλλο ένα σημείο που πρέπει να επισημάνω. Κατέστησα σαφές στην έκθεσή μου ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό όλες αυτές οι επιχειρήσεις να τεθούν υπό τον σαφή κοινοβουλευτικό έλεγχο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Αυτή η συζήτηση θα πρέπει να διεξαχθεί στο πλαίσιο της ετήσιας συζήτησης για τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι αυτές οι επιχειρήσεις θα μελετηθούν προσεκτικά.
Τέλος, από τη διαδικασία αυτή μπορεί να προκύψει μεγάλος όγκος ευαίσθητων πληροφοριών. Θα μπορούσε ίσως να συσταθεί ένα είδος διακομματικής εξεταστικής επιτροπής για τη διαβίβαση παρόμοιων πληροφοριών, μέτρο το οποίο θα συνέβαλλε επίσης στη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης όσον αφορά τη λειτουργία των ομάδων αυτών, η σύσταση των οποίων θα αποτελέσει μία πολύ σημαντική και ουσιαστική εξέλιξη στον τομέα της πρόληψης του εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Coelho (PPE-DE). – (ΡΤ) Κύριε Πρόεδρε, κύριε Επίτροπε, αγαπητοί συνάδελφοι, το 1999, στο Τάμπερε, για πρώτη φορά στην ιστορία της ευρωπαϊκής οικοδόμησης, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων των δεκαπέντε κρατών μελών της Ένωσης έθεσαν τα ζητήματα που αφορούν τη δικαιοσύνη στην κορυφή της πολιτικής τους ατζέντας και ανέλαβαν τη δέσμευση, σε μέγιστη περίοδο πέντε ετών, να δημιουργήσουν έναν χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης.
Επομένως, ένας από τους μεγάλους στόχους της Ένωσης είναι να δοθεί στους πολίτες της η δυνατότητα να μπορούν να ζουν σε έναν χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, όπου όμως η ελευθερία αυτή θα συνοδεύεται από υψηλό επίπεδο ασφάλειας, και στο πλαίσιο αυτό προβλέπεται η δημιουργία και λειτουργία κοινών ομάδων έρευνας. Στο Τάμπερε απευθύνθηκε έκκληση για την ταχεία δημιουργία κοινών ομάδων έρευνας ως πρώτο βήμα στην καταπολέμηση του εμπορίου ανθρωπίνων υπάρξεων και ναρκωτικών, καθώς επίσης και της τρομοκρατίας. Μετά τα τρομακτικά γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, η πρωτοβουλία αυτή παρουσιάζεται σε ένα πλαίσιο μέτρων που πρέπει να ληφθούν για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και αποσκοπεί στην έγκριση μίας απόφασης πλαισίου που θα παράσχει το νομικό πλαίσιο το οποίο θα επιτρέψει τη δημιουργία κοινών ομάδων έρευνας που θα αποτελούνται από αστυνομικούς και δικαστές ειδικευμένους στον αντιτρομοκρατικό αγώνα και από εκπροσώπους της μονάδας προ-Eurojust και Europol, ώστε να συντονίζονται οι έρευνες που θα διεξάγονται στον τομέα αυτό.
Επιδοκιμάζω με τον ίδιο ενθουσιασμό όπως και ο εισηγητής, ο συνάδελφος κ. Kirkhope, τον οποίο συγχαίρω για το έργο που πραγματοποίησε, την πρωτοβουλία αυτή η οποία επιχειρεί να επισπεύσει τη θέση σε ισχύ των διατάξεων της Σύμβασης – που μέχρι στιγμής δεν έχει ακόμη επικυρωθεί - οι οποίες θεωρούνται οι πιο επείγουσες από τα κράτη μέλη. Όμως δεν μπορώ να μην απευθύνω έκκληση από εδώ όσον αφορά την ανάγκη ταχείας επικύρωσης της Σύμβασης αυτής, έτσι ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος ενός ενδεχόμενου κατακερματισμού του νομικού μηχανισμού.
Εξάλλου, επιδοκιμάζουμε επίσης τη διεύρυνση του πεδίου δράσης της Europol σε όλες τις σοβαρές μορφές διεθνούς εγκληματικότητας που απαριθμούνται στο παράρτημα της αντίστοιχης σύμβασης, γεγονός που θα συμβάλει στην αύξηση της αποτελεσματικότητας της συνεργασίας στο πλαίσιο της σύμβασης Europol. Θα πρέπει, ωστόσο, να καθοριστούν οι τομείς προτεραιότητας της δράσης με βάση την εξέλιξη της εγκληματικότητας στην Ένωση. Όλοι θα συμφωνήσουν ότι, ιδίως τη στιγμή αυτή, πρέπει να αποδοθεί ιδιαίτερη σημασία στην τρομοκρατία.
Paciotti (PSE). - (ΙΤ) Κύριε Πρόεδρε, ποτέ δεν υπήρχε τόση ανάγκη όσο αυτήν τη στιγμή για περισσότερη Ευρώπη προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της ασφάλειας και της ελευθερίας των πολιτών, να υλοποιηθεί δηλαδή αυτός ο χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης που μας υποσχέθηκε η Συνθήκη του Άμστερνταμ και προγραμμάτισε να υλοποιήσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε. Η ώθηση για την υλοποίηση των απαραίτητων μέτρων σταματούσε διαρκώς μπροστά στη συχνά μυωπική αντίσταση των κυβερνήσεων. Μόνο η τραγωδία της 11ης Σεπτεμβρίου τάραξε τελικά μεγάλο μέρος των κυβερνώντων μας και τους έδωσε σημαντική ώθηση για την υιοθέτηση ορισμένων αναγκαίων μέτρων. Εύχομαι από καρδιάς να μην συμβούν νέες τραγωδίες για να τεθεί σε εφαρμογή το πνεύμα του Τάμπερε, μεταξύ άλλων επειδή δεν προκύπτουν πάντα σοφές νομοθετικές πράξεις υπό το συναισθηματικό ερέθισμα τρομερών τραγωδιών· σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει μερικές φορές ο κίνδυνος να ξεχαστεί η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των προσώπων.
Ευτυχώς, δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα σχετικά με τις τρεις εκθέσεις που εξετάζουμε, ιδίως μετά τις εύστοχες παρεμβάσεις της Επιτροπής Ελευθεριών και Δικαιωμάτων των Πολιτών, η οποία πρότεινε τροπολογίες βελτίωσης. Η έκθεση του κ. Kirkhope ζητά την υποστήριξή μας στην πρόταση τεσσάρων κρατών μελών να υιοθετηθεί μια απόφαση πλαίσιο για τη σύσταση κοινών ομάδων ερευνών, που έχουν ήδη προβλεφθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε και από τη σύμβαση αμοιβαίας δικαστικής βοήθειας σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών, τις οποίες αυτό το Κοινοβούλιο ενέκρινε πριν από έναν χρόνο με την έκθεση Di Pietro. Ως εκ τούτου, η έκθεση του κ. Kirkhope αξίζει ευρύτατη συναίνεση, μεταξύ των άλλων και επειδή περιέχει τροπολογίες βελτίωσης σχετικά με τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τον κοινοβουλευτικό έλεγχο και την επέκταση της χρήσης των κοινών ομάδων ερευνών για την καταπολέμηση όχι μόνο της τρομοκρατίας, της διακίνησης ναρκωτικών και της σωματεμπορίας, αλλά και του οργανωμένου εγκλήματος.
Οι εκθέσεις του κ. Turco, με τη σειρά τους, όπως ψηφίστηκαν από την Επιτροπή Ελευθεριών και Δικαιωμάτων των Πολιτών, ακόμη και με την αντίθετη γνώμη του εισηγητή, μας προτείνουν να εγκρίνουμε με κατάλληλες τροποποιήσεις δύο προτάσεις σχετικά με τη Europol. Η πρώτη προβλέπει τη δυνατότητα επέκτασης της εντολής της Europol σε όλες τις σοβαρές μορφές οργανωμένου εγκλήματος που προβλέπονται ήδη στο παράρτημα της Σύμβασης, σύμφωνα με τις προτεραιότητες που θέτει το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Europol. Η χρήσιμη διόρθωση που πρότεινε η Επιτροπή Ελευθεριών και Δικαιωμάτων των Πολιτών είναι να ληφθεί η εν λόγω απόφαση από το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία ύστερα από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και αφού ακουστεί η γνώμη της EUROJUST, μονάδας που έχει ιδιαίτερη πείρα σε αυτά τα θέματα. Σημειώνω με λύπη ότι, μετά τη θετική ψήφο στην επιτροπή, οι συνάδελφοι του ΕΛΚ άλλαξαν γνώμη και κάνουν τώρα ότι αποκλείουν τη γνώμη της EUROJUST, η οποία είναι βέβαια μη δεσμευτική, αλλά, εξίσου βέβαια, αρκετά χρήσιμη και την οποία είναι παράλογο να στερηθούμε. Θα υποστηρίξουμε επομένως την πρώτη έκθεση Turco, έτσι όπως μας την παρουσίασε η επιτροπή.
Και η δεύτερη έκθεση Turco, σχετικά με τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τη Europol σε τρίτα κράτη, αξίζει ευρύτατης συναίνεσης. Θα έλεγα ότι, ανεξάρτητα από τη γνώμη που επανέλαβε εδώ ο εισηγητής, τα μέτρα αυτά, οι προτάσεις αυτές πρέπει να εγκριθούν εξ ολοκλήρου. Εντούτοις, είναι απόλυτα αποδεκτό αυτό που μας είπε εδώ ο εισηγητής και που υπογραμμίστηκε επίσης από τις τροπολογίες που εγκρίθηκαν στην επιτροπή, οι οποίες επαναλαμβάνουν με έμφαση την άποψη που έχει εκφραστεί επανειλημμένα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σύμφωνα με την οποία είναι όλο και πιο απαραίτητο να προβούμε στην κοινοτικοποίηση των μέσων δικαστικής συνεργασίας, στην ενίσχυση του δικαστικού ελέγχου και στην ενδυνάμωση του δημοκρατικού ελέγχου αυτών των άκρως απαραίτητων μέσων.
Sörensen (Verts/ALE). – (NL) Συνάδελφοι, η ομάδα μας υποστηρίζει την έκθεση του συναδέλφου Kirkhope και την παρουσίαση που έκανε απόψε. Πιστεύω ότι οι κοινές ομάδες έρευνας αποτελούν ένα καλό βήμα στην κατεύθυνση της καταπολέμησης όλων των μορφών του οργανωμένου εγκλήματος. Πρώτον, όσον αφορά την έκθεση Turco, η οποία αναφέρεται συγκεκριμένα σε δύο πτυχές του έργου της Europol, η διεύρυνση της εντολής φαίνεται ότι δεν έχει νόημα, εφόσον η Europol δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί επαρκώς σε αυτήν την εντολή. Στην πράξη, έτσι και αλλιώς, η χρησιμότητα της Europol φαίνεται ακόμα ιδιαίτερα περιορισμένη. Επιπλέον, η Europol χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό αστυνομικές και δικαστικές πληροφορίες, όμως στην πράξη δεν έχει καμία σχέση με υπηρεσία εθνικής ασφάλειας. Δημιουργείται έτσι ανισορροπία, εφόσον η Europol μπορεί να δρα κατασταλτικά και εκ των υστέρων, χωρίς να δίνει αρκετή σημασία στην πρόληψη.
Δεύτερον, όσον αφορά τις τράπεζες δεδομένων, είναι σωστή η πρόταση για τη δημιουργία αποκεντρωμένου συστήματος, προκειμένου να διευκολυνθεί η διαχείριση της Europol. Θα αποτελούσε ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός, εφόσον κάθε κράτος μέλος μπορούσε να δημιουργήσει μία τέτοια τράπεζα δεδομένων. Τέτοιες πρωτοβουλίες είναι λοιπόν θετικές, διαπιστώνονται όμως εκ νέου οι ίδιες αδυναμίες: αφενός δίνονται υπερβολικά περιθώρια στην καλή θέληση, ή στην απουσία αυτής, των κρατών μελών και αφετέρου διαπιστώνεται προφανής έλλειψη εμπιστοσύνης στη δημοκρατία και ιδιαίτερα στους κοινοβουλευτικούς ελέγχους σε αυτόν τον εξαιρετικά σημαντικό πολιτικό τομέα. Εάν ενδιαφερόμαστε πραγματικά για την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών και για την υπεράσπιση της δημοκρατίας, δεν μπορούμε να καθυστερούμε την οικοδόμηση του κατάλληλου ποινικού συστήματος, το οποίο να λαμβάνει υπόψη τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε σήμερα, ούτε μπορούμε να μην ασκούμε μία αποφασιστική πολιτική πρόληψης. Ιδιαίτερα οι υπηρεσίες εθνικής ασφαλείας έχουν να διαδραματίσουν έναν σημαντικό ρόλο στο σημείο αυτό. Η συνεργασία μεταξύ των υπηρεσιών εσωτερικής ασφαλείας και των δικαστικών αρχών σε θέματα πρόληψης και καταστολής οφείλει να τύχει επειγόντως καλύτερου συντονισμού, κατά τον οποίο θα δίνεται σαφής έμφαση στην πρόληψη των σοβαρών αδικημάτων.
Αλυσανδράκης (GUE/NGL). – Κύριε Πρόεδρε, με αφορμή το τρομοκρατικό κτύπημα της 11ης του Σεπτέμβρη, η Ευρωπαϊκή Ένωση, σε στενή συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, επιταχύνει το κυνήγι μαγισσών που αποσκοπεί στη δίωξη όσων αντιστέκονται στα ιμπεριαλιστικά σχέδια και επιλογές. Κεντρικό ρόλο σε αυτήν την προσπάθεια καλείται να παίξει η Europol, της οποίας οι αρμοδιότητες συνεχώς διευρύνονται, σε υπέρβαση των εθνικών νόμων, ακόμη και της συνταγματικής προστασίας των πολιτών.
Οι πληροφορίες που συλλέγονται στα κράτη μέλη, το γνωστό φακέλωμα, είναι πλέον κοινής χρήσης, αφού τηρούνται κοινά αρχεία για τους εν δυνάμει υπόπτους, δηλαδή όλους μας, και διευρύνονται οι αποδέκτες αυτών των στοιχείων. Οι κοινές ομάδες έρευνας είναι ουσιαστικά ανεξέλεγκτες, αφού δημιουργούνται από όσα κράτη μέλη το επιθυμούν, για όποιο χρονικό διάστημα το επιθυμούν, με τη συμμετοχή όποιων υπηρεσιών θέλουν και με όποιο αντικείμενο νομίζουν. Πρόκειται για μία ενορχηστρωμένη επίθεση ενάντια στο λαϊκό κίνημα. Θέλουν να σβήσουν τις κατακτήσεις των εργαζομένων στον τομέα των ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων και των δημοκρατικών ελευθεριών.
Δυστυχώς, οι εκθέσεις όχι μόνον δεν προσπαθούν να εμποδίσουν αυτή την αντιλαϊκή και αντιδημοκρατική εξέλιξη, αλλά την εντάσσουν σε μια συνολική μεταρρύθμιση των μέσων δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας.
Angelilli (UEN). - (ΙΤ) Κύριε Πρόεδρε, ποτέ δεν ήταν πιο σκόπιμο από αυτήν τη στιγμή, μετά τα συμβάντα της 11ης Σεπτεμβρίου, να συσταθούν κοινές ομάδες ερευνών για τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ όλων των εθνικών ομάδων ερευνών, ιδίως για να ενισχυθεί και να επιταχυνθεί αυτή η απαραίτητη ανταλλαγή ειδήσεων μεταξύ όλων των υπηρεσιών πληροφοριών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται, όπως είναι προφανές, για ένα πραγματικά στρατηγικό μέσο αστυνομικής συνεργασίας όσον αφορά την πρόληψη των εγκληματικών φαινομένων· ένα μέσο θεμελιώδες και χρήσιμο, μετά τη σοβαρή διεθνή κρίση που ακολούθησε την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, για να συμβάλει στην αντιμετώπιση του επείγοντος προβλήματος της τρομοκρατίας στην Ευρώπη.
Βρήκαμε τρόπο, δυστυχώς μόνο μετά τις σφαγές της Νέας Υόρκης και της Ουάσιγκτον, να ανακατασκευάσουμε μια διαδρομή, που διήρκεσε χρόνια, τρομοκρατικών προετοιμασιών από μέρους προσώπων και οργανώσεων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, που έδρασαν ακριβώς στην ευρωπαϊκή επικράτεια: τόσες και τόσες ενδείξεις, φαινομενικά μικρής σημασίας, που στην πραγματικότητα συνδέονται με ένα ενιαίο κατευθυντήριο νήμα, το οποίο εντοπίσαμε ωστόσο πάρα πολύ αργά, μετά τις 11 Σεπτεμβρίου, μετά τον θάνατο χιλιάδων αθώων ανθρώπων. Είναι προφανές ότι, εάν υπήρχε πιο ισχυρή συνεργασία των δικαστικών αρχών και της αστυνομίας, εάν υπήρχαν περισσότερες κοινές έρευνες, θα είχαμε μπορέσει ίσως να ασκήσουμε πιο ενδεδειγμένο προληπτικό έργο σε σχέση με τις τρομοκρατικές ενέργειες. Αξίζει ωστόσο τον κόπο να διευκρινίσουμε ότι ο ρόλος που θα ασκούν οι κοινές ομάδες ερευνών θα ήταν χρήσιμος όχι μόνο σε σχέση με την έκτακτη ανάγκη της τρομοκρατίας, αλλά και γενικότερα για την αντιμετώπιση όλων αυτών των φαινομένων που σχετίζονται με το μεγάλο οργανωμένο έγκλημα σε διεθνές επίπεδο, όπως η παράνομη διακίνηση όπλων και ναρκωτικών και η διακίνηση και η εκμετάλλευση ανθρώπων.
Εν κατακλείδι, κύριε Πρόεδρε, ευχαριστώντας τον εισηγητή κ. Kirkhope, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι ο αγώνας κατά της εγκληματικότητας, τόσο αυτής που συνδέεται με την τρομοκρατία όσο και γενικότερα, αποτελεί εδώ και χρόνια το πιο επίμονο αίτημα των ευρωπαίων πολιτών, που απαιτούν από πλευράς των εθνικών και ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων μια όλο και πιο ισχυρή δέσμευση, προκειμένου να εξασφαλιστεί πλήρως ένα θεμελιώδες και αναφαίρετο δικαίωμα, το δικαίωμα της ασφάλειας, ένα πολύτιμο αγαθό που απειλείται όλο και περισσότερο. Είναι ευπρόσδεκτη, επομένως, η μέγιστη δέσμευση και από μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και με το μέσο των κοινών ομάδων ερευνών, ακριβώς για να δώσουμε πίσω στους ευρωπαίους πολίτες αυτήν την απαραίτητη εμπιστοσύνη.
Cappato (NI). – (ΙΤ) Κύριε Πρόεδρε, χαιρετίζουμε την άφιξη, ίσως, του Συμβουλίου. Εάν δεν απατώμαι, ήρθε κάποιος από το Συμβούλιο, έτσι δεν είναι; Ίσως; Είστε από το Συμβούλιο εσείς; Δεν ξέρετε!
Πρόεδρος. – Σας παρακαλώ να μην αποτείνεστε απευθείας ούτε στην Επιτροπή ούτε στο Συμβούλιο, με τρόπο άμεσο και προσωπικό. Όποια σχετική πρωτοβουλία έχετε, κάνετέ τη μέσω της Προεδρίας.
Ευχαριστώ πολύ, κύριε Cappato.
Cappato (NI). - (ΙΤ) Κύριε Πρόεδρε, στην πραγματικότητα απευθύνθηκα σε εσάς για να ρωτήσω εάν πράγματι μας τίμησε το Συμβούλιο με την παρουσία του. Ακριβώς για να σημειώσω και να καταστήσω σαφές ότι κάναμε αυτήν τη συζήτηση απουσία του Συμβουλίου, που έφθασε μόλις τώρα, ακριβώς για να καταλάβουμε, για να συνειδητοποιήσουμε, με ποια λογική λαμβάνονται οι αποφάσεις και διεξάγονται οι συζητήσεις του Κοινοβουλίου - η μετάφραση σε 11 γλώσσες, οι τροπολογίες που μεταφράζονται σε 11 γλώσσες, οι παρεμβάσεις που μεταφράζονται σε 11 γλώσσες - που δεν χρησιμεύουν σε τίποτα απολύτως!
Μιλάμε για την επέκταση της εντολής συντονισμού των ευρωπαϊκών αστυνομικών σωμάτων στα πιο σοβαρά εγκλήματα, επομένως γνωρίζουμε εκ των πραγμάτων ότι ο συντονισμός των πληροφοριών αποτελεί, αυτός καθαυτός, επιχειρησιακή αρμοδιότητα και ότι η διάκριση μεταξύ συντονιστικών και επιχειρησιακών αρμοδιοτήτων είναι μια πολύ λεπτή, αόριστη και δύσκολη διάκριση· αρχίζουμε, ωστόσο, να αναγνωρίζουμε πλήρως την αξία των πολιτικών αστυνόμευσης και συνεργασίας της αστυνομίας των κρατών μελών: οι συνέπειες είναι τεράστιες για τις χώρες μας, για τους ποινικούς μας κώδικες, αφού γνωρίζουμε πόσο ποικίλλει ο βαθμός στον οποίο οι αστυνομίες, σε κάθε ένα από τα δεκαπέντε κράτη μέλη, υπόκεινται ή δεν υπόκεινται σε δεσμούς με τη δικαστική εξουσία, σε δεσμούς με την εκτελεστική εξουσία.
Λοιπόν, όλα αυτά συμβαίνουν, αντιθέτως, με πλήρη - επαναλαμβάνω, πλήρη - απουσία μιας παρέμβασης στη νομοθετική διαδικασία, στη διαδικασία διαμόρφωσης των νόμων, με πλήρη απουσία των δημοκρατικά εκλεγμένων συνελεύσεων. Το ξέρουμε ότι ο Επίτροπος είναι σύμφωνος - το ξέρουμε, το ξέρουμε - αλλά γνωρίζουμε ότι, στο όνομα του επείγοντος χαρακτήρα, της έκτακτης ανάγκης και της αποτελεσματικότητας της καταπολέμησης του εγκλήματος, καταλύουμε με ένα μόνο χτύπημα οποιαδήποτε ισορροπία μεταξύ των εξουσιών. Ο υπάλληλος του Συμβουλίου φτάνει εν πλήρη ηρεμία σε αυτήν τη συζήτηση που τώρα πια είναι στο στάδιο της ολοκλήρωσης. Τα πράγματα που λέμε και αποφασίζουμε, τα πράγματα που ψηφίζουμε δεν χρησιμεύουν σε τίποτα, σε βαθμό που η ίδια η Προεδρία συγκάλεσε αυτήν και άλλες συζητήσεις την ίδια στιγμή που διεξάγεται η συνέλευση της αρμόδιας επιτροπής, της Επιτροπής Ελευθεριών και Δικαιωμάτων των Πολιτών, στην οποία διεξάγεται ψηφοφορία αυτήν τη στιγμή. Για τον λόγο αυτόν, οι δύο μη εγγεγραμμένοι βουλευτές και οι άλλοι τρεις-τέσσερις συνάδελφοι που συμμετέχουν στις κοινοβουλευτικές εργασίες χάνουν την ψηφοφορία για την τρομοκρατία, με ευρωπαϊκή εντολή για την επιλογή αυτή, που θα έλεγα είναι συνεκτική με την επιλογή του Συμβουλίου να μην είναι παρόν, συνεκτική με τη νομοθετική μέθοδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Cederschiöld (PPE-DE).(SV) Κύριε Πρόεδρε, η διεύρυνση της εντολής της Europol δεν αποτελεί νέο ζήτημα, δεν τέθηκε για πρώτη φορά μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Ωστόσο, αυτή ακριβώς τη στιγμή το ζήτημα είναι ιδιαίτερα σοβαρό. Φυσικά, χρειαζόμαστε ανταλλαγές με τρίτες χώρες σχετικά με αστυνομικές πληροφορίες και σχετικά με την καταπολέμηση του εγκλήματος, όπως υπογραμμίστηκε από το σύνολο σχεδόν του Κοινοβουλίου όταν ψηφίσαμε για την έκθεση σχετικά με την καταπολέμηση του εγκλήματος στο Διαδίκτυο.
Ορισμένοι ανησυχούν θεωρώντας ότι μπορεί να δοθούν υπερβολικά πολλά μέσα στη Europol. Ας μην λησμονούν όμως τις συνέπειες από το γεγονός ότι η Europol διαθέτει μόλις 388 υπαλλήλους για να καλύπτει έναν πληθυσμό μεγαλύτερο από αυτόν των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ το FBI διαθέτει 27 000 υπαλλήλους. Οι πόροι αλλά και η δραστηριότητα των δύο οργανώσεων δεν μπορούν καν να συγκριθούν μεταξύ τους. Η Europol δεν έχει ακόμα δυνατότητα δραστηριοποίησης σε επιχειρησιακό επίπεδο.
Κατά τη μεταβίβαση πληροφοριών είναι εξαιρετικά σημαντικό, πιστεύουμε, να διατηρούμε την προστασία των δεδομένων και να προστατεύουμε όσο το δυνατόν περισσότερο την προσωπική ζωή. Τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία ορίζονται τόσο στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης όσο και στον Χάρτη της ΕΕ για τα θεμελιώδη δικαιώματα, αποτελούν ένα ευρωπαϊκό χαρακτηριστικό, για το οποίο θα πρέπει να είμαστε όλοι υπερήφανοι και να φροντίσουμε ώστε να διατηρηθεί. Ας προσέξουμε όμως να μην δημιουργήσουμε την κοινωνία του Μεγάλου Αδελφού. Για τον λόγο αυτόν είναι σημαντικό, όπως ακριβώς ανέφερε ο κ. Turco, να ενδιαφέρεται το Κοινοβούλιο και να πραγματοποιεί τους δημοκρατικούς του ελέγχους. Είναι απολύτως παράλογο να παραμένουν αυτά τα ζητήματα εκτός της διάρθρωσης της Ένωσης και να συζητώνται ζητήματα τόσο σημαντικά για τους πολίτες προ κενών εδράνων.
Η συλλογή στατιστικών στοιχείων σχετικά με την εγκληματικότητα αποτελεί φυσικά θετικό στοιχείο. Κάτι δεν πάει καλά όταν το Ευρωπαϊκό Παρατηρήριο για τα Ναρκωτικά και την Τοξικομανία της Λισαβόνας συλλέγει ένα σωρό στατιστικά στοιχεία σχετικά με την κατάχρηση ναρκωτικών, ενώ εμείς διαθέτουμε πολύ λίγα στατιστικά στοιχεία για την καταπολέμηση του εγκλήματος. Στο σημείο αυτό η Europol έχει φυσικά έναν σημαντικό ρόλο να διαδραματίσει.
Όσον αφορά το εάν θα γίνει αναφορά εδώ στην Eurojust ή όχι, αποδείχθηκε ότι πολλοί ερμηνεύουν τη σχετική διατύπωση ως απόπειρα διατάραξης της ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ της πολιτικής και της δικαστικής εξουσίας. Δεν θα πρέπει φυσικά να υπάρχουν τέτοιες ερμηνείες. Ωστόσο δεν θα ήθελα να δημιουργηθούν παρανοήσεις στο σημείο αυτό. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο πιστεύω ότι θα ήταν καλύτερο να τροποποιήσουμε τη διατύπωση που αναφέρεται στην Eurojust.
Θα ήθελα, τέλος, να ευχαριστήσω τον κ. Turco για το γεγονός ότι αντιμετώπισε τόσο καλά τη σουηδική και βελγική πρωτοβουλία.
Berthu (NI). – (FR) Κύριε Πρόεδρε, οι δύο συναφείς με τη Europol κυβερνητικές πρωτοβουλίες που εξετάζουμε σήμερα, εκ των οποίων η μία αφορά τον καθορισμό των αποστολών και η άλλη τους κανόνες διαβίβασης των δεδομένων, παρέχουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την ευκαιρία να θίξει ένα ουσιαστικό ζήτημα: την οργάνωση του δημοκρατικού ελέγχου της εν λόγω υπηρεσίας.
Πρόκειται για πολύ σημαντικό ζήτημα, καθώς οι δραστηριότητες αστυνομικής συνεργασίας, και κυρίως η διαχείριση των αρχείων προς ανάλυση που τηρεί η Europol, έχουν άμεση σχέση με τις πολιτικές ελευθερίες. Σήμερα, δεδομένου ότι η Europol είναι διακυβερνητικός οργανισμός, τον έλεγχό της έχουν κατά κύριο λόγο τα εθνικά κοινοβούλια, οι κυβερνήσεις που συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου των Υπουργών Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων ή που εκπροσωπούνται στο διοικητικό συμβούλιο της υπηρεσίας και, τέλος, μια εποπτική αρχή η οποία απαρτίζεται από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες.
Η αρμόδια επιτροπή του Σώματός μας προτείνει την ανατροπή του συστήματος αυτού, το οποίο, ωστόσο, ισχύει από το 1999 μόνο, και επιθυμεί να εμπιστευθεί τον έλεγχο της Europol αποκλειστικά στις κοινοτικές διαδικασίες, επομένως κυρίως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Η εν λόγω πρόταση δεν μας φαίνεται κατάλληλη αυτήν τη στιγμή. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν είναι, κατά τη γνώμη μας, το κατάλληλο όργανο για να αναλάβει τον δημοκρατικό έλεγχο κατ' εξοχήν αστυνομικών δραστηριοτήτων, τις οποίες εκτελούν οι εθνικές υπηρεσίες και των οποίων οι συνέπειες αφορούν το ίδιο το έδαφος των κρατών μελών. Θα ήταν καλύτερο να μην προτρέχουμε, τη στιγμή που η Europol μόλις αρχίζει να λειτουργεί, και να δώσουμε στα εθνικά κοινοβούλια τον χρόνο να οργανώσουν και να τελειοποιήσουν τον έλεγχο που ασκούν στην εν λόγω υπηρεσία. Εξάλλου, τα ίδια τα κοινοβούλια γνωρίζουν την ανάγκη αυτή.
Για παράδειγμα, τον Σεπτέμβριο, το γαλλικό κοινοβούλιο αντιτάχθηκε ζητώντας τη διενέργεια κοινοβουλευτικού ελέγχου σε σχέδια συμφωνιών της Europol με ανατολικές χώρες, αλλά όταν έλαβε επαρκείς εγγυήσεις για την ασφάλεια διαβίβασης των δεδομένων ήρε τις επιφυλάξεις του.
Θεωρούμε τη διαδικασία αυτή λειτουργίας ιδιαίτερα σωστή. Αποδεικνύει ότι οι εθνικές αρχές ασκούν αποτελεσματικό έλεγχο. Για την άσκηση ακόμη αυστηρότερου ελέγχου, η γαλλική Γερουσία μόλις προέβη στη σύσταση στους κόλπους της μιας ειδικευμένης ομάδας εργασίας που θα είναι αρμόδια για την παρακολούθηση των ζητημάτων αστυνομικής συνεργασίας. Πρόκειται για ένα παράδειγμα προς μίμηση, κύριε Πρόεδρε, το οποίο μάλιστα μπορούμε να βελτιώσουμε αδιαμφισβήτητα ακόμη περισσότερο, μεριμνώντας για τη βελτίωση του οριζόντιου συντονισμού των δραστηριοτήτων ελέγχου των εθνικών κοινοβουλίων.
Γιατί να μην συστήσουν τα κοινοβούλια μεταξύ τους μια διακοινοβουλευτική ομάδα η οποία θα παρακολουθεί τις δραστηριότητες της Europol και την αστυνομική συνεργασία;
Ακόμη καλύτερα, δεν θα μπορούσε η Διακυβερνητική Διάσκεψη, που θα πραγματοποιηθεί το 2004 και η οποία, ακριβώς, θα κληθεί να εξετάσει τον ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων στη διάρθρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να προτείνει την ανάπτυξη μιας τέτοιας διακοινοβουλευτικής συνεργασίας και μάλιστα τη δημιουργία ενός νέου κοινοτικού πυλώνα;
Vitorino,Επιτροπή. – (ΡΤ) Κύριε Πρόεδρε, κύριοι βουλευτές, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι τρεις αυτές πρωτοβουλίες είναι ιδιαιτέρως σημαντικές, ιδίως την περίοδο που διερχόμαστε. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ζει σε μία περίοδο όπου όχι μόνο η συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών αλλά επίσης και η συνεργασία με τρίτες χώρες και με διεθνείς οργανισμούς είναι σημαντική εάν θέλουμε να καταπολεμήσουμε αποτελεσματικά το οργανωμένο έγκλημα και ιδίως την τρομοκρατία.
Οι πρωτοβουλίες που εξετάζουμε σήμερα αποσκοπούν να επιταχύνουν το χρονοδιάγραμμα, επισπεύδοντας τη στιγμή κατά την οποία τα κράτη μέλη θα αποκτήσουν κοινοτική νομική βάση για να θεσπίσουν κοινές ομάδες έρευνας οι οποίες, στην περίπτωση αυτή, θα μπορούν να περιλαμβάνουν εκπροσώπους τρίτων χωρών ή διεθνών οργανισμών, θα επεκτείνουν την εντολή της Europol ώστε να της επιτρέψουν να αντιμετωπίζει μεγαλύτερο φάσμα εγκληματικών δραστηριοτήτων και ακόμη θα επιτρέψουν στη Europol να διαβιβάζει με αποτελεσματικότητα προσωπικά δεδομένα σε τρίτες χώρες και άλλους οργανισμούς, γεγονός που αποτελεί αναμφίβολα σημαντικό στοιχείο εάν θέλουμε η συνεργασία με αυτές τις τρίτες χώρες και στο πλαίσιο αυτών των διεθνών οργανισμών να είναι αξιόπιστη και να λειτουργεί αποτελεσματικά.
Η Επιτροπή εκφράζει την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υποστηρίζει το σχέδιο απόφασης πλαισίου σχετικά με τις κοινές ομάδες έρευνας που πρότειναν το Βέλγιο, η Ισπανία, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Ελπίζουμε ότι ο χρόνος που θα κερδίσουμε επιτρέποντας στα κράτη μέλη να οργανώσουν παρόμοιες ομάδες θα αποτελέσει μία θετική ενίσχυση της αποτελεσματικότητας όσον αφορά την καταπολέμηση του διεθνούς εγκλήματος. Η Επιτροπή εκφράζει επίσης την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι το Κοινοβούλιο αντιμετωπίζει θετικά την επέκταση της εντολής της Europol και τη διαβίβαση προσωπικών δεδομένων σε τρίτες χώρες και άλλους οργανισμούς. Οι δύο αυτές πρωτοβουλίες θα συμβάλουν ώστε η Europol να καταστεί ένας πιο αποτελεσματικός οργανισμός όσον αφορά την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, θέμα που απασχολεί όλο και περισσότερο την κοινή γνώμη των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η έκθεση του κ. Τurco εγείρει το ζήτημα του δημοκρατικού ελέγχου της Europol στο πλαίσιο των υπό συζήτηση πρωτοβουλιών. Τον περασμένο Ιούνιο είχα την ευκαιρία να συζητήσω το ζήτημα αυτό, κατά τη διακοινοβουλευτική διάσκεψη που συγκάλεσε στη Χάγη το ολλανδικό κοινοβούλιο, όπου παραβρέθηκαν εκπρόσωποι όλων σχεδόν των εθνικών κοινοβουλίων των κρατών μελών και όπου ήταν επίσης παρών ο κύριος εισηγητής. Υπό το φως της συζήτησης που διεξήχθη τότε με τους εκπροσώπους των εθνικών κοινοβουλίων, η Επιτροπή, όπως προβλεπόταν στο πρόγραμμα εργασίας της για το έτος αυτό, ολοκληρώνει επί του παρόντος μία ανακοίνωση σχετικά με τον δημοκρατικό έλεγχο της Europol, όπου θα παρουσιάσει ορισμένες ιδέες για τη βελτίωσή του. Όπως γνωρίζουν οι κύριοι βουλευτές, θεωρώ ότι ο έλεγχος αυτός δεν μπορεί ούτε και πρέπει να αγνοεί τον αναντικατάστατο ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων, κυρίως όσον αφορά τον έλεγχο των εθνικών μονάδων της Europol. Πρέπει, ωστόσο, όχι μόνο να επιτρέπει αυτήν τη διακοινοβουλευτική συνεργασία των εθνικών κοινοβουλίων αλλά και να ενισχύει την προστιθέμενη αξία που θα αντιπροσωπεύει η συμμετοχή του Κοινοβουλίου σε αυτόν τον δημοκρατικό έλεγχο έτσι ώστε, με τον τρόπο αυτόν, σε στενή συνεργασία μεταξύ Κοινοβουλίου και εθνικών κοινοβουλίων, να μπορούμε να έχουμε μία συνολική άποψη της πραγματικότητας της λειτουργίας της Europol χωρίς να χάνουμε κανένα από τα λεπτομερή στοιχεία που απορρέουν από τη δράση των εθνικών κοινοβουλίων όσον αφορά τον δικό τους έλεγχο.
Παράλληλα, αναγνωρίζω τη σημασία της διάρθρωσης μεταξύ Europol και Eurojust και τον ρόλο που ανήκει στη Eurojust σε σχέση με τη δράση του δικαστικού ελέγχου της Europol. Πιστεύω, ωστόσο, ότι είναι προτιμότερο να αναμείνουμε την απόφαση του Συμβουλίου που θα αποτελέσει την τελική προεικόνιση της Eurojust πριν προχωρήσουμε σε λύσεις όσον αφορά τη διάρθρωση μεταξύ της αστυνομικής συνιστώσας και της δικαστικής συνιστώσας σε ευρωπαϊκή κλίμακα.
Όσον αφορά την επέκταση της εντολής της Europol, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη και συμμερίζεται τις ανησυχίες που εκφράζονται στην έκθεση όσον αφορά τη δομή λήψης αποφάσεων στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα της Ένωσης. Είναι πραγματικά χρονοβόρα, οι προτεραιότητες τείνουν να μεταβάλλονται από προεδρία σε προεδρία, ο ίδιος ο ρόλος του Κοινοβουλίου είναι μειωμένος. Επιδοκιμάζουμε, επομένως, το γεγονός ότι το Κοινοβούλιο υπογραμμίζει την ανάγκη οι καταστάσεις του οργανωμένου εγκλήματος σε κάθε κράτος μέλος να λαμβάνονται υπόψη κατά τη χάραξη των προτεραιοτήτων όσον αφορά την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Είναι επομένως σημαντικό τα κράτη μέλη να παρέχουν κατάλληλες και έγκαιρες πληροφορίες στη Europol ούτως ώστε να μπορεί αυτή να συντάσσει με την απαιτούμενη ποιότητα την ετήσια έκθεσή της σχετικά με την κατάσταση του οργανωμένου εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όσον αφορά τις τροπολογίες που προτείνονται στην έκθεση του Κοινοβουλίου, η Επιτροπή θα πρότεινε η ετήσια αυτή έκθεση, στη δημόσια έκδοσή της, να αποτελεί παράρτημα της έκθεσης που διαβιβάζει η Europol, επίσης ετησίως, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Τέλος, όσον αφορά την πρωτοβουλία σχετικά με τη διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων, η Επιτροπή υποστηρίζει γενικά τις τροπολογίες που προτείνει το Κοινοβούλιο. Συμμερίζεται την άποψη ότι οι εγγυήσεις προστασίας των δεδομένων που παρέχει σήμερα το άρθρο 7 της Πράξης του Συμβουλίου του 1999 σχετικά με τα δεδομένα που διαβιβάζονται σε τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς, πρέπει να ισχύουν επίσης για τη διαβίβαση δεδομένων που απορρέει από την πρωτοβουλία αυτή της Σουηδίας. Δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, η σουηδική πρωτοβουλία τροποποιεί μόνο την παράγραφο 5 του άρθρου 5 της προαναφερθείσας Πράξης του Συμβουλίου του 1999, το άρθρο 7, που είναι το σχετικό άρθρο για το θέμα αυτό, θα παραμείνει πλήρως σε εφαρμογή. Διατηρώ επομένως επιφυλάξεις όσον αφορά την πραγματική αναγκαιότητα της τροπολογίας που προτείνεται σχετικά με το άρθρο 7 της Πράξης του Συμβουλίου.
Πρόεδρος. – Ευχαριστώ πολύ, κύριε Επίτροπε.
Η κοινή συζήτηση έληξε.
Η ψηφοφορία επ’ αυτού του σημείου θα διεξαχθεί αύριο, στις 12.00.