Πρόεδρος. Η ημερήσια διάταξη προβλέπει την κοινή συζήτηση επί των ακολούθων εκθέσεων:
– (A6-0020/2005) του Antonio Di Pietro, εξ ονόματος της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων, σχετικά με την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου που αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με το ποινικό μητρώο (COM(2004)0664 – C6-0163/2004 – 2004/0238(CNS))·
– (A6-0036/2005) του βουλευτή António Costa, εξ ονόματος της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων, σχετικά με πρόταση σύστασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προς το Συμβούλιο σχετικά με την ποιότητα της ποινικής δικαιοσύνης και την εναρμόνιση της ποινικής νομοθεσίας στα κράτη μέλη (2005/2003(INI)).
Frattini,Αντιπρόεδρος της Επιτροπής.(IT) Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, επιτρέψτε μου να διατυπώσω, εξ ονόματος της Επιτροπής, ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με αμφότερες τις εκθέσεις που παρουσίασαν ο κ. Costa και ο κ. Di Pietro. Υπάρχουν σημαντικοί δεσμοί ανάμεσα στις δύο εκθέσεις και στις δύο πρωτοβουλίες. Η πρώτη αφορά την ποιότητα της ποινικής δικαιοσύνης και την εναρμόνιση της ποινικής νομοθεσίας, ενώ η δεύτερη, την οποία παρουσίασε ο κ. Di Pietro, αφορά την πρόταση σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών που προέρχονται από τα ποινικά μητρώα.
Είναι προσωπική μου πεποίθηση, αλλά και πεποίθηση όλης της Επιτροπής, ότι η ποιότητα της δικαιοσύνης αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο του μεγάλου σχεδίου για τη δημιουργία ενός πραγματικού ευρωπαϊκού χώρου δικαιοσύνης και ελευθερίας, το οποίο κατοχυρώθηκε πλέον από το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Είναι προφανές ότι η ποιότητα της δικαιοσύνης βασίζεται στην αρχή σύμφωνα με την οποία μια Ευρώπη που καταργεί τα εσωτερικά σύνορα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι αποφάσεις των δικαστών της θα εκτελούνται γρήγορα και με απλές διαδικασίες, καθώς η απάντηση που αναμένουν οι πολίτες στηρίζεται στην αξιοπιστία των δικαστικών συστημάτων.
Η αρχή αυτή προϋποθέτει ασφαλώς και μια άλλη, την οποία οι ιθύνοντες αποκαλούν «αμοιβαία αναγνώριση»: η απόφαση ενός δικαστή συγκεκριμένου κράτους μέλους μπορεί και πρέπει να αναγνωρίζεται από το νομικό σύστημα ενός άλλου κράτους μέλους. Είναι η βασική προϋπόθεση για την υλοποίηση ενός ευρωπαϊκού χώρου δικαιοσύνης. Ωστόσο, για να καταστεί δυνατή η εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης, απαιτείται υψηλό επίπεδο αμοιβαίας εμπιστοσύνης: δεν είναι δυνατή η αμοιβαία αναγνώριση χωρίς αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των δικαστικών σωμάτων, των δικαστών και των νομοθεσιών των κρατών μελών της Ένωσης. Να γιατί στο πρόγραμμα το οποίο δεσμεύθηκε να υλοποιήσει η Επιτροπή υπάρχει σαφής αναφορά στην ποιότητα της δικαιοσύνης, όπως είχε ζητήσει και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, η οποία υλοποιείται με αποφάσεις που εκτελούνται γρήγορα και με απλές διαδικασίες και προϋποθέτει υψηλό επίπεδο αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των νομικών συστημάτων και των δικαστικών σωμάτων.
Ο εισηγητής κ. Costa προτείνει τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού συστήματος αξιολόγησης της ποιότητας της δικαιοσύνης, το οποίο θα βασίζεται σε έναν Χάρτη ποιότητας της ποινικής δικαιοσύνης. Θεωρώ ότι πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα ιδέα, καθώς γνωρίζουμε ότι σε άλλους τομείς –λιγότερο ευαίσθητους από αυτόν– ο μηχανισμός παράλληλης αξιολόγησης και ελέγχου του αποτελέσματος μιας δραστηριότητας λειτούργησε, συμβάλλοντας στην εγκαθίδρυση της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Να γιατί είναι ενδιαφέρουσα η πρόταση του εισηγητή.
Εξάλλου, η Επιτροπή είναι πεπεισμένη ότι σε ένα τόσο λεπτό ζήτημα, το οποίο, μεταξύ άλλων, άπτεται των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών, είναι αναγκαία η εφαρμογή μιας ευρείας προσπάθειας συντονισμού και, προπαντός, η διαβούλευση με τους ενδιαφερόμενους. Η Επιτροπή καταβάλλει και θα εξακολουθήσει να καταβάλλει προσπάθειες προς αμφότερες τις κατευθύνσεις, συζητώντας κατά πρώτο λόγο με τους ενδιαφερόμενους φορείς, δηλαδή τους δικαστές, τις οργανώσεις και τα όργανα που αντιπροσωπεύουν τα δικαστικά σώματα των κρατών μελών. Πρόθεσή μας είναι να παρουσιάσουμε, εντός του 2005, μια πρώτη ανακοίνωση σχετικά με τη δικαστική κατάρτιση, δηλαδή την κατάρτιση των δικαστών και, εν συνεχεία, το 2006, μια ανακοίνωση σχετικά με την αξιολόγηση της ποιότητας της δικαιοσύνης. Επιθυμούμε, συνεπώς, να ακολουθήσουμε τις κατευθύνσεις που συνιστά η έκθεση του κ. Costa.
Η τελευταία μου παρατήρηση για το ζήτημα αυτό είναι ότι κανένας μηχανισμός αξιολόγησης της ποιότητας της δικαιοσύνης δεν θα μπορέσει να θίξει άμεσα ή έμμεσα και να επηρεάσει αρνητικά την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας. Θα ήταν εξαιρετικά δυσάρεστο εάν η αρχή αξιολόγησης της ποιότητας της δικαιοσύνης –που αποτελεί μια υπηρεσία για τον πολίτη– έπληττε εμμέσως την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την παροχή μιας ποιοτικής υπηρεσίας για τους πολίτες. Η δικαστική εξουσία που δεν είναι ανεξάρτητη δεν μπορεί ασφαλώς να είναι ποιοτική. Να γιατί θα κινηθούμε στο πνεύμα της αναζήτησης ενός υψηλού ποιοτικού επιπέδου της δικαιοσύνης χωρίς να απομακρυνθούμε από αυτήν την προϋπόθεση: τον σεβασμό της ανεξαρτησίας των δικαστικών συστημάτων και των οργάνων της δικαιοσύνης.
Όσον αφορά την έκθεση του κ. Di Pietro, όπως ανέφερα ήδη, η αμοιβαία εμπιστοσύνη είναι ασφαλώς ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία για την ποιότητα της δικαιοσύνης και για τη σωστή λειτουργία της αμοιβαίας αναγνώρισης αποφάσεων και διαδικασιών. Είναι, συνεπώς, προφανές ότι η πρόταση απόφασης που αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με το ποινικό μητρώο –μια πρόταση της Επιτροπής του περασμένου Οκτωβρίου– αποτελεί, κατά την άποψή μου, ένα καλό παράδειγμα της πραγματικής σημασίας που έχει η εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης.
Όλοι θα θυμάστε την υπόθεση Fourniret, την τραγική υπόθεση της παιδοφιλίας που συνέβαλε στην επίσπευση της ευρωπαϊκής αντίδρασης: η υπόθεση αυτή απέδειξε την κακή λειτουργία της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με το ποινικό μητρώο. Είναι αναγκαία μια δυναμική δράση. Είμαι πεπεισμένος ότι το υπό εξέταση κείμενο που παρουσίασε και θα παρουσιάσει εκ νέου ο κ. Di Pietro, αποτελεί μόνο το πρώτο βήμα. Είναι ένα επείγον πρώτο βήμα για το προσεχές μέλλον. Προφανώς, το επόμενο βήμα που σκέπτεται η Επιτροπή είναι ένα ταχύτερο μηχανογραφημένο σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών, με απόλυτο ασφαλώς σεβασμό στους κανόνες προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Μια ακόμη πιο προωθημένη πρόταση επί της οποίας το Κοινοβούλιο θα έχει ασφαλώς και άλλες ευκαιρίες να αποφανθεί στο προσεχές μέλλον.
Σε κάθε περίπτωση, είναι προφανές ότι οφείλουμε να εγγυηθούμε σήμερα την καλύτερη δυνατή λειτουργία του ποινικού μητρώου στο κράτος μέλος της εθνικότητας των προσώπων ούτως ώστε, σε περίπτωση αίτησης πληροφοριών, το ποινικό μητρώο του κράτους προέλευσης να μπορεί να παράσχει χωρίς καθυστερήσεις όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την περίσταση.
Πρέπει, κατά συνέπεια, να δημιουργηθεί μια καλύτερη σχέση μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για τα ποινικά μητρώα και είναι προφανές ότι μακροπρόθεσμα η Επιτροπή προσδοκά περαιτέρω βελτιώσεις. Όπως γνωρίζετε, εγκρίναμε ένα Λευκό Βιβλίο, στο οποίο διατυπώνονται προτάσεις σχετικά με έναν αποτελεσματικότερο μηχανισμό ανταλλαγής πληροφοριών. Θα λάβουμε υπόψη μας τις απαντήσεις στα ερωτήματα που διατυπώνονται στο Λευκό Βιβλίο.
Εν κατακλείδι, η Επιτροπή θα εργασθεί σε στενή συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς το θέμα της ανταλλαγής πληροφοριών απαιτεί την εξεύρεση της κατάλληλης ισορροπίας ανάμεσα στις απαιτήσεις της ασφάλειας και της προστασίας του δικαιώματος των πολιτών να είναι ασφαλείς και στα θεμελιώδη δικαιώματά τους. Για τον σκοπό αυτό, θα ήθελα να αναφερθώ ακόμα μία φορά στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, καθώς η εν λόγω ισορροπία πρέπει να συζητηθεί διεξοδικά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Di Pietro (ALDE), εισηγητής.–(IT) Κύριε Πρόεδρε, κύριε Επίτροπε, κυρίες και κύριοι, καλούμαι να παρουσιάσω την έκθεσή μου σχετικά με την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου που αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με το ποινικό μητρώο. Όπως ορθώς ανέφερε ο κ. Frattini, πρόκειται για μια πρόταση, η οποία αποτελεί απλώς το πρώτο βήμα που πρέπει να κάνουμε επειγόντως.
Ο στόχος της πρότασης απόφασης δεν μπορεί ασφαλώς παρά να είναι αποδεκτός από όλους. Τον αποδέχεται ασφαλώς η Ομάδα της Συμμαχίας Φιλελευθέρων και Δημοκρατών για την Ευρώπη –στην οποία έχω την τιμή να ανήκω– καθώς και η Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων, η οποία, ομόφωνα σχεδόν, εξέφρασε θετική άποψη για την εν λόγω πρόταση του Συμβουλίου.
Ο στόχος έγκειται στη βελτίωση της ποιότητας της δικαιοσύνης στην Ιταλία, στην Ευρώπη και σε όλα τα κράτη μέλη. Η συνεκτική δράση που προβλέπει η πρόταση απόφασης συνίσταται στην κοινή χρήση των πληροφοριών που περιέχουν τα ποινικά μητρώα. Στην πραγματικότητα, η κοινή αυτή πρόσβαση ανάγεται στη Σύμβαση του 1959. Ωστόσο, από τεχνικής άποψης, είναι δύσκολη η επιχειρησιακή και λειτουργική εφαρμογή μιας τέτοιας ανταλλαγής πληροφοριών, καθώς –σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1959– η εισαγωγή τους στο δίκτυο γίνεται μία φορά τον χρόνο και οι αιτήσεις διεκπεραιώνονται χωρίς προκαθορισμένα χρονικά όρια. Κατά συνέπεια, τα πλεονεκτήματα της πρότασης του Συμβουλίου συνίστανται στην ταχύτερη παροχή των πληροφοριών έως ότου, ασφαλώς, το μηχανογραφημένο σύστημα, στο οποίο αναφέρθηκε ο κ. Επίτροπος, επιτρέψει την ακόμη ταχύτερη και σχεδόν σε απευθείας σύνδεση παροχή των πληροφοριών.
Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω μια παρεξήγηση που δημιουργείται σε όσους θεωρούν προβληματική τη σχέση μεταξύ ελέγχου των στοιχείων και προστασίας του ιδιωτικού βίου. Τα στοιχεία του ποινικού μητρώου είναι για τους εγκληματίες ό,τι ο ιατρικός φάκελος για τους ασθενείς: αποτελούν πραγματικά γεγονότα. Το πρόβλημα είναι ποιος και πώς χρησιμοποιεί αυτά τα στοιχεία. Για τον σκοπό αυτό, ζητούμε να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από τις δικαστικές αρχές και μεταξύ δικαστικών αρχών, και μόνο για τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις. Να γιατί ορθώς συμπεριέλαβε το Συμβούλιο τις έννοιες του «ποινικού μητρώου» και της «τελεσίδικης ποινικής απόφασης» μεταξύ των όρων που πρέπει να ορισθούν πριν ληφθούν οι σχετικές αποφάσεις.
Συμφωνώ, συνεπώς, με αυτή την εξέλιξη των εργασιών που επιδιώκεται εν αναμονή των ορισμών που θα θεσπίσει το Λευκό Βιβλίο, όπως συμφωνώ και με τις αρχές που απαριθμήσατε προ ολίγου, κύριε Επίτροπε. Είπατε πως η απόφαση αυτή, και γενικότερα οι συστάσεις που εκπονεί το Κοινοβούλιο, πρέπει να βασίζονται σε δύο αρχές που, κατά την άποψή μου, μπορούν να γίνουν κοινά αποδεκτές, όπως ασφαλώς τις αποδέχομαι και εγώ. Η πρώτη προβλέπει ότι οι αποφάσεις των δικαστών πρέπει να εκτελούνται χωρίς καθυστερήσεις. Η δεύτερη αρχή –όπως είπατε– είναι ότι πρέπει να υπάρχει αμοιβαία αναγνώριση και αμοιβαία εμπιστοσύνη στις αποφάσεις που λαμβάνουν οι δικαστές των κρατών μελών. Κατά τρίτο λόγο, είπατε ότι οποιαδήποτε αξιολόγηση σχετικά με την ποιότητα της εργασίας των δικαστών δεν μπορεί να πλήττει την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας.
Συμμερίζομαι απόλυτα την άποψή σας, κύριε Επίτροπε, και σας καλώ να ενεργήσετε προκειμένου η Επιτροπή να περάσει σε πιο συνεκτικές πράξεις όσον αφορά αυτά τα ζητήματα. Ειδικότερα, εκτός από τις διαβουλεύσεις, θα σας παρακαλούσα να διευκρινίσετε τι άλλο πρόκειται να πράξετε σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος αποδεικνύει ότι δεν έχει εμπιστοσύνη στους δικαστές, καθώς υπάρχουν ορισμένα κράτη μέλη που δεν έχουν ακόμη εγκρίνει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.
Ζητάμε, συνεπώς, κατηγορηματικά από την Επιτροπή να πιέσει τα κράτη μέλη που δεν συμμορφώνονται, όταν συζητά τα θέματα αυτά, διαφορετικά, δημιουργούνται υπόνοιες ότι αυτά τα κράτη μέλη δεν έχουν εμπιστοσύνη στις αποφάσεις των δικαστών άλλων κρατών μελών και δεν προτίθενται να εκτελέσουν άμεσα αυτές τις αποφάσεις.
Ομοίως, πιστεύουμε ότι έχετε δίκιο όταν επισημαίνετε ότι πρέπει να γίνεται σεβαστή η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, ωστόσο θα θέλαμε να μας ενημερώσετε τι προτίθεται να πράξει η Επιτροπή όταν σε κάποια κράτη της Ένωσης τα ίδια τα μέλη της κυβέρνησης δεν σέβονται τη δικαιοσύνη και φθάνουν μάλιστα σε σημείο να την ειρωνεύονται μέσα στα δικαστικά μέγαρα. Πιστεύω λοιπόν πως καθήκον της Επιτροπής είναι και η έκδοση οδηγιών και υποδείξεων ούτως ώστε η προσπάθεια που καταβάλλουμε για να βελτιωθεί η ποιότητα της δικαιοσύνης στην Ευρώπη και στα κράτη μέλη να μην εκτραπεί από κάποιο κράτος μέλος για πολύ ιδιαίτερους λόγους.
Costa, António (PSE), εισηγητής. – (PT) Κύριε Πρόεδρε, κ. Frattini, κυρίες και κύριοι, η εφαρμογή του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης είναι μία από τις πιο έντονες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ΕΕ, της οποίας το πιο σημαντικό στοιχείο, όπως προτείναμε στο πρόγραμμα της Χάγης, είναι η ανάγκη να διασφαλιστεί η υψηλή ποιότητα της δικαιοσύνης σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς να πληγεί ο πλουραλισμός των υφιστάμενων δικαστικών συστημάτων στα 25 κράτη μέλη.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα της Χάγης, όπως ισχύει ήδη με το Τάμπερε, ο ακρογωνιαίος λίθος για την οικοδόμηση ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης είναι η αμοιβαία αναγνώριση, όπως μας υπενθύμισε ο κ. Frattini. Προκειμένου, όμως, να υπάρχει αμοιβαία αναγνώριση, πρέπει να υπάρχει επίσης αμοιβαία εμπιστοσύνη και, όπως επεσήμανε μόλις τώρα ο κ. Di Pietro, η αμοιβαία εμπιστοσύνη δεν είναι ζήτημα πίστης. Η αμοιβαία εμπιστοσύνη πρέπει να οικοδομηθεί και πρέπει να λειτουργεί αποτελεσματικά. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ανάμεσα στα 25 κράτη μέλη μας –ανάμεσα στις δικαστικές αρχές των 25 κρατών μελών μας– αυτή η αμοιβαία εμπιστοσύνη δεν υπάρχει σε ικανοποιητικό βαθμό. Η αμοιβαία εμπιστοσύνη πρέπει να ενισχυθεί. Ξεκινώ λοιπόν την παρούσα έκθεση πρωτοβουλίας προτείνοντας την καθιέρωση ενός μηχανισμού αμοιβαίας αξιολόγησης μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών. Ασφαλώς, ένας τέτοιος μηχανισμός θα σέβεται την ανεξαρτησία της δικαστικής αρχής και θα προωθεί τη συμμετοχή των εθνικών κοινοβουλίων και των δικαστικών οργανώσεων. Στο ίδιο πλαίσιο, η αξιολόγησή μας θα είναι το αποτέλεσμα ενός ευρέως φάσματος απόψεων για την ποιότητα της ποινικής δικαιοσύνης σε κάθε ένα από τα κράτη μέλη.
Δεύτερον, θεωρώ ότι είναι καίριας σημασίας η αξιολόγηση αυτή να είναι αντικειμενική και, για να επιτευχθεί αυτό, προτείνω τη δημιουργία ενός Χάρτη ποιότητας της ποινικής δικαιοσύνης. Ο Χάρτης πρέπει να δημιουργηθεί βάσει της ερμηνείας του δικαιώματος στον δικαστή, που αναφέρεται στην Ευρωπαϊκή Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και βάσει των συστάσεων τόσο των Ηνωμένων Εθνών όσο και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αυτός ο Χάρτης ποιότητας πρέπει να χρησιμοποιείται ως αντικειμενικό πλαίσιο αναφοράς που θα συμβάλλει στην αξιολόγηση των διαφόρων συστημάτων ποινικής δικαιοσύνης στα κράτη μέλη. Με αυτό τον τρόπο, μπορούμε να διαδώσουμε τη βέλτιστη πρακτική, μπορούμε να εφαρμόσουμε πρακτικές συγκριτικής αξιολόγησης και μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι όλοι οι ευρωπαίοι πολίτες, σε όποιο σημείο της ΕΕ και αν βρίσκονται, απολαμβάνουν υψηλά πρότυπα ποιότητας.
Γνωρίζουμε όλοι, εντούτοις, ότι, εκτός από την αμοιβαία αναγνώριση, πρέπει να υπάρχει επίσης ένα ελάχιστο επίπεδο εναρμόνισης Το Συμβούλιο έχει θεσπίσει το κριτήριο για την εναρμόνιση του ουσιαστικού ποινικού δικαίου και η έκθεσή μας προτείνει να υποστηρίξουμε την πρόταση του Συμβουλίου. Το Συμβούλιο ζήτησε από την Επιτροπή να προετοιμαστεί για την εναρμόνιση του καταλόγου εγκλημάτων που προβλέπονται από τη Συνταγματική Συνθήκη με την πρώτη ευκαιρία, ώστε, μέχρι να τεθεί σε ισχύ η Συνταγματική Συνθήκη, να έχουν ολοκληρωθεί οι προπαρασκευαστικές εργασίες και το Συμβούλιο να είναι σε θέση γρήγορα και σε συνεργασία με το Κοινοβούλιο να εγκρίνει τα πρότυπα εναρμόνισης που προβλέπει η νέα Συνθήκη.
Σε ό,τι αφορά τη δικονομία, θεωρούμε ότι πρέπει να είμαστε επιλεκτικοί αλλά και φιλόδοξοι ως προς το πεδίο εφαρμογής της δράσης μας. Ως εκ τούτου, προτείνουμε τέσσερις βασικούς τομείς: πρώτον, την εναρμόνιση των προτύπων που σχετίζονται με τη διαχείριση και αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, ένα θέμα για το οποίο η Επιτροπή ανέφερε ότι εργάζεται ήδη· δεύτερον, εναρμόνιση που θα επιτρέπει την έκτιση των ποινών και θα διασφαλίζει την εκτέλεση τυχόν προληπτικών μέτρων που εφαρμόζονται· τρίτον, τα ελάχιστα δικαιώματα των κρατουμένων σε όλα τα κράτη μέλη· και τέταρτον, την αναγνώριση καθεστώτος υποτροπής για πράξεις οι οποίες έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο μέτρων εναρμόνισης.
Με την παρούσα έκθεση το Κοινοβούλιο καλεί το Συμβούλιο και την Επιτροπή να επιταχύνουν τις εργασίες τους, ώστε όλοι μαζί, συνεργαζόμενοι, να συμβάλουμε σε έναν χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης με υψηλότερη ποιότητα ποινικής δικαιοσύνης στην Ευρώπη.
Brejc, Mihael (PPE-DE).(SL) Σας ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε. Στα πολιτικά έγγραφα της Ομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (Χριστιανοδημοκράτες) και των Ευρωπαίων Δημοκρατών, για παράδειγμα στα έγγραφα από το κογκρέσο και σε άλλα έγγραφα του κόμματος μας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τονίζουμε τη σημασία της ασφάλειας των πολιτών και της ιδιοκτησίας τους· εξάλλου, αυτό υποσχεθήκαμε στο σώμα των εκλεκτόρων μας. Από την άλλη πλευρά, αντιμετωπίζουμε μία αύξηση σε ολοένα και πιο σοβαρές μορφές εγκλημάτων και τρομοκρατικών πράξεων.
Είναι απολύτως σαφές ότι κανένα μεμονωμένο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί πλέον να διασφαλίσει την ασφάλειά του μόνο του. Απαιτείται συνεργασία και κοινή δράση και πρέπει να προσπαθήσουμε να προωθήσουμε όλες αυτές τις ενέργειες που ενισχύουν την ασφάλειά μας. Υπό αυτή την έννοια, η ομάδα μου υποστηρίζει την προτεινόμενη απόφαση του Συμβουλίου για την ανταλλαγή δεδομένων που προκύπτουν από ποινικά μητρώα καθώς και την έκθεση του εισηγητή κ. Di Pietro.
Μας προκαλεί έκπληξη, ωστόσο, το γεγονός ότι η Επιτροπή προτίθεται μόνο να εγκαταστήσει ένα νέο σύστημα ηλεκτρονικών υπολογιστών για την ανταλλαγή δεδομένων κατά την περίοδο 2008-2010. Έχω την αίσθηση ότι η ανταλλαγή δεδομένων είναι περισσότερο πολιτικό παρά τεχνικό ζήτημα, καθώς, αν υπάρξει σοβαρή πολιτική βούληση, τότε η Επιτροπή θα επιταχύνει την κατασκευή ενός επαρκούς συστήματος πληροφορικής, διότι είναι σαφές σε όλους ότι ζούμε στην εποχή της πληροφορίας και ότι η κατασκευή ενός επαρκούς συστήματος πληροφορικής δεν μπορεί να αποτελεί τόσο σύνθετο ζήτημα. Προφανώς, αυτό καθυστερεί από ορισμένα άλλα, πιο σοβαρά ζητήματα, όπως η εμπιστοσύνη ή η ποιότητα των επιμέρους κλάδων εξουσίας. Στο πλαίσιο αυτό, προτείνω στην Επιτροπή να επιταχύνει πραγματικά την κατασκευή του συστήματος πληροφορικής. Σας ευχαριστώ.
Roure (PSE).–(FR) Κύριε Πρόεδρε, κύριε Επίτροπε, κυρίες και κύριοι, αυτό το οποίο κυρίως θέλουν οι ευρωπαίοι πολίτες είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση να τους εγγυάται ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο και να προστατεύει τα δικαιώματά τους. Οφείλουμε λοιπόν να διασφαλίσουμε ότι οι ευρωπαίοι πολίτες απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα, την ίδια ποιότητα απονομής δικαιοσύνης και την ίδια πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε οποιαδήποτε χώρα της Ευρώπης και αν βρίσκονται. Σε αυτό το πλαίσιο, η ενίσχυση της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές και αστικές υποθέσεις είναι ζωτικής σημασίας. Επιπλέον, η ελεύθερη κυκλοφορία στην Ευρώπη δίνει τη δυνατότητα στα εγκληματικά δίκτυα να επωφελούνται από το άνοιγμα των εσωτερικών συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκμεταλλευόμενα ταυτόχρονα την έλλειψη ευρωπαϊκής συνεργασίας στον τομέα της δικαιοσύνης, και έτσι να αποφεύγουν τη σύλληψη. Οφείλουμε λοιπόν, τώρα, να υιοθετήσουμε τους απαραίτητους μηχανισμούς για να απαντήσουμε στις νέες προκλήσεις οι οποίες τώρα προβάλλουν και αφορούν την ευρωπαϊκή δικαστική συνεργασία.
Η ανταλλαγή στοιχείων που προέρχονται από το ποινικό μητρώο παρέχει στους ευρωπαίους δικαστικούς συγκεκριμένους μηχανισμούς που επιτρέπουν την επιτάχυνση των διαδικασιών, ώστε οι εγκληματίες να μην διαφεύγουν ατιμώρητοι. Για παράδειγμα, θα είναι δυνατόν, όπως είπατε, να περατώνονται ταχύτερα οι υποθέσεις παιδεραστίας. Τέτοιοι μηχανισμοί και πρακτικά μέτρα θα πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή, ώστε να βελτιωθεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη των ευρωπαϊκών δικαστικών συστημάτων, κάτι το οποίο αποτελεί απόλυτη αναγκαιότητα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η παρούσα έλλειψη εμπιστοσύνης αποτελεί σοβαρό εμπόδιο στην επίτευξη της αμοιβαίας αναγνώρισης των τρεχουσών πρακτικών και στην επίτευξη επαρκούς βαθμού εναρμόνισης των δικαστικών συστημάτων. Συμφωνώ επίσης με τον συνάδελφό μου António Costa να καλέσουμε την Επιτροπή να διατυπώσει προτάσεις βασισμένες στις αρχές της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων και της ελάχιστης εναρμόνισης.
Τέλος, επωφελούμαι της ευκαιρίας, κύριε Επίτροπε, για να εκφράσω τη χαρά μου για την πρόταση επέκτασης της δικαστικής συνεργασίας σε ορισμένα θέματα οικογενειακού δικαίου, η οποία προβλέπεται στο νομοθετικό πρόγραμμα του 2005. Ελπίζω πάρα πολύ ότι θα εξακολουθήσουμε να εργαζόμαστε προς την κατεύθυνση αυτή.
ΠΡΟΕΔΡΙΑ του κ. FRIEDRICH Αντιπροέδρου
Duquesne (ALDE).–(FR) Κύριε Πρόεδρε, κύριε Επίτροπε, κυρίες και κύριοι, θέλω καταρχάς να συγχαρώ τον εισηγητή, κ. Costa, για την έκθεσή του και για τα εξαιρετικά συμπεράσματα που παρουσίασε, τα οποία εξάλλου εγκρίθηκαν σχεδόν ομόφωνα από την Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων.
Κατά τη γνώμη μου, η έκθεση αυτή αποτελεί ένα ισχυρό μήνυμα του Κοινοβουλίου με αποδέκτες την Επιτροπή και το Συμβούλιο. Μαρτυρεί τη βούλησή μας να διασφαλίσουμε μια καλύτερη ποιότητα απονομής της δικαιοσύνης σε όλους τους ευρωπαίους πολίτες, θα έλεγα ακόμη και σε όλους εκείνους οι οποίοι βρίσκονται στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και αυτό χάρη κυρίως στον Χάρτη Ποιότητας της ποινικής Δικαιοσύνης στην Ευρώπη και στο σύστημα αξιολόγησης που προτείνεται. Η αμοιβαία αναγνώριση των ποινικών αποφάσεων που εκδίδονται στα διάφορα κράτη μέλη προϋποθέτει ότι όλα τα κράτη μέλη εμπιστεύονται το δικαστικό σύστημα των άλλων κρατών μελών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θα πρέπει να καθορίσουμε κοινά και καλύτερα εναρμονισμένα βασικά πρότυπα, ενώ θα διατηρείται η δικαιολογημένη ποικιλομορφία, όπως επανέλαβε ο κ. Costa.
Ωστόσο, αυτό είναι κάτι περισσότερο από μια απλή διαδικασία. Η διασφάλιση και ο έλεγχος ότι οι δικαστές διαθέτουν καλή κατάρτιση, ευρύτητα πνεύματος, ψυχραιμία, εγρήγορση, αποτελεσματικότητα, ευσυνειδησία και ικανότητα να διαχειρίζονται με τον βέλτιστο τρόπο τα υφιστάμενα μέσα δεν έρχονται προφανώς σε αντίθεση με την απαραίτητη ανεξαρτησία την οποία οφείλουν να διαθέτουν. Χρειάζεται να βελτιωθεί η διαφάνεια του δικαστικού συστήματος και να βελτιωθεί η αντίληψη που έχουν οι πολίτες για τις μεθόδους εργασίας των δικαστών, οι οποίοι αντιμετωπίζουν ενίοτε έλλειψη αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης.
Τέλος, θεωρώ ότι είναι ουσιώδες για εμάς να διασφαλίσουμε την παρακολούθηση υλοποίησης των συστάσεών μας. Χρειαζόμαστε πράξεις και όχι μόνον προθέσεις, κύριε Επίτροπε. Για τον λόγο αυτό, είναι σημαντικό να συσταθεί μια επιτροπή παρακολούθησης, αποτελούμενη από ειδικούς, δικαστικούς, χρήστες του δικαστικού συστήματος και αντιπροσώπους των εθνικών κοινοβουλίων, η οποία θα έχει ως έργο την εκτίμηση και την αξιολόγηση του τρόπου με τον οποίο εφαρμόζονται οι συστάσεις μας. Αν καταφέρουμε να υλοποιήσουμε αυτές τις συστάσεις, θα έχουμε πραγματικά επιτύχει να καταστήσουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση κράτος δικαίου. Αυτά είναι ζητήματα τα οποία είναι θεμελιώδη για τη λειτουργία των δημοκρατιών μας, τον σεβασμό του δικαίου και τον σεβασμό των δικαιωμάτων των πολιτών.
Όσον αφορά την εξαιρετική έκθεση του κ. Di Pietro, συμμερίζομαι απολύτως την ανάλυση και τις προτάσεις τις οποίες περιέχει, όμως θέλω να επιμείνω στο γεγονός ότι η προτεινόμενη πρόταση είναι μικρής εμβέλειας, περιορίζεται στο σημερινό νομικό πλαίσιο, το οποίο υφίσταται από το 1959, και δεν απαντά κατά συνέπεια στις ανάγκες πληροφόρησης όσον αφορά το ποινικό μητρώο. Πιστεύω ότι υπήρξε επιθυμία να ανταποκριθούμε στη συγκίνηση την οποία προκάλεσε η υπόθεση Fourniret. Θα αναμένουμε με ανυπομονησία, όπως το ανακοίνωσε ο Επίτροπος Frattini, συνολικότερες προτάσεις, απαραίτητες για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, της σοβαρής εγκληματικότητας και της εγκληματικότητας γενικότερα με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Το μικρό βήμα που πετύχαμε δεν μας απαλλάσσει από το να προχωρήσουμε ταχύτερα.
Buitenweg (Verts/ALE).–(NL) Κύριε Πρόεδρε, απόψε συζητάμε άλλη μία φορά για τη μαγική λέξη «αμοιβαία αναγνώριση» ως τον ακρογωνιαίο λίθο της ευρωπαϊκής δικαστικής συνεργασίας. Ασφαλώς, προϋποτίθεται ότι τα κράτη μέλη θα συνεργαστούν αποτελεσματικά, ότι μπορούν να δουν πέρα από τα δικά τους σύνορα και ότι γνωρίζουν τις διαδικασίες που ακολουθούνται αλλού, ότι έχουν συμφωνήσει επίσης σε διάφορα βασικά πρότυπα, για παράδειγμα σε ό,τι αφορά το ποινικό δικονομικό δίκαιο και, πάνω απ’ όλα, ότι ενισχύουν την εμπιστοσύνη μεταξύ τους και τους λόγους για τους οποίους μπορούν πράγματι να εμπιστεύονται το ένα το άλλο. Η πρόταση του κ. Costa είναι ιδιαίτερα σημαντική για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης στην αποτελεσματικότητα και τη χρηστή διαχείριση της δικαιοσύνης, ενώ η κύρια ώθηση της έκθεσης του κ. Di Pietro είναι η βελτίωση της συνεργασίας όσον αφορά την πληροφόρηση. Ο ομάδα μου υποστηρίζει ολόψυχα και τις δύο εκθέσεις και θα ήθελα να σας ευχαριστήσω θερμά για όλη την προσπάθεια που καταβάλατε στις εκθέσεις και για την ευχάριστη συνεργασία, αλλά απαιτούνται πολύ περισσότερα από αυτά τα μικρά βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση. Υπάρχει ένα πλήθος νέων προτάσεων υπό εκπόνηση και όλες αποτελούν μικρά βήματα μπροστά, στα χαρτιά τουλάχιστον, διότι από την εμπειρία μου ξέρω ότι τα κράτη μέλη πολύ συχνά επιβραδύνουν τις διαδικασίες. Για τα κράτη μέλη, η ιδέα της αμοιβαίας αναγνώρισης φαίνεται απλώς ως ένας τρόπος για να μην χρειάζεται να αλλάξουν τίποτα σε εθνικό επίπεδο. Όλοι έχουμε μια τάση να ενδιαφερόμαστε μόνο για τη χώρα μας και οι άλλοι πρέπει να σέβονται τις αποφάσεις που λαμβάνονται για αυτή. Μπορώ να σας πω ότι η ομάδα μου δεν φοβάται να κοιτάξει πιο πέρα, αν και είμαστε λίγο διστακτικοί μπροστά σε αυτό το τεράστιο πλήθος νέων κανόνων, διότι αυτές οι ποσότητες συχνά επηρεάζουν τη διαφάνεια, τις άμυνες των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν συνέχεια αλλαγές καθώς και τη σαφή εικόνα για το τι κάνουμε εδώ. Μπορώ να πω ότι η ομάδα μου είναι υπέρ μίας ευρωπαϊκής εισαγγελίας· είμαστε υπέρ ενός ευρωπαϊκού ποινικού κώδικα, υπέρ των πανευρωπαϊκών δικαιωμάτων για υπόπτους και θύματα, υπέρ της ανταλλαγής πληροφοριών και, πάνω απ’ όλα, υπέρ μιας μεγάλης επένδυσης στην εις βάθος εκπαίδευση όλων των αστυνομικών και δικαστικών υπαλλήλων για την ευρωπαϊκή συνεργασία. Το γεγονός είναι ότι, τελικά, αυτά θα εφαρμοστούν στους εργαζόμενους του τομέα και όχι εδώ. Ελπίζω να μπορέσουμε όλοι να ενώσουμε τις δυνάμεις μας σε μια μεγάλη προσπάθεια, συνοδευόμενη από μια οικονομική ένεση, προκειμένου να διασφαλίσουμε ότι όλοι είναι σωστά ενημερωμένοι για το θέμα αυτό.
Krarup (GUE/NGL).–(DA) Κύριε Πρόεδρε, και οι δύο εκθέσεις αποτελούν έκφραση της γνωστής φιλοδοξίας να επεκταθεί η εξουσία των θεσμικών οργάνων της ΕΕ εις βάρος τόσο των κρατών μελών όσο και, κατά συνέπεια, της δημοκρατίας, τελικά.
Για την έκθεση του κ. Di Pietro, το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι αφορά ένα θέμα που ανήκει στο πεδίο αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου της Ευρώπης και όχι της ΕΕ.
Η έκθεση του κ. Costa βρίθει ιδεαλισμού, αλλά τα ιδανικά και οι καλές προθέσεις πάσχουν από το ατυχές ελάττωμα της έλλειψης ρεαλιστικής βάσης. Θα ήθελα καταρχάς να επισημάνω το γεγονός ότι, σε πολλά κράτη μέλη, η ποινική διαδικασία και τα σωφρονιστικά συστήματα περιλαμβάνουν πολυάριθμες σοβαρές παραβιάσεις των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεν πρέπει η πραγματικότητα να καλλιεργείται πέρα και πάνω από κενά ιδανικά; Η μοναδική φιλοδοξία της έκθεσης είναι να καλλιεργήσει αμοιβαία εμπιστοσύνη στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των νομικών αποφάσεων των υπόλοιπων κρατών μελών. Ναι, αλλά αν ο πολωνός, ο έλληνας ή ο ιταλός δικαστής, δημόσιος κατήγορος ή σωφρονιστική αρχή δεν αξίζει την εμπιστοσύνη; Αυτό που έχει σημασία είναι σίγουρα αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα. Ο δεύτερος στόχος της έκθεσης είναι να υποχρεώσει τα κράτη μέλη να τιμωρούν συγκεκριμένες ενέργειες, σύμφωνα με το άρθρο 271 του Συντάγματος. Αν η πραγματικότητα έπαιζε κάποιον ρόλο και αν ερωτούνταν εγκληματολόγοι, θα είχε ληφθεί μια σαφής απάντηση. Αυτό που έχουμε εδώ είναι, στη χειρότερη περίπτωση, βαρβαρισμός και, στην καλύτερη, αυθαιρεσία.
Borghezio (IND/DEM).–(IT) Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, συζητάμε για την ποιότητα της δικαιοσύνης και εξετάζουμε την έκθεση, η οποία φαίνεται να έχει ως στόχο την επίσπευση των διατάξεων της Συνθήκης και, προπαντός, του άρθρου III-271 σχετικά με την αξιολόγηση των ιδιαίτερα σοβαρών ποινικών αδικημάτων, όπως αυτά που σχετίζονται με την τρομοκρατία.
Δικαίως λοιπόν μπορούμε να αναρωτηθούμε μήπως είναι υπερβολικά αισιόδοξη αυτή η άποψη σχετικά με την ποιότητα της δικαιοσύνης και την αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων. Πράγματι, όσον αφορά το συγκεκριμένο λεπτό ζήτημα της τρομοκρατίας, συμβαίνουν πολύ σοβαρά γεγονότα όπως, για παράδειγμα, η απόφαση αριθ. 2849104 της ανακρίτριας του Μιλάνου, κ. Forleo, για το θέμα της τρομοκρατίας. Η απόφαση που αφορά τις δραστηριότητες ορισμένων κατηγορουμένων για τρομοκρατία (τα ονόματα των οποίων είχαν καταχωρηθεί στον κατάλογο τόσο από τα Ηνωμένα Έθνη όσο και από την Ευρωπαϊκή Ένωση), εφαρμόζει μια περίεργη διάκριση μεταξύ τρομοκρατών και ανταρτών, την οποία επινόησε η ίδια η δικαστής. Η εν λόγω δικαστής γράφει επί λέξει ότι «η βίαιη δράση ή το αντάρτικο, ακόμη και αν προέρχονται από ένοπλες δυνάμεις εκτός του τακτικού στρατού, δεν μπορούν να διώκονται ούτε σε επίπεδο διεθνούς δικαίου, εάν δεν παραβιάζεται το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο».
Πρόκειται για μια αποδυνάμωση των κοινοτικών κανόνων για την τρομοκρατία. Πρόκειται για την καταπάτηση της πολιτικής δέσμευσης για καταπολέμηση της τρομοκρατίας, που υιοθέτησε η Ευρώπη ενώπιον και αυτού του Σώματος. Είναι κάτι πολύ σοβαρό και είμαι υποχρεωμένος να το καταγγείλω.
Libicki (UEN).(PL) Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε. Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, κατά τη διεξαγωγή συζητήσεων σχετικά με την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση στα νέα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης και της χώρας μου, της Πολωνίας, τα βασικά επιχειρήματα που θέσαμε δεν αφορούσαν μόνο την οικονομική ανάπτυξη και την εθνική ασφάλεια αλλά και την προσωπική ασφάλεια. Το θέμα αυτό είναι ακόμη σημαντικότερο, δεδομένου ότι το έγκλημα εντείνεται σε όλη την Ευρώπη, δυστυχώς και στα νέα κράτη μέλη, και πρέπει να ληφθούν ριζικά μέτρα για να κατασταλεί η συνεχής αύξηση. Έχουν εμφανιστεί πολλά νέα είδη εγκλήματος, για παράδειγμα το συχνά αναφερόμενο πρόβλημα του διαδικτυακού εγκλήματος, και όλες αυτές οι εξελίξεις σημαίνουν ότι απαιτούνται νέοι κανονισμοί. Σημαίνουν επίσης ότι υπάρχει ανάγκη για εναρμόνιση και, για τον λόγο αυτό, χαιρετίζουμε τόσο την έκθεση του κ. Di Pietro για την ανταλλαγή πληροφοριών από τα ποινικά μητρώα όσο και την έκθεση του κ. Costa για την ποιότητα της ποινικής δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δεν πρέπει να λησμονηθεί, ωστόσο, ότι η εναρμόνιση του ποινικού δικαίου, ή οποιουδήποτε άλλου είδους δικαίου, δεν πρέπει να σημαίνει απλώς ότι όλοι φτάνουν στο ίδιο επίπεδο ή ότι οι διαφορές εξαλείφονται εις βάρος των εθνικών παραδόσεων, εθίμων και αναγκών. Οι τελευταίες αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία θεσπίστηκε η εθνική νομοθεσία και, αν η εναρμόνιση λάβει χώρα με πολύ μηχανικό τρόπο, οι τοπικές παραδόσεις ενδέχεται να δεχθούν πλήγμα. Το σημαντικότερο είναι ότι οι χώρες δεν πρέπει να υποχρεωθούν να ευθυγραμμίσουν τη νομοθεσία τους με νόμους και ήθη άλλων χωρών, όπου οι εγκληματίες αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερη προσοχή, όπου σταδιακά μετατρέπονται σε θύματα ενώ τα θύματα λησμονούνται και όπου οι εγκληματίες μπορούν να έχουν μεγαλύτερη προστασία από ό,τι τα θύματα.
Αυτό σχετίζεται ειδικά με το θέμα του κατά πόσο οι κρατούμενοι πρέπει να έχουν το δικαίωμα να εξετάζονται από ψυχίατρο, ο οποίος θα αναλάβει το έργο της άμεσης αξιολόγησης της συμπεριφοράς του κρατουμένου και, ενδεχομένως, θα τον απαλλάξει από την ενοχή του. Μπορεί αυτό να είναι σωστό να γίνεται σε μεταγενέστερο στάδιο της δικαστικής διαδικασίας, αλλά δεν χρειάζεται να συμβαίνει από την αρχή. Δεν πρέπει να καταλήξουμε σε μια κατάσταση όπου οι εγκληματίες απολαμβάνουν περισσότερα δικαιώματα από τα θύματα, αν και αυτό είναι κάτι που δυστυχώς αρχίζει να παρατηρείται όλο και περισσότερο στη σύγχρονη νομοθεσία και δικαστική πρακτική. Είναι απαράδεκτο να αντιμετωπίζεται το θύμα ως ήδη αμετάκλητο θύμα, ενώ ταυτόχρονα ο εγκληματίας να θεωρείται ένα είδος νέου θύματος που πρέπει να διασωθεί, διότι αυτό είναι απλώς αναληθές. Ο εγκληματίας πρέπει να παραμένει πάντα εγκληματίας και το θύμα πρέπει να παραμένει θύμα.
Η ανταλλαγή πληροφοριών από το ποινικό μητρώο είναι ένα ακόμη θέμα που χρήζει εξέτασης. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η χρονική διάρκεια, μετά το πέρας της οποίας οι ποινικές καταδίκες θεωρούνται ότι έχουν εκτιθεί, διαφέρει στα διάφορα κράτη μέλη και πρέπει να ληφθούν μέτρα, ώστε να αποφευχθούν καταστάσεις όπου κάποιος θεωρείται ότι φέρει ποινική καταδίκη σε ένα κράτος μέλος, ενώ αυτό δεν ισχύει πλέον σε άλλο κράτος μέλος.
Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε. Έχω ολοκληρώσει, δεν χρειάζεται λοιπόν να χρησιμοποιήσετε το σφυρί σας.
Claeys (NI).–(NL) Κύριε Πρόεδρε, στην αιτιολογική έκθεση της πρότασής της, η Επιτροπή αναφέρει ότι οι πρόσφατες τραγικές υποθέσεις παιδοφιλίας έφεραν στο φως σημαντικές δυσλειτουργίες στην ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με καταδίκες. Ο Επίτροπος Frattini ανέφερε την υπόθεση Fourniret πριν από ένα λεπτό. Ένας γάλλος παιδόφιλος, ο οποίος καταδικάστηκε στη χώρα του, κατάφερε να επιδίδεται ανενόχλητος στις δραστηριότητές του στο Βέλγιο, διότι οι γαλλικές αρχές δεν θεώρησαν απαραίτητο να παράσχουν στις σχετικές αρχές πληροφορίες για τη δράση του. Η πρόταση που συζητείται τώρα άργησε πολύ να έρθει. Εξάλλου, αποτελεί συμπλήρωμα της Σύμβασης αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, η οποία χρονολογείται από το 1959. Επιπροσθέτως, η πρόταση είναι ανεπαρκής και δεν παρέχει απάντηση σε έναν μεγάλο αριθμό προβλημάτων. Τα κράτη μέλη πρέπει να ενημερώνουν τα ποινικά μητρώα τους και να τα καθιστούν διαθέσιμα πιο γρήγορα. Πρέπει, επίσης, να παρέχουν τις πληροφορίες που ζητούν άλλα κράτη μέλη πιο άμεσα και να χρησιμοποιούν τυποποιημένα έντυπα για τον σκοπό αυτό. Πρόκειται για μικρά βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά όλα αυτά γίνονται, ασφαλώς, εν αναμονή της καθιέρωσης ενός εκτεταμένου, αυτοματοποιημένου συστήματος ανταλλαγής δεδομένων. Η Επιτροπή πρέπει να το ξεκινήσει με την πρώτη ευκαιρία, ειδικά από τη στιγμή που ισχυρίζεται ότι το σύστημα δεν θα είναι έτοιμο για ακόμη μερικά χρόνια – γεγονός που αποτελεί από μόνο του κακό οιωνό. Υπάρχει, βέβαια, ένας τεράστιος αριθμός νομικών επιπτώσεων και αυτές πρέπει να συζητηθούν εκτενώς. Από τη στιγμή που το Κοινοβούλιο ψηφίσει την παρούσα έκθεση, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να δημιουργήσουμε την εντύπωση ότι τα προβλήματα που σχετίζονται με την ανταλλαγή πληροφοριών έχουν επιλυθεί. Η Επιτροπή χρησιμοποίησε ένα εύστοχο παράδειγμα που υποδεικνύει ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να ενημερώνουν το κράτος όπου ζουν οι κατάδικοι, εφόσον δεν πρόκειται για το κράτος της εθνικότητάς τους. Με άλλα λόγια, αυτά τα μέτρα θα επιτρέψουν στον Fourniret, τον οποίο ήδη ανέφερα, να διαφύγει άλλη μία φορά.
Kudrycka (PPE-DE).(PL) Κύριε Πρόεδρε, τόσο το πρόγραμμα του Τάμπερε όσο και μετέπειτα το πρόγραμμα της Χάγης προσδιόρισαν την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις ως έναν από τους στόχους της ΕΕ στον τομέα του ποινικού δικαίου. Η αποτελεσματική δικαστική συνεργασία που βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη είναι απαραίτητη για την επίτευξη αυτού του στόχου, καθώς η έλλειψη αυτής της συνεργασίας σημαίνει ότι οι εγκληματίες μπορούν να κρύβονται σε άλλες χώρες για να αποφεύγουν την ευθύνη για τα εγκλήματά τους. Αυτό με τη σειρά του προκαλεί αύξηση του αισθήματος της ατιμωρησίας, που οδηγεί σε αυξημένα επίπεδα εγκληματικότητας στην Ευρώπη. Για τον λόγο αυτό, η πολιτική ομάδα μου χαιρετίζει την έκθεση Costa, η οποία περιλαμβάνει συστάσεις προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή που αφορούν την καθιέρωση ενός χάρτη ποιότητας για την ποινική δικαιοσύνη, καθώς τα θεμελιώδη δικαιώματα που παρέχονται σε κατηγορούμενους, θύματα και δικηγόρους από τον προτεινόμενο χάρτη μπορούν ταυτόχρονα να χρησιμοποιηθούν ως κριτήρια για την αμοιβαία αξιολόγηση της ποιότητας της δικαιοσύνης. Μολονότι η ειδική νομική βάση για αυτή την αξιολόγηση δεν θα παρασχεθεί έως ότου τεθεί σε ισχύ η Συνταγματική Συνθήκη, πιστεύω ότι μια γενική νομική βάση μπορεί ήδη να βρεθεί στη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Κατά την άποψή μου, θα ήταν συνεπώς καλή ιδέα να συμμορφωθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τις συστάσεις της έκθεσης, αρχίζοντας να δημιουργεί τα κριτήρια και τις μεθόδους που θα χρησιμοποιηθούν για τη διεξαγωγή αυτών των αξιολογήσεων. Το έργο αυτό θα περιπλακεί κάπως από το γεγονός ότι πρέπει να γίνει πρόβλεψη για τα διαφορετικά νομικά συστήματα, τα οποία ισχύουν στα διάφορα κράτη μέλη και βασίζονται σε διαφορετικές νομικές παραδόσεις και πολιτισμούς, καθώς και για τα διαφορετικά δικαστικά συστήματα. Οι μέθοδοι για τη διεξαγωγή των αξιολογήσεων πρέπει να διασφαλίζουν την επίτευξη αξιόπιστων συμπερασμάτων βάσει αξιόπιστων αναλύσεων. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αμοιβαίες αξιολογήσεις της δικαιοσύνης πρέπει να υποστηρίζονται και από άλλα μέτρα, όπως αυτά που διασφαλίζουν ότι η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας από πολιτική επιρροή δεν γίνεται απλώς σεβαστή, αλλά και ενισχύεται. Σας ευχαριστώ.
Λαμπρινίδης (PSE).– Κύριε Πρόεδρε, η ποινική δικαιοσύνη στην Ευρώπη πρέπει να είναι ανεξάρτητη αλλά όχι ανεξέλεγκτη, independent but not beyond evaluation and beyond examination. Ο Ευρωπαίος πολίτης πρέπει να έχει εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη αυτή, πρέπει να έχει εμπιστοσύνη ότι τα θεμελιώδη του δικαιώματα θα τηρούνται, πρέπει να έχει εμπιστοσύνη ότι η διαφάνεια και η ποιότητα σε οποιοδήποτε δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα είναι παρούσα.
Εμείς, πολύ πρόσφατα στην Ελλάδα, είχαμε μια πολύ κακή εμπειρία: Την αποκάλυψη σκανδάλων και χρηματισμού στη δικαιοσύνη. Είναι αποκάλυψη η οποία έχει κλονίσει έντονα την εμπιστοσύνη των Ελλήνων πολιτών στο σύστημα της δικαιοσύνης τους. Και ενώ αυτοκαθαρίζεται η ελληνική δικαιοσύνη σήμερα, αυτό δεν είναι αρκετό. Άλλωστε, όπως ξέρουν κι άλλες χώρες της Ευρώπης που έχουν αντιμετωπίσει αντίστοιχα φαινόμενα διαφθοράς στη δικαιοσύνη τους, είναι πάρα πολύ δύσκολο. Καλούμαστε λοιπόν να φέρουμε την Ευρώπη να στηρίξει. Να στηρίξει πώς; Με μια αξιολόγηση των ειδικών διαδικασιών και με βέλτιστες πρακτικές. Πού είναι το πρόβλημα εκεί; Οποιοσδήποτε αμφισβητεί αυτή τη σημασία της αξιολόγησης, το κάνει εκ του πονηρού. Ακόμα αν κάποιο κράτος μέλος πιστεύει ότι είναι τόσο εξαιρετική η ποινική του δικαιοσύνη που δεν έχει να μάθει τίποτα από τους άλλους, ας βοηθήσει τουλάχιστον να μάθουν οι άλλοι απ’ αυτό. Και εφόσον οι δικαστές οι ίδιοι εμπλέκονται στον χάρτη ποιότητας, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα για την ανεξαρτησία τους με αυτήν τη πρόταση.
Drčar Murko (ALDE).(SL) Σας ευχαριστώ. Λαμβάνοντας υπόψη το εκτεταμένο εύροςτων προβλέψεων της Συνταγματικής Συνθήκης για την Ευρώπη σχετικά με τη σύγκλιση των εθνικών νομοθεσιών στον τομέα του ουσιαστικού ποινικού δικαίου και της δικονομίας, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το σχέδιο για έναν τομέα ενιαίας ποινικής νομοθεσίας παίρνει ολοένα και πιο ξεκάθαρη μορφή. Η αναφορά του στη Συνταγματική Συνθήκη είναι αποτέλεσμα της νομοθετικής εξέλιξης από το 1990 και όχι η αρχή του, και εδράζεται κυρίως στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορετικές συνταγματικές αποφάσεις και παραδόσεις σχετικά με την ποινική νομοθεσία, η εμπιστοσύνη πρέπει να βασιστεί σε συγκεκριμένα, συγκρίσιμα, ελάχιστα κριτήρια.
Υποστηρίζουμε τον προσανατολισμό αυτό, αλλά οι βουλευτές έχουν επίσης καθήκον να παρακολουθούν στενά τις μεθόδους ενοποίησης νομοθεσιών, ιδίως αναφορικά με την άμεση ανάγκη ενίσχυσης της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εάν δεν δείξουμε προσοχή στην ισορροπία μεταξύ αυτών των δύο στοιχείων, η ποινική νομοθεσία θα ενοποιηθεί αποτελεσματικά, αλλά δεν θα νομιμοποιηθεί απαραιτήτως δημοκρατικά. Η ποινική νομοθεσία αποτελεί επίσης μία ταυτότητα για την ποιότητα της δημοκρατίας. Σας ευχαριστώ.
Allister (NI).–(EN) Κύριε Πρόεδρε, δεν έχω καμία αντίρρηση σχετικά με την ευαίσθητη ανταλλαγή πληροφοριών όσον αφορά τις ποινικές καταδίκες μεταξύ κρατών μελών, αλλά μόνο οι πολιτικά τυφλοί δεν θα κατάφερναν να αναγνωρίσουν τις προτάσεις της έκθεσης Costa ως μέρος της διαδικασίας εναρμόνισης που βρίσκεται σε εξέλιξη στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης σε ολόκληρη την Ευρώπη. Αυτή, βεβαίως, είναι σε αναμονή του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, στο πλαίσιο του οποίου αυτή η εναρμόνιση έχει να διαδραματίσει ζωτικό ρόλο.
Εγώ, καταρχάς, είμαι αντίθετος σε ένα σύστημα ποινικής δικαιοσύνης που βασίζεται στο πρότυπο της ηπειρωτικής Ευρώπης, με την εγγενή του επίθεση στα θεμέλια του ξεχωριστού και ιστορικού συστήματός μας του βρετανικού εθιμικού δικαίου, που περιλαμβάνουν τη δίκη με συμμετοχή ενόρκων, το habeas corpus και τον διαχωρισμό της δικαστικής από την ανακριτική διαδικασία.
Αυτή η έκθεση Costa, παρά τη φαινομενικά πειστική φλυαρία της, αποτελεί μέρος αυτής της διαδικασίας εναρμόνισης που στοχεύει στη δημιουργία ενός ενιαίου συστήματος ποινικής δικαιοσύνης. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα του βρετανικού έθνους και, συνεπώς, θα καταψηφίσω αυτή την έκθεση.
Wieland (PPE-DE).–(DE) Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, η Επιτροπή, το Συμβούλιο ή το Κοινοβούλιο –ή δύο από αυτά τα όργανα, ή και τα τρία μαζί– συμβαίνει να βρίσκονται κάποιες φορές πάρα πολλά βήματα μπροστά από το κοινό ή μία συγκεκριμένη ομάδα· σε τέτοιου είδους περιπτώσεις, ενεργούμε με μεγάλη βιασύνη και υπερβολική φιλοδοξία και, ως εκ τούτου, αναγκαζόμαστε να επωμιστούμε το βάρος. Το θέμα που συζητάμε απόψε είναι ένα για το οποίο φέρουμε όλοι ευθύνη, γιατί αυτό που έχει σημασία είναι τα αποτελέσματα που επιτυγχάνουμε – ή μάλλον αυτά που δεν επιτυγχάνουμε. Επίτροπε, δεν είναι μόνο ότι αγωνιζόμαστε να αντιμετωπίσουμε την πραγματική φύση της εγκληματικότητας σήμερα, δεδομένου ότι εδώ και πολλά χρόνια το οργανωμένο έγκλημα δεν αποτελεί το μοναδικό είδος εγκληματικότητας με διασυνοριακή διάσταση, αλλά αγωνιζόμαστε ακόμη να αντιμετωπίσουμε την εγκληματικότητα σε ατομικό επίπεδο.
Και στις δύο περιπτώσεις προσπαθούμε ακόμη να δώσουμε στο κοινό αυτό που θέλει. Το κοινό έχει το δικαίωμα, και πράγματι την πολιτική βούληση, να διαβεβαιώσει ότι το έγκλημα του εικοστού πρώτου αιώνα δεν αντιμετωπίζεται με μεθόδους του δεκάτου ένατου αιώνα. Δυστυχώς, δημιουργείται η εντύπωση καμία φορά ότι οι πληροφορίες ζητούνται και παρέχονται λακωνικά και, ως εκ τούτου, χρειάζεται να ρέουν καλύτερα. Παρά τις πολυάριθμες ανησυχίες που έχουν εκφραστεί, αυτό δεν θα επιφέρει καμία μείωση στο επίπεδο προστασίας των δεδομένων. Εξάλλου, οι πληροφορίες που σχετίζονται με συγκεκριμένους τύπους εξειδικευμένων εγκλημάτων, τα οποία διαπράττονται στο Kehl, είναι τόσο σημαντικές στο Offenburg όσο και στο Στρασβούργο. Προτεραιότητά μας στην ανταλλαγή τέτοιου είδους πληροφοριών είναι το δικαίωμα του κοινού στην προστασία και όχι το δικαίωμα του εγκληματία στην ιδιωτική ζωή.
Ούτε θίγεται εδώ το θέμα της εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών· έχει να κάνει απλώς με το εάν το κοινό εμπιστεύεται την Ευρώπη και τον βαθμό στον οποίο μας εμπιστεύεται αναφορικά με τον ορθό χειρισμό του εν λόγω ζητήματος. Εάν μπορούμε να καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα από όλα αυτά, αυτό είναι ότι εμείς πράγματι ρωτάμε –όπως έχει ήδη κάνει μία μεγάλη γερμανική εφημερίδα– εάν το κοινό επιθυμεί έναν ενιαίο ποινικό κώδικα και η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι «ναι».
Το συμπέρασμα στο οποίο πρέπει να καταλήξουμε από την εν λόγω έκθεση είναι ότι όλοι πρέπει να δηλώσουν ξεκάθαρα εάν επιθυμούν πραγματικές βελτιώσεις ή όχι, καθώς και ότι σε οποιαδήποτε περίπτωση τα προβλήματα λογισμικού δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως προπέτασμα καπνού.
Fava (PSE).–(IT) Κύριε Πρόεδρε, κύριε Frattini, κυρίες και κύριοι, δεν θα ήθελα να προσθέσω τίποτα στις εκθέσεις των συναδέλφων Di Pietro και Costa, με τις οποίες συμφωνώ απόλυτα. Επιτρέψτε μου, ωστόσο, να αναφερθώ σε μία αντίφαση που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε σήμερα.
Είναι σε όλους γνωστό ότι μόνο η ενίσχυση της δικαστικής συνεργασίας είναι σε θέση να συμβάλει σημαντικά στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος και, κατά συνέπεια, είναι αναγκαία η αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων, η ανταλλαγή πληροφοριών και η εναρμόνιση των διαδικαστικών εγγυήσεων. Γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι πολλά κράτη μέλη επιχειρούν να παρεμποδίσουν με κάθε τρόπο αυτή τη δικαστική συνεργασία. Συνεπώς, κατά την άποψή μας, μεταξύ των καθηκόντων σας στις διαβουλεύσεις με το Συμβούλιο είναι να εξασφαλίσετε την πραγματική υποστήριξη όλων των ευρωπαϊκών οργάνων σε αυτό τον στόχο.
Χρειάζεται μεγαλύτερη αποφασιστικότητα που θα μας επιτρέψει να υλοποιήσουμε όσα προβλέπει και ορίζει το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, το οποίο δεν θα θέλαμε να μείνει κενό γράμμα. Στο όνομα, λοιπόν, του συντονισμού και της δικαστικής συνεργασίας ζητούμε, κύριε Frattini, τη μετριοπαθή αλλά αποφασιστική σας παρέμβαση προς την ιταλική κυβέρνηση, καθώς στο παρελθόν διατελέσατε μάλιστα υπουργός αυτής της κυβέρνησης. Η Ιταλία είναι η μόνη χώρα που δεν επικύρωσε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Θα συμφωνήσετε πως αυτό που μέχρι χτες μπορούσε να φανεί απλώς σοβαρό, σήμερα είναι απολύτως παράδοξο.
Ek (ALDE).(SV) Kύριε Πρόεδρε, αυτή η συζήτηση αφορά την πίστη και την εμπιστοσύνη. Σε κάθε κράτος μέλος, σε κάθε φυλακή και σε κάθε κρατητήριο, υπάρχουν, παρόλα αυτά, άνθρωποι που πιστεύουν ότι δικάστηκαν με άδικο τρόπο εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν γνώριζαν τη γλώσσα, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία δεν αξιολογήθηκαν ορθά ή ότι δέχθηκαν βίαιη συμπεριφορά από την αστυνομία ή κατά τη διάρκεια της αστυνομικής κράτησής τους. Αυτό συμβαίνει παρά τους κανονισμούς που περιλαμβάνονται στα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τις Θεμελιώδεις Ελευθερίες και, πάνω από όλα, τους κανονισμούς που αποτελούν μέρος του κοινοτικού δικαίου εντός της ΕΕ.
Εάν πρόκειται οι άνθρωποι να τολμήσουν να κάνουν χρήση των τεσσάρων ελευθεριών τους, πρέπει επίσης να έχουμε κανονισμούς που θα διέπουν την ασφάλεια όχι μόνο των αγαθών και των κεφαλαίων αλλά επίσης αυτή των ανθρώπων. Προκειμένου να μπορούν οι άνθρωποι να ασκήσουν τα δικαιώματά τους, οι ισχύοντες κανονισμοί απαιτούν την εξάντλησητων εθνικών νομικών μέσων. Ένα δικαστήριο μπορεί να ζητήσει μία συμβουλευτική γνώμη κατά τη διεξαγωγή δίκης, αλλά ένα φυσικό πρόσωπο δεν μπορεί. Πρέπει, συνεπώς, να προσφέρουμε τη δυνατότητα στα άτομα να μπορούν να ζητήσουν προσωπικές έρευνεςή ειδικούς αντιπροσώπους, ώστε να έχουν τα ίδια δικαιώματα με τα δικαστήρια. Τότε μόνο θα μπορέσουμε να μιλήσουμε για πίστη και εμπιστοσύνη.
Coelho (PPE-DE). – (PT) Κύριε Πρόεδρε, κύριε Frattini, κυρίες και κύριοι, υπάρχουν πράγματα που πρέπει να κάνουμε από κοινού εάν σκοπεύουμε να βελτιώσουμε τα επίπεδατης ποιότητας και της αποτελεσματικότητας της δικαιοσύνης. Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι ο ακρογωνιαίος λίθος των ευρωπαϊκών θεμάτων μας είναι η ανεξαρτησία του δικαστικού συστήματος και η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών, τόσο σε ουσιαστικό όσο και διαδικαστικό επίπεδο. Σε περίπτωση αμφιβολιών –και χαίρομαι που το επαναλαμβάνω αυτό– θα ήθελα να επαινέσω τον κ. Costa για την εξαίρετη έκθεσή του, η οποία αναφέρει ότι πρέπει να διασφαλίζεταιτο δικαίωμα των ευρωπαίων πολιτών στη δικαιοσύνη, με το οποίο εξασφαλίζεται συγκρίσιμη μεταχείριση ανεξάρτητα από το κράτος μέλος στο οποίο μπορεί να ανήκουν, τόσο από την Ένωση όσο και από τα κράτη μέλη, αναφορικά με την εξουσία του καθενός, ενώ διαβεβαιώνει ότι οι διαφορές μεταξύ των ποικίλων δικαστικών συστημάτων δεν εμποδίζουν την επίτευξη υψηλής ποιότητας δικαιοσύνης και προστασίας στους τομείς της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης.
Συμφωνώ με τον εισηγητή ότι πρέπει να ενισχυθεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη, προκειμένου να επιτυγχάνεται αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων, συμβάλλοντας ως εκ τούτου στη σταδιακή ανάπτυξη μίας ευρωπαϊκής δικαστικής κουλτούρας. Εγκρίνω την ιδέα υιοθέτησης ενός Ευρωπαϊκού Καταστατικού Ποινικής Δικαιοσύνης, το οποίο θα αποτελεί τη βάση αξιολόγησης της λειτουργίας των δικαστικών συστημάτων της Ένωσης. Υποστηρίζω επίσης την ιδέα για τη δημιουργία ενός αντικειμενικού και αμερόληπτου συστήματος για την αμοιβαία αξιολόγηση της ποιότητας της δικαιοσύνης, βάσει συγκρίσιμων στατιστικών στοιχείων, το οποίο θα τεθεί σε εφαρμογή με την πρώτη ευκαιρία και στο οποίο θα συμμετέχει τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και τα εθνικά κοινοβούλια.
Θα ήθελα επίσης να επαινέσω τον κ. Di Pietro για την εργασία του και τις προτάσεις που κατέθεσε σχετικά με τη μείωση των χρονικών ορίων και τις προϋποθέσεις για πρόσβαση σε προσωπικά στοιχεία. Με άλλα λόγια, το παρόν σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών ποινικού μητρώου δεν είναι αποτελεσματικό. Είναι σημαντικό να δημιουργηθεί ένα ηλεκτρονικό σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών για τα κράτη μέλη, το οποίο θα προσφέρει ταχεία πρόσβαση σε τέτοιου είδους πληροφορίες ανά την περιοχή της ΕΕ, και χαιρετίζω τις νέες ιδέες του κ. Frattini στο εν λόγω θέμα.
Moraes (PSE).–(ΕΝ) Κύριε Πρόεδρε, αυτή είναι μια σημαντική έκθεση, διότι δίνει έμφαση σε δύο βασικούς τομείς στους οποίους προηγουμένως δεν είχε δοθεί αρκετή έμφαση. Ο κ. António Costa έκανε ένα σημαντικό βήμα προόδου, επισημαίνοντας ότι η ποιότητα της δικαιοσύνης, και όχι μόνο η αμοιβαία αναγνώριση, είναι το κλειδί. Εάν κάποιος σε αυτό το Σώμα αμφισβητεί αυτό το θέμα, θα πρέπει να ανατρέξει στα «κριτήρια της Κοπεγχάγης». Η ποιότητα της δικαιοσύνης σε πολλά από τα ενταχθέντα κράτη και η ανάγκη για βελτιώσεις αποτελούσε ουσιώδες μέρος της προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Και ούτε θα πρέπει κάποιο από τα 15 υπάρχοντα κράτη μέλη να επαίρεται ότι διαθέτει όλες τις ορθές απαντήσεις και την υψηλότερη ποιότητα δικαιοσύνης. Δείτε πώς αντιμετωπίζουμε τις μειονότητες και τα ευάλωτα άτομα. Εκεί είναι που θα δοκιμαστεί αυτό το θέμα.
Ο Χάρτης Ποιότητας της Ποινικής Δικαιοσύνης στην Ευρώπη δεν θα πρέπει να είναι κάτι που φοβούνται τα κράτη μέλη. Θα πρέπει να μείνουν ικανοποιημένα από αυτόν, διότι είναι ένας από τους πλέον ορατούς τομείς συνεργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση που αναγνωρίζουν οι πολίτες μας. Τον βλέπουν στα μέσα ενημέρωσης, επιθυμούν να δουν λύσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θέλουν να νιώθουν ασφαλείς σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση που αποδίδει άμεσα δικαιοσύνη και παρέχει προστασία στους αθώους.
Βαρβιτσιώτης (PPE-DE).– Κύριε Πρόεδρε, θα περιορισθώ μόνο στη διατύπωση ορισμένων σκέψεων πάνω στην έκθεση του συναδέλφου Di Pietro, την οποία και στηρίζω απόλυτα.
Η έκθεση του εισηγητή περιέχει θετικά στοιχεία διότι αφενός συγκεκριμενοποιεί τις ημερομηνίες και, αφετέρου, επισημαίνει την ανάγκη επίσπευσης της διαδικασίας, σε περίπτωση κατεπείγοντος του αιτήματος, στις 48 ώρες.
Θα πρέπει όμως να επισημανθεί στον κ. Επίτροπο ότι τα θέματα που θίγονται στις εκθέσεις και των δύο συναδέλφων, του Di Pietro και του Costa, ναι μεν κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, δεν μπορεί όμως να θεωρηθούν ως τολμηρά βήματα.
Πιστεύω, π.χ., ότι η εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης στον τομέα των ποινικών καταδικών πρέπει να αποτελέσει άμεση προτεραιότητα. Ακόμα, είναι αναγκαίος ο σαφής ορισμός των εννοιών «καταδίκη» και «ποινικό μητρώο», ενώ είναι απαραίτητη η εναρμόνιση των ορισμών «αδίκημα» και «ποινή».
Ειλικρινά πιστεύω, κύριε Πρόεδρε, ότι η ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αν δεν προχωρήσουμε με γοργούς ρυθμούς προς την ενοποίηση των κανόνων σχετικά με τη δικαιοσύνη. Όμως, η σημερινή ομιλία του κ. Επιτρόπου δεν με έπεισε ότι η Επιτροπή θα προχωρήσει με αυτά τα γοργά βήματα προς την κατεύθυνση αυτή και γι’ αυτό λυπάμαι.
Cederschiöld (PPE-DE).(SV) Κύριε Πρόεδρε, o κοινός νομικός τομέαςβασίζεται στην αμοιβαία αναγνώριση. Αναγνωρίζοντας τις γνώμες των άλλων, θα πρέπει να μπορούμε να βασιζόμαστε στην ποιότητα των νομικών συστημάτων, την ίση μεταχείριση, την αποτελεσματική νόμιμηδιαδικασία και τις δίκαιες δίκες με συμβούλους και, εάν χρειαστεί, διερμηνεία. Ας συναγωνιστούμε σε μία ανοδική τροχιά σε ό,τι αφορά τη νομική ποιότητα. Σας ευχαριστώ, κύριε Costa, για την εποικοδομητική έκθεση.
Θα στραφώ τώρα στην ανταλλαγή των πληροφοριών, που αποτελεί μία πιο ευαίσθητη περιοχή. Ο κ. Di Pietro έχει βελτιώσει την πρόταση, αλλά θα ήθελα να τονίσω τρία σημεία. Πρώτον, η προστασία δεδομένων θα πρέπει να είναι της ιδίας ποιότητας στον τομέα της καταπολέμησης της εγκληματικότητας όσο και στην εσωτερική αγορά πριν από την ανταλλαγή των δεδομένων. Δεύτερον, ο/η Επιθεωρητής Προστασίας Ευρωπαϊκών Δεδομένων θα πρέπει να εκφράζει τις απόψεις του/της σε ευαίσθητα ζητήματα. Τρίτον, επιπρόσθετα με την ενημέρωση των κρατών μελών σχετικά με τον τρόπο χρήσης των πληροφοριών, το άτομο πρέπει επίσης να γνωρίζει ποιες πληροφορίες έχουν δοθεί.
Έχουμε έναν Επίτροπο, ο οποίος, όπως γνωρίζω, ακούει και κατανοεί αυτά τα θέματα. Ελπίζω ότι ο Επίτροπος Frattini θα συμπεριλάβει αυτά τα τρία στοιχεία στο μέλλον, όταν προκύψει το θέμα της ενίσχυσης της προστασίας δεδομένων, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι θα έχουμε την ίδια ποιότητα προστασίας δεδομένων στον τομέα της καταπολέμησης της εγκληματικότητας, όπως ήδη έχουμε στην εσωτερική αγορά. Εν προκειμένω, τρέφω πραγματικά μεγάλες προσδοκίες στις περαιτέρω προσπάθειες του Επιτρόπου Frattini. Θα ήθελα να τον ευχαριστήσω για τις προσπάθειες που έχει ήδη καταβάλει στον τομέα της αποθήκευσης δεδομένων και πιστεύω ότι αυτές θα επιφέρουν καρπούς στον τομέα της ανταλλαγής δεδομένων.
Esteves (PPE-DE). – (PT) Κύριε Πρόεδρε, κύριε Επίτροπε, κυρίες και κύριοι, το θέμα της ποιότητας της ποινικής δικαιοσύνης και η εναρμόνιση της ποινικής νομοθεσίας είναι ένα κεντρικό θέμα εντός του παγκόσμιου σχεδίου της ΕΕ για τη δικαιοσύνη. Η ποινική δικαιοσύνη είναι το πιο φλέγον θέμα συζήτησης στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων – ο αμοιβαίος της χαρακτήρας, οι αντιθέσεις της και το γεγονός ότι βασίζεται σε μια αρχή ουσιαστικής αξιοπρέπειας. Το θέμα της ποινικής δικαιοσύνης, λοιπόν, υπάγεται στον ηθικό πυρήνα του ευρωπαϊκού πολιτικού πολιτισμού. Είναι, λοιπόν, μεγάλης σημασίας η αναζήτηση μίας ενεργούς πολιτικής που θα στοχεύει στην ενίσχυση της ποιότητας της ποινικής δικαιοσύνης και στην εναρμόνιση της νομοθεσίας των κρατών μελών.
Η θέσπιση του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, που περιλαμβάνει έναν δεσμευτικό Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και αποτελεί ένα σύστημα αξιών που χαρακτηρίζεται από ενότητα και ενοποίηση, απαιτεί υψηλότερη ποιότητα δικαιοσύνης και την εναρμόνιση της ποινικής νομοθεσίας. Η ποινική νομοθεσία αποτελεί, στην πραγματικότητα, ουσιαστική συνταγματική νομοθεσία και συνθέτει όλες τις θεμελιώδεις συνταγματικές αξίες. Η έλλειψη της εναρμόνισης σε αυτό τον τομέα θα σημαίνει μη εναρμόνιση με την αρχή περί ισότητας των πολιτών και, κατ’ επέκταση, μη εναρμόνιση με το Σύνταγμα. Η εναρμόνιση του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης δεν πρέπει, λοιπόν, να γίνει ελαφρά τη καρδία, ούτε πρέπει να αποτελεί απλώς τη βάση για αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων· θα πρέπει να αποτελεί αυτοσκοπό. Μία συντονισμένη πολιτική, βάσει του γεγονότος ότι είναι μια συντονισμένη πολιτική, δεν θέτει σε κίνδυνο τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων των κρατών μελών σε αυτό τον τομέα.
Το σύστημα αξιών του Ευρωπαϊκού Συντάγματος προϋποθέτει επίσης ότι η εναρμόνιση των νομοθεσιών θα πρέπει να διέπει το σύνολο του ποινικού συστήματος δικαιοσύνης. Δεν θα πρέπει να εξετάζει μόνο τα βασικά μέρη της διαδικασίας και την εξυπηρέτηση των ποινών, αλλά θα πρέπει να επεκταθεί ώστε να καλύπτει τους ουσιαστικούς κανονισμούς, τις πολιτικές του καθορισμού των αδικημάτων και των κριτηρίων για τον καθορισμό των ποινών. Η ασφάλεια δεν θα πρέπει να είναι το μοναδικό μέλημα, θα πρέπει, επίσης, να μας απασχολήσει ο εξανθρωπισμός της ποινικής δικαιοσύνης.
Εάν η Ευρώπη δεν ακολουθήσει αυτό το σύστημα, το σύστημα δικαιοσύνης του Συντάγματός της θα είναι, για να χρησιμοποιήσω τη σατιρική μεταφορά του Κάφκα, ένα σύστημα από ανοιχτές πόρτες μέσα από τις οποίες δεν θα μπορεί κανείς να περάσει.
Frattini,Αντιπρόεδρος της Επιτροπής.(IT) Κύριε Πρόεδρε, ευχαριστώ τους εισηγητές και τους βουλευτές που έλαβαν τον λόγο για να καλέσουν την Επιτροπή να αναλάβει δράση και μάλιστα σύντομα. Θα επιχειρήσω να δώσω ορισμένες απαντήσεις που δεν θα είναι ασφαλώς πλήρεις –καθώς δεν έχω τον χρόνο– αλλά θα παράσχουν ορισμένες πληροφορίες που ίσως φανούν χρήσιμες στο Κοινοβούλιο.
Η Επιτροπή θα παρουσιάσει, εντός του Απριλίου, μία ανακοίνωση σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση και την ανάπτυξη της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Η ανακοίνωση αυτή θα συμπεριλαμβάνει και θα αφορά την πλειοψηφία των ζητημάτων στα οποία αναφέρονται οι δύο υπό εξέταση εκθέσεις και θα ασχολείται με την αξιολόγηση της δικαιοσύνης, την κατάρτιση των δικαστών και την εναρμόνιση ορισμένων διαδικαστικών κανόνων και, επ’ αυτού, θέλω να προσθέσω ότι εντός του έτους θα παρουσιάσουμε ένα Πράσινο Βιβλίο σχετικά με το τεκμήριο αθωότητας: πολλοί βουλευτές υπογράμμισαν την ανάγκη εξισορρόπησης μεταξύ του δικαιώματος ασφάλειας, και συνεπώς καταστολής της εγκληματικότητας, και των νομικών εγγυήσεων υπέρ των κατηγορουμένων.
Στις αρχές του 2006, θα παρουσιάσουμε ένα δεύτερο Πράσινο Βιβλίο σχετικά με τη συγκέντρωση των αποδεικτικών στοιχείων, μετά από το οποίο θα ακολουθήσουν ασφαλώς πληρέστερες πρωτοβουλίες για την εκτέλεση των εναλλακτικών ποινών καθώς και μία ενδιαφέρουσα –και, εύχομαι, ιδιαίτερα χρήσιμη– πρωτοβουλία: μια απόφαση πλαίσιο που ελπίζουμε να λάβουμε εντός του 2005 σχετικά με τα εναλλακτικά μέτρα ελέγχου αντί της προσωρινής κράτησης. Γνωρίζετε ότι το θέμα της προσωρινής κράτησης πριν από την καταδίκη είναι ένα θέμα στο οποίο πρέπει να εξισορροπήσουν τα δικαιώματα ελευθερίας του ανθρώπου με το δικαίωμα του κράτους να διώκει τους εγκληματίες. Πρόκειται απλώς για μερικά παραδείγματα πρωτοβουλιών –πιστεύω των σημαντικότερων– τις οποίες θα παρουσιάσει η Επιτροπή τους προσεχείς μήνες.
Κυρίες και κύριοι, θα ήμουν ευτυχής εάν τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στο Συμβούλιο είχαν την τόλμη που επιδεικνύετε σήμερα εσείς όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τα ποινικά μητρώα. Η Επιτροπή θα ήθελε ασφαλώς να προχωρήσουμε ταχύτερα με το ηλεκτρονικό σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών. Ξεκινήσαμε ήδη μια συζήτηση τον προηγούμενο μήνα επ’ ευκαιρία του Συμβουλίου των Υπουργών που διεξήχθη στο Λουξεμβούργο και πρόθεσή μας είναι να την συνεχίσουμε. Ωστόσο, όπως παρατήρησαν ορισμένοι, υπάρχουν τεχνικά αλλά και πολιτικά προβλήματα. Απουσιάζει ακόμη το επίπεδο της αμοιβαίας εμπιστοσύνης που θα επιτρέψει την εισαγωγή των δεδομένων για τις καταδικαστικές αποφάσεις σε μια ηλεκτρονική μηχανή αναζήτησης, η οποία από τεχνικής άποψης μπορεί να υλοποιηθεί πολύ γρήγορα. Όπως ορθώς είπε ο κ. Di Pietro, δεν πρόκειται για νέα δεδομένα αλλά για δεδομένα σχετικά με καταδικαστικές αποφάσεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους δικαστές. Θα προσέξουμε συνεπώς πολύ προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε χρήση των δεδομένων αυτών για λόγους που δεν υπάγονται στο σκεπτικό με το οποίο η δικαστική αρχή, στην οποία θα πρέπει ασφαλώς να δείχνουμε εμπιστοσύνη, ζητά αυτές τις πληροφορίες.
Εν κατακλείδι, πιστεύω ότι στον τομέα αυτό χρειαζόμαστε μια περισσότερο ενωμένη Ευρώπη. Χρειαζόμαστε μια περισσότερο ενωμένη Ευρώπη, διότι πρέπει να εναρμονίσουμε ποινικά συστήματα που δυστυχώς διαφέρουν πολύ και για να αποδείξουμε πόσο σεβόμαστε –και το υπογραμμίζουμε αυτό– την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας στις διάφορες δικονομικές καταστάσεις. Θα πρέπει ίσως να ενδιαφερθούμε για την εναρμόνιση των κανόνων: υπάρχουν κανόνες πολύ διαφορετικοί από τη μία χώρα στην άλλη όσον αφορά τον ορισμό της εγκληματικής οργάνωσης και το πώς και γιατί μπορεί να τιμωρείται το μέλος μιας εγκληματικής οργάνωσης. Εδώ λοιπόν πρέπει να επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας: στην καλύτερη εναρμόνιση των ποινικών συστημάτων, έργο για το οποίο θα καταβάλουμε κάθε προσπάθεια. Τέλος, θα ασκήσουμε προσεκτικό έλεγχο στον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη τηρούν αυτές τις αρχές.
Σε τρεις ημέρες θα παρουσιάσω στο Συμβούλιο των Υπουργών Δικαιοσύνης την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και, επ’ ευκαιρία, θα επισημάνω ρητά ότι δυστυχώς –το λέω με λύπη μου– η Ιταλία είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που δεν έχει θεσπίσει ακόμα την αναγκαία εθνική νομοθεσία και ότι, όπως παρατήρησαν ορισμένοι από εσάς, υπάρχουν επίσης ορισμένα κράτη, τα οποία, αν και έχουν θεσπίσει εθνικούς κανόνες, επιχείρησαν να θέσουν εμπόδια που δεν συνάδουν με το ευρωπαϊκό πνεύμα. Η νομοθεσία σχετικά με το ένταλμα σύλληψης χρησιμεύει για να επιταχύνει την εφαρμογή ορισμένων μέτρων. Εάν θέλουμε να την επιταχύνουμε για να αντιμετωπίσουμε την τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα, όλα τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν εμπιστοσύνη σε αυτό το σύστημα και εμείς θα ελέγχουμε ανελλιπώς τον σεβασμό των ευρωπαϊκών κανόνων.