4. Στρατηγική για τη διεύρυνση και οι κύριοι στόχοι 2006-2007 - Θεσμικές πτυχές της ικανότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εντάσσει νέα κράτη μέλη (συζήτηση)
Πρόεδρος. Έχουμε ένα πολύ σημαντικό θέμα στην ημερήσια διάταξη σήμερα: την κοινή συζήτηση σχετικά με
- την έκθεση (A6-0436/2006) του κ. Elmar Brok, εξ ονόματος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής για τη στρατηγική διεύρυνσης και τις κύριες προκλήσεις 2006-2007 (2006/2252(INI)), και
- την έκθεση (A6-0393/2006) του κ. Alexander Stubb, εξ ονόματος της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων σχετικά με τις θεσμικές πτυχές της ικανότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εντάσσει νέα κράτη μέλη (2006/2226(INI)).
Πέρα από την ουσιαστική τους σημασία, αυτά τα θέματα είναι ιδιαίτερα σημαντικά ενόψει του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και θα είναι μεταξύ των πιο σημαντικών θεμάτων που πρόκειται να συζητηθούν στη συνάντηση των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων. Θα είναι χαρά μου να διαβιβάσω στο Συμβούλιο τα ψηφίσματα που θα εγκρίνει το Κοινοβούλιο σχετικά με αυτά τα θέματα κατά τη διάρκεια της παρούσας συνεδρίασης.
Elmar Brok (PPE-DE), εισηγητής. – (DE) Κύριε Πρόεδρε, κυρία Προεδρεύουσα του Συμβουλίου, κύριε Επίτροπε, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε παρακαλέσει την άνοιξη του 2006 την Επιτροπή να υποβάλει έκθεση για το θέμα της ικανότητας της ΕΕ να εντάσσει νέα κράτη μέλη. Η έκθεση παρουσιάστηκε στις 8 Νοεμβρίου, όμως κατά τη γνώμη μας δεν είναι ικανοποιητική.
Η διεύρυνση ήταν μέχρι τώρα ένας από τους πιο επιτυχημένους τομείς της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο χώρος ειρήνης, σταθερότητας και θετικής οικονομικής ανάπτυξης μεγάλωσε σημαντικά και συνέβαλε στην επανένωση της Ευρώπης. Γνωρίζουμε επίσης ότι σε υποψήφιες, αλλά και άλλες χώρες της Ευρώπης, η ευρωπαϊκή προοπτική αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την εσωτερική μεταρρυθμιστική διαδικασία. Αυτά τα δύο θετικά στοιχεία πρέπει να τα έχουμε πάντα στον νου μας.
Παρόλα αυτά, πρέπει να καταλάβουμε –μετά από μια διεύρυνση που αυξάνει το σύνολο των χωρών σε 27 και ενδεχομένως σύντομα, με την Κροατία, 28– ότι πρέπει να προβληματιστούμε για το μέλλον του ευρωπαϊκού σχεδίου. Θέλουμε να είναι κυριολεκτικά η Ευρωπαϊκή Ένωση ένα πολιτικό σχέδιο, να έχει ικανότητα δράσης και να μπορεί να διαδραματίσει κάποιο ρόλο στον κόσμο, να ασχοληθεί με θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διεθνούς εγκλήματος, για τα οποία χρειαζόμαστε ικανότητα για δράση; Ή θέλουμε να την αφήσουμε να παραδέρνει σαν οικονομικό σχέδιο; Αυτά τα θέματα απαιτούν σαφείς απαντήσεις.
Πρέπει να καταλάβουμε πως δεν μπορούμε να προχωρήσουμε με τη σημερινή θεσμική δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Συνταγματική Συνθήκη προβλεπόταν για την τελευταία διεύρυνση και γι’ αυτό πρέπει πρώτα να ολοκληρωθεί και να παγιωθεί η τελευταία διεύρυνση, και ύστερα θα μπορούμε να εξετάσουμε σοβαρά κάποια μεγαλύτερα σχέδια χωρίς να καταστρέψουμε το ίδιο μας το σχέδιο. Για τον λόγο αυτόν, η Συνταγματική Συνθήκη υπαγορεύει σε κάποιο μέτρο όρους – ο κ. Stubb θα πει περισσότερα για αυτό.
Πρέπει να αναλύσουμε πρώτα άλλα ερωτήματα και να δώσουμε σαφείς απαντήσεις, για παράδειγμα ερωτήματα για το ποια θα είναι η κατεύθυνσή μας, ενδεχομένως σε σχέση με την επόμενη ρήτρα επανεξέτασης και τις δημοσιονομικές προοπτικές που προβλέπονται για το 2008/2009, προκειμένου να ξέρουμε ποιες συνέπειες έχει η εκάστοτε διεύρυνση για το ευρωπαϊκό σχέδιο. Οπωσδήποτε, σε πολλούς τομείς –όπως η γεωργική πολιτική, η διαρθρωτική πολιτική κλπ– δεν μπορούμε να συνεχίσουμε όπως μέχρι σήμερα. Ποιες είναι οι συνέπειες για συγκεκριμένα κράτη μέλη, πόσο λιγότερα χρήματα θα λάβουν, πόσα παραπάνω θα πληρώσουν κάποια άλλα; Όλα αυτά πρέπει να διευκρινιστούν αν θέλουμε να προχωρήσουμε σοβαρά το σχέδιο.
Είναι απόλυτα σαφές ότι υποσχέσεις σαν και αυτές που δόθηκαν για παράδειγμα στη Θεσσαλονίκη στα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων πρέπει να τηρηθούν. Κανένας δεν ζητάει εδώ στο Σώμα να διακοπούν διαπραγματεύσεις που είναι εν εξελίξει. Γνωρίζουμε ότι ο χρόνος έχει σημασία και ότι οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων πρέπει να προωθήσουν τη συνταγματική διαδικασία γιατί η Κροατία περιμένει μπροστά στην πόρτα. Πρέπει, όμως, να καταστήσουμε επίσης σαφές ότι η πλήρης ένταξη δεν είναι, άμεσα ή αργότερα, σε κάθε χρονική περίοδο και σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, το μόνο μέσον με το οποίο μπορούμε να εκπληρώσουμε με αξιόπιστο τρόπο την ευρωπαϊκή προοπτική των χωρών. Για όλους αυτούς τους λόγους, τίθενται ερωτήματα που αφορούν την αναπτυξιακή πολιτική και την πολιτική γειτονίας ή τους πολυμερείς συνασπισμούς κρατών που έχουν μια ευρωπαϊκή προοπτική, προκειμένου οι λαοί αυτοί να λάβουν από τώρα κάτι και όχι μόνο μετά από δεκαπέντε χρόνια, όταν κάποτε ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις που σήμερα δεν έχουν καν αρχίσει. Γι’ αυτό, πρέπει να αναπτύξουμε πολύ περισσότερη φαντασία, και όταν το λέω αυτό σκέφτομαι για παράδειγμα την Ουκρανία, όπου δυστυχώς χάθηκε πολύς χρόνος, πράγμα που είναι εις βάρος μας. Η ευρωπαϊκή προοπτική τέτοιων χωρών δεν είναι μόνο προς το δικό τους συμφέρον, αλλά και προς το δικό μας. Γι’ αυτό, πρέπει να κάνουμε κάτι. Ωστόσο, πρέπει να είναι σαφές ότι, αν δεν σημειώσουμε πρόοδο ως προς την εσωτερική ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και παρόλα αυτά κάνουμε διευρύνσεις, τότε μακροπρόθεσμα θα υπάρξει ένας εσωτερικός κύκλος, θα έχουμε δηλαδή στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέλη πρώτης και δεύτερης κατηγορίας. Για να το πω επιγραμματικά, θα αντιμετωπίσουμε την επιλογή: ή σύνταγμα ή Verhofstadt. Είναι και αυτό μία από τις πιθανές συνέπειες. Ειδικά οι χώρες που πιέζουν ιδιαίτερα για διεύρυνση είναι αυτές που αναχαιτίζουν ή θέλουν να σταματήσουν την εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και εγώ προσωπικά έχω αμφιβολίες για την αξιοπιστία τους.
Για την Τουρκία προτείναμε μαζί με αρκετούς συναδέλφους ένα σχήμα ως αντίδραση στη νέα εξέλιξη, και ελπίζω ότι αυτό θα λειτουργήσει. Είναι λυπηρό ότι η Τουρκία δεν εκπληρώνει τις νομικές υποχρεώσεις της και ότι υπάρχει και πάλι καθυστέρηση. Από την άλλη, θα ήταν ασφαλώς λάθος να διακοπούν οι διαπραγματεύσεις. Αυτό, ωστόσο, δεν πρέπει να σημαίνει πως η Τουρκία δεν πρέπει εκπληρώσει μακροπρόθεσμα αυτές τις δεσμεύσεις της.
(Χειροκροτήματα)
Alexander Stubb (PPE-DE), εισηγητής. – (EN) Κύριε Πρόεδρε, θέλω να προβώ σε πέντε επισημάνσεις ως προς την έκθεσή μας σχετικά με την ικανότητα ένταξης. Θέλω καταρχάς να ευχαριστήσω όλες και όλους τους συναδέλφους που μετείχαν σε αυτήν τη διαδικασία, κυρίως δε τα μέλη της γραμματείας, για το εξαιρετικό έργο που επιτέλεσαν.
Η πρώτη μου επισήμανση αφορά την ορολογία που χρησιμοποιούμε σήμερα. Ο όρος που αρχικά μας απασχόλησε ήταν η «ικανότητα απορρόφησης». Όταν συζητούσαμε το ποιος επρόκειτο να αναλάβει την εκπόνηση αυτής της έκθεσης, συζήτησα με τον ίδιο τον κ. Απορρόφηση – τον καλό μου φίλο κ. Brok. Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι ο όρος «απορρόφηση» δεν είναι ίσως ο πιο ενδεδειγμένος. Νομίζω ότι ήταν πολύ εύστοχη η παρατήρηση του κ. Carl Bildt, ο οποίος είχε πει: ποιος θέλει να απορροφηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση; Μήπως η Γαλλία επιθυμεί να απορροφηθεί από την ΕΕ; Ασφαλώς, η απάντηση είναι αρνητική. Επιλέξαμε λοιπόν έναν πιο δυναμικό, πιο θετικό όρο, και αποφασίσαμε ότι αυτό που πραγματικά μας απασχολεί είναι η «ικανότητα ένταξης».
Η δεύτερη επισήμανσή μου είναι ότι το θέμα αυτό είναι δυνητικώς ευαίσθητο διότι εμπλέκονται πολλά συμφέροντα. Ο συνάδελφος και φίλος μου κ. Brok έθιξε ορισμένα εξ αυτών. Με άλλα λόγια, υπάρχουν άνθρωποι που τάσσονται κατά της διεύρυνσης αλλά υπέρ του Συντάγματος. Υπάρχουν επίσης άτομα τα οποία, όπως εγώ, υποστηρίζουν και το Σύνταγμα και τη διεύρυνση, καθώς και άτομα όπως ο κ. Farage και οι λοιποί που τάσσονται κατά και των δύο.
Προσπαθήσαμε, λοιπόν, να ελιχθούμε ανάμεσα σε αυτές τις τέσσερις θέσεις και φρονώ ότι το επιτύχαμε σε ικανοποιητικό βαθμό σε αυτήν την έκθεση. Η έννοια της ικανότητας ένταξης δεν είναι πραγματικά καινοφανής. Την εφαρμόζαμε πάντα. Πριν από κάθε νέα διεύρυνση συζητούσαμε πάντα το πόσο πρέπει να προχωρήσει η εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πριν από το 1973 η Ένωση μετατράπηκε σε τελωνειακή ένωση. Πριν από το 1986 προτάθηκε η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη. Πριν από την προσχώρηση της Φινλανδίας, της Αυστρίας και της Σουηδίας υπογράφηκε η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Πριν από τη μεγάλη διεύρυνση του 2004 υπογράφηκαν οι Συνθήκες του Άμστερνταμ και της Νίκαιας. Αυτό που επιθυμούμε πριν από την επόμενη διεύρυνση είναι ένα σύνταγμα.
Τρίτον, πώς ορίζουμε την ικανότητα ένταξης; Νομίζω ότι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε σε αυτήν την έκθεση είναι ότι μπορεί κανείς να μιλήσει πολύ αόριστα για το τι ακριβώς σημαίνει και μπορεί να υποστηρίξει ότι δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη διεύρυνση, αλλά είναι ένα κριτήριο που αφορά εμάς, τα σημερινά κράτη μέλη. Πρώτα πρέπει να τακτοποιήσουμε τα του οίκου μας και στη συνέχεια θα μπορούμε να προχωρήσουμε σε διεύρυνση. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορούμε να δώσουμε έναν αυστηρό ορισμό της ικανότητας ένταξης επειδή συνδέεται με δύο παραμέτρους. Πρώτον: με τη χρονική στιγμή της προσχώρησης. Δεύτερον: με τον αριθμό των κρατών που εντάσσονται. Με άλλα λόγια, η διεύρυνση του 1973 ήταν εντελώς διαφορετική από τη διεύρυνση του 2004. Παραμένοντας στο θέμα του ορισμού, η ικανότητα ένταξης αφορά τρία στοιχεία: τα όργανα, τον προϋπολογισμό και τις πολιτικές.
Η τέταρτη επισήμανσή μου αφορά τον δημόσιο διάλογο, και επ’ αυτού μέμφομαι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο δηλώνει ότι πρέπει να καταστήσουμε ελκυστική τη διεύρυνση στην κοινή γνώμη. Συμφωνούμε, ασφαλώς και πρέπει να επιδιώξουμε κάτι τέτοιο, αλλά δεν μπορείτε να μας λέτε ότι δεν έχετε την ευκαιρία να το πράξετε. Οι διαπραγματεύσεις για τη διεύρυνση ξεκινούν κατόπιν ομόφωνης απόφασης. Κάθε κεφάλαιο ανοίγει με ομόφωνη απόφαση, ενώ ομοφωνία απαιτείται και για το κλείσιμο κάθε επιμέρους κεφαλαίου. Το συνολικό πακέτο εγκρίνεται με ομοφωνία και, εκτός αυτού, κάθε κράτος μέλος καλείται να επικυρώσει την προσχώρηση. Εάν στο διάστημα αυτών των δύο έως δέκα ετών δεν είστε σε θέση να εξηγήσετε τα οφέλη της διεύρυνσης στην κοινή γνώμη, νομίζω ότι αποτυγχάνετε οικτρά στην εκπλήρωση των καθηκόντων σας· εκτελέστε, λοιπόν, πρώτα το καθήκον σας και μετά μπορείτε να έρχεστε εδώ και να μιλάτε για την κοινή γνώμη. Πρέπει να προσεγγίζουμε με πιο στρατηγικούς όρους το θέμα της διεύρυνσης.
Η τελευταία μου επισήμανση αφορά το Σύνταγμα. Σε αυτήν την έκθεση περιγράφονται ορισμένα θέματα τα οποία πρέπει οπωσδήποτε να διευκρινίσουμε πριν από την επόμενη διεύρυνση: ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία, νομική προσωπικότητα, υπουργός Εξωτερικών, κοινή πολιτική ασφάλειας κλπ. Προτού μπορέσουμε να προχωρήσουμε σε διεύρυνση, επιβάλλεται να αντιμετωπίσουμε αυτά τα θέματα. Το μήνυμα που στέλνουμε μέσω αυτής της έκθεσης είναι: ας τακτοποιήσουμε τα του οίκου μας πριν από το 2009 και μετά μπορούμε να προχωρήσουμε σε διεύρυνση.
Θα κλείσω την παρέμβασή μου με αυτό το σχόλιο. Η διεύρυνση είναι ίσως η καλύτερη πολιτική που έχει ποτέ εφαρμόσει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Προσφέρει ειρήνη, ευημερία, ασφάλεια και σταθερότητα. Όταν συζητάμε για τη διεύρυνση δεν πρέπει να προβάλλουμε φτηνές δικαιολογίες, διότι γνωρίζουμε ότι είμαστε πάντα έτοιμοι και συγχρόνως ανέτοιμοι για κάθε διεύρυνση.
(Χειροκροτήματα)
Paula Lehtomäki, Προεδρεύουσα του Συμβουλίου. – (FI) Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου αποφασίστηκε ότι η συζήτηση για τη διεύρυνση και τη μελλοντική στρατηγική διεύρυνσης της Ένωσης πρέπει να συνεχιστεί και να διευρυνθεί κατά τη διάρκεια της φινλαδικής Προεδρίας. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που θα συνεδριάσει αυτήν την εβδομάδα θα συζητήσει όλες τις πτυχές των μελλοντικών διευρύνσεων, περιλαμβανομένων της ικανότητας της Ένωσης να εντάσσει νέα μέλη και των μεθόδων περαιτέρω βελτίωσης της ποιότητας της διαδικασίας διεύρυνσης με βάσει τις έως τώρα εμπειρίες.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα πραγματοποιήσει τη γενική του συζήτηση για τη διεύρυνση με βάση τη στρατηγική διεύρυνσης που δημοσίευσε η Επιτροπή στις 8 Νοεμβρίου. Η στρατηγική περιλαμβάνει επίσης μια ειδική έκθεση σχετικά με την ικανότητα της Ένωσης να εντάσσει νέα μέλη. Σκοπός της Προεδρίας είναι, στις συζητήσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, να δοθεί έμφαση στις κοινές θέσεις σχετικά με το μέλλον της διαδικασίας διεύρυνσης. Τη Δευτέρα, το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων και Εξωτερικών Σχέσεων εξέτασε τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σχετικά με τη διεύρυνση. Το Συμβούλιο διεξήγαγε εποικοδομητικό και διεξοδικό διάλογο επί του θέματος.
Η διεύρυνση είναι μέρος της διαδικασίας ολοκλήρωσης της Ευρώπης. Όταν η φινλανδική Προεδρία παρουσίασε το πρόγραμμα εργασίας της στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων τον περασμένο Ιούλιο, επισημάναμε ότι η διεύρυνση έχει αναντίρρητα συμβάλει στην προαγωγή της ανάπτυξης και της ευημερίας στην Ευρώπη. Έχει ωφελήσει τόσο την Ένωση, με τα κράτη μέλη της, όσο και την Ευρώπη συνολικά. Η προοπτική της ένταξής τους έχει ωθήσει τις υποψήφιες χώρες να υλοποιήσουν αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Η διεύρυνση έχει συμβάλει στο γεγονός ότι η Ένωση έχει καταστεί πιο ισχυρός παράγοντας της διεθνούς πολιτικής. Η διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς επιτρέπει στην οικονομία της ΕΕ να ανταποκριθεί πολύ πιο αποτελεσματικά στις προκλήσεις του παγκόσμιου ανταγωνισμού.
Ο ιστορικός πέμπτος γύρος διεύρυνσης θα ολοκληρωθεί όταν η Βουλγαρία και η Ρουμανία, οι υποψήφιοι Επίτροποι των οποίων έλαβαν εχθές την έγκριση του Κοινοβουλίου, προσχωρήσουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Ιανουαρίου. Αυτός ο γύρος έχει ήδη αποδειχθεί επιτυχημένος. Χάρη στη διεύρυνση, επεκτείνεται σε όλη σχεδόν την Ευρώπη ένας χώρος ειρήνης, σταθερότητας, δημοκρατίας, κράτους δικαίου και ευημερίας. Πρέπει τώρα να διασφαλίσουμε ότι αυτή η επιτυχία θα συνεχιστεί.
Η Ένωση πρέπει να συνεχίσει τη διεύρυνσή της ως μια ανοικτή και αντικειμενική διαδικασία, χωρίς επιβολή νέων περιορισμών ή προϋποθέσεων. Προς τον σκοπό αυτόν, πρέπει να ληφθεί μεγαλύτερη μέριμνα για το πώς μπορεί να προωθηθεί η διεύρυνση στην πράξη. Είναι απολύτως φυσικό να προσπαθούμε να βελτιώσουμε την ποιότητα της διαδικασίας διεύρυνσης και να προετοιμάσουμε καλύτερα την Ένωση.
Όπως γνωρίζουμε, και όπως καταδεικνύουν οι ομιλίες των εισηγητών, η ικανότητα ένταξης, ή η ικανότητα της Ένωσης να εντάσσει νέα μέλη, δεν αποτελεί κριτήριο προσχώρησης· ούτε πρέπει ποτέ να θεωρηθεί τέτοιο κριτήριο. Η ικανότητα ένταξης είναι, παρόλα αυτά, ένας σημαντικός παράγοντας ο οποίος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να εξασφαλιστεί η επιτυχία της διεύρυνσης. Η διατήρηση της ικανότητας ένταξης είναι προς το συμφέρον τόσο της Ένωσης όσο και των υποψηφίων χωρών. Εάν, ωστόσο, επιβάλουμε προϋποθέσεις ένταξης στην Ένωση τις οποίες μια υποψήφια χώρα δεν θα μπορούσε με κανέναν τρόπο να εκπληρώσει, θα κινδυνεύαμε να πλήξουμε την προθυμία χωρών οι οποίες ενδιαφέρονται να γίνουν μέλη της Ένωσης να υλοποιήσουν μεταρρυθμίσεις.
Προκειμένου να διατηρήσουμε την ικανότητα ένταξης της Ένωσης είναι αναγκαίο οι προσχωρούσες χώρες να είναι διατεθειμένες να δεχτούν και να τηρήσουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιότητα του μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι επίσης επιβεβλημένο να μπορεί η Ένωση να λειτουργήσει αποτελεσματικά και να αναπτυχθεί. Είναι σημαντικό να έχει η Ένωση τη δυνατότητα να δεχτεί νέα μέλη όταν αυτά είναι έτοιμα με βάση την πρόοδο που έχει σημειωθεί στις διαπραγματεύσεις. Οι δύο αυτές πτυχές είναι επίσης σημαντικές προκειμένου να κερδίσουμε τη στήριξη της κοινής γνώμης για τη διαδικασία διεύρυνσης.
Η ικανότητα ένταξης της Ένωσης πρέπει να εξετάζεται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διεύρυνσης. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι η Ένωση θα έχει τη δυνατότητα να λειτουργεί πολιτικά, οικονομικά και θεσμικά καθώς διευρύνεται. Ο αντίκτυπος μελλοντικών διευρύνσεων στα θεσμικά όργανα, τις πολιτικές και τις δημοσιονομικές ανάγκες της Ένωσης πρέπει να αξιολογείται με προσοχή.
Είναι σημαντικό να τηρήσει η Ένωση τις δεσμεύσεις που ανέλαβε έναντι της Κροατίας, της Τουρκίας και των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Όσον αφορά την Τουρκία, θέλω να δηλώσω εδώ ότι η Προεδρία έπραξε ό,τι ήταν δυνατόν προκειμένου να επιτραπεί η συνέχιση της διαδικασίας των διαπραγματεύσεων. Είμαστε ικανοποιημένοι από τη λύση στην οποία κατέληξε το Συμβούλιο τη Δευτέρα. Θα μας προσφέρει την αναγκαία βάση για να συνεχίσουμε τις προσπάθειές μας.
Οι υποψήφιες χώρες και οι δυνητικά υποψήφιες χώρες έχουν καθήκον να υλοποιήσουν τις μεταρρυθμίσεις οι οποίες είναι αναγκαίες στις εν λόγω χώρες. Η πρόοδος στη διαδικασία ένταξης εξαρτάται από την πρόοδο που συντελείται σε αυτόν τον τομέα. Η διαδικασία δεν μπορεί να προχωρήσει εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις.
Πρόσφατα δημιουργήθηκε η έντονη αίσθηση ότι υπάρχει κόπωση ως προς τη διαδικασία της διεύρυνσης. Η παροχή έγκαιρων και αντικειμενικών πληροφοριών μπορεί επίσης να συμβάλει σημαντικά στην άρση των αμφιβολιών που κυριαρχούν. Η αλήθεια είναι ότι η Ένωση ωφελείται από τα νέα κράτη μέλη και τα χρειάζεται.
Τέλος, κύριε Πρόεδρε, εξ ονόματος της Προεδρίας, θέλω να ευχαριστήσω το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τη δυναμική συμμετοχή του στον διάλογο σχετικά με το μέλλον της διεύρυνσης. Οι δύο σημερινές εκθέσεις αποτελούν σημαντική συμβολή σε αυτόν τον διάλογο. Ασφαλώς, η Προεδρία θα λάβει δεόντως υπόψη τις εκθέσεις σχετικά με τη στρατηγική διεύρυνσης και την ικανότητα ένταξης οι οποίες συζητούνται σήμερα, καθώς και τις απόψεις που εκφράζει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εν γένει. Ευελπιστούμε δε ότι το Κοινοβούλιο θα στηρίξει τον κοινό μας στόχο.
(Χειροκροτήματα)
Olli Rehn, Επιτροπή. – (FI) Κύριε Πρόεδρε, υπουργέ Lehtomäki, κυρίες και κύριοι, θέλω να εκμεταλλευτώ αυτήν την ευκαιρία που μου δίνεται προκειμένου να ευχαριστήσω την Προεδρία για την εξαίρετη και στενή συνεργασία της κατά τη διάρκεια της θητείας της, ενώ θέλω επίσης να την συγχαρώ ιδιαιτέρως για την απόφαση που έλαβε αυτήν τη Δευτέρα να επιτρέψει τη συνέχιση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία. Η εν λόγω απόφαση στέλνει το σαφές μήνυμα στην Τουρκία ότι θα υφίσταται επιπτώσεις όταν αρνείται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, αλλά συγχρόνως η απόφαση την οποία έλαβε τη Δευτέρα το Συμβούλιο κατέστησε δυνατή την αποφυγή μιας σύγκρουσης στις σχέσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Τουρκίας.
Αυτή η απόφαση καταδεικνύει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να λάβει αποφάσεις για ακανθώδη θέματα όπως η Τουρκία με αποφασιστικότητα και πνεύμα αλληλεγγύης, χωρίς να δραματοποιεί ασκόπως την κατάσταση. Ευελπιστώ ότι αυτό θα εκτιμηθεί από το Σώμα, ενώ γνωρίζω ότι τουλάχιστον θα εκτιμηθεί από τα 26 μέλη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που θα συνεδριάσουν την Πέμπτη και την Παρασκευή και δεν επιθυμούσαν μία ακόμη διάσκεψη κορυφής για την Τουρκία στα τέλη αυτού του έτους.
(EN) Κύριε Πρόεδρε, θέλω να συγχαρώ τους εισηγητές, τον κ. Brok και τον κ. Stubb (ο οποίος δεν είναι πείσμων [stubborn] αλλά εξαιρετικά ευέλικτος πνευματικά, ανεξάρτητα από το πώς προφέρεται το όνομά του!). Θέλω επίσης να συγχαρώ την αρμόδια επιτροπή και όλους τους βουλευτές για τις εντατικές τους προσπάθειες ως προς το σημαντικό αυτό θέμα.
Η Επιτροπή συμφωνεί με πολλές από τις απόψεις που διατυπώνονται στις εκθέσεις. Χαιρετίζουμε ιδιαιτέρως την προτίμησή σας για την έννοια της «ικανότητας ένταξης», όπως εξήγησαν ο κ. Brok και ο κ. Stubb. Χαιρετίζουμε τη στήριξη που προσφέρει το Κοινοβούλιο στις αρχές και τη στρατηγική της Επιτροπής για τη διεύρυνση, καθώς και τη στήριξη των προσπαθειών μας να ενισχύσουμε την επικοινωνία και τη διαφάνεια.
Συμφωνώ με τη θέση του Κοινοβουλίου ότι η ικανότητα ένταξης αφορά πρωτίστως τα θεσμικά όργανα, τον προϋπολογισμό και τις πολιτικές της ΕΕ. Ωστόσο, προτού εξετάσω αυτά τα ζητήματα, επιτρέψτε μου να υπογραμμίσω ότι έχει τεράστια σημασία, όταν εξετάζουμε την ικανότητα της ΕΕ να εντάσσει νέα μέλη, να έχουμε κατά νου τα ιδιαίτερα στρατηγικά μας συμφέροντα.
Στη συζήτηση που διεξάγεται αυτήν την περίοδο γενικά στην Ευρώπη, αυτό που συχνά ακούγεται είναι παράλληλοι μονόλογοι. Ορισμένοι υπογραμμίζουν μόνο τη στρατηγική σημασία της διεύρυνσης για την ειρήνη και τη δημοκρατία. Άλλοι εστιάζουν την προσοχή τους αποκλειστικά και μόνο στα εσωτερικά προβλήματα τα οποία μειώνουν την ικανότητά μας να εντάσσουμε νέα κράτη μέλη. Εάν δεν υπάρξει σύγκλιση μεταξύ των δύο αυτών προσεγγίσεων, κινδυνεύουμε να εντείνουμε τη σύγχυση μεταξύ των πολιτών μας και να υπονομεύσουμε την αξιοπιστία μας στις υποψήφιες χώρες.
Συνεπώς, πρέπει να δημιουργήσουμε νέα συναίνεση για τη διεύρυνση συνδυάζοντας αυτές τις δύο όψεις του νομίσματος. Πρέπει να κρατήσουμε ζωντανή τη στρατηγική αποστολή της διεύρυνσης διατηρώντας την ήπια ισχύ της ΕΕ προς όφελος της δημοκρατίας και του οικονομικού μετασχηματισμού, ενώ συγχρόνως πρέπει να εξασφαλίσουμε την ικανότητά μας να λειτουργούμε, εντάσσοντας σταδιακά νέα κράτη μέλη.
Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή θα βελτιώσει περαιτέρω την ποιότητα της ενταξιακής διαδικασίας. Θα πραγματοποιήσουμε αξιολογήσεις αντικτύπου και θα αξιολογήσουμε τις δημοσιονομικές επιπτώσεις για βασικές πολιτικές, ιδίως όσον αφορά τις πολιτικές για τη γεωργία και τη συνοχή.
Επιπλέον, πρέπει να εφαρμόσουμε αυστηρές προϋποθέσεις. Η πείρα μάς διδάσκει ότι όσο πιο καλά προετοιμασμένα είναι τα κράτη μέλη τόσο πιο ομαλή θα είναι η λειτουργία της ΕΕ μετά τη διεύρυνση. Δύσκολα θέματα, όπως η δικαστική μεταρρύθμιση και η καταπολέμηση της διαφθοράς, πρέπει να αντιμετωπίζονται σε πρώιμο στάδιο των διαπραγματεύσεων.
Ωστόσο, κατά τη βελτίωση της ποιότητας της ενταξιακής διαδικασίας, δεν πρέπει να δημιουργήσουμε ένα σύστημα το οποίο θα είναι υπερβολικά περίπλοκο. Κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε απλώς τεχνητά εμπόδια σε μια διαδικασία η οποία είναι ήδη αρκετά περίπλοκη. Νομίζω ότι όλοι τασσόμαστε υπέρ της απλούστευσης, και όχι της δημιουργίας περιπλοκών. Πρέπει, λοιπόν, να διαθέτουμε σαφείς κανόνες, σαφείς διαδικασίες, οι οποίες θα είναι κατανοητές τόσο από τους πολίτες μας όσο και από τις ενδιαφερόμενες χώρες – δηλαδή τις υποψήφιες χώρες.
Ορισμένοι διερωτώνται εάν η διεύρυνση πραγματοποιείται εις βάρος της εμβάθυνσης. Η απάντησή μου είναι «όχι»: η ΕΕ έχει και στο παρελθόν προχωρήσει σε παράλληλη εμβάθυνση και διεύρυνση, και αυτό μπορεί να επιτευχθεί και πάλι.
Ως εκ τούτου, μια νέα θεσμική συμφωνία πρέπει να έχει επιτευχθεί προτού να είναι έτοιμο προς ένταξη στην Ένωσή μας το επόμενο κράτος μέλος. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε σχετικά με το χρονοδιάγραμμα συνέχισης της θεσμικής μεταρρύθμισης, ξεκινώντας από μια πολιτική δήλωση η οποία αναμένεται να εγκριθεί τον προσεχή Μάρτιο στο Βερολίνο. Τα αναγκαία μέτρα για την επίτευξη μιας νέας θεσμικής συμφωνίας έπρεπε να είχαν ληφθεί πριν από τα τέλη του 2008.
Χρειαζόμαστε μια νέα θεσμική συμφωνία προκειμένου να καταστούν πιο αποτελεσματικές οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Την χρειαζόμαστε προκειμένου να ενισχυθεί ο ρόλος της Ευρώπης στον κόσμο. Τέλος, αλλά εξίσου σημαντικό, την χρειαζόμαστε για τη σημερινή ΕΕ και τους πολίτες της σήμερα ή, το αργότερο, αύριο – όχι μόνο ενόψει μελλοντικών δυνητικών διευρύνσεων. Πρέπει να διατηρήσουμε τη δυναμική της ολοκλήρωσης και να εμβαθύνουμε και να αναπτύξουμε περαιτέρω την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Υποθέτω ότι συμμερίζεστε αυτούς τους στόχους για μια μεταρρυθμισμένη και ισχυρότερη Ένωση, ενώ προσβλέπω στη συνεργασία μας για την επίτευξη αυτών των στόχων.
(Χειροκροτήματα)
Íñigo Méndez de Vigo, εξ ονόματος της Ομάδας PPE-DE. – (ES) Κύριε Πρόεδρε, καταρχάς θα ήθελα να συγχαρώ τους δύο εισηγητές. Ευτυχώς, και οι δύο εισηγητές είναι από την πολιτική μου ομάδα, κύριε Πρόεδρε, και έχουν ενεργήσει από κοινού και με συμπληρωματικό τρόπο. Εκείνοι δεν το γνωρίζουν αυτό, αλλά θα αποκαλύψω ένα μυστικό σήμερα το πρωί: στην πολιτική μου ομάδα, κύριε Swoboda, αποκαλούμε τον κ. Brok και τον κ. Stubb «οι δίδυμοι». Ελπίζω ότι άλλοι δίδυμοι που είναι πιο γνωστοί στην Ευρώπη θα μας συγχωρήσουν που οικειοποιηθήκαμε το όνομα.
Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι έκαναν αυτό που άλλοι δίδυμοι θα έπρεπε να κάνουν. Ενήργησαν από κοινού για το καλό της Ευρώπης. Δεν απορρόφησαν τις τροπολογίες των άλλων πολιτικών ομάδων, αλλά αντίθετα τις ενσωμάτωσαν. Επομένως, πιστεύω ότι το Κοινοβούλιο θα ψηφίσει σήμερα υπέρ αυτών των δύο εκθέσεων σχετικά με τη στρατηγική διεύρυνσης και την ικανότητα της Ένωσης να εντάσσει νέα μέλη.
Κύριε Πρόεδρε, αυτές οι δύο εκθέσεις αναλαμβάνουν διάφορες θετικές δεσμεύσεις. Η πρώτη δέσμευση –όπως εξήγησε εύγλωττα ο κ. Stubb– αφορά στη διεύρυνση. Πιστεύουμε ότι η διεύρυνση είναι πολύ ωφέλιμη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και για τα κράτη που εντάσσονται σε αυτήν. Δεν υπάρχει αμφιβολία για αυτό. Οποιοσδήποτε αμφιβάλλει πρέπει να δει την παράγραφο 19 του ψηφίσματος.
Ωστόσο, είναι επίσης σαφές ότι, προκειμένου να είναι η διεύρυνση επιτυχής, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να είναι έτοιμη να δεχτεί αυτά τα νέα κράτη. Η αλήθεια είναι ότι αυτό δεν ισχύει. Κανείς δεν προσκαλεί έναν επισκέπτη στο σπίτι του αν το σπίτι δεν είναι έτοιμο για την υποδοχή. Η τακτοποίηση του σπιτιού είναι η δεύτερη δέσμευση που αναλαμβάνεται στην έκθεση του κ. Stubb: η δέσμευση για τη Συνταγματική Συνθήκη.
Όχι πολύ καιρό πριν, δύο στους τρεις βουλευτές του Κοινοβουλίου υποστήριξαν την έκθεση Corbett-Méndez de Vigo. Η έκθεση του κ. Stubb υπογραμμίζει αυτό το γεγονός. Εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι το περιεχόμενο της Συνταγματικής Συνθήκης είναι απαραίτητο προκειμένου να καταστεί δυνατή η υποδοχή και άλλων προσκεκλημένων στο σπίτι μας.
Πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό να το τονίσουμε αυτό τώρα, διότι η γερμανική Προεδρία θα υποβάλει προτάσεις με συγκεκριμένη ημερομηνία, το έτος 2009, και πιστεύω ότι οι παράγραφοι 9 και 10 της έκθεσης Stubb τονίζουν ποιο πρέπει να είναι το περιεχόμενο οποιασδήποτε μελλοντικής μεταρρύθμισης και επίσης απορρίπτουν κάτι που εμείς σε αυτό το Κοινοβούλιο έχουμε επισημάνει σε διάφορες περιπτώσεις: δεν θέλουμε τη διακριτική επιλογή – τη μερική θέση σε ισχύ ορισμένων πτυχών. Θέλουμε την ισορροπία που εκπροσωπείται από το κείμενο της Συνταγματικής Συνθήκης.
Τέλος, κύριε Πρόεδρε, και οι δυο εκθέσεις έχουν ένα σαφές πολιτικό μήνυμα. Θα παραστείτε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και θα ήθελα να σας ζητήσω να το επαναλάβετε εκεί: δεν θα υπάρξουν νέες διευρύνσεις χωρίς Ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Δεν θα υπάρξει καμία. Το Κοινοβούλιο πρέπει να εκδώσει μια ευνοϊκή γνωμοδότηση για την έγκριση οποιασδήποτε νέας διεύρυνσης. Θα ασκήσει αυτό το δικαίωμα, διότι αυτό δηλώνει επίσημα αυτή η έκθεση.
Κύριε Πρόεδρε, η Ομάδα μου θα υποστηρίξει και τις δυο εκθέσεις και, αναφορικά με την έκθεση του κ. Stubb, θα ψηφίσει υπέρ των τροπολογιών 6, 7 και 8.
Hannes Swoboda, εξ ονόματος της Ομάδας PSE. – (DE) Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα αρχικά να ευχαριστήσω θερμά τους κκ. Brok και Stubb για τις εκθέσεις τους. Ωστόσο, κοιτάζοντάς τους μαζί με τον κ. Méndez de Vigo καταλήγω στο συμπέρασμα ότι προφανώς δεν είναι σαν τα δίδυμα, ωστόσο το αποτέλεσμα είναι πολύ καλό. Με όλη την εκτίμηση που σας έχω, κύριε Επίτροπε, πρέπει να πω ότι θεωρώ το αποτέλεσμα των δύο εκθέσεων καλύτερο από την έκθεση της Επιτροπής. Εμείς διατυπώνουμε σαφέστερα και πιο ξεκάθαρα το θέμα, και πιστεύω ότι στην προκειμένη περίπτωση θα πρέπει η Επιτροπή να μας πάρει για παράδειγμα.
Εδώ στο Σώμα υπάρχουν επίσης αρκετοί συνάδελφοι που υποστηρίζουν τη λύση της μικρής Ευρώπης και ισχυρίζονται πως όσο πιο μικρή είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, τόσο καλύτερη και πιο ομοιογενής θα είναι. Από την άλλη, υπάρχουν εκείνοι που ισχυρίζονται πως «όσο μεγαλύτερη, τόσο το καλύτερο» γιατί τότε θα μπορούμε να μιλάμε εξ ονόματος όλων. Ωστόσο, δεν μπορούμε να μιλάμε εξ ονόματος όλων αν δεν αποκτήσουμε μια κοινή φωνή, άρα πρέπει να δημιουργήσουμε τις ανάλογες προϋποθέσεις για αυτό. Την Ευρώπη δεν την δημιουργεί η ποσότητα αλλά η ποιότητα, και συμφωνώ απόλυτα με τον κ. Méndez de Vigo ότι αυτό εξαρτάται μεταξύ άλλων και από το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα.
Δεν είναι ανάγκη να πρόκειται ακριβώς για το σημερινό σύνταγμα και προφανώς δεν θα είναι έτσι, όμως τα ουσιαστικά στοιχεία αυτού του συντάγματος πρέπει να υλοποιηθούν για να αποκτήσει η Ευρώπη ικανότητα δράσης. Ασφαλώς, η δεύτερη προϋπόθεση είναι και η ανάλογη οικονομική βάση. Ας είμαστε ειλικρινείς: ούτε σήμερα δεν είμαστε σε θέση να προσφέρουμε στους λαούς μας αυτά που θέλουν και φαντάζονται πως θα έχουν, τα οποία δικαιολογημένα θα περίμεναν να προσφέρει η Ευρώπη. Πώς, λοιπόν, να λειτουργήσει μια διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση αν δεν δημιουργήσουμε τις ανάλογες οικονομικές προϋποθέσεις;
Πρέπει να πούμε στις κυβερνήσεις μας πως δεν μπορούν, από τη μία, να δίνουν ωραίες υποσχέσεις για τη διεύρυνση και, από την άλλη, να λένε κάθε φορά που αναφέρεται η οικονομική βάση πως δεν έχουμε τα ανάλογα χρήματα. Αυτό είναι απαράδεκτο και το Σώμα πρέπει να το καταστήσει αυτό απόλυτα σαφές.
Επιτρέψτε μου να πω κάτι άλλο σχετικά με το Σύνταγμα. Φυσικά, το πιο σημαντικό είναι η μεταρρύθμιση των θεσμικών οργάνων, που δεν πρέπει να είναι απλές μικροβελτιώσεις αλλά μια μεταρρύθμιση σε βάθος. Το ίδιο μπορούμε να πούμε σε οικονομικό επίπεδο για τα χρηματοδοτικά πρότυπα που επιφέρουν θεμελιώδη μεταβολή στην οικονομική βάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για την ικανότητα ένταξης. Θα ήθελα να πω εξ ονόματος της Ομάδας μου ότι η ικανότητα ένταξης δεν λειτουργεί ως εμπόδιο για μελλοντικές διευρύνσεις αλλά ως προϋπόθεση για αυτές, και μάλιστα ως μια αναγκαία προϋπόθεση και όχι μόνο ένα παραπροϊόν των προβληματισμών μας όταν αλλάζουμε κάποιες λεπτομέρειες μιας συνθήκης προσχώρησης, πράγμα που δεν θα είναι πια αποδεκτό στο μέλλον.
Παράλληλα, πρέπει, ασφαλώς, να συνεχιστούν οι συνομιλίες για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη και για τα Βαλκάνια – όχι μόνο για την Κροατία, για την οποία έχω την τιμή να είμαι εισηγητής. Ακόμα και μετά από την Κροατία δεν θα είναι δυνατή η χάραξη νέων συνόρων, αντίθετα μάλιστα, θα πρέπει να προχωρήσουμε βήμα-βήμα. Όσον αφορά την Τουρκία, για την οποία θα πει περισσότερα ο κ. Wiersma, πρέπει βέβαια να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, αλλά και εμείς έχουμε να εκπληρώσουμε στην Κύπρο ακόμα ένα καθήκον ως προς την ένταξη και πρέπει να το κάνουμε αυτό.
Περνάω στο τελευταίο σημείο: πρέπει να δώσουμε ένα ρεαλιστικό όραμα στις γείτονες χώρες, ιδίως στην περιοχή του Ευξείνου Πόντου. Για να γίνει αυτό, πρέπει να καθιερώσουμε μια ενδιάμεση μορφή σαν αυτήν που εξετάσαμε στην Επιτροπή Εξωτερικής Πολιτικής. Ο κ. Wiersma κι εγώ παρουσιάσαμε την ιδέα μιας κοινότητας ΕΕ/Ευξείνου Πόντου για να φέρουμε τις χώρες πιο κοντά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία θα ήταν ένα είδος προπαρασκευαστικού σταδίου που θα μπορούσε να οδηγήσει –αν και όχι υποχρεωτικά– στην ένταξη, εφ’ όσον εκπληρωθούν οι αναγκαίες προϋποθέσεις.
Πρέπει βέβαια να εκπληρώσουμε τις επιθυμίες των γειτόνων μας, όμως αυτό μπορούμε να το κάνουμε μόνο αν το κάνουμε και για τους συμπολίτες μας στην Ευρώπη, πράγμα που σήμερα δεν συμβαίνει. Πρέπει πρώτα να δημιουργήσουμε τις σχετικές προϋποθέσεις, και μόνο τότε θα είναι και πάλι εφικτό να υλοποιήσουμε το όραμα μιας μεγάλης και διευρυμένης Ευρώπης.
(Χειροκροτήματα)
Πρόεδρος. Ο κ. Stubb και ο κ. Brok σαφώς δεν είναι δίδυμοι με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, κύριε Swoboda. Ο κ. Méndez de Vigo το είπε χαριτολογώντας, επισημαίνοντας ότι ενέργησαν από κοινού, όπως δύο άλλες προσωπικότητες που είναι επίσης πολύ γνωστές, ο Σταν Λόρελ και ο Όλιβερ Χάρντι, που επίσης δεν ήταν δίδυμοι, αλλά ενεργούσαν από κοινού.
(Γέλια)
Έτσι πρέπει να ερμηνεύσουμε τον τρόπο που εργάστηκαν από κοινού και το λέω αυτό με τη μεγαλύτερη εκτίμηση για τους εισηγητές μας σήμερα.
Annemie Neyts-Uyttebroeck, εξ ονόματος της Ομάδας ALDE. – (NL) Κύριε Πρόεδρε, κυρία Προεδρεύουσα του Συμβουλίου, κύριε Επίτροπε, κυρίες και κύριοι, αν και τα ανέκδοτα με δίδυμους έχουν γίνει κουραστικά τελευταία, θέλω απλώς να προσθέσω ότι είναι ευτύχημα που δεν έχετε ακόμη μετατραπεί σε σατανικά δίδυμα, διότι αυτό θα ήταν, βεβαίως, εξαιρετικά λυπηρό.
Μετά τον Μάιο/Ιούνιο του 2005, η διεύρυνση συνολικά αποτελεί στόχο επιθέσεων. Υποστηρίζεται μάλιστα ότι είναι ο κύριος λόγος στον οποίο οφείλονται τα «όχι» της Γαλλίας και των Κάτω Χωρών. Σε αυτό ακριβώς το αρνητικό κλίμα έκανε ξαφνικά την παρουσία της η έννοια της ικανότητας απορρόφησης. Είναι μια φρικτή έκφραση η οποία, από πολλούς, χρησιμοποιείται ως δικαιολογία προκειμένου να σταματήσει η περαιτέρω διεύρυνση ή να αμφισβητηθούν, ακόμη και να ανακληθούν, οι όποιες δεσμεύσεις έχουν αναληφθεί προς αυτήν την κατεύθυνση.
Η Ομάδα μου ποτέ δεν συμφώνησε με αυτήν την τακτική και παραμένει σε μεγάλο βαθμό προσηλωμένη, πρώτον, στην αναγνώριση του γεγονότος ότι η διεύρυνση υπήρξε μέχρι στιγμής εξαιρετικά επιτυχημένη και, δεύτερον, ότι όλες οι δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί έναντι της Κροατίας και των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων, παρότι ορισμένα εξ αυτών σχηματίζονται αυτήν την περίοδο, καθώς και οι δεσμεύσεις έναντι της Τουρκίας πρέπει να υλοποιηθούν στην πράξη.
Σε αυτό το πλαίσιο, θέλω μάλιστα να συγχαρώ τον Επίτροπο Rehn, τους συναδέλφους του στην Επιτροπή, καθώς και το Συμβούλιο για τις αποφάσεις που έλαβαν σχετικά με την Τουρκία, οι οποίες είναι, κατά τη γνώμη μου, ισορροπημένες. Παρότι δεν κλείνουν οι πόρτες, καθίσταται σαφές ποιο είναι το περιεχόμενο της συμφωνίας, και σας στηρίζουμε πλήρως στην απόφασή σας αυτή.
Τέλος, η Ομάδα μου έχει τη σταθερή πεποίθηση –και ο κ. Duff θα αναπτύξει περισσότερο αυτό το θέμα εντός ολίγου– ότι η Ένωση και τα θεσμικά της όργανα πρέπει να τακτοποιήσουν τα του οίκου τους, πριν ακόμη ξεκινήσει ο επόμενος γύρος της διεύρυνσης. Αυτό εξαρτάται, πάντως, από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα κράτη μέλη, την Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και κυρίως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, και όχι από τις υποψήφιες χώρες.
Και οι δύο εκθέσεις αντικατοπτρίζουν αυτήν τη νέα, πιο θετική στάση έναντι της διεύρυνσης, υπογραμμίζουν σαφέστατα την ανάγκη να μεταρρυθμιστούν πρώτα τα θεσμικά όργανα, και γι’ αυτό η Ομάδα μου θα τις στηρίξει.
Joost Lagendijk, εξ ονόματος της Ομάδας Verts/ALE. – (NL) Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, δεν θα επαναλάβω το πόσο επιτυχημένη έχει αποδειχθεί μέχρι στιγμής η διεύρυνση, καθόσον αυτό έχει γίνει από πολλούς συναδέλφους μου, καθώς και από την Επιτροπή και το Συμβούλιο, και, ενώ μοιάζει όντως αυτονόητο σε αυτό το Σώμα, δεν είναι περιττό να τονίζεται σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση στην οποία όλο και περισσότεροι άνθρωποι αμφισβητούν τη χρησιμότητα και την αναγκαιότητα της διεύρυνσης.
Τούτου λεχθέντος, είναι αναγκαίο, αλλά και εφικτό κατά τη γνώμη μου, να αντλήσουμε διδάγματα από τον τρόπο λειτουργίας μας μέχρι τώρα. Όπως ήδη ανέφερε ο Επίτροπος, τα διδάγματα αυτά περιλαμβάνονται στην έκθεσή του, καθώς και στις εκθέσεις του Κοινοβουλίου. Σας παρακαλώ να αξιολογείτε κάθε χώρα με βάση τα δεδομένα που αφορούν την ίδια και να αποφύγετε την επανάληψη του σφάλματος της σύνδεσης της ένταξης της Ρουμανίας με την ένταξη της Βουλγαρίας. Σας παρακαλώ να μην ανακοινώνετε πολύ νωρίς την ημερομηνία ένταξης, διότι αυτό θα στραφεί εναντίον μας και εναντίον της διαδικασίας. Μην αναβάλλετε την εξέταση δύσκολων θεμάτων για την τελευταία στιγμή και προσέξτε περισσότερο την υλοποίηση παρά την υπόσχεση. Στη συζήτηση σχετικά με αυτά τα διδάγματα, ο όρος «ικανότητα απορρόφησης», ο οποίος μετατράπηκε τώρα σε «ικανότητα ένταξης», εμφανίστηκε ξαφνικά το περασμένο έτος. Ως αντίδραση, ορισμένα άτομα που υποστηρίζουν την περαιτέρω διεύρυνση –μεταξύ των οποίων περιλαμβάνω και τον εαυτό μου– διστάζουν να μετάσχουν σε αυτήν τη συζήτηση, διότι πολλοί αντίπαλοι της διεύρυνσης έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο «ικανότητα ένταξης» ως επιχείρημα κατά της συνέχισης της διαδικασίας διεύρυνσης.
Δεν πρόκειται να μασήσω τα λόγια μου και θα πω ότι η ικανότητα ένταξης δεν είναι επιχείρημα υπέρ της διεύρυνσης, ή εναντίον της, αλλά οφείλουμε όλοι να είμαστε σαφείς σε ό,τι λέμε.
Επιτρέψτε μου να αναφερθώ ειδικότερα σε δύο στοιχεία. Όσον αφορά τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις, επαναλαμβάνω ότι, αν και τάσσομαι σαφώς υπέρ της συνέχισης της διεύρυνσης και της ένταξης των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων και της Τουρκίας, είμαι επίσης πεπεισμένος ότι αυτή η διεύρυνση είναι αδύνατη με βάση τις ισχύουσες Συνθήκες, γεγονός που σημαίνει ότι απαιτείται εκ βάθρων θεσμική μεταρρύθμιση. Θεωρώ απλώς ότι δεν πρέπει να διαξιφιζόμαστε σε αυτό το Σώμα σχετικά με το πώς ακριβώς πρέπει να γίνει αυτό· αρκεί να γίνει!
Όσον αφορά τις υπόλοιπες παραμέτρους αυτής της συζήτησης σχετικά με την ικανότητα ένταξης, η στήριξη της κοινής γνώμης είναι κρίσιμη. Αυτό είναι εφικτό μόνον εάν, εμείς και οι ομόλογοί μας των εθνικών κοινοβουλίων, μπορέσουμε να περάσουμε με επιτυχία το μήνυμα ότι το παρελθόν έχει τη δική του αξία, έτσι ώστε να μην φοβόμαστε να υπογραμμίζουμε τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της ΕΕ. Αυτό απαιτεί επίσης πολιτικό σθένος και ηγετική ικανότητα εκ μέρους των πολιτικών, οι οποίοι δεν πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τοις μετρητοίς όλες τις δημοσκοπήσεις σχετικά με τη διεύρυνση οι οποίες συμβαίνει να είναι λιγότερο ευνοϊκές αυτήν την περίοδο. Όλα αυτά τα στοιχεία –σθένος, ηγετική ικανότητα, μακροπρόθεσμα συμφέροντα– μπορούν να συνδυαστούν στη συζήτηση για την Τουρκία.
Συνεπώς, υποστηρίζω σαφώς την άποψη ότι το Σώμα δεν πρέπει να ακολουθήσει αυτό το κύμα λαϊκισμού, διότι αυτό ακριβώς συμβαίνει σε ορισμένες συζητήσεις που διεξάγονται στην Ευρώπη σχετικά με την Τουρκία. Και στη δική μου χώρα, έχω παρατηρήσει ότι, όσοι τάσσονταν υπέρ της προσχώρησης πριν από δύο χρόνια, ξαφνικά διαφωνούν με την ένταξη της Τουρκίας, επειδή αυτή είναι η τάση που αποκαλύπτουν οι δημοσκοπήσεις. Δεν πρέπει να συρθούμε σε μια τέτοια προσέγγιση, τουλάχιστον όχι σε αυτήν την έκθεση. Συνεπώς, όσον αφορά την Κύπρο –και θα συζητήσω το θέμα με τον κ. Brok– η Τουρκία οφείλει να τηρήσει την υπόσχεσή της, αλλά το ίδιο πρέπει να πράξει και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Γι’ αυτό δεν με ικανοποιεί ιδιαιτέρως η υπόσχεση των υπουργών Εξωτερικών ότι θα συζητήσουν σχετικά με την απομόνωση της Βορείου Κύπρου την προσεχή άνοιξη. Το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να οικοδομηθεί με βάση την αστάθεια και τον φόβο, και αυτό ισχύει σίγουρα όσον αφορά τη διεύρυνση.
Erik Meijer, εξ ονόματος της Ομάδας GUE/NGL. – (NL) Κύριε Πρόεδρε, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η διεύρυνση ήταν ένας από τους δεδηλωμένους κύριους στόχους της ΕΕ. Η Ευρώπη, η οποία ήταν νωρίτερα μοιρασμένη μεταξύ τριών οικονομικών συνασπισμών, έπρεπε να επανενωθεί το ταχύτερο δυνατόν στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στη συνέχεια, το σχέδιο για έναν περιορισμένο αρχικό γύρο διεύρυνσης –στον οποίο περιλαμβάνονταν η Εσθονία, η Τσεχική Δημοκρατία και η Κύπρος, αλλά όχι η Λετονία, η Σλοβακία και η Μάλτα– εγκαταλείφθηκε ξαφνικά υπέρ ενός εκτεταμένου γύρου διεύρυνσης. Σε αυτήν τη διαδικασία, η Ρουμανία και η Βουλγαρία, αν και θα γίνουν μέλη σε τρεις εβδομάδες, υπήρξαν ουραγοί.
Μετά τη δέσμευση ότι όλα τα βαλκανικά κράτη που δεν έχουν ακόμη ενταχθεί είναι επίσης ευπρόσδεκτα, μετά την καθυστερημένη έναρξη διαπραγματεύσεων με την Κροατία και την Τουρκία και μετά τον βραχύβιο ενθουσιασμό σχετικά με το ενδεχόμενο μιας ταχείας διαδικασίας ένταξης της Ουκρανίας, της Μολδαβίας και της Λευκορωσίας, επικρατεί ηχηρή σιωπή. Οι διαπραγματεύσεις με μια άλλη υποψήφια χώρα, την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, δεν έχουν καν ξεκινήσει.
Φαίνεται, λοιπόν, τώρα ότι οι νεοεισερχόμενες χώρες δεν είναι πλέον ιδιαιτέρως ευπρόσδεκτες. Οι ηγεσίες φοβούνται ότι, χωρίς ένα σύνταγμα, θα είναι ακόμη πιο δύσκολη η ομαλή λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ ακόμη περισσότεροι πόροι θα χρειαστεί να αναδιανεμηθούν. Η κοινή γνώμη παρατηρεί το φαινόμενο της μετανάστευσης του εργατικού δυναμικού, στο πλαίσιο της οποίας άτομα που ζουν μακριά από τις εστίες τους αναλαμβάνουν τις βρώμικες και επικίνδυνες εργασίες, ενώ πληρώνονται και στεγάζονται ανεπαρκώς.
Η έγκριση της οδηγίας για τις υπηρεσίες δημιούργησε τον φόβο ότι η αξιόλογη κοινωνική νομοθεσία και οι ευνοϊκές συλλογικές συμβάσεις στα παλαιά κράτη μέλη θα χρειαστεί σύντομα να ανταγωνιστούν τους υποδεέστερους κανονισμούς που ισχύουν σε νέα ή μελλοντικά κράτη μέλη. Λόγω της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που ασκείται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και της απουσίας προόδου στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στη διαδικασία εκδημοκρατισμού της Τουρκίας, η περαιτέρω διεύρυνση καθίσταται εξαιρετικά δυσάρεστη προοπτική για τους πολίτες των σημερινών κρατών μελών.
Οι δύο αυτές αδυναμίες μάς έχουν υποχρεώσει να επιβραδύνουμε τις διαδικασίες και να υιοθετήσουμε προσωρινά μεταβατικά μέτρα. Αυτό δημιουργεί τον κίνδυνο ότι κράτη τα οποία τώρα απορρίπτονται εξαρτώνται εν τω μεταξύ όλο και περισσότερο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, γεγονός που μπορεί να εμποδίσει τη δυνατότητά τους να κάνουν ανεξάρτητες επιλογές και την αναπτυχθούν.
Η Ομάδα μου τάσσεται υπέρ, ιδίως σε μεταβατικές περιόδους, του σεβασμού της ισοδυναμίας των δυνητικά υποψηφίων χωρών και της παροχής οικονομικής ενίσχυσης, προσφέροντάς τους τη δυνατότητα να καλύψουν τη διαφορά με στόχο, μεταξύ άλλων, τη διευκόλυνση τυχόν ένταξής τους στο μέλλον. Έχουμε υποχρέωση, έναντι των πολλών κατοίκων των κρατών μελών μας που προέρχονται από την πρώην Γιουγκοσλαβία και την Τουρκία, να αντιμετωπίσουμε με σοβαρότητα την επιθυμία αυτών των περιοχών να ενταχθούν στην ΕΕ.
Konrad Szymański, εξ ονόματος της Ομάδας UEN. – (PL) Κύριε Πρόεδρε, όταν διάβασα τις δύο εκθέσεις συνάντησα μόνο μία ευχάριστη έκπληξη. Το απόλυτο μαύρο της εικόνας των προοπτικών διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αντικατασταθεί από γκρίζο. Αυτή η κάπως πιο φωτεινή εικόνα πρέπει να εκτιμηθεί. Σήμερα μάλιστα υπήρξε ακόμα περισσότερο φως, με τη μορφή της ομιλίας του εισηγητή, αλλά η εικόνα που περιγράφεται εξακολουθεί να απέχει πολύ από την αλήθεια.
Παρά την εντύπωση που μπορεί να αποκομίσουμε από τις δύο εκθέσεις, το γεγονός ότι η Ένωση καθίσταται όλο και πιο ισχυρός παράγοντας στο διεθνές προσκήνιο δεν οφείλεται στις θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ενισχύσει την πολιτική της ισχύ επειδή τώρα εκπροσωπεί μεγαλύτερο αριθμό πολιτών, περισσότερες επιχειρήσεις, μεγαλύτερη έκταση και εντονότερη στρατιωτική και οικονομική επιρροή. Συνεπώς, η Ευρωπαϊκή Ένωση απέκτησε τη δύναμη να λειτουργεί ως διεθνής παράγοντας χάρη στις διευρύνσεις που πραγματοποιήθηκαν τις δεκαετίες του ογδόντα και του ενενήντα, και πιο πρόσφατα το 2004. Αυτή η αλλαγή δεν επήλθε κουνώντας το μαγικό ραβδί της τροποποίησης των Συνθηκών.
Διαπιστώνω μεγαλύτερη προθυμία να συζητήσουμε το ψήφισμα του Μαρτίου του 2006 για το ίδιο θέμα, αλλά το να θέτουμε ως όρο για τη συνέχιση της διεύρυνσης τη Συνταγματική Συνθήκη είναι απλώς αναχρονιστικό. Οι θεσμικές αλλαγές είναι αναμενόμενες, αλλά το να επικαλούμαστε τη συνθήκη στη σημερινή της μορφή δεν αποτελεί παρά δικαιολογία για το σταμάτημα της διαδικασίας διεύρυνσης χωρίς ουσιαστικό λόγο. Μια φιλοσοφία η οποία στηρίζεται στο σύνθημα «Συνταγματική Συνθήκη ή θάνατος» δεν είναι θετική ή συνετή. Το ίδιο πρόσχημα εμφανίζεται σε ακαδημαϊκού τύπου συζητήσεις σχετικά με την ικανότητα απορρόφησης ή ένταξης.
Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν είναι χημικό ή φυσικό φαινόμενο, και δεν διέπεται από αντικειμενικούς φυσικούς νόμους. Η ολοκλήρωση είναι καθαρά θέμα πολιτικής βούλησης, η οποία εξαρτάται από εμάς και από τους συναδέλφους μας στα κράτη μέλη. Αν συμφωνούμε πραγματικά στο ότι οι διευρύνσεις ισοδυναμούν με επιτυχίες, τότε εγείρεται το ερώτημα γιατί θέλουμε να προσθέσουμε τριάντα ρήτρες οι οποίες στηρίζονται σε μια φιλοσοφία που δεν απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί στενόμυαλος, δειλός ευρωσκεπτικισμός. Μπορούμε πραγματικά να είμαστε βέβαιοι ότι η ποιότητα της ολοκλήρωσης πάσχει εξαιτίας της διεύρυνσης; Ίσως η ποιότητα της διεύρυνσης να υποβαθμίζεται επίσης λόγω των άσχημων πολιτικών τις οποίες ασκεί η ίδια η Ένωση. Ίσως αυτή η ποιότητα πάσχει εξαιτίας της υπερφόρτωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με μεγάλο αριθμό στόχων ή της καλλιέργειας εξαιρετικά διαφορετικών και υψηλών προσδοκιών.
Αν απορρίψουμε αυτές τις επικρίσεις, θα έμενε απλώς η μάλλον τετριμμένη άποψη ότι οι υποψήφιες χώρες οφείλουν να πληρούν τα κριτήρια ένταξης. Αμφιβάλλω αν χρειαζόταν να εκπονήσουμε δύο ολόκληρες εκθέσεις μόνο και μόνο για να υπενθυμίσουμε στους εαυτούς μας αυτήν την αυτονόητη και από πολλών ετών γνωστή αρχή.
Για τους λόγους αυτούς, δεν θέλω να υπερψηφίσω αυτά τα σχέδια, διότι φαίνεται ότι δεν είναι τίποτε περισσότερο από απαρίθμηση διαφόρων προσχημάτων για τη χωρίς ουσιαστικό λόγο αναστολή της διαδικασίας διεύρυνσης.
Bastiaan Belder, εξ ονόματος της Ομάδας IND/DEM. – (NL) Κύριε Πρόεδρε, η έκθεση Stubb είναι απογοητευτική για πολλούς λόγους. Καταρχάς, δεν συμβάλλει επ’ ουδενί στην επίλυση του θεσμικού αδιεξόδου στο οποίο βρίσκεται αυτήν την περίοδο η Ένωση. Μόνο η επιβεβαίωση της στήριξης του Ευρωπαϊκού Συντάγματος και μια σύνοψη του εν λόγω Συντάγματος στην παράγραφο 9, κατά την έγκριση της έκθεσης, φαίνεται πως ήταν η πιο πρόσφατη θέση του παρόντος Σώματος.
Εξίσου συγκλονιστική είναι η έλλειψη οράματος όσον αφορά τη διαδικασία διεύρυνσης, η οποία σχετίζεται με το δεύτερο σημείο στο οποίο θέλω να εστιάσω την κριτική μου. Ενώ στην παράγραφο 11 υπογραμμίζεται η ανάγκη καταβολής προσπαθειών προκειμένου να ενισχυθεί η αποδοχή της διεύρυνσης από την κοινή γνώμη, εξακολουθεί να επικρατεί απόλυτη σιωπή ως προς τις πραγματικές αιτίες της μείωσης αυτής της αποδοχής. Επίσης, η έκθεση αυτή διαιωνίζει το ταμπού των ορίων της ΕΕ. Αυτή ακριβώς η πλήρης έλλειψη πολιτικής ηγεσίας για τον καθορισμό των ορίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκαλεί τη δυσαρέσκεια και την αβεβαιότητα που περιβάλλουν τη διαδικασία διεύρυνσης.
Επιπλέον, από αυτήν την έκθεση σχετικά με τις θεσμικές πτυχές της ικανότητας της ΕΕ να εντάσσει νέα κράτη μέλη απουσιάζουν συγκεκριμένες προτάσεις κατοχύρωσης της διαδικασίας διεύρυνσης στη Συνθήκη. Προτείνω να κατοχυρωθούν τα διάφορα στάδια της διαδικασίας προσχώρησης μέσω συνθήκης, προκειμένου να ισχύουν ενιαία κριτήρια για τα κράτη που φιλοδοξούν να ενταχθούν στην ΕΕ σε κάθε βήμα της πορείας τους. Έτσι, η διαδικασία διεύρυνσης θα καταστεί πιο διαφανής και το Κοινοβούλιο θα μπορεί να ασκεί με ουσιαστικό τρόπο τα καθήκοντα κοινοβουλευτικού ελέγχου που οφείλει να ασκεί σε όλα τα κρίσιμα στάδια της ενταξιακής διαδικασίας.
Philip Claeys (NI). – (NL) Κύριε Πρόεδρε, καθώς μας απασχολεί το θέμα της στρατηγικής για τη διεύρυνση, η στιγμή είναι κατάλληλη προκειμένου να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο διεξάγονται οι διαπραγματεύσεις με προβληματικές υποψήφιες χώρες όπως η Τουρκία. Στην Τουρκία δόθηκε μια προθεσμία εντός της οποίας όφειλε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της στον τομέα της τελωνειακής σύνδεσης, όμως η τουρκική κυβέρνηση αρνείται να παίξει με τους όρους του παιχνιδιού, και οι λεγόμενες κυρώσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνίσταται στο να αφήνει επί του παρόντος κατά μέρος τη διαπραγμάτευση των δύσκολων κεφαλαίων και να εγκαταλείπει εντελώς την προθεσμία.
Η Επιτροπή και το Συμβούλιο έχουν δηλώσει επανειλημμένως ότι δεν επιθυμούν μια σιδηροδρομική σύγκρουση με την Τουρκία και ότι οι Τούρκοι έχουν πλέον κατανοήσει ότι αυτοί, και όχι εμείς, μπορούν να θέτουν όρους. Μάλιστα, η βελγική κυβέρνηση επινόησε ένα νέο δόγμα, βάσει του οποίου με την Τουρκία, και παραθέτω: «επιχειρούμε μια γεωπολιτική διεύρυνση, οπότε απαιτείται διαφορετική τακτική». Με άλλα λόγια, μια μη ευρωπαϊκή υποψήφια χώρα όπως η Τουρκία είναι ελεύθερη να εμπαίζει τα κριτήρια της Κοπεγχάγης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις τακτικές ανατολίτικου παζαριού που εφαρμόζει η Τουρκία.
Ο Επίτροπος Rehn μίλησε προ ολίγου για την αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Ένωσης έναντι των υποψηφίων κρατών μελών. Παραβλέπει μια μικρή λεπτομέρεια, συγκεκριμένα την αξιοπιστία της ΕΕ μεταξύ των ευρωπαίων πολιτών. Οι πολίτες είχαν πιστέψει ότι οι διαπραγματεύσεις θα αναστέλλονταν εάν καθίστατο εμφανές ότι η Τουρκία δεν τηρεί τις υποχρεώσεις της, ενώ τώρα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, και εκεί ακριβώς εντοπίζεται το πρόβλημα αξιοπιστίας που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Παναγιώτης Δημητρίου (PPE-DE). – Κύριε Πρόεδρε, κυρία Υπουργέ, κύριε Επίτροπε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, οι δύο εισηγητές έχουν παρουσιάσει δύο εξαιρετικές εκθέσεις σήμερα. Τους συγχαίρω, διότι με συντομία, με περιεκτικότητα και με ουσιαστικότητα έχουν βάλει τα πράγματα στη θέση τους.
Υπάρχει συνεχώς ένα ερώτημα που πλανάται στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Quo vadis Europa? Και το ερώτημα αυτό αναλύεται σε άλλα ερωτήματα: Τι είδους Ευρωπαϊκή Ένωση θέλουν; Ποιας έκτασης Ευρωπαϊκή Ένωση θέλουν; Λειτουργεί σήμερα αποτελεσματικά η Ευρωπαϊκή Ένωση;
Αυτά είναι βασανιστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να απαντηθούν, και οι απαντήσεις βρίσκονται στο όραμα το οποίο θέλουμε να εξυπηρετήσουμε. Ποιο είναι το όραμά μας; Το όραμά μας είναι κοινό. Θέλουμε μια Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία να είναι δημοκρατική, να είναι ευημερούσα, να είναι ανθρώπινη! Θέλουμε μια Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία να διαδραματίζει ρυθμιστικό ρόλο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι! Γι’ αυτό η διεύρυνση δεν είναι αυτοσκοπός. Η διεύρυνση είναι μέρος του οράματος, συνεπώς δεν μπορούμε να βάζουμε την άμαξα μπροστά από το άλογο, πρέπει να πηγαίνουν μαζί αυτά τα δύο! Από αυτή την άποψη έχει δίκιο ο κ. Rehn που δηλώνει ότι διεύρυνση και εμβάθυνση είναι δύο – προσθέτω εγώ - δύο πλευρές του ιδίου νομίσματος.
Όμως δεν μπορούμε να μιλούμε για τη διεύρυνση εις βάρος της ποιότητας και υπέρ της επέκτασης – δεν είναι επεκτατικός ο στόχος της Ευρώπης -, χωρίς να λαμβάνουμε μάλιστα υπόψη τις συνθήκες στις οποίες ζούμε. Δεν είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση που πρέπει να προσαρμοστεί στη διεύρυνση. Είναι η κάθε χώρα η οποία θέλει να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση που πρέπει να προσαρμοστεί! Και μιλώντας για την Κροατία και την Τουρκία, είναι καλό σίγουρα που θέλουμε η Τουρκία να προχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όμως την Κροατία την σταματήσαμε, όταν παρέβη τους όρους που της θέσαμε. Δεν θέλω να πω ότι έπρεπε να καταλήξουμε εδώ.
Και καταλήγω, κύριε Πρόεδρε, λέγοντας ότι πρέπει να προχωρήσουμε με το Σύνταγμα, διαφορετικά η διεύρυνση θα είναι χωρίς ιστορικό νόημα.
Jan Marinus Wiersma (PSE). – (NL) Κύριε Πρόεδρε, θέλω και εγώ να εκφράσω τα συγχαρητήριά μου στους δύο εισηγητές, τον κ. Brok και τον κ. Stubb, για το θαυμάσιο έργο που έχουν επιτελέσει. Ο πέμπτος γύρος διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι, αναμφίβολα, ένα από τα πιο φιλόδοξα εγχειρήματα που έχει ποτέ υλοποιήσει η ΕΕ. Χρησιμεύει επίσης ως σημείο αναφοράς, βεβαίως, για τη σημερινή συζήτηση. Επιπλέον, αυτή η διεύρυνση μας υποχρεώνει να εξετάσουμε την εσωτερική λειτουργία της ΕΕ προτού προχωρήσουμε σε έναν νέο γύρο διεύρυνσης· γι’ αυτό το θέμα της ικανότητας ένταξης της ΕΕ περιλαμβάνεται και πάλι στη σημερινή ημερήσια διάταξη.
Εντούτοις, θέλω να σχολιάσω τις επικρίσεις κατά της διεύρυνσης οι οποίες ακούγονται συχνά σχετικά με το θέμα της σημερινής μας συζήτησης, και από τις οποίες θέλω να αποστασιοποιηθώ, διότι οι επικρίσεις αυτές συνήθως συνοδεύονται από μια σειρά ιδεών τις οποίες θεωρώ αποδοκιμαστέες. Καταρχάς, ότι αυτή η διεύρυνση ήταν σφάλμα· δεύτερον, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι υπερπλήρης· και, τρίτον, ότι οι εσωτερικές μεταρρυθμίσεις απαιτούνται συγκεκριμένα λόγω της διεύρυνσης. Αυτό είναι ανακριβές. Η διεύρυνση αποτελεί εσωτερική εγγενή αξία, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη φιλοδοξία να επιτύχουμε την πιο αποτελεσματική λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επαναλαμβάνω, και θα συνεχίσω να το επαναλαμβάνω, ότι η διεύρυνση του 2004 ήταν επιτυχημένη και η διεύρυνση στις αρχές του προσεχούς έτους, με την ένταξη της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, θα είναι εξίσου επιτυχημένη.
Η ΕΕ είναι, και θα παραμείνει, ανοικτή. Έχει αναλάβει δεσμεύσεις έναντι μιας σειράς χωρών τις οποίες οφείλουμε να τηρήσουμε. Με όποιον τρόπο και αν το πράξει, η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να μεταρρυθμιστεί προκειμένου να μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί, αλλά και επειδή οι πολίτες προσδοκούν περισσότερα από την Ένωση. Επανερχόμαστε έτσι στη συζήτηση σχετικά με την ικανότητα ένταξης και τη στρατηγική διεύρυνσης με όρους οικονομικούς. Οι εκθέσεις Brok και Stubb καταδεικνύουν, νομίζω, ότι το παρόν Σώμα κατάφερε να περιγράψει τις προσδοκίες μας με επαγγελματισμό και ότι η Επιτροπή έχει υιοθετήσει την ίδια επαγγελματική προσέγγιση, παρότι, όπως επεσήμανε ο κ. Swoboda, η Επιτροπή έχει αφήσει σε εκκρεμότητα μια σειρά από σημαντικά ζητήματα, με τη δικαιολογία ότι «θα επανέλθει σε αυτά την κατάλληλη στιγμή».
Ως προς την ικανότητα ένταξης, το σημαντικότερο πράγμα, κατά τη γνώμη μας, είναι να εκπληρώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση τις δικές της υποχρεώσεις. Τα σημερινά θεσμικά όργανα και η Συνθήκη της Νίκαιας είναι ανεπαρκή για την προσχώρηση νέων κρατών μελών. Εναπόκειται σε εμάς τους ίδιους να πραγματοποιήσουμε τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες είναι αναγκαίες προκειμένου να καταστεί δυνατή η προσχώρηση νέων χωρών σε μεταγενέστερο χρόνο. Το γεγονός ότι οι υποψήφιες χώρες οφείλουν, με τη σειρά τους, να προετοιμαστούν κατάλληλα για την ένταξή τους δεν είναι κάτι νέο. Οι προϋποθέσεις έχουν οριστεί στα κριτήρια της Κοπεγχάγης από το 1993.
Υπάρχουν ορισμένες παράμετροι της ικανότητας ένταξης της ΕΕ η σημασία των οποίων είναι αυτονόητη. Χρειαζόμαστε τα θεσμικά όργανα προκειμένου η Ευρωπαϊκή Ένωση να λειτουργεί δημοκρατικά και αποτελεσματικά, και χρειαζόμαστε έναν προϋπολογισμό ο οποίος θα είναι ανάλογος των φιλοδοξιών της ΕΕ· θέλω, ωστόσο, να αναφερθώ στη λεγόμενη «ικανότητα δράσης», η οποία είναι, κατά τη γνώμη μου, κρίσιμης σημασίας. Κάτι που επίσης έχει σημασία είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες οι οποίες ανταποκρίνονται στις επιθυμίες και τις προσδοκίες των ευρωπαίων πολιτών· αυτές πρέπει να κατέχουν επίσης κεντρική θέση στην επικοινωνία σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αποδεικνύει τις δυνατότητές της και να είναι σε θέση να πείσει για αυτές, διότι μόνον έτσι θα έχουμε τη δυνατότητα να δημιουργήσουμε με επιτυχία, και να συντηρήσουμε, μια βάση υποστήριξης της ευρωπαϊκής συνεργασίας, και η διεύρυνση είναι μέρος αυτής της προσπάθειας· δεν πρέπει να θεωρούμε ότι η διεύρυνση αποτελεί χωριστό τομέα πολιτικής ως προς τον οποίο οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται μεμονωμένα. Η διεύρυνση πρέπει να αποτελέσει μέρος της «ατζέντας πολιτών» της Επιτροπής. Μόνο μέσω δημοσίου διαλόγου ο οποίος θα αναπτυχθεί δυναμικά με βάση μια Ευρώπη καλύτερων αποτελεσμάτων μπορούμε να αναμένουμε ότι οι πολίτες θα αντιμετωπίζουν θετικά στο μέλλον τη διεύρυνση.
Θέλω να ολοκληρώσω την παρέμβασή μου με ένα σχόλιο σχετικά με την Τουρκία, ένα θέμα το οποίο έθιξε ήδη ο κ. Swoboda. Η Ομάδα μας στηρίζει τη θέση του Επιτρόπου Rehn. Κατά τη γνώμη μας, έχει καταθέσει μια λογική πρόταση, σύμφωνα με την οποία πρέπει να αντιδράσουμε στην άρνηση της Τουρκίας να εφαρμόσει το Πρωτόκολλο της Άγκυρας. Συγχρόνως, συμφωνούμε μαζί του ότι δεν πρέπει να κλείσουμε εντελώς την πόρτα. Οι δίαυλοι επικοινωνίας πρέπει να παραμείνουν ανοικτοί, ενώ στηρίζουμε τη μερική αναστολή ή καθυστέρηση των διαπραγματεύσεων στην οποία αναφερθήκατε. Συνεχίζουμε να καθιστούμε σαφή στην Τουρκία την ανάγκη εκπλήρωσης των νομικών της υποχρεώσεων έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης· συγχρόνως, όμως, οι συνομιλίες δεν πρέπει να σταματήσουν τελείως.
Ολοκληρώνοντας, ευελπιστούμε ότι το προσεχές έτος η Επιτροπή και το Συμβούλιο θα αναλάβουν πρωτοβουλίες προκειμένου να αντιμετωπίσουν το θέμα της απομόνωσης, οικονομικού κυρίως χαρακτήρα, της Βόρειας Κύπρου.
Andrew Duff (ALDE). – (EN) Κύριε Πρόεδρε, ασφαλώς χαιρετίζω την εγκατάλειψη του όρου «ικανότητα απορρόφησης», ο οποίος μοιάζει να ταιριάζει περισσότερο σε χαρτί κουζίνας, καθώς και «προνομιακή εταιρική σχέση», ο οποίος είναι ελαφρώς υποκριτικός, ενώ δεν συνοδεύεται ουσιαστικά από ιδιαίτερα προνόμια.
Πρέπει, όμως, τώρα να προσπαθήσουμε να αναπτύξουμε την πολιτική γειτονίας μας με ταχύτητα και δημιουργικότητα, έτσι ώστε να δημιουργήσουμε στα ανατολικά μας σύνορα συνθήκες σταθερότητας για τα κράτη που δεν μπορούν να ενταχθούν στην Ένωση και για όσα δεν επιθυμούν να ενταχθούν. Ενόψει της επικείμενης επαναδιαπραγμάτευσης της Συνθήκης, θα ήταν λογικό να συμπεριλάβουμε στο Μέρος III ένα κεφάλαιο στο οποίο θα περιγράφεται η πολιτική διεύρυνσης, θα παρουσιάζονται τα κριτήρια της Κοπεγχάγης και θα περιγράφονται με πολύ μεγαλύτερη σαφήνεια από ό,τι σήμερα η διαδικασία και το κατώφλι ένταξης. Πρέπει επίσης να προστεθεί, κατά την επαναδιαπραγμάτευση του Μέρους III η δυνατότητα δημιουργίας ενός νέου καθεστώτος συνδεδεμένων μελών. Μια τέτοια βελτίωση θα συμβάλει στο να καθησυχάσει την κοινή γνώμη για την ποιότητα της ενταξιακής μας διαδικασίας και για τον ρυθμό ανάπτυξης της μεταεθνικής ευρωπαϊκής κοινωνίας. Θα ήταν επίσης πολύ χρήσιμο για τρίτες χώρες οι οποίες εξετάζουν την προοπτική των μελλοντικών τους σχέσεων με την Ένωση.
ΠΡΟΕΔΡΙΑ ΤΟΥ κ. VIDAL-QUADRAS Αντιπροέδρου
Johannes Voggenhuber (Verts/ALE). – (DE) Κύριε Πρόεδρε, ασφαλώς θέλω να συγχαρώ τους δύο εισηγητές, αλλά προσπαθώ εδώ και αρκετή ώρα να σταματήσω να τους βλέπω ως δίδυμους. Δεν έχω ιδέα αν ο κ. Méndez de Vigo σκέφτηκε τη μητέρα τους, όμως αυτός ο τοκετός θα πρέπει να διήρκεσε αρκετά χρόνια. Συγχαίρουμε τους δύο εισηγητές παρά το γεγονός ότι ανήκουν στην Ομάδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (Χριστιανοδημοκράτες) και των Ευρωπαίων Δημοκρατών και όχι εξαιτίας αυτού, γιατί, μέσα στην κρίση που περνάει η ΕΕ, ξεκαθάρισαν κάτι πολύ σημαντικό.
Τι σημαίνει το ότι θεωρούμε την εμβάθυνση και τη διεύρυνση ως ένα αδιαίρετο καθήκον; Οι εισηγητές το περιέγραψαν διεξοδικά και με κριτικό πνεύμα, ασκώντας κριτική και στην Επιτροπή, στο Συμβούλιο και στο ίδιο το Κοινοβούλιο, όμως είναι επίσης πανομοιότυπος ο τρόπος με τον οποίο απέφυγαν συστηματικά τα πολύ σοβαρά και απαγορευμένα θέματα που κρύβονται πίσω από αυτά. Περιέγραψαν την ανάγκη να ενωθεί ολόκληρη η Ευρώπη, χωρίς όμως να ρωτήσουν τι σημαίνει τελικά «ολόκληρη η Ευρώπη» και πού βρίσκονται τα σύνορά της. Όταν μιλάμε για εμβάθυνση και ένωση, ποιος είναι τελικά ο στόχος αυτής της διαδικασίας ενοποίησης; Είναι προφανές πως αυτό που κρατά ενωμένη την Ευρώπη είναι κάτι παραπάνω από τη χρησιμοποίηση μιας αγοράς και ενός νομίσματος, ποιος είναι όμως ο πολιτικός στόχος; Τον Ιανουάριο, ο κ. Duff και εγώ παρουσιάσαμε στο Σώμα μια έκθεση που έθετε αυτά τα ερωτήματα, τα οποία ωστόσο δεν έχουν απαντηθεί ως τώρα. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε σε πολλά από τα ερωτήματα και τους φόβους των πολιτών. Εδώ υπάρχουν ταμπού που πρέπει να ξεπεράσουμε.
Είμαι ευγνώμων για τη σαφή κριτική που υπάρχει στην έκθεση Brok και έχει ως αντικείμενο την επιφανειακή παρουσίαση των οικονομικών συνεπειών των διαφόρων διευρύνσεων και την επιπόλαιη αντιμετώπιση των θεσμικών θεμάτων. Αποτελεί αποτυχία της Επιτροπής το ότι δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει σωστά από την αρχή της συνταγματικής κρίσης τα προβλήματα των θεσμικών οργάνων, αλλά την ίδια κριτική μπορεί να ασκήσει κανείς για την επιφανειακή προσέγγιση θεμάτων όπως η εσωτερική ασφάλεια, η δικαιοσύνη, η ελευθερία των μέσων ενημέρωσης και τα θεμελιώδη δικαιώματα. Είναι σημαντικό να το πούμε αυτό. Προσωπικά, θεωρώ λυπηρό ότι στο ζήτημα της Τουρκίας τίθεται τώρα στο προσκήνιο η Κύπρος, γιατί δεν είναι αυτός ο πυρήνας του προβλήματος, παρά μάλλον τα θέματα που αφορούν τα θεμελιώδη δικαιώματα και τη δημοκρατία, τα οποία όμως τώρα μπήκαν κάπως στο περιθώριο. Μελλοντικά, η Επιτροπή πρέπει να τα αντιμετωπίσει πιο συστηματικά.
Πώς είναι δυνατόν να έχουμε στην Πολωνία, μια χώρα που υπέγραψε τη Συνθήκη, συζήτηση για τη θανατική ποινή που την κίνησε η κυβέρνησή της; Πώς είναι δυνατόν να αμφισβητεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Τσεχίας λίγους μόνο μήνες μετά την υπογραφή παρόμοιας συνθήκης τα κοινωνικά δικαιώματα και την κοινωνική οικονομία της αγοράς; Θεωρώ ότι οι μελλοντικές ενταξιακές διαπραγματεύσεις πρέπει να περιλαμβάνουν πολύ περισσότερες συζητήσεις με τις υποψήφιες χώρες από ό,τι μέχρι σήμερα για τον στόχο της πολιτικής ένωσης της Ευρώπης.
Jaromír Kohlíček (GUE/NGL). – (CS) Θέλω να προχωρήσω τις ερωτήσεις του κ. Voggenhuber ένα βήμα πιο πέρα. Πώς γίνεται οι πολύ άδικες πρακτικές τις οποίες παρακολουθήσαμε προσφάτως να ανακαλύπτονται τώρα σε ορισμένα τμήματα της συνθήκης προσχώρησης, καθώς ερχόμαστε αντιμέτωποι με την πραγματικότητα; Ένα παράδειγμα είναι η έκκληση της Επιτροπής προς τα κράτη μέλη να αξιολογήσουν τη λεγόμενη ικανότητα ένταξής τους, ένα πολύ επίκαιρο θέμα αυτήν την περίοδο. Οι διαπραγματεύσεις για τη διεύρυνση της ζώνης Σένγκεν και τις ποσοστώσεις στον τομέα της ζάχαρης είναι σκανδαλώδεις, και δεν είναι παρά ένα μικρό τμήμα της κορυφής του παγόβουνου, το οποίο αποκαλύπτει αδυναμίες της ΕΕ. Συμφωνώ μαζί του ως προς το ότι μπορούμε να θεωρήσουμε πως αυτή είναι μία ακόμη ευκαιρία να ξεπεράσουμε αυτές τις αδυναμίες. Για μία ακόμη φορά, βεβαίως, το θέμα είναι να υπάρχει η βούληση να συζητηθούν λύσεις οι οποίες θα εξυπηρετούν όλες τις πλευρές, αντί της εχθρικής και επιθετικής προσέγγισης του «ή αυτό ή τίποτε» με την οποία χώρες όπως η Τσεχική Δημοκρατία είμαστε εξοικειωμένες από την περίοδο των δικών μας ενταξιακών διαπραγματεύσεων.
Σε μελλοντικούς γύρους διεύρυνσης, είναι σημαντικό όχι μόνο να μοιραζόμαστε κοινές αξίες, αλλά επίσης να αναγνωρίζουμε ότι τα αιτήματα χωρών οι οποίες ήταν παραδοσιακά μικρότεροι παράγοντες στην Ευρώπη πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη. Η αρχή της αλληλεγγύης, η οποία υπονομεύτηκε σοβαρά μετά τις περικοπές του προϋπολογισμού της ΕΕ από 1,24% σε 1,05% περίπου του ΑΕγχΠ κατά την τρέχουσα δημοσιονομική περίοδο, για παράδειγμα, πρέπει στο μέλλον να ενισχυθεί. Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι η Συνταγματική Συνθήκη δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση για τη μελλοντική εξέλιξη της ΕΕ. Δεν είναι ούτε Σύνταγμα ούτε Συνθήκη, και αυτό πρέπει να καταστεί απολύτως σαφές. Θέλω επίσης να ζητήσω τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων προκειμένου να επιτευχθεί συναίνεση σχετικά με τα ζητήματα που άπτονται του μέλλοντος της ΕΕ με χρονοδιαγράμματα (ο βουλευτής διακόπτεται).
Κύριε Πρόεδρε, θέλω απλώς να προβώ σε μια επισήμανση. Στο πλαίσιο των σχέσεων μετά τη διεύρυνση, για τις οποίες γίνεται λόγος στη δήλωση με τη Ρωσία, προσδοκώ κυρίως την επίλυση των προβλημάτων που αφορούν τη διαδικασία εκδημοκρατισμού και τα ανθρώπινα δικαιώματα, για παράδειγμα στα κράτη της Βαλτικής που ανήκουν στην ΕΕ.
Ryszard Czarnecki (UEN). – (PL) Κύριε Πρόεδρε, και οι δύο εκθέσεις που συζητούνται υποτίθεται ότι αποτελούν σηματοδότες για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, τον 21ο αιώνα, δεν αρκούν οι απλοί σηματοδότες. Χρειαζόμαστε επίσης φωτεινούς σηματοδότες. Στην προκειμένη περίπτωση, μεταφορικώς, χρειαζόμαστε δύο και όχι τρία χρώματα. Χρειαζόμαστε το πράσινο και το πορτοκαλί, αλλά όχι το κόκκινο χρώμα. Αυτό σημαίνει ότι καμία χώρα δεν πρέπει να αποκλείεται αυτομάτως από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν είναι σωστό να δείξουμε κόκκινο φως σε οποιαδήποτε χώρα στην πορεία της προς την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, όμως η ευρωπαϊκή οδική κυκλοφορία δεν πρέπει επίσης να βυθιστεί στο χάος επειδή χρησιμοποιούμε μόνο τον πράσινο φωτεινό σηματοδότη.
Στο σημείο αυτό, θέλω να σας υπενθυμίσω τη συζήτηση που διεξήγαμε πριν από δύο χρόνια σχετικά με την προσχώρηση της Τουρκίας. Κατά τη διάρκεια εκείνης της συζήτησης, οι ηγέτες των Πρασίνων, του κόμματος στο οποίο ανήκει ο κ. Voggenhuber, ανέφεραν το 2014 ως πιθανό έτος ένταξης της Άγκυρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σήμερα, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό συνιστούσε πολιτικό σουρεαλισμό. Πρέπει να αποδεχτούμε ότι, εκτός από την ταχεία προσχώρηση της Κροατίας και της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, ευρωπαϊκές χώρες όπως το Μαυροβούνιο, η Σερβία, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη ή η Αλβανία πρέπει να μπορέσουν να ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση πριν από την Τουρκία.
Πρέπει να δηλώσουμε σαφώς, και αυτό το αναφέρω την ίδια ημέρα που διεξάγεται μια κυκλική συνάντηση βουλευτών του κοινοβουλίου του Μαυροβουνίου με εκπροσώπους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ότι όσο μεγαλύτερη είναι η Ένωση τόσο πιο ισχυρή θα είναι. Τέλος, η ισχύς της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ενισχυθεί σημαντικά μέσω της διεύρυνσης, χωρίς να διαθέτει Σύνταγμα. Θέλω να απευθύνω μια προειδοποίηση στους κκ. Brok και Stubb. Δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε τις μελλοντικές διευρύνσεις ως πρόσχημα για την επιβολή θεσμικών αλλαγών.
Γεώργιος Καρατζαφέρης (IND/DEM). – Κύριε Πρόεδρε, καλό θα ήταν ο Επίτροπος κ. Rehn, ο Επίτροπος της διεύρυνσης, να μας προσδιορίσει πρώτα τα σύνορα της Ευρώπης. Ποια είναι η Ευρώπη; Η Ευρώπη πού τελειώνει; Στην Κωνσταντινούπολη, στο Ντιαρμπακίρ ή στη Βαγδάτη; Δεν ξέρουμε ποια είναι τα σύνορα της Ευρώπης. Ήδη μαζεύονται υπογραφές εδώ στο διάδρομο για να μπει το Ισραήλ. Για ποιο λόγο όχι και η Παλαιστίνη ή το Μαρόκο αύριο; Θα είναι όμως Ευρώπη αυτό; Ας ξεκαθαρίσουμε τι θέλουμε. Ενωμένη Ευρώπη ή Ενωμένη Ευρω-Ασία; Από ’κει και πέρα ο καθένας αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει σήμερα. Σήμερα δεν μπαίνει η Τουρκία στην Ευρώπη. Μπαίνει η Ευρώπη στην Τουρκία και γι’ αυτό όρους δεν βάζει η Ευρώπη αλλά η Τουρκία.
Να ξεκαθαρίσουμε και το θέμα του αποκλεισμού του βορείου τμήματος της Κύπρου: Ο αποκλεισμός δεν γίνεται από την Ευρώπη ούτε από την Κύπρο. Γίνεται από το στρατό κατοχής. Εάν φύγει ο στρατός κατοχής τότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Αλλά εδώ εθελοτυφλούμε. Κλείνουμε τα μάτια μας. Υπάρχει στρατός κατοχής σε μία από τις 25 χώρες της Ευρώπης και εμείς κάνουμε πως δεν το ξέρουμε. Αυτό λοιπόν δημιουργεί πρόσθετη αλαζονεία στην Τουρκία. Εάν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, να απαιτήσουμε να φύγει ο στρατός κατοχής και να αναγνωρίσει η Τουρκία και τις 25 χώρες, όχι μόνο τις 24. Εάν δεν είχε αναγνωρίσει, κύριε Πρόεδρε, τη Γαλλία ή το Ηνωμένο Βασίλειο, θα έμπαινε μέσα η Τουρκία; Ασφαλώς όχι! Γιατί; Επειδή η Κύπρος είναι μια μικρή χώρα; Αυτό είναι ένα μεγάλο ιστορικό λάθος της Ευρώπης.
James Hugh Allister (NI). – (EN) Κύριε Πρόεδρε, έχω πεισθεί ότι οι υποστηρικτές του απορριφθέντος Συντάγματος αντιμετωπίζουν τη διεύρυνση ως όχημα διασφάλισης της εφαρμογής τμημάτων αυτού του Συντάγματος. Σε αυτό οφείλεται το γεγονός ότι στην έκθεση Stubb προβάλλεται η ανεπαρκώς τεκμηριωμένη αλλά έντονη απαίτηση για περαιτέρω υποβάθμιση του εθνικού δικαιώματος αρνησικυρίας, η απαίτηση για τη δημιουργία θέσης υπουργού Εξωτερικών, καθώς και η απαίτηση να δοθούν περισσότερες εξουσίες στη μη εκλεγμένη Επιτροπή και στο επεκτατικό Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και να δοθούν επίσης περισσότερες αρμοδιότητες στην ΕΕ.
Η ίδια η διεύρυνση δεν προϋποθέτει τίποτε από όλα αυτά, αλλά οι φανατικοί ευρωπαϊστές, όπως οι δύο εισηγητές μας, καθώς δεν διαθέτουν ουσιαστικά επιχειρήματα για να παρακάμψουν τη λαϊκή αντίθεση στο Σύνταγμα, κατέφυγαν σε αυτό το αβάσιμο εφεύρημα ότι για τη διεύρυνση απαιτείται η ύπαρξη συντάγματος. Δεν χρειάζεται σύνταγμα ούτε αυτή η ΕΕ ούτε η ανόητα διογκωμένη Ένωση που θα προκύψει με την ένταξη της Τουρκίας.
Σε τι μπελάδες μας έχουν βάλει ο Laurel Brok και ο Hardy Stubb! Και όλα αυτά χωρίς καμία σκέψη για το ποιος θα κληθεί να καταβάλει το κόστος. Όπως και στο παρελθόν, φαίνεται να υπάρχει η προσδοκία ότι χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο θα συνεχίσουν ευχαρίστως να χρηματοδοτούν αυτήν την ανεξέλεγκτη τρέλα. Καθώς η ΕΕ κοστίζει ήδη στη χώρα μου 4 δισ. βρετανικές λίρες ετησίως, οφείλω να σας πω ότι δεν έχουμε περιθώρια για περαιτέρω ελεημοσύνες.
Jacques Toubon (PPE-DE). – (FR) Κύριε Πρόεδρε, τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα έρχονται τώρα στα βασικά ερωτήματα. Τι είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση; Τι θέλει; Ποιος μπορεί να συμμετέχει; Ελπίζω ότι, χάρη στα ψηφίσματα Stubb και Brok, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιό μας θα βοηθήσει με σαφήνεια να εγκαταλειφθούν τα προσχήματα και να σταματήσει η φυγή προς τα εμπρός με τη στρατηγική της διεύρυνσης.
Η ικανότητα ολοκλήρωσης ορίζεται πάρα πολύ καλά με τα τρία στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 8 της έκθεσης Brok. Στον βαθμό που μας αφορά, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στα πολιτικά σχέδια και όχι μόνο στα θεσμικά όργανα. Είμαστε κατά της διεύρυνσης που οδηγεί στη διάλυση κοινών πολιτικών. Είναι αλήθεια ότι η ικανότητα ολοκλήρωσης, όπως σωστά ορίζεται από τον κ. Stubb, δεν συνιστά κριτήριο προσχώρησης, αλλά προϋπόθεση για την προσχώρηση.
Επί του παρόντος, πιστεύουμε, όπως ο κ. Stubb, ότι μια περαιτέρω διεύρυνση δεν μπορεί να λάβει χώρα χωρίς νέους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων, χωρίς νέους πόρους και χωρίς νέα αντιπροσώπευση της Ένωσης. Αυτό είναι το συμπέρασμα που εξάγουμε τώρα από την ατυχή σύγκριση μεταξύ της προσχώρησης στην Ένωση των 12 νέων κρατών μελών, η οποία είναι μια επιτυχία, και της Συνθήκης της Νίκαιας, η οποία είναι, με τη σειρά της, παντελώς ανεπαρκής. Ας είμαστε οξυδερκείς στη συλλογιστική μας σχετικά με την Τουρκία.
Το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων έχει σημειώσει τις συνέπειες της κυπριακής κατάστασης, η οποία είναι φυσικά, ανυπόφορη, αλλά μήπως δε συζητούμε εδώ ακριβώς για άλλη μία διπλωματική πλάνη; Η αναστολή κινδυνεύει να είναι αναποτελεσματική και μην έχει καμιά επίδραση στην αλλαγή στάσης της Τουρκίας. Η θέση μας πρέπει να επαναβεβαιωθεί· η Ένωση δεν είναι σε θέση να εντάξει την Τουρκία, αλλά πρέπει να εφαρμόσει μια προνομιακή εταιρική σχέση με τη χώρα αυτή, η οποία είναι κρίσιμης σημασίας για την Ευρώπη.
Ας σταματήσουμε να υποκρινόμαστε· πρόκειται για τα συμφέροντα και της Τουρκίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η διεύρυνση δεν είναι αυτοσκοπός· είναι ένα μέσο οικοδόμησης του πολιτικού σχεδίου της Ευρώπης.
Carlos Carnero González (PSE). – (ES) Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα να ξεκινήσω συγχαίροντας τον κ. Stubb για το έργο του ως σκιώδης εισηγητής της Σοσιαλιστικής Ομάδας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Επιτέλεσε ένα σοβαρό έργο, το οποίο εκπληρώνει δύο βασικές προϋποθέσεις για μια έκθεση αυτού του είδους. Καταρχάς, δίνει μια ενδεδειγμένη απάντηση σε ένα εξαιρετικά σημαντικό θέμα, και δεύτερον, και αυτό είναι το βασικό, ενώνει μεγάλες πλειοψηφίες σε αυτό το Κοινοβούλιο. Πιστεύω ότι αυτή η έκθεση είναι πιθανόν να ακολουθήσει το παράδειγμα άλλων εκθέσεων, όπως της έκθεσης Corbett-Méndez de Vigo, που πέτυχαν τη σχεδόν ομόφωνη υποστήριξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τη δεδομένη στιγμή και αυτό τους έδωσε ισχύ. Αυτό το πιστεύω, ειδικά διότι συζητάμε για την έκθεση του κ. Stubb και θα την εγκρίνουμε πριν από τη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σε μερικές ημέρες και μετά την επιτυχία του Δεύτερου Διακοινοβουλευτικού Φόρουμ σχετικά με το Μέλλον της Ευρώπης, που διεξήχθη εδώ την περασμένη εβδομάδα.
Είναι αλήθεια ότι πρέπει να μιλάμε για ικανότητα ένταξης και όχι για ικανότητα απορρόφησης. Πρέπει να ανταποκριθούμε στις θεμιτές ανησυχίες των πολιτών μέσω μιας διττής προσέγγισης που συνδυάζει την εμβάθυνση και τη διεύρυνση. Λέμε «ναι» στη διεύρυνση, η οποία ήταν επιτυχής και η οποία πρέπει να αποτελεί το μέσο για την οικοδόμηση αυτού στο οποίο συνηθίζαμε να αναφερόμαστε με την εύστοχη έκφραση, το «Κοινό Ευρωπαϊκό Σπίτι».
Κύριε Méndez de Vigo, δεν θέλουμε επισκέπτες σε αυτό το σπίτι, αλλά ανθρώπους και χώρες στις οποίες θα ανήκει το σπίτι, πράγμα που σημαίνει πολύ περισσότερα. Έχουν το δικαίωμα όχι μόνο να είναι εδώ, αλλά και να νιώθουν σαν στο σπίτι τους εδώ και να βοηθούν να αποφασίσουμε σχετικά με το κεκτημένο μας και τη συλλογική μας διαχείριση. Η ικανότητα ένταξης δεν μπορεί, επομένως, να είναι ένα περαιτέρω κριτήριο που θα προστεθεί στα κριτήρια της Κοπεγχάγης, αλλά μια προϋπόθεση που επιβάλλουμε στους εαυτούς μας ως Ένωση, προκειμένου να διασφαλίσουμε την επιτυχία της διεύρυνσης. Η ικανότητα ένταξης περιλαμβάνει σαφώς πολιτική ικανότητα, θεσμική ικανότητα και οικονομική ικανότητα, πριν πραγματοποιηθεί μια νέα διεύρυνση. Η έκθεση το λέει και το επαναλαμβάνουμε όλοι. Η Νίκαια δεν χρησιμεύει. Απλά δηλώνει το προφανές. Στην πολιτική, και στην ομοφωνία, που σημαίνει παράλυση, όπως μπορούμε να δούμε, πληρώνουμε ένα βαρύ τίμημα επειδή δεν έχουμε Σύνταγμα.
Ακριβώς για αυτόν τον λόγο σε αυτήν την έκθεση δεσμευόμαστε για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και το βασικό του περιεχόμενο, όπως είπε ο κ. Swoboda. Το περιτύλιγμα δεν έχει σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι οι βασικές πρόοδοι που περιλαμβάνονται σε αυτό το Σύνταγμα, διότι αυτό σημαίνει εμβάθυνση και διεύρυνση σε πραγματικό χρόνο. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να παραμείνει η παράγραφος 9 της έκθεσης του κ. Stubb ακέραια στο σύνολό της.
Πιστεύουμε ότι το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα θα υλοποιηθεί μέσω μιας κατάλληλης συμφωνίας, χωρίς ροκανίσματα και χωρίς να διαμελίζεται το σύνολό του, αλλά φυσικά αυτή η συμφωνία πρέπει να είναι έτοιμη για το 2008 το αργότερο, ώστε να την γνωρίζουν οι πολίτες όταν θα ψηφίσουν το 2009. Διαφορετικά, θα γελοιοποιούσαμε τους εαυτούς μας και φυσικά τους πολίτες.
Ασφαλώς, πρέπει επίσης να ενισχύσουμε την ευρωπαϊκή πολιτική γειτονίας· η διεύρυνση πρέπει να συνοδεύεται από την ευρωπαϊκή πολιτική γειτονίας και, μάλιστα, πρέπει να κατευθύνεται προς την κρίσιμη ευρωμεσογειακή περιοχή. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πρέπει να είναι βασικός πριν και μετά από κάθε διαδικασία.
Κατά συνέπεια, η Σοσιαλιστική Ομάδα θα δώσει στην έκθεσή σας τη σταθερή και αποφασιστική της στήριξη, κύριε Stubb.
Alexander Lambsdorff (ALDE). – (DE) Κύριε Πρόεδρε, η συζήτηση για τις δύο αυτές εκθέσεις δείχνει πως υπάρχει μια ευχάριστη ομοφωνία στο Σώμα σχετικά με την ανάγκη διεξαγωγής μαζικής θεσμικής μεταρρύθμισης πριν μπορέσουμε να δεχτούμε νέες υποψήφιες χώρες. Όλοι γνωρίζουμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι σε καλή κατάσταση, και έτσι είναι σωστό να εστιαστεί το Σώμα κατά την εξέταση της πολιτικής για τη διεύρυνση στην ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ενσωματώσει νέα μέλη, η οποία –αντίθετα από όσα ισχυρίζονται μερικές φορές ορισμένοι συνάδελφοι– δεν είναι νέο κριτήριο, αλλά σημαντικό στοιχείο που παραμελήθηκε στο παρελθόν. Οι προηγούμενες διευρύνσεις ήταν επιτυχείς, αλλά το 2004 η ΕΕ προέβη σε διεύρυνση χωρίς προηγούμενη ή παράλληλη εμβάθυνση, και έτσι διακυβεύτηκε η ιδέα της ολοένα πιο στενής ένωσης. Ειδικά για βουλευτές του Σώματος όπως εμείς, αυτή η ιδέα της ανανέωσης πρέπει να υπάρχει σε όλα όσα κάνουμε, και για τον σκοπό αυτόν θα χρειαστούμε αποτελεσματικά θεσμικά όργανα, πολιτική βούληση και –το κυριότερο– την υποστήριξη της κοινής γνώμης. Αυτήν όμως θα την έχουμε μόνο αν είμαστε αξιόπιστοι, και αξιοπιστία σημαίνει μεταξύ άλλων ότι πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να βαδίσουμε σε νέους δρόμους, να εξετάσουμε εναλλακτικές δυνατότητες συνεργασίας με μελλοντικές υποψήφιες χώρες και να τις φέρουμε πιο κοντά σε εμάς. Αντίθετα με όσα είπε ο κ. Brok, η επιλογή δεν θα γίνει μεταξύ συντάγματος και κ. Verhofstadt, αλλά πρέπει να έχουμε το όραμα και ενός συντάγματος και του κ. Verhofstadt. Θα ήθελα να προσθέσω πως πιστεύω ότι αυτή η συζήτηση θα έπρεπε να γίνει στις Βρυξέλλες και όχι στο Στρασβούργο.
Angelika Beer (Verts/ALE). – (DE) Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, θα ήθελα να αρχίσω με δυο λόγια για την έκθεση της Επιτροπής σχετικά με τη στρατηγική της διεύρυνσης, που δικαιολογημένα χωρίζεται σε τρία μέρη. Ένα κεντρικό στοιχείο της στρατηγικής είναι και η επικοινωνιακή στρατηγική που ζητεί η Επιτροπή.
Εμείς οι πολιτικοί αναμιγνυόμαστε σε αυτήν τη συζήτηση και έχουμε κάθε δικαίωμα να το κάνουμε, θα έπρεπε όμως να εφαρμόσουμε οι ίδιοι στην πράξη αυτήν την επικοινωνιακή στρατηγική αντί να μιλάμε για πράγματα που υποτίθεται πως είναι κρυμμένα βαθιά σε εκθέσεις, αλλά στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν εκεί. Επίσης, λέω ξεκάθαρα –και αναφέρομαι εδώ στην έκθεση του κ. Brok– πως δεν είναι σωστό να εκμεταλλευόμαστε εθνικές ευαισθησίες και κομματικά συναισθήματα για να εκφράσουμε την αντίθεσή μας στη στρατηγική για τη διεύρυνση ή στο Σύνταγμα. Ασφαλώς, ορισμένα μέρη της έκθεσης χαρακτηρίζονται από μεγάλη αμφιθυμία, όμως αν κάνατε τον κόπο να διαβάσετε το σχέδιο της έκθεσης, τότε θα γνωρίζατε ότι αυτή η έκθεση κατέληξε στη σημερινή μορφή της, για την οποία συζητάμε, μετά από πάρα πολλές τροπολογίες των Φιλελευθέρων, των Πρασίνων και των Σοσιαλδημοκρατών.
Θεωρώ ανεύθυνες τις προσπάθειες που καταβάλλονται τώρα από ορισμένους, όχι μόνο από τους Συντηρητικούς αλλά και από τους Σοσιαλιστές, προκειμένου να επωμιστούν το κόστος οι υποψήφιες χώρες, και εφόσον μέχρι σήμερα η πολιτική για τη διεύρυνση ήταν μια πολιτική για την ειρήνη και θέλουμε να μείνει έτσι, ζητώ από το Σώμα να εγκρίνει τις τροπολογίες μας αριθ. 12 και 14.
Mary Lou McDonald (GUE/NGL). – (EN) Κύριε Πρόεδρε, χαιρετίζω αυτήν τη συζήτηση και θέλω να διατυπώσω ορισμένες σύντομες επισημάνσεις.
Ο κ. Stubb αναφέρθηκε σε διαφορετικές ομάδες προσώπων και πολιτικών στάσεων ως προς το θέμα της διεύρυνσης και του Συντάγματος. Τάσσομαι σε μεγάλο βαθμό υπέρ της διεύρυνσης, διότι πιστεύω ότι υπήρξε και θα συνεχίσει να είναι επιτυχής, αλλά τάσσομαι επίσης κατά του Συντάγματος.
Η έννοια της ικανότητας ένταξης μπορεί δυνητικά να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να προωθηθεί ή να παρουσιαστεί το Σύνταγμα ως μια απλή απόπειρα προσαρμογής των θεσμικών οργάνων έτσι ώστε να είναι δυνατή στην πράξη η διεύρυνση. Αυτό δεν θα αποτελούσε απλώς παρερμηνεία του εν λόγω κειμένου, αλλά θα συνιστούσε επίσης πραγματική αποτυχία από μέρους μας σε ένα θέμα το οποίο συνεχίζουμε διαρκώς να συζητούμε: την επικοινωνία με τους πολίτες της ΕΕ. Για να επικοινωνήσουμε, πρέπει να ακούμε, και πρέπει επίσης να διεξαγάγουμε την αναγκαία θεμελιώδη συζήτηση σχετικά με την κατεύθυνση της Ένωσης. Όταν οι πολίτες βλέπουν να υπονομεύονται οι δημόσιες υπηρεσίες και τα δικαιώματα των εργαζομένων, δεν υπάρχει καλός τρόπος μεταφοράς ενός τέτοιου μηνύματος· πρέπει, συνεπώς, να είμαστε δεκτικοί.
Τέλος, ως προς το θέμα της Τουρκίας, υποστηρίζω την ένταξη, αλλά το κυπριακό ζήτημα πρέπει να διευθετηθεί. Πρόκειται για συνέχιση μιας παράνομης κατοχής.
Jan Tadeusz Masiel (UEN). – (PL) Κύριε Πρόεδρε, ενώ συνεχίζουμε να συζητούμε για τη διεύρυνση αντί για την αναζήτηση νέων λύσεων, ο κόσμος αλλάζει. Συμφωνώ ότι η διεύρυνση είναι μία από τις πιο σημαντικές πολιτικές της Ένωσης και ότι εγγυάται την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή. Είναι επίσης αλήθεια ότι οι προηγούμενες διευρύνσεις υπήρξαν επιτυχημένες. Κάποια στιγμή, όμως, αυτή η επιτυχία μπορεί να μετατραπεί σε αποτυχία. Στον κόσμο της φυσικής, μόνο το σύμπαν μπορεί να διαστέλλεται επ’ αόριστον. Όλα τα υπόλοιπα συστήματα ξεφουσκώνουν κάποια στιγμή εάν συνεχίσουν να επεκτείνονται. Αντί να συζητάμε για τη διεύρυνση κατά τρόπο άκαμπτο, παρωχημένο και άσκοπο, πρέπει να αναπτύξουμε μέσα δράσης τα οποία θα προσφέρουμε στους γείτονές μας, μέσα όπως η συνεργασία, οι πολιτικές γειτονίας και οι συμφωνίες σύνδεσης.
Επιπλέον, στον κατάλογο που καταρτίστηκε το 1993 στην Κοπεγχάγη σχετικά με τα κριτήρια που πρέπει να πληρούν οι υποψήφιες χώρες πρέπει να προστεθεί ένα ακόμη κριτήριο, το πολιτισμικό. Ας αφήσουμε τους ίδιους τους πολίτες μας να αποφασίσουν μέσω δημοψηφίσματος αν επιθυμούν να γίνει η Τουρκία κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή αν πρέπει να είναι απλώς συνδεδεμένη χώρα. Αν θέλουμε να επεκταθούμε περισσότερο τότε σκοπός μας πρέπει σίγουρα να είναι η προσφορά της δυνατότητας ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε χώρες οι οποίες ήταν και είναι ευρωπαϊκές, όπως η Σερβία, η Ουκρανία ή η Λευκορωσία.
Gerard Batten (IND/DEM). – (EN) Κύριε Πρόεδρε, η Ευρωπαϊκή Ένωση μοιάζει να έχει απεριόριστη ανάγκη απορρόφησης περισσότερων χωρών. Όλο και περισσότερες εξουσίες αφαιρούνται από τα δημοκρατικά εθνικά κράτη και συγκεντρώνονται σε μια κεντρομόλο και αντιδημοκρατική Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατά τα λεγόμενά του, ο κ. Stubb επιθυμεί μια ενιαία οντότητα με κοινή διάρθρωση και νομική προσωπικότητα, με άλλα λόγια τις «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης».
Ο κ. Stubb δεν θα εκπλαγεί αν του πω ότι το Κόμμα Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου δεν συμφωνεί με αυτό, όμως εντόπισα ένα στοιχείο της έκθεσής του με το οποίο μπορώ να συμφωνήσω. Όταν αναφέρεται στην αναθεώρηση του Συντάγματος, ζητεί την έγκριση μιας ρήτρας η οποία θα επιτρέπει στα κράτη μέλη να αποχωρήσουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εν τέλει, η Βρετανία θα εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Ένωση, με ή χωρίς Σύνταγμα, με ή χωρίς ρήτρα αποχώρησης, αλλά τουλάχιστον ο κ. Stubb είχε την ευπρέπεια να αναγνωρίσει ότι οι χώρες πρέπει να έχουν το δικαίωμα απόσχισής τους από αυτήν τη νέα ευρωπαϊκή αυτοκρατορία.
György Schöpflin (PPE-DE). – (EN) Κύριε Πρόεδρε, ορισμένες φορές αξίζει να θέτουμε απλά, ακόμη και απλουστευτικά ερωτήματα: γιατί πρέπει οπωσδήποτε να διευρύνουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση; Η απλή απάντηση είναι: για να διευρύνουμε τη ζώνη δημοκρατίας και σταθερότητας την οποία έχει δημιουργήσει η Ευρώπη.
Το θέμα, όμως, είναι πιο σύνθετο από ό,τι μπορεί να φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Η δημοκρατία δεν είναι στατική· απαιτεί συνεχή βελτίωση με σκοπό την ενδυνάμωση των πολιτών. Αυτή είναι η πραγματική ουσία της εμβάθυνσης της διαδικασίας ολοκλήρωσης. Σε αυτό το πλαίσιο η διεύρυνση εγείρει ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, το οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιμένει ότι τα μελλοντικά κράτη μέλη πρέπει, κατά την ένταξή τους, να διαθέτουν πλήρως λειτουργικά δημοκρατικά συστήματα –κάτι που είναι σωστό– όμως έτσι παραγνωρίζονται οι αλλαγές που επιφέρει η διεύρυνση στο εσωτερικό της ίδιας της ΕΕ.
Το πρόβλημα είναι το εξής: η είσοδος νέων κρατών μελών δεν οδηγεί στη συμμετοχή μόνο των κρατών, αλλά και των νέων πολιτών που προστίθενται μέσω της ένταξης. Συνεπώς, η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνεπάγεται ταυτοχρόνως τη διεύρυνση του ευρωπαϊκού δήμου, των πολιτών της Ευρώπης. Σπανίως λαμβάνονται υπόψη οι απόψεις τους στη συζήτηση για τη διεύρυνση· εντούτοις, η αποξένωσή τους δημιουργεί κίνδυνο επιδείνωσης του δημοκρατικού ελλείμματος.
Μια ΕΕ η οποία πάσχει από δημοκρατικό έλλειμμα δεν μπορεί να επεκτείνει αποτελεσματικά τη ζώνη δημοκρατίας σε μελλοντικά κράτη μέλη. Απεναντίας, ενδέχεται ακόμη και να εξαγάγει αυτό το δημοκρατικό έλλειμμα, πράγμα που θα ήταν εντελώς αντιπαραγωγικό. Κατά τη διεύρυνση, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι απόψεις των πολιτών της Ευρώπης για αυτήν τη διαδικασία και να μην θεωρείται δεδομένη η συναίνεσή τους. Διαφορετικά, υπονομεύεται ο στόχος της επέκτασης της ζώνης δημοκρατίας και σταθερότητας στην Ευρώπη.
Jo Leinen (PSE). – (DE) Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα να επισημάνω στον εκπρόσωπο του Κόμματος Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου ότι η Συνταγματική Συνθήκη δίνει σε κάθε χώρα το δικαίωμα να αποχωρήσει από την ΕΕ, αλλά καμία χώρα δεν το έκανε αυτό μέχρι σήμερα και καμία δεν θα το κάνει –ούτε καν το Ηνωμένο Βασίλειο– διότι το να μείνει κανείς στην ΕΕ παρουσιάζει περισσότερα πλεονεκτήματα από το να φύγει. Εγώ δεν θα ανησυχούσα για αυτό. Αυτό το είδος προπαγάνδας εκ μέρους των συναδέλφων που πρώτα αγορεύουν και ύστερα εγκαταλείπουν την Αίθουσα δεν είναι καινούργιο. Δεν αξίζει να μιλάμε για αυτό.
Όλοι συμφωνούμε πως υπάρχει ανάγκη για εμβάθυνση της ΕΕ, που την είχαμε υποσχεθεί από το Μάαστριχτ, τότε που είχαμε 12 μέλη και όχι 27 όπως σήμερα. Επομένως, είναι πια καιρός να το κάνουμε. Αυτό ισχύει και για όλες τις μελλοντικές διευρύνσεις. Μία από τις τροπολογίες δίνει την εντύπωση ότι η Κροατία και η Νοτιοανατολική Ευρώπη θα μπορούσαν ακόμα και να εξαιρεθούν τώρα από το αίτημα αυτό. Όμως, αντίθετα, η εμβάθυνση της ΕΕ πρέπει να γίνει πριν από την ένταξη οποιωνδήποτε νέων χωρών.
Πρέπει επίσης να διασαφηνιστεί ότι για τα προβλήματα αυτά ευθύνεται η ίδια η ΕΕ και όχι οι υποψήφιες χώρες – κάτι που έχει ήδη ειπωθεί. Καθήκον μας είναι να μιλήσουμε στους πολίτες για τους σκοπούς και τα οφέλη της διεύρυνσης, κυρίως για τις πατρίδες μας, και να τους εξηγήσουμε ποια είναι. Όλα τα παλαιά κράτη μέλη έχουν τεράστιο όφελος από την ένταξη νέων μελών. Αφού τα παλαιά μέλη εξάγουν πολύ περισσότερα στις νέες χώρες από αυτά που εισάγουν από αυτές, έχουμε μια στρατηγική αμοιβαίου οφέλους, μολονότι δυστυχώς αυτό δεν γνωστοποιείται στην κοινή γνώμη. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να αναπληρώσουμε.
Θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα ακόμα πρόβλημα που σχετίζεται με τη διαδικασία επικύρωσης των νέων προσχωρήσεων. Όταν επιμέρους χώρες αρχίζουν να εξαγγέλλουν δημοψηφίσματα για την ένταξη ενός νέους κράτους μέλους, αυτό θα κάνει τα πράγματα πιο δύσκολα για εμάς. Αυτό είναι ένα ακόμα θέμα με το οποίο πρέπει να ασχοληθούμε.
Ωστόσο, γενικότερα, θα ήθελα να συγχαρώ τα δίδυμα γιατί βρήκαν τον σωστό δρόμο, που θα πρέπει να τον εγκρίνει το Σώμα.
István Szent-Iványi (ALDE). – (HU) Στη σημερινή συζήτηση σχεδόν όλοι συμφώνησαν ότι η διεύρυνση είναι επιτυχημένη. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε πρέπει να συνεχίσουμε απερίσπαστοι την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που έχουμε αναλάβει, διότι η Ευρώπη έχει μεγάλη ανάγκη από επιτυχίες. Η μεταρρύθμιση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων και η συζήτηση σχετικά με την ικανότητα ένταξης δεν πρέπει να επιβραδύνουν τη διαδικασία της διεύρυνσης, και δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως πρόσχημα για τη διακοπή της διεύρυνσης.
Η Κροατία πρέπει να κριθεί με βάση τις ιδιαίτερες επιδόσεις της. Οι διαπραγματεύσεις με την Τουρκία πρέπει να συνεχιστούν, αλλά η Τουρκία πρέπει επίσης να δείξει καλή πίστη και να εκπληρώσει τις δικές της υποχρεώσεις. Όσον αφορά την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, πρέπει να καθορίσουμε με σαφήνεια τους όρους έναρξης των διαπραγματεύσεων. Για δυνητικά υποψήφιες χώρες, πρέπει να υπάρξουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις ένταξης ακόμη και σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, αρκεί να είναι έτοιμες να εκπληρώσουν αυτές τις προϋποθέσεις. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει επίσης να εξασφαλίσει περισσότερους πόρους, περισσότερα χρήματα και σαφέστερους, πιο προσιτούς όρους για τη χρήση των προενταξιακών ταμείων· διαφορετικά, η πρόθεσή μας να συνεχίσουμε τη διεύρυνση δεν θα είναι αξιόπιστη.
Cem Özdemir (Verts/ALE). – (DE) Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, η διεύρυνση της ΕΕ είναι ένα από τα πιο αποτελεσματικά μέσα της εξωτερικής πολιτικής και της πρόληψης κρίσεων στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπροστά μας όμως βρίσκονται τόσο προκλήσεις όσο και ευκαιρίες.
Μετά από την προσχώρηση της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας μπορούμε να περιμένουμε πως θα αντιμετωπίσουμε την προσχώρηση της Κροατίας και ύστερα, σε έναν μετέπειτα γύρο, την προσχώρηση όχι μόνο της Τουρκίας αλλά και των Δυτικών Βαλκανίων, που δεν πρέπει να τα ξεχνάμε σε αυτό το πλαίσιο. Όσο δύσκολο και να είναι, η ΕΕ πρέπει μαζί με τη διεύρυνση να προβαίνει και σε εμβάθυνση και αυτό απαιτεί μεταρρυθμίσεις του θεσμικού της πλαισίου. Το πρόβλημά μας δεν αφορά τόσο την κοινή γνώμη ή τις υποψήφιες χώρες όσο τις ευρωπαϊκές ελίτ, και γι’ αυτό απευθύνω έκκληση στον κ. Brok να πάρει ως πρότυπο τον μεγάλο Ευρωπαίο Χέλμουτ Κολ, που έδειξε το θάρρος να μεταδώσει στους πολίτες τη σημασία μιας ευρύτερης και βαθύτερης ΕΕ.
Ήρθε πια η ώρα για μια νέα πρωτοβουλία για την επίλυση του Κυπριακού και για τον τερματισμό της απομόνωσης του βόρειου τμήματος της νήσου. Χαίρομαι για την υπόσχεση που έδωσε το ελληνικό τμήμα της Κύπρου, αλλά χρειάζεται και μια νέα πρωτοβουλία υπό την αιγίδα του ΟΗΕ για να δοθεί οριστική λύση στο Κυπριακό και να μπορέσει η ΕΕ να αντιμετωπίσει τις διαπραγματεύσεις με την Τουρκία ως εντελώς χωριστό ζήτημα.
Sylvia-Yvonne Kaufmann (GUE/NGL). – (DE) Κύριε Πρόεδρε, μολονότι δεν μπορούμε να προβλέψουμε ποιες χώρες θα μπορέσουμε να καλωσορίσουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και πότε, το κυριότερο είναι ότι υπάρχουν τρία πράγματα που ξεχωρίζουν. Πρώτον, μετά τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία θα υπάρξουν και άλλες προσχωρήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεύτερον, όλες οι ευρωπαϊκές χώρες που μοιράζονται τις αξίες μας και πληρούν τα κριτήρια της Κοπεγχάγης έχουν δικαίωμα να ζητήσουν την ένταξή τους στην ΕΕ και τρίτον, η Συνθήκη της Νίκαιας δεν είναι η κατάλληλη βάση για περαιτέρω διευρύνσεις. Ως εκ τούτου, η ευρεία και εις βάθος μεταρρύθμιση της ΕΕ των 27 επείγει και έπρεπε να έχει γίνει εδώ και καιρό.
Η εκτίμηση αυτή θα ήταν σωστή ακόμα και πριν από έξι χρόνια, όταν υιοθετήθηκε η δήλωση του Λάκεν, και σήμερα είναι πιο επίκαιρη παρά ποτέ. Πιστεύω ότι η εμβάθυνση της ΕΕ είναι απαραίτητη προϋπόθεση πριν από οποιαδήποτε νέα διεύρυνση και ότι το κλειδί για τη μελλοντική βιωσιμότητα της ΕΕ είναι η Συνταγματική Συνθήκη. Είναι απαράδεκτο να προβάλλονται μονομερείς απαιτήσεις από τις υποψήφιες χώρες και να περιμένουμε μόνο από αυτές να εργαστούν στο εσωτερικό τους. Ως εκ τούτου, ελπίζω ότι θα καταστεί δυνατό τον επόμενο χρόνο να βρούμε έναν τρόπο για να βγούμε από την κρίση του συντάγματος που θα συνιστά μια λύση αποδεκτή και από τα 27 κράτη μέλη, είναι όμως γεγονός πως η πολιτική μάχη εκ του συστάδην είναι τόσο πολύπλοκη που το κάνει αυτό εξαιρετικά δύσκολο.
Κεντρικής σημασίας για την ικανότητα ολοκλήρωσης θα είναι να μην στοχεύει απλά σε μια πολύ μικρή –ίσως μόνο θεσμική– μεταρρύθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν πρέπει να υποχωρήσουμε από τη Συνταγματική Συνθήκη το 2009. Ακόμα, είναι ζωτικής σημασίας να επιτύχουμε να γεφυρώσουμε το χάσμα ανάμεσα στην Ένωση και τους πολίτες της. Πρέπει να στείλουμε το δυνατό και ξεκάθαρο μήνυμα –και όχι μόνο στους Γάλλους και στους Ολλανδούς– ότι είμαστε διατεθειμένοι να μάθουμε από το «όχι» αυτών των δύο χωρών και ότι αυτό σημαίνει πως είμαστε πρόθυμοι να εξετάσουμε άλλους τρόπους της άσκησης της ευρωπαϊκής πολιτικής στο μέλλον. Κατά τη γνώμη μου, αυτό σημαίνει πρώτα από όλα ότι η δημιουργία μίας κοινωνικής Ευρώπης πρέπει να τεθεί στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής πολιτικής και να μείνει εκεί.
Mario Borghezio (UEN). – (IT) Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, η συζήτηση αυτή πρέπει να στείλει στην Επιτροπή ένα σαφές μήνυμα, ότι οφείλει δηλαδή να εξαρτήσει το ευρύ της πρόγραμμα για τη διεύρυνση από τις ανάγκες μιας συνολικής στρατηγικής που αφορά τον σημερινό και τον μελλοντικό πολιτικό ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αυτό έχει επίσης ως, κύρια ίσως, συνέπεια την επιλογή μιας γεωπολιτικής απόφασης σχετικά με το ποια πρέπει να είναι τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ανάγκη αυτή είναι ιδιαίτερα αισθητή και επιτακτική όσον αφορά το εξαιρετικά ευαίσθητο θέμα της Τουρκίας, για το οποίο αρχίζει επιτέλους να διαγράφεται η λύση της προνομιακής εταιρικής σχέσης.
Ένα σημείο των εκθέσεων αυτών με βρίσκει σύμφωνο, το γεγονός δηλαδή ότι από την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη στρατηγική για τη διεύρυνση απουσιάζει ο αναγκαίος προβληματισμός όσον αφορά ένα καίριο ζήτημα: τον κίνδυνο της αναπόφευκτης αποδυνάμωσης, αν όχι αποτυχίας, του πολιτικού σχεδίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως συνέπειας μιας περαιτέρω διεύρυνσης της ΕΕ η οποία δεν θα συνοδεύεται από επαρκή ικανότητα πολιτικής, οικονομικής, δημοσιονομικής, αλλά και πολιτιστικής ολοκλήρωσης.
Είναι αλήθεια ότι, ενώ η Επιτροπή προτείνει με απίστευτη επιπολαιότητα αυτό το πρόγραμμα διεύρυνσης, δεν αναφέρει καν ποιες θα είναι οι δημοσιονομικές συνέπειες που θα έχει, παρά το γεγονός ότι είναι απόλυτα αναγκαίο να τις γνωρίζουμε πριν από κάθε ενδεχόμενη ένταξη.
Γνωρίζουμε πολύ καλά τις προσπάθειες που πρέπει να καταβάλουμε μετά την ένταξη της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, και ήλθε ίσως η στιγμή να πούμε με σαφήνεια στις χώρες που περιμένουν να ενταχθούν ότι, προς το παρόν, όπως συνέβη με την Τουρκία, οι προοπτικές που υπάρχουν για αυτές είναι διαφορετικές. Ας μην λησμονούμε πόσο δύσκολη ήταν η επίτευξη ενός συμβιβασμού για τις σημερινές δημοσιονομικές προοπτικές, τον οποίο θα πρέπει μάλιστα να αναθεωρήσουμε σύντομα.
Από τα επιχειρήματα αυτά κατανοούμε ότι οι θέσεις των κυβερνήσεων εκείνων −όπως η κυβέρνηση Πρόντι− που επιμένουν σε κάθε ευκαιρία για την ανάγκη ένταξης των βαλκανικών χωρών, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις αντικειμενικές δυσκολίες, είναι αποτέλεσμα μιας ανεύθυνης επιπολαιότητας.
Τέλος, η υπερβολική ελαστικότητα που επιδείξαμε στις προηγούμενες διαδικασίες ένταξης για πολύ σοβαρά ζητήματα, όπως η διαφθορά και η εγκληματικότητα, δεν μπορεί να γίνεται πλέον ανεκτή, εάν θέλουμε να οικοδομήσουμε μια Ευρώπη που θα ανταποκρίνεται στα κριτήρια και τις αξίες στις οποίες πιστεύουν οι συμπολίτες μας και οι λαοί μας.
Paul Marie Coûteaux (IND/DEM). – (FR) Κύριε Πρόεδρε, εμείς, από την πλευρά μας, θα καταψηφίσουμε επίσης αυτήν την έκθεση, διότι έχει προσπαθήσει να απομακρυνθεί από τη σώφρονα Ευρώπη των πρώτων ετών, δηλαδή την Ευρώπη των Έξι, έξι κρατών μελών συνεργαζόμενων μεταξύ τους με σκοπό την επίτευξη ισορροπίας ατλαντικής εμβέλειας.
Αυτοί που πιστεύουν στην υπερεθνικότητα έχουν διευρύνει το σχέδιό τους πέραν πάσης αναλογίας διευρύνοντας εδώ, εκεί και οπουδήποτε, χωρίς καν να γνωρίζουν πού είναι τα σύνορά τους. Γεγονός είναι ότι, καταργώντας τα εσωτερικά σύνορα και με το να μην γνωρίζουμε πλέον τι είναι τα σύνορα, αυτοί οι ευρωμανιακοί δεν γνωρίζουν πλέον πού να σταματήσουν. Επομένως, το σχέδιό τους δεν είναι πραγματικά πολιτικό επειδή, επαναλαμβάνω, δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική χωρίς την έννοια των συνόρων.
Σήμερα, αυτοί οι ευρωμανιακοί ανακαλύπτουν ότι υπάρχει ακόμη κάποιος πίσω από το τείχος, ότι χρειάζεται να διευρυνθούν περαιτέρω, διότι δεν μπορούν πλέον να πουν «Όχι» σε κανέναν. Εδώ στερούνται οιουδήποτε συντάγματος ας μην τους αφήσουμε σε αυταπάτες! μόνιμα στερούμενοι οιουδήποτε συντάγματος. Είναι αντιμέτωποι με ένα μεγάλο κενό, αναγκασμένοι όπως είναι είτε να υποχωρήσουν, δηλαδή να εφεύρουν μια ρεαλιστική Ευρώπη των δύο ή των τριών ταχυτήτων, η οποία θα ήταν η λογικότερη επιλογή, είτε να ξεκινήσουν μια ιλιγγιώδη και απερίσκεπτη πτήση.
Εδώ ασχολούνται με την Τουρκία, εδώ είναι αντιμέτωποι με νέες υποψήφιες χώρες στον Καύκασο, για παράδειγμα: τελικά, η Γεωργία συμμετέχει όντως στο Συμβούλιο της Ευρώπης... Γιατί όχι οι χώρες του Μαγκρέμπ, ή ο Λίβανος, η ιστορία του οποίου συνδέεται τόσο στενά με την ιστορία των εθνών μας;
Λοιπόν, ας ξεκινήσουμε! Δεδομένου ότι αυτή η φτωχή Ευρώπη δεν έχει πλέον οποιαδήποτε δομή, ας συνεχίσουμε να την διευρύνουμε και, κάνοντας αυτό, ας είμαστε προσεκτικοί και ας μην ξεχνούμε τα κράτη που έχουν κατά περίεργο τρόπο αγνοηθεί τη Σερβία, τη Ρωσία ίσως επειδή αυτές οι χώρες με δισταγμό αποδέχονται την ηγεμονία των ΗΠΑ; Αυτό τα λέει όλα, κύριε Πρόεδρε, σχετικά με την αποτυχία ναι, την αποτυχία της λεγόμενης Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Reinhard Rack (PPE-DE). – (DE) Κύριε Πρόεδρε, το Σώμα στέλνει επανειλημμένα εδώ και αρκετά χρόνια, πρώτα προσεκτικά και ύστερα πολύ ξεκάθαρα, όπως σήμερα, το διπλό μήνυμα ότι δεν μπορεί να γίνει νέα διεύρυνση χωρίς ένα λειτουργικό σύνταγμα. Σε κανέναν δεν κάνουμε καλό προβαίνοντας σε όλο και πιο σύντομες διευρύνσεις χωρίς όρους. Αντίθετα, χωρίζοντας με παρεκκλίσεις τα κράτη μέλη σε δύο κατηγορίες και αποξενώνοντας τους λαούς της Ευρώπης διακυβεύουμε όλα όσα έχουμε επιτύχει ως τώρα.
Η διεύρυνση είναι βέβαια μία από τις πραγματικές επιτυχίες της ΕΕ, όμως όλο και πιο πολλοί άνθρωποι την βλέπουν σαν απειλή, και για να το αντιμετωπίσουμε αυτό πρέπει να διαμορφώσουμε απόψεις με την καλύτερη έννοια του όρου. Αυτό δεν είναι απλό γιατί ένα σύνταγμα δεν είναι και δεν μπορεί να είναι, σε μεγάλο βαθμό, κάτι πολιτικά ελκυστικό, αφού βασικά αφορά την καλύτερη λειτουργία θεσμών και τη δημόσια λήψη αποφάσεων από μια πλειοψηφία και όχι από την υψηλή διπλωματία, κεκλεισμένων των θυρών. Αφορά ένα πρότυπο χρηματοδότησης που θα εξισορροπήσει λογικά τα καθήκοντα και τους διαθέσιμους για αυτά πόρους, και αφορά επίσης συχνά νέα καθήκοντα για την Ευρώπη, μολονότι ήδη σήμερα πολλοί αισθάνονται ότι η Ευρώπη έχει παραγίνει ενοχλητική. Ακόμα και με ζεστό καιρό, το ενεργειακό έχει και αυτό μια ευρωπαϊκή διάσταση και πρέπει να το αντιμετωπίσουμε από κοινού.
Επιτρέψτε μου να τελειώσω λέγοντας κάτι για την Κροατία, μια υποψήφια χώρα με μεγάλη σημασία για την πατρίδα μου. Το αίτημά μας για το Σύνταγμα δεν σημαίνει πως θέλουμε να εμποδίσουμε την ένταξη της Κροατίας, το αντίθετο. Είναι απόλυτα κατανοητό να γίνει η ένταξή της το 2009 ή το 2010, εφόσον η γερμανική Προεδρία καταφέρει να δώσει νέα ζωή στη διαδικασία επικύρωσης του Συντάγματος και στο θέμα του Συντάγματος. Ευχόμαστε στην επικείμενη γερμανική Προεδρία καλή επιτυχία σε αυτό.
Richard Corbett (PSE). – (EN) Κύριε Πρόεδρε, ο κ. Stubb δήλωσε ότι η διεύρυνση είναι η πιο επιτυχημένη πολιτική της ΕΕ, επεκτείνοντας τη σταθερότητα, την ειρήνη και την ευημερία σε όλη την ήπειρό μας.
Αυτή η λογική εξακολουθεί να ισχύει. Βεβαίως, σημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να προσαρμοστεί, ιδίως όσον αφορά τη θεσμική της μεταρρύθμιση. Μήπως, όμως, σημαίνει επίσης ότι πρέπει να εμποδίσουμε κάθε μελλοντική διεύρυνση μέχρις ότου ολοκληρωθούν οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις; Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, η τελευταία διεύρυνση δεν θα είχε συμβεί ποτέ, καθόσον η Συνθήκη της Νίκαιας ήταν σαφώς ανεπαρκής. Ενδεχομένως μάλιστα να μην είχε συμβεί καν η διεύρυνση του 1973.
Γεγονός είναι ότι η διεύρυνση είναι ένα από τα κίνητρα για τις μεταρρυθμίσεις. Ορισμένα κράτη μέλη τα οποία διστάζουν να αποδεχτούν τη θεσμική μεταρρύθμιση συχνά αποδέχονται την αναγκαιότητά της ως συνέπεια της διεύρυνσης. Ως εκ τούτου, οι υποστηρικτές των μεταρρυθμίσεων πρέπει να υποστηρίζουν επίσης τη διεύρυνση. Εντούτοις, ο κ. Méndez de Vigo δήλωσε ότι δεν πρέπει να υπάρξει περαιτέρω διεύρυνση χωρίς τη Συνταγματική Συνθήκη. Μάλιστα, στην παράγραφο 9 της έκθεσης του κ. Stubb αναφέρεται ότι «κάθε επόμενη διεύρυνση θα απαιτεί...» – και ακολουθεί ένας μακρύς κατάλογος στοιχείων τα οποία περιλαμβάνονται στη Συνταγματική Συνθήκη. Δυσκολευόμαστε να δεχτούμε μια τόσο απόλυτη θέση.
Ο κ. Brok δήλωσε ότι αυτοί που προωθούν περισσότερο τη διεύρυνση είναι συνήθως οι ίδιοι που αντιτίθενται στην εμβάθυνση. Αν όμως επιθυμεί κανείς να προωθήσει και τα δύο, πρέπει να τα προωθήσει ταυτοχρόνως. Υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να δημιουργηθούν δύο ομάδες ανθρώπων, η μία εκ των οποίων θα υποστηρίζει ότι δεν επιθυμεί τη διεύρυνση χωρίς να ολοκληρωθεί η θεσμική μεταρρύθμιση, ενώ η άλλη θα υποστηρίζει ότι δεν χρειαζόμαστε θεσμική μεταρρύθμιση προτού προχωρήσουμε σε διεύρυνση. Αν θέλετε να προωθήσετε και τους δύο στόχους, πρέπει να τους υποστηρίξετε εξίσου, διότι μόνον έτσι θα επιτύχουμε συγχρόνως τη διεύρυνση και τη μεταρρύθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Γι’ αυτό η Ομάδα μας κατέθεσε μια τροπολογία επί της παραγράφου 9, με σκοπό να διευκρινιστεί ότι δεν θεωρούμε ότι η αποδοχή όλων των πτυχών μιας μεταρρύθμισης των θεσμικών οργάνων αποτελεί προϋπόθεση για την πραγματοποίηση οιασδήποτε μελλοντικής διεύρυνσης. Θεωρούμε ότι οι δύο διαδικασίες –η διεύρυνση και η μεταρρύθμιση– πρέπει να συμβαδίζουν· θα προωθήσουν η μία την άλλη, και δεν αποκλείεται να ισχύσουν εν τέλει την ίδια ημέρα – με τον ενδεχόμενο συνδυασμό μιας νέας συνθήκης και μιας Συνθήκης Προσχώρησης.
Ignasi Guardans Cambó (ALDE). – (ES) Κύριε Πρόεδρε, η διεύρυνση δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός. Είναι ένας τρόπος επέκτασης ενός σχεδίου και δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να αποδυναμωθεί αυτό το σχέδιο εξαιτίας της διεύρυνσης.
Σε τελική ανάλυση, αυτή η συζήτηση υπονομεύει πραγματικά την ικανότητά μας να μιλήσουμε για αυτό που θέλει να γίνει η Ευρώπη, για αυτό που θέλει να κάνει. Η παράγραφος 8 της έκθεσης Brok είναι πολύ σαφής. Δυστυχώς, μπορεί να βιαζόμαστε, και πράγματι αυτό συμβαίνει, με έναν τρόπο που μας εμποδίζει να μιλήσουμε για τα προβλήματά μας και τις δυσκολίες μας με το πρόσχημα της διεύρυνσης.
Υπάρχουν θεσμικές μεταρρυθμίσεις που δεν μπορούν να περιμένουν, με διεύρυνση ή χωρίς διεύρυνση. Υπάρχουν πολιτικά και οικονομικά μέτρα που μπορούν να εφαρμοστούν τώρα χωρίς καμία μεταρρύθμιση. Υπάρχουν σοβαρά προβλήματα νομιμότητας και επαίσχυντες ενέργειες εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως η κρυφή έγκριση κανονισμών στον τομέα της ασφάλειας των αερολιμένων που επιβάλλονται στους αερολιμένες, χωρίς κανένα είδος δημοκρατικού ελέγχου και χωρίς την ενημέρωση των πολιτών. Υπάρχουν πολλές δράσεις που ζημιώνουν τη δημοκρατική νομιμότητα των θεσμικών μας οργάνων.
Όλα αυτά πρέπει να επιλυθούν. Πρέπει ασφαλώς να ανοίξουμε τη συζήτηση σχετικά με τη διεύρυνση, και τα δύο μέτωπα πρέπει να ανοίξουν παράλληλα. Αλλά η διεύρυνση δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για την αποφυγή αντιμετώπισης των σοβαρών προβλημάτων που έχει η Ευρωπαϊκή Ένωση σήμερα, με ή χωρίς την Τουρκία, με ή χωρίς διεύρυνση.
Milan Horáček (Verts/ALE). – (DE) Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κ. Brok και τον κ. Stubb για τις εκθέσεις τους και να επισημάνω τα προβλήματα που σχετίζονται με την ενδεχόμενη προσχώρηση της Κροατίας, η οποία έχει κάνει αξιοσημείωτη πρόοδο τα τελευταία χρόνια και, ως εκ τούτου, μπορεί να ανταποκριθεί στην πολιτική και οικονομική πρόκληση των κριτηρίων της Κοπεγχάγης. Εφόσον δεν πρόκειται να αποτελέσει δοκιμασία για την ικανότητα ένταξης της ΕΕ, θα πρέπει η τελευταία να σχεδιάσει μια σαφή και εύλογη στρατηγική για τη γρήγορη ένταξη της Κροατίας. Δεν μπορούμε να κάνουμε τη χώρα αυτή όμηρο των εσωτερικών προβλημάτων της ΕΕ και πρέπει να αντιμετωπίσουμε με ευελιξία την προσχώρησή της. Αν γίνει αυτό, δεν θα σημαίνει πολλά για την ΕΕ, θα σημαίνει όμως πολλά για το δημοκρατικό μέλλον της Κροατίας.
Κυριάκος Τριανταφυλλίδης (GUE/NGL). – Κύριε Πρόεδρε, θέλω να αναφερθώ στη μία από τις δύο εκθέσεις που συζητάμε σήμερα, την έκθεση Stubb.
Είναι μια έκθεση που προωθεί την προσπάθεια να αυξηθεί η λειτουργικότητα της Ένωσης σε επίπεδο διαδικασιών λήψης αποφάσεων και να θεσμοθετηθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε οι αποφάσεις να λαμβάνονται ουσιαστικά από τον ηγετικό της πυρήνα χωρίς δικαίωμα αρνησικυρίας στα μικρότερα και, κάποτε, πιο ανεξάρτητα κράτη.
Προφανώς ο εισηγητής δεν έχει αφουγκραστεί την κοινή γνώμη, η οποία έχει δις απορρίψει τη Συνταγματική Συνθήκη. Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός ότι ξεθάβει ένα νεκρό κείμενο και υιοθετεί τις αντιδημοκρατικές πρόνοιες. Το περιεχόμενο των αλλαγών εμβαθύνει την έλλειψη δημοκρατίας, αντί να την μειώνει ή να την καταργεί. Στοχεύουν στο να προωθήσουν τη Συνταγματική Συνθήκη με το αντιλαϊκό της περιεχόμενο μέχρι το 2009. Αντί να διευρύνονται τα δικαιώματα των πολιτών και η πληροφόρησή τους, η λειτουργικότητα και η διαδικασία λήψης απόφασης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, νοούνται, όπως είναι φανερό, ως αποκλειστικό σχεδόν δικαίωμα των ισχυρών κύκλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Λυπούμαι πάρα πολύ που για άλλη μια φορά ο πολίτης μένει απ’ έξω.
Andrzej Tomasz Zapałowski (UEN). – (PL) Κύριε Πρόεδρε, όταν συζητούμε τη στρατηγική διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να έχουμε ως όραμά μας μια κοινή Ευρώπη. Μέχρι στιγμής, οι ωμές πολιτικές απόπειρες προώθησης του Συντάγματος μέσω άσκησης πιέσεων κατέδειξαν την επιθυμία να δημιουργηθεί ένας υπερεθνικός πολιτικός οργανισμός στους κόλπους του οποίου την αποφασιστική πλειοψηφία θα έχουν οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες. Το θέμα της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης συζητείται σε γενικές γραμμές με αυτούς τους όρους. Τα οικονομικά θέματα τοποθετούνται στο περιθώριο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδιώκει να εντάξει όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες στις οποίες μπορούν να κυριαρχήσουν οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες. Γι’ αυτό, από την άποψη της δημογραφικής δυναμικής, η προοπτική ένταξης της Τουρκίας ή της Ουκρανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα επόμενα δύο χρόνια δεν είναι αποδεκτή από τους πολιτικούς ιθύνοντες.
Θέλω να υπογραμμίσω ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να επιβιώσει εάν δεν δοθεί προτεραιότητα στα οικονομικά θέματα αντί των πολιτικών στόχων και της φιλοδοξίας να δημιουργηθεί μια νέα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του 21ου αιώνα, την οποία θα κυβερνούν το πολύ τρεις ή τέσσερις χώρες.
Jacek Protasiewicz, (PPE-DE). – (PL) Κύριε Πρόεδρε, θέλω να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στους κκ. Elmar Brok και Alexander Stubb, συναδέλφους από την πολιτική μου ομάδα, για τις προσπάθειες που κατέβαλαν κατά την εκπόνηση των εκθέσεών τους. Και τα δύο κείμενα αποτελούν δείγματα μιας συνολικής και επιδέξιας προσέγγισης μίας από τις σημαντικότερες προκλήσεις τις οποίες αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση, συγκεκριμένα της περαιτέρω διεύρυνσής της. Ως πολίτης μιας χώρας η οποία προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα πριν από δυόμισι χρόνια, μπορώ να εκτιμήσω τα οφέλη της ένταξης, τόσο για την πολωνική οικονομία όσο και για την καθημερινή ζωή εκατομμυρίων Πολωνών.
Είμαι επίσης πεπεισμένος ότι η τελευταία διεύρυνση δεν ωφέλησε μόνο τα νέα μέλη. Ωφελήθηκε η Ένωση συνολικά, τόσο σε οικονομικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο της ασφάλειας και της σταθερότητας. Το ίδιο ίσχυσε και κατά τις προηγούμενες διευρύνσεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Ωφελήθηκαν και τα νέα και τα παλαιότερα κράτη μέλη.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα παράδειγμα επιτυχούς εγχειρήματος, διότι δεν περιορίστηκε ποτέ σε έναν ελιτίστικο κύκλο ιδρυτικών μελών, αλλά κατάφερε να αναπτυχθεί με σύνεση και να μετατραπεί έτσι σε έναν όλο και πιο σημαντικό παράγοντα μιας όλο και πιο παγκοσμιοποιημένης διεθνούς σκηνής.
Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα διευρυνθεί ακόμη περισσότερο. Τα κράτη των Βαλκανίων και οι ανατολικοί γείτονες της Ένωσης θα γίνουν κάποια στιγμή τμήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεγονός που επίσης θα ωφελήσει την Κοινότητά μας.
Δεν αμφιβάλλω για την αναγκαιότητα των θεσμικών μεταρρυθμίσεων πριν από την επόμενη διεύρυνση. Ωστόσο, θέλω να εκφράσω τον φόβο μου ότι εξαρτώντας ευθέως αυτήν τη διαδικασία από την υιοθέτηση όλων των πτυχών της Συνταγματικής Συνθήκης, ενώ έχει απορριφθεί από τον γαλλικό και τον ολλανδικό λαό μέσω δημοψηφίσματος, μπορεί να δημιουργηθεί η κακή εντύπωση ότι η Ένωση δεν επιθυμεί νέα μέλη. Αυτό θα έστελνε ένα πολύ αρνητικό μήνυμα σε κοινωνίες οι χώρες των οποίων επιθυμούν να προσχωρήσουν στην Κοινότητά μας.
Δεν πρέπει και νομίζω ότι δεν περιοριζόμαστε στον σημερινό κύκλο μελών, ο οποίος περιλαμβάνει ήδη είκοσι επτά χώρες. Η προθυμία μας να δεχτούμε την προσχώρηση νέων μελών δεν πρέπει να αποτελεί πιόνι στις εσωτερικές μας διαμάχες σχετικά με τον χαρακτήρα των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων.
Csaba Sándor Tabajdi (PSE). – (FR) Κύριε Πρόεδρε, η ευρωπαϊκή πολιτική γειτονίας και η παρουσία ουγγρικών μειονοτήτων καθιστούν την Ουγγαρία χώρα που επηρεάζεται περισσότερο από τη μελλοντική διεύρυνση της Ένωσης: Κροατία και Σερβία, λοιπές χώρες στα Δυτικά Βαλκάνια. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, αυτήν τη στιγμή αυτό που προέχει είναι η ενίσχυση και η εφαρμογή σε βάθος οικονομικών και θεσμικών μεταρρυθμίσεων, χωρίς, ωστόσο, να κλείσει η πόρτα στη διεύρυνση. Είναι λυπηρό ότι, από την προοπτική της ιστορίας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αυτής της διεύρυνσης δεν θα έπρεπε να είχε προηγηθεί οικονομική και θεσμική ανάπτυξη: η Ευρώπη δεν μπορεί να διευρύνεται με σχετικά λιγότερους πόρους και χωρίς Συνταγματική Συνθήκη!
Η διεύρυνση του 2004 είχε μια θετική, επωφελή έκβαση για τα παλαιά και τα νέα κράτη μέλη. Αυτή είναι μια κατάσταση όπου όλοι κερδίζουν. Τα δέκα νέα κράτη μέλη εντάχθηκαν χωρίς οποιαδήποτε προβλήματα, χωρίς οποιαδήποτε οικονομική διατάραξη, χωρίς οποιοδήποτε κοινωνικό ντάμπινγκ και χωρίς οποιεσδήποτε μεταναστευτικές ροές. Μετά τη διεύρυνση, η Ευρωπαϊκή Ένωση κατάφερε να εγκρίνει την οδηγία για τις υπηρεσίες, τον κανονισμό REACH, και τις δημοσιονομικές προοπτικές, και πρόκειται να επεκτείνει το σύστημα Σένγκεν. Αυτό που χρειάζεται, ωστόσο, κυρίες και κύριοι, είναι μια ευρωπαϊκή ενημερωτική εκστρατεία, διότι οι δυτικές χώρες δεν γνωρίζουν το πραγματικό κόστος της διεύρυνσης, και τα νέα κράτη μέλη έχουν γίνει ο αποδιοπομπαίος τράγος για τα προβλήματα στο εσωτερικό των χωρών αυτών.
Μάριος Ματσάκης (ALDE). – (EN) Κύριε Πρόεδρε, ευρωπαϊκές αξίες και αρχές της δικαιοσύνης, της δημοκρατίας, της ελευθερίας έκφρασης και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: μεγάλα λόγια τα οποία συνήθως επαναλαμβάνονται κουραστικά σε επουσιώδεις τελετές και ασήμαντες εκδηλώσεις που χαρακτηρίζονται από υποκρισία, ενώ σπανίως αντικατοπτρίζουν τις πραγματικές επιθυμίες μας ή εφαρμόζονται στην πράξη. Η παρακμή του ευρωπαϊκού πνεύματος, σε συνδυασμό με την ιδεολογία της υποταγής στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, κυριαρχεί σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία απειλείται με κατάρρευση από το εσωτερικό της εξαιτίας της κοντόφθαλμης στάσης των Επιτρόπων για τη διεύρυνση, καθώς και της τακτικής υπονόμευσης που ακολουθούν βρετανοί πολιτικοί ηγέτες οι οποίοι σπεύδουν πάντα να υπακούσουν στις επιθυμίες των υπερατλαντικών αφεντικών τους.
Αυτή είναι η θλιβερή κατάσταση στην οποία βρίσκονται μια Επιτροπή και ένα Συμβούλιο τα οποία βυθίζουν σταδιακά την ΕΕ στην απογοήτευση, επιτρέποντας σε ένα στρατοκρατούμενο ασιατικό κράτος, αντί να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του, να υπαγορεύει όρους προκειμένου να μας κάνει την τιμή να ενταχθεί στην ΕΕ.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, μην έχετε την παραμικρή αμφιβολία. Με μια τέτοια τουρκική ένταξη, δεν πρόκειται να διευρυνθεί η ΕΕ, αλλά η Τουρκία. Συγχαρητήρια, λοιπόν, κύριε Rehn, για τις αποφασιστικές σας προσπάθειες υπέρ της επιτυχούς προσχώρησης της ΕΕ σε μια αναγεννημένη Μεγάλη Τουρκική Οθωμανική Αυτοκρατορία, και καλή τύχη στους πολίτες μας, οι οποίοι παρακολουθούν τις εξελίξεις κατάπληκτοι, χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν!
Γιώργος Δημητρακόπουλος (PPE-DE). – Κύριε Πρόεδρε, συγχαρητήρια στον κύριο Brok και στον κύριο Stub για την εξαίρετη εργασία τους. Έχω τις εξής παρατηρήσεις να κάνω:
Πολιτική συνέχειας της διεύρυνσης: Είναι σημαντική και πρέπει να επεκταθεί με τρόπο συντεταγμένο και στις υπόλοιπες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, ιδιαίτερα μάλιστα ενόψει και των επικείμενων εξελίξεων στο ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου. Η ευρωπαϊκή προοπτική και η πολιτική της διεύρυνσης είναι πολιτικές για την ειρήνη και τη συνεργασία που όλοι επιδιώκουμε.
Τουρκία: Πάρθηκε μια απόφαση, προχθές, η οποία είναι στη σωστή κατεύθυνση. Όμως, κύριε Επίτροπε, σας καλώ να επανεξετάσετε την ιδέα του χρονοδιαγράμματος, διότι αυτό θα συμπλήρωνε και θα βελτίωνε τη ληφθείσα απόφαση και θα σας βοηθούσε επίσης να προστατεύσετε την αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πολιτική γειτονίας: η ανακοίνωση της Επιτροπής είναι ανεπαρκής. Είναι όμως μια σημαντική πολιτική, η οποία πρέπει οπωσδήποτε να αναπτυχθεί. Συνεπώς, περιμένουμε νέα ανακοίνωση, πιο βελτιωμένη και πιο ολοκληρωμένη.
Και τέλος, η διευρυμένη Ευρώπη θα είναι πιο δημοκρατική, πιο αποτελεσματική, πιο διαφανής και με περισσότερες κοινωνικές ευαισθησίες, αν αποκτήσει επιτέλους το Σύνταγμά της. Οι διαδικασίες ξαναρχίζουν, η σωστή προσέγγιση είναι η βήμα προς βήμα προσέγγιση των θεμάτων και των προβλημάτων που τη συνιστούν, αλλά και αυτή η βήμα προς βήμα προσέγγιση έχει ημερομηνία λήξης.
Inger Segelström (PSE). – (SV) Κύριε Πρόεδρε, θέλω να ευχαριστήσω τον κ. Brok και τον κ. Stubb για τη σημερινή συζήτηση σχετικά με τη διαδικασία διεύρυνσης και για τις εκθέσεις τους. Θέλω καταρχάς να σχολιάσω τις απόψεις που εκφράζει ο κ. Brok στην αιτιολογική σκέψη ΣΤ, ότι δηλαδή η διεύρυνση δεν πρέπει να υπονομεύει τον πολιτικό χαρακτήρα αυτού του εγχειρήματος. Προέρχομαι από τη Σουηδία, μια χώρα η οποία έχει δηλώσει με σαφήνεια σε όλες τις μελέτες ότι η συνεχιζόμενη διαδικασία διεύρυνσης είναι ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που αντιμετωπίζει η ΕΕ. Εκείνο που με ανησυχεί σήμερα είναι ότι δεν μιλάμε καθαρά για τη συνέχιση της διαδικασίας διεύρυνσης και για τη μελλοντική ένταξη της Τουρκίας. Πολλοί βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αντιτάσσονται στην ένταξη της Τουρκίας, γεγονός το οποίο καθιστά ήδη σαφές το αίτημα της Ομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (Χριστιανοδημοκράτες) και των Ευρωπαίων Δημοκρατών να πραγματοποιηθεί μυστική ψηφοφορία σχετικά με τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας. Εγώ και πολλοί άλλοι βουλευτές θεωρήσαμε αδιανόητο να υπάρχουν πολιτικοί οι οποίοι φοβούνται να υποστηρίξουν ανοικτά τις απόψεις τους ενώπιον των ψηφοφόρων τους, των πολιτών της Ευρώπης.
Το περασμένο έτος εκφράστηκαν επανειλημμένα απόψεις οι οποίες με έκαναν να διερωτώμαι για το αν υπάρχει βούληση για συνέχιση της διεύρυνσης, ακόμη και αν λύσουμε τα κυριότερα θέματα που μας απασχολούν. Χρειαζόμαστε ένα νέο Σύνταγμα, ανεξάρτητα από το εάν θα ενταχθούν στην Ένωση περισσότερα κράτη μέλη, προκειμένου να αποκτήσουμε, μεταξύ άλλων, μια σύγχρονη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Πρέπει να μεταρρυθμίσουμε τη γεωργική πολιτική προκειμένου να εξασφαλίσουμε τις νέες θέσεις απασχόλησης του μέλλοντος και μια βιώσιμη Ευρώπη. Χρειαζόμαστε μεγαλύτερο προϋπολογισμό για τη μελλοντική μας χρηματοδότηση. Αναρωτιέμαι τι εννοεί ο κ. Brok όταν υποστηρίζει, στην παράγραφο 11, ότι η Ένωση μπορεί να λειτουργεί σωστά μόνον εάν όλα τα μέλη της μοιράζονται κοινές αξίες που απορρέουν από μια ευρωπαϊκή ταυτότητα. Μήπως πρέπει να θεωρήσω ότι αυτό ισοδυναμεί με κλείσιμο της πόρτας στην Τουρκία;
Η πολιτική μου ομάδα, η Σοσιαλιστική Ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έχει καταθέσει μια τροπολογία, την τροπολογία 29, την οποία καλούμε όλες και όλους τους συναδέλφους να στηρίξουν. Συμφωνούμε απολύτως ότι η Τουρκία οφείλει να τηρήσει τους όρους τους οποίους καθορίσαμε εξαρχής σχετικά με την Κύπρο, τους Κούρδους και τα ανθρώπινα δικαιώματα, καθώς και τις προϋποθέσεις που ισχύουν για όλες τις άλλες χώρες. Πρέπει, όμως, να μιλάμε ξεκάθαρα και να ξεχωρίζουμε αυτά τα διαφορετικά θέματα.
ΠΡΟΕΔΡΙΑ ΤΟΥ κ. MOSCOVICI Αντιπροέδρου
Hannu Takkula (ALDE). – (FI) Κύριε Πρόεδρε, θέλω καταρχάς να ευχαριστήσω το δίδυμο των κκ. Brok και Stubb για τις εκθέσεις τους. Όπως γνωρίζουμε, είναι και οι δύο εξαιρετικά προικισμένοι και ικανοί βουλευτές, αλλά η κατεύθυνση προς την οποία θέλουν να στρέψουν την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι απαραιτήτως αυτή την οποία υποστηρίζω.
Είναι αλήθεια ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες, καθώς και ότι η διεύρυνση έχει από πολλές απόψεις αποδειχθεί θαυμάσιος και αποτελεσματικός τρόπος προώθησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε ορισμένα ζητήματα, όμως, δεν πρέπει επίσης να λησμονούμε τους περιορισμούς της διεύρυνσης. Η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να είναι η διαρκής επέκταση, και όταν εμφανίζονται προβλήματα να δημιουργούμε νέους οργανισμούς. Πρέπει επίσης να είμαστε σε θέση να συζητούμε πιο εμπεριστατωμένα ποια θα είναι η μορφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο μέλλον, τι είδους Ένωση χρειαζόμαστε και σε τι ακριβώς συνίσταται το έργο της.
Σε αυτό το πλαίσιο, ευελπιστώ ότι οι περιορισμοί θα ληφθούν επίσης υπόψη σε αυτήν τη συζήτηση σχετικά με τη διεύρυνση. Συχνά θέτουμε ερωτήματα σχετικά με τα όρια της ανάπτυξης στις κεντρικές ομιλίες μας, αλλά τώρα που συζητάμε για τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ξεχνάμε ότι υπάρχουν όρια και σε αυτού του είδους την ανάπτυξη.
Bogdan Klich (PPE-DE). – (PL) Κύριε Πρόεδρε, το σχέδιο περαιτέρω διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης χάνει πλέον τη στήριξη της κοινής γνώμης. Η τελευταία διεύρυνση ήταν λογική, καθώς συνίστατο στην οριστική υπέρβαση του τεχνητού διαχωρισμού της Ευρώπης μετά τη Διάσκεψη της Γιάλτας. Το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι ποιος είναι ο λόγος ύπαρξης των επιπλέον διευρύνσεων. Αυτό το ερώτημα τοποθετεί στο επίκεντρο του προβληματισμού μας την τεράστια σημασία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Τι σημαίνει μια κοινή Ευρώπη και ποιος πρέπει να είναι ο χαρακτήρας της; Είναι απλώς μια πολιτική κοινότητα η οποία σκοπό έχει να διασφαλίσει τη σταθερότητα της δημοκρατικής διακυβέρνησης των μελών της, τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών, την αποδοχή του κράτους δικαίου και, εν τέλει, την ευημερία, χάρη σε μια αποδοτική οικονομία της αγοράς; Ή μήπως είναι μια κοινότητα αξιών, η οποία στηρίζεται σε κοινές ρίζες και σε μια κοινή πολιτισμική κληρονομιά; Εν τοιαύτη περιπτώσει, ποιες είναι αυτές οι ρίζες και ποια η πολιτισμική αυτή κληρονομιά;
Οι ιστορικοί του πολιτισμού επισημαίνουν το γεγονός ότι η σύγχρονη ευρωπαϊκή ταυτότητα είναι προϊόν πολλών ιστορικών παραδόσεων. Σε καθέναν μας, όπως και σε κάθε ευρωπαϊκό λαό, υπάρχει κάποιο ψήγμα της ελληνικής φιλοσοφικής παράδοσης και του ρωμαϊκού ρεπουμπλικανισμού. Είμαστε κληρονόμοι του ανθρωπισμού της Αναγέννησης και του ορθολογισμού του Διαφωτισμού και, ανεξάρτητα από το εάν το παραδεχόμαστε ή όχι, έχουμε επίσης μια χριστιανική κληρονομιά. Ας μην κοροϊδευόμαστε. Ακόμη και αν ορισμένοι εξ ημών αρνούνται σήμερα να δεχτούν αυτήν την παράδοση, δεν παύει να είναι τμήμα της σύγχρονης ευρωπαϊκής ταυτότητας. Αν μη τι άλλο, είναι παρούσα στη θεμελιώδη αρχή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η οποία αποτελεί τη βάση μιας ολόκληρης σειράς θεμελιωδών νόμων.
Καθώς ο κ. Elmar Brok δηλώνει στην έκθεσή του ότι η «Ένωση μπορεί να λειτουργεί σωστά μόνον εάν όλα τα μέλη της μοιράζονται κοινές αξίες που απορρέουν από μια ευρωπαϊκή ταυτότητα», πρέπει να έχει κατά νου μια ταυτότητα η οποία περιλαμβάνει τη χριστιανική μας κληρονομιά. Δεν πρέπει να λησμονήσουμε να αναφέρουμε αυτήν την κληρονομιά κατά την κατάρτιση ενός συντάγματος.
Józef Pinior (PSE). – (PL) Κύριε Πρόεδρε, σήμερα, την ημέρα που αρθρώνω αυτές τις λέξεις, συμπληρώνονται είκοσι πέντε χρόνια από την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου στην Πολωνία, από την απόπειρα καταστροφής του συνδικάτου Αλληλεγγύη και του αγώνα της πολωνικής κοινωνίας υπέρ της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Είκοσι πέντε χρόνια μετά, μιλώ σε έναν τελείως διαφορετικό κόσμο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σε μια Ευρώπη η οποία στηρίζεται στις αρχές της δημοκρατίας, της ειρήνης, του κράτους δικαίου και της δικαιοσύνης.
Αυτή η προσωπική ιστορική αναφορά αποδεικνύει ξεκάθαρα τη θετική δύναμη που αντιπροσωπεύει η Ευρωπαϊκή Ένωση για όλους τους Ευρωπαίους. Σήμερα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την πρόκληση της εξισορρόπησης της περαιτέρω διεύρυνσης με την ικανότητα απορρόφησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από τη μία πλευρά, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να γυρίσει την πλάτη σε χώρες οι οποίες αγωνίζονται για να πετύχουν την ένταξή τους, να κλειστεί σε έναν ελεφάντινο πύργο πλούτου και δυτικού πολιτισμού. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί να επιτρέψει την υποβάθμιση ή ακόμη και την ολοκληρωτική εξαφάνιση των κοινωνικών και νομικών θεμελίων της Κοινότητας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να εκπληρώσει τα καθήκοντά της έναντι των χωρών οι οποίες αποβλέπουν στην ένταξή τους και να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στις επιδόσεις των εν λόγω χωρών ως προς την τήρηση των αρχών του κράτους δικαίου, της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλουν να ορίσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια το περιεχόμενο μιας ισχυρότερης πολιτικής γειτονίας. Για τον σκοπό αυτόν, πρέπει να δημιουργήσουμε μια κοινότητα Ευρωπαϊκής Ένωσης-Ευξείνου Πόντου.
Οι σχέσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ρωσίας παραμένουν καίριο ζήτημα και καλύπτουν το εμπόριο και την ενέργεια, αλλά, πρωτίστως, και θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εφαρμογής των αρχών του κράτους δικαίου και δημοκρατίας.
Henrik Lax (ALDE). – (SV) Κύριε Πρόεδρε, η περίοδος περισυλλογής έχει καταδείξει σαφώς ότι η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουμε τώρα είναι να πείσουμε τον λαό της Ευρώπης ότι μπορεί να συμμετέχει στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και να επηρεάσει το μέλλον της ΕΕ. Είναι σημαντικό να τολμά να εμπιστευτεί την ικανότητά του να ασκήσει επιρροή και να θέλει επίσης να προσφέρει τη στήριξή του όταν, στο μέλλον, η ΕΕ κληθεί να εντάξει νέα κράτη μέλη, ενδεχομένως μάλιστα μεγάλο αριθμό τέτοιων κρατών.
Κάθε Ευρωπαίος πρέπει να αισθάνεται ότι εκπροσωπείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αυτό θεωρείται αυτονόητο για πολλούς, αλλά όχι για όλους. Λόγω των εθνικών εκλογικών συστημάτων και της κατανομής των εδρών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, πολλοί Ευρωπαίοι θα αποκλειστούν από το Κοινοβούλιο όταν συνεχιστεί η διαδικασία διεύρυνσης. Αναφέρομαι στις περιφερειακές και εθνικές γλωσσικές μειονότητες οι οποίες περιλαμβάνουν σήμερα περίπου 50 εκατομμύρια άτομα. Αυτό ισοδυναμεί με το 10% του πληθυσμού της ΕΕ. Ακόμη και στις τελευταίες εκλογές χάσαμε τέσσερις μειονότητες. Είναι λυπηρό το γεγονός ότι τόσο μεγάλες ομάδες ανθρώπων αποκλείονται συστηματικά από τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων στο εσωτερικό της ΕΕ. Αν συμβαίνει αυτό, δεν πρέπει να αναμένουμε την αυτόματη στήριξη αυτών των ανθρώπων για την ευρωπαϊκή διάρθρωση του μέλλοντος. Το θέμα αυτό πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη κατά την αναθεώρηση της βασικής Συνθήκης της ΕΕ. Η ΕΕ δεν πρέπει να δημιουργεί πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Camiel Eurlings (PPE-DE). – (NL) Κύριε Πρόεδρε, θέλω και εγώ να συγχαρώ εγκάρδια τους δύο εισηγητές, τον κ. Brok και τον κ. Stubb, για το εξαίρετο έργο τους. Η διεύρυνση, όπως ανέφεραν πολλοί προηγούμενοι ομιλητές, είναι μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της Ευρώπης. Αν ορισμένοι το θεωρούν προφανές, το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να θυμηθούμε τον κ. Milinkevich, τον χθεσινό ομιλητή σε αυτό το Σώμα, ο οποίος έχει ήδη φυλακιστεί πολλές φορές. Ο γιος του ήταν στη φυλακή την τελευταία φορά που μας επισκέφθηκε, όπως και εκατοντάδες άλλοι άνθρωποι, απλώς και μόνον επειδή αγωνίζονται για την ελευθερία. Τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ διαφορετικά για την Ανατολική Ευρώπη, και οι δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις σε όλες αυτές τις χώρες που εντάχθηκαν στην ΕΕ σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα αποτελούν εξαιρετικό άθλο για τον οποίο η Ευρώπη έχει κάθε δικαίωμα να αισθάνεται υπερήφανη.
Προκειμένου, ωστόσο, να διατηρήσουμε τη λαϊκή στήριξη αυτής της αποτελεσματικής διεύρυνσης, πρέπει να εξασφαλίσουμε τις αναγκαίες ισορροπίες σε ορισμένους τομείς. Μπορούμε να συγκρίνουμε την κατάσταση με ένα σπίτι. Αν κάποιος προσθέτει διαρκώς κρεβατοκάμαρες στον πρώτο και τον δεύτερο όροφο, οφείλει να ενισχύσει τα θεμέλια, και γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό να εκφραστεί τώρα το Κοινοβούλιο με ξεκάθαρο τρόπο και να ταχθεί εμφατικά υπέρ της θέσπισης μιας νέας συνθήκης πριν από τον επόμενο γύρο διεύρυνσης. Αυτό δεν αφορά τόσο πολύ τις νέες χώρες όσο εμάς τους ίδιους. Αντί να επιδεικνύουμε αδιαφορία, πρέπει τώρα να πράξουμε το καθήκον μας.
Πολλά έχουν λεχθεί σχετικά με την ικανότητα ένταξης. Είναι πραγματικά ευχάριστο το γεγονός ότι εισαγάγαμε αυτήν την έννοια, παρότι πρέπει τώρα να την εμβαθύνουμε σε θεσμικό και οικονομικό επίπεδο, καθώς και σε επίπεδο συνθήκης. Δεδομένου, ωστόσο, ότι η ικανότητα ένταξης συνδέεται επίσης με τη στήριξη της κοινής γνώμης, πρέπει να εξηγήσουμε στους πολίτες ότι η διεύρυνση είναι θετική, μπορούμε να προβάλουμε ορισμένες απαιτήσεις από τα υποψήφια κράτη μέλη, ενώ οφείλουμε, μέσω της υλοποίησης πειστικών μεταρρυθμίσεων, να διατηρήσουμε τη στήριξη των ευρωπαίων πολιτών για αυτήν τη διαδικασία.
Τέλος, όσον αφορά την Τουρκία, ήταν αναγκαία η επιβολή σαφών κυρώσεων, διότι οι όροι υπάρχουν για να τηρούνται. Συγχρόνως, το Συμβούλιο έστειλε ένα ξεκάθαρο και πρόσθετο μήνυμα, θεσπίστηκαν συγκεκριμένες περίοδοι αξιολόγησης, ενώ σε κάποιο βαθμό οι κανόνες τους οποίους οφείλει να τηρήσει η Τουρκία έγιναν πιο αυστηροί· παράλληλα, δεχόμαστε και εμείς πιέσεις να προσφέρουμε διευκολύνσεις για τους Τουρκοκυπρίους. Θέλω να επαναλάβω με έμφαση ότι υποστηρίζουμε τους μεταρρυθμιστές στην Τουρκία. Ευελπιστούμε ότι το προσεχές έτος θα σημειωθεί πρόοδος όσον αφορά την Κύπρο και ευχόμαστε, πάνω από όλα, ότι θα μπορέσουμε και πάλι να στρέψουμε την προσοχή μας στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στην Τουρκία. Απευθύνω έκκληση στους μεταρρυθμιστές να σημειώσουν τώρα πρόοδο στους τομείς της ελευθερίας έκφρασης και της θρησκευτικής ελευθερίας, έτσι ώστε το προσεχές έτος ο εισηγητής μας να μπορεί να είναι πιο θετικός σε σύγκριση με την περυσινή χρονιά.
Σταύρος Λαμπρινίδης (PSE). – Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα να επισημάνω τέσσερα σημεία:
Πρώτον, υπάρχει ένας μύθος - γιατί είναι μύθος - ότι η διεύρυνση και η εμβάθυνση είναι αντικρουόμενες καταστάσεις. Στην πραγματικότητα από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 είναι η διεύρυνση αυτή η οποία μας επέβαλε μεγαλύτερη εμβάθυνση: διαρθρωτικά ταμεία, ΟΝΕ, μεγαλύτερη συνεργασία για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος, της μετανάστευσης, της ειρήνης στον κόσμο. Γι' αυτόν τον λόγο θα πρέπει να συνεχιστεί.
Το δεύτερο σημείο αφορά φυσικά τα Δυτικά Βαλκάνια. Χαίρομαι που δεν τίθεται εν αμφιβόλω η διαδικασία της ένταξής τους, ούτε πρέπει.
Τρίτον, η ιστορία του «absorption capacity» ή «integration capacity», δηλαδή η δυνατότητα να εντάσσουμε νέες χώρες. Αγαπητοί φίλοι, αυτή είναι η υποχρέωση της Ευρώπης. Υποχρέωση! Όπως υποχρέωση για τις άλλες χώρες είναι τα κριτήρια της Κοπεγχάγης. Εμείς δεν παρακολουθούμε σαν δημοσιογράφοι ή σαν στατιστικολόγοι εάν υπάρχει ή δεν υπάρχει αυτού του είδους η δυνατότητα. Πρέπει να την διαμορφώσουμε, ακριβώς για να επιτρέψουμε επιτυχημένες νέες διευρύνσεις.
Το τέταρτο σημείο αφορά την Τουρκία. Λυπάμαι για το παζάρι που είδα τις τελευταίες μέρες. Ενώ η Επιτροπή μιλάει για την ανάγκη ενός «strict conditionality», δηλαδή σαφών προϋποθέσεων, στην περίπτωση της Τουρκίας δίνει ένα αντικρουόμενο μήνυμα. Δεν την πιέζει άμεσα να εφαρμόσει την υποχρέωσή της για το Πρωτόκολλο, δεν την πιέζει να αναγνωρίσει ένα από τα 25 κράτη μέλη, την Κύπρο, κάνει ένα παζάρι για το αν θα ανοίξουν ένα ή δύο ή τρία λιμάνια, αγνοεί παντελώς τη ρίζα του προβλήματος που είναι μια στρατιωτική κατοχή, η οποία παραβιάζει όλες τις ευρωπαϊκές αρχές που διατεινόμαστε ότι πρέπει να ισχύουν προκειμένου να υπάρχει διεύρυνση.
Καλώ την Επιτροπή, έντονα, να ξαναγυρίσει στις αρχικές της ρίζες αυτή την προσπάθεια: χρονοδιαγράμματα, απαιτήσεις από την Τουρκία, προς όφελος της ίδιας της Τουρκίας και των δημοκρατών σ' αυτή τη χώρα.
Arūnas Degutis (ALDE). – (LT) Οι διευρύνσεις, και οι τελευταίες και οι παλαιότερες, ενίσχυσαν την Ένωση, ενθάρρυναν την οικονομική της ανάπτυξη και ενίσχυσαν τον ρόλο της παγκοσμίως. Συνεπώς, πρέπει να παραμείνουμε προσηλωμένοι στην περαιτέρω διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς έχουμε την ιστορική ευκαιρία και το καθήκον να δημιουργήσουμε μια ενωμένη και ευημερούσα Ευρώπη.
Ωστόσο, η διεύρυνση πρέπει να πραγματοποιηθεί ταυτόχρονα με την εμβάθυνση της ΕΕ, με την προσαρμογή των θεσμικών οργάνων έτσι ώστε να συνεχίσουν να λειτουργούν ομαλά ενόψει της ένταξης νέων μελών. Από τις αρχές του προσεχούς έτους, η διάρθρωση της ΕΕ θα ισχύει για 27 κράτη μέλη. Προκειμένου να μπορέσει να διευρυνθεί και να λειτουργεί αποτελεσματικά η Ευρώπη, πρέπει να υλοποιήσουμε ορισμένους επείγοντες στόχους:
1. Πρέπει να ενισχύσουμε τη στήριξη της διεύρυνσης από την κοινή γνώμη, και για να το επιτύχουμε αυτό πρέπει να εξηγήσουμε λεπτομερώς τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από τη διεύρυνση της Ευρώπης, τα οφέλη, το οικονομικό κέρδος και την ιστορική ευθύνη·
2. Πρέπει να αναθεωρήσουμε το δημοσιονομικό πρόγραμμα, περιλαμβανομένου του δημοσιονομικού συστήματος, έτσι ώστε να το προσαρμόσουμε στις νέες απαιτήσεις μιας διευρυμένης Ένωσης·
3. Πρέπει να επιδιώξουμε τις αναγκαίες θεσμικές βελτιώσεις και αλλαγές.
Συνεπώς, είναι άκρως σημαντικό οι χώρες, οι οποίες θα μοιραστούν την Προεδρία της ΕΕ έως το 2008, να αναλάβουν την πρωτοβουλία ώστε να γίνει πραγματικότητα η συναίνεση ως προς το Σύνταγμα.
Τέλος, θέλω να σημειώσω ότι, με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, είναι αναγκαίο να αναζωογονήσουμε την ευρωπαϊκή πολιτική γειτονίας, η οποία θα επιτρέψει στις χώρες οι οποίες μετέχουν σε αυτήν όχι μόνο να εφαρμόσουν γρηγορότερα τις μεταρρυθμίσεις και να επεκτείνουν τις σχέσεις τους με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά, αν το επιθυμούν, να μπορούν και να γίνουν εν τέλει πλήρη μέλη της ΕΕ.
Zsolt László Becsey (PPE-DE). – (HU) Μιλώντας όχι μόνο εξ ονόματός μου, αλλά και εξ ονόματος του συναδέλφου μου, Pál Schmitt, προέδρου της αντιπροσωπείας της κοινής κοινοβουλευτικής επιτροπής ΕΕ-Κροατίας, συγχαίρω τον κ. Brock και τον κ. Stubb για τη θαυμάσια και ρεαλιστική τους έκθεση.
Εμείς οι Ούγγροι χαιρόμαστε διότι οι εκθέσεις ενισχύουν την αρχή της Κοπεγχάγης σύμφωνα με την οποία κάθε κράτος που επιθυμεί να ενταχθεί πρέπει να προχωρά στην πορεία των διαπραγματεύσεων με βάση τα επιτεύγματά του. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση της Κροατίας, η οποία διεξάγει επί του παρόντος διαπραγματεύσεις, μπορούμε να δηλώσουμε με εμπιστοσύνη ότι θα καλωσορίσουμε την εν λόγω χώρα ως μέλος σε αυτό το κύμα, με βάση τα κριτήρια της Κοπεγχάγης. Μάλιστα, η είσοδος της Κροατίας αποτελεί ουσιαστικά την ολοκλήρωση του πέμπτου κύματος διεύρυνσης της ΕΕ, το οποίο αφορά την περιοχή της Κεντρικής Ευρώπης. Η Κροατία συνδέεται με αυτό το κύμα κυρίως μέσω της Σλοβενίας, της Αυστρίας και της Ουγγαρίας, λόγω του επιπέδου ανάπτυξής της, λόγω του νομικού και θεσμικού πολιτισμού της και λόγω της χιλιετούς κληρονομιάς της.
Σε ένα άλλο επίπεδο, η Κροατία μπορεί να αποτελέσει θετικό παράδειγμα για κράτη τα οποία επιθυμούν να ξεκινήσουν τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα Δυτικά Βαλκάνια. Ευτυχώς, η ένταξη της Κροατίας, δεδομένου του μεγέθους της και του βαθμού ανάπτυξής της, δεν παρουσιάζει προβλήματα όσον αφορά τόσο την εσωτερική αγορά όσο και τον προϋπολογισμό. Όσο για τις θεσμικές προϋποθέσεις για την προσχώρηση, αυτές μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσω της αναθεώρησης της Συνθήκης της Νίκαιας, ένα έργο το οποίο, απουσία ενός συντάγματος, θα χρειαστεί να αντιμετωπιστεί εν τέλει κατά την ενταξιακή διαδικασία.
Συγχρόνως, η αρχή των ιδιαίτερων δυνατοτήτων και η περαιτέρω διεύρυνση πρέπει όντως να εξεταστούν πιο σοβαρά, εφεξής στα Δυτικά Βαλκάνια καθώς και στο εσωτερικό της Ένωσης. Σε αυτήν την περίπτωση εντάσσεται η γειτονική της Κροατίας Σερβία, η οποία τρέφει μεγάλες ελπίδες και στην οποία η βόρεια επαρχία της Βοϊβοδίνας μπορεί να λειτουργήσει ως γέφυρα σύνδεσης λόγω των δυτικών της καταβολών. Μπορεί να συνεχίσει να διαδραματίζει αυτόν τον ρόλο εάν η Σερβία προσπαθήσει να προστατέψει την περιοχή, αντί να συνεχίζει την τρέχουσα τακτική της καταπίεσης του παραδοσιακού πολιτισμού αυτοχθόνων λαών της ΕΕ. Αν συνεχιστεί, όμως, αυτή η τακτική, τότε αντί για μια Ευρωπαϊκή Ένωση με βάση τις πολιτισμικές μας αξίες, θα μετατραπούμε, απεναντίας, σε μια Βυζαντινή Ένωση.
Marie-Line Reynaud (PSE). – (FR) Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα να αρχίσω ευχαριστώντας τον κ. Stubb για το έργο του σχετικά με αυτό το πολύ ευαίσθητο θέμα. Η έκθεσή του έχει το προτέρημα ότι αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ικανότητας ολοκλήρωσης από διαφορετικές γωνίες. Είμαι, λοιπόν, ευτυχής που το κείμενο δεν περιορίζεται στο να αναφέρει τις θεσμικές πτυχές αυτού του θέματος, αλλά τονίζει επίσης και άλλες σημαντικές μεταρρυθμίσεις, χωρίς τις οποίες η Ένωση δεν θα μπορούσε να υποδεχθεί νέα μέλη. Σκέπτομαι ιδιαίτερα, την αναθεώρηση του συστήματος χρηματοδότησης της Ένωσης.
Είμαι επίσης ευγνώμων στον εισηγητή για το γεγονός ότι έχει πετύχει να εξασφαλίσει ότι η παρούσα έκθεση τηρεί ουδέτερη στάση έναντι των υποψηφίων χωρών και για το ότι απέφυγε την παγίδα που θα συνίστατο στο να εκφράσει, σε αυτήν την περίπτωση, θέση σχετικά με την προσχώρηση μιας συγκεκριμένης χώρας.
Τέλος, η παρούσα έκθεση σωστά τονίζει τον ενισχυμένο ρόλο που θα έπρεπε να δοθεί στο Κοινοβούλιο, όχι μόνο στο πλαίσιο της διαδικασίας προσχώρησης ,αλλά επίσης στο πλαίσιο μελλοντικών θεσμικών μεταρρυθμίσεων.
Έχω, ωστόσο να διατυπώσω μια κριτική: έχω όντως την εντύπωση ότι, με το να θελήσει να κάνει μια εξαίρετη εργασία, ο εισηγητής έχει κάπως απομακρύνει την έκθεση από τον αρχικό στόχο της, καθιστώντας την περισσότερο μια έκθεση που επικεντρώνεται σε όλες τις μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρά στο ειδικότερο θέμα της ικανότητας ολοκλήρωσης. Αντί να απαριθμεί μια μακρά λίστα θεσμικών μεταρρυθμίσεων, θα ήταν καλύτερα, κατά τη γνώμη μου, να έχει επικεντρωθεί αποκλειστικά στις μεταρρυθμίσεις που συνιστούν πραγματικά προαπαιτούμενα οποιασδήποτε περαιτέρω διεύρυνσης.
Olle Schmidt (ALDE). – (SV) Κύριε Πρόεδρε, κύριε Επίτροπε, η διαδικασία διεύρυνσης της ΕΕ έχει σημειώσει τεράστια επιτυχία, καθώς ο αριθμός των κρατών μελών αυξήθηκε από 6 σε 27. Μας δόθηκε η δυνατότητα να παρακολουθήσουμε τη διαμόρφωση μιας ολόκληρης νέας Ευρώπης. Αν αρχίσουμε τώρα να έχουμε αμφιβολίες και να μιλάμε για «κόπωση» όσον αφορά τη συνέχιση της διεύρυνσης θα κινούμαστε προς λανθασμένη κατεύθυνση. Προφανώς, τα κριτήρια που σχετίζονται με τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ομαλή λειτουργία του κράτους δικαίου πρέπει να τηρούνται. Παρακολουθήσαμε επίσης τον συγκλονιστικό μετασχηματισμό της άλλοτε Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης. Είναι αλήθεια ότι η ΕΕ χρειάζεται νέους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων, αλλά η Ένωση δεν πρέπει να ορίσει νέες προϋποθέσεις για τις χώρες οι οποίες προσπαθούν ήδη να γίνουν μέλη. Κύριε Επίτροπε, προσωπικά θεωρώ πολύ ανησυχητική την παρουσία δυνάμεων στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες προσπαθούν να ορθώσουν εμπόδια στην πορεία ένταξης της Τουρκίας. Το όραμά μας για το μέλλον πρέπει να αφορά μια ολοκληρωμένη Ευρώπη – η οποία περιλαμβάνει την Τουρκία.
Bernd Posselt (PPE-DE). – (DE) Κύριε Πρόεδρε, σε αντίθεση με έναν από τους προηγούμενους ομιλητές, εγώ δεν θεωρώ τη διεύρυνση μέσον της εξωτερικής πολιτικής, αλλά μάλλον μέσον της ευρωπαϊκής εσωτερικής πολιτικής. Γι’ αυτό, η διαδικασία της διεύρυνσης της ΕΕ δεν πρέπει να σπάσει τα όρια της Ευρώπης με την εισδοχή μιας μεγάλης χώρας που είναι είτε εν μέρει είτε καθόλου ευρωπαϊκή, όπως η Τουρκία. Αν γίνει αυτό, τότε η Ευρώπη θα αποκτήσει μια ευρασιατική δομή όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης, που θα συμπληρώνεται από μια εσωτερική αγορά. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποτελεί ελκυστική προοπτική για όποιον αναζητεί μια πραγματικά αποτελεσματική Ευρώπη που θα υποκαταστήσει τα εθνικά μας κράτη στην άσκηση ουσιαστικών λειτουργιών, δηλαδή εκείνο το είδος Ευρώπης που θέλουν οι εκ πεποιθήσεως υπέρμαχοι της ομοσπονδιακής δομής, στους οποίους συγκαταλέγομαι και εγώ.
Ωστόσο, δεν μπορούμε, από την άλλη, να εμποδίσουμε την προσχώρηση χωρών που είναι σαφώς ευρωπαϊκές, και έτσι αντιδρώ στις προσπάθειες να ερμηνευτεί η έκθεση Brok –ορισμένα σημεία της οποίας ασφαλώς επιδέχονται ερμηνείας– κατά τρόπο ώστε να φαίνεται πως η έγκριση της Συνταγματικής Συνθήκης είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την προσχώρηση μιας κεντροευρωπαϊκής χώρας όπως η Κροατία. Σε πρόσφατα ψηφίσματά τους, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση της Γερμανίας (CDU) και η Χριστιανοκοινωνική Ένωση της Γερμανίας (CSU) δήλωσαν ξεκάθαρα ότι η Κροατία συνιστά εξαίρεση αναφορικά με τη διαδικασία της διεύρυνσης εξαιτίας του μεγέθους της, της θέσης της στην Κεντρική Ευρώπη και της προετοιμασίας που έχει κάνει και ότι θα έπρεπε βασικά να έχει ενταχθεί μαζί με την Ουγγαρία και τη Σλοβενία. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί –περισσότερο εκ των πραγμάτων παρά από νομική άποψη– ένα κατάλοιπο της διαδικασίας της διεύρυνσης που ολοκληρώνουμε τώρα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θα αντιδράσω σε όλες τις ερμηνευτικές απόπειρες που –όπως πολύ σωστά είπε ο κ. Horáček– θα καταστήσουν την Κροατία όμηρο της συνταγματικής διαδικασίας. Ασφαλώς πρέπει να προωθήσουμε τη συνταγματική διαδικασία σε αυτήν τη δεκαετία, φυσικά χρειαζόμαστε τη Συνταγματική Συνθήκη για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε κατά την επόμενη δεκαετία καλωσορίζοντας στην Ευρωπαϊκή Ένωση κράτη που είναι χωρίς αμφιβολία ευρωπαϊκά, όπως τα κράτη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης μεταξύ Κροατίας και Ελλάδας, και πρώτα από όλα την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας που έχει ήδη το καθεστώς υποψήφιας χώρας. Χώρες σαν και αυτές έχουν δικαίωμα να γίνουν πλήρη μέλη και θα υποστηρίξουμε αυτό το δικαίωμα.
(Ο Πρόεδρος διακόπτει τον ομιλητή)
Helmut Kuhne (PSE). – (DE) Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα να πω κάτι για την επικοινωνία. Και εγώ αντιδρώ στην ιδέα να θεωρείται η διεύρυνση μέσον άσκησης της εξωτερικής πολιτικής, για άλλους όμως λόγους από τον κ. Posselt. Εγώ πιστεύω πραγματικά ότι έχουμε προβλήματα. Άλλωστε μπορείτε να δείτε πώς ολόκληρες ταξιαρχίες καλοπροαίρετων υπερμάχων της παγκόσμιας στρατηγικής, φορτωμένες με μέσα εξωτερικής πολιτικής, τρέχουν πάνω-κάτω στην Ευρώπη και έξω από αυτήν φωνάζοντας: «Ανησυχείς από την απειλή εμφυλίου πολέμου; Έλα στην ΕΕ!». Είναι ολοφάνερο πως αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τόσοι πολλοί πολίτες της ΕΕ λένε: «Όχι, ευχαριστώ, δεν είμαι μέσον. Δεν υπάρχω για να λύνω προβλήματα εξωτερικής πολιτικής. Δεν είναι αυτός ο λόγος που θεωρώ τον εαυτό μου πολίτη της ΕΕ. Αν αυτή είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, τότε εγώ δεν θέλω να έχω καμία σχέση μαζί της.»
Το δεύτερο που θέλω να πω για την επικοινωνία είναι ότι θέτει το ερώτημα ποια είναι η σημερινή σχέση μεταξύ του μόνιμου ισχυρισμού ότι πρέπει να τηρήσουμε τις υποχρεώσεις που έχουμε αναλάβει και της προθυμίας μας να φανούμε αυστηροί με τις υποψήφιες χώρες τόσο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων όσο και πριν από αυτές, προκειμένου να αναλάβουν οι χώρες αυτές υποχρεώσεις και να τις τηρήσουν, όταν στην συζήτηση αυτή –και συγχαρητήρια στον κ. Posselt– ανοίγει κάθε είδους πίσω πόρτα με την ελπίδα να επιτευχθεί η ένταξη της αγαπημένης υποψήφιας χώρας της μίας ή της άλλης πλευράς στην ΕΕ πριν από την έγκριση του Συντάγματος. Οι πολίτες καταλαβαίνουν πολύ καλά το μήνυμα που δίνεται με τον τρόπο αυτόν, και έτσι δεν υπάρχει λόγος να μιλάμε για την κόπωση από τη διεύρυνση με τόνο που δηλώνει μομφή.
Όσοι πιστεύουν πως υπάρχουν μόνο προβλήματα που αφορούν γεγονότα, θα ήταν καλύτερο να ασχοληθούν με αυτά τα προβλήματα επικοινωνίας.
Alojz Peterle (PPE-DE). – (SL) Χαιρετίζω τις δύο αυτές εκθέσεις ως σαφή έκφραση της πολιτικής βούλησης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία ενισχύει την αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θεωρώ ότι αποτελούν έκφραση του καθήκοντός μας έναντι του μέλλοντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και έκφραση της κοινής μας ευθύνης για την επίτευξη της παγκόσμιας προόδου.
Δεν θα προβώ σε ειδικά σχόλια σχετικά με τις δύο εκθέσεις, αλλά, σε κάθε περίπτωση, τάσσομαι υπέρ της μίμησης της φιλοσοφίας τους. Μου φαίνεται κάπως παράδοξο το γεγονός ότι ενώ, αφενός, συζητάμε για μια κρίση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αφετέρου, αυτά τα Χριστούγεννα βρισκόμαστε ουσιαστικά αντιμέτωποι με το γεγονός ότι πολλές χώρες, στην Ευρώπη και σε άλλες περιοχές του κόσμου, ενδιαφέρονται τόσο πολύ να ενταχθούν στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Η απάντησή μας δεν πρέπει να είναι ότι δεν υπάρχουν αρκετές καρέκλες γύρω από το ευρωπαϊκό τραπέζι ή ότι μας δημιουργεί προβλήματα η κατάρτιση των κανόνων που θα διέπουν την εσωτερική μας λειτουργία.
Σημειώνω δε με ιδιαίτερη ικανοποίηση ότι στην έκθεση του κ. Brok ορίζεται σαφώς ότι οι στενές πολυμερείς σχέσεις δεν αποτελούν εναλλακτική αντί της πλήρους ένταξης, αλλά μια πρόσθετη δυνατότητα για χώρες οι οποίες επί του παρόντος απέχουν πολύ από το να γίνουν πλήρη μέλη. Επιπλέον, στηρίζω τη σαφή στάση έναντι των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Αναμένω ότι θα περιλαμβάνονται όλες ονομαστικά στην επόμενη έκθεση, καθώς καμία από τις χώρες αυτές δεν αξίζει να αναφέρεται σε έναν κατάλογο με τις χώρες που έχουν μείνει εκτός (θεωρώ ότι αυτό είναι σημαντικό για εμάς).
Επίσης, έναντι της Κροατίας και όλων των υπολοίπων χωρών που θα ακολουθήσουν τα βήματα της Κροατίας στο πλαίσιο της λεγόμενης διαδικασίας της Θεσσαλονίκης, πρέπει να τηρηθεί η εξής αρχή: όταν μια υποψήφια χώρα έχει ολοκληρώσει την προετοιμασία της, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει επίσης να είναι έτοιμη. Το ευρωπαϊκό όραμα πρέπει να ανταμείβεται.
Genowefa Grabowska (PSE). – (PL) Κύριε Πρόεδρε, θα ξεκινήσω εκφράζοντας τα συγχαρητήριά μου και στους δύο εισηγητές. Τώρα, ως προς το θέμα της συζήτησής μας, θέλω να επιστήσω την προσοχή σας στο ακόλουθο ζήτημα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποδείξει ότι αποτελεί πολύ ελκυστικό εγχείρημα και έχει προσελκύσει, επί πολλά χρόνια, μια σειρά νέων χωρών. Γι’ αυτό, κατά τη γνώμη μου, η σημερινή συζήτηση για το κατά πόσον η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να επεκταθεί περαιτέρω είναι ακαδημαϊκού χαρακτήρα, διότι η Συνθήκη του Μάαστριχτ προσφέρει τη λύση. Στο άρθρο 49 της Συνθήκης δηλώνεται σαφώς ότι κάθε ευρωπαϊκή χώρα η οποία εκπληρώνει τα πολιτικά και κοινωνικά κριτήρια μπορεί να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα εν λόγω κριτήρια καταρτίστηκαν στην Κοπεγχάγη το 1993 και δεν πρέπει να τα καταστήσουμε τώρα αυστηρότερα.
Η σημερινή συζήτηση αποσκοπεί να απαντήσει στο θεμελιώδες ερώτημα του κατά πόσον μπορούμε να αλλάξουμε τα κριτήρια για τις μελλοντικές διευρύνσεις σύμφωνα με τις εκάστοτε ανάγκες και προσδοκίες. Δεν νομίζω ότι μπορούμε. Θεωρώ ότι δεσμευόμαστε από την αρχή της τήρησης του λόγου μας, της εφαρμογής των συμφωνηθέντων και της αρχαίας ρωμαϊκής αρχής του pacta servanta sum. Γι’ αυτό η λεγόμενη ικανότητα απορρόφησης δεν μπορεί να εμφανιστεί ξαφνικά ως κριτήριο προκειμένου να εμποδιστεί η πρόσβαση στην Ευρωπαϊκή Ένωση χωρών οι οποίες πληρούν τα κριτήρια της Κοπεγχάγης.
Όλες οι διαδοχικές διευρύνσεις ενίσχυσαν την Ένωση και ευνόησαν την ανάπτυξή της. Ωστόσο, οι διευρύνσεις αυτές έπρεπε να σχεδιαστούν πολύ καλά. Θεωρώ ότι μόνο ένα ευρωπαϊκό σύνταγμα θα μας επιτρέψει να διασφαλίσουμε ότι οι μελλοντικές διευρύνσεις θα είναι καλά σχεδιασμένες.
Tunne Kelam (PPE-DE). – (EN) Κύριε Πρόεδρε, συμφωνώ με την κ. Lehtomäki ότι η διεύρυνση πρέπει να συνεχίσει ως μια ανοικτή διαδικασία διότι, παρά το πλήθος των προειδοποιήσεων και των φόβων, όλες οι προηγούμενες διευρύνσεις αποδείχθηκαν εξαιρετικά επιτυχημένες για την ΕΕ συνολικά. Η διεύρυνση υπήρξε και θα συνεχίσει να είναι μια διαδικασία επωφελής για όλους τους συμμετέχοντες.
Ο κ. Stubb ορθώς μας υπενθύμισε ότι κάθε νέος γύρος διεύρυνσης υποχρέωνε την ΕΕ, με πολύ θετικό τρόπο, να εμβαθύνει την εσωτερική της ετοιμότητα μέσω νέων μεταρρυθμίσεων. Το μήνυμα σήμερα είναι ότι η βάση που προσφέρει η Συνθήκη της Νίκαιας δεν είναι πλέον αρκετή για έναν νέο γύρο διεύρυνσης. Η μόνη διαθέσιμη επιλογή είναι η έγκριση της Συνταγματικής Συνθήκης και η εφαρμογή της στην πράξη.
Ωστόσο, η ικανότητα ένταξης δεν πρέπει να θεωρείται πρόσθετο κριτήριο για τις νέες υποψήφιες χώρες. Πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια εσωτερική δέσμευση προκειμένου να καταβάλουμε το μέγιστο των προσπαθειών μας για να επιτύχουμε την αναγκαία νέα ποιότητα της συνοχής μας. Η ΕΕ δεν πρέπει να στέλνει το εσφαλμένο μήνυμα ότι θα κλείσουμε τις πόρτες μας σε νέες υποψηφιότητες. Όλα τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν δικαίωμα να ενταχθούν στην ΕΕ και να αντιμετωπίζονται όχι ως επισκέπτες, αλλά ως δυνητικά και ευπρόσδεκτα μέλη αυτής της διαρκώς διευρυνόμενης οικογένειας. Συνεπώς, πρέπει να είμαστε στον μέγιστο βαθμό ανοικτοί έναντι των ενδιαφερομένων κρατών, περιλαμβανομένης της πατρίδας του κ. Milinkevich.
Τέλος, η διεύρυνση δεν αφορά αποκλειστικά τον προϋπολογισμό και τα θεσμικά όργανα. Υπάρχει ένα τεράστιο πλέγμα απόψεων της κοινής γνώμης, φόβων και προκαταλήψεων. Η Συνταγματική Συνθήκη έχει προσκρούσει στην ψυχολογία του πλήθους. Πρέπει, λοιπόν, να αντιμετωπίσουμε ανοικτά αυτές τις ανάγκες και τους φόβους προωθώντας ειλικρινή και φιλικό διάλογο μεταξύ των παλαιών και των νέων κρατών μελών σχετικά με τις διαφορετικές και ιστορικές πολιτισμικές εμπειρίες μας. Η πείρα με διδάσκει ότι αυτοί οι φόβοι και οι προκαταλήψεις στην πραγματικότητα μοιάζουν πάρα πολύ μεταξύ τους, ενώ στην πλειονότητά τους αποδεικνύονται αβάσιμοι. Υπάρχουν τεράστια αποθέματα λαϊκής στήριξης για τη Συνταγματική Συνθήκη.
Ιωάννης Κασουλίδης (PPE-DE). – (EN) Κύριε Πρόεδρε, εν τέλει δεν επήλθε σύγκρουση των αμαξοστοιχιών! Η κυπριακή κυβέρνηση συμφώνησε με τους εταίρους της στη λεγόμενη «καθυστέρηση» της τουρκικής αμαξοστοιχίας. Ας μην γελιόμαστε. Τα περισσότερα από τα κεφάλαια που αναστάλθηκαν δεν επρόκειτο ούτως ή άλλως να ανοίξουν, δεδομένου ότι χρειάζεται να περάσουν χρόνια προκειμένου να διαμορφωθούν τα αναγκαία σημεία αναφοράς, ενώ το κλείσιμο ενός κεφαλαίου είναι τυπικό ζήτημα – δεν σημαίνει τίποτε εάν έχει ολοκληρωθεί η αντιμετώπιση όλων των άλλων θεμάτων.
Όσο για τις εκθέσεις προόδου, αυτές εκπονούνται ούτως ή άλλως κάθε χρόνο. Συχνά δίνεται υπερβολική έμφαση στην Κύπρο ως λόγο σύγκρουσης των αμαξοστοιχιών. Τώρα, αυτό το εμπόδιο έχει ουσιαστικά παραμεριστεί. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ελεύθερη να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα κατάματα. Η Τουρκία έχει αγνοήσει και συνεχίζει να δηλώνει ότι θα αγνοήσει τις υποχρεώσεις της όσον αφορά τη συμφωνία τελωνειακής ένωσης, υποχρέωση η οποία υφίστατο πολύ πριν από το θέμα της λεγόμενης απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων.
Βρισκόμαστε πλέον αντιμέτωποι με τα πραγματικά ζητήματα: την ελευθερία της έκφρασης, την ελευθερία των θρησκευτικών μειονοτήτων, τις επιδόσεις στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Νότια Τουρκία, τη μεταχείριση των γυναικών, τα θέματα της διαφθοράς, της παρέμβασης του στρατού στη λειτουργία της κυβέρνησης και της δικαιοσύνης. Μόλις πριν από δύο ημέρες, ο στρατηγός Buyukanit επέπληξε την κυβέρνηση Ερντογάν επειδή δεν έλαβε την άδειά του για μια απόφαση η οποία αποδείχθηκε ότι αφορούσε εν τέλει το υπό όρους άνοιγμα ενός λιμένα στα κυπριακά σκάφη.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να βλέπουμε τη σημερινή εικόνα της Τουρκίας. Σκεφτείτε ποια θα είναι η εικόνα της Τουρκίας μετά από 15 χρόνια! Η Τουρκία μας έχει προϊδεάσει όσον αφορά τη βούλησή της να μετατραπεί σε γνήσια ευρωπαϊκή δημοκρατία. Γνωρίζει πώς να αποφεύγει τις συνέπειες!
Ιωάννης Βαρβιτσιώτης (PPE-DE). – Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, συμμερίζομαι απόλυτα τις ανησυχίες πολλών Eυρωπαίων πολιτών, που επιθυμούν πριν από οποιαδήποτε νέα διεύρυνση να έχουν επιλυθεί τα θεσμικά προβλήματα.
Είναι αδιανόητο να επιθυμούμε να λειτουργήσουμε ικανοποιητικά με 27 μέλη με κανόνες που ίσχυαν όταν τα μέλη της Ένωσης ήταν 9, 10 και 15. Δυστυχώς η Συνταγματική Συνθήκη, που περιελάμβανε πολλά θετικά στοιχεία, δεν έγινε δεκτή από δύο λαούς. Έκτοτε το θέμα έχει παγώσει. Χαίρομαι διότι η Oμοσπονδιακή Καγκελάριος κ. Merckel έχει εκφράσει την πρόθεσή της να υποβάλει προτάσεις σχετικές με τη διαδικασία και το χρονοδιάγραμμα επιλύσεως του προβλήματος.
Όμως πιστεύω ότι σε αυτή τη φάση πρέπει να επιδιώξουμε να διευθετηθεί ένας περιορισμένος αριθμός θεμάτων, που είναι όμως σημαντικά για την εύρυθμη λειτουργία της Ένωσης, όπως η δημιουργία θέσης Υπουργού Εξωτερικών και Προέδρου της Ένωσης, η μείωση του αριθμού των Επιτρόπων, η αύξηση των αρμοδιοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η μείωση στο ελάχιστο της ομοφωνίας στον τρόπο λήψης αποφάσεων στο Συμβούλιο, η νομική προσωπικότητα για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η κατάργηση του συστήματος των τριών πυλώνων, η ενδυνάμωση του θεσμού της ενισχυμένης συνεργασίας ανάμεσα στα κράτη μέλη αλλά και όσα άλλα εκτιμηθεί ότι χρειάζονται για την αποτελεσματική λειτουργία.
Διερωτώμαι όμως πόσα από τα κράτη μέλη, παλιά και νέα, θα υπερβούν τις εσωτερικές μικροσκοπιμότητες και θα θέσουν ως κυρίαρχο στόχο την ομαλή λειτουργία και την αποτελεσματικότητα της Ευρώπης των 27 κρατών μελών. Πάντως πιστεύω, τελειώνοντας, κύριε Πρόεδρε, ότι αν δεν καταστήσουμε λειτουργική την Ένωση δεν πρέπει να συζητάμε για νέα διεύρυνση.
Tadeusz Zwiefka (PPE-DE). – (PL) Κύριε Πρόεδρε, όποιος έχει την καλή τύχη να είναι πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα διέπραττε θανάσιμο αμάρτημα αν πρότεινε το κλείσιμο αυτής της πόρτας και αυτής της ευκαιρίας για άλλους που επιθυμούν να ενταχθούν. Το ζήτημα του περιορισμού της διεύρυνσης είναι γελοίο. Είναι σαν να θέτουμε όρια στην ελευθερία ή τη δημοκρατία.
Η σημερινή συζήτηση κατέδειξε ότι προσεγγίζουμε την ικανότητα ένταξης και τα αποτελέσματα της διεύρυνσης κατά κύριο λόγο από τη σκοπιά της εσωτερικής κατάστασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μιλάμε για την ανάγκη εκτεταμένων μεταρρυθμίσεων, και ορθώς, διότι δεν έχουμε την πολυτέλεια να επιδεικνύουμε αδυναμία αν επιδιώκουμε την επιτυχία. Οι μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες, αλλά πρέπει να ακολουθούν μια διάγνωση της κατάστασης και ένα καλά σχεδιασμένο πρόγραμμα βελτιώσεων.
Θεωρώ ότι θα ήταν καλή ιδέα να αναδιαρθρώσουμε εσωτερικά τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αν σήμερα έχουμε είκοσι επτά Επιτρόπους οι οποίοι αποφασίζουν το περιεχόμενο του χαρτοφυλακίου τους, τότε θα ήταν ίσως λογικό να διορίσουμε δύο ή τρεις Επιτρόπους οι οποίοι θα ήταν υπεύθυνοι για την ανάλυση της κατάστασης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την προετοιμασία του προγράμματος μεταρρυθμίσεων κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η δυνατότητά μας να προχωρήσουμε σε περαιτέρω διεύρυνση.
Ωστόσο, δεν μπορούμε να προσεγγίζουμε αυτήν την ικανότητα μόνο από τη σκοπιά της εσωτερικής κατάστασης. Δεν πρέπει να λησμονούμε ποια γνώμη έχουν οι πολίτες των χωρών που φιλοδοξούν να ενταχθούν στην Ένωσή μας σχετικά με την ΕΕ και την προοπτική προσχώρησης στην Ένωση. Οι προσωπικές μου εμπειρίες από τη συμμετοχή μου σε αντιπροσωπείες με χώρες του Νοτίου Καυκάσου, καθώς και με τη Μολδαβία και την Ουκρανία, μου έδειξαν ότι οι πολίτες αυτών των χωρών δεν θεωρούν ότι θα επιτύχουν την ταχεία ένταξή τους, αλλά θέλουν να είναι σίγουροι ότι η πόρτα δεν έχει κλείσει τελείως. Είναι διατεθειμένοι να περιμένουν για είκοσι ή ακόμη και τριάντα χρόνια για μια ευκαιρία να ενταχθούν στους κόλπους της Ένωσής μας. Αυτή είναι μια ευκαιρία την οποία δεν μπορούμε να τους στερήσουμε.
Η πολιτική πληροφόρησης της ΕΕ πρέπει να δηλώνει σαφώς ποιος είναι ο ρόλος της ΕΕ, ποιοι είναι οι στόχοι της και τι σημαίνει να είναι κανείς μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό δεν πρέπει να το λησμονούμε.
Charles Tannock (PPE-DE). – (EN) Κύριε Πρόεδρε, τα ομαλά διαδοχικά κύματα διεύρυνσης της ΕΕ αποτελούν θαυμάσιο επίτευγμα της Ένωσης. Το πέμπτο κύμα, με το οποίο η Ένωση διευρύνθηκε σε 25 κράτη μέλη πριν από δύο χρόνια, υπήρξε ουσιαστικά εξαιρετικά επιτυχημένο, παρά τις προειδοποιήσεις ότι η Ένωση θα παρέλυε χωρίς σύνταγμα και ότι χώρες όπως η δική μου θα δέχονταν κατακλυσμιαία κύματα μεταναστών, περιλαμβανομένων ατόμων από τον πληθυσμό των Ρομ.
Δυστυχώς, στην έκθεση Brok γίνεται και πάλι απόπειρα σύνδεσης της περαιτέρω διεύρυνσης με την απόλυτη ανάγκη ύπαρξης ενός Συντάγματος της ΕΕ, ενώ οι βρετανοί Συντηρητικοί, τους οποίους εκπροσωπώ, μπορούν να υποστηρίξουν ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο και ότι αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε είναι η τροποποίηση των συνθηκών, με τη μορφή μιας τροποποιημένης Συνθήκης της Νίκαιας η οποία θα αντικατοπτρίζει τους νέους συσχετισμούς ως προς τη στάθμιση των ψήφων στο Συμβούλιο, τον αριθμό των βουλευτών του ΕΚ και των Επιτρόπων, μετά την αναμενόμενη σχετικά ανώδυνη προσχώρηση της Κροατίας τα επόμενα δύο χρόνια.
Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι πρέπει τώρα να εξετάσουμε επίσης σοβαρά την υπερβολική διόγκωση της Επιτροπής. Ωστόσο, δεν θεωρώ ότι η εναλλαγή των Επιτρόπων πρέπει να γίνεται με εντελώς ίσους όρους για όλα τα κράτη μέλη, αλλά να αναζητηθεί κάποιος μαθηματικός τύπος μέσω του οποίου θα διατηρούνται, τουλάχιστον σε κάποιο επίπεδο οιονεί μονιμότητας, οι Επίτροποι των μεγάλων κρατών μελών – αν και γνωρίζω ότι αυτό είναι αμφιλεγόμενο.
Τα νέα κράτη μέλη είναι σε γενικές γραμμές πιο φιλοατλαντικά: πιστεύουν στην ελευθέρωση των αγορών και στα ανταγωνιστικά επίπεδα χαμηλής φορολογίας, στάση την οποία επικροτώ. Θεωρώ δε ότι η ένταξη της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας την 1η Ιανουαρίου 2007 θα αποδειχθεί εξίσου επιτυχής.
Ως εισηγητής, θεωρώ ότι η ευρωπαϊκή πολιτική γειτονίας πρέπει να χωριστεί στη νότια ευρωμεσογειακή διάσταση μέσω της διαδικασίας της Βαρκελώνης και σε μια νέα ανατολική διάσταση προώθησης μιας κοινότητας ΕΕ-Ευξείνου Πόντου, με καθεστώς ελευθέρου εμπορίου και διευκόλυνσης θεωρήσεων, προκειμένου να ενισχύσουμε περαιτέρω τους δεσμούς μας με ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ουκρανία, η Μολδαβία και οι τρεις δημοκρατίες του Καυκάσου. Καλώ τα κράτη μέλη να δηλώσουν στη Μολδαβία και την Ουκρανία ότι, σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, έχουν το δικαίωμα, κατά τη γνώμη μου, όπως άλλωστε και οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, να επιδιώξουν την ένταξή τους στην ΕΕ.
Andreas Mölzer (NI). – (DE) Κύριε Πρόεδρε, το όραμα μιας ενωμένης και ειρηνικής Ευρώπης γεννήθηκε όπως γνωρίζουμε μέσα στα συντρίμμια λίγο μετά από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και έκτοτε υπήρξε αντικείμενο διαρκούς επεξεργασίας και ανάπτυξης. Όπως η ορμητική επέκταση ενός ομίλου επιχειρήσεων μπορεί να προξενήσει ανυπόφορη ένταση στο προσωπικό του, έτσι και η ΕΕ έχασε την επαφή με τους πολίτες της, και εγώ δεν πιστεύω ότι η αποδοχή που χάθηκε θα ανακτηθεί με εκστρατείες δημοσίων σχέσεων, τη στιγμή που είναι πιο σημαντικό να λυθούν τα υφιστάμενα προβλήματα – όπως οι θέσεις εργασίας, η παγκοσμιοποίηση, η τρομοκρατία, η εγκληματικότητα και το θέμα των προσφύγων. Ούτε θεωρώ τις ανησυχίες για την ικανότητα ένταξης της ΕΕ κάτι παραπάνω από άλλο ένα ηρεμιστικό με σκοπό να αποσπάσει την προσοχή των πολιτών από τις ήδη υπάρχουσες αυταπάτες γύρω από τη διεύρυνση.
Μέχρι σήμερα εμμέναμε μόνο στην εκπλήρωση των κριτηρίων της Κοπεγχάγης από τις υποψήφιες χώρες, ενώ το αν η ίδια η ΕΕ μπορεί να επιτύχει τους στόχους της συνοχής και της ολοκλήρωσης θεωρήθηκε ασήμαντο. Για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε την αίσθηση πως πρόκειται για κάτι ακατανόητο και χωρίς όρια, πρέπει όχι μόνο να θεσπίσουμε γεωγραφικά όρια, αλλά και να ξεκαθαρίσουμε στο μυαλό μας σε ποιο μέτρο μπορεί η ΕΕ να αντέξει τις κοινωνικές και πολιτισμικές διαφορές. Εγώ πιστεύω ότι η πολιτική της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης των τελευταίων ετών έχει ως αποτέλεσμα πως έχουμε να αντιμετωπίσουμε πολύ περισσότερους ανθρώπους από όσους μπορούμε να ενσωματώσουμε.
Paula Lehtomäki, Προεδρεύουσα του Συμβουλίου. – (FI) Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, θέλω καταρχάς να ευχαριστήσω όλες και όλους τους μετέχοντες για αυτήν τη σύνθετη, ευρεία και εποικοδομητική συζήτηση. Παρότι φαίνεται να υπάρχουν ορισμένες διαφωνίες, οι βουλευτές του Κοινοβουλίου τηρούν εμφανώς κοινή στάση. Είναι απολύτως σαφές ότι, προκειμένου να επιτύχει η διεύρυνση, πρέπει να διασφαλίσουμε ότι η Ένωση θα αναπτυχθεί εσωτερικά και θα διατηρήσει την ικανότητά της να λειτουργεί σε όλες τις καταστάσεις. Αυτή είναι κεντρική πτυχή της ικανότητας ένταξης και, όπως επισημάνθηκε στη συζήτηση, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να μεριμνήσει για τα του οίκου της. Όσον αφορά τις διαδικασίες και τις διαπραγματεύσεις για τη διεύρυνση που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη, πρέπει να θυμόμαστε ότι αυτή η μέριμνα δεν έχει ληφθεί ούτε για τις τελευταίες διαδικασίες.
Τη Δευτέρα το Συμβούλιο κατέληξε σε πολιτική συμφωνία σχετικά με τον στόχο της ενίσχυσης της οικονομικής ανάπτυξης στη Βόρεια Κύπρο το ταχύτερο δυνατόν και ακόμη νωρίτερα, ιδίως ενόψει των αποφάσεων που ελήφθησαν τον Απρίλιο του 2004. Η άλλη πτυχή της διεύρυνσης και η άλλη υπεύθυνη πλευρά είναι προφανώς οι υποψήφιες χώρες και όσες χώρες ενδιαφέρονται να προσχωρήσουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και πρέπει να εκπληρώσουν τα κριτήρια ένταξης στην ΕΕ. Ο βαθμός στον οποίο το επιτυγχάνουν πρέπει να κρίνεται πολύ αντικειμενικά και, εφόσον καταστεί αναγκαίο, κριτικά, ενώ φυσικά έχουμε εμπιστοσύνη στην αξιότατη Επιτροπή, στην προθυμία και στην ικανότητά της να πραγματοποιήσει αυτήν την αξιολόγηση. Αυτή είναι σίγουρα η πιο ενδεδειγμένη τακτική, προκειμένου οι προοπτικές ένταξης να ενισχύονται με βάση την πρόοδο που σημειώνεται, και να μην συμφωνούνται εκ των προτέρων οριστικές ημερομηνίες προσχώρησης.
Πολλά ελέχθησαν στη συζήτηση σχετικά με τη Συνταγματική Συνθήκη και το μέλλον της. Όλοι συμμεριζόμαστε την άποψη ότι το Σύνταγμα περιλαμβάνει πολλά στοιχεία τα οποία είναι σημαντικά για τη βελτίωση της ικανότητας ένταξης της Ένωσης. Παρόλα αυτά, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η Συνταγματική Συνθήκη, ή η μεταρρύθμιση της Ένωσης, δεν επιβάλλεται λόγω της διεύρυνσης: επιβάλλεται προκειμένου να βελτιωθεί η τρέχουσα κατάσταση της Ένωσης και η ικανότητα λειτουργίας της.
Είναι επίσης σημαντικό να θυμόμαστε ότι δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε την ικανότητα λειτουργίας της Ένωσης αποκλειστικά και μόνο στη Συνταγματική Συνθήκη. Οι Συνθήκες είναι, εξάλλου, απλώς μέσο υλοποίησης της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Χωρίς την πολιτική βούληση και την προσήλωση στο κοινό ευρωπαϊκό εγχείρημα, ακόμη και οι καλύτερες Συνθήκες δεν μπορούν να προσφέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Με άλλα λόγια, πάνω από όλα απαιτείται προσήλωση σε μια κοινή διαδικασία –και η βούληση να την αποδεχτούμε–, και αν υπάρχει η βούληση τότε η μεταρρύθμιση των Συνθηκών είναι σίγουρα εφικτή.
Η πολιτική γειτονίας συνδέεται κατά κάποιον τρόπο με τη διεύρυνση της Ένωσης, αλλά δεν παύει να αποτελεί από μόνη της σημαντική πολιτική, οπότε δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως υποκατάστατο της διεύρυνσης. Είναι προφανές ότι τουλάχιστον οι χώρες που ενδιαφέρονται να ενταχθούν στην ΕΕ δεν θα δεχτούν μια σχέση στο πλαίσιο της πολιτικής γειτονίας η οποία θα αντισταθμίζει ή θα υποκαθιστά την προοπτική ένταξης στην ΕΕ.
Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, αργότερα σήμερα το απόγευμα θα συζητήσουμε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αυτής της εβδομάδας και την ημερήσια διάταξή του, ενώ είμαι βέβαιη ότι στη συζήτηση αυτή θα μπορέσουμε επίσης να επανέλθουμε σε ορισμένα θέματα τα οποία εξετάσαμε ήδη σήμερα το πρωί.
Olli Rehn, Μέλος της Επιτροπής. – (EN) Κύριε Πρόεδρε, θέλω να σας ευχαριστήσω για αυτήν την πολύ ουσιαστική και υπεύθυνη συζήτηση η οποία είναι άκρως σημαντική για το μέλλον της Ευρώπης. Η συζήτηση υπήρξε πολύ ενθαρρυντική. Θα θυμάστε ότι στην εισαγωγική μου ομιλία είπα ότι στην Ευρώπη παρακολουθούμε συχνά δύο παράλληλους μονολόγους: στον έναν δίνεται έμφαση στη στρατηγική σημασία της διεύρυνσης, ενώ στον άλλον τονίζεται μόνο η ικανότητά μας να εντάσσουμε νέα κράτη μέλη.
Η συζήτηση είναι ενθαρρυντική διότι, αν μπορούσατε να διαμορφώσετε μια κοινή θέση με βάση τα πρώτα σχέδια των διδύμων –τα οποία δεν είναι εντελώς ίδια όσον αφορά τη στρατηγική της διεύρυνσης– τότε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα μπορούσε σίγουρα να καταλήξει σε μια νέα συναινετική θέση σχετικά με τη διεύρυνση η οποία θα σέβεται τόσο τη στρατηγική αξία της διεύρυνσης όσο και την ικανότητά μας να εντάσσουμε νέα κράτη μέλη.
Διατυπώθηκαν ορισμένες επισημάνσεις σχετικά με την ευρωπαϊκή πολιτική γειτονίας. Πράγματι, στην έκθεση την οποία δημοσίευσε την 8η Νοεμβρίου η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι δεν μετέχουν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες στη διαδικασία διεύρυνσης. Ουσιαστικά, η Ένωση έχει δημιουργήσει ποικίλες σχέσεις με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Διαθέτουμε μεγάλο πλέγμα διμερών συμφωνιών με την Ελβετία· διαθέτουμε τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, ο οποίος αποτελεί ένα πολύ αξιόλογο εγχείρημα οικονομικής ολοκλήρωσης· διαθέτουμε, τέλος, την ευρωπαϊκή πολιτική γειτονίας.
Ως προς την ευρωπαϊκή πολιτική γειτονίας, η Επιτροπή θεωρεί ότι η πρόσφατη ανακοίνωσή μας σχετικά με την ενίσχυση της ευρωπαϊκής πολιτικής γειτονίας ανταποκρίνεται σε γενικές γραμμές στις προσδοκίες του Κοινοβουλίου. Η εν λόγω πολιτική δεν ταυτίζεται, αλλά λειτουργεί παράλληλα με τη διαδικασία διεύρυνσης της ΕΕ. Συγχρόνως, η ευρωπαϊκή πολιτική γειτονίας δεν προδικάζει τη μελλοντική εξέλιξη των σχέσεων αυτών των χωρών με την Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης μας.
Διατυπώθηκαν ορισμένες προτάσεις σχετικά με τη συμπερίληψη πολιτισμικών κριτηρίων στα κριτήρια της Κοπεγχάγης. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι η Επιτροπή δεν υποστηρίζει μια τέτοια πρόταση.
Επιτρέψτε μου να ολοκληρώσω την παρέμβασή μου αναφερόμενος σε ορισμένες σκέψεις του φιλόσοφου και κοινωνιολόγου Ulrich Beck στο χθεσινό φύλλο της εφημερίδας Le Monde, στις οποίες θέλησε να ερμηνεύσει την πρόσφατη επίσκεψη του Πάπα στην Τουρκία. Ένας σεβαστός κοινωνιολόγος, δηλαδή, ερμηνεύει τις ενέργειες ενός σεβαστού πνευματικού ηγέτη.
(FR) Κύριε Πρόεδρε, συνεχίζω στα γαλλικά, και παραθέτω, «Το θαύμα της Ευρώπης είναι ότι έχει διδαχθεί από την ιστορία: να κάνει τους εχθρούς γείτονες· αυτή είναι η ψυχή της Ευρώπης. Και, ίσως αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Πάπας, αναγνωρίζοντας την παγκόσμια ιστορική σημασία του συμβιβασμού ανάμεσα σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, υποστηρίζει την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ εν ολίγοις, τον συνεχιζόμενο εξευρωπαϊσμό της Τουρκίας».
Κυρίες και κύριοι, αυτά είναι σοφά λόγια που αξίζει να σκεπτόμαστε κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων και του νέου έτους.
(Χειροκροτήματα)
Πρόεδρος. – Ευχαριστώ, κύριε Επίτροπε, για αυτό το κλείσιμο στα γαλλικά. Όσον αφορά τα υπόλοιπα, έκαστος εξ ημών θα κρίνει το περιεχόμενο της αγόρευσης, την οποία, από την πλευρά μου, βρήκα ενδιαφέρουσα.
Η συζήτηση έληξε.
Η ψηφοφορία θα διεξαχθεί σήμερα, στις 12.00.
(Η συνεδρίαση διακόπτεται στις 11.55 και συνεχίζεται για την ψηφοφορία στις 12.05)
Γραπτή δήλωση (άρθρο 142)
Gábor Harangozó (PSE). – (EN) Μετά την επαναβεβαίωση της προσήλωσης στην πλήρη εφαρμογή της ατζέντας της Θεσσαλονίκης και της πρόθεσης να τηρήσουμε τις δεσμεύσεις που έχουν ήδη αναληφθεί έναντι των υποψηφίων και δυνητικά υποψηφίων χωρών σχετικά με τη μελλοντική διεύρυνση, δεν παύει να είναι αναγκαία η διασφάλιση της καλής λειτουργίας της Ένωσης.
Με την ένταξη νέων κρατών μελών, η Ένωση οφείλει να αντιμετωπίσει τις συνακόλουθες πολιτικές, οικονομικές και θεσμικές προκλήσεις. Η Συνθήκη της Νίκαιας δεν προσφέρει επαρκή βάση για περαιτέρω διευρύνσεις, ενώ το σύνταγμα προσφέρει λύσεις στις περισσότερες από τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και εκφράζει με απτό τρόπο την εμβάθυνση της διαδικασίας διεύρυνσης. Γι’ αυτό είναι αναγκαία η διευθέτηση του συνταγματικού ζητήματος πριν από τις εκλογές του 2009 για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Οι μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες προτού μπορέσει να πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε νέα διεύρυνση. Η διαδικασία διεύρυνσης είναι μια διαδικασία η οποία επεκτείνει τη δημοκρατία και τον πλούτο σε ακόμη περισσότερες περιοχές της ευρωπαϊκής ηπείρου και του υπόλοιπου κόσμου. Έχουμε, λοιπόν, ευθύνη έναντι των γειτονικών μας χωρών και ιδίως έναντι των υποψηφίων και δυνητικά υποψηφίων χωρών. Τέλος, ως προς το ζήτημα της «ικανότητας απορρόφησης» της Ένωσης, συμμεριζόμαστε την άποψη του εισηγητή, ο οποίος προτιμά τη θετική έννοια της «ικανότητας ένταξης».