Πρόεδρος. – Η ημερήσια διάταξη προβλέπει τη συζήτηση της έκθεσης (A6-0198/2007) του κ. Giuseppe Gargani, εξ ονόματος της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων, σχετικά με τον έλεγχο της εντολής του κ. Beniamino Donnici.
Giuseppe Gargani (PPE-DE), εισηγητής. – (IT) Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, θέλω να ενημερώσω το Σώμα για το έργο που επιτελέσθηκε στην επιτροπή, η οποία συζήτησε διεξοδικά το ζήτημα της εντολής του κ. Donnici, καταλήγοντας σε ένα αποτέλεσμα ευρείας πλειοψηφίας υπέρ της έκθεσης.
Υπερασπίζομαι την επιτροπή, της οποίας έχω την τιμή να προεδρεύω, και θέλω να απαντήσω σε όσους προβαίνουν σε μικροπρεπείς υπαινιγμούς σύμφωνα με τους οποίους η επιτροπή δεν αποφάσισε με νηφαλιότητα και αντικειμενικότητα, ότι οι υπαινιγμοί αυτοί δεν τιμούν ασφαλώς το Κοινοβούλιο, μιας και η επιτροπή διαθέτει εξαιρετικούς νομομαθείς. Έχουμε ανθρώπους και νομομαθείς όπως ο κ. Lehne, ο κ. Medina, η κ. Wallis και η κ. Frassoni, για να αναφέρω μόνον τους συντονιστές, καθώς και πολλές άλλες διακεκριμένες προσωπικότητες σε όλη την επιτροπή. Οι συζητήσεις μας ήταν πάντοτε υψηλού επιπέδου, διεξοδικές και πολύ ειλικρινείς. Αυτό που μας απασχόλησε περισσότερο ήταν ο ρόλος του Κοινοβουλίου, το οποίο είναι ένας γίγας όσον αφορά πολλά από τα πράγματα που κάνει και τον ρόλο του στην Ευρώπη, αλλά μετατρέπεται σε νάνο κάποιες φορές, όταν περιορίζεται σε έναν γραφειοκρατικό ρόλο.
Το θέμα που συζητάμε εντάσσεται στο ακόλουθο μεγάλο ζήτημα: τα γεγονότα είναι γνωστά, η παραίτηση του κ. Occhetto έρχεται σε αντίθεση με την Ευρωπαϊκή Πράξη και δεν μπορούμε να δώσουμε στον κ. Donnici θετική ετυμηγορία.
Οι κανονισμοί που διέπουν την ευρωπαϊκή εκλογική διαδικασία αποτελούν υπάγονται στη δικαιοδοσία της Κοινότητας και, κατά συνέπεια, η παραπομπή στις εθνικές διατάξεις που ορίζει η Ευρωπαϊκή Πράξη του 1976 έχει μόνο συμπληρωματικό χαρακτήρα. Οι εθνικές διατάξεις θα πρέπει, ωστόσο, να είναι σύμφωνες με τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού νομοθετικού συστήματος, με τους κανόνες πρωταρχικού χαρακτήρα που ορίζει, καθώς και με το πνεύμα της διατύπωσης της Πράξης του 1976. Για τον λόγο αυτόν, οι αρμόδιες νομοθετικές και διοικητικές εθνικές αρχές, όπως επίσης και οι δικαστικές, δεν μπορούν να μην λαμβάνουν υπόψη τους το κοινοτικό νομοθετικό πλαίσιο για τα εκλογικά ζητήματα.
Το παραδεκτό της παραίτησης του κ. Occhetto πρέπει να αξιολογηθεί καταρχάς βάσει του άρθρου 4 της Πράξης του 1976, σύμφωνα με το οποίο τα μέλη του Κοινοβουλίου δεν δεσμεύονται από οδηγίες δεν δύνανται να λάβουν δεσμευτική εντολή, ενώ η ελευθερία και η ανεξαρτησία των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων αποτελούν ακρογωνιαίο λίθος της ελευθερίας των πολιτών.
Αυτό ορίζει η Πράξη του 1976, αλλά το νέο καθεστώς των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στο οποίο αναφέρομαι τώρα, μολονότι θα τεθεί σε ισχύ από την προσεχή κοινοβουλευτική περίοδο, αποτελεί, στην παρούσα κατάσταση του κοινοτικού νομοθετικού συστήματος, νομοθετική πράξη πρωτογενούς δικαίου, η οποία ψηφίσθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με την έγκριση του Συμβουλίου και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι η παραίτηση από την εκλογή του κ. Occhetto είναι αποτέλεσμα έκφρασης βούλησης που επηρεάσθηκε από μια συμφωνία προγενέστερη της ανακοίνωσης των εκλεγόμενων στις ευρωπαϊκές εκλογές του 2004, ότι η συμφωνία αυτή συνήφθη με τον άλλο υποψήφιο του ψηφοδελτίου «Società civile Di Pietro-Occhetto», και ότι η παραίτηση αυτή πρέπει να θεωρηθεί ασύμβατη με το γράμμα και το πνεύμα της Πράξης του 1976, κυρίως δε με το άρθρο 6. Με τον τρόπο που ανακλήθηκε, η ανάκλησή της δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί έγκυρη. Αιτιολογώντας την αντίθετη απόφαση, το Συμβούλιο της Επικρατείας της Ιταλίας –ως Ιταλός θέλω να το επιβεβαώσω στο Σώμα– δεν αναφέρθηκε ούτε έλαβε υπόψη σε κανένα σημείο τις προαναφερθείσες αρχές του κοινοτικού δικαίου, παραβλέποντας κατ’ αυτόν τον τρόπο όχι μόνο το πνεύμα και το γράμμα της Πράξης, αλλά και τα άρθρα 4 και 6 του κειμένου.
Σύμφωνα με την παγιωμένη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η παραβίαση του κοινοτικού δικαίου από τις αρχές ενός κράτους μέλους, ακόμη και όταν διαπράττεται από δικαστικό όργανο ανωτάτου βαθμού με τελεσίδικη απόφαση, δεν εμποδίζει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να επισημάνει την παραβίαση αυτή του κοινοτικού δικαίου από το ανώτατο εθνικό δικαστήριο. Αυτό δεν απαλλάσσει ωστόσο το κράτος, στην προκειμένη περίπτωση την Ιταλία, στην οποία ανήκει το εν λόγω δικαστήριο, από την αστική ευθύνη, όπως αυτή ορίζεται. Πιστεύω πως όλα αυτά αναδεικνύουν με σαφήνεια την κατάσταση που αντιμετωπίζουμε.
Θα ήθελα να εξηγήσω εν τάχει δύο πράγματα που ανήκουν στο ιταλικό δίκαιο. Η πράξη παραίτησης δύναται να έχει ως αντικείμενο παρόντα δικαιώματα και στην περίπτωση αυτή η παραίτηση του κ. Occhetto υπέρ του κ. Chiesa είναι, βάσει της εξήγησής της, απολύτως έγκυρη και ισχύουσα. Η παραίτηση είναι επίσης έγκυρη όσον αφορά και μελλοντικά δικαιώματα, αλλά ασφαλώς η παραίτηση αυτή δύναται να ανακληθεί πριν συντελεσθεί το γεγονός, δηλαδή πριν ο παραιτούμενος βρεθεί στην πραγματική κατάσταση να μπορεί να παραιτηθεί.
Η παραίτηση του κ. Occhetto μετά την ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων δεν τροποποίησε την κατάταξη των υποψηφίων του ψηφοδελτίου «Società civile Di Pietro-Occhetto». Το τελικό επιχείρημα, κύριε Πρόεδρε, είναι ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε ως στοιχειώδη αρχή του δικαίου το γεγονός ότι η παραίτηση δεν μπορεί να ισχύει παρά μόνον από τη στιγμή που πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για να γίνει πράξη το δικαίωμα.
Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, στην απόφαση της 3ης Ιουλίου του 2006, την οποία επικαλούνται για να αποδείξουν την αντίφαση σε σχέση με όσα εμείς πράξαμε –την απόφαση δηλαδή της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων– επιβεβαιώσαμε την εκλογή του κ. Occhetto, καθώς τότε η ανακήρυξη της εκλογής ήταν σύμφωνη με την Ευρωπαϊκή Πράξη, αναγνωρίζοντας ως μη έγκυρη, ανορθόδοξη και άκυρη την παραίτησή του. Οι δε ενστάσεις του κ. Donnici ήταν τότε αδιάφορες. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν υπάρχει αντίφαση.
Λάβαμε πέρυσι αυτήν την απόφαση και σήμερα μπορούμε να την επιβεβαιώσουμε καθώς είναι συνεκτική, διεξοδικά αιτιολογημένη από μια Επιτροπή Νομικών Θεμάτων που δεν επηρεάζεται ασφαλώς από καμία πλευρά, αλλά αντιθέτως ενδιαφέρεται για την προαγωγή και τη διασφάλιση της αυτονομίας του Κοινοβουλίου.
Manuel Medina Ortega, εξ ονόματος της Ομάδας PSE. – (ES) Κύριε Πρόεδρε, πιστεύω ότι βρισκόμαστε σε μια σημαντική στιγμή στην ιστορία αυτού του Κοινοβουλίου. Ο εισηγητής, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων, κ. Gargani, εξήγησε το νομικό σκεπτικό, με το οποίο συμφωνούμε. Η Ομάδα μου κατέθεσε μια σειρά τροπολογιών που αποσκοπούν στην ενίσχυση αυτού του νομικού σκεπτικού.
Ωστόσο, πρέπει να εξετάσουμε το θέμα από μια πολύ ευρύτερη οπτική. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο –η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων– αναγνώριζε πάντα τις αποφάσεις των εθνικών αρχών αναφορικά με τον διορισμό ενός βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και επίσης αναγνώριζε τις διαδικασίες των εκλογικών διαφορών.
Αυτό που δεν είναι αποδεκτό είναι να μας λέει ξαφνικά η ιταλική δικαιοσύνη, σχεδόν τρία χρόνια μετά τις τελευταίες εκλογές, ένα χρόνο αφότου ο κ. Occhetto έγινε δεκτός ως μέλος του Κοινοβουλίου, ότι αυτός ο διορισμός δεν είναι έγκυρος.
Ο κ. Gargani εξήγησε τους λόγους από νομικής πλευράς, αλλά υπάρχει μια βασική πολιτική άποψη: το Κοινοβούλιο αποτελείται από βουλευτές που διορίζονται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, μέσω των αποφάσεων των εθνικών αρχών: διοικητικών, εκλογικών ή δικαστικών.
Από τη στιγμή που είμαστε σε αυτό το Κοινοβούλιο, ωστόσο, το Κοινοβούλιο αποτελεί ένα σώμα με δική του οντότητα, με δική του προσωπικότητα, με το δικαίωμα να υπερασπίζεται τον εαυτό του. Πιστεύω ότι η υπόθεση Occhetto θα δημιουργήσει ένα μεγάλο κοινοβουλευτικό προηγούμενο. Από τώρα και στο εξής, οι εθνικές διοικητικές ή δικαστικές αρχές θα ξέρουν ότι το Κοινοβούλιο έχει την εξουσία, σε μια δεδομένη στιγμή, να δηλώσει ότι μια εθνική απόφαση δεν είναι σύμφωνη με τον νόμο, ότι είναι αυθαίρετη.
Το Κοινοβούλιο έχει το δικαίωμα και το καθήκον να προστατεύει τους βουλευτές του. Αν δεν το κάνουμε, κύριε Πρόεδρε, θα είμαστε εκτεθειμένοι σε μια κατάσταση στην οποία, λόγω της αυθαίρετης απόφασης μιας εθνικής αρχής ή ενός εθνικού δικαστηρίου, εσείς ή οποιοσδήποτε άλλος βουλευτής αυτού του Κοινοβουλίου θα μπορούσε να στερηθεί το καθεστώς του ως βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Είναι σημαντικό για το κοινοβουλευτικό μας έργο να αισθάνονται ασφαλείς οι βουλευτές του Κοινοβουλίου όταν εκτελούν το έργο τους.
Πιστεύω ότι ο κ. Gargani έχει επιτελέσει εξαιρετικό έργο ως πρόεδρος –έχουμε συζητήσει πολλά θέματα κατά τη διάρκεια πολλών ετών– και σε αυτή την περίπτωση έχουμε μια συμφωνία που είναι δεκτή από όλα τα κόμματα, που δεν αντικατοπτρίζει κανένα κομματικό συμφέρον, αλλά ανταποκρίνεται στην ανάγκη να υπερασπιστούμε το καθεστώς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το σώμα που εκπροσωπεί τον λαό της Ευρώπης, δημιουργήθηκε ως ένα σώμα με τη δική οντότητα που λαμβάνει τις δικές του αποφάσεις. Δεν είναι όπως το Συμβούλιο, που υπόκειται στα σκαμπανεβάσματα των εθνικών πολιτικών. Εμείς οι βουλευτές του ΕΚ έχουμε μια εντολή, μια εντολή καθορισμένης θητείας που δεν μπορεί να διακοπεί μέσω μιας αυθαίρετης εθνικής απόφασης.
Επομένως, θα πω για άλλη μια φορά ότι η απόφαση Occhetto θα είναι μια ιστορική απόφαση στην ιστορία του Κοινοβουλίου, στην ιστορία της επιβεβαίωσης της προσωπικότητας του Κοινοβουλίου και των δικαιωμάτων των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Luigi Cocilovo, εξ ονόματος της Ομάδας ALDE. – (IT) Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, εάν συμφωνώ σε κάτι, είναι ότι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα μπορούσε να αποτελέσει έναν πραγματικά ιστορικό σταθμό, καθώς διακυβεύει ζητήματα, προβλήματα, αρχές και κανόνες που υπερβαίνουν τα στενά όρια του συγκεκριμένου περιστατικού. Ποτέ μέχρι σήμερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν είχε αμφισβητήσει την αρχή και τον κανόνα που θεσπίζει η Συνθήκη σχετικά με την εθνική δικαιοδοσία επίλυσης των διαφορών που αφορούν την εκλογική διαδικασία και ανακήρυξης των εκλεγόμενων, για τους οποίους το Κοινοβούλιο προβαίνει στη συνέχεια στον επονομαζόμενο «έλεγχο της εντολής», δηλαδή του δικαιώματος εκλογής.
Προς επιβεβαίωση όσων λέω, αντί να σχολιάσω, προτιμώ να αναφέρω επί λέξει το περιεχόμενο της απόφασης του Κοινοβουλίου, η οποία εγκρίθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2004 από αυτήν την Ολομέλεια για να επικυρώσει την εντολή όλων εμάς που εκλεχθήκαμε στις ευρωπαϊκές εκλογές. Η εντολή, αναφέρω επί λέξει, κηρύχθηκε έγκυρη «… με την επιφύλαξη ενδεχόμενων αποφάσεων των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών στα οποία έχουν υποβληθεί ενστάσεις σχετικά με τα εκλογικά αποτελέσματα». Η Ολομέλεια αυτή επιβεβαίωσε έναν κανόνα γνωστό σε όλους!
Προσθέτω ότι, για να υποστηρίξει την απόφασή της, η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων επικαλείται μια σειρά άρθρων τόσο της Ευρωπαϊκής Εκλογικής Πράξης όσο και του Κανονισμού του Κοινοβουλίου, που αναφέρονται στη δικαιοδοσία του Κοινοβουλίου να παρεμβαίνει σε περίπτωση παραιτήσεων. Δεν συζητάμε όμως για καμία παραίτηση! Το ζήτημα επί του οποίου απεφάνθη η ιταλική δικαιοσύνη με δικαστική απόφαση αφορά την ένσταση ή την επίλυση της ένστασης σχετικά με την εκλογή, μετά την παραίτηση του κ. Di Pietro από το αξίωμα του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και την αντικατάστασή του εκ μέρους του κ. Occhetto ή του κ. Donnici. Η διαφορά λύθηκε με μία προσωρινή και μη τελική απόφαση, η οποία οδήγησε στην ανακήρυξη του κ. Occhetto. Στη συνέχεια ακολούθησε η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ιταλίας –ή της υπηρεσίας εκλογικών διαδικασιών, εάν προτιμάτε, κύριε Gargani– σχετικά με τη διαφορά, η τελική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία ανακηρύχθηκε εκλεγείς ο κ. Donnici. Δεν συζητάμε για την παραίτηση του κ. Occhetto και για το πόσο συμβατή είναι με τον τύπο, με το γράμμα και την εντολή, αλλά μόνον για τα δικαιώματα και τη δικαιοδοσία των εθνικών αρχών να ανακηρύσσουν έναν βουλευτή, του οποίου εν συνεχεία ελέγχεται η εντολή.
Τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας που θα διεξάγουμε θα έχουν ως συνέπεια μια σοβαρότατη θεσμική σύγκρουση, την παράβαση των διατάξεων της Συνθήκης και την ενδεχόμενη κένωση μιας έδρας, καθώς σε κάθε περίπτωση, οι εθνικές αρχές είναι αυτές που θα πρέπει να ανακηρύξουν τον εκλεγέντα που θα αντικαταστήσει το άτομο του οποίου η εντολή δεν επικυρώθηκε.
Ολοκληρώνω εκφράζοντας την απόλυτη εκτίμησή μου για τα μέλη της επιτροπής. Κύριε Gargani, κανείς δεν αμφισβητεί τα προσόντα των μελών, για τα οποία εκφράζω τον ειλικρινή θαυμασμό μου, καθώς οι πραγματικές ικανότητες ενός νομομαθούς δεν κρίνονται όταν υπερασπίζεται τις σίγουρες, αλλά τις χαμένες υποθέσεις. Ο τρόπος με τον οποίο κατορθώσατε να φτάσετε σε αυτό το αποτέλεσμα είναι άξιος θαυμασμού και εκτίμησης.
Salvatore Tatarella, εξ ονόματος της Ομάδας UEN. – (IT) Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, με όλο τον σεβασμό για την πληθώρα των καταξιωμένων νομομαθών που κατακλύζει την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, η ταπεινή μου άποψη είναι ότι, εάν αύριο το Σώμα εγκρίνει την έκθεση Gargani, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα διαπράξει ένα πολύ σοβαρό και άνευ προηγουμένου σφάλμα, μια απαράδεκτη αυθαιρεσία εις βάρος ενός βουλευτού από τον οποίο θα αφαιρεθεί παράνομα η βουλευτική εντολή, καθώς και μια ανήκουστη και πρωτότυπη παραβίαση των Συνθηκών, οι οποίες, σε εκλογικά θέματα, αναγνωρίζουν σαφώς την κυριαρχία της νομοθεσίας, των διαδικασιών και της εξουσίας των κρατών μελών. Αυτό θα αποτελούσε μια πολύ σοβαρή σύγκρουση με ένα κράτος μέλος, το οποίο θα στερηθεί έναν βουλευτή η εκλογή του οποίου αναγνωρίζεται από τη νομοθεσία και τις δικαστικές αρχές της χώρας αυτής.
Κύριε Πρόεδρε, η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων καταχράστηκε εξουσίες που δεν της ανήκουν. Εγώ δεν τάσσομαι με το μέρος κανενός εκ των δύο αντιπάλων. Είμαι πολιτικά αδιάφορος, καθώς ανήκουν και οι δύο στην κεντροαριστερά, αλλά κατανοώ το προσωπικό πρόβλημα του κ. Occhetto, το οποίο συμμερίζομαι από καθαρά ανθρώπινη άποψη. Εδώ, ωστόσο, διακυβεύεται το δίκαιο, η ορθή σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και η αξιοπιστία του ανώτατου κοινοτικού οργάνου. Θα πρέπει συνεπώς να γίνει σεβαστή η δικαιοσύνη και μόνον η δικαιοσύνη, αφήνοντας έξω την πολιτική και κάθε και κάθε μικροκομματική σκοπιμότητα. Τι εμπιστοσύνη μπορούν να έχουν οι πολίτες σε ένα Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που αλλοιώνει τη σύνθεσή του εξαιρώντας ένα μέλος που έχει κάθε δικαίωμα συμμετοχής;
Ας έλθουμε στα γεγονότα: η δικαστική αρχή ανακήρυξε ως εκλεγέντα με τελεσίδικη απόφαση τον κ. Donnici. Το ιταλικό κράτος κοινοποίησε την εκλογή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η επιτροπή ανέλαβε τον έλεγχο της εντολής του κ. Donnici. Όφειλε να ελέγξει την εντολή του και ενδεχόμενες περιπτώσεις ασυμβίβαστου. Αληθεύει βεβαίως ότι μπορούσε να εξετάσει και προσφυγές τρίτων και, συνεπώς, νομίμως εξέτασε τις ενστάσεις που υπέβαλε ο κ. Occhetto. Αυτό που δεν μπορούσε να κάνει ήταν να κηρύξει άκυρη την απόφαση ενός δημόσιου οργάνου ενός κράτους μέλους. Πρόκειται για δικαιοδοτική δραστηριότητα, η οποία αποτελεί αρμοδιότητα μόνον των δικαστικών αρχών του κράτους μέλους που εξέτασε την υπόθεση και εξέδωσε αμετάκλητη και οριστική απόφαση.
Nicola Zingaretti (PSE). – (IT) Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, λαμβάνω τον λόγο για να ευχαριστήσω καταρχάς τον κ. Gargani, καθώς το ζήτημα ήταν πολύ περίπλοκο και δύσκολο και το έργο που επιτελέσθηκε με μεγάλη ορθοφροσύνη και υψηλό αίσθημα ευθύνης είχε ένα μόνο κριτήριο: την υπεράσπιση, πάνω απ’ όλα, των δικαιωμάτων και των προνομίων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Η ουσία των αποφάσεων που ελήφθησαν είναι σωστή και προπαντός αποτρέπει τη δημιουργία προηγουμένου, την αναγνώριση δηλαδή πράξεων ή πρωτοβουλιών που περιορίζουν τις επιλογές των υποψηφίων ή όσων πρόκειται να ανακηρυχθούν μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Είναι αλήθεια ότι πρόκειται για μια καινοτομία και πιθανώς να δημιουργεί και κάποιο προηγούμενο, αλλά αυτό το προηγούμενο και αυτή η καινοτομία είναι ορθά και διασφαλίζουν τα προνόμια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Οι αποφάσεις που λαμβάνουμε συνδέονται με έναν ρόλο και ένα προνόμιο που μας έχει αναγνωριστεί και μας δίνει το δικαίωμα να εκφράζουμε τη γνώμη μας, να αποδεχόμαστε, να κρίνουμε ή να απορρίπτουμε τα διαπιστευτήρια και τις πράξεις που μας υποβάλλονται. Δεν πρόκειται, συνεπώς, για κατάχρηση, αλλά απλώς για το δικαίωμα που μας δίνει το ίδιο το Κοινοβούλιο να εκφράζουμε την άποψή μας.
Πρόεδρος. Θα πρέπει, καταρχάς, να προστατεύονται τα δικαιώματα των συναδέλφων μας και έπειτα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Η συζήτηση έληξε.
Η ψηφοφορία θα διεξαχθεί την Πέμπτη, στις 12.00.
Γραπτές δηλώσεις (άρθρο 142 του Κανονισμού)
Carlo Casini (PPE-DE), γραπτώς. – (IT) Θα ψηφίσω κατά της πρότασης απόφασης για τους ακόλουθους λόγους, οι οποίοι, είμαι βέβαιος, θα γίνουν δεκτοί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Η πρόταση είναι λανθασμένη καθώς:
1) συνήθως η ανακήρυξη των εκλεγόμενων αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα των εθνικών οργάνων όπως ορίζουν τα άρθρα 7 και 11 της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου του 1976·
2) στο στοιχείο Γ: ο κ. Occhetto δεν παραιτήθηκε ποτέ από την εντολή, αλλά από τον διορισμό εκ μέρους της εθνικής υπηρεσίας εκλογικών διαδικασιών της Ιταλίας και από τη θέση του στο ψηφοδέλτιο των υποψηφίων· η παραίτηση στην οποία αναφέρεται το άρθρο 3, παράγραφος 5, του Κανονισμού αφορά τους βουλευτές που έχουν ήδη διοριστεί και όχι τις πράξεις πριν από τον διορισμό·
3) στο στοιχείο Δ: η απαγόρευση δεσμευτικής εντολής αφορά την άσκηση εντολής που έχει ήδη ληφθεί και όχι ενέργειες πριν από τον διορισμό·
4) στα στοιχεία Ε, ΣΤ και Ζ: η αναφορά στο καθεστώς των βουλευτών που δεν έχει τεθεί ακόμη σε ισχύ είναι άσχετη, όπως και η αναφορά σε βουλευτές μετά τον διορισμό τους·
5) στα στοιχεία Θ, Ι, ΙΑ και ΙΒ: το Συμβούλιο της Επικρατείας της Ιταλίας, με τελεσίδικη απόφαση, δεν ακύρωσε απλώς, αλλά τροποποίησε την προηγούμενη απόφαση του Περιφερειακού Διοικητικού Δικαστηρίου·
6) στην περίπτωση 2: το Κοινοβούλιο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εθνική υπηρεσία εκλογικών διαδικασιών της Ιταλίας στον διορισμό ενός βουλευτού.