Πρόεδρος. Η ημερήσια διάταξη προβλέπει τη συζήτηση της προφορικής ερώτησης προς την Επιτροπή για την απόσπαση εργαζομένων (0-0041/2007-B6-0312/2007), του κ. Andersson, εξ ονόματος της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων.
Jan Andersson (PSE), εισηγητής. – (SV) Νομίζω ότι ο Ζακ Ντελόρ είχε πει ότι η εσωτερική αγορά αγαθών και υπηρεσιών δεν θα είναι ποτέ επιτυχημένη χωρίς μια ισχυρή κοινωνική διάσταση. Γιατί το είπε αυτό; Εκείνο που εννοούσε ήταν ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε τις κακές εργασιακές συνθήκες, τους χαμηλούς μισθούς και άλλα παρόμοια μέσα προκειμένου να ανταγωνιστούμε ο ένας τον άλλον στην εσωτερική αγορά. Γιατί όχι; Διότι οι ευρωπαίοι εργαζόμενοι δεν θα δέχονταν ποτέ μια τέτοια πολιτική. Η συζήτηση περί συνδυασμού ευελιξίας και ασφάλειας καταδεικνύει επίσης ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε τους χαμηλούς μισθούς και τις κακές εργασιακές συνθήκες ως μέσα ανταγωνισμού με χώρες εκτός της ΕΕ. Συνεπώς, δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε μια τέτοια προσέγγιση ούτε εντός της ΕΕ.
Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να προσεγγίσουμε την οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων. Η εν λόγω οδηγία αποσκοπεί στην εξασφάλιση δίκαιων και αξιοπρεπών συνθηκών εργασίας για τους εργαζομένους όσον αφορά τις αμοιβές, τον χρόνο εργασίας και άλλες πτυχές των εργασιακών συνθηκών. Έχει συζητηθεί το θέμα της θέσπισης ελάχιστων κανόνων, όμως, αν θέλουμε να ακολουθήσουμε τη γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα στην υπόθεση Laval, δεν πρέπει να εφαρμοστούν ελάχιστοι, αλλά κανονικοί κανόνες. Σε αυτήν την πρόταση καταλήγει στη γνωμοδότησή του ο Γενικός Εισαγγελέας. Αυτό είναι σημαντικό για τους εργαζομένους. Είναι σημαντικό προκειμένου να εργάζονται υπό αξιοπρεπείς συνθήκες, ενώ είναι επίσης σημαντικό για τις επιχειρήσεις. Χωρίς αυτούς τους κανονισμούς, θα ευνοούσαμε τις επιχειρήσεις οι οποίες καταβάλλουν χαμηλούς μισθούς και στις οποίες υπάρχουν άθλιες συνθήκες εργασίας. Δεν θα υπήρχε ουδετερότητα ως προς τον ανταγωνισμό – κάτι που είναι σημαντικό τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για τις επιχειρήσεις.
Η Επιτροπή έχει καταλήξει σε μια ερμηνεία. Παραδέχομαι ότι υπάρχουν στοιχεία της με τα οποία συμφωνούμε, όμως υπάρχουν επίσης στοιχεία με τα οποία διαφωνούμε. Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω από τα στοιχεία με τα οποία συμφωνούμε. Η βελτίωση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρχών των διαφόρων κρατών μελών είναι αναγκαία. Οι επιχειρήσεις οι οποίες συμβαίνει να δραστηριοποιούνται σε διαφορετική χώρα πρέπει να είναι πολύ καλύτερα ενημερωμένες για τις συνθήκες που επικρατούν σε αυτήν τη χώρα. Στον τομέα αυτόν μπορούμε να επιτύχουμε πολλά στο μέλλον.
Η Επιτροπή έχει εξετάσει τη νομολογία και έχει ενίοτε προσφέρει υπερερμηνείες, όμως έχει επίσης συχνά προσφέρει ορθές ερμηνείες. Όσον αφορά τους υπηκόους τρίτων χωρών, δεν έχουμε αντιρρήσεις για την ερμηνεία της Επιτροπής· όσον αφορά, όμως, μια σειρά άλλων θεμάτων, δεν συμμεριζόμαστε την προσέγγιση της Επιτροπής.
Επιτρέψτε μου να αναφέρω δύο παραδείγματα. Το πρώτο αφορά την υποχρέωση ύπαρξης ενός εκπροσώπου. Σε αυτόν τον τομέα η Επιτροπή έχει προβεί σε υπερερμηνεία της υφιστάμενης αντίληψης περί δικαιοσύνης. Η υπόθεση που εξετάζεται επί του παρόντος αφορά την ανάγκη να υποχρεούται ο εκπρόσωπος να διαμένει στη χώρα στην οποία αναπτύσσεται η δραστηριότητα. Δεν θεσπίζουμε αυτήν την υποχρέωση. Τούτου λεχθέντος, είναι σημαντικό να είναι σε θέση οι χώρες να προβάλλουν απαιτήσεις έναντι του εκπροσώπου, ο οποίος δεν είναι τυχαίο πρόσωπο, αλλά έχει ουσιαστική εντολή να εκπροσωπεί την επιχείρηση. Αυτό είναι σημαντικό στη χώρα μου, στην οποία εφαρμόζουμε συλλογικές συμβάσεις, ενώ είναι επίσης σημαντικό σε άλλες χώρες, από την οπτική γωνία των αρμοδίων αρχών καθώς και, για παράδειγμα, όσον αφορά τις συνθήκες στο περιβάλλον εργασίας. Πρέπει να είναι δυνατόν να προβάλλονται απαιτήσεις έναντι ενός εκπροσώπου ο οποίος είναι εξουσιοδοτημένος να μιλά εξ ονόματος της επιχείρησης.
Το επόμενο θέμα είναι η κοινωνική τεκμηρίωση. Υπάρχουν ορισμένες νομικές υποθέσεις στις οποίες αναφέρεται η Επιτροπή. Εν προκειμένω μας απασχολεί η υπόθεση του Βελγίου και το θέμα του κατά πόσον τα έγγραφα τεκμηρίωσης πρέπει να διατηρούνται για περίοδο πέντε ετών. Το χρονικό αυτό διάστημα είναι παράλογο· ως προς αυτό μπορώ να συμφωνήσω. Εντούτοις, η τεκμηρίωση είναι αναγκαία προκειμένου να είναι γνωστό ποιος απασχολείται σε μια επιχείρηση και με ποιες αμοιβές και ώρες εργασίας. Οι πληροφορίες αυτού του είδους είναι αναμφίβολα αναγκαίες κατά την περίοδο που διαρκεί η απασχόληση, καθώς και για ένα εύλογο χρονικό διάστημα στη συνέχεια. Γνωρίζουμε, βεβαίως, ότι σε αυτά τα θέματα συμβαίνουν και ορισμένες απάτες, γι’ αυτό είναι αναγκαία μια εύλογη χρονική περίοδος μετά τον τερματισμό της εργασίας σε συγκεκριμένη επιχείρηση.
Το σφάλμα της Επιτροπής ήταν η υπερερμηνεία στην ανακοίνωσή της. Προέβη σε υπερερμηνεία της νομολογίας. Η απαίτηση για την ύπαρξη εκπροσώπου είναι σημαντική, όπως και η απαίτηση για κοινωνική τεκμηρίωση. Η Επιτροπή δηλώνει ότι δεν πρέπει να υπονομεύσουμε κανένα πρότυπο οργάνωσης της αγοράς εργασίας εντός της Ευρώπης. Αυτή η δήλωση είναι σημαντική, όμως αυτό ακριβώς πράττουμε όταν ασκούμε κριτική στα κράτη μέλη τα οποία θεσπίζουν υποχρεώσεις όσον αφορά τους εκπροσώπους και την κοινωνική τεκμηρίωση. Αν δεν επιτραπεί η θέσπιση τέτοιων υποχρεώσεων, θα είναι ασφαλώς αδύνατον να διαθέτουμε μια αγορά εργασίας βάσει κανόνων, ενώ θα είναι ανέφικτη η διατήρηση των προτύπων μας στον χώρο της αγοράς εργασίας. Μιλάμε, δηλαδή, για ένα διαφορετικό πρότυπο, και αυτό η Επιτροπή οφείλει να το αντιληφθεί. Η Γερμανία έχει ασκήσει την ίδια ακριβώς κριτική που άσκησαν και οι σκανδιναβικές χώρες.
Τέλος, θέλω να αναφερθώ στο θέμα της ισορροπίας. Κριτική πρέπει να ασκείται και στις χώρες οι οποίες δεν ασκούν κανέναν έλεγχο. Υπάρχουν χώρες οι οποίες δεν διαθέτουν επαρκή συστήματα ελέγχου, γεγονός που σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι ενδεχομένως απασχολούνται σε συνθήκες οι οποίες δεν συνάδουν με τις απαιτήσεις της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων. Οι χώρες αυτές πρέπει να γίνουν αντικείμενο κριτικής.
Vladimír Špidla, Μέλος της Επιτροπής. – (CS) Κυρία Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, στις 13 Ιουνίου 2007 η Επιτροπή υιοθέτησε την τελική της ανακοίνωση σε σχέση με την ανακοίνωση του 2006, στην οποία εξέφρασε την πλήρη στήριξή της για τον στόχο των κρατών μελών να εξαλείψουν τις παράνομες πρακτικές στην αγορά εργασίας. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι τα εθνικά όργανα πρέπει να διενεργούν τους ενδεδειγμένους ελέγχους προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι πάροχοι υπηρεσιών συμμορφώνονται με την εθνική νομοθεσία που διέπει τις συνθήκες εργασίας.
Παρόλα αυτά, οι αξιολογήσεις της προόδου που έχει σημειωθεί από το 2006 και μετά, τις οποίες διενήργησε η Επιτροπή με βάση τις πληροφορίες που της διέθεσαν τα κράτη μέλη και οι κοινωνικοί εταίροι σε επίπεδο ΕΕ, καταδεικνύουν ότι κάποια από τα μέτρα που έχουν υλοποιηθεί σε ορισμένα κράτη μέλη είναι δυσανάλογα και ξεπερνούν τα όρια της προσπάθειας διασφάλισης αποτελεσματικής προστασίας για τους αποσπώμενους εργαζόμενους. Όπως επισημάνθηκε στην ανακοίνωση του Ιουνίου του 2007, φαίνεται ότι η κατάσταση αυτή οφείλεται στην αναποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων οργάνων των κρατών μελών και στην ανεπαρκή πρόσβαση σε πληροφορίες.
Στις ανακοινώσεις της, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών, η οποία κατοχυρώνεται μέσω της Συνθήκης ΕΚ, οι κανόνες μπορούν να περιοριστούν μόνο για λόγους ανώτερου δημοσίου συμφέροντος, όπως για παράδειγμα η προστασία των εργαζομένων, και οι λόγοι αυτοί πρέπει να είναι τεκμηριωμένοι. Πρέπει να αξιολογούμε κατά περίπτωση πότε συγκεκριμένα εθνικά μέτρα μπορούν να θεωρηθούν δικαιολογημένα και ενδεδειγμένα – λόγου χάρη η απαίτηση ύπαρξης εκπροσώπου ο οποίος θα διαμένει στη χώρα φιλοξενίας ή η υποχρέωση τήρησης συγκεκριμένων εγγράφων σχετικά με τις κοινωνικές και εργασιακές συνθήκες στην επικράτεια φιλοξενίας για λόγους ελέγχου.
Η Επιτροπή εξετάζει πολύ προσεκτικά την κατάσταση σε όλα τα κράτη μέλη έτσι ώστε να μπορεί να προσδιορίσει ποια μέτρα ελέγχου μπορούν να θεωρηθούν αδικαιολόγητα και ακατάλληλα. Εφόσον κριθεί αναγκαίο, η Επιτροπή θα κινεί διαδικασία μη συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις του κράτους μέλους, προκειμένου να επιβληθεί η τήρηση της κοινοτικής νομοθεσίας.
Επιτρέψτε μου να υπογραμμίσω ότι η Επιτροπή εξετάζει επίσης το κατά πόσον τα μέτρα που λαμβάνουν τα επιμέρους κράτη μέλη είναι επαρκή και αποτελεσματικά. Διαφορετικά, θα ακολουθείται η ίδια διαδικασία, δεδομένου ότι στόχος είναι η αποτελεσματική προστασία των εργαζομένων χωρίς να εμποδίζεται η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.
Η Επιτροπή δεν σκοπεύει επί του παρόντος να δημοσιεύσει περαιτέρω κατευθυντήριες γραμμές. Η τελική απόφαση σχετικά με τη συμμόρφωση με τα εθνικά μέτρα είναι αρμοδιότητα του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το οποίο έχει ήδη εκδώσει σειρά αποφάσεων, και όχι της Επιτροπής ή του Κοινοβουλίου.
Όσον αφορά τη συνεργασία στον τομέα της πληροφόρησης, οι έρευνες τις οποίες έχει διενεργήσει η Επιτροπή καταδεικνύουν ότι έχει σημειωθεί ενθαρρυντική βελτίωση. Εντούτοις, επιβάλλεται να υπάρξουν περαιτέρω βελτιώσεις. Η Επιτροπή προτείνει, συνεπώς, την ενίσχυση και εμβάθυνση της διοικητικής συνεργασίας με τα κράτη μέλη, πάνω από όλα προκειμένου να επιτευχθεί μεγαλύτερη προσέγγιση μεταξύ των ενδιαφερομένων –κυρίως των κοινωνικών εταίρων– οι οποίοι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τους κανόνες.
Η αξιολόγηση των μέτρων υλοποίησης μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, παρά το γεγονός ότι η εφαρμογή της οδηγίας δεν έχει προκαλέσει πολλές επίσημες καταγγελίες ή νομικές προσφυγές, υπάρχουν ορισμένα προβλήματα τα οποία χρήζουν περαιτέρω μελέτης, όπως η αποτελεσματικότητα της διασυνοριακής εφαρμογής των κυρώσεων ή της προστασίας των εργαζομένων σε περιπτώσεις πολλαπλών υπεργολαβιών. Η Επιτροπή επιθυμεί τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων και των κρατών μελών σε αυτόν τον τομέα.
Τέλος, θέλω να υπογραμμίσω ότι η ανακοίνωση του Ιουνίου του 2007 καταδεικνύει ότι, καταρχήν, η Επιτροπή δεν επιθυμεί με κανέναν τρόπο να υπονομεύσει τα διάφορα κοινωνικά πρότυπα των κρατών μελών, ούτε τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη οργανώνουν τα εσωτερικά τους συστήματα σχέσεων εργασίας και συλλογικών διαπραγματεύσεων. Είναι, βεβαίως, υποχρέωση της Επιτροπής να εγγυάται την πλήρη συμμόρφωση με την κοινοτική νομοθεσία, οπότε σε περιπτώσεις στις οποίες έχουν ληφθεί ακατάλληλα μέτρα, τα οποία δεν επιτυγχάνουν την προστασία των εργαζομένων αλλά επιφέρουν περιορισμούς της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών στην εσωτερική αγορά, η Επιτροπή οφείλει να παρεμβαίνει, όπως ορίζεται στη Συνθήκη.
Philip Bushill-Matthews, εξ ονόματος της Ομάδας PPE-DE. – (EN) Κυρία Πρόεδρε, μία από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει κανείς όταν προσπαθεί να καταρτίσει μια προφορική ερώτηση και ακολούθως μια πρόταση ψηφίσματος με το ίδιο θέμα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα είναι να κατορθώσει να περιλαμβάνεται στο κείμενο το σύνολο των πτυχών που επιθυμεί να επισημάνει. Νομίζω ότι στην προκειμένη περίπτωση, όπως ίσως και σε πολλές άλλες, η βιασύνη με την οποία συντάχθηκε σημαίνει ότι δεν συμφωνούμε όλοι με το σύνολο των στοιχείων που περιλαμβάνονται στη διατύπωση του ψηφίσματος. Αυτό δεν συνιστά άσκηση κριτικής προς πολιτικούς αντιπάλους οι οποίοι βρίσκονται στην άλλη πτέρυγα του Σώματος. Είναι απλώς ένα σχόλιο, μια δήλωση σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση.
Θέλω επίσης να προσθέσω –ανεπισήμως ενόψει τυχόν αντίδρασης ή απάντησης της Επιτροπής– το ακόλουθο ερώτημα. Αν η τρέχουσα οδηγία δεν εφαρμόζεται ικανοποιητικά σε όλα τα κράτη μέλη, μπορεί μήπως η Επιτροπή να εξετάσει το ενδεχόμενο να αφιερώσει λίγο περισσότερο χρόνο για να κατανοήσει γιατί συμβαίνει αυτό; Μήπως υπάρχουν αντιρρήσεις τις οποίες διατηρούν ορισμένα κράτη μέλη έναντι της οδηγίας; Συνεπώς, αντί να δηλώνουμε πιεστικά «η οδηγία είναι αυτή που είναι και θα την εφαρμόσετε χωρίς καθυστερήσεις», μήπως μπορούμε να εγκύψουμε λίγο περισσότερο στο θέμα, διότι είμαι βέβαιος ότι μπορούμε να μάθουμε κάποια πράγματα. Καταρχήν, όλοι συμφωνούμε με την ανάγκη ύπαρξης μιας οδηγίας σε αυτόν τον τομέα, προκειμένου να διασφαλίζεται η σαφήνεια.
Το τελευταίο σχόλιό μου αφορά πάντως την πτέρυγα του Σώματος στην οποία εντάσσομαι. Επιθυμούμε να βοηθήσουμε τους αποσπασμένους εργαζόμενους. Ενδιαφερόμαστε σίγουρα για την ασφάλεια των εργασιακών τους συνθηκών, αλλά επιθυμούμε επίσης την προώθηση της κινητικότητάς τους. Δεν επιθυμούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το μέτρο ως ευκαιρία για την άσκηση πολιτικής προστατευτισμού, προκειμένου να αποτρέψουμε την απόσπαση εργαζομένων.
Anne Van Lancker, εξ ονόματος της Ομάδας PSE. – (NL) Κύριε Πρόεδρε, κύριε Επίτροπε, οφείλω να σας πω ότι τα μέλη της Ομάδας μου έχουν ανάμικτα συναισθήματα σχετικά με τη νέα αυτή ανακοίνωση της Επιτροπής. Από τη μια πλευρά, είναι βεβαίως θετικό το γεγονός ότι η Επιτροπή επιθυμεί να συνεχίσει να εστιάζει τις προσπάθειές της στην εφαρμογή της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων, καθόσον, σε εβδομαδιαία σχεδόν βάση, βλέπουν το φως της δημοσιότητας νέες περιπτώσεις κοινωνικής εκμετάλλευσης εργαζομένων οι οποίοι έχουν αποσπαστεί, κατάσταση η οποία, επιπλέον, επιβαρύνει σημαντικά τις συνθήκες εργασίας στις χώρες μας. Από την άλλη πλευρά, έχουμε την έντονη εντύπωση ότι η Επιτροπή δεν έχει ακόμη καταφέρει να επιτύχει την ενδεδειγμένη ισορροπία μεταξύ της εγγύησης της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, αφενός, και της προστασίας των εργαζομένων, αφετέρου.
Κύριε Επίτροπε, αναμφίβολα γνωρίζετε ότι μια σειρά μέτρων ελέγχου τα οποία έχουν λάβει τα κράτη μέλη, όπως η υποχρέωση να τηρούνται αρχεία στον χώρο εργασίας, η εφαρμογή των δηλώσεων σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων ή η παρουσία εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου, είναι ζωτικής σημασίας προκειμένου να διασφαλιστεί στη πράξη η προστασία των συνθηκών εργασίας των αποσπασμένων εργαζομένων.
Άλλωστε, είναι απολύτως σαφές, κύριε Επίτροπε, ότι τα κράτη μέλη μπορούν να υπολογίζουν μόνο στα δικά τους εθνικά μέτρα, καθότι η επειγόντως αναγκαία υπερεθνική συνεργασία μεταξύ των διοικήσεων και η πρόσβαση στις αναγκαίες πληροφορίες είναι πρακτικά ανύπαρκτες, ενώ οι διεθνείς μηχανισμοί επιβολής απλούστατα δεν λειτουργούν. Εντούτοις, στην ανακοίνωση υποστηρίζεται ότι πάρα πολλά από αυτά τα μέτρα δεν συνάδουν με την κοινοτική νομοθεσία, ενώ απειλείτε ακόμη και να κινήσετε διαδικασίες επί παραβάσει, προτού καν ληφθούν τα απολύτως αναγκαία μέτρα διασφάλισης της ροής πληροφοριών, παροχής της δυνατότητας ουσιαστικής λειτουργίας της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και θέσπισης αποτελεσματικού συστήματος ποινών.
Εξυπακούεται ότι η Ομάδα μου χαιρετίζει την πρόθεση της Επιτροπής να συστήσει μια μόνιμη επιτροπή υψηλού επιπέδου η οποία θα βοηθήσει τα κράτη μέλη να βελτιώσουν τη συνεργασία τους. Ωστόσο, η διοικητική συνεργασία δεν αρκεί, κύριε Επίτροπε. Ζητούμε επίσης μια ευρωπαϊκή πλατφόρμα για τη διασυνοριακή συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων εποπτικών αρχών των κρατών μελών. Μέχρις ότου αντιμετωπιστεί αυτή η πτυχή, θα συνεχίσει να απουσιάζει ένα κρίσιμο μέσο για την επιβολή της συμμόρφωσης με την οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων.
Anne E. Jensen, εξ ονόματος της Ομάδας ALDE. – (DA) Κυρία Πρόεδρε, κύριε Επίτροπε, θέλω να δηλώσω, εξ ονόματος της Ομάδας μου, ότι στηρίζουμε την προσέγγιση την οποία επέλεξε η Επιτροπή στην περίπτωση αυτής της οδηγίας, η οποία συνίσταται στην εστίαση των προσπαθειών μας στην παροχή καλύτερης πληροφόρησης, στην ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και, σε περιπτώσεις σοβαρών παραβάσεων, στην παραπομπή των κρατών μελών στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Βεβαίως, οφείλουμε, δυστυχώς, να αναγνωρίσουμε ότι, σε μια διευρυμένη ΕΕ με τεράστιες εισοδηματικές διαφορές, επικρατεί αυξημένη ανασφάλεια, περιλαμβανομένης της ανασφάλειας που επικρατεί σχετικά με το υπό συζήτηση θέμα. Από τη μία πλευρά, υπάρχει ο φόβος ότι οι εργαζόμενοι οι οποίοι έχουν αποσπαστεί σε άλλα κράτη μέλη θα εργάζονται υπό χειρότερες συνθήκες εργασίας σε σχέση με τις συνήθεις στη χώρα υποδοχής και ότι αυτή η κατάσταση απειλεί την ασφάλεια των εργαζομένων. Από την άλλη πλευρά, εξακολουθούν να υπάρχουν πολλά γραφειοκρατικά εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών στην ΕΕ. Αυτοί οι παράγοντες εμποδίζουν τον ανταγωνισμό και συνεπάγονται υποβάθμιση των προσφερόμενων υπηρεσιών. Αυτό που, ασφαλώς, έχει σχεδιαστεί να επιτύχει η οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων είναι ακριβώς η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ της ελευθερίας παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών και της ταυτόχρονης διατήρησης της προστασίας της αγοράς εργασίας στη χώρα υποδοχής. Στις διαβουλεύσεις στους κόλπους της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων, οι εκπρόσωποι εργοδοτών και συνδικάτων μας είπαν στο παρελθόν ότι η οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων είναι ουσιαστικά επαρκής, όμως είναι πολύ περίπλοκη. Συνεπώς, οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι δεν γνωρίζουν επαρκώς τα καθήκοντα και τα δικαιώματά τους, και αυτή η κατάσταση πρέπει να αντιμετωπιστεί. Η τήρηση της νομοθεσίας στις εργασιακές σχέσεις πρέπει να είναι απλή και εύκολη υπόθεση, και αυτό πρέπει να επιτευχθεί μέσω της παροχής πληροφοριών –κατανοητών πληροφοριών– στη γλώσσα των ενδιαφερομένων. Απαιτείται επίσης εύκολη πρόσβαση για όλους τους ενδιαφερόμενους σε μηχανισμούς επίλυσης προβλημάτων.
Η Επιτροπή έχει διαπιστώσει ότι τα κράτη μέλη δεν έχουν πάντα εμπιστοσύνη στις πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ των χωρών και, ως εκ τούτου, θεωρώ ότι θα είναι καλή να ενισχύσουμε τη συνεχιζόμενη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών σε αυτόν τον τομέα. Επιπλέον, ο οργανισμός του Δουβλίνου για τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας πρέπει να αναλάβει το έργο της ανταλλαγής ορθών πρακτικών και, κατά τον τρόπο αυτόν, να επιδιώξει τη συμμετοχή τόσο των εταίρων της αγοράς εργασίας όσο και των κρατών μελών σε μια θετική διαδικασία.
Ως προς το θέμα –το οποίο ανέφερε ο κ. Andersson– της απαίτησης της χώρας υποδοχής να υπάρχει εκπρόσωπος και ως προς το θέμα της τήρησης εγγράφων στον χώρο εργασίας, πιστεύω και εγώ ότι είναι σημαντικό να διατηρήσουμε την κατάλληλη ισορροπία, ενώ κατά βάση θεωρώ πραγματικά ότι η ισορροπία αυτή αντιστοιχεί στη λύση στην οποία έχει καταλήξει η Επιτροπή. Αυτό είναι το σκεπτικό στο οποίο στηρίζονται οι τροπολογίες μας επί της έκθεσης. Ο εκπρόσωπος δεν χρειάζεται να έχει φυσική παρουσία στη χώρα υποδοχής. Επ’ αυτού συμφωνούμε, και θέλω αυτό να καταστεί σαφές.
Όσο για την αναφορά στην υπόθεση Laval ή Waxholm, φρονώ ότι πρέπει πάντα να περιμένουμε την τελεσίδικη απόφαση προτού χρησιμοποιήσουμε το θέμα ως κατευθυντήρια γραμμή όσον αφορά το νομικό καθεστώς.
Αυτές ήταν οι επισημάνσεις μου.
Elisabeth Schroedter, εξ ονόματος της Ομάδας Verts/ALE. – (DE) Κυρία Πρόεδρε, κύριε Επίτροπε, η συζήτηση αυτή είναι ταυτόχρονα και μια προειδοποίηση. Αν αυτή η ανακοίνωση είναι άλλη μία απόπειρα να επανέλθουν από την πίσω πόρτα τα άρθρα 24 και 25 της αρχικής οδηγίας για τις υπηρεσίες, το Κοινοβούλιο θα το απορρίψει κατηγορηματικά αυτό. Η οδηγία για την απόσπαση έχει στόχο την προστασία των εργαζομένων, και η προστασία αυτή δεν πρόκειται να θιγεί.
Στην οδηγία για την απόσπαση των εργαζομένων ισχύει η αρχή «επί τόπου», και αυτό σημαίνει επίσης ότι όλα τα μέτρα των κρατών μελών που εξυπηρετούν την προστασία των αποσπασμένων εργαζομένων στον τόπο εργασίας και εξασφαλίζουν τα δικαιώματά τους πρέπει να είναι νόμιμα και επιθυμητά. Η οδηγία για την απόσπαση είναι νόμος για την ελεύθερη εσωτερική αγορά υπηρεσιών. Όμως, αυτή η ελευθερία δεν θα επιτευχθεί με οποιοδήποτε τίμημα. Δεν είναι πράσινο φως για το κοινωνικό ντάμπινγκ.
Βαρέθηκα να συζητώ για το αν είναι θεωρητικά δυνατό να πάρει κανείς απόδειξη για δίκαιη καταβολή αμοιβής σε δύο ή σε τέσσερις εβδομάδες στη χώρα καταγωγής. Η κατάσταση στις μικρές και μεγάλες οικοδομές της Ευρώπης λέει άλλα. Χωρίς δυνατότητα επί τόπου ελέγχου των στοιχείων για την αμοιβή διευρύνεται σαφώς το περιθώριο εγκληματικών συναλλαγών.
Σίγουρα δεν θέλετε να αναλάβετε την ευθύνη γι’ αυτό. Πηγαίνετε στις οικοδομές πριν κάνετε περαιτέρω ενέργειες. Κοιτάξτε πώς χάνουν οι εργαζόμενοι τη δίκαιη αμοιβή και πώς το κοινωνικό ντάμπινγκ προξενεί στρέβλωση του ανταγωνισμού. Η αρχή που ισχύει εδώ πρέπει να εξακολουθήσει να είναι η ίση αμοιβή για ίση εργασία.
Mary Lou McDonald, εξ ονόματος της Ομάδας GUE/NGL. – (EN) Κυρία Πρόεδρε, καταρχάς δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων αφορά τα δικαιώματα των εργαζομένων, θέτοντας απλώς ελάχιστα πρότυπα όσον αφορά το ύψος των αμοιβών, τις διακοπές, τα ωράρια εργασίας και ούτω καθεξής. Χωρίς την οδηγία, οι εργαζόμενοι είναι εκτεθειμένοι σε καταχρήσεις κάθε μορφής, μέσω επιχειρήσεων ταχυδρομικής θυρίδας ή πλαστής αυτοαπασχόλησης, γεγονός το οποίο πολλοί εργοδότες δεν καθυστέρησαν καθόλου να εκμεταλλευτούν.
Εντούτοις, έχω την εντύπωση ότι η Επιτροπή δίνει έμφαση και προτεραιότητα στην άρση των εμποδίων όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών και την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Φρονώ ότι το ψήφισμα που συνοδεύει αυτήν την προφορική ερώτηση αποτελεί βήμα οπισθοδρόμησης σε σχέση με τις μέχρι τώρα τοποθετήσεις του Κοινοβουλίου, όπως εκφράστηκαν πρόσφατα μέσω της έκθεσης Schroedter. Γεγονός είναι ότι η Επιτροπή δεν έχει επιβάλει την εφαρμογή της οδηγίας, ενώ πολλά κράτη μέλη αγνοούν τις διατάξεις της. Αυτές οι αδυναμίες δεν πρέπει να παρακάμπτονται με επιχειρήματα περί αναλογικότητας ή προστατευτισμού. Όταν το Κοινοβούλιο ενέκρινε την οδηγία για τις υπηρεσίες, όσοι από εμάς ανησυχούσαμε για τις επιπτώσεις της όσον αφορά τα δικαιώματα των εργαζομένων είχαμε λάβει τη διαβεβαίωση ότι η ορθή εφαρμογή της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων θα κάλυπτε τα θέματα για τα οποία εκφράζαμε ανησυχίες. Κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί, καθώς η Επιτροπή απέτυχε να εφαρμόσει με ορθό τρόπο αυτήν την οδηγία. Κατά τον τρόπο αυτόν, πολλοί εργαζόμενοι μένουν εκτεθειμένοι, χωρίς τα αναγκαία ελάχιστα πρότυπα τα οποία θα συνέβαλλαν στην αποφυγή της εκμετάλλευσης και των καταχρήσεων.
Thomas Mann (PPE-DE). – (DE) Κυρία Πρόεδρε, στις 13 Ιουνίου η Γενική Διεύθυνση Απασχόλησης ενημέρωσε την Επιτροπή ότι ορισμένα κράτη μέλη δεν εφαρμόζουν πιστά για την οδηγία την απόσπαση εργαζομένων. Η Γερμανία είναι μία από αυτές. Η χώρα μου κατηγορείται ότι διεξάγει πολύ αυστηρούς ελέγχους και έτσι αποκλείει εργαζομένους από άλλα κράτη μέλη. Αυτό είναι πρόκληση. Από έναν Επίτροπο που γενικά εκτιμώ πολύ γιατί είναι ισορροπημένος περιμένω μια πιο διαφοροποιημένη στάση.
Η συνεργασία μεταξύ χωρών απόσπασης και υποδοχής είναι βέβαια σημαντική, αλλά δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον αποτελεσματικό έλεγχο. Κοινός μας στόχος, ασφαλώς, πρέπει να είναι η εξασφάλιση της προστασίας των εργαζομένων και η πρόληψη του κοινωνικού ντάμπινγκ, η ανακάλυψη και η τιμωρία της παράνομης εργασίας. Αυτό, όμως, μπορεί να εξασφαλιστεί μόνον εάν έχουμε γνώση σημαντικών εγγράφων, και μάλιστα στη γλώσσα της χώρας υποδοχής. Θα πρέπει να υπάρχουν τα εξής: συμβάσεις εργασίας, λογαριασμοί πληρωμών, κατάλογος ωρών εργασίας. Ο γενικός εισαγγελέας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου υποστηρίζει την άποψη αυτή γιατί είναι προφανές ότι οι ελεγκτές αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα με τα έγγραφα που δεν έχουν συνταχθεί στη γλώσσα της εκάστοτε χώρας.
Δεύτερον, για την κανονική αποστολή κοινοποιήσεων πρέπει ο αποδέκτης να αποδείξει ότι διαθέτει διεύθυνση στη Γερμανία και όχι μια ύποπτη ταχυδρομική θυρίδα στο εξωτερικό που επελέγη με σκοπό την ανωνυμία. Ο καθένας πρέπει να διορίζει επίσημο εκπρόσωπο και μπορεί να δηλώσει ποιον θεωρεί κατάλληλο γι’ αυτό. Η διεύθυνση μπορεί να είναι και ο τόπος εργασίας. Θεωρώ ότι αυτή είναι μια δίκαιη λύση.
Η επαπειλούμενη διαδικασία επί παραβάσει της Συνθήκης είναι προσβολή. Κύριε Επίτροπε, στην ΕΕ πρέπει να επικρατεί δικαιοσύνη, και μάλιστα όσον αφορά τους ελέγχους. Κύριε Špidla, σας ζητώ να διατηρήσετε την ισορροπία και την καλή σας κρίση που έχουμε συνηθίσει.
Jean Louis Cottigny (PSE). – (FR) Κυρία Πρόεδρε, κύριε Επίτροπε, κυρίες και κύριοι, συγκαταλέγομαι μεταξύ αυτών που θεωρούν ότι η απόσπαση εργαζομένων είναι ευκαιρία για την Ευρωπαϊκή Ένωση και για τους πολίτες της. Ευκαιρία τόσο από οικονομική σκοπιά, όσο και από τη σκοπιά της συμβολής στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής ιδέας. Οι εργαζόμενοι που αποσπώνται στην ευρωπαϊκή επικράτεια είναι πρωτίστως Ευρωπαίοι και πρέπει να αντιμετωπίζονται ως τέτοιοι, πράγμα που, κατά τη γνώμη μου, σημαίνει ότι για την ίδια δουλειά στην ίδια επικράτεια δεν πρέπει να επιτρέπεται καμία ανισότητα.
Ένα από τα προβλήματα που εγείρει σήμερα η οδηγία 96/71/EΚ είναι ότι, με βάση την έλλειψη εναρμόνισης των εθνικών συστημάτων σε σχέση με την εργατική νομοθεσία και τις διαφορές που υφίστανται μεταξύ νέων και παλαιών κρατών μελών σε αυτόν τον τομέα, ανακύπτει ο φόβος αυτή η οδηγία να επιτρέψει τη διαιτησία ανάμεσα στα κράτη μέλη και να συνδεθεί με «κοινωνικό ντάμπινγκ». Επαναλαμβάνω για μία ακόμη φορά: η κοινωνική Ευρώπη πρέπει να οικοδομηθεί άνωθεν, και όχι μέσω του κατακερματισμού των κοινωνικών κεκτημένων της, όπως θα ήθελαν μερικοί εδώ. Αναφέρω ως παράδειγμα ορισμένες τροπολογίες που υποβλήθηκαν επί αυτής της έκθεσης αναφορικά με τον εκσυγχρονισμό της εργατικής νομοθεσίας.
Σε αυτό το πεδίο, τους συμβουλεύω να μην κάνουν αλχημίες, με κίνδυνο να βρεθούν αντιμέτωποι με ανεξέλεγκτες κοινωνικές συγκρούσεις. Κατά τη γνώμη μου, για να αποφευχθούν αυτές οι παγίδες, τα κράτη μέλη πρέπει να μπορούν να συνεχίσουν να διατηρούν ορισμένους περιορισμούς, αλλά επίσης, όταν παραλαμβάνουν αποσπασμένους εργαζομένους, θα πρέπει να μπορούν να επιβάλουν ορισμένες προϋποθέσεις. Θεωρώ ειδικότερα ότι οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι πρέπει να έχουν εξουσιοδοτημένους εκπροσώπους, οι οποίοι πρέπει να είναι ανεξάρτητοι. Πρέπει να είναι ικανοί να παράσχουν σχετικές πληροφορίες αναφορικά με τα ωράρια εργασίας και την υγιεινή και ασφάλεια σε σχέση με αυτήν τη δουλειά, ούτως ώστε να κατοχυρώνεται η προστασία τους. Οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι πρέπει να προβαίνουν σε εκ των προτέρων δήλωση, ούτως ώστε οι κοινωνικοί εταίροι στις φιλοξενούσες χώρες, όπου οι μισθοί είναι καθορισμένοι μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων, να μπορούν να εμπλακούν στη διαδικασία για να διαπραγματευτούν απευθείας με τη μητρική εταιρεία των αποσπασμένων εργαζομένων.
Πρέπει, ωστόσο, να προχωρήσουμε πιο πέρα σε αυτό το πεδίο, εξετάζοντας περισσότερο, λόγου χάρη, τη θέσπιση ελάχιστου ευρωπαϊκού μισθού. Πρέπει να έχουμε μια πολιτική δέσμευση έναντι της σύγκλισης προς την κατεύθυνση ενός πλαισίου κοινωνικών δικαιωμάτων, κοινού για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Με τέτοιες πρακτικές ακολουθούμε την πορεία προς μια κοινωνική Ευρώπη, μια ενωμένη Ευρώπη, μια Ευρώπη εργαζομένων στην οποία όλοι ευελπιστούμε.
Evelyne Gebhardt (PSE). – (DE) Κυρία Πρόεδρε, κύριε Επίτροπε, όταν συζητούσαμε για την οδηγία για τις υπηρεσίες, είχαμε πει ξεκάθαρα ότι η οδηγία αυτή δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θίξει τα κοινωνικά δικαιώματα στα κράτη μέλη. Γι’ αυτό είχαμε διαγράψει τα περίφημα άρθρα 24 και 25 της οδηγίας, επειδή τα δικαιώματα αυτά δεν πρέπει να υπονομευτούν από την πίσω πόρτα.
Επίσης, είχαμε συμφωνήσει ότι αν υπάρξουν προβλήματα η οδηγία για την απόσπαση θα πρέπει να τροποποιηθεί ανάλογα για να μην υπάρχουν πια ασάφειες. Θα ήθελα να υπενθυμίσω αυτόν τον συμβιβασμό που είχε εγκρίνει τότε και η Επιτροπή, και θα ήθελα να ζητήσω και πάλι αυτήν την έγκριση.
Συμφωνώ μαζί σας, κύριε Επίτροπε, ότι η έλλειψη συνεργασίας ή η κακή συνεργασία μεταξύ των αρχών είναι ένας από τους κύριους λόγους που έχουμε τέτοια προβλήματα με την οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων. Πιστεύετε πραγματικά ότι θα βελτιωθεί η ελλιπής συνεργασία με την κατάργηση των δυνατοτήτων ελέγχου, της τεκμηρίωσης και όλων των πραγμάτων που είναι αναγκαία για τον έλεγχο; Το αντίθετο! Η έλλειψη τεκμηρίωσης μαζί με την κακή συνεργασία των αρχών σημαίνει καθαρό κοινωνικό ντάμπινγκ. Αυτό θέλετε; Δεν το πιστεύω.
Γι’ αυτό, ας εργαστούμε μαζί για να βελτιωθεί η διοικητική συνεργασία και για να επιτευχθεί το άνοιγμα των αγορών υπηρεσιών και των αγορών εργασίας στο ανώτατο δυνατό επίπεδο κοινωνικής προστασίας. Έτσι, θα κάνουμε κάτι θετικό για την Ευρώπη, δηλαδή δεν θα κατευθυνθούμε καταστροφικά εναντίον των κρατών μελών, αλλά θα καταβάλουμε θετικές προσπάθειες για την επίτευξη λύσεων με τις οποίες θα μπορέσουμε πραγματικά να προωθήσουμε αυτήν την υπόθεση. Αυτός είναι ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε, γιατί διαφορετικά δεν θα πετύχουμε τίποτα από αυτά που θέλαμε.
Proinsias De Rossa (PSE). – (EN) Κυρία Πρόεδρε, μου προκαλεί απογοήτευση η σημερινή δήλωση του Επιτρόπου Špidla ενώπιον του Σώματος ότι δεν προτείνει μια νέα ανακοίνωση για το θέμα αυτό.
Προκειμένου η μετακίνηση εργαζομένων μεταξύ των κρατών μελών να μην προκαλέσει ανταγωνισμό προς τα κάτω, πρέπει να διασφαλίσουμε ότι η νομοθεσία είναι σαφής, ότι τα ισχύοντα πρότυπα εφαρμόζονται με ενιαίο τρόπο σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση και ότι τηρούνται πλήρως. Η οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων, στη σημερινή της μορφή, δεν ανταποκρίνεται σε αυτά τα κριτήρια, και το ίδιο ισχύει για τις κατευθυντήριες γραμμές τις οποίες δημοσίευσε μόλις πριν από ένα έτος η Επιτροπή. Τώρα, η Επιτροπή πρέπει να επιμείνει στη διατήρηση των εγγράφων στα κράτη μέλη στα οποία έχει αποσπαστεί ο κάθε εργαζόμενος, ενώ πρέπει επίσης να επιμείνουμε στην ύπαρξη καθορισμένου εργοδότη ο οποίος θα φέρει τη νομική ευθύνη για τη συμμόρφωση με τη νομοθεσία. Ακόμη και ένα τέτοιο μέτρο δεν θα είναι αρκετό, εάν δεν θεσπιστούν από όλα τα κράτη μέλη μηχανισμοί συμμόρφωσης και σοβαρές ποινές για τους παραβάτες της νομοθεσίας.
Δεν υπάρχει προοπτική προόδου σε θέματα όπως ο συνδυασμός ευελιξίας και ασφάλειας και η μεταρρύθμιση του εργατικού δικαίου εάν δεν αντιμετωπίσουμε θέματα όπως η ασφάλεια των εργαζομένων σε αυτόν τον τομέα. Οι εργαζόμενοι στην Ευρώπη δεν πρόκειται να αποδεχτούν την ελαχιστοποίηση των δικαιωμάτων τους ή τον ανταγωνισμό προς τα κάτω. Δεν πρόκειται να εγκρίνουμε κανένα νομοθετικό μέτρο σε αυτό το Σώμα το οποίο να αποδυναμώνει τα δικαιώματά τους καθ’ οιονδήποτε τρόπο, εάν δεν τους προσφερθούν εμφανή πλεονεκτήματα όσον αφορά την αποτροπή του ανταγωνισμού προς τα κάτω. Θεωρώ ότι η μυωπική προσέγγιση του Συμβουλίου και της Επιτροπής σε αυτόν τον τομέα είναι απαράδεκτη και πραγματικά ανεξήγητη εάν επιθυμούν σοβαρά τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής κοινωνικής ένωσης.
Vladimír Špidla, Μέλος της Επιτροπής. – (CS) Κυρίες και κύριοι, θέλω να καταστεί σαφές ότι η ορθή εφαρμογή της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση πλάγια οδό διά της οποίας προσπαθούμε να αποδυναμώσουμε και να υποσκάψουμε την προστασία των εργαζομένων στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας. Απεναντίας, η ορθή εφαρμογή της οδηγίας θα έχει ως αποτέλεσμα την αποτελεσματική προστασία των εργαζομένων, και αυτό έχει ζωτική σημασία. Δεν είναι καθόλου αληθές ότι η Επιτροπή θέτει περιορισμούς στις εποπτικές αρμοδιότητες: επιτρέψτε μου να δηλώσω κατηγορηματικώς ότι όλα τα μέτρα τα οποία κρίνουν αναγκαία τα κράτη μέλη, και τα οποία είναι ανάλογα των επιδιωκόμενων στόχων, θα είναι οπωσδήποτε ορθά και εφαρμοστέα.
Οφείλω επίσης να επισημάνω ότι η απόφαση σχετικά με αυτήν την οδηγία δεν ελήφθη σε κάποιο χρυσελεφάντινο πύργο, και το ίδιο ισχύει άλλωστε και για την απόφαση σχετικά με την ανακοίνωση – το θέμα έχει συζητηθεί αμέτρητες φορές με τους κοινωνικούς εταίρους. Θεωρώ ότι, ως προς την εφαρμογή της νομοθεσίας, όλοι γνωρίζουμε να διακρίνουμε μεταξύ των περιπτώσεων στις οποίες η νομοθεσία είναι απλώς θέμα γραφειοκρατίας και αδυνατεί να επιτύχει τους στόχους που έχει θέσει και των περιπτώσεων στις οποίες επιτυγχάνει διαφορετικούς και μη πρόσφορους στόχους. Οι έλεγχοι πρέπει, συνεπώς, να είναι λεπτομερείς και αποτελεσματικοί, αλλά εντός του πλαισίου μιας εφαρμοσμένης μεθόδου, καθώς η οδηγία και η νομοθεσία εν γένει δεν επιτρέπουν τα πάντα. Με άλλα λόγια, δεν θα είναι αποδεκτά όλα τα μέτρα – μόνο εκείνα τα οποία εντάσσονται στο πλαίσιο της νομοθεσίας και τα οποία είναι αποτελεσματικά και αναλογικά.
Όσον αφορά την τροποποίηση της οδηγίας, όπως προτάθηκε, θέλω να επισημάνω ότι το Κοινοβούλιο έχει αντιμετωπίσει αυτό το θέμα τουλάχιστον δύο ή τρεις φορές στο παρελθόν, όπως άλλωστε και οι κοινωνικοί εταίροι, χωρίς να έχουν καταλήξει σε μια γενικώς αποδεκτή θέση η οποία να υποστηρίζει ότι η οδηγία μπορεί να αναδιατυπωθεί επιφέροντας ουσιαστικές αλλαγές. Απεναντίας, οι θέσεις που διατυπώθηκαν τάσσονταν πάντα υπέρ της βελτίωσης της συνεργασίας και της εφαρμογής. Θέλω επίσης να επισημάνω ότι η εφαρμογή είναι θέμα αρμοδιότητας των κρατών μελών, ενώ η Επιτροπή είναι υπεύθυνη να διασφαλίζει ότι η εφαρμογή πραγματοποιείται στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Έχει επίσης την υποχρέωση να χρησιμοποιεί τα νομικά μέσα που έχει στη διάθεσή της. Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή ασφαλώς ελέγχει την κατάσταση στις αγορές εργασίας των επιμέρους κρατών μελών και ενεργεί προσεκτικά, όπως ορίζει η νομοθεσία.
Είναι, βεβαίως, εξαιρετικά σημαντικό να βελτιωθεί η διοικητική συνεργασία. Είναι επίσης σημαντικό να βελτιωθεί η συνεργασία μεταξύ των επιμέρους εποπτικών οργάνων στα κράτη μέλη, και η Επιτροπή θα εστιάσει τις προσπάθειές της σε αυτήν την κατεύθυνση. Εάν αποδειχθεί σε μελλοντικές συζητήσεις ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι διεύρυνσης του πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας, το θέμα αυτό οπωσδήποτε θα ανοιχθεί και θα συζητηθεί εντατικά. Προς το παρόν, η προκαταρκτική πολιτική συζήτηση στο Κοινοβούλιο και η συζήτηση με τους κοινωνικούς εταίρους δεν καταδεικνύουν ότι θα ήταν ενδεδειγμένο να αναλάβουμε νέα νομοθετική πρωτοβουλία σε αυτόν τον τομέα.
Αξιότιμοι βουλευτές, οφείλω να υπογραμμίσω για μία ακόμη φορά ότι στόχος αυτής της οδηγίας είναι η αποτελεσματική προστασία των εργαζομένων και ότι κάθε εποπτικό μέτρο το οποίο συμβάλλει σε αυτήν την προστασία θα είναι αποδεκτό. Τα κράτη μέλη τα οποία δεν διενεργούν αποτελεσματικούς ελέγχους παραβιάζουν την οδηγία. Είναι σαφές ότι η εποπτεία σε κάθε τομέα πρέπει να πραγματοποιείται με τρόπο αναλογικό, με τη νομική έννοια του όρου, ενώ συχνά διαφωνούμε όσον αφορά το τι θεωρείται αναλογικό και τι όχι. Η αρμοδιότητα για τη διευθέτηση αυτών των διαφωνιών μεταξύ των ευρωπαϊκών οργάνων ανήκει στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο Λουξεμβούργο.
Πρόεδρος. Στο τέλος της συζήτησης υποβλήθηκε πρόταση ψηφίσματος βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 5, του Κανονισμού(1).