Πρόεδρος. − Η ημερήσια διάταξη προβλέπει τη δήλωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας για την απόσπαση των εργαζομένων κατόπιν των αποφάσεων του Δικαστηρίου. Πρόκειται για άλλο ένα σημαντικό ζήτημα, το οποίο έχει προκαλέσει μια σειρά παρεξηγήσεων και, πάνω από όλα, έχει οδηγήσει σε πολλές φήμες και ανησυχίες σε ορισμένες χώρες μας, και ως εκ τούτου θα παρακολουθήσουμε αυτή τη συζήτηση με μεγάλο ενδιαφέρον, και ιδίως τη δήλωση του κ. Spidla εξ ονόματος της Επιτροπής.
Vladimír Špidla, μέλος της Επιτροπής. − (CS) Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, στην κοινοποίηση του Ιουνίου 2007, με τίτλο «απόσπαση εργαζομένων στo πλαίσιo παροχής υπηρεσιών: μεγιστοποίηση των οφελών και των δυνατοτήτων και ταυτόχρονα παροχή εγγυήσεων για την προστασία των εργαζομένων», η Επιτροπή επεσήμανε ορισμένες ελλείψεις όσον αφορά τη διασυνοριακή επιβολή της οδηγίας για την απόσπαση των εργαζομένων.
Τότε καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η λύση αυτών των προβλημάτων θα ήταν δυνατή, μόνο εάν τα κράτη μέλη επιτάχυναν την αμοιβαία τους συνεργασία και, συγκεκριμένα, εάν εκπλήρωναν τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά τη διοικητική συνεργασία και την προσβασιμότητα των πληροφοριών, όπως ορίζει η οδηγία.
Η ορθή υλοποίηση και εφαρμογή αποτελούν βασικά στοιχεία για την προστασία των δικαιωμάτων των αποσπασμένων εργαζομένων, ενώ η ανεπαρκής επιβολή εξασθενίζει την αποτελεσματικότητα των κοινοτικών οδηγιών που ισχύουν στον εν λόγω τομέα.
Ως εκ τούτου, στις 3 Απριλίου του τρέχοντος έτους, η Επιτροπή ενέκρινε μία σύσταση για τη βελτίωση της συνεργασίας, προκειμένου να επιλύσει τα προβλήματα που παρουσιάζει η υλοποίηση, η εφαρμογή και η επιβολή της ισχύουσας οδηγίας. Η σύσταση εστιάζει ειδικότερα στην καλύτερη ανταλλαγή πληροφοριών, τη βελτίωση της πρόσβασης στις πληροφορίες και την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών.
Η καλύτερη διοικητική συνεργασία θα πρέπει επομένως να οδηγήσει σε καλύτερη προστασία των συνθηκών εργασίας στην πράξη, σε μικρότερες διοικητικές επιβαρύνσεις για τις εταιρείες, σε αποτελεσματικότερη παρακολούθηση της εκτέλεσης των υφιστάμενων υποχρεώσεων για την τήρηση των συνθηκών εργασίας, και σε εξασφάλιση αποτελεσματικών ελέγχων.
Η σύσταση προτείνει επίσης τη δημιουργία μιας επιτροπής υψηλού επιπέδου στην οποία θα συμμετάσχουν άμεσα οι κοινωνικοί εταίροι που βρίσκονται πιο κοντά στη ρίζα των προβλημάτων, και τη δημιουργία της βάσης για στενότερη συνεργασία μεταξύ των τμημάτων επιθεώρησης της εργασίας. Η επιτροπή θα μπορούσε να αποτελέσει το κατάλληλο βήμα για τη συζήτηση ενός ευρέος φάσματος ζητημάτων που απορρέουν από την εφαρμογή της οδηγίας για την απόσπαση των εργαζομένων.
Η Επιτροπή είναι πεπεισμένη ότι αυτή η σύσταση συνιστά τη βάση για ακόμη πιο εντατικό αγώνα κατά των παραβιάσεων των δικαιωμάτων των εργαζομένων και την αδήλωτη εργασία, και ότι βελτιώνει τις συνθήκες εργασίας για τους μετανάστες εργαζόμενους σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η λήψη των αναγκαίων μέτρων για τη βελτίωση της υλοποίησης της οδηγίας για την απόσπαση των εργαζομένων εξαρτάται τώρα από τα κράτη μέλη. Η σύσταση αναμένεται να εγκριθεί από το επόμενο Συμβούλιο Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων στις 9 Ιουνίου.
Στη συνέχεια, η Επιτροπή σκοπεύει να αξιολογήσει την εφαρμογή της οδηγίας βάσει των πιο πρόσφατων αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ενώ θα συνεργάζεται στενά με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την προετοιμασία της έκθεσης ιδίας πρωτοβουλίας.
Η Επιτροπή δεσμεύεται απόλυτα για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων και θα συνεχίσει να καταπολεμά όλες τις μορφές κοινωνικού ντάμπινγκ και των παραβιάσεων των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Θα πρέπει να τονισθεί ότι δεν υπάρχει καμία σύγκρουση μεταξύ της αδιάλειπτης υποστήριξης των δικαιωμάτων των εργαζομένων και της υποστήριξης για μια ανταγωνιστική εσωτερική αγορά, η οποία μας παρέχει τα μέσα για τη διατήρηση της κοινωνικής ευημερίας της Ευρώπης. Για να συνεχίσει η άνθηση της κοινωνίας και της οικονομίας μας, πρέπει να δώσουμε εξίσου προτεραιότητα στις κοινωνικές πτυχές και στην ανταγωνιστικότητα.
Gunnar Hökmark, εξ ονόματος της Ομάδας PPE-DE. – (SV) Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Επίτροπο για την παρουσίασή του, και επικροτώ το γεγονός ότι δίδει έμφαση στη σπουδαιότητα της μεγαλύτερης συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και της ευθύνης των κρατών μελών για την ορθή υλοποίηση της οδηγίας για την απόσπαση των εργαζομένων.
Πιστεύω ότι σε αυτή τη συζήτηση είναι ίσως δικαιολογημένη η έμφαση στο γεγονός ότι από το 2004 έχουμε διαπιστώσει ραγδαία μεταβολή της ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας. Έχουμε επιτύχει αυξημένη κινητικότητα. Πρέπει να αναφέρουμε ότι τα διάφορα σενάρια τρόμου που διαδίδονταν εκείνη την περίοδο σχετικά με τις συνέπειες της αυξημένης κινητικότητας αποδείχθηκαν λανθασμένα. Γινόταν λόγος για κοινωνικό τουρισμό και αμέτρητα άλλα προβλήματα.
Μάλιστα, σήμερα ένα εκατομμύριο Ευρωπαίοι έχουν αποσπαστεί σε διάφορες χώρες. Επίσης, τα κράτη μέλη είναι αυτά, όπου έχουμε διαπιστώσει τη μεγαλύτερη διαφάνεια, και στα οποία έχει διαπιστωθεί η βέλτιστη ανάπτυξη της αγοράς εργασίας και η μισθολογική ρύθμιση. Η οδηγία για την απόσπαση των εργαζομένων συνέβαλε στη διασφάλιση καλύτερων δυνατοτήτων για κάθε άτομο και συνέβαλε επίσης στην ευρωπαϊκή οικονομία και στη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας. Ένα εκατομμύριο άνθρωποι!
Αυτό πρέπει να το θυμηθούμε όταν θα συζητούμε για τις τρεις διαφορετικές δικαστικές υποθέσεις. Και αυτό γιατί μόλις το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του, βλέπουμε ότι πρόκειται για ένα ζήτημα διαφορετικών καταστάσεων σε διαφορετικές υποθέσεις. Αυτό που επίσης είναι σημαντικό, ωστόσο, είναι πως είναι αδύνατον να πούμε ότι δεν υπάρχουν εμπόδια για τους διάφορους τύπους βιομηχανικής δράσης στα διάφορα κράτη μέλη. Δεν υπάρχει τίποτα στις δικαστικές αποφάσεις που να σημαίνει ότι έρχονται σε σύγκρουση με τους διάφορους τύπους συλλογικών συμβάσεων ή με άλλες μισθολογικές ρυθμίσεις. Αφετέρου, τα κράτη μέλη πρέπει να διαθέτουν νομοθεσία και η κοινωνία πρέπει να λειτουργεί, προκειμένου να επιτρέπεται και να ενθαρρύνεται η κινητικότητα. Σε αυτό το πλαίσιο πιστεύω ότι είναι επίσης σημαντικό να αναπτύξουμε καλύτερη συνεργασία τώρα, και ότι τα διάφορα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίσουν ότι την υλοποιούν και την αξιολογούν έτσι, ώστε να συνδυάζουν την κινητικότητα με την κοινωνική ασφάλεια και τη σταθερότητα για όλους στην Ευρώπη. Δεν πρέπει να κατηγορούμε την ΕΕ για τα προβλήματα που υπάρχουν. Αντιθέτως, πρέπει να αναλάβουμε ευθύνη στα διάφορα κράτη μέλη, και πρέπει να επικροτούμε την αυξημένη κινητικότητα και την ευημερία, οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν ως δυνατότητα η οποία εξασφαλίζεται από την οδηγία για την απόσπαση των εργαζομένων.
Anne Van Lancker, εξ ονόματος της Ομάδας PSE. – (NL) Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Επίτροπο για τη σύστασή του σχετικά με τη βελτιωμένη διοικητική συνεργασία και τις καλύτερες δυνατότητες των τμημάτων επιθεώρησης της εργασίας. Ωστόσο, Επίτροπε, γνωρίζετε ότι η ικανοποίησή μας ανατράπηκε από τις αποφάσεις Laval και Rüffert; Οι αποφάσεις αυτές προκάλεσαν μεγάλη αναστάτωση, όχι μόνο στη Σοσιαλιστική Ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αλλά και στις συνδικαλιστικές ενώσεις εκτός Κοινοβουλίου και στις χώρες οι οποίες κυρώνουν επί του παρόντος τη Συνθήκη της Λισαβόνας.
Πιστεύαμε επί μακρόν ότι η οδηγία για την απόσπαση των εργαζομένων ήταν μια εξαιρετική οδηγία η οποία διεπόταν από μία σαφή αρχή. Λόγω του ότι είναι αδύνατον να διασφαλίσουμε ότι οι μισθοί και οι συνθήκες εργασίας είναι ισοδύναμες σε ολόκληρη την Ευρώπη, δεν είναι παράλογο για τους υπαλλήλους να προσδοκούν ίση μεταχείριση στον χώρο στον οποίο εργάζονται, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους. Ορθώς η οδηγία για την απόσπαση των εργαζομένων δεν μετέρχεται μιας ενιαίας αρχής για την κατάσταση της απασχόλησης, αλλά επιβάλλει απλώς ορισμένους δεσμευτικούς όρους. Ωστόσο, η οδηγία δίδει επίσης στα κράτη μέλη την ελευθερία να επιβάλλουν πιο γενναιόδωρες διατάξεις για την προστασία των εργαζομένων, σύμφωνα με τις δικές τους κοινωνικές παραδόσεις και σύμφωνα με συλλογικές συμβάσεις ή γενικά δεσμευτικές συλλογικές συμβάσεις.
Οι αποφάσεις αναίρεσαν τη βάση της ίσης μεταχείρισης, πάνω στην οποία στηριζόμασταν. Η ελάχιστη προστασία την οποία παρέχει η οδηγία σταδιακά αρχίζει να θεωρείται μέγιστη. Εδώ και πολύ καιρό, δεν έχει υπάρξει πλέον πρόβλημα κακής μεταφοράς σε συγκεκριμένα κράτη μέλη. Έχουμε μεγαλύτερη επίγνωση, όμως, ότι η βασική φιλοσοφία της οδηγίας είναι λανθασμένη, ότι δηλαδή: οι εργαζόμενοι πρέπει να προστατεύονται, αλλά με μέτρο. Υπάρχουν μεν κοινωνικά δικαιώματα όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις και τις απεργίες, υπό τον όρο όμως ότι δεν επηρεάζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών. Δεν πρόκειται για ξενοφοβικές παρατηρήσεις· κάθε άλλο. Οι ξένοι εργαζόμενοι δεν είναι απλώς καλοδεχούμενοι. Στην πραγματικότητα, η ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων εξασφαλίζει ίση μεταχείριση από την πρώτη κιόλας μέρα και αυτό θέλουμε να πετύχουμε όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών.
Η Ομάδα μου ζητεί, ως εκ τούτου, αναθεώρηση της οδηγίας για την απόσπαση των εργαζομένων για τρεις λόγους: πρώτον, για τη διασφάλιση ότι εξασφαλίζεται η ίση μεταχείριση εγχώριων και ξένων εργαζομένων· δεύτερον, για την εξασφάλιση του πλήρους σεβασμού των εθνικών συστημάτων κοινωνικού διαλόγου· και τρίτον, για τη διασφάλιση της περιφρούρησης των κοινωνικών δικαιωμάτων όλων. Στηριζόμαστε στην υποστήριξή σας, Επίτροπε.
Anne E. Jensen, εξ ονόματος της Ομάδας ALDE. – (DA) Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Επίτροπο για τη δήλωσή του. Σίγουρα, τα τελευταία χρόνια έχουν υπάρξει πολλές έντονες αντιδράσεις σε πολυάριθμες αποφάσεις του Δικαστηρίου. Ορισμένοι παρατηρητές έχουν την αίσθηση ότι, λόγω της απόφασης Laval, μεταξύ άλλων, η Συνθήκη της Λισαβόνας θα πρέπει να τροποποιηθεί και ότι θα πρέπει να τεθούν περιορισμοί στο Δικαστήριο. Θα ήθελα να δηλώσω ότι το επιχείρημα αυτό είναι τελείως άστοχο και ότι οφείλεται στο γεγονός ότι πρόσωπα και από τις δύο πλευρές θα ήθελαν δημιουργήσουν προσκόμματα και να κάνουν τον κόσμο να πιστέψει ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας θα μπορούσε να αποτελέσει πρόβλημα για τη νομική ασφάλεια των εργαζομένων. Αντιθέτως, η Συνθήκη της Λισαβόνας θα συνεπάγεται περισσότερα δικαιώματα για τους εργαζομένους.
Άλλοι παρατηρητές, όπως η κ. Van Lancker, πιστεύουν ότι η οδηγία για την απόσπαση των εργαζομένων πρέπει να τροποποιηθεί. Και πάλι, εγώ θα έλεγα όχι. Δεν πιστεύω ότι πρέπει να γίνει κάτι τέτοιο σε πρώτη φάση. Πιστεύω, όπως και ο Επίτροπος που το πρότεινε, ότι πρώτα θα πρέπει να εργαστούμε εκτενώς για διαπιστώσουμε πώς εφαρμόζεται η οδηγία για την απόσπαση των εργαζομένων στην πράξη, και να αξιολογήσουμε τις δυνατότητες για την περιφρούρηση κατά του κοινωνικού ντάμπινγκ στο πλαίσιο της ισχύουσας νομοθεσίας.
Επίσης, πιστεύω ότι θα πρέπει να αναμένουμε την αντίδραση των κρατών μελών. Στο πλαίσιο αυτό, ίσως έχω ιδιαίτερα κατά νου την υπόθεση Laval. Δεν έχει επιτευχθεί η τελική απόφαση στην υπόθεση Laval στη Σουηδία, και υπάρχουν πολλές παράμετροι σε αυτή την απόφαση – τόσο η προφανής διάκριση εις βάρος των ξένων επιχειρήσεων, τις οποίες δεν μπορούμε να στηρίξουμε, όσο και οι ασαφείς πληροφορίες που δίδονται στην επιχείρηση. Στη Δανία, συστάθηκε μια επιτροπή εργασίας από την κυβέρνηση, αποτελούμενη από κοινωνικούς εμπειρογνώμονες –τόσο νομικούς εμπειρογνώμονες, όσο και κοινωνικούς εταίρους– για εκτιμήσουν την εναρμόνιση της τελευταίας απόφασης με το μοντέλο της Δανίας, το οποίο βασίζεται σε συμφωνία και διέπεται από τη νομοθεσία μόνο σε πολύ περιορισμένο βαθμό. Νομίζω ότι θα ήταν καλό να αναμένουμε το αποτέλεσμα των εργασιών της επιτροπής. Η επιτροπή εργάζεται με ταχύτατους ρυθμούς και θα ολοκληρώσει τις εργασίες της έως τον Ιούνιο.
Όπως συνήθως συμβαίνει στην πολιτική, η ουσία βρίσκεται στη λεπτομέρεια και επομένως είναι σημαντικό να τηρούμε μια ισορροπημένη στάση απέναντι σε αυτά τα ζητήματα. Έχει περάσει μόνο ενάμισης χρόνος από την εκτενή συζήτηση στο Κοινοβούλιο σχετικά με την οδηγία για την απόσπαση των εργαζομένων και τη διεξαγωγή διαδικασίας διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους. Όλοι δήλωσαν ότι η οδηγία ήταν καλή, αλλά στην πράξη θα ήταν δύσκολο να υλοποιηθεί. Οι εργαζόμενοι δεν γνωρίζουν τα δικαιώματά τους και οι εργοδότες δεν γνωρίζουν αρκετά καλά τις υποχρεώσεις τους. Επομένως, το συμπέρασμά μας είναι ότι υπάρχει ανάγκη για καλύτερη πληροφόρηση και καλύτερη συνεργασία· αυτό είναι κάτι που προτείνεται και εσείς τώρα, Επίτροπε. Έχουμε προτείνει επίσης, για παράδειγμα, να χρησιμοποιηθεί ο Οργανισμός του Δουβλίνου, ο οποίος εκπροσωπεί τόσο τις κυβερνήσεις, όσο και τους κοινωνικούς εταίρους με στόχο την ανάπτυξη καλής πρακτικής στον τομέα αυτό. Θα ήθελα πάρα πολύ να μάθω τι συμβαίνει στον τομέα αυτό. Κατανοώ πολύ καλά τον φόβο για το κοινωνικό ντάμπινγκ· ωστόσο, πιστεύω ότι πρέπει να χειριστούμε με σύνεση αυτό το ζήτημα. Θα περάσει πολύς καιρός μέχρι να τροποποιηθεί η οδηγία για την απόσπαση των εργαζομένων, και είναι επομένως σημαντικό να διερευνήσουμε όλες τις δυνατότητες προκειμένου να διασφαλίσουμε τη βάση για τη δημιουργία ευέλικτων αγορών εργασίας, όπως η αγορά εργασίας της Δανίας, στο πλαίσιο των ισχυόντων κανόνων. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι πράγματι μπορούμε να έχουμε ευέλικτες αγορές εργασίας.
Το δικαίωμα ανάληψης βιομηχανικής δράσης δεν πρόκειται να απειληθεί από την απόφαση· ωστόσο, θα πρέπει να υπάρξει κάποια ισορροπία όσον αφορά ζητήματα που συνδέονται με καταστάσεις σύγκρουσης. Πιστεύω ότι είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι τα δικαιώματα των εργαζομένων θα ενισχυθούν από τη Συνθήκη της Λισαβόνας και ότι τόσο οι κοινωνικοί εταίροι, όσο και οι κυβερνήσεις πρέπει να συνεργασθούν ανεξαρτήτως συνόρων, προκειμένου να επιτύχουν την εύρυθμη και ομαλή λειτουργία της νομοθεσίας. Αυτό σημαίνει πρόοδος!
Roberts Zile, εξ ονόματος της Ομάδας UEN. – (LV) Σας ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε, κύριε Επίτροπε. Η ετυμηγορία σε αυτή την υπόθεση προσφέρει πραγματικά την ελπίδα ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατανοεί, σε πραγματικούς όρους, τις τέσσερις βασικές ελευθερίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε αυτή την περίπτωση, ο όρος «κοινωνικό ντάμπινγκ», που είναι επίσης δημοφιλής και σε αυτό το Κοινοβούλιο, δεν λειτούργησε σε μία περίπτωση στην οποία ο στόχος ήταν να απαγορευτεί η παροχή υπηρεσιών μιας επιχείρησης από ένα άλλο κράτος μέλος στην εσωτερική αγορά της ΕΕ. Στη συζήτηση αυτή, θα ήθελα να επισημάνω μια πολιτική παράμετρο: τα κράτη μέλη της ΕΕ, και μεταξύ αυτών, κυρίως, κράτη όπως η Σουηδία, τα τελευταία χρόνια έχουν τεράστια κέρδη στα βαλτικά κράτη μέσω της παροχής «επιθετικών» χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, ιδίως δάνεια για ακίνητη ιδιοκτησία. Ποτέ δεν περιορίσαμε τη ροή αυτού του κεφαλαίου, ακόμη και όταν τα κέρδη ήταν εξαιρετικά υψηλά και λαμβάνονταν εν μέρει μέσω του ιδιότυπου κοινωνικού ντάμπινγκ των εξαγωγών – δηλαδή, οι μισθοί των Λετονών που εργάζονταν σε αυτές τις τράπεζες δεν προσέγγιζαν ούτε κατά το ελάχιστο τους μισθούς που έπαιρναν οι Σουηδοί για την ίδια εργασία στη Σουηδία. Τώρα, κατά τη χρηματοοικονομική κρίση, πολλές λετονικές οικογένειες θα πληρώνουν πανάκριβα για ένα μεγάλο διάστημα για τα χρήματα που δανείστηκαν, όμως θα είναι αδύνατος ο ανταγωνισμός των πολιτών και των επιχειρήσεων μας στην αγορά της ΕΕ, και έτσι δεν θα καταφέρουν να εξοφλήσουν αυτές τις οφειλές. Ως αποτέλεσμα, στην πραγματικότητα θα ζημιωθούν τα σουηδικά συνταξιοδοτικά ταμεία και άλλοι μεριδιούχοι τραπεζών. Κυρίες και κύριοι, βρισκόμαστε όλοι στην ίδια ευρωπαϊκή βάρκα: ας επιτρέψουμε στις βασικές ελευθερίες της Ευρώπης να είναι πραγματικά ελεύθερες, και θα βγούμε όλοι κερδισμένοι! Σας ευχαριστώ.
Elisabeth Schroedter, εξ ονόματος της Ομάδας Verts/ALE. – (DE) Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, όλες οι δικαστικές αποφάσεις αφορούν υποθέσεις στις οποίες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις είχαν λάβει διεθνώς αναγνωρισμένα συλλογικά μέτρα για την ανάληψη δράσης κατά του κοινωνικού ντάμπινγκ. Και στις τρεις αποφάσεις το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναγνώρισε ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις είχαν νόμιμο δικαίωμα να λάβουν τα εν λόγω μέτρα. Το Δικαστήριο, ωστόσο, αμφισβήτησε αυτό το δικαίωμα σε σχέση με την εσωτερική αγορά.
Στις υποθέσεις Laval και Rüffert, το νόμιμο ελάχιστο πρότυπο ερμηνεύθηκε ως το μοναδικό ισχύον ανώτατο πρότυπο στην εσωτερική αγορά. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, επομένως, ερμήνευσε την οδηγία για την απόσπαση των εργαζομένων με πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Ο νομοθέτης, εντούτοις, δεν είχε τέτοια πρόθεση. Λαμβάνοντας υπόψη την οδηγία, οι ελεύθερες συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών πρέπει να προάγονται στον δίκαιο ανταγωνισμό και τα δικαιώματα των εργαζομένων πρέπει να διασφαλίζονται. Η οδηγία για την απόσπαση των εργαζομένων περιλαμβάνει επίσης μια ρήτρα του μάλλον ευνοούμενου κράτους για τους εργαζομένους, η οποία δεν ελήφθη υπόψη στις δικαστικές αποφάσεις.
Το Δικαστήριο δημιουργεί τώρα μια κατάσταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά την οποία η οδηγία για την απόσπαση των εργαζομένων έχει μετατραπεί από ελάχιστη οδηγία σε μέγιστη, και στην οποία είναι νόμιμη η διεκδίκηση ενός ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος έναντι του κοινωνικού ντάμπινγκ. Το διεθνές κοινωνικό δίκαιο θα πρέπει τώρα να υποστεί επιβαρύνσεις για επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην ελεύθερη εσωτερική αγορά. Ίσως φανεί ότι κατ' αυτόν τον τρόπο επικρίνω τις δικαστικές αποφάσεις. Ωστόσο, μία Ένωση χωρίς ισοδύναμα στοιχεία μιας κοινωνικής Ευρώπης, όπως οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, τα συλλογικά μέτρα και η καταπολέμηση του κοινωνικού ντάμπινγκ, είναι καταδικασμένη να αποτύχει και δεν πρόκειται να έχει πλέον τη στήριξη των πολιτών. Η απάντηση της ομάδας μας, ως εκ τούτου, στην παρατήρηση αυτή, είναι: η αρχή της «ίσης αμοιβής για ίση εργασία στο ίδιο ίδρυμα» πρέπει να κατέχει ισοδύναμη θέση στην εσωτερική αγορά όσον αφορά τα κριτήρια της ελευθερίας.
Francis Wurtz, εξ ονόματος της Ομάδας GUE/NGL. − (FR) Κύριε Επίτροπε, καταρχάς, θα ήθελα να σημειώσω απλώς για την ιστορία, ότι οι συνάδελφοί μου από τη Διάσκεψη των Προέδρων, οι οποίοι αποφάσισαν να διεξαχθεί η συζήτηση αργά το βράδυ παρά τη θέλησή μου, απόψε είναι όλοι απόντες. Εάν η συζήτηση αυτή δεν γινόταν τόσο αργά το βράδυ, θα χαιρόμουν να ξεκινήσω επιτέλους μια συζήτηση πάνω σε αυτό το σοβαρό θέμα, το οποίο αφορά την αναγνώριση του μισθολογικού ντάμπινγκ από το Δικαστήριο, ένα ζήτημα στο οποίο αφιερώσατε μόλις 20 δευτερόλεπτα, κύριε Επίτροπε, και το παρουσιάσατε με εντυπωσιακή προχειρότητα.
Ως εκ τούτου, θα περιγράψω εν συντομία τα τρία στάδια αυτής της νέα διάστασης της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. 11 Δεκεμβρίου 2007: το Δικαστήριο ακύρωσε ενέργεια μια συνδικαλιστικές οργάνωσης που ζητούσε να μην επιτραπεί στη φινλανδική ναυτιλιακή εταιρεία Viking Line να νηολογήσει το οχηματαγωγό της στην Εσθονία για να μειώσει τα ημερομίσθια των εργαζομένων. 18 Δεκεμβρίου 2007: το Δικαστήριο αποφάνθηκε και πάλι κατά των ενώσεων, αυτή τη φορά στο Vaxholm της Σουηδίας, για την κατάληψη κτιρίου κατά της λετονικής εταιρείας που αρνούταν να τηρήσει τη συλλογική σύμβαση που ίσχυε στον κατασκευαστικό κλάδο. 3 Απριλίου 2008: το Δικαστήριο έκρινε το ομόσπονδο κράτος της Κάτω Σαξονίας στη Γερμανία ένοχο για την επιβολή ελάχιστου μισθού σε οιαδήποτε κατασκευαστική εταιρεία σύναπτε συμβάσεις. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε υπέρ ενός πολωνού υπεργολάβου μιας γερμανικής εταιρείας, η οποία πλήρωνε τους εργαζομένους της κάτω του μισού του προβλεπόμενου ελάχιστου ημερομισθίου. Αυτή ήταν η απόφαση Rüffert.
Και στις τρεις υποθέσεις, ο βασικός λόγος που επικαλέστηκε το Δικαστήριο προκειμένου να δικαιολογήσει την απόφασή του να ενθαρρύνει το μισθολογικό ντάμπινγκ ήταν ότι η κοινοτική νομοθεσία απαγορεύει κάθε μέτρο –προσέξτε– που ενδέχεται «να καταστήσει λιγότερο ελκυστικούς» τους όρους μιας εταιρείας από ένα άλλο κράτος μέλος, επειδή αυτό συνιστά –και παραθέτω– «περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών» ή της ελευθερίας εγκατάστασης, που περιλαμβάνονται στις θεμελιώδεις ελευθερίες τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη. Αυτό απλούστατα είναι απαράδεκτο. Πού είναι η κοινωνική πτυχή αυτής της φιλελεύθερης συλλογιστικής;
Ως επακόλουθο, κάθε κοινωνική πρόοδος σε μια χώρα θα καθιστά την αγορά λιγότερο ελκυστική – για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Δικαστηρίου – για τις ανταγωνιστικές εταιρείες. Θα πρέπει να προσθέσω ότι και στις τρεις περιπτώσεις, η περιβόητη οδηγία για την απόσπαση των εργαζομένων δεν έχει προσφέρει καν την ελάχιστη προστασία στους ενδιαφερόμενους εργαζομένους. Συμπτωματικά, το Δικαστήριο εξήγησε ότι, και παραθέτω, η «οδηγία αυτή στοχεύει, μεταξύ άλλων, στην επίτευξη της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών». Δεν ανέφερα την προστασία των εργαζομένων.
Τέλος, και στις τρεις υποθέσεις, το Δικαστήριο κατέληξε στην απόφασή που έλαβε βάσει συγκεκριμένων άρθρων της Συνθήκης και όχι μόνο βάσει της οδηγίας. Πρόκειται για το άρθρο 43, στην πρώτη υπόθεση, και το άρθρο 49 στις δύο άλλες, και τα δύο από τα οποία επαναδιατυπώθηκαν λέξη προς λέξη στο σχέδιο της Συνθήκης της Λισαβόνας που επί του παρόντος βρίσκεται στο στάδιο της κύρωσης.
Το συμπέρασμά μου είναι επομένως σαφές. Δεν αρκεί η τροποποίηση μιας οδηγίας για την επίλυση του προβλήματος που έχει δημιουργηθεί από αυτές τις αποφάσεις. Όποιος επιθυμεί να επαναφέρει την υπεροχή των κοινωνικών δικαιωμάτων έναντι των ελεύθερων συναλλαγών πρέπει να επιμείνει στην αναθεώρηση των συνθηκών, και ιδίως των άρθρων στα οποία βασίζεται το Δικαστήριο για να δικαιολογήσει τις πρόσφατες αποφάσεις. Είναι δύσκολο, όμως νομίζω ότι είναι απαραίτητο, επειδή διαφορετικά πρέπει να περιμένουμε μια πραγματική κρίση σχετικά με τη νομιμότητα του ισχύοντος ευρωπαϊκού οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου.
Kathy Sinnott, εξ ονόματος της Ομάδας IND/DEM. – (EN) Κύριε Πρόεδρε, πρόσφατα, στην υπόθεση Rüffert, μια πολωνική εταιρεία κατέβαλλε σε 53 εργαζόμενους μόνο 46% του συμπεφωνημένου μισθού για τις εμπορικές συναλλαγές στη Γερμανία. Ο πολωνός ανάδοχος προσήχθη στη δικαιοσύνη· απάντησαν παίρνοντας την υπόθεση στο δικαστήριο, και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο πρόσφατα ψήφισε υπέρ του πολωνού υπεργολάβου.
Σχεδόν πρόσφατα, ο κ. John Monks, πρόεδρος της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, μιλώντας σε μια ακρόαση στην Επιτροπή Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων σχετικά με μια προηγούμενη υπόθεση –την υπόθεση Laval– και προειδοποιώντας για μελλοντικές υποθέσεις, ανέφερε ότι «γνωρίζουμε ότι το δικαίωμά μας στην απεργία είναι θεμελιώδες, όχι όμως τόσο θεμελιώδες όσο η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών».
Το κίνημα των συνδικαλιστικών οργανώσεων καθίσταται ανίσχυρο από αυτές τις αποφάσεις. Η οδηγία για τις υπηρεσίες και η οδηγία για την απόσπαση των εργαζομένων συνιστούν άμεση απειλή για όλα όσα έχουν κατορθώσει οι εργαζόμενοι όσων αφορά τα δικαιώματά τους κατά τα τελευταία 30 χρόνια.
Υπήρξαν τρεις υποθέσεις –Laval, Viking και τώρα η Rüffert– και διαμορφώνεται ένα σώμα δικαστικής ερμηνείας που άσκοπες τις συμβάσεις, ανίκανα τα συνδικάτα και άνευ σημασίας όρο τη δικαιοσύνη σε μισθολογικά θέματα. Όπως δήλωσε ο κ. Monk στην ακρόαση για την υπόθεση Laval, η Συνθήκη της Λισαβόνας πρέπει να περιλαμβάνει ένα προστατευτικό πρωτόκολλο ή να έλθουμε αντιμέτωποι με το κοινωνικό ντάμπινγκ στο μέλλον.
Philip Bushill-Matthews (PPE-DE). – (EN) Κύριε Πρόεδρε, πιστεύω ότι η Επιτροπή δημοσίευσε πρώτα ένα καθοδηγητικό έγγραφο για την υλοποίηση της οδηγίας για την απόσπαση των εργαζομένων το 2006, και τότε η Σοσιαλιστική Ομάδα – σε απάντηση– ζήτησε από το Κοινοβούλιο την αυστηροποίηση της οδηγίας. Η Επιτροπή δεν έκρινε ότι ήταν απαραίτητη τότε, και προφανώς δεν τη θεωρεί αναγκαία ούτε και τώρα, και για πω την αλήθεια συμφωνώ μαζί της.
Το πρόβλημα έγκειται, όπως με τόση σαφήνεια προσδιόρισε η Επιτροπή, στην αδυναμία της υλοποίησης σε εθνικό επίπεδο, στην ανεπαρκή συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και ελλιπή παροχή πληροφοριών. Η αυστηροποίηση της κοινοτικής νομοθεσίας δεν θα αντιμετώπιζε αυτές τις αδυναμίες. Μάλιστα, θα καθιστούσε ακόμη πιο δύσκολη την αντιμετώπισή τους.
Τέλος, θα παρατηρούσα ότι ο Επίτροπος επιβεβαιώνει την πλήρη δέσμευση για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων και την καταπολέμηση του κοινωνικού ντάμπινγκ. Θα πρέπει όλοι να συμφωνήσουμε με αυτό από όλες τις ομάδες του Κοινοβουλίου, αλλά θα πρέπει επίσης να συμφωνήσουμε ότι πρέπει να προστατευθεί και άλλο ένα δικαίωμα: το δικαίωμα όλων των εργαζομένων στη δυνατότητα μετακίνησης, απόσπασής τους και παροχής των υπηρεσιών τους πέρα από τα σύνορα.
Τα δικαιώματα της κοινωνικής προστασίας πρέπει να συνοδεύονται από το δικαίωμα της παροχής υπηρεσιών, και δεν θα πρέπει να υπάρχει αντίφαση. Φυσικά, η επίτευξη της σωστής ισορροπίας αποτελεί μεγάλη πρόκληση. Εντούτοις, η πρόκληση αφορά τη δυνατότητα των κρατών μελών να επιλύουν προβλήματα, δεν τίθεται από την ΕΕ με την πρόταση αυστηρότερων νόμων. Θεωρώ ότι ο Επίτροπος έδειξε τον δρόμο και εγώ τον καλώ να συμφωνήσει μαζί μου ότι ο ρόλος μας ως βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα πρέπει να είναι να πείθουμε ο καθένας τη χώρα του να ακολουθήσει.
Jan Andersson (PSE). – (SV) Κύριε Πρόεδρε, κύριε Επίτροπε, χαιρετίζω την εισήγηση, και επικροτώ ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι ο Επίτροπος επιδιώκει να καταπολεμήσει το κοινωνικό ντάμπινγκ και ότι ο κ. Barroso και ο κ. Špidla λένε ότι το δικαίωμα στην απεργία δεν τίθεται πάνω από την ελεύθερη κυκλοφορία. Ωστόσο, η πρότασή σας δεν είναι αρκετά εκτενής. Δεν είναι αρκετά εκτενής, ώστε να εμποδίσει το κοινωνικό ντάμπινγκ.
Ας δούμε πρώτα τι ανέφερε το δικαστήριο στις υποθέσεις Rüffert και Laval. Είπε ότι ο ελάχιστος μισθός στη χώρα προέλευσης είναι αυτός που έχει σημασία, με άλλα λόγια, ένας πολωνός εργάτης πρέπει να εργάζεται στον ίδιο χώρο εργασίας όπως ένας γερμανός εργάτης, για ποσοστό 46% του μισθού για τον οποίο θα εργασθεί ο γερμανός εργάτης. Εάν είχατε πει ότι οι γυναίκες πρέπει να εργάζονται για 46% του μισθού με τον οποίο αμείβεται ένας άνδρας, θα λέγαμε ότι αυτό συνιστά διάκριση. Σε αυτή την περίπτωση γίνεται διάκριση εις βάρος πολωνών εργαζομένων, οι οποίοι δεν πληρώνονται το ίδιο με τους γερμανούς εργαζόμενους. Αυτό είναι απαράδεκτο.
Δεύτερον, διαφορετικά κοινωνικά μοντέλα δεν κρίνονται με τον ίδιο τρόπο. Στην υπόθεση Rόffert επισημαίνεται ότι οι συλλογικές συμβάσεις πρέπει να ισχύουν καθολικά, και όχι το μοντέλο που επιλέχθηκε στην Κάτω Σαξονία. Το ίδιο συνέβη στην υπόθεση Laval. Κάποια μοντέλα αγοράς εργασίας υπερισχύουν έναντι άλλων. Και αυτό είναι απαράδεκτο.
Τρίτον, λέγεται ότι το δικαίωμα στην απεργία είναι θεμελιώδες, όταν όμως συγκρίνεται με την ελεύθερη κυκλοφορία, δεν φαίνεται και τόσο σημαντικό, καθόλου σημαντικό. Αντιθέτως, η ελεύθερη κυκλοφορία υπερισχύει σε σχέση με αυτό.
Ορισμένοι ομιλητές είπαν «ναι, αλλά η ελεύθερη κυκλοφορία είναι απαραίτητη». Φυσικά και είναι, όμως πώς θα ενθαρρύνουμε την ελεύθερη κυκλοφορία, εάν εγκαταλείψουμε τις συνθήκες που επικρατούν στις εκάστοτε χώρες; Πιστεύουμε ότι οι άνθρωποι που ζουν στις χώρες αυτές θα πουν «καλωσορίζουμε τον κόσμο»; Όχι, θα ζητούν να κλείσουν τα σύνορα. Εγώ τάσσομαι υπέρ των ανοικτών συνόρων μεταξύ των νέων και των παλαιών κρατών μελών, τάσσομαι όμως και υπέρ των ίσων όρων για ίση εργασία, και αυτό πρέπει επίσης να καταστεί θεμελιώδες. Επομένως, η Επιτροπή πρέπει να αναλάβει γρηγορότερα δράση, όσον αφορά τις τροποποιήσεις στην οδηγία για την απόσπαση των εργαζομένων.
Pierre Jonckheer (Verts/ALE). – (FR) Κύριε Πρόεδρε, κύριε Επίτροπε, συμμερίζομαι την άποψη των συναδέλφων μου, της κ. Van Lancker και του κ. Wurtz, στο μεγαλύτερό μέρος της. Σε τελική ανάλυση, το ζήτημα είναι πόσους περισσότερους φτωχούς εργαζόμενους θέλουμε να έχουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Αυτό είναι το βασικό ερώτημα.
Χωρίς να επαναλαμβάνω τις αποφάσεις του Δικαστηρίου, βλέπω ότι έχουμε φθάσει σε ένα σημείο στο οποίο η οδηγία για την απόσπαση των εργαζομένων χρησιμοποιείται ενάντια στις εθνικές ή τις περιφερειακές διατάξεις που έχουν σχεδιαστεί για να διασφαλίζουν «ίσους όρους ανταγωνισμού» για όλους τους εργαζόμενους, να διασφαλίζουν έναν κατώτατο μισθό για όλους τους εργαζομένους.
Έχουμε φθάσει, επομένως, σε μια κατάσταση στην οποία η οδηγία αυτή υπονομεύει την υπόσταση του δικαιώματος στην εργασία. Μπορούμε να εγγυηθούμε την κινητικότητα των εργαζομένων, διασφαλίζοντας την υπόσταση του δικαιώματος στην εργασία, και αυτό είναι το αντικείμενο της συζήτησης. Ξεχνώντας για λίγο την οδηγία για την απόσπαση των εργαζομένων, θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σας σε άλλο ένα σχετικό θέμα, στην καταγγελία την οποία υπέβαλε στην Επιτροπή η εταιρεία ΤΝΤ κατόπιν απόφασης ενός διοικητικού δικαστηρίου στο Βερολίνο, με τον ισχυρισμό ότι η γερμανική κυβέρνηση, επιβάλλοντας έναν κατώτατο μισθό στον τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών, δεν έλαβε υπόψη τον οικονομικό αντίκτυπο του κατώτατου μισθού –μιλάμε για κατώτατο μισθό ύψους 9,80 ευρώ την ώρα– στους ανταγωνιστές της. Και έτσι βρισκόμαστε σε μια κατάσταση, όπου ο κατώτατος μισθός, που αποτελεί εθνική αρμοδιότητα, στην πραγματικότητα αποθαρρύνει τον ανταγωνισμό. Αυτή είναι η ερμηνεία της ΤΝΤ.
Η Επιτροπή εξετάζει επί του παρόντος την εν λόγω αναφορά. Εάν εσείς ή οι συνάδελφοί σας και το Σώμα, τάσσεστε σε αυτή την περίπτωση υπέρ της ΤΝΤ, πιστεύω, κ. Špidla, ότι θα χάσετε όλη την αξιοπιστία, και ότι θα χρειαστεί κάτι παραπάνω από μια σύσταση της Επιτροπής για τη βέλτιστη πληροφόρηση και τη διοικητική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών για να διασφαλισθεί πραγματικά η αξιοπρέπεια των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Eva-Britt Svensson (GUE/NGL). – (SV) Κύριε Πρόεδρε, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων υποχρεούται να εκδίδει αποφάσεις που είναι σύμφωνες με τις Συνθήκες. Ως εκ τούτου, προκειμένου να προστατευθούν τα συμφέροντα των εργαζομένων, πρέπει να τροποποιηθούν οι Συνθήκες. Το συμπέρασμα που συνάγεται από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις Laval, Viking Line και Rüffert είναι ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας δεν μπορεί να γίνει δεκτή από τους μισθωτούς στην Ευρώπη εάν δεν προστεθεί στο κείμενο της Συνθήκης μια ρήτρα για τα δικαιώματα των εργαζομένων – για το δικαίωμα προάσπισης των συλλογικών συμβάσεων, και το δικαίωμα απεργιακών κινητοποιήσεων για τη βελτίωση των αποδοχών και των εργασιακών συνθηκών.
Η απαίτηση αμοιβών υψηλότερων από τον κατώτατο μισθό συνιστά πλέον περιορισμό των εμπορικών συναλλαγών σύμφωνα με το Δικαστήριο, γεγονός που σημαίνει ότι τα συνδικάτα δεν θα μπορούν να αποτρέψουν το μισθολογικό ντάμπινγκ. Στις 17 Απριλίου του τρέχοντος έτους ο Επίτροπος McCreevy απάντησε γραπτώς σε ερώτηση που του είχα θέσει σχετικά με τα συνδικαλιστικά δικαιώματα ως εξής: «Τα συνδικάτα μπορούν να συνεχίσουν να προβαίνουν σε απεργιακές κινητοποιήσεις υπό την προϋπόθεση ότι αυτές αποβλέπουν σε νόμιμους στόχους οι οποίοι συνάδουν με την κοινοτική νομοθεσία.» Δεν θα μπορούσατε να το έχετε διατυπώσει με μεγαλύτερη σαφήνεια. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αλλάξει η κοινοτική νομοθεσία. Ναι στην ελεύθερη κυκλοφορία, χωρίς όμως διακρίσεις εις βάρος των εργαζομένων από άλλες χώρες.
Hélène Goudin (IND/DEM). – (SV) Κύριε Πρόεδρε, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει επανειλημμένα καταστήσει σαφές στα κράτη μέλη ότι δεν μπορούν να θεωρούν ότι είναι ανεξάρτητα σε θεμελιώδεις τομείς πολιτικής όπως οι πολιτικές για την υγεία, τα τυχερά παιχνίδια ή τη διαφήμιση οινοπνευματωδών προϊόντων, και τώρα, ως το πιο πρόσφατο παράδειγμα, όσον αφορά την πολιτική στον τομέα της αγοράς εργασίας. Αυτή η πρακτική είναι γνωστή ως δικαστικός ακτιβισμός, και πρέπει να θεωρείται άμεση απειλή κατά της δημοκρατίας και της αρχής της επικουρικότητας. Ενόψει της αλαζονικής στάσης του έναντι των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων των κρατών μελών, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποτελεί πρακτικά μια αυτοδιορισμένη εξουσία στην Ευρώπη.
Η απόφαση στην υπόθεση Laval σημαίνει ότι οι σουηδικές και οι ξένες εταιρείες θα λειτουργούν υπό εντελώς διαφορετικά καθεστώτα στην επικράτεια της Σουηδίας. Αυτό είναι εντελώς απαράδεκτο. Απευθύνω έκκληση στους συναδέλφους να το σκεφτούν πολύ καλά την επόμενη φορά που θα αποφασίσουν να αναθέσουν μεγαλύτερες εξουσίες στα μη εκλεγμένα όργανα της ΕΕ. Όσο για σήμερα, φαίνεται ότι ξυπνάμε επιτέλους από τον λήθαργό μας.
Jacek Protasiewicz (PPE-DE). – (PL) Κύριε Πρόεδρε, η οδηγία για την απόσπαση των εργαζομένων είναι ένα από τα θεμέλια στα οποία εδράζεται η πρακτική εφαρμογή μιας από τις τέσσερις βασικές κοινοτικές ελευθερίες, οι οποίες είναι ευρωπαϊκές ελευθερίες, και οι οποίες συνοδεύουν εξαρχής τις Συνθήκες και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα.
Το άρθρο 49 της Συνθήκης είναι ένας από τους σαφέστερα διατυπωμένους κανόνες που διέπουν τις εσωτερικές υποθέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ορίζει κατηγορηματικά ότι οι περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της Κοινότητας απαγορεύονται όσον αφορά τους υπηκόους των κρατών μελών που είναι εγκατεστημένοι σε κράτος της Κοινότητας άλλο από εκείνο του αποδέκτη της παροχής. Συνεπώς, οι συνεχιζόμενες πρακτικές που εντοπίζονται σε πολλά κράτη μέλη και αποβλέπουν στον διοικητικό περιορισμό της ελευθερίας αυτής, την οποία εγγυάται η Συνθήκη, προξενούν έκπληξη.
Αφότου εξελέγην στο παρόν Κοινοβούλιο, δέχομαι σειρά καταγγελιών από επιχειρηματίες που έχουν την έδρα τους κυρίως στα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ μετά το 2004, οι οποίες στρέφονται κατά των δραστηριοτήτων τοπικών και περιφερειακών αρχών οι οποίες σκοπίμως επιβάλλουν στους εν λόγω επιχειρηματίες πρόσθετες απαιτήσεις οι οποίες δεν δικαιολογούνται καθόλου από οποιαδήποτε κοινοτική νομική πράξη. Έχω θίξει το θέμα επανειλημμένα στο παρόν Σώμα, απαιτώντας μια κατηγορηματική δήλωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπέρ της κοινοτικής νομοθεσίας, και ως εκ τούτου υπέρ της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.
Χαίρομαι που οι προσπάθειές μου δικαιώθηκαν με τόσο σαφή τρόπο από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τις οποίες συζητούμε σήμερα. Είμαι πεπεισμένος ότι, ενόψει των πρόσφατων αποφάσεων του Δικαστηρίου, το Κοινοβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα μπορέσουν να σχεδιάσουν από κοινού ένα πρότυπο για την οργάνωση μιας εσωτερικής αγοράς υπηρεσιών η οποία, ενώ θα εγγυάται τα θεμελιώδη δικαιώματα των εργαζομένων, η διασφάλιση των δικαιωμάτων αυτών –των θεμελιωδών αυτών δικαιωμάτων– δεν θα επιβάλλει πρόσθετες επιβαρύνσεις στους επιχειρηματίες της ΕΕ οι οποίες εμποδίζουν τις δραστηριότητές τους και οι οποίες συνιστούν εξ ορισμού –όπως αναφέρεται στις αποφάσεις του Δικαστηρίου– παραβίαση του κοινοτικού δικαίου.
Η ελεύθερη αγορά στον τομέα των υπηρεσιών και η κινητικότητα των εργαζομένων πρέπει να υποστηρίζονται, όχι να καταπολεμούνται. Αυτές είναι οι προκλήσεις του 21ου αιώνα.
Magda Kósáné Kovács (PSE). – (HU) Σας ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε, κύριε Επίτροπε. Μετά από πολλές αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οδηγία για την απόσπαση των εργαζομένων (96/71/ΕΚ) έχει καταστεί σημείο εστίασης της προσοχής στην Ένωση. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε. Το περιεχόμενο των αποφάσεών του μπορεί να συζητηθεί, όμως αυτό δεν έχει καμία αξία καθόσον οι αποφάσεις δεν παύουν να ισχύουν, και εν πάση περιπτώσει το Δικαστήριο δεν έχει θεσπίσει μια κλίμακα αξιών.
Διαπιστώνουμε ότι στο Κοινοβούλιο αυτές οι αποφάσεις έχουν οδηγήσει στην έκφραση αλληλοαναιρούμενων απόψεων, όμως είναι θετικό το γεγονός ότι η Επιτροπή εξετάζει τι πρέπει να γίνει και ζητά τη γνώμη των κρατών μελών. Αυτό καθίσταται ακόμη πιο σημαντικό καθώς αυτά προσπαθούν να κατευνάσουν τα πνεύματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι μια προηγούμενη παράλειψη της Επιτροπής δυστυχώς συνέβαλε στην όξυνση του κλίματος, καθώς η Επιτροπή δεν είχε ακόμη εξετάσει προσεκτικά τις συνέπειες της μεταφοράς της οδηγίας για την απόσπαση των εργαζομένων στα εθνικά συστήματα, παρότι αυτό της είχε ζητηθεί εμφατικά πριν από δύο χρόνια σε ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Δεν υπάρχει λοιπόν απάντηση στο κατά πόσον τα μέτρα των κρατών μελών για την προστασία των εργαζομένων συνάδουν με την οδηγία για την απόσπαση των εργαζομένων και, ελλείψει μιας τέτοιας απάντησης, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το εάν η οδηγία για την απόσπαση των εργαζομένων λειτουργεί πραγματικά σωστά ή αν πρέπει να τροποποιηθεί υπό το πρίσμα της νομοθεσίας που διέπει την αγορά στον τομέα των υπηρεσιών. Δεν υπάρχουν διδάγματα σχετικά με την εφαρμογή, στην καλύτερη περίπτωση υπάρχουν βίαια αντιπαρατιθέμενες δηλώσεις. Μας απασχολεί το ζήτημα του κατά πόσον αυτή η κατάσταση αβεβαιότητας ευνοεί τον λαϊκισμό και τη δημαγωγία. Και δεν δημιουργούμε μήπως ένα πολιτικό πρόβλημα λόγω ακούσιων νομικών ατελειών; Μάλλον έχουμε δημιουργήσει πολιτική ένταση σε έναν τομέα στον οποίο έπρεπε να υπάρχουν μόνο νηφάλιες ρυθμίσεις.
Κυρίες και κύριοι, η ελευθερία στην αγορά υπηρεσιών λειτουργεί, με πολύ λίγες εξαιρέσεις, εντός των παραμέτρων της νομοθεσίας. Από την άλλη πλευρά, απαιτούνται συγκεκριμένα μέτρα για την επιτυχή εφαρμογή της νομοθεσίας. Προσβλέπουμε στη λήψη αυτών των συγκεκριμένων μέτρων από την Επιτροπή, δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να αναλάβει τη λεπτομερή εξέταση του περιεχομένου της νομοθεσίας. Αυτό είναι καθήκον της Επιτροπής. Και είναι καθήκον της Επιτροπής να προσφεύγει κατά παραβιάσεων της νομοθεσίας, όπου αυτό είναι αναγκαίο. Αυτό συνιστά ενδεχομένως επίρρωση των απόψεων που εξέφρασε ο κ. Spindla, ότι δηλαδή πρέπει να ενεργήσουμε ταυτόχρονα και από κοινού για την προάσπιση των νόμιμων δικαιωμάτων των εργαζομένων και της κοινωνικής αγοράς. Σας ευχαριστώ.
Gabriele Zimmer (GUE/NGL). – (DE) Κύριε Πρόεδρε, κύριε Επίτροπε, διαφωνώ μαζί σας ως προς την άποψη ότι δεν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ ισχυρής κοινωνικής προστασίας των εργαζομένων και ισχυρής εσωτερικής αγοράς. Μια κοινοτική εσωτερική αγορά η οποία συμμορφώνεται με το σύστημα του παγκόσμιου ανταγωνισμού αποτελεί εν τέλει την ενσάρκωση μιας τέτοιας ακριβώς σύγκρουσης. Συμφωνώ ωστόσο μαζί σας ως προς την άποψη ότι τα κράτη μέλη φέρουν την ευθύνη για τη μεταφορά του κοινοτικού δικαίου στην εθνική νομοθεσία. Τουλάχιστον στην υπόθεση Rüffert, οι ιθύνοντες στο Βερολίνο και την Κάτω Σαξονία δεν υποδεικνύουν απλώς ως ένοχο το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Έχουν αποτύχει γενικώς να ερμηνεύσουν αξιόπιστα τη νομοθεσία για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και να απαιτήσουν τον σεβασμό του κατώτατου μισθού. Κύριε Επίτροπε, απαιτώ να πράξετε το καθήκον σας και να ζητήσετε ανοικτά τις αναγκαίες προσαρμογές για την τροποποίηση των νομικών βάσεων που προβλέπονται στο κοινοτικό δίκαιο. Τούτο αφορά τα άρθρα 50 και 56, λόγου χάρη, της ενοποιημένης έκδοσης της Συνθήκης της Λισαβόνας, της 15ης Απριλίου, την αλλαγή προς το αυστηρότερο της οδηγίας για την απόσπαση των εργαζομένων, καθώς και την αναγνώριση του δικαιώματος στην απεργία και του διασυνοριακού δικαιώματος στην απεργία. Αναφέρομαι επίσης στο γεγονός ότι η διόρθωση των πολιτικών προβλημάτων δεν πρέπει να επαφίεται απλώς στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αλλά ότι εν προκειμένω την ευθύνη φέρουν τόσο τα θεσμικά όργανα της ΕΕ –το Συμβούλιο, η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο– όσο και τα κράτη μέλη μέσω της νομοθεσίας τους.
Elmar Brok (PPE-DE). – (DE) Κύριε Πρόεδρε, κύριε Επίτροπε, κυρίες και κύριοι, η Συνθήκη της Λισαβόνας συνεπάγεται σημαντικές βελτιώσεις για τους εργαζομένους – επ’ αυτού οφείλω να σας διαψεύσω, κύριε Wurtz. Πρέπει συνεπώς να την αποδεχτούμε διότι η κοινωνική πολιτική καθίσταται υποχρέωση σε όλους τους τομείς. Τα πάντα στο μέλλον θα πρέπει να ελέγχονται μέσω νομοθετικών μέτρων από την άποψη της κοινωνικής πολιτικής, και ο ορισμός της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς που προβλέπεται στη Συνθήκη συνιστά ουσιαστική πρόοδο.
Χρειαζόμαστε την ανταγωνιστικότητα, έχουμε ανάγκη από περισσότερη παραγωγικότητα –και αυτό πρέπει οπωσδήποτε να εγγράφεται σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο– όμως και στις τρεις υποθέσεις διαπιστώνουμε ότι το θέμα εν προκειμένω δεν είναι ο ανταγωνισμός σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά το κατά πόσον προσφέρεται εργασία σε ορισμένους τομείς στην Ευρωπαϊκή Ένωση μεταξύ των κρατών μελών της στο πλαίσιο μιας κοινής εσωτερικής αγοράς.
Δεν πρέπει να επιτρέψουμε να χρησιμοποιηθούν εδώ καταστάσεις που αφορούν το διεθνές πλαίσιο για να έρθουν σε αντιπαράθεση μεταξύ τους εργαζόμενοι από διαφορετικά κράτη μέλη βάσει της διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Εάν καταστραφεί η αλληλεγγύη μεταξύ των εργαζομένων, θα καταστραφούν επίσης η Ευρωπαϊκή Ένωση και η συνοχή των κοινωνιών μας.
Γι’ αυτό είναι σημαντικό να μην εγκαλούμαστε από τα δικαστήρια, αλλά να καταστήσουμε σαφές ότι οφείλουμε να επανεξετάσουμε τη νομοθεσία. Η οδηγία για την απόσπαση των εργαζομένων χρονολογείται από τις αρχές της δεκαετίες του 1990. Δεν ισχύει για τις σημερινές συνθήκες. Πρέπει να διερευνήσουμε πού έγκειται το πρόβλημα ως προς τη συγκεκριμένη οδηγία. Δεν το γνωρίζω λεπτομερώς. Οι εταίροι στις συλλογικές διαπραγματεύσεις πρέπει να μεριμνούν ώστε οι συμφωνίες που συνάπτονται βάσει αυτών των διαπραγματεύσεων να συνάδουν με τη νομοθεσία της εσωτερικής αγοράς. Η εθνική νομοθεσία πρέπει να προσαρμοστεί σε αυτή. Όλα αυτά πρέπει να τα ελέγξουμε. Συγχρόνως, δεν πρέπει να οδηγηθούμε σε φαινόμενα κατακερματισμού και προστατευτισμού, διότι η κινητικότητα πρέπει να είναι εγγυημένη.
Όταν αναφερόμαστε στις τέσσερις βασικές ελευθερίες μιλάμε για τις τέσσερις βασικές ελευθερίες της αγοράς. Εντούτοις, σύμφωνα με τον δικό μου ορισμό μιας κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, η αγορά μπορεί να λειτουργεί μόνο στο πλαίσιο που επιτρέπει ο νομοθέτης έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η δίκαιη κατανομή των ωφελημάτων αυτής της οικονομικής τάξης πραγμάτων και να μην επαφίεται στην ελεύθερη αλληλεπίδραση των δυνάμεων της αγοράς. Ειδάλλως, η αγορά θα καταβροχθίσει ακόμη και τον εαυτό της. Χρειαζόμαστε λοιπόν ένα τέτοιο γενικό πλαίσιο αρχών για μια κοινωνική οικονομία της αγοράς.
Κύριε Πρόεδρε, επιτρέψτε μου εν κατακλείδι να σας διαβάσω ένα απόσπασμα. «Όχι η ελεύθερη οικονομία της αγοράς μιας περασμένης εποχής, που βασιζόταν στη λεηλασία του “laissez-faire”, ούτε η ελεύθερη αλληλεπίδραση των δυνάμεων της αγοράς» –και άλλα παρόμοια– «αλλά η κοινωνικά υπεύθυνη οικονομία της αγοράς, στην οποία το άτομο αποκτά και πάλι τη θέση που του αναλογεί, η οποία δίνει μεγάλη αξία στο άτομο και ως εκ τούτου προσφέρει επίσης δίκαιη αμοιβή για την εργασία που έχει επιτελέσει· αυτή είναι η σύγχρονη οικονομία της αγοράς». Το απόσπασμα αυτό ανήκει στον Ludwig Erhard, ο οποίος σίγουρα δεν μπορεί να κατηγορηθεί ως πολέμιος της οικονομίας της αγοράς.
Stephen Hughes (PSE). – (EN) Κύριε Πρόεδρε, επιτρέψτε μου να επισημάνω ότι συμφωνώ πάρα πολύ με τον κ. Brok ενώ διαφωνώ εντόνως με τον κ. Bushill-Matthews, όμως θα επανέλθω σε αυτό εντός ολίγου. Θέλω να ευχαριστήσω τον κ. Επίτροπο για τη σύσταση που υιοθετήθηκε στις 3 Απριλίου. Πρόκειται για βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Φρονώ ότι η αποτελεσματικότερη ανταλλαγή και πρόσβαση σε πληροφορίες και η ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών θα είναι σίγουρα χρήσιμες, κατά ειρωνική σύμπτωση όμως η σύσταση υιοθετήθηκε την ίδια ημέρα που εκδόθηκε και η απόφαση για την υπόθεση Rüffert. Θεωρώ ότι οι υποθέσεις Laval και Rüffert ειδικότερα μας υποχρεώνουν πλέον να προχωρήσουμε πολύ περισσότερο από αυτή τη σύσταση.
Οι εν λόγω υποθέσεις δημιουργούν το ενδεχόμενο να ερμηνευτούν οι οικονομικές ελευθερίες κατά τρόπο που να δίνεται στις επιχειρήσεις το δικαίωμα να αποφεύγουν ή να παρακάμπτουν τις εθνικές, κοινωνικές και εργασιακές νομοθεσίες και πρακτικές. Από ό,τι φαίνεται, τη μόνη δυνατότητα προστασίας προσφέρουν οι διατάξεις της οδηγίας για τους αποσπασμένους εργαζόμενους. Εφόσον ισχύει αυτό, τότε είναι σαφές ότι πρέπει να επανεξετάσουμε την οδηγία. Ειδικότερα, πρέπει να αποσαφηνίσουμε το πεδίο εφαρμογής των συλλογικών συμφωνιών, να θεσπίσουμε υποχρεωτικά πρότυπα, αλλά και να εξασφαλίσουμε τη συλλογική δράση για την επιβολή αυτών των προτύπων.
Νομίζω ότι πρέπει να λάβουμε μια σειρά από μέτρα. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι οι συλλογικές συμφωνίες στη χώρα υποδοχής θα μπορούν να προβλέπουν πρότυπα αυστηρότερα από τα ελάχιστα. Πρέπει να καταστήσουμε υποχρεωτικά μέτρα τα οποία είναι σήμερα προαιρετικά για τα κράτη μέλη, όπως η εφαρμογή όλων των γενικώς δεσμευτικών συλλογικών συμβάσεων για τους αποσπασμένους εργαζόμενους. Φρονώ ότι χρειαζόμαστε επίσης ένα σαφές χρονικό πλαίσιο για τον ορισμό του αποσπασμένου εργαζόμενου, έτσι ώστε να είναι ξεκάθαρο πότε ένας αποσπασμένος εργαζόμενος παύει να θεωρείται αποσπασμένος.
Τέλος, προς το παρόν, θεωρώ ότι πρέπει να διευρύνουμε τη νομική βάση της οδηγίας έτσι ώστε να περιλαμβάνει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, καθώς και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Η πρόταση αυτή είχε απορριφθεί το 1996, ευελπιστώ όμως ότι έχουμε πλέον διαπιστώσει πόσο σημαντική είναι.
Το ίδιο το Δικαστήριο έχει δηλώσει ότι το απεργιακό δικαίωμα καθώς και το συνδικαλιστικό δικαίωμα είναι θεμελιώδη δικαιώματα, όχι όμως εξίσου θεμελιώδη με τις οικονομικές ελευθερίες. Μπορεί να γίνει κατανοητή η αίσθηση των συνδικάτων ότι ζουν ξαφνικά στη Φάρμα των Ζώων. Έχουμε χρέος απέναντί τους να αποκαταστήσουμε την ενδεδειγμένη ισορροπία. Φρονώ ότι αυτές οι μετριοπαθείς προτάσεις αλλαγών όσον αφορά την οδηγία για την απόσπαση των εργαζομένων μπορούν να αποτελέσουν μια καλή αρχή.
Søren Bo Søndergaard (GUE/NGL). – (DA) Κύριε Πρόεδρε, όταν συζητήσαμε τη Συνθήκη της Λισαβόνας τον Φεβρουάριο, και εγώ και οι συνάδελφοί μου είχαμε προτείνει την υπαγωγή του απεργιακού δικαιώματος στο πεδίο αρμοδιοτήτων των κρατών μελών. Δυστυχώς, καταψηφίσατε στην πλειοψηφία σας την πρόταση αυτή και τώρα πρέπει να τεθεί το ακόλουθο ερώτημα: γιατί την καταψηφίσατε; Η μόνη λογική εξήγηση και η λογική συνέπεια αυτής της στάσης είναι ότι η διασυνοριακή επιδίωξη του μεγαλύτερου δυνατού κέρδους από τους εργοδότες θα υπερκεράσει εν τέλει το δικαίωμα των εργαζομένων να υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους έναντι του κοινωνικού ντάμπινγκ. Αυτό μπορεί βεβαίως να το πιστεύετε, τότε όμως πρέπει να πάψετε να μιλάτε για κοινωνική Ευρώπη.
Οι εργαζόμενοι σε όλες τις χώρες πρέπει να έχουν το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα να πραγματοποιούν απεργιακές κινητοποιήσεις προκειμένου να διασφαλίζουν ότι οι μετανάστες εργαζόμενοι λαμβάνουν τουλάχιστον τις ίδιες αμοιβές με αυτούς. Αυτό δεν συνιστά διάκριση. Δεν πιστεύουμε ότι οι μετανάστες εργαζόμενοι πρέπει να λαμβάνουν χαμηλότερες αμοιβές από τους εργαζόμενους που ζουν ήδη στην εκάστοτε χώρα. Τασσόμαστε κατά των διακρίσεων και γι’ αυτό απαιτούνται παρεμβάσεις. Η εναλλακτική επιλογή είναι το κοινωνικό ντάμπινγκ. Αυτό ισοδυναμεί με διαρκή υποβάθμιση. Ως εκ τούτου, χρησιμοποιώντας όλα τα αναγκαία μέσα, πρέπει τουλάχιστον να εξασφαλίσουμε την ελεύθερη και χωρίς περιορισμούς άσκηση του απεργιακού δικαιώματος μέσω νομικώς δεσμευτικού πρωτοκόλλου στη Συνθήκη της Λισαβόνας.
Jacques Toubon (PPE-DE). – (FR) Κύριε Επίτροπε, είναι αλήθεια ότι μας προκαλεί τεράστια απογοήτευση ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζεται στη νομολογία η ελευθερία παροχής υπηρεσιών. Θα μπορούσε ευλόγως να υποστηρίξει κανείς ότι, σε ορισμένες ερμηνείες του, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επιχειρεί να καθιερώσει την υπεροχή των άρθρων 43 και 49 έναντι κάθε άλλου ζητήματος. Εντούτοις, είμαι επιφυλακτικός απέναντι σε μανιχαϊκές αναλύσεις αυτών των αποφάσεων νομολογίας, οι οποίες, όπως όλοι γνωρίζετε, είναι πρωτίστως υποθέσεις που δοκιμάζουν τις παραμέτρους εφαρμογής της νομοθεσίας.
Θεωρώ ότι το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε στους εαυτούς μας είναι το πώς θα εγγυηθούμε το κοινωνικό κεκτημένο. Ειδικότερα, πρέπει να απαντήσουμε σε δύο ερωτήματα. Πρώτον, με ποια επίπεδα αμοιβών πρέπει να συμμορφώνονται οι επιχειρήσεις δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας της χώρας υποδοχής; Δεύτερον, σε ποιο βαθμό μπορούμε να περιορίσουμε τη συλλογική δράση των συνδικάτων που αποβλέπει στη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης των ημεδαπών και των αποσπασμένων εργαζομένων;
Για να απαντήσω σε αυτά τα ερωτήματα: δεν πιστεύω στη μεταβολή της οδηγίας για την απόσπαση των εργαζομένων. Πιστεύω μάλιστα ότι αν επιχειρούσαμε κάτι τέτοιο θα αναλαμβάναμε τεράστιο ρίσκο. Αντιθέτως, θεωρώ πιο ενδιαφέρουσα την πρόταση της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων. Φρονώ ότι το ζήτημα εν προκειμένω είναι απλούστατα, όπως επεσήμανε ο κ. Brok, η εφαρμογή των Συνθηκών, παλαιών και νέων: του άρθρου 3, παράγραφος 3, του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ο οποίος αποτελεί πλέον ουσιαστικό δίκαιο.
Πρέπει επίσης να εφαρμόσουμε –και επ’ αυτού τα εθνικά κοινοβούλια θα μπορούσαν να αναλάβουν εποπτικό ρόλο– την αρχή της επικουρικότητας σε όλα τα θέματα που σχετίζονται με το δικαίωμα στην εργασία, τα δικαιώματα των εργαζομένων και το απεργιακό δικαίωμα ειδικότερα.
Στο πιο άμεσο μέλλον, η γαλλική Προεδρία αναμένεται προσεχώς να εγκαινιάσει την κοινωνική ατζέντα. Όσον αφορά τον δικό σας ρόλο, κύριε Επίτροπε, η Επιτροπή πρέπει να προχωρήσει περισσότερο από τη θέση που περιγράψατε και από την ελάχιστη διοικητική σύσταση υπέρ ενός πιο πολιτικού κειμένου, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τις αβεβαιότητες που δημιουργεί η νομολογία.
Karin Jöns (PSE). – (DE) Κύριε Πρόεδρε, κύριε Επίτροπε, κυρίες και κύριοι, η στενότερη συνεργασία μεταξύ των εθνικών διοικήσεων είναι, αναμφίλεκτα, ορθή και ενδεδειγμένη. Την επικροτώ, και την θεωρώ μάλιστα αναγκαία.
Ωστόσο, αν όλοι θέλουμε ειλικρινά να αποτρέψουμε μια κούρσα προς τον χαμηλότερο δυνατό κατώτατο μισθό στην Ευρώπη, τότε απαιτούνται περισσότερα, και αυτό το γνωρίζετε και εσείς, κύριε Επίτροπε. Σύμφωνα με την απόφαση στην υπόθεση Rüffert, υπάρχει μία μόνο λύση κατά τη γνώμη μου. Πρέπει να βελτιώσουμε την οδηγία για την απόσπαση των εργαζομένων. Η Επιτροπή οφείλει επίσης να παρέμβει προς αυτή την κατεύθυνση.
Η δικαστική αυτή απόφαση πρέπει να οδηγήσει σε νομοθετικά μέτρα καθόσον αντιστρέφει τις προθέσεις της οδηγίας για την απόσπαση των εργαζομένων. Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών θεωρείται εν προκειμένω ότι υπερισχύει της προστασίας των εργαζομένων. Ακόμη και η σχεδιαζόμενη αλλαγή από την ελάχιστη στη μέγιστη προστασία είναι αιτιολογημένη. Στη χώρα μου, τη Γερμανία, 8 από τα 16 ομόσπονδα κράτη επηρεάζονται άμεσα από αυτή την απόφαση. Οι περιφερειακές κυβερνήσεις θέλησαν απλώς να χρησιμεύσουν στην προκειμένη περίπτωση ως πρότυπα όσον αφορά τα θέματα μισθολογικού ντάμπινγκ.
Βάσει της οδηγίας για την απόσπαση των εργαζομένων καθώς και των οδηγιών περί σύναψης συμβάσεων, ήθελαν να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση με ορισμένα κοινωνικά κριτήρια, τουλάχιστον κατά την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων. Ως εκ τούτου, απαίτησαν τη συμμόρφωση με τα τοπικά νόμιμα επίπεδα αμοιβών ως κοινωνικό κριτήριο, δεδομένου ότι αυτά υπερβαίνουν τον κατώτατο μισθό.
Μου είναι δύσκολο να κατανοήσω την απόφαση του Δικαστηρίου. Αν επιθυμούμε ειλικρινά την ύπαρξη κοινωνικών κριτηρίων –και νομίζω ότι όλοι επιθυμούμε αυτά τα κριτήρια– τότε πρέπει να είναι δυνατό να εξασφαλιστούν περισσότερα από τον κατώτατο μισθό. Η απόφαση δεν πρέπει να μας παγιδέψει σε έναν φαύλο κύκλο στο πλαίσιο του οποίου θα συνεχίσουμε να επιτρέπουμε ελάχιστα πρότυπα μόνον στο μέλλον για τους αποσπασμένους εργαζόμενους. Αυτή δεν είναι η κοινωνική Ευρώπη την οποία επιδιώκει η πολιτική μου ομάδα. Για να είμαστε σίγουροι, πρέπει να εξετάσουμε επίσης πολύ προσεκτικά το θέμα της σύναψης συμβάσεων.
Για να επανέλθω στη Γερμανία, οι αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την απασχόληση που συζητούνται απόψε έχουν προκαλέσει μείωση του βαθμού αποδοχής της Ευρώπης. Πλέον, καλούμαστε όλοι να αλλάξουμε και πάλι πορεία ως προς το θέμα αυτό.
Alejandro Cercas (PSE). – (ES) Κύριε Πρόεδρε, κύριε Επίτροπε, εάν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα ήσσονος σημασίας πρόβλημα, θα συμφωνούσα ως προς το ότι μια απλή σύσταση για την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών και την ενσωμάτωση πιο αποτελεσματικών πληροφοριών μπορεί να λύσει το πρόβλημα. Εντούτοις, κύριε Επίτροπε, το πρόβλημα εν προκειμένω είναι ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα μείζον πρόβλημα, το οποίο με μεγάλη μου λύπη διαπίστωσα ότι δεν εθίγη καν στην ομιλία σας.
Το πρόβλημα, κύριε Επίτροπε, είναι ότι αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την επανειλημμένη έκδοση νομολογίας από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σύμφωνα με την οποία οι εργαζόμενοι που προέρχονται από μια χώρα μπορούν να εργαστούν σε άλλη χώρα λαμβάνοντας λιγότερο από το 50% του κανονικού μισθού, δυνάμει μιας οδηγίας η οποία, πρέπει να επισημανθεί, θεσπίστηκε για να αποτρέψει αυτό ακριβώς το φαινόμενο.
Ως εκ τούτου, εάν είναι δυνατόν να έχουμε σε ισχύ νομοθεσία η οποία επιτρέπει αυτή την κατάσταση, είναι σαφές ότι βρισκόμαστε ενώπιον ενός θεμελιώδους προβλήματος το οποίο δεν μπορεί να λυθεί μόνο και μόνο μέσω της επίλυσης προβλημάτων πληροφόρησης.
Δεύτερο, κύριε Επίτροπε, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το πρόβλημα ότι οι διάφορες πρακτικές των εθνικών συνδικάτων για τον καθορισμό των μισθών και για τις συλλογικές συμφωνίες εξαιρούνται. Η Φινλανδία, η Σουηδία, η Δανία και η Γερμανία έχουν εξαιρεθεί. Πρόκειται συνεπώς για τεράστιο πρόβλημα, όχι για τις χώρες αυτές, αλλά για το σύνολο της Ευρώπης, η οποία παρακολουθεί την υπονόμευση των εθνικών της νομοθεσιών, και το πώς η Ευρώπη δεν αδυνατεί απλώς να εγγυηθεί την καλύτερη προστασία των εργαζομένων της αλλά καταστρέφει επίσης τα συστήματα εθνικής προστασίας.
Αυτή την κατάσταση, κύριε Επίτροπε, δεν νομίζω ότι μπορούμε να την αγνοήσουμε. Δεν νομίζω ότι μπορούμε να συστήνουμε τη χορήγηση ασπιρίνης όταν απαιτείται μείζων χειρουργική επέμβαση, και νομίζω ότι πρέπει να αποκαταστήσουμε την ισορροπία μεταξύ των αρχών που αφορούν τα δικαιώματα των εργαζομένων και αυτών που αφορούν τα δικαιώματα της αγοράς, ειδάλλως τον κατήφορο αυτόν δεν θα τον ακολουθήσει μόνον η κοινωνική Ευρώπη αλλά η Ευρώπη συνολικά.
Dariusz Rosati (PSE). – (PL) Κύριε Πρόεδρε, κύριε Επίτροπε, σκοπός της οδηγίας για την απόσπαση των εργαζομένων είναι να διασφαλιστεί η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών με ταυτόχρονη εγγύηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Κατά τη γνώμη μου, η οδηγία αυτή έχει ωφελήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, και η κριτική που ακούω σήμερα στο Σώμα είναι σε μεγάλο βαθμό αδικαιολόγητη.
Θέλω να επισημάνω ότι, στην υπόθεση Rüffert, την οποία συζητούμε σήμερα, η παραβίαση των κοινωνικών προτύπων και ο ορισμός των μισθών στο σκανδαλωδώς χαμηλό επίπεδο του 46% δεν οφείλονταν σε αδυναμίες της οδηγίας για την απόσπαση των εργαζομένων, αλλά ήταν απλώς αποτέλεσμα της αδυναμίας εφαρμογής μέρους της συναφούς νομοθεσίας της Κάτω Σαξονίας κατά τον τρόπο που προβλέπεται στην οδηγία για την απόσπαση των εργαζομένων. Ως εκ τούτου, βρισκόμαστε εν προκειμένω ενώπιον ενός προβλήματος της νομοθεσίας εφαρμογής στο εσωτερικό της Γερμανίας, και όχι με αδυναμίες της οδηγίας για την απόσπαση των εργαζομένων. Παρόμοια είναι η κατάσταση όσον αφορά την υπόθεση Laval, όπου το θέμα είναι ότι στη Σουηδία ο κατώτατος μισθός δεν κατοχυρώνεται ούτε νομικώς ούτε βάσει συλλογικής συμφωνίας κατά τον τρόπο που προβλέπεται στην οδηγία για την απόσπαση των εργαζομένων. Ως εκ τούτου, η γνώμη μου είναι ότι τη λύση στο πρόβλημα αυτό θα προσφέρει πρωτίστως η προσαρμογή της εθνικής νομοθεσίας στις διατάξεις της ισχύουσας οδηγίας, αν και θα συμφωνήσω ως προς το ότι υπάρχουν πολλές παράμετροι της οδηγίας που χρήζουν περαιτέρω βελτιώσεων, και για τα θέματα αυτά υποστηρίζω τη θέση της Επιτροπής.
Θέλω επίσης να εκμεταλλευτώ αυτή την ευκαιρία για να αναφερθώ στην έννοια του κοινωνικού ντάμπινγκ, για την οποία έγινε επανειλημμένα λόγος στη σημερινή συζήτηση. Επισημαίνω ότι η έννοια του κοινωνικού ντάμπινγκ δεν υφίσταται ούτε στο διεθνές δίκαιο ούτε στην οικονομική θεωρία. Είναι όρος που ανήκει αποκλειστικά στο λεξιλόγιο της προπαγάνδας. Δεν μπορεί να μιλά κανείς για ντάμπινγκ όταν οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι –Πολωνοί στη Γερμανία ή Λετονοί στη Σουηδία– λαμβάνουν αποδοχές οι οποίες είναι υψηλότερες από αυτές που θα ελάμβαναν στις χώρες τους. Ούτε μπορεί να μιλά κανείς για κοινωνικό ντάμπινγκ όταν δεν υπάρχουν δεσμευτικά κοινωνικά ή μισθολογικά πρότυπα για όλες τις χώρες, και ο λόγος για τον οποίο δεν υπάρχουν τέτοια πρότυπα είναι ότι τα επίπεδα ανάπτυξης των κρατών μελών μας είναι διαφορετικά και, επιπλέον, οι πολιτικές διαφέρουν από κράτος σε κράτος.
Manuel Medina Ortega (PSE). – (ES) Κύριε Πρόεδρε, φρονώ ότι η απόφαση του Δικαστηρίου απειλεί σαφώς τα ίδια τα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι σαφές ότι το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι το ανώτατο όργανο όσον αφορά την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, και δεν υπάρχει κανείς αυτή τη στιγμή που να επιθυμεί να αποδυναμώσει το όργανο αυτό. Η συγκεκριμένη νομολογία, ωστόσο, όπως επεσήμανε ο κ. Cercas, απειλεί την αρχή της κοινωνικής συνοχής. Για πολλούς ευρωπαίους πολίτες, μια Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία δεν εγγυάται ελάχιστα κοινωνικά δικαιώματα δεν αξίζει να υπάρχει, και ως εκ τούτου υπονομεύουμε την ίδια την ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δεδομένου ότι δεν μπορούμε να αντιταχθούμε στις αποφάσεις του Δικαστηρίου και οφείλουμε να συμμορφωθούμε με αυτές, είναι καιρός τα θεσμικά όργανα με νομοθετικές αρμοδιότητες –η Επιτροπή, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο– να λάβουν μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η συγκεκριμένη νομολογία δεν θα αποκτήσει μόνιμο χαρακτήρα, καθόσον πρόκειται για νομολογία συνδεδεμένη με συγκεκριμένα νομικά κείμενα τα οποία μπορούν να τροποποιηθούν.
Φαίνεται ότι το ίδιο το Δικαστήριο μας καλεί να προβούμε σε αυτή την τροποποίηση της νομοθεσίας, και φρονώ ότι είναι τώρα ευθύνη της Επιτροπής, πρωτίστως, αλλά και του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, να τροποποιήσει τα νομοθετικά κείμενα έτσι ώστε να αποφευχθεί η παγίωση αυτής της νομολογίας.
Monica Maria Iacob-Ridzi (PPE-DE). – (RO) Οι νομοθετικές διατάξεις τις οποίες συζητούμε σήμερα θα μπορούσαν να βελτιώσουν τις ζωές των περισσότερων από ένα εκατομμύριο ευρωπαίων πολιτών που εργάζονται σε άλλα κράτη μέλη ως πάροχοι υπηρεσιών ή αποσπασμένοι εργαζόμενοι.
Ειδικότερα οι διατάξεις του άρθρου 3 της οδηγίας δεν εφαρμόζονται πλήρως σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα πρότυπα που αφορούν την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία, τον μέγιστο αριθμό των ωρών εργασίας και την ελάχιστη χρονική περίοδο άδειας ή τα επιδόματα μητρότητας δεν εφαρμόζονται για τους αποσπασμένους εργαζόμενους.
Επιπλέον, ο κατώτατος μισθός που προβλέπεται στη νομοθεσία της χώρας υποδοχής πρέπει να είναι εγγυημένος. Εντούτοις, το τελευταίο αυτό ζήτημα κάνει πάρα πολλές επιχειρήσεις να καταφεύγουν σε εναλλακτικές συμβάσεις εργασίας, οι οποίες αυτομάτως αποτρέπουν την καταβολή χαμηλότερων μισθών.
Άλλωστε, έχει καταστεί συνήθης πρακτική για πολλές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να προσλαμβάνουν εργαζόμενους από νέα κράτη μέλη και να τους στέλνουν στο εξωτερικό ως αποσπασμένους εργαζόμενους για χρονικές περιόδους που μπορούν να παραταθούν, φτάνοντας έως και τους 24 μήνες, εκμεταλλευόμενες έτσι τις διαφορές που υφίστανται όσον αφορά την καταβολή εισφορών κοινωνικής ασφάλισης.
Θα ολοκληρώσω την παρέμβασή μου λέγοντας ότι πρέπει να τεθεί τέρμα στο κοινωνικό ντάμπινγκ αυτού του είδους μέσω της εφαρμογής όλων των διατάξεων της οδηγίας για την απόσπαση των εργαζομένων.
Genowefa Grabowska (PSE). – (PL) Κύριε Πρόεδρε, στο Σώμα ακούστηκαν πολλά σχόλια, καθώς και ορισμένες πολύ επικριτικές αξιολογήσεις, για δικαστικές αποφάσεις – αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Απευθύνω έκκληση για νηφαλιότητα.
Άλλωστε, οι αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν έχουν πολιτικό χαρακτήρα· στηρίζονται σε μια διεισδυτική ανάλυση πραγματικών καταστάσεων και της νομοθεσίας στα κράτη μέλη. Αυτός είναι ο ρόλος του εν λόγω οργάνου, και πρέπει να τον σεβαστούμε. Πρέπει να προσεγγίσουμε το θέμα αυτό με νηφαλιότητα. Δεν πρέπει να αντιδρούμε αρνητικά σε αυτές τις αποφάσεις όταν δεν συμφωνούν με τις απόψεις μας και θετικά όταν μας ικανοποιούν. Δεν πρέπει να λειτουργούμε με βάση μια τέτοια δικαιοσύνη à la carte, και δεν πρέπει να αποδεχόμαστε αυτή την προσέγγιση.
Το δεύτερο θέμα επί του οποίου θέλω να επιστήσω την προσοχή είναι το εξής: δεν πρέπει να επιτρέψουμε να δημιουργηθεί αντιπαράθεση μεταξύ των εργαζομένων των παλαιών και των νέων κρατών μελών. Θα ήταν ό,τι χειρότερο να φέρουμε σε αντιπαράθεση συνδικαλιστές από τα παλαιά κράτη μέλη και συνδικαλιστές από τα νέα κράτη μέλη. Δεν μπορεί να είναι αυτή η βάση της δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Προειδοποιώ όλες και όλους να αποφύγουμε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Marian Harkin (ALDE). – (EN) Κύριε Πρόεδρε, αυτή την περίοδο στην Ιρλανδία συζητούμε τα υπέρ και τα κατά της Συνθήκης της Λισαβόνας και υπάρχουν αντικρουόμενες ερμηνείες για τις πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου και τις συνέπειές τους όσον αφορά την προστασία των εργαζομένων και των δικαιωμάτων τους.
Αν και γνωρίζω ότι δεν έχει εκδοθεί ακόμη η οριστική απόφαση για την υπόθεση Laval, καλώ τον κ. Επίτροπο να μας εκθέσει συνοπτικά την αντίδρασή του σε αυτή την κατάσταση και τις απόψεις του σχετικά με το πώς επηρέασε η μεταφορά και εφαρμογή της οδηγίας για την απόσπαση των εργαζομένων στη Σουηδία ειδικότερα την απόφαση για την υπόθεση Laval.
Ένας προηγούμενος ομιλητής, ο κ. Andersson, διατύπωσε το πολύ βάσιμο επιχείρημα ότι, εάν μια γυναίκα πληρωνόταν το 46% του μισθού ενός άνδρα για την ίδια εργασία στην ίδια χώρα, αυτό θα θεωρούνταν διάκριση. Ωστόσο, φαίνεται να γίνεται αποδεκτό από τα δικαστήρια όταν πρόκειται για εργαζόμενους από διαφορετικές χώρες οι οποίοι προσφέρουν την ίδια εργασία στην ίδια χώρα. Και ως προς αυτό το θέμα, θα ήθελα να ακούσω τα σχόλια του κ. Επιτρόπου σχετικά με το πώς η μεταφορά και εφαρμογή της οδηγίας επηρέασε αυτή την κατάσταση.
Τέλος, άκουσα πολύ προσεκτικά τα σχόλια του κ. Επιτρόπου σχετικά με τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και την καταπολέμηση του κοινωνικού ντάμπινγκ, όμως δεν είμαι απολύτως βέβαιη ότι οι προτάσεις και οι συστάσεις του θα επιτύχουν αυτόν τον στόχο, αναμένω δε από την Επιτροπή να καταθέσει πιο δυναμικές προτάσεις.
Γεώργιος Τούσσας (GUE/NGL). – Κύριε Πρόεδρε, οι τρεις αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τη Βίκινγκ Λάινς, Λαβάλ και Ράφερτ έχουν ενιαία αιτιολογική σκέψη, η οποία βασίζεται στις τέσσερις ελευθερίες κίνησης του κεφαλαίου που κατοχυρώνει η Συνθήκη του Μάαστριχτ, τις οδηγίες για την εσωτερική αγορά, την οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων, όπως κατοχυρώνονται στα άρθρα 43 και 49, στο μετονομασμένο Ευρωσύνταγμα, στη Συνθήκη της Λισαβόνας.
Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι πολιτικές, βαθιά αντιδραστικές αποφάσεις, που επιβάλλουν τον εργασιακό μεσαίωνα για να αυξήσουν τα κέρδη τους οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι.
Πέραν του ότι αμφισβητείται το δικαίωμα της απεργίας και οι συλλογικές συμβάσεις, θέλω να προσθέσω μια τρίτη σημαντική διάσταση: αμφισβητούνται διεθνείς Συμβάσεις εργασίας που έχουν υπογραφεί και έχουν κατοχυρωθεί μέσα από τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας. Γι’ αυτό, πραγματικά, πρέπει να εξασφαλιστεί η ίση αμοιβή για ίση εργασία για όλους τους εργαζόμενους.
Οι εργαζόμενοι από τις χώρες που εντάχθηκαν μετά την 1.5.2004 δεν οφείλουν τίποτα σε κανέναν! Πρέπει, μαζί με όλους τους άλλους εργαζόμενους της Ευρώπης, να παλέψουν για να βελτιώσουν τους όρους εργασίας και αμοιβής. Ίση αμοιβή για ίση εργασία.
Małgorzata Handzlik (PPE-DE). – (PL) Κύριε Πρόεδρε, η απόσπαση των εργαζομένων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Με την απόφασή του, το Δικαστήριο υποστήριξε αυτή την, κατά τη γνώμη μου, άκρως σημαντική αρχή της κοινής αγοράς.
Θέλω, ωστόσο, να εκφράσω τη δυσαρέσκειά μου για το γεγονός ότι υπάρχουν ακόμη κανονισμοί στην κοινοτική αγορά οι οποίοι δεν συνάδουν με την οδηγία για την απόσπαση των εργαζομένων. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η οδηγία έχει ως στόχο να διευκολύνει τόσο τους εργαζόμενους όσο και τους παρόχους υπηρεσιών. Είναι επίσης απαράδεκτο να ερμηνεύονται διαφορετικά στα επιμέρους κράτη μέλη κεντρικές διατάξεις της οδηγίας. Οι εργαζόμενοι δεν γνωρίζουν τα δικαιώματά τους, και τα κράτη μέλη δεν παρακολουθούν εάν εφαρμόζονται σωστά οι διατάξεις της οδηγίας. Η ορθή εφαρμογή και εκτέλεση αυτών των διατάξεων έχουν, εξάλλου, καίρια σημασία για την αποδοτική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.
Γι’ αυτό όλα τα μέτρα, είτε με τη μορφή της διοικητικής συνεργασίας είτε με τη μορφή υποδείξεων για την ορθή εφαρμογή της οδηγίας, είναι επιβεβλημένα. Ευελπιστώ, ωστόσο, ότι το αποτέλεσμα των πρωτοβουλιών αυτών θα είναι η βελτίωση της ερμηνείας των διατάξεων, και όχι περαιτέρω διαμαρτυρίες για ανύπαρκτα φαινόμενα κοινωνικού ντάμπινγκ.
Katrin Saks (PSE). – (ET) Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι. Είμαι και εγώ ένθερμη υποστηρίκτρια της ίσης μεταχείρισης καταρχήν και μπορώ ειλικρινά να πω ότι ορισμένες φορές μου είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσω γιατί, για την εργασία που προσφέρω στο παρόν Σώμα, λαμβάνω τόσο χαμηλότερη αμοιβή από τους δυτικούς συναδέλφους μου (δέκα φορές χαμηλότερη από τους Ιταλούς). Ωστόσο, κατανοώ ότι θα χρειαστεί να περάσει αρκετό ακόμα διάστημα μέχρις ότου εξισωθούν οι μισθοί στην Ευρώπη.
Σήμερα μου δημιουργείται η εντύπωση ότι στο Σώμα επικρατεί έντονη υποκρισία. Πολλοί λαμβάνουν τον λόγο και μιλούν εξ ονόματος του ενός εκατομμυρίου των αποσπασμένων εργαζομένων, λέγοντας ότι αγωνίζονται για τα δικαιώματά τους. Ας είμαστε όμως ειλικρινείς: οι περισσότεροι ομιλητές δεν εκπροσωπούν όντως αυτό το ένα εκατομμύριο των αποσπασμένων εργαζομένων εδώ, αλλά προστατεύουν απλώς την αγορά εργασίας στη χώρα τους. Γι’ αυτό με χαροποιεί ιδιαίτερα η υπόσχεση του κ. Επιτρόπου να συσταθεί επιτροπή για την εξέταση του θέματος. Οι τρεις αυτές υποθέσεις έχουν αφήσει εδώ μια πολύ έντονη εντύπωση αδικίας. Αυτό ήταν, όμως, αναγκαίο προκειμένου να αναφερθούν τομείς στους οποίους παρατηρείται εκμετάλλευση, κοινωνικό ντάμπινγκ, ανασφάλεια. Ευτυχώς, στις τρεις αυτές υποθέσεις δεν υπήρξε κανένα τέτοιο φαινόμενο.
Η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών είναι προς το συμφέρον όλων μας. Περιμένω εδώ και τρεις εβδομάδες να έρθει υδραυλικός στο διαμέρισμά μου στις Βρυξέλλες, καθώς οι αγωγοί στο σύστημα αποχέτευσης είναι φραγμένοι. Τις νύχτες, σας διαβεβαιώ, ο πολυθρύλητος πολωνός υδραυλικός στοιχειώνει τα όνειρά μου.
Vladimír Špidla, μέλος της Επιτροπής. – (FR) Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, σας ευχαριστώ για όλες τις παρεμβάσεις σας. Τις παρακολούθησα με μεγάλο ενδιαφέρον. Φρονώ δε ότι σήμερα διεξήγαμε μια πολύ πλούσια και ζωηρή συζήτηση. Έχω επίσης σημειώσει τις διάφορες απόψεις που εκφράστηκαν. Αυτές οι διαφορετικές ερμηνείες και απόψεις με οδήγησαν να χειριστώ το υπό εξέταση θέμα με προσοχή.
Η συζήτηση αποκάλυψε επίσης την τεράστια πολυπλοκότητα του θέματος και τα δύσκολα νομικά ζητήματα που εγείρονται εν προκειμένω. Οι τρεις αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αφορούν συγκεκριμένες υποθέσεις. Θα αποτελούσε σφάλμα να συναγάγουμε από αυτές γενικά συμπεράσματα. Καταρχάς, εναπόκειται στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη να εκτιμήσουν την κατάσταση και να αποφασίσουν τι πρέπει να πράξουν σε εθνικό επίπεδο προκειμένου να συμμορφωθούν με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου. Θέλω επίσης να εκφράσω τη συμφωνία μου για την εποικοδομητική στάση που τηρούν η Σουηδία και η Δανία για την επίτευξη αυτής της συμμόρφωσης.
Ωστόσο, σήμερα αποδείχθηκε ότι είναι σημαντικό να διεξαγάγουμε εις βάθος συζήτηση έτσι ώστε να δώσουμε τις κατάλληλες λύσεις στα προβλήματα που δημιουργούνται. Αυτή είναι άλλωστε μια από τις κύριες προτεραιότητες της Επιτροπής επί του παρόντος. Έχουμε ουσιαστικά αποφασίσει να συνεχίσουμε αυτή τη συζήτηση καθώς προετοιμάζουμε μια νέα Κοινωνική Ατζέντα. Η ατζέντα αυτή, την οποία θα παρουσιάσω τον προσεχή Ιούνιο στο σώμα των Επιτρόπων, θα περιλαμβάνει ασφαλώς τα αποτελέσματα μιας ευρείας διαβούλευσης που πραγματοποιείται σχετικά με τις νέες κοινωνικές πραγματικότητες. Αποτελεί επίσης συνέχεια της ανακοίνωσης της Επιτροπής με τίτλο «Ευκαιρίες, πρόσβαση και αλληλεγγύη: ένα νέο κοινωνικό όραμα για την Ευρώπη του 21ου αιώνα». Αυτή είναι μια πραγματική ευκαιρία για να προωθήσουμε νέες λύσεις οι οποίες θα ανταποκρίνονται στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Μεταξύ των προκλήσεων αυτών περιλαμβάνονται, ασφαλώς, η δημογραφική μεταβολή και οι αυξανόμενοι ρυθμοί της τεχνολογικής προόδου, αλλά και ο κοινωνικός αντίκτυπος της παγκοσμιοποίησης. Οι διάφορες μορφές κινητικότητας μεταξύ των εργαζομένων και η αύξηση της μετανάστευσης, η οποία είναι πιθανότατα αναπόφευκτη, δημιουργούν νέες προκλήσεις στις οποίες πρέπει να αντεπεξέλθουμε. Τα ζητήματα αυτά πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε, προκειμένου να διατηρήσουμε και να ενισχύσουμε το ευρωπαϊκό μας κοινωνικό μοντέλο.
Είμαι πεπεισμένος ότι η Κοινωνική Ατζέντα είναι το κατάλληλο μέσο για να προτείνουμε μια αρχική λύση που θα είναι προσαρμοσμένη στις προκλήσεις που δημιουργεί η κινητικότητα ως προς τη διασφάλιση της προστασίας των εργαζομένων. Η συζήτηση που πρόκειται να διεξαγάγει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατά την εξέταση της έκθεσης ιδίας πρωτοβουλίας του θα αποτελέσει επίσης βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Η Επιτροπή δεσμεύεται επίσης να διαδραματίσει ενεργό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία και να διευκολύνει τις συζητήσεις και την αναζήτηση λύσεων.
Θέλω να εργαστώ με ανοικτό πνεύμα, για τον καθορισμό ενισχυμένων προτύπων τα οποία να συνάδουν με τις κοινωνικές και οικονομικές πραγματικότητες. Θέλω να προχωρήσουμε προς την κατεύθυνση αυτή εποικοδομητικά και με αυτοπεποίθηση. Η πολυπλοκότητα των κοινωνικών πραγματικοτήτων καθιστά δυσχερέστερο τον σχεδιασμό «ετοιμοπαράδοτων» λύσεων. Πρέπει να αφιερώσουμε περισσότερο χρόνο στη συζήτηση της Κοινωνικής Ατζέντας. Έτσι, θα προκύψει μια πιο προστατευτική και σφαιρική προσέγγιση για τους εργαζόμενους στην Κοινότητα.
Πρόεδρος. – Με την ομιλία του κ. Επιτρόπου ολοκληρώνεται η συζήτηση.
Οφείλω να αναγνωρίσω ότι, παρότι δεν είθισται να δηλώνει κάτι τέτοιο η Προεδρία, κηρύσσω τη λήξη της συζήτησης με κάποια αμηχανία. Αυτό ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι επί 30 χρόνια στη ζωή μου αγωνίστηκα για να διασφαλιστεί ότι οι ισπανοί εργαζόμενοι στη Σουηδία ή τη Γερμανία δεν θα κερδίζουν λιγότερα από τους σουηδούς ή τους γερμανούς αντιστοίχως εργαζόμενους, καθώς και στο ότι επί 20 επιπλέον χρόνια αγωνίζομαι για να διασφαλιστεί ότι οι πολωνοί, ρουμάνοι ή μαροκινοί εργαζόμενοι δεν θα κερδίζουν στην Ισπανία λιγότερα από τους ισπανούς εργαζόμενους.
(Χειροκροτήματα)
Γραπτές δηλώσεις (άρθρο 142 του Κανονισμού)
Pedro Guerreiro (GUE/NGL), γραπτώς. – (PT) Οι πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την υπόθεση Laval-Vaxholm, που αφορά τη Σουηδία, την υπόθεση Viking Line, που αφορά τη Φινλανδία, και τώρα την υπόθεση Rüffert, που αφορά τη Γερμανία, χρησιμεύουν απλώς στο να αποσαφηνιστούν οι πραγματικοί στόχοι και προτεραιότητες αυτής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ειδικότερα, η «υπεροχή» της αρχής της «ελευθερίας εγκατάστασης», όπως ορίζεται στα άρθρα 43 και 46 της Συνθήκης, η οποία απαγορεύει κάθε «περιορισμό της ελευθερίας εγκατάστασης».
Το Δικαστήριο θεωρεί ότι συνιστά «περιορισμό», και ως εκ τούτου είναι «παράνομη» βάσει της κοινοτικής νομοθεσίας, η ελευθερία των εργαζομένων και των αντιπροσωπευτικών τους οργάνων να υπερασπίζονται τα δικαιώματα και τα συμφέροντά τους, όπως ο σεβασμός των όσων έχουν συμφωνηθεί μετά από συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Έτσι νομιμοποιείται το κοινωνικό ντάμπινγκ και η υπονόμευση των συλλογικών διαπραγματεύσεων στην ΕΕ και ενθαρρύνεται ο «ανταγωνισμός» μεταξύ των εργαζομένων, επιβάλλοντας στην πράξη την υπεροχή της αρχής της «χώρας καταγωγής», με άλλα λόγια της καταβολής χαμηλότερων μισθών και της υποβάθμισης της προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων στις συμβατικές τους σχέσεις με τους εργοδότες.
Οι αποφάσεις αυτές αποκαλύπτουν τον ταξικό χαρακτήρα της ΕΕ, και ποιον ωφελούν πραγματικά (και από ποιους σχεδιάζονται) οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές της, καταρρίπτοντας όλες τις δημόσιες διακηρύξεις για την πολυδιαφημιζόμενη «κοινωνική Ευρώπη» και καταδεικνύοντας πώς οι πολιτικές της ΕΕ συνιστούν επίθεση κατά των δικαιωμάτων των εργαζομένων τα οποία έχουν κατακτηθεί με σκληρούς αγώνες.
Mary Lou McDonald (GUE/NGL), γραπτώς. – (EN) Ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούνται οι υφιστάμενες Συνθήκες για την υπονόμευση των δικαιωμάτων των εργαζομένων είναι σκανδαλώδης. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δήλωσε ότι η απόφασή του για την υπόθεση Rüffert είναι σύμφωνη με τις διατάξεις των υφιστάμενων Συνθηκών. Η Συνθήκη της Λισαβόνας δεν θα βελτιώσει με κανέναν τρόπο αυτή την κατάσταση.
Η προστασία των ευάλωτων εργαζομένων στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έπρεπε να είχε διασφαλιστεί κατά τις διαπραγματεύσεις για τη Συνθήκη. Αυτό δεν συνέβη. Η κατεύθυνση προς την οποία στρέφει η Συνθήκη την Ευρώπη υπονομεύει θεμελιωδώς το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο.
Στην Ιρλανδία γνωρίζουμε, από την υπόθεση των ιρλανδικών πορθμείων, αλλά και πιο νωρίς, ότι η επικράτηση της εσωτερικής αγοράς οδηγούσε σε φαινόμενα υπονόμευσης των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Αν και υποστηρίζω το πνεύμα της έκκλησης της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων για την εισαγωγή στη Συνθήκη μιας ρήτρας κοινωνικής προόδου, φρονώ ότι ο μόνος τρόπος για να διασφαλιστούν τα δικαιώματα των εργαζομένων στο μέλλον είναι να απορριφθεί η εν λόγω Συνθήκη και να επιστρέψουν τα κράτη μέλη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Μια νέα Συνθήκη θα μπορούσε να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμα ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα, το δικαίωμα στην απεργία και το δικαίωμα των εργαζομένων να αναλαμβάνουν συλλογική δράση για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και διαβίωσής τους πέρα από τα ελάχιστα επίπεδα, θα έχουν προτεραιότητα έναντι της εσωτερικής αγοράς.
Esko Seppänen (GUE/NGL), γραπτώς. – (FI) Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εξέδωσε τρεις αποφάσεις που στρέφονται κατά του συνδικαλιστικού κινήματος, και ως εκ τούτου μπορούμε να αναμένουμε περισσότερες δικαστικές αποφάσεις για παρόμοιες υποθέσεις. Οι επίμαχες αποφάσεις αφορούν τις υποθέσεις Viking Line, Vaxholm (Laval) και Rüffert, και σε όλες τις περιπτώσεις το Δικαστήριο ερμήνευσε τις Συνθήκες από μία μόνον οπτική γωνία, αυτή του ελεύθερου ανταγωνισμού, αγνοώντας τη βούληση του Κοινοβουλίου. Η πρόταση να τηρούνται οι συνθήκες εργασίας της χώρας καταγωγής στην περίπτωση των αποσπασμένων εργαζομένων, όπως προέβλεπε η «οδηγία Bolkestein», απορρίφθηκε. Δυστυχώς, το Δικαστήριο, με τις αποφάσεις που έλαβε για τις συγκεκριμένες υποθέσεις, ανέλαβε ρόλο νομοθέτη και αγνόησε την ερμηνεία της βούλησης του πραγματικού νομοθέτη, εν προκειμένω του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η Επιτροπή δεν πρέπει να υπερασπιστεί μια τέτοια υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του εν λόγω οργάνου.