Πρόεδρος. − Η ημερήσια διάταξη προβλέπει τη συζήτηση της έκθεσης του κ. Jan Andersson, εξ ονόματος της Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων και Απασχόλησης, σχετικά με τις προκλήσεις των συλλογικών συμβάσεων στην ΕΕ (2008/2085(INI)) (A6-0370/2008).
Jan Andersson, εισηγητής. – (SV) Κυρία Πρόεδρε, ελπίζω ότι η Επιτροπή θα έλθει σύντομα. Δεν έχουν φτάσει ακόμη.
Σκοπεύω να ξεκινήσω με μια γενική αναφορά σχετικά με την έκθεση. Πολλές φορές, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έχουμε συζητήσει ποια πολιτική να ακολουθούμε σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία. Δεν πρέπει να ανταγωνιζόμαστε για θέσεις εργασίας με χαμηλό εισόδημα, πρέπει να έχουμε καλές εργασιακές συνθήκες, πρέπει να επικεντρωθούμε στο ανθρώπινο κεφάλαιο, στα άτομα και στις επενδύσεις, καθώς και σε άλλα πράγματα ώστε να πετύχουμε. Πολλές φορές έχουμε συζητήσει το θέμα της ισορροπίας μεταξύ των ανοικτών συνόρων και μιας ΕΕ με έντονο κοινωνικό χαρακτήρα και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτή η ισορροπία είναι σημαντική.
Επίσης, πολλές φορές έχουμε συζητήσει το θέμα και τη σημασία της ίσης μεταχείρισης των ατόμων ανεξάρτητα από το φύλο, την εθνική προέλευση ή την ιθαγένεια και διαπιστώσαμε ότι πρέπει να επικρατεί η ίση μεταχείριση και η μη διάκριση.
Η έκθεση αναφέρεται στην ανάγκη να έχουμε ανοικτά σύνορα. Η επιτροπή τάσσεται υπέρ της καθιέρωσης των ανοικτών συνόρων χωρίς περιορισμούς ή μεταβατικές περιόδους, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να έχουμε μια ΕΕ με κοινωνικό χαρακτήρα, όπου δεν είμαστε ανταγωνιστικοί μεταξύ μας επιβάλλοντας χαμηλότερους μισθούς, περισσότερο ανεπαρκείς συνθήκες εργασίας και ούτω καθεξής.
Επίσης, η έκθεση αναφέρεται στην αρχή της ίσης μεταχείρισης, δηλαδή στην ίση μεταχείριση και στην αποφυγή των διακρίσεων κατά των εργαζομένων, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια. Δεν πρέπει να ισχύει το γεγονός ότι άτομα από τη Λετονία, την Πολωνία, τη Γερμανία, τη Σουηδία ή τη Δανία έχουν διαφορετική μεταχείριση στο πλαίσιο της ίδιας αγοράς εργασίας. Αυτό αποτελεί επίσης τη βάση για τις προτάσεις στην έκθεση. Οι πιο σημαντικές προτάσεις έχουν σχέση με την Οδηγία αναφορικά με την Απόσπαση Εργαζομένων, καθώς τρεις από τις αποφάσεις αφορούν στους αποσπασμένους εργαζόμενους. Είναι ζωτικής σημασίας να μην μετατρέψουμε την Οδηγία αναφορικά με την Απόσπαση Εργαζομένων σε μια ασήμαντη οδηγία.
Είναι αλήθεια ότι η οδηγία περιέχει δέκα τουλάχιστον προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται. Αυτές οι προϋποθέσεις πρέπει να συμπεριλαμβάνονται, αλλά η βασική αρχή είναι η ίση μεταχείριση. Ως εκ τούτου, πρέπει να είμαστε σαφείς. Πρέπει να υπάρχει ίση μεταχείριση, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια. Σε κάθε αγορά εργασίας, για παράδειγμα στην αγορά εργασίας στο Γερμανικό κρατίδιο της Κάτω Σαξωνίας, οι συνθήκες που ισχύον εκεί πρέπει να καλύπτουν όλους τους εργαζόμενους, ανεξάρτητα από την καταγωγή τους. Είναι μια σημαντική αρχή που πρέπει να διασαφηνιστεί περισσότερο μετά τις αποφάσεις που ελήφθησαν.
Η δεύτερη σημαντική επισήμανση είναι ότι έχουμε διαφορετικά μοντέλα αγορών εργασίας. Όλα αυτά τα μοντέλα πρέπει να είναι ισοδύναμα σε ότι αφορά την εφαρμογή. Επίσης, πρέπει να τροποποιηθούν ορισμένα άλλα πράγματα στην οδηγία. Επιπλέον, πρέπει να καταστήσουμε απολύτως σαφές ότι το δικαίωμα της απεργίας είναι ένα βασικό συνταγματικό δικαίωμα που δεν μπορεί να εξαρτάται από την ελεύθερη κυκλοφορία. Αυτό ισχύει σε σχέση με τη νέα συνθήκη, αλλά και με διαφορετικό τρόπο στο πρωτογενές δίκαιο.
Τρίτον, το κοινοτικό δίκαιο δεν πρέπει να αντίκειται στη Σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας. Η υπόθεση Rüffert αφορά σε μια Σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας που αναφέρεται στις δημόσιες συμβάσεις. Σε αυτή την περίπτωση, θα ισχύουν εκείνες οι συνθήκες εργασίας που ισχύουν στην περιοχή όπου διεξάγεται η εργασία. Αυτός είναι ο λόγος για τις προτάσεις που υποβλήθηκαν. Θα παρακολουθήσω τη συζήτηση και ταυτόχρονα θα ήθελα να έχω την ευκαιρία να ευχαριστήσω όσους συμμετείχαν, για παράδειγμα τον σκιώδη εισηγητή, για την εποικοδομητική συνεργασία που είχαμε.
(Χειροκροτήματα)
Vladimír Špidla, Μέλος της Επιτροπής. – (CS) Κυρία Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, επιτρέψτε μου να ξεκινήσω, εκφράζοντας τη συγγνώμη μου για τη μικρή καθυστέρηση. Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να προβλέψω έγκαιρα πόση κίνηση θα είχαν οι δρόμοι.
Κυρίες και κύριοι, οι αποφάσεις που ανακοίνωσε πρόσφατα το Δικαστήριο στην υπόθεση Viking, Laval και Rüffert προκάλεσαν μια γενική συζήτηση σε επίπεδο ΕΕ αναφορικά με την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε σχέση με τα αυξημένα επίπεδα παγκοσμιοποίησης και την κινητικότητα εργασίας. Προκειμένου να λειτουργήσει σωστά η Ευρωπαϊκή αγορά εργασίας, πρέπει να θεσπίσουμε σωστούς κανόνες. Η Οδηγία αναφορικά με την Απόσπαση Εργαζομένων είναι ένα βασικό μέσο για την επίτευξη αυτού του στόχου. Σας θυμίζω ότι σκοπός της οδηγίας είναι να βρει τη χρυσή τομή μεταξύ, αφενός, ενός κατάλληλου επιπέδου προστασίας για τους εργαζόμενους που αποσπώνται προσωρινά σε άλλο κράτος μέλος και, αφετέρου, της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών εντός της εσωτερικής αγοράς.
Η Επιτροπή είναι αποφασισμένη να διασφαλίσει ότι οι θεμελιώδεις ελευθερίες σύμφωνα με τη Συνθήκη δεν έρχονται σε αντίθεση με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η Επιτροπή εξέφρασε την επιθυμία να ξεκινήσει μια ανοικτή συζήτηση με όλα τα θιγόμενα μέρη, έτσι ώστε να μπορούμε να αναλύσουμε από κοινού τις συνέπειες των αποφάσεων του Δικαστηρίου. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να διεξάγουμε μια συζήτηση τέτοιου είδους, καθώς θα διασαφηνίζει τη νομική θέση και τελικά θα παρέχει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να προτείνουν ικανοποιητικές νομικές ρυθμίσεις. Στις 9 Οκτωβρίου 2008, η Επιτροπή διοργάνωσε ένα φόρουμ σχετικά με αυτό το θέμα, στο οποίο συμμετείχαν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Αυτό το φόρουμ πρέπει να καταστεί το σημείο έναρξης για τη συζήτηση που είναι άκρως απαραίτητη.
Η Επιτροπή συμφωνεί ότι η συνεχής κινητικότητα των εργαζομένων στην Ευρώπη επέφερε νέες προκλήσεις, αφού αφορά στη λειτουργία των αγορών εργασίας και στη ρύθμιση των συνθηκών απασχόλησης. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι κοινωνικοί εταίροι είναι σε καλύτερη θέση όταν δέχονται την πρόκληση και προτείνουν πιθανές βελτιώσεις. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κάλεσε τους Ευρωπαίους κοινωνικούς εταίρους να εξετάσουν τις συνέπειες της συνεχούς κινητικότητας στην Ευρώπη και τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Είμαι πολύ ευχαριστημένος που οι Ευρωπαίοι κοινωνικοί εταίροι δέχτηκαν την πρόκληση. Η Επιτροπή θα στηρίξει το έργο τους, όπως απαιτείται.
Η Επιτροπή θέλει να αναφέρει ότι τα κράτη μέλη που θίγονται περισσότερο από την απόφαση του Δικαστηρίου αυτή ακριβώς τη στιγμή επεξεργάζονται τις νομικές ρυθμίσεις που θα διασφαλίσουν την εναρμόνιση με το σύστημα δικαιοσύνης του Δικαστηρίου. Η Επιτροπή δεν μπορεί να συμφωνήσει με την πρόταση η Οδηγία αναφορικά με την Απόσπαση Εργαζομένων να περιέχει επίσης μια αναφορά για την ελεύθερη κυκλοφορία. Μια προσθήκη τέτοιου είδους θα οδηγούσε αναγκαία σε παρερμηνείες αναφορικά με τη χρηστικότητα της οδηγίας, αφού θα ασχολιόταν επιφανειακά με τη διαφορά μεταξύ των δύο ξεχωριστών κατηγοριών εργαζομένου, δηλαδή τους αποσπασμένους εργαζόμενους και τους διακινούμενους εργαζόμενους. Θέλω να τονίσω τονίσω ότι υπάρχει προφανώς διαφορά μεταξύ των αποσπασμένων εργαζομένων και των διακινούμενων εργαζομένων.
Η Επιτροπή συμφωνεί με το Κοινοβούλιο αναφορικά με την ανάγκη να βελτιωθεί η εφαρμογή και η υλοποίηση της οδηγίας αναφορικά με την απόσπαση εργαζομένων. Υπό αυτή την έννοια, μπορώ να σας υπενθυμίσω ότι τον Απρίλιο του 2008 η Επιτροπή αποδέχθηκε τη σύσταση για μεγαλύτερη διοικητική συνεργασία που ζήτησαν τα κράτη μέλη, προκειμένου να διευθετήσουν τις παρούσες ατέλειες. Επίσης, η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης την ύπαρξη μεγαλύτερης συνεργασίας μέσω του σχεδίου της να συστήσει στο μέλλον μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων από τα κράτη μέλη. Η Επιτροπή θεωρεί ότι εντός του πλαισίου της Συνθήκης της Λισαβόνας που προτείνεται θα υπάρχει ιδιαίτερα σημαντική ενίσχυση των κοινωνικών δικαιωμάτων μέσω αλλαγών, όπως οι νέες κοινωνικές ρήτρες, χάρη στις οποίες όλες οι άλλες πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να λάβουν υπόψη τα κοινωνικά θέματα και επίσης, ενόψει της υλοποίησης μιας νομικά δεσμευτικής αναφοράς στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.
Małgorzata Handzlik, συντάκτρια της γνωμοδότησης της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών. − (PL) Κυρία Πρόεδρε, η έκθεση που συζητάμε σήμερα μετέτρεψε την παρούσα Οδηγία αναφορικά με την Απόσπαση Εργαζομένων σε πρόκληση για συλλογικές συμφωνίες. Μπορώ να εκτιμήσω ότι οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δεν έγιναν αποδεκτές από ορισμένα από τα κράτη μέλη. Παρόλα αυτά, πράγματι διασφαλίζουν την ισορροπία μεταξύ όλων των στόχων της οδηγίας, δηλαδή μεταξύ της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, του σεβασμού των δικαιωμάτων των εργαζομένων και της διατήρησης των αρχών του νόμιμου ανταγωνισμού. Θέλω να τονίσω ότι η διατήρηση αυτής της ισορροπίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για εμάς.
Το βασικό πρόβλημα αναφορικά με την ορθή εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας είναι η εσφαλμένη ερμηνεία της από τα κράτη μέλη. Επομένως, πρέπει να επικεντρωθούμε στην ερμηνεία παρά στις διατάξεις της ίδιας της οδηγίας. Επομένως, κυρίως χρειάζεται μια εμπεριστατωμένη ανάλυση σε επίπεδο κρατών μελών. Αυτό θα καταστήσει δυνατό τον καθορισμό των δυσκολιών που προκύπτουν από τις αποφάσεις και τις πιθανές προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε. Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι σε αυτό το στάδιο πρέπει να μην ζητήσουμε να γίνουν αλλαγές στην οδηγία. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η απόσπαση εργαζομένων άρρηκτα συνδεδεμένη με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Η τελευταία είναι μία από τις θεμελιώδεις αρχές της κοινής Ευρωπαϊκής αγοράς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως περιορισμός σχετικά με τις συλλογικές συμβάσεις.
Tadeusz Zwiefka, συντάκτης της γνωμοδότησης της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων. − (PL) Ανεξάρτητα από τις σχετικές απόψεις, θεωρώ ότι είναι απαράδεκτο να ασκείται κριτική στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο είναι ανεξάρτητο και αμερόληπτο θεσμικό όργανο, ιδιαίτερα σημαντικό για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μπορεί να μη συμφωνούμε με τη νομοθεσία και ασφαλώς μπορούμε να την αλλάξουμε, αλλά δυσκολεύομαι να αποδεχτώ επικρίσεις για το Δικαστήριο. Το Δικαστήριο αποφασίζει πάντοτε με βάση την ισχύουσα νομοθεσία.
Θέλω να τονίσω ιδιαίτερα δύο σημαντικά σημεία, σε σχέση τα θέματα που συζητάμε σήμερα. Πρώτον, οι αποφάσεις του Δικαστηρίου δεν έχουν επιπτώσεις στην ελεύθερη σύναψη συλλογικών συμβάσεων. Δεύτερον, σύμφωνα με τις ερμηνείες του Δικαστηριου, τα κράτη μέλη μπορεί να μην εισάγουν τα ελάχιστα πρότυπα σε τομείς διαφορετικούς από τους τομείς που αναφέρονται στην Οδηγία 96/71/ΕΚ αναφορικά με την απόσπαση εργαζομένων. Το Δικαστήριο αναγνωρίζει σαφώς το δικαίωμα να λάβει συλλογικά μέτρα ως θεμελιώδες δικαίωμα που αποτελεί μέρος των γενικών αρχών της Κοινοτικής νομοθεσίας. Ταυτόχρονα, σε συνδυασμό με άλλες ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς, η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών αποτελεί μια εξίσου σημαντική βάση για την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Αναφορικά με τις συνέπειες της παρούσας έκθεσης, ο εισηγητής ζητά την αναθεώρηση της Οδηγίας αναφορικά με την απόσπαση εργαζομένων, υποστηρίζοντας ότι η ερμηνεία του Δικαστηρίου είναι αντίθετη με τους σκοπούς του νομοθέτη. Διαφωνώ απολύτως με αυτή την άποψη.
Jacek Protasiewicz, εξ ονόματος της Ομάδας PPE-DE. – (PL) Κυρία Πρόεδρε, κάθε έτος, εντός της περιοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχουν ένα εκατομμύριο άτομα περίπου που εργάζονται ενώ εργάζονται με απόσπαση σε μια άλλη χώρα από τη χώρα όπου βρίσκεται η έδρα της εταιρείας στην οποία απασχολούνται.
Κατά τα τελευταία έτη, υπήρξαν μόνο λίγες περιπτώσεις προβλημάτων με την ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας και της νομοθεσίας της ΕΕ που ρυθμίζουν αυτόν τον τομέα. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξέτασε αυτές τις λίγες περιπτώσεις. Γενικά, διαπίστωσε ότι το πρόβλημα δεν πηγάζει από το περιεχόμενο της οδηγίας, αλλά μάλλον από τη μη ορθή εφαρμογή της οδηγίας από τα κράτη μέλη ξεχωριστά. Αυτό σημαίνει ότι η νομοθεσία της ΕΕ που έχει θεσπιθεί για να ρυθμίζει την απόσπαση εργαζομένων είναι έγκυρη και με σωστή διατύπωση. Το μόνο πιθανό πρόβλημα έχει σχέση με την εφαρμογή της στα μεμονωμένα κράτη μέλη.
Προφανώς, αυτό δεν σημαίνει ότι η νομοθεσία είναι άρτια. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι η παρούσα οδηγία δεν προστατεύει τα θεμελιώδη δικαιώματα των εργαζομένων, παρέχοντας ελάχιστες εγγυήσεις αναφορικά με τις αποδοχές και την υγεία και την ασφάλεια κατά την εργασία. Δεύτερον, η οδηγία δεν αποκλείει τη σύναψη πιο ευνοϊκών ρυθμίσεων σε σχέση με τις ελάχιστες συνθήκες εργασίας μέσω συλλογικών συμβάσεων. Θέλω να τονίσω ιδίατερα αυτό το γεγονός. Ταυτόχρονα, η οδηγία εξισορροπεί άριστα την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών με την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων που αποσπώνται σε μια άλλη χώρα για την παροχή υπηρεσιών. Γι’ αυτόν το λόγο, στην έκθεση του κ. Andersson, συμφωνήσαμε να ζητήσουμε από την Επιτροπή να εξετάσει ξανά την οδηγία. Εξακολουθούμε να είμαστε εντελώς αντίθετοι με την άποψη ότι αυτή είναι μια ανεπαρκής οδηγία και ότι πρέπει επειγόντως να εφαρμοστούν ριζικές αλλαγές στην Ευρωπαϊκή νομοθεσία σε αυτόν τον τομέα.
Stephen Hughes, εξ ονόματος της Ομάδας PSE. – Κυρία Πρόεδρε, συγχαίρω τον κ. Andersson για την άρτια έκθεσή του. Θέλω να ξεκινήσω με μια μερική παράθεση από την παράγραφο 12 της έκθεσης. Αναφέρει ότι «θεωρεί ότι η πρόθεση του νομοθέτη στην Οδηγία αναφορικά με την Απόσπαση Εργαζομένων και στην Οδηγία για τις Υπηρεσίες δεν είναι συμβατή με τις ερμηνείες που παρέχει το Δικαστήριο». Συμφωνώ με αυτό. Συμμετείχα ως νομοθέτης και στις δύο αυτές οδηγίες και ποτέ δεν περίμενα ότι εκείνοι – όταν εξέταζαν παράλληλα τη Συνθήκη - θα οδηγούσαν το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι οι οικονομικές ελευθερίες έχουν προτεραιότητα από τα θεμελιώδη δικαιώματα για τους εργαζόμενους.
Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, ο νομοθέτης πρέπει να ενεργεί έτσι ώστε να αποκαθιστά την ασφάλεια δικαίου. Είμαστε από κοινού νομοθέτης και αυτό το ψήφισμα διασαφηνίζει ιδιαίτερα τι νομίζουμε ότι πρέπει να γίνει. Ωστόσο, κύριε Επίτροπε, δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από το καθήκον μας ως νομοθέτη μέχρι να ασκήσετε το δικαίωμα της πρωτοβουλίας. Είμαι συν-προεδρεύων και συγκαλώ από κοινού τη Δικομματική Ομάδα «Συνδικάτο» σε αυτή τη θέση. Αυτό περιλαμβάνει όλες τις κύριες πολιτκές ομάδες και με φέρνει σε επαφή με πολλούς συνδικαλιστές – όχι μόνο στις Βρυξέλλες και στο Στρασβούργο, αλλά και στις περιφέρειες – και μπορώ να σας δηλώσω ότι υπάρχει εκτεταμένη και διαδεδομένη ανησυχία λόγω της ανισορροπίας που προκάλεσαν αυτές οι αποφάσεις. Κύριε Επίτροπε, αυτό είναι ιδιαίτερα σοβαρό ενώ κοντεύουμε στις ευρωεκλογές του επόμενου έτους. Εάν οι συνδικαλιστές εκεί πέρα αποφασίσουν ότι η Ευρώπη αποτελεί μέρος του προβλήματος, αντί για μέρος της λύσης, αυτό μπορεί να καταστεί ιδιαίτερα επιζήμιο για όλα τα τμήματα αυτού του Κοινοβουλίου και για την ίδια τη δημοκρατική διαδικασία.
Χαίρομαι που σας ακούω να λέτε ότι νομίζετε ότι η Οδηγία αναφορικά με την Απόσπαση Εργαζομένων χρειάζεται βελτιώσεις, διότι ένα από τα πράγματα που θέλουμε είναι η αναθεώρηση αυτής της οδηγίας για να διασαφηνίσουμε τουλάχιστον πώς μπορεί να χρησιμοποιούνται οι συλλογικές συμβάσεις ώστε να θέτουν τους ελάχιστους όρους και προϋποθέσεις και να αναφέρουμε πώς μπορεί να χρησιμοποιείται η συλλογική δράση´για την προάσπιση αυτών των δικαιωμάτων.
Κατά συνέπεια, κύριε Επίτροπε, λάβετε υπόψη αυτό το απευθείας εκλεγμένο σώμα. Πράγματι ακούμε με μεγάλη προσοχή. Χρησιμοποιήστε το δικαίωμα πρωτοβουλίας και δείξτε ότι διαπιστώνετε την ανάγκη για λήψη μέτρων.
Luigi Cocilovo, εξ ονόματος της Ομάδας ALDE. – (IT) Κυρία Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, θέλω κι εγώ να ευχαριστήσω τον κ. Andersson γι’ αυτή την πρωτοβουλία και για την συμβολή όλων των ομάδων και των εισηγητών στο τελικό κείμενο που ενέκρινε η επιτροπή. Θεωρώ ότι η θέση που έλαβε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι πραγματικά σημαντική. Ας είμαι σαφής, το Κοινοβούλιο δεν αμφισβητεί ή ασκεί κριτική στις αποφάσεις του Δικαστηρίου από μόνο του. Οι αποφάσεις είναι πάντοτε νόμιμες, αλλά το Κοινοβούλιο επιδιώκει να απαντά στις ερωτήσεις σχετικά με την ερμηνεία της Οδηγίας αναφορικά με την Απόσπαση Εργαζομένων που τίθετναι εν μέρει από αυτές τις αποφάσεις.
Είναι λάθος να υποθέτουμε ότι αυτή η απάντηση περικλείει αμφιβολίες σχετικά με ορισμένες θεμελιώδεις ελευθερίες, όπως η ελεύθερη παροχή διασυνοριακών υπηρεσιών. Έχουμε σκοπό να διαφυλάξουμε πλήρως αυτή την ελευθερία, όπως έχουμε σκοπό να διαφυλάξουμε την αρχή του υγιούς και διαφανούς ανταγωνισμού. Αυτό που δεν είναι αποδεκτό είναι το είδος του ανταγωνισμού που βασίζεται στο πλεονέκτημα που αποκτάται μέσω του ανταγωνισμού για το «ντάμπιγκ» που διακατέχεται από την ψευδαίσθηση ότι είναι αποδεκτό να παραβιάζονται ορισμένες θεμελιώδεις αρχές, όπως η ελεύθερη κυκλοφορία των επιχειρήσεων και η μη-διάκριση. Παρά τη λεπτομερειακή εξέταση της ερμηνείας, αυτή η αρχή βασίζεται σε μία και μόνη αλήθεια: δεν πρέπει να υπάρχει καμία διαφορά στη μεταχείριση μεταξύ των εργαζομένων, σε σχέση με τη χώρα στην οποία παρέχονται οι υπηρεσίες, είτε είναι εργαζόμενοι με απόσπαση είτε μετακινούμενοι εργαζόμενοι και όποια κι αν είναι η εθνικότητά τους. Οι ίδιοι κανόνες, συμπεριλαμβάνοντας το δικαίωμα της απεργίας, πρέπει να ισχύουν σε σχέση με τις εταιρείες στη χώρα λειτουργίας και με εκείνους που χρησιμοποιούν ρυθμίσεις σχετικά με την απόσπαση.
Θεωρούμε ότι οποιοδήποτε άλλο μοντέλο της Ευρώπης δεν θα γινόταν αποδεκτό και θα αντιμετωπιζόταν με δυσπιστία. Η ελεύθερη κυκλοφορία ισχύει επίσης για τις αρχές και κάθε παρέκκλιση από αυτή την πορεία θα έβλαπτε πρωτίστως την Ευρώπη, πόσο μάλλον την ερμηνεία μιας συγκεκριμένης οδηγίας.
Elisabeth Schroedter, εξ ονόματος της Ομάδας Verts/ALE. – (DE) Κυρία Πρόεδρε, κύριε Επίτροπε, κυρίες και κύριοι, η ίση μεταχείριση είναι μια θεμελιώδης αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα κράτη μέλη πρέπει να μπορούν να παρέχουν εγγυήσεις ότι αυτή η ίση μεταχείριση πραγματικά υλοποιείται επί τόπου. Σε αυτή την περίπτωση, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (ΔΕΚ) μας έχει βάλει σε πολύ δύσκολη θέση. Δεν μπορώ να κρύψω το γεγονός – το οποίο βέβαια είναι ιδιαίτερα γνωστό – ότι, τουλάχιστον σε μία περίπτωση, η Επιτροπή είχε το πλεονέκτημα. Το δικαίωμα της απεργίας και το δικαίωμα της διαπραγμάτευσης συλλογικών συμβάσεων δεν μπορεί απλά να αμφισβητείται. Σε αυτό το σημείο πρέπει να αντιδράσουμε. Η απόφαση του Δικαστηρίου μας έφερε στο νου μια τόσο αρνητική εικόνα της Ευρώπης που τώρα πολλά άτομα απομακρύνονται από αυτήν: δεν μπορούμε απλά να παραμένουμε απαθείς και να αφήνουμε να συμβαίνει αυτό.
Όσοι θέλουν να προάγουν μεγαλύτερη κινητικότητα στην Ευρώπη πρέπει να διασφαλίσουν ότι υπάρχει ίση μεταχείριση επί τόπου. Πραγματικά το ΔΕΚ μας έβλαψε σχετικά με αυτό και κατά τη διαδικασία έβλαψε την κοινωνική Ευρώπη.
Εμείς ως νομοθέτες πρέπει να λάβουμε μέτρα έναντι αυτής της σύγχυσης, καθώς το ΔΕΚ αποκάλυψε επίσης μια ατέλεια στην Οδηγία αναφορικά με την Απόσπαση Εργαζομένων: απέδειξε ότι ανακύπτει κάποιο πρόβλημα όταν οι εργαζόμενοι είναι παροχείς υπηρεσιών. Οι εργαζόμενοι πρέπει να έχουν ξανά μεταχείριση ως εργαζόμενοι και γι' αυτόν το λόγο χρειαζόμαστε αναθεώρηση της Οδηγίας.
Η αρχή της «ίσης αμοιβής για ίδια εργασία στο ίδιο μέρος» πρέπει να εξασφαλίζεται. Προέκυψε ότι, σύμφωνα με την ερμηνεία του ΔΕΚ, η Οδηγία αναφορικά με την Απόσπαση Εργαζομένων δεν εξασφαλίζει πλέον αυτή την παράμετρο. Χρειαζόμαστε αυτή την αναθεώρηση, προκειμένου να αποκαταστήσουμε την αξιοπιστία της Ευρώπης, καθώς δεν μπορούμε να διεξάγουμε μια προεκλογική εκστρατεία χωρίς αυτό το έργο. Διαφορετικά, θα ανακύψει το πρόβλημα ότι η ελευθερία που παρέχει η εσωτερική αγορά και η αρχή της ίσης μεταχείρισης επί τόπου προσκρούουν σε δυσκολίες.
Όπως δήλωσε ο κ. Cocilovo, είναι απαράδεκτο ο ανταγωνισμός να μη βασιζεται στην ποιότητα, αλλά στο κοινωνικό ντάμπινγκ. Πρέπει να δράσουμε. Θα κάνω μια νέα έκκληση σε αυτό το Κοινοβούλιο να εγκρίνει την έκθεση Andersson με την παρούσα μορφή της. Αυτό είναι ιδιαίτερα επιτακτικό, καθώς η έκθεση παρέχει επίσης μια πολύ συγκεκριμένη στρατηγική για δράση σχετικά με την αναθεώρηση της Οδηγίας αναφορικά με την Απόσπαση Εργαζομένων. Η αρχή της ίσης μεταχείρισης είναι μια αρχή της κοινωνικής Ευρώπης. Η αποκατάσταση αυτής της κοινωνικής Ευρώπης είναι ο λόγος για τον οποίο έχουμε εκλεγεί σε αυτό το Κοινοβούλιο και γι’ αυτόν το λόγο πρέπει να εγκρίνουμε την έκθεση.
Ewa Tomaszewska, εξ ονόματος της Ομάδας UEN. – (PL) Κυρία Πρόεδρε, παρατήρησα με λύπη μου ότι πολύ συχνά δίνεται προτεραιότητα στα οικονομικά δικαιώματα σε σχέση με τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκου.Δικαστηρίου στις υποθέσεις Laval, Viking και σε άλλες υποθέσεις.
Είναι σημαντικό να τεθεί η σωστή σειρά σημασίας αυτών των δικαιωμάτων και να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι άνθρωποι είναι πιο σημαντικοί από τα χρήματα. Τα δικαιώματα που έχουν σχέση με τις οικονομικές ελευθερίες δεν πρέπει να αποτελούν εμπόδιο στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι των ατόμων και στη συλλογική προάσπιση των δικαιωμάτων τους. Ειδικότερα, οι εργαζόμενοι έχουν το δικαίωμα να δημιουργούν ενώσεις και να διαπραγματεύονται συλλογικά τις συνθήκες εργασίας. Τα συστήματα συλλογικής διαπραγμάτευσης και οι συλλογικές συμβάσεις σχετικά με τις συνθήκες εργασίας που προκύπτουν από τη διαπραγμάτευση αξίζουν να τύχουν αναγνώρισης και υποστήριξης. Σε τελική ανάλυση, η συναίνεση των αρμόδιων κοινωνικών εταίρων διασφαλίζει την κοινωνική αρμονία και παρέχει την ευκαιρία στις συμβάσεις που συνάπτονται να είναι επιτυχείς. Οι συμβάσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας αποτελούν παράδειγμα αυτής της προσέγγισης.
Η κύρια πρόκληση με την οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι τώρα στον τομέα των συλλογικών συμβάσεων έχει σχέση με το να λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι οι διακινούμενοι εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι με απόσπαση και οι εργαζόμενοι που απασχολούνται στη χώρα τους πρέπει όλοι να εξασφαλίζουν τα ίδια δικαιώματα. Πρέπει να δώσουμε συγχαρητήρια στον εισηγητή.
Mary Lou McDonald, εξ ονόματος της Ομάδας GUE/NGL. – (GA) Κυρία Πρόεδρε, με την πάροδο των ετών οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα εμπιστεύτηκαν την Ευρωπαϊκή ¨Ενωση για τη βελτίωση και την προστασία των συνθηκών εργασίας τους.
Οι εργαζόμενοι σε όλη την Ευρώπη έχουν το δικαίωμα στην αξιοπρεπή εργασία, στην ισότητα για όλους τους εργαζόμενους. Έχουν το δικαίωμα να διοργανώνουν, να κινητοποιούνται και να πραγματοποιούν καμπάνιες για να βελτιώσουν τις συνθήκες εργασίας τους. Έχουν τη δικαιολογημένη προσδοκία ότι ο νόμος πρέπει να αναγνωρίζει και να προασπίζει αυτά τα δικαιώματα.
Η σειρά των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που ισχυρίζεται ότι αναφέρει η έκθεση Andersson αποτελούν μια παράτολμη επίθεση σε αυτά τα βασικά δικαιώματα. Αυτές οι δικαστικές αποφάσεις έδωσαν το πράσινο φως στην απεριόριστη εκμετάλλευση των εργαζομένων. Οι αποφάσεις του δικαστηρίου αντικατοπτρίζουν το νομικό καθεστώς, μια αντανάκλαση του γεγονότος ότι, όταν τα δικαιώματα των εργαζομένων έρχονται σε αντίθεση με τους κανόνες ανταγωνισμού, επικρατεί ο κανόνας ανταγωνισμού. Οι αποφάσεις του δικαστηρίου νομιμοποίησαν αυτό που αποκαλείται «άνισος αγώνας».
Είμαι πολύ απογοητευμένη με αυτή την έκθεση. Σκόπιμα αποφεύγει να ζητά αλλαγές στις Συνθήκες ΕΕ που όλοι γνωρίζουμε ότι πρέπει να προστατεύουν τους εργαζόμενους. Αυτή η ανάγκη για αλλαγή της Συνθήκης αφαιρέθηκε σκόπιμα και κυνικά από το πρώτο σχέδιο αυτής της έκθεσης, παρά τις υπερβολικές εκκλήσεις από το κίνημα των συνδικάτων σε όλη την Ευρώπη να συμπεριληφθεί στις Συνθήκες μια ρήτρα κοινωνικής προόδου.
Η ευαισθησία των δικαιωμάτων των εργαζομένων ήταν ένας από τους κύριους λόγους που οι Ιρλανδοί καταψήφισαν τη Συνθήκη της Λισαβόνας, έστω κι αν οι ηγέτες της ΕΕ εύκολα προτιμούν να αγνοούν αυτό το δυσάρεστο γεγονός. Εάν μια νέα συνθήκη πρόκειται να γίνει αποδεκτή από τα άτομα όλης της Ευρώπης, τότε πρέπει να διασφαλίζει επαρκή προστασία για τους εργαζόμενους.
Εμείς οι ευρωβουλευτές έχουμε τώρα την ευκαιρία να επιμείνουμε στο γεγονός οι Συνθήκες να περιλαμβάνουν μια δεσμευτική ρήτρα κοινωνικής προόδου ή ένα πρωτόκολλο. Εάν οι τροπολογίες γι’ αυτόν το σκοπό δεν ψηφιστούν σήμερα, τότε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα έχει λάβει ακόμη ένα μέτρο που θα απομακρύνει τα άτομα τα οποία ισχυριζόμαστε ότι εκπροσωπούμε και σε αυτή την περίπτωση είμαι σίγουρη ότι οι Ιρλανδοί εργαζόμενοι θα συμμεριστούν την απογοήτευσή μου ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τους απογοήτευσε.
Hanne Dahl, εξ ονόματος της Ομάδας IND/DEM. – (DA) Κυρία Πρόεδρε, οι εξελίξεις που είδαμε στην αγορά εργασίας υπό το πρίσμα των αποφάσεων Rüffert, Laval και Waxholm που ενέχουν πολλές συνέπειες έρχονται σε απόλυτη αντίθεση με την επιθυμία να παρουσιάσουμε το μοντέλο ευελιξίας και ασφάλειας στην απασχόληση ως ένα οικονομικό μοντέλο για την Ευρώπη, καθώς μου φαίνεται ότι έχουμε ξεχάσει εντελώς ότι αυτό ακριβώς το μοντέλο ευελιξίας και ασφάλειας στην απασχόληση βασίζεται σε μια εκατονταετή παράδοση, όπου η αγορά εργασίας είχε το δικαίωμα να διαπραγματεύεται ισχυρές και ανεξάρτητες συμβάσεις. Σε αυτή την περίπτωση, δεν μπορείτε να παρουσιάζετε ένα μοντέλο ευελιξίας στην Ευρωπαϊκή αγορά εργασίας και, ταυτόχρονα, να εφαρμόζετε τη νομοθεσία ή να αποδέχεστε αποφάσεις που δυσκολεύουν τα συνδικάτα να τις υλοποιήσουν και να διατηρήσουν ένα σύστημα που βασίζεται στις συλλογικές συμβάσεις. Εάν εισηγηθείτε την ευελιξία και ασφάλεια στην απασχόληση και ταυτόχρονα αποδεχτείτε ότι οι κανόνες της εσωτερικής αγοράς της ΕΕ έχουν προτεραιότητα σε σχέση με τη διαπραγμάτευση των αμοιβών και την ασφάλεια του εργασιακού περιβάλλοντος, το τελικό αποτέλεσμα θα είναι να εξουδετερωθούν οι εργασιακοί αγώνες ενός αιώνα. Η έκθεση Andersson είναι ένα ημίμετρο που επιβάλλει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στα αποτελέσματα εργασιακών αγώνων εκατό ετών και δεν μπορεί να τα ανατρέψει.
Roberto Fiore (NI). – (IT) Κυρία Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, σαφώς αυτή η έκθεση βρίσκεται στο σωστό δρόμο, λαμβάνοντας πρώτα υπόψη την εργασία σε σχέση με την οικονομία και τα κοινωνικά δικαιώματα σε σχέση με την επιχειρηματική ελευθερία. Στην ουσία προασπίζει τη γενική έννοια των κοινωνικών αρχών που αποτελούν μέρος της Ευρωπαϊκής παράδοσης.
Ωστόσο, πρέπει να αναφέρουμε ότι αυτή η έκθεση δεν θίγει ένα βασικό θέμα της ημέρας κι αυτό είναι ο εξαιρετικά υψηλός αριθμός αποσπασμένων ή αλλοδαπών εργαζομένων που κατακλύζουν τις εθνικές αγορές. Κατά συνέπεια, πρέπει να προσέξουμε το «ντάμπινγκ» που στην ουσία εμφανίζεται σε χώρες όπως η Ιταλία, όπου υπερβολικά πολλά άτομα, για παράδειγμα Ρουμάνοι, κατέκλυσαν την αγορά εργασίας. Βέβαια, αυτό σημαίνει «ντάμπινγκ» και έχει θετική επίδραση σε μια μεγάλη επιχείρηση, αλλά αρνητική επίδραση στους εγχώριους εργαζόμενους.
Gunnar Hökmark (PPE-DE). - (SV) Κυρία Πρόεδρε, θέλω να τονίσω ιδιαίτερα τι περιέχεται στην έκθεση και τι όχι. Θέλω να ευχαριστήσω τον εισηγητή. Αντιμετώπισε με συμπάθεια τις διαφορετικές απόψεις εντός της επιτροπής κι αυτό σημαίνει, κ. Špidla, ότι δεν υπάρχει καμία απαίτηση στην έκθεση για να απορριφθεί ή να συνταχθεί ξανά η Οδηγία αναφορικά με την απόσπαση εργαζομένων. Αρχικά, η έκθεση περιείχε πολλές επικρίσεις και κατακρίσεις του Δικαστηρίου, αλλά αυτό αφαιρέθηκε. Αυτό συζητάμε τώρα.
Για να δώσω έμφαση σε αυτό το σημείο, θέλω να παραθέσω κάτι στα Αγγλικά:
Θα παραθέσω το Αγγλικό κείμενο της παραγράφου 27: «Επικροτεί τη δήλωση της Επιτροπής ότι τώρα είναι διατεθειμένη να επανεξετάσει τον αντίκτυπο της εσωτερικής αγοράς στα εργατικά δικαιώματα και στις συλλογικές διαπραγματεύσεις» και: «Προτείνει η εν λόγω επανεξέταση να μην αποκλείσει τη μερική αναθεώρηση της οδηγίας σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων» – που σημαίνει «να μην αποκλείσει».
(SV) Κυρία Πρόεδρε, αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει ανάγκη για τροποποίηση. Ωστόσο, επικροτείται μια αναθεώρηση της Επιτροπής σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο αυτό λειτουργεί στην πράξη στα διάφορα κράτη μέλη. Εάν αυτή η αναθεώρηση παρέχει τη βάση για τροποποιήσεις, αυτές δεν πρέπει να αποκλείονται.
Ήθελα να το αναφέρω αυτό, διότι η Οδηγία αναφορικά με την απόσπαση εργαζομένων παίζει πολύ σημαντικό ρόλο. Ένα εκατομμύριο άτομα έχουν την ευκαιρία να εργάζονται σε διαφορετικές χώρες. Αυτό αφορά επίσης στην ίση μεταχείριση, στα ίδια δικαιώματα στην εργασία σε όλα τα μέρη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμη κι αν κάποιος έχει συλλογική σύμβαση από τη χώρα προέλευσής του ή από τη χώρα προέλευσής της. Αυτό αφορά. Εφόσον τα άτομα συμμορφώνονται με τους κανόνες της Οδηγίας αναφορικά με την απόσπαση εργαζομένων, έχουν το δικαίωμα να εργάζονται σε οποιοδήποτε μέρος της ΕΕ. Αυτό ήταν επίσης το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο στην υπόθεση Laval, για παράδειγμα.
Κύριε Επίτροπε, κυρία Πρόεδρε, η κριτική που έχει στόχο το Δικαστήριο δεν περιλαμβάνεται πλέον στην πρόταση της επιτροπής και δεν υπάρχει καμία απαίτηση να απορρίψουμε την Οδηγία αναφορικά με την απόσπαση εργαζομένων. Είναι σημαντικό να το θυμόμαστε αυτό, καθώς συνεχίζουμε τη συζήτηση.
Magda Kósáné Kovács (PSE) . – (HU) Σας ευχαριστώ, κυρία Πρόεδρε. Το πρόβλημα στη σημερινή συζήτηση απεικονίζεται με τη Λατινική παροιμία: «Κανένας άνεμος δεν είναι ευνοϊκός για ένα ναύτη που δεν ξέρει σε ποιο λιμάνι πηγαίνει». Δυστυχώς, στη σημερινή συζήτηση, ούτε εμείς βλέπουμε το λιμάνι όπου μπορούν να ρίξουν άγκυρα όλοι. Ο κανονισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας αποσπασμένων εργαζομένων παραλείφθηκε από τη συμβιβαστική Οδηγία για τις Υπηρεσίες του 2006, αλλά το πρόβλημα παραμένει, όπως φαίνεται από την αντίδραση στις αποφάσεις του Δικαστηρίου και τώρα μας έχει πλήξει ξαφνικά. Ομοίως, η Συνθήκη του Μάαστριχτ, το σχέδιο Συνταγματικής Συνθήκης και η ανεπαρκής Συνθήκη της Λισαβόνας δεν μπορεί να διαχωριστεί από τα θέματα σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών, δηλαδή από την επαναλαμβανόμενη συζήτηση σχετικά με το ποια από τα δύο αξίζει να έχει ισχυρότερη προστασία: οι τέσσερεις θεμελιώδεις αρχές ή κοινωνικά δικαιώματα, ακόμη και βλάπτοντας η μία την άλλη.
Είναι αλήθεια, οι κανόνες της ΕΕ παρέχουν ένα προσωρινό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στους παροχείς υπηρεσιών στα νέα κράτη μέλη. Αφετέρου, η ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών και των κεφαλαιών δημιούργησε ευνοϊκές συνθήκες της αγοράς για τα πιο προηγμένα κράτη μέλη. Θεωρώ ότι αυτές είναι προσωρινές διαφορές, διότι η ποιότητα και οι συνθήκες των αγαθών και των χρηματαγορών και των αγορών εργασίας και υπηρεσιών θα συγκλίνουν απαραίτητα μεταξύ τους. Ως εκ τούτου, πρώτο μας μέλημα δεν είναι να συντάξουμε ξανά τη νομοθεσία και να είμαστε αντίθετοι στις αποφάσεις του δικαστηρίου, αλλά να θέσουμε σε εφαρμογή τους υφιστάμενους κανονισμούς με συνεπή και αποτελεσματικό τρόπο. Σήμερα οι πόλεμοι δεν διεξάγονται κυρίως με όπλα, αλλά οι οικονομικές κρίσεις όπως αυτή που επικρατεί σήμερα μπορεί να είναι τόσο καταστροφικές όσο ένας πόλεμος. Ελπίζω ότι το Κοινοβούλιο και όλα τα άλλα κέντρα λήψης απόφασης της ΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη τη μεταπολεμική μας επιθυμία για διαρκή ειρήνη και συνεργασία, θα αγωνιστούν για μια δίκαιη λύση, ώστε να διασφαλιστεί ότι είμαστε μέλη μιας διαρκούς, ακμάζουσας κοινότητας με αμοιβαία υποστήριξη και συνοχή. Εν τω μεταξύ, ο κοντόφθαλμος προστατευτισμός δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Σας ευχαριστώ, κυρία Πρόεδρε.
Olle Schmidt (ALDE). - (SV) Κυρία Πρόεδρε, σας ευχαριστώ, κ Andersson, για τη σημαντική έκθεση. Πολλά σημεία περιστρέφονται γύρω από την απόφαση Laval, όπου το συνδικάτο της Σουηδίας το παράκανε. Η έκθεση περιέχει πολλά πράγματα που δεν μου αρέσουν. Έχει ένα ιδιαίτερο ύφος όταν ερμηνεύει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και σε αρκετά σημεία υπάρχουν ενδείξεις σχετικά με την αρχική πρόθεση του κ. Andersson, δηλαδή να απορρίψουμε την Οδηγία αναφορικά με την απόσπαση εργαζομένων. Ωστόσο, αυτό δεν αναφέρεται στην αναθεωρημένη έκθεση, όπως τόσο ορθά επισημαίνει ο κ. Hökmark. Τώρα, το θέμα είναι να μην αποκλείσουμε τη μερική αναθεώρηση της Οδηγίας, η οποία συμφωνεί περισσόερο με τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών, για την οποία ήμουν υπεύθυνος.
Ευτυχώς η ψηφοφορία θα αποδείξει επίσης ότι η Οδηγία αναφορικά με την απόσπαση εργαζομένων δεν χρειάζεται να απορριφθεί. Σας παρακαλώ να δείτε τις προτάσεις 14 και 15 από την Ομάδα της Συμμαχίας Φιλελευθέρων και Δημοκρατών για την Ευρώπη.
Κύριε Andersson, είναι λάθος να πιστεύετε ότι το Σουηδικό μοντέλο διατηρείται καλύτερα μέσω των Βρυξελλών. Ισχύει ακριβώς το αντίστροφο. Εάν πάμε μέσω Βρυξελλών, τότε το Σουηδικό μοντέλο που βασίζεται σε υπεύθυνα μέρη μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο και θα έχουμε νομοθεσία και ελάχιστες αμοιβές στη Σουηδία. Λογικά αυτό δεν μπορεί να είναι προς το συμφέρον των Σουηδικών συνδικάτων.
Roberts Zīle (UEN). - (LV) Σας ευχαριστώ, κυρία Πρόεδρε και κύριε Špidla. Πολλές φορές, αυτό που βρίσκεται πίσω από τις φαινομενικές προσπάθειες για τη διαφύλαξη των προτύπων εργασίας και για την παροχή ίσων συνθηκών εργασίας είναι πράγματι ο προστατευτισμός και ένας σαφής περιορισμός για τον ελεύθερο και υγιή ανταγωνισμό. Η αμοιβή ενός ατόμου πρέπει να εξαρτάται από την επιτυχία του/της και από την παραγωγικότητα στην εργασία και όχι από αυτά που συμφωνούν οι κοινωνικοί εταίροι. Ως αποτέλεσμα αυτού, προς το παρόν χάνουν όλοι οι συμμετέχοντες στην εσωτερική αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού η ανταγωνιστικότητα της ΕΕ στις παγκόσμιες αγορές είναι ανεπαρκής. Δεν χρειάζεται να τροποποιήσουμε την Οδηγία αναφορικά με την απόσπαση εργαζομένων, προκειμένου να την εφαρμόσουμε στα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας μερικών κρατών μελών. Κύριο καθήκον της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι να διασφαλίσει ότι οι επιχειρήσεις από τα παλαιά και τα νέα κράτη μέλη έχουν ίσα δικαιώματα λειτουργίας στην εσωτερική αγορά στον τομέα των υπηρεσιών. Εάν δεν συμφωνούμε με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, αλλάζουμε τη νομοθεσία. Δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό το πράγμα καθιστά την Ευρωπαϊκή Ένωση πιο κατανοητή στους πολίτες της.
Gabriele Zimmer (GUE/NGL). – (DE) Κυρία Πρόεδρε, θέλω να ξεκινήσω εκφράζοντας την αντίθεσή μου για κάτι που ακούσαμε πριν από λίγα λεπτά, δηλαδή ότι η αγορά εργασίας μας κατακλύσθηκε από ξένους εργαζόμενους.
Δεύτερον, θα ήθελα να δω μια πιο σαφή, πιο ξεκάθαρη έκθεση από την Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων και Απασχόλησης. Η εμπιστοσύνη στην κοινωνική συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν τα θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα ορίζονται ως πρωτογενές Ευρωπαϊκό δίκαιο. Πρέπει να στείλουμε στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στα κράτη μέλη και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ένα πιο ηχηρό μήνυμα και να μην είμαστε ικανοποιημένοι μόνο με το αίτημα της ισορροπίας μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της ελεύθερης κυκλοφορίας στην εσωτερική αγορά. Αυτό δεν θα επιφέρει την αλλαγή. Όπως οι ελευθερίες, τα θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα είναι ανθρώπινα δικαιώματα και δεν πρέπει να περιορίζονται ως αποτέλεσμα της ελεύθερης κυκλοφορίας στην εσωτερική αγορά.
Σε αυτό το σημείο, οι σημαντικές επισημάνσεις είναι ότι πρέπει να προασπίσουμε και να βελτιώσουμε το Ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο και ότι πρέπει να προτείνουμε μια ρήτρα κοινωνικής προόδου ως δεσμευτικό πρωτόκολλο στις υφιστάμενες Συνθήκες της ΕΕ. Πρέπει να τροποποιηθεί η Οδηγία αναφορικά με την απόσπαση εργαζομένων, έτσι ώστε να αποτρέπει τις προϋποθέσεις σχετικά με τις αμοιβές και τα ελάχιστα πρότυπα που περιορίζονται στις ελάχιστες προϋποθέσεις.
Hélène Goudin (IND/DEM). - (SV) Κυρία Πρόεδρε, ένα από τα πιο σημαντικά συμπεράσματα του κ. Andersson είναι ότι η αγορά εργασίας πρέπει να προστατεύεται, τροποποιώντας την Οδηγία αναφορικά με την Απόσπαση Εργαζομένων. Σε ότι αφορά τη Σουηδία, η καλύτερη λύση γι’αυτή θα ήταν μάλλον να οριστεί με σαφήνεια στη Συνθήκη της ΕΕ ότι θέματα που έχουν σχέση με την αγορά εργασίας πρέπει να αποφασίζονται σε εθνικό επίπεδο. Εάν έχουμε μάθει κάτι από την απόφαση Laval, αυτό πρέπει να είναι ότι η αγπορά εργασίας μας δεν πρέπει να ελέγχεται από την παρεμβατική νομοθεσία της ΕΕ.
Ο κατάλογος του Ιουνίου προασπίζει την εξαίρεση της Σουηδίας από το εργατικό δίκαιο της ΕΕ. Θα ήταν ενδιαφέρον να μάθουμε τι πιστεύει ο κ. Andersson γι’ αυτή την πρόταση. Η νομοθεσία της ΕΕ είναι πάντοτε ο μελλοντικός τρόπος αντιμετώπισης; Η απόφαση Laval είναι το αποτέλεσμα των Σοσιαλδημοκρατών της ΕΕ και των κεντροδεξιών πολιτικών που δήλωσαν «ναι» στις τροποποιήσεις της Συνθήκης της ΕΕ, παρέχοντας με αυτόν τον τρόπο ακόμη περισσότερες εξουσίες στην ΕΕ και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για την πολιτική της αγοράς εργασίας.. Ασφαλώς θα καταψηφίσουμε την υποτέλεια του κ. Andersson στη Συνθήκη της Λισαβόνας.
Philip Bushill-Matthews (PPE-DE). - Κυρία Πρόεδρε, η Ομάδα PPE-Deδεν υποστήριξε την έκθεση του κ. Jan Andersson όπως συντάχθηκε αρχικά. Ωστόσο, ως αποτέλεσμα της άρτιας εργασίας που πραγματοποίησε ο σκιώδης εισηγητής μας, σε συνεργασία με άλλους σκιώδεις εισηγητές, να συντάξει ξανά το μεγαλύτερο μέρος της έκθεσης, την υποστηρίξαμε με ευκολία στην επιτροπή. Πράγματι, η ομάδα μας θα προτείνει επίσης να την υποστηρίξουμε σήμερα στην παρούσα μορφή της. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες τροποποιήσεις που επιθυμούμε ιδιαίτερα να διαπιστώσουμε ότι υποστηρίζονται. Ευτυχώς, θα το λάβει υπόψη του από την πλευρά του.
Θα ασχοληθώ με ένα πολύ σημαντικό θέμα. Ο κ. Stephen Hughes αναφέρθηκε στο γεγονός – το οποίο είμαι βέβαιος ότι ισχύει – ότι υπάρχει εκτεταμένη ανησυχία μεταξύ των συνδικάτων σχετικά με τους πιθανούς περιορισμούς για το διακίωμα της απεργίας. Δεν διαφωνώ με αυτό, αλλά ελπίζω ότι θα συμφωνήσει μαζί μου όταν δηλώνω ότι υπάρχει εκτεταμένη ανησυχία μεταξύ των εργαζομένων σχετικά με τους πιθανούς περιορισμούς στο δικαίωμα της εργασίας. Δεν άκουσα αρκετά – είτε σε αυτή τη συζήτηση είτε στην επιτροπή – σχετικά με αυτό το σημαντικό δικαίωμα. Βέβαια, το δικαίωμα της απεργίας είναι ένα θεμελιώδες δικαίωμα: αυτό δεν αμφισβητείται. Ωστόσο, το δικαίωμα στην εργασία – η ελευθερία στην εργασία – αποτελεί επίσης ένα πολύ σημαντικό δικαίωμα κι αυτό είναι κάτι που, από αυτή την πλευρά του Σώματος, θέλουμε να επισημανθεί ιδιαίτερα.
Proinsias De Rossa (PSE). - Κυρία Πρόεδρε, η εσωτερική αγορά δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Είναι ένα μέσο για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας για όλους και ως εκ τούτου οι ατέλειες στην Οδηγία αναφορικά με την απόσπαση εργαζομένων, η οποία μπορεί να χρησιμοποιείται για να διευκολύνει τον άνισο αγώνα, πρέπει να αφαιρεθούν επειγόντως.
Η Σοσιαλιστική Ομάδα κατόρθωσε να αποκτήσει τη συντριπτική πλειοψηφία των μελών της Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων και Απασχόλησης στην υποστήριξη αυτών των μεταρρυθμίσεων. Οι μόνες ομάδες που δεν συμμετέχουν σε αυτή τη συναίνεση είναι η άκρα δεξιά και η άκρα αριστερά και προτιμούν να ασκήσουν κομματική πολιτική, παρά να προσπαθήσουν να βρουν μια πολιτική λύση στα προβλήματα.
Εμείς σε αυτό το Κοινοβούλιο πρέπει να υποβάλλουμε ένα σαφές αίτημα στην Επιτροπή και στις κυβερνήσεις των κρατών μελών, ότι οι αξιοπρεπείς αμοιβές και οι συνθήκες εργασίας δεν πρέπει να θυσιάζονται στο βωμό της ενιαίας αγοράς Η Ευρώπη μπορεί να καταστεί επιτυχώς ανταγωνιστική μόνο εάν βασίζεται σε υπηρεσίες και αγαθά υψηλού επιπέδου και όχι εάν βασίζεται σε ευτελή πρότυπα διαβίωσης.
Χαιρετίζω τις επισημάνσεις που έκανε σήμερα η Επιτροπή που τώρα είναι έτοιμη να επανεξετάσει την Οδηγία αναφορικά με την απόσπαση εργαζομένων, η οποία χρειάζεται μεταρρύθμιση, αλλά το ερώτημα κύριε Επίτροπε, είναι πότε; Πότε θα παρουσιάσετε μια πρωτοβουλία σε αυτό το Σώμα που να περιγράφει με σαφήνεια ποιες τροποποιήσεις προτείνετε στην Οδηγία αναφορικά με την απόσπαση εργαζομένων;
Σαφέστατα πρέπει να διαφυλάξουμε και να ενισχύσουμε την ίση μεταχείριση και τις ίσες αμοιβές για ίδια εργασία στον ίδιο χώρο εργασίας, όπως ήδη ορίζεται στο Άρθρο 39(12) της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ή η ελεύθερη εγκατάσταση, η εθνικότητα του εργοδότη, των υπαλλήλων ή των αποσπασμένων υπαλλήλων δεν μπορεί να χρησιμεύει ως δικαιολογία για ανισότητες σχετικά με τις συνθήκες εργασίας, τις αμοιβές ή την άσκηση των θεμελιωδών διακαιωμάτων, όπως το δικαίωμα των εργαζομένων να λαμβάνουν συλλογικά μέτρα.
Anne E. Jensen (ALDE). - (DA) Κυρία Πρόεδρε, αυτό που θέλω να επισημάνω ιδιαίτερα είναι να σταματήσουμε την επίθεση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και στην Οδηγία αναφορικά με την απόσπαση εργαζομένων. Τα κράτη μέλη πρέπει να καταβάλλουν μεγαλύτερη προσπάθεια. Μετά την απόφαση Laval, εμείς στη Δανία θέτουμε τώρα σε εφαρμογή μια αλλαγή του νόμου που συμφωνήθηκε και με τις δύο πλευρές της βιομηχανίας. Σε εννέα γραμμές του νομοθετικού κειμένου διασφαλίζεται ότι τα συνδικάτα μπορούν να έχουν συνδικαλιστική δράση ώστε να κατοχυρώνουν τις συνθήκες εργασίας που αποτελούν τον κανόνα στο συγκεκριμένο πεδίο. Προφανώς, οι Σουηδοί εξετάζουν επίσης πώς θα εφαρμόσουν στην πράξη την Οδηγία αναφορικά με την απόσπαση εργαζομένων. Δεν πρέπει να τροποποιήσουμε την οδηγία. Πρέπει να έχουμε καλύτερη πληροφόρηση, έτσι ώστε οι υπάλληλοι να γνωρίζουν τα δικαιώματά τους και οι εργοδότες τις υποχρεώσεις τους. Αυτό που χρειάζεται είναι καλύτερη εφαρμογή της οδηγίας στην πράξη.
Jan Tadeusz Masiel (UEN). – (PL) Κυρία Πρόεδρε, σε λίγους μήνες θα στραφούμε για άλλη μια φορά στους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα τους ζητήσουμε να εκλέξουν τους εκπροσώπους τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Για άλλη μια φορά, οι πολίτες δεν θα καταλάβουν για ποιο λόγο καλούνται να το πράξουν ή ποιο σκοπό εξυπηρετεί αυτό το Κοινοβούλιο. Κατά συνέπεια, για άλλη μια φορά, η προσέλευση στις εκλογές θα είναι μικρή.
Η σημερινή συζήτηση σχετικά με την Οδηγία αναφορικά με την απόσπαση εργαζομένων και την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αποδεικνύει ότι ένας από τους σκοπούς που εξυπηρετεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι η προστασία των πολιτών κατά ορισμένων πολιτικών που προασπίζονται οι κυβερνήσεις τους. Αυτές οι πολιτικές μπορεί να χαρακτηρίζονται από έλλειψη διορατικότητας και από προκατάληψη. Σε αυτή την περίπτωση είναι επίσης αδικαιολόγητα φιλελεύθερες. Επί του παρόντος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δίνουν προτεραιότητα στην προάσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων σε σχέση με την προάσπιση της ελευθερίας της επιχειρηματικότητας. Είναι αδύνατο να αντιταχθούμε στην αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όλοι πρέπει να πληρώνουμε τις ίδιες τιμές στα καταστήματα και ζητούμε ίση αμοιβή για ίδια εργασία σε όλη την Ένωση.
Thomas Mann (PPE-DE). – (DE) Κυρία Πρόεδρε, ένα από τα επιτεύγματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που τράβηξε περισσότερο την προσοχή είναι η τροποποίηση της «Οδηγίας Bolkestein», αντικαθιστώντας την αρχή της χώρας προέλευσης με την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Οι υπάλληλοι χρειάζονται δίκαιες συνθήκες εργασίας και οι εταιρείες, ειδικά οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, χρειάζονται προστασία από τον ανταγωνισμό της μείωσης των τιμών που απειλεί την επιβίωσή τους. Ας φροντίσουμε να εξασφαλιστεί το αποτέλεσμα μακροπρόθεσμα.
Όπως αποκαλύφθηκε σε αυτή τη συζήτηση μόλις τώρα, οι πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις στις υποθέσεις Viking, Laval και Rüffert δημιουργούν αμφιβολίες σχετικά με αυτό το θέμα. Είναι αλήθεια ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θεωρεί ότι η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών είναι πιο σημαντική από την προστασία των εργαζομένων; Θεωρεί ότι το δικαίωμα της απεργίας υπόκειται στο δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας; Ενώ είναι αποδεκτό να αμφισβητούνται οι μεμονωμένες αποφάσεις, είναι εξίσου αποδεκτό να αμφισβητείται η ανεξαρτησία ή η νομιμότητα του θεσμικού οργάνου.
Η παροχή δευκρινίσεων δεν απαιτεί την τροποποίηση της Οδηγίας αναφορικά με την απόσπαση εργαζομένων, αλλά μάλλον τη συνεπή εφαρμογή της στα κράτη μέλη. Αυτή είναι η αναγκαία ισορροπία μεταξύ της διασφάλισης της ελεύθερης κυκλοφορίας και της προστασίας των εργαζομένων. Η αρχή της «ίσης αμοιβής για ίδια εργασία στον ίδιο χώρο» δεν πρέπει να χάσει τη σπουδαιότητά της.
Οι συνθήκες εργασίας που υπερβαίνουν το ελάχιστο επίπεδο δεν παρεμποδίζουν τον ανταγωνισμό και η συλλογική διαπραγμάτευση δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να περιορισθεί. Πρέπει να πούμε ένα ξεκάθαρο «όχι» σε κάθε είδος κοινωνικού ντάμπινγκ και ένα ξεκάθαρο «όχι» σε προσπάθειες δημιουργίας «εικονικών εταιρειών» με σκοπό να αποφεύγονται τα ελάχιστα πρότυπα για αμοιβές και για συνθήκες εργασίας. Οι κοινωνικές αρχές δεν πρέπει να εξαρτώνται από τις οικονομικές ελευθερίες.
Μόνον όταν υπάρχουν ίσοι κανόνες στην Ευρωπαϊκή Ένωση μπορούμε να έχουμε την υποστήριξη που χρειάζεται επειγόντως από εταιρείες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις της ιδέας της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς.
Zuzana Roithová (PPE-DE). – (CS) Κυρία Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, ένα από τα προσφιλή χαρακτηριστικά αυτού του κοινοβουλίου είναι η επιτυχία του στην επίτευξη συνεπών απόψεων. Δεν συμφωνώ με την υπονόμευση της Οδηγίας αναφορικά με την απόσπαση εργαζομένων. Αντίθετα, αυτό που απαιτείται είναι η πλήρης εναρμόνιση με αυτή. Οι αποφάσεις από το Δικαστήριο παρέχουν σαφή κατεύθυνση. Η έκθεση σχετικά με τις συλλογικές συμβάσεις επιδρά σε αυτές τις αποφάσεις, καθώς και στο συμβιβασμό που επιτεύχθηκε στη συζήτηση σχετικά με την Οδηγία για τις υπηρεσίες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Δεν μπορώ να το υποστηρίξω αυτό. Το ντάμπινγκ λειτουργεί με τις παράνομες πρακτικές απασχόλησης και την καταστρατήγηση της οδηγίας. Κατά συνέπεια, ζητώ, κυρίες και κύριοι, να στηρίξετε τις τροποποιητικές προτάσεις, οι οποίες παραπέμπουν στην τρέχουσα νομοθεσία. Οι επιχειρηματίες έχουν το δικαίωμα να παρέχουν διασυνοριακές υπηρεσίες σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της παρούσας οδηγίας και συμφωνώ ότι πρέπει να διασφαλίσουμε ότι τα άτομα, δηλαδή οι υπάλληλοι, γενικά το γνωρίζουν αυτό.
Csaba Sándor Tabajdi (PSE). - (HU) Ο μπαμπούλας του Πολωνού υδραυλικού τώρα έχει αντικατασταθεί από την απειλητική σκιά του Λεττονού οικοδόμου. Η άκαιρη συζήτηση που διεξάγουμε ξανά προκάλεσε πολλά δεινά σε όλη την ΕΕ. Ορισμένα άτομα προειδοποιούν για τον κίνδυνο σχετικά με το κοινωνικό ντάμπινγκ, μια απεριόριστη εισβολή εργαζομένων από τα νέα κράτη μέλη. Αυτό πραγματικά δεν ισχύει. Ας είμαστε ρεαλιστές. Ας μην απειλούμε τους ψηφοφόρους με τέτοιες συζητήσεις. Τα δώδεκα νέα κράτη μέλη δεν έχουν σχεδόν κανένα συγκριτιό πλεονέκτημα. Ένα από αυτά τα πλεονεκτήματα, η σχετικά φθηνότερη εργασία, θα διαρκέσει μόνο λίγα χρόνια. Ευτυχώς, οι μισθοί αυξάνονται επίσης στις χώρες μας. Απευθύνω έκκληση σε εσάς, όταν αναφέρεστε στην ίση μεταχείριση – αυτή είναι μια άλλη πλευρά αυτού του θέματος – να αναφέρεστε στην ίση μεταχείριση με τους ίδιους όρους για τα νέα και τα παλαιά μέλη. Εάν περιορίσουμε τον πιθανό εγγενή ανταγωνισμό στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, εάν περιορίσουμε την ελευθερία του επιχειρείν, αυτό θα βλάψει όλη την ΕΕ. Ωστόσο, η κοινωνική πλεευρά είναι εξαιρετικά σημαντική και για εμένα. Σας ευχαριστώ.
Marian Harkin (ALDE). - Κυρία Πρόεδρε, στην πρόσφατη συζήτηση σχετικά με τη Συνθήκη της Λισαβόνας στην Ιρλανδία, τα θέματα που προέκυψαν από τις υποθέσεις Laval και Viking ήταν το επίκεντρο σε πολλές από τις συζητήσεις και οδήγησαν σε πραγματική αβεβαιότητα και ανησυχία. Σήμερα το πρωί, άκουσα πολλούς από τους συναδέλφους μου εδώ να αναπαράγουν αυτά τα συναισθήματα και γι’ αυτόν το λόγο είμαι ευχαριστημένη με τις προσπάθειες που καταβάλλει εδώ το Κοινοβούλιο σήμερα το πρωί.
Επίσης, με καθησυχάζουν τα λόγια του Επιτρόπου, όταν δηλώνει ότι η Επιτροπή συμφωνεί με το Κοινοβούλιο ότι η Οδηγία αναφορικά με την απόσπαση εργαζομένων πρέπει να βελτιωθεί και να μεταφερθεί σωστά.
Η άποψη του Κοινοβουλίου είναι εντελώς ξεκάθαρη. Στην παράγραφο 33 επαναβεβαιώνει ότι τα θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα δεν εξαρτώνται από τα οικονομικά δικαιώματα σε μια ιεραρχία θεμελιωδών ελευθεριών και παρακάτω στην έκθεση τονίζει ιδιαίτερα ότι η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών δεν αντικρούει και δεν είναι με κανένα τρόπο ανώτερη από το θεμελιώδες δικαίωμα της απεργίας. Αυτές οι δηλώσεις είναι τελείως ξεκάθαρες και υποδεικνύουν τη θέση του Κοινοβουλίου και τώρα βασιζόμαστε στην Επιτροπή για να πάρει τη σκυτάλη.
Ξεκίνησα με τη Συνθήκη της Λισαβόνας και θα ολοκληρώσω με αυτή: η επικύρωση του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και η συμπερίληψη της κοινωνικής ρήτρας στη Συνθήκη της Λισαβόνας θα είχε βελτιώσει το καθεστώς των εργαζομένων σε όλη την ΕΕ.
Bairbre de Brún (GUE/NGL). - (GA) Κυρία Πρόεδρε, τα συνδικάτα χάνουν τα δικαιώματά τους να διαπραγματεύονται καλύτερες αμοιβές και συνθήκες για τα μέλη τους. Οι κυβερνήσεις συναντούν εμπόδια στη θεσμοθέτηση για τη βελτίωση της διαβίωσης των εργαζομένων.
Σήμερα συμφωνώ με τους συναδέλφους μου εδώ ότι μια δεσμευτική ρήτρα κοινωνικκής προόδου που να περιέχεται στις Συνθήκες ΕΕ είναι η ελάχιστη προϋπόθεση που χρειάζεται για να διασφαλίσουμε ότι αυτό δεν συμβαίνει.
Ωστόσο, η έκθεση του κ. Andersson δεν εξετάζει την ουσία του θέματος. Μπορεί να ενισχυθεί με ορισμένες τροποποιήσεις. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο λαμβάνει αποφάσεις σύμφωνα με τις Συνθήκες. Εφοσον οι Συνθήκες επιτρέπουν την επιβολή περιορισμών στα δικαιώματα των εργαζομένων και τη μείωση των αμοιβών και των συνθηκών εργασίας, το Δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει διαφορετική απόφαση.
Luca Romagnoli (NI). – (IT) Κυρία Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, χαιρετίζω την έκθεση Andersson, διότι επικεντρώνεται σε αρχές με τις οποίες πρέπει να διέπεται η εσωτερική αγορά, αναφορικά με την ισορροπία μεταξύ της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών και των αναφαίρετων δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Εάν στην πράξη τα θέματα θα αντιμετωπισθούν σε εθνικό επίπεδο, εδώ όμως πρέπει να παρέμβουμε ώστε να καταπολεμήσουμε τις αρνητικές κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων. Συνεπώς, πρέπει να αναθεωρήσουμε την Οδηγία αναφορικά με την απόσπαση εργαζομένων, να συνοψίσουμε τις κοινωνικές ρήτρες της Οδηγίας Monti και της Οδηγίας για τις υπηρεσίες και να εγκρίνουμε την Οδηγία για τους εκτάκτους εργαζόμενους, για τους οποίους πρέπει να ισχύουν οι ίδιοι κανόνες με τους μόνιμους εργαζόμενους.
Τέλος, υποστηρίζω την επείγουσα ανάγκη να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για την καταπολέμηση των «εικονικών εταιρειών» που ιδρύονται για να παράσχουν υπηρεσίες εκτός του κράτους εγκατάστασής τους, καταστρατηγώντας τους ισχύοντες κανόνες σχετικά με τις αμοιβές και τις συνθήκες εργασίας στο κράτος όπου διεξάγουν επιχειρηματική δραστηριότητα. Εν κατακλείδει, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τάσσομαι υπέρ της έκθεσης.
Mairead McGuinness (PPE-DE). - Κυρία Πρόεδρε, όπως δήλωσαν άλλοι συνάδελφοι, η απόφαση Laval και οι άλλες αποφάσεις πράγματι επέφεραν κάποια διαφωνία κατά τη συζήτηση της Συνθήκης της Λισαβόνας στην Ιρλανδία και χρησιμοποιήθηκαν και έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης από αυτή την άποψη.
Αυτή η έκθεση αφορά κυρίως στις αρχές της εσωτερικής αγοράς, αλλά ζητά ίση μεταχείριση και ίση αμοιβή για ίδια εργασία και αυτό πρέπει να είναι η αρχή που μας οδηγεί εδώ σήμερα. Το κοινωνικό ντάμπινγκ είναι κάτι που προκαλεί τεράστιο ενδιαφέρον, αλλά μπορώ απλά να αναφέρω ότι θα επικρατεί μια παράξενη και μοναδική κατάσταση στην Ευρώπη, όπου χώρες όπως η Ιρλανδία που είχαν εισροή εργαζομένων, μπορεί παρόλα αυτά να διαπιστώσουν ότι αυτή κατάσταση αλλάζει; Είναι προς το γενικό συμφέρον μας ότι οι εργαζόμενοί μας, όπου κι αν βρίσκονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουν δίκαια και ίσα δικαιώματα.
Μπορώ επίσης να επισημάνω ότι η Ευρώπη έχει ένα πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα με το οποίο έρχεται αντιμέτωπη: η μετακίνηση ολόκληρων επιχειρήσεων και εταιρειών εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες προφανώς παίρνουν τους τομείς της απασχόλησης και τα οικονομικά των επιχειρήσεών τους εκτός των συνόρων μας, ενώ εμείς απλά εισάγουμε τα αποτελέσματα; Αυτό είναι ένα θέμα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε.
Κώστας Μποτόπουλος (PSE). - Κυρία Πρόεδρε, θεωρώ την έκθεση Andersson μια κίνηση γενναιότητας από πλευράς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γιατί αυτό που διακυβεύεται είναι μια ισορροπία ανάμεσα σε νομικές αρχές και πολιτικές αντιλήψεις, που αγγίζει όμως άμεσα τη ζωή, όχι μόνο των εργαζομένων αλλά όλων των πολιτών.
Δεν είναι τυχαίο το ότι οι υποθέσεις για τις οποίες συζητούμε αποκρυστάλλωσαν τις αντιρρήσεις τόσο του νομικού κόσμου – είμαι νομικός και το ξέρω – όσο και όλων των πολιτών της Ένωσης που θεωρούν ότι η Ένωση δεν τους καταλαβαίνει. Και αποτέλεσαν – ειπώθηκε – έναν από τους σημαντικούς λόγους που ο λαός της Ιρλανδίας είπε «όχι» στη Συνθήκη της Λισσαβώνας.
Και όμως, είναι παράδοξο αλλά είναι αλήθεια: ακριβώς η Συνθήκη της Λισσαβώνας θα ήταν πιθανότατα μία λύση στην περίπτωση αυτή γιατί θα φώτιζε με διαφορετικό τρόπο την ερμηνεία των αντίστοιχων διατάξεων. Η κοινωνική ρήτρα αλλά και οι ειδικές ρήτρες στη Χάρτα των θεμελιωδών δικαιωμάτων θα οδηγούσαν πιθανότατα το Δικαστήριο να προβεί σε διαφορετική ανάλυση.
Søren Bo Søndergaard (GUE/NGL). - (DA) Κυρία Πρόεδρε, ο Δανός συνάδελφος από την ομάδα της Συμμαχίας Φιλελευθέρων και Δημοκρατών για την Ευρώπη δήλωσε νωρίτερα ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίσαμε μετά την απόφαση Waxholm είχε επιλυθεί στη Δανία. Πρέπει να δηλώσω ότι αυτό είναι κάτι που δεν ισχύει. Οι άνθρωποι μπορεί να θεωρούν ότι έχουμε επιλύσει το πρόβλημα, αλλά κάθε λύση οφείλεται πράγματι σε μια απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Βέβαια, αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα: το γεγονός ότι το θέμα κατά πόσο τα άτομα έχουν το δικαίωμα να απεργούν σε διάφορα κράτη μέλη τώρα αποφασίζεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Γι’ αυτόν το λόγο έπρεπε να έχουμε αναθεωρήσει τη συνθήκη: να ορίζεται ειδικά ότι μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων δεν μπόρεί να είναι σωστή. Δυστυχώς, η έκθεση του κ. Andersson δεν το ορίζει αυτό. Περιέχει ορισμένες επιοκοδομητικές παραγράφους, αλλά δεν αναφέρει τίποτα σχετικά με αυτό το συγκεκριμένο θέμα. Επίσης, αυτό που δεν υπάρχει στην έκθεση είναι μια σαφής απαίτηση ότι η Οδηγία αναφορικά με την απόσπαση εργαζομένων πρέπει να αλλάξει και ως εκ τούτου σας προτρέπω να υπερψηφίσετε αυτές τις τροπολογίες που διασαφηνίζουν αυτά τα θέματα, έτσι ώστε να μπορούμε να επιτύχουμε την άσκηση μιας ξεκάθαρης πολιτικής από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Elmar Brok (PPE-DE). – (DE) Κυρία Πρόεδρε, κύριε Επίτροπε, κυρίες και κύριοι, επιτρέψτε μου να αναφέρω μερικά ακόμη πράγματα σχετικά με το θέμα.
Η ελεύθερη κυκλοφορία είναι ένα από τα σημαντικά επιτεύγματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, πρέπει επίσης να ξεκαθαρίσουμε – και ορισμένες χώρες με πρότυπα χαμηλότερου επιπέδου σύντομα θα το κατανοήσουν, καθώς τα πρότυπά τους θα γίνονται υψηλότερα – ότι η ελεύθερη κυκλοφορία δεν πρέπει να να έχει ως αποτέλεσμα κάποιο είδος ανταγωνισμού που καθίσταται ο κανόνας που συνεπάγεται την κατάργηση των κοινωνικών προτύπων που έχουν αναπτυχθεί. Η Ευρώπη δεν πρέπει να υποστηρίζει την κατάργηση των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων για τα οποία αγωνιζόμαστε εδώ και πολύ καιρό. Γι’ αυτόν το λόγο, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι αυτή δεν ήταν ποτέ η πολιτική μας και ότι είναι μια πολιτική που δεν πρέπει να εφαρμοστεί ποτέ.
Εάν πραγματοποιείται μια εργασία σε μια χώρα, η ίδια αμοιβή πρέπει να λαμβάνεται για την ίδια εργασία. Δεν πρέπει να υπάρχει μια ταξική κοινωνία, με τους ξένους εργαζόμενους να εργάζονται για λιγότερα χρήματα. Αυτό είναι άδικο και για τις δύο πλευρές και γι’ αυτό πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε.
Yannick Vaugrenard (PSE). – (FR) Κυρία Πρόεδρε, θέλω να ξεκινήσω επιδοκιμάζοντας το έργο του συναδέλφου μας, του κ. Andersson. Ωστόσο, τι ακριβώς θέλει η Ευρωπαϊκή Ένωση; Μια ενιαία αγορά στην οποία επικρατεί ανεξέλεγτος ανταγωνισμός που εξαλείφει τα συλλογικά δικαιώματα στο σύνολό τους ή μια θεσμοθετημένη ενιαία αγορά που δίνει τη δυνατότητα στους πολίτες να διεξάγουν αξιοπρεπή εργασία σε όλη την Ευρώπη;
Τα μηνύματα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, πολλές φορές τα μηνύματα από την Επιτροπή και μερικές φορές τα μηνύματα από την Προεδρία του Συμβουλίου δεν είναι ούτε ξεκάθαρα ούτε πάντοτε συναφή. Μία κοινωνία αξίζει μόνο και επιβιώνει μόνο με τη σύμβαση που παρέχει στον εαυτό της. Η κατάργηση των ρυθμίσεων, η προσέγγιση «καθένας για τον εαυτό του» οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη κατάργηση των ρυθμίσεων και τελικά στην έκρηξη του συστήματος.
Δεν είναι αυτό που θέλουμε. Ναι, πράγματι θέλουμε μια εσωτερική αγορά, αλλά μια αγορά που χρησιμεύει στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας των συμπολιτών μας. Η Συνθήκη της Λισαβόνας καθορίζει πολλές αρχές, συμπεριλαμβάνοντας το δικαίωμα της διαπραγμάτευσης των συλλογικών συμβάσεων. Ας διασφαλίσουμε ότι αυτή η αρχή τηρείται από την Ευρωπαϊκή ¨Ενωση και από όλα τα κράτη μέλη.
Ilda Figueiredo (GUE/NGL). – (PT) Κυρία Πρόεδρε, δεν αρκεί να επικρίνουμε τις απαράδεκτες θέσεις που έγιναν δεκτές στις αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες αποτελούν μια σοβαρή προσβολή των πιο θεμελιωδών δικαιωμάτων των εργαζομένων. Πρέπει να προχωρήσουμε ακόμη περισσότερο και να τροποποιήσουμε πλήρως τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες, ώστε να αποτρέψουμε την επανεμφάνιση τέτοιων καταστάσεων.
Οι απορρίψεις στα δημοψηφίσματα του επονομαζόμενου Ευρωπαϊκού Συντάγματος και το σχέδιο της Συνθήκης της Λισαβόνας αποτελούν σαφή απόδειξη της λαϊκής δυσαρέσκειας με αυτή την Ευρωπαϊκή Ένωση που υποτιμά τους εργαζόμενους και δεν σέβεται την αξιοπρέπειά τους. Λυπάμαι για το γεγονός ότι αυτή έκθεση δεν καταλήγει στα ίδια συμπεράσματα, παρότι επικρίνει πράγματι τις θέσεις που έγιναν αποδεκτές στις αποφάσεις του Δικαστηρίου, υπερασπίζοντας τα δικαιώματα των εργαζομένων. Ωστόσο, αυτό δεν αρκεί.
Vladimír Špidla, Μέλος της Επιτροπής. – (CS) Κυρίες και κύριοι, θέλω να ευχαριστήσω τον εισηγητή, καθώς κι εσάς, για τη συζήτηση που τώρα άρχισε, καθώς είναι μια συζήτηση σχετικά με κάποιο εξαιρετικά ευαίσθητο και σημαντικό θέμα. Θεωρώ ότι με τη συζήτηση κατατέθηκαν πολλές απόψεις που μπορεί να προκαλούν τη διεξαγωγή έντονης συζήτησης, καθώς και πολλές αντικρουόμενες απόψεις. Εκτός των άλλων, αυτό τονίζει τη σημασία και την ενδιαφέρουσα φύση αυτής της συζήτησης. Θέλω να επισημάνω ιδιαίτερα μερικές βασικές απόψεις. Κατ’ αρχήν, οι αποφάσεις από το δικαστήριο στο Λουξεμβούργο δεν αποδυνάμωσαν ή έθιξαν τα θεμελιώδη δικαιώματα. Απλά αυτό δεν ισχύει. Θέλω επίσης να δηλώσω ότι το δικαστήριο στο Λουξεμβούργο, εκτός όλων των άλλων, ήταν το πρώτο που δήλωσε μέσω της νομολογίας του ότι το δικαίωμα της απεργίας ήταν ένα θεμελιώδες δικαίωμα. Αυτό δεν είχε διατυπωθεί ποτέ στο παρελθόν στη νομολογία ή στο νομικό μας σύστημα.
Θέλω επίσης να απαντήσω στην άποψη που εκφράζεται συχνά στη συζήτηση ότι το θέμα των αποσπασμένων εργαζομένων είναι ένα θέμα που διχάζει τα παλαιά κράτη μέλη από τα νέα. Μπορώ να αναφέρω ότι η χώρα η οποία μεταθέτει τον υψηλότερο αριθμό εργαζομένων είναι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Η χώρα που μεταθέτει τον δεύτερο σε σειρά υψηλότερο αριθμό εργαζομένων είναι η Πολωνία, η τρίτη χώρα είναι το Βέλγιο και η τέταρτη η Πορτογαλία. Η άποψη ότι η απόσπαση αφορά σε μια μετακίνηση από την Ανατολή στη Δύση, από τα νέα στα παλαιά κράτη μέλη επίσης είναι εσφαλμένη. Εξίσου εσφαλμένη είναι η άποψη ότι η απόσπαση εργαζομένων ανεπιφύλακτα έχει σχέση με το κοινωνικό ντάμπινγκ. Θέλω να δηλώσω ότι βασική πολιτική της Επιτροπής είναι να απορρίπτει και να αντιτίθεται ενεργά σε κάθε μορφή ντάμπινγκ κι αυτό περιλαμβάνει το κοινωνικό ντάμπινγκ. Επίσης, πολιτική της Επιτροπής είναι να διαφυλάσσει τα κοινωνικά πρότυπα που έχουμε επιτύχει και όχι με τρόπο που να τα υπονομεύει, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.
Θέλω επίσης να δηλώσω ότι, στη συζήτηση η οποία ξεκίνησε στο χώρο παραγωγής, τα περισσότερα κράτη μέλη για τα οποία ίσχυαν οι δικαστικές αποφάσεις της υπόθεσης Laval, Rüffert, δεν είχαν την άποψη ότι πρέπει να τροποποιήσουμε την οδηγία. Η σαφής πλειοψηφία αυτών των κρατών το θεώρησε ως λύση στο πλαίσιο εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας και πολλά από αυτά έχουν ξεκινήσει αυτή τη διαδικασία. Θέλω να αναφέρω τη Δανία και το Λουξεμβούργο και θέλω επίσης να δηλώσω ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχω λάβει από τη Σουηδία, μια πολύ σημαντική απόφαση πρέπει να ληφθεί εκεί σε διάστημα δεκαπέντε ημερών, μια απόφαση που συζητήθηκε εκτενέστερα και λεπτομερώς από τους κοινωνικούς εταίρους και την κυβέρνηση.
Θέλω επίσης να δηλώσω, παρόλο που αυτό είναι λεπτομέρεια, ότι οι επονομαζόμενες διευθύνσεις ταχυδρομικών θυρίδων δεν αποτελούν εκδήλωση απόσπασης των εργαζομένων ή της ελεύθερης κυκλοφορίας. Μπορεί να συναντήσετε μερικές εκατοντάδες παραδείγματα από αυτές στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς των μεμονωμένων κρατών και κατά την άποψή μου αυτό αποτελεί ανοιχτό ερώτημα. Ένα ακόμη πολύ σημαντικό θέμα που θέλω να τονίσω είναι ότι οι αποφάσεις που εξέδωσε μέχρι τώρα το δικαστήριο στο Λουξεμβούργο αποτελούν απαντήσεις σε ένα προηγούμενο θέμα. Εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να εκδώσουν τελεσίδικες αποφάσεις, καθώς αυτό έγκειται στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων.
Κυρίες και κύριοι, θεωρώ ότι είναι απολύτως απαραίτητο να τονίσω ότι αυτό είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό θέμα. Η Επιτροπή το παρακολουθεί από τις απόψεις για τις οποίες συζητήσαμε και είναι έτοιμη να λάβει κάθε απαραίτητο μέτρο, προκειμένου να επιλύσει την κατάσταση και να βρει την αντίστοιχη συναίνεση, διότι, για να το επαναλάβω για μια ακόμη φορά, ακόμη και σε αυτή τη συζήτηση δεν διευκρινίστηκε πού βρίσκεται η διαχωριστική γραμμή. Πρέπει να γίνουν πολλά ακόμη, αλλά επιτρέψτε μου να δηλώσω και να τονίσω ιδιαίτερα ότι η σημασία των κοινωνικών εταίρων σε αυτόν τον τομέα είναι ιδιαίτερα σημαντική.
Jan Andersson, εισηγητής. – (SV) Κυρία Πρόεδρε, θέλω να κάνω μερικά σύντομα σχόλια:
Υπάρχει μια διαφορά μεταξύ των καθηκόντων του Δικαστηρίου και υμών ως νομοθέτες. Το Δικαστήριο δήλωσε την άποψή του. Ως νομοθέτες πρέπει να ενεργήσουμε τώρα, εάν διαπιστώσουμε ότι το Δικαστήριο δεν ερμήνευσε τη νομοθεσία όπως θα θέλαμε. Στην έκθεση, αναφέρουμε ότι εμείς και η Επιτροπή πρέπει να λάβουμε μέτρα. Δεν πρέπει να αποκλείουμε τις τροποποιήσεις της Οδηγίας αναφορικά με την απόσπαση εργαζομένων, η οποία είναι κάτι που επίσης επισημαίνουμε. Δεν υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ της ελεύθερης κυκλοφορίας και των χρηστών κοινωνικών συνθηκών. Ισχύει ακριβώς το αντίθετο.
Θα κάνω μια σύντομη ανανφορά σχετικά με τις τροπολογίες που προτείνει η Ομάδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (Χριστιανοδημοκράτες) και των Ευρωπαίων Δημοκρατών. Δυστυχώς, αυτές περιέχουν πολλές αντιφάσεις, ενώ επιδιώκουν το συμβιβασμό. Αφετέρου, επικρίνουν τις μονομερείς απόψεις του Συμβουλίου και από την άλλη αποδέχονται τις απόψεις. Υπάρχουν πολλές αντιφάσεις στις τροπολογίες τους. Δηλώνω «όχι» στις εξαιρέσεις για ορισμένες συγκεκριμένες χώρες, διότι αυτά είναι Ευρωπαϊκά προβλήματα που πρέπει να λύσουμε από κοινού. Οι διαφορετικές αγορές εργασίας πρέπει να λειτουργούν μαζί.
Λέμε «ναι» στη νέα Συνθήκη, καθώς τα προβλήματα με τις δικαστικές αποφάσεις εμφανίσθηκαν υπό την παλαιά Συνθήκη. Δεν λέω «όχι» στη θέσπιση μέτρων σε εθνικό επίπεδο. Τέτοιου είδους μέτρα είναι απαραίτητα στη Σουηδία και στη Γερμανία, για παράδειγμα, αλλά χρειαζόμαστε επίσης τη λήψη μέτρων σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.
Τέλος, θέλω να δηλώσω ότι τώρα επαφίεται στην Επιτροπή να λάβει μέτρα. Εάν η Επιτροπή δεν ακούσει το Κοινοβούλιο και ειδικά αυτό που αναφέρουν οι άνθρωποι στην Ιρλανδία, στη Γερμανία, στη Σουηδία και σε άλλα κράτη μέλη, το Ευρωπαϊκό σχέδιο θα αντιμετωπίσει πολλά δεινά. Αυτό είναι ένα από τα πιο σημαντικά θέματα για τους πολίτες της Ευρώπης. Η ελεύθερη κυκλοφορία – ναι, να υφίσται, αλλά υπό χρηστές κοινωνικές συνθήκες και χωρίς κοινωνικό ντάμπινγκ. Πρέπει να εργαστούμε για να το επιτύχουμε, κατά συνέπεια πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το Κοινοβούλιο.
(Χειροκροτήματα)
ΠΡΟΕΔΡΙΑ ΤΟΥ κ. PÖTTERING Προέδρου
Πρόεδρος. – Η συζήτηση έληξε.
Η ψηφοφορία θα διεξαχθεί την Τετάρτη, 21 Οκτωβρίου 2008.
Γραπτές δηλώσεις (άρθρο 142 του Κανονισμού)
Ole Christensen (PSE), γραπτώς. – (DA) Η κινητικότητα στην Ευρωπαϊκή αγορά εργασίας πρέπει να αυξηθεί. Κατά συνέπεια, πρέπει να επικεντρωθούμε περισσότερο στην ίση μεταχείριση και στη μη διάκριση.
Είναι σωστό ότι όποιος μετακινείται από τη μια χώρα στην άλλη για να εργαστεί πρέπει να εργάζεται σύμφωνα με τις συνθήκες που ισχύουν στη νέα χώρα του.
Οι χώρες πρέπει να εξετάζουν τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζουν την Οδηγία αναφορικά με την απόσπαση εργαζομένων, έτσι ώστε να είναι πιο σαφής.
Ωστόσο, απαιτούνται επίσης λύσεις σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.
- Το δικαίωμα της απεργίας δεν πρέπει να υπόκειται στους κανόνες που διέπουν την εσωτερική αγορά.
- Η Οδηγία αναφορικά με την απόσπαση εργαζομένων πρέπει να προσαρμόζεται με τις αρχικές προθέσεις που βρίσκονται πίσω από αυτή. Οι χώρες πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να δημιουργούν καλύτερες συνθήκες για τους αποσπασμένους εργαζόμενους σε σχέση με τις ελάχιστες προϋποθέσεις. Με αυτόν τον τρόπο, θα αυξήσουμε την κινητικότητα και την ίση μεταχείριση των υπαλλήλων, καθώς και τις συλλογικές συμβάσεις, συμπεριλαμβάνοντας το δικαίωμα συλλογικής συνδικαλιστικής δράσης.
Richard Corbett (PSE), γραπτώς. – Η έκθεση Andersson αποτελεί μια χρήσιμη συμβολή σε αυτή την αντιφατική και ιδιαίτερα σύνθετη συζήτηση από νομική άποψη. Ιδιαίτερα, η σύστασή της ότι οι χώρες της ΕΕ πρέπει να θέτουν σε εφαρμογή με σωστό τρόπο την Οδηγία αναφορικά με την απόσπαση εργαζομένων και το αίτημα ότι το σχέδιο των προτάσεων νόμου της Επιτροπής που ασχολείται με τα παραθυράκια του νόμου που προκύπτουν από τις δικαστικές αποφάσεις και αποτρέπουν κάθε μη συμβατή ερμηνεία του νόμου είναι ιδιαίτερα αποδεκτά. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι η Οδηγία αναφορικά με την απόσπαση εργαζομένων δεν επιτρέπει το κοινωνικό ντάμπινγκ και την υπονόμευση των συλλογικών συμβάσεων από εργαζόμενους από άλλες χώρες της ΕΕ που επιβουλεύονται τις αμοιβές και τις συνθήκες εργασίας στη χώρα υποδοχής.
Δεν πρέπει να κατηγορούμε το Δικαστήριο, το οποίο απλά διευκρινίζει αυτό που αναφέρει ο νόμος – παρόλα αυτά, το δικαστήριο εξέδωσε επίσης πολλές θετικές αποφάσεις από κοινωνικής πλευράς – αντίθετα, πρέπει να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στην επανόρθωση της υποκείμενης νομικής κατάστασης. Τον Απρίλιο αυτού του έτους, η ίδια η Επιτροπή δήλωσε ότι το θεμελιώδες δικαίωμα της απεργίας και της συμμετοχής σε συνδικάτο δεν υπερισχύει του δικαιώματος παροχής υπηρεσιών.
Είναι ζωτικής σημασίας ότι αυτή η έκθεση δεν σηματοδοτεί το τέλος της συζήτησης. Εάν κριθεί απαραίτητο, θα ασκήσουμε το δικαίωμα του βέτο στη νέα Επιτροπή, εάν δεν συμπεριλάβουν τις απαραίτητες προτάσεις νόμου στο πρώτο πρόγραμμα εργασίας τους.
Gabriela Creţu (PSE), γραπτώς. – (RO) Θέλω να κάνω μια διευκρίνιση. Οι εργαζόμενοι από τις ανατολικές περιοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν συμμετέχουν και δεν θέλουν το κοινωνικό ντάμπινγκ. Οι εργαζόμενοι δεν θέλουν να πωλούν τις υπηρεσίες τους φθηνά. Δυστυχώς, οι δαπάνες ανασυγκρότησης και ανασχεδιασμού του εργατικού δυναμικού είναι εφάμιλλοι σε ανατολή και δύση. Ορισμένες δαπάνες είναι ακόμη μεγαλύτερες στη Ρουμανία σε σχέση με άλλες περιοχές, αλλά οι λογαριασμοί πρέπει να εξοφλούναι και εκεί.
Η ευθύνη για τη δημιουργία της αβέβαιης κατάστασης στην αγορά εργασίας και για την επιδείνωση των συνθηκών εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν εξαρτάται από τους εργαζόμενους, αλλά από όσους ασκούν τη μέγιστη δυνατή πίεση, προκειμένου να καταργήσουν τις υφιστάμενες εγγυήσεις σύμφωνα με το εργατικό δίκαιο, έχοντας ένα και μοναδικό στόχο: να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη με κάθε τρόπο, μαζί με τη θυσία όλων των αξιών και των αρχών που θεωρούμε ως τα κοινά πλεονεκτήματα που αποκομίζουν οι κοινωνίες της Ευρώπης.
Σε αυτή την περίπτωση, έχουμε καθήκον να προστατεύσουμε το δικαίωμα των εργαζομένων από την Ανατολική Ευρώπη να απολαμβάνουν ένα θεμελιώδες δικαίωμα: ίση αμοιβή για ίδια εργασία. Οι σοσιαλιστές και τα συνδικάτα κυρίως πρέπει να αποφύγουν να δημιουργήσουν μια ψεύτικη, τεχνητή διαφωνία στο εσωτερικό της ομάδας εκείνων που μπορούν να επιτύχουν αυτά τα δικαιώματα, μόνο εάν διατηρήσουν την αλληλεγγύη. Δεν έχουν καμμία άλλη επιρροή εκτός από την αλληλεγγύη.
Marianne Mikko (PSE), γραπτώς. – (ET) Η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων αποτελεί μία από τις τέσσερεις ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς. Εάν θέλουμε η Ευρώπη να καταστεί ολοκληρωμένη πιο γρήγορα, είναι σημαντικό να καθησυχάσουμε τους φόβους των εργαζομένων της Δυτικής Ευρώπης για τους εργαζόμενους της Ανατολικής Ευρώπης, χωρίς ταυτόχρονα να κλείνουμε τις αγορές εργασίας. Δυστυχώς, η επιθυμία αρκετών συνδικαλιστικών οργανώσεων της Δυτικής Ευρώπης να κλείσουν τις αγορές για τα νέα κράτη μέλη ακόμη μια φορά δεν θα συμβάλλει στην ενοποίηση της Ευρώπης. Αυτή είναι μια οικονομικά ακατάλληλη διαδρομή που παραπληροφορεί τους εργαζόμενους, δημιουργγεί δυσπιστία και δεν είναι στο πνεύμα της διεθνούς αλληλεγγύης.
Η κυκλοφορία του εργατικού δυναμικού αποτελεί μια λύση με την οποία μπορούμε να ξεπεράσουμε τις ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό σε ορισμένες περιοχές. Υπάρχουν περιοχές όπου οι οδηγοι λεωφορείων έχουν μεγάλη ζήτηση και περιοχές όπου υπάρχει έλλειψη ειδικευμένων ιατρών. Μια κυκλοφορία τέτοιου είδους δεν πρέπει να σταματά.
Αφού η ίση μεταχείριση αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων πρέπει να πραγματοποιείται με ίσους όρους. Η διαδεδομένη αρχή ότι οι ξένοι εργαζόμενοι παίρνουν λιγότερα χρήματα από τους πολίτες της χώρας υποδοχής δεν συνάδει με αυτή την αρχή. Συμφωνώ με την αρχή που τονίζεται στην έκθεση – ίση μεταχείριση και ίση αμοιβή για ίδια εργασία.
Όταν αποστέλλονται εργαζόμενοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι απαραίτητο να διασφαλίζεται τουλάχιστον ο κατώτατος μισθός.
Οι μηχανισμοί για την προστασία των εργαζομένων διαφέρουν ιστορικά από το ένα μέρος της Ευρώπης στο άλλο. Ωστόσο, πρέπει να αλλάξουμε επίσης τις πρακτικές σε αυτόν τον τομέα. Εάν τώρα οι εργαζόμενοι υπερασπίζονται μόνο την εθνική τους ιδιαιτερότητα έχουν παραδοθεί άνευ όρων. Είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσουμε την αδυναμία της αλλαγής σε άτομα από τα νέα κράτη μέλη, λαμβάνοντας υπόψη ότι η Εσθονία, για παράδειγμα, ήταν σε θέση να εφαρμόσει πλήρως το κοινοτικό κεκτημένο σε διάστημα λιγότερο από έξι έτη. Η προστασία των εργαζομένων είναι ένας αρκετά υψηλός στόχος και πρέπει να καταβάλλουμε προσπάθειες προκειμένου να επιτύχουμε τη συναίνεση.
Siiri Oviir (ALDE), γραπτώς. – (ET) Η αυθόρμητη έκθεση υπό συζήτηση δεν τηρεί τις ισορροπίες και έχει γνώσεις προστατευτισμού. Κανεις δεν αμφισβητεί το δικαίωμα της απεργίας, αλλά αυτό δεν πρέπει να επιτρέπεται να επεκτείνεται τόσο ώστε να διακυβεύεται η ανταγωνιστικότητα των παροχέων υπηρεσιών.
Σήμερα συζητήσαμε συγκεκριμένες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ειδικότερα τις υποθέσεις Laval, Rüffert και Viking Line. Θέλω να εφιστήσω την προσοχή στο γεγονός ότι καμία από τις προαναφερθείσες αποφάσεις δεν περικλείει το περιεχόμενο οποιωνδήποτε συλλογικών συμβάσεων που μπορεί να υπογράφονται στα κράτη μέλη ή το δικαίωμα σύναψης συμβάσεων τέτοιου είδους. Το δικαίωμα λήψης συλλογικών μέτρων ανήκει στο πλαίσιο ρύθμισης της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και κατά συνέπεια πρέπει να αιτιολογείται με σημαντικό δημόσιο ενδιαφέρον και να είναι ανάλογο.