Presidente. − L'ordine del giorno reca la relazione di Katerina Batzeli, a nome della commissione per l'agricoltura e lo sviluppo rurale, sui prezzi dei prodotti alimentari in Europa [2008/2175(INI)] (A6-0094/2009).
Κατερίνα Μπατζελή, Εισηγήτρια. − Κύριε Πρόεδρε, κατ' αρχήν θα ήθελα να ευχαριστήσω τους σκιώδεις εισηγητές στην Επιτροπή Γεωργίας, αλλά και τις τέσσερις συναρμόδιες επιτροπές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τις οποίες συνεργαστήκαμε ουσιαστικά για την έκδοση αυτής της έκθεσης.
Κύριε Επίτροπε, θα ήθελα κατ' αρχάς να θέσω ένα πάρα πολύ απλό ερώτημα: οι καταναλωτές που πηγαίνουν στο σουπερμάρκετ για να αγοράσουν ένα γάλα ή ένα γιαούρτι, γιατί το αγοράζουν; Για το γάλα και το γιαούρτι ή για το μπουκάλι και τον κεσέ; Το ερώτημα αυτό σας το θέτω διότι στους καταναλωτές τα τελευταία χρόνια έχει περάσει έντεχνα η αντίληψη και η νοοτροπία ότι αγοράζουν ένα τρόφιμο στο οποίο μεγαλύτερη βαρύτητα έχει πλέον η βιομηχανία που το μεταποιεί, το εμπορεύεται, το διακινεί, παρά το ίδιο το γεωργικό προϊόν, η πρώτη ύλη. Πριν από περίπου 15 χρόνια το γεωργικό προϊόν συμμετείχε περίπου κατά 50% επί της τελικής αξίας του προϊόντος προς κατανάλωση, ενώ σήμερα δεν υπερβαίνει το 20%.
Οι αγρότες, οι γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι, είναι πλέον "ανώνυμες" προσωπικότητες για τους καταναλωτές. Η διαπραγματευτική τους δύναμη, όχι μόνο στο θέμα της διαμόρφωσης της τελικής τιμής αλλά και της διατήρησης των ποιοτικών και διατροφικών συστατικών στο τελικό προϊόν, υπολείπεται του ρόλου τον οποίον έπρεπε να είχαν.
Δεν επιδιώκουμε να δημιουργήσουμε διαχωριστικές γραμμές, να ταξινομήσουμε τους παραγωγικούς τομείς της αλυσίδας εφοδιασμού, τον αγροτικό, τον μεταποιητικό, τον εμπορικό, εκείνο της χονδρικής ή της λιανικής πώλησης σε "καλούς", "κακούς" και "άσχημους". Γιατί πιστεύω ότι δεν ζούμε σε μία κοινωνία και οικονομία με χαρακτηριστικά "Φαρ Ουέστ", αλλά σε μία οικονομία η οποία βασίζεται σε ρυθμίσεις της εσωτερικής αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μιας αγοράς που δίνει ευκαιρίες ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας όταν λειτουργεί με διαφανή τρόπο, αλλά που εκτοπίζει ή εξαφανίζει παραγωγικές και οικονομικές δραστηριότητες όταν σε αυτήν παρεισφρέουν αθέμιτες και αδιαφανείς λειτουργίες.
Εδώ λοιπόν, το ζήτημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε σήμερα αλλά και μελλοντικά έχει διττό χαρακτήρα:
- Πρώτον: της προσέγγισης των καταναλωτών και των παραγωγών μέσα από μία ποιοτική πολιτική στον τομέα των τροφίμων αλλά και ενίσχυσης και συνδιαμόρφωσης τρόπων για αμεσότερη προσβασιμότητα των καταναλωτών στις παραγωγικές αγροτικές περιοχές και φορείς.
- Δεύτερον: της διασφάλισης - και δεν εννοώ του καθορισμού- του εισοδήματος των παραγωγών και των καταναλωτών μέσω μιας διαφανούς πολιτικής τιμών που θα περιλαμβάνει υποχρεωτικές ρυθμίσεις ελέγχου και εποπτείας των ενδιάμεσων παραγωγικών τομέων στο σύνολο της αλυσίδας εφοδιασμού.
Και εδώ, προφανώς, εννοούμε ότι αυτοί είναι κυρίως οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, αλλά και οι μεγάλες επιχειρήσεις, μητρικές και θυγατρικές με έδρα την Ευρώπη, αλλά και οι εργαζόμενοι οι οποίοι πρέπει να λειτουργούν με όρους διαφάνειας της εσωτερικής αγοράς και όχι εκείνων των οικονομικών παραφυάδων όπως αυτών των καρτέλ και των ολιγοπωλίων.
Σήμερα λοιπόν όπου, μεταξύ των άλλων:
- οι πραγματικές τιμές παραγωγού παρουσιάζουν μία επικίνδυνη καθοδική πορεία,
- οι τιμές καταναλωτή φτάνουν στο πενταπλάσιο έως και δεκαπλάσιο των τιμών που λαμβάνει ο παραγωγός ενώ, παρά τη μείωση του πληθωρισμού, οι τιμές στον καταναλωτή παραμένουν πολύ υψηλές,
- ο βαθμός συγκέντρωσης του λιανικού εμπορίου αλλά και των άλλων μεταποιητικών επιχειρήσεων έχει τετραπλασιαστεί την τελευταία πενταετία και θα ενισχυθεί η συγκέντρωση λόγω της οικονομικής κρίσης και οικονομικής χρεοκοπίας των μικρομεσαίων και τοπικών επιχειρήσεων, μία κατάσταση που θα κάνει συνεχώς πιο δύσκολη τη διαπραγμάτευση μεταξύ παραγωγών, επιχειρήσεων και καταναλωτών,
- οι δυσλειτουργίες της αλυσίδας εφοδιασμού και των πρακτικών της εμφανώς απειλούν τους όρους υγιούς ανταγωνισμού,
κρίνεται απολύτως απαραίτητο να υπάρχει ένας ευρωπαϊκός συντονισμένος σχεδιασμός και ολοκληρωμένες παρεμβάσεις στο διατροφικό τομέα, από το επίπεδο του χωραφιού μέχρι το ράφι. Δεν θα ήταν υπερβολή εάν η επόμενη παρέμβαση της Επιτροπής μετά τη ρύθμιση και εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος θα ήταν αυτή του διατροφικού τομέα ο οποίος, άλλωστε, συνδέεται άμεσα και με τις κερδοσκοπικές κινήσεις του εν λόγω τομέα.
Οι πολίτες έχουν την εντύπωση ότι οι αλυσίδες εφοδιασμού, η μεταποίηση και το λιανικό εμπόριο είναι εκείνα που ρυθμίζουν το καλάθι της νοικοκυράς και όχι η εισοδηματική πολιτική του κράτους και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πιστεύω λοιπόν ότι, ψηφίζοντας την έκθεσή της Επιτροπής Γεωργίας, και αναμένοντας τις τελικές προτάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο θέμα αυτό, θα αντιμετωπίσουμε τα διαχρονικά προβλήματα της λειτουργίας της αγοράς τροφίμων, η οποία πρέπει, και αυτή με τη σειρά της, να λειτουργεί ισομερώς προς όφελος των Ευρωπαίων πολιτών, των Ευρωπαίων αγροτών, των αναπτυσσόμενων χωρών και να δημιουργεί αίσθημα ασφάλειας απέναντι στους νόμους της αγοράς και στους θεσμούς.
Louis Michel, membre de la Commission. − Je voudrais tout d'abord adresser mes remerciements à Madame Batzeli et aux membres de la commission AGRI, qui ont rédigé ce rapport, qui est débattu dans de grandes difficultés, à un moment décisif pour la filière agroalimentaire de l'Union européenne.
Comme vous le savez tous, la récession a entraîné un ralentissement brutal de l'activité dans la plupart des secteurs économiques de l'Union européenne. Le secteur agricole connaît un véritable effondrement des prix du marché qui compromet gravement les revenus des exploitations. La situation est particulièrement grave dans les secteurs à forte valeur ajoutée, tels que ceux de la viande et des produits laitiers.
Dans ce contexte, il est vital que la filière agroalimentaire fonctionne efficacement si l'on veut pouvoir atténuer les effets de la crise sur le revenu agricole et faire en sorte que les consommateurs bénéficient de produits alimentaires à des prix plus modiques. Voilà pourquoi la filière agroalimentaire et la question du prix des denrées alimentaires restent au premier rang des préoccupations de la Commission.
Par ailleurs, l'analyse des facteurs structurels fait craindre une nouvelle flambée des prix des matières premières agricoles sur le moyen terme et sur le long terme. En améliorant le fonctionnement de la filière agroalimentaire, il devrait être possible d'éviter à l'avenir des hausses aussi marquées du prix des denrées alimentaires et de juguler l'instabilité des prix à la consommation. Je partage la plupart des préoccupations exprimées dans le rapport en ce qui concerne la nécessité d'améliorer le fonctionnement global de la filière agroalimentaire. Il s'agit en particulier de renforcer la transparence d'un bout à l'autre de la filière, d'offrir aux consommateurs une meilleure information et d'améliorer la répartition de la valeur ajoutée sur toute la filière.
Depuis l'an dernier, la Commission a pris une série d'initiatives qui visent à améliorer le fonctionnement de la filière agroalimentaire. C'est ainsi que le groupe de haut niveau sur la compétitivité de l'industrie agroalimentaire a formulé tout récemment un ensemble de recommandations stratégiques. Par ailleurs, un livre vert sur la qualité des produits agricoles a été présenté l'an dernier.
Dans la communication sur les prix des denrées alimentaires adoptée en décembre dernier, la Commission a également proposé, sous la forme d'une feuille de route, plusieurs formules visant à améliorer le fonctionnement de la filière agroalimentaire en Europe. Il est absolument vital d'avancer dans la mise en œuvre de cette feuille de route. Il nous faut progresser en particulier dans la mise en place d'un Observatoire européen permanent de la filière agroalimentaire et des prix des denrées alimentaires. En fournissant une information fiable sur les prix d'un bout à l'autre de la filière, nous pourrons contribuer à lutter contre le manque de transparence tout en améliorant notre connaissance du fonctionnement de la filière.
Nous devons également aller plus avant dans l'analyse de la répartition de la valeur ajoutée sur l'ensemble de la filière. C'est un point auquel j'attache une importance toute particulière. Comme le reconnaît la communication sur le prix des denrées alimentaires, l'asymétrie du pouvoir de négociation entre les producteurs agricoles et le reste de la filière pèse lourdement sur les marges des producteurs du secteur agricole. Il va de soi qu'un effort de clarté et de compréhension sur la question de la répartition de la valeur ajoutée serait un premier pas vers le rééquilibrage du pouvoir de négociation tout au long de la filière. Il convient de souligner à cet égard qu'on ne saurait bâtir la compétitivité de la filière agroalimentaire de l'Union européenne au détriment de certaines de ses composantes. Il est essentiel que l'industrie et les détaillants du secteur agroalimentaire puissent continuer à compter sur une plateforme de production agricole durable et compétitive à l'intérieur de l'Union européenne.
J'ai la conviction qu'une fois intégralement mise en œuvre, la feuille de route proposée par la Commission nous permettra de répondre à la plupart des questions et préoccupations exprimées dans le rapport de Mme la députée Batzeli.
Presidente. − La presentazione è chiusa.
La votazione si svolgerà giovedì 26 marzo 2009.
Dichiarazioni scritte (articolo 142)
Roselyne Lefrançois (PSE), par écrit. – Le rapport sur lequel nous devons nous prononcer jeudi tente de répondre concrètement aux difficultés de millions de nos concitoyens qui subissent la hausse des prix des produits alimentaires.
Dans un contexte de baisse du pouvoir d'achat en Europe, il était important que le Parlement européen se prononce sur un problème dont les solutions sont pourtant connues. En effet, la différence de prix entre début et fin de chaîne alimentaire peut atteindre un rapport de 1 à 5 et, même si les libéraux refusent toujours de l'admettre, il est nécessaire de s'attaquer aux dysfonctionnements du marché pour garantir des prix raisonnables aux consommateurs et des revenus décents aux agriculteurs. J'ai moi-même proposé que soit réaffirmée dans le texte l'importance des instruments de régulation des marchés, plus que jamais nécessaires face à la crise que nous traversons.
Mais pour que "prix accessible" ne soit pas synonyme de "produit de mauvaise qualité", j'ai également demandé à ce que soit introduite dans le rapport la notion d'encouragement aux filières biologiques. Il est souhaitable que les consommateurs puissent accéder à des produits de qualité à des prix raisonnables, et ce, grâce à une politique d'incitation financière ambitieuse destinée à ce type de production agricole.
Maria Petre (PPE-DE), în scris. – Preţurile la alimente au cunoscut o creştere foarte mare în ultima perioadă. Sunt două cauze aici: pe de o parte, criza mondială de produse agricole şi de alimente, pe de alta, concentrarea pieţei de desfacere, de la 21,7% în 1990 la peste 70% în prezent.
Preţurile plătite de consumatori sunt în medie de 5 ori mai mari decât cele la producător. Lanţurile de supermarketuri impun, de multe ori, condiţii inechitabile şi îngreunează accesul agricultorilor şi al micilor furnizori pe piaţă.
Susţin ideea Comisiei Europene de a crea un sistem european de monitorizare a pieţei. Susţin ideea unei reţele europene a concurenţei.
Fondurile din programul de dezvoltare rurală ar trebui să aibă alocări mai mari în favoarea producătorilor.
Ideea revitalizării conceptului de „produse locale”, sprijinul mai eficient pentru pieţele alimentare tradiţionale sunt soluţii pe care eu le susţin puternic.
Theodor Dumitru Stolojan (PPE-DE), în scris. – Salut raportul Batzeli care scoate în evidenţă diferenţele mari dintre preţurile din supermarketuri la produsele agroalimentare şi preţurile care revin producătorilor. Aceasta este, din păcate, o realitate şi în ţările cu un standard de viaţă cu mult sub media europeană, aşa cum este România.
Dacă respingem orice propunere de control al preţurilor, nu putem să nu remarcăm că puterea de negociere a supermarketurilor este excesivă în raport cu producătorii. Şi aici putem acţiona mai ferm în cadrul politicii de protecţie a concurenţei şi a consumatorilor.