Πρόεδρος. – Η ημερήσια διάταξη προβλέπει τη συζήτηση της έκθεσης (A7-0108/2010) του Pál Schmitt, εξ ονόματος της Επιτροπής Πολιτισμού και Παιδείας, σχετικά με το διάλογο πανεπιστημίων-επιχειρήσεων: μια νέα εταιρική σχέση για τον εκσυγχρονισμό των πανεπιστημίων στην Ευρώπη (COM(2009)0158 – 2009/2099(INI)).
Marco Scurria, αναπληρωτής εισηγητής. – (IT) Κυρία Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, λαμβάνω τον λόγο στη θέση του εισηγητή μας, κ. Schmitt, ο οποίος –όπως ανακοινώθηκε από τον Πρόεδρο Buzek κατά την έναρξη της συνόδου– υπέβαλε την παραίτησή του από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προκειμένου να αναλάβει καθήκοντα στη χώρα του, και στον οποίο στέλνω τους χαιρετισμούς μου και τις καλύτερες ευχές μου για το εξαίρετο έργο που επιτέλεσε.
Η έκθεση αυτή είναι το αποτέλεσμα των επιδιώξεών του, και εμείς στην Επιτροπή Πολιτισμού και Παιδείας την εγκρίναμε με συντριπτική πλειοψηφία, με μία μόνο ψήφο κατά, πράγμα για το οποίο θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους σκιώδεις εισηγητές που συνέβαλαν στην εκπόνηση της έκθεσης αυτής, τόσο εξ ονόματός μου όσο και εξ ονόματος του κ. Schmitt. Προτού αναχωρήσω για το Στρασβούργο τη Δευτέρα, μετέβην στη Ρώμη για να επισκεφθώ ένα ιδιωτικό κέντρο κατάρτισης το οποίο έχει εξαιρετικά αποτελέσματα να επιδείξει, δεδομένου ότι έχει επιτύχει την πρόσληψη συν τω χρόνω της συντριπτικής πλειονότητας των νέων που καταρτίζει. Ο διευθυντής του κέντρου αυτού, σε συνομιλία που είχα μαζί του, μου είπε: «Σας παρακαλώ, βοηθήστε μας, και εσείς στην Ευρώπη, να ακολουθήσουμε αυτήν την πορεία, να προσθέσουμε αξία στην κατάρτιση που κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση, που επιτρέπει σε τόσους πολλούς νέους να βρουν μια θέση εργασίας· βοηθήστε μας επίσης να εκσυγχρονίσουμε τη σχέση μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων».
Ακριβώς σε αυτό έγκειται ο πυρήνας της παρούσας έκθεσης: σήμερα, το 20% των νέων Ευρωπαίων είναι εκτός αγοράς εργασίας, εκ των οποίων το 30% περίπου είναι απόφοιτοι σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης· το ποσοστό αυτό είναι τόσο υψηλό που μας υποχρεώνει να διερωτηθούμε πολύ σοβαρά πώς θα πρέπει να προσεγγίσουμε το ζήτημα της κατάρτισης των νέων ώστε να εντάσσονται στον κόσμο της εργασίας σε αυτήν την εποχή που διανύουμε, σε αυτήν την Ευρώπη, σε αυτόν τον παγκοσμιοποιημένο κόσμο.
Επιδιώξαμε λοιπόν, στην έκθεση αυτή, να αντιμετωπίσουμε ευθέως το ζήτημα που αφορά τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να βελτιώσουμε τη διασύνδεση μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων, επισημαίνοντας ορισμένα καίρια σημεία: πρώτον, με το να δίνεται προτεραιότητα σε ένα από τα δυνατά σημεία που διαθέτουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή στην ικανότητα των πολιτών μας να προσαρμόζονται στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς εργασίας· δεδομένου ότι δεν υπάρχει πλέον μια «διά βίου θέση εργασίας» και ότι, σήμερα, η κατάρτιση και μετεκπαίδευση είναι απαραίτητες.
Το πρώτο σημείο λοιπόν είναι η διά βίου μάθηση· το δεύτερο σημείο που, κατά τη γνώμη μας, είναι θεμελιώδους σημασίας, είναι αυτό της κινητικότητας. Σήμερα είναι σημαντικό, όπως επισημαίνουμε στην παρούσα έκθεση, να τονιστεί ότι η κινητικότητα μεταξύ χωρών και μεταξύ πανεπιστημίου και επιχειρήσεων είναι το κλειδί για την επίτευξη στενότερης συνεργασίας μεταξύ των δύο κόσμων, και εμείς ενθαρρύνουμε όχι μόνο τη διεύρυνση και την επέκταση των προγραμμάτων ατομικής κινητικότητας, όπως του Erasmus για νέους επιχειρηματίες και του Erasmus για μαθητευόμενους αλλά και τη διοργάνωση μεταπτυχιακών ευρωπαϊκών προγραμμάτων «Αριστείας», σε συνεργασία με διάφορα πανεπιστήμια και με την ενεργό συμμετοχή επιχειρήσεων. Επιπλέον, θα πρέπει να ενθαρρυνθεί η επιχειρηματική διάσταση στα πανεπιστήμια.
Αυτό μπορεί να επιτευχθεί, λόγου χάρη, με την εισαγωγή του συστήματος των «αποδεικτικών γνώσης» τα οποία χρησιμοποιούνται σήμερα σε ορισμένα κράτη μέλη και τα οποία επιτρέπουν κυρίως στις ΜΜΕ να βελτιώνουν τις ερευνητικές τους δυνατότητες χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η ανεξαρτησία, η αυτονομία και ο δημόσιος χαρακτήρας των πανεπιστημίων.
Το τρίτο καίριο σημείο είναι αυτό της έρευνας, με άλλα λόγια, εκτιμούμε ότι η αύξηση της κινητικότητας των ερευνητών –τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, πέραν των εθνικών συνόρων αλλά και μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων– είναι απολύτως αναγκαία για την προώθηση της μετάδοσης των γνώσεων. Τέλος, η δυνατότητα επέκτασης των ορθών πρακτικών στον τομέα αυτόν που ισχύουν σε τόσες πολλές χώρες.
Θα ολοκληρώσω, κυρία Πρόεδρε, επισημαίνοντας, σε σχέση με την παρούσα έκθεση και το εξαίρετο έργο που επιτέλεσε η επιτροπή, τη βαθιά μας πεποίθηση ότι η Ευρώπη δεν θα κερδίσει τη μάχη κατά της Κίνας ή άλλων αναπτυσσόμενων χωρών με χαμηλούς μισθούς αλλά με επαγγελματίες υψηλής ειδίκευσης και επιχειρήσεις υψηλής ανταγωνιστικότητας, και στη διαδικασία αυτή είναι μείζονος σημασίας να συνειδητοποιήσουν τα πανεπιστήμια και οι επιχειρήσεις τον βαθμό αλληλεξάρτησής τους και να συμβάλουν οι αρχές σε όλα τα επίπεδα στην ανάπτυξη αποτελεσματικότερων μεθόδων συνεργασίας.
Günther Oettinger, μέλος της Επιτροπής. – (DE) Κυρία Πρόεδρε, αξιότιμοι βουλευτές, η παρούσα έκθεση αποτελεί την απάντηση στην ανακοίνωση που εκδώσαμε σχετικά με τον διάλογο πανεπιστημίων-επιχειρήσεων. Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους όσοι συνέβαλαν σε αυτήν, και συγκεκριμένα τα μέλη της Επιτροπής Πολιτισμού και Παιδείας και της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας. Ειδικότερα δε, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κ. Schmitt, τον απερχόμενο βουλευτή και εισηγητή της έκθεσης.
Η συνεργασία μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων είναι μία επιλογή – διαφωνώ, είναι κάτι περισσότερο από αυτό, είναι εκ των ων ουκ άνευ. Το μόνο ερώτημα που τίθεται είναι ποια μορφή πρέπει να λάβει ώστε να ενδείκνυται και για τις δύο πλευρές. Η καλύτερη, εντατικότερη συνεργασία ενθαρρύνει την ανταλλαγή και τη διάδοση των γνώσεων, τόσο στις επιχειρήσεις όσο και στα πανεπιστήμια.
Η επαφή με τα πραγματικά προβλήματα και λύσεις μέσω προσαρμοσμένων προγραμμάτων σπουδών και περιόδων πρακτικής άσκησης εμπλουτίζει τη μαθησιακή εμπειρία των σπουδαστών και τους προετοιμάζει για τη μελλοντική τους σταδιοδρομία. Η τακτική και μακροπρόθεσμη συνεργασία δημιουργεί εμπιστοσύνη και μπορεί να οδηγήσει σε φιλόδοξες εταιρικές σχέσεις και σχέδια συνεργασίας, που αποφέρουν οφέλη εξίσου για τις επιχειρήσεις και τα πανεπιστήμια στους τομείς της έρευνας, της ανάπτυξης και της πρακτικής.
Οι νέες τάσεις στην αγορά εργασίας και οι νέες τεχνολογίες μεταβάλλουν τις απαιτήσεις σε ό,τι αφορά τους αποφοίτους, κάτι το οποίο θα συνεχιστεί και τις προσεχείς δεκαετίες. Για να διατηρηθεί και να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής στην Ευρώπη, οι εργαζόμενοι θα πρέπει να είναι σε θέση να ενημερώνουν διαρκώς τις γνώσεις και τις δεξιότητές τους, πράγμα που θα καθίσταται ολοένα και πιο αναγκαίο, λαμβανομένης υπόψη της δημογραφικής εξέλιξης της Ευρώπης τα προσεχή έτη.
Χρειαζόμαστε έναν ανοικτό, ευέλικτο και δυναμικό διάλογο μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων φορέων. Για τον λόγο αυτόν, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εγκαινίασε το φόρουμ της ΕΕ για τον διάλογο πανεπιστημίων-επιχειρήσεων.
Το φόρουμ παρέχει σε όλους τους συμμετέχοντες μια βάση συζήτησης και ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών, καθώς και αμοιβαίας μάθησης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαθέτει ρόλο συντονιστή εν προκειμένω, συμβάλλοντας στην άρση τυχόν εμποδίων μεταξύ των δύο αυτών κόσμων.
Μέχρι στιγμής, το φόρουμ της ΕΕ για τον διάλογο πανεπιστημίων-επιχειρήσεων συνήλθε τρεις φορές στις Βρυξέλλες, διοργανώνοντας σειρά θεματικών φόρα σε θέματα, όπως κατάρτιση προγράμματος σπουδών, επιχειρηματικότητα, διά βίου μάθηση, μετάδοση των γνώσεων, διαχείριση των πανεπιστημίων, κινητικότητα, νέες δεξιότητες για νέες θέσεις εργασίας και συνεργασία μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων στο πλαίσιο της σημερινής κρίσης.
Σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ETF), πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2009 στις εγκαταστάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ένα θεματικό φόρουμ αφιερωμένο στις τρίτες χώρες. Τον Μάρτιο του 2010, ακολούθησε ένα θεματικό φόρουμ το οποίο διερευνούσε τη δυνατότητα επέκτασης της σφαίρας δράσεως του φόρουμ, ώστε να συμπεριληφθεί και η συνεργασία μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων.
Λίαν προσφάτως, στις 4 και 5 Μαΐου, το τελευταίο φόρουμ της ΕΕ για τον διάλογο πανεπιστημίων-επιχειρήσεων έλαβε χώρα στις Βρυξέλλες θέτοντας τις εξής προτεραιότητες: συνεργασία μεταξύ πανεπιστημίων και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, συνεργασία μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων σε θέματα καινοτομίας, συνεργασία μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων σε θέματα ποιότητας της εκπαίδευσης. Τα θέματα αυτά εξετάστηκαν και στην έκθεσή σας.
Θα ήθελα να επωφεληθώ της ευκαιρίας αυτής για να ευχαριστήσω την κ. Pack για τη συμμετοχή της στην εναρκτήρια συνεδρίαση αυτής της εκδήλωσης.
Εκτιμούμε πάρα πολύ τη θετική απάντηση στην ανακοίνωσή σας η οποία αντικατοπτρίζεται στην έκθεση που καταθέσατε σήμερα. Χρειαζόμαστε περισσότερη συνεργασία μεταξύ των ενδιαφερόμενων φορέων, η οποία θα βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη, στον σεβασμό και στη διαφάνεια. Εμείς, συνεπώς, δεν προάγουμε απλώς την οικονομική ανάπτυξη, αλλά παράγουμε και κοινωνικά οφέλη υπό την πλέον ευρεία έννοια του όρου, συνδράμοντας τους πολίτες να σταδιοδρομήσουν επιτυχώς σε έναν ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο της κοινωνίας και της εργασίας.
Γεώργιος Παπανικολάου, εξ ονόματος της Ομάδας PPE. – Κυρία Πρόεδρε, θέλω κατ' αρχάς να ευχηθώ στον κύριο Smith, ο οποίος απεχώρησε από το Κοινοβούλιό μας, καλή επιτυχία στα νέα του καθήκοντα. Ήταν χαρά μας που συνεργασθήκαμε μαζί του, αυτό το διάστημα που εγώ τουλάχιστον είμαι στο Κοινοβούλιο.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το αναπτυξιακό τρίπτυχο εκπαίδευση, έρευνα, καινοτομία, το τονίσαμε προηγουμένως και στη στρατηγική για το 2020, είναι καθοριστικό για το μέλλον της Ευρώπης. Για να πετύχουμε όμως αυτούς τους στόχους είναι αλήθεια ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε και τις δυσκολίες που συναντούν σήμερα οι νέοι μας στη διαδικασία μετάβασης από το στάδιο των σπουδών τους στην επαγγελματική ζωή, που επιτείνεται μάλιστα και λόγω της κρίσης.
Όλοι επίσης αναγνωρίζουμε ότι σε πολλά κράτη μέλη το εκπαιδευτικό σύστημα παρουσιάζει τρωτά σημεία, τόσο στην ποιότητα όσο και στην κατάρτιση των μαθητών αλλά και των φοιτητών. Η κατάρτιση, και να μην έχουμε καμία αμφιβολία για αυτό, δεν μπορεί να εξετάζεται χωριστά από τις σύγχρονες ανάγκες της αγοράς εργασίας. Και στο σημείο αυτό, πρέπει να αξιοποιήσουμε κάθε μέσο που έχουμε στη διάθεσή μας για να βοηθήσουμε τα νέα παιδιά.
Ο κύριος Scurria έκανε προηγουμένως μνεία στην κινητικότητα. Εγώ προσθέτω τις νέες τεχνολογίες και, βεβαίως, πέρα από τη δια βίου μάθηση και την τυπική εκπαίδευση, δηλαδή τα Πανεπιστήμια, έχουμε και τη μη τυπική εκπαίδευση καθώς και την άτυπη εκπαίδευση, στοιχεία που και αυτά προσδίδουν δεξιότητες στους νέους ανθρώπους. Εκπαίδευση και εργασία είναι έννοιες συνυφασμένες. Επομένως, πρέπει να επιδιώκουμε και να ενισχύουμε τον διάλογο ανάμεσα στα εκπαιδευτικά ιδρύματα και στους παρόχους εργασίας.
Όλοι λέμε ότι οι νέοι μας πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με προσόντα και με δεξιότητες και όλοι επίσης ξέρουμε πολύ καλά ότι, σήμερα, νέοι χωρίς δεξιότητες έχουν λιγότερες ευκαιρίες. Τι δεξιότητες όμως; Δεξιότητες που έχει ανάγκη η αγορά εργασίας, δεξιότητες που θα ενθαρρύνουν τη δημιουργία καινοτόμων ιδεών και πρωτοβουλιών. Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο, η ανεργία βαίνει αυξανόμενη, είναι καθήκον όλων μας αυτός ο διάλογος, αυτή η συνεργασία να ενταθεί το ταχύτερο δυνατόν.
Mitro Repo, εξ ονόματος της Ομάδας S&D. – (FI) Κυρία Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, θέλω και εγώ να συγχαρώ τον κ. Schmitt για τον διορισμό του στη θέση του προέδρου του ουγγρικού κοινοβουλίου.
Ασφαλώς, τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια πρέπει να εξελίσσονται διαρκώς αν θέλουμε να είμαστε σε θέση να απαντούμε στις νέες κοινωνικές προκλήσεις και στον διαρκώς αυξανόμενο διεθνή ανταγωνισμό. Διότι απλώς δεν έχουμε την πολυτέλεια να παραμείνουμε εδώ που είμαστε. Τα υψηλά επίπεδα δεξιοτήτων και εμπειρογνωμοσύνης, καθώς και η βασισμένη στη γνώση οικονομία είναι, και πρέπει να είναι, το θεμέλιο της ευρωπαϊκής κοινωνίας και τώρα και στο μέλλον. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σημαντικό να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στον διάλογο μεταξύ των πανεπιστημίων μας και των επιχειρήσεών μας και να προσπαθήσουμε να εξαλείψουμε τα εμπόδια που παρακωλύουν τη συνεργασία. Σε αυτά περιλαμβάνονται τα προβλήματα που συνδέονται με τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και την καινοτομία.
Στη Φινλανδία, διαθέτουμε ένα εξαίρετο υπόδειγμα συνεργασίας μεταξύ επιχειρήσεων και πανεπιστημίων, το Πανεπιστήμιο Aalto, που έλαβε το όνομά του από τον διάσημο φινλανδό αρχιτέκτονα, Alvar Aalto. Πρόκειται για ένα πολυεπιστημονικό πανεπιστήμιο το οποίο προέκυψε από τη συγχώνευση τριών πανεπιστημίων υψηλού κύρους: της Σχολής Οικονομικών του Ελσίνκι, του Πανεπιστημίου Τέχνης και Σχεδίου του Ελσίνκι και του Πανεπιστημίου Τεχνολογίας του Ελσίνκι. Τα οικονομικά, η αισθητική και η τεχνολογία συμβιώνουν αρμονικά το ένα με το άλλο.
Η διεπιστημονική προσέγγιση, και ειδικότερα οι νέες πλατφόρμες –το σχέδιο, τα μέσα επικοινωνίας και ο παράγων επιφάνεια– επιτρέπουν στις ακαδημαϊκές ομάδες να διεξάγουν έρευνα και στους σπουδαστές να συνεργάζονται στενά με εταιρείες και οργανισμούς. Σημαντικά, νέα ερευνητικά δεδομένα μεταφέρονται απευθείας στην εκπαίδευση, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι οι σπουδαστές μπορούν να έχουν άμεση πρόσβαση στις πλέον πρόσφατες πληροφορίες που απαιτούνται στην αγορά εργασίας.
Πρέπει, εντούτοις, να εξετάσουμε προσεκτικά με ποιον τρόπο και με ποιους όρους θέλουμε να βελτιώσουμε τη συνεργασία μεταξύ εταιρειών και πανεπιστημίων. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να τηρήσουμε την αρχή της ανεξαρτησίας των πανεπιστημίων και την παράδοση της ελευθερίας της έρευνας σε κάθε περίπτωση. Σε τελική ανάλυση, ο κίνδυνος είναι η ιδιωτικοποίηση του πανεπιστημιακού τομέα, αλλά αυτή είναι η κατεύθυνση που θέλουμε να ακολουθήσουμε εμείς στην Ευρώπη;
Η βάση ενός ανεξάρτητου πανεπιστημιακού συστήματος είναι η επαρκής δημόσια χρηματοδότηση. Το να εξαρτώνται τα πανεπιστήμια από την ιδιωτική χρηματοδότηση είναι κάτι το ανησυχητικό, διότι επιτρέπει τη μεταφορά της εξουσίας από την πανεπιστημιακή κοινότητα σε εκείνους που παρέχουν τη χρηματοδότηση. Γι’ αυτό θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στα συστήματα διοίκησης των πανεπιστημίων.
Morten Løkkegaard, εξ ονόματος της Ομάδας ALDE. – (DA) Κυρία Πρόεδρε, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους διάφορους εισηγητές για την εξαίρετη συνεργασία τους. Ως σκιώδης εισηγητής επί του θέματος αυτού για την Ομάδα της Συμμαχίας Φιλελευθέρων και Δημοκρατών για την Ευρώπη, είμαι ιδιαίτερα ικανοποιημένος με την παρούσα έκθεση. Κατορθώσαμε να συμφωνήσουμε επί μίας έκθεσης που περιέχει συστάσεις για τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων – μίας έκθεσης που, πρωτίστως, περιέχει πολύ συγκεκριμένες πρωτοβουλίες για τον εκσυγχρονισμό των πανεπιστημίων. Τα πανεπιστήμια της Ευρώπης, όπως όλοι μας γνωρίζουμε, υστερούν έναντι της παγκόσμιας ελίτ, πράγμα το οποίο έχει επίσης σημαντικές συνέπειες για την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης. Συνεπώς, δεν προκαλεί έκπληξη το ότι τόσο στο πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής όσο και στην στρατηγική «Ευρώπη 2020» έχει δοθεί υψηλή προτεραιότητα στην εκπαίδευση, την έρευνα και την καινοτομία. Ελπίζω, φυσικά, ότι η πλειονότητα των βουλευτών θα ταχθεί υπέρ αυτής της αναβάθμισης της προτεραιότητας της εν λόγω πολιτικής αυξάνοντας και τη χρηματοδότηση. Σήμερα είμαστε αντιμέτωποι με μια κατάσταση στην οποία οφείλουμε να σκεπτόμαστε έξω από το συμβατικό πλαίσιο των εκπαιδευτικών συστημάτων μας, και μπορούμε να ξεκινήσουμε γκρεμίζοντας τα τείχη μεταξύ των πανεπιστημίων και του τομέα που καρπώνεται το παραγόμενο έργο των πανεπιστημίων, ήτοι των επιχειρήσεων.
Εμείς επικεντρωνόμαστε σε δύο πράγματα, ειδικότερα, και θα αναφερθώ εν συντομία σε αυτά. Πρώτον, θα ήθελα να αναφέρω τον εκσυγχρονισμό του προγράμματος σπουδών. Είναι σημαντικό να υπάρξει εν προκειμένω μεγαλύτερη εστίαση στη διεπιστημονικότητα και στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων που απαιτούνται σήμερα από τον επιχειρηματικό κόσμο. Τα πανεπιστημιακά μαθήματα πρέπει να απηχούν, σε μεγαλύτερο βαθμό, τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας και πρέπει να διαμορφώνονται έχοντας αυτό το στοιχείο κατά νου, λαμβάνοντας, για παράδειγμα, τη μορφή προγραμμάτων σπουδών που είναι πιο συναφή προς τις επιχειρήσεις, για τα οποία η επιχειρηματική κοινότητα, με τη σειρά της, οφείλει να μεριμνά ενεργά ώστε να τηρούνται ενήμερα. Το δεύτερο σημείο που θα ήθελα να αναφέρω είναι η κινητικότητα. Είναι σημαντικό να αμβλυνθεί το χάσμα μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων και να υπάρξουν άτομα που θα γεφυρώσουν το χάσμα αυτό. Οι περίοδοι πρακτικής άσκησης συνιστούν ένα καλό παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο οι σπουδαστές πανεπιστημίων μπορούν να αποκτήσουν πρακτική εμπειρία και εν συνεχεία να μεταφέρουν την εμπειρία αυτή στις σπουδές τους. Παράλληλα, οι σπουδαστές αυτοί είναι καλύτερα προετοιμασμένοι να εισέλθουν στην αγορά εργασίας μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους. Οι περίοδοι πρακτικής άσκησης θα πρέπει ασφαλώς να υποστηριχθούν και να προαχθούν στην Ευρώπη.
Η έρευνα μπορεί επίσης να δημιουργήσει γέφυρες μεταξύ των πανεπιστημίων και των επιχειρήσεων. Αναφέρθηκα προηγουμένως σε ένα προσφιλές σε εμένα θέμα, κοινώς στο δανικό σχέδιο επιχειρηματικών διδακτορικών προγραμμάτων, όπου ένας εργαζόμενος σε μια επιχείρηση στη Δανία μπορεί να αποκτήσει διδακτορικό τίτλο δανικού πανεπιστημίου μέσω δημόσιας επιχορήγησης. Πράγματι, διοργάνωσα μια βραδιά συζήτησης στο Κοινοβούλιο, στις Βρυξέλλες, στις 3 Φεβρουαρίου 2010 με την ευρεία συμμετοχή τόσο του επιχειρηματικού κόσμου όσο και των πανεπιστημίων, και η επικρατούσα άποψη της βραδιάς αυτής ήταν αρκετά σαφής: ένα ευρωπαϊκό σχέδιο επιχειρηματικών διδακτορικών προγραμμάτων θα συνιστούσε πολύ χρήσιμο εργαλείο για την προώθηση της εξειδικευμένης και συναφούς προς τις επιχειρήσεις έρευνας, καθώς και της ανταγωνιστικότητας, με αποτέλεσμα τη δημιουργία περισσότερων θέσεων απασχόλησης και οικονομικής ανάπτυξης. Η πρόταση αυτή έλαβε, ως εκ τούτου, την απόλυτη και κατηγορηματική στήριξη και των δύο πλευρών. Επιπλέον, πρόκειται για μια πολύ αποτελεσματική μέθοδο που φέρνει την επιχειρηματική εμπειρία και την πρακτική γνώση μέσα στα πανεπιστήμια και που εστιάζει, κατ’ επέκταση, τη διδασκαλία περισσότερο στις δεξιότητες και τη γνώση που είναι συναφείς προς τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας. Το πρόγραμμα θα μπορούσε να ενσωματωθεί στο υφιστάμενο πρόγραμμα Marie Curie, ενδεχομένως στο πλαίσιο του προγράμματος βιομηχανικής-ακαδημαϊκής εταιρικής σχέσης, και να συμβάλει στην ενίσχυση της επιδίωξης των στόχων της διαδικασίας της Μπολόνια. Χαίρομαι που, αύριο, θα είμαστε σε θέση να εγκρίνουμε μια έκθεση που περιέχει σύσταση για τη θεσμοθέτηση ενός τέτοιου προγράμματος.
Malika Benarab-Attou, εξ ονόματος της Ομάδας Verts/ALE. – (FR) Κυρία Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, θα ήθελα να τονίσω τη σημασία αυτής της έκθεσης που ανοίγει τη συζήτηση, εντός του Κοινοβουλίου μας, σχετικά με τη θέση και τον ρόλο των πανεπιστημίων στην Ευρώπη. Τα πανεπιστήμια αυτά πρέπει, πράγματι, να ενθαρρυνθούν να συμμετάσχουν στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εκ των έσω και όχι να την ατενίζουν εκ των έξω.
Σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ιστορία, τα πανεπιστήμια ήταν ανέκαθεν χώροι συνάντησης, ανταλλαγής γνώσεων, ανάπτυξης σκέψεων και παροχής εκπαίδευσης σε διάφορα γνωστικά αντικείμενα. Σήμερα, οι επιπτώσεις της κρίσης και της ανεργίας δεν πρέπει να οδηγήσουν τα πανεπιστήμια να περιορίσουν τον ρόλο τους ως φορέων παροχής επαγγελματιών άμεσα διαθέσιμων προς εργασία διότι, στις μεταβαλλόμενες κοινωνίες μας, η ικανότητα αλλαγής εργασίας αποκτά ουσιαστική σημασία.
Αντιθέτως, τα πανεπιστήμια, ως χώροι παροχής ανώτατης εκπαίδευσης και κατάρτισης, θα πρέπει επίσης να επιτρέπουν στους μαθητευόμενους να αποκτούν κριτική, αναλυτική σκέψη, διότι έτσι θα μπορέσουν να κατανοήσουν τον κόσμο στον οποίο ζουν και να χρησιμοποιήσουν τις επαγγελματικές τους δεξιότητες με σύνεση.
Τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια πρέπει να δημιουργούν τις συνθήκες για τη διά βίου μάθηση, να συμβάλλουν στον εμπλουτισμό του πνευματικού βίου και να διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην κοινωνία της γνώσης της σημερινής ψηφιακής εποχής.
Oldřich Vlasák, εξ ονόματος της Ομάδας ECR. – (CS) Η εκπαίδευση είναι αναμφισβήτητα ο πρωταρχικός μας στόχος, αλλά τι είδους εκπαίδευση; Σε ένα τεύχος του περιοδικού The Economist, δημοσιεύθηκε μια μελέτη σύμφωνα με την οποία το 80% των δεξιοτήτων και της εμπειρογνωμοσύνης που θεωρούνται ουσιώδη από τα διοικητικά στελέχη μεγάλων εταιρειών δεν διδάσκονται καθόλου στα πανεπιστήμια. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα τρομακτικά ποσοστά ανεργίας μεταξύ των αποφοίτων πανεπιστημίων.
Μπορούμε ίσως όλοι μας να συμφωνήσουμε ότι η λύση έγκειται στη δημιουργία διασύνδεσης μεταξύ επιχειρήσεων και πανεπιστημίων. Αυτό έχει επανειλημμένως επισημανθεί σε διάφορα έγγραφα, συμπεριλαμβανομένου του Χάρτη της Λειψίας για τις βιώσιμες ευρωπαϊκές πόλεις. Το καίριο ζήτημα, όμως, είναι το πώς θα επιτευχθεί αυτή η διασύνδεση. Κατά τη γνώμη μου, ο σωστός τρόπος θα ήταν να ενσωματωθούν περίοδοι εργασιακής εμπειρίας διάρκειας αρκετών μηνών, όχι μόνο για τους σπουδαστές αλλά και για τους καθηγητές, ως αναπόσπαστα τμήματα της διαδικασίας της διά βίου μάθησης. Είναι αναγκαίο όχι μόνο οι σπουδαστές αλλά και οι καθηγητές να έρχονται τακτικά σε επαφή με τον πραγματικό κόσμο. Η συγχρηματοδότηση αυτών των περιόδων εργασιακής εμπειρίας θα πρέπει να καταστεί αναπόσπαστο τμήμα των προϋπολογισμών των πανεπιστημίων. Για τις επιχειρήσεις, αυτή η διαδικασία συνεπάγεται σημαντικές προσπάθειες και συχνά σημαντικές δαπάνες.
Marie-Christine Vergiat, εξ ονόματος της Ομάδας GUE/NGL. – (FR) Κυρία Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, σας παρακαλώ να με συγχωρέσετε, αλλά είμαι υποχρεωμένη να διαταράξω αυτήν την υπέροχη ομοφωνία που επικρατεί στο Σώμα αυτό.
Το ψήφισμα που έχουμε σήμερα ενώπιόν μας αφορά τις προκλήσεις στις σχέσεις μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων στο πλαίσιο της εφαρμογής της περιβόητης διαδικασίας της Μπολόνια. Οι δύο επιτροπές που εξέτασαν το εν λόγω κείμενο εργάστηκαν πυρετωδώς, και πολυάριθμες βελτιώσεις έγιναν στο αρχικό κείμενο ώστε να ληφθούν υπόψη οι πραγματικές προκλήσεις στον τομέα αυτόν. Όλοι μας θέλουμε να κατανοήσουμε τις προσδοκίες των νέων μας. Όλοι μας ενδιαφερόμαστε να παράσχουμε στους νέους τα καλύτερα εφόδια που θα τους βοηθήσουν να βρουν μια θέση εργασίας. Το ποσοστό ανεργίας μεταξύ των νέων είναι, πράγματι, απαράδεκτο. Εντούτοις, σημαίνει άραγε αυτό ότι, όπως αναφέρεται σε ορισμένες παραγράφους του ψηφίσματος, θα πρέπει να θεωρήσουμε τα πανεπιστήμια απλώς μηχανές ικανές να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των εταιρειών και του επιχειρηματικού κόσμου, αποκλείοντας οτιδήποτε άλλο; Εμείς, στη Συνομοσπονδιακή Ομάδα της Ευρωπαϊκής Ενωτικής Αριστεράς/Αριστερά των Πρασίνων των Βορείων Χωρών, δεν είμαστε της γνώμης αυτής.
Όχι, ο πλούτος των πανεπιστημίων μας έγκειται επίσης στην παραγωγή ενός αυξανόμενου αριθμού σπουδαστών με πλούσιες και ποικίλες πνευματικές γνώσεις, και όχι απλώς στο να διασφαλίζεται η απόκτηση δεξιοτήτων συναφών προς την εργασία. Αυτό είναι το πραγματικό κλειδί στη διά βίου κινητικότητα.
Σε πολλές χώρες της ΕΕ, παρατηρείται αυξανόμενη έλλειψη κατανόησης στο πλαίσιο του πανεπιστημιακού κόσμου. Εμείς, στη Συνομοσπονδιακή Ομάδα της Ευρωπαϊκής Ενωτικής Αριστεράς/Αριστερά των Πρασίνων των Βορείων Χωρών, πιστεύουμε ότι πρέπει να τους ακούσουμε. Ζητούμε να εκπονηθεί μια περιεκτική έκθεση για τη διαδικασία της Μπολόνια. Δεν θα ψηφίσουμε υπέρ του εν λόγω ψηφίσματος, το οποίο καλεί τα πανεπιστήμια να ανταποκριθούν απλώς στις ανάγκες των επιχειρήσεων, αδιαφορώντας για τους λοιπούς ενδιαφερόμενους φορείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, που δεν περιορίζονται αποκλειστικά στις επιχειρήσεις.
Derek Roland Clark, εξ ονόματος της Ομάδας EFD. – (EN) Κυρία Πρόεδρε, γιατί επιδιώκεται στην παρούσα έκθεση περισσότερη διεθνή συνεργασία σε πανεπιστημιακό επίπεδο; Τα πανεπιστήμια ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες εδώ και αιώνες, προτού καν υπάρξει η ΕΕ. Η Αναγέννηση, που εκτείνεται από τον 14ο έως τον 17ο αιώνα, ήταν ένα ρεύμα πνευματικής ανάπτυξης που διαδόθηκε από τη Φλωρεντία σε ολόκληρη την Ευρώπη μέσω των πανεπιστημίων. Οι τέχνες, η μουσική, η λογοτεχνία και οι επιστήμες αναβίωσαν, δημιουργώντας αναρίθμητα έργα που μας κοσμούν ακόμη και σήμερα.
Προς τι λοιπόν ο εκσυγχρονισμός; Ψάχνετε μήπως για τις τεχνολογικές εξελίξεις του μέλλοντος; Εάν ναι, το τοπίο σήμερα είναι ακριβώς το ίδιο ενθαρρυντικό. Τα πανεπιστήμια σε άλλα μέρη του κόσμου μπορεί να υπερτερούν, αλλά οφείλουν τις απαρχές τους στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Αυτό το παλιρροιακό κύμα ανώτατης εκπαίδευσης συχνά επιστρέφει στη γενέτειρά του. Τα πανεπιστήμια της Βρετανίας δέχονται μεταπτυχιακούς σπουδαστές από ολόκληρο τον κόσμο, που συνεχίζουν περαιτέρω τις σπουδές τους και ανταλλάσσουν τις γνώσεις τους, κυρίως με το εμπόριο και τη βιομηχανία. Δεν χρειάζεται πάντως να πολιτικοποιήσουμε την τριτοβάθμια εκπαίδευση μέσω προγραμμάτων, όπως οι διαδικασίες της Μπολόνια και του Erasmus.
Δεν έχουμε ανάγκη από προγράμματα για την πολυπολιτισμικότητα ή την πολυγλωσσία ή άλλου τέτοιου είδους όρους, μιας και είναι κάτι που θα συμβεί ούτως ή άλλως με τη συνάντηση και την ανάμειξη σπουδαστών από ολόκληρο τον κόσμο στην πανεπιστημιούπολη. Εάν θέλετε να φανείτε χρήσιμοι στον σύγχρονο και τον μελλοντικό κόσμο, φροντίστε ώστε τα πανεπιστήμια να λαμβάνουν επαρκή χρηματοδότηση, ενθαρρύνετε τους σπουδαστές εκείνους που επιθυμούν να σπουδάσουν στο εξωτερικό, εν συνεχεία αφήστε τους απλώς μόνους τους να πορευθούν.
Martin Ehrenhauser (NI). – (DE) Κυρία Πρόεδρε, όπως γνωρίζουμε, η διασύνδεση επιχειρήσεων και πανεπιστημίων αποτελεί πραγματικότητα εδώ και αρκετό καιρό. Η εν λόγω κατάσταση έχει οδηγήσει στη σημερινή ανεγκέφαλη προσέγγιση της «μίας λύσης για όλα», όπου μερικώς ιδιωτικοποιημένα πανεπιστήμια ενεργούν ως ελεγκτικές εταιρείες, έχοντας ως υποτιθέμενο σκοπό τον σχεδιασμό του παραγόμενου εκπαιδευτικού έργου. Το να πιστεύουμε ότι μια τέτοια εταιρική σχέση θα συμβάλει όλως αιφνιδίως στον εκσυγχρονισμό καταδεικνύει πόσο νωθρή και μη δημιουργική είναι η συζήτηση που διεξάγουμε για την πολιτική μας στον τομέα της εκπαίδευσης.
Ζούμε σε μια εποχή τεχνολογικής επανάστασης. Τα ψηφιακά συστήματα μάς αλλάζουν, αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο ενεργούμε και σκεπτόμαστε, τις γνωστικές ικανότητές μας και, εν τέλει, το μυαλό μας. Αυτό που χρειαζόμαστε, συνεπώς, είναι μια επανάσταση στην έρευνα και τη διδασκαλία που θα προσαρμοστεί στην κατάσταση αυτή. Σε μια τέτοια εποχή αλλαγών, το να συνεχίζουμε να κηρύττουμε την εξάρτηση των πανεπιστημίων από αυτό το υποσύστημα της κοινωνίας μας ως βήμα προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού, παρόλο που μια τέτοια διασύνδεση δεν έχει επιφέρει καμία σημαντική βελτίωση την τελευταία δεκαετία, παραγνωρίζει επίσης τη σημασία που έχει η διδασκαλία και η έρευνα για την κοινωνία ως σύνολο.
Αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε αυτήν την εποχή των αλλαγών είναι επιστημονική περιέργεια και δημιουργικότητα, αλλά αυτές προκύπτουν από τη δυνατότητα ελεύθερης νόησης και όχι από εξαναγκασμούς, και σε αυτούς περιλαμβάνονται οι απαιτήσεις του επιχειρηματικού κόσμου. Το πνεύμα ενός νέου, το μυαλό ενός νέου που διαθέτει προοπτικές πρέπει να μπορεί να κινείται ελεύθερα. Αυτό που παρουσιάσατε εδώ στην έκθεσή σας είναι ακριβώς το αντίθετο.
Η παρούσα έκθεση αντικατοπτρίζει έναν απαρχαιωμένο και αποτυχημένο τρόπο σκέψης. Στο σύνολό της, η έκθεση είναι μη δημιουργική και θα τολμούσα να πω ακόμη και άχρηστη. Πρόκειται για παράθεση αδέξιων φράσεων σε πολλές σελίδες, σε μια προσπάθεια να αποσιωπηθεί το ότι στερείται ουσίας. Στο αυστριακό εκπαιδευτικό σύστημα, γι’ αυτήν εδώ την έκθεση θα σας έκοβαν παρευθύς.
Doris Pack (PPE). – (DE) Κυρία Πρόεδρε, θα ήθελα να προτείνω στον κ. Ehrenhauser να επισκεφτεί τα πανεπιστήμιά μας για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι πόσο δημιουργικά είναι, καθώς και ότι κανένας σπουδαστής δεν βρίσκεται σε θέση εξάρτησης απλώς και μόνο επειδή έχει λάβει υποτροφία από μια επιχείρηση. Αυτό ισχύει και για τον κ. Repo και την κ. Vergiat.
Πρέπει να επικεντρωθούμε στο να διασφαλίσουμε ότι η συνεργασία μεταξύ εκπαίδευσης και επιχειρήσεων θα λαμβάνει υπόψη τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ειδικότερα. Πρέπει επίσης να διασφαλίσουμε ότι οι ΜΜΕ τυγχάνουν καλύτερης, ταχύτερης και λιγότερο γραφειοκρατικής μεταχείρισης στο πλαίσιο των ερευνητικών προγραμμάτων. Αυτό είναι σημαντικό και έχει επίσης αναφερθεί στην παρούσα έκθεση, κύριε Ehrenhauser. Εάν την είχατε διαβάσει, θα είχατε συνειδητοποιήσει ότι πρόκειται για κάτι το εντελώς καινούργιο.
Συνεπώς, αυτό που χρειαζόμαστε στον εν λόγω τομέα είναι ενισχυμένη συνεργασία σε ό,τι αφορά τα πανεπιστήμια και τις ΜΜΕ. Χρειαζόμαστε αυτήν τη συνεργασία σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο. Εάν υπάρξει συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων και πανεπιστημίων, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι οι μεν θα διδαχθούν κατ’ ανάγκη από τους δε, διότι η μία πλευρά παρέχει εκπαίδευση σε εκείνους τους οποίους ίσως μία ημέρα να προσλάβει η άλλη πλευρά στην εταιρεία της. Από την άποψη αυτή, οφείλουμε να διασφαλίσουμε τη δυνατότητα ροής πόρων από τις επιχειρήσεις προς τα πανεπιστήμια, διότι οι δημόσιες αρχές διαθέτουν ολοένα και λιγότερους πόρους και δεν έχουν την πολυτέλεια να επενδύσουν πρόσθετους πόρους σε αυτούς τους τομείς.
Εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου προς όλους τους επιχειρηματίες και τις μικρές, μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις που παρέχουν πόρους στην εκπαίδευση, διότι με την πράξη τους αυτή εκπαιδεύουν, σε τελική ανάλυση, την επόμενη γενιά, η οποία θα προαγάγει περαιτέρω την οικονομική μεγέθυνση. Πρέπει να στηρίξουμε τα πανεπιστήμια. Πρέπει να διασφαλίσουμε στενότερη συνεργασία μεταξύ των δημόσιων ιδρυμάτων και του ιδιωτικού τομέα, καθώς και τη δημιουργία ταμείων καινοτομιών ιδιωτικής χρηματοδότησης. Η παρούσα έκθεση, συνεπώς, αγγίζει ακριβώς τη σωστή χορδή.
Προφανώς και τα άτομα πρέπει να εκπαιδεύονται από εκείνους που γνωρίζουν τι θα πει επιχειρηματικό πνεύμα και που γνωρίζουν τι θα πει διευθυντικό στέλεχος. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι οι καθηγητές και οι σπουδαστές λαμβάνουν τα σωστά εφόδια και ότι ενθαρρύνουμε τις επιχειρήσεις να συμμετέχουν στην ενεργό διαμόρφωση της εκπαιδευτικής ύλης που αφορά την επιχειρηματικότητα.
Οι παρατηρήσεις που διατύπωσαν ο κ. Repo και ο κ. Ehrenhauser δεν αντιστοιχούν στα πραγματικά δεδομένα και θα ήθελα να αντικρούσω τον χαρακτηρισμό της έκθεσης ως αφελούς και βαρετής. Διαφωνώ, η έκθεση είναι καλή. Θέλω να ευχαριστήσω τον κ. Pál Schmitt, που είναι επί του παρόντος πρόεδρος του ουγγρικού κοινοβουλίου.
Mary Honeyball (S&D). – (EN) Κυρία Πρόεδρε, οι περισσότεροι από εμάς σε αυτό το Σώμα συμφωνούν ότι οφείλουμε να στηρίξουμε τόσο τα πανεπιστήμιά μας όσο και τους νέους μας. Παρότι πιστεύω –όπως και οι περισσότεροι από εμάς, νομίζω– ότι τα πανεπιστήμια είναι, και οφείλουν να είναι, αυτόνομα, φυσικά, ζουν και αυτά στον πραγματικό κόσμο και οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, κυρίως διότι οι σπουδαστές που θα αποφοιτήσουν από αυτά θα αναζητήσουν θέσεις εργασίας στον πραγματικό κόσμο.
Αυτό, θεωρώ, είναι επί της ουσίας το αντικείμενο της συζήτησής μας. Συζητούμε για το πώς τα πανεπιστήμια μπορούν να διατηρήσουν την ακαδημαϊκή τους αριστεία, προετοιμάζοντας παράλληλα τους σπουδαστές τους για την αγορά εργασίας. Γι’ αυτό τούτος ο διάλογος –η επαφή μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρηματικού κλάδου– είναι τόσο σημαντικός, γι’ αυτό έχουμε δαπανήσει τόσο πολύ χρόνο σε αυτήν την προσπάθεια και γι’ αυτό ο κ. Schmitt δαπάνησε τόσο πολύ χρόνο για τη σύνταξη της έκθεσης αυτής.
Αυτό που χρειαζόμαστε είναι πραγματικός διάλογος μεταξύ των εργοδοτών, και των εργοδοτών σε όλα τα επίπεδα, κατά τη γνώμη μου. Συμφωνώ ότι οι ΜΜΕ είναι σημαντικές, πλην όμως θεωρώ ότι θα πρέπει να απευθυνθούμε και σε μεγάλες εταιρείες, καθώς και στον δημόσιο τομέα, σε κρατικούς εργοδοτικούς φορείς σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, στον τομέα της υγείας και πράγματι σε όλους όσοι απασχολούν άτομα, διότι με τον τρόπο αυτόν θα διασφαλίσουμε ότι το επίπεδο ανεργίας των αποφοίτων θα μειωθεί και ότι θα δοθεί μια ευκαιρία στους νέους μας.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι πολύ σημαντικό να διατηρήσουμε σε επαρκή επίπεδα την κρατική χρηματοδότηση των πανεπιστημίων – κάτι το οποίο γνωρίζω ότι αναδεικνύεται σε ολοένα και μεγαλύτερο πρόβλημα σε αρκετά κράτη μέλη. Εάν δεν διασφαλίσουμε τους πόρους αυτούς και εάν δεν υπάρξει η δέουσα και επαρκή χρηματοδότηση των πανεπιστημίων, δεν θα έχουμε ισορροπία μεταξύ των μαθημάτων, δεν θα έχουμε ισορροπία μεταξύ των γνωστικών αντικειμένων και δεν θα μπορέσουμε να δώσουμε στους σπουδαστές μας τις ευκαιρίες που έχουν ανάγκη.
Συνεπώς, σας προτρέπω να στηρίξετε τη σημαντική αυτή έκθεση και να την υπερψηφίσετε, ώστε να μπορέσουμε να προχωρήσουμε προς τα εμπρός και να διασφαλίσουμε ένα λαμπρό μέλλον για τα πανεπιστήμια, για τους σπουδαστές και για τους εργοδότες.
Marek Henryk Migalski (ECR). – (PL) Καταρχάς, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω που αναγνωρίσατε την αξία της τροπολογίας μου, η οποία καλεί χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης να συμμετάσχουν στο φόρουμ για τον διάλογο, στο οποίο αναφέρθηκε ο κ. Oettinger. Αυτό θα μας επιτρέψει να αξιοποιήσουμε την εμπειρία αμερικανικών πανεπιστημίων, τα οποία είναι, κατά τη γνώμη μου, τα καλύτερα πανεπιστήμια στον κόσμο, και θα ήταν θετικό αν τα πανεπιστήμιά μας μπορούσαν να αποκομίσουν οφέλη από αυτά και, παράλληλα, να ανταλλάξουμε την εμπειρία μας με άλλες χώρες, όπως τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Εντούτοις, αυτό που θεωρώ, εν προκειμένω, την πλέον σημαντική πτυχή είναι να τονιστεί ότι στον διάλογο αυτόν μεταξύ του επιχειρηματικού και του πανεπιστημιακού κόσμου, δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι το πανεπιστήμιο –ένας χώρος παροχής ανώτατης εκπαίδευσης– είναι ένα ανεξάρτητο, αυτόνομο ίδρυμα, του οποίου σκοπός είναι η αναζήτηση της αλήθειας – μια αναζήτηση της αλήθειας πέρα από συμφέροντα. Έτσι κάπως γεννήθηκαν τα πανεπιστήμια στην Ιταλία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Πολωνία, και φρονώ ότι δεν πρέπει να λησμονούμε ότι αυτός ο στόχος πρέπει να καθοδηγεί και τα σημερινά πανεπιστήμια, ενώ η συνεργασία με τις επιχειρήσεις δεν θα πρέπει να παρακωλύει ή να περιορίζει αυτό το ευγενές έργο αναζήτησης της αλήθειας – της αναζήτησης της αλήθειας πέρα από συμφέροντα.
Rui Tavares (GUE/NGL). – (PT) Κυρία Πρόεδρε, τα πανεπιστήμια αποτελούν τον στυλοβάτη της Ευρώπης· είναι ίσως το καλύτερο δημιούργημά μας. Η Ευρώπη ήταν παρούσα στα πανεπιστήμια της Μπολόνια, της Κοΐμπρα, της Οξφόρδης και της Σορβόννης του 12ου αιώνα πολύ πριν από την ύπαρξη της πολιτικής Ευρώπης. Εντούτοις, ο επιχειρηματικός κόσμος και η διοίκηση επιχειρήσεων με τη σημερινή τους μορφή μετρούν 30 ή 40 χρόνια ζωής: χρονολογούνται από τον πόλεμο. Αυτή είναι μία από τις λίγες φορές που ένας βουλευτής αριστερών πεποιθήσεων θα σας θέσει ένα συντηρητικό ερώτημα, οπότε αξιοποιήστε το όσο μπορείτε.
Θέλετε πραγματικά να προσηλωθείτε σε ένα ευρωπαϊκό δημιούργημα εκατονταετιών ή σε μια επιχειρηματική ιδεολογία μερικών δεκαετιών; Η προσήλωση στον επιχειρηματικό κόσμο, όπως πράττουμε τις τελευταίες δεκαετίες, έχει αναπόφευκτα βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, και τίποτα περισσότερο. Καταρτίζουμε μηχανικούς πλαστικών υλών τώρα για να είναι άνεργοι σε τρία χρόνια, για να καταρτίσουμε στη συνέχεια ένα είδος οικονομικού διαχειριστή ο οποίος θα είναι άνεργος μετά από τέσσερα χρόνια· θέλω να θέσω μια ερώτηση στις ευρωπαϊκές χώρες της Πορτογαλίας και της Εσθονίας.
Τι θα προτιμούσατε; Θα προτιμούσατε τα παιδιά σας να λαμβάνουν εκπαίδευση που ακολουθεί τις βραχυπρόθεσμες επιταγές της αγοράς ή μήπως θα προτιμούσατε να λαμβάνουν την πιο στέρεα και ευρεία δυνατή εκπαίδευση, όπως ανέκαθεν ίσχυε στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια; Θα προτιμούσατε να λαμβάνουν εκπαίδευση που θα τους επέτρεπε να βρίσκονται τώρα στην αγορά εργασίας ή για τις επόμενες δεκαετίες και το υπόλοιπο της ζωής τους; Σας αφήνω να σκεφτείτε την ερώτηση.
Jaroslav Paška (EFD). – (SK) Καταρχάς, θα ήθελα να συγχαρώ τον συνάδελφο βουλευτή, τον συντάκτη αυτής της έκθεσης, για την εκλογή του στη νέα και σημαντική θέση του προέδρου του ουγγρικού κοινοβουλίου. Θα ήθελα επίσης να επωφεληθώ της ευκαιρίας αυτής για να εκφράσω την ελπίδα ότι ο Pál Schmitt, με τη σοφία που τον διακρίνει, τις ευρείς πολιτικές του θέσεις, καθώς με τις ψύχραιμες και συνετές παρεμβάσεις του από τη θέση αυτή που ανέλαβε, θα συμβάλει στη διαρκή βελτίωση της συνύπαρξης της Ουγγαρίας με τις γειτονικές της χώρες.
Θα ήθελα τώρα να επανέλθω στη νέα εταιρική σχέση για τον εκσυγχρονισμό των πανεπιστημίων. Κατά τη γνώμη μου, η καθοριστικής σημασίας δήλωση σε ολόκληρο το κείμενο διατυπώνεται στην εισαγωγή, στο σημείο 2 του σχεδίου γνωμοδότησης της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας, όπου αναφέρεται, και παραθέτω αυτούσια, «ότι οι προκλήσεις στις οποίες αναφέρεται η ανακοίνωση της Επιτροπής δεν είναι νέες, και ότι δεν έχουν αντιμετωπιστεί επιτυχώς μέχρι σήμερα».
Για να το θέσω πιο απλά, η Επιτροπή ανέπτυξε ένα όραμα, με το να επαναλαμβάνει και να εκδίδει προκλήσεις, τρέφοντας ίσως την ελπίδα ότι θα επιτύγχανε κάτι με αυτό, αλλά δυστυχώς δεν υπήρξε καμία σημαντική βελτίωση σε αυτόν τον τομέα μέχρι σήμερα. Ίσως θα ήταν ως εκ τούτου σοφότερο, κύριε Επίτροπε, να προβείτε το συντομότερο δυνατόν σε διεξοδική ανάλυση των αιτίων για την αποτυχία των προηγούμενων προκλήσεων να παραγάγουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, και εν συνεχεία να καταλήξετε σε έναν ρεαλιστικό προσδιορισμό των νέων και πραγματικά αποτελεσματικών μέτρων για την επίτευξη πραγματικής συνεργασίας υψηλού επιπέδου μεταξύ πανεπιστημίων και βιομηχανικών εταιρειών.
Seán Kelly (PPE). – (GA) Κυρία Πρόεδρε, ο Pádraig Ó Conaire έγραψε κάποτε ένα βιβλίο με τον τίτλο M’Asal Beag Dubh (Το μαύρο γαϊδουράκι μου), στο οποίο έλεγε ότι ο γάιδαρος στεκόταν «με τη ράχη του στον άνεμο, γυρνώντας την πλάτη στη ζωή τη στιγμή που η ζωή τού γυρνούσε την πλάτη».
(EN) Η περιγραφή αυτή θα μπορούσε να ισχύει, με όλο τον σεβασμό, και για τους καθηγητές πανεπιστημίων στο παρελθόν, δεδομένου ότι έζησαν στους γυάλινους πύργους τους μακριά από τον κόσμο και ο κόσμος μακριά από αυτούς, αλλά, ευτυχώς, τώρα όλα αυτά έχουν αλλάξει, και έχουν αλλάξει ανεπιστρεπτί. Τον τελευταίο καιρό, έτυχε να διαπιστώσω τρία τρανταχτά παραδείγματα σε σχέση με αυτό.
Πρώτον, στην πόλη Tralee από όπου κατάγομαι, το Ινστιτούτο έλαβε το βραβείο της ευρωπαϊκής επιχειρηματικής περιφέρειας της χρονιάς για το έργο του που επιτέλεσε στον εμπορικό και επιχειρηματικό κόσμο.
Δεύτερον, σε συνομιλίες και συναντήσεις που είχα με τον νέο καθηγητή και πρόεδρο του Πανεπιστημίου College Cork, πληροφορήθηκα ότι αρχίζουν όντως να συνεργάζονται με την επιχειρηματική κοινότητα και το αντίστροφο.
Το πλέον ενθαρρυντικό όλων είναι ότι βρεθήκαμε στο Santiago πριν από μερικές εβδομάδες και το εκεί πανεπιστήμιο είχε αναπτύξει ένα εξαίσιο μοντέλο συνεργασίας με την επιχειρηματική κοινότητα και είχε μάλιστα δημιουργήσει τη δική του τράπεζα για να ενθαρρύνει τις νεοσύστατες εταιρείες, οι οποίες συχνά αδυνατούν να λάβουν χρηματοδότηση για να ξεκινήσουν τις εργασίες τους.
Εμείς, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορούμε να κάνουμε πολλά για να ενθαρρύνουμε τις εταιρείες αυτές, για να δημιουργήσουμε τις ευκαιρίες ανάπτυξης, καθώς και για να καθιερώσουμε τον συντονισμό στον τομέα της έρευνας που μπορεί εντέλει να μετατραπεί σε οικονομία της γνώσης και στις έξυπνες θέσεις εργασίας για τις οποίες συζητούμε.
Nessa Childers (S&D). – (EN) Κυρία Πρόεδρε, οι ακαδημαϊκοί είναι, εκ φύσεως, διαλεκτική ομάδα, οπότε ως πρώην καθηγήτρια πανεπιστημίου και υπεύθυνη επί του προγράμματος σπουδών, παρακολούθησα με μεγάλο ενδιαφέρον μια σαφώς δημόσια συζήτηση που έλαβε χώρα στην Ιρλανδία μεταξύ ακαδημαϊκών σχετικά με τον μελλοντικό προσανατολισμό των ιρλανδικών πανεπιστημίων.
Το σημείο σύγκλισης μεταξύ των ακαδημαϊκών αυτών είναι ότι συμφωνούν πως τα πανεπιστήμια εξακολουθούν να αποτελούν μία από τις μεγαλύτερες καινοτομίες της Ευρώπης και ότι η συνέχιση της επιτυχούς πορείας τους είναι καθοριστική για τη μελλοντική κοινωνική, πολιτική και οικονομική επιτυχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εντούτοις, η οικονομική επιτυχία δεν θα πρέπει να συγχέεται με την κοινωνική εξέλιξη, τόσο στο πλαίσιο της κοινωνίας όσο και του πανεπιστημίου· και άρα σε αυτό το σταυροδρόμι στο οποίο έχουμε φτάσει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με την παραδοσιακή εκπαίδευση που έχει ως βάση τον σπουδαστή από τη μία πλευρά και τις απαιτήσεις των σύγχρονων οικονομιών που καθοδηγούνται από τις επιχειρήσεις από την άλλη, θα πρέπει να πορευθούμε με πολύ μεγάλη προσοχή.
Η αύξηση της κερδοφορίας και η σύγχρονη ανάπτυξη είναι αναπόσπαστα στοιχεία των σημερινών πανεπιστημίων, ωστόσο, δεδομένου ότι υπάρχουν πολλές σχολές που δεν συνδέονται με επιχειρήσεις και επαγγέλματα που έχουν ως γνώμονα το κέρδος –και αναφέρομαι στις τέχνες και στις ανθρωπιστικές επιστήμες ειδικότερα– είναι σημαντικό, για να διατηρηθεί ισορροπία μεταξύ της οικονομικής αλλά και της πνευματικής επιτυχίας, να διατηρήσουν τα σύγχρονα πανεπιστήμια ορισμένους ουσιαστικούς ακαδημαϊκούς δεσμούς με το πιο άδολο, από οικονομικής άποψης, παρελθόν τους.
Elena Băsescu (PPE). – (RO) Δυστυχώς, τα εκπαιδευτικά προγράμματα σπουδών δίνουν πολύ μεγάλη έμφαση στη θεωρία, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι οι σπουδαστές αντιμετωπίζουν προβλήματα κατά την είσοδό τους στην αγορά εργασίας. Η εκπαίδευση που λαμβάνουν πρέπει να έχει ως βάση της μια πιο πρακτική προσέγγιση και να επιλαμβάνεται των πραγματικών προβλημάτων που ανακύπτουν στο οικονομικό περιβάλλον. Γι’ αυτό θεωρώ ότι οι σχέσεις μεταξύ του ακαδημαϊκού και του επιχειρηματικού κόσμου πρέπει να ενισχυθούν.
Επιπλέον, τα πανεπιστήμια πρέπει να καταστούν πιο ευνοϊκά διακείμενα έναντι του επιχειρηματικού κόσμου, ώστε να μπορούν να προσαρμόζουν καλύτερα την παρεχόμενη εκπαίδευση στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας. Με τον τρόπο αυτόν οι σπουδαστές θα μπορούν να αποκτούν τα προσόντα και να αναπτύσσουν τις δεξιότητες που απαιτούνται από τους εργοδότες. Ορισμένα κράτη μέλη, όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο ή η Ισπανία, έχουν προχωρήσει εδώ και μερικά χρόνια στην ανάπτυξη εταιρικών σχέσεων μεταξύ των πανεπιστημίων και του επιχειρηματικού κόσμου.
Πέρυσι στη Ρουμανία, εγκαινιάστηκε ένα πρόγραμμα κοινοτικής χρηματοδότησης, στο οποίο συμμετέχουν 20 σχολές οι οποίες διαμορφώνουν νέα προγράμματα σπουδών προσαρμοσμένα στις παρούσες απαιτήσεις της αγοράς εργασίας. Ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα του προγράμματος αυτού έγκειται στο ότι μειώνει την ανεργία μέσω της βελτίωσης της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης και μειώνει τον αριθμό των πτυχιούχων αποφοίτων που αδυνατούν να προσαρμοστούν στην αγορά εργασίας.
Οι εταιρικές αυτές σχέσεις δεν πρέπει να περιοριστούν σε μεμονωμένα κράτη μέλη. Στην παρούσα κατάσταση, στηρίζω την προαγωγή και την επέκταση των προγραμμάτων Erasmus για νέους επιχειρηματίες και για μαθητευόμενους.
Cătălin Sorin Ivan (S&D). – (RO) Θέλω καταρχάς να συγχαρώ τον Pál Schmitt για τη συνεκτική και συναφή έκθεση σχετικά με την υφιστάμενη κατάσταση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αντιμετωπίζουμε ένα μείζον πρόβλημα, ότι δηλαδή και στα 27 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης παράγουμε, επί του παρόντος, ανέργους αντί για νέους που να είναι πλήρως προσαρμοσμένοι στην αγορά εργασίας. Υπάρχει τεράστιο χάσμα μεταξύ των όσων μαθαίνουν οι νέοι στο πανεπιστήμιο και των όσων απαιτούν οι εργοδότες στην αγορά εργασίας. Το πρόβλημα αυτό επιτείνεται ακόμη περισσότερο δεδομένης της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης που διερχόμαστε σήμερα, όπου συνυπάρχει προφανώς και μια κρίση στον τομέα της απασχόλησης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαδραμάτισε για πάρα πολλά χρόνια ηγετικό ρόλο στην παγκόσμια αγορά, διαθέτοντας μια οικονομία βασισμένη, ειδικότερα, στη γνώση και στην καινοτομία. Εάν πράγματι επιθυμούμε να αποκτήσουμε μια οικονομία βασισμένη στη γνώση και στην καινοτομία, πρέπει να αφήσουμε κατά μέρος τις συζητήσεις και να στηρίξουμε περαιτέρω τις επενδύσεις και τις συμπράξεις δημοσίου-ιδιωτικού τομέα, καθώς και να ενθαρρύνουμε την ανάπτυξη εταιρικών σχέσεων μεταξύ των πανεπιστημίων και του επιχειρηματικού κόσμου, ούτως ώστε οι ανακαλύψεις που γίνονται και τα αποτελέσματα της επιστημονικής έρευνας που πραγματοποιείται στα πανεπιστήμια να μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην πραγματική οικονομία.
Βρέθηκα και εγώ στο Santiago de Compostela με τον Seán Kelly όπου επισκεφθήκαμε το πανεπιστήμιο της περιοχής. Μπορώ να σας πω ότι είδαμε ένα πολύ σαφές μοντέλο χρηματοδότησης νέων και μικρών επιχειρήσεων τις οποίες έχουν συστήσει σπουδαστές, στις οποίες το πανεπιστήμιο παρέχει πίστωση χωρίς καμία εγγύηση. Τα προϊόντα που αναπτύσσουν επιτυχώς οι σπουδαστές στο πανεπιστήμιο έχουν άμεση πρακτική εφαρμογή στην τοπική οικονομία. Είναι ένα μοντέλο το οποίο πρέπει να προωθήσουμε και να αναπαραγάγουμε σε ολόκληρη την ΕΕ.
Piotr Borys (PPE). – (PL) Η έκθεση αυτή σχετίζεται με τους σημαντικούς στόχους της στρατηγικής «Ευρώπη 2020». Θα υπενθυμίσω σε όλους εσάς ότι, μέσα σε μία δεκαετία, ο αριθμός των ατόμων που έχουν λάβει τριτοβάθμια εκπαίδευση αναμένεται να αυξηθεί κατά 10% –από 30% σε 40%– και οι δαπάνες των κρατών μελών για έρευνα και ανάπτυξη αναμένεται να αυξηθούν στο 3%. Τα πανεπιστήμια είναι εκείνα που θα επωφεληθούν κατά κύριο λόγο από τους πόρους αυτούς και θα διεξαγάγουν την έρευνα. Συνεπώς, πρέπει να διερευνήσουμε σε βάθος τα πλέον επιτυχημένα συστήματα που εφαρμόζονται σε άλλα μέρη του κόσμου. Αναφέρομαι εν προκειμένω στις αμερικανικές μεθόδους που σχετίζονται με την εταιρική σχέση μεταξύ επιχειρήσεων και πανεπιστημίων, και στον τρόπο προσαρμογής όλων των αποτελεσμάτων της επιστημονικής έρευνας στην αγορά, ώστε τα συχνά θαυμάσια επιστημονικά επιτεύγματα να μην μένουν στο ράφι αλλά να βρίσκουν πρακτική εφαρμογή, δηλαδή στις επιχειρήσεις.
Άλλο ένα ζήτημα είναι η ανάγκη για την αποτελεσματική θέσπιση ενός συστήματος επιχορηγήσεων σπουδών και την προσέλκυση επιχειρήσεων στο σύστημα αυτό. Τα διδακτορικά προγράμματα θα πρέπει να υποστηριχθούν σθεναρά, μέσω του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου και προγραμμάτων που ήδη υφίστανται, όπως το πρόγραμμα Marie Curie. Πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε σαφή προγράμματα δημόσιας εταιρικής σχέσης, κυρίως στο πλαίσιο τεχνολογικών πάρκων και επιχειρηματικών εκκολαπτηρίων; Πώς μπορούμε να ασχοληθούμε με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και να ωθήσουμε και τους σπουδαστές να ασχοληθούν με τις ΜΜΕ; Όλα αυτά είναι πολύ σημαντικά ζητήματα. Θεωρώ σημαντικό το ότι δεν θα πρέπει να επενδύσουμε αποκλειστικά ούτε στον τομέα της τεχνολογίας, αν και πρόκειται για σημαντικό τομέα. Θα πρέπει να επενδύσουμε και σε ένα σύστημα των τεχνών και των ανθρωπιστικών επιστημών, το οποίο θα πρέπει επίσης να διαθέτει ένα πεδίο συνεργασίας με τους δημόσιους οργανισμούς και με τις επιχειρήσεις.
Μια τελευταία παρατήρηση: σήμερα, η Κίνα διαθέτει τον ίδιο αριθμό σπουδαστών με εκείνον σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Συνεπώς, η συζήτηση για την πραγμάτωση κοινών στόχων αποτελεί κοινό μας καθήκον, και πιστεύω ότι η συμμετοχή των επιχειρήσεων στον διάλογο θα λειτουργήσει αποτελεσματικά για να νικήσουμε τον ανταγωνισμό που δεχόμαστε από ολόκληρο τον κόσμο.
Teresa Riera Madurell, συντάκτρια γνωμοδότησης της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας. – (ES) Κυρία Πρόεδρε, κύριε Επίτροπε, εμείς στην Επιτροπή Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας θα θέλαμε να εκφράσουμε τη στήριξή μας στο έργο του φόρουμ της ΕΕ για τον διάλογο πανεπιστημίων-επιχειρήσεων.
Θεωρούμε ότι συνιστά καλό μέσο για την ενίσχυση τόσο σημαντικών σχέσεων, όπως αυτές μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.
Είμαστε πεπεισμένοι ότι σε περιόδους οικονομικής κρίσης, όταν οι νέοι αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες στην εύρεση εργασίας και οι επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με μεγαλύτερες ανταγωνιστικές πιέσεις, αυτή η συνεργασία έχει μια προστιθέμενη οικονομική και κοινωνική αξία στην οποία θα πρέπει να δίνεται ακόμη μεγαλύτερη προτεραιότητα.
Ο διάλογος και η συνεργασία πρέπει να κινούνται και προς τις δύο κατευθύνσεις, και από την προσφορά και από τη ζήτηση, και πρέπει να επεκταθούν σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, ώστε να εντοπίζονται οι βέλτιστες πρακτικές, οι βέλτιστες πολιτικές και τα βέλτιστα μέσα.
Συμφωνούμε ότι η προαγωγή της κινητικότητας του προσωπικού μεταξύ των ερευνητικών κέντρων και των εταιρειών, η ενίσχυση των επενδύσεων εκ μέρους του ιδιωτικού τομέα στην Ε&Α και η διασφάλιση ότι τα πανεπιστήμια παρέχουν στην αγορά εργασίας επαρκώς καταρτισμένο προσωπικό συνιστούν στο σύνολό τους σημαντικές δράσεις.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση πραγματοποιεί ήδη σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση αυτή, όπως με το να παρέχει στήριξη σε τεχνολογικές πλατφόρμες, σε κοινές τεχνολογικές πρωτοβουλίες και μεθόδους σύμπραξης μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, καθώς και στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Καινοτομίας και Τεχνολογίας, δεδομένου ότι αφορούν εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πρωτοβουλίες που κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση και που πρέπει να συνεχίσουμε να ενθαρρύνουμε.
Ολοκληρώνοντας, κυρία Πρόεδρε, εμείς στην Επιτροπή Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας θα θέλαμε να συγχαρούμε τον εισηγητή για το έργο του και για τον διορισμό του.
Joanna Katarzyna Skrzydlewska (PPE). – (PL) Το φόρουμ για τον διάλογο πανεπιστημίων-επιχειρήσεων, το οποίο εγκαινίασε η Επιτροπή, ενισχύει τη συνεργασία μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων, με σκοπό να παρέχεται στήριξη στα πανεπιστήμια ώστε να αναπτύσσουν εταιρικές σχέσεις κάνοντας χρήση των επιστημονικών και τεχνολογικών τους γνώσεων. Πρόκειται για μία καλή ιδέα εάν θέλουμε να καταστήσουμε την ευρωπαϊκή οικονομία δυναμική και πραγματικά ανταγωνιστική. Θα ήθελα, ωστόσο, να επισημάνω ορισμένα μειονεκτήματα στην πρόταση της Επιτροπής.
Ορισμένες από τις συστάσεις είναι υπερβολικά γενικόλογες και αφήνουν πολύ μεγάλα περιθώρια ερμηνείας, όπως ο όρος «πανεπιστήμιο» που αποδίδεται σε όλα τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ανεξαρτήτως του καθεστώτος τους. Δεν υπάρχει κανένα επιστημονικό μέσο με το οποίο να προσδιορίζεται τυχόν ανεπάρκεια προσόντων στην αγορά εργασίας. Ούτε γίνεται αναφορά σε κάποιο σύστημα εκπαίδευσης και κατάρτισης το οποίο θα επέτρεπε τον περιορισμό ανάλογης ανεπάρκειας. Όσον αφορά το πρόγραμμα διά βίου μάθησης, δεν λαμβάνει υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση των ατόμων που δεν έχουν λάβει πανεπιστημιακή εκπαίδευση.
Εν ολίγοις, ο τρόπος που έχει επιλεγεί για την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων δεν φαίνεται να απαντά στις σημερινές ανάγκες της αγοράς. Οι πλέον σημαντικοί ρόλοι, ωστόσο, αποτελούν αρμοδιότητα των κρατών μελών, τα οποία οφείλουν να διασφαλίσουν την αποτελεσματική εφαρμογή των προτάσεων, εάν θέλουμε να επιτύχουμε τους επιδιωκόμενους σκοπούς.
(Χειροκροτήματα)
Lara Comi (PPE). – (IT) Κυρία Πρόεδρε, κύριε Επίτροπε, κυρίες και κύριοι, μετά την πρώτη αναθεώρηση της στρατηγικής της Λισαβόνας, η Ευρωπαϊκή Ένωση στρέφει ήδη το βλέμμα της προς την επόμενη δεκαετία. Μεταξύ των προτεραιοτήτων της στρατηγικής «Ευρώπη 2020», ξεχωρίζει αυτή της έξυπνης ανάπτυξης που βασίζεται τόσο στην οικονομία της γνώσης όσο και στην καινοτομία.
Το κλειδί για να προχωρήσουμε προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η ολοκλήρωση μεταξύ των συστημάτων δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και της αγοράς εργασίας. Η πορεία που πρέπει να ακολουθήσουμε έγκειται στο να επικεντρωθούμε εκ νέου στον κόσμο της εργασίας σε συνδυασμό με την εκμάθηση ατομικών δεξιοτήτων, ή μάλλον στο αποκαλούμενο «τρίγωνο της γνώσης».
Η Ευρώπη μπορεί, συνεπώς, να διασφαλίσει τον ρόλο της στη διεθνή κονίστρα εάν, στους τομείς της επιστήμης και της καινοτομίας, ενεργήσει με πιο ενιαίο τρόπο και συμπεριλάβει κάθε πρόσωπο που είναι σε θέση να επηρεάσει τόσο τη μεγέθυνση όσο και την ανάπτυξη. Στο πλαίσιο αυτό, τα συστήματα αξιολόγησης των πανεπιστημίων που αποσκοπούν στη θέσπιση και την αξιολόγηση προτύπων αποδοτικότητας και ποιότητας είναι περισσότερο επίκαιρα από ποτέ. Είναι, συνεπώς, καιρός να προχωρήσουμε προς αυτήν τη νέα διάσταση της ευρωπαϊκής ενότητας, που είναι γνωστή ως «πέμπτη ελευθερία», ή ως ελεύθερη κυκλοφορία των γνώσεων και των ταλαντούχων προσώπων.
Προς τον σκοπό αυτόν, πρέπει να υπάρξει ευρωπαϊκή πρόταση για την απλούστευση του έργου των νέων ερευνητών μέσω της ανάπτυξης οργανικών δεσμών με τις επιχειρήσεις, προκειμένου να καλύπτονται οι ανάγκες τους για περαιτέρω εξέλιξη. Για την επίτευξη των στόχων αυτών, πρέπει να υπάρξει αύξηση των επενδύσεων σε προγράμματα όπως το Erasmus. Με τον τρόπο αυτόν, θα ενθαρρυνθεί η μελέτη πέραν των εθνικών συνόρων παρέχοντας εγγυημένη ακαδημαϊκή αναγνώριση στους σπουδαστές.
Corina Creţu (S&D). – (RO) Σε μια εποχή όπου έχουμε ανάγκη νέων μέσων για την ανάκαμψη της οικονομικής ανάπτυξης, φρονώ ότι είναι σημαντικό να διευκολύνουμε την πρόσβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην έρευνα και την ανάπτυξη. Πολλές από τις εταιρείες αυτές πλήττονται λόγω των δυσκολιών πρόσβασης στη χρηματοδότηση, πράγμα που σημαίνει ότι αδυνατούν να σχεδιάσουν και να αναπτύξουν νέα προϊόντα ή να επανασχεδιάσουν ήδη υπάρχοντα προϊόντα, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν μείωση της ανταγωνιστικότητας.
Εμείς θα θέλαμε τα πανεπιστήμια, και δη εκείνα που λαμβάνουν δημόσια χρηματοδότηση, να διάκεινται περισσότερο ευνοϊκά στις ανάγκες των ΜΜΕ. Η μείωση της γραφειοκρατίας σε συνδυασμό με την αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης που προορίζεται για προγράμματα έρευνας και ανάπτυξης, τα οποία μπορούν να δημιουργήσουν τεχνολογίες ή προϊόντα που μπορούν εν συνεχεία να μεταφερθούν στις ΜΜΕ, θα διευκόλυνε την πρόσβαση στη χρηματοδότηση των προγραμμάτων αυτών στο πλαίσιο των διαρθρωτικών ταμείων.
Τα πανεπιστήμια μπορούν επίσης να συμβάλουν στην κατάρτιση του προσωπικού των ΜΜΕ στο πλαίσιο της διαδικασίας της διά βίου μάθησης. Η έναρξη λειτουργίας ενός ενιαίου ευρωπαϊκού δικτύου των κέντρων επιχείρησης και καινοτομίας είναι ενθαρρυντική.
Τα συγχαρητήριά μου στον εισηγητή.
Elena Oana Antonescu (PPE). – (RO) Θα πρέπει να διερωτηθούμε προς ποια κατεύθυνση θέλουμε να οδηγήσουμε τα εκπαιδευτικά και ερευνητικά μας συστήματα. Πάρα πολλές συζητήσεις γίνονται σχετικά με τη βασισμένη στη γνώση κοινωνία, αλλά αναρωτιέμαι αν αυτή η έννοια έχει καταστεί τόσο δημοφιλής λόγω της προβολής της από τα μέσα ενημέρωσης. Νομίζω ότι ελάχιστα έχουν λεχθεί για τις δεξιότητες στο πλαίσιο αυτό, αλλά πάρα πολλά για τη συσσώρευση γνώσεων.
Εάν πραγματοποιήσετε έρευνα μεταξύ των σπουδαστών, θα διαπιστώσετε ότι η συγγραφή εργασιών έχει αναχθεί σε πρακτική που αφορά τη χρήση λίγων κοινοτοπιών για να καλυφθεί η έκταση που απαιτείται από τους καθηγητές. Υπάρχουν ορισμένοι που θα πρέπει να συμμετάσχουν σε ένα οικονομικό περιβάλλον όπου η συνταγή της επιτυχίας δεν είναι πλέον εγγυημένη. Θεωρώ ότι ο επιχειρηματικός κόσμος δεν θα είναι ο μοναδικός τομέας που θα αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο ριζικής αναδιάρθρωσης ως αποτέλεσμα της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης. Αυτό θα ισχύσει και για τα πανεπιστήμια, τα οποία θα κληθούν να προβούν σε ορισμένες τροποποιήσεις για να μπορέσουν να προσαρμοστούν σε ένα διαρκώς ρευστό περιβάλλον, που απαιτεί την απόκτηση δεξιοτήτων και όχι στείρας γνώσης.
Iosif Matula (PPE). – (RO) Θέλω να συγχαρώ τον Pál Schmitt για δύο λόγους: για τη νέα του θέση και για την καλά διαρθρωμένη και περιεκτική του έκθεση, η οποία θα ενισχύσει σαφώς την αποτελεσματικότητα των σχέσεων μεταξύ του επιχειρηματικού και του ακαδημαϊκού κόσμου στην Ευρώπη.
Σε μια εποχή όπου όλες οι στρατηγικές που έχουμε υιοθετήσει καταδεικνύουν την ανάγκη για πολίτες υψηλού μορφωτικού επιπέδου, που να διαθέτουν δεξιότητες συμβατές με τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας, θεωρώ ευπρόσδεκτη τη λήψη ειδικών μέτρων που αποσκοπούν στη βελτίωση της διασύνδεσης μεταξύ αμφότερων των τομέων.
Φρονώ ότι απαιτείται αλλαγή νοοτροπίας σε ολόκληρη την ΕΕ, σε συνδυασμό με ένα επιχειρηματικό περιβάλλον το οποίο θα συμβάλει στην προσαρμογή των πανεπιστημιακών προγραμμάτων, όπως ακριβώς ισχύει στη Βόρεια Αμερική, εγκαινιάζοντας και χρηματοδοτώντας ειδικά μαθήματα. Αυτό θα συμβάλει στην εξοικείωση των σπουδαστών με τις αυστηρές απαιτήσεις της επιχειρηματικότητας και θα καταστήσει την ευρωπαϊκή ανώτατη εκπαίδευση πιο ελκυστική παγκοσμίως. Πρακτικό αποτέλεσμα όλων αυτών θα είναι να προσφέρεται στην κοινωνία προστιθέμενη αξία και να παρέχεται γνώση και αποτελέσματα από τη συνεργασία μεταξύ πανεπιστημίων και εταιρειών, δημιουργώντας ως εκ τούτου οικονομική ανάπτυξη και, κατ’ επέκταση, καλύτερες συνθήκες διαβίωσης για τους πολίτες μας.
Martin Ehrenhauser (NI). – (DE) Κυρία Πρόεδρε, σας ευχαριστώ πάρα πολύ που μου δίνετε και πάλι τον λόγο για λίγο. Όπως φαίνεται, η αξιότιμη συνάδελφός μου δεν γνωρίζει τη διαφορά μεταξύ κατάρτισης και εκπαίδευσης. Σε καιρούς όπου η τεχνολογία αφαιρεί από εμάς μεγάλο μέρος της εργασίας μας, είναι εξαιρετικά σημαντικό τα πανεπιστήμια να εκπαιδεύουν πολίτες ώστε να αποκτούν ώριμο και αναλυτικό τρόπο σκέψης. Αυτό ακριβώς είναι που χρειαζόμαστε. Χρειαζόμαστε άτομα ικανά να εξετάζουν με κριτικό τρόπο κοινωνικές διαδικασίες.
Άλλωστε, οι επιχειρήσεις δεν θέτουν τέτοιους στόχους. Οι επιχειρήσεις θέλουν να εκπαιδεύουν άτομα και έχουν κάθε δικαίωμα να το πράττουν, πράγμα καθ’ όλα θεμιτό και σωστό. Πλην όμως, αυτό είναι μόνο μία απαίτηση ενός υποσυστήματος της κοινωνίας μας και δεν αντιπροσωπεύει όλα όσα χρειαζόμαστε σε μια κοινωνία ως σύνολο.
Επιτρέψτε μου να κάνω άλλη μία σύντομη παρατήρηση: χρειαζόμαστε επιστημονική δημιουργικότητα και επιστημονική περιέργεια. Δεν δέχομαι την άποψη, και ασφαλώς δεν πιστεύω, ότι οι επιχειρήσεις είναι σε θέση να αγοράσουν την περιέργεια και τη δημιουργικότητα που τόσο απεγνωσμένα χρειαζόμαστε μέσω των οικονομικών εισροών τους. Όχι!
Czesław Adam Siekierski (PPE). – (PL) Η έρευνα, η επιστημονική πρόοδος και η εκπαίδευση των σπουδαστών αποτελούν τους κύριους ρόλους που επιτελούν τα πανεπιστήμια. Οι προτεραιότητες της στρατηγικής της Λισαβόνας είναι, εν συντομία, οι εξής: οικονομία βασισμένη στη γνώση, καινοτομία και επιστημονική έρευνα. Ακόμη και αν δεν κρίνουμε ικανοποιητικά τα αποτελέσματα της στρατηγικής, οι στόχοι που καθορίζονται στη στρατηγική εξακολουθούν να είναι συναφείς.
Τι τρόποι υπάρχουν για την εφαρμογή αυτών των αρχών και των στόχων; Πρώτον, συνεργασία μεταξύ πανεπιστημίων, οικονομίας και ειδικών επιχειρήσεων, καθώς και η χρηματοδότηση της επιστημονικής έρευνας και της εργασιακής εμπειρίας από τις επιχειρήσεις. Δεύτερον, ανταλλαγές σπουδαστών και ερευνητών μεταξύ των πανεπιστημίων διάφορων χωρών και αύξηση των πόρων που διατίθενται για τη στήριξή τους. Τρίτον, χρηματοδότηση από τις επιχειρήσεις των περιόδων πρακτικής άσκησης των σπουδαστών και της επιστημονικής έρευνας που έχουν ζητήσει. Τέταρτον, η κινητικότητα του προσωπικού είναι σημαντική, προκειμένου να καθίσταται δυνατή η πλήρης αξιοποίηση του κατηρτισμένου προσωπικού. Πέμπτον, ανάπτυξη ερευνητικών και αναπτυξιακών κέντρων στον τομέα της οικονομίας.
Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να πω ότι η καλύτερη επένδυση είναι μια επένδυση στην εκπαίδευση της νέας γενιάς, και εννοώ τη διά βίου εκπαίδευση.
Petru Constantin Luhan (PPE). – (RO) Εν μέρει συμφωνώ με τον εισηγητή. Θέλω να πω ότι, για να επιτύχουμε τους στόχους της στρατηγικής «ΕΕ 2020», χρειαζόμαστε γνώση και καινοτομία. Δεν μιλάμε για εξαγορά γνώσης, αλλά για επένδυση σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο είναι προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις της αγοράς.
Σήμερα, τα πανεπιστήμια στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρέχουν στους ερευνητές και στους σπουδαστές λιγότερο ελκυστικές συνθήκες απ’ ό,τι τα κολέγια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ένας από τους κύριους λόγους γι’ αυτό είναι η έλλειψη πόρων. Όπως επισημάνθηκε και από τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, José Manuel Barroso, οι Ευρωπαίοι ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την προσέλκυση των καλύτερων ποδοσφαιριστών. Χάνουν, όμως, τους ερευνητές τους που πηγαίνουν στους Αμερικανούς.
Είναι, συνεπώς, απολύτως αναγκαίο να εκσυγχρονίσουμε τα πανεπιστήμια της Ευρώπης, ώστε να μπορούν να διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στην κοινωνία και σε μια οικονομία η οποία βασίζεται στη γνώση και την καινοτομία. Μία λύση για να μετριαστεί η δυσαρέσκεια των εργοδοτών, οι οποίοι θεωρούν ότι η πανεπιστημιακή εκπαίδευση δεν λαμβάνει υπόψη τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας και δεν προετοιμάζει τους σπουδαστές για να αντεπεξέλθουν στο σημερινό περιβάλλον, είναι να δοθούν μέσω πανεπιστημιακών προγραμμάτων ευκαιρίες στους σπουδαστές να πραγματοποιούν περιόδους πρακτικής άσκησης σε ΜΜΕ.
Günther Oettinger, μέλος της Επιτροπής. – (DE) Κυρία Πρόεδρε, αξιότιμοι βουλευτές, σας ευχαριστώ για τη ζωηρή συζήτηση και για τις πολλές προτάσεις και ιδέες που καταθέσατε. Πιστεύω ότι υπάρχει ευρεία συναίνεση σε αυτό το Σώμα ότι ο διάλογος μεταξύ των πανεπιστημίων και του κόσμου της εργασίας και των επιχειρήσεων μπορεί να είναι επωφελής για όλους τους ενεχομένους, για τα ίδια τα πανεπιστήμια, τους ερευνητές, τους καθηγητές, τους σπουδαστές, τις επιχειρήσεις και την κοινωνία ως σύνολο.
Κατά την άποψή μου, δεν πρόκειται για το «αν» αλλά για το «πώς», δηλαδή πώς μπορούμε να αναπτύξουμε διάλογο και συνεργασία. Πρόκειται για τη μετάδοση των γνώσεων, για τον διάλογο και την ανταλλαγή πληροφοριών κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης και της διά βίου μάθησης, πρόκειται για τη συνεργασία σε θέματα βασικής έρευνας και για την προώθηση μιας πιο πρακτικής προσέγγισης παράλληλα με τη θεωρητική στην εκπαίδευση μέσω κατανόησης της επιχειρηματικής προστιθέμενης αξίας και παραγωγής. Ο ρόλος των επιχειρήσεων εν προκειμένω δεν είναι εκτοπιστικός αλλά συμπληρωματικός, και το σημαντικό στοιχείο είναι ότι η έρευνα θα παραμείνει ελεύθερη όπως ακριβώς και η διδασκαλία. Θα λαμβάνει τις δικές της αποφάσεις από την άποψη αυτή, χωρίς να της ασκούνται πιέσεις από τους πολιτικούς.
Χρειαζόμαστε ένα εξασφαλισμένο αποτέλεσμα, σύμφωνα με το οποίο δηλαδή τα επιστημονικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα, αφενός, και η έρευνα και οι επιχειρήσεις, αφετέρου, θα πουν «ναι» σε αυτήν την εταιρική σχέση. Η ελευθερία της έρευνας και της διδασκαλίας δεν σημαίνει ότι λειτουργούν εν κενώ, αλλά ότι συμμετέχουν στην κοινωνία και στον κόσμο της εργασίας.
Για τον λόγο αυτόν, πιστεύω ότι η παρούσα έκθεση συνιστά έναν καλό απολογισμό και καθιστά σαφές ποια πορεία οφείλουμε να ακολουθήσουμε για να ενισχύσουμε τα πανεπιστήμιά μας και να τονώσουμε την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και τεχνολογιών. Με το φόρουμ μας, επιθυμούμε να κάνουμε μια μικρή συμβολή, να προσφέρουμε μια πλατφόρμα και να εξετάσουμε πώς μπορούν να συμπληρωθούν οι δραστηριότητες του φόρουμ μας. Η έκθεση παρέχει μια καλή βάση επ’ αυτού και αποτελεί καλή πηγή αναφοράς, και γι’ αυτό είμαι πολύ ευγνώμων.
Marco Scurria, αναπληρωτής εισηγητής. – (IT) Κυρία Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, θέλω να ευχαριστήσω και πάλι την Επιτροπή για την ανακοίνωσή της, την οποία έχουμε υιοθετήσει σε μεγάλο βαθμό.
Θα ήθελα απλώς να σταθώ σε μία επικριτική ενδεχομένως πτυχή που προέκυψε από αυτήν τη συζήτηση, διότι κάποιος τόνισε πόσο θεμελιώδης είναι η ανεξαρτησία των πανεπιστημίων, η ελευθερία της έρευνας και η δημόσια χρηματοδότηση. Όλοι μας συμφωνούμε επ’ αυτού, και συνεπώς αδυνατώ να κατανοήσω τις επικριτικές αυτές παρατηρήσεις, διότι αρκεί να διαβάσει κανείς την έκθεση, όπου, ήδη από τις πρώτες παραγράφους της, έχουμε διατυπώσει με μεγάλη σαφήνεια και επισημάνει ότι πρέπει να διατηρηθεί η πνευματική και οικονομική ανεξαρτησία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έναντι των επιχειρήσεων, και ότι δεν πρέπει να υφίσταται σχέση εξάρτησης μεταξύ της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και των επιχειρήσεων.
Επίσης τονίζεται ότι τα πανεπιστήμια πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να διατηρήσουν την αυτονομία τους ως προς τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τα προγράμματά τους και τις δομές διακυβέρνησής τους. Αυτό απομακρύνει οιαδήποτε τυχόν προβλήματα ή αμφιβολίες στον τομέα αυτόν, γι’ αυτό και δεν κατανοώ που ακριβώς έγκειται το πρόβλημα, εκτός και αν πρόκειται για προσπάθεια παρωχημένης ιδεολογικής εκμετάλλευσης.
Ας το σκεφτούμε συνεπώς αυτό, δεδομένου ότι η έκθεση αυτή καθορίζει τους όρους για την αποτελεσματική βελτίωση της τύχης των νέων μας και των σπουδαστών μας, διότι επί της ουσίας ουδείς θέλει να αφήσει εκατοντάδες χιλιάδες νέων στα νύχια οιωνδήποτε επιχειρηματικών σκοπών αλλά, τουναντίον, αυτό που μόνο θέλουμε είναι να δοθεί σε εκατοντάδες χιλιάδες σπουδαστών η ευκαιρία να σπουδάσουν, να καταρτιστούν και να εργαστούν στην κοινωνία που προσδοκά πολλά από αυτούς.
ΠΡΟΕΔΡΙΑ ΤΟΥ κ. MARTÍNEZ MARTÍNEZ Αντιπροέδρου
Πρόεδρος. – Η συζήτηση έληξε.
Η ψηφοφορία θα διεξαχθεί αύριο Πέμπτη 20 Μαΐου, στις 12.00.
Γραπτές δηλώσεις (άρθρο 149 του Κανονισμού)
Liam Aylward (ALDE), γραπτώς. – (GA) Κύριε Πρόεδρε, οι ευρωπαίοι απόφοιτοι πρέπει να διαθέτουν την εμπειρία και τις υψηλής ποιότητας δεξιότητες που απαιτούνται για να επωφεληθούν από καλές ευκαιρίες σταδιοδρομίας, για να είναι ανταγωνιστικοί στην παγκόσμια αγορά και για να ενθαρρυνθεί η επιχειρηματικότητα στην Ευρώπη. Κατά την οικοδόμηση μιας βασισμένης στη γνώση οικονομίας, ο διάλογος και η σχέση την οποία αυτός προωθεί μεταξύ των επιχειρήσεων, της έρευνας και της εκπαίδευσης είναι εξαιρετικής σημασίας.
Παρότι τα κράτη μέλη είναι αρμόδια για την παροχή της εκπαίδευσης, υπάρχουν σημαντικά πλεονεκτήματα που απορρέουν από την καθιέρωση διασυνοριακών δεσμών και την προώθηση ενισχυμένης συνεργασίας μεταξύ της ευρωπαϊκής επιχειρηματικής κοινότητας και των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων. Στηρίζω σθεναρά τις προσπάθειες του εισηγητή για την ανάληψη υποχρεώσεων και δεσμεύσεων μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων, και συμφωνώ ότι ο διάλογος αυτός πρέπει να επικεντρώνεται όχι μόνο σε επιστημονικά και τεχνολογικά θέματα αλλά και σε όλους τους τομείς της εκπαίδευσης.
Οι απόφοιτοι ευρωπαϊκών πανεπιστημίων πρέπει να διαθέτουν ισχυρές δεξιότητες κατάλληλες για την εύρεση εργασίας και πρέπει να διαθέτουν εύκολη πρόσβαση σε υψίστης σημασίας προγράμματα, όπως τα Erasmus για νέους επιχειρηματίες και για μαθητευόμενους. Πρέπει να υπάρξει αναμόρφωση των εκπαιδευτικών και επιμορφωτικών προγραμμάτων, προκειμένου να αναγνωρίζουν τις ανάγκες του εργατικού δυναμικού και της βασισμένης στη γνώση οικονομίας.
Vilija Blinkevičiūtė (S&D), γραπτώς. – (LT) Τους τελευταίους μήνες, διεξαγόταν έρευνα στη χώρα μου τη Λιθουανία σχετικά με την προσαρμογή των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στις νέες ανάγκες της αγοράς εργασίας και τη δημιουργία ευκαιριών εύρεσης εργασίας για τους αποφοίτους ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αμέσως μόλις ολοκληρώσουν τις σπουδές τους. Δυστυχώς, η έρευνα κατέδειξε ότι πολλά πανεπιστήμια προετοιμάζουν ειδικούς που ήδη αφθονούν στην αγορά. Με άλλα λόγια, τα πανεπιστήμια δεν λαμβάνουν πάντα υπόψη τις ανάγκες της αγοράς και αυτοί που πλήττονται περισσότερο από αυτό είναι οι νέοι που έχουν μόλις ολοκληρώσει τις σπουδές τους. Συνεπώς, συμφωνώ απολύτως με την πρωτοβουλία να υπάρξει στο μέλλον πρόβλεψη για μια ειδική στρατηγική ή σύστημα όπου θα μπορούσαμε να καταβάλουμε μεγάλες προσπάθειες και να δεσμευθούμε για την ενίσχυση των δεσμών μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και διεθνές επίπεδο. Θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή στο ότι η έλλειψη θέσεων εργασίας και οι δύσκολες συνθήκες εργασίας έχουν αντίκτυπο στη ζωή κάθε ατόμου, και ιδιαίτερα ευάλωτοι εν προκειμένω είναι οι νέοι. Θα ήθελα επίσης να υπογραμμίσω ότι, λόγω της δυναμικής αγοράς, του ταχύτατα μεταβαλλόμενου εργασιακού περιβάλλοντος και της διαρκώς αυξανόμενης ανάπτυξης νέων τεχνολογιών, τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα πρέπει και αυτά να προσαρμοστούν στις νέες αλλαγές – πρέπει να προχωρήσουν σε βελτίωση και αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών, ώστε να διασφαλίζεται υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και να επιλυθεί το πρόβλημα της απασχόλησης των αποφοίτων. Η συμβολή των πανεπιστημίων και μόνο δεν επαρκεί· στη διαδικασία αυτή πρέπει επίσης να συμβάλουν οι επιχειρήσεις και οι κυβερνήσεις.
Adam Gierek (S&D), γραπτώς. – (PL) Ο διάλογος μεταξύ της ακαδημαϊκής κοινότητας και των επιχειρήσεων, ο οποίος αποσκοπεί στον εκσυγχρονισμό των πανεπιστημίων στην Ευρώπη, οφείλει να λαμβάνει υπόψη την κατάσταση στην οποία βρίσκονται σήμερα, η οποία είναι προσαρμοσμένη στη διαδικασία της Μπολόνια, και οφείλει επίσης να λαμβάνει υπόψη τις οικονομικές προκλήσεις που συνδέονται με την καινοτομία.
Η διαδικασία της Μπολόνια επιτρέπει σημαντικό βαθμό ευελιξίας κατά την εκπαίδευση ειδικών οι οποίοι, ως σπουδαστές τεχνολογικών ιδρυμάτων σε προπτυχιακό επίπεδο, προετοιμάζονται για την άσκηση ενός επαγγέλματος με τρόπο πρακτικό. Σε μεταπτυχιακό επίπεδο, είναι σε θέση να προσεγγίζουν με ευελιξία διεπιστημονικές γνώσεις για την οικονομία σε έναν εξελισσόμενο κόσμο, ενώ σε διδακτορικό επίπεδο, παρέχουν καινοτόμες λύσεις. Τα πανεπιστήμια που ακολουθούν έναν συντηρητικό τρόπο εκπαίδευσης τροφοδοτούν την αγορά με ειδικούς που δεν είναι χρήσιμοι σε μια καινοτόμο οικονομία. Συνεπώς, τα προγράμματα σπουδών πρέπει διαρκώς να αναμορφώνονται, ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των διάφορων κλάδων της οικονομίας. Η προσέγγιση μεταξύ του έργου των πανεπιστημίων και των αναγκών της βιομηχανίας υποβοηθείται από τη διοργάνωση διαλέξεων σχετικά με τις επιχειρήσεις και το ζήτημα της πνευματικής ιδιοκτησίας. Θα ήταν θετικό αν οι προπτυχιακές, μεταπτυχιακές και διδακτορικές διατριβές σχετίζονταν θεματικά με τις απαιτήσεις της οικονομίας ή προέκυπταν ευθέως από τις ανάγκες της. Είναι το καλύτερο πρόσχημα για την έναρξη διαλόγου μεταξύ των δύο κοινοτήτων – της επιστημονικής και της επιχειρηματικής. Θα μπορούσαν να επηρεάσουν σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό το ενδεχόμενο καινοτόμων επιτευγμάτων αν το πρακτικό μέρος των διατριβών αυτών εκπονείτο απευθείας στον χώρο όπου ενδέχεται μία ημέρα να αξιοποιηθούν.
Σημαντικό στοιχείο της συνεργασίας μεταξύ των πανεπιστημίων και της οικονομίας είναι οι περίοδοι πρακτικής άσκησης των σπουδαστών, για την πραγματοποίηση των οποίων διαπιστώνεται επί του παρόντος μεγάλη απροθυμία λόγω του κόστους που αυτές συνεπάγονται. Επιπλέον, τα πανεπιστήμια θα πρέπει να παρέχουν μεταπτυχιακές σπουδές για τους εργαζόμενους στη βιομηχανία, καλύπτοντας τα πλέον πρόσφατα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα.
Tiziano Motti (PPE), γραπτώς. – (IT) Έχουμε κουραστεί να ακούμε τους νέους της Ευρώπης να λένε «θα με προσλάμβαναν αν είχα εμπειρία, αλλά κανείς δεν θα μου δώσει την ευκαιρία να την αποκτήσω». Η τρέχουσα οικονομική κρίση έχει καταφέρει ένα ιδιαίτερα σοβαρό πλήγμα σε αυτούς τους νέους, οι οποίοι αντιμετώπιζαν ήδη δυσκολίες να εισέλθουν στην αγορά εργασίας και να οικοδομήσουν οι ίδιοι ένα βιώσιμο μέλλον πριν από την κρίση. Η ανεργία που πλήττει την ηλικιακή ομάδα κάτω των 25 ετών έχει αγγίξει το 21,4% στην ΕΕ: ποσοστό διπλάσιο από εκείνο του μέσου όρου του πληθυσμού. Τα στοιχεία δεν είναι ενθαρρυντικά: τα ποσοστά ανεργίας αναμένεται ότι θα αυξηθούν, και μας ανησυχεί το ότι, στην ηλικία των 30 ετών, νέοι που διαθέτουν εκπληκτική μόρφωση δεν μπορούν εντούτοις να απολαύουν της οικονομικής αυτονομίας που τους είναι απαραίτητη για να δημιουργήσουν οικογένεια, να αποκτήσουν ανεξαρτησία, να επενδύσουν στο μέλλον τους· δηλαδή να αποδείξουν την αξία τους και να ωριμάσουν ως άτομα. Εμείς θέλουμε μια Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία θα εδράζεται στον κεντρικό ρόλο του ατόμου. Οι νέοι μας πρέπει να μπορούν να βασίζονται σε έναν ισχυρό, διαρκή δεσμό μεταξύ της κατάρτισης που λαμβάνουν στο πανεπιστήμιο και μιας αγοράς εργασίας που μπορεί να τους παρέχει ευκαιρίες απασχόλησης ανάλογα με τις γνώσεις που έχουν αποκομίσει κατά τη διάρκεια των σπουδών τους. Ζητούμε να υπάρξει συντονισμός μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων, να αναθεωρηθούν τα ευρωπαϊκά προγράμματα που απευθύνονται σε νέους και να θεσπιστούν συστήματα επιδομάτων και κίνητρα για τις επιχειρήσεις που τους προσλαμβάνουν, καθώς και να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην πληροφορική, ούτως ώστε να συμπεριληφθούν οι πολιτικές για τους νέους σε όλους τους τομείς πολιτικών αποφάσεων και διαλόγου.
Siiri Oviir (ALDE), γραπτώς. – (ET) Η ΕΕ έθεσε ως στόχο να καταστεί η πιο ανταγωνιστική και δυναμική οικονομική δύναμη της γνώσης στον κόσμο έως το 2010. Το ταχύτατα μεταβαλλόμενο εργασιακό περιβάλλον, η βασισμένη στη γνώση οικονομία και η διαρκώς επιταχυνόμενη τεχνολογική ανάπτυξη συνιστούν ζητήματα τα οποία καλούνται επί του παρόντος να αντιμετωπίσουν η ευρωπαϊκή ανώτατη ευρωπαϊκή εκπαίδευση και η επιστημονική δραστηριότητα. Παράλληλα, η οικονομική κρίση που μαστίζει την Ευρώπη, με τις επιπτώσεις που έχει στην ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα και τις εκτεταμένες αλλαγές που έχει επιφέρει στις χρηματοπιστωτικές και οικονομικές αγορές, έχει οδηγήσει σε χρεοκοπία ολόκληρους κλάδους της μεταποιητικής βιομηχανίας και στην απώλεια πολλών θέσεων εργασίας, μεταξύ άλλων. Όλα αυτά δυσχεραίνουν την επίτευξη των στόχων που έχει θέσει η ΕΕ. Στην παρούσα κατάσταση, θεωρώ σημαντική την ενίσχυση του διαλόγου μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρηματιών, διότι η βελτίωση της συνεργασίας θα προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες προς αμοιβαίο όφελος, πράγμα το οποίο εν συνεχεία δεν θα τονώσει απλώς την οικονομική ανάπτυξη, αλλά θα είναι και επωφελές υπό μία ευρύτερη κοινωνική έννοια, υποστηρίζοντας τη συνεχή βελτίωση μιας κοινωνίας η οποία βασίζεται στη δράση. Φρονώ ότι τα κράτη μέλη πρέπει επίσης να επικεντρώσουν πολύ περισσότερο τις προσπάθειές τους στο να ενθαρρύνουν τον κόσμο να προσαρμόζεται διαρκώς στη μεταβαλλόμενη αγορά εργασίας –που είναι υψίστης σημασίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ειδικότερα κατά τη διάρκεια της παρούσας οικονομικής ύφεσης– μέσω της προαγωγής της διά βίου μάθησης. Η συμπληρωματική κατάρτιση και μετεκπαίδευση σε όλα τα στάδια της ζωής είναι καθοριστικής σημασίας για την αύξηση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας, για την οικονομική ανάπτυξη και για την προώθηση της απασχόλησης. Λαμβάνοντας επίσης υπόψη τις δημογραφικές αλλαγές που συντελούνται στην ΕΕ, φρονώ ότι τα προσεχή έτη, τα κράτη μέλη πρέπει να προχωρήσουν στην αύξηση των επενδύσεων που προορίζονται για τον πληθυσμό, δίνοντας προτεραιότητα στην πλέον σημαντική πηγή της ΕΕ – τους πολίτες της.
Marie-Thérèse Sanchez-Schmid (PPE), γραπτώς. – (FR) Όπως επισημαίνει η εξαίρετη έκθεση του κ. Schmitt, οι εταιρικές σχέσεις πανεπιστημίων-επιχειρήσεων αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της επιτυχίας του εκπαιδευτικού μας μοντέλου. Παρά τη μεγάλη πρόοδο που έχει ήδη σημειωθεί ως αποτέλεσμα της διαδικασίας της Μπολόνια, και προγραμμάτων όπως το πρόγραμμα Leonardo για τις περιόδους πρακτικής άσκησης, απομένουν ακόμη πολλά να γίνουν. Πάρα πολλά πανεπιστήμια εξακολουθούν να διατυπώνουν ανησυχίες για την ακαδημαϊκή τους ανεξαρτησία και να εστιάζονται σε υπερβολικό βαθμό στη γνώση σε βάρος των δεξιοτήτων. Πάρα πολλές εταιρείες θεωρούν ότι τα πανεπιστήμια κωφεύουν στις ανάγκες του χώρου εργασίας. Είναι δεδομένο ότι οι δεξιότητες και η γνώση είναι στενά συνδεδεμένες και πλήρως αλληλοεξαρτώμενες. Οι εταιρείες μπορούν να συνδράμουν σημαντικά τα πανεπιστήμια όσον αφορά την παροχή χρηματοδότησης, τη διαμόρφωση πιο επαγγελματικών προγραμμάτων σπουδών και την προσαρμογή των προγραμμάτων αυτών, εφόσον, την ίδια στιγμή, τα πανεπιστήμια διατηρήσουν την αυτονομία τους και τα πρότυπα ποιότητας που τα διακρίνουν. Η ΕΕ οφείλει να συμβάλει στην απλούστευση των νομικών πλαισίων που διευκολύνουν τις εταιρικές αυτές σχέσεις και ενθαρρύνουν την κινητικότητα καθηγητών και νέων επιχειρηματιών. Πλην όμως, εναπόκειται, πρωτίστως, στα κράτη μέλη να προσαρμόσουν τη νομοθεσία τους, όπως έπραξε η Γαλλία το 2007 με τον νόμο περί της αυτονομίας των πανεπιστημίων. Δεν μιλάμε εδώ για την «εμπορία» της γνώσης, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι, αλλά για την έναρξη πραγματικού διαλόγου που θα επιτρέπει τον προσδιορισμό και την προσαρμογή των αναγκών κάθε ατόμου.