Κοινοβουλευτική ερώτηση - E-006467/2020(ASW)Κοινοβουλευτική ερώτηση
E-006467/2020(ASW)

Απάντηση της κ. Johansson εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

Η Επιτροπή λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη όλες τις αναφορές σχετικά με ισχυρισμούς για επαναπροωθήσεις. Η Επιτροπή δεν διαθέτει εξουσίες για να διερευνά εικαζόμενα παραπτώματα των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών, αλλά παρακολουθεί στενά τον τρόπο με τον οποίο τα θεμελιώδη δικαιώματα γίνονται σεβαστά και αναμένει από τα κράτη μέλη να διενεργούν έρευνα και να λαμβάνουν μέτρα, κατά περίπτωση. Ο Frontex δεν έχει αναπτύξει προσωπικό ή πόρους στα εξωτερικά χερσαία σύνορα της Κροατίας.

Ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελεί σημαντικό μέρος του κεκτημένου του Σένγκεν. Στην ανακοίνωσή της του 2019[1], η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Κροατία έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει ότι πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του κεκτημένου του Σένγκεν. Η Κροατία θα πρέπει να συνεχίσει να εργάζεται με συνέπεια για την υλοποίηση όλων των εν εξελίξει δράσεων ώστε να διασφαλίζεται ότι εξακολουθούν να πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις. Στις 17 Νοεμβρίου 2020 η Επιτροπή, από κοινού με τον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, πραγματοποίησε επίσκεψη παρακολούθησης στην Κροατία. Κύριος σκοπός της επίσκεψης ήταν να αξιολογηθεί η τρέχουσα κατάσταση και να συζητηθεί η δημιουργία ενός αποτελεσματικού και ανεξάρτητου μηχανισμού παρακολούθησης για την αντιμετώπιση, με συνεκτικό και διαφανή τρόπο, των αναφερόμενων και πιθανών μελλοντικών συμβάντων παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων στα σύνορα.

Επιπλέον, η Επιτροπή πραγματοποιεί τακτικές διμερείς επαφές με την Κροατία στο πλαίσιο των οποίων ζητά πληροφορίες σχετικά με τους ισχυρισμούς και τις έρευνες που πρέπει να διεξάγουν οι αρχές. Τακτικές συναντήσεις διοργανώνονται επίσης με τη Διαμεσολαβήτρια της Κροατίας και με διεθνείς ή μη κυβερνητικές οργανώσεις ώστε να λαμβάνονται ενημερώσεις σχετικά με συμβάντα.

Η Επιτροπή συνεργάζεται στενά με την Κροατία και τα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη με σκοπό τη δημιουργία του ανεξάρτητου μηχανισμού παρακολούθησης και την αύξηση της διαφάνειας όσον αφορά την παρακολούθηση των συμβάντων.