Απάντηση της εκτελεστικής αντιπροέδρου κ. Vestager εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
24.10.2022
Για να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα στην εσωτερική αγορά και να ενθαρρύνει τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των δημόσιων δαπανών, η Επιτροπή έχει θεσπίσει κανόνες για την αξιολόγηση των μέτρων στήριξης των κρατών μελών προς τις εταιρίες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Οι κατευθυντήριες γραμμές διάσωσης και αναδιάρθρωσης καθορίζουν το πλαίσιο ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων για λιγότερο στρεβλωτικά μέτρα ενίσχυσης.
Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή έχει ειδική αρμοδιότητα να αποφασίζει σχετικά με την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης και τη συμβατότητα της με την εσωτερική αγορά, καθώς και να παρεμβαίνει σε κοινοποιηθέντα σχέδια αναδιάρθρωσης όταν αυτά περιλαμβάνουν ή προβλέπουν κρατική ενίσχυση. Δεδομένου ότι το κράτος μέλος δεν έχει κοινοποιήσει το αναφερόμενο σχέδιο στην Επιτροπή, οι υπηρεσίες της Επιτροπής δεν είναι ενήμερες για κανένα μέτρο κρατικής ενίσχυσης στο πλαίσιο αυτό. Ως εκ τούτου, η τήρηση της εν λόγω συμφωνίας εξυγίανσης δεν υπόκειται σε αξιολόγηση βάσει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων και τα εθνικά δικαστήρια είναι ενδεχομένως αρμόδια να αποφανθούν επί των σχετικών διαφορών.
Η ΕΕ αναγνωρίζει και προωθεί τον ρόλο των κοινωνικών εταίρων σε ενωσιακό επίπεδο, με στόχο τη διευκόλυνση του διαλόγου μεταξύ τους, σεβόμενη πλήρως την αυτονομία τους[1]. Παρόλο που ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ αναγνωρίζει το δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης και δράσης[2], δυνάμει του άρθρου 51 παράγραφος 1 αυτό ισχύει για τα κράτη μέλη όταν εφαρμόζουν το ενωσιακό δίκαιο, κάτι που δεν αναφέρεται στην ερώτηση. Ταυτόχρονα, η λειτουργία του εθνικού κοινωνικού διαλόγου, συμπεριλαμβανομένου του πλαισίου συλλογικών διαπραγματεύσεων, εμπίπτει στην αρμοδιότητα κάθε κράτους μέλους. Επιπλέον, το άρθρο 93 του νόμου 4808/2021 αποτελεί εθνική νομοθεσία και, ως εκ τούτου, το δικαίωμα στην απεργία δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα της ΕΕ[3]. Επομένως, εναπόκειται στις αρμόδιες εθνικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων, να διασφαλίζουν ότι οι εργοδότες και οι εθνικές αρχές εφαρμόζουν ορθά τις σχετικές εθνικές διατάξεις.