Προηγούμενο 
 Επόμενο 
Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
7η κοινοβουλευτική περίοδος - Απρίλιος 2013
PDF 2620k
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ ΚΟΙΝΟ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I  : Κώδικας δεοντολογίας για τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε θέματα οικονομικών συμφερόντων και σύγκρουσης συμφερόντων

Άρθρο 1  : Κατευθυντήριες αρχές

Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου:

α)    ακολουθούν και σέβονται τις ακόλουθες γενικές αρχές δεοντολογίας: ανιδιοτέλεια, ακεραιότητα, διαφάνεια, επιμέλεια, τιμιότητα, υπευθυνότητα και σεβασμός για το κύρος του Κοινοβουλίου,

β)    ενεργούν αποκλειστικά υπέρ του δημόσιου συμφέροντος και δεν λαμβάνουν ούτε επιδιώκουν να λάβουν άμεσα ή έμμεσα οικονομικά οφέλη ή άλλη αμοιβή.

Άρθρο 2  : Κύρια καθήκοντα των βουλευτών

Στο πλαίσιο της εντολής τους, οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου:

α)    δεν έρχονται σε οποιαδήποτε συμφωνία για δράση ή ψήφο προς όφελος οποιουδήποτε τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου, η οποία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ελευθερία ψήφου τους, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 της Πράξης της 20ης Σεπτεμβρίου 1976 για την εκλογή των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση καθολική ψηφοφορία και στο άρθρο 2 του Καθεστώτος των Βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

β)    δεν επιζητούν, αποδέχονται ή λαμβάνουν οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση οικονομική παροχή ή άλλη αμοιβή, ως αντάλλαγμα για την άσκηση επιρροής ή την ψήφιση νομοθεσίας, προτάσεων ψηφίσματος, γραπτών δηλώσεων ή ερωτήσεων που έχουν υποβληθεί στο Κοινοβούλιο ή σε κάποια από τις επιτροπές του, και αποφεύγουν συνειδητά οποιασδήποτε κατάσταση που ενδέχεται να προσομοιάζει με δωροδοκία.

Άρθρο 3  : Συγκρούσεις συμφερόντων

1.    Σύγκρουση συμφερόντων υπάρχει στην περίπτωση που βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχει προσωπικό συμφέρον που θα μπορούσε να επηρεάσει αθέμιτα την εκτέλεση των καθηκόντων του ως βουλευτή. Σύγκρουση συμφερόντων δεν υπάρχει στην περίπτωση που ο βουλευτής αντλεί κάποιο όφελος μόνο ως μέλος του γενικότερου κοινού ή μίας ευρύτερης κατηγορίας ατόμων.

2.    Στην περίπτωση που ένας βουλευτής θεωρήσει ότι αντιμετωπίζει σύγκρουση συμφερόντων λαμβάνει άμεσα τα απαραίτητα μέτρα για την αντιμετώπισή της, σύμφωνα με τις αρχές και τις διατάξεις του παρόντος κώδικα δεοντολογίας. Στην περίπτωση που αδυνατεί να επιλύσει τη σύγκρουση συμφερόντων, το αναφέρει γραπτώς στον Πρόεδρο. Σε περίπτωση αμφιβολιών, ο βουλευτής μπορεί να ζητήσει, εμπιστευτικά, τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής δεοντολογίας των βουλευτών, που συγκροτείται βάσει του άρθρου 7.

3.    Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 2, ο βουλευτής, πριν λάβει το λόγο ή συμμετάσχει σε ψηφοφορία στην ολομέλεια ή σε ένα από τα όργανα του Κοινοβουλίου, ή στην περίπτωση που προταθεί ως εισηγητής, γνωστοποιεί οποιαδήποτε υπάρχουσα ή δυνητική σύγκρουση συμφερόντων σε σχέση με το θέμα που εξετάζεται, όταν αυτό δεν προκύπτει σαφώς από τα στοιχεία που έχουν δηλωθεί σύμφωνα με το άρθρο 4. Η γνωστοποίηση αυτή γίνεται γραπτώς ή προφορικώς στον πρόεδρο κατά τη διάρκεια των εν λόγω κοινοβουλευτικών διαδικασιών.

Άρθρο 4  : Δήλωση των βουλευτών

1.    Για λόγους διαφάνειας, οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υποβάλλουν με ατομική τους ευθύνη δήλωση οικονομικών συμφερόντων στον Πρόεδρο έως το τέλος της πρώτης συνόδου που έπεται των εκλογών για την ανάδειξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ή εντός 30 ημερών από την ανάληψη των καθηκόντων τους στο Κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια μιας κοινοβουλευτικής περιόδου), χρησιμοποιώντας το έντυπο που εγκρίνεται από το Προεδρείο σύμφωνα με το άρθρο 9. Ενημερώνουν τον Πρόεδρο σχετικά με οποιεσδήποτε αλλαγές που επηρεάζουν τη δήλωσή τους εντός 30 ημερών από κάθε επερχόμενη αλλαγή.

2.    Η δήλωση οικονομικών συμφερόντων περιλαμβάνει τα παρακάτω στοιχεία, με σαφή τρόπο:

α)    τις επαγγελματικές δραστηριότητες των βουλευτών κατά τη διάρκεια των τριών ετών πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους στο Κοινοβούλιο, και τη συμμετοχή τους κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου σε διοικητικά συμβούλια ή επιτροπές εταιρειών, μη κυβερνητικών οργανώσεων, ενώσεων ή άλλων οργανισμών με νομική προσωπικότητα,

β)    κάθε αποζημίωση που λαμβάνει ο βουλευτής για την άσκηση εντολής σε άλλο κοινοβούλιο,

γ)    οποιαδήποτε αμειβόμενη τακτική δραστηριότητα που αναλαμβάνουν οι βουλευτές από κοινού με την άσκηση των καθηκόντων τους, είτε ως υπάλληλοι είτε ως αυτοαπασχολούμενοι,

δ)    τη συμμετοχή σε διοικητικά συμβούλια ή επιτροπές εταιρειών, μη κυβερνητικών οργανώσεων, ενώσεων ή άλλων οργανισμών με νομική προσωπικότητα, ή οποιαδήποτε άλλη εξωτερική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη,

ε)    οποιαδήποτε περιστασιακή αμειβόμενη εξωτερική δραστηριότητα (περιλαμβανομένων της συγγραφικής δραστηριότητας, του διδακτικού έργου ή της παροχής ειδικευμένων συμβουλών), εάν η συνολική αμοιβή υπερβαίνει τα 5 000 EUR ανά ημερολογιακό έτος,

    στ) τη συμμετοχή σε εταιρεία ή σύμπραξη, όταν αυτή ενδέχεται να έχει επιπτώσεις επί της δημόσιας πολιτικής, ή όταν η συμμετοχή αυτή δίνει στο βουλευτή τη δυνατότητα σημαντικής επιρροής επί υποθέσεων του εν λόγω οργανισμού,

    ζ) οιαδήποτε οικονομική υποστήριξη, σε προσωπικό ή σε υλικούς πόρους, που έρχεται να προστεθεί στα παρεχόμενα από το Κοινοβούλιο μέσα και που χορηγείται στο βουλευτή στο πλαίσιο των πολιτικών του δραστηριοτήτων από τρίτους, με ένδειξη της ταυτότητας των τρίτων αυτών,

    η) οποιαδήποτε άλλα οικονομικά συμφέροντα που μπορεί να επηρεάζουν την εκτέλεση των καθηκόντων των βουλευτών.

Τα τακτικά εισοδήματα που λαμβάνουν οι βουλευτές στο πλαίσιο κάθε δηλούμενου στοιχείου σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο περιλαμβάνονται σε μία από τις παρακάτω κατηγορίες:

-    από 500 έως 1 000 EUR μηνιαίως·

-    από 1 001 έως 5 000 EUR μηνιαίως·

-    από 5 001 έως 10 000 EUR μηνιαίως·

-    περισσότερα από 10 000 EUR μηνιαίως.

Οιαδήποτε άλλα εισοδήματα λαμβάνονται από βουλευτές στο πλαίσιο κάθε δηλούμενου στοιχείου σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο υπολογίζονται σε ετήσια βάση, διαιρούνται δια δώδεκα και τοποθετούνται σε μία από τις κατηγορίες που καθορίζονται στο δεύτερο εδάφιο.

3.    Οι πληροφορίες που γνωστοποιούνται στον Πρόεδρο δυνάμει του παρόντος άρθρου δημοσιοποιούνται στην ιστοσελίδα του Κοινοβουλίου με ευχερή στην πρόσβαση τρόπο.

4.    Οι βουλευτές δεν μπορούν να εκλεγούν σε κάποιο αξίωμα του Κοινοβουλίου ή των οργάνων του, να οριστούν εισηγητές ή να συμμετάσχουν σε επίσημη αντιπροσωπεία, εάν δεν έχουν υποβάλει τη δήλωση οικονομικών συμφερόντων τους.

Άρθρο 5  :  Δώρα ή παρόμοιες παροχές

1.    Οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου απέχουν, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, από την αποδοχή οιωνδήποτε δώρων ή παρόμοιων παροχών, πέραν αυτών των οποίων η κατά προσέγγιση αξία είναι μικρότερη των 150 EUR και δίδονται ως δώρα φιλοφρόνησης, ή εκείνων που δίδονται ως δώρα φιλοφρόνησης όταν εκπροσωπούν το Κοινοβούλιο υπό επίσημη ιδιότητα.

2.    Οιαδήποτε δώρα δίδονται στους βουλευτές, σύμφωνα με την παράγραφο 1, όταν αυτοί εκπροσωπούν το Κοινοβούλιο με την επίσημη ιδιότητά τους, παραδίδονται στον Πρόεδρο, ο οποίος τα διαχειρίζεται στο πλαίσιο των μέτρων εφαρμογής που θεσπίζει το Προεδρείο δυνάμει του άρθρου 9.

3.    Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται όσον αφορά την επιστροφή των εξόδων ταξιδίου και διαμονής των βουλευτών, ή την απευθείας καταβολή των εξόδων αυτών από τρίτους, στις περιπτώσεις που οι βουλευτές, κατόπιν προσκλήσεως και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, συμμετέχουν σε εκδηλώσεις που έχουν οργανωθεί από τρίτους.

Το πεδίο εφαρμογής της παρούσας παραγράφου, ιδίως των κανόνων που διασφαλίζουν τη διαφάνεια, καθορίζεται από τα μέτρα εφαρμογής που θεσπίζει το Προεδρείο δυνάμει του άρθρου 9.

Άρθρο 6  :  Δραστηριότητες των πρώην βουλευτών

Οι πρώην βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που δραστηριοποιούνται επαγγελματικά σε ομάδες συμφερόντων ή ασκούν δραστηριότητες εκπροσώπησης άμεσα συνδεδεμένες με τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορούν, καθ’ όλη τη διάρκεια μιας τέτοιας δραστηριότητας, να επωφελούνται των διευκολύνσεων που χορηγούνται στους πρώην βουλευτές σύμφωνα με τους κανόνες που έχει καθορίσει το Προεδρείο προς τον σκοπό αυτό (1).

Άρθρο 7  :  Συμβουλευτική επιτροπή δεοντολογίας των βουλευτών

1.    Θεσπίζεται συμβουλευτική επιτροπή δεοντολογίας των βουλευτών («συμβουλευτική επιτροπή»).

2.    Η συμβουλευτική επιτροπή αποτελείται από πέντε μέλη, τα οποία ορίζει ο Πρόεδρος στην αρχή της θητείας του από τα μέλη των προεδρείων και τους συντονιστές της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων και της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την πείρα των μελών και τις πολιτικές ισορροπίες.

Κάθε μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής αναλαμβάνει εκ περιτροπής την προεδρία για έξι μήνες.

3.    Στην αρχή της θητείας του, ο Πρόεδρος ορίζει επίσης αναπληρωματικά μέλη για τη συμβουλευτική επιτροπή, ένα από κάθε πολιτική ομάδα μη εκπροσωπούμενη στη συμβουλευτική επιτροπή.

Στην περίπτωση εικαζόμενης παράβασης του παρόντος κώδικα δεοντολογίας από μέλος πολιτικής ομάδας μη εκπροσωπούμενης στη συμβουλευτική επιτροπή, το αρμόδιο αναπληρωματικό μέλος αναλαμβάνει καθήκοντα ως έκτο πλήρες μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής για τους σκοπούς της εξέτασης της εν λόγω εικαζόμενης παράβασης.

4.    Κατόπιν αιτήματος βουλευτή, η συμβουλευτική επιτροπή, εμπιστευτικά και εντός 30 ημερολογιακών ημερών, καθοδηγεί αυτόν στην ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κώδικα δεοντολογίας. Ο εν λόγω βουλευτής δικαιούται να βασίζεται στην καθοδήγηση αυτή.

Κατόπιν αιτήματος του Προέδρου, η συμβουλευτική επιτροπή αξιολογεί επίσης τις εικαζόμενες περιπτώσεις παράβασης του παρόντος κώδικα δεοντολογίας και συμβουλεύει τον Πρόεδρο για ενδεχόμενη λήψη μέτρων..

5.    Η συμβουλευτική επιτροπή έχει τη δυνατότητα, μετά από διαβούλευση με τον Πρόεδρο, να ζητήσει τη συμβουλή εξωτερικών εμπειρογνωμόνων.

6.    Η συμβουλευτική επιτροπή δημοσιεύει ετήσια έκθεση για το έργο της.

Άρθρο 8  :  Διαδικασία στην περίπτωση ενδεχόμενης παράβασης του κώδικα δεοντολογίας

1.    Στην περίπτωση που υπάρχει υποψία ενδεχόμενης παράβασης του παρόντος κώδικα δεοντολογίας από βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο Πρόεδρος μπορεί να παραπέμψει το θέμα στη συμβουλευτική επιτροπή.

2.    Η συμβουλευτική επιτροπή εξετάζει τις συνθήκες της εικαζόμενης παράβασης και μπορεί να ακούσει τον εν λόγω βουλευτή. Με βάση τα συμπεράσματα της έρευνας, προβαίνει σε σύσταση προς τον Πρόεδρο για ενδεχόμενη απόφαση.

3.    Εάν, λαμβάνοντας υπόψη τη σύσταση αυτή, ο Πρόεδρος συμπεράνει ότι ο εν λόγω βουλευτής έχει παραβεί τον κώδικα δεοντολογίας, μετά από ακρόαση αυτού, εγκρίνει αιτιολογημένη απόφαση με κύρωση, την οποία και κοινοποιεί στον βουλευτή.

Η επιβαλλόμενη κύρωση μπορεί να συνίσταται σε ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 153 παράγραφος 3 του Κανονισμού.

4.    Ο εν λόγω βουλευτής διαθέτει τις εσωτερικές δυνατότητες προσφυγής που καθορίζονται στο άρθρο 154 του Κανονισμού.

5.    Μετά την παρέλευση των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 154 του Κανονισμού, οποιαδήποτε κύρωση επιβαλλόμενη σε βουλευτή ανακοινώνεται από τον Πρόεδρο στην ολομέλεια και δημοσιεύεται σε εμφανές σημείο της ιστοσελίδας του Κοινοβουλίου για το υπόλοιπο διάστημα της κοινοβουλευτικής περιόδου.

Άρθρο 9  :  Εφαρμογή

Το Προεδρείο θεσπίζει μέτρα εφαρμογής του παρόντος κώδικα δεοντολογίας, συμπεριλαμβανομένης διαδικασίας παρακολούθησης, και ενημερώνει τα ποσά που αναφέρονται στα άρθρα 4 και 5, όταν χρειάζεται.

Μπορεί να διατυπώνει προτάσεις για την αναθεώρηση του παρόντος κώδικα δεοντολογίας.

(1)Απόφαση του Προεδρείου της 12ης Απριλίου 1999.
Ανακοίνωση νομικού περιεχομένου - Πολιτική απορρήτου