ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
VII
: Εμπιστευτικά και ευαίσθητα έγγραφα και πληροφορίες
Α.
Εξέταση των εμπιστευτικών εγγράφων που διαβιβάζονται στο Κοινοβούλιο
Διαδικασία που εφαρμόζεται για την εξέταση των εμπιστευτικών εγγράφων που διαβιβάζονται στο Κοινοβούλιο
(1)
1.
Ως εμπιστευτικά έγγραφα νοούνται τα έγγραφα και οι πληροφορίες που είναι δυνατό να εξαιρεθούν από την πρόσβαση του κοινού δυνάμει του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται τα ευαίσθητα έγγραφα, όπως ορίζονται στο άρθρο 9 του εν λόγω κανονισμού.
Οσάκις αμφισβητείται από κάποιο από τα θεσμικά όργανα ο εμπιστευτικός χαρακτήρας εγγράφων που παραλαμβάνονται από το Κοινοβούλιο, το θέμα παραπέμπεται στη διοργανική επιτροπή που συγκροτείται βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.
Οσάκις εμπιστευτικά έγγραφα διαβιβάζονται στο Κοινοβούλιο με την επιφύλαξη του εμπιστευτικού χειρισμού τους, ο πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής του Κοινοβουλίου εφαρμόζει αυτοδικαίως την εμπιστευτική διαδικασία όπως προβλέπεται στο σημείο 3 κατωτέρω.
2.
Κάθε επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορεί, μετά από γραπτή ή προφορική αίτηση ενός των μελών της, να επιβάλει την εφαρμογή της εμπιστευτικής διαδικασίας για πληροφορία ή έγγραφο που προσδιορίζει. Για να ληφθεί απόφαση περί εφαρμογής της εμπιστευτικής διαδικασίας απαιτείται πλειοψηφία των δύο τρίτων των παρόντων μελών.
3.
Όταν ο πρόεδρος της επιτροπής κηρύξει την εφαρμογή της εμπιστευτικής διαδικασίας, στη συζήτηση που ακολουθεί μπορούν να παραστούν μόνο τα μέλη της επιτροπής και οι απολύτως απαραίτητοι υπάλληλοι και εμπειρογνώμονες που έχουν ορισθεί από τον Πρόεδρο.
Τα αριθμημένα έγγραφα διανέμονται στην αρχή της συνεδρίασης και συγκεντρώνονται άμα τη λήξει της. Δεν λαμβάνονται σημειώσεις και, κατά μείζονα λόγο, δεν γίνονται φωτοαντίγραφα.
Τα συνοπτικά πρακτικά της συνεδρίασης ουδεμία λεπτομέρεια αναφέρουν όσον αφορά την εξέταση του σημείου ο χειρισμός του οποίου έγινε σύμφωνα με την εμπιστευτική διαδικασία. Μόνο η απόφαση, εφόσον υπάρξει, μπορεί να αναγράφεται στα πρακτικά.
4.
Η εξέταση των περιπτώσεων παραβίασης του απορρήτου μπορεί να ζητηθεί από τρία μέλη της επιτροπής που κίνησε τη διαδικασία και να εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη. Η πλειοψηφία των μελών της επιτροπής μπορεί να αποφασίσει ότι η εξέταση της παραβίασης του απορρήτου θα περιλαμβάνεται στην ημερήσια διάταξη της πρώτης συνεδρίασης μετά από την κατάθεση της αίτησης αυτής ενώπιον του προέδρου της επιτροπής.
5.
Κυρώσεις: σε περίπτωση παραβίασης του απορρήτου, ο πρόεδρος της επιτροπής ενεργεί σύμφωνα με τα άρθρα 11 παράγραφος 2, 165, 166 και 167.
Β.
Διοργανική συμφωνία για την πρόσβαση του Κοινοβουλίου σε ευαίσθητες πληροφορίες στον τομέα της πολιτικής ασφαλείας και άμυνας
Διοργανική Συμφωνία της 20ης Νοεμβρίου 2002 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόσβαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε ευαίσθητες πληροφορίες του Συμβουλίου στον τομέα της πολιτικής ασφαλείας και άμυνας
(2)
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Εκτιμώντας τα εξής:
(1)
Το άρθρο 21 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ορίζει ότι η Προεδρία του Συμβουλίου ζητεί τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσον αφορά τις κύριες πτυχές και τις βασικές επιλογές της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας και μεριμνά ώστε να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι απόψεις του. Το εν λόγω άρθρο ορίζει επίσης ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενημερώνεται τακτικά από την Προεδρία του Συμβουλίου και την Επιτροπή για τις εξελίξεις της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας. Θα πρέπει να εισαχθεί μηχανισμός προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω αρχές εφαρμόζονται στον τομέα αυτό.
(2)
Λαμβανομένης υπόψη της ειδικής φύσης και του ιδιαίτερα ευαίσθητου περιεχομένου ορισμένων πληροφοριών υψηλής διαβάθμισης στον τομέα της πολιτικής ασφαλείας και άμυνας, θα πρέπει να εισαχθούν ειδικές ρυθμίσεις για το χειρισμό εγγράφων που περιέχουν τέτοιες πληροφορίες.
(3)
Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής
(3), το Συμβούλιο ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τα ευαίσθητα έγγραφα, όπως ορίζονται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού σύμφωνα με τους διακανονισμούς που συμφωνούνται μεταξύ των θεσμικών οργάνων.
(4)
Στα περισσότερα κράτη μέλη υφίστανται ειδικοί μηχανισμοί για τη διαβίβαση και το χειρισμό διαβαθμισμένων πληροφοριών μεταξύ κυβερνήσεων και εθνικών κοινοβουλίων. Η παρούσα Διοργανική Συμφωνία θα πρέπει να παράσχει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μεταχείριση εμπνευσμένη από τις βέλτιστες πρακτικές των κρατών μελών.
ΣΥΝΗΨΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΔΙΟΡΓΑΝΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ:
1.
Πεδίο εφαρμογής
1.1.
Η παρούσα Διοργανική Συμφωνία αφορά την πρόσβαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε ευαίσθητες πληροφορίες, δηλ. πληροφορίες διαβαθμισμένες ως «TRÈS SECRET/TOP SECRET», «SECRET» ή «CONFIDENTIEL», ανεξάρτητα από προέλευση, υλικό φορέα ή βαθμό πληρότητας, τις οποίες κατέχει το Συμβούλιο στον τομέα της πολιτικής ασφαλείας και άμυνας, καθώς και το χειρισμό εγγράφων τέτοιας διαβάθμισης.
1.2.
Οι πληροφορίες που προέρχονται από τρίτο κράτος ή από διεθνή οργανισμό διαβιβάζονται μετά από συναίνεση του εν λόγω κράτους ή οργανισμού.
Οσάκις πληροφορίες που προέρχονται από κράτος μέλος διαβιβάζονται στο Συμβούλιο χωρίς ρητό περιορισμό για τη διανομή τους σε άλλα θεσμικά όργανα πέρα από τη διαβάθμισή τους, εφαρμόζονται οι κανόνες που περιέχονται στα μέρη 2 και 3 της παρούσας Διοργανικής Συμφωνίας. Αλλιώς, αυτές οι πληροφορίες διαβιβάζονται μετά από συναίνεση του εν λόγω κράτους μέλους.
Σε περίπτωση άρνησής του να διαβιβάσει πληροφορίες που προέρχονται από τρίτο κράτος, διεθνή οργανισμό ή κράτος μέλος, το Συμβούλιο αιτιολογεί την άρνηση αυτή.
1.3.
Οι διατάξεις της παρούσας Διοργανικής Συμφωνίας εφαρμόζονται σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθεσία και με την επιφύλαξη της απόφασης 95/167/ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής της 19ης Απριλίου 1995 περί των λεπτομερών διατάξεων άσκησης του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
(4) και με την επιφύλαξη των ισχυουσών ρυθμίσεων, ιδιαίτερα της Διοργανικής Συμφωνίας της 6ης Μαΐου 1999 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη βελτίωση της διαδικασίας του προϋπολογισμού
(5).
2.
Γενικοί κανόνες
2.1.
Τα δύο θεσμικά όργανα ενεργούν σύμφωνα με τις αμοιβαίες υποχρεώσεις τους για ειλικρινή συνεργασία και σε πνεύμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης, καθώς και σύμφωνα με τις αντίστοιχες διατάξεις της Συνθήκης. Κατά τη διαβίβαση και το χειρισμό των πληροφοριών που καλύπτει η παρούσα Διοργανική Συμφωνία πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα συμφέροντα τα οποία αποσκοπεί να διαφυλάξει η διαβάθμιση, και ιδίως το δημόσιο συμφέρον όσον αφορά την ασφάλεια και άμυνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών της ή τη στρατιωτική ή μη στρατιωτική διαχείριση κρίσεων.
2.2.
Μετά από αίτημα ενός από τα πρόσωπα που αναφέρονται κατωτέρω στο σημείο 3.1 η Προεδρία του Συμβουλίου ή ο Γενικός Γραμματέας/Ύπατος Εκπρόσωπος τα ενημερώνει αμελλητί για το περιεχόμενο κάθε ευαίσθητης πληροφορίας που απαιτείται για την άσκηση των εξουσιών που απονέμει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα Διοργανική Συμφωνία, λαμβάνοντας υπόψη το δημόσιο συμφέρον σε θέματα ασφαλείας και άμυνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών της, ή τη στρατιωτική ή μη στρατιωτική διαχείριση κρίσεων, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που ορίζονται κατωτέρω στο μέρος 3.
3.
Ρυθμίσεις ως προς την πρόσβαση και το χειρισμό ευαίσθητων πληροφοριών
3.1.
Στα πλαίσια της παρούσας Διοργανικής Συμφωνίας, ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή ο Πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφαλείας και Αμυντικής Πολιτικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορεί να ζητήσει τη διαβίβαση, από την Προεδρία του Συμβουλίου ή το Γενικό Γραμματέα/Ύπατο Εκπρόσωπο, πληροφοριών στην εν λόγω επιτροπή για εξελίξεις ως προς την ευρωπαϊκή πολιτική ασφαλείας και άμυνας, συμπεριλαμβανομένων ευαίσθητων πληροφοριών για τις οποίες εφαρμόζεται το σημείο 3.3.
3.2.
Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται αμελλητί σε περίπτωση κρίσης ή μετά από αίτηση του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφαλείας και Αμυντικής Πολιτικής.
3.3.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ειδική επιτροπή, υπό την προεδρία του Προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφαλείας και Αμυντικής Πολιτικής, απαρτιζόμενη από τέσσερα μέλη που διορίζει η Διάσκεψη των Προέδρων, ενημερώνονται από την Προεδρία του Συμβουλίου ή από το Γενικό Γραμματέα/Ύπατο Εκπρόσωπο για το περιεχόμενο των ευαίσθητων πληροφοριών, όπου αυτό απαιτείται για την άσκηση των εξουσιών που απονέμει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση στον τομέα που καλύπτει η παρούσα Διοργανική Συμφωνία. Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και η ειδική επιτροπή μπορούν να ζητούν να ανατρέχουν στα εν λόγω έγγραφα στο κτίριο του Συμβουλίου.
Τα σχετικά έγγραφα ή πληροφορίες τίθενται στη διάθεση του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όποτε αυτό απαιτείται και είναι δυνατό λόγω της φύσης και του περιεχομένου τους. Ο Πρόεδρος επιλέγει μία από τις ακόλουθες δυνατότητες:
α)
πληροφορίες προοριζόμενες για τον Πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφαλείας και Αμυντικής Πολιτικής,
β)
πρόσβαση στις πληροφορίες μόνο για τα μέλη της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφαλείας και Αμυντικής Πολιτικής,
γ)
συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων, Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφαλείας και Αμυντικής Πολιτικής, σύμφωνα με ρυθμίσεις που μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με τον εκάστοτε βαθμό εμπιστευτικότητας,
δ)
διαβίβαση εγγράφων από τα οποία έχουν περικοπεί πληροφορίες λόγω του απαιτούμενου βαθμού απορρήτου.
Οι ανωτέρω δυνατότητες δεν ισχύουν στην περίπτωση που οι ευαίσθητες πληροφορίες έχουν διαβαθμισθεί ως «TRÈS SECRET/TOP SECRET».
Όσον αφορά τις πληροφορίες ή τα έγγραφα που έχουν διαβαθμισθεί ως «SECRET» ή «CONFIDENTIEL», η επιλογή από τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μιας από τις ανωτέρω δυνατότητες συμφωνείται προηγουμένως με το Συμβούλιο.
Οι εν λόγω πληροφορίες ή έγγραφα δεν δημοσιεύονται ούτε διαβιβάζονται σε άλλο παραλήπτη.
4.
Τελικές διατάξεις
4.1.
Tο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, το καθένα κατ’ ιδίαν, λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την εφαρμογή της παρούσας Διοργανικής Συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που απαιτούνται για την εξουσιοδότηση των οικείων προσώπων για τη διαχείριση διαβαθμισμένου υλικού.
4.2.
Tα δύο θεσμικά όργανα είναι διατεθειμένα να συζητήσουν παρόμοιες διοργανικές συμφωνίες που θα καλύπτουν διαβαθμισμένες πληροφορίες σε άλλους τομείς δραστηριοτήτων του Συμβουλίου, υπό τον όρο ότι οι διατάξεις της παρούσας Διοργανικής Συμφωνίας δεν αποτελούν προηγούμενο για άλλους τομείς δραστηριοτήτων της Ένωσης ή της Κοινότητας και δεν θίγουν το περιεχόμενο οιασδήποτε άλλης διοργανικής συμφωνίας.
4.3.
Η παρούσα Διοργανική Συμφωνία αναθεωρείται μετά από δύο έτη ύστερα από αίτηση ενός από τα δύο θεσμικά όργανα με βάση την εμπειρία που θα αποκτηθεί κατά την εφαρμογή της.
Παράρτημα
Η παρούσα Διοργανική Συμφωνία εφαρμόζεται σύμφωνα με τους σχετικούς εφαρμοστέους κανονισμούς και ιδίως βάσει της αρχής ότι η συγκατάθεση του συντάκτη αποτελεί απαραίτητο όρο για τη διαβίβαση διαβαθμισμένων πληροφοριών όπως ορίζεται στο σημείο 1.2.
Τα μέλη της ειδικής επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορούν να συμβουλεύονται ευαίσθητα έγγραφα σε ασφαλή αίθουσα εντός των χώρων του Συμβουλίου.
Η παρούσα Διοργανική Συμφωνία αρχίζει να ισχύει μετά τη θέσπιση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εσωτερικών μέτρων ασφαλείας που είναι σύμφωνα με τις αρχές του σημείου 2.1 και ανάλογα προς εκείνα των λοιπών οργάνων, προκειμένου να διασφαλίζεται ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των εκάστοτε ευαίσθητων πληροφοριών.
Γ.
Εφαρμογή της διοργανικής συμφωνίας που αφορά την πρόσβαση του Κοινοβουλίου σε ευαίσθητες πληροφορίες στον τομέα της πολιτικής ασφαλείας και άμυνας
Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2002 σχετικά με την εφαρμογή της διοργανικής συμφωνίας που αφορά την πρόσβαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε ευαίσθητες πληροφορίες του Συμβουλίου στον τομέα της πολιτικής ασφαλείας και άμυνας
(6)
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ,
έχοντας υπόψη το άρθρο 9 και, ειδικότερα, τις παραγράφους του 6 και 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής
(7),
έχοντας υπόψη το Παράρτημα VII μέρος Α σημείο 1 του Κανονισμού του,
έχοντας υπόψη το άρθρο 20 της απόφασης του Προεδρείου της 28ης Νοεμβρίου 2001 σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
(8),
έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόσβαση του Κοινοβουλίου σε ευαίσθητες πληροφορίες του Συμβουλίου στον τομέα της πολιτικής ασφαλείας και άμυνας,
έχοντας υπόψη την πρόταση του Προεδρείου,
λαμβάνοντας υπόψη τον ειδικό χαρακτήρα και το ιδιαίτερα ευαίσθητο περιεχόμενο ορισμένων εξαιρετικά εμπιστευτικών πληροφοριών στον τομέα της πολιτικής ασφαλείας και άμυνας,
λαμβάνοντας υπόψη την υποχρέωση του Συμβουλίου να παρέχει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πληροφορίες σχετικά με τα ευαίσθητα έγγραφα, σύμφωνα με τους όρους που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ των δύο θεσμικών οργάνων,
λαμβάνοντας υπόψη ότι οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που αποτελούν μέλη της ειδικής επιτροπής η οποία δημιουργήθηκε βάσει της διοργανικής συμφωνίας πρέπει να διαθέτουν εξουσιοδότηση για πρόσβαση στις ευαίσθητες πληροφορίες σύμφωνα με την αρχή της «ανάγκης για ενημέρωση»,
λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη θέσπισης ειδικών μηχανισμών για τη λήψη, την επεξεργασία και τον έλεγχο ευαίσθητων πληροφοριών που προέρχονται από το Συμβούλιο, από κράτη μέλη ή τρίτες χώρες ή από διεθνείς οργανισμούς,
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:
Άρθρο 1
Η παρούσα απόφαση αποβλέπει στην έγκριση συμπληρωματικών μέτρων που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της διοργανικής συμφωνίας σχετικά με την πρόσβαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε ευαίσθητες πληροφορίες του Συμβουλίου στον τομέα της πολιτικής ασφαλείας και άμυνας.
Άρθρο 2
Το Συμβούλιο, τηρώντας τους ισχύοντες κανόνες του, εξετάζει τις αιτήσεις πρόσβασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις ευαίσθητες πληροφορίες του Συμβουλίου. Εάν τα ζητούμενα έγγραφα έχουν εκδοθεί από άλλα θεσμικά όργανα, κράτη μέλη, τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς, διαβιβάζονται κατόπιν σύμφωνης γνώμης των εν λόγω οργάνων.
Άρθρο 3
Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι υπεύθυνος για την εφαρμογή της διοργανικής συμφωνίας εντός του θεσμικού οργάνου.
Στο πλαίσιο αυτό, λαμβάνει όλα τα επιβαλλόμενα μέτρα για να διασφαλίσει την εμπιστευτική επεξεργασία των πληροφοριών που λαμβάνονται απευθείας από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου ή από το Γενικό Γραμματέα / Ύπατο Εκπρόσωπο, ή των πληροφοριών που λαμβάνονται κατά την εξέταση ευαίσθητων εγγράφων στους χώρους του Συμβουλίου.
Άρθρο 4
Όταν, μετά από αίτηση του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφαλείας και Αμυντικής Πολιτικής, η Προεδρία του Συμβουλίου ή ο Γενικός Γραμματέας / Ύπατος Εκπρόσωπος καλούνται να παράσχουν ευαίσθητες πληροφορίες στην ειδική επιτροπή που δημιουργήθηκε από τη διοργανική συμφωνία, οι πληροφορίες αυτές διαβιβάζονται το συντομότερο δυνατό. Για το σκοπό αυτό, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξοπλίζει μια αίθουσα ειδικού προορισμού. Η επιλογή της αίθουσας πραγματοποιείται με γνώμονα την εξασφάλιση ισοδύναμου επιπέδου προστασίας με εκείνο που προβλέπει η απόφαση 2001/264/ΕΚ της 19ης Μαρτίου 2001
(9), για την έγκριση των κανονισμών ασφαλείας του Συμβουλίου, όσον αφορά τη διεξαγωγή συνεδριάσεων αυτού του τύπου.
Άρθρο 5
Η ενημερωτική συνεδρίαση, της οποίας προεδρεύει ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφαλείας και Αμυντικής Πολιτικής, διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών.
Εκτός των τεσσάρων βουλευτών που έχει ορίσει η Διάσκεψη των Προέδρων, πρόσβαση στην αίθουσα της συνεδρίασης έχουν μόνο οι υπάλληλοι οι οποίοι, λόγω των καθηκόντων τους ή των αναγκών της υπηρεσίας, είναι εξουσιοδοτημένοι και έχουν λάβει άδεια να εισέλθουν στην αίθουσα υπό την επιφύλαξη της «ανάγκης για ενημέρωση».
Άρθρο 6
Κατ’ εφαρμογή του σημείου 3.3 της προαναφερθείσας διοργανικής συμφωνίας, όταν ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφαλείας και Αμυντικής Πολιτικής, αποφασίζουν να ζητήσουν την εξέταση των εγγράφων στα οποία περιέχονται ευαίσθητες πληροφορίες, η εξέταση αυτή πραγματοποιείται στους χώρους του Συμβουλίου.
Η επιτόπια εξέταση γίνεται στη διαθέσιμη μορφή των εγγράφων.
Άρθρο 7
Τα μέλη του Κοινοβουλίου που προβλέπεται να παραστούν στις ενημερωτικές συνεδριάσεις ή να λάβουν γνώση των ευαίσθητων εγγράφων υπόκεινται σε διαδικασία εξουσιοδότησης αντίστοιχη με εκείνη που ισχύει για τα μέλη του Συμβουλίου και τα μέλη της Επιτροπής. Για το σκοπό αυτό, ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προβαίνει στα αναγκαία διαβήματα προς τις αρμόδιες εθνικές αρχές.
Άρθρο 8
Οι υπάλληλοι που χρειάζεται να λάβουν γνώση ευαίσθητων πληροφοριών εξουσιοδοτούνται σύμφωνα με τις διατάξεις που έχουν θεσπισθεί για τα άλλα θεσμικά όργανα. Οι υπάλληλοι που έχουν εξουσιοδοτηθεί κατ’ αυτό τον τρόπο και υπό την επιφύλαξη της «ανάγκης για ενημέρωση», προσκαλούνται να παρευρεθούν στις προαναφερθείσες ενημερωτικές συνεδριάσεις ή να λάβουν γνώση του περιεχομένου τους. Τη σχετική άδεια χορηγεί ο Γενικός Γραμματέας, αφού ζητήσει τη γνώμη των αρμόδιων εθνικών αρχών των κρατών μελών, βάσει της έρευνας ασφαλείας που διενεργείται από τις εν λόγω αρχές.
Άρθρο 9
Οι ευαίσθητες πληροφορίες που λαμβάνονται κατά τις ανωτέρω συνεδριάσεις ή κατά την εξέταση των σχετικών εγγράφων στους χώρους του Συμβουλίου δεν είναι δυνατό να αποτελέσουν αντικείμενο δημοσιοποίησης, διάδοσης και ολικής ή μερικής αναπαραγωγής, ανεξαρτήτως μέσου. Ομοίως, δεν επιτρέπεται η καταγραφή των ευαίσθητων πληροφοριών που παρέχονται από το Συμβούλιο.
Άρθρο 10
Οι βουλευτές του Κοινοβουλίου που ορίζονται από τη Διάσκεψη των Προέδρων για να αποκτήσουν πρόσβαση στις ευαίσθητες πληροφορίες έχουν υποχρέωση εχεμύθειας. Όσοι παραβαίνουν την υποχρέωση αυτή αντικαθίστανται στο πλαίσιο της ειδικής επιτροπής με άλλο μέλος, που ορίζεται από τη Διάσκεψη των Προέδρων. Στην περίπτωση αυτή, το μέλος που υποπίπτει στο παράπτωμα δύναται, πριν αποκλεισθεί από την ειδική επιτροπή, να γίνει δεκτό σε ακρόαση από τη Διάσκεψη των Προέδρων, η οποία συνέρχεται σε ειδική συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών. Εκτός του αποκλεισμού του από την ειδική επιτροπή, το μέλος που ευθύνεται για διαρροή πληροφοριών μπορεί, ενδεχομένως, να διωχθεί δικαστικώς κατ’ εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας.
Άρθρο 11
Οι δεόντως εξουσιοδοτημένοι υπάλληλοι που χρειάζεται να λάβουν γνώση ευαίσθητων πληροφοριών, κατ’ εφαρμογή της αρχής της «ανάγκης για ενημέρωση», έχουν υποχρέωση εχεμύθειας. Κάθε παράβαση του κανόνα αυτού αποτελεί αντικείμενο έρευνας που διενεργείται υπό την εποπτεία του Προέδρου του Κοινοβουλίου και, ενδεχομένως, πειθαρχικής διαδικασίας κατά τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης. Σε περίπτωση δικαστικής δίωξης, ο Πρόεδρος λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να έχουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές τη δυνατότητα να κινήσουν τις προσήκουσες διαδικασίες.
Άρθρο 12
Το Προεδρείο είναι αρμόδιο να προβαίνει σε ενδεχόμενες προσαρμογές, τροποποιήσεις ή ερμηνείες οι οποίες καθίστανται απαραίτητες για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης.
Άρθρο 13
Η παρούσα απόφαση προσαρτάται ως παράρτημα στον Κανονισμό του Κοινοβουλίου και τίθεται σε ισχύ κατά τη ημερομηνία της δημοσίευσής της στην
Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Δ.
Διοργανική συμφωνία σχετικά με τη διαβίβαση και τον χειρισμό διαβαθμισμένων πληροφοριών σε θέματα πλην εκείνων του τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας
Διοργανική συμφωνία της 12ης Μαρτίου 2014 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διαβίβαση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τον χειρισμό από αυτό διαβαθμισμένων πληροφοριών του Συμβουλίου σε θέματα πλην εκείνων του τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας
(10)
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1)
Το άρθρο 14 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) ορίζει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ασκεί, από κοινού με το Συμβούλιο, νομοθετικά και δημοσιονομικά καθήκοντα και ότι ασκεί καθήκοντα πολιτικού ελέγχου και συμβουλευτικά καθήκοντα υπό τους όρους που προβλέπονται στις Συνθήκες.
(2)
Το άρθρο 13 παράγραφος 2 ΣΕΕ ορίζει ότι κάθε θεσμικό όργανο δρα εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που του ανατίθενται από τις Συνθήκες, σύμφωνα με τις διαδικασίες, τους όρους και τους σκοπούς τους οποίους προβλέπουν. Η εν λόγω διάταξη ορίζει επίσης ότι τα θεσμικά όργανα συνεργάζονται μεταξύ τους καλή τη πίστει. Το άρθρο 295 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) προβλέπει ότι τα θεσμικά όργανα προβαίνουν σε αμοιβαίες διαβουλεύσεις και, για τον σκοπό αυτό, μπορούν, τηρουμένων των Συνθηκών, να συνάπτουν διοργανικές συμφωνίες οι οποίες ενδέχεται να έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα.
(3)
Οι Συνθήκες και, κατά περίπτωση, άλλες συναφείς διατάξεις ορίζουν ότι, στα πλαίσια είτε ειδικής νομοθετικής διαδικασίας είτε άλλων διαδικασιών λήψης απόφασης, το Συμβούλιο διαβουλεύεται με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή λαμβάνει έγκριση πριν να εκδώσει μια νομοθετική πράξη. Οι Συνθήκες ορίζουν επίσης ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενημερώνεται σχετικά με την πρόοδο ή τα αποτελέσματα συγκεκριμένης διαδικασίας ή συμμετέχει στην αξιολόγηση ή στον έλεγχο ορισμένων οργανισμών της Ένωσης
(4)
Ιδίως, το άρθρο 218 παράγραφος 6 ΣΛΕΕ ορίζει ότι, εκτός από την περίπτωση που η διεθνής συμφωνία αφορά αποκλειστικά την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας, το Συμβούλιο εκδίδει απόφαση για τη σύναψη της εκάστοτε συμφωνίας μετά από έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή μετά από διαβούλευση με αυτό. Επομένως, κάθε παρόμοια διεθνής συμφωνία που δεν αφορά αποκλειστικά την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας καλύπτεται από την παρούσα διοργανική συμφωνία.
(5)
Το άρθρο 218 παράγραφος 10 ΣΛΕΕ ορίζει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενημερώνεται αμέσως και πλήρως σε όλα τα στάδια της διαδικασίας. Αυτή η διάταξη ισχύει επίσης για συμφωνίες που αφορούν την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας.
(6)
Σε περιπτώσεις όπου η εφαρμογή των Συνθηκών και, κατά περίπτωση, άλλων οικείων διατάξεων απαιτεί την πρόσβαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε διαβαθμισμένες πληροφορίες που βρίσκονται στην κατοχή του Συμβουλίου, θα πρέπει να συμφωνηθούν κατάλληλες ρυθμίσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου οι οποίες θα αφορούν την πρόσβαση αυτή.
(7)
Όταν το Συμβούλιο αποφασίζει να χορηγήσει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες του Συμβουλίου στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, είτε λαμβάνει ad hoc αποφάσεις προς τούτο είτε κάνει χρήση της διοργανικής συμφωνίας της 20ής Νοεμβρίου 2002 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόσβαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε ευαίσθητες πληροφορίες του Συμβουλίου στον τομέα της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας
(11) (εφεξής «Διοργανική συμφωνία της 20ής Νοεμβρίου 2002»), κατά περίπτωση.
(8)
Στη δήλωση της Ύπατης Εκπροσώπου για την πολιτική λογοδοσία
(12), η οποία διατυπώθηκε κατά την έκδοση της απόφασης 2010/427/EΕ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για τον καθορισμό της οργάνωσης και της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης
(13), αναφέρεται ότι η Ύπατη Εκπρόσωπος αναθεωρεί και, εάν χρειάζεται, προτείνει προσαρμογή των ισχυουσών διατάξεων περί της πρόσβασης των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στα διαβαθμισμένα έγγραφα και τις πληροφορίες στον τομέα της πολιτικής ασφαλείας και της πολιτικής άμυνας (ήτοι της Διοργανική συμφωνία της 20ής Νοεμβρίου 2002).
(9)
Είναι σημαντικό να συνδεθεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με τις αρχές, τα πρότυπα και τους κανόνες για την προστασία διαβαθμισμένων πληροφοριών που απαιτούνται προκειμένου να προστατεύονται τα συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών. Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα είναι σε θέση να παρέχει στο Συμβούλιο διαβαθμισμένες πληροφορίες.
(10)
Στις 31 Μαρτίου 2011, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2011/292/ΕΕ σχετικά με τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ
(14) (στο εξής «κανόνες ασφαλείας του Συμβουλίου»).
(11)
Στις 6 Ιουνίου 2011, το Προεδρείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εξέδωσε την απόφαση για τους κανόνες που διέπουν την επεξεργασία των εμπιστευτικών πληροφοριών από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
(15) (στο εξής «κανόνες ασφαλείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου»).
(12)
Οι κανόνες ασφαλείας των θεσμικών οργάνων, των λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης θα πρέπει να συνιστούν, συλλογικά, ένα συνεκτικό και συνολικό γενικό πλαίσιο προστασίας των διαβαθμισμένων πληροφοριών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και θα πρέπει να διασφαλίζουν την αντιστοιχία των βασικών αρχών και των ελάχιστων προτύπων. Οι βασικές αρχές και τα ελάχιστα πρότυπα που ορίζονται στους κανόνες ασφαλείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα πρέπει να ισοδυναμούν, αντιστοίχως, με εκείνα που ορίζονται στους κανόνες ασφαλείας του Συμβουλίου.
(13)
Το επίπεδο προστασίας των διαβαθμισμένων πληροφοριών που προβλέπεται από τους κανόνες ασφαλείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα πρέπει να ισοδυναμεί με εκείνο που προβλέπεται στους κανόνες ασφαλείας του Συμβουλίου.
(14)
Οι αρμόδιες υπηρεσίες της Γραμματείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου θα συνεργάζονται στενά, ούτως ώστε να εξασφαλίζουν την εφαρμογή ισοδύναμων επιπέδων προστασίας για τις διαβαθμισμένες πληροφορίες αμφότερων των θεσμικών οργάνων.
(15)
Η παρούσα συμφωνία δεν προδικάζει: τους υφιστάμενους και του μελλοντικούς κανόνες για πρόσβαση σε έγγραφα που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ τους κανόνες σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με βάση το άρθρο 16 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ, τους κανόνες περί του δικαιώματος εξέτασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με βάση το άρθρο 226 τρίτο εδάφιο ΣΛΕΕ και τις σχετικές διατάξεις σχετικά με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF),
ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ:
Άρθρο
1
: Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής
Η παρούσα συμφωνία ορίζει τις ρυθμίσεις που διέπουν τη διαβίβαση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τον χειρισμό από αυτό διαβαθμισμένων πληροφοριών του Συμβουλίου σε θέματα πλην εκείνων του τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, προκειμένου το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να ασκεί τις εξουσίες και τα καθήκοντά του. Αφορά όλα τα εν λόγω ζητήματα, ήτοι:
α) προτάσεις που εμπίπτουν σε ειδική νομοθετική διαδικασία ή σε άλλη διαδικασία λήψης αποφάσεων σύμφωνα με την οποία απαιτείται διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή η έγκρισή του·
β) διεθνείς συμφωνίες για τις οποίες απαιτείται διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή η έγκρισή του σύμφωνα με το άρθρο 218 παράγραφος 6 ΣΛΕΕ·
γ) διαπραγματευτικές κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το στοιχείο β)·
δ) δραστηριότητες, εκθέσεις αξιολόγησης ή άλλα έγγραφα για τα οποία πρέπει να ενημερώνεται το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο· και
ε) έγγραφα σχετικά με τις δραστηριότητες των οργανισμών της Ένωσης που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμμετέχει στην αξιολόγηση ή στον έλεγχό τους.
Άρθρο
2
: Ορισμός των «διαβαθμισμένων πληροφοριών»
Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ως «διαβαθμισμένες πληροφορίες» νοούνται μία ή περισσότερες από τις εξής:
α) «Διαβαθμισμένες πληροφορίες ΕΕ» (ΔΠΕΕ), όπως ορίζονται στους κανόνες ασφαλείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και στους κανόνες ασφαλείας του Συμβουλίου και οι οποίες φέρουν μία από τις ακόλουθες ενδείξεις διαβάθμισης ασφαλείας:
– RESTREINT UE/EU RESTRICTED,
– CONFIDENTIEL EU/EU CONFIDENTIAL,
– SECRET EU/EU SECRET,
– TRÈS SECRET EU/EU TOP SECRET·
β) διαβαθμισμένες πληροφορίες που παρέχουν κράτη μέλη στο Συμβούλιο και οι οποίες φέρουν εθνική ένδειξη διαβάθμισης ασφαλείας που αντιστοιχεί σε μία από τις ενδείξεις διαβάθμισης ασφαλείας που χρησιμοποιούνται για τις ΔΠΕΕ που απαριθμούνται στο στοιχείο α·
γ) διαβαθμισμένες πληροφορίες που διαβιβάζουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση τρίτα κράτη ή διεθνείς οργανισμοί και οι οποίες φέρουν ένδειξη διαβάθμισης ασφαλείας ισοδύναμη προς μία από τις χρησιμοποιούμενες ενδείξεις διαβάθμισης ασφαλείας που χρησιμοποιούνται για τις ΔΠΕΕ που απαριθμούνται στο στοιχείο α), όπως προβλέπεται στις σχετικές συμφωνίες ασφαλείας πληροφοριών ή διοικητικές ρυθμίσεις.
Άρθρο
3
: Προστασία διαβαθμισμένων πληροφοριών
1.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προστατεύει, σύμφωνα με τους κανόνες ασφαλείας του και δυνάμει της παρούσας συμφωνίας, οποιαδήποτε διαβαθμισμένη πληροφορία τού παρέχει το Συμβούλιο.
2.
Δεδομένου ότι πρέπει να διατηρείται η ισοδυναμία μεταξύ των βασικών αρχών και των στοιχειωδών προτύπων προστασίας των διαβαθμισμένων πληροφοριών που ορίζονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και από το Συμβούλιο στους οικείους κανόνες ασφαλείας τους, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διασφαλίζει ότι τα ισχύοντα μέτρα ασφαλείας που εφαρμόζονται στους χώρους του, παρέχουν επίπεδο προστασίας των διαβαθμισμένων πληροφοριών ισοδύναμο προς εκείνο που παρέχεται για τέτοιες πληροφορίες στους χώρους του Συμβουλίου. Οι αρμόδιες υπηρεσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου συνεργάζονται στενά προς τον σκοπό αυτό.
3.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζει ότι οι διαβαθμισμένες πληροφορίες που του παρέχει το Συμβούλιο:
α) δεν χρησιμοποιούνται για σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους για τους οποίους παρέχεται πρόσβαση·
β) δεν κοινολογούνται σε άλλα πρόσωπα από εκείνα στα οποία έχει χορηγηθεί πρόσβαση σύμφωνα προς τα άρθρα 4 και 5, ούτε δημοσιοποιούνται·
γ) δεν διαβιβάζονται σε άλλα θεσμικά όργανα, λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, ούτε σε κράτη μέλη, τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς, χωρίς την πρότερη γραπτή έγκριση του Συμβουλίου.
4.
Το Συμβούλιο μπορεί να χορηγεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες που προέρχονται από άλλα θεσμικά όργανα, λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, ή από κράτη μέλη, τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς, μόνο μετά από γραπτή έγκριση του φορέα προέλευσης.
Άρθρο
4
: Ασφάλεια προσωπικού
1.
Η πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες χορηγείται στα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 4.
2.
Όταν οι ζητούμενες πληροφορίες έχουν διαβαθμισθεί σε επίπεδο CONFIDENTIEL UE/EU CONFIDENTIAL, SECRET UE/EU SECRET ή TRÈS SECRET UE/EU TOP SECRET ή σε ισοδύναμο επίπεδο, μπορεί να χορηγείται πρόσβαση μόνο στα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που έχουν εξουσιοδοτηθεί από τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου:
α) τα οποία έχουν υποστεί έλεγχο ασφαλείας σύμφωνα με τους κανόνες ασφαλείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου· ή
β) για τα οποία έχει γίνει κοινοποίηση από αρμόδια εθνική αρχή ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένα δυνάμει των καθηκόντων τους σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις.
Παρά το πρώτο εδάφιο, όταν οι ζητούμενες πληροφορίες έχουν διαβαθμισθεί σε επίπεδο CONFIDENTIEL UE/EU CONFIDENTIAL ή σε ισοδύναμο επίπεδο, χορηγείται πρόσβαση και σε μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 4 και έχουν υπογράψει επίσημη δήλωση μη αποκάλυψης σύμφωνα προς τους κανόνες ασφαλείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το Συμβούλιο τηρείται ενήμερο για τα ονόματα των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στα οποία χορηγείται πρόσβαση δυνάμει του παρόντος εδαφίου.
3.
Προ της χορήγησης πρόσβασης σε διαβαθμισμένες πληροφορίες, τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενημερώνονται και δηλώνουν ότι έχουν κατανοήσει σαφώς την ευθύνη τους να προστατεύουν τις πληροφορίες σύμφωνα προς τους κανόνες ασφαλείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και ότι έχουν ενημερωθεί σχετικά με τα μέσα για τη διασφάλιση της προστασίας αυτής.
4.
Η πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες χορηγείται μόνο στους υπαλλήλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και στο λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου που εργάζεται για πολιτικές ομάδες οι οποίοι:
α) έχουν ορισθεί εκ των προτέρων από το αρμόδιο κοινοβουλευτικό σώμα ή αξιωματούχο ως έχοντες ανάγκη γνώσης, όπως ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 4·
β) έχουν λάβει εξουσιοδότηση ασφαλείας αντίστοιχου επιπέδου σύμφωνα με τους κανόνες ασφαλείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όταν οι πληροφορίες έχουν διαβαθμισθεί σε επίπεδο CONFIDENTIEL UE/EU CONFIDENTIAL, SECRET UE/EU SECRET, ή TRÈS SECRET UE/EU TOP SECRET ή σε ισοδύναμο επίπεδο· και
γ) έχουν ενημερωθεί και έχουν λάβει γραπτές οδηγίες ως προς τις ευθύνες τους για την προστασία των εν λόγω πληροφοριών καθώς και σχετικά με τα μέσα διασφάλισης της προστασίας αυτής, και έχουν υπογράψει δήλωση με την οποία αναγνωρίζουν την παραλαβή των οδηγιών αυτών και δεσμεύονται ότι θα τις τηρήσουν σύμφωνα προς τους κανόνες ασφαλείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Άρθρο
5
: Διαδικασία πρόσβασης σε διαβαθμισμένες πληροφορίες
1.
Το Συμβούλιο παρέχει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τις διαβαθμισμένες πληροφορίες του άρθρου 1 σε περίπτωση που υποχρεούται νομικά να το πράξει δυνάμει των Συνθηκών ή νομικών πράξεων οι οποίες θεσπίστηκαν βάσει των Συνθηκών. Τα κοινοβουλευτικά σώματα ή οι αξιωματούχοι που αναφέρονται στην παράγραφο 3 δύνανται επίσης να καταθέτουν γραπτή αίτηση για τις εν λόγω πληροφορίες.
2.
Σε άλλες περιπτώσεις, το Συμβούλιο μπορεί να παρέχει τις διαβαθμισμένες πληροφορίες του άρθρου 1 στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε με πρωτοβουλία του είτε κατόπιν γραπτής αιτήσεως από ένα από τα κοινοβουλευτικά σώματα ή τους αξιωματούχους της παραγράφου 3.
3.
Τα κάτωθι κοινοβουλευτικά σώματα ή αξιωματούχοι δύνανται να καταθέτουν γραπτές αιτήσεις προς το Συμβούλιο:
α) ο πρόεδρος·
β) η Διάσκεψη των Προέδρων·
γ) το Προεδρείο·
δ) ο ή οι πρόεδροι των οικείων επιτροπών·
ε) ο ή οι οικείοι εισηγητές.
Οι αιτήσεις άλλων μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δύνανται να διατυπώνονται μέσω ενός εκ των κοινοβουλευτικών οργάνων ή αξιωματούχων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.
Το Συμβούλιο ανταποκρίνεται αμελλητί στις εν λόγω αιτήσεις.
4.
Όταν το Συμβούλιο υποχρεούται νομικά ή έχει λάβει απόφαση να χορηγήσει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες, καθορίζει γραπτώς, πριν από τη διαβίβαση των πληροφοριών αυτών, μαζί με τον αρμόδιο φορέα ή αξιωματούχο που απαριθμούνται στην παράγραφο 3, τα εξής:
α) ότι η πρόσβαση αυτή μπορεί να χορηγείται σε έναν ή περισσότερους εκ των ακολούθων:
i) στον πρόεδρο·
ii) στη Διάσκεψη των Προέδρων·
iii) στο Προεδρείο·
iv) στον ή στους προέδρους των οικείων επιτροπών·
v) στον ή στους οικείους εισηγητές·
vi) σε όλα ή ορισμένα μέλη της ή των οικείων επιτροπών· και
β) τις τυχόν επιμέρους ρυθμίσεις χειρισμού για την προστασία των πληροφοριών αυτών.
Άρθρο
6
: Καταχώριση, αποθήκευση, διαθεσιμότητα και συζήτηση περί διαβαθμισμένων πληροφοριών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
1.
Οι διαβαθμισμένες πληροφορίες που παρέχει το Συμβούλιο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εφόσον έχουν διαβαθμισθεί σε επίπεδο CONFIDENTIEL UE/EU CONFIDENTIAL, SECRET UE/EU SECRET ή TRÈS SECRET UE/EU TOP SECRET, ή σε ισοδύναμο επίπεδο
α) καταχωρίζονται για σκοπούς ασφάλειας, ώστε να φαίνεται ο κύκλος ζωής τους και να εξασφαλίζεται η ανιχνευσιμότητά τους, ανά πάσα στιγμή·
β) αποθηκεύονται σε ασφαλή χώρο, οποίος πληροί τα ελάχιστα πρότυπα υλικής ασφάλειας που περιγράφονται στους κανόνες ασφαλείας του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τα οποία είναι ισοδύναμα· και
γ) μπορεί να τις συμβουλεύονται τα οικεία μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι υπάλληλοι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου που εργάζεται για πολιτικές ομάδες, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 4 και το άρθρο 5 παράγραφος 4, μόνον εντός ασφαλούς αίθουσας ανάγνωσης στους χώρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Στην περίπτωση αυτή, ισχύουν οι ακόλουθοι κανόνες:
i) οι πληροφορίες δεν αντιγράφονται κατ’ ουδένα τρόπο, π.χ. φωτοτύπηση ή φωτογράφιση,
ii) δεν λαμβάνονται σημειώσεις, και
iii) δεν επιτρέπονται στην αίθουσα ηλεκτρονικές συσκευές επικοινωνίας.
2.
Η διαχείριση και η αποθήκευση των εμπιστευτικών πληροφοριών που παρέχονται από το Συμβούλιο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εφόσον έχουν διαβαθμισθεί σε επίπεδο RESTREINT UE/EU RESTRICTED, ή σε ισοδύναμο επίπεδο, πραγματοποιούνται σύμφωνα με τους κανόνες ασφαλείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε επίπεδο προστασίας παρόμοιων διαβαθμισμένων πληροφοριών ισοδύναμο προς εκείνο του Συμβουλίου.
Παρά το πρώτο εδάφιο, για περίοδο 12 μηνών μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας, η διαχείριση και η αποθήκευση των πληροφοριών που έχουν διαβαθμισθεί σε επίπεδο RESTREINT UE/EU RESTRICTED, ή σε ισοδύναμο επίπεδο, πραγματοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1. Η πρόσβαση σε παρόμοιες διαβαθμισμένες πληροφορίες διέπεται από το άρθρο 4 παράγραφος 4 στοιχεία α) και γ) και το άρθρο 5 παράγραφος 4.
3.
Η διαχείριση των διαβαθμισμένων πληροφοριών μπορεί να πραγματοποιείται μόνο μέσω συστημάτων επικοινωνίας και πληροφοριών που έχουν δεόντως διαπιστευθεί ή εγκριθεί βάσει προτύπων ισοδύναμων με εκείνα που προβλέπονται στους κανόνες ασφαλείας του Συμβουλίου.
4.
Οι διαβαθμισμένες πληροφορίες που παρέχονται προφορικά σε αποδέκτες από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προστατεύονται σε βαθμό ισοδύναμο προς εκείνον που ισχύει για τις διαβαθμισμένες πληροφορίες που παρέχονται σε γραπτή μορφή
5.
Παρά την παράγραφο 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου, οι πληροφορίες που έχουν διαβαθμισθεί σε επίπεδο CONFIDENTIEL UE/EU CONFIDENTIAL, ή σε ισοδύναμο επίπεδο, και παρέχονται από το Συμβούλιο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μπορούν να συζητούνται σε συνεδριάσεις που διεξάγονται in camera και παρακολουθούνται μόνο από μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και τους υπαλλήλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου που εργάζεται για πολιτικές ομάδες στους οποίους έχει χορηγηθεί πρόσβαση στις πληροφορίες δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 4 και του άρθρου 5 παράγραφος 4. Ισχύουν οι ακόλουθοι όροι:
– τα έγγραφα διανέμονται κατά την έναρξη της συνεδρίασης και συλλέγονται μετά το πέρας της,
– τα έγγραφα δεν αντιγράφονται κατ’ ουδένα τρόπο, π.χ. φωτοτύπηση ή φωτογράφιση,
– δεν λαμβάνονται σημειώσεις,
– δεν επιτρέπονται στην αίθουσα ηλεκτρονικές συσκευές επικοινωνίας, και
– τα πρακτικά της συνεδρίασης δεν αναφέρονται στο περιεχόμενο της συζήτησης του σημείου που αφορά διαβαθμισμένες πληροφορίες.
6.
Όταν οι συνεδριάσεις είναι αναγκαίες για τη συζήτηση πληροφοριών που έχουν διαβαθμισθεί σε επίπεδο SECRET UE/EU SECRET ή TRÈS SECRET UE/EU TOP SECRET, ή σε ισοδύναμο επίπεδο, συμφωνούνται, κατά περίπτωση, ειδικές ρυθμίσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
Άρθρο
7
: Παραβίαση της ασφάλειας, απώλεια ή διαρροή διαβαθμισμένων πληροφοριών
1.
Εάν υπάρχουν αποδείξεις ή υποψίες απώλειας ή διαρροής διαβαθμισμένων πληροφοριών που παρέσχε το Συμβούλιο, ο γενικός γραμματέας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενημερώνει αμέσως σχετικά τον γενικό γραμματέα του Συμβουλίου. Ο γενικός γραμματέας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προβαίνει σε έρευνα και ενημερώνει τον γενικό γραμματέα του Συμβουλίου σχετικά με τα αποτελέσματα της έρευνας και των μέτρων που ελήφθησαν για να προληφθεί ανάλογο περιστατικό. Όταν αφορά μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενεργεί από κοινού με τον γενικό γραμματέα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
2.
Μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που είναι υπεύθυνο για παραβίαση των διατάξεων που ορίζονται στους κανόνες ασφάλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή στην παρούσα συμφωνία μπορούν να υποστούν τα μέτρα και τις κυρώσεις σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 και τα άρθρα 152 έως 154 του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
(16).
3.
Τυχόν υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή το λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου που εργάζεται για πολιτικές ομάδες και ευθύνεται για παραβίαση των διατάξεων που ορίζονται στους κανόνες ασφάλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή στην παρούσα συμφωνία μπορεί να υποστεί τις κυρώσεις που ορίζονται στον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου
(17).
4.
Τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για διαρροή ή απώλεια διαβαθμισμένων πληροφοριών υπόκεινται σε πειθαρχικές κυρώσεις και/ή δικαστικές ενέργειες σύμφωνα με τις εφαρμοστέες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις και τους εφαρμοστέους κανόνες.
Άρθρο
8
: Τελικές διατάξεις
1.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, το καθένα κατ’ ιδίαν, λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας. Συνεργάζονται προς τον σκοπό αυτό, ειδικότερα με τη διοργάνωση επισκέψεων για να παρακολουθούν την εφαρμογή των τεχνικών πτυχών ασφαλείας της παρούσας συμφωνίας.
2.
Οι αρμόδιες υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου διαβουλεύονται μεταξύ τους πριν εκάτερο των θεσμικών οργάνων τροποποιήσει τους οικείους κανόνες ασφαλείας, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι διατηρείται η ισοδυναμία των βασικών αρχών και ελάχιστων προτύπων προστασίας των διαβαθμισμένων πληροφοριών.
3.
Οι διαβαθμισμένες πληροφορίες παρέχονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δυνάμει της παρούσας συμφωνίας μόλις το Συμβούλιο, μαζί με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθορίσει ότι έχει επιτευχθεί η ισοδυναμία μεταξύ των βασικών αρχών και των ελάχιστων προτύπων προστασίας των διαβαθμισμένων πληροφοριών των κανόνων ασφαλείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αφενός, και μεταξύ του επιπέδου προστασίας των διαβαθμισμένων πληροφοριών στους χώρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αφετέρου.
4.
Η παρούσα συμφωνία μπορεί να αναθεωρηθεί αιτήσει εκατέρου των θεσμικών οργάνων βάσει της εμπειρίας από την εφαρμογή της
5.
Η παρούσα συμφωνία αρχίζει να ισχύει την ημερομηνία της δημοσίευσής της στην
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
E.
Κανόνες που διέπουν την επεξεργασία των εμπιστευτικών πληροφοριών από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Απόφαση του Προεδρείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Απριλίου 2013 σχετικά με τους κανόνες που διέπουν την επεξεργασία των εμπιστευτικών πληροφοριών από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
(18)
ΤΟ ΠΡΟΕΔΡΕΙΟ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ,
Έχοντας υπόψη το άρθρο 23 παράγραφος 12
(19) του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,
Εκτιμώντας τα εξής:
(1)
Δεδομένων της συμφωνίας-πλαισίου για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
(20) που υπεγράφη στις 20 Οκτωβρίου 2010 («συμφωνία-πλαίσιο») και της διοργανικής συμφωνίας μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διαβίβαση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τον χειρισμό από αυτό διαβαθμισμένων πληροφοριών του Συμβουλίου πλην εκείνων του τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας
(21) που υπεγράφη στις 12 Μαρτίου 2014 («διοργανική συμφωνία») είναι αναγκαίο να καθοριστούν ειδικοί κανόνες σχετικά με την επεξεργασία των εμπιστευτικών πληροφοριών από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
(2)
Η Συνθήκη της Λισαβόνας αναθέτει νέα καθήκοντα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και, προκειμένου να αναπτυχθούν πρωτοβουλίες του Κοινοβουλίου στους τομείς εκείνους που απαιτούν ένα βαθμό εμπιστευτικότητας, είναι απαραίτητο να θεσπισθούν βασικές αρχές, ελάχιστα πρότυπα ασφάλειας και κατάλληλες διαδικασίες για την επεξεργασία από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εμπιστευτικών αλλά και διαβαθμισμένων πληροφοριών.
(3)
Οι κανόνες που ορίζονται στην απόφαση αυτή αποσκοπούν να διασφαλίσουν ισοδύναμα πρότυπα προστασίας και συμβατότητα με τους κανόνες που έχουν θεσπίσει άλλα όργανα, οργανισμοί, γραφεία και υπηρεσίες που έχουν ιδρυθεί βάσει των Συνθηκών ή από τα κράτη μέλη, προκειμένου να καταστεί δυνατή η εύρυθμη λειτουργία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
(4)
Οι διατάξεις της απόφασης αυτής δεν θίγουν τους υφιστάμενους και τους μελλοντικούς κανόνες σχετικά με την πρόσβαση σε έγγραφα, που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 15 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).
(5)
Οι διατάξεις της απόφασης αυτής δεν θίγουν τους υφιστάμενους και τους μελλοντικούς κανόνες σχετικά με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 16 ΣΛΕΕ,
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:
Άρθρο
1
: Σκοπός
Η παρούσα απόφαση διέπει τη διαχείριση και το χειρισμό εμπιστευτικών πληροφοριών από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, συμπεριλαμβανομένων της δημιουργίας, παραλαβής, διαβίβασης και αποθήκευσης τέτοιων πληροφοριών με στόχο την ενδεδειγμένη προστασία του εμπιστευτικού τους χαρακτήρα. Εφαρμόζει τη διοργανική συμφωνία και τη συμφωνία πλαίσιο, ιδίως το Παράρτημα ΙΙ αυτής.
Άρθρο
2
: Ορισμοί
Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης:
α) ως «πληροφορία» νοείται κάθε προφορική ή γραπτή πληροφόρηση, ανεξάρτητα από το μέσο στο οποίο διατίθεται ή τον συντάκτη της·
β) ως «εμπιστευτική πληροφορία» νοείται η «διαβαθμισμένη πληροφορία» και η μη διαβαθμισμένη «άλλη εμπιστευτική πληροφορία»·
γ) ως «διαβαθμισμένη πληροφορία» νοείται η «διαβαθμισμένη πληροφορία ΕΕ» και η «ισοδύναμη διαβαθμισμένη πληροφορία»·
-
δ) ως «διαβαθμισμένη πληροφορία ΕΕ» (ΔΠΕΕ) νοείται κάθε πληροφορία και υλικό που έχει διαβαθμιστεί ως «TRÈS SECRET UE/EU TOP SECRET», «SECRET UE/EU SECRET», «CONFIDENTIEL UE/EU CONFIDENTIAL» ή «RESTREINT UE/EU RESTRICTED», των οποίων η άνευ αδείας κοινολόγηση μπορεί να βλάψει σε ποικίλο βαθμό τα συμφέροντα της Ένωσης, ή ενός ή περισσότερων κρατών μελών της, είτε η πληροφορία αυτή προέρχεται από όργανα, οργανισμούς, γραφεία ή υπηρεσίες που έχουν συσταθεί από ή με βάση τις Συνθήκες είτε όχι. Στο πλαίσιο αυτό, πληροφορίες και υλικό που διαβαθμίζονται σε επίπεδο:
-
«TRÈS SECRET UE/EU TOP SECRET» για πληροφορίες και υλικό, η άνευ αδείας κοινολόγηση των οποίων θα μπορούσε να βλάψει σοβαρότατα τα ζωτικά συμφέροντα της Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών της·
-
«SECRET UE/EU SECRET» για πληροφορίες και υλικό, η άνευ αδείας κοινολόγηση των οποίων θα μπορούσε να βλάψει σοβαρά τα ζωτικά συμφέροντα της Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών της
-
«CONFIDENTIEL UE/EU CONFIDENTIAL» για πληροφορίες και υλικό, η άνευ αδείας κοινολόγηση των οποίων θα μπορούσε να βλάψει τα ζωτικά συμφέροντα της Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών της
-
«RESTREINT UE/EU RESTRICTED» για πληροφορίες και υλικό, η άνευ αδείας κοινολόγηση των οποίων θα μπορούσε να είναι αντίθετη προς τα συμφέροντα της Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών της·
ε) ως «ισοδύναμη διαβαθμισμένη πληροφορία» νοείται η διαβαθμισμένη πληροφορία που προέρχεται από κράτη μέλη, τρίτα κράτη ή διεθνείς οργανισμούς, φέρει σήμανση διαβάθμισης ασφαλείας ισοδύναμη προς μία από τις χρησιμοποιούμενες σημάνσεις διαβάθμισης ασφαλείας για τις ΔΠΕΕ και έχει διαβιβαστεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από το Συμβούλιο ή την Επιτροπή·
στ) ως «άλλη εμπιστευτική πληροφορία» νοείται οποιαδήποτε άλλη μη διαβαθμισμένη εμπιστευτική πληροφορία, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που καλύπτονται από κανόνες περί προστασίας δεδομένων ή από υποχρέωση επαγγελματικής εχεμύθειας, που έχει δημιουργηθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή έχει διαβιβασθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από άλλα όργανα, οργανισμούς, γραφεία και αρχές που έχουν συσταθεί από ή με βάση τις Συνθήκες ή από τα κράτη μέλη·
ζ) ως «έγγραφο» νοείται κάθε καταγεγραμμένη πληροφορία ανεξαρτήτως της φυσικής της μορφής ή των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της·
η) ως «υλικό» νοείται κάθε έγγραφο ή αντικείμενο ή μηχανή ή εξοπλισμός που είτε έχει κατασκευασθεί ή βρίσκεται σε διαδικασία κατασκευής·
θ) ως «ανάγκη γνώσης» νοείται η ανάγκη ενός προσώπου να αποκτήσει πρόσβαση σε εμπιστευτική πληροφορία προκειμένου να μπορεί να ασκεί ένα επίσημο καθήκον ή μία εργασία·
ι) ως «άδεια» νοείται μία απόφαση που εκδίδει ο Πρόεδρος, προκειμένου για μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ή ο Γενικός Γραμματέας, προκειμένου για υπαλλήλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και λοιπό προσωπικό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες, με την οποία χορηγείται ατομική πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες έως ένα συγκεκριμένο επίπεδο, βάσει του θετικού αποτελέσματος ενός ελέγχου ασφάλειας που διενεργείται από εθνική αρχή στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου και βάσει των διατάξεων που θεσπίζονται στο Παράρτημα Ι Μέρος 2·
ια) ως «υποχαρακτηρισμός» νοείται η μείωση του βαθμού ασφάλειας·
ιβ) ως «αποχαρακτηρισμός» νοείται η άρση οποιασδήποτε διαβάθμισης·
ιγ) ως «σήμανση» νοείται διακριτικό γνώρισμα που τίθεται σε «άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες» προκειμένου να προσδιοριστούν προκαθορισμένες ειδικές οδηγίες σχετικά με τον χειρισμό των πληροφοριών αυτών ή το πεδίο που καλύπτεται από συγκεκριμένο έγγραφο. Μπορεί επίσης να τεθεί σε διαβαθμισμένες πληροφορίες προκειμένου να επιβληθούν πρόσθετες απαιτήσεις όσον αφορά το χειρισμό τους·
ιδ) ως «αφαίρεση της σήμανσης» νοείται η άρση οποιασδήποτε σήμανσης·
ιε) ως «αρχικός συντάκτης» νοείται ο δεόντως εξουσιοδοτημένος συντάκτης εμπιστευτικής πληροφορίας·
ιστ) ως «κοινοποιήσεις ασφάλειας» νοούνται τα μέτρα εφαρμογής που θεσπίζονται στο Παράρτημα ΙΙ·
ιζ) ως «οδηγίες χειρισμού» νοούνται οι τεχνικές οδηγίες που εκδίδονται προς τις υπηρεσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τη διαχείριση εμπιστευτικών πληροφοριών.
Άρθρο
3
: Βασικές αρχές και ελάχιστα πρότυπα
1.
Η επεξεργασία εμπιστευτικών πληροφοριών από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ακολουθεί τις βασικές αρχές και τους ελάχιστους κανόνες που θεσπίζονται στο Παράρτημα Ι Μέρος 1.
2.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συγκροτεί ένα σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας των πληροφοριών (ΣΔΑΠ) σύμφωνα με τις βασικές αυτές αρχές και τα ελάχιστα αυτά πρότυπα. Το ΣΔΑΠ αποτελείται από τις κοινοποιήσεις ασφάλειας, τις οδηγίες χειρισμού και τον οικείο Κανονισμό. Το ΣΔΑΠ αποσκοπεί στο να διευκολύνει το κοινοβουλευτικό και διοικητικό έργο, διασφαλίζοντας συγχρόνως την προστασία κάθε εμπιστευτικής πληροφορίας που επεξεργάζεται το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σεβόμενο πλήρως τους κανόνες που έχει θεσπίσει ο αρχικός συντάκτης των πληροφοριών αυτών, όπως καθορίζονται στις κοινοποιήσεις ασφάλειας.
Η επεξεργασία εμπιστευτικών πληροφοριών μέσω ενός αυτόματου συστήματος επικοινωνιών και πληροφοριών (ΣΕΠ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου διεξάγεται σύμφωνα με το σύστημα ασφάλειας των πληροφοριών (ΑΠ), όπως ορίζεται στην κοινοποίηση ασφάλειας 3
3.
Τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορούν να συμβουλεύονται διαβαθμισμένες πληροφορίες μέχρι και το επίπεδο «RESTREINT UE/EU RESTRICTED» χωρίς έλεγχο ασφάλειας.
4.
Όταν οι σχετικές πληροφορίες έχουν διαβαθμιστεί σε επίπεδο CONFIDENTIEL UE/EU CONFIDENTIAL ή σε ισοδύναμό του, διατίθενται μόνο στα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που έχουν εξουσιοδοτηθεί από τον Πρόεδρο σύμφωνα με την παράγραφο 5 ή έχουν υπογράψει επίσημη δήλωση μη κοινολόγησης του περιεχομένου των πληροφοριών αυτών σε τρίτους, τήρησης της υποχρέωσης προστασίας των πληροφοριών διαβαθμισμένων σε επίπεδο CONFIDENTIEL UE/EU CONFIDENTIAL και αποδοχής των συνεπειών σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.
5.
Όταν οι πληροφορίες έχουν διαβαθμισθεί σε επίπεδο SECRET UE/EU SECRET ή TRÈS SECRET UE/EU TOP SECRET ή σε ισοδύναμό του, διατίθενται μόνο στα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που έχουν εξουσιοδοτηθεί από τον Πρόεδρο εφόσον:
α) έχουν ελεγχθεί από απόψεως ασφαλείας σύμφωνα με το Παράρτημα Ι Μέρος 2 της παρούσας απόφασης, ή
β) έχει γίνει κοινοποίηση από αρμόδια εθνική αρχή ότι τα εν λόγω μέλη είναι δεόντως εξουσιοδοτημένα δυνάμει των καθηκόντων τους σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.
6.
Προ της χορήγησης πρόσβασης σε διαβαθμισμένες πληροφορίες, τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενημερώνονται και δηλώνουν ότι έχουν κατανοήσει σαφώς την ευθύνη τους να προστατεύουν τις πληροφορίες αυτές σύμφωνα με το Παράρτημα Ι. Ενημερώνονται επίσης σχετικά με τα μέσα για τη διασφάλιση της προστασίας αυτής.
7.
Οι υπάλληλοι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες μπορούν να συμβουλεύονται εμπιστευτικές πληροφορίες εφόσον έχουν διαπιστωμένη «ανάγκη γνώσης» και μπορούν να συμβουλεύονται διαβαθμισμένες πληροφορίες πάνω από το επίπεδο RESTREINT UE/EU RESTRICTED, εφόσον διαθέτουν το κατάλληλο επίπεδο ελέγχου ασφάλειας. Πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες χορηγείται μόνο εφόσον έχουν ενημερωθεί και έχουν λάβει γραπτές οδηγίες ως προς τις ευθύνες τους για την προστασία των εν λόγω πληροφοριών καθώς και σχετικά με τα μέσα διασφάλισης της προστασίας αυτής, και εφόσον έχουν υπογράψει δήλωση με την οποία αναγνωρίζουν την παραλαβή των οδηγιών αυτών και δεσμεύονται ότι θα τις τηρήσουν σύμφωνα με τους υφιστάμενους κανόνες.
Άρθρο
4
: Δημιουργία εμπιστευτικών πληροφοριών και διοικητική διαχείριση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
1.
Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι πρόεδροι των αρμόδιων κοινοβουλευτικών επιτροπών και ο Γενικός Γραμματέας ή/και κάθε πρόσωπο δεόντως εξουσιοδοτημένο από αυτόν εγγράφως μπορούν να αποτελούν τον αρχικό συντάκτη εμπιστευτικών πληροφοριών ή/και να διαβαθμίζουν πληροφορίες, όπως ορίζεται στις κοινοποιήσεις ασφάλειας.
2.
Κατά τη δημιουργία διαβαθμισμένης πληροφορίας, ο αρχικός συντάκτης εφαρμόζει το ενδεδειγμένο επίπεδο διαβάθμισης σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα και τους ορισμούς που εκτίθενται στο Παράρτημα Ι. Κατά κανόνα, ο αρχικός συντάκτης καθορίζει επίσης τους αποδέκτες που εξουσιοδοτούνται να συμβουλεύονται τις πληροφορίες που αντιστοιχούν στο επίπεδο διαβάθμισης. Οι πληροφορίες αυτές κοινοποιούνται στη Μονάδα Διαβαθμισμένων Πληροφοριών (CIU) όταν το έγγραφο κατατίθεται σε αυτήν.
3.
«Άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες» που καλύπτονται από επαγγελματικό απόρρητο εξετάζονται σύμφωνα με τα Παραρτήματα Ι και ΙΙ και τις οδηγίες χειρισμού.
Άρθρο
5
: Παραλαβή εμπιστευτικών πληροφοριών από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
1.
Οι εμπιστευτικές πληροφορίες που παραλαμβάνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο γνωστοποιούνται όπως ακολούθως:
α) πληροφορίες με διαβάθμιση σε επίπεδο RESTREINT UE/EU RESTRICTED ή σε ισοδύναμό του και «άλλη εμπιστευτική πληροφορία» στη γραμματεία του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου που υπέβαλε τη σχετική αίτηση ή απευθείας στην CIU·
β) πληροφορίες με διαβάθμιση σε επίπεδο CONFIDENTIEL UE/EU CONFIDENTIAL, SECRET UE/EU SECRET ή TRÈS SECRET UE/EU TOP SECRET ή σε ισοδύναμό του: στην CIU.
2.
Η καταχώριση, αποθήκευση και ανιχνευσιμότητα εμπιστευτικών πληροφοριών διασφαλίζεται, κατά περίπτωση, είτε από τη γραμματεία του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου που παρέλαβε την πληροφορία είτε από την CIU.
3.
Οι συμφωνηθείσες ρυθμίσεις που θεσπίζονται με κοινή συμφωνία με σκοπό τη διαφύλαξη της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών, σε περίπτωση γνωστοποίησης εμπιστευτικών πληροφοριών από την Επιτροπή σύμφωνα με το σημείο 3.2 του Παραρτήματος ΙΙ της συμφωνίας-πλαίσιο ή στην περίπτωση διαβίβασης διαβαθμισμένων πληροφοριών από το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 4 της διοργανικής συμφωνίας, κατατίθενται μαζί με τις εμπιστευτικές πληροφορίες στη γραμματεία του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου ή στην CIU, κατά περίπτωση.
4.
Οι ρυθμίσεις της παραγράφου 3 μπορούν επίσης να εφαρμοστούν τηρουμένων των αναλογιών για τη γνωστοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών από άλλα όργανα, οργανισμούς, γραφεία και υπηρεσίες που έχουν συσταθεί από ή με βάση τις Συνθήκες ή από τα κράτη μέλη.
5.
Προκειμένου να διασφαλιστεί επίπεδο προστασίας αντίστοιχο με το επίπεδο διαβάθμισης TRÈS SECRET UE/EU TOP SECRET ή με ισοδύναμό του, η Διάσκεψη των Προέδρων συγκροτεί επιτροπή εποπτείας. Οι πληροφορίες που έχουν διαβαθμιστεί σε επίπεδο TRÈS SECRET UE/EU TOP SECRET ή σε ισοδύναμό του γνωστοποιούνται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με επιφύλαξη περαιτέρω ρυθμίσεων που θα συμφωνηθούν μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του οργάνου της Ένωσης από το οποίο προέρχονται οι πληροφορίες.
Άρθρο
6
: Γνωστοποίηση διαβαθμισμένων πληροφοριών από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε τρίτους
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί, με τη προηγούμενη γραπτή συγκατάθεση του αρχικού συντάκτη ή του θεσμικού οργάνου της Ένωσης που γνωστοποίησε τις διαβαθμισμένες πληροφορίες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατά περίπτωση, να διαβιβάσει τις εν λόγω διαβαθμισμένες πληροφορίες σε τρίτους, υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζουν ότι, κατά την επεξεργασία των πληροφοριών αυτών, τηρούνται στις υπηρεσίες και τις εγκαταστάσεις τους κανόνες ισοδύναμοι προς τους κανόνες που ορίζονται στην παρούσα απόφαση.
Άρθρο
7
: Ασφαλείς εγκαταστάσεις
1.
Για τους σκοπούς της διαχείρισης των εμπιστευτικών πληροφοριών το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δημιουργεί έναν ασφαλή χώρο και ασφαλείς αίθουσες ανάγνωσης.
2.
Ο ασφαλής χώρος παρέχει διευκολύνσεις για την καταχώριση, αναζήτηση στοιχείων, αρχειοθέτηση, διαβίβαση και επεξεργασία διαβαθμισμένων πληροφοριών. Περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, αίθουσα ανάγνωσης και αίθουσα συνεδριάσεων προκειμένου τα εξουσιοδοτημένα άτομα να συμβουλεύονται διαβαθμισμένες πληροφορίες και τη διαχείρισή του έχει η CIU.
3.
Εκτός του ασφαλούς χώρου, μπορούν να δημιουργηθούν ασφαλείς αίθουσες ανάγνωσης, ώστε να μπορούν τα εξουσιοδοτημένα άτομα να συμβουλεύονται πληροφορίες που έχουν διαβαθμιστεί σε επίπεδο RESTREINT UE/EU RESTRICTED ή σε ισοδύναμό του, και «άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες». Αυτές οι ασφαλείς αίθουσες ανάγνωσης διευθύνονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες της γραμματείας του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου ή από την CIU, κατά περίπτωση. Δεν περιέχουν φωτοαντιγραφικά μηχανήματα, τηλέφωνα, τηλεομοιοτυπικά μηχανήματα (fax), σαρωτές (scanners) ή άλλα τεχνικά μέσα αναπαραγωγής ή διαβίβασης εγγράφων.
Άρθρο
8
: Καταχώριση, χειρισμός και αποθήκευση εμπιστευτικών πληροφοριών
1.
Πληροφορίες που έχουν διαβαθμιστεί σε επίπεδο RESTREINT UE/EU RESTRICTED ή σε ισοδύναμό του και «άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες» καταχωρίζονται και αποθηκεύονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες της γραμματείας του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου ή από την CIU, ανάλογα με το ποιος έλαβε τις πληροφορίες.
2.
Οι ακόλουθοι όροι ισχύουν όσον αφορά το χειρισμό των πληροφοριών που έχουν διαβαθμιστεί σε επίπεδο RESTREINT UE/EU RESTRICTED ή σε ισοδύναμό του και «άλλων εμπιστευτικών πληροφοριών»:
α) τα έγγραφα παραδίδονται προσωπικά στον προϊστάμενο της γραμματείας, ο οποίος τα καταχωρεί και εκδίδει απόδειξη παραλαβής·
β) τα έγγραφα αυτά, εφόσον δεν χρησιμοποιούνται, τηρούνται σε χώρο στον οποίο απαγορεύεται η πρόσβαση, υπό την ευθύνη της γραμματείας
γ) σε καμία περίπτωση δεν μπορούν οι πληροφορίες να αποθηκευθούν σε άλλο μέσο, ή να διαβιβαστούν σε οποιοδήποτε πρόσωπο. Tα έγγραφα αυτά μπορούν να αναπαραχθούν μέσω δεόντως εγκεκριμένου εξοπλισμού όπως ορίζεται στις κοινοποιήσεις ασφάλειας
δ) η πρόσβαση στα έγγραφα αυτά περιορίζεται σε όσους ορίζονται από τον αρχικό συντάκτη ή από το θεσμικό όργανο της Ένωσης που γνωστοποίησε την πληροφορία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 ή στο άρθρο 5 παράγραφοι 3, 4 και 5·
ε) η γραμματεία του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου τηρεί μητρώο των προσώπων που εξέτασαν τις πληροφορίες, και της ημερομηνίας και του χρόνου της εξέτασης αυτής, και διαβιβάζει το μητρώο στην CIU κατά τη στιγμή της κατάθεσης των πληροφοριών στην CIU.
3.
Οι πληροφορίες που έχουν διαβαθμιστεί σε επίπεδο CONFIDENTIEL UE/EU CONFIDENTIAL, SECRET UE/EU SECRET ή TRÈS SECRET UE/EU TOP SECRET ή σε ισοδύναμό του καταχωρίζονται, τυγχάνουν επεξεργασίας και αποθηκεύονται από την CIU στον Ασφαλή Χώρο, σύμφωνα με το εκάστοτε επίπεδο διαβάθμισης και όπως ορίζεται στις κοινοποιήσεις ασφάλειας.
4.
Σε περίπτωση παραβίασης των κανόνων που καθορίζονται στις παραγράφους 1 έως 3, ο αρμόδιος υπάλληλος της γραμματείας του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου ή της CIU, κατά περίπτωση, ενημερώνει σχετικώς τον Γενικό Γραμματέα, ο οποίος παραπέμπει το θέμα στον Πρόεδρο σε περίπτωση που ενέχεται βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Άρθρο
9
: Πρόσβαση στις εγκαταστάσεις ασφαλείας
1.
Στον Ασφαλή Χώρο έχουν πρόσβαση μόνο τα ακόλουθα πρόσωπα:
α) πρόσωπα εξουσιοδοτημένα, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφοι 4 έως 7, να συμβουλεύονται τις πληροφορίες που τηρούνται στο χώρο αυτό και τα οποία έχουν υποβάλει αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1·
β) πρόσωπα εξουσιοδοτημένα, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1, να δημιουργούν διαβαθμισμένες πληροφορίες και τα οποία έχουν υποβάλει αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1·
γ) οι υπάλληλοι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που εργάζονται στην CIU·
δ) οι υπάλληλοι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που ασκούν διαχειριστικά καθήκοντα στην ΥΕΠ·
ε) οι υπάλληλοι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που είναι αρμόδιοι για την ασφάλεια και την πυροπροστασία, όταν παρίσταται ανάγκη·
στ) το προσωπικό καθαρισμού μόνο παρουσία και υπό τη στενή επιτήρηση υπαλλήλου της CIU.
2.
Η CIU δύναται να αρνηθεί την πρόσβαση στον ασφαλή χώρο σε κάθε μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο. Οιαδήποτε ένσταση κατά της άρνησης για πρόσβαση υποβάλλεται στον Πρόεδρο στην περίπτωση αίτησης πρόσβασης βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και στον Γενικό Γραμματέα στις άλλες περιπτώσεις.
3.
Ο Γενικός Γραμματέας μπορεί να εγκρίνει τη διεξαγωγή συνεδρίασης περιορισμένου αριθμού ατόμων στην αίθουσα συνεδριάσεων στον ασφαλή χώρο.
4.
Σε ασφαλή αίθουσα ανάγνωσης έχουν πρόσβαση μόνο τα ακόλουθα πρόσωπα:
α) οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι υπάλληλοι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το λοιπό προσωπικό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες, που ταυτοποιούνται δεόντως για τους σκοπούς της εξέτασης ή της δημιουργίας εμπιστευτικών πληροφοριών·
β) οι υπάλληλοι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που ασκούν διαχειριστικά καθήκοντα στο ΣΕΠ, οι υπάλληλοι της γραμματείας του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου που έλαβαν τις πληροφορίες και οι υπάλληλοι της CIU·
γ) εφόσον απαιτείται, οι υπάλληλοι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που είναι αρμόδιοι για την ασφάλεια και την πυροπροστασία·
δ) το προσωπικό καθαρισμού μόνο παρουσία και υπό τη στενή επιτήρηση υπαλλήλου που εργάζεται στη γραμματεία του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου ή στην CIU, κατά περίπτωση.
5.
Η αρμόδια γραμματεία του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου ή η CIU, ανάλογα με την περίπτωση, δύναται να αρνηθεί την πρόσβαση σε ασφαλή αίθουσα ανάγνωσης σε κάθε μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο. Οιαδήποτε ένσταση κατά αυτής της άρνησης για πρόσβαση υποβάλλεται στον Πρόεδρο στην περίπτωση αίτησης πρόσβασης βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και στον Γενικό Γραμματέα στις άλλες περιπτώσεις.
Άρθρο
10
: Εξέταση ή δημιουργία εμπιστευτικών πληροφοριών σε ασφαλείς εγκαταστάσεις
1.
Κάθε πρόσωπο που επιθυμεί να εξετάσει ή να δημιουργήσει εμπιστευτικές πληροφορίες στον ασφαλή χώρο γνωστοποιεί εκ των προτέρων το όνομά του στην CIU. Η CIU ελέγχει την ταυτότητα κάθε προσώπου και εξακριβώνει εάν το πρόσωπο αυτό έχει σχετική άδεια προκειμένου να εξετάσει ή να δημιουργήσει εμπιστευτικές πληροφορίες, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφοι 3 έως 7, το άρθρο 4 παράγραφος 1 ή το άρθρο 5 παράγραφοι 3, 4 και 5.
2.
Κάθε πρόσωπο που επιθυμεί, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφοι 3 και 7, να εξετάσει εμπιστευτικές πληροφορίες που έχουν διαβαθμιστεί σε επίπεδο RESTREINT UE/EU RESTRICTED ή σε ισοδύναμό του ή «άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες» σε ασφαλή αίθουσα ανάγνωσης, γνωστοποιεί εκ των προτέρων το όνομά του στις αρμόδιες υπηρεσίες της γραμματείας του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου ή στην CIU.
3.
Με την επιφύλαξη εξαιρετικών συνθηκών (π.χ. όταν πολυάριθμες αιτήσεις εξέτασης υποβάλλονται σε βραχύ χρονικό διάστημα), μόνο ένα πρόσωπο κάθε φορά λαμβάνει άδεια για να εξετάσει εμπιστευτική πληροφορία σε ασφαλή εγκατάσταση, παρουσία ενός υπαλλήλου της γραμματείας του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου ή της CIU.
4.
Κατά τη διαδικασία ανάγνωσης, οι εξωτερικές επαφές (συμπεριλαμβανομένης της χρήσης τηλεφώνων ή άλλων τεχνολογικών συσκευών), η λήψη σημειώσεων και η φωτοαντιγραφική αναπαραγωγή ή φωτογράφηση των εμπιστευτικών πληροφοριών απαγορεύονται.
5.
Πριν επιτρέψει σε ένα πρόσωπο να εγκαταλείψει την ασφαλή εγκατάσταση, ο υπάλληλος της γραμματείας του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου ή της CIU ελέγχει ότι τα εμπιστευτικά έγγραφα που εξετάσθηκαν είναι ακόμη παρόντα, άθικτα και πλήρη
6.
Σε περίπτωση παραβίασης των ανωτέρω κανόνων, ο υπάλληλος της γραμματείας του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου ή της CIU ενημερώνει σχετικώς τον Γενικό Γραμματέα, ο οποίος παραπέμπει το θέμα στον Πρόεδρο σε περίπτωση που ενέχεται βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Άρθρο
11
: Ελάχιστα πρότυπα για την εξέταση εμπιστευτικών πληροφοριών σε κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση εκτός των ασφαλών εγκαταστάσεων
1.
Πληροφορίες που έχουν διαβαθμιστεί σε επίπεδο RESTREINT UE/EU RESTRICTED ή σε ισοδύναμό του και «άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες» μπορούν να εξετάζονται από μέλη κοινοβουλευτικών επιτροπών ή άλλων πολιτικών και διοικητικών οργάνων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση εκτός των ασφαλών εγκαταστάσεων.
2.
Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1, η γραμματεία του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου που έχει αρμοδιότητα για τη συνεδρίαση διασφαλίζει ότι τηρούνται οι ακόλουθοι όροι:
α) μόνο τα πρόσωπα που ορίζονται από τον πρόεδρο της αρμόδιας επιτροπής ή οργάνου να συμμετάσχουν στη συνεδρίαση μπορούν να εισέλθουν στην αίθουσα συνεδρίασης·
β) όλα τα έγγραφα αριθμούνται, διανέμονται κατά την έναρξη της συνεδρίασης και συλλέγονται και πάλι μετά το πέρας της και δεν λαμβάνονται σημειώσεις, φωτοτυπίες ή φωτογραφίες των εγγράφων αυτών·
γ) τα πρακτικά της συνεδρίασης δεν κάνουν καμία αναφορά στο περιεχόμενο της συζήτησης για τις πληροφορίες που εξετάστηκαν. Μόνο η απόφαση, εφόσον υπάρξει, μπορεί να αναγράφεται στα πρακτικά·
δ) οι εμπιστευτικές πληροφορίες που παρέχονται προφορικά σε αποδέκτες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υποβάλλονται στον ισοδύναμο βαθμό προστασίας με αυτόν που εφαρμόζεται για τις εμπιστευτικές πληροφορίες που παρέχονται σε γραπτή μορφή·
ε) δεν διατηρείται κανένα συμπληρωματικό απόθεμα εγγράφων στις αίθουσες συνεδριάσεων·
στ) μόνο ο απαιτούμενος αριθμός αντιγράφων των εγγράφων διανέμεται στους συμμετέχοντες και στους διερμηνείς κατά την έναρξη της συνεδρίασης·
ζ) η κατηγορία διαβάθμισης/σήμανσης των εγγράφων προσδιορίζεται από τον πρόεδρο της συνεδρίασης κατά την έναρξη της συνεδρίασης·
η) οι συμμετέχοντες δεν αφαιρούν έγγραφα από την αίθουσα συνεδρίασης·
θ) όλα τα αντίγραφα των εγγράφων συλλέγονται και καταμετρώνται κατά τη λήξη της συνεδρίασης από τη γραμματεία του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου· και
ι) απαγορεύεται η εισαγωγή συσκευών ηλεκτρονικής επικοινωνίας ή άλλων ηλεκτρονικών συσκευών στην αίθουσα συνεδριάσεων όπου εξετάζονται ή συζητούνται οι εν λόγω εμπιστευτικές πληροφορίες
3.
Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, σύμφωνα με τις εξαιρέσεις που καθορίζονται στο σημείο 3.2.2 του Παραρτήματος ΙΙ της συμφωνίας-πλαισίου και στο άρθρο 6 παράγραφος 5 της διοργανικής συμφωνίας, πληροφορίες που έχουν διαβαθμιστεί σε επίπεδο CONFIDENTIEL UE/EU CONFIDENTIAL ή σε ισοδύναμό του συζητούνται σε συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών, η γραμματεία του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου που έχει αρμοδιότητα για τη συνεδρίαση διασφαλίζει, επιπλέον των διατάξεων που προβλέπονται στην παράγραφο 2, ότι τα πρόσωπα που ορίζονται να συμμετάσχουν στη συνεδρίαση συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του άρθρου 3 παράγραφοι 4 και 7.
4.
Στην περίπτωση που προβλέπεται στην παράγραφο 3, η CIU παρέχει στη γραμματεία του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου που έχει αρμοδιότητα για τη συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών ο απαιτούμενος αριθμός αντιγράφων των εγγράφων που πρόκειται να συζητηθούν, τα οποία επιστρέφονται στην CIU μετά τη συνεδρίαση.
Άρθρο
12
: Αρχειοθέτηση εμπιστευτικών πληροφοριών
1.
Δυνατότητες ασφαλούς αρχειοθέτησης παρέχονται εντός του Ασφαλούς Χώρου. Η CIU είναι αρμόδια για τη διαχείριση του ασφαλούς αρχείου, σύμφωνα με καθιερωμένα κριτήρια αρχειοθέτησης.
2.
Διαβαθμισμένες πληροφορίες που κατατίθενται οριστικά στην CIU και πληροφορίες που έχουν διαβαθμιστεί σε επίπεδο RESTREINT UE/EU RESTRICTED ή σε ισοδύναμό του που κατατίθενται στη γραμματεία του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου μεταφέρονται στο ασφαλές αρχείο στον ασφαλή χώρο έξι μήνες μετά την τελευταία εξέτασή τους και, το αργότερο, ένα έτος μετά την κατάθεσή τους. Οι «άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες» αρχειοθετούνται, εκτός εάν έχουν κατατεθεί στην CIU, από τη γραμματεία του οικείου κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες διαχείρισης των εγγράφων.
3.
Οι εμπιστευτικές πληροφορίες που τηρούνται στο ασφαλές αρχείο μπορούν να εξετασθούν σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:
α) μόνον τα πρόσωπα των οποίων η ταυτότητα προσδιορίζεται ονομαστικώς με τη θέση ή την ιδιότητά τους στο συνοδευτικό δελτίο που συμπληρώνεται κατά την κατάθεση της εμπιστευτικής πληροφορίας έχουν άδεια να εξετάσουν την πληροφορία αυτή·
β) η αίτηση εξέτασης εμπιστευτικών πληροφοριών υποβάλλεται στην CIU, η οποία διασφαλίζει τη μεταφορά του εν λόγω εγγράφου από το αρχείο στην ασφαλή αίθουσα ανάγνωσης· και
γ) εφαρμόζονται οι διαδικασίες και οι κανόνες που ισχύουν για την εξέταση των εμπιστευτικών πληροφοριών οι οποίοι καθορίζονται στο άρθρο 10.
Άρθρο
13
: Υποχαρακτηρισμός, αποχαρακτηρισμός και αφαίρεση σήμανσης εμπιστευτικών πληροφοριών
1.
Οι εμπιστευτικές πληροφορίες μπορούν να υποχαρακτηρίζονται, να αποχαρακτηρίζονται ή να αφαιρείται η σήμανσή τους μόνο κατόπιν προηγούμενης συναίνεσης του αρχικού συντάκτη, και, εφόσον απαιτείται, αφού ζητηθεί η γνώμη των λοιπών ενδιαφερομένων.
2.
Ο υποχαρακτηρισμός ή αποχαρακτηρισμός επιβεβαιώνεται γραπτώς. Ο αρχικός συντάκτης ενημερώνει τους παραλήπτες του εγγράφου για τη μεταβολή της διαβάθμισης, οι δε παραλήπτες ενημερώνουν τους διαδοχικούς παραλήπτες στους οποίους έχουν διαβιβάσει το πρωτότυπο ή αντίγραφο του εγγράφου για τη μεταβολή. Ει δυνατόν, οι αρχικοί συντάκτες αναγράφουν επί των διαβαθμισμένων εγγράφων την ημερομηνία, την προθεσμία ή το γεγονός μετά τα οποία τα περιεχόμενά τους μπορούν να υποχαρακτηρίζονται ή αποχαρακτηρίζονται. Σε αντίθετη περίπτωση, επανεξετάζουν τα έγγραφα το αργότερο ανά πενταετία, ώστε να επιβεβαιώνεται ότι η αρχική διαβάθμιση εξακολουθεί να είναι αναγκαία.
3.
Οι εμπιστευτικές πληροφορίες που τηρούνται σε ασφαλή αρχεία εξετάζονται σε εύθετο χρόνο, και το αργότερο κατά το 25ο έτος από την ημερομηνία δημιουργίας τους, προκειμένου να καθορισθεί εάν θα αποχαρακτηριστούν, υποχαρακτηριστούν ή θα στερηθούν της σήμανσης. Η εξέταση και δημοσίευση των πληροφοριών αυτών λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ, Eυρατόμ) αριθ. 354/83 του Συμβουλίου της 1ης Φεβρουαρίου 1983 για το άνοιγμα στο κοινό των ιστορικών αρχείων της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας
(22). Ο αποχαρακτηρισμός πραγματοποιείται από τον αρχικό συντάκτη του διαβαθμισμένου εγγράφου ή από την αρμόδια υπηρεσία σύμφωνα με το Παράρτημα Ι Μέρος 1 Τμήμα 10.
4.
Μετά τον αποχαρακτηρισμό, τα πρώην διαβαθμισμένα έγγραφα που τηρούνται στο ασφαλές αρχείο μεταφέρονται στα ιστορικά αρχεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για μόνιμη φύλαξη και περαιτέρω επεξεργασία σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες.
5.
Μετά την αφαίρεση της σήμανσης, τα πρώην «άλλα εμπιστευτικά έγγραφα» υπόκεινται στους κανόνες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τη διαχείριση εγγράφων.
Άρθρο
14
: Παραβίαση της ασφάλειας, απώλεια ή διαρροή εμπιστευτικών πληροφοριών
1.
Η παραβίαση της εμπιστευτικότητας εν γένει και της παρούσας απόφασης ειδικότερα επιφέρει στην περίπτωση των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου την εφαρμογή των σχετικών περί κυρώσεων διατάξεων που θεσπίζονται στον Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
2.
Η παραβίαση που διαπράττει μέλος του προσωπικού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επιφέρει την εφαρμογή των διαδικασιών και των κυρώσεων που προβλέπονται, αντίστοιχα, στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και στο καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68
(23) (ο «κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης»).
3.
Ο Πρόεδρος και ο Γενικός Γραμματέας, κατά περίπτωση, οργανώνουν τυχόν απαραίτητες έρευνες σε περίπτωση παραβίασης όπως ορίζεται στην κοινοποίηση ασφάλειας 6.
4.
Εάν η εμπιστευτική πληροφορία γνωστοποιήθηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από θεσμικό όργανο της Ένωσης ή από κράτος μέλος, ο Πρόεδρος και/ή ο Γενικός Γραμματέας, κατά περίπτωση, ενημερώνουν το ενεχόμενο θεσμικό όργανο της Ένωσης ή το κράτος μέλος σχετικά με κάθε αποδεδειγμένη ή εικαζόμενη απώλεια ή διαρροή διαβαθμισμένων πληροφοριών, τα αποτελέσματα της έρευνας και τα μέτρα που ελήφθησαν για την αποφυγή επανάληψης των ιδίων περιστατικών.
Άρθρο
15
: Προσαρμογή της παρούσας απόφασης και των κανόνων εφαρμογής και υποβολή ετήσιας έκθεσης σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας απόφασης
1.
Ο Γενικός Γραμματέας προτείνει κάθε απαραίτητη προσαρμογή της παρούσας απόφασης και των παραρτημάτων εφαρμογής της και διαβιβάζει τις προτάσεις αυτές στο Προεδρείο με σκοπό τη λήψη απόφασης.
2.
Ο Γενικός Γραμματέας είναι υπεύθυνος για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης από τις υπηρεσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και εκδίδει τις οδηγίες χειρισμού για θέματα που καλύπτονται από το ΣΔΑΠ σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται στην παρούσα απόφαση.
3.
Ο Γενικός Γραμματέας υποβάλλει ετήσια έκθεση στο Προεδρείο σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας απόφασης.
Άρθρο
16
: Τελικές και μεταβατικές διατάξεις
1.
Οι μη διαβαθμισμένες πληροφορίες που υπάρχουν στην CIU ή σε οποιοδήποτε άλλο αρχείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που θεωρείται εμπιστευτικό και χρονολογείται πριν από τις 1 Απριλίου 2014 θεωρούνται, για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, «άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες». Ο αρχικός συντάκτης τους μπορεί οποτεδήποτε να επαναπροσδιορίσει το επίπεδο εμπιστευτικότητας.
2.
Κατά παρέκκλιση από το στοιχείο α) του άρθρου 5 παράγραφος 1 και από το άρθρο 8 παράγραφος 1 της παρούσας απόφασης, για περίοδο δώδεκα μηνών από τις 1 Απριλίου 2014, οι πληροφορίες που παρέχονται από το Συμβούλιο δυνάμει της διοργανικής συμφωνίας και διαβαθμίζονται σε επίπεδο RESTREINT UE/EU RESTRICTED ή σε ισοδύναμό του κατατίθενται, καταχωρίζονται και αποθηκεύονται στην CIU. Οι εν λόγω πληροφορίες μπορούν να εξετάζονται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχεία α) και γ) και το άρθρο 5 παράγραφος 4 της διοργανικής συμφωνίας.
3.
Η απόφαση του Προεδρείου της 6ης Ιουνίου 2011 σχετικά με τους κανόνες που διέπουν την επεξεργασία των εμπιστευτικών πληροφοριών από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καταργείται.
Άρθρο
17
: Έναρξη ισχύος
Η παρούσα απόφαση τίθεται σε ισχύ την ημέρα δημοσίευσής της στην
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Παράρτημα
I
ΜΕΡΟΣ
1:
ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
1.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Οι παρούσες διατάξεις θεσπίζουν τις βασικές αρχές και τα ελάχιστα πρότυπα ασφάλειας για την προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών που πρέπει να σέβεται ή/και να τηρεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σε όλους τους τόπους δραστηριοτήτων του, καθώς και όλοι οι αποδέκτες διαβαθμισμένων πληροφοριών και «άλλων εμπιστευτικών πληροφοριών» έτσι ώστε να περιφρουρείται η ασφάλεια και όλα τα εμπλεκόμενα πρόσωπα να βεβαιούνται ότι έχουν θεσπισθεί κοινά πρότυπα προστασίας. Οι διατάξεις αυτές συμπληρώνονται από τις κοινοποιήσεις ασφάλειας που περιέχονται στο Παράρτημα ΙΙ και από άλλες διατάξεις που διέπουν την επεξεργασία εμπιστευτικών πληροφοριών από κοινοβουλευτικές επιτροπές και άλλα όργανα/αξιωματούχους του Κοινοβουλίου.
2.
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ
Η πολιτική του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την ασφάλεια αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της γενικής πολιτικής του για την εσωτερική διαχείριση και, κατά συνέπεια, βασίζεται στις αρχές που διέπουν τη γενική πολιτική αυτή. Οι εν λόγω αρχές περιλαμβάνουν τη νομιμότητα, τη διαφάνεια, τη λογοδοσία, την επικουρικότητα και την αναλογικότητα.
Η νομιμότητα συνεπάγεται την ανάγκη της παραμονής αυστηρά εντός του νομικού πλαισίου κατά την άσκηση των λειτουργιών ασφάλειας, καθώς και της τήρησης των εφαρμοστέων νομικών απαιτήσεων. Επίσης, οι αρμοδιότητες στον τομέα της ασφάλειας πρέπει να βασίζονται στις κατάλληλες νομικές διατάξεις. Οι διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ιδίως το άρθρο 17, σχετικά με την υποχρέωση του προσωπικού να απέχει από την χωρίς άδεια κοινολόγηση των πληροφοριών που περιέρχονται στην αντίληψή του εξαιτίας των καθηκόντων του, καθώς και ο τίτλος VI σχετικά με τα πειθαρχικά μέτρα, εφαρμόζονται πλήρως. Τέλος, οι παραβιάσεις της ασφάλειας εντός της αρμοδιότητας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αντιμετωπίζονται κατά τρόπο συνεπή με τον Κανονισμό του και την πολιτική του σχετικά με τη λήψη πειθαρχικών μέτρων.
Η διαφάνεια συνεπάγεται την ανάγκη για σαφήνεια όσον αφορά όλους τους κανόνες και τις διατάξεις ασφάλειας, για να επιτευχθεί εξισορρόπηση μεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών και των διαφόρων τομέων (φυσική ασφάλεια σε σύγκριση με την προστασία των πληροφοριών, κλπ) και την ανάγκη για μια συνεκτική και διαρθρωμένη πολιτική ευαισθητοποίησης σχετικά με την ασφάλεια. Επιπλέον, είναι αναγκαίες σαφείς γραπτές γενικές κατευθύνσεις για την εφαρμογή μέτρων ασφάλειας.
Η λογοδοσία σημαίνει ότι πρέπει να καθορίζονται σαφώς οι αρμοδιότητες στον τομέα της ασφάλειας. Επιπλέον, συνεπάγεται την ανάγκη να ελέγχεται τακτικά εάν οι εν λόγω αρμοδιότητες έχουν εκτελεσθεί ορθά.
Η επικουρικότητα σημαίνει ότι η ασφάλεια πρέπει να οργανώνεται στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο και όσο το δυνατόν στενότερα σε συνεργασία με τις Γενικές Διευθύνσεις και τις υπηρεσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Η αναλογικότητα σημαίνει ότι οι δραστηριότητες ασφάλειας πρέπει να περιορίζονται αυστηρά στο απολύτως αναγκαίο και ότι τα μέτρα ασφάλειας πρέπει να είναι ανάλογα των συμφερόντων που πρέπει να προστατευθούν και της πραγματικής ή δυνητικής απειλής για τα εν λόγω συμφέροντα, ούτως ώστε να είναι δυνατή η προστασία των συμφερόντων αυτών με τρόπο που διασφαλίζει τις ελάχιστες δυνατές διαταραχές.
3.
ΘΕΜΕΛΙΑ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
Η ορθή διαχείριση της ασφάλειας των πληροφοριών θεμελιώνεται στα εξής στοιχεία:
α) σε κατάλληλα συστήματα επικοινωνίας και πληροφοριών (ΣΕΠ). Tα εν λόγω συστήματα είναι υπό την ευθύνη της αρχής ασφάλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (όπως ορίζεται στην κοινοποίηση ασφαλείας 1)·
β) εντός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στην αρχή ασφάλειας των πληροφοριών (όπως ορίζεται στην κοινοποίηση ασφάλειας 1), υπεύθυνη για τη συνεργασία με την οικεία αρχή ασφάλειας προκειμένου να παρέχει πληροφορίες και συμβουλές σχετικά με τις απειλές τεχνικής φύσεως στα ΣΕΠ και τα μέσα για την προστασία από τις απειλές αυτές·
γ) στη στενή συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων υπηρεσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των υπηρεσιών ασφάλειας των άλλων οργάνων της Ένωσης.
4.
ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
4.1.
Στόχοι
Οι κύριοι στόχοι της ασφάλειας των πληροφοριών είναι οι εξής:
α) η προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών από κατασκοπεία, διαρροή ή κοινοποίηση άνευ αδείας·
β) η προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών που διακινούνται στα συστήματα και στα δίκτυα επικοινωνιών και πληροφορικής από κάθε απειλή για την εμπιστευτικότητα, την αξιοπιστία και τη διαθεσιμότητά τους·
γ) η προστασία των εγκαταστάσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις οποίες αποθηκεύονται διαβαθμισμένες πληροφορίες από το ενδεχόμενο δολιοφθοράς και κακόβουλης εκ προθέσεως φθοράς·
δ) σε περίπτωση αποτυχίας της ασφάλειας, η εκτίμηση της ζημίας, ο περιορισμός των συνεπειών της, η διενέργεια ερευνών ασφάλειας και η λήψη των τυχόν αναγκαίων επανορθωτικών μέτρων.
4.2.
Διαβάθμιση
4.2.1.
Όσον αφορά την εμπιστευτικότητα, απαιτείται μέριμνα και πείρα κατά την επιλογή των πληροφοριών και του υλικού που πρέπει να προστατεύονται καθώς και κατά την εκτίμηση του αναγκαίου βαθμού προστασίας. Είναι θεμελιώδες ο βαθμός προστασίας να ανταποκρίνεται στο βαθμό ευαισθησίας, ως προς την ασφάλεια, των συγκεκριμένων προστατευτέων πληροφοριακών στοιχείων ή υλικών. Για να διασφαλιστεί η ομαλή ροή των πληροφοριών, τόσο η υπερβολική όσο και η ανεπαρκής διαβάθμιση αποφεύγονται.
4.2.2.
Το σύστημα διαβάθμισης αποτελεί το μέσο για την υλοποίηση των αρχών που ορίζονται στο τμήμα αυτό. Παρόμοιο σύστημα διαβάθμισης εφαρμόζεται και κατά τον προγραμματισμό και την οργάνωση τρόπων αντιμετώπισης της κατασκοπείας, των δολιοφθορών, της τρομοκρατίας και άλλων απειλών, προκειμένου να διασφαλίζεται ο μέγιστος βαθμός προστασίας στους κυριότερους χώρους εντός των οποίων αποθηκεύονται διαβαθμισμένες πληροφορίες καθώς και στα πλέον ευαίσθητα σημεία των χώρων αυτών.
4.2.3.
Την ευθύνη για τη διαβάθμιση των πληροφοριών έχει αποκλειστικά ο αρχικός συντάκτης των εν λόγω πληροφοριών.
4.2.4.
Το επίπεδο διαβάθμισης μπορεί να βασίζεται αποκλειστικά στο περιεχόμενο των σχετικών πληροφοριών.
4.2.5.
Σε περίπτωση πλειόνων πληροφοριακών στοιχείων που αποτελούν μια ενότητα, η διαβάθμισή τους είναι τουλάχιστον ίση με το υψηλότερο επίπεδο διαβάθμισης που παρέχεται σε ένα από τα επιμέρους στοιχεία της ενότητας. Ωστόσο, μια συλλογή πληροφοριών δύναται να έχει υψηλότερη διαβάθμιση σε σχέση με τα επιμέρους στοιχεία της.
4.2.6.
Οι διαβαθμίσεις καθορίζονται μόνον εφόσον είναι απαραίτητο και για τον απαιτούμενο χρόνο.
4.3.
Στόχοι των μέτρων ασφάλειας
Τα μέτρα ασφάλειας:
α) καλύπτουν όλα τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες, τα μέσα που φέρουν διαβαθμισμένες πληροφορίες και «άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες», καθώς και όλους τους χώρους όπου υπάρχουν τέτοιες πληροφορίες και τις σημαντικές εγκαταστάσεις·
β) σχεδιάζονται κατά τρόπο που να επισημαίνονται τα πρόσωπα των οποίων η θέση (από την άποψη της πρόσβασης, των σχέσεων και άλλων στοιχείων) ενδέχεται να διακινδυνεύσει την ασφάλεια των πληροφοριών αυτών και των σημαντικών εγκαταστάσεων στις οποίες αποθηκεύονται και να παρέχεται η δυνατότητα αποκλεισμού ή απομάκρυνσής τους·
γ) εμποδίζουν κάθε μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές ή στις εγκαταστάσεις όπου αποθηκεύονται·
δ) εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες αυτές διανέμονται μόνο με βάση την αρχή της «ανάγκης γνώσης», αρχή θεμελιώδους σημασίας για όλες τις πτυχές της ασφάλειας·
ε) εξασφαλίζουν την αξιοπιστία (εμποδίζοντας την αλλοίωση, την άνευ αδείας τροποποίηση ή διαγραφή στοιχείων) και τη διαθεσιμότητα (στα πρόσωπα που απαιτείται να έχουν γνώση αυτών και διαθέτουν σχετική άδεια) των εμπιστευτικών πληροφοριών και όταν αποτελούν αντικείμενο αποθήκευσης, επεξεργασίας ή διαβίβασης με ηλεκτρομαγνητικά μέσα.
5.
ΚΟΙΝΑ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΠΡΟΤΥΠΑ
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διασφαλίζει την τήρηση των κοινών ελάχιστων προτύπων ασφάλειας από όλους τους αποδέκτες των διαβαθμισμένων πληροφοριών, τόσο μέσα στο θεσμικό όργανο όσο και στο πλαίσιο της ευθύνης του, συγκεκριμένα από όλες τις υπηρεσίες και τους συμβαλλόμενους, έτσι ώστε να είναι δυνατόν οι πληροφορίες αυτές να διαβιβάζονται με τη βεβαιότητα ότι θα αντιμετωπιστούν με την αντίστοιχη προσοχή. Τα εν λόγω ελάχιστα πρότυπα περιλαμβάνουν κριτήρια για τον έλεγχο των υπαλλήλων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του λοιπού προσωπικού του Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες, και διαδικασίες για την προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επιτρέπει σε τρίτους την πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές μόνο όταν οι εν λόγω τρίτοι διασφαλίζουν ότι κατά τον χειρισμό των πληροφοριών αυτών τηρούνται διατάξεις που είναι τουλάχιστον αυστηρά ισοδύναμες με αυτά τα κοινά ελάχιστα πρότυπα.
Τα εν λόγω κοινά ελάχιστα πρότυπα εφαρμόζονται επίσης όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με βάση σύμβαση ή συμφωνία επιχορήγησης, μεταβιβάζει σε βιομηχανικές επιχειρήσεις ή άλλους φορείς καθήκοντα που αφορούν εμπιστευτικές πληροφορίες.
6.
ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟΥΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΛΟΙΠΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΠΟΥ ΕΡΓΑΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ
6.1.
Κοινοποιήσεις ασφάλειας όσον αφορά τους υπαλλήλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες
Οι υπάλληλοι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες που απασχολούνται σε θέσεις που επιτρέπουν την πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες λαμβάνουν λεπτομερείς οδηγίες τόσο κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους όσο και σε τακτικά διαστήματα στη συνέχεια για την ανάγκη ασφάλειας καθώς και για τις σχετικές διαδικασίες. Τα πρόσωπα αυτά καλούνται να επιβεβαιώσουν εγγράφως ότι έχουν διαβάσει και κατανοήσει πλήρως τις εφαρμοστέες διατάξεις ασφάλειας.
6.2.
Ευθύνες της διεύθυνσης
Μέρος των καθηκόντων των διευθυντικών στελεχών πρέπει να είναι το να γνωρίζουν ποιοι από το προσωπικό τους εργάζονται σε επαφή με διαβαθμισμένες πληροφορίες ή έχουν πρόσβαση σε ασφαλή συστήματα επικοινωνιών ή επεξεργασίας πληροφοριών, καθώς και να καταγράφουν και να αναφέρουν όλα τα περιστατικά ή τα εμφανή τρωτά σημεία τα οποία ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις στην ασφάλεια.
6.3.
Καθεστώς ασφάλειας για τους υπαλλήλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του λοιπού προσωπικού του Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες
Θεσμοθετούνται διαδικασίες που εξασφαλίζουν ότι, όταν υπάρχουν αρνητικές πληροφορίες για κάποιον υπάλληλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες, πραγματοποιούνται ενέργειες για να εξετασθεί εάν το πρόσωπο αυτό εργάζεται σε επαφή με διαβαθμισμένες πληροφορίες ή έχει πρόσβαση σε ασφαλή συστήματα επικοινωνιών ή επεξεργασίας πληροφοριών και ενημερώνεται η αρμόδια υπηρεσία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Εάν η αρμόδια εθνική αρχή ασφάλειας αναφέρει ότι το πρόσωπο αυτό αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια, τότε του απαγορεύεται η πρόσβαση ή απομακρύνεται από θέσεις στις οποίες θα μπορούσε να δημιουργήσει κίνδυνο για την ασφάλεια.
7.
ΦΥΣΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ
Ως «φυσική ασφάλεια» νοείται η εφαρμογή φυσικών και τεχνικών προστατευτικών μέτρων που παρεμποδίζουν την μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες.
7.1.
Ανάγκη προστασίας
Η αυστηρότητα των μέτρων φυσικής ασφάλειας που εφαρμόζονται για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών είναι ανάλογη με τη διαβάθμιση και τον όγκο των πληροφοριών και του υλικού και την υφισταμένη απειλή. Όλοι οι κάτοχοι διαβαθμισμένων πληροφοριών ακολουθούν ομοιόμορφες διαδικασίες όσον αφορά τη διαβάθμιση των πληροφοριών αυτών και οφείλουν να εφαρμόζουν κοινές προδιαγραφές ασφάλειας σχετικά με τη φύλαξη, τη διαβίβαση και τη διάθεση πληροφοριών και υλικού που απαιτούν προστασία.
7.2.
Έλεγχος
Προτού εγκαταλείψουν αφύλακτους τους χώρους όπου αποθηκεύονται διαβαθμισμένες πληροφορίες, τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με τη φύλαξή τους βεβαιώνονται ότι αυτές είναι ασφαλώς αποθηκευμένες και ότι έχουν ενεργοποιηθεί όλοι οι μηχανισμοί ασφάλειας (κλειδαριές, συναγερμοί, κ.λπ.). Διεξάγονται περαιτέρω ανεξάρτητοι έλεγχοι μετά το πέρας των ωρών εργασίας.
7.3.
Ασφάλεια των κτιρίων
Τα κτίρια όπου στεγάζονται διαβαθμισμένες πληροφορίες ή ασφαλή συστήματα επικοινωνιών και πληροφοριών προστατεύονται από το ενδεχόμενο εισόδου μη εξουσιοδοτημένων προσώπων.
Η φύση της προστασίας των διαβαθμισμένων πληροφοριών, π.χ. κάγκελα στα παράθυρα, κλειδαριές στις πόρτες, φύλακες στις εισόδους, αυτόματα συστήματα ελέγχου των εισερχομένων, έλεγχοι ασφάλειας και περίπολοι, συστήματα συναγερμού, συστήματα ανίχνευσης εισβολών και σκύλοι-φύλακες, εξαρτάται από:
α) τη διαβάθμιση, τον όγκο και τη θέση εντός του κτιρίου των προστατευτέων πληροφοριών και υλικού·
β) την ποιότητα των φωριαμών ασφάλειας όπου φυλάσσονται αυτές οι πληροφορίες και το υλικό· και
γ) τη φύση της κατασκευής και τη θέση του κτιρίου.
Η φύση της προστασίας των συστημάτων επικοινωνιών και πληροφοριών εξαρτάται και αυτή από την εκτίμηση της αξίας των συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων, από το μέγεθος της ενδεχόμενης ζημίας σε περίπτωση παραβίασης της ασφάλειας, από τη φύση της κατασκευής και τη θέση του κτιρίου στο οποίο στεγάζεται το σύστημα και από τη θέση του συστήματος αυτού εντός του κτιρίου.
7.4.
Σχέδια έκτακτης ανάγκης
Υπάρχουν εκ των προτέρων αναλυτικά σχέδια για τη διασφάλιση της προστασίας των διαβαθμισμένων πληροφοριών για τις περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης.
8.
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ, ΣΗΜΑΝΣΕΙΣ, ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΒΑΘΜΙΣΗΣ
8.1.
Ενδείξεις ασφάλειας
Δεν επιτρέπονται άλλες διαβαθμίσεις εκτός από εκείνες που ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο δ) της παρούσας απόφασης.
Μπορεί να χρησιμοποιείται μια συμφωνημένη ένδειξη ασφάλειας για τον περιορισμό της ισχύος της διαβάθμισης (που σημαίνει για τις διαβαθμισμένες πληροφορίες αυτόματο υποχαρακτηρισμό ή αποχαρακτηρισμό).
Οι ενδείξεις ασφάλειας χρησιμοποιούνται μόνο σε συνδυασμό με μια διαβάθμιση.
Οι ενδείξεις ασφάλειας ρυθμίζονται περαιτέρω στην κοινοποίηση ασφάλειας 2 και καθορίζονται στις οδηγίες χειρισμού.
8.2.
Σημάνσεις
Μία σήμανση χρησιμοποιείται προκειμένου να προσδιοριστούν προκαθορισμένες ειδικές οδηγίες σχετικά με τον χειρισμό των εμπιστευτικών πληροφοριών. Οι σημάνσεις μπορεί επίσης να υποδεικνύουν τον τομέα που καλύπτεται από ένα συγκεκριμένο έγγραφο, ορισμένη διανομή του με βάση την ανάγκη γνώσης ή (για τις μη διαβαθμισμένες πληροφορίες) για να δηλώνεται η λήξη της απαγόρευσης κυκλοφορίας.
Μια σήμανση δεν αποτελεί διαβάθμιση και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται στη θέση αυτής.
Οι σημάνσεις ρυθμίζονται περαιτέρω στην κοινοποίηση ασφάλειας 2 και καθορίζονται στις οδηγίες χειρισμού.
8.3.
Θέση της διαβάθμισης και των ενδείξεων ασφαλείας
Η θέση διαβαθμίσεων και ενδείξεων ασφαλείας και σημάνσεων πραγματοποιείται σύμφωνα με την κοινοποίηση ασφάλειας 2, τμήμα Ε, και τις οδηγίες χειρισμού.
8.4.
Διαχείριση της διαβάθμισης
8.4.1.
Γενικά
Οι πληροφορίες διαβαθμίζονται μόνον εφόσον αυτό είναι απαραίτητο. Η διαβάθμιση επισημαίνεται σαφώς και καταλλήλως και διατηρείται μόνο για όσο χρονικό διάστημα οι συγκεκριμένες πληροφορίες απαιτείται να προστατευθούν.
Αποκλειστικός υπεύθυνος για τη διαβάθμιση των πληροφοριών και για τον τυχόν μεταγενέστερο υποχαρακτηρισμό ή αποχαρακτηρισμό τους είναι ο αρχικός συντάκτης του εγγράφου.
Οι υπάλληλοι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου διαβαθμίζουν, υποχαρακτηρίζουν ή αποχαρακτηρίζουν πληροφορίες κατόπιν εντολής του Γενικού Γραμματέα ή κατόπιν εξουσιοδοτήσεως από αυτόν.
Οι αναλυτικές ρυθμίσεις για τον χειρισμό των διαβαθμισμένων εγγράφων εκπονούνται κατά τρόπο που να εξασφαλίζει ότι τυγχάνουν προστασίας ανάλογα με τις πληροφορίες που περιέχουν.
Ο αριθμός των προσώπων που επιτρέπεται να παράγουν πληροφορίες που διαβαθμίζονται σε επίπεδο TRÈS SECRET UE/EU TOP SECRET περιορίζεται στο ελάχιστο, τα δε ονόματά τους καταγράφονται σε κατάλογο που καταρτίζεται από την CIU.
8.4.2.
Εφαρμογή των διαβαθμίσεων
Η διαβάθμιση ενός εγγράφου καθορίζεται από το επίπεδο ευαισθησίας του περιεχομένου του σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο δ). Είναι σημαντικό η διαβάθμιση να καθορίζεται σωστά και να χρησιμοποιείται με φειδώ.
Η διαβάθμιση μιας επιστολής ή ενός σημειώματος που περιλαμβάνει επισυναπτόμενα έγγραφα καθορίζεται τουλάχιστον στο επίπεδο της υψηλότερης διαβάθμισης που εφαρμόζεται σε ένα από τα επισυναπτόμενα έγγραφα. Ο αρχικός συντάκτης επισημαίνει σαφώς σε ποιο επίπεδο θα πρέπει να διαβαθμιστεί η επιστολή ή το σημείωμα όταν αποχωριστεί από τα επισυναπτόμενα έγγραφα.
Ο αρχικός συντάκτης ενός εγγράφου το οποίο πρόκειται να λάβει διαβάθμιση οφείλει να ακολουθεί τους προαναφερόμενους κανόνες και να αποφεύγει την τάση προς υπερβολικά υψηλή ή χαμηλή διαβάθμιση.
Επί μέρους σελίδες, παράγραφοι, τμήματα, παραρτήματα και προσαρτήματα ενός εγγράφου καθώς και τα επισυναπτόμενα και εσωκλειόμενα σε αυτό έγγραφα ενδέχεται να απαιτούν διαφορετικές διαβαθμίσεις και διαβαθμίζονται αναλόγως. Η διαβάθμιση του όλου εγγράφου αντιστοιχεί σε εκείνη του τμήματός του με την υψηλότερη διαβάθμιση.
9.
ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΕΙΣ
Η Διεύθυνση Ασφάλειας και Αξιολόγησης Κινδύνου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία μπορεί να ζητεί τη συνδρομή των αρχών ασφάλειας του Συμβουλίου ή της Επιτροπής, διενεργεί περιοδικές εσωτερικές επιθεωρήσεις των ρυθμίσεων ασφάλειας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών.
Οι αρχές ασφάλειας και οι αρμόδιες υπηρεσίες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης μπορούν να διεξάγουν, στο πλαίσιο συμφωνηθείσας διαδικασίας που κινείται από οιαδήποτε από τις πλευρές αυτές, αξιολογήσεις από ομότιμους, των ρυθμίσεων ασφάλειας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών που ανταλλάσσονται στο πλαίσιο των σχετικών διοργανικών συμφωνιών.
10.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΠΟΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΥ Ή ΑΦΑΙΡΕΣΗΣ
10.1.
Η CIU εξετάζει τις εμπιστευτικές πληροφορίες που περιέχονται στο μητρώο της και ζητεί τη συγκατάθεση του αρχικού συντάκτη για τον αποχαρακτηρισμό ή την αφαίρεση της σήμανσης ενός εγγράφου σε κάθε περίπτωση το αργότερο το 25ο έτος από τη σύνταξή του. Τα έγγραφα που δεν έχουν αποχαρακτηρισθεί ή στερηθεί της σήμανσης κατά την πρώτη εξέταση επανεξετάζονται περιοδικά και τουλάχιστον ανά πενταετία. Επιπλέον της εφαρμογής της σε έγγραφα που τηρούνται στα ασφαλή αρχεία στον ασφαλή χώρο και έχουν δεόντως διαβαθμισθεί, η διαδικασία αφαίρεσης της σήμανσης μπορεί επίσης να καλύπτει και άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες που υπάρχουν είτε σε κοινοβουλευτικό όργανο/αξιωματούχο είτε στην υπηρεσία που είναι αρμόδια για τα ιστορικά αρχεία του Κοινοβουλίου.
10.2.
Η απόφαση σχετικά με τον αποχαρακτηρισμό ή την αφαίρεση της σήμανσης εγγράφου κατά γενικό κανόνα λαμβάνεται αποκλειστικά από τον αρχικό συντάκτη ή, κατ' εξαίρεση, σε συνεργασία με το κοινοβουλευτικό όργανο/αξιωματούχο που κατέχει τις πληροφορίες αυτές, προτού οι περιεχόμενες στο έγγραφο πληροφορίες μεταφερθούν στην υπηρεσία που είναι αρμόδια για τα ιστορικά αρχεία του Κοινοβουλίου. Για τον αποχαρακτηρισμό ή την αφαίρεση της σήμανσης διαβαθμισμένων πληροφοριών απαιτείται η προηγούμενη γραπτή συγκατάθεση του αρχικού συντάκτη. Στην περίπτωση «άλλων εμπιστευτικών πληροφοριών», η γραμματεία του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου που κατέχει τις πληροφορίες αυτές αποφασίζει, σε συνεργασία με τον αρχικό συντάκτη, εάν θα αφαιρεθεί η σήμανση από το έγγραφο.
10.3.
Η CIU είναι αρμόδια να ενημερώσει για λογαριασμό του αρχικού συντάκτη τους παραλήπτες του εγγράφου για τη μεταβολή στη διαβάθμιση ή σήμανση, οι δε παραλήπτες είναι με τη σειρά τους αρμόδιοι να ενημερώσουν τους διαδοχικούς παραλήπτες στους οποίους έχουν διαβιβάσει το πρωτότυπο ή αντίγραφο του εγγράφου.
10.4.
Ο αποχαρακτηρισμός δεν επηρεάζει τυχόν ενδείξεις ασφάλειας ή σημάνσεις που μπορεί να φέρει το έγγραφο.
10.5.
Σε περίπτωση αποχαρακτηρισμού, η αρχική διαβάθμιση στο άνω και στο κάτω μέρος κάθε σελίδας διαγράφεται. Η πρώτη σελίδα του εγγράφου σφραγίζεται και συμπληρώνεται με κωδικό της CIU. Σε περίπτωση αφαίρεσης σήμανσης, η αρχική σήμανση στο άνω μέρος κάθε σελίδας διαγράφεται.
10.6.
Το κείμενο του αποχαρακτηρισμένου εγγράφου ή του εγγράφου από το οποίο αφαιρέθηκε η σήμανση επισυνάπτεται στο ηλεκτρονικό φύλλο ή στο ισοδύναμο σύστημα στο οποίο έχει καταχωρηθεί.
10.7.
Σε περίπτωση εγγράφων που καλύπτονται από την εξαίρεση που αφορά την ιδιωτικότητα και την ακεραιότητα του ατόμου ή τα επαγγελματικά συμφέροντα ενός φυσικού ή νομικού προσώπου και στην περίπτωση ευαίσθητων εγγράφων, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 2, του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 354/83 του Συμβουλίου.
10.8
Επιπλέον των διατάξεων των σημείων 10.1 έως 10.7, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:
α) όσον αφορά έγγραφα τρίτων, η CIU συνεννοείται με τον ενδιαφερόμενο τρίτο πριν προβεί στη διαδικασία αποχαρακτηρισμού ή αφαίρεσης σήμανσης.
β) όσον αφορά την εξαίρεση σχετικά με την ιδιωτικότητα και την ακεραιότητα του ατόμου, η διαδικασία αποχαρακτηρισμού αφαίρεσης σήμανσης λαμβάνει ιδίως υπόψη τη συμφωνία του ενδιαφερομένου προσώπου ή, κατά περίπτωση, την αδυναμία ταυτοποίησης του ενδιαφερομένου προσώπου·
γ) όσον αφορά την εξαίρεση σχετικά με τα επαγγελματικά συμφέροντα ενός φυσικού ή νομικού προσώπου, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο μπορεί να ενημερωθεί μέσω δημοσίευσης στην
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μαζί με μία προθεσμία τεσσάρων εβδομάδων από την ημέρα της δημοσίευσης αυτής κατά τη διάρκεια των οποίων υποβάλλει παρατηρήσεις.
ΜΕΡΟΣ
2:
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
11.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
11.1.
Για να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες με τη διαβάθμιση σε επίπεδο CONFIDENTIEL UE/EU CONFIDENTIAL ή σε ισοδύναμό του, οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχουν λάβει σχετική άδεια είτε σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στα σημεία 11.3 και 11.4 του παρόντος Παραρτήματος είτε βάσει επίσημης δήλωσης μη κοινολόγησης σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 της παρούσας απόφασης.
11.2.
Για να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες με τη διαβάθμιση σε επίπεδο SECRET UE/EU SECRET ή TRÈS SECRET UE/EU TOP SECRET ή σε ισοδύναμό του, οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έχουν λάβει σχετική άδεια σύμφωνα με τη διαδικασία των σημείων 11.3 και 11.14.
11.3.
Η άδεια χορηγείται μόνο σε βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι οποίοι έχουν υποβληθεί σε έλεγχο ασφάλειας από τις αρμόδιες εθνικές αρχές των κρατών μελών, σύμφωνα με τη διαδικασία των σημείων 11.9 έως 11.14. Ο Πρόεδρος είναι αρμόδιος για τη χορήγηση της άδειας στους βουλευτές.
11.4.
Ο Πρόεδρος μπορεί να χορηγήσει γραπτή άδεια αφού λάβει τη γνώμη των αρμόδιων εθνικών αρχών των κρατών μελών, βάσει του ελέγχου ασφάλειας που διενεργείται σύμφωνα με τα σημεία 11.8 έως 11.13.
11.5.
Η Διεύθυνση Ασφάλειας και Αξιολόγησης Κινδύνου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τηρεί ένα επικαιροποιημένο κατάλογο όλων των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στους οποίους έχει χορηγηθεί άδεια, συμπεριλαμβανομένης και της προσωρινής άδειας κατά την έννοια του σημείου 11.15.
11.6.
Η άδεια έχει ισχύ για το συντομότερο εκ των δύο: για πέντε έτη ή για τη διάρκεια των καθηκόντων βάσει των οποίων χορηγείται. Μπορεί να ανανεωθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του σημείου 11.4.
11.7.
Ο Πρόεδρος ανακαλεί την άδεια στις περιπτώσεις που θεωρεί ότι υπάρχουν αιτιολογημένοι λόγοι για την ανάκληση αυτή. Κάθε απόφαση για την ανάκληση της άδειας κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο οποίος μπορεί να ζητήσει ακρόαση από τον Πρόεδρο προτού η ανάκληση τεθεί σε εφαρμογή καθώς και από την αρμόδια εθνική αρχή.
11.8.
Ο έλεγχος ασφάλειας διενεργείται με τη συνδρομή του ενδιαφερομένου βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και κατόπιν αιτήσεως του Προέδρου. Η αρμόδια για τον έλεγχο εθνική αρχή είναι η αρχή του κράτους μέλους του οποίου είναι υπήκοος ο ενδιαφερόμενος βουλευτής.
11.9.
Ως μέρος της διαδικασίας ελέγχου, μπορεί να ζητηθεί από τον ενδιαφερόμενο Βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να συμπληρώσει έντυπο με προσωπικές πληροφορίες.
11.10.
Ο Πρόεδρος προσδιορίζει στην αίτησή του στην αρμόδια εθνική αρχή το επίπεδο των διαβαθμισμένων πληροφοριών που πρόκειται να τεθούν στη διάθεση του ενδιαφερομένου βουλευτή, ώστε αυτή να μπορέσει να διενεργήσει τη διαδικασία ελέγχου.
11.11.
Ολόκληρη η διαδικασία ελέγχου ασφάλειας που διενεργεί η αρμόδια εθνική αρχή μαζί με τα πορίσματα που προκύπτουν, συνάδει με τους σχετικούς κανόνες και ρυθμίσεις που ισχύουν στο οικείο κράτος μέλος, περιλαμβανομένων αυτών που αφορούν διαδικασίες προσφυγής.
11.12.
Όταν η αρμόδια εθνική αρχή διατυπώνει θετική γνώμη, ο Πρόεδρος μπορεί να χορηγήσει άδεια στον ενδιαφερόμενο Βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
11.13.
Όλοι οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που λαμβάνουν άδεια κατά την έννοια του σημείου 11.3 λαμβάνουν, κατά τη χορήγηση της άδειας και στη συνέχεια σε τακτικά διαστήματα, τις τυχόν αναγκαίες κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την προστασία διαβαθμισμένων πληροφοριών και με τα μέσα για τη διασφάλιση της προστασίας αυτής. Οι εν λόγω βουλευτές υπογράφουν δήλωση με την οποία αναγνωρίζουν την παραλαβή αυτών των κατευθυντήριων γραμμών.
11.14.
Όλοι οι Βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που λαμβάνουν άδεια κατά την έννοια του σημείου 11.3 λαμβάνουν, κατά τη χορήγηση της άδειας και στη συνέχεια σε τακτικά διαστήματα, τις τυχόν αναγκαίες κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την προστασία διαβαθμισμένων πληροφοριών και με τα μέσα για τη διασφάλιση της προστασίας αυτής. Οι βουλευτές αυτοί υπογράφουν δήλωση με την οποία αναγνωρίζουν την παραλαβή αυτών των κατευθυντήριων γραμμών.
11.15.
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο Πρόεδρος, αφού ειδοποιήσει την αρμόδια εθνική αρχή και υπό τον όρο ότι η εν λόγω αρχή δεν απαντήσει εντός ενός μηνός, μπορεί να χορηγήσει προσωρινή άδεια σε ένα βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, εν αναμονή του αποτελέσματος του ελέγχου που αναφέρεται στο σημείο 11.11. Οι ούτως χορηγούμενες προσωρινές άδειες δεν επιτρέπουν την πρόσβαση σε πληροφορίες με διαβάθμιση σε επίπεδο TRÈS SECRET UE/EU TOP SECRET ή σε ισοδύναμό του.
12.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΓΙΑ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΛΟΙΠΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΠΟΥ ΕΡΓΑΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ
12.1.
Μόνο οι υπάλληλοι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες, οι οποίοι, λόγω των καθηκόντων τους και για τις ανάγκες της υπηρεσίας, απαιτείται να λάβουν γνώση ή να κάνουν χρήση διαβαθμισμένων πληροφοριών, δύνανται να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές.
12.2.
Για να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες με τη διαβάθμιση σε επίπεδο CONFIDENTIEL UE/EU CONFIDENTIAL, SECRET UE/EU SECRET ή TRÈS SECRET UE/EU TOP SECRET ή σε ισοδύναμό του, οι ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες έχουν λάβει σχετική άδεια σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα σημεία 12.3 και 12.4.
12.3.
Η άδεια χορηγείται μόνο στα πρόσωπα που αναφέρονται στο σημείο 12.1 τα οποία έχουν υποστεί έλεγχο ασφάλειας από τις αρμόδιες εθνικές αρχές των κρατών μελών, σύμφωνα με τη διαδικασία των σημείων 12.9 έως 12.14. Ο Γενικός Γραμματέας είναι αρμόδιος για τη χορήγηση της άδειας στους υπαλλήλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες.
12.4.
Ο Γενικός Γραμματέας μπορεί να χορηγήσει γραπτή άδεια αφού λάβει τη γνώμη των αρμόδιων εθνικών αρχών των κρατών μελών, βάσει του ελέγχου ασφάλειας που διενεργείται σύμφωνα με τα σημεία 12.8 έως 12.13.
12.5.
Η Διεύθυνση Ασφάλειας και Αξιολόγησης Κινδύνου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τηρεί ενημερωμένο κατάλογο όλων των θέσεων που απαιτούν έλεγχο ασφάλειας, όπως προβλέπονται από τις σχετικές υπηρεσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και όλων των προσώπων στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια, συμπεριλαμβανομένης της προσωρινής άδειας σύμφωνα με το σημείο 12.15.
12.6.
Η άδεια έχει ισχύ για το συντομότερο εκ των δύο: για πέντε έτη ή για τη διάρκεια των καθηκόντων βάσει των οποίων χορηγείται. Μπορεί να ανανεωθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του σημείου 12.4.
12.7.
Ο Γενικός Γραμματέας ανακαλεί την άδεια στις περιπτώσεις που θεωρεί ότι υπάρχουν αιτιολογημένοι λόγοι για την ανάκληση αυτή. Κάθε απόφαση για την ανάκληση της άδειας κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή στο μέλος του λοιπού προσωπικού του Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες, που μπορεί να ζητήσει ακρόαση από το Γενικό Γραμματέα προτού η ανάκληση τεθεί σε εφαρμογή, καθώς και από την αρμόδια εθνική αρχή.
12.8.
Ο έλεγχος ασφάλειας διενεργείται με τη συνδρομή του ενδιαφερομένου υπαλλήλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του μέλους του λοιπού προσωπικού του Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες και κατόπιν αιτήσεως του Γενικού Γραμματέα. Η αρμόδια για τον έλεγχο εθνική αρχή είναι η αρχή του κράτους μέλους του οποίου είναι υπήκοος το πρόσωπο το οποίο αφορά η άδεια. Όταν επιτρέπεται από την εθνική νομοθεσία και κανονιστικές ρυθμίσεις, οι αρμόδιες εθνικές αρχές μπορούν να διεξαγάγουν έρευνες ασφάλειας σχετικά με μη υπηκόους που ζητούν πρόσβαση σε πληροφορίες με διαβάθμιση σε επίπεδο CONFIDENTIEL UE/EU CONFIDENTIAL, SECRET UE/EU SECRET ή TRÈS SECRET UE/EU TOP SECRET.
12.9.
Ως μέρος της διαδικασίας ελέγχου, μπορεί να ζητηθεί από τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή από το λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου που εργάζεται για μία πολιτική ομάδα να συμπληρώσει έντυπο με προσωπικές πληροφορίες.
12.10.
Ο Γενικός Γραμματέας προσδιορίζει στην αίτησή του προς την αρμόδια εθνική αρχή το επίπεδο των διαβαθμισμένων πληροφοριών που πρόκειται να τεθούν στη διάθεση του ενδιαφερομένου υπαλλήλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του μέλους του λοιπού προσωπικού του Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες, ώστε αυτή να μπορέσει να διενεργήσει τη διαδικασία ελέγχου και να δώσει τη γνώμη της ως προς το επίπεδο της άδειας που θα ήταν κατάλληλο να χορηγηθεί στο εν λόγω πρόσωπο.
12.11.
Ολόκληρη η διαδικασία ελέγχου ασφάλειας που διενεργούν η αρμόδια εθνική αρχή μαζί με τα πορίσματα που προκύπτουν, συνάδει με τους σχετικούς κανόνες και ρυθμίσεις που ισχύουν στο οικείο κράτος μέλος, περιλαμβανομένων των αυτών που αφορούν διαδικασίες προσφυγής.
12.12.
Όταν η αρμόδια εθνική αρχή διατυπώνει θετική γνώμη, ο Γενικός Γραμματέας μπορεί να χορηγήσει άδεια στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή στο μέλος του λοιπού προσωπικού του Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες.
12.13.
Η αρνητική γνώμη της αρμόδιας εθνικής αρχής γνωστοποιείται στον υπάλληλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου που εργάζεται για μία πολιτική ομάδα που μπορεί να ζητήσει ακρόαση από τον Γενικό Γραμματέα. Εφόσον το κρίνει αναγκαίο, ο Γενικός Γραμματέας μπορεί να ζητήσει από την αρμόδια εθνική αρχή οποιαδήποτε περαιτέρω διευκρίνιση μπορεί να παράσχει. Εάν επιβεβαιωθεί η αρνητική γνώμη, η άδεια δεν χορηγείται.
12.14.
Όλοι οι υπάλληλοι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες, στους οποίους χορηγείται άδεια κατά την έννοια των σημείων 12.4 και 12.5, λαμβάνουν, κατά τη στιγμή χορήγησης της άδειας και στη συνέχεια σε τακτικά διαστήματα, τις τυχόν αναγκαίες οδηγίες σχετικά με την προστασία διαβαθμισμένων πληροφοριών και με τα μέσα για τη διασφάλιση της προστασίας αυτής. Οι εν λόγω υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό υπογράφουν δήλωση με την οποία αναγνωρίζουν την παραλαβή των οδηγιών αυτών και δεσμεύονται ότι θα τις τηρήσουν.
12.15.
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο Γενικός Γραμματέας, αφού ειδοποιήσει την αρμόδια εθνική αρχή και υπό τον όρο ότι η εν λόγω αρχή δεν απαντήσει εντός ενός μηνός, μπορεί να χορηγήσει προσωρινή άδεια σε ένα υπάλληλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή στο λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου που εργάζεται για μία πολιτική ομάδα για μία περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, εν αναμονή του αποτελέσματος του ελέγχου που αναφέρεται στο σημείο 12.11. Οι ούτως χορηγούμενες προσωρινές άδειες δεν επιτρέπουν την πρόσβαση σε πληροφορίες με διαβάθμιση σε επίπεδο TRÈS SECRET UE/EU TOP SECRET ή σε ισοδύναμό του.
Με τη σύμφωνη γνώμη του Προεδρείου είναι δυνατόν να μην επιτραπεί, με αιτιολογημένη απόφαση, σε βουλευτή να εξετάσει έγγραφο του Κοινοβουλίου, εάν το Προεδρείο, κατόπιν ακροάσεως του βουλευτή, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εξέταση θα οδηγούσε σε απαράδεκτη βλάβη των θεσμικών συμφερόντων του Κοινοβουλίου ή του δημοσίου συμφέροντος και ότι ο ενδιαφερόμενος βουλευτής επιδιώκει την εξέταση αυτή για ιδιωτικούς και προσωπικούς λόγους. Ο βουλευτής μπορεί να ασκήσει έγγραφη αιτιολογημένη ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής εντός ενός μηνός από την κοινοποίηση της ένστασης. Επί της ενστάσεως αποφασίζει το Κοινοβούλιο χωρίς συζήτηση κατά τη διάρκεια της συνεδριάσεως που ακολουθεί την υποβολή της.