Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής για την άδηλη εργασία (COM(1998) 219
- C4-0566/1998
- 1998/2082(COS)
)
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
- έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής (COM(1998) 219
- C4-0566/1998
),
- έχοντας υπόψη την οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών(1)
,
- έχοντας υπόψη την κοινή δήλωση των Ευρωπαίων κοινωνικών εταίρων στον τομέα του καθαρισμού, της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Επιχειρήσεων Καθαρισμού (EFCI) και της Διεθνούς Ομοσπονδίας Υπαλλήλων και Τεχνιτών (Euro-Fiet), σχετικά με την παραοικονομία, η οποία υιοθετήθηκε τον Οκτώβριο του 1998 στο πλαίσιο του σχετικού ευρωπαϊκού κοινωνικού διαλόγου,
- έχοντας υπόψη το ψήφισμα του Συμβουλίου της 22ας Φεβρουαρίου του 1999 σχετικά με τις Κατευθυντήριες Γραμμές για την απασχόληση για το 1999(2)
,
- έχοντας υπόψη το ψήφισμα του Συμβουλίου της 22ας Απριλίου 1999 με αντικείμενο έναν κώδικα καλής συμπεριφοράς για τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με την καταπολέμηση της απάτης στις κοινωνικές παροχές και εισφορές και της αδήλωτης εργασίας, καθώς και τη διασυνοριακή διάθεση εργαζομένων(3)
,
- έχοντας υπόψη την απόφαση του Συμβουλίου 2000/185/ΕΚ, της 28ης Φεβρουαρίου 2000, με την οποία επιτρέπεται στα κράτη μέλη να εφαρμόσουν μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ σε ορισμένες υπηρεσίες υψηλής έντασης εργασίας, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 28, παράγραφο 6, της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ
(4)
,
- έχοντας υπόψη το άρθρο 47, παράγραφος 1, του Κανονισμού του,
- έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής για τα Δικαιώματα της Γυναίκας και τις ºσες Ευκαιρίες (A5-0220/2000
),
A. έχοντας υπόψη ότι μια αιτία της λαθραίας εργασίας είναι η φτώχεια, γεγονός που γίνεται σαφές από τις στατιστικές στις οποίες φαίνεται ότι το πρόβλημα είναι εντονότερο στις πιό φτωχές περιφέρειες και στους τομείς χαμηλού εισοδήματος,
Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι στους άλλους μείζονες λόγους για τη λαθραία εργασία περιλαμβάνονται η υψηλή φορολογία και οι υψηλές εισφορές για τα άτομα και ο υπέρμετρος διοικητικός φόρτος και οι επιβαρύνσεις του κοινωνικού κόστους για τις επιχειρήσεις,
Γ. έχοντας υπόψη ότι το φαινόμενο της λαθραίας εργασίας φαίνεται να παρουσιάζει σε πολλά κράτη μέλη, με σταθερούς και ολοένα και ταχύτερους ρυθμούς, μεγαλύτερη ανάπτυξη από την επίσημη οικονομία,
Δ. έχοντας υπόψη ότι είναι εξ ορισμού δύσκολο να προσδιορισθεί η έκταση του φαινομένου της λαθραίας εργασίας,
Ε. έχοντας υπόψη τις σοβαρές επιπτώσεις που η λαθραία εργασία μπορεί να έχει για τα δημόσια οικονομικά, λόγω της συνεπαγόμενης απώλειας φορολογικών εσόδων και ασφαλιστικών εισφορών, και έχοντας επίσης υπόψη ότι οδηγεί στη μη εφαρμογή των κανόνων υγείας και ασφάλειας στο χώρο εργασίας και των συμφωνιών σχετικά με τις ώρες εργασίας και τα κατώτατα ημερομίσθια, και στη στρέβλωση της συνεργασίας μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, μπορεί δε, τέλος, να επιφέρει σοβαρές ζημίες στην οικονομία και την κοινωνική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη το εκτιμώμενο μερίδιο της αδήλωτης εργασίας στο ΑΕγχΠ και την αποδεδειγμένη σημασία που έχει το ΑΕγχΠ για τον υπολογισμό πολιτικώς σημαντικών στοιχείων, όπως εκείνων του δημοσιονομικού ελλείμματος και του κρατικού χρέους, της υπανάπτυξης των περιφερειών, της οικονομικής ανάπτυξης ή της φτώχειας,
Ζ. έχοντας υπόψη ότι η καταπολέμηση της λαθραίας εργασίας συμβάλλει αποφασιστικά και άμεσα στην καταπολέμηση της ανεργίας και σημαίνει αποφασιστική βούληση και προσπάθεια δημιουργίας σταθερών και ασφαλών θέσεων εργασίας (ποιοτικής απασχόλησης),
Η. έχοντας υπόψη ότι η λαθραία εργασία αποτελεί σαφή παράβαση του νόμου και υποδηλώνει έλλειψη αλληλεγγύης, τόσο εκ μέρους εκείνων που προσφέρουν τέτοιου είδους θέσεις εργασίας, όσο και εκ μέρους όσων τις αναζητούν και τις δέχονται - έστω και με διαφορετικό βαθμό ευθύνης για την κάθε πλευρά - και, συνεπώς, πρόκειται για πολύ σοβαρή υπόθεση,
Θ. έχοντας υπόψη ότι η συνειδητοποίηση του μεγέθους της ζημίας που προκαλεί η λαθραία εργασία θα καθυστερήσει ακόμα πολύ,
Ι. έχοντας υπόψη ότι για την καταπολέμηση της λαθραίας εργασίας είναι απαραίτητη η συμβολή όλων των πολιτικών φορέων σε όλα τα επίπεδα, ανεξάρτητα από την έκταση ή το ειδικό βάρος του φαινομένου της λαθραίας εργασίας στην οικονομία κάθε κράτους, περιφέρειας ή μικρότερου διοικητικού διαμερίσματος,
ΙΑ. έχοντας υπόψη ότι η λαθραία εργασία μπορεί να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά μόνο με τη βοήθεια μιας διττής προσέγγισης, δηλαδή με προληπτικό και κατασταλτικό τρόπο, μέσω της βελτίωσης του ρυθμιστικού πλαισίου, καθώς και των δυνατοτήτων ελέγχου και των κυρώσεων,
ΙΒ. εκτιμώντας την ονομαστική αύξηση καθώς και την πιθανότητα μετατόπισης της αδήλωτης εργασίας συνεπεία της διεύρυνσης και τις απαιτούμενες προσπάθειες για να καταγραφεί η φύση και η έκταση της αδήλωτης εργασίας στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης,
1. καλεί τα κράτη μέλη να προβούν σε έναν απολογισμό, όσον αφορά τους κατ' εξοχήν πληγέντες τομείς και τις κυριότερες ομάδες προσώπων, κάνοντας έτσι ένα πρώτο βήμα, και, στη συνέχεια, να επιλέξουν, για αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση, τα πιο αποτελεσματικά μέτρα και να τα ενσωματώσουν σε ένα πρόγραμμα δράσης·
2. ζητεί, με στόχο την υλοποίηση του εν λόγω προγράμματος δράσης, τη σύσταση, μιας διεπιστημονικής και διυπουργικής οργανωτικής μονάδας (κατά το παράδειγμα της Γαλλίας), με στόχο το συντονισμό, στο πλαίσιο του εν λόγω προγράμματος, όλων των δράσεων και των ενδιαφερομένων ομάδων·
3. ζητεί να πληροφορηθεί εάν τα κράτη μέλη έχουν αναλάβει, από κοινού ή όχι με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, πρωτοβουλίες για την καταπολέμηση της λαθραίας εργασίας· εάν ναι, ζητεί να ενημερωθεί για τα μέσα που υιοθετήθηκαν και τα αποτελέσματα που επετεύχθησαν·
4. είναι της γνώμης ότι η καταπολέμηση της λαθραίας εργασίας πρέπει, εξαιτίας του όγκου και των ταχέων ρυθμών ανάπτυξής της, να ενσωματωθεί στη ενεργή στρατηγική για την απασχόληση και στην πολιτική για την κοινωνική συνοχή·
5. επισημαίνει σχετικώς την χρησιμότητα και την ανάγκη πρωτοβουλιών προκειμένου να ρυθμισθεί και να τυποποιηθεί η αμειβόμενη οικιακή εργασία η οποία εκτελείται κυρίως από γυναίκες·
6. ζητεί, ως εκ τούτου, την ενσωμάτωση των προγραμμάτων δράσης στα εθνικά σχέδια δράσης που σχετίζονται με τις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση, προκειμένου να διασφαλιστεί αμοιβαία διαφάνεια και να καταστεί δυνατή η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς τους·
7. καλεί την Επιτροπή να αναπτύξει μεθόδους για την περιγραφή και την καταγραφή των μορφών και της έκτασης της λαθραίας εργασίας και να αξιολογήσει τις επιπτώσεις της στην οικονομία και την κοινωνική αλληλεγγύη·
8. καλεί την Επιτροπή να καταστήσει τις πληροφορίες που έχει συλλέξει προσιτές σε όλους τους πολιτικούς φορείς λήψης αποφάσεων, υπό μορφήν μιας ετήσιας έκθεσης, και να εντείνει τη διαδικασία αυτή με τη βοήθεια μιας ετήσιας διάσκεψης·
9. καλεί τα κράτη μέλη να καταπολεμήσουν την αδήλωτη εργασία, τόσο προληπτικώς, όσο και επανορθωτικώς, μέσω σαφούς νομοθεσίας και κατάλληλης συμπίεσης των φορολογικών βαρών, καθώς επίσης και κατασταλτικώς χρησιμοποιώντας αποτελεσματικούς ελέγχους και επαρκείς κυρώσεις, κατά προτίμηση αποτρεπτικού χαρακτήρα. Λαμβάνοντας υπόψη τη διασυνοριακή ανάπτυξη των αγορών εργασίας, ο ανωτέρω αγώνας σημαίνει μεταξύ άλλων, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ανταλλαγή δεδομένων και προσωπικού, συνεργασία μεταξύ υπηρεσιών εξακρίβωσης και δίωξης, συντονισμό των επιθεωρήσεων (ιδιαιτέρως σε μεθοριακές περιοχές) και της δικαιοσύνης (εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων) καθώς και εναρμόνιση των ελάχιστων κανόνων για ελέγχους και κυρώσεις·
10. ζητεί, υπό το πρίσμα της διεύρυνσης, αυτοί οι ελάχιστοι κανόνες να αποτελέσουν μέρος του κοινοτικού κεκτημένου (διοικητικό δίκαιο) ή της νομοθεσίας (ποινικό δίκαιο)·
11. παροτρύνει, επισημαίνοντας την αλληλεξάρτηση μεταξύ του υψηλού βαθμού λαθραίας εργασίας και του ύψους των φόρων και των εισφορών, σε συνάρτηση με το βαθμό της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής προστασίας, τα κράτη μέλη να καταβάλουν εντονότερες προσπάθειες, προκειμένου να μειώσουν τους φόρους και τις εισφορές τους και να καταστήσουν τις αγορές εργασίας πιο ευέλικτες σε ένα πλαίσιο κοινωνικής προστασίας·
12. είναι πεπεισμένο για τις θετικές επιπτώσεις που είχε στην καταπολέμηση της λαθραίας εργασίας η μείωση των συντελεστών ΦΠΑ στις υπηρεσίες έντασης εργασίας, η οποία κατέστη δυνατή χάρη στην απόφαση 2000/185/ΕΚ του Συμβουλίου, και καλεί τα κράτη μέλη τα οποία δεν την έχουν ακόμα εφαρμόσει, να αναθεωρήσουν την απόφασή τους· καλεί επίσης την Επιτροπή να αξιολογήσει τις επιπτώσεις της απόφασης αυτής του Συμβουλίου και να εξετάσει το ενδεχόμενο παράτασης της ισχύος της μετά την αξιολόγηση αυτή·
13. θεωρεί ότι η ευρωπαϊκή νομοθεσία πρέπει να λαμβάνει περισσότερο υπόψη της το πρόβλημα της λαθραίας εργασίας, π.χ. στο πλαίσιο των προσπαθειών για εναρμόνιση της φορολογίας και της κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και κατά τη θέσπιση άλλων μέτρων που συνεπάγονται υψηλό διοικητικό κόστος και που ενδέχεται να επιφέρουν αύξηση της λαθραίας εργασίας·
14. καλεί την Επιτροπή να αξιολογήσει, ιδιαίτερα, την έκταση της διασυνοριακής λαθραίας εργασίας και την εκμετάλλευση της εργασίας ανηλίκων·
15. ζητεί, κατά τη ανάθεση δημοσίων συμβάσεων στα κράτη μέλη και εκ μέρους των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, καθώς και στην περίπτωση δημοσίων έργων τα οποία χρηματοδοτούνται από τα Διαρθρωτικά Ταμεία, τον αποκλεισμό των "μαύρων προβάτων” από τη διαδικασία υποβολής προσφορών και από την εκτέλεση των συμβάσεων·
16. ζητεί από τις κυβερνήσεις να διασφαλίζουν κατά τη σύναψη συμβάσεων ότι δεν ανατίθενται συμβάσεις σε επιχειρήσεις των οποίων οι τιμές δημιουργούν σοβαρές υπόνοιες για μερική χρησιμοποίηση λαθραίας εργασίας·
17. ζητεί από την Επιτροπή να μελετήσει το φαινόμενο της λαθραίας εργασίας στις καταχωρημένες επιχειρήσεις, δηλ. τις επιχειρήσεις στις οποίες οι ίδιοι συνεργάτες προσφέρουν εργασία εν μέρει δηλωμένη και εν μέρει αδήλωτη (μαύρη), και να υποβάλει ενδεχομένως προτάσεις για την καταπολέμησή του·
18. ζητεί την καθιέρωση ενός είδους αλληλέγγυης ευθύνης για συμβαλλόμενες επιχειρήσεις οι οποίες, βασίζοντας τους υπολογισμούς τους σε εξωπραγματικές τιμές, υποχρεώνουν τους προμηθευτές τους να εργάζονται χωρίς να καλύπτουν ούτε το κόστος τους και να καταφεύγουν στην παραοικονομία ως "κατά συνθήκη” αδίκημα·
19. ζητεί τη δημιουργία, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, δυνατοτήτων προσανατολισμένων, π.χ., στο λεγόμενο ολλανδικό μοντέλο, σχετικά με τη θέσπιση αλληλέγγυας και συλλογικής ενοχικής ευθύνης για τη γενική επιχείρηση και τους υπεργολάβους της·
20. καλεί το Συμβούλιο να επεξεργαστεί τον κώδικα συμπεριφοράς του Απριλίου 1999, προκειμένου να τον μετατρέψει σε ένα αποτελεσματικό εργαλείο·
21. καλεί την Επιτροπή, εξαιτίας των λειτουργικών ανεπαρκειών που παρουσιάστηκαν, να αναθεωρήσει την οδηγία 96/71/ΕΚ, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών που αναφέρεται στο άρθρο 4 της οδηγίας·
22. καλεί τα κράτη μέλη να αυξήσουν τις προσπάθειές τους για την καταπολέμηση της εικονικής ανεξάρτητης εργασίας, αλλά, συγχρόνως, να προσαρμόσουν ορισμένους κανόνες που προστατεύουν τη μορφή αυτή εργασίας όταν αυτοί ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας·
23. καλεί τους κοινωνικούς εταίρους να εντείνουν τις κοινές τους προσπάθειες για καταπολέμηση της λαθραίας εργασίας και εκφράζει την επιθυμία να εγκριθούν κατάλληλοι κανόνες που θα ενθαρρύνουν τις επίσημες συμβάσεις απασχόλησης προκειμένου να διασφαλίζονται στις εργασιακές σχέσεις - οι οποίες ρυθμίζονται από διαπραγματευτικές συνεννοήσεις - τα φορολογικά και ασφαλιστικά πλεονεκτήματα των οποίων απολαύουν οι νεοπροσλαμβανόμενοι στο πλαίσιο των αντιστοίχων εθνικών νομοθεσιών·
24. καλεί τα κράτη μέλη να μεριμνήσουν για την ευαισθητοποίηση των πολιτών στο θέμα αυτό, στο οποίο δεν έχει δοθεί η δέουσα προσοχή, και ούτε έχει γίνει αρκούντως γνωστό, να ενισχύσουν τον κοινωνικό διάλογο, και να διοργανώσουν σχετικές εκστρατείες ενημέρωσης, κυρίως σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους·
25. καλεί τα κράτη μέλη να θεσπίσουν το δικαίωμα των κοινωνικών εταίρων να προσφεύγουν από κοινού στη δικαιοσύνη για τον έλεγχο της λαθραίας εργασίας
26. υποστηρίζει την άποψη ότι, προς το συμφέρον κάθε ατόμου, μιας λειτουργικής αγοράς εργασίας και της χρηματοδοτικής δυνατότητας των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για την προώθηση της ενσωμάτωσης της λαθραίας εργασίας στη ρυθμισμένη αγορά εργασίας, όπως, για παράδειγμα: προσαρμογή του εργατικού δικαίου, ελαστικά ωράρια εργασίας, μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων και χορήγηση ξεχωριστής κοινωνικής κάλυψης ανεξαρτήτως της επαγγελματικής δραστηριότητας του/της συζύγου·
27. ζητεί την έναρξη διαλόγου επί της ουσίας, σχετικά με τη μελλοντική διαμόρφωση των συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας, με στόχο τον περιορισμό της λαθραίας εργασίας, ενόψει των ανακατατάξεων που επιφέρει η εξέλιξη της τεχνολογίας των επικοινωνιών και της ελαστικοποίησης της αγοράς εργασίας·
28. ζητεί να μελετηθούν και να αναπτυχθούν τα κατάλληλα μέσα και μέθοδοι ώστε να αποφευχθεί η διείσδυση της λαθραίας εργασίας στις νέες μορφές εργασίας (Διαδίκτυο, τηλεεργασία, μερική απασχόληση κ.λπ.)·
29. υπογραμμίζει ότι μολονότι οι γυναίκες στο σύνολό τους δεν εκπροσωπούνται υπερβολικά όσον αφορά τη λαθραία εργασία, ωστόσο, σε σύγκριση με τους άντρες, συνιστούν πολύ υψηλότερη αναλογία εργαζομένων σε τομείς της αγοράς εργασίας που χαρακτηρίζονται από χαμηλή εξειδίκευση, μειωμένη ασφάλεια στη θέση εργασίας, χαμηλές αμοιβές και ελάχιστη ή ανύπαρκτη κοινωνική προστασία·
30. επισημαίνει ότι η, κατά κύριο λόγο, ασθενέστερη θέση των γυναικών στην αγορά εργασίας οφείλεται συχνά στις οικογενειακές υποχρεώσεις που επωμίζονται εξαιτίας των οποίων δυσχεραίνεται η πρόσβασή τους στην επίσημη αγορά εργασίας και γίνεται ευκολότερα αποδεκτή η χαμηλά αμειβόμενη λαθραία εργασία· επισημαίνει, επίσης, τις επακόλουθες σοβαρές συνέπειες για την επαγγελματική ανέλιξη των γυναικών· τάσσεται υπέρ ενημερωτικών εκστρατειών για τα ενδιαφερόμενα άτομα σχετικά με τους κινδύνους και τα μειονεκτήματα της άσκησης μη δεδηλωμένης επαγγελματικής δραστηριότητας καθώς και για τη διενέργεια ελέγχων στις επιχειρήσεις·
31. καλεί την Επιτροπή να εντατικοποιήσει τον έλεγχο της τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη και, στο πλαίσιο αυτό, να αξιοποιήσει πλήρως τις νομικές βάσεις που έχουν δημιουργηθεί από τη Συνθήκη του Αμστερνταμ· καλεί την Επιτροπή να εκπονήσει ετήσια έκθεση σχετικά με την πρόοδο που έχει επιτευχθεί·
32. αναθέτει στην Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, την Επιτροπή, τις κυβερνήσεις των κρατών μελών, τους κοινωνικούς εταίρους, καθώς και τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ΙLΟ).