Επιστροφή στη διαδικτυακή πύλη Europarl

Choisissez la langue de votre document :

 Ευρετήριο 
Κείμενα που εγκρίθηκαν
Τετάρτη 10 Απριλίου 2002 - Στρασβούργο
Ανεπιθύμητες ουσίες στις ζωοτροφές ***ΙΙΙ (διαδικασία χωρίς συζήτηση)
 Ολοκληρωμένη διαχείριση των παράκτιων ζωνών ***II (διαδικασία χωρίς συζήτηση)
 Ταμείο για τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης (οικονομικό έτος 2002) (διαδικασία χωρίς συζήτηση)
 Λιπάσματα ***I (διαδικασία χωρίς συζήτηση)
 Σύστημα παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων ***II
 Απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού ***II
 Eπικίνδυνες ουσίες σε είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού ***II
 Περιορισμοί στην αγορά και χρήση επικίνδυνων ουσιών ***II
 Κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας *
 Προϋπολογισμός 2000: Τμήμα ΙΙΙ
 Απαλλαγή 2000: 6ο, 7ο και 8ο ΕΤΑ
 Απαλλαγή: Προϋπολογισμός ΕΚΑΧ
 Απαλλαγή 2000: Τμήμα Ι
 Απαλλαγή 2000: Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας
 Aπαλλαγή 2000: Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης
 Aπαλλαγή 2002: Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ανασυγκρότησης
 Η Ευρωπαϊκή Πολιτική για την Ασφάλεια και Άμυνα (ΕΠΑΑ) και οι σχέσεις ΕΕ-ΝΑΤΟ
 Ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία
 Κατάσταση στη Μέση Ανατολή
 Κατάσταση στην Τσετσενία

Ανεπιθύμητες ουσίες στις ζωοτροφές ***ΙΙΙ (διαδικασία χωρίς συζήτηση)
PDF 278kWORD 30k
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με το εγκριθέν από την επιτροπή συνδιαλλαγής κοινό σχέδιο οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τις ανεπιθύμητες ουσίες στις ζωοτροφές (PE-CONS 3610/2002 - C5-0099/2002 - 1999/0259(COD))
P5_TA(2002)0155A5-0108/2002

(Διαδικασία συναπόφασης: τρίτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη το κοινό σχέδιο που εγκρίθηκε από την επιτροπή συνδιαλλαγής και τη σχετική δήλωση του Συμβουλίου (PE-CONS 3610/2002 – C5&nbhy;0099/2002),

–  έχοντας υπόψη τη θέση του κατά την πρώτη ανάγνωση(1) σχετικά με την πρόταση και την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(1999) 654(2))

–  έχοντας υπόψη την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής (COM(2000) 861(3)),

–  έχοντας υπόψη τη θέση του κατά τη δεύτερη ανάγνωση(4) σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου(5),

–  έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής σχετικά με τις τροπολογίες του Κοινοβουλίου στην κοινή θέση (COM(2002) 31 &nbhy; C5&nbhy;0028/2002),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚ,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 83 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της αντιπροσωπείας του στην επιτροπή συνδιαλλαγής (A5&nbhy;0108/2002),

1.  εγκρίνει το κοινό σχέδιο και εφιστά την προσοχή στη σχετική δήλωση του Συμβουλίου·

2.  αναθέτει στoν Πρόεδρό του να υπογράψει την πράξη μαζί με τον Πρόεδρο του Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 254, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ·

3.  αναθέτει στον Γενικό Γραμματέα του να υπογράψει την πράξη, ως προς ό,τι εμπίπτει στις αρμοδιότητές του, και να μεριμνήσει, σε συμφωνία με τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου, για τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·

4.  αναθέτει στoν Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν νομοθετικό ψήφισμα στο Συμβούλιο και την Επιτροπή.

(1) ΕΕ C 178 της 22.6.2001, σ. 160.
(2) EE C 89 Ε της 28FOOT.3.2000, σ. 70.
(3) ΕΕ C 96 Ε της 27.3.2001, σ. 346.
(4) Κείμενα που εγκρίθηκαν της 12.12.2001, σημείο 14.
(5) ΕΕ C 4 της 7.1.2002, σ. 1.


Ολοκληρωμένη διαχείριση των παράκτιων ζωνών ***II (διαδικασία χωρίς συζήτηση)
PDF 411kWORD 71k
Ψήφισμα
Ενοποιημένο κείμενο
Nομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου εν όψει της έκδοσης σύστασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την εφαρμογή στην Ευρώπη της ολοκληρωμένης διαχείρισης των παράκτιων ζωνών (13395/2/2001 - C5-0698/2001 - 2000/0227(COD))
P5_TA(2002)0156A5-0089/2002

(Διαδικασία συναπόφασης: δεύτερη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη την κοινή θέση του Συμβουλίου(1) (13395/2/01/ΑΝΑΘ. 2 – C5&nbhy;0698/2001),

–   έχοντας υπόψη τη θέση του κατά την πρώτη ανάγνωση(2) σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2000) 545),

–   έχοντας υπόψη την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής (COM(2001) 533),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ,

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 80 του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη τη σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Πολιτικής των Καταναλωτών (A5&nbhy;0089/2002),

1.   τροποποιεί ως ακολούθως την κοινή θέση·

2.   αναθέτει στoν Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 10 Απριλίου 2002 εν όψει της έγκρισης της σύστασης 2002/.../ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την εφαρμογή στην Ευρώπη της ολοκληρωμένης διαχείρισης των παράκτιων ζωνών

P5_TC2-COD(2000)0227


ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175, παράγραφος 1,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής(3),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(4),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών(5),

αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης(6)

εκτιμώντας τα εξής :

(1)  Η παράκτια ζώνη έχει μεγάλη περιβαλλοντική, οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική και ψυχαγωγική σημασία για την Ευρώπη.

(2)  Η βιοποικιλότητα των παράκτιων ζωνών είναι μοναδική από απόψεως χλωρίδας και πανίδας.

(3)  Το κεφάλαιο 17 του Προγράμματος Δράσης "21ος αιώνας", που εγκρίθηκε κατά τη διάσκεψη κορυφής των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (UNCED) στο Ρίο, τον Ιούνιο του 1992, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη.

(4)  Η έκθεση αξιολόγησης, του 1999, του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος αναφέρει μια συνεχιζόμενη υποβάθμιση των συνθηκών στις παράκτιες ζώνες της Ευρώπης όσον αφορά τόσο τις ίδιες τις ακτές όσο και την ποιότητα των παράκτιων υδάτων.

(5)  Ο κίνδυνος που διατρέχουν οι παράκτιες ζώνες της Κοινότητας έχει αυξηθεί εξαιτίας των κλιματικών μεταβολών, ιδίως της ανόδου της στάθμης της θάλασσας, των αλλαγών της συχνότητας και της έντασης των καταιγίδων καθώς και της αυξημένης διάβρωσης και πλημμύρας των ακτών.

(6)  Η αύξηση του πληθυσμού και η εξέλιξη των οικονομικών δραστηριοτήτων απειλούν όλο και περισσότερο τόσο την περιβαλλοντική όσο και την κοινωνική ισορροπία των παράκτιων ζωνών.

(7)  Η μείωση της αλιευτικής δραστηριότητας και της απασχόλησης στον τομέα αυτόν καθιστά ιδιαίτερα ευαίσθητες πολλές περιοχές που εξαρτώνται από την αλιεία.

(8)  Οι υφιστάμενες περιφερειακές ανισότητες στην Κοινότητα επηρεάζουν σε διαφορετικό βαθμό τη διαχείριση και τη διατήρηση κάθε παράκτιας ζώνης.

(9)  Είναι απαραίτητο να εφαρμόζεται μια περιβαλλοντικά αειφόρος, οικονομικά δίκαιη, κοινωνικά υπεύθυνη και πολιτισμικά ευαίσθητη διαχείριση των παράκτιων ζωνών, η οποία να διατηρεί την ακεραιότητα αυτού του σημαντικού πόρου και παράλληλα να λαμβάνει υπόψη τις τοπικές παραδοσιακές δραστηριότητες και πρακτικές που δεν απειλούν τις ευαίσθητες περιοχές φυσικών οικοτόπων ούτε το καθεστώς διατήρησης των άγριων ειδών της παράκτιας πανίδας και χλωρίδας.

(10)  Η Κοινότητα προωθεί την ολοκληρωμένη διαχείριση σε ευρύτερη κλίμακα μέσω οριζοντίων μέσων. Κατά συνέπεια, οι δραστηριότητες αυτές συμβάλλουν στην ολοκληρωμένη διαχείριση των παράκτιων ζωνών.

(11)  Η Επιτροπή τονίζει στις ανακοινώσεις της προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ότι η ολοκληρωμένη διαχείριση των παράκτιων ζωνών απαιτεί στρατηγικές ενέργειες που θα συντονίζονται και θα εναρμονίζονται σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, κατευθυνόμενες και υποστηριζόμενες από κατάλληλο πλαίσιο σε εθνικό επίπεδο.

(12)  Το πρόγραμμα επίδειξης της Επιτροπής για την ολοκληρωμένη διαχείριση των παράκτιων ζωνών(7) ορίζει αρχές για την καλή διαχείριση των παράκτιων ζωνών.

(13)  Χρειάζεται να εξασφαλισθεί συνεκτική δράση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένης συλλογικής δράσης και διαβουλεύσεων με περιφερειακούς ναυτιλιακούς οργανισμούς και διεθνείς οργανισμούς, όπως ο Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός, ιδίως στο επίπεδο των περιφερειακών θαλασσών, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των διασυνοριακών παράκτιων ζωνών.

(14)  Το ψήφισμα του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 1994, σχετικά με μια κοινοτική στρατηγική ολοκληρωμένης διαχείρισης των παρακτίων ζωνών(8), και το ψήφισμα του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, για τη μελλοντική πολιτική σχετικά με την ευρωπαϊκή παράκτια ζώνη(9), προσδιορίζουν την αναγκαιότητα εναρμονισμένης ευρωπαϊκής δράσης για την υλοποίηση της ολοκληρωμένης διαχείρισης των παράκτιων ζωνών.

(15)  Μετά το ψήφισμα του Συμβουλίου της 6ης Μαΐου 1994, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει γνωρίσει περαιτέρω αύξηση της πίεσης στους παράκτιους πόρους, αύξηση του παράκτιου πληθυσμού, καθώς και αύξηση των υποδομών που βρίσκονται εγγύς και επί των ακτών.

(16)  Η ολοκληρωμένη διαχείριση των παράκτιων ζωνών περιλαμβάνει πολλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων ο χωροταξικός σχεδιασμός των πόλεων και της υπαίθρου και η χρήση της γης έχουν μόνο δευτερεύουσα σημασία.

(17)  Σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, που ορίζονται στο άρθρο 5 της Συνθήκης, και με το Πρωτόκολλο 7 της Συνθήκης του Άμστερνταμ σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, και λόγω της ποικιλομορφίας των συνθηκών που επικρατούν στις παράκτιες ζώνες και των νομικών και θεσμικών πλαισίων των κρατών μελών, οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης μπορούν να επιτευχθούν καλλίτερα μέσω της καθοδήγησης σε κοινοτικό επίπεδο,

ΣΥΝΙΣΤΟΥΝ ΤΑ ΕΞΗΣ :

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Μια στρατηγική προσέγγιση

Τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη Στρατηγική για την Αειφόρο Ανάπτυξη και την απόφαση αριθ. .../2000/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της ..., για τη θέσπιση του κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον(10), και πρέπει να υιοθετούν μια στρατηγική προσέγγιση της διαχείρισης των παράκτιων ζωνών τους, η οποία βασίζεται :

   ) Στην προστασία του παράκτιου περιβάλλοντος, με βάση την προσέγγιση ανά οικοσύστημα, η οποία διατηρεί την ακεραιότητα και τη λειτουργία του, και στην αειφόρο διαχείριση των φυσικών πόρων τόσο του θαλάσσιου όσο και του χερσαίου στοιχείου της παράκτιας ζώνης,
   ) στην αναγνώριση της απειλής που συνιστούν οι κλιματικές μεταβολές για τις παράκτιες ζώνες και των κινδύνων που συνεπάγεται η άνοδος της στάθμης των θαλασσών, καθώς και η αυξανόμενη συχνότητα και βιαιότητα των καταιγίδων,
   ) σε κατάλληλα και οικολογικώς υπεύθυνα μέτρα προστασίας των ακτών, συμπεριλαμβανομένων μέτρων για την προστασία των παράκτιων οικισμών και της πολιτιστικής κληρονομιάς τους,
   ) στην παροχή βιώσιμων οικονομικών ευκαιριών και επιλογών απασχόλησης,
   ) σε ένα λειτουργικό κοινωνικό και πολιτισμικό σύστημα των τοπικών κοινοτήτων,
   (στ ) στην παροχή κατάλληλων και προσιτών εκτάσεων για το κοινό, τόσο για αναψυχή όσο και για αισθητική απόλαυση,
   ) προκειμένου για τις απομακρυσμένες παράκτιες κοινότητες, στη διατήρηση ή την προαγωγή της συνοχής τους,
   ) στη βελτίωση του συντονισμού των δράσεων που αναλαμβάνουν όλες οι ενδιαφερόμενες αρχές τόσο στη θάλασσα όσο και στην ξηρά για τη διαχείριση της αλληλεπίδρασης θάλασσας-ξηράς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Αρχές

Κατά τη διατύπωση των εθνικών στρατηγικών και τη χάραξη μέτρων που στηρίζονται στις στρατηγικές αυτές, τα κράτη μέλη πρέπει να εφαρμόζουν τις αρχές της ολοκληρωμένης διαχείρισης των παράκτιων ζωνών ώστε να εξασφαλίζουν την καλή διαχείριση των παράκτιων ζωνών, λαμβάνοντας υπόψη τις καλές πρακτικές που έχουν εντοπισθεί, μεταξύ άλλων, στο πρόγραμμα επίδειξης της Επιτροπής για την ολοκληρωμένη διαχείριση των παρακτίων ζωνών. Ειδικότερα, η διαχείριση των παρακτίων ζωνών πρέπει να βασίζεται:

   ) Σε μια ευρεία σφαιρική προοπτική (θεματική και γεωγραφική), η οποία λαμβάνει υπόψη την αλληλεξάρτηση και την ανομοιότητα των φυσικών συστημάτων και των ανθρώπινων δραστηριοτήτων που επηρεάζουν τις παράκτιες περιοχές,
   ) σε μια μακροπρόθεσμη προοπτική που λαμβάνει υπόψη την αρχή της προφύλαξης καθώς και τις ανάγκες των σημερινών και των μελλοντικών γενεών,
   ) σε μια προσαρμοστική διαχείριση στο πλαίσιο μιας σταδιακής διαδικασίας, η οποία διευκολύνει την προσαρμογή, αναλόγως της εξελίξεως των προβλημάτων και των γνώσεων. Αυτό συνεπάγεται την ανάγκη για μια υγιή επιστημονική βάση σε ό,τι αφορά την εξέλιξη της παράκτιας ζώνης,
   ) στην τοπική ιδιαιτερότητα και τη μεγάλη ποικιλομορφία των ευρωπαϊκών παράκτιων ζωνών, ώστε να μπορούν να αντιμετωπίζονται οι πρακτικές ανάγκες τους με συγκεκριμένες λύσεις και ευέλικτα μέτρα,
   ) στην αξιοποίηση των φυσικών διαδικασιών και τον σεβασμό της χωρητικότητας των οικοσυστημάτων, ώστε οι ανθρώπινες δραστηριότητές να καθίστανται μακροπρόθεσμα περισσότερο φιλοπεριβαλλοντικές, κοινωνικά υπεύθυνες και οικονομικά υγιείς,
   (στ ) στη συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων μερών (οικονομικοί και κοινωνικοί εταίροι, οργανώσεις που αντιπροσωπεύουν τους κατοίκους παράκτιων ζωνών, μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) και ο επιχειρηματικός τομέας) στη διαδικασία διαχείρισης, π.χ. μέσω συμφωνιών και βάσει κατανομής των αρμοδιοτήτων,
   ) στην υποστήριξη και τη συμμετοχή των αρμόδιων διοικητικών φορέων σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, μεταξύ των οποίων θα πρέπει να δημιουργηθούν ή να διατηρηθούν κατάλληλοι δεσμοί με στόχο τη βελτίωση του συντονισμού των διαφόρων εν ισχύι πολιτικών. Συμπράξεις με τις περιφερειακές και τις τοπικές αρχές, καθώς και μεταξύ τους, θα πρέπει να συνάπτονται, όπου δει,
   ) στη χρησιμοποίηση ενός συνδυασμού μέσων ικανού να διευκολύνει τη συνοχή μεταξύ στόχων τομεακών πολιτικών, αφενός, και σχεδιασμού και διαχείρισης, αφετέρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Εθνική ανασκόπηση

Τα κράτη μέλη πρέπει να διεξάγουν ή να ενημερώνουν μια σφαιρική ανασκόπηση προκειμένου να αναλύουν τους μείζονες παράγοντες, νόμους και θεσμούς που επηρεάζουν τη διαχείριση της παράκτιας ζώνης τους. Η εν λόγω ανασκόπηση θα πρέπει :

   ) Να εξετάζει τους ακόλουθους τομείς και πεδία (χωρίς ωστόσο να περιορίζεται σε αυτά) : αλιεία και υδατοκαλλιέργεια, μεταφορές, ενέργεια, διαχείριση πόρων, προστασία των ειδών και των βιοτόπων, πολιτιστική κληρονομιά, απασχόληση, περιφερειακή ανάπτυξη τόσο σε αγροτικές όσο και σε αστικές περιοχές, τουρισμό και αναψυχή, βιομηχανία και ορυχεία, διαχείριση των αποβλήτων, γεωργία και εκπαίδευση,
   ) να καλύπτει το σύνολο των επιπέδων της διοίκησης,
   ) να αναλύει τα ενδιαφέροντα, τον ρόλο και τις ανησυχίες των πολιτών, των μη κυβερνητικών οργανώσεων και του επιχειρηματικού τομέα,
   ) να εντοπίζει σχετικές διαπεριφερειακές οργανώσεις και δομές συνεργασίας, και
   ) να διεξάγει ανασκοπήσεις της εφαρμοστέας πολιτικής και των εφαρμοστέων νομοθετικών μέτρων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Εθνικές στρατηγικές

1.  Βάσει των αποτελεσμάτων της ανασκόπησης, κάθε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος σε συνεργασία με τις περιφερειακές αρχές και διαπεριφερειακούς οργανισμούς, όπως αρμόζει, πρέπει να εκπονήσει μια εθνική στρατηγική, ή, όπου αρμόζει, περισσότερες στρατηγικές για την εφαρμογή των αρχών για την ολοκληρωμένη διαχείριση της παράκτιας ζώνης.

2.  Αυτές οι στρατηγικές δύνανται να αφορούν ειδικά την παράκτια ζώνη ή να αποτελούν μέρος γεωγραφικά ευρύτερης στρατηγικής ή προγράμματος για την προαγωγή της ολοκληρωμένης διαχείρισης μιας μεγαλύτερης περιοχής.

3.  Οι στρατηγικές αυτές θα πρέπει:

   ) Να προσδιορίζουν τους ρόλους των διαφόρων διοικητικών φορέων της χώρας ή περιφέρειας στην αρμοδιότητα της οποίας εμπίπτουν δραστηριότητες ή πόροι που σχετίζονται με την παράκτια ζώνη, καθώς και μηχανισμούς για το συντονισμό τους. Αυτός ο προσδιορισμός ρόλων θα πρέπει να επιτρέπει κατάλληλο έλεγχο και αρμόζουσα στρατηγική και συνοχή δράσεων·
   ) να προσδιορίζουν τον κατάλληλο συνδυασμό μέσων για την εφαρμογή των αρχών που σκιαγραφούνται στο Κεφάλαιο ΙΙ, στο εθνικό, περιφερειακό και τοπικό, νομικό και διοικητικό πλαίσιο. Κατά την εκπόνηση των στρατηγικών αυτών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξετάζουν τη σκοπιμότητα :
   i) της ανάπτυξης εθνικών στρατηγικών σχεδίων για τις ακτές, με στόχο την προαγωγή της ολοκληρωμένης διαχείρισης, η οποία να εξασφαλίζει, μεταξύ άλλων, τον έλεγχο της πρόσθετης πολεοδόμησης και της εκμετάλλευσης μη αστικών περιοχών και παράλληλα να σέβεται τα φυσικά χαρακτηριστικά του παράκτιου περιβάλλοντος,
   ii) μηχανισμών αγοράς γης και δηλώσεων κοινής χρήσης, ώστε να εξασφαλίζεται η πρόσβαση του κοινού για σκοπούς αναψυχής χωρίς να θίγεται η προστασία ευαίσθητων περιοχών,
   iii) της σύναψης συμβατικών ή προαιρετικών συμφωνιών με χρήστες της παράκτιας ζώνης, συμπεριλαμβανομένων των περιβαλλοντικών συμφωνιών με τη βιομηχανία,
   iv) της αξιοποίησης οικονομικών και φορολογικών κινήτρων, και
   v) της αξιοποίησης μέσω μηχανισμών περιφερειακής ανάπτυξης·
   ) να αναπτύσσουν ή να διατηρούν την εθνική και, όπου δει, την περιφερειακή ή τοπική νομοθεσία ή πολιτικές και προγράμματα που αφορούν τόσο τις θαλάσσιες όσο και τις χερσαίες περιοχές των παράκτιων ζωνών·
   ) να προσδιορίζουν ειδικότερα, μέτρα για την προαγωγή πρωτοβουλιών "από τη βάση προς τα πάνω" και της συμμετοχής του κοινού στην ολοκληρωμένη διαχείριση της παράκτιας ζώνης και των πόρων της·
   ) να προσδιορίζουν πηγές για τη διαρκή χρηματοδότηση πρωτοβουλιών για ολοκληρωμένη διαχείριση των παράκτιων ζωνών, όπου δει, και να εξετάζουν τον καλύτερο δυνατό τρόπο χρήσης των διαθέσιμων χρηματοδοτικών μηχανισμών τόσο σε κοινοτικό όσο και σε εθνικό επίπεδο·
   (στ ) να προσδιορίζουν μηχανισμούς για την εξασφάλιση της πλήρους και συντονισμένης υλοποίησης και εφαρμογής της νομοθεσίας και των πολιτικών της Κοινότητας που έχουν αντίκτυπο στις παράκτιες ζώνες, μεταξύ άλλων κατά την αναθεώρηση κοινοτικών πολιτικών·
   ) να συμπεριλαμβάνουν κατάλληλα συστήματα παρακολούθησης και διάδοσης πληροφοριών στο κοινό σχετικά με την παράκτια ζώνη τους. Τα συστήματα αυτά θα πρέπει να συλλέγουν και να παρέχουν πληροφορίες, με κατάλληλες και συμβατές μορφές, στους υπεύθυνους για τη λήψη αποφάσεων σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο προκειμένου να διευκολύνουν την ολοκληρωμένη διαχείριση. Το έργο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος μπορεί, μεταξύ άλλων, να χρησιμεύσει ως βάση προς το σκοπό αυτό. Τα δεδομένα αυτά θα πρέπει να είναι διαθέσιμα στο κοινό σύμφωνα με τη σχετική κοινοτική νομοθεσία, και ιδίως την οδηγία 2002/.../ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της ..., για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες(11) και την κατάργηση της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ του Συμβουλίου·
   ) να προσδιορίζουν τον τρόπο με τον οποίο η εφαρμογή των αρχών της ολοκληρωμένης διαχείρισης στην παράκτια ζώνη μπορεί να υποστηρίζεται με κατάλληλα εθνικά προγράμματα κατάρτισης και εκπαίδευσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

Συνεργασία

1.  Τα κράτη μέλη πρέπει να ενθαρρύνουν, δρομολογούν και διατηρούν τον διάλογο και να εφαρμόζουν τις υφιστάμενες συμβάσεις με τις γειτονικές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των κρατών μη μελών στην ίδια περιφερειακή θάλασσα, προκειμένου να καθιερώνουν μηχανισμούς για τον καλύτερο συντονισμό της αντιμετώπισης διασυνοριακών ζητημάτων.

2.  Τα κράτη μέλη πρέπει να συνεργάζονται επίσης δραστήρια με τα κοινοτικά όργανα και άλλους ενδιαφερόμενους στην παράκτια ζώνη προκειμένου να διευκολύνουν την πρόοδο στην κατεύθυνση της υλοποίησης μιας κοινής προσέγγισης για την ολοκληρωμένη διαχείριση των παράκτιων ζωνών, εξετάζοντας την ανάγκη για τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Φόρουμ των Ενδιαφερομένων της Παράκτιας Ζώνης. Σε αυτή τη διαδικασία, θα πρέπει να διερευνηθούν τρόποι για τη χρησιμοποίηση των υφιστάμενων οργάνων και συμβάσεων.

3.  Στα πλαίσια αυτά, η συνεργασία με τις υπό προσχώρηση χώρες διατηρείται και αναπτύσσεται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

Υποβολή εκθέσεων και αναθεώρηση

1.  Τα κράτη μέλη πρέπει να υποβάλλουν στην Επιτροπή εκθέσεις σχετικά με την πείρα από την εφαρμογή της παρούσας σύστασης 45 μήνες μετά την έκδοσή της.

2.  Οι εκθέσεις αυτές πρέπει να διατίθενται στο κοινό και περιλαμβάνουν, ιδίως, πληροφορίες σχετικά με :

   ) Τα αποτελέσματα των εθνικών ανασκοπήσεων,
   ) την ή τις στρατηγικές που προτείνονται σε εθνικό επίπεδο για την υλοποίηση της ολοκληρωμένης διαχείρισης των παράκτιων ζωνών,
   ) σύνοψη των ληφθέντων ή ληπτέων μέτρων για την εφαρμογή της εθνικής ή των εθνικών στρατηγικών,
   ) εκτίμηση των αναμενόμενων επιπτώσεων της ή των στρατηγικών στην κατάσταση της παράκτιας ζώνης,
   ) αξιολόγηση της υλοποίησης και εφαρμογής της νομοθεσίας και των πολιτικών της Κοινότητας που έχουν αντίκτυπο στις παράκτιες ζώνες.

3.  Η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει την παρούσα σύσταση εντός 55 μηνών από την ημερομηνία της έκδοσής της και να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση αξιολόγησης συνοδευόμενη, ανάλογα με την περίπτωση, από πρόταση για περαιτέρω κοινοτική δράση.

Έγινε στις

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

(1) ΕΕ C 58 Ε της 5.3.2002, σ. 1.
(2) ΕΕ C 65 Ε της 14.3.2002, σ. 301
(3) ΕΕ C
(4) ΕΕ C 155 της 29.5.2001, σ. 17.
(5) ΕΕ C 148 της 18.5.2001, σ. 23.
(6) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 5ης Ιουλίου 2001 (ΕΕ C 65 Ε της 14.3.2002. σ. 301), κοινή θέση του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2001 (ΕΕ C 58 Ε της 5.3.2002, σ. 1) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Απριλίου 2002.
(7) Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την ολοκληρωμένη διαχείριση των παράκτιων ζωνών: Στρατηγική για την Ευρώπη (COM(2000) 547).
(8) ΕΕ C 135 της 18.5.1994, σ. 2.
(9) ΕΕ C 59 της 6.3.1992, σ. 1.
(10) ΕΕ L ...
(11) ΕΕ L ...


Ταμείο για τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης (οικονομικό έτος 2002) (διαδικασία χωρίς συζήτηση)
PDF 284kWORD 31k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με το Ταμείο για τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης - προϋπολογισμός του οικονομικού έτους 2002 (C5-0134/2002 - 2002/2060(BUD))
P5_TA(2002)0157A5-0083/2002

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 272 της Συνθήκης ΕΚ, το άρθρο 78 της Συνθήκης ΕΚΑΧ και το άρθρο 177 της Συνθήκης Ευρατόμ,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 15 του Δημοσιονομικού Κανονισμού της 21ης Δεκεμβρίου 1977, που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως τροποποιήθηκε για τελευταία φορά από τον κανονισμό (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 762/2001(1),

–  έχοντας υπόψη τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2002, που εγκρίθηκε οριστικά στις 13 Δεκεμβρίου 2001(2),

–  έχοντας υπόψη τη Διοργανική Συμφωνία της 6ης Μαΐου 1999 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη βελτίωση της διαδικασίας του προϋπολογισμού(3),

–  έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 28ης Φεβρουαρίου 2002 σχετικά με τις συμπληρωματικές καταστάσεις εσόδων και δαπανών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το οικονομικό έτος 2002(4),

–  έχοντας υπόψη το προσχέδιο διορθωτικού και συμπληρωματικού προϋπολογισμού αριθ. 1/2002 της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2002, που κατατέθηκε από την Επιτροπή στις 22 Φεβρουαρίου 2002 (SEC(2002) 227),

–  έχοντας υπόψη το σχέδιο συμπληρωματικού και διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 1/2002, που συνέταξε το Συμβούλιο στις 26 Φεβρουαρίου 2002 (6529/2002 – C5-0089/2002),

–  έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 28ης Φεβρουαρίου 2002 επί του σχεδίου συμπληρωματικού και διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 1/2002 της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2002(5),

–  έχοντας υπόψη τη Διοργανική Συμφωνία της 28ης Φεβρουαρίου 2002 σχετικά με τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης(6),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 3, παράγραφος 2, της απόφασης 2002/176 ΕΕ της 21ης Φεβρουαρίου 2002 των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, που συνήλθαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου, σχετικά με τη σύσταση Ταμείου για τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη θέσπιση δημοσιονομικών κανόνων για τη διαχείριση του εν λόγω Ταμείου(7),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 92 και το παράρτημα IV του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Προϋπολογισμών (A5-0083/2002),

1.  εγκρίνει τον προϋπολογισμό για το οικονομικό έτος 2002 του Ταμείου για τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης όπως διαβιβάσθηκε από τον Γενικό Γραμματέα της,

2.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

(1) ΕΕ L 111 της 20.4.2001, σ. 1.
(2) ΕΕ L 29 της 31.1.2002.
(3) ΕΕ C 172 της 18.6.1999, σ. 1.
(4) P5 ΤΑ(2002)0076.
(5) P5 ΤΑ(2002)0077.
(6) ΕΕ C 54 της 1.3.2002, σ. 1.
(7) ΕΕ L 60 της 1.3.2002, σ. 56.


Λιπάσματα ***I (διαδικασία χωρίς συζήτηση)
PDF 2801kWORD 2292k
Nομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα λιπάσματα (COM(2001) 508 – C5-0427/2001 – 2001/0212(COD))
P5_TA(2002)0158A5-0107/2002

Το κείμενο αυτό δεν υπάρχει σε HTML, αλλά μπορείτε να έχετε πρόσβαση στην έκδοση PDF ή WORD κάνοντας κλικ στο εικονίδιο στο επάνω δεξιό μέρος.


Σύστημα παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων ***II
PDF 509kWORD 168k
Ψήφισμα
Ενοποιημένο κείμενο
Παράρτημα
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου εν όψει της έγκρισης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τη δημιουργία κοινοτικού συστήματος παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης και την κατάργηση της οδηγίας 93/75/ΕΟΚ του Συμβουλίου (11367/1/2001 - C5-0635/2001 - 2000/0325(COD))
P5_TA(2002)0159A5-0095/2002

(Διαδικασία συναπόφασης: δεύτερη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη την κοινή θέση του Συμβουλίου (11367/1/2001 – C5-0635/2001(1)),

–  έχοντας υπόψη τη θέση του κατά την πρώτη ανάγνωση(2) σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2000) 802(3)),

–  έχοντας υπόψη την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής (COM(2001) 592(4)),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 80 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη τη σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της Επιτροπής Περιφερειακής Πολιτικής, Μεταφορών και Τουρισμού (A5-0095/2002),

1.  τροποποιεί ως ακολούθως την κοινή θέση·

2.  αναθέτει στoν Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 10 Απριλίου 2002 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2002/·/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη δημιουργία κοινοτικού συστήματος παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης και την κατάργηση της οδηγίας 93/75/ΕΟΚ του Συμβουλίου

P5_TC2-COD(2000)0325


ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 80, παράγραφος 2,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής(5),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(6),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών(7),

αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 251 της Συνθήκης(8),

εκτιμώντας τα εξής :

(1)  Η Επιτροπή, στην ανακοίνωσή της, της 24ης Φεβρουαρίου 1993, για μια κοινή πολιτική ασφάλειας στη θάλασσα, δήλωσε ότι στόχος σε κοινοτικό επίπεδο είναι η δημιουργία ενός υποχρεωτικού συστήματος ενημέρωσης, χάρη στο οποίο τα κράτη μέλη θα διαθέτουν ταχεία πρόσβαση σε όλες τις σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τις μετακινήσεις των πλοίων που μεταφέρουν επικίνδυνες ή ρυπογόνες ουσίες και με την ακριβή φύση του φορτίου τους.

(2)  Η οδηγία 93/75/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Σεπτεμβρίου 1993, για τις ελάχιστες προδιαγραφές που απαιτούνται για τα πλοία τα οποία κατευθύνονται σε ή αποπλέουν από κοινοτικούς λιμένες μεταφέροντας επικίνδυνα ή ρυπογόνα εμπορεύματα(9), θεσπίζει ένα σύστημα ενημέρωσης των αρμόδιων αρχών για τα πλοία που μεταφέρουν επικίνδυνα ή ρυπογόνα εμπορεύματα και κατευθύνονται σε ή αποπλέουν από κοινοτικούς λιμένες, καθώς και για τα περιστατικά που συμβαίνουν στη θάλασσα. Η εν λόγω οδηγία ορίζει ότι η Επιτροπή οφείλει να παρουσιάσει νέες προτάσεις για τη δημιουργία πληρέστερου συστήματος υποβολής αναφορών για την Κοινότητα, το οποίο θα μπορεί να περιλαμβάνει επίσης και τα πλοία που διέρχονται στα ανοικτά των ακτών των κρατών μελών.

(3)  Το ψήφισμα του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 1993, σχετικά με μια κοινή πολιτική για την ασφάλεια στη θάλασσα(10), συμφωνεί ότι οι κύριοι στόχοι της κοινοτικής δράσης περιλαμβάνουν τη δημιουργία ενός πληρέστερου συστήματος ενημέρωσης.

(4)  Η δημιουργία ενός κοινοτικού συστήματος παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης θα πρέπει να συμβάλει στην πρόληψη των ατυχημάτων και της θαλάσσιας ρύπανσης και στην ελαχιστοποίηση των συνεπειών στο θαλάσσιο και παράκτιο περιβάλλον, την οικονομία και την υγεία των τοπικών κοινοτήτων. Η αποτελεσματικότητα της θαλάσσιας κυκλοφορίας, και ιδίως της διαχείρισης του κατάπλου των πλοίων στους λιμένες, εξαρτάται επίσης από τις προειδοποιήσεις των πλοίων οι οποίες υποβάλλονται αρκετό χρόνο πριν από την άφιξή τους.

(5)  Πλείονα συστήματα υποχρεωτικής υποβολής αναφορών από τα πλοία έχουν θεσπιστεί κατά μήκος των ευρωπαϊκών ακτών, σύμφωνα με τους σχετικούς κανόνες που εγκρίθηκαν από το Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΙΜΟ). Είναι απαραίτητο να εξασφαλίζεται ότι τα πλοία συμμορφώνονται με τις ισχύουσες υποχρεώσεις υποβολής αναφορών στο πλαίσιο των εν λόγω συστημάτων.

(6)  Έχουν δημιουργηθεί επίσης υπηρεσίες εξυπηρέτησης κυκλοφορίας πλοίων και συστήματα οργάνωσης της κυκλοφορίας, τα οποία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην πρόληψη των ατυχημάτων και της ρύπανσης σε ορισμένες πυκνής κυκλοφορίας ή επικίνδυνες για τη ναυσιπλοΐα περιοχές. Είναι απαραίτητο τα πλοία να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες εξυπηρέτησης κυκλοφορίας πλοίων και να συμμορφώνονται με τους κανονισμούς που ισχύουν στα πλαίσια των συστημάτων οργάνωσης της κυκλοφορίας που έχουν εγκριθεί από τον ΙΜΟ.

(7)  Σημειώθηκαν σημαντικές τεχνολογικές πρόοδοι στον τομέα του ναυτιλιακού εξοπλισμού, οι οποίες επιτρέπουν τον αυτόματο εντοπισμό των πλοίων (συστήματα AIS) και τη βελτιωμένη παρακολούθησή τους, καθώς και την καταγραφή των δεδομένων ταξιδιού (συστήματα VDR ή "μαύρα κουτιά") προκειμένου να διευκολύνονται οι έρευνες κατόπιν ατυχημάτων. Δεδομένης της σημασίας του στο πλαίσιο της επεξεργασίας μιας πολιτικής πρόληψης των ναυτικών ατυχημάτων, ο εν λόγω εξοπλισμός θα πρέπει να καταστεί υποχρεωτικός στα πλοία που εκτελούν εσωτερικά ή διεθνή δρομολόγια και καταπλέουν σε λιμένες της Κοινότητας. Τα δεδομένα που παρέχει το σύστημα VDR μπορούν να χρησιμοποιούνται, τόσο μετά από ένα ατύχημα για την αναζήτηση των αιτιών του όσο και προληπτικά προκειμένου να συναχθούν τα απαραίτητα διδάγματα από παρόμοιες καταστάσεις. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνουν τη χρησιμοποίηση των δεδομένων αυτών και για τους δύο αυτούς σκοπούς.

(8)  Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε, επιπλέον του κατάλληλου τεχνικού εξοπλισμού, οι παράκτιοι σταθμοί των αρμοδίων αρχών να διαθέτουν επαρκές και κατάλληλα ειδικευμένο προσωπικό.

(9)  Η ακριβής γνώση σχετικά με τα επικίνδυνα ή ρυπογόνα εμπορεύματα που μεταφέρονται από τα πλοία καθώς και οι πληροφορίες που αφορούν θέματα ασφάλειας, όπως οι πληροφορίες για τα συμβάντα σχετικά με τη ναυσιπλοΐα, αποτελούν βασικά στοιχεία για την προετοιμασία και την αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων επέμβασης σε περιπτώσεις ρύπανσης ή κινδύνου ρύπανσης στη θάλασσα. Τα πλοία που κατευθύνονται προς ή αποπλέουν από λιμένες κρατών μελών οφείλουν να κοινοποιούν τις εν λόγω πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές ή στις λιμενικές αρχές των εν λόγω κρατών μελών.

(10)  Προκειμένου να απλοποιηθεί και να επισπευσθεί η μετάδοση και η αξιοποίηση των πληροφοριών σχετικά με το φορτίο, ο όγκος των οποίων ενίοτε είναι πολύ μεγάλος, οι εν λόγω πληροφορίες πρέπει, εφόσον είναι εφικτό, να μεταδίδονται ηλεκτρονικά στην αρμόδια αρχή ή στην ενδιαφερόμενη λιμενική αρχή. Για τους ίδιους λόγους, οι πληροφορίες μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών θα πρέπει να ανταλλάσσονται ηλεκτρονικά.

(11)  Εάν τα κράτη μέλη διαπιστώσουν ότι οι ενδιαφερόμενες εταιρίες έχουν καθιερώσει εσωτερικές διαδικασίες για να εξασφαλίζουν τη μετάδοση των προβλεπόμενων από την παρούσα οδηγία πληροφοριών στην αρμόδια αρχή, αμελλητί, πρέπει να είναι δυνατό τα τακτικά δρομολόγια που εκτελούνται μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών, εκ των οποίων ένα τουλάχιστον είναι κράτος μέλος, να απαλλάσσονται από την υποχρέωση υποβολής αναφοράς σε κάθε ταξίδι.

(12)  Ορισμένα πλοία παρουσιάζουν δυνητικούς κινδύνους, λόγω της συμπεριφοράς ή της κατάστασής τους, για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και το περιβάλλον. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποδίδουν ιδιαίτερη προσοχή στην παρακολούθηση των εν λόγω πλοίων, να λαμβάνουν τα ενδεικνυόμενα μέτρα, προκειμένου να αποφευχθεί η επιδείνωση των κινδύνων που δημιουργούν, και να μεταδίδουν τις σχετικές πληροφορίες που διαθέτουν για τα εν λόγω πλοία στα λοιπά ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. Τα εν λόγω ενδεικνυόμενα μέτρα μπορεί να είναι μέτρα που προβλέπονται στα πλαίσια των δραστηριοτήτων ελέγχου κράτους του λιμένα.

(13)  Τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν προφυλάξεις για την προστασία από τις απειλές κατά της ασφάλειας στη θάλασσα, την ασφάλεια των προσώπων και το θαλάσσιο και παράκτιο περιβάλλον που προκαλούνται από συμβάντα, ατυχήματα ή άλλα περιστατικά στη θάλασσα και από την παρουσία κηλίδων ρύπανσης ή συσκευασιών που παρασύρονται στη θάλασσα. Για το σκοπό αυτό, οι πλοίαρχοι των πλοίων που πλέουν εντός της ζώνης έρευνας και διάσωσης ή της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης ή ανάλογης περιοχής των κρατών μελών, θα πρέπει να ειδοποιούν τις παράκτιες αρχές για τέτοια γεγονότα, παρέχοντας όλες τις σχετικές πληροφορίες. Ανάλογα με τις ιδιαίτερές τους συνθήκες, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν την ευχέρεια να επιλέγουν ποια από τις προαναφερόμενες γεωγραφικές περιοχές θα πρέπει να καλυφθεί από την υποχρέωση υποβολής αναφοράς.

(14)  Σε περίπτωση συμβάντος ή ατυχήματος στη θάλασσα, η πλήρης και ολοκληρωμένη συνεργασία των ενεχομένων μερών όσον αφορά τις μεταφορές, συμβάλλει σημαντικά στην αποτελεσματικότητα των επεμβάσεων των αρμόδιων αρχών.

(15)  Εφόσον η αρμόδιας αρχή η οποία έχει ορισθεί από ένα κράτος μέλος εκτιμά, βάσει της κατάστασης της θάλασσας και της πρόγνωσης του καιρού που πραγματοποιείται από αρμόδια μετεωρολογική υπηρεσία, ότι οι ιδιαίτερα δυσμενείς μετεωρολογικές συνθήκες ή η κατάσταση της θάλασσας συνιστούν σοβαρή απειλή για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής ή ρύπανσης, θα πρέπει να ενημερώνει σχετικά τον πλοίαρχο ενός πλοίου που επιθυμεί να καταπλεύσει στον λιμένα ή να αποπλεύσει από αυτόν και δύναται να λαμβάνει τα ενδεικνυόμενα μέτρα. Υπό την επιφύλαξη της υποχρέωσης παροχής βοήθειας σε πλοία που βρίσκονται σε κίνδυνο, αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν την απαγόρευση του κατάπλου ή του απόπλου, έως ότου η κατάσταση ομαλοποιηθεί. Στην περίπτωση πιθανού κινδύνου για την ασφάλεια ή κινδύνου ρύπανσης, και λαμβάνοντας υπόψη την ειδική κατάσταση του εν λόγω λιμένα, η αρμόδια αρχή μπορεί να συνιστά στα πλοία να μην αποπλεύσουν. Εάν ο πλοίαρχος αποφασίσει να εγκαταλείψει τον λιμένα, το πράττει σε κάθε περίπτωση υπ' ευθύνη του/της και θα πρέπει να αναφέρει τους λόγους που τον/την οδήγησαν να λάβει την απόφαση αυτή.

(16)  Η έλλειψη διαθεσιμότητας καταφυγίου μπορεί να έχει, ενδεχομένως, σοβαρές συνέπειες σε περίπτωση θαλάσσιου ατυχήματος. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταρτίζουν σχέδια που θα επιτρέπουν, εφόσον το απαιτούν οι περιστάσεις, τα πλοία που διατρέχουν κίνδυνο, να ευρίσκουν καταφύγιο στους λιμένες τους ή σε οιοδήποτε άλλο προστατευμένο θαλάσσιο μέρος υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες. Όπου είναι αναγκαίο και εφικτό, τα σχέδια αυτά θα πρέπει να περιλαμβάνουν την πρόβλεψη επαρκών μέσων και εγκαταστάσεων με σκοπό τη συνδρομή προς τα πλοία, τη διάσωσή τους και την αντιμετώπιση της ρύπανσης. Οι λιμένες που υποδέχονται πλοίο το οποίο βρίσκεται σε κίνδυνο θα πρέπει να μπορούν να υπολογίζουν στην άμεση αντιστάθμιση των σχετικών εξόδων και των πιθανών ζημιών που συνεπάγεται η εν λόγω επιχείρηση. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάζει τις δυνατότητες θέσπισης ενός αποτελεσματικού συστήματος αποζημιώσεων για τους κοινοτικούς λιμένες που υποδέχονται πλοίο το οποίο βρίσκεται σε κίνδυνο, καθώς και κατά πόσον είναι σκόπιμο να απαιτείται η επαρκής ασφάλιση για όλα τα πλοία που καταπλέουν σε κοινοτικούς λιμένες.

(17)  Είναι αναγκαία η δημιουργία, μέσω της ανάπτυξης κατάλληλων τηλεπικοινωνιακών συνδέσεων μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των λιμένων των κρατών μελών, ενός πλαισίου συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής προκειμένου να βελτιωθεί η λειτουργία του συστήματος παρακολούθησης και ενημέρωσης για τη θαλάσσια κυκλοφορία. Επιπλέον, η κάλυψη του συστήματος εντοπισμού και παρακολούθησης των πλοίων πρέπει να επεκταθεί στις περιοχές ναυσιπλοΐας της Κοινότητας, όπου αυτή είναι ανεπαρκής. Εξάλλου, πρέπει να δημιουργηθούν κέντρα διαχείρισης των πληροφοριών στις θαλάσσιες περιφέρειες της Κοινότητας, προκειμένου να διευκολύνεται η ανταλλαγή ή η κατανομή των χρήσιμων δεδομένων που σχετίζονται με την παρακολούθηση της κυκλοφορίας και την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να καταβάλουν προσπάθειες για να συνεργάζονται με τρίτες χώρες για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(18)  Η αποτελεσματικότητα της παρούσας οδηγίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αυστηρή επιβολή της εφαρμογής της από τα κράτη μέλη. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη οφείλουν να πραγματοποιούν τακτικά κατάλληλες επιθεωρήσεις ή να διεξάγουν κάθε άλλη κατάλληλη ενέργεια, προκειμένου να εξασφαλίζουν ότι οι τηλεπικοινωνιακές συνδέσεις που δημιουργήθηκαν για την πλήρωση των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας λειτουργούν ικανοποιητικά. Θα πρέπει επίσης να καθιερωθεί ένα σύστημα κυρώσεων προκειμένου να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση των αφορωμένων μερών με τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών και εξοπλισμού που ορίζονται από την παρούσα οδηγία.

(19)  Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με το άρθρο 2 της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή(11).

(20)  Ορισμένες διατάξεις της παρούσας οδηγίας μπορούν να τροποποιούνται με την εν λόγω διαδικασία, προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη η εξέλιξη των κοινοτικών και των διεθνών πράξεων και της εμπειρίας που αποκτάται κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, εφόσον οι τροποποιήσεις αυτές δεν διευρύνουν το πεδίο εφαρμογής της. Η κατάλληλη υποβολή αναφορών εκ μέρους των κρατών μελών όσον αφορά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για την Επιτροπή προκειμένου να εκτιμήσει την εμπειρία που αποκτάται από την εφαρμογή της.

(21)  Οι διατάξεις της οδηγίας 93/75/ΕΟΚ ενισχύονται, επεκτείνονται και τροποποιούνται σημαντικά από την παρούσα οδηγία. Κατά συνέπεια, είναι σκόπιμο να καταργηθεί η οδηγία 93/75/ΕΟΚ.

(22)  Δεδομένου ότι οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης, ήτοι η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας της θαλάσσιας κυκλοφορίας, είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται, συνεπώς, λόγω των διαστάσεων ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Επιτροπή μπορεί να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως εκτίθεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως εκτίθεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Σκοπός

Ο σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η δημιουργία στην Κοινότητα ενός συστήματος παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης, προκειμένου να ενισχυθούν η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της θαλάσσιας κυκλοφορίας να βελτιωθεί η ανταπόκριση των αρχών σε συμβάντα, ατυχήματα, ή ενδεχομένως επικίνδυνα περιστατικά στη θάλασσα, μεταξύ άλλων με επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης, και να διευκολυνθούν η πρόληψη και η ανίχνευση της ρύπανσης από πλοία.

Τα κράτη μέλη παρακολουθούν και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο και κατάλληλο μέτρο ώστε να εξασφαλίζουν ότι οι πλοίαρχοι, οι εκμεταλλευόμενοι πλοία ή οι πράκτορες καθώς και οι φορτωτές ή οι κύριοι επικίνδυνων ή ρυπογόνων εμπορευμάτων τα οποία μεταφέρονται με τα εν λόγω πλοία, συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.  Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα πλοία χωρητικότητας ίσης ή μεγαλύτερης των 300 τόνων, εκτός εάν ορίζεται άλλως.

2.  Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στα κατωτέρω :

   (α) Πολεμικά πλοία, βοηθητικά πολεμικά πλοία και άλλα πλοία που ανήκουν σε κράτος μέλος ή πλοία η εκμετάλλευση των οποίων διενεργείται από κράτος μέλος και χρησιμοποιούνται για την παροχή δημόσιων μη εμπορικών υπηρεσιών,
   (β) αλιευτικά πλοία, παραδοσιακά πλοία και σκάφη αναψυχής μήκους κάτω των 45 μέτρων,
   (γ) αποθήκες κάτω των 5000 τόνων, εφόδια πλοίων και εξοπλισμός που χρησιμοποιείται επί του πλοίου.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως :

  α) "Σχετικές διεθνείς πράξεις": οι ακόλουθες πράξεις :
   η "MARPOL", η διεθνής σύμβαση του 1973 για την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία και το πρωτόκολλό της του 1978,
   η "SOLAS", η διεθνής σύμβαση περί ασφαλείας της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα καθώς και τα πρωτόκολλα και οι τροποποιήσεις της,
   η διεθνής σύμβαση του 1969 για την καταμέτρηση της χωρητικότητας των πλοίων,
   η διεθνής σύμβαση του 1969 για την επέμβαση στην ανοικτή θάλασσα σε περίπτωση απωλειών λόγω πετρελαϊκής ρύπανσης και το πρωτόκολλό της του 1973 σχετικά με την επέμβαση στην ανοικτή θάλασσα σε περίπτωση ρύπανσης από ουσίες άλλες από τις πετρελαϊκές,
   η "σύμβαση SAR", η διεθνής σύμβαση του 1979 για τη ναυτική έρευνα και διάσωση,
   ο "κώδικας ISM", ο διεθνής θαλάσσιος κώδικας διαχείρισης της ασφάλειας,
   ο "κώδικας IMDG", ο Διεθνής Ναυτιλιακός Κώδικας για τη Μεταφορά των Επικίνδυνων Εμπορευμάτων,
   ο "κώδικας IBC", ο Διεθνής Κώδικας του IMO, ο σχετικός με τη ναυπήγηση και τον εξοπλισμό των πλοίων που μεταφέρουν χύδην επικίνδυνες ουσίες,
   ο "κώδικας IGC", ο Διεθνής Κώδικας του IMO, ο σχετικός με τη ναυπήγηση και τον εξοπλισμό των πλοίων που μεταφέρουν χύδην υγροποιημένα αέρια,
   ο "κώδικας BC", ο Κώδικας πρακτικών κανόνων του IMO για την ασφαλή μεταφορά στερεών φορτίων χύδην,
   ο "κώδικας INF", ο Κώδικας του IMO για την ασφαλή μεταφορά, σε δοχεία, επί πλοίων, ακτινοβολημένων πυρηνικών καυσίμων, πλουτωνίου και εντόνως ραδιενεργών αποβλήτων,
   το "ψήφισμα A.851(20) του ΙΜΟ", το ψήφισμα 851(20) του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο "Γενικές αρχές για συστήματα υποβολής αναφορών των πλοίων και για απαιτήσεις σχετικά με την υποβολή αναφορών των πλοίων, συμπεριλαμβανομένων των οδηγιών για την αναφορά συμβάντων που αφορούν επικίνδυνα εμπορεύματα, επιβλαβείς ουσίες και/ή ουσίες που ρυπαίνουν τη θάλασσα"·
   β) "Εκμεταλλευόμενος το πλοίο": ο ιδιοκτήτης ή ο εφοπλιστής του πλοίου·
   γ) "Πράκτορας": κάθε πρόσωπο που εντέλλεται ή εξουσιοδοτείται να παρέχει πληροφορίες για λογαριασμό του εκμεταλλευόμενου το πλοίο·
   δ) "Φορτωτής": το πρόσωπο από το οποίο ή επ' ονόματι ή για λογαριασμό του οποίου έχει συναφθεί σύμβαση μεταφοράς εμπορευμάτων με μεταφορέα·
   ε) "Εταιρία": η εταιρία κατά την έννοια του κανόνα 1, παράγραφος 2 του κεφαλαίου IX της σύμβασης SOLAS·
   στ) "Πλοίο": κάθε θαλασσοπόρο πλοίο ή θαλάσσιο σκάφος·
  ζ) "Επικίνδυνα εμπορεύματα":
   τα εμπορεύματα που αναφέρονται στον Κώδικα IMDG,
   τα υγροποιημένα αέρια που απαριθμούνται στο κεφάλαιο 17 του Κώδικα IBC,
   τα υγρά αέρια που απαριθμούνται στο κεφάλαιο 19 του Κώδικα IGC,
   οι στερεές ύλες που αναφέρονται στο προσάρτημα Β του Κώδικα BC.

Περιλαμβάνονται επίσης τα εμπορεύματα για τη μεταφορά των οποίων καθορίσθηκαν κατάλληλες προϋποθέσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1.1.3 του Κώδικα IBC ή την παράγραφο 1.1.6 του Κώδικα IGC·

  η) "Ρυπογόνα εμπορεύματα":
   τα πετρελαιοειδή, όπως ορίζονται στο Παράρτημα I της σύμβασης MARPOL,
   οι υγρές τοξικές ουσίες, όπως ορίζονται στο Παράρτημα II της σύμβασης MARPOL,
   οι επιβλαβείς ουσίες, όπως ορίζονται στο Παράρτημα III της σύμβασης MARPOL·
   θ) "Μέσο μεταφοράς φορτίου": όχημα για την οδική μεταφορά φορτίου, βαγόνι για τη σιδηροδρομική μεταφορά φορτίου, εμπορευματοκιβώτιο, βυτίο, βαγόνι-βυτίο ή φορητή δεξαμενή·
   ι) "Διεύθυνση": η ονομασία και οι τηλεπικοινωνιακές συνδέσεις που επιτρέπουν την επαφή, οσάκις χρειάζεται, με τον εκμεταλλευόμενο το πλοίο, τον πράκτορα, τη λιμενική αρχή, την αρμόδια αρχή ή κάθε άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο ή οργανισμό που διαθέτει λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με το φορτίο του πλοίου·
   ια) "Αρμόδιες αρχές": οι αρχές και οι οργανισμοί οι οποίοι ορίζονται από τα κράτη μέλη προκειμένου να λαμβάνουν και να διαθέτουν τις πληροφορίες που αναφέρονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας·
   ιβ) "Λιμενική αρχή": η αρμόδια αρχή ή οργανισμός ο οποίος ορίζεται από τα κράτη μέλη για κάθε λιμένα προκειμένου να λαμβάνει και να διαθέτει τις πληροφορίες που αναφέρονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας·
   ιγ) "Καταφύγιο": λιμένας, τμήμα λιμένα ή άλλο ασφαλές σημείο προσόρμισης ή αγκυροβόλιο ή οποιοσδήποτε άλλος προφυλαγμένος χώρος τον οποίο έχει ορίσει κράτος μέλος για την υποδοχή πλοίων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο·
   ιδ) "Παράκτιο κέντρο": υπηρεσία εξυπηρέτησης κυκλοφορίας πλοίων, εγκατάσταση στην ξηρά που είναι υπεύθυνη για τη λειτουργία ενός συστήματος υποχρεωτικής υποβολής αναφορών εγκεκριμένου από τον IMO ή αρμόδιος φορέας για το συντονισμό των επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης ή καταπολέμησης της θαλάσσιας ρύπανσης, που ορίζονται από τα κράτη μέλη δυνάμει της παρούσας οδηγίας·
   ιε) "Υπηρεσία εξυπηρέτησης κυκλοφορίας πλοίων (VTS)": υπηρεσία στην οποία ανατίθεται να βελτιώσει την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της κυκλοφορίας των πλοίων και να προστατεύει το περιβάλλον, έχει δε τη δυνατότητα αλληλεπίδρασης με την κυκλοφορία και ανταπόκρισης σε καταστάσεις κυκλοφορίας που παρουσιάζονται στη ζώνη VTS·
   ιστ) "Σύστημα οργάνωσης της κυκλοφορίας των πλοίων": οποιοδήποτε σύστημα μιας ή περισσοτέρων γραμμών ή ενός ή περισσοτέρων μέτρων δρομολόγησης με στόχο τη μείωση του κινδύνου ατυχημάτων· περιλαμβάνει μηχανισμούς διαχωρισμού της κυκλοφορίας, αμφίδρομες οδούς, συνιστώμενα δρομολόγια, περιοχές προς αποφυγή, ζώνες παράκτιας κυκλοφορίας, παρακάμψεις, περιοχές προφύλαξης και οδούς σε ύδατα με μεγάλο βάθος·
   ιζ) "Παραδοσιακά πλοία": ιστορικά πλοία κάθε είδους και τα αντίγραφά τους, περιλαμβανομένων εκείνων που σχεδιάζονται προκειμένου να ενθαρρυνθούν και να προωθηθούν παραδοσιακές ικανότητες και στοιχεία της ναυτικής τέχνης, τα οποία χρησιμεύουν ως ζωντανά πολιτιστικά μνημεία, λειτουργούν δε σύμφωνα με τις πατροπαράδοτες ναυτικές αρχές και τεχνικές·
   ιη) "Ατύχημα": οποιοδήποτε ατύχημα κατά την έννοια του Κώδικα του IMO για την έρευνα για θαλάσσια συμβάντα και ατυχήματα.

TΙΤΛΟΣ I

Υποβολή αναφορών για πλοία και παρακολούθηση αυτών

Άρθρο 4

Κοινοποίηση πριν από τον κατάπλου στους λιμένες των κρατών μελών

1.  Ο εκμεταλλευόμενος, ο πράκτορας ή ο πλοίαρχος πλοίου με προορισμό λιμένα κράτους μέλους, κοινοποιεί τις πληροφορίες του Παραρτήματος I-1 στη λιμενική αρχή :

   α) Τουλάχιστον είκοσι τέσσερις ώρες προηγουμένως, ή
   β) το αργότερο, κατά τον χρόνο απόπλου του πλοίου από τον προηγούμενο λιμένα, εφόσον η διάρκεια του ταξιδιού είναι μικρότερη από είκοσι τέσσερις ώρες, ή
   γ) εάν ο λιμένας κατάπλου είναι άγνωστος ή μεταβλήθηκε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ευθύς μόλις η πληροφορία αυτή έγινε γνωστή.

2.  Τα πλοία που αποπλέουν από λιμένα εκτός της Κοινότητας με προορισμό λιμένα σε κράτος μέλος και μεταφέρουν επικίνδυνα ή ρυπογόνα εμπορεύματα, συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις κοινοποίησης του άρθρου 13.

Άρθρο 5

Παρακολούθηση των πλοίων που εισέρχονται στη ζώνη των συστημάτων υποχρεωτικής υποβολής αναφορών από τα πλοία

1.  Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος παρακολουθεί και λαμβάνει κάθε αναγκαίο και κατάλληλο μέτρο ώστε να εξασφαλίζει ότι όλα τα πλοία που εισέρχονται στη ζώνη συστήματος υποχρεωτικής υποβολής αναφορών από τα πλοία, το οποίο έχει υιοθετηθεί από τον IMO σύμφωνα με τον κανόνα 11 του κεφαλαίου V της σύμβασης SOLAS και λειτουργεί σε ένα ή περισσότερα κράτη, εκ των οποίων ένα τουλάχιστον είναι κράτος μέλος, σύμφωνα με τις σχετικές οδηγίες και τα κριτήρια που έχει διαμορφώσει ο IMO, συμμορφώνονται με το σύστημα αυτό υποβάλλοντας τις απαιτούμενες πληροφορίες, με την επιφύλαξη των πρόσθετων πληροφοριών που απαιτούνται από κράτος μέλος σύμφωνα με το ψήφισμα A.851(20) του ΙΜΟ.

2.  Κατά την υποβολή νέου συστήματος υποχρεωτικής υποβολής αναφορών προς έγκριση από τον IMO ή προτάσεως για την τροποποίηση υφισταμένου συστήματος υποβολής αναφορών, το κράτος μέλος περιλαμβάνει στην πρότασή του τουλάχιστον τις πληροφορίες που αναφέρονται στο Παράρτημα I-4.

Άρθρο 6

Χρήση συστημάτων αυτόματου εντοπισμού

1.  Κάθε πλοίο που καταπλέει σε λιμένα κράτους μέλους πρέπει να διαθέτει, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που παρατίθεται στο Παράρτημα II-I, AIS που συνάδει με τα πρότυπα επιδόσεων τα οποία έχει καταρτίσει ο IMO.

2.  Τα πλοία που διαθέτουν AIS, το διατηρούν πάντοτε εν λειτουργία, εκτός από τις περιπτώσεις για τις οποίες διεθνείς συμφωνίες, κανόνες ή πρότυπα προβλέπουν την προστασία των σχετικών με τη ναυσιπλοΐα πληροφοριών.

Άρθρο 7

Χρήση των συστημάτων οργάνωσης της κυκλοφορίας των πλοίων

1.  Τα κράτη μέλη παρακολουθούν και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο και κατάλληλο μέτρο ώστε να εξασφαλίζουν ότι όλα τα πλοία που εισέρχονται στη ζώνη υποχρεωτικού συστήματος οργάνωσης της κυκλοφορίας των πλοίων, το οποίο έχει υιοθετηθεί από τον IMO σύμφωνα με τον κανόνα 10 του κεφαλαίου V της σύμβασης SOLAS και λειτουργεί σε ένα ή περισσότερα κράτη, εκ των οποίων ένα τουλάχιστον είναι κράτος μέλος, χρησιμοποιούν το σύστημα σύμφωνα με τις σχετικές οδηγίες και τα κριτήρια που έχει διαμορφώσει ο IMO.

2.  Κατά την εφαρμογή συστήματος οργάνωσης της κυκλοφορίας των πλοίων το οποίο δεν έχει υιοθετηθεί από τον ΙΜΟ, υπ' ευθύνη τους, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη, εφόσον είναι δυνατόν, τις οδηγίες και τα κριτήρια που έχει διαμορφώσει ο ΙΜΟ και γνωστοποιούν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την ασφαλή και αποτελεσματική χρήση του συστήματος οργάνωσης της κυκλοφορίας των πλοίων.

Άρθρο 8

Παρακολούθηση της συμμόρφωσης των πλοίων με τις υπηρεσίες εξυπηρέτησης κυκλοφορίας πλοίων

Τα κράτη μέλη παρακολουθούν και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο και κατάλληλο μέτρο ώστε να εξασφαλίζουν ότι :

   α) Τα πλοία που εισέρχονται στη ζώνη εφαρμογής VTS, που λειτουργεί σε ένα ή περισσότερα κράτη, εκ των οποίων ένα τουλάχιστον είναι κράτος μέλος, εντός των χωρικών τους υδάτων και σύμφωνα με τις οδηγίες που έχει διαμορφώσει ο IMO, συμμετέχουν στη συγκεκριμένη VTS και συμμορφώνονται με τους κανόνες της.
   β) Τα πλοία που φέρουν τη σημαία κράτους μέλους ή τα πλοία με προορισμό λιμένα κράτους μέλους, τα οποία εισέρχονται στη ζώνη εφαρμογής VTS, εκτός των χωρικών υδάτων κράτους μέλους και σύμφωνα με τις οδηγίες που έχει διαμορφώσει ο IMO, συμμορφώνονται με τους κανόνες της εν λόγω VTS.
   γ) Τα πλοία που φέρουν τη σημαία τρίτου κράτους και δεν έχουν ως προορισμό λιμένα κράτους μέλους, εισέρχονται δε σε ζώνη VTS εκτός των χωρικών υδάτων κράτους μέλους, ακολουθούν, εφόσον είναι δυνατόν, τους κανόνες της εν λόγω VTS. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναφέρουν στο αφορώμενο κράτος της σημαίας, οποιαδήποτε εκ πρώτης όψεως σοβαρή παράβαση των σχετικών κανόνων στη συγκεκριμένη ζώνη εφαρμογής VTS.

Άρθρο 9

Υποδομή των συστημάτων υποβολής αναφορών από τα πλοία, των συστημάτων οργάνωσης της κυκλοφορίας των πλοίων και των υπηρεσιών εξυπηρέτησης της κυκλοφορίας πλοίων

1.  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε αναγκαίο και κατάλληλο μέτρο ώστε να αποκτήσουν βαθμιαία, εντός χρονικού διαστήματος συμβατού προς το χρονοδιάγραμμα του Παραρτήματος II-I, τον κατάλληλο εξοπλισμό και τις εγκαταστάσεις ξηράς που απαιτούνται για να λαμβάνουν και να αξιοποιούν τις πληροφορίες AIS, λαμβανομένης υπόψη της απαιτούμενης εμβέλειας μετάδοσης των αναφορών.

2.  Η διαδικασία δημιουργίας όλου του απαιτούμενου εξοπλισμού και των εγκαταστάσεων ξηράς για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, πρέπει να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του 2007. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι λειτουργεί ο κατάλληλος εξοπλισμός για τη μεταβίβαση των πληροφοριών στα εθνικά συστήματα των κρατών μελών και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τους, το αργότερο ένα έτος μετά.

3.  Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα παράκτια κέντρα στα οποία ανατίθεται η παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τις υπηρεσίες εξυπηρέτησης κυκλοφορίας πλοίων και τα συστήματα οργάνωσης της κυκλοφορίας των πλοίων, διαθέτουν επαρκές και κατάλληλα ειδικευμένο προσωπικό καθώς και κατάλληλα μέσα επικοινωνίας και παρακολούθησης πλοίων και ότι λειτουργούν σύμφωνα με τις σχετικές οδηγίες του IMO.

Άρθρο 10

Συστήματα καταγραφής δεδομένων ταξιδιού

1.  Τα κράτη μέλη παρακολουθούν και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο και κατάλληλο μέτρο ώστε να εξασφαλίζουν ότι τα πλοία που καταπλέουν σε λιμένα κράτους μέλους, διαθέτουν σύστημα καταγραφής δεδομένων ταξιδιού (VDR) σύμφωνα με τους κανόνες που θεσπίζονται στο Παράρτημα II-II. Οι απαλλαγές που χορηγούνται, κατά περίπτωση, στα οχηματαγωγά RO-RO ή τα ταχύπλοα επιβατηγά σκάφη, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο δ) της οδηγίας 1999/35/EΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1999, σχετικά με ένα σύστημα υποχρεωτικών επιθεωρήσεων για την ασφαλή εκτέλεση τακτικών δρομολογίων από οχηματαγωγά RO-RO και ταχύπλοα επιβατηγά σκάφη(12), λήγουν στις ......*(13).

2.  Τα δεδομένα που συλλέγονται από ένα σύστημα VDR τίθενται στη διάθεση του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους στην περίπτωση ερευνών για ατύχημα που συνέβη στα ύδατα υπό τη δικαιοδοσία κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα δεδομένα αυτά χρησιμοποιούνται στην έρευνα και αναλύονται δεόντως. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα πορίσματα της έρευνας δημοσιεύονται, το συντομότερο δυνατόν, μετά την περάτωσή της.

Άρθρο 11

Έρευνα για ατυχήματα

Με την επιφύλαξη του άρθρου 12 της οδηγίας 1999/35/EΚ, τα κράτη μέλη συμμορφώνονται με τις διατάξεις του Κώδικα του IMO για την έρευνα των θαλάσσιων συμβάντων και ατυχημάτων, όταν διεξάγουν οποιαδήποτε έρευνα για θαλάσσιο συμβάν ή ατύχημα στο οποίο εμπλέκεται πλοίο το οποίο αναφέρεται στην παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη συνεργάζονται στην έρευνα για θαλάσσια συμβάντα και ατυχήματα στα οποία εμπλέκονται πλοία που φέρουν τη σημαία τους.

ΤΙΤΛΟΣ II

Κοινοποίηση των επικίνδυνων ή ρυπογόνων εμπορευμάτων που ευρίσκονται επί των πλοίων (Hazmat)

Άρθρο 12

Υποχρεώσεις του φορτωτή

Τα επικίνδυνα ή ρυπογόνα εμπορεύματα δεν παραδίδονται προς μεταφορά ούτε φορτώνονται επί του πλοίου, ανεξαρτήτως των διαστάσεών του, σε λιμένα κράτους μέλους, εάν δεν παραδοθεί στον πλοίαρχο ή τον εκμεταλλευόμενο το πλοίο δήλωση με τις πληροφορίες που απαριθμούνται στο Παράρτημα I-2.

Ο φορτωτής υποχρεούται να παραδίδει στον πλοίαρχο ή τον εκμεταλλευόμενο το πλοίο τη δήλωση αυτή και να εξασφαλίζει ότι το φορτίο που παραδίδεται προς μεταφορά είναι πράγματι αυτό που έχει δηλωθεί σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.

Άρθρο 13

Κοινοποίηση επικίνδυνων ή ρυπογόνων εμπορευμάτων που ευρίσκονται επί του πλοίου

1.  Ο εκμεταλλευόμενος, ο πράκτορας ή ο πλοίαρχος πλοίου, ανεξαρτήτως των διαστάσεών του, που μεταφέρει επικίνδυνα ή ρυπογόνα εμπορεύματα και αποπλέει από λιμένα κράτους μέλους, κοινοποιεί, το αργότερο κατά τον απόπλου, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο Παράρτημα I-3 στην αρμόδια αρχή που ορίζεται από το εν λόγω κράτος μέλος.

2.  Ο εκμεταλλευόμενος, ο πράκτορας ή ο πλοίαρχος πλοίου, ανεξαρτήτως των διαστάσεών του, που μεταφέρει επικίνδυνα ή ρυπογόνα εμπορεύματα και προέρχεται από λιμένα εκτός της Κοινότητας με προορισμό λιμένα κράτους μέλους ή με κατεύθυνση προς αγκυροβόλιο εντός των χωρικών υδάτων κράτους μέλους, κοινοποιεί τις πληροφορίες που αναφέρονται στο Παράρτημα I-3 στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται ο πρώτος λιμένας προορισμού ή το πρώτο αγκυροβόλιο, το αργότερο μόλις αποπλεύσει από το λιμένα φόρτωσης ή μόλις γίνει γνωστός ο λιμένας προορισμού, ή η θέση αγκυροβολίου, εφόσον η εν λόγω πληροφορία δεν είναι διαθέσιμη κατά τον απόπλου.

3.  Τα κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόζουν διαδικασία που επιτρέπει στον εκμεταλλευόμενο, τον πράκτορα ή τον πλοίαρχο πλοίου που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2, να κοινοποιεί τις απαριθμούμενες στο Παράρτημα I-3 πληροφορίες στη λιμενική αρχή του λιμένα απόπλου ή προορισμού εντός της Κοινότητας, κατά περίπτωση.

Η ακολουθούμενη διαδικασία πρέπει να εγγυάται ανά πάσα στιγμή την πρόσβαση της αρμόδιας αρχής στις πληροφορίες που αναφέρονται στο Παράρτημα I-3, σε περίπτωση ανάγκης. Για το σκοπό αυτό, η ενδιαφερόμενη λιμενική αρχή διατηρεί τις πληροφορίες που απαριθμούνται στο Παράρτημα I-3 για χρονικό διάστημα που καθιστά δυνατή την αξιοποίησή τους σε περίπτωση θαλάσσιου συμβάντος ή ατυχήματος. Η λιμενική αρχή λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την ηλεκτρονική μετάδοση των εν λόγω πληροφοριών στην αρμόδια αρχή, αμελλητί, κατόπιν αιτήσεώς της, επί εικοσιτετραώρου βάσεως.

4.  Ο εκμεταλλευόμενος, ο πράκτορας ή ο πλοίαρχος του πλοίου οφείλει να κοινοποιεί τις σχετικές με το φορτίο πληροφορίες που αναφέρονται στο Παράρτημα I-3 στη λιμενική αρχή ή την αρμόδια αρχή.

Οι πληροφορίες πρέπει να μεταδίδονται ηλεκτρονικά, εφόσον είναι εφικτό. Κατά την ηλεκτρονική ανταλλαγή μηνυμάτων, πρέπει να χρησιμοποιούνται η σύνταξη και οι διαδικασίες που ορίζονται στο Παράρτημα IΙΙ.

Άρθρο 14

Ηλεκτρονική ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ κρατών μελών

Τα κράτη μέλη συνεργάζονται προκειμένου να εξασφαλίζουν τη διασύνδεση και τη διαλειτουργικότητα των εθνικών συστημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται για τη διαχείριση των πληροφοριών που αναφέρονται στο Παράρτημα I.

Τα συστήματα επικοινωνίας που δημιουργούνται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, πρέπει να διαθέτουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά :

   α) Η ανταλλαγή δεδομένων πρέπει να διενεργείται ηλεκτρονικά, και να επιτρέπει τη λήψη και την επεξεργασία των μηνυμάτων που κοινοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 13,
   β) το σύστημα πρέπει να επιτρέπει τη μετάδοση των πληροφοριών επί εικοσιτετραώρου βάσεως,
   γ) κάθε κράτος μέλος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να μεταδίδει αμελλητί στην αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, κατόπιν αιτήσεώς της, τις πληροφορίες σχετικά με το πλοίο και τα επικίνδυνα ή ρυπογόνα εμπορεύματα που μεταφέρει.

Άρθρο 15

Απαλλαγές

1.  Τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσουν τα τακτικά δρομολόγια που εκτελούνται μεταξύ λιμένων που ευρίσκονται στο έδαφός τους από τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 13, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθοι όροι :

   α) Η εταιρία που εκμεταλλεύεται τα προαναφερόμενα τακτικά δρομολόγια καταρτίζει και ενημερώνει κατάλογο των αφορώμενων πλοίων και τον διαβιβάζει στην ενδιαφερόμενη αρμόδια αρχή,
   β) για κάθε ταξίδι που εκτελείται, οι απαριθμούμενες στο Παράρτημα I-3 πληροφορίες τίθενται στη διάθεση της αρμόδιας αρχής, κατόπιν αιτήσεώς της· η εταιρία οφείλει να θέτει σε εφαρμογή εσωτερικό σύστημα που να εγγυάται την ηλεκτρονική μετάδοση των εν λόγω πληροφοριών στην αρμόδια αρχή, αμελλητί, κατόπιν αιτήσεώς της, επί εικοσιτετραώρου βάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 4.

2.  Όταν διεθνές τακτικό δρομολόγιο εκτελείται μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών, εκ των οποίων ένα τουλάχιστον είναι κράτος μέλος, οποιοδήποτε από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη δύναται να ζητάει από τα άλλα κράτη μέλη να χορηγηθεί εξαίρεση στο δρομολόγιο αυτό. Όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των αφορώμενων παράκτιων κρατών, συνεργάζονται για τη χορήγηση εξαίρεσης στο συγκεκριμένο δρομολόγιο, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στην παράγραφο 1.

3.  Τα κράτη μέλη ελέγχουν σε τακτά χρονικά διαστήματα την τήρηση των όρων οι οποίοι καθορίζονται στις παραγράφους 1 και 2. Όταν τουλάχιστον ένας από τους εν λόγω όρους δεν τηρείται, τα κράτη μέλη ανακαλούν αμέσως το προνόμιο της εξαίρεσης από τη συγκεκριμένη εταιρία.

4.  Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τον κατάλογο των εταιριών και των πλοίων που εξαιρούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου καθώς και οποιαδήποτε ενημέρωση του εν λόγω καταλόγου.

ΤΙΤΛΟΣ III

Παρακολούθηση των επικίνδυνων πλοίων και επέμβαση σε περίπτωση θαλάσσιων συμβάντων και ατυχημάτων

Άρθρο 16

Διαβίβαση πληροφοριών όσον αφορά ορισμένα πλοία

1.  Τα πλοία που πληρούν τα κατωτέρω κριτήρια θεωρείται ότι παρουσιάζουν δυνητικό κίνδυνο για τη ναυσιπλοΐα ή ότι συνιστούν απειλή για την ασφάλεια στη θάλασσα, την ασφάλεια των προσώπων ή το περιβάλλον :

  α) Πλοία τα οποία, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους :
   έχουν εμπλακεί στα θαλάσσια συμβάντα ή ατυχήματα που αναφέρονται στο άρθρο 17, ή
   δεν συμμορφώθηκαν με τις απαιτήσεις κοινοποίησης και υποβολής αναφορών που επιβάλλονται από την παρούσα οδηγία, ή
   -δεν συμμορφώθηκαν με τους κανόνες που ισχύουν στο πλαίσιο των συστημάτων οργάνωσης της κυκλοφορίας των πλοίων και των VTS που λειτουργούν υπ' ευθύνη κράτους μέλους·
   β) πλοία για τα οποία υπάρχουν αποδείξεις ή ενδείξεις εσκεμμένων απορρίψεων πετρελαίου ή άλλων παραβάσεων της σύμβασης MARPOL στα ύδατα υπό τη δικαιοδοσία κράτους μέλους·
   γ) πλοία στα οποία απαγορεύθηκε ο κατάπλους στους λιμένες των κρατών μελών ή για τα οποία υποβλήθηκε έκθεση ή κοινοποίηση από κράτος μέλος σύμφωνα με το Παράρτημα I-1 της οδηγίας 95/21/EΚ του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 1995, για την επιβολή, σχετικά με τη ναυσιπλοΐα που συνεπάγεται χρήση κοινοτικών λιμένων ή διέλευση από ύδατα υπό τη δικαιοδοσία κράτους μέλους, των διεθνών προτύπων για την ασφάλεια των πλοίων, την πρόληψη της ρύπανσης και τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας επί των πλοίων (έλεγχος του κράτους του λιμένα)(14).

2.  Οι πληροφορίες που διαθέτουν τα παράκτια κέντρα σχετικά με τα πλοία που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διαβιβάζονται στα ενδιαφερόμενα παράκτια κέντρα των άλλων κρατών μελών που ευρίσκονται επί της προβλεπόμενης πορείας του πλοίου.

3.  Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που λαμβάνουν δυνάμει της παραγράφου 2, διαβιβάζονται στις αρχές του εκάστοτε λιμένα και/ή σε οποιαδήποτε άλλη αρχή που έχει ορίσει το κράτος μέλος. Τα κράτη μέλη διεξάγουν, ανάλογα με το διαθέσιμο προσωπικό τους, κάθε ενδεδειγμένη επιθεώρηση ή εξακρίβωση στους λιμένες τους, είτε με δική τους πρωτοβουλία είτε κατ' αίτηση άλλου κράτους μέλους, με την επιφύλαξη οποιασδήποτε υποχρέωσης ελέγχου του κράτους του λιμένα. Ενημερώνουν όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη για τα αποτελέσματα της αναληφθείσας δράσης.

Άρθρο 17

Υποβολή αναφορών σχετικά με τα θαλάσσια συμβάντα και ατυχήματα

1.  Με την επιφύλαξη του διεθνούς δικαίου και προκειμένου να διευκολύνεται η πρόληψη ή η μείωση κάθε σημαντικής απειλής της ασφάλειας στη θάλασσα, της ασφάλειας των προσώπων ή της ασφάλειας του περιβάλλοντος, τα κράτη μέλη παρακολουθούν και λαμβάνουν κάθε κατάλληλο μέτρο ώστε να εξασφαλίζουν ότι ο πλοίαρχος πλοίου που πλέει εντός της ζώνης έρευνας και διάσωσης/αποκλειστικής οικονομικής ζώνης ή ανάλογης περιοχής, ειδοποιεί αμέσως το κατά τόπον αρμόδιο παράκτιο κέντρο σχετικά με τα ακόλουθα γεγονότα :

   α) Κάθε συμβάν ή ατύχημα που επηρεάζει την ασφάλεια του πλοίου, όπως σύγκρουση, προσάραξη, αβαρία, δυσλειτουργία ή βλάβη, κατάκλιση ή μετατόπιση φορτίου, καθώς και κάθε ελάττωμα του κύτους ή αστοχία των δομικών στοιχείων του πλοίου,
   β) κάθε συμβάν ή ατύχημα που θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας, όπως βλάβες που ενδέχεται να επηρεάσουν τη δυνατότητα ελιγμών ή πλεύσης του πλοίου, καθώς και κάθε δυσλειτουργία στα συστήματα προώθησης ή τα πηδάλια, στην ηλεκτρογεννήτρια, στο ναυτιλιακό ή τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό,
   γ) κάθε περιστατικό που ενδέχεται να προκαλέσει ρύπανση των υδάτων ή των ακτών κράτους μέλους, όπως απόρριψη ή απειλή απόρριψης ρυπογόνων προϊόντων στη θάλασσα,
   δ) κάθε κηλίδα ρυπογόνων υλικών και εμπορευματοκιβώτια ή συσκευασίες που παρασύρονται στη θάλασσα.

2.  Το ειδοποιητήριο μήνυμα που μεταδίδεται δυνάμει της παραγράφου 1 πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τα στοιχεία του πλοίου, τη θέση του, το λιμένα απόπλου, το λιμένα προορισμού, τη διεύθυνση στην οποία μπορούν να ληφθούν πληροφορίες σχετικά με τα επικίνδυνα ή ρυπογόνα εμπορεύματα που μεταφέρει, τον αριθμό των ατόμων που επιβαίνουν στο πλοίο, τις λεπτομέρειες του συμβάντος καθώς και κάθε σχετική πληροφορία που αναφέρεται στο ψήφισμα A.851(20) του ΙΜΟ.

Άρθρο 18

Μέτρα που λαμβάνονται σε περίπτωση ιδιαίτερα δυσμενών μετεωρολογικών συνθηκών

1.  Εφόσον οι αρμόδιες αρχές οι οποίες έχουν ορισθεί από τα κράτη μέλη εκτιμούν, σε περίπτωση που οι μετεωρολογικές συνθήκες και η κατάσταση της θάλασσας είναι ιδιαίτερα δυσμενείς, ότι υπάρχει σοβαρή απειλή ρύπανσης των περιοχών ναυσιπλοΐας ή των παράκτιων υδάτων του ιδίου ή άλλων κρατών μελών ή ότι απειλείται η ασφάλεια ανθρώπινης ζωής:

   α) θα πρέπει, εφόσον είναι δυνατόν, να παρέχουν στον πλοίαρχο που βρίσκεται στη σχετική λιμενική ζώνη και προτίθεται να καταπλεύσει στο λιμένα ή να αποπλεύσει από αυτόν, οιαδήποτε πληροφορία σχετικά με τις μετεωρολογικές και τις θαλάσσιες συνθήκες και, ανάλογα με τη σπουδαιότητα και τη δυνατότητα, τους κινδύνους που αυτές μπορούν να προκαλέσουν στο πλοίο του, στο φορτίο, το πλήρωμα και τους επιβάτες,
   β) θα μπορούν να λαμβάνουν, με την επιφύλαξη της υποχρέωσης παροχής βοήθειας σε πλοία που βρίσκονται σε κίνδυνο και, σύμφωνα με το άρθρο 20, οιαδήποτε άλλα κατάλληλα μέτρα, που ενδέχεται να περιλαμβάνουν σύσταση ή απαγόρευση απόπλου ή κατάπλου, είτε ενός συγκεκριμένου πλοίου είτε όλων γενικώς των πλοίων στις θιγόμενες περιοχές, έως ότου διαπιστωθεί ότι δεν υφίσταται πλέον κίνδυνος για την ανθρώπινη ζωή και/ή το περιβάλλον,
   γ) πρέπει να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να περιορίζουν όσο το δυνατόν περισσότερο ή, αν χρειάζεται, ακόμη και να απαγορεύουν τον ανεφοδιασμό των πλοίων σε καύσιμα στα χωρικά τους ύδατα.

2.  Ο πλοίαρχος πρέπει να ενημερώνει την εταιρία σχετικά με τα κατάλληλα μέτρα ή συστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Τα εν λόγω μέτρα και συστάσεις δεν προδικάζουν ωστόσο την απόφαση του πλοιάρχου η οποία βασίζεται στην επαγγελματική του κρίση σύμφωνα με τη σύμβαση SOLAS.

Εάν η απόφαση που έλαβε ο πλοίαρχος του πλοίου δεν συμφωνεί με τα μέτρα των οποίων γίνεται μνεία στην παράγραφο 1, πρέπει να ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές σχετικά με τους λόγους που τον/την οδήγησαν στην απόφαση αυτή.

3.  Τα κατάλληλα μέτρα ή συστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, βασίζονται στην κατάσταση της θάλασσας και την πρόγνωση του καιρού που παρέχει αρμόδια μετεωρολογική υπηρεσία μετεωρολογικών πληροφοριών αναγνωρισμένη από το κράτος μέλος.

Άρθρο 19

Μέτρα σχετικά με τα θαλάσσια συμβάντα ή ατυχήματα

1.  Στην περίπτωση των θαλάσσιων συμβάντων ή ατυχημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 17, τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα, τα οποία συνάδουν με το διεθνές δίκαιο, οσάκις χρειάζεται, προκειμένου να εξασφαλίζονται η ασφάλεια στη ναυσιπλοΐα, η ασφάλεια των προσώπων και η προστασία του θαλάσσιου και παράκτιου περιβάλλοντος.

Στο Παράρτημα ΙV, παρατίθεται μη περιοριστικός κατάλογος των μέτρων που δύνανται να λαμβάνουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

2.  Ο εκμεταλλευόμενος, ο πλοίαρχος του πλοίου και ο κύριος των επικινδύνων ή ρυπογόνων εμπορευμάτων που μεταφέρει, υποχρεούνται, σύμφωνα με το εθνικό και διεθνές δίκαιο, να συνεργάζονται πλήρως με τις αρμόδιες εθνικές αρχές, κατόπιν αιτήσεώς τους, προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι συνέπειες ενός θαλάσσιου συμβάντος ή ατυχήματος.

3.  Ο πλοίαρχος πλοίου στο οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις του κώδικα ISM ενημερώνει την εταιρία, σύμφωνα με τον εν λόγω κώδικα, για κάθε συμβάν ή ατύχημα, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 17, παράγραφος 1, που συντελείται στη θάλασσα. Η εταιρία, μόλις ενημερωθεί για το γεγονός αυτό, οφείλει να έρχεται σε επαφή με το αρμόδιο παράκτιο κέντρο και να τίθεται στη διάθεσή του, σε περίπτωση ανάγκης.

Άρθρο 20

Καταφύγια

Τα κράτη μέλη, κατόπιν διαβούλευσης με τα ενδιαφερόμενα μέρη, καταρτίζουν, λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές οδηγίες του IMO, σχέδια για την υποδοχή πλοίων που διατρέχουν κίνδυνο στα ύδατα τα οποία βρίσκονται υπό τη δικαιοδοσία τους. Τα σχέδια αυτά περιέχουν τις απαραίτητες ρυθμίσεις και διαδικασίες, λαμβανομένων υπόψη των επιχειρησιακών και περιβαλλοντικών περιορισμών, ώστε να εξασφαλίζεται ότι τα πλοία που διατρέχουν κίνδυνο μπορούν να πλεύσουν αμέσως σε καταφύγιο, υπό την επιφύλαξη της έγκρισης της αρμόδιας αρχής. Εφόσον το κράτος μέλος το θεωρεί αναγκαίο και εφικτό, τα σχέδια πρέπει να περιέχουν ρυθμίσεις για την πρόβλεψη επαρκών μέσων και εγκαταστάσεων με σκοπό τη συνδρομή προς τα πλοία, τη διάσωσή τους και την αντιμετώπιση της ρύπανσης.

Τα σχέδια για την υποδοχή πλοίων που διατρέχουν κίνδυνο διατίθενται κατόπιν αιτήσεως. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τα μέτρα που λαμβάνονται κατ' εφαρμογή της πρώτης παραγράφου το αργότερο ...*(15) .

Άρθρο 21

Ενημέρωση των ενδιαφερόμενων μερών

1.  Το αρμόδιο παράκτιο κέντρο του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους αναγγέλλει, σε περίπτωση ανάγκης, μέσω ασυρμάτου εντός των θιγόμενων περιοχών, κάθε συμβάν ή ατύχημα που κοινοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1 καθώς και πληροφορίες σχετικά με κάθε πλοίο που συνιστά απειλή για την ασφάλεια στη θάλασσα, την ασφάλεια των προσώπων ή το περιβάλλον.

2.  Οι αρμόδιες αρχές, οι οποίες διαθέτουν τις πληροφορίες που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με τα άρθρα 13 και 17, λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την ανά πάσα στιγμή παροχή των εν λόγω πληροφοριών, εφόσον ζητηθούν για λόγους ασφαλείας από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους.

3.  Το κράτος μέλος οι αρμόδιες αρχές του οποίου έχουν ενημερωθεί, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή με άλλο τρόπο, για περιστατικά που συνεπάγονται ή αυξάνουν, για άλλο κράτος μέλος, τον κίνδυνο ατυχήματος σε ορισμένες περιοχές ναυσιπλοΐας και παράκτιες ζώνες, λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να ενημερώσει σχετικά, το ταχύτερο δυνατόν, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και να διαβουλευθεί μαζί του όσον αφορά την εξεταζόμενη δράση. Κατά περίπτωση, τα κράτη μέλη συνεργάζονται για τον κοινό καθορισμό των όρων μιας κοινής δράσης.

Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να αξιοποιεί πλήρως τις αναφορές τις οποίες υποχρεούνται να του διαβιβάζουν τα πλοία δυνάμει του άρθρου 17.

ΤΙΤΛΟΣ IV

Συνοδευτικά μέτρα

Άρθρο 22

Ορισμός και δημοσίευση του καταλόγου των αρμόδιων οργανισμών

1.  Κάθε κράτος μέλος καθορίζει τις αρμόδιες αρχές, τις λιμενικές αρχές και τα παράκτια κέντρα στα οποία πρέπει να υποβάλλονται οι κοινοποιήσεις που επιβάλλονται από την παρούσα οδηγία.

2.  Κάθε κράτος μέλος μεριμνά για την κατάλληλη πληροφόρηση του τομέα της ναυτιλίας, κυρίως μέσω ναυτιλιακών δημοσιεύσεων, σχετικά με τις αρχές και τα κέντρα που ορίζονται δυνάμει της παραγράφου 1, συμπεριλαμβανομένης, ανάλογα με την περίπτωση, , της ζώνης της κατά τόπον αρμοδιότητάς τους, καθώς και σχετικά με τις καθιερωμένες διαδικασίες για την κοινοποίηση των πληροφοριών που επιβάλλονται από την παρούσα οδηγία, ενημερώνει δε τακτικά τις εν λόγω πληροφορίες.

3.  Τα κράτη μέλη αποστέλλουν στην Επιτροπή τον κατάλογο των αρχών και των κέντρων που ορίζονται δυνάμει της παραγράφου 1, καθώς και κάθε ενημέρωση του εν λόγω καταλόγου.

Άρθρο 23

Συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής

Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή συνεργάζονται για την επίτευξη των ακόλουθων στόχων :

   α) Βελτιστοποίηση της χρήσης των πληροφοριών που κοινοποιούνται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, κυρίως μέσω της ανάπτυξης των κατάλληλων τηλεματικών συνδέσεων μεταξύ των παράκτιων κέντρων και των λιμενικών αρχών με σκοπό την ανταλλαγή δεδομένων σχετικά με τις κινήσεις και τις προβλέψεις κατάπλου σε λιμένες των πλοίων καθώς και με το φορτίο τους,
   β) ανάπτυξη και βελτίωση της αποτελεσματικότητας των τηλεματικών συνδέσεων μεταξύ των παράκτιων κέντρων των κρατών μελών, με στόχο μια σαφέστερη εικόνα της κυκλοφορίας, την καλύτερη παρακολούθηση των διερχόμενων πλοίων και την εναρμόνιση και, ει δυνατόν, την απλοποίηση των αναφορών που απαιτούνται από τα πλοία εν πλω,
   γ) επέκταση της κάλυψης και/ή αναβάθμιση του κοινοτικού συστήματος παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης προκειμένου να βελτιωθούν ο εντοπισμός και η παρακολούθηση των πλοίων. Για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή συνεργάζονται για τη δημιουργία, οσάκις χρειάζεται, συστημάτων υποχρεωτικής υποβολής αναφορών, υπηρεσιών εξυπηρέτησης κυκλοφορίας πλοίων και κατάλληλων συστημάτων οργάνωσης της κυκλοφορίας των πλοίων, τα οποία υποβάλλουν στον IMO προς έγκριση,
   δ) κατάρτιση, ενδεχομένως, συντονισμένων σχεδίων για την υποδοχή πλοίων που διατρέχουν κίνδυνο.

Άρθρο 24

Εμπιστευτικότητα των πληροφοριών

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που τους διαβιβάζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 25

Έλεγχος της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και κυρώσεις

1.  Τα κράτη μέλη εκτελούν τακτικές επιθεωρήσεις και οποιαδήποτε άλλη απαιτούμενη ενέργεια προκειμένου να ελέγχουν τη λειτουργία των τηλεματικών συστημάτων ξηράς που δημιουργούνται για την πλήρωση των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας, ιδίως τη δυνατότητά τους να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της λήψης ή μετάδοσης, αμελλητί, επί εικοσιτετραώρου βάσεως, των πληροφοριών που κοινοποιούνται δυνάμει των άρθρων 13 και 15.

2.  Τα κράτη μέλη εισάγουν σύστημα κυρώσεων για την παράβαση των εθνικών διατάξεων που θεσπίζουν δυνάμει της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο προκειμένου να εξασφαλίζουν την εφαρμογή των εν λόγω κυρώσεων. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

3.  Τα κράτη μέλη ενημερώνουν αμελλητί το κράτος της σημαίας και κάθε άλλο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος για τα μέτρα που λαμβάνουν έναντι των πλοίων που δεν φέρουν τη σημαία τους, σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 19 και την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

4.  Όταν ένα κράτος μέλος διαπιστώνει, σε περίπτωση θαλάσσιου συμβάντος ή ατυχήματος που αναφέρεται στο άρθρο 19, ότι η εταιρία δεν κατόρθωσε να επικοινωνήσει και να διατηρήσει την επαφή με το πλοίο ή τα σχετικά παράκτια κέντρα, ενημερώνει το κράτος μέλος που χορήγησε ή για λογαριασμό του οποίου χορηγήθηκε το έγγραφο συμμόρφωσης ISM και το συναφές πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας.

Όταν η σοβαρότητα της δυσλειτουργίας αποδεικνύει την ύπαρξη σημαντικής παρατυπίας στη λειτουργία του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας εταιρίας που είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, το κράτος μέλος που χορήγησε το έγγραφο συμμόρφωσης ή το πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας στο πλοίο, λαμβάνει αμέσως τα αναγκαία μέτρα κατά της εμπλεκόμενης εταιρίας ενόψει της ανακλήσεως του εγγράφου συμμόρφωσης και του συναφούς πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας.

Άρθρο 26

Αξιολόγηση

1.  Τα κράτη μέλη υποβάλουν έως τις ·* έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και, ιδίως, των διατάξεων των άρθρων 9, 10, 18, 20, 22, 23 και 25. Τα κράτη μέλη υποβάλουν, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2009, έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με την πλήρη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

2.  Με βάση τις εκθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή υποβάλει εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έξι μήνες μετά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Στην έκθεση αυτή, η Επιτροπή αναφέρει επακριβώς, εάν και σε ποιο βαθμό, οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας, όπως εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη, βοηθούν στη βελτίωση της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας των θαλάσσιων μεταφορών και στην πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία.

(3)  Η Επιτροπή εξετάζει κατά πόσον είναι αναγκαίο και σκόπιμο να ληφθούν μέτρα σε κοινοτικό επίπεδο για να διευκολυνθεί η επιστροφή των εξόδων ή η αποζημίωση για ενδεχόμενες ζημίες που συνεπάγεται η υποδοχή πλοίων τα οποία βρίσκονται σε κίνδυνο, μέτρα στα οποία περιλαμβάνονται απαιτήσεις για ασφάλιση ή άλλη οικονομική εγγύηση.

Η Επιτροπή, το αργότερο ...*(16) υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο τα αποτελέσματα αυτής της εξέτασης.

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 27

Διαδικασία τροποποίησης

1.  Οι ορισμοί του άρθρου 3, οι παραπομπές σε πράξεις της Κοινότητας και του ΙΜΟ και τα Παραρτήματα μπορούν να τροποποιούνται με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 28, παράγραφος 2, ώστε να ευθυγραμμίζονται με το κοινοτικό ή διεθνές δίκαιο, το οποίο θεσπίζεται, τροποποιείται ή τίθεται σε ισχύ, με την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω τροποποιήσεις δεν διευρύνουν το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

2.  Επιπλέον, τα Παραρτήματα I, ΙΙΙ και ΙV μπορούν να τροποποιούνται με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 28, παράγραφος 2, βάσει της πείρας που αποκομίζεται από την παρούσα οδηγία, με την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω τροποποιήσεις δεν διευρύνουν το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 28

Επιτροπή

1.  Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή.

2.  Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/EΚ, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.

Η προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο 5, παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/EΚ, ορίζεται σε τρεις μήνες.

3.  Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της.

Άρθρο 29

1.  Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία το αργότερο στις ... *(17). Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Οι εν λόγω διατάξεις, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομέρειες της αναφοράς αυτής καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.  Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις διατάξεις εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 30

Η οδηγία 93/75/EΟΚ του Συμβουλίου καταργείται από τις ... *.

Άρθρο 31

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 32

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Έγινε στις

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Κατάλογος πληροφοριών προς κοινοποίηση

1.  Πληροφορίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 4 – Γενικές πληροφορίες

α)  Στοιχεία του πλοίου (όνομα, σήμα κλήσης, αριθμός αναγνώρισης του ΙΜΟ ή αριθμός MMSI).

β)  Λιμένας προορισμού.

γ)  Πιθανή ώρα κατάπλου στον λιμένα προορισμού ή στο σταθμό πλοηγίας, όπως απαιτείται από την αρμόδια αρχή, και πιθανή ώρα απόπλου από τον εν λόγω λιμένα.

δ)  Συνολικός αριθμός των ατόμων που επιβαίνουν στο πλοίο.

2.  Πληροφορίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 12 – Πληροφορίες σχετικά με το φορτίο

α)  Οι ορθές τεχνικές ονομασίες των επικίνδυνων ή ρυπογόνων εμπορευμάτων, οι αριθμοί Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), εφόσον υπάρχουν, οι κλάσεις κινδύνου ΙΜΟ σύμφωνα με τους διεθνείς κώδικες IMDG, IBC και IGC και, ενδεχομένως, η κλάση του πλοίου που απαιτείται για τα φορτία INF σύμφωνα με τον κανόνα VII/14.2, οι ποσότητες των εμπορευμάτων αυτών και, όταν τα εμπορεύματα περιέχονται σε μονάδες μεταφοράς εκτός των φορητών δεξαμενών, ο αναγνωριστικός τους αριθμός.

β)  Διεύθυνση στην οποία μπορούν να αναζητηθούν αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με το φορτίο.

3.  Πληροφορίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 13

A.  Γενικές πληροφορίες

α)  Στοιχεία του πλοίου (όνομα, σήμα κλήσης, αριθμός αναγνώρισης του IMO ή αριθμός MMSI).

β)  Λιμένας προορισμού.

γ)  Για τα πλοία που αποπλέουν από λιμένα κράτους μέλους : πιθανή ώρα απόπλου από το λιμένα ή το σταθμό πλοηγίας, όπως απαιτείται από την αρμόδια αρχή, και πιθανή ώρα κατάπλου στο λιμένα προορισμού.

δ)  Για τα πλοία που προέρχονται από λιμένα εκτός της Κοινότητας με προορισμό λιμένα κράτους μέλους : πιθανή ώρα κατάπλου στο λιμένα προορισμού ή στο σταθμό πλοηγίας, όπως απαιτείται από την αρμόδια αρχή.

ε)  Συνολικός αριθμός των ατόμων που επιβαίνουν στο πλοίο.

B.  Πληροφορίες σχετικά με το φορτίο

α)  Οι ορθές τεχνικές ονομασίες των επικίνδυνων ή ρυπογόνων εμπορευμάτων, οι αριθμοί Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), εφόσον υπάρχουν, οι κλάσεις κινδύνου ΙΜΟ σύμφωνα με τους διεθνείς κώδικες IMDG, IBC και IGC και, ενδεχομένως, η κλάση του πλοίου όπως ορίζεται από τον κώδικα INF, οι ποσότητες των εμπορευμάτων αυτών και η θέση τους επί του πλοίου και, όταν τα εμπορεύματα περιέχονται σε μονάδες μεταφοράς εκτός των φορητών δεξαμενών, ο αναγνωριστικός τους αριθμός.

β)  Βεβαίωση ότι υπάρχει στο πλοίο κατάλογος, κατάσταση ή κατάλληλο σχέδιο φόρτωσης το οποίο αναφέρει λεπτομερώς τα επικίνδυνα ή ρυπογόνα εμπορεύματα που μεταφέρονται καθώς και τη θέση τους στο πλοίο.

γ)  Διεύθυνση στην οποία μπορούν να αναζητηθούν αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με το φορτίο.

4.  Πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 5

-  A Στοιχεία του πλοίου (όνομα, σήμα κλήσης, αριθμός αναγνώρισης του ΙΜΟ ή αριθμός MMSI)

-  B Ημερομηνία και ώρα

-  C ή D Θέση βάσει γεωγραφικού πλάτους και μήκους ή πραγματική θέση και απόσταση σε ναυτικά μίλια από σαφώς προσδιορισμένο σημείο

-  E Πορεία

-  F Ταχύτητα

-  I Λιμένας προορισμού και πιθανή ώρα κατάπλου

-  P Φορτίο και, εφόσον υπάρχουν στο πλοίο επικίνδυνα εμπορεύματα, ποσότητα και κλάση ΙΜΟ

-  T Διεύθυνση για την ανακοίνωση πληροφοριών σχετικά με το φορτίο

-  W Συνολικός αριθμός των ατόμων που επιβαίνουν στο πλοίο

-  X Διάφορες πληροφορίες :

   _ χαρακτηριστικά και εκτιμώμενη ποσότητα καυσίμων στη δεξαμενή, για τα πλοία που μεταφέρουν πάνω από 5.000 τόνους καυσίμων
   _ συνθήκες πλεύσης.

5.  Ο πλοίαρχος του πλοίου ενημερώνει αμέσως την ενδιαφερόμενη αρμόδια αρχή ή λιμενική αρχή, σε περίπτωση μεταβολής των πληροφοριών που κοινοποιούνται σύμφωνα με το παρόν Παράρτημα.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Ισχύουσες προδιαγραφές εξοπλισμού πλοίων

I.  Συστήματα αυτόματου εντοπισμού (AIS)

1.  Πλοία που ναυπηγούνται από την 1η Ιουλίου 2002 και μετά

Τα επιβατηγά πλοία, ανεξαρτήτως διαστάσεων, και όλα τα πλοία χωρητικότητας ίσης ή μεγαλύτερης των 300 τόνων, τα οποία ναυπηγούνται από την 1η Ιουλίου 2002 και μετά και καταπλέουν σε λιμένα κράτους μέλους της Κοινότητας, υποχρεούνται να φέρουν τον εξοπλισμό που προβλέπεται στο άρθρο 6.

2.  Πλοία που ναυπηγούνται πριν από την 1η Ιουλίου 2002

Τα επιβατηγά πλοία, ανεξαρτήτως διαστάσεων, και όλα τα πλοία χωρητικότητας ίσης ή μεγαλύτερης των 300 τόνων, τα οποία ναυπηγούνται πριν από την 1η Ιουλίου 2002 και καταπλέουν σε λιμένα κράτους μέλους της Κοινότητας, υποχρεούνται να φέρουν τον εξοπλισμό που προβλέπεται στο άρθρο 6 σύμφωνα με το ακόλουθο χρονοδιάγραμμα:

   α) επιβατηγά πλοία: μέχρι την 1η Ιουλίου 2003 το αργότερο,
   β) δεξαμενόπλοια: το αργότερο κατά την πρώτη επιθεώρηση του εξοπλισμού ασφαλείας που διενεργείται μετά την 1η Ιουλίου 2003,
   γ) πλοία, εκτός των επιβατηγών πλοίων και των δεξαμενόπλοιων, χωρητικότητας ίσης ή μεγαλύτερης των 50.000 τόνων, μέχρι την 1η Ιουλίου 2004 το αργότερο,
   δ) πλοία, εκτός των επιβατηγών πλοίων και των δεξαμενόπλοιων, χωρητικότητας ίσης ή μεγαλύτερης των 10.000 τόνων αλλά κατώτερης των 50.000, μέχρι την 1η Ιουλίου 2005 το αργότερο ή, σε ό,τι αφορά τα πλοία που εκτελούν διεθνή δρομολόγια, μια προγενέστερη ημερομηνία η οποία θα αποφασισθεί στο πλαίσιο του IMO,
   ε) πλοία, εκτός των επιβατηγών πλοίων και των δεξαμενόπλοιων, χωρητικότητας ίσης ή μεγαλύτερης των 3.000 τόνων αλλά κατώτερης των 10.000, μέχρι την 1η Ιουλίου 2006 το αργότερο ή, σε ό,τι αφορά τα πλοία που εκτελούν διεθνή δρομολόγια, μια προγενέστερη ημερομηνία η οποία θα αποφασισθεί στο πλαίσιο του IMO,
   στ) πλοία, εκτός των επιβατηγών πλοίων και των δεξαμενόπλοιων, χωρητικότητας ίσης ή μεγαλύτερης των 300 τόνων αλλά κατώτερης των 3.000, μέχρι την 1η Ιουλίου 2007 το αργότερο ή, σε ό,τι αφορά τα πλοία που εκτελούν διεθνή δρομολόγια, μια προγενέστερη ημερομηνία η οποία θα αποφασισθεί στο πλαίσιο του IMO.

Τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσουν τα επιβατηγά πλοία χωρητικότητας κάτω των 300 τόνων που εκτελούν εσωτερικά δρομολόγια από τις απαιτήσεις σχετικά με το AIS που καθορίζονται στο παρόν Παράρτημα.

II.  Συστήματα καταγραφής δεδομένων ταξιδιού (VDR)

1.  Τα πλοία που εμπίπτουν στις ακόλουθες κατηγορίες πρέπει να είναι εξοπλισμένα με σύστημα καταγραφής δεδομένων ταξιδιού το οποίο να πληροί τα πρότυπα επιδόσεων του ψηφίσματος A.861(20) του ΙΜΟ καθώς και τους κανόνες δοκιμής που ορίζει το πρότυπο αριθ. 61996 της Διεθνούς Ηλεκτροτεχνικής Επιτροπής (IEC), εφόσον καταπλέουν σε λιμένα κράτους μέλους της Κοινότητας:

   α) Τα επιβατηγά πλοία που ναυπηγούνται από την 1η Ιουλίου 2002 και μετά, το αργότερο στις .... *(18).
   β) Τα επιβατηγά πλοία RO-RO που ναυπηγούνται πριν από την 1η Ιουλίου 2002, το αργότερο κατά την πρώτη επιθεώρηση που διενεργείται κατά ή μετά την 1η Ιουλίου 2002.
   γ) Τα επιβατηγά πλοία, εκτός των επιβατηγών πλοίων RO-RO, που ναυπηγούνται πριν από την 1η Ιουλίου 2002, κατά την 1η Ιανουαρίου 2004, το αργότερο.
   δ) Τα πλοία, εκτός των επιβατηγών πλοίων, χωρητικότητας ίσης ή μεγαλύτερης των 3.000 τόνων, που ναυπηγούνται από την 1η Ιουλίου 2002 και μετά, το αργότερο στις .... *.

2.  Τα πλοία των εξής κατηγοριών και τα οποία ναυπηγούνται πριν από την 1η Ιουλίου 2002, εφόσον προσεγγίζουν σε λιμένα κράτους μέλους της Κοινότητας, πρέπει να φέρουν σύστημα καταγραφής δεδομένων ταξιδιού που πληροί τα αντίστοιχα πρότυπα του ΙΜΟ :

   α) τα φορτηγά πλοία χωρητικότητας ίσης ή μεγαλύτερης των 20.000 τόνων, το αργότερο μέχρι την ημερομηνία που έχει καθορίσει ο ΙΜΟ ή, ελλείψει απόφασης του ΙΜΟ, κατά την 1η Ιανουαρίου 2007, το αργότερο,
   β) τα φορτηγά πλοία χωρητικότητας ίσης ή μεγαλύτερης των 3.000 τόνων αλλά κάτω των 20.000 τόνων, το αργότερο μέχρι την ημερομηνία που έχει καθορίσει ο ΙΜΟ ή, ελλείψει απόφασης του ΙΜΟ, κατά την 1η Ιανουαρίου 2008, το αργότερο.

3.  Τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσουν τα επιβατηγά πλοία που εκτελούν μόνο εσωτερικά δρομολόγια σε θαλάσσιες ζώνες εκτός εκείνων που εμπίπτουν στην κατηγορία A, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 98/18/EΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαρτίου 1998, για τους κανόνες και τα πρότυπα ασφαλείας για τα επιβατηγά πλοία(19), από τις απαιτήσεις σχετικά με την καταγραφή δεδομένων ταξιδιού που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

Ηλεκτρονικά μηνύματα

1.  Τα κράτη μέλη αναπτύσσουν και διατηρούν την απαιτούμενη υποδομή ώστε να είναι δυνατή η μετάδοση, η λήψη και η μετατροπή δεδομένων μεταξύ συστημάτων που χρησιμοποιούν σύνταξη XML ή EDIFACT, με βάση το Διαδίκτυο ή τηλεπικοινωνιακά μέσα X.400.

2.  Η Επιτροπή αναπτύσσει και ενημερώνει, κατόπιν διαβουλεύσεων με τα κράτη μέλη, ένα "Έγγραφο Ελέγχου Διασύνδεσης" το οποίο περιγράφει τις δυνατότητες του συστήματος από άποψη σεναρίου και λειτουργιών του μηνύματος και της σχέσης μεταξύ των μηνυμάτων. Ο χρονισμός και οι επιδόσεις του μηνύματος καθώς και τα πρωτόκολλα και οι παράμετροι ανταλλαγής δεδομένων, παρουσιάζονται αναλυτικά. Το Έγγραφο Ελέγχου Διατύπωσης διευκρινίζει περαιτέρω το περιεχόμενο δεδομένων των απαιτούμενων λειτουργιών του μηνύματος και περιγράφει τα μηνύματα αυτά.

3.  Οι εν λόγω διαδικασίες και υποδομή θα πρέπει να περιλαμβάνουν, εφόσον είναι δυνατόν, τις υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων και ανταλλαγής πληροφοριών που απορρέουν από άλλες οδηγίες, όπως η οδηγία 2000/59/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, σχετικά με τις λιμενικές εγκαταστάσεις παραλαβής αποβλήτων πλοίου και καταλοίπων φορτίου(20).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙV

Μέτρα που δύνανται να λαμβάνουν τα κράτη μέλη σε περίπτωση που απειλείται η ασφάλεια στη θάλασσα και η προστασία του περιβάλλοντος

(δυνάμει του άρθρου 19, παράγραφος 1)

Όταν, ύστερα από κάποιο συμβάν, ατύχημα ή περιστάσεις που περιγράφονται στο άρθρο 17 και αφορούν πλοίο, η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους κρίνει ότι, στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, πρέπει να προληφθεί, να μετριασθεί ή να αποφευχθεί σοβαρή και άμεση απειλή για τις ακτές ή τα σχετικά συμφέροντα, την ασφάλεια άλλων πλοίων, του πληρώματος, των επιβατών ή των ατόμων που βρίσκονται στην ξηρά ή για να προστατευθεί το θαλάσσιο περιβάλλον, η αρχή αυτή δύναται, μεταξύ άλλων :

   α) Να περιορίσει τις κινήσεις του πλοίου ή να του επιβάλει συγκεκριμένη πορεία· η απαίτηση αυτή δεν θίγει την ευθύνη του πλοιάρχου για την ασφαλή διακυβέρνηση του πλοίου του,
   β) να ειδοποιήσει τον πλοίαρχο του πλοίου ώστε να θέσει τέρμα στην απειλή του περιβάλλοντος ή της ασφάλειας στη θάλασσα,
   γ) να αποστείλει στο πλοίο ομάδα αξιολόγησης με αποστολή να εκτιμήσει το βαθμό του κινδύνου, να παράσχει βοήθεια στον πλοίαρχο προκειμένου να αντιμετωπίσει την κατάσταση και να ενημερώσει σχετικά το αρμόδιο παράκτιο κέντρο,
   δ) να διατάξει τον πλοίαρχο να πλεύσει σε καταφύγιο σε περίπτωση άμεσου κινδύνου ή να επιβάλει την πλοήγηση ή τη ρυμούλκηση του πλοίου.

(1) EE C 58 Ε της 5.3.2002, σ. 14.
(2) ΕΕ C 53 Ε της 28.2.2002, σ. 304.
(3) ΕΕ C 120 Ε της 24.4.2001, σ. 67.
(4) ΕΕ C 362 Ε της 18.12.2001, σλ. 255.
(5) EE C 120 Ε της 24.4.2001, σ. 67.
(6) ΕΕ C 221 της 7.8.2001, σ. 54.
(7) ΕΕ C 357 της 14.12.2001, σ. 1.
(8) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Ιουνίου 2001 (ΕΕ C 53 Ε της 28.2.2002, σ. 304), κοινή θέση του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 2001 (ΕΕ C 58 Ε της 5.3.2002, σ. 14) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Απριλίου 2002.
(9) ΕΕ L 247 της 5.10.1993, σ. 19. Οδηγία η οποία τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 98/74/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 276 της 13.10.1998, σ. 7).
(10) ΕΕ C 271 της 7.10.1993, σ. 1.
(11) ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.
(12) ΕΕ L 138 της 1.6.1999, σ. 1.
(13)* Ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.
(14) EE L 157 της 7.7.1995, σ. 1. Οδηγία η οποία τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 1999/97/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 23.12.1999, σ. 67).
(15)* Εντός 18 μηνών από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.
(16)* Τρία έτη από την ημερομηνία που αναγράφεται στο άρθρο 29, παράγραφος 1.
(17)* 18 μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.
(18)* Ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.
(19) EE L 144 της 15.5.1998, σ. 1.
(20) ΕΕ L 332 της 28.12.2000, σ. 81.


Απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού ***II
PDF 554kWORD 205k
Ψήφισμα
Ενοποιημένο κείμενο
Παράρτημα
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου εν όψει της έγκρισης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τα απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (ΑΗΗΕ) (11304/2/2001 - C5-0636/2001 - 2000/0158(COD))
P5_TA(2002)0160A5-0100/2002

(Διαδικασία συναπόφασης: δεύτερη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη την κοινή θέση του Συμβουλίου (11304/2/2001 – C5-0636/2001),

–  έχοντας υπόψη τη θέση του κατά την πρώτη ανάγνωση(1) σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2000) 347)(2),

–  έχοντας υπόψη την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής (COM(2001) 315)(3),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΚ,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 80 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη τη σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Πολιτικής των Καταναλωτών (A5-0100/2002),

1.  τροποποιεί ως ακολούθως την κοινή θέση·

2.  αναθέτει στoν Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 10 Απριλίου 2002 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2002/·/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (ΑΗΗΕ)

P5_TC2-COD(2000)0158


ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175, παράγραφος 1,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής(4),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(5),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών(6),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 251 της Συνθήκης(7),

Εκτιμώντας τα εξής :

(1)  Οι στόχοι της πολιτικής της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος αποσκοπούν ιδίως στη διατήρηση, την προστασία και τη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος, την προστασία της υγείας του ανθρώπου και τη συνετή και ορθολογική χρησιμοποίηση των φυσικών πόρων. Η πολιτική αυτή στηρίζεται στην αρχή της προφύλαξης και στις αρχές της προληπτικής δράσης, της επανόρθωσης των καταστροφών του περιβάλλοντος, κατά προτεραιότητα στην πηγή, καθώς και στην αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει.

(2)  Το κοινοτικό πρόγραμμα πολιτικής και δράσης για το περιβάλλον και τη σταθερή ανάπτυξη ("Πέμπτο πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον")(8) ορίζει ότι, προκειμένου να επιτευχθεί βιώσιμη ανάπτυξη, απαιτούνται σημαντικές αλλαγές των υφιστάμενων προτύπων ανάπτυξης, παραγωγής, κατανάλωσης και συμπεριφοράς και υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, τη μείωση της σπατάλης των φυσικών πόρων και την πρόληψη της ρύπανσης. Το πρόγραμμα αυτό αναφέρει τα απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (ΑΗΗΕ) ως έναν από τους τομείς στους οποίους πρέπει να επιτευχθεί κανονιστική ρύθμιση, βάσει της εφαρμογής των αρχών της πρόληψης, της ανάκτησης και της ασφαλούς διάθεσης των αποβλήτων.

(3)  Η ανακοίνωση της Επιτροπής, της 30ής Ιουλίου 1996, για την επανεξέταση της κοινοτικής στρατηγικής διαχείρισης των αποβλήτων(9), αναφέρει ότι, όπου είναι αδύνατον να αποφευχθεί η παραγωγή αποβλήτων, τα απόβλητα θα πρέπει να επαναχρησιμοποιούνται ή να ανακτώνται για τα υλικά ή το ενεργειακό τους περιεχόμενο.

(4)  Το Συμβούλιο, στο ψήφισμά του, της 24ης Φεβρουαρίου 1997, για την κοινοτική στρατηγική διαχείρισης αποβλήτων(10), επέμεινε στην ανάγκη να προαχθεί η ανάκτηση αποβλήτων, με σκοπό τη μείωση της ποσότητας των προς διάθεση αποβλήτων και την εξοικονόμηση φυσικών πόρων, ιδίως με την επαναχρησιμοποίηση, την ανακύκλωση, τη λιπασματοποίηση και την ανάκτηση ενέργειας από απόβλητα, και αναγνώρισε ότι η επιλογή, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να εξαρτάται από τις περιβαλλοντικές και οικονομικές επιπτώσεις, αλλά ότι μέχρις ότου σημειωθεί επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος και αναπτυχθούν περαιτέρω οι αναλύσεις του κύκλου ζωής, η επαναχρησιμοποίηση και η ανάκτηση υλικών θα πρέπει να προτιμώνται, όπου και στο βαθμό που είναι οι περιβαλλοντικώς άριστες επιλογές. Το Συμβούλιο κάλεσε επίσης την Επιτροπή να αναπτύξει, το ταχύτερο δυνατό, κατάλληλη συνέχεια για τα έργα του προγράμματος για τις ροές αποβλήτων προτεραιότητας, συμπεριλαμβανομένων των ΑΗΗΕ.

(5)  Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο ψήφισμά του της 14ης Νοεμβρίου 1996 σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής και σχετικά με την πρόταση ψηφίσματος του Συμβουλίου(11), κάλεσε την Επιτροπή να υποβάλει προτάσεις για οδηγίες σχετικά με ορισμένες ροές αποβλήτων προτεραιότητας, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών αποβλήτων, και να βασίσει τις προτάσεις αυτές στην αρχή της ευθύνης του παραγωγού. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με το ίδιο ψήφισμα, κάλεσε το Συμβούλιο και την Επιτροπή να υποβάλουν προτάσεις για τον περιορισμό του όγκου των παραγόμενων αποβλήτων.

(6)  Η οδηγία 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, για τα απόβλητα(12), προβλέπει τη δυνατότητα θέσπισης ειδικών κανόνων για ιδιαίτερες περιπτώσεις ή για τη συμπλήρωση των οριζομένων στην εν λόγω οδηγία σε ό,τι αφορά τη διαχείριση επιμέρους κατηγοριών αποβλήτων μέσω ειδικών οδηγιών.

(7)  Η ποσότητα των ΑΗΗΕ που παράγεται στην Κοινότητα αυξάνεται ταχέως. Το περιεχόμενο των επικινδύνων συστατικών των ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού προκαλεί μείζονα προβληματισμό κατά το στάδιο της διαχείρισης των αποβλήτων και η ανακύκλωση των ΑΗΗΕ δεν πραγματοποιείται σε επαρκή κλίμακα.

(8)  Ο στόχος της βελτίωσης της διαχείρισης των ΑΗΗΕ είναι αδύνατον να επιτευχθεί ουσιαστικά με την ανάληψη χωριστής δράσης εκ μέρους των κρατών μελών. Ιδίως, η διαφορετική εφαρμογή σε εθνικό επίπεδο της αρχής της ευθύνης του παραγωγού ενδέχεται να οδηγήσει σε σοβαρές ανομοιότητες όσον αφορά τη χρηματοοικονομική επιβάρυνση των φορέων οικονομικής εκμετάλλευσης. Η ύπαρξη διαφορετικών εθνικών πολιτικών σχετικά με τη διαχείριση των ΑΗΗΕ υποβαθμίζει την αποτελεσματικότητα των πολιτικών ανακύκλωσης. Για το λόγο αυτό, τα βασικά κριτήρια θα πρέπει να καθορίζονται σε κοινοτικό επίπεδο.

(9)  Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να εφαρμόζονται για προϊόντα και παραγωγούς ανεξαρτήτως της τεχνικής πωλήσεων, συμπεριλαμβανομένων των πωλήσεων εξ αποστάσεως και των ηλεκτρονικών πωλήσεων. Εν προκειμένω, οι υποχρεώσεις παραγωγών και διανομέων που χρησιμοποιούν διαύλους πωλήσεων εξ αποστάσεως και ηλεκτρονικών πωλήσεων θα πρέπει, εφόσον είναι εφικτό, να είναι ομοιόμορφες και να επιβάλλονται με τον ίδιο τρόπο, προκειμένου να αποφεύγεται άλλοι δίαυλοι διανομής να επιβαρύνονται με το κόστος των διατάξεων της παρούσας οδηγίας σχετικά με τα ΑΗΗΕ, ο εξοπλισμός των οποίων πωλήθηκε μέσω πώλησης εξ αποστάσεως ή ηλεκτρονικής πώλησης.

(10)  Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να συμπεριλάβει όλα τα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού που χρησιμοποιούνται από τους καταναλωτές καθώς και τα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού που προορίζονται για επαγγελματική χρήση και θα μπορούσαν να καταλήξουν σε ροή αστικών αποβλήτων. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της κοινοτικής νομοθεσίας σχετικά με τις απαιτήσεις ασφάλειας και υγείας που προστατεύει όλους τους συντελεστές οι οποίοι έρχονται σε επαφή με τα ΑΗΗΕ, καθώς και της ειδικής κοινοτικής νομοθεσίας για τη διαχείριση των αποβλήτων, ιδίως της οδηγίας 91/157/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 1991, για τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές που περιέχουν ορισμένες επικίνδυνες ουσίες(13).

(11)  Η οδηγία 91/157/ΕΟΚ πρέπει να αναθεωρηθεί το συντομότερο δυνατόν σε συνάρτηση με την παρούσα οδηγία.

(  12) Με την καθιέρωση της ευθύνης του παραγωγού, η παρούσα οδηγία ενθαρρύνει τον σχεδιασμό και την παραγωγή των ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού που λαμβάνουν πλήρως υπόψη και διευκολύνουν την επισκευή, την πιθανή αναβάθμιση, την επαναχρησιμοποίηση, την αποσυναρμολόγηση και την ανακύκλωσή τους.

(13)  Προκειμένου να προστατεύεται η υγεία και να διασφαλίζονται οι συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας του προσωπικού του διανομέα που μετέχει στην παραλαβή και το χειρισμό των ΑΗΗΕ, τα κράτη μέλη καθορίζουν, σύμφωνα με τα εθνικά και κοινοτικά πρότυπα υγείας και ασφάλειας, υπό ποίες προϋποθέσεις οι διανομείς εγκρίνουν ή απορρίπτουν τις επιστροφές.

(  14) Η χωριστή συλλογή αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να εξασφαλιστεί η εξειδικευμένη επεξεργασία και ανακύκλωση των ΑΗΗΕ και είναι αναγκαία προκειμένου να επιτευχθεί το επιλεγέν επίπεδο προστασίας, εντός της Κοινότητας, τόσο της υγείας του ανθρώπου όσο και του περιβάλλοντος. Οι καταναλωτές υποχρεούνται να συμβάλλουν ενεργώς στην επιτυχία της ως άνω συλλογής και θα πρέπει να ενθαρρύνονται ώστε να επιστρέφουν τα ΑΗΗΕ. Προς τούτο, θα πρέπει να δημιουργηθούν οι προσήκουσες εγκαταστάσεις για την επιστροφή των ΑΗΗΕ, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων σημείων συλλογής, για την τουλάχιστον άνευ επιβαρύνσεως επιστροφή αναλόγων αποβλήτων εκ μέρους των οικιακών χρηστών.

(  15) Προκειμένου να επιτευχθεί το επιλεγέν επίπεδο προστασίας και οι εναρμονισμένοι περιβαλλοντικοί στόχοι στην Κοινότητα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι τα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού δεν θα διατίθενται πλέον μαζί με αδιαχώριστα αστικά απόβλητα, και ότι όλα τα ΑΗΗΕ θα αποκομίζονται χωριστά. Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα κράτη μέλη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για την καθιέρωση αποτελεσματικών προγραμμάτων συλλογής, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποδεικνύουν, με την επιφύλαξη του στόχου για ξεχωριστή συλλογή όλων των ΑΗΗΕ, ότι συλλέγουν κατά μέσο όρο τουλάχιστον έξι κιλά ΑΗΗΕ ανά έτος και ανά κάτοικο, στον οικιακό τομέα.

(  16) Επιβάλλεται η εξειδικευμένη επεξεργασία των ΑΗΗΕ προκειμένου να αποφευχθεί η διάχυση ρύπων στα ανακυκλωμένα υλικά ή τις ροές αποβλήτων. Η επεξεργασία αυτή είναι το πλέον αποτελεσματικό μέσο για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς το επιλεγέν επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος της Κοινότητας. Κάθε οργανισμός ή επιχείρηση που αναλαμβάνει διαδικασίες ανακύκλωσης και επεξεργασίας θα πρέπει να ανταποκρίνεται σε ελάχιστα πρότυπα ώστε να αποφεύγονται οι αρνητικές επιπτώσεις για το περιβάλλον λόγω της επεξεργασίας των ΑΗΗΕ. Η πλέον σύγχρονη τεχνολογία επεξεργασίας και ανάκτησης και ανακύκλωσης θα πρέπει να χρησιμοποιείται, υπό τον όρο ότι εξασφαλίζει την ανθρώπινη υγεία και περιβαλλοντική προστασία υψηλού επιπέδου.

(  17) Με εξαίρεση τις συσκευές που επαναχρησιμοποιούνται ως σύνολα, όλα τα απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού που συλλέγονται ξεχωριστά θα πρέπει να υποβάλλονται σε επαναξιοποίηση, έτσι ώστε να επιτευχθεί το υψηλότερο δυνατό επίπεδο ανακύκλωσης και ανάκτησης. Όταν κρίνεται σκόπιμο, η επαναχρησιμοποίηση ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών, καθώς και των αναλώσιμων και συναρμολογούμενων εξαρτημάτων τους θα πρέπει να έχει προτεραιότητα. Θα πρέπει, επίσης, οι παραγωγοί να ενθαρρυνθούν ώστε να ενσωματώνουν τα προϊόντα της ανακύκλωσης στη νέα παραγωγή.

(18)  Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε χρησιμοποιημένα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού που εξάγονται σε τρίτες χώρες να είναι κατάλληλα και να προορίζονται για επαναχρησιμοποίηση και όχι για ανακύκλωση, ανάκτηση ή απόρριψη.

(  19) Επιβάλλεται να καθιερωθούν βασικές αρχές για τη χρηματοδότηση της διαχείρισης των ΑΗΗΕ σε κοινοτικό επίπεδο και τα χρηματοδοτικά προγράμματα πρέπει να συμβάλουν σε μεγάλο βαθμό στη συλλογή των αποβλήτων καθώς επίσης και στην εφαρμογή της αρχής της ευθύνης του παραγωγού.

(  20) Οι οικιακοί χρήστες ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επιστρέφουν τα ΑΗΗΕ τουλάχιστον δωρεάν. Κατά συνέπεια, οι παραγωγοί θα πρέπει να χρηματοδοτούν την αποκομιδή από τις εγκαταστάσεις συλλογής, την επεξεργασία, την ανάκτηση και τη διάθεση των ΑΗΗΕ. Προκειμένου να αποκομισθούν τα μέγιστα δυνατά οφέλη από την αρχή της ευθύνης του παραγωγού, οι παραγωγοί θα πρέπει να ανταποκρίνονται στις χρηματοδοτικές ευθύνες τους χωριστά. Το κόστος συλλογής, επεξεργασίας και περιβαλλοντικώς ασφαλούς διάθεσης θα πρέπει να καταλογίζεται στην τιμή των προϊόντων. Τα κράτη μέλη στα οποία ισχύουν ήδη άλλες χρηματοδοτικές συμφωνίες, πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να μπορούν να διατηρούν τις εν λόγω συμφωνίες, με την επιφύλαξη των πορισμάτων σχετικής αναθεώρησης, όχι όμως για διάστημα μεγαλύτερο των δέκα ετών από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας. Η ευθύνη για τη χρηματοδότηση της διαχείρισης των ιστορικών αποβλήτων θα πρέπει να επιμερίζεται συλλογικά μεταξύ των παραγωγών που είναι ενεργοί στην αγορά όταν ανακύπτει το κόστος, αναλόγως προς το μερίδιο καθενός στην αγορά ανά τύπο συσκευής. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι, για ορισμένη μεταβατική περίοδο βασιζόμενη στο μέσο όρο διάρκειας ζωής της συσκευής, που δεν υπερβαίνει όμως τη δεκαετία από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, θα παρέχεται στους παραγωγούς η προαιρετική δυνατότητα να ενημερώνουν τους χρήστες σχετικά με το κόστος συλλογής, επεξεργασίας και διάθεσης των ιστορικών αποβλήτων κατά τρόπο περιβαλλοντικώς συμβατό, σε προαιρετική βάση κατά την πώληση νέων προϊόντων. Οι παραγωγοί που κάνουν χρήση της εν λόγω διάταξης θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι το αναφερόμενο κόστος αντιστοιχεί στο πραγματικό κόστος.

(  21) Η πληροφόρηση των χρηστών σχετικά με την υποχρέωση, οι παλαιές συσκευές να μην διατίθενται πλέον μαζί με τα αδιαχώριστα αστικά απόβλητα αλλά να αποκομίζονται ξεχωριστά, καθώς επίσης σχετικά με τα συστήματα συλλογής και το ρόλο που διαδραματίζουν κατά τη διαχείριση των ΑΗΗΕ είναι πρωταρχικής σημασίας για την επιτυχία της συλλογής των ΑΗΗΕ. Η ενημέρωση αυτή προϋποθέτει τη δέουσα σήμανση των ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού, που θα μπορούσαν να καταλήξουν σε κάδους αχρήστων ή ανάλογα μέσα συλλογής αστικών αποβλήτων.

(  22) Η ενημέρωση για την αναγνώριση των κατασκευαστικών στοιχείων και των υλικών που παρέχονται εκ μέρους των παραγωγών είναι σημαντική προκειμένου να διευκολύνεται η διαχείριση, και ιδίως η επεξεργασία και η ανάκτηση/ανακύκλωση των ΑΗΗΕ.

(23)  Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν την διαθεσιμότητα αναγκαίας υποδομής για τις επιθεωρήσεις και την εποπτεία που θα επιτρέψουν την επαλήθευση της ορθής υλοποίησης της παρούσας οδηγίας.

(  24) Οι πληροφορίες σχετικά με το βάρος ή, εάν αυτό δεν είναι εφικτό, σχετικά με τον αριθμό των ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού που διατίθενται στην αγορά της Κοινότητας καθώς και σχετικά με τα ποσοστά συλλογής, επαναχρησιμοποίησης (συμπεριλαμβανομένης, κατά το δυνατόν, της επαναχρησιμοποίησης ολόκληρων συσκευών) και ανάκτησης/ανακύκλωσης και εξαγωγής των ΑΗΗΕ, είναι απαραίτητες για την επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας.

(  25) Τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να εφαρμόζουν ορισμένες διατάξεις της παρούσας οδηγίας μέσω συμφωνιών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των οικείων οικονομικών κλάδων, υπό τον όρο ότιτηρούνται οι ειδικές προϋποθέσεις.

(  26) Η προσαρμογή ορισμένων διατάξεων της παρούσας οδηγίας στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο, ο κατάλογος προϊόντων που υπάγεται στις κατηγορίες του Παραρτήματος ΙΑ, η επιλεκτική επεξεργασία υλικών και κατασκευαστικών στοιχείων των ΑΗΗΕ, οι τεχνικές απαιτήσεις για την αποθήκευση και την επεξεργασία και το σύμβολο σήμανσης του ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού, θα πρέπει να πραγματοποιούνται από την Επιτροπή στο πλαίσιο διαδικασίας επιτροπής.

(  27) Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή(14),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ :

Άρθρο 1

Στόχοι

Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι, ως πρώτη προτεραιότητα, η πρόληψη της δημιουργίας αποβλήτων ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (AHHE), και επιπλέον η επαναχρησιμοποίηση, η ανακύκλωση και άλλες μορφές ανάκτησης των αποβλήτων αυτών ώστε να μειωθεί η ποσότητα των αποβλήτων προς διάθεση. Παράλληλα επιδιώκεται η βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων όλων των φορέων που συμμετέχουν στον κύκλο ζωής του ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού, παραδείγματος χάριν, παραγωγών, διανομέων και καταναλωτών, και ιδίως των φορέων που σχετίζονται άμεσα με την επεξεργασία των αποβλήτων ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.  Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στον ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό που υπάγεται στις κατηγορίες του Παραρτήματος ΙΑ, εφόσον ο εν λόγω εξοπλισμός δεν αποτελεί τμήμα άλλου τύπου εξοπλισμού ο οποίος δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Στο Παράρτημα ΙΒ περιέχεται κατάλογος προϊόντων που εμπίπτουν στις κατηγορίες του Παραρτήματος ΙΑ.

2.  Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της κοινοτικής νομοθεσίας σχετικά με τις απαιτήσεις ασφάλειας και υγείας καθώς και της ειδικής κοινοτικής νομοθεσίας για τη διαχείριση των αποβλήτων.

3.  Ο εξοπλισμός που συνδέεται με την προστασία ουσιωδών συμφερόντων ασφάλειας των κρατών μελών, τα όπλα, τα πυρομαχικά και το πολεμικό υλικό, εξαιρούνται από την παρούσα οδηγία. Ωστόσο, η εξαίρεση αυτή δεν ισχύει για προϊόντα που δεν προορίζονται για στρατιωτικούς σκοπούς ειδικά.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

   (α) "Ηλεκτρικός και ηλεκτρονικός εξοπλισμός": ο εξοπλισμός η ορθή λειτουργία του οποίου εξαρτάται από ηλεκτρικά ρεύματα ή ηλεκτρομαγνητικά πεδία και ο εξοπλισμός για την παραγωγή, τη μεταφορά και τη μέτρηση των ρευμάτων και πεδίων αυτών, ο οποίος υπάγεται στις κατηγορίες του Παραρτήματος ΙΑ και ο οποίος έχει σχεδιασθεί για να λειτουργεί υπό ονομαστική τάση μέχρι 1000 V εναλλασσομένου ρεύματος και μέχρι 1500 V συνεχούς ρεύματος.
   (β) "Απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού" ή "ΑΗΗΕ": ο ηλεκτρικός και ηλεκτρονικός εξοπλισμός που θεωρείται απόβλητο κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο α) της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ, συμπεριλαμβανομένων όλων των κατασκευαστικών στοιχείων, των συναρμολογημένων μερών και των αναλωσίμων, που συνιστούν τμήμα του προϊόντος κατά τον χρόνο απόρριψής του.
   (γ) "Πρόληψη": Τα μέτρα που αποσκοπούν στη μείωση της ποσότητας των ΑΗΗΕ, καθώς και των υλικών και των ουσιών που περιέχουν, και στον περιορισμό των κινδύνων που συνεπάγονται για το περιβάλλον.
   (δ) "Επαναχρησιμοποίηση": οιαδήποτε ενέργεια χάρη στην οποία τα ΑΗΗΕ ή τα κατασκευαστικά τους μέρη χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς που σχεδιάστηκαν, συμπεριλαμβανομένης της συνέχισης της χρήσης του εξοπλισμού ή των κατασκευαστικών τους μερών που επιστρέφονται στα σημεία συλλογής ή στους διανομείς, τους ανακυκλωτές ή τους παραγωγούς.
   (ε) "Ανακύκλωση": η επανεπεξεργασία, στο πλαίσιο της παραγωγικής διαδικασίας, των αποβλήτων υλικών, για τους σκοπούς που αρχικά είχαν σχεδιασθεί ή για άλλους σκοπούς, εξαιρουμένης, εντούτοις, της ανάκτησης ενεργείας, η οποία συνίσταται στη χρήση καυσίμων αποβλήτων ως μέσων παραγωγής ενέργειας με άμεση καύση με ή χωρίς άλλα απόβλητα, αλλά με ανάκτηση της θερμότητας.
   (στ) "Ανάκτηση": οιαδήποτε εφαρμόσιμη ενέργεια που αναφέρεται στο Παράρτημα ΙΙΒ της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ.
   (ζ) "Διάθεση": οιαδήποτε εφαρμόσιμη ενέργεια που αναφέρεται στο Παράρτημα ΙΙΑ της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ.
   (η) "Επεξεργασία": οιαδήποτε δραστηριότητα μετά την παράδοση των ΑΗΗΕ σε μονάδα απορρύπανσης, αποσυναρμολόγησης, τεμαχισμού, ανάκτησης ή προετοιμασίας για διάθεση καθώς και οιαδήποτε άλλη ενέργεια εκτελείται για την ανάκτηση και/ή τη διάθεση των ΗΗΕ.
  (θ) "Παραγωγός": οιοδήποτε πρόσωπο, ανεξάρτητα από το ποια τεχνική πωλήσεων χρησιμοποιεί, συμπεριλαμβανομένης της εξ αποστάσεως επικοινωνίας σύμφωνα με την οδηγία 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1997, για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις(15), το οποίο:
   ( i) κατασκευάζει και πωλεί ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό με τη μάρκα του,
   ( ii) μεταπωλεί με τη μάρκα του εξοπλισμό παραγόμενο από άλλους προμηθευτές, όπου ο μεταπωλητής δεν θεωρείται παραγωγός, εφόσον η μάρκα του παραγωγού αναγράφεται στη συσκευή σύμφωνα με το σημείο i), ή
   ( iii) εισάγει ή εξάγει κατ' επάγγελμα ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό σε ένα κράτος μέλος. Όταν ένας παραγωγός προμηθεύει και/ή διανέμει σε άλλο πρόσωπο -πρώτος κάτοχος- οποιοδήποτε είδος ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (ή προϊόντα που περιέχουν είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού) που εισήγαγε σε οποιοδήποτε κράτος μέλος, στο πλαίσιο ή βάσει χρηματοδοτικής συμφωνίας, εισαγωγέας, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας θεωρείται ο πρώτος κάτοχος.
   ( ι) "Διανομέας": οιοσδήποτε παρέχει ηλεκτρικό ή ηλεκτρονικό εξοπλισμό, επί εμπορικής βάσεως, σε εκείνον που πρόκειται να τον χρησιμοποιήσει.
   ( ια) "ΑΗΗΕ οικιακής προέλευσης": τα ΑΗΗΕ που προέρχονται από νοικοκυριά και από εμπορικές, βιομηχανικές, ιδρυματικές και άλλες πηγές, η φύση και η ποσότητα των οποίων είναι παρόμοιες με των προερχόμενων από νοικοκυριά.
   ( ιβ) "Επικίνδυνες ουσίες ή παρασκευάσματα": κάθε ουσία ή παρασκεύασμα που πρέπει να θεωρείται επικίνδυνο δυνάμει της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1967, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν στην ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικίνδυνων ουσιών(16) ή της οδηγίας 1999/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 1999 για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν την ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικίνδυνων παρασκευασμάτων(17).
   (ιγ) "Ξεχωριστή χρηματοδότηση": η ευθύνη του κάθε παραγωγού για το κόστος που συνδέεται με τα προϊόντα του.
   (ιδ ) "Χρηματοδοτική συμφωνία": οποιαδήποτε συμφωνία ή ρύθμιση δανειοδότησης, μίσθωσης, ενοικίασης ή μελλοντικής πώλησης εξοπλισμού, ανεξάρτητα από το εάν οι όροι της εν λόγω συμφωνίας ή της ρύθμισης ή οιασδήποτε συνοδευτικής συμφωνίας ή ρύθμισης προβλέπουν ή επιτρέπουν τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας του εξοπλισμού.

Άρθρο 4

Σχεδίαση προϊόντων

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι παραγωγοί λαμβάνουν κάθε λελογισμένο μέτρο προκειμένου να κυκλοφορούν στην αγορά μόνον είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού τα οποία, στα πλαίσια της πρακτικότητας και της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις ασφαλείας, είναι σχεδιασμένα και κατασκευασμένα κατά τρόπο ώστε να μην εμποδίζουν:

   ( α) την επαναχρησιμοποίησή τους, ως ολόκληρων συσκευών ή μερών (εξαρτήματα, συναρμολογούμενα μέρη και αναλώσιμα)·
   ( β) τη δυνατότητα χρησιμοποίησής τους σε συνδυασμό με επαναχρησιμοποιήσιμα ή επαναχρησιμοποιούμενα εξαρτήματα, συναρμολογούμενα μέρη και αναλώσιμα)·
   ( γ) την πλήρη ή μερική ανακύκλωσή τους.

Άρθρο 5

Χωριστή συλλογή

1.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ότι το αργότερο ... [30 μήνες από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας], τα ΑΗΗΕ δεν θα διατίθενται πλέον μαζί με τα άλλα μικτά αστικά απόβλητα, αλλά όλα τα ΑΗΗΕ θα αποκομίζονται χωριστά.

2.   Για τα ΑΗΗΕ οικιακής προέλευσης, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το αργότερο ... [30 μήνες μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας]:

   (α) να έχουν δημιουργηθεί συστήματα τα οποία να επιτρέπουν στους τελικούς κατόχους και τους διανομείς να επιστρέφουν τα απόβλητα αυτά τουλάχιστον δωρεάν. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι υπάρχουν και είναι προσιτές οι απαραίτητες εγκαταστάσεις συλλογής, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως την πληθυσμιακή πυκνότητα,
   (β) οι διανομείς, κατά την παροχή νέου προϊόντος, να είναι υπεύθυνοι να εξασφαλίζουν ότι τα απόβλητα αυτά μπορούν να επιστρέφονται στο διανομέα τουλάχιστον δωρεάν, ένα προς ένα, εφόσον ο εξοπλισμός αυτός είναι ισοδύναμου τύπου και εκπληρώνει τις ίδιες λειτουργίες με τον παρεχόμενο εξοπλισμό. Οι διανομείς μπορούν να το κάνουν αυτό με εναλλακτικές ρυθμίσεις, όπως δεχόμενοι τα απόβλητα στο σημείο αγοράς ή παράδοσης, είτε με ισοδύναμους διακανονισμούς με τρίτους οι οποίοι ενεργούν για λογαριασμό τους, υπό την προϋπόθεση ότι η επιστροφή των ΑΗΗΕ εξακολουθεί να γίνεται δωρεάν και δεν καθίσταται δυσκολότερη για τον τελικό κάτοχο.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποκλίνουν από την παρούσα διάταξη, εφόσον διασφαλίσουν ότι τούτο δεν καθιστά δυσχερέστερη για τους τελικούς χρήστες την επιστροφή των ΑΗΗΕ και με την προϋπόθεση ότι αυτά τα συστήματα συνεχίζονται να παρέχονται δωρεάν στον καταναλωτή. Τα κράτη μέλη που κάνουν χρήση της παρούσας διάταξης ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά.

Με την επιφύλαξη των διατάξεων των στοιχείων (α) και (β), τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι παραγωγοί να μπορούν, σε εθελοντική βάση, να συγκροτούν και να θέτουν σε λειτουργία ατομικά και/ή συλλογικά συστήματα επιστροφής για ΑΗΗΕ που προέρχονται από οικιακή χρήση.

Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ειδικές ρυθμίσεις για τη σύμφωνα με τα στοιχεία (α) και (β) επιστροφή των ΑΗΗΕ, αν ο εξοπλισμός δεν περιλαμβάνει τα ουσιώδη κατασκευαστικά στοιχεία ή αν περιέχει άλλα απόβλητα εκτός των ΑΗΗΕ.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα απόβλητα ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών που θεωρούνται ότι περιέχουν εξωγενείς ρύπους –συμπεριλαμβανομένων των ραδιενεργών ή βιολογικών ρύπων, ή επικινδύνων και, εν δυνάμει απειλητικών για την υγεία και την ασφάλεια του προσωπικού, επιστρέφονται σε ειδικά σημεία συλλογής που διαθέτουν προσωπικό ειδικά εκπαιδευμένο στο συγκεκριμένο τομέα, και κατάλληλο εξοπλισμό σύμφωνα με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας.

Σύμφωνα με τις διατάξεις των οδηγιών 67/548/ΕΟΚ και 1999/45/ΕΚ, και σε συνάρτηση με τα εθνικά ή κοινοτικά πρότυπα υγείας και ασφάλειας, οι διανομείς μπορούν να αρνούνται την επιστροφή ΑΗΗE που θεωρούν ότι είναι μολυσμένα, συμπεριλαμβανομένων των ραδιενεργών και βιολογικών, ή επικινδύνων και, εν δυνάμει απειλητικών για την υγεία και την ασφάλεια του προσωπικού.

3.  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι παραγωγοί να εξασφαλίζουν τη συλλογή αποβλήτων ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού που δεν προέρχονται από οικιακή χρήση.

4.  Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όλα τα ΑΗΗΕ που συλλέγονται σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3, μεταφέρονται σε εγκαταστάσεις επεξεργασίας εγκεκριμένες δυνάμει του άρθρου 6, εκτός αν οι συσκευές επαναχρησιμοποιούνται ως σύνολα. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η σχεδιαζόμενη επαναχρησιμοποίηση να μην οδηγεί σε καταστρατήγηση της παρούσας οδηγίας, και ιδίως των άρθρων 6 και 7. Η συλλογή και η μεταφορά χωριστά συλλεγόμενων ΑΗΗΕ εκτελείται κατά τρόπο που να βελτιστοποιεί την επαναχρησιμοποίηση και την ανακύκλωση των κατασκευαστικών στοιχείων ή ολόκληρων των συσκευών που είναι δυνατόν να επαναχρησιμοποιηθούν ή να ανακυκλωθούν.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε χρησιμοποιημένα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού που εξάγονται σε τρίτες χώρες να είναι κατάλληλα και να προορίζονται για επαναχρησιμοποίηση και όχι για ανακύκλωση, ανάκτηση, απόρριψη.

5.  Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 2005, θα αποδεικνύεται η επίτευξη χωριστής συλλογής αποβλήτων ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού οικιακής χρήσης τουλάχιστον έξι χιλιογράμμων ανά κάτοικο κατά μέσο όρο ετησίως.

Με βάση τις πληροφορίες που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 12, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θεσπίζουν, το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2007, βάσει προτάσεως της Επιτροπής και λαμβάνοντας υπόψη την τεχνική και οικονομική πείρα που αποκόμισαν τα κράτη μέλη, νέα ποσόστωση για τα έτη μετά το 2008. Η αποδεικτέα ποσόστωση μπορεί ενδεχομένως να διατυπώνεται ως ποσοστό των ποσοτήτων ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών που έχουν πωληθεί κατά τα προηγούμενα έτη για οικιακή χρήση.

Άρθρο 6

Επεξεργασία

1.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι παραγωγοί ή οι τρίτοι οι οποίοι ενεργούν για λογαριασμό τους, σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, να δημιουργούν συστήματα επεξεργασίας των ΑΗΗΕ εφαρμόζοντας την πλέον προηγμένη τεχνολογία ανάκτησης και ανακύκλωσης. Οι παραγωγοί μπορούν να δημιουργήσουν ατομικά και/ή συλλογικά συστήματα. Για να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση με το άρθρο 4 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ, η επεξεργασία αυτή πρέπει να περιλαμβάνει, τουλάχιστον, την αφαίρεση όλων των ρευστών και την επιλεκτική επεξεργασία σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙ της παρούσας οδηγίας.

Άλλες τεχνολογίες επεξεργασίας που εξασφαλίζουν τουλάχιστον το ίδιο επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος, είναι δυνατόν να εισαχθούν στο Παράρτημα ΙΙ σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 14, παράγραφος 2.

Για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ελάχιστους κανόνες ποιότητας για την επεξεργασία των συλλεγόμενων ΑΗΗΕ. Τα κράτη μέλη που ορίζουν παρόμοιους κανόνες ποιότητας, ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή, η οποία τους δημοσιεύει.

2.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε κάθε εγκατάσταση ή επιχείρηση που εκτελεί εργασίες επεξεργασίας να λαμβάνει άδεια από τις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ.

Η παρέκκλιση από την απαίτηση για την έκδοση άδειας που αναφέρεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, σημείο β) της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ, μπορεί να ισχύει για τις εργασίες ανάκτησης ΑΗΗΕ, εφόσον, πριν από την καταχώρηση, οι αρμόδιες αρχές διενεργήσουν επιθεώρηση για να εξακριβώσουν τη συμμόρφωση προς το άρθρο 4 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ.

Η επιθεώρηση εξακριβώνει :

   (α) το είδος και τις ποσότητες των προς επεξεργασία αποβλήτων,
   (β) τις γενικές τεχνικές απαιτήσεις που πρέπει να τηρούνται,
   (γ) τα προληπτικά μέτρα ασφαλείας που πρέπει να λαμβάνονται.

Η επιθεώρηση διενεργείται τουλάχιστον μία φορά το χρόνο και τα αποτελέσματά της ανακοινώνονται από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή.

3.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε κάθε εγκατάσταση ή επιχείρηση που εκτελεί εργασίες επεξεργασίας, να αποθηκεύει και να επεξεργάζεται τα ΑΗΗΕ σύμφωνα με τις τεχνικές απαιτήσεις του Παραρτήματος ΙΙΙ.

4.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η αναφερόμενη στην παράγραφο 2 άδεια ή καταχώρηση να περιλαμβάνει όλες τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την τήρηση των απαιτήσεων των παραγράφων 1 και 3 και για την επίτευξη των στόχων ανάκτησης του άρθρου 7.

5.  Η επεξεργασία μπορεί επίσης να διενεργείται εκτός του αντιστοίχου κράτους μέλους ή της Κοινότητας, υπό την προϋπόθεση ότι τα ΑΗΗΕ μεταφέρονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 259/93 του Συμβουλίου, της 1ης Φεβρουαρίου 1993, σχετικά με την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μεταφορών αποβλήτων στο εσωτερικό της Κοινότητας καθώς και κατά την είσοδο και έξοδό τους(18).

Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι παραγωγοί θα παραδίδουν ΑΗΗΕ σε οργανισμούς και επιχειρήσεις που πληρούν ορισμένους ελάχιστους κανόνες ποιότητας σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο, εκτός αν μπορεί να αποδειχθεί ότι οι συσκευές επαναχρησιμοποιήθηκαν πλήρως.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αρνούνται τη μεταφορά ΑΗΗΕ που προορίζονται για ανάκτηση ή τελική διάθεση (σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 259/93), εφόσον δεν τηρούνται στη χώρα εισαγωγής οι ελάχιστοι κανόνες ποιότητας όσον αφορά την επεξεργασία, που προβλέπονται στην παράγραφο 1 και οι τεχνικές απαιτήσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 3.

6.  Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν όσα καταστήματα ή επιχειρήσεις προβαίνουν σε επεξεργασία να εισάγουν πιστοποιημένα συστήματα περιβαλλοντικής διαχείρισης σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 761/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2001, για την εκούσια συμμετοχή οργανισμών σε κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου (ΕΜΑS)(19).

Άρθρο 7

Ανάκτηση

1.  Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι παραγωγοί ή οι τρίτοι οι οποίοι ενεργούν για λογαριασμό τους, δημιουργούν συστήματα, είτε επί ατομικής είτε επί συλλογικής βάσεως, σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, για την ανάκτηση των ΑΗΗΕ που συλλέγονται χωριστά, σύμφωνα με το άρθρο 5. Τα κράτη μέλη δίνουν προτεραιότητα στην επαναχρησιμοποίηση ολόκληρων συσκευών. Μέχρι την ημερομηνία που προβλέπεται στην παράγραφο 4, οι συσκευές αυτές δεν λαμβάνονται υπόψη για την τήρηση των στόχων της παραγράφου 2.

2.  Όσον αφορά τα ΑΗΗΕ που αποστέλλονται για επεξεργασία σύμφωνα με το άρθρο 6, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, έως την 31η Δεκεμβρίου 2005 το αργότερο, οι παραγωγοί επιτυγχάνουν τους εξής στόχους :

(α)  για τα ΑΗΗΕ των κατηγοριών 1 (μεγάλες οικιακές συσκευές) και 10 (μηχανήματα αυτόματης πώλησης) του Παραρτήματος ΙΑ,

   ο βαθμός ανάκτησης πρέπει να αυξηθεί στο 90% τουλάχιστον του μέσου βάρους ανά συσκευή, και
   η επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση των κατασκευαστικών στοιχείων, των υλικών και των ουσιών πρέπει να αυξηθεί στο 75% τουλάχιστον του μέσου βάρους ανά συσκευή·
   (β) για τα ΑΗΗΕ των κατηγοριών 3 και 4 του Παραρτήματος ΙΑ,
   ο βαθμός ανάκτησης πρέπει να αυξηθεί στο 85% τουλάχιστον του μέσου βάρους ανά συσκευή, και
   η επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση των κατασκευαστικών στοιχείων, των υλικών και των ουσιών πρέπει να αυξηθεί στο 65% τουλάχιστον του μέσου βάρους ανά συσκευή·
   (γ) για τα ΑΗΗΕ των κατηγοριών 2, 5, 6, 7, και 9 του Παραρτήματος ΙΑ,
   – ο βαθμός ανάκτησης πρέπει να αυξηθεί στο 80 % τουλάχιστον του μέσου βάρους ανά συσκευή, και    – η επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση των κατασκευαστικών στοιχείων, των υλικών και των ουσιών πρέπει να αυξηθεί στο 50% τουλάχιστον του μέσου βάρους ανά συσκευή·
   (δ) για τους λαμπτήρες εκκενώσεως αερίου, ο βαθμός επαναχρησιμοποίησης και ανακύκλωσης των κατασκευαστικών στοιχείων, των υλικών και των ουσιών πρέπει να ανέρχεται στο 80% τουλάχιστον του βάρους των λαμπτήρων.

3.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, για τον υπολογισμό των εν λόγω στόχων, οι παραγωγοί ή οι ενεργούντες για λογαριασμό τους τρίτοι, να κρατούν στοιχεία σχετικά με τη μάζα των ΑΗΗΕ, των κατασκευαστικών τους στοιχείων, υλικών και ουσιών κατά την είσοδο και έξοδο από την εγκατάσταση επεξεργασίας και/ή κατά την είσοδο στην εγκατάσταση ανάκτησης ή ανακύκλωσης.

Η Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 14, παράγραφος 2, θεσπίζει τους λεπτομερείς κανόνες για την παρακολούθηση της τήρησης, από τα κράτη μέλη, των στόχων που καθορίζονται στην παράγραφο 2, συμπεριλαμβανομένων των προδιαγραφών για τα υλικά. Η Επιτροπή λαμβάνει το μέτρο αυτό το αργότερο ... [18 μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας].

4.  Για τα έτη μετά το 2008, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο καθορίζουν, βάσει προτάσεως της Επιτροπής, στόχους για την ανάκτηση και την επαναχρησιμοποίηση/ανακύκλωση, συμπεριλαμβανομένης της επαναχρησιμοποίησης ολόκληρων συσκευών, όπου ενδείκνυται, και για τα προϊόντα που υπάγονται στην κατηγορία 8 του Παραρτήματος ΙΑ. Τούτο υλοποιείται λαμβάνοντας υπόψη τα περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα των ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών που χρησιμοποιούνται, όπως η βελτιωμένη ενεργειακή αποδοτικότητα χάρη στις εξελίξεις που σημειώθηκαν στους τομείς των υλικών και της τεχνολογίας. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να ληφθούν υπόψη, η ανάπτυξη της τεχνολογίας στην ανάκτηση, την επαναχρησιμοποίηση, την ανακύκλωση, τα προϊόντα και τα υλικά, καθώς επίσης η πείρα που έχουν αποκτήσει τα κράτη μέλη και στο οικονομικό επίπεδο.

5.  Τα κράτη μέλη προωθούν την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών ανάκτησης, ανακύκλωσης και επεξεργασίας.

Άρθρο 8

Χρηματοδότηση για τα AHHE οικιακής προέλευσης

1.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ... [30 μήνες μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας], οι παραγωγοί να εξασφαλίζουν τουλάχιστον τη χρηματοδότηση της συλλογής, της επεξεργασίας, της ανάκτησης και της περιβαλλοντικώς ορθής διάθεσης των ΑΗΗΕ οικιακής προέλευσης, που παραδίδονται στις εγκαταστάσεις συλλογής, οι οποίες δημιουργούνται δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 2.

2.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η χρηματοδότηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 παρέχεται σε ατομική βάση. Προς το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι παραγωγοί να παρέχουν κατάλληλες εγγυήσεις για τη χρηματοδότηση της διαχείρισης των ΑΗΗΕ.

Τα κράτη μέλη μπορούν να ζητούν από την Επιτροπή την εφαρμογή συστημάτων συλλογικής χρηματοδότησης, εφόσον είναι σε θέση να αποδείξουν ότι η καθιέρωση συστημάτων ατομικής χρηματοδότησης θα προκαλούσε δυσανάλογα υψηλό κόστος.

Το κόστος συλλογής, επεξεργασίας και περιβαλλοντικώς ασφαλούς διάθεσης καταλογίζεται στην τιμή των προϊόντων.

Τα κράτη μέλη στα οποία ισχύουν ήδη άλλες χρηματοδοτικές συμφωνίες, πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, μπορούν να διατηρούν τις εν λόγω συμφωνίες, με την επιφύλαξη των πορισμάτων σχετικής αναθεώρησης, όχι όμως για διάστημα μεγαλύτερο των δέκα ετών από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

3.  Η ευθύνη για τη χρηματοδότηση της διαχείρισης των αποβλήτων από προϊόντα που διατέθηκαν στην αγορά πριν την εκπνοή της χρονικής περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ("ιστορικά απόβλητα") επιμερίζεται συλλογικά μεταξύ όλων των παραγωγών που υπήρχαν όταν προέκυψε το αντίστοιχο κόστος ανάλογα με τη συμμετοχή τους στην αγορά ανά είδος εξοπλισμού.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, για μια μεταβατική περίοδο που ορίζεται με γνώμονα τη μέση διάρκεια ζωής της συσκευής, δεν υπερβαίνει όμως τη δεκαετία από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, θα παρέχεται στους παραγωγούς η προαιρετική δυνατότητα να ενημερώνουν τους χρήστες σχετικά με το κόστος συλλογής, επεξεργασίας και διάθεσης των ιστορικών αποβλήτων κατά τρόπο περιβαλλοντικώς συμβατό, σε προαιρετική βάση κατά την πώληση νέων προϊόντων.

Οι παραγωγοί που κάνουν χρήση της εν λόγω διάταξης πρέπει να διασφαλίζουν ότι το αναφερόμενο κόστος αντιστοιχεί στο πραγματικό κόστος.

4.  Προκειμένου οι δαπάνες διαχείρισης ΑΗΗΕ προερχόμενων από παραγωγούς που δεν εμφανίζονται πλέον στην αγορά ή η ταυτότητα των οποίων δεν μπορεί πλέον να εξακριβωθεί (ορφανά προϊόντα και free riders) να μην βαρύνουν την κοινωνία ή τους υπόλοιπους παραγωγούς, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι παραγωγοί θα παρέχουν εγγυήσεις όταν κυκλοφορούν προϊόντα τους στην αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 2, και θα επισημαίνουν με σαφήνεια τα προϊόντα τους, σύμφωνα με τα άρθρα 10, παράγραφος 4, και 11, δεύτερο εδάφιο. Οι εγγυήσεις πρέπει να χρησιμοποιούνται για τη διαχείριση ΑΗΗΕ παραγωγών που έχουν εξαφανιστεί. Η εγγύηση μπορεί να έχει τη μορφή ασφάλειας ανακύκλωσης, δεσμευμένου τραπεζικού λογαριασμού ή συμμετοχής σε κατάλληλα χρηματοδοτικά συστήματα για τη χρηματοδότηση της διαχείρισης των ΑΗΗΕ. Αν ένας παραγωγός δεν είναι σε θέση να παράσχει τίποτε από τα ανωτέρω, οι τελωνειακές αρχές επιβάλλουν την καταβολή εγγύησης (μαζί με τον ΦΠΑ και τους δασμούς) κατά την είσοδο του προϊόντος στην ΕΕ.

5.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε και οι παραγωγοί που προμηθεύουν ηλεκτρικό ή ηλεκτρονικό εξοπλισμό χρησιμοποιώντας επικοινωνία εξ αποστάσεως, να συμμορφώνονται επίσης με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο για τον εξοπλισμό που προμηθεύουν στο κράτος μέλος όπου κατοικεί ο αγοραστής του εξοπλισμού.

Άρθρο 9

Χρηματοδότηση AHHE τα οποία προέρχονται από χρήστες εξωοικιακής προέλευσης

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το αργότερο ... [30 μήνες μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας], η χρηματοδότηση του κόστους συλλογής, επεξεργασίας, ανάκτησης και περιβαλλοντικώς ορθής διάθεσης προϊόντων προερχομένων από εξωοικιακούς χρήστες ΑΗΗΕ, που διατίθενται στην αγορά μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, παρέχεται από τους παραγωγούς.

Για τα ΑΗΗΕ από προϊόντα που διατέθηκαν στην αγορά πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας ("ιστορικά απόβλητα"), οι παραγωγοί αναλαμβάνουν τη χρηματοδότηση της δαπάνης διαχείρισης. Τα κράτη μέλη μπορούν, ως εναλλακτική δυνατότητα, να προβλέπουν ότι οι εξωοικιακοί χρήστες, είναι επίσης υπεύθυνοι, εν μέρει ή καθ' ολοκληρίαν, για αυτή τη χρηματοδότηση.

Με την επιφύλαξη της παρούσας οδηγίας, οι παραγωγοί και οι εξωοικιακοί χρήστες μπορούν να συνάπτουν συμφωνίες οι οποίες να προβλέπουν άλλο τρόπο χρηματοδότησης.

Άρθρο 10

Ενημέρωση των χρηστών

1.  Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι χρήστες ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού οικιακής χρήσης ενημερώνονται δεόντως σχετικά με :

   ( α) την υποχρέωση να μην διατίθενται πλέον τα απόβλητα ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών μαζί με αδιαχώριστα αστικά απόβλητα, αλλά να αποκομίζονται χωριστά,
   ( β) τα συστήματα επιστροφής και συλλογής στα οποία έχουν πρόσβαση,
   ( γ) το ρόλο τους στην επαναχρησιμοποίηση, την ανακύκλωση και τις άλλες μορφές ανάκτησης των ΑΗΗΕ,
   (δ) το βαθμό περιεκτικότητας επικίνδυνων ουσιών των ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού,
   ( ε) την έννοια του συμβόλου που παρατίθεται στο Παράρτημα ΙV.

2.  Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα μέτρα που απαιτούνται προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι καταναλωτές θα συμμετέχουν στη συλλογή των ΑΗΗΕ και θα ενθαρρύνονται να διευκολύνουν τη διαδικασία επαναχρησιμοποίησης, επεξεργασίας και ανάκτησης.

3.  Δεδομένου ότι τα απόβλητα ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών δεν επιτρέπεται πλέον να διατίθενται μαζί με τα αδιαχώριστα αστικά απορρίμματα, αλλά θα αποκομίζονται χωριστά, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι παραγωγοί να επισημαίνουν δεόντως με το σύμβολο το οποίο αναφέρεται στο παράρτημα ΙV τα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού που έχουν κυκλοφορήσει στην αγορά μετά τις ... [30 μήνες μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας]. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εάν είναι αναγκαίο λόγω του μεγέθους ή της λειτουργίας του προϊόντος, το σύμβολο τυπώνεται στη συσκευασία, τις οδηγίες χρήσης και την εγγύηση του συγκεκριμένου ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού.

4.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι παραγωγοί ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών που έχουν διατεθεί στην αγορά μετά τις ... [30 μήνες μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας], είναι σαφώς αναγνωρίσιμοι από τη σήμανση της συσκευής. Επιπλέον, προκειμένου να διακρίνεται πέραν πάσης αμφιβολίας η ημερομηνία της διάθεσης της συσκευής στην αγορά, ειδική σήμανση θα επισημαίνει ότι η συσκευή διετέθη στην αγορά μετά τις ... [30 μήνες μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας].

5.  5. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν να διατίθενται ορισμένες ή όλες οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 από τους παραγωγούς και/ή τους διανομείς, π.χ. μέσω των οδηγιών χρήσης ή στο σημείο πώλησης.

Άρθρο 11

Πληροφορίες σχετικά με τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι παραγωγοί να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τα διάφορα κατασκευαστικά στοιχεία και υλικά ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού, στο μέτρο που τις χρειάζονται τα κέντρα επαναχρησιμοποίησης και οι εγκαταστάσεις επεξεργασίας και ανακύκλωσης, προκειμένου να τηρούν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, καθώς και για τον εντοπισμό των επικίνδυνων ουσιών και παρασκευασμάτων στον ΗΗΕ. Οι παραγωγοί παρέχουν εγχειρίδια συντήρησης, επαναχρησιμοποίησης, αναβάθμισης και ανακαίνισης.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι παραγωγοί ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών που έχουν διατεθεί στην αγορά μετά τις · [30 μήνες μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας], είναι σαφώς αναγνωρίσιμοι από τη σήμανση της συσκευής.

Άρθρο 12

Ενημέρωση και υποβολή εκθέσεων

1.  Τα κράτη μέλη καταρτίζουν μητρώο παραγωγών και παρέχουν ετησίως στην Επιτροπή πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των θεμελιωμένων εκτιμήσεων, σχετικά με τις ποσότητες και τις κατηγορίες ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού που διατίθενται στην αγορά τους, συλλέγονται με οποιοδήποτε τρόπο, και επαναχρησιμοποιούνται, ανακυκλώνονται και ανακτώνται εντός των κρατών μελών, και τις εξαγόμενες ποσότητες κατά βάρος ή, εάν αυτό δεν είναι εφικτό, σε αριθμό τεμαχίων.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι παραγωγοί που προμηθεύουν ηλεκτρικό ή ηλεκτρονικό εξοπλισμό χρησιμοποιώντας επικοινωνία εξ αποστάσεως, να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τη συμβατότητα με τις απαιτήσεις του άρθρου 8, παράγραφος 5 και τις ποσότητες και τις κατηγορίες ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού που διατίθενται στην αγορά του κράτους μέλους όπου κατοικεί ο αγοραστής του εξοπλισμού.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι απαιτούμενες πληροφορίες να περιλαμβάνονται σε έκθεση που θα διαβιβάζεται στην Επιτροπή ανά διετία, σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, με στόχο τη δημιουργία βάσης δεδομένων για τα ΑΗΗE και την επεξεργασία τους. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η πρώτη από αυτές τις εκθέσεις να διαβιβαστεί στην Επιτροπή μέσα σε διάστημα 18 μηνών από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 17.

Οι πληροφορίες θα παρέχονται υπό τη μορφή που θα αποφασιστεί και θα κοινοποιηθεί στα κράτη μέλη το αργότερο 6 μήνες πριν από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 17, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 14, παράγραφος 2.

Τα κράτη μέλη προβλέπουν επαρκείς ανταλλαγές πληροφοριών για να συμμορφώνονται με την παρούσα παράγραφο, ιδίως όσον αφορά τις κατά το άρθρο 6, παράγραφος 5 επεξεργασίες.

2.  Η έκθεση συντάσσεται βάσει ερωτηματολογίου ή σχεδιαγράμματος το οποίο εκπονεί η Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 6 της οδηγίας 91/692/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1991, για την τυποποίηση και τον εξορθολογισμό των εκθέσεων που αφορούν την εφαρμογή ορισμένων οδηγιών για το περιβάλλον(20).

Η Επιτροπή δημοσιεύει την πρώτη έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας αυτής εντός εννέα μηνών από την εκπνοή της πρώτης περιόδου υποβολής και μια περαιτέρω έκθεση εντός εννέα μηνών από την εκπνοή κάθε επόμενης περιόδου υποβολής. Η έκθεση καθιστά δυνατή μια άμεση σύγκριση της προόδου που επετεύχθη στα κράτη μέλη όσον αφορά τη συλλογή, την επαναχρησιμοποίηση, την ανακύκλωση και την ανάκτηση των αποβλήτων ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού. Η έκθεση δημοσιεύεται στο Διαδίκτυο.

Άρθρο 13

Προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο

Οι τροποποιήσεις που είναι αναγκαίες για την προσαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 3 και του Παραρτήματος ΙΒ (ιδίως προκειμένου να προστεθούν, ενδεχομένως, τα οικιακά φωτιστικά, οι λαμπτήρες πυράκτωσης και τα φωτοβολταϊκά προϊόντα, ήτοι οι ηλιακές γεννήτριες ηλεκτρισμού), του Παραρτήματος ΙΙ (ιδίως προκειμένου να ληφθούν υπόψη νέες εξελίξεις της τεχνικής επεξεργασίας ΑΗΗΕ), και των Παραρτημάτων ΙΙΙ και IV στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο, θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 14, παράγραφος 2.

Πριν από κάθε τροποποίηση των Παραρτημάτων, η Επιτροπή συμβουλεύεται, μεταξύ άλλων, τους παραγωγούς ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού, τους ανακυκλωτές, τους υπεύθυνους επεξεργασίας και τις περιβαλλοντικές οργανώσεις και τις ενώσεις εργοδοτών και καταναλωτών.

Άρθρο 14

Διαδικασία επιτροπής

1.  Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή η οποία έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 18 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ.

2.  Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένου του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.

Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, καθορίζεται σε τρεις μήνες.

3.  Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

Άρθρο 15

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τις κυρώσεις που επιβάλλονται για τις παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Οι κυρώσεις αυτές πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Άρθρο 16

Εφαρμογή

1.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν τη διαθεσιμότητα αναγκαίας υποδομής για τις επιθεωρήσεις και την εποπτεία που θα επιτρέπουν στην Επιτροπή να επαληθεύει την τήρηση της παρούσας οδηγίας.

2.  Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη λαμβάνουν ιδιαίτερα υπόψη τη Σύσταση 2001/331/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, σχετικά με ελάχιστα κριτήρια για τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις στα κράτη μέλη(21).

Άρθρο 17

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.  Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες προκειμένου να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία εντός ... [18 μηνών από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας]. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις της αναφοράς αυτής καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.  Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο όλων των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων, που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

  3. Με την προϋπόθεση ότι επιτυγχάνονται οι στόχοι που τίθενται στην παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη μπορούν να μεταφέρουν στο εθνικό τους δίκαιο τις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 6, του άρθρου 10, παράγραφος 1 και του άρθρου 11, μέσω συμφωνιών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των οικείων οικονομικών κλάδων. Οι συμφωνίες αυτές πρέπει να πληρούν τις εξής προϋποθέσεις:
   (α) να μπορεί να επιβληθεί η τήρησή τους,
   (β) να προσδιορίζουν στόχους και τις αντίστοιχες προθεσμίες,
   (γ) να δημοσιεύονται στην οικεία επίσημη εφημερίδα ή σε επίσημο έγγραφο εξίσου προσιτό στο κοινό και να διαβιβάζονται στην Επιτροπή,
   (δ) τα επιτυγχανόμενα αποτελέσματα να παρακολουθούνται τακτικά, να αναφέρονται στις αρμόδιες αρχές και στην Επιτροπή και να καθίστανται διαθέσιμα στο κοινό υπό τους όρους που ορίζονται στη συμφωνία,
   (ε) οι αρμόδιες αρχές να ενεργούν τα δέοντα ώστε να εξετάζουν την επιτελούμενη στα πλαίσια της συμφωνίας πρόοδο,
   (στ) σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τη συμφωνία, τα κράτη μέλη πρέπει να εφαρμόζουν τις οικείες διατάξεις της παρούσας οδηγίας με νομοθετικά, κανονιστικά ή διοικητικά μέτρα.

4.  α) Η Ελλάδα και η Ιρλανδία, οι οποίες γενικά λόγω

   της ανεπαρκούς ανακυκλωτικής τους υποδομής,
   των γεωγραφικών τους συνθηκών, όπως πολυπληθή μικρά νησιά και αγροτικές και ορεινές περιοχές,
   της χαμηλής τους πυκνότητας πληθυσμού, και
   του χαμηλού επιπέδου κατανάλωσης ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού,
  

δεν είναι σε θέση να επιτύχουν είτε το στόχο συλλογής που αναφέρεται στο άρθρο 5, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο είτε τους στόχους ανάκτησης που αναφέρονται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, και οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο της οδηγίας 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1999, περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων(22), μπορούν να αιτούνται την παράταση της προθεσμίας που μνημονεύεται στο ανωτέρω άρθρο,

  

μπορούν να παρατείνουν κατά 24 το πολύ μήνες τις προθεσμίες που αναφέρονται στο άρθρο 5, παράγραφος 5 και στο άρθρο 7, παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας.

Τα εν λόγω κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τις αποφάσεις τους, το αργότερο κατά τη χρονική στιγμή της μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εσωτερικό τους δίκαιο.

β)  Η Επιτροπή ενημερώνει τα άλλα κράτη μέλη και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τις αποφάσεις αυτές.

5.  Εντός πέντε ετών από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, η οποία βασίζεται στην εμπειρία που αποκτήθηκε από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, ιδίως όσον αφορά τα χωριστά συστήματα συλλογής, επεξεργασίας, ανάκτησης και χρηματοδότησης. Περαιτέρω, η έκθεση πρέπει να βασίζεται στις τεχνολογικές εξελίξεις, την κτηθείσα πείρα, τις περιβαλλοντικές απαιτήσεις και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η έκθεση συνοδεύεται, εφόσον χρειάζεται, από προτάσεις αναθεώρησης των σχετικών διατάξεων της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 18

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 19

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Έγινε στις

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IA

Κατηγορίες ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού

πουκαλ  ύπτονται από την παρούσα οδηγία

1.  Μεγάλες οικιακές συσκευές

2.  Μικρές οικιακές συσκευές

3.  Εξοπλισμός πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών

4.  Καταναλωτικά είδη

5.  Φωτιστικά είδη

6.  Ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά εργαλεία (εξαιρουμένων των μεγάλης κλίμακας σταθερών βιομηχανικών εργαλείων)

7.  Παιχνίδια, εξοπλισμός ψυχαγωγίας και αθλητισμού

8.  Ιατροτεχνολογικές συσκευές (εξαιρουμένων όλων των εμφυτεύσιμων και μολυσμένων προϊόντων)

10.  Όργανα παρακολούθησης και ελέγχου

Συσκευές αυτόματης διανομής

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IB

Κατάλογος προϊόντων που υπάγονται στις κατηγορίες του Παραρτήματος ΙΑ

1.  Μεγάλες οικιακές συσκευές

Μεγάλες συσκευές ψύξης

Ψυγεία

Καταψύκτες

Άλλες μεγάλες συσκευές χρησιμοποιούμενες για ψύξη, διατήρηση και αποθήκευση τροφίμων

Πλυντήρια ρούχων

Στεγνωτήρια ρούχων

Πλυντήρια πιάτων

Συσκευές μαγειρικής

Ηλεκτρικές κουζίνες

Ηλεκτρικά μάτια

Φούρνοι μικροκυμάτων

Άλλες μεγάλες συσκευές χρησιμοποιούμενες για μαγείρεμα και άλλες επεξεργασίες τροφίμων

Ηλεκτρικές θερμάστρες

Ηλεκτρικά θερμαντικά σώματα

Άλλες μεγάλες συσκευές χρησιμοποιούμενες για θέρμανση χώρων, κρεβατιών, καθισμάτων

Ηλεκτρικοί ανεμιστήρες

Συσκευές κλιματισμού

Άλλα είδη εξοπλισμού αερισμού, απαγωγής αερίων και κλιματισμού

2.  Μικρές οικιακές συσκευές

Ηλεκτρικές σκούπες

Σκούπες χαλιών

Άλλες συσκευές καθαριότητας

Συσκευές χρησιμοποιούμενες για ράψιμο, πλέξιμο, ύφανση και άλλες κλωστοϋφαντουρ-γικές εργασίες

Ηλεκτρικά σίδερα και άλλες συσκευές για το σιδέρωμα, το μαγγάνισμα και εν γένει τη φροντίδα των ρούχων

Φρυγανιέρες

Συσκευές τηγανίσματος

Μύλοι, καφετιέρες και συσκευές ανοίγματος ή σφραγίσματος περιεκτών ή συσκευασιών

Ηλεκτρικά μαχαίρια

Συσκευές κοπής και στεγνώματος μαλλιών, βουρτσίσματος δοντιών, ξυρίσματος, μασάζ και άλλες συσκευές περιποίησης του σώματος

Ρολόγια και εξοπλισμός μέτρησης, αναγραφής ή καταγραφής χρόνου

Ζυγαριές

3.  Εξοπλισμός πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών

Συγκεντρωτική επεξεργασία δεδομένων :

Μεγάλοι υπολογιστές (mainframes)

Μεσαίοι υπολογιστές (mini computers)

Μονάδες εκτύπωσης

Συστήματα προσωπικών υπολογιστών :

Προσωπικοί υπολογιστές (συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών μονάδων επεξεργασίας (CPU), των ποντικιών, των οθονών και των πληκτρολογίων)

Φορητοί επιτραπέζιοι υπολογιστές (lap-top) (συμπεριλαμβανομένων των CPU, των ποντικιών, των οθονών και των πληκτρολογίων),

Φορητοί υπολογιστές τσέπης (notebook)

Φορητοί υπολογιστές χειρός (notepad)

Εκτυπωτές

Φωτοαντιγραφικά μηχανήματα

Ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές γραφομηχανές

Αριθμομηχανές τσέπης και επιτραπέζιες

και άλλα προϊόντα και είδη εξοπλισμού για τη συλλογή, αποθήκευση, επεξεργασία, παρουσίαση ή διαβίβαση πληροφοριών με ηλεκτρονικά μέσα

Τερματικά και συστήματα χρηστών

Συσκευές τηλεομοιοτυπίας (Φαξ)

Τηλέτυπα

Τηλέφωνα

Tηλεφωνικές συσκευές επί πληρωμή

Ασύρματα τηλέφωνα

Κινητά τηλέφωνα

Συστήματα τηλεφωνητών

και άλλα προϊόντα και είδη εξοπλισμού για τη μετάδοση ήχου, εικόνων ή άλλων πληροφοριών με τηλεπικοινωνιακά μέσα

4.  Καταναλωτικά είδη

Ραδιόφωνα

Τηλεοράσεις

Κάμερες μαγνητοσκόπησης

Μαγνητοσκόπια

Συσκευές ηχογράφησης υψηλής πιστότητας

Ενισχυτές ήχου

Μουσικά όργανα

και άλλα προϊόντα και είδη εξοπλισμού για την εγγραφή ή αναπαραγωγή ήχου ή εικόνων, συμπεριλαμβανομένων των σημάτων ή άλλων τεχνολογιών διανομής ήχου και εικόνας με άλλα πλην των τηλεπικοινωνιακών μέσα

5.  Φωτιστικά είδη

Φωτιστικά για λαμπτήρες φθορισμού πλην των οικιακών φωτιστικών σωμάτων

Ευθείς λαμπτήρες φθορισμού

Λαμπτήρες φθορισμού μικρών διαστάσεων

Λαμπτήρες εκκενώσεως υψηλής έντασης, συμπεριλαμβανομένων των λαμπτήρων νατρίου υψηλής πίεσης και των λαμπτήρων αλογονούχων μετάλλων

Λαμπτήρες νατρίου χαμηλής πίεσης

Άλλος φωτιστικός εξοπλισμός και εξοπλισμός προβολής ή ελέγχου του φωτός πλην των λαμπτήρων πυράκτωσης

6.  Ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά εργαλεία (εξαιρουμένων των μεγάλης κλίμακας σταθερών βιομηχανικών εργαλείων)

Τρυπάνια

Πριόνια

Ραπτομηχανές

Εξοπλισμός για την τόρνευση, τη λείανση, την επίστρωση, το τρόχισμα, το πριόνισμα, το κόψιμο, τον τεμαχισμό, τη διάτμηση, τη διάτρηση, τη διάνοιξη οπών, τη μορφοποίηση, την κύρτωση και άλλες παρόμοιες επεξεργασίες ξύλου, μετάλλου και άλλων υλικών

Εργαλεία για τη στερέωση με βίδες, καρφιά ή κοινωμάτια και την αφαίρεσή τους και για παρόμοιες χρήσεις

Εργαλεία για συγκολλήσεις εν γένει και παρόμοιες χρήσεις

Εξοπλισμός ψεκασμού, επάλειψης, διασποράς ή άλλης επεξεργασίας υγρών ή αέριων ουσιών με άλλα μέσα

Εργαλεία κοπής χόρτου ή άλλων εργασιών κηπουρικής

7.  Παιχνίδια και εξοπλισμός ψυχαγωγίας και αθλητισμού

Ηλεκτρικά τραίνα ή αυτοκινητοδρόμια

Φορητές κονσόλες βίντεο παιχνιδιών

Βιντεοπαιχνίδια

Υπολογιστές για ποδηλασία, καταδύσεις, τρέξιμο, κωπηλασία, κλπ.

Αθλητικός εξοπλισμός με ηλεκτρικά ή ηλεκτρονικά κατασκευαστικά στοιχεία

Κερματοδέκτες τυχερών παιχνιδιών

8.  Ιατροτεχνολογικά προϊόντα (εξαιρουμένων των εμφυτεύσιμων και μολυσμένων)

Ακτινοθεραπευτικός εξοπλισμός

Καρδιολογικός εξοπλισμός

Συσκευές αιμοκάθαρσης

Συσκευές πνευμονικής οξυγόνωσης

Εξοπλισμός πυρηνικής ιατρικής

Ιατρικός εξοπλισμός για in-vitro διάγνωση

Συσκευές ανάλυσης

Καταψύκτες

Τεστ γονιμοποίησης

Άλλες συσκευές για την ανίχνευση, την πρόληψη, την παρακολούθηση, την αντιμετώπιση ή την ανακούφιση ασθενειών, σωματικών βλαβών και αναπηριών

9.  Όργανα παρακολούθησης και ελέγχου

Ανιχνευτές καπνού

Συσκευές θερμορύθμισης

Θερμοστάτες

Συσκευές μέτρησης, ζύγισης η προσαρμογής για οικιακή η εργαστηριακή χρήση

Άλλα όργανα παρακολούθησης και ελέγχου χρησιμοποιούμενα σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις (π.χ. σε ταμπλώ ελέγχου)

10.  Συσκευές αυτόματης διανομής

Συσκευές αυτόματης διανομής θερμών ποτών

Συσκευές αυτόματης διανομής θερμών ή ψυχρών φιαλών ή μεταλλικών δοχείων

Συσκευές αυτόματης διανομής στερεών προϊόντων

Συσκευές αυτόματης διανομής χρημάτων

Κάθε είδους συσκευές αυτόματης διανομής οποιουδήποτε προϊόντος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙI

Επιλεκτική επεξεργασία υλικών και κατασκευαστικών στοιχείων

των αποβλήτων ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού

σ  ύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1

   1. Τουλάχιστον οι εξής ουσίες, παρασκευάσματα και κατασκευαστικά στοιχεία πρέπει να αφαιρούνται από τα ΑΗΕΕ που συλλέγονται χωριστά :
   - Πυκνωτές που περιέχουν πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCB) σύμφωνα με την οδηγία 96/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 1996, για τη διάθεση των πολυχλωροδιφαινυλίων και των πολυχλωροτριφαινυλίων (PCB/PCT)(23)
   - Κατασκευαστικά στοιχεία που περιέχουν υδράργυρο, όπως διακόπτες και οπισθοφωτιστικές λυχνίες
   - Μπαταρίες
   - Πλακέτες τυπωμένων κυκλωμάτων από κινητά τηλέφωνα εν γένει και από άλλες συσκευές αν η επιφάνεια της πλακέτας υπερβαίνει τα 10 τετραγωνικά εκατοστά
   - Δοχεία υγρών ή κολλωδών τόνερ καθώς και έγχρωμων
   - Πλαστικά υλικά που περιέχουν βρωμιούχους φλογοεπιβραδυντές
   - Αμίαντος
   - Καθοδικές λυχνίες
   - Χλωροφθοράνθρακες (CFC), υδροχλωροφθοράνθρακες (HCFC) ή υδροφθοράνθρακες (HFC), υδρογονάνθρακες (HC)
   - Λαμπτήρες εκκένωσης αερίων
   - Οθόνες υγρών κρυστάλλων (μαζί με το περίβλημά τους, οσάκις ενδείκνυται), η επιφάνεια των οποίων υπερβαίνει τα 100 τετραγωνικά εκατοστά, καθώς και οθόνες φωτιζόμενες από πίσω με λαμπτήρες εκκένωσης αερίων
   - Εξωτερικά ηλεκτρικά καλώδια
   - Κατασκευαστικά στοιχεία με πυρίμαχες κεραμικές ίνες, όπως περιγράφονται στην οδηγία 97/69/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Δεκεμβρίου 1997, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου που αφορά την ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικίνδυνων ουσιών(24).
   - Κατασκευαστικά στοιχεία με ραδιενεργές ουσίες, εξαιρουμένων των κατασκευαστικών στοιχείων που κείνται κάτω των κατωφλίων εξαίρεσης που ορίζονται στο άρθρο 3 και στο Παράρτημα Ι της οδηγίας 96/29/Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 13ης Μαΐου 1996, για τον καθορισμό των βασικών κανόνων ασφάλειας για την προστασία της υγείας των εργαζομένων και του πληθυσμού από τους κινδύνους που προκύπτουν από ιονίζουσες ακτινοβολίες(25),

Οι ηλεκτρολυτικοί πυκνωτές που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες (ύψος > 25 mm, διάμετρος > 25 mm ή ανάλογος όγκος).

Οιως  άνω ουσίες, παρασκευάσματα και κατασκευαστικά στοιχεία διατίθενται ή ανακτώνται σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ.

   2. Τα παρακάτω κατασκευαστικά στοιχεία των ΑΗΗΕ τα οποία συλλέγονται χωριστά, πρέπει να υποβάλλονται στην εξής επεξεργασία:
   - Καθοδικές λυχνίες: Αφαιρείται το φθορίζον επίχρισμα
   - Εξοπλισμός που περιέχει αέρια τα οποία καταστρέφουν το στρώμα του όζοντος ή παρουσιάζουν δυναμικό πλανητικής θέρμανσης (GWP) άνω του 15, όπως π.χ. τα αέρια που περιέχονται στον ψυκτικό αφρό και τα ψυκτικά κυκλώματα: Τα αέρια αφαιρούνται και καταστρέφονται με κατάλληλο τρόπο. Τα αέρια που καταστρέφουν το στρώμα του όζοντος τυγχάνουν επεξεργασίας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 2037/2000, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, για τις ουσίες που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος(26)

-  Λαμπτήρες εκκένωσης αερίων: Αφαιρείται ο υδράργυρος.

3.  Λαμβανομένων υπόψη των περιβαλλοντικών μελημάτων και της σκοπιμότητας της επαναχρησιμοποίησης και της ανακύκλωσης, οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται κατά τρόπον ώστε να μην παρεμποδίζεται η περιβαλλοντικώς ορθή επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση κατασκευαστικών στοιχείων ή ολόκληρων συσκευών.

   4. Στα πλαίσια της διαδικασίας του άρθρου 14, παράγραφος 2, η Επιτροπή αξιολογεί κατά προτεραιότητα το κατά πόσον πρέπει να τροποποιηθούν οι καταχωρήσεις που αφορούν :
   τις πλακέτες τυπωμένων κυκλωμάτων για κινητά τηλέφωνα, και
  

- τις οθόνες με υγρούς κρυστάλλους.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Τεχνικές απαιτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 3

1.  Τόποι αποθήκευσης (μεταξύ άλλων, προσωρινής) των ΑΗΗΕ πριν από την επεξεργασία τους (με την επιφύλαξη των απαιτήσεων της οδηγίας 1999/31/ΕΚ) :

   - Αδιάβροχες επιφάνειες όπου δει, με πρόβλεψη εγκαταστάσεων συλλογής υπερχειλιζόντων, καθώς και, οσάκις ενδείκνυται, καθαριστηρίων και καθαριστηρίων/απολιπαντηρίων
   - Κάλυψη για την προστασία από τα καιρικά φαινόμενα, όπου δει

2.  Τόποι επεξεργασίας των ΑΗΗΕ :

   - Ζυγοί για τη μέτρηση του βάρους των αποβλήτων που υποβάλλονται σε επεξεργασία
   - Αδιάβροχες επιφάνειες και κάλυψη για την προστασία από τα καιρικά φαινόμενα, όπου δει, με πρόβλεψη εγκαταστάσεων συλλογής υπερχειλιζόντων, καθώς και, οσάκις ενδείκνυται, κατακαθιστηρίων και καθαριστηρίων/απολιπαντηρίων
   - Κατάλληλη αποθήκευση των αποσυναρμολογημένων ανταλλακτικών
   - Κατάλληλα δοχεία για την αποθήκευση μπαταριών, πυκνωτών που περιέχουν PCB/PCT και άλλων επικίνδυνων αποβλήτων, όπως τα ραδιοενεργά απόβλητα
   - Εξοπλισμός για την επεξεργασία του νερού σύμφωνα με τους κανονισμούς για την υγεία και το περιβάλλον.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Σύμβολο σήμανσης του ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού

Το σύμβολο που αναφέρεται στη χωριστή συλλογή ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού αποτελείται από διαγραμμένο τροχοφόρο κάδο απορριμμάτων, ως αναπαρίσταται κατωτέρω. Το σύμβολο πρέπει να τυπώνεται κατά τρόπο ώστε να είναι ευκρινές, ευανάγνωστο και ανεξίτηλο.

(1) ΕΕ C 34 Ε της 7.2.2002, σ. 115.
(2) ΕΕ C 365 Ε της 19.12.2000, σ. 184.
(3) ΕΕ C 240 Ε της 28.8.2001, σ. 298.
(4) ΕΕ C 365 Ε της 19.12.2000, σ. 184 και EE C 240 Ε της 28.8.2001, σ. 298.
(5) ΕΕ C 116 της 20.4.2001, σ. 38.
(6) ΕΕ C 148 της 18.5.2001, σ. 1.
(7) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Μαΐου 2001 (ΕΕ C 34 Ε της 7.2.2002, σ. 115), κοινή θέση του Συμβουλίου της 4ης Δεκεμβρίου 2001 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Απριλίου 2002.
(8) ΕΕ C 138 της 17.5.1993, σ. 5.
(9) COM (96) 399 τελικό.
(10) EE C 76 της 11.3.1997, σ. 1.
(11) EE C 362 της 2.12.1996, σ. 241.
(12) ΕΕ L 194 της 25.7.1975, σ. 47. Οδηγία η οποία τροποποιήθηκε τελευταία με την απόφαση 96/350/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 135 της 6.6.1996, σ. 32).
(13) ΕΕ L 78 της 26.3.1991, σ. 38. Οδηγία η οποία τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/101/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 1 της 5.1.1999, σ. 1).
(14) ΕΕ 184 της 17.7.1999, σ. 23.
(15) ΕΕ L 144, 4.6.1997, σ. 19.
(16) ΕΕ L 196 της 16.8.1967, σ. 1. Οδηγία η οποία τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2001/59/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 225 της 21.8.2001, σ. 1).
(17) ΕΕ L 200 της 30.7.1999, σ. 1. Οδηγία η οποία τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2001/60/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 226 της 22.8.2001, σ. 5).
(18) ΕΕ L 30 της 6.2.1993, σ. 1. Κανονισμός ο οποίος τροποποιήθηκε τελευταία με την απόφαση 1999/816/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 316 της 10.12.1999, σ. 45).
(19) ΕΕ L 114 της 24.4.2001, σ. 1.
(20) ΕΕ L 377 της 31.12.1991, σ. 48.
(21) ΕΕ L 118 της 27.4.2001, σ. 41.
(22) ΕΕ L 182 της 16.7.1999, σ. 1.
(23) ΕΕ L 243 της 24.9.1996, σ. 31.
(24) ΕΕ L 343 της 13.12.1997, σ. 19.
(25) ΕΕ L 159 της 29.6.1996, σ. 1.
(26) ΕΕ L 244 της 29.9.2000, σ. 1.


Eπικίνδυνες ουσίες σε είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού ***II
PDF 492kWORD 76k
Ψήφισμα
Ενοποιημένο κείμενο
Παράρτημα
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικίνδυνων ουσιών σε είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (11356/1/2001 – C5-0637/2001 – 2000/0159(COD))
P5_TA(2002)0161A5-0097/2002

(Διαδικασία συναπόφασης: δεύτερη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη την κοινή θέση του Συμβουλίου (11356/1/2001 – C5-0637/2001),

–  έχοντας υπόψη τη θέση του κατά την πρώτη ανάγνωση(1) σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2000) 347(2)),

–  έχοντας υπόψη την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής (COM (2001) 316(3)),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 80 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη τη σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Πολιτικής των Καταναλωτών (A5-0097/2002),

1.  τροποποιεί ως ακολούθως την κοινή θέση·

2.  αναθέτει στoν Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 10 Απριλίου 2002 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2002/·/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικίνδυνων ουσιών σε είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού

P5_TC2-COD(2000)0159


ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής(4),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(5),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών(6),

αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 251 της Συνθήκης(7),

εκτιμώντας τα εξής :

(1)  Οι ανομοιότητες μεταξύ των νομοθετικών ή διοικητικών μέτρων που θεσπίζουν τα κράτη μέλη όσον αφορά τον περιορισμό της χρήσης των επικινδύνων ουσιών στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού θα ήταν δυνατόν να δημιουργήσουν εμπόδια για το εμπόριο και να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό στην Κοινότητα και, ως εκ τούτου, ενδέχεται να έχουν άμεσες επιπτώσεις στη σύσταση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Είναι, ως εκ τούτου, απαραίτητη η προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών στον τομέα αυτόν, καθώς και η συμβολή στην προστασία της ανθρώπινης υγείας και στην περιβαλλοντικώς ορθή ανάκτηση και διάθεση των αποβλήτων ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού.

(2)  Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κατά τη σύνοδό του στη Νίκαια στις 7, 8 και 9 Δεκεμβρίου 2000, υιοθέτησε το ψήφισμα του Συμβουλίου της 4ης Δεκεμβρίου 2000 για την αρχή της προφύλαξης.

(3)  Η ανακοίνωση της Επιτροπής της 30ής Ιουλίου 1996 σχετικά με την επανεξέταση της κοινοτικής στρατηγικής για τη διαχείριση των αποβλήτων τονίζει ότι είναι απαραίτητο να μειωθεί η περιεκτικότητα των αποβλήτων σε επικίνδυνες ουσίες και αναφέρεται στα πιθανά οφέλη από την καθιέρωση κανόνων σε όλη την Κοινότητα που θα περιορίζουν την παρουσία αναλόγων ουσιών σε ορισμένα προϊόντα και παραγωγικές διαδικασίες.

(4)  Το ψήφισμα του Συμβουλίου, της 25ης Ιανουαρίου 1988, σχετικά με ένα κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για την καταπολέμηση της ρύπανσης του περιβάλλοντος από το κάδμιο(8), καλεί την Επιτροπή να επιδιώξει αμελλητί την εκπόνηση ειδικών μέτρων για το εν λόγω πρόγραμμα. Επιβάλλεται επίσης να προστατεύεται η ανθρώπινη υγεία και θα πρέπει να εφαρμόζεται συνολική στρατηγική που να περιορίζει ιδιαίτερα τη χρήση του καδμίου και να τονώνει την έρευνα για υποκατάστατα. Το ψήφισμα τονίζει ότι η χρήση του καδμίου θα πρέπει να περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν κατάλληλες και ασφαλέστερες εναλλακτικές λύσεις.

(5)  Από τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι τα μέτρα για τη συλλογή, την επεξεργασία, την ανακύκλωση και τη διάθεση των αποβλήτων ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (ΑΗΗΕ), όπως αναφέρονται στην οδηγία 2002/.../ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της ..., για τα απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (ΑΗΗΕ)(9), είναι απαραίτητα προκειμένου να περιοριστούν τα προβλήματα διαχείρισης αποβλήτων που συνδέονται με τα αντίστοιχα βαρέα μέταλλα και τα αντίστοιχα επιβραδυντικά φλόγας. Παρά τα μέτρα αυτά, ωστόσο, σημαντικά τμήματα των ΑΗΗΕ θα εξακολουθήσουν να καταλήγουν στις συνήθεις διαδικασίες διάθεσης. Ακόμα και εάν τα ΑΗΗΕ συλλέγονταν χωριστά και υποβάλλονταν σε διαδικασίες ανακύκλωσης, το περιεχόμενό τους σε υδράργυρο, κάδμιο, μόλυβδο, εξασθενές χρώμιο, PBB και PBDE θα ήταν δυνατό να εξακολουθήσει να αποτελεί κίνδυνο για την υγεία ή το περιβάλλον.

(6)  Λαμβάνοντας υπόψη την τεχνική και οικονομική σκοπιμότητα, η υποκατάσταση των ουσιών αυτών στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού με ασφαλή ή ασφαλέστερα υλικά είναι ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος προκειμένου να εξασφαλιστεί η ουσιαστική μείωση των κινδύνων για την υγεία και το περιβάλλον, οι οποίοι οφείλονται στις ουσίες αυτές, ώστε να επιτευχθεί το σκοπούμενο επίπεδο προστασίας στην Κοινότητα. Ο περιορισμός της χρήσης των επικίνδυνων αυτών ουσιών είναι πιθανόν να ενισχύσει τις δυνατότητες και την οικονομική αποδοτικότητα της ανακύκλωσης των ΑΗΗΕ και να μειώσει τον αρνητικό αντίκτυπο στην υγεία των εργαζομένων σε εγκαταστάσεις ανακύκλωσης.

(7)  Οι ουσίες που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία ερευνώνται αναλυτικά και αξιολογούνται και αποτελούν αντικείμενο διάφορων μέτρων σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο.

(8)  Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία συνυπολογίζουν τις υφιστάμενες διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις και βασίζονται σε αξιολόγηση των διαθέσιμων επιστημονικών και τεχνικών πληροφοριών. Τα μέτρα αυτά είναι αναγκαία για να επιτευχθεί το σκοπούμενο επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου και των ζώων καθώς και του περιβάλλοντος, λαμβάνοντας υπόψη τους κινδύνους που ενδέχεται να παρουσιαστούν στην Κοινότητα αν δεν ληφθούν μέτρα. Τα μέτρα θα πρέπει να εξακολουθήσουν να εξετάζονται και, εφόσον είναι απαραίτητο, να προσαρμόζονται λαμβάνοντας υπόψη τα διαθέσιμα τεχνικά και επιστημονικά δεδομένα.

(9)  Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της κοινοτικής νομοθεσίας σχετικά με τις απαιτήσεις της ασφάλειας και της υγείας, καθώς και της ειδικής κοινοτικής νομοθεσίας για τη διαχείριση των αποβλήτων, ιδίως της οδηγίας 91/157/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 1991, για τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές που περιέχουν ορισμένες επικίνδυνες ουσίες(10).

(10)  Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η τεχνική ανάπτυξη των ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού δίχως βαρέα μέταλλα, PBDE και PBB. Βάσει επιστημονικών στοιχείων και λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της προφύλαξης, θα πρέπει να εξεταστεί η απαγόρευση άλλων επικίνδυνων ουσιών και η υποκατάστασή τους με φιλικότερες προς το περιβάλλον εναλλακτικές ουσίες οι οποίες να εξασφαλίζουν τουλάχιστον το ίδιο επίπεδο προστασίας των καταναλωτών.

(11)  Εξαιρέσεις από την απαίτηση υποκατάστασης θα πρέπει να επιτρέπονται εφόσον η υποκατάσταση είναι αδύνατη από επιστημονική και τεχνική σκοπιά ή εφόσον οι αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και/ή την υγεία λόγω της υποκατάστασης ενδέχεται να είναι σημαντικότερες των οφελών αυτής για τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Η υποκατάσταση των επικίνδυνων ουσιών στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού θα πρέπει επίσης να διεξάγεται κατά τρόπο συμβατό με την υγεία και την ασφάλεια των χρηστών των ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού.

(12)  Πρέπει να υπάρχουν διαθέσιμα ανταλλακτικά, δεδομένου ότι η εκ νέου χρησιμοποίηση των προϊόντων, η αποκατάσταση και η παράταση της διάρκειας ζωής τους είναι επωφελείς.

(13)   Η προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο των εξαιρέσεων από τις προϋποθέσεις για τη βαθμιαία εξάλειψη και απαγόρευση των επικίνδυνων ουσιών θα πρέπει να πραγματοποιείται από την Επιτροπή στο πλαίσιο διαδικασίας επιτροπής.

(14)   Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/EΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή(11),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ :

Άρθρο 1

Στόχοι

Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τους περιορισμούς της χρήσης επικίνδυνων ουσιών στον ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό καθώς και η συμβολή στην προστασία της ανθρώπινης υγείας και στην περιβαλλοντικώς ορθή ανάκτηση και διάθεση των αποβλήτων ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.  Με την επιφύλαξη του άρθρου 6, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στον ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό που υπάγεται στις κατηγορίες 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7 και 10 του Παραρτήματος ΙΑ της οδηγίας 2002/.../ΕΚ (ΑΗΗΕ) και στους λαμπτήρες πυράκτωσης και τα οικιακά φωτιστικά σώματα.

2.  Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της κοινοτικής νομοθεσίας σχετικά με τις απαιτήσεις ασφαλείας και υγείας καθώς και της ειδικής κοινοτικής νομοθεσίας για τη διαχείριση των αποβλήτων.

3.  Η παρούσα οδηγία δεν καλύπτει την επαναχρησιμοποίηση ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού ή των κατασκευαστικών τους στοιχείων, που διατίθενται στην αγορά πριν από την αναφερόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 1, ημερομηνία, συμπεριλαμβανομένης της επαναχρησιμοποίησης των κατασκευαστικών στοιχείων ειδών νέου ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού τα οποία έχουν διατεθεί στην αγορά.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί :

   α) "Ηλεκτρικός και ηλεκτρονικός εξοπλισμός": ο εξοπλισμός η ορθή λειτουργία του οποίου εξαρτάται από ηλεκτρικά ρεύματα ή ηλεκτρομαγνητικά πεδία και ο εξοπλισμός για την παραγωγή, τη μεταφορά και τη μέτρηση των ρευμάτων και πεδίων αυτών, ο οποίος υπάγεται στις κατηγορίες του Παραρτήματος ΙΑ της οδηγίας 2002/.../ΕΚ (ΑΗΗΕ) και ο οποίος έχει σχεδιασθεί για να λειτουργεί υπό ονομαστική τάση μέχρι 1000 V εναλλασσομένου ρεύματος και μέχρι 1500 V συνεχούς ρεύματος.
  β) "Παραγωγός": οποιοδήποτε πρόσωπο, ανεξάρτητα από το ποια τεχνική πωλήσεων χρησιμοποιεί, συμπεριλαμβανομένης της εξ αποστάσεως επικοινωνίας σύμφωνα με την οδηγία 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1997, για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις(12):
   i) κατασκευάζει και πωλεί ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό με τη μάρκα του,
   ii) μεταπωλεί με τη μάρκα του εξοπλισμό παραγόμενο από άλλους προμηθευτές, όπου ο μεταπωλητής δεν θεωρείται παραγωγός, εφόσον η μάρκα του παραγωγού αναγράφεται στη συσκευή σύμφωνα με το σημείο i), ή
   iii) εισάγει ή εξάγει κατ' επάγγελμα ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό σε ένα κράτος μέλος.

Άρθρο 4

Πρόληψη

1.  Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, από 1ης Ιανουαρίου 2006, ο νέος ηλεκτρικός και ηλεκτρονικός εξοπλισμός που διατίθεται στην αγορά δεν περιέχει μόλυβδο, υδράργυρο, κάδμιο, εξασθενές χρώμιο, πολυβρωμοδιφαινύλια (PBB) ή πολυβρωμοδιφαινυλαιθέρα (PBDE).

2.  Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στις εφαρμογές που απαριθμούνται στο Παράρτημα.

3.  Εκτός αυτού, η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται για τα ανταλλακτικά και την επισκευή εξοπλισμού που τίθεται στην αγορά πριν από την 1η Ιανουαρίου 2006.

4.  Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αποφασίζουν, αμέσως μόλις είναι διαθέσιμα τα αναγκαία επιστημονικά δεδομένα και τα αποτελέσματα των αναλύσεων για την ύπαρξη κινδύνου, και χωρίς να παραβιάζουν τις αρμοδιότητες της Επιτροπής, την απαγόρευση άλλων επικίνδυνων ουσιών και την υποκατάστασή τους με εναλλακτικές ουσίες που σέβονται περισσότερο το περιβάλλον, οι οποίες διασφαλίζουν τουλάχιστον το ίδιο επίπεδο προστασίας για τον καταναλωτή.

Άρθρο 5

Προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο

1.  Οι τροποποιήσεις που είναι αναγκαίες για την προσαρμογή του Παραρτήματος στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο για τους ακόλουθους σκοπούς, θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 7, παράγραφος 2 :

   α) προσδιορισμός, εφόσον είναι απαραίτητο, ανώτατων τιμών συγκέντρωσης μέχρι των οποίων είναι ανεκτή η παρουσία των ουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, σε συγκεκριμένα υλικά και κατασκευαστικά στοιχεία του ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού,
   β) εξαίρεση υλικών και κατασκευαστικών στοιχείων ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού από τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, εφόσον η εξάλειψη ή υποκατάστασή τους με αλλαγές στο σχεδιασμό ή με υλικά και κατασκευαστικά στοιχεία που δεν απαιτούν τη χρησιμοποίηση υλικών ή ουσιών που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο είναι τεχνικώς ή επιστημονικώς αδύνατη ή εφόσον οι αρνητικές επιπτώσεις για το περιβάλλον, την υγεία και/ή την ασφάλεια των καταναλωτών που οφείλονται στην ως άνω υποκατάσταση είναι σοβαρότερες των ωφελειών αυτής για το περιβάλλον, την υγεία και/ή την ασφάλεια των καταναλωτών,
   γ) διεξαγωγή επανεξέτασης κάθε εξαίρεσης του Παραρτήματος τουλάχιστον ανά τετραετία ή τέσσερα έτη μετά την προσθήκη ενός είδους στον κατάλογο με στόχο τη διαγραφή υλικών και κατασκευαστικών στοιχείων ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού από το Παράρτημα, εάν η εξάλειψη ή υποκατάστασή τους με αλλαγές στο σχεδιασμό ή με υλικά και κατασκευαστικά στοιχεία που δεν απαιτούν τη χρησιμοποίηση υλικών ή ουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, είναι τεχνικώς ή επιστημονικώς δυνατή, εφόσον οι αρνητικές επιπτώσεις της υποκατάστασης για το περιβάλλον, την υγεία και/ή την ασφάλεια των καταναλωτών δεν είναι σημαντικότερες από τα πιθανά πλεονεκτήματά της για το περιβάλλον, την υγεία και/ή την ασφάλεια των καταναλωτών.

2.  Πριν από την τροποποίηση του Παραρτήματος σύμφωνα με την παράγραφο 1, η Επιτροπή, μεταξύ άλλων, διαβουλεύεται με τους παραγωγούς ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού, τους ανακυκλωτές, τους υπεύθυνους επεξεργασίας, τις περιβαλλοντικές οργανώσεις και τις ενώσεις εργοδοτών και καταναλωτών. Οι παρατηρήσεις διαβιβάζονται στην επιτροπή του άρθρου 7, παράγραφος 1. Η Επιτροπή γνωστοποιεί τις πληροφορίες που λαμβάνει.

Άρθρο 6

Επανεξέταση

Πριν από τις ... *(13), η Επιτροπή επανεξετάζει τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, προκειμένου να λάβει υπόψη, εφόσον είναι απαραίτητο, νέα επιστημονικά δεδομένα.

Ειδικότερα, η Επιτροπή υποβάλλει μέχρι την ημερομηνία αυτή, προτάσεις για να περιληφθεί στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ο εξοπλισμός που εμπίπτει στις κατηγορίες 8 και 9 του Παραρτήματος ΙΑ της οδηγίας 2002/.../ΕΚ (ΑΗΗΕ).

Η Επιτροπή μελετά επίσης την ανάγκη προσαρμογής του καταλόγου των ουσιών του άρθρου 4, παράγραφος 1, με βάση επιστημονικά δεδομένα και λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της προφύλαξης και υποβάλλει, κατά περίπτωση, προτάσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για τις εν λόγω προσαρμογές.

Ιδιαίτερη προσοχή δίδεται στην αναθεώρηση όσον αφορά την επίδραση στο περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία άλλων επικίνδυνων ουσιών που χρησιμοποιούνται στον ηλεκτρονικό και ηλεκτρικό εξοπλισμό. Η Επιτροπή εξετάζει τη σκοπιμότητα υποκατάστασης των ουσιών αυτών και, εάν κρίνει σκόπιμο, υποβάλλει προτάσεις προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για επέκταση του εύρους του άρθρου 4.

Άρθρο 7

Επιτροπή

1.  Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή η οποία συγκροτείται δυνάμει του άρθρου 18 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, σχετικά με τα απόβλητα(14).

2.  Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένου του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.

Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, ορίζεται σε τρεις μήνες.

3.  Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

Άρθρο 8

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τις κυρώσεις που επιβάλλονται για τις παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Άρθρο 9

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.  Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες προκειμένου να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία πριν από τις ...*(15). Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την αναφορά αυτή καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

10.  Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο όλων των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 10

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 11

Παραλήπτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Έγινε στις

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Εφαρμογές μολύβδου, υδραργύρου, καδμίου και εξασθενούς χρωμίου, που εξαιρούνται από τις απαιτήσεις του άρθρου 4, παράγραφος 1

1.  Υδράργυρος σε λαμπτήρες φθορισμού μικρών διαστάσεων, εφόσον δεν υπερβαίνει τα 5 mg ανά λαμπτήρα

2.  Υδράργυρος σε ευθείς λαμπτήρες φθορισμού γενικών σκοπών, εφόσον δεν υπερβαίνει :

   ο αλοφωσφορικός τα 10 mg
   ο τριφωσφορικός, σε κοινούς λαμπτήρες τα 5 mg
   ο τριφωσφορικός, σε λαμπτήρες με μεγάλη διάρκεια ζωή τα 8 mg

3.  Υδράργυρος σε ευθείς λαμπτήρες φθορισμού ειδικών σκοπών.

4.  Υδράργυρος σε άλλους λαμπτήρες που δεν κατονομάζονται ρητώς στο παρόν Παράρτημα.

5.   Μόλυβδος στο γυαλί καθοδικών λυχνιών, ηλεκτρονικών κατασκευαστικών στοιχείων και λαμπτήρων φθορισμού.

6.  Μόλυβδος ως στοιχείο κράματος σε χάλυβα με περιεκτικότητα σε μόλυβδο έως 0,35% κατά βάρος, σε αλουμίνιο με περιεκτικότητα σε μόλυβδο έως 0,4% κατά βάρος και ως κράμα χαλκού με περιεκτικότητα σε μόλυβδο έως 4% κατά βάρος.

7.  _ Μόλυβδος σε κολλήσεις τύπου υψηλού σημείου τήξεως (δηλαδή κολλήσεις από κράμα μολύβδου-κασσιτέρου με άνω του 85% μόλυβδο)·

   - Μόλυβδος σε κολλήσεις για διακομιστές, συστήματα αποθήκευσης και συστήματα αποθήκευσης με συστοιχίες (χορηγείται εξαίρεση μέχρι το 2010)·
   - Μόλυβδος σε κολλήσεις για εξοπλισμό υποδομής δικτύων, για μεταγωγή, σηματοδότηση, διαβίβαση, καθώς και διαχείριση δικτύου για τηλεπικοινωνίες·
   - Μόλυβδος σε ηλεκτρονικά κεραμικά κατασκευαστικά στοιχεία (π.χ. πιεζοηλεκτρονικές διατάξεις).

8.  Επίστρωση με κάδμιο εκτός για εφαρμογές απαγορευμένες δυνάμει της οδηγίας 91/338/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1991,(16) για την τροποποίηση της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ(17) περί περιορισμών εμπορίας και χρήσεως ορισμένων επικίνδυνων ουσιών και παρασκευασμάτων.

9.  Εξασθενές χρώμιο ως αντιδιαβρωτικό του ψυκτικού συστήματος από ανθρακούχο χάλυβα στα ψυγεία απορρόφησης.

Σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, η Επιτροπή εξετάζει τις εφαρμογές που αφορούν :

   το οκτα-BDE και το δεκα-BDE,
   τον υδράργυρο σε ευθείς λαμπτήρες φθορισμού ειδικών σκοπών,
   το μόλυβδο σε κολλήσεις για διακομιστές, συστήματα αποθήκευσης και συστήματα αποθήκευσης με συστοιχίες, εξοπλισμό υποδομής δικτύων, για μεταγωγή, σηματοδότηση, διαβίβαση, καθώς και διαχείριση δικτύου για τηλεπικοινωνίες (προκειμένου να καθοριστεί συγκεκριμένο χρονικό όριο γι' αυτή την εξαίρεση), και
   το μόλυβδο στους λαμπτήρες πυράκτωσης,
  

κατά προτεραιότητα, προκειμένου να αποφασίσει, το ταχύτερο δυνατόν, αν πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως οι σχετικές διατάξεις.

(1) ΕΕ C 34 Ε της 7.2.2002, σ. 109.
(2) ΕΕ C 365 Ε της 19.12.2000, σ. 195.
(3) ΕΕ C 240 Ε της 28.8.2001, σ. 303.
(4) ΕΕ C 365 Ε της 19.12.2000, σ. 195 και ΕΕ C 240 E της 28.8.2001, σ. 303.
(5) ΕΕ C 116 της 20.4.2001, σ. 38.
(6) ΕΕ C 148 της 18.5.2001, σ. 1.
(7) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Μαΐου 2001 (ΕΕ C 34 Ε της 7.2.2002, σ. 109), κοινή θέση του Συμβουλίου της 4ης Δεκεμβρίου 2001 και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Απριλίου 2002.
(8) ΕΕ C 30 της 4.2.1998, σ. 1.
(9) ΕΕ L
(10) ΕΕ L 78 της 26.3.1991, σ. 38. Οδηγία η οποία τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/101/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 1 της 5.1.1999, σ. 1).
(11) ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.
(12) ΕΕ L 144 της 4.6.1997, σ. 19.
(13)* Δύο έτη μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.
(14) ΕΕ L 194 της 25.7.1975, σ. 39. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση 96/350/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 135 της 6.6.1996, σε. 32).
(15)* Δέκα οκτώ μήνες μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.
(16) ΕΕ L 186 της 12.7.1991, σ. 59.
(17) ΕΕ L 262 της 27.9.1976, σ. 201.


Περιορισμοί στην αγορά και χρήση επικίνδυνων ουσιών ***II
PDF 400kWORD 52k
Ψήφισμα
Ενοποιημένο κείμενο
Παράρτημα
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου εν όψει της έγκρισης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την 24η τροποποίηση της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τους περιορισμούς κυκλοφορίας στην αγορά και τη χρήση μερικών επικίνδυνων ουσιών και παρασκευασμάτων (πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρας) (12332/1/2001 - C5-0638/2001 - 2001/0018(COD))

(Διαδικασία συναπόφασης: δεύτερη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη την κοινή θέση του Συμβουλίου (12332/1/2001 – C5-0638/2001),

–  έχοντας υπόψη τη θέση του κατά την πρώτη ανάγνωση(1) σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2001) 12(2)),

–  έχοντας υπόψη την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής (COM(2001) 555(3)),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 80 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη τη σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Πολιτικής των Καταναλωτών (A5-0090/2002),

1.  τροποποιεί ως ακολούθως την κοινή θέση·

2.  αναθέτει στoν Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 10 Απριλίου 2002 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2002/·/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την 24η τροποποίηση της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τους περιορισμούς κυκλοφορίας στην αγορά και χρήσης μερικών επικίνδυνων ουσιών και παρασκευασμάτων (πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρας, οκταβρωμοδιφαινυλαιθέρας)

P5_TC2-COD(2001)0018


ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 95,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής(4),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(5),

αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης(6),

Εκτιμώντας τα εξής :

(1)  Σύμφωνα με το άρθρο 14 της Συνθήκης, πρέπει να δημιουργηθεί ένας χώρος χωρίς εσωτερικά σύνορα, μέσα στον οποίο θα εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων.

(2)  Οι κίνδυνοι του πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρα (πενταΒΔΑ) για το περιβάλλον αξιολογήθηκαν στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 1993, για την αξιολόγηση και τον έλεγχο των κινδύνων από τις υπάρχουσες ουσίες(7). Η αξιολόγηση του κινδύνου έδειξε μία ανάγκη για μείωση των κινδύνων του πενταΒΔΑ για το περιβάλλον. Στη γνώμη της 4ης Φεβρουαρίου 2000, η Επιστημονική Επιτροπή για την Τοξικότητα, την Οικοτοξικότητα και το Περιβάλλον (CSTEE) επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα της αξιολόγησης του πενταΒΔΑ όσον αφορά την ανάγκη για μείωσης των κινδύνων προκειμένου να προστατευθεί το περιβάλλον. Επιπλέον, η CSTEE επιβεβαίωσε, στη γνώμη της 19ης Ιουνίου 2000, την ανησυχία σχετικά με την έκθεση σε πενταΒΔΑ των βρεφών σε γαλουχία, και ότι τα αυξανόμενα επίπεδα πενταΒΔΑ στο μητρικό γάλα μπορεί να οφείλονται σε χρήση που δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί.

(3)  Η Επιτροπή εξέδωσε σύσταση στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 σχετικά με μια στρατηγική για τη μείωση του κινδύνου από το πενταΒΔΑ, που προβλέπει περιορισμούς στην εμπορία και τη χρήση του, προκειμένου να ελεγχθεί ο κίνδυνος για το περιβάλλον. Συνέστησε επίσης τα τυχόν μέτρα να λαμβάνουν υπόψη το ζήτημα των βρεφών που εκτίθενται σε κίνδυνο μέσω του μητρικού γάλακτος.

(4)  Προκειμένου να προστατευθεί η ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον, θα πρέπει να απαγορευθούν η διάθεση στην αγορά και η χρήση του πενταΒΔΑ και η διάθεση στην αγορά ειδών που το εμπεριέχουν.

(5)  Οι διαθέσιμοι στο εμπόριο διφαινυλαιθέρες τεχνικού βαθμού είναι μίγματα και περιέχουν μόρια με διαφορετικούς αριθμούς ατόμων βρωμίου. Ο οκταβρωμοδιφαινυλαιθέρας (οκταΒΔΑ) τεχνικού βαθμού περιέχει κυρίως οκταΒΔΑ και επταΒΔΑ, εκτός από πενταΒΔΑ. Για λόγους προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος, δεν θα πρέπει να επιτρέπεται πλέον η χρήση οκταΒΔΑ που περιέχει πενταΒΔΑ σε ποσοστό άνω του 0,1% από τη στιγμή που ισχύουν περιορισμοί για το πενταΒΔΑ. Επιπλέον, μολονότι δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί οι εκτιμήσεις κινδύνου για τον οκταΒΔΑ και τον δεκαΒΔΑ, θα πρέπει να περιοριστούν η διάθεση στο εμπόριο και η χρήση αυτών των ουσιών, διότι στις υπάρχουσες αξιολογήσεις έχουν ήδη εντοπισθεί συγκεκριμένοι κίνδυνοι για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον.

(6)  Η παρουσία πενταΒΔΑ σε συγκεντρώσεις υψηλότερες από 0,1% μπορεί να ανιχνευθεί με τη χρήση τυποποιημένων αναλυτικών τεχνικών όπως η GC-MS (αέριος χρωματογραφία-φασματομετρία μάζας). Οι τεχνικές αυτές μπορούν να διακρίνουν τεχνικούς βαθμούς οκταΒΔΑ και πενταΒΔΑ.

3.  Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την κοινοτική νομοθεσία η οποία ορίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις για την προστασία των εργαζομένων που περιλαμβάνονται στην οδηγία 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία(8) και στις επιμέρους οδηγίες που βασίζονται σ' αυτήν, και ιδίως στην οδηγία 90/394/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1990, σχετικά με την προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους που συνδέονται με την έκθεση σε καρκινογόνους παράγοντες κατά την εργασία (έκτη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ)(9) και στην οδηγία 98/24/ΕΚ του Συμβουλίου, της 7ης Απριλίου 1998, για την προστασία της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων κατά την εργασία από κινδύνους οφειλόμενους σε χημικούς παράγοντες (14η ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ)(10),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Το Παράρτημα Ι της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ τροποποιείται σύμφωνα με το Παράρτημα της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία πριν από τις [·] *(11). Πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από [·] *(12)*?.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη έκδοσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 3

Η παρούσα οδηγία τίθεται σε ισχύ την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Έγινε στις

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Τα ακόλουθα σημεία [XX], [XXΙ] και [XXΙΙ] προστίθενται στο Παράρτημα Ι της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ:

"[XX] πενταβρωμιούχο

παράγωγο του διφαινυλαιθέρα

C12H5Br5O

Δεν επιτρέπεται να κυκλοφορεί στην αγορά ή να χρησιμοποιείται ως ουσία ή ως συστατικό ουσιών ή παρασκευασμάτων σε συγκεντρώσεις μεγαλύτερες από 0,1 % κατά μάζα.

Δεν επιτρέπεται να κυκλοφορούν στην αγορά είδη που περιέχουν, τα ίδια τα είδη ή μέρη τους, επιβραδυντικά φλόγας, την ουσία αυτή σε συγκεντρώσεις μεγαλύτερες από 0,1% κατά μάζα.

[XXΙ] οκταβρωμιούχο παράγωγο του διφαινυλαιθέρα

C12H2Br8O

Δεν επιτρέπεται να κυκλοφορεί στην αγορά ή να χρησιμοποιείται ως ουσία ή ως συστατικό ουσιών ή παρασκευασμάτων σε συγκεντρώσεις μεγαλύτερες από 0,1 % κατά μάζα.

Δεν επιτρέπεται να κυκλοφορούν στην αγορά είδη που περιέχουν, τα ίδια τα είδη ή μέρη τους, ουσίες που δρουν ως επιβραδυντικά φλόγας, σε συγκεντρώσεις μεγαλύτερες από 0,1% κατά μάζα.

[XXΙΙ] δεκαβρωμιούχο παράγωγο του διφαινυλαιθέρα

C12Br10O

Δεν επιτρέπεται να κυκλοφορεί στην αγορά ή να χρησιμοποιείται ως ουσία ή ως συστατικό ουσιών ή παρασκευασμάτων σε συγκεντρώσεις μεγαλύτερες από 0,1 % κατά μάζα.

Δεν επιτρέπεται να κυκλοφορούν στην αγορά είδη που περιέχουν, τα ίδια τα είδη ή μέρη τους, ουσίες που δρουν ως επιβραδυντικά φλόγας, σε συγκεντρώσεις μεγαλύτερες από 0,1% κατά μάζα.

Οι παρούσες διατάξεις τίθενται σε εφαρμογή το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 2006, εκτός εάν η αξιολόγηση του κινδύνου βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 καταδείξει ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας εν τω μεταξύ για το δεκαΒΔΑ."

(1) ΕΕ C 72 Ε της 21.3.2002, σ. 286.
(2) ΕΕ C 154 Ε της 29.5.2001, σ. 112.
(3) ΕΕ C 25 Ε της 29.1.2002, σ. 472.
(4) ΕΕ C 154 Ε της 29.5.2001, σ. 112 και ΕΕ C 25 Ε της 29.1.2002, σ. 472.
(5) ΕΕ C 193 της 10.7.2001, σ. 27.
(6) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Σεπτεμβρίου 2001 (ΕΕ C 72 Ε της 21.3.2002, σ. 286), κοινή θέση του Συμβουλίου της 6ης Δεκεμβρίου 2001 και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Απριλίου 2002.
(7) ΕΕ L 84 της 5.4.1993, σ. 1.
(8) ΕΕ L 183 της 29.6.1989, σ. 1.
(9) ΕΕ L 196 της 26.7.1990, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 1999/38/ΕΚ (ΕΕ L 138 της 1.6.1999, σ. 66).
(10) ΕΕ L 131 της 5.5.1998, σ. 11.
(11)* 12 μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.
(12)** 18 μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.


Κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας *
PDF 425kWORD 85k
Κείμενο
Ψήφισμα
Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου που αφορά το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας (COM(2000) 412 – C5-0461/2000 – 2000/0177(CNS))
P5_TA(2002)0163A5-0059/2002

Η εν λόγω πρόταση τροποποιείται ως ακολούθως:

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή(1)   Τροπολογίες του Κοινοβουλίου
Τροπολογία 21
Αιτιολογική σκέψη 2
(2)  Η σύμβαση του Μονάχου για τη χορήγηση ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, που υπογράφηκε στις 5 Οκτωβρίου 1973 (εφεξής καλούμενη "σύμβαση του Μονάχου"), ίδρυσε το Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (εφεξής καλούμενο "Γραφείο"), το οποίο είναι επιφορτισμένο με τη χορήγηση ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Ενδείκνυται η προσφυγή στην εμπειρογνωμοσύνη που παρέχει το εν λόγω γραφείο όσον αφορά τη χορήγηση και τον τρόπο διαχείρισης του κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας.
(2)  Η σύμβαση του Μονάχου για τη χορήγηση ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, που υπογράφηκε στις 5 Οκτωβρίου 1973 (εφεξής καλούμενη "σύμβαση του Μονάχου"), ίδρυσε το Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (εφεξής καλούμενο "Γραφείο"), το οποίο είναι επιφορτισμένο με τη χορήγηση ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Ενδείκνυται η προσφυγή στην εμπειρογνωμοσύνη που παρέχει το εν λόγω γραφείο όσον αφορά τη χορήγηση και τον τρόπο διαχείρισης του κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Οι εθνικές αρχές οι αρμόδιες για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας είναι δυνατόν να επιτρέπεται να εκτελούν μέρος των διαδικαστικών εργασιών εξέτασης των φακέλων που αφορούν το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ιδίως με τη μορφή έρευνας για καινοτομίες, για λογαριασμό του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (ΕΟΔΕ), με την προϋπόθεση ότι οι αρχές αυτές πληρούν καθορισμένα εκ των προτέρων πρότυπα ποιότητας. Η αρμοδιότητα έκδοσης του κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας εμπίπτει αποκλειστικά στον ΕΟΔΕ.
Τροπολογίες 2 και 22
Αιτιολογική σκέψη 5α (νέα)
(5α) Πρέπει να εξευρεθεί το σημείο ισορροπίας ανάμεσα στο δικαίωμα όλων των πολιτών της Ένωσης να χρησιμοποιούν τη δική τους γλώσσα για κάθε υπόθεσή τους, την αρχή της ασφάλειας του δικαίου που απαιτεί να είναι εύκολα κατανοητό το περιεχόμενο της κάθε κατοχυρούμενης ευρεσιτεχνίας, και της επιδίωξης να περιορίζεται κατά το δυνατόν το κόστος. Για το σημείο αυτό ισορροπίας θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί το πρότυπο του γλωσσικού καθεστώτος που καθιερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου, της 20ης Δεκεμβρίου 1993, περί κοινοτικού σήματος1.
_______________
1 ΕΕ L 11 της 14.1.1994, σ. 1.
Τροπολογία 3
Αιτιολογική σκέψη 7
(7)  Για λόγους ασφάλειας δικαίου, όλες οι αγωγές που αφορούν ορισμένες πτυχές του κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας πρέπει να υποβάλλονται στην ίδια δικαστική αρχή και οι αποφάσεις της αρχής αυτής πρέπει να καθίστανται εκτελεστές σε όλη την Κοινότητα. Κατά συνέπεια, κρίνεται σκόπιμο να αναγνωρισθεί στο κοινοτικό δικαστήριο διανοητικής ιδιοκτησίας αποκλειστική αρμοδιότητα για μια κατηγορία αγωγών και αιτήσεων σχετικά με το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και, κυρίως, σχετικά με τις αγωγές που αφορούν την προσβολή και το κύρος του διπλώματος αυτού. Εξάλλου, κρίνεται χρήσιμο να διασφαλισθεί ότι οι αποφάσεις ενός πρωτοβάθμιου τμήματος του εν λόγω δικαστηρίου θα υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον ενός τμήματος προσφυγών του συγκεκριμένου δικαστηρίου.
(7)  Όλες οι αγωγές που αφορούν ορισμένες πτυχές του κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας πρέπει να υποβάλλονται πρωτοδίκως, στα Κοινοτικά Δικαστήρια Ευρεσιτεχνίας (ΚΔΕ) των κρατών μελών και, σε δεύτερο βαθμό, στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Πνευματικής Ιδιοκτησίας (ΕΔΠΙ) που θα ιδρυθεί βάσει των άρθρων 225Α και 229Α της Συνθήκης της Νίκαιας.
(7α) Η χρήση των υπαρχόντων εθνικών δικαστηρίων με εμπειρία σε θέματα ευρεσιτεχνίας ως πρωτοβαθμίων δικαστηρίων (ΚΔΕ) για την εκδίκαση υποθέσεων που αφορούν κοινοτικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας ακολουθεί, για την πρωτοβάθμια εκδίκαση, τα πρότυπα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94. Με τον τρόπο αυτό αξιοποιούνται στο βέλτιστο βαθμό οι παράγοντες της ταχύτητας, του χαμηλού κόστους, της χρήσης της τοπικής γλώσσας, της γειτνίασης με τους χρήστες και της χρήσης υποδομών και εμπειρίας που ήδη υπάρχουν.
(7β) Ο αριθμός ΚΔΕ σε κάθε κράτος μέλος πρέπει να είναι περιορισμένος. Με συμφωνία μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών μελών, μπορούν να δημιουργηθούν ΚΔΕ κοινά για δύο ή περισσότερα κράτη μέλη.
(7γ) Η ενιαία εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου διασφαλίζεται μέσω του ελέγχου των ΚΔΕ από το ΕΔΠΙ, το οποίο θα έχει ρόλο εφετείου. Το ΕΔΠΙ μπορεί να επιτρέψει την προσφυγή στο Πρωτοδικείο για υποθέσεις που θέτουν σημαντικά νομικά ζητήματα.
(7δ) Σε υποθέσεις που αφορούν διπλώματα ευρεσιτεχνίας, είναι απαραίτητο να υπάρχουν δύο δικαστικά επίπεδα που θα εξετάζουν τα πραγματικά περιστατικά (κυρίως τεχνικής φύσεως). Επομένως, και τα ΚΔΕ και το ΕΔΠΙ αποφαίνονται και επί των πραγματικών περιστατικών και επί του Νόμου. Ο εκτελεστικός κανονισμός μπορεί να περιορίσει την έκταση στην οποία το ΕΔΠΙ θα εξετάζει τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων βασίστηκε η απόφαση του ΚΔΕ.
(7ε) Το ΕΔΠΙ, ως κεντρικό εφετείο, συνιστά δικαστήριο "πρώτου βαθμού" υπό την έννοια του άρθρου 225Α της Συνθήκης της Νίκαιας, διότι το ευρωπαϊκό δικαιοδοτικό σύστημα, το οποίο συνίσταται από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), το Πρωτοδικείο και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Πνευματικής Ιδιοκτησίας (ΕΔΠΙ), επιλαμβάνεται "για πρώτη φορά" μιας υπόθεσης μετά από προσφυγή που του παραπέμπεται από ΚΔΕ το οποίο δεν ανήκει, το ίδιο, στο ευρωπαϊκό δικαιοδοτικό σύστημα. Και εδώ ακολουθούνται τα πρότυπα του κοινοτικού συστήματος εμπορικών σημάτων κατά τα οποία το Πρωτοδικείο καλείται να αποφανθεί επί προσφυγών κατά των αποφάσεων των δευτεροβαθμίων οργάνων του Γραφείου Εναρμόνισης Εσωτερικής Αγοράς, ενεργώντας έτσι ως δευτεροβάθμιο (ή και τριτοβάθμιο) δικαστήριο.
(7στ) Τα ΚΔΕ είναι, από θεσμική άποψη, εθνικά δικαστήρια. Εφαρμόζουν όμως αποκλειστικά την ευρωπαϊκή νομοθεσία, και ειδικότερα τους ουσιαστικούς και διαδικαστικούς κανόνες που προβλέπει ο παρόν κανονισμός. Κατά συνέπειαν, η τυχόν προσφυγή στο ΕΔΠΙ κατά αποφάσεως ΚΔΕ δεν θίγει την εθνική κυριαρχία των κρατών μελών.
Τροπολογία 4
Αιτιολογική σκέψη 8
(8)  Είναι απαραίτητο η δικαστική αρχή που αποφαίνεται επί θεμάτων προσβολής και κύρους να έχει τη δυνατότητα να αποφαίνεται και επί των κυρώσεων και της αποκατάστασης της ζημίας που προκλήθηκε βάσει κοινών κανόνων. Οι αρμοδιότητες αυτές ισχύουν με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων για την εφαρμογή των κανόνων σχετικά με την ποινική ευθύνη και τον αθέμιτο ανταγωνισμό τις οποίες δύνανται να προβλέπουν οι νομοθεσίες των κρατών μελών.
(8)  Είναι απαραίτητο το ΚΔΕ που αποφαίνεται επί θεμάτων προσβολής και κύρους να έχει τη δυνατότητα να αποφαίνεται και επί των κυρώσεων και της αποκατάστασης της ζημίας που προκλήθηκε βάσει κοινών κανόνων. Οι αρμοδιότητες αυτές ισχύουν με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων για την εφαρμογή των κανόνων σχετικά με την ποινική ευθύνη και τον αθέμιτο ανταγωνισμό τις οποίες δύνανται να προβλέπουν οι νομοθεσίες των κρατών μελών.
Τροπολογία 5
Αιτιολογική σκέψη 9
(9)  Οι κανόνες σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του κοινοτικού δικαστηρίου διανοητικής ιδιοκτησίας καθορίζονται στον οργανισμό της εν λόγω δικαστικής αρχής, καθώς και στον κανονισμό διαδικασίας της.
(9)  Οι κανόνες σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον των ΚΔΕ και του ΕΔΠΙ καθορίζονται στους εκτελεστικούς κανονισμούς.
Τροπολογία 6
Άρθρο 1α (νέο)
Άρθρο 1α
Εθνικά γραφεία διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας
1.  Τα εθνικά γραφεία διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, όσον αφορά το Κοινοτικό Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας, μπορούν με τον τρόπο που καθορίζεται από τον Κανονισμό Εκτέλεσης, ο οποίος προβλέπεται από το άρθρο 59 της παρούσας ρύθμισης, να παρέχουν υπηρεσίες καθοδήγησης σχετικά με τις διαδικασίες για την αίτηση κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας, την παραλαβή αιτήσεων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, τη διαβίβασή τους στο Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας και την διάδοση των πληροφοριών σχετικά με το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.
2.  Τα εθνικά γραφεία διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που το ζητούν, στο πλαίσιο της Σύμβασης για το Ευρωπαϊκό Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας, μπορούν, στις αντίστοιχες γλώσσες εργασίας, να διεκπεραιώνουν και άλλα καθήκοντα σχετικά με την αίτηση χορηγήσεως του Κοινοτικού Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας, και ειδικότερα αυτά που αφορούν την αναζήτηση και την έρευνα. Η δραστηριότητα αυτή δεν θα επηρεάζει τον ενιαίο χαρακτήρα του κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας, το οποίο, εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να χορηγείται από το Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας.
Τροπολογία 7
Άρθρο 1β (νέο)
Άρθρο 1β
Αρμοδιότητες των εθνικών γραφείων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας
Στο πλαίσιο της διαδικασίας αίτησης για χορήγηση κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας, τα εθνικά γραφεία διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας βοηθούν τον αιτούντα στην αίτησή του για χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας σύμφωνα με τις διατάξεις του εκτελεστικού κανονισμού που προβλέπεται από το άρθρο 59.
Συγκεκριμένα δέχονται τις αιτήσεις χορήγησης διπλώματος ευρεσιτεχνίας, τις προωθούν στο Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, και παρέχουν συμβουλευτικές και ερευνητικές υπηρεσίες. Επιπλέον παρέχουν ενημερωτικές υπηρεσίες σχετικά με τη νομική διαμόρφωση του κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Η απονομή κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας πραγματοποιείται σε κάθε περίπτωση μέσω του Ευρωπαϊκού Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας.
Τροπολογία 8
Άρθρο 9, στοιχείο (β)
(β) σε πράξεις που διενεργούνται για σκοπούς πειραματικούς και αφορούν το αντικείμενο της εφεύρεσης
(β) σε πράξεις που διενεργούνται για σκοπούς πειραματικούς και αφορούν το αντικείμενο της εφεύρεσης , συμπεριλαμβανομένων των σχετικών δοκιμών και πειραμάτων με σκοπό τη χορήγηση άδειας.
Τροπολογία 9
Άρθρο 25, παράγραφος 1
1.  Σύμφωνα με τις διατάξεις του εκτελεστικού κανονισμού που αναφέρεται στο άρθρο 60, καταβάλλονται ετήσια τέλη στο Γραφείο για την παράταση των κοινοτικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Τα εν λόγω τέλη οφείλονται για τα έτη που έπονται του έτους κατά το οποίο δημοσιεύθηκε στο Δελτίο Κοινοτικών Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, που αναφέρεται στο άρθρο 57, η μνεία για τη χορήγηση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας.
1.  Σύμφωνα με τις διατάξεις του εκτελεστικού κανονισμού που αναφέρεται στο άρθρο 60, καταβάλλονται ετήσια τέλη στο Γραφείο για την παράταση των κοινοτικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Ένα τμήμα των τελών πρέπει να διατίθεται για τη χρηματοδότηση καθηκόντων των κρατών μελών για την παροχή πληροφοριών σχετικά με τις ευρεσιτεχνίες ανάλογα με το μέγεθος του εθνικού γραφείου σημάτων. Τα εν λόγω τέλη οφείλονται για τα έτη που έπονται του έτους κατά το οποίο δημοσιεύθηκε στο Δελτίο Κοινοτικών Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, που αναφέρεται στο άρθρο 57, η μνεία για τη χορήγηση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας.
Τροπολογία 10
Άρθρο 30, παράγραφοι 3 και 4
3.  Οι αγωγές και οι αιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστηρίου διανοητικής ιδιοκτησίας. Εκδικάζονται πρωτοδίκως ενώπιον του πρωτοβάθμιου τμήματος του εν λόγω δικαστηρίου.
3.  Οι αγωγές και οι αιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα:
α) πρωτοδίκως, των Κοινοτικών Δικαστηρίων Ευρεσιτεχνίας (ΚΔΕ) των κρατών μελών και,
β) σε δεύτερο βαθμό, του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Πνευματικής Ιδιοκτησίας (ΕΔΠΙ) που θα ιδρυθεί βάσει των άρθρων 225Α και 229Α της Συνθήκης της Νίκαιας.
3α. Τα κράτη μέλη ορίζουν ως ΚΔΕ εθνικά δικαστήρια με εμπειρία σε υποθέσεις που αφορούν διπλώματα ευρεσιτεχνίας.
3β. Τα ΚΔΕ σε κάθε κράτος μέλος δεν θα είναι περισσότερα από δύο.
3γ. Τα κράτη μέλη μπορούν να συμφωνούν ότι ένα ΚΔΕ σε κάποιο από αυτά θα ενεργεί ως ΚΔΕ και για τα υπόλοιπα.
4.  Με την επιφύλαξη των διατάξεων της συνθήκης και του παρόντος κανονισμού, οι προϋποθέσεις και οι όροι σχετικά με τις αγωγές και τις αιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, καθώς και οι κανόνες που διέπουν τις αποφάσεις που εκδίδονται θεσπίζονται στον οργανισμό ή τον κανονισμό διαδικασίας του κοινοτικού δικαστηρίου διανοητικής ιδιοκτησίας.
4.  Με την επιφύλαξη των διατάξεων της συνθήκης και του παρόντος κανονισμού, οι προϋποθέσεις και οι όροι σχετικά με τις αγωγές και τις αιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, καθώς και οι κανόνες που διέπουν τις αποφάσεις που εκδίδονται από τα ΚΔΕ και το ΕΔΠΙ θεσπίζονται με τον εκτελεστικό κανονισμό που αναφέρεται στο άρθρο 59.
Τροπολογία 11
Άρθρο 39
1.  Οι αποφάσεις του κοινοτικού δικαστηρίου διανοητικής ιδιοκτησίας που εκδίδονται από το πρωτοβάθμιο τμήμα του δικαστηρίου στις διαδικασίες που αφορούν τις αγωγές και τις αιτήσεις που αναφέρονται στις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ίδιου δικαστηρίου.
1.  Οι αποφάσεις των ΚΔΕ των κρατών μελών στις διαδικασίες που αφορούν τις αγωγές και τις αιτήσεις που αναφέρονται στις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον ΕΔΠΙ.
2.  Η προσφυγή ασκείται ενώπιον του τμήματος προσφυγών εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης, σύμφωνα με τον οργανισμό του κοινοτικού δικαστηρίου διανοητικής ιδιοκτησίας.
2.  Η προσφυγή ασκείται ενώπιον του ΕΔΠΙ εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης, σύμφωνα με τον οργανισμό του κοινοτικού δικαστηρίου διανοητικής ιδιοκτησίας.
3.  Το τμήμα προσφυγών είναι αρμόδιο να αποφαίνεται τόσο επί των πραγματικών περιστατικών όσο και επί των νομικών θεμάτων, καθώς και να ακυρώνει ή να τροποποιεί την προσβαλλόμενη απόφαση.
3.  Το ΕΔΠΙ είναι αρμόδιο να αποφαίνεται τόσο επί των πραγματικών περιστατικών όσο και επί των νομικών θεμάτων, καθώς και να ακυρώνει ή να τροποποιεί την προσβαλλόμενη απόφαση.
4.  Δικαίωμα προσφυγής έχει κάθε διάδικος ενώπιον του κοινοτικού δικαστηρίου διανοητικής ιδιοκτησίας καθόσον δεν δικαιώθηκε ως προς τις αξιώσεις που πρόβαλε.
4.  Δικαίωμα προσφυγής έχει κάθε διάδικος ενώπιον του κοινοτικού δικαστηρίου διανοητικής ιδιοκτησίας καθόσον δεν δικαιώθηκε ως προς τις αξιώσεις που πρόβαλε.
5.  Η προσφυγή έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Το πρωτοβάθμιο τμήμα δύναται, ωστόσο, να κηρύξει εκτελεστή την απόφασή του, συνοδεύοντάς την, ενδεχομένως, με εγγυήσεις.
5.  Η προσφυγή έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Το ΚΔΕ δύναται, ωστόσο, να κηρύξει εκτελεστή την απόφασή του, συνοδεύοντάς την, ενδεχομένως, με εγγυήσεις.
5α. Το ΕΔΠΙ μπορεί να επιτρέψει την προσφυγή στο Πρωτοδικείο για υποθέσεις που θέτουν σημαντικά νομικά ζητήματα.
Τροπολογία 12
Άρθρο 40
1.  Όταν το απαιτεί το συμφέρον της Κοινότητας, η Επιτροπή δύναται να προσφεύγει στο κοινοτικό δικαστήριο διανοητικής ιδιοκτησίας ασκώντας αγωγή ακύρωσης του κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας.
1.  Όταν το απαιτεί το συμφέρον της Κοινότητας, η Επιτροπή δύναται να προσφεύγει στο ΚΔΕ που έχει δικαιοδοσία στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα του ο κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ασκώντας αγωγή ακύρωσης του κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας.
2.  Η Επιτροπή δύναται επίσης, υπό τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 1, να παρεμβαίνει σε όλες τις διαδικασίες που εκκρεμούν ενώπιον του κοινοτικού δικαστηρίου διανοητικής ιδιοκτησίας.
2.  Η Επιτροπή δύναται επίσης, υπό τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 1, να παρεμβαίνει σε όλες τις διαδικασίες που εκκρεμούν ενώπιον οιουδήποτε ΚΔΕ ή ενώπιον του ΕΔΠΙ.
Τροπολογία 13
Άρθρο 41
Το κοινοτικό δικαστήριο διανοητικής ιδιοκτησίας, στις αγωγές που αναφέρονται στα άρθρα 33 έως 36, είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί των πραγματικών περιστατικών και των δραστηριοτήτων που υλοποιήθηκαν σε ένα τμήμα ή στο σύνολο του εδάφους, της ζώνης ή του χώρου όπου εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός.
1.  Οι αγωγές που αναφέρονται στα άρθρα 33 έως 36 εκδικάζονται από το ΚΔΕ του κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα του ο εναγόμενος· το ΚΔΕ έχει δικαιοδοσία όσον αφορά τις αγωγές και αιτήσεις αποζημίωσης στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 30, παράγραφος 1. Σε ό,τι αφορά τις αγωγές για προσβολή ή για αναγνώριση μη προσβολής, το ΚΔΕ έχει δικαιοδοσία στο σύνολο του εδάφους, της ζώνης ή του χώρου όπου εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός.
2.  Η πρώτη φράση της παραγράφου 1 έχει εφαρμογή για όλα τα ΚΔΕ των κρατών μελών όπου έχει κατατεθεί αγωγή για προσβολή του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή, σε περιπτώσεις αγωγής για αναγνώριση μη προσβολής, του κράτους μέλους όπου καταγγέλλεται ότι διεπράχθη η παράβαση. Για τις αγωγές για προσβολή ή για αναγνώριση μη προσβολής, το ΚΔΕ ενώπιον του οποίου εκδικάζεται η υπόθεση έχει δικαιοδοσία μόνον για το συγκεκριμένο κράτος μέλος.
Τροπολογία 14
Άρθρο 42
Το κοινοτικό δικαστήριο διανοητικής ιδιοκτησίας δύναται να λάβει κάθε απαραίτητο προσωρινό ή συντηρητικό μέτρο, σύμφωνα με τον οργανισμό του.
Το ΚΔΕ δύναται να λάβει κάθε απαραίτητο προσωρινό ή συντηρητικό μέτρο, σύμφωνα με τον οργανισμό του.
Τροπολογία 15
Άρθρο 44, παράγραφος 1
1.  Το κοινοτικό δικαστήριο διανοητικής ιδιοκτησίας είναι αρμόδιο να επιβάλει την καταβολή αποζημίωσης για την αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσαν οι ενέργειες για τις οποίες γίνεται λόγος στα άρθρα 31 έως 36.
1.  Το ΚΔΕ είναι αρμόδιο να επιβάλει την καταβολή αποζημίωσης για την αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσαν οι ενέργειες για τις οποίες γίνεται λόγος στα άρθρα 31 έως 36.
Τροπολογία 16
Άρθρο 46
Τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών είναι αρμόδια για την εκδίκαση αγωγών σχετικά με το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας οι οποίες δεν εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα ούτε του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δυνάμει της συνθήκης ούτε του κοινοτικού δικαστηρίου διανοητικής ιδιοκτησίας δυνάμει των διατάξεων του τμήματος 1 του κεφαλαίου ΙV.
Τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών είναι αρμόδια για την εκδίκαση αγωγών σχετικά με το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας οι οποίες δεν εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα ούτε του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δυνάμει της συνθήκης ούτε του ΚΔΕ δυνάμει των διατάξεων του τμήματος 1 του κεφαλαίου ΙV.
Τροπολογία 17
Άρθρο 51
1.  Το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται αγωγής ή αίτησης που αναφέρονται στο άρθρο 30, κηρύσσεται αυτεπαγγέλτως αναρμόδιο.
1.  Το εθνικό δικαστήριο, άλλο από ΚΔΕ, που επιλαμβάνεται αγωγής ή αίτησης που αναφέρονται στο άρθρο 30, κηρύσσεται αυτεπαγγέλτως αναρμόδιο.
2.  Το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται αγωγής ή αίτησης άλλης από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 30 και η οποία αφορά κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας πρέπει να θεωρεί το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας έγκυρο εκτός εάν το κοινοτικό δικαστήριο διανοητικής ιδιοκτησίας το έχει ακυρώσει με τελεσίδικη απόφαση.
2.  Το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται αγωγής ή αίτησης άλλης από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 30 και η οποία αφορά κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας πρέπει να θεωρεί το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας έγκυρο εκτός εάν το ΚΔΕ ή το ΕΔΠΙ το έχει ακυρώσει με τελεσίδικη απόφαση.
3.  Το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται αγωγής ή αίτησης άλλης από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 30 και η οποία αφορά κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας αναστέλλει τη διαδικασία, εφόσον κρίνει ότι η απόφαση σχετικά με την αγωγή ή την αίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 30 συνιστά προϋπόθεση για την έκδοση της απόφασής του. Η αναστολή διατάσσεται είτε αυτεπαγγέλτως, μετά από ακρόαση των διαδίκων, εφόσον κατατέθηκε αγωγή ή αίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 30 ενώπιον του κοινοτικού δικαστηρίου διανοητικής ιδιοκτησίας, είτε κατ' αίτηση ενός εκ των διαδίκων και μετά από ακρόαση των άλλων μερών, εάν το κοινοτικό δικαστήριο δεν έχει ακόμη επιληφθεί. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο καλεί τους διαδίκους να πραγματοποιήσουν την προσφυγή εντός τακτής προθεσμίας. Εάν η προσφυγή δεν πραγματοποιηθεί εντός της συγκεκριμένης προθεσμίας, η διαδικασία συνεχίζεται.
3.  Το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται αγωγής ή αίτησης άλλης από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 30 και η οποία αφορά κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας αναστέλλει τη διαδικασία, εφόσον κρίνει ότι η απόφαση σχετικά με την αγωγή ή την αίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 30 συνιστά προϋπόθεση για την έκδοση της απόφασής του. Η αναστολή διατάσσεται είτε αυτεπαγγέλτως, μετά από ακρόαση των διαδίκων, εφόσον κατατέθηκε αγωγή ή αίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 30 ενώπιον του ΚΔΕ, είτε κατ' αίτηση ενός εκ των διαδίκων και μετά από ακρόαση των άλλων μερών, εάν το ΚΔΕ δεν έχει ακόμη επιληφθεί. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο καλεί τους διαδίκους να πραγματοποιήσουν την προσφυγή εντός τακτής προθεσμίας. Εάν η προσφυγή δεν πραγματοποιηθεί εντός της συγκεκριμένης προθεσμίας, η διαδικασία συνεχίζεται.
Τροπολογία 39
Άρθρο 56α (νέο)
Άρθρο 56α
Ρόλος των εθνικών γραφείων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας
Η Επιτροπή και το Συμβούλιο μεριμνούν, στο πλαίσιο της προσεχούς Διπλωματικής Διάσκεψης, ώστε,
- τα Εθνικά Γραφεία Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας να διατηρήσουν σημαντικό ρόλο κατά τις διαδικασίες του Κοινοτικού Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας, ειδικότερα όσον αφορά την καθοδήγηση των αιτούντων και την διαβίβαση των αιτήσεων Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας στο Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας,
- τα Εθνικά Γραφεία Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας να έχουν τη δυνατότητα, εφόσον το επιθυμούν, να αναλαμβάνουν, με ανάθεση από το Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, την εκπόνηση εκθέσεων έρευνας για περιορισμένο αριθμό αιτήσεων για τη χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας, υπό τον όρο ότι πληρούν τα κριτήρια ποιότητας που θα έχουν συμφωνηθεί εκ των προτέρων προκειμένου να εξασφαλίζεται η ποιότητα και ο ενιαίος χαρακτήρας του Κοινοτικού Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας. Η δραστηριότητα αυτή των Εθνικών Γραφείων δεν θα πρέπει κατά κανένα τρόπο να επηρεάζει τον ενιαίο χαρακτήρα και την ποιότητα του Κοινοτικού Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας, το οποίο, εν πάση περιπτώσει, θα χορηγείται από το Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας· προκειμένου να διασφαλίζεται ο ενιαίος χαρακτήρας και η ποιότητα του Κοινοτικού Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας, θα τεθεί σε εφαρμογή σύστημα ελέγχου ποιότητας υπό την αιγίδα της Επιτροπής, σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας.

Νομοθετικό ψήφισμα>MERGEFORMATΝομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου που αφορά το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας (COM(2000) 412 – C5&nbhy;0461/2000 – 2000/0177(CNS))

(Διαδικασία διαβούλευσης)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο (COM(2000) 412(2)),

–  έχοντας κληθεί από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει σύμφωνα με το άρθρο 308 της Συνθήκης ΕΚ (C5&nbhy;0461/2000),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 67 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και Εσωτερικής Αγοράς και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Βιομηχανίας, Εξωτερικού Εμπορίου, Έρευνας και Ενέργειας (A5&nbhy;0059/2002),

1.  εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε·

2.  ζητεί από το Συμβούλιο και την Επιτροπή να εξασφαλίσουν ότι, κατά την προσεχή Διπλωματική Διάσκεψη για την αναθεώρηση της Σύμβασης σχετικά με το Ευρωπαϊκό Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας, θα καθορισθεί για το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το γλωσσικό καθεστώς που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, σχετικά με το κοινοτικό σήμα(3)·

3.  καλεί την Επιτροπή να τροποποιήσει αναλόγως την πρότασή της, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 250 της Συνθήκης ΕΚ·

4.  καλεί το Συμβούλιο, σε περίπτωση που προτίθεται να απομακρυνθεί από το κείμενο που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, να το ενημερώσει σχετικά·

5.  ζητεί να κινηθεί η διαδικασία συνεννόησης σε περίπτωση που το Συμβούλιο προτίθεται να απομακρυνθεί από το κείμενο που ενέκρινε το Κοινοβούλιο·

6.  ζητεί να κληθεί εκ νέου να γνωμοδοτήσει σε περίπτωση που το Συμβούλιο προτίθεται να επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις στην πρόταση της Επιτροπής·

7.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και την Επιτροπή.

(1) ΕΕ C 337 Ε της 28.11.2000, σ. 278.
(2) ΕΕ C 337 Ε της 28.11.2000, σ. 278.
(3) ΕΕ L 11 της 14.1.1994, σ. 1.


Προϋπολογισμός 2000: Τμήμα ΙΙΙ
PDF 552kWORD 289k
Απόφαση
Απόφαση
Ψήφισμα
1.Πρόταση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την απαλλαγή για την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2000 (Επιτροπή) (SEC(2001) 528 - C5-0234/2001 - 2001/2102 (DEC))
P5_TA(2002)0164A5-0103/2002

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη τον ενοποιημένο λογαριασμό διαχείρισης και τον δημοσιονομικό ισολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2000 (SEC(2001) 528 - C5-0234/2001, SEC(2001) 529 - C5-0235/2001, SEC(2001) 531 - C5-0236/2001),

–  έχοντας υπόψη την ετήσια έκθεση για το οικονομικό έτος 2000 και τις ειδικές εκθέσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου με τις απαντήσεις των θεσμικών οργάνων (C5-0617/2001)(1),

–  έχοντας υπόψη τη δήλωση αξιοπιστίας όσον αφορά τους λογαριασμούς και τη νομιμότητα και κανονικότητα των υποκείμενων πράξεων, που χορήγησε το Ελεγκτικό Συνέδριο βάσει του άρθρου 248 της Συνθήκης ΕΚ (C5-0617/2001),

–  έχοντας υπόψη τη σύσταση του Συμβουλίου της 5ης Μαρτίου 2002 (C5-0124/2002),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 276 της Συνθήκης ΕΚ, το άρθρο 78ζ της Συνθήκης ΕΚΑΧ και το άρθρο 180β της Συνθήκης ΕΚΑΕ,

–  έχοντας υπόψη τον Δημοσιονομικό Κανονισμό της 21ης Δεκεμβρίου 1977 και ιδιαίτερα το άρθρο 89 αυτού,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 93 και το παράρτημα V του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού και τις γνωμοδοτήσεις των άλλων ενδιαφερόμενων επιτροπών (A5-0103/2002),

Α.  έχοντας υπόψη ότι σύμφωνα με το άρθρο 275 της Συνθήκης ΕΚ η ευθύνη για τη σύνταξη του λογαριασμού διαχείρισης εμπίπτει στην Επιτροπή,

1.  χορηγεί απαλλαγή για την εκτέλεση, από την Επιτροπή, του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2000·

2.  εγγράφει τις παρατηρήσεις του στο ψήφισμα που αποτελεί μέρος της απόφασης αυτής·

3.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει την παρούσα απόφαση, και το ψήφισμα που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της, στο Συμβούλιο, την Επιτροπή, το Δικαστήριο, το Ελεγκτικό Συνέδριο καθώς και στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και να εξασφαλίσει τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (σειρά L).

2.Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που κλείνει τους λογαριασμούς σε ό,τι αφορά την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2000 (Επιτροπή) (SEC(2001) 528 - C5-0234/2001 - 2001/2102(DEC))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2000,

–  έχοντας υπόψη τον ενοποιημένο λογαριασμό διαχείρισης και τον ενοποιημένο ισολογισμό για τις πράξεις του προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2000 (SEC(2001) 528 - C5-0234/2001, SEC(2001) 529 - C5-0235/2001, SEC(2001) 531 - C5-0236/2001)(2),

–  έχοντας υπόψη την ετήσια έκθεση για το οικονομικό έτος 2000 και τις ειδικές εκθέσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου με τις απαντήσεις των θεσμικών οργάνων (C5-0617/2001)(3),

–  έχοντας υπόψη τη Δήλωση Αξιοπιστίας όσον αφορά τους λογαριασμούς και τη νομιμότητα και κανονικότητα των υποκειμένων πράξεων την οποία παρέσχε το Ελεγκτικό Συνέδριο σύμφωνα με το άρθρο 248 της Συνθήκης ΕΚ (C5-0617/2001),

–  έχοντας υπόψη τη σύσταση του Συμβουλίου της 5ης Μαρτίου 2002 (C5-0124/2002),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 276 της Συνθήκης ΕΚ, το άρθρο 78ζ της Συνθήκης ΕΚΑΧ και το άρθρο 180β της Συνθήκης ΕΚΑΕ,

–  έχοντας υπόψη τον Δημοσιονομικό Κανονισμό της 21ης Δεκεμβρίου 1977 και ιδιαίτερα το άρθρο 89,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 93 και το παράρτημα V του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού και τις γνωμοδοτήσεις των άλλων ενδιαφερομένων επιτροπών (Α5-0103/2002),

Α.  έχοντας υπόψη ότι σύμφωνα με το άρθρο 275 της Συνθήκης ΕΚ η ευθύνη για τη σύνταξη του λογαριασμού διαχείρισης εμπίπτει στην Επιτροπή,

1.  διαπιστώνει ότι τα έσοδα και οι δαπάνες για το οικονομικό έτος 2000 ανέρχονται σε:

(α)

Έσοδα*

92 724 422 418.05

(β)

Δαπάνες**

82 867 869 808.54

Πιστώσεις που μεταφέρθηκαν από το 1998 στο 1999 και οι οποίες ακυρώθηκαν

1 953 041 236.86

Συναλλαγματικές διαφορές για το έτος

- 190 520 017.81

Σύνολο

11 619 073 828.56

* Το σύνολο των ακαθάριστων εσόδων για το έτος ανέρχεται σε 94.420,77 εκατ. €. Εάν ληφθεί υπόψη το κόστος των κρατών μελών κατά την είσπραξη των ιδίων πόρων (1.696,35 εκατ. €).

** Το σύνολο των ακαθάριστων δαπανών του προϋπολογισμού για το 2000 ανέρχεται σε 86.666,07 εκατ. €, λαμβάνοντας υπόψη τα αρνητικά έσοδα που ενεγράφησαν στο ΕΓΤΠΕ-Τμήμα Εγγυήσεων (3.798,2 εκατ. ευρώ).

2.  διαπιστώνει ότι το σύνολο των εσόδων κατανέμεται ως εξής:

Ίδιοι πόροι

86 637 043 467.40

Διαθέσιμα πλεονάσματα

4 451 233 800.45

Λοιπά έσοδα (τίτλοι 4 έως 9)

1 546 145 150.20

Σύνολο

92 724 422 418.05

3.  διαπιστώνει ότι το σύνολο των δαπανών κατανέμεται ως εξής:

%

1

Κοινή γεωργική πολιτική

40 466 689 400.02

50.88

2

Διαρθρωτικές ενέργειες

20 089 532 780.79

25.26

3

Εσωτερικές πολιτικές

6 008 273 460.93

7.55

4

Εξωτερικές δράσεις

4 986 774 469.38

6.27

5

Διοικητικές δαπάνες

4 685 921 539.15

5.89

6

Αποθεματικά

186 290 500.00

0.23

7

Προενταξιακή βοήθεια

3 112 433 238.83

3.91

Σύνολο

79 535 915 389.91

100.00

4.  λαμβάνει υπόψη τον ενοποιημένο ισολογισμό που κατάρτισε η Επιτροπή:

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ

I

Έξοδα έκδοσης

0.00

ΙΙ

Ασώματες ακινητοποιήσεις

3 319 803.29

ΙΙΙ

Ενσώματες ακινητοποιήσεις

3 261 254 218.12

ΙV

Χρηματοπιστωτικές ακινητοποιήσεις

1 856 483 517.61

V

Μακροπρόθεσμες απαιτήσεις

2 236 322 170.79

VI

Αποθέματα

82 368 240.13

VII

Βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις

4 050 765 994.66

VIII

Τοποθετήσεις ρευστών διαθέσιμων

28 372 890.52

IX

Διαθέσιμες αξίες

17 312 576 774.01

X

Μεταβατικοί λογαριασμοί

83 729 930.21

Σύνολο

28 915 193 539.34

ΠΑΘΗΤΙΚΟ

I

Ίδια κεφάλαια

17 867 727 577.82

ΙΙ

Προβλέψεις για κινδύνους και επιβαρύνσεις

1 497 353 116.63

ΙΙΙ

Μακροπρόθεσμες οφειλές

2 886 469 565.04

ΙV

Βραχυπρόθεσμες οφειλές

5 968 181 979.75

V

Μεταβατικοί λογαριασμοί

695 461 300.10

Σύνολο

28 915 193 539.34

5.   εγκρίνει το κλείσιμο των λογαριασμών σε ό,τι αφορά την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2000·

o
o   o

6.  αναθέτει στην Πρόεδρό του να διαβιβάσει την παρούσα απόφαση στο Συμβούλιο, την Επιτροπή, το Δικαστήριο, το Ελεγκτικό Συνέδριο καθώς και στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και να εξασφαλίσει τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (σειρά L).

3.Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που περιέχει τις παρατηρήσεις οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της απόφασης σχετικά με τη χορήγηση απαλλαγής για την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2000 (Επιτροπή) (SEC(2001) 528 – C5&nbhy;0234/2001 – 2001/2102(DEC))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 276 της Συνθήκης ΕΚ,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 89, παράγραφος 7 του Δημοσιονομικού Κανονισμού της 21ης Δεκεμβρίου 1977, σύμφωνα με το οποίο κάθε θεσμικό όργανο της Κοινότητας οφείλει να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να δοθεί συνέχεια στις παρατηρήσεις που περιλαμβάνονται στις αποφάσεις περί απαλλαγής,

–  έχοντας υπόψη την ετήσια έκθεση για το οικονομικό έτος 2000 του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τις ειδικές εκθέσεις με τις απαντήσεις των θεσμικών οργάνων (C5-0617/2001)(4),

–  έχοντας υπόψη τη σύσταση του Συμβουλίου της 5ης Μαρτίου 2002 (C5-0124/2002),

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού και τις γνωμοδοτήσεις των άλλων ενδιαφερομένων επιτροπών (Α5-0103/2002),

Α.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η απόφαση περί απαλλαγής βασίζεται στον τρόπο με τον οποίον εκτέλεσε η Επιτροπή τον προϋπολογισμό του συγκεκριμένου οικονομικού έτους, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσο πιστά ακολούθησε η Επιτροπή τις δημοσιονομικές προτεραιότητες και τις πολιτικές κατευθυντήριες γραμμές του Κοινοβουλίου σχετικά με την εκτέλεση του προϋπολογισμού, και τις προηγούμενες συστάσεις του Κοινοβουλίου που εγκρίθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας του προϋπολογισμού ή πιο πριν, και τι συνέχεια έδωσε στους εξωτερικούς λογιστικούς ελέγχους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών εκθέσεών του, τους εσωτερικούς λογιστικούς ελέγχους του Δημοσιονομικού Ελεγκτή και τις αξιολογήσεις και τους ελέγχους των επιχειρησιακών Γενικών Διευθύνσεων, τις καταγγελίες για κακή διαχείριση και τις αναφορές περί σοβαρών παρατυπιών της Υπηρεσίας για την Καταπολέμηση της Απάτης,

Β.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η αξιολόγηση εξαρτάται επίσης από τον βαθμό εφαρμογής της πολιτικής μηδενικής ανοχής της απάτης και των παρατυπιών εκ μέρους της Επιτροπής, της οποίας τα μέλη είναι υπόλογα έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της οποίας οι γενικοί διευθυντές, στο πλαίσιο του προγράμματος μεταρρυθμίσεων, είναι υπεύθυνοι για την επάρκεια των εσωτερικών ελέγχων στα τμήματά τους·

Γ.  επισημαίνει ότι ο προϋπολογισμός είχε πλεόνασμα 11,6 δισ. ευρώ,

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι με βάση το σύνολο των αποτελεσμάτων του ελέγχου που διενήργησε, το Ελεγκτικό Συνέδριο είναι της άποψης ότι οι συναλλαγές στις οποίες αναφέρονται τα δημοσιονομικά δελτία, είναι, σε γενικές γραμμές, νόμιμες και κανονικές όσον αφορά τα έσοδα, τις αναλήψεις υποχρεώσεων και τις διοικητικές δαπάνες αλλά δεν μπορεί να παράσχει τη διαβεβαίωση όσον αφορά τις λοιπές πληρωμές, όπως συνέβη και με το οικονομικό έτος 1999 καθώς και τα προηγούμενα οικονομικά έτη, και,

Ε.  λαμβάνοντας υπόψη ότι Ελεγκτικό Συνέδριο δεν μπορεί ακόμα να χορηγήσει θετική Δήλωση Αξιοπιστίας (DAS) για το σύνολο του προϋπολογισμού, και ότι η άρνηση αυτή αντικατοπτρίζει την αδυναμία του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Κοινοβουλίου να βεβαιώσουν την κανονικότητα των συναλλαγών της Επιτροπής και, κυρίως, των κρατών μελών,

ΣΤ.  λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη ότι πρέπει να εκτιμήσουμε το γεγονός πως οι υπηρεσίες της Επιτροπής απήντησαν εγκαίρως και εντός της ταχθείσης προθεσμίας (21 Δεκεμβρίου 2001) στο ερωτηματολόγιο που τους διεβίβασαν στις 5 Δεκεμβρίου 2001 τα μέλη της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού σχετικά με τη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής,

Ζ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το εντυπωσιακό στοιχείο του οικονομικού έτους 2000 ήταν το ιδιαίτερα υψηλό πλεόνασμα του προϋπολογισμού (11,6 δισ. ευρώ, ήτοι το 14% του προϋπολογισμού), που δείχνει την παταγώδη αποτυχία των δημοσιονομικών προβλέψεων (τα έσοδα υπερέβησαν τις προσδοκίες) και αποκαλύπτει την αδυναμία της μεταρρύθμισης του 1999 για τις διαρθρωτικές δράσεις να προβλέψει έγκαιρα επαρκείς μηχανισμούς για την ομαλή λειτουργία των διαρθρωτικών ταμείων·

Η.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαχείριση του προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2000 εμπίπτει πλήρως στην ευθύνη της νέας Επιτροπής που ορίστηκε το 1999,

Θ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το οικονομικό έτος 2000 σηματοδοτεί την αφετηρία μιας νέας προγραμματικής περιόδου που φθάνει μέχρι το 2006, τόσο όσον αφορά τα διαρθρωτικά ταμεία όσο και τις προενταξιακές ενισχύσεις, καθώς και τη θέσπιση νέων κανόνων (Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1260/1999(5), συν οι κανόνες του Ειδικού Προγράμματος Ένταξης για τη Γεωργία και την Αγροτική Ανάπτυξη (Sapard) και του Μέσου Προενταξιακών Διαρθρωτικών Πολιτικών (Ispa)),

Ι.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το οικονομικό έτος 2000 σηματοδοτήθηκε από τις προτάσεις μεταρρύθμισης της Επιτροπής, σύμφωνα με τις συστάσεις του Λευκού Βιβλίου, ιδίως όσον αφορά τον Δημοσιονομικό Κανονισμό, τις εξωτερικές δράσεις (ανακοίνωση της 16ης Μαΐου 2000) και τη βελτίωση της οικονομικής διαχείρισης και του ελέγχου εντός των τμημάτων (γενική στρατηγική της 1ης Μαρτίου 2000 για τη διοικητική μεταρρύθμιση, CΟΜ(2000) 200).

ΙΑ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, μολονότι τα κράτη μέλη διαχειρίζονται από κοινού το 85% του κοινοτικού προϋπολογισμού, μόνον η Επιτροπή - σύμφωνα με τα άρθρα 274 και 275 της Συνθήκης ΕΚ - είναι υπεύθυνη για τον έλεγχο και την επίβλεψη της χρησιμοποίησης του προϋπολογισμού και ως εκ τούτου για να εξασφαλίζει ότι τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν πλήρως την ευθύνη για οποιαδήποτε κακή διαχείριση παρατηρείται στο δικό τους επίπεδο και ότι πρέπει επομένως να αποκτήσει τα μέσα για να διαπιστώνει γιατί τα κράτη μέλη δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους· δεν πρέπει δε να διστάζει να τους επιβάλλει κυρώσεις και να ενημερώνει την υπεύθυνη για την απαλλαγή αρχή σχετικά με τις συγκεκριμένες ευθύνες τους·

ΙΒ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το 2000 σηματοδοτήθηκε από σημαντική αύξηση των διαπιστωθέντων κρουσμάτων απάτης και παρατυπιών από τα κράτη μέλη και την OLAF (2 δις ευρώ), εκ των οποίων 1,4 δις ευρώ αφορούσε παραδοσιακούς ίδιους πόρους, 885 εκατ. ευρώ δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων και 580 εκατ. ευρώ στις γεωργικές δαπάνες, καθώς και 156 εκατ. ευρώ για εξωτερικές δράσεις, και ότι η αύξηση των αριθμών αυτών, που είναι ανησυχητική, θα μπορούσε να οφείλεται εν μέρει και στις εντονότερες προσπάθειες που κατεβλήθησαν για την καταπολέμηση της απάτης και τη βελτίωση των ελέγχων(6),

ΙΓ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι τρία κράτη μέλη δεν έχουν επικυρώσει ακόμα τη Σύμβαση του 1995 για την Προστασία των Οικονομικών Συμφερόντων, και συγκεκριμένα το Βέλγιο, η Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο·

ΙΔ.  λαμβάνοντας υπόψη τις επικρίσεις που διατύπωσε το Κοινοβούλιο στο ψήφισμά του της 28ης Φεβρουαρίου 2002(7) όσον αφορά τη συνέχεια που δόθηκε στην απαλλαγή για το οικονονομικό έτος 1999, και ειδικότερα την έλλειψη επαρκούς εν συνεχεία ελέγχου εκ μέρους της Επιτροπής· λαμβάνοντας επίσης υπόψη τις ακόλουθες συστάσεις τις οποίες διατύπωσε το Κοινοβούλιο σε ό,τι αφορά τη συνέχεια που δόθηκε στην απαλλαγή του 1999, και ειδικότερα

   την αναθεώρηση της συμφωνίας πλαισίου σχετικά με την πρόσβαση στα εμπιστευτικά έγγραφα
   την εκπόνηση "εύχρηστων" εκθέσεων σχετικά με την εκτέλεση του προϋπολογισμού,
   την τακτική υποβολή των αποτελεσμάτων των αξιολογήσεων,
   την κατάταξη των επιμέρους γενικών διευθύνσεων σύμφωνα με την απόδοσή τους
   την υιοθέτηση της πρακτικής που χρησιμοποιούν διεθνείς οργανισμοί π.χ. η Παγκόσμια Τράπεζα, με τη δημοσίευση στη δικτυακή θέση της Επιτροπής καταλόγου με άτομα που έχουν καταδικασθεί για απάτη σε βάρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
   την επείγουσα ανάγκη για μεταρρύθμιση της πειθαρχικής διαδικασίας,

ΙΕ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή, στην έκθεσή της σχετικά με τη συνέχεια ως προς το προαναφερθέν ψήφισμα επί της συνέχειας που δόθηκε στην απόφαση απαλλαγής του 1999, δήλωσε ότι "με χαρά της θα υπέβαλλε τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων που διεξήχθησαν" (COM(2001) 696), το Κοινοβούλιο τώρα καλεί την Επιτροπή να υποβάλλει κάθε τρίμηνο τις ολοκληρωμένες αξιολογήσεις στην Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού και να ανακοινώνει ποιες εκθέσεις αξιολόγησης αναμένει να ολοκληρωθούν κατά το επόμενο τρίμηνο.

ΙΣΤ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι, κατά την εξέταση της εκτέλεσης του προϋπολογισμού για το 2000, τα βασικά ζητήματα που πρέπει να τεθούν είναι, κατ' αρχάς, τα στοιχεία όσον αφορά την κοινοτική διαχείριση που πρέπει να αποτελέσει τη βάση της αποτελεσματικότητας αλλά το οποία εξακολουθούν να είναι ανεπαρκή και, δεύτερον, οι συνιστώσες του συστήματος που ευνοούν τη διάπραξη απατών και παρατυπιών,

ΙΖ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η παρούσα διαδικασία απαλλαγής δεν πρόκειται να επικεντρωθεί υπερβολικά σε μεμονωμένους τομείς, έστω και αν οι λεπτομέρειες μπορούν δείξουν συστηματικά προβλήματα, αλλά θα αντιμετωπίσει συνολικότερα και πιο οριζόντια τις πρακτικές που κατά το παρελθόν δημιούργησαν προβλήματα, προτείνοντας λύσεις,

ΙΗ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, μολονότι είναι σημαντικό να εξεταστούν οι δυσκολίες που προξενεί η κακή νομοθεσία και να επισημανθούν οι λύσεις που προτείνει το Ελεγκτικό Συνέδριο, είναι επίσης απαραίτητο να υπάρξει διάκριση μεταξύ κακών κανονισμών αφενός και ανεπαρκούς διοίκησης αφετέρου, για την οποία αποκλειστική ευθύνη φέρει η Επιτροπή· ότι είναι επίσης αναγκαίο να εντοπιστούν όσο το δυνατόν σαφέστερα οι περιπτώσεις απάτης ή σφάλματος, που οφείλονται στις εθνικές ή περιφερειακές αρχές και να στηριχθεί η προσπάθεια της Επιτροπής για την επιβολή βελτιωμένων πρακτικών διαχείρισης όπου εμπλέκονται κοινοτικά κονδύλια,

I.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η διακοινοτική πολυεθνική φύση αρκετών κοινοτικών περιπτώσεων παρατυπίας και απάτης στην παραποίηση τροφίμων, στις επιστροφές κατά την εξαγωγή και στις πληρωμές στο πλαίσιο του Ολοκληρωμένου Συστήματος Διαχείρισης και Ελέγχου (IACS) απαιτεί από τα κοινοτικά θεσμικά όργανα να διαδραματίσουν σοβαρότερο ρόλο στην πρόληψη της απάτης και των παρατυπιών· ότι ο ρόλος βέβαια αυτός δεν μπορεί να αφαιρεθεί από τα κράτη μέλη ή οποιαδήποτε άλλη αρχή μη ευρωπαϊκού επιπέδου·

Αποτελεσματικότητα

1.  επισημαίνει ότι η αποτελεσματικότητα της Επιτροπής πρέπει να μετρηθεί βάσει τριών κριτηρίων σε σχέση όχι μόνο με την εκπλήρωση των στόχων που ορίζουν οι πολιτικές αρχές, αλλά και όσον αφορά την ταχύτητα και την απλούστευση των διοικητικών και δημοσιονομικών μέτρων που λαμβάνονται για την επίτευξη των στόχων αυτών και όσον αφορά τη βέλτιστη χρησιμοποίηση των διαθέσιμων δημοσιονομικών μέσων·

2.  υποστηρίζει ότι, ως βάσεις για την αποτελεσματικότητα αυτή πρέπει να εξεταστούν κατά προτεραιότητα τα εξής στοιχεία: ο διοικητικός μηχανισμός της Επιτροπής· οι διάφορες κανονιστικές διαδικασίες και το σύστημα ελέγχων· ο σεβασμός, από την Επιτροπή, των πολιτικών προτεραιοτήτων και των κατευθυντήριων γραμμών του προϋπολογισμού που καθορίζει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο·

Ο διοικητικός μηχανισμός της Επιτροπής

3.  πιστεύει ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής πρέπει να διαρθρωθούν έτσι ώστε να εξασφαλίζεται διαχείριση με τη μέγιστη δυνατή ακεραιότητα και αποτελεσματικότητα· επισημαίνει τη διοικητική μεταρρύθμιση που έχει ήδη ξεκινήσει, ορισμένες συνιστώσες της οποίας ξεκίνησαν εντός του οικονομικού έτους 2000, και παροτρύνει την Επιτροπή να συνεχίσει τις προσπάθειες για να εξασφαλίσει ότι τα αποτελέσματα θα γίνουν όσο το δυνατόν ταχύτερα εμφανή, όσον αφορά, ειδικότερα, τη μεταρρύθμιση της εξωτερικής υπηρεσίας σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και τη μεταρρύθμιση της οικονομικής διαχείρισης και του εσωτερικού ελέγχου των υπηρεσιών·

4.  επισημαίνει, ωστόσο, κάποια καθυστέρηση όσον αφορά την υλοποίηση ορισμένων δράσεων που είχαν περιληφθεί στο Λευκό Βιβλίο, όπως προκύπτει από τον πίνακα υλοποίησης που διεβίβασε η Επιτροπή (Παράρτημα 5 των απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο), λόγω των συνεχιζομένων διοργανικών διαδικασιών, που αφορούν τόσο τον Δημοσιονομικό Κανονισμό όσο και τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης των Υπαλλήλων· σημειώνει, όσον αφορά το άρθρο 96 (ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών) ότι η Επιτροπή, στην ανακοίνωσή της του Δεκεμβρίου 2000, διετύπωσε μια νέα οργανωτική δομή για την αντιμετώπιση των ανακτήσεων· επισημαίνει επίσης ότι οι εσωτερικές διαδικασίες όσον αφορά την επιβαλλόμενη ανάκτηση βρίσκονται στη φάση της προετοιμασίας και επιθυμεί να πληροφορηθεί την αποτελεσματικότητα του νέου αυτού συστήματος ελέγχου σε έναν τομέα που αποτελεί τομέα προτεραιότητας για την Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού·

5.  ζητεί την τακτική ενημέρωση των αρμόδιων επιτροπών του όσον αφορά την εκτέλεση ορισμένων δράσεων μεταρρύθμισης και διοικητικών αποφάσεων, και ειδικότερα:

   ζητεί λεπτομερή κατάλογο καθώς και ρεαλιστικό χρονοδιάγραμμα σχετικά με τις καταργήσεις και τις παρατάσεις λειτουργίας Γραφείων Τεχνικής Βοήθειας (ΤΑΟ) και άλλων αντίστοιχων οργανισμών, καθώς και τη δημιουργία νέων, ιδίως όσον αφορά το κοινοτικό πρόγραμμα για τις ίσες ευκαιρίες στο πλαίσιο της θέσης B3-4012, η διαχείριση του οποίου επικρίθηκε εντονότατα από το Ελεγκτικό Συνέδριο (ετήσια έκθεση - παράγραφος 3.95)·
   όσον αφορά τους εκτελεστικούς φορείς στους οποίους έχουν ανατεθεί καθήκοντα διαχείρισης των κοινοτικών προγραμμάτων (COM(2000) 788), συγκεκριμένα καθήκοντα που κατά την εκτίμηση διαφόρων γενικών διευθύνσεων μπορούν να ανατεθούν εξωτερικά·
   τα ρυθμιστικά μέσα που ορίζονται από τα κοινοτικά προγράμματα, όπου η μέθοδος διαχείρισης έγκειται στη χρήση ενός δικτύου εθνικών φορέων και ζητεί να καλείται να γνωμοδοτεί επί των ρυθμιστικών αυτών μέσων·
   διαχειριστική πολιτική για τους χρηματοοικονομικούς πόρους της ΕΕ στα διάφορα μέρη του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης της αποκέντρωσής τους προς τις αντιπροσωπείες και υπέρ των εξωτερικών υπηρεσιών, καθώς και της επίπτωσής τους στη βελτίωση της εξωτερικής βοήθειας της ΕΕ·
   τη σύσταση ευρωπαϊκού ομίλου διοίκησης και ευρωπαϊκής υπηρεσίας προσλήψεων·
   τον πολυετή προγραμματισμό με στόχο τη μετατροπή των προσωρινών θέσεων σε μόνιμες και τους εμπλεκομένους τομείς·
   την ενίσχυση του εξωτερικού στοιχείου στην πειθαρχική διαδικασία
   την αναθεώρηση της ρύθμισης περί συντάξεων αναπηρίας ιδιαίτερα σ' ό,τι αφορά το συντελεστή στάθμισης·

6.  ζητεί από την Επιτροπή, ενόψει της πρόσφατης αύξησης των αποκεντρωμένων ευρωπαϊκών οργανισμών, να προτείνει ένα μηχανισμό επανεξέτασης για τους εν λόγω οργανισμούς, ο οποίος θα βασίζεται στον λόγο κόστους-ωοφέλους και στην προστιθέμενη αξία σε σύγκριση με άλλες εναλλακτικές λύσεις·

7.  επισημαίνει ότι οιοδήποτε μέτρο προϋποθέτει τροποποίηση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των Υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού, όπως το νέο σύστημα σταδιοδρομίας, η χαμηλή απόδοση, η ευέλικτη συνταξιοδότηση, και οι κανόνες όσον αφορά το "κάρφωμα", πρέπει να συνάδει προς τις αρχές της ανεξαρτησίας, της ουδετερότητας και της συνέχειας της ευρωπαϊκής δημόσιας υπηρεσίας και τα σύγχρονα πρότυπα διοίκησης, ιδιαίτερα όσον αφορά την εξυπηρέτηση και την πρόσβαση των πολιτών·

8.  αναμένει ότι οι ανθρώπινοι πόροι που διατίθενται στις διάφορες συνιστώσες της μεταρρύθμισης επαρκούν για να διασφαλίσουν την ταχεία και αποτελεσματική εφαρμογή της, δηλαδή, το προσωπικό που έχει διατεθεί για τη μεταρρύθμιση της εξωτερικής υπηρεσίας και το προσωπικό που επηρεάζεται από τη μεταρρύθμιση αυτή· ομοίως, σε σχέση με τη μεταρρύθμιση της οικονομικής διαχείρισης και του ελέγχου στο εσωτερικό των τμημάτων και των αντιπροσωπειών της Επιτροπής, επιθυμεί να πληροφορηθεί τα προβλήματα προσλήψεων, αν υπάρχουν, που αντιμετωπίζει η Επιτροπή·

9.  υποστηρίζει ότι ο ενθουσιασμός του προσωπικού αποτελεί ζωτικής σημασίας στοιχείο για την επιτυχία των πολιτικών που εφαρμόζει η Επιτροπή και καλεί την Επιτροπή να διασφαλίσει τη μέγιστη δυνατή διαβούλευση σε όλα τα επίπεδα του προσωπικού· επιδοκιμάζει το γεγονός ότι επιτεύχθηκε συμφωνία ανάμεσα στην Επιτροπή και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις που εκπροσωπούν την πλειοψηφία των κοινοτικών υπαλλήλων σ' ό,τι αφορά τον εκσυγχρονισμό του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των Υπαλλήλων· θεωρεί ότι ο εκσυγχρονισμός του εν λόγω Κανονισμού αποτελεί σημαντικό μέρος της διαδικασίας μεταρρύθμισης της Επιτροπής·

10.  ζητεί από την Επιτροπή να φροντίσει ώστε η διαδικασία μεταρρύθμισης να μην έχει αρνητικό αντίκτυπο, π.χ. όσον αφορά τη μείωση των επί τόπου ελέγχων που διενεργεί η Επιτροπή (βλέπε παράγραφο 3.72 της ετήσιας έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου)·

11.  ζητεί από την Επιτροπή να αξιολογήσει τη σχέση κόστους-οφέλους της μεταρρύθμισης, συμπεριλαμβανομένου και του κόστους της επαγγελματικής επιμόρφωσης (ιδίως στον τομέα τη οικονομικής διαχείρισης), το κόστος των προσλήψεων και των ρυθμίσεων περί τερματισμού της ενεργού υπηρεσίας (όσον αφορά το άρθρο 50 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των Υπαλλήλων) και να το ενημερώσει σχετικώς·

12.  θεωρεί ότι η υποβολή των "δηλώσεων διαχείρισης" που υποβάλλουν όλοι οι γενικοί διευθυντές, η οποία θεσπίστηκε στο πλαίσιο του νέου συστήματος εσωτερικής διαχείρισης (που τίθεται σε εφαρμογή από τον Μάιο του 2002), θα αποτελέσει ένα ευπρόσδεκτο νέο εργαλείο για την αξιολόγηση των Γενικών Διευθύνσεων της Επιτροπής και θα καταστήσει ευκολότερο τον εντοπισμό των τομέων στους οποίους χρειάζεται να γίνουν και άλλες βελτιώσεις· τονίζει δε ότι οι δηλώσεις διαχείρισης δεν μειώνουν επ' ουδενί τη μεμονωμένη ή συλλογική ευθύνη των Μελών της Επιτροπής·

13.  Αναμένει ότι η Επιτροπή θα ενημερώσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε περίπτωση οποιασδήποτε άλλης μεταρρύθμισης·

Οι διαδικασίες

14.  επισημαίνει ότι, όπως τονίζει και η ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι διαδικασίες δεν ανταποκρίνονται στους επιδιωκόμενους στόχους· ειδικότερα,

   (α) εκφράζει τη λύπη του για την αδυναμία συνεργασίας μεταξύ Επιτροπής και κρατών μελών: απουσία ενιαίας μορφής των περί ιδίων πόρων στοιχείων που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη στην Επιτροπή σε σχέση, επί παραδείγματι, με απάτες και παρατυπίες που διαπιστώθηκαν και τους ελέγχους που θεσπίστηκαν για την αποτροπή τους (βλέπε παράγραφο 1.61 της ετήσιας έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου), παράλειψη, εκ μέρους ορισμένων κρατών μελών, να διαβιβάσουν στοιχεία σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών (βλέπε ΕΠΤΠΕ, Τμήμα Εγγυήσεων, παράγραφος 2.59 της ετήσιας έκθεσης) και ίδια παράλειψη όσον αφορά τα διαρθρωτικά ταμεία, καθώς και μη κοινοποίηση στην Επιτροπή των στατιστικών στοιχείων σχετικά με τις πριμοδοτήσεις των ΚΟΑ πρόβειου και αίγειου κρέατος (βλέπε παράγραφο 2.117 της ετήσιας έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου)·
   (β) επισημαίνει ότι η Επιτροπή αναγνωρίζει την κατάσταση αυτή (όπως φαίνεται στην παράγραφο 2.117 της απάντησής της)· ωστόσο, δεν αποδέχεται τη χρησιμοποίηση μιας αδυναμίας που εντοπίζεται σε έναν τομέα ως δικαιολογία για να καλυφθούν άλλες αδυναμίες και, ως εκ τούτου, καλεί την Επιτροπή, κατά την επόμενη διαδικασία απαλλαγής, να προβεί εγκαίρως στα αναγκαία διαβήματα προς τα κράτη μέλη προκειμένου να εξασφαλίσει την έγκαιρη εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους και, σε όλα τα κράτη μέλη, οι διαβιβαζόμενες πληροφορίες να αντιστοιχούν στους τυποποιημένους ορισμούς (ιδίως στις περιπτώσεις απάτης ή παρατυπιών)·
   (γ) αποδοκιμάζει την απροθυμία ορισμένων κρατών μελών να εφαρμόσουν ορισμένες στρατηγικές, όπως στην περίπτωση των μέτρων της Επιτροπής για τον εντοπισμό και την εξάλειψη της ΣΕΒ, όπως επισημαίνει και το Ελεγκτικό Συνέδριο (ετήσια έκθεση 14/2001(8)), καθώς και την έλλειψη κανόνων εκτάκτου ανάγκης για την άμεση αντιμετώπιση τέτοιου είδους καταστάσεων, (η υποβολή προσφυγών στο Δικαστήριο δεν θεωρείται το πλέον πρόσφορο μέσο για τη διαχείριση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης)·
   (δ) επισημαίνει ότι ορισμένα από τα λάθη που εντόπισε το Ελεγκτικό Συνέδριο (βλ. παράγραφος 2.36-2.41 της ετήσιας έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου για το 2000) αποδείχθηκαν συστηματικά· ο κύριος τύπος των συστηματικών σφαλμάτων που παρατηρήθηκαν αφορά περικοπές στην καταβολή της βοήθειας (2.36)· επισημαίνει ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο αναφέρει ως παραδείγματα αδικαιολόγητες περικοπές στην καταβολή ενισχύσεων στη Σουηδία, την Ελλάδα και την Ισπανία· επισημαίνει επίσης ότι η Επιτροπή διερευνά τις διοικητικές δαπάνες που προβλέφθηκαν στη Δανία σε αιτήσεις για επιστροφές κατά την εξαγωγή· ζητεί δε από την Επιτροπή να το ενημερώσει πλήρως σχετικά με τις σχετικές εξελίξεις·
   (ε) εκφράζει τη λύπη του που στον τομέα της εξωτερικής βοήθειας, το πρόγραμμα Tacis για τη διασυνοριακή συνεργασία, απέτυχε μετά από τέσσερα χρόνια εφαρμογής να εκπληρώσει έναν από τους βασικούς στόχους του, συγκεκριμένα τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στις παραμεθόριες περιοχές (βλέπε ειδική έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου 11/2001(9))· ζητεί από την Επιτροπή να ενισχύσει τη συνεργασία μεταξύ των διαφόρων προγραμμάτων (Tacis, Interreg, Phare) και να δώσει προτεραιότητα στα έργα που στοχεύουν στη βελτίωση του περιβάλλοντος διαβίωσης· ζητεί να ενημερωθεί έως τον Ιούλιο 2002 σχετικά με τα απτά αποτελέσματα του προγράμματος που ανέμενε η Επιτροπή για το 2001·
   (στ) επισημαίνει ότι η Επιτροπή βελτίωσε τις διοικητικές διαδικασίες της ECHO, προκειμένου να είναι σε θέση να αντιμετωπίζει καλύτερα καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης (βλέπε ειδική έκθεση 2/2001(10) – ανθρωπιστική βοήθεια για τα θύματα του Κοσσυφοπεδίου)· ζητεί την υποβολή έκθεσης αξιολόγησης σχετικά με τη διαχείριση των πρόσφατων ανθρωπιστικών κρίσεων (χρονισμός πληρωμών, ικανότητα λήψης αποφάσεων, συνεργασία με ΜΚΟ και αξιολόγηση της βοήθειας)·
   (ζ) πιστεύει ότι, στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ, όπως επισημαίνει και η ειδική έκθεση 13/2001 του Ελεγκτικού Συνεδρίου(11), οι ισχύουσες ρυθμίσεις δεν είναι ικανοποιητικές· ζητεί από το Συμβούλιο και την Επιτροπή να υποβάλουν άμεσα – όπως αναφέρει και η Επιτροπή (βλέπε απάντηση στο ερωτηματολόγιο 5.1) – από κοινού συμφωνημένο ορισμό των διοικητικών και επιχειρησιακών δαπανών για ειδικούς εκπροσώπους της ΕΕ· ζητεί να καθοριστούν με σαφήνεια κανόνες όσον αφορά το κόστος που συνδέεται με τις αμοιβές και τους μισθούς για το προσωπικό που εργάζεται στα γραφεία των ειδικών εκπροσώπων της ΕΕ· ζητεί δε να ληφθούν σαφείς ρυθμίσεις όσον αφορά την υποβολή των σχετικών εκθέσεων, τον έλεγχο και την αξιολόγηση·
   (η) συνιστά να υποβάλουν το Συμβούλιο και η Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρόταση σχετικά με τα κριτήρια για τον ορισμό των επιχειρησιακών και διοικητικών δαπανών της ΚΕΠΠΑ, καθώς και πρόταση διοργανικής συμφωνίας που να διασαφηνίζει το ρόλο της Επιτροπής όσον αφορά τον προσδιορισμό του οικονομικού και επιχειρησιακού πλαισίου της εκτέλεσης του προϋπολογισμού και την παρουσίαση της δομής των συστημάτων λογιστικών ελέγχων και αξιολόγησης στον τομέα αυτό·

15.  ζητεί από την Επιτροπή να διεξαγάγει ειδικούς ελέγχους στην εκπροσώπηση των κρατών μελών υπό το πρίσμα των ισχυρισμών περί εσφαλμένης πρακτικής στην αντιπροσωπεία της Στοκχόλμης· ζητεί δε να ενημερωθεί σωστά και πλήρως για το αποτέλεσμα των πειθαρχικών υποθέσεων σε σχέση με την αντιπροσωπεία της Στοχκόλμης·

16.  ζητεί από την Επιτροπή να βελτιώσει τις δημοσιονομικές προβλέψεις και να μειώσει την απόκλιση μεταξύ δημοσιονομικών προβλέψεων και πραγματικών πράξεων, να βελτιώσει δε την επικοινωνία της με τα κράτη μέλη, ιδίως στο πλαίσιο του δημοσιονομικού δικτύου ανταλλαγής πληροφοριών·

17.  υποστηρίζει ότι η Επιτροπή πρέπει να εξοπλιστεί με τα μέσα που θα συμβάλουν στη βελτίωση των δημοσιονομικών προβλέψεων, και να αξιοποιηθεί καλύτερα το δίκτυο του προϋπολογισμού, προκειμένου να μην εμφανιστούν εκ νέου υπερβολικά πλεονάσματα του προϋπολογισμού·

18.  είναι πεπεισμένο ότι η διαχειριστική μέθοδος στη σημερινή Ένωση, αλλά και την αυριανή διευρυμένη Ένωση, πρέπει να συνεχίσει να βασίζεται στην αρχή της αποκέντρωσης· αυτό προϋποθέτει παρεμφερή και εξίσου αποτελεσματική διαχειριστική ικανότητα εκ μέρους των διαφόρων εθνικών διοικήσεων, όπως απαιτούν και οι νέοι κανόνες των διαρθρωτικών ταμείων (Κανονισμός (ΕΚ) 1260/1999) που ξεκίνησαν το 2000, που επίσης προϋποθέτουν αποσαφήνιση των αντιστοίχων ρόλων της Επιτροπής, των κρατών μελών και των διαφόρων εταίρων που αναφέρονται στο άρθρο 8 του κανονισμού αυτού· επισημαίνει παρά ταύτα, ότι, όταν σε μια δημοσιονομική δράση συμμετέχουν διάφορα κράτη μέλη για διάφορες επιχειρήσεις της ΚΓΠ, ενδέχεται να χρειάζεται μεγαλύτερη παρέμβαση της Επιτροπής· εμμένει ότι η επιτυχία της αποκεντρωμένης διαχείρισης του Ειδικού Προγράμματος Ένταξης για τη Γεωργία και την Αγροτική Ανάπτυξη (SAPARD) και του Μέσου Προενταξιακών Διαρθρωτικών Πολιτικών (ISPA) στις υποψήφιες χώρες καθώς και της δράσης των εθνικών τους διοικήσεων θα εξαρτηθεί από τη δέσμευση της ΕΕ να υποστηρίξει τις χώρες αυτές όσον αφορά τη βελτίωση του διοικητικού τους δυναμικού· παροτρύνει την Επιτροπή να συνεχίσει τις προσπάθειες κατάρτισης στον τομέα της επιμόρφωσης (μέσω αδελφοποιήσεων με τις υποψήφιες χώρες) και ενημέρωσης (όπως οι στρογγυλές τράπεζες με τους αρμόδιους φορείς στα κράτη μέλη)·

Συμβατικές διαδικασίες διαχείρισης και κοινοτικές επιδοτήσεις

19.  ζητεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο να εξετάσει κατά πόσον οι συμβατικές διαδικασίες διαχείρισης των κοινοτικών πιστώσεων (πρόκληση υποβολής προσφορών, ανάθεση συμβάσεων) πληρούν όρους διαφάνειας, όσον αφορά τόσο τους στόχους, τη σύσταση των επιτροπών επιλογής, την επιλογή των υποψηφίων, τη συμμόρφωση προς τις διαδικασίες και τις αιτιολογήσεις των αποφάσεων, και ειδικότερα θέτει ερωτήματα σχετικά με τις διαδικασίες προσκλήσεων για υποβολή προσφορών στον τομέα της έρευνας· επισημαίνει ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο, στην ετήσια έκθεσή του, κατέληξε σε θετικά συμπεράσματα όσον αφορά τις διαδικασίες διαγωνισμών που χρησιμοποιούν τα όργανα για την αγορά υπηρεσιών, προμηθειών και εργασίας και τονίζει την ανάγκη να αυξηθεί η χρήση μακροπρόθεσμων περιβαλλοντικών κοινωνικών κριτηρίων στις διαδικασίες επιλογής· συγκεκριμένα, ζητεί από Ελεγκτικό Συνέδριο να αξιολογήσει τη διαφάνεια των ρυθμίσεων που εφαρμόζει η Επιτροπή για την εξωτερική βοήθεια, όπως η κατάρτιση καταλόγων τελικής επιλογής βάσει των οποίων οι ίδιες εταιρίες υποτίθεται ότι αποτελούν πάντα την πλέον αποτελεσματική λύση για τη χορήγηση κοινοτικών επιχορηγήσεων έως 200000 ευρώ σε κάθε γωνιά της γης·

20.  ζητεί από την Επιτροπή να χρησιμοποιεί πάντα την πλέον ενδεδειγμένη διαδικασία, λαμβάνοντας υπόψη τις δυσκολίες για τους υποψηφίους, ιδίως όσον αφορά τα ερευνητικά προγράμματα αφενός και το κόστος αφετέρου· υπογραμμίζει όμως ότι η έρευνα είναι τομέας υψηλού κινδύνου και απαιτεί εξαιρετικά εντατικό έλεγχο·

21.  ζητεί από την Επιτροπή να εξηγήσει, σε σχέση με τη διαδικασία επιλογής των προτάσεων στα προγράμματα Media και Media Plus, τη μορφή του ΓΤΒ που διενεργεί το προπαρασκευαστικό έργο με βάση το οποίο η Επιτροπή προχωρεί στην τελική επιλογή των δικαιούχων των προγραμμάτων όσον αφορά την καταβλητέα ενίσχυση (βλέπε απόφαση του Συμβουλίου 2000/821/EΚ(12))· καλεί την Επιτροπή να παράσχει στοιχεία σχετικά με τη γεωγραφική κατανομή των δικαιούχων του προγράμματος για το 2000·

22.  είναι της άποψης, σ' ό,τι αφορά την τρέχουσα διαδικασία για τη χορήγηση κοινοτικών επιδοτήσεων σε συγκεκριμένους οργανισμούς, και συγκεκριμένα στο πλαίσιο των θέσεων του άρθρου Α-302, ότι ένα σύστημα που θα καλύπτει τόσο την εγγραφή πιστώσεων όσο και την πρόσκλησης για υποβολή προτάσεων δεν είναι ικανοποιητικό, και καλεί την Επιτροπή να προτείνει στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή ένα διαφανέστερο σύστημα, που θα μπορούσε να συμβάλει στην αποτροπή της συνεχούς ανασφάλειας που επικρέμεται επί ορισμένων οργανισμών, χωρίς να δημιουργηθεί εξάρτηση από τα κοινοτικά κεφάλαια για την επιβίωση των οργανισμών· επισημαίνει ότι με την κατάρτιση του προϋπολογισμού βάσει δραστηριοτήτων μπορεί να πάψει να υπάρχει το παρόν σύστημα· ζητεί λοιπόν από την Επιτροπή να φροντίσει ώστε οι νέοι οργανισμοί που επιθυμούν να ζητήσουν χρήματα να μην αποτραπούν να το πράξουν· την καλεί δε να συνεργασθεί με την OLAF και το Ελεγκτικό Συνέδριο στον έλεγχο οργανισμών ή κέντρων που χρηματοδοτούνται σχεδόν αποκλειστικά από τον κοινοτικό προϋπολογισμό·

23.  επισημαίνει ότι το 2000 εγγράφηκαν 800.000 ευρώ στο άρθρο Α-3040 του προϋπολογισμού για το κόστος λειτουργίας και το πρόγραμμα εργασίας του Ευρωπαϊκού Φόρουμ Μεταναστών· επισημαίνει επίσης ότι η OLAF κίνησε έρευνα μετά από καταγγελίες για απάτη και κακή διαχείριση στον εν λόγω οργανισμό και ότι η OLAF παρέπεμψε την υπόθεση στις βελγικές δικαστικές αρχές τον Ιούνιο του 2001· αναμένει να ενημερωθεί πλήρως για τα συμπεράσματα των βελγικών αρχών· ζητεί δε από την Επιτροπή να φροντίσει ώστε να επιτύχουν το στόχο τους τόσο ο εν λόγω οργανισμός όσο και οι άλλοι που χρηματοδοτούνται από της κοινοτικές επιδοτήσεις του κεφαλαίου Α-3·

Η πολυπλοκότητα των διαδικασιών και της νομοθεσίας

24.  συμμερίζεται την άποψη του Ελεγκτικού Συνεδρίου ότι, συνήθως, οι κοινοτικοί κανόνες είναι υπερβολικά πολύπλοκοι, προξενώντας δυσκολίες στους δικαιούχους και ζητεί από την Επιτροπή να αποφασίσει τη συστηματική αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των διαφόρων ρυθμιστικών μέσων σ' ό,τι αφορά την επίτευξη των στόχων πολιτικής όπως αυτοί ορίζονται στη Συνθήκη ή έχουν εγκριθεί από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα·

25.  επισημαίνει ότι η Επιτροπή, στο νέο κανονισμό των διαρθρωτικών ταμείων (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 δήλωσε την πρόθεσή της να απλοποιηθούν οι κανόνες· ελπίζει ότι αυτό θα επαληθευθεί το 2001, αλλά λυπάται για την πενιχρή εκτέλεση των Διαρθρωτικών Ταμείων το 2000 λόγω των σημαντικών καθυστερήσεων στον προγραμματισμό (γεγονός που από μόνο του συνέβαλε σημαντικά στη δημιουργία του δημοσιονομικού πλεονάσματος)· επισημαίνει ότι οι ίδιες δυσκολίες παρουσιάστηκαν κατά το πρώτο έτος της προηγούμενης προγραμματικής περιόδου (1994)· διερωτάται επίσης κατά πόσον το σημερινό σύστημα είναι το καλύτερο για τον σχεδιασμό του μέλλοντος των διαρθρωτικών μέτρων μετά το 2006· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να εξορθολογίσουν και να απλοποιήσουν τις διαδικασίες υλοποίησης των διαρθρωτικών μέτρων, προκειμένου να αποτραπεί η εμφάνιση των ίδιων δυσκολιών κατά την υλοποίηση των νέων προγραμμάτων·

26.  θεωρεί ότι η μη έγκριση των προγραμμάτων κοινοτικής πρωτοβουλίας το 2000 οφείλεται στην καθυστερημένη έγκριση των κανονισμών του Συμβουλίου, στην υπερβολικά χρονοβόρα εκπόνηση του εγχειριδίου χρήσης και στην καθυστερημένη δημοσίευσή του από την Επιτροπή, στο ότι τα άλλα θεσμικά όργανα καθυστέρησαν να εκφράσουν τη γνώμη τους, καθώς και στην καθυστερημένη αντίδραση των κρατών μελών·

27.  επισημαίνει με δυσαρέσκεια ότι αυτές οι καθυστερήσεις, οι μεταφορές και οι επανεγγραφές στον προϋπολογισμό αποτελούσαν τον κανόνα και όχι την εξαίρεση· επαναλαμβάνει τις επικριτικές παρατηρήσεις που είχε διατυπώσει για τη μεταφορά 40/2000 η οποία επέφερε μείωση ύψους 164 εκατ. ευρώ, και την επανεγγραφή στον προϋπολογισμό που επέφερε επί πλέον μείωση κατά 30 εκατ. ευρώ σε πιστώσεις για καινοτόμα μέτρα·

28.  εκφράζει την έντονη ανησυχία του για τις σοβαρές καθυστερήσεις στην εκκίνηση της κοινοτικής πρωτοβουλίας EQUAL και καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να βοηθήσουν στη σύναψη εταιρικών σχέσεων για την ανάπτυξη και τις διεθνικές συνδέσεις·

29.  επισημαίνει επίσης ότι η πολυπλοκότητα των κανόνων και η επικάλυψη μέτρων στο πλαίσιο των διαφόρων ταμείων και των κοινοτικών πολιτικών μπορεί να δημιουργήσουν παράλογες καταστάσεις, που ενδέχεται να περιορίσουν την αποτελεσματικότητα των ταμείων και των προγραμμάτων όπως τονίζει επικριτικά και το Ελεγκτικό Συνέδριο στις ειδικές εκθέσεις 1/2001(13) και 12/2001(14) και την ετήσια έκθεσή του (παράγραφος 3.121)·

30.  καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα όσον αφορά τους κανονισμούς Sapard και Ispa, την πολυπλοκότητα της εφαρμογής των οποίων υποτίμησε η Επιτροπή και θέτει μια πραγματική πρόκληση για τις υποψήφιες χώρες· αναγνωρίζει επίσης τις προσπάθειες που κατέβαλε η Επιτροπή για την "οικοδόμηση θεσμών" στο πλαίσιο του συστήματος Sapard και για τη βελτίωση του εσωτερικού συντονισμού των προγραμμάτων προενταξιακής βοήθειας· εκφράζει ωστόσο τη λύπη του για το γεγονός ότι το ήμισυ μόνο των υποψηφίων χωρών θα είναι σε θέση να θέσει σε εφαρμογή τα προγράμματα το αργότερο το 2002·

31.  καλεί την Επιτροπή να εξασφαλίσει, κατά προτεραιότητα, την απλοποίηση των διαδικασιών και τον προσδιορισμό σαφέστερων κανόνων και στόχων, οι οποίοι να είναι διαφανείς και κατανοητοί από τους πολίτες· καλεί την Επιτροπή να καταστήσει την απλοποίηση της νομοθεσίας, των κανόνων και των διαδικασιών ουσιαστικό τμήμα της ενδιάμεσης αναθεώρησης της αγροτικής και διαρθρωτικής πολιτικής· αναγνωρίζει ωστόσο τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Επιτροπή κατά την εκπλήρωση του στόχου αυτού στη συγκεκριμένη περίπτωση της έγκρισης κανόνων εφαρμογής για ορισμένα προγράμματα, όπως οι διαδικασίες ελέγχου για τα διαρθρωτικά ταμεία, όπου "η διαδικασία επιτροπολογίας" εφαρμόζεται· επισημαίνει ότι συχνά οι επιτροπές αυτές οι οποίες εκπροσωπούν διοικητικά συμφέροντα των κρατών μελών, τείνουν να συμβάλλουν στην πολυπλοκότητα των κανόνων αυτών·

32.  επισημαίνει ότι, κατά την επόμενη διαδικασία απαλλαγής, θα ελέγξει προσεκτικά τον βαθμό σεβασμού από πλευράς Επιτροπής, των πολιτικών προτεραιοτήτων και των κατευθυντήριων γραμμών του προϋπολογισμού που καθόρισε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που ανέλαβε σε απάντηση των επικρίσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (βλέπε ετήσια έκθεση, παράγραφος 3.122)·

Οι έλεγχοι

33.  επισημαίνει ότι η ίδια η πολυπλοκότητα των κανόνων δυσχεραίνει τη διενέργεια αποτελεσματικών ελέγχων·

34.  καλεί την Επιτροπή να αυξήσει ουσιαστικά τον αριθμό των "ρητρών λήξης ισχύος" και των λεπτομερών αξιολογήσεων των επιπτώσεων στις επιχειρήσεις που συμπεριλαμβάνονται στη νομοθεσία·

35.  επισημαίνει ότι το σύστημα ελέγχων χαρακτηρίστηκε από αδυναμίες, όπως:

   (α) ανεπάρκεια ή παντελή έλλειψη ελέγχων εκ μέρους της Επιτροπής (π.χ. η απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Μαΐου 2001 σχετικά με τους τουρκικούς τηλεοπτικούς δέκτες κατέδειξε τις σοβαρές ελλείψεις που επέδειξε η Επιτροπή όσον αφορά την παρακολούθηση της εφαρμογής της Συμφωνίας Σύνδεσης ΕΚ-Τουρκίας και του Συμπληρωματικού Πρωτοκόλλου)·
   (β) ανεπάρκεια ή παντελή έλλειψη ελέγχων εκ μέρους των κρατών μελών στον τομέα των γεωργικών δαπανών (επιστροφές κατά την εξαγωγή) και τα διαρθρωτικά μέτρα (εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 2064/1997 όσον αφορά το δημοσιονομικό έλεγχο των δράσεων που συγχρηματοδοτούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία ο οποίος διενεργείται από τα κράτη μέλη(15)

36.  εκφράζει την ανησυχία του για τις διαπιστώσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Ειδική Έκθεση 10/2001(16)) ότι η εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΚ) 2064/1997 δημιούργησε δυσκολίες τόσο για την Επιτροπή όσο και για τα κράτη μέλη, επειδή υπήρξε ανεπαρκής συντονισμός μεταξύ της αρμόδιας ΓΔ της Επιτροπής και των υπηρεσιών των κρατών μελών που δεν ήταν εξοικειωμένα με το εγχειρίδιο ελέγχου, το οποίο τους υπεβλήθη από την Επιτροπή πολύ καθυστερημένα·

37.  ζητεί, βάσει των ανωτέρω παρατηρήσεων, από κάθε κράτος μέλος να ορίσει ένα μόνο εθνικό υπουργείο ως αρμόδια υπηρεσία για την παρακολούθηση της προόδου που σημειώνεται με στόχο την επίτευξη, για κάθε πρόγραμμα που χρηματοδοτείται από τα διαρθρωτικά ταμεία, του ποσοστού ελέγχων 5% το οποίο ορίζεται στους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 2064/97 και (ΕΚ) αριθ. 438/2001(17)· ζητεί επίσης να ληφθούν μέτρα για τον συντονισμό με τρόπο ενιαίο των ελέγχων που διεξάγονται στα κράτη μέλη που διαθέτουν αυτόνομες περιφερειακές αρχές· θεωρεί ότι ο συντονισμός αυτός πρέπει να εξασφαλίζεται από τις υπάρχουσες υπηρεσίες συντονισμού και ότι οι εν λόγω υπηρεσίες μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν ως βάση τόσο για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των περιφερειών όσο και για το συντονισμό και την κοινοποίηση κάθε είδους πληροφορίας στην Επιτροπή·

38.  καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη, βάσει των πορισμάτων της ειδικής έκθεσης 10/2001 του Ελεγκτικού Συνεδρίου, να βελτιώσουν το δημοσιονομικό έλεγχο των διαρθρωτικών ταμείων· ζητεί κυρίως:

   αύξηση των αρμόδιων υπηρεσιών στον τομέα του δημοσιονομικού ελέγχου,
   ενίσχυση των επιτόπιων ελέγχων,
   βελτίωση του συντονισμού τόσο σε επίπεδο κρατών μελών όσο και σε επίπεδο υπηρεσιών της Επιτροπής,
   καθιέρωση ενιαίων διαδικασιών για την αντιμετώπιση των ατασθαλιών και την ανταλλαγή πληροφοριών.

39.  ζητεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο να εκτιμήσει το σημερινό συνολικό κόστος των εσωτερικών και εξωτερικών ελέγχων των κοινοτικών κονδυλίων, διαχωρίζοντας το κόστος που επιβαρύνει τον κοινοτικό προϋπολογισμό από αυτό που επιβαρύνει τους εθνικούς προϋπολογισμούς και συγκρίνοντας το κόστος των διαφόρων ειδών ελέγχων που πραγματοποιήθηκαν σε κάθε τομέα δαπανών με τα ποσά που αποτέλεσαν αντικείμενο απάτης και ατασθαλιών και με τις ανακτήσεις αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών σε κάθε κεφάλαιο·

40.  είναι της άποψης ότι η Επιτροπή πρέπει να μεριμνά για τη διασφάλιση οικονομικώς αποτελεσματικών ελέγχων και, σε σχέση με αυτό, λαμβάνει υπό σημείωση τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις στις οποίες προβαίνει η Επιτροπή όσον αφορά τη υποχρέωση των γενικών διευθυντών να υποβάλλουν "δήλωση διαχείρισης", και τη σύσταση του συστήματος εσωτερικού ελέγχου της Επιτροπής· φρονεί ότι η επίδραση των αλλαγών αυτών στην αποτελεσματικότητα των ελέγχων πρέπει να αξιολογηθεί κατά τις επόμενες διαδικασίες απαλλαγής·

41.  καλεί την Επιτροπή να επιδιώξει την καλύτερη ισορροπία όσον αφορά το κόστος των ελέγχων και το όφελος από το μειωμένο επίπεδο λάθους στο οποίο μπορούν να οδηγήσουν παρόμοιοι έλεγχοι·

42.  πιστεύει ότι η επιτυχής διαχείριση του οργανισμού για την ανοικοδόμηση του Κοσσυφοπεδίου οφειλόταν, στην εγγύτητα των επιχειρήσεων προς τους δικαιούχους, την επικέντρωση σε μικρό αριθμό τομέων και μια δομή για προσδιορισμό σχεδίων ως προς την αξιολόγηση και σε ένα μεγάλο βαθμό, στο γεγονός ότι ο έλεγχος ex ante πραγματοποιήθηκε από τις εσωτερικές οικονομικές υπηρεσίες της Υπηρεσίας, που επέτρεψε την ταχεία εφαρμογή δράσεων· επισημαίνει ότι η τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής για νέο νέο δημοσιονομικό κανονισμό (CΟΜ(2001) 691) προβλέπει την αποκέντρωση του ex ante δημοσιονομικού ελέγχου σε όλες τις υπηρεσίες της Επιτροπής· καλεί το Συμβούλιο να επιταχύνει το έργο του στην τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής·

43.  συνιστά, επί πλέον, στην Επιτροπή να λάβει περαιτέρω μέτρα για την καλή θεσμική συνεργασία με το Ελεγκτικό Συνέδριο και τα ελεγκτικά του όργανα αλλά και με τα κράτη μέλη και τα εθνικά ελεγκτικά τους όργανα· επιθυμεί να ενημερώνεται σχετικά με την πρόοδο που σημειώνεται·

44.  πιστεύει ότι ο συντονισμός στον σχεδιασμό των ελέγχων θα καταστήσει δυνατή την πρόληψη των περιττών επικαλύψεων και θα επιτύχει καλύτερο διαχωρισμό μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών ελέγχων, μεταξύ συστημικών ελέγχων και ελέγχων έργων, με βάση τους κινδύνους και την ενεχόμενη χρηματοδότηση·

45.  λαμβάνει υπόψη πως η μέθοδος που χρησιμοποιεί σήμερα το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν βοηθά στην ύπαρξη ενός ποσοστού λάθους για κάθε τομέα των κοινοτικών δαπανών, και συμμερίζεται την άποψη ότι η δήλωση αξιοπιστίας πρέπει να έχει ως στόχο τη χορήγηση αυτών των πληροφοριών, όσο επανειλημμένα το ζητεί η Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού, κάνοντας διάκριση ανάμεσα σε απάτη και λάθος, εξετάζοντας παράλληλα τις διαφορές από πλευράς εγγενών κινδύνων μεταξύ των διαφόρων τομέων και λαμβάνοντας υπόψη τις διορθώσεις στις οποίες προβαίνει η Επιτροπή - συμπεριλαμβανομένων και συγκριτικών αναλύσεων από έτος σε έτος- προκειμένου να καταστεί το μέσο χρήσιμο όχι μόνο για την αρχή την αρμόδια για την απαλλαγή αλλά και για την Επιτροπή, πράγμα που πρέπει να έρθει ως θετική δήλωση αξιοπιστίας· πιστεύει δε ότι, επί τη βάσει της παρούσας μεθοδολογίας, δεν μπορεί να αναμένεται από το Ελεγκτικό Συνέδριο να δίδει στην Επιτροπή θετική Δήλωση Αξιοπιστίας (DAS) στο εγγύς μέλλον·

46.  αμφισβητεί τη χρησιμότητα της συνολικής δήλωσης αξιοπιστίας για το 2000 στο βαθμό που δεν δίνονται αριθμοί· επισημαίνει ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν έχει δημοσιεύσει ουσιαστικούς και επίσημους ρυθμούς σφαλμάτων κατά τα τελευταία χρόνια, υπενθυμίζει ότι ο αρμόδιος επίτροπος για τον γεωργικό τομέα παρείχε τα στοιχεία για την περίοδο 1995-1999 κατά τη διάρκεια ακρόασης στην Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού στις 7 Φεβρουαρίου 2001, και ζητεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο και την Επιτροπή να παράσχουν τα στοιχεία για το 2000·

47.  καλεί το Ελεγκτικό Συνέδριο να εκδώσει δήλωση αξιοπιστίας και ποσοστό σφαλμάτων για κάθε μεμονωμένη ΓΔ προκειμένου να επισημανθούν οι προβληματικοί τομείς και να αυξηθεί σημαντικά η ευθύνη της Επιτροπής και του κράτους μέλους·

48.  επισημαίνει ότι οι δραστηριότητες ελέγχου και εποπτείας σε σχέση με τον προϋπολογισμό της ΕΕ χαρακτηρίζονται από ευρύ αριθμό ελεγκτών και ελεγκτικών υπηρεσιών, ενώ εκάστη πραγματοποιεί επισκέψεις και συντάσσει εκθέσεις σχεδόν ανεξάρτητα αλλά συχνά επί τη βάσει διαφορετικών προτύπων· καλεί την Επιτροπή να συντάξει έκθεση για την σκοπιμότητα της εισαγωγής ενιαίου ελεγκτικού προτύπου σε σχέση με τον προϋπολογισμό της ΕΕ στο οποίο κάθε επίπεδο ελέγχου βασίζεται στο προηγούμενο, με στόχο τη μείωση του φόρτου στον ελεγκτή και την ενίσχυση της ποιότητας των ελεγκτικών δραστηριοτήτων, αλλά χωρίς να υπονομεύεται η ανεξαρτησία των αντίστοιχων ελεγκτικών οργάνων· ζητεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο να προετοιμάσει γνωμοδότηση για το ίδιο θέμα· ζητεί επίσης από την Επιτροπή να διερευνήσει σε ποιο βαθμό οι έλεγχοι και συγκεκριμένα οι επιτόπιοι έλεγχοι θα μπορούσαν να διοργανωθούν ορθολογικότερα·"

49.  ζητεί από την Επιτροπή εν συνεχεία του ψηφίσματος του Κοινοβουλίου της 17ης Μαϊου 2001(18) και ιδίως της παραγράφου 22, σχετικά με τη νόθευση του ελαιολάδου, του ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 4ης Απριλίου 2001(19) και ιδίως της παραγράφου 9(iii) σχετικά με τη νόθευση των γαλακτοκομικών προϊόντων και της ειδικής έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου 7/2001 σχετικά με τις επιστροφές στις εξαγωγές(20), να του υποβάλει έκθεση για την κατάσταση όσον αφορά τη νόθευση των γεωργικών προϊόντων με άμεσο ή έμμεσο αποτέλεσμα στον κοινοτικό προϋπολογισμό, θίγοντας το ρυθμιστικό πλαίσιο, το ελάχιστο ποσοστό φυσικής ανάλυσης κατά τομέα, τις τεχνικές μεθόδους ανίχνευσης της νόθευσης και τις μελλοντικές ενέργειες που προβλέπει η Επιτροπή για την αντιμετώπιση της κατάστασης·

Ίδιοι πόροι

50.  λαμβάνει υπό σημείωση την τάση για μεγαλύτερη εξάρτηση από τις εισφορές βάσει του ΑΕΠ στον κοινοτικό προϋπολογισμό και αντίστοιχη μείωση της σημασίας των παραδοσιακών ιδίων πόρων· επισημαίνει ότι αυτό οφείλεται εν μέρει στην προσαρμογή του τρίτου πόρου (ΦΠΑ) και τις διεθνείς κοινοτικές υποχρεώσεις για μείωση των τελωνειακών δασμών· τονίζει ωστόσο τις δυσκολίες όσον αφορά την ακριβή πρόβλεψη εσόδων με βάση κυρίως το ύψος του ΑΕΠ στα κράτη μέλη και ζητεί από την Επιτροπή να εκτιμήσει τι επιρροή θα έχει στο θέμα αυτό η διεύρυνση·

51.  επισημαίνει με περίσκεψη τις ανησυχίες τόσο του Ελεγκτικού Συνεδρίου όσο και την Επιτροπής, ότι το σύστημα του ΦΠΑ πλήττεται σοβαρά από την απάτη μολονότι τούτο δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά απώλειες για τον κοινοτικό προϋπολογισμό· τονίζει το γεγονός ότι τα κράτη μέλη διαπίστωσαν το 2002 απάτη και παρατυπίες ύψους 534 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 3,5% των εσόδων ιδίων πόρων του έτους αυτού, αν και τούτο εξηγείται κατά κύριο λόγο με την υπόθεση του βουτύρου Νέας Ζηλανδίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, που καλύπτει το ήμισυ του συνόλου· επισημαίνει ότι μόνον η Ελλάδα δεν κοινοποίησε στην Επιτροπή τη διαπίστωση οποιασδήποτε παρατυπίας κατά το συγκεκριμένο έτος στον τομέα των ιδίων πόρων, και θέτει το ερώτημα εάν αυτό οφείλεται σε 100% καθαρό μητρώο, σε καθυστερημένη διαβίβαση δεδομένων ή απλώς στο ότι δεν διαπιστώθηκαν οι διαπραχθείσες παρατυπίες·

52.  υπογραμμίζει την κριτική του Ελεγκτικού Συνεδρίου ότι τα μέτρα ανάκτησης των κρατών μελών ούτε είναι αποτελεσματικά ούτε εφαρμόζονται ισομερώς, γεγονός που μαρτυρεί απροθυμία ή δυσκολία στην αντιμετώπιση του προβλήματος· επισημαίνει, στο πλαίσιο αυτό, ότι η OLAF άνοιξε 120 φακέλους για υποψίες κρουσμάτων απάτης στη συλλογή των ιδίων πόρων το 2000, ύψους συνολικά 608.7 εκατ. ευρώ· καλεί την Επιτροπή να προτείνει τις αναγκαίες προτάσεις για την τροποποίηση της απόφασης 97/245/ΕΚ(21) όσον αφορά τη διαβίβαση δεδομένων από τα κράτη μέλη για τη δημιουργία ισοδύναμων προτύπων υποβολής εκθέσεων σε όλα τα κράτη μέλη·

53.  υπενθυμίζει ότι τα κράτη μέλη έχουν επικυρώσει πλέον τη νέα απόφαση περί ιδίων πόρων, αυξάνοντας το κόστος είσπραξης από 10% σε 25%· καλεί τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν ότι αυτό θα οδηγήσει σε εξάλειψη των τελωνειακών απατών και καλύτερη εξακρίβωση των παρατυπιών που έχουν διαπιστωθεί ως τώρα στον τομέα των ιδίων πόρων·

ΙΙ. Κανονικότητα, καταπολέμηση της απάτης και προστασία των οικονομικών συμφερόντων

54.  αναγνωρίζει ότι το σημερινό σύστημα προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων και καταπολέμησης της απάτης πρέπει να ενισχυθεί·

55.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή οφείλει να χρησιμοποιεί τα ίδια πρότυπα και κανόνες σε όλους τους τομείς των κοινοτικών δαπανών κατά την καταπολέμηση της απάτης και των παρατυπιών, προκειμένου να συμμορφώνεται προς το πνεύμα του άρθρου 280 της Συνθήκης ΕΚ και να εγγυάται ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας·

56.  πιστεύει ότι ορισμένες κοινές πολιτικές είναι αφεαυτών ευεπίφορες απάτης, ιδίως όταν ορίζονται ενδεικτικές τιμές και χρησιμοποιούνται επιστροφές κατά την εξαγωγή πλεονασμάτων, κυρίως γαλακτομικών προϊόντων, ζάχαρης, δημητριακών και βοδινού·

57.   εκτιμά ότι ένας από τους βασικούς στόχους της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής όπως καθορίζεται από την Συνθήκη, είναι να διασφαλίσει "ένα δίκαιο βιοτικό επίπεδο στον γεωργικό πληθυσμό", στόχος ο οποίος καθιστά επιτακτική την ανάγκη προσεκτικού ελέγχου εκ μέρους της Επιτροπής των τρόπων κατανομής του κοινού αγροτικού προϋπολογισμού στους αγρότες και τους λοιπούς δικαιούχους·

58.   εκτιμά ότι οι κανόνες διαφάνειας βάσει των οποίων υποχρεούται η Επιτροπή να δημοσιοποιεί τα ονόματα των τελικών παραληπτών των επιχορηγήσεων της σε τομείς όπως η επιστήμη και η τεχνολογία ή το Ταμείο Συνοχής, θα πρέπει να ισχύουν και σε άλλες γραμμές του προϋπολογισμού και ιδιαίτερα στην Κοινή Αγροτική Πολιτική·

Επιστροφές κατά την εξαγωγή

–  επισημαίνει το γεγονός ότι οι δαπάνες για τις επιστροφές κατά την εξαγωγή αυξήθηκαν από 5.695 εκατ. ευρώ το 1980 (50,3% του προϋπολογισμού του ΕΓΤΠΕ Τμήμα Εγγυήσεων(22)) σε 10.159 εκατ. ευρώ το 1993 (29% του προϋπολογισμού του ΕΓΤΠΕ Τμήμα Εγγυήσεων) και, εν συνεχεία, μειώθηκαν πάλι στα 5.646 εκατ. ευρώ (14 % του προϋπολογισμού του ΕΓΤΠΕ Τμήμα Εγγυήσεων) το 2000(23)· επισημαίνει, ωστόσο, τη σχετικότητα των αριθμητικών αυτών στοιχείων λόγω της εξέλιξης της ισοτιμίας του δολαρίου·

   επισημαίνει ότι το σύστημα επιστροφών κατά την εξαγωγή εξακολουθεί να είναι σημαντικό για την κοινή γεωργική πολιτική και ότι έχει βαρύνουσες –μολονότι όχι σαφείς– επιπτώσεις στην αγορά αγροτικών προϊόντων και ειδών διατροφής στην ΕΕ και στις αγορές των τρίτων χωρών·
   επισημαίνει ότι, σύμφωνα με την Επιτροπή, η σταδιακή κατάργηση του συστήματος επιστροφών κατά την εξαγωγή εξαρτάται από τις επικείμενες διαπραγματεύσεις του ΠΟΕ· καλεί, στο μεταξύ, την Επιτροπή να καταβάλει ριζικές προσπάθειες για την απλοποίηση της νομοθεσίας και των διαδικασιών, για μεγαλύτερη διαφάνεια·
   επισημαίνει ότι από το 1990 το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει εκπονήσει οκτώ ειδικές εκθέσεις που άμεσα ή έμμεσα αναφέρονται στον έλεγχο των επιστροφών κατά την εξαγωγή, γεγονός που αποδεικνύει ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο θεωρεί ότι ο τομέας αυτός χρήζει προσεκτικής παρακολούθησης· επίσης, το Ελεγκτικό Συνέδριο, στην ειδική έκθεσή του 2/1990, ανέφερε ότι οι επιστροφές κατά την εξαγωγή αποτελούν τομέα υψηλού κινδύνου λόγω της πολυπλοκότητας της νομοθεσίας που το διέπει και του ύψους των ποσών που μπορούν να εμπλακούν σε μεμονωμένες πράξεις" (σημείο 3.5)·
   εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η Επιτροπή, επί πολλών θεμάτων, δεν υιοθέτησε τις παλαιότερες συστάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου όσον αφορά τους φυσικούς ελέγχους των γεωργικών προϊόντων που ενέχουν επιστροφές κατά την εξαγωγή (ετήσια έκθεση 2000, σημείο 2.104),
   ζητεί από την Επιτροπή -υπό το πρίσμα των διαπιστώσεων του ελέγχου στην ειδική έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου 7/2001- να εξετάσει την ενδεχόμενη ενίσχυση οι κανονισμοί (EOK) αριθ. 4045/89(24) και (ΕΟΚ) αριθ. 386/90(25)·
   υπενθυμίζει τη θέση του στο ψήφισμά του της 13ης Νοεμβρίου 2001(26) σχετικά με την προστασία των ζώων κατά τη μεταφορά όσον αφορά τις επανειλημμένες παραβάσεις των οδηγιών για τη μεταχείριση των ζώων κατά τη μεταφορά και τις ακατάλληλες μεθόδους εποπτείας των κρατών μελών· εμμένει στην άποψη ότι η Επιτροπή πρέπει να διεξάγει συστηματικούς ελέγχους για την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας περί μεταχείρισης των ζώων στα κράτη μέλη και ζητεί τη σταδιακή κατάργηση των επιστροφών κατά την εξαγωγή για ζώα που προορίζονται για σφαγή το συντομότερο δυνατόν·
   καλεί την Επιτροπή να εφαρμόσει στις επιστροφές κατά την εξαγωγή την ίδια πολιτική διαφάνειας που εφαρμόζεται ήδη σε άλλους τομείς, όπως της επιστήμης και της τεχνολογίας, δημοσιοποιώντας, σε ηλεκτρονική μορφή, τα ονόματα όλων των επιχειρήσεων και τα ποσά που λαμβάνουν από αυτό το πρόγραμμα·
   ευθυγραμμιζόμενο με τις ανωτέρω σκέψεις καθώς και με το σημείο 24 της έκθεσης αυτής, ζητεί από την Επιτροπή να αναλάβει συνολική αξιολόγηση εναλλακτικών μέσων για τις επιστροφές κατά τις εξαγωγές, ικανών να επιτύχουν με πιο αποτελεσματικό τρόπο τους στόχους πολιτικής που ορίζονται από τη Συνθήκη παράλληλα με την εκπλήρωση των δεσμεύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα πλαίσια των ρυθμίσεων του ΠΟΕ·
   χαιρετίζει το γεγονός ότι η Επιτροπή, μετά την ειδική έκθεση 7/2001 του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τις συζητήσεις στην Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού στο πλαίσιο της διαδικασίας χορήγησης απαλλαγής για το 2000, υπέβαλε ένα σχέδιο δράσης που προέβλεπε:
  1) τροποποίηση του κανονισμού της Επιτροπής (EΚ) 800/1999(27) πριν από τα τέλη του πρώτου εξαμήνου του 2002, με βάση τους κάτωθι άξονες:
   α) όταν αναστέλλεται η άδεια μιας εποπτικής εταιρείας, η αναστολή της άδειας εφαρμόζεται και στις άλλες εταιρείες του ίδιου ομίλου σε όλα τα κράτη μέλη, μέχρις ότου ολοκληρωθούν οι αναγκαίες έρευνες σε κάθε εταιρεία,
   β) τα κράτη μέλη μεριμνούν για την επιβολή ουσιαστικών κυρώσεων σε περίπτωση έκδοσης από εταιρείες εποπτείας παράνομων πιστοποιητικών άφιξης,
   γ) οι διατάξεις του εγγράφου εργασίας VI/2705 της Επιτροπής της 26.10.1999, σχετικά με τους κανόνες έγκρισης των εποπτικών φορέων, πρέπει να ενσωματωθούν στην οριζόντια νομοθεσία,
   δ) κανόνες που πρέπει να τηρούνται από τις πρεσβείες των κρατών μελών κατά την έκδοση πιστοποιητικών εκφόρτωσης,
   ε) διπλασιασμός των ελάχιστων ορίων μέχρι τα οποία απαλλάσσονται τα μικρά ποσά επιστροφών από την επίδειξη αποδεικτικού εισαγωγής·
   2) συμπερίληψη των επισκέψεων ελέγχου στις σημαντικότερες εταιρείες εποπτείας, στην έρευνα σχετικά με τις διαφοροποιημένες επιστροφές πριν από τα τέλη του 2002,
   3) δημιουργία καταλόγου των τελωνειακών εντύπων και σφραγίδων που χρησιμοποιούν ορισμένες τρίτες χώρες εντός του προσεχούς ενάμιση χρόνου,
   4) επίσκεψη στις μεταφορικές εταιρείες προκειμένου να αξιολογηθεί η δυνατότητα αξιοποίησης των βάσεων δεδομένων για τις κινήσεις των εμπορευματοκιβωτίων για λόγους ελέγχου, πριν από τα τέλη του 2002·
   διατυπώνει τις κάτωθι παρατηρήσεις όσον αφορά το σχέδιο δράσης:
  

όσον αφορά το 1β) είναι της γνώμης ότι η Επιτροπή πρέπει να προβλέψει την επιβολή κυρώσεων και να εξασφαλίσει μέσω συστηματικών ελέγχων ότι τα κράτη μέλη θα τις επιβάλλουν,

  

όσον αφορά το 1ε) συμφωνεί ότι, υπό τις σημερινές συνθήκες, η Επιτροπή εν μέρει μόνο ανταποκρίνεται στη σύσταση του Ελεγκτικού Συνεδρίου σύμφωνα με την οποία οι αποδείξεις αφίξεως πρέπει να ζητούνται μόνον σε περιπτώσεις που υπάρχουν αμφιβολίες ή σε περιπτώσεις προορισμών υψηλού κινδύνου· παρόλ' αυτά, πιστεύει ότι η Επιτροπή πρέπει να διερευνήσει με σοβαρότητα τρόπους βελτίωσης του σημερινού συστήματος, το οποίο ασφαλώς κάθε άλλο παρά ικανοποιητικό είναι·

  

όσον αφορά το 3) θα επιθυμούσε την παροχή πληρέστερης ενημέρωσης επί του μέτρου αυτού, συμπεριλαμβανομένης και μιας ανάλυσης κόστους – οφέλους, δεδομένου ότι υπάρχει ανάγκη διαρκούς ενημέρωσης του καταλόγου αυτού·

   εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι το σχέδιο δράσης δεν λαμβάνει υπόψη τις συστάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου σε σχέση με τις κάτωθι πτυχές:
  

τα έγγραφα μεταφοράς και τα εμπορικά τιμολόγια πρέπει να υποβάλλονται στις υπηρεσίες πληρωμής για όλες τις αιτήσεις που υπερβαίνουν το κατώτατο όριο,

  

πρέπει να ενισχυθούν οι εκ των υστέρων έλεγχοι όσον αφορά τη διάθεση στην αγορά,

  

δεν πρέπει να καταβάλλονται επιστροφές για προϊόντα που υπόκεινται σε μειωμένους εισαγωγικούς δασμούς σε τρίτες χώρες, καθόσον αυτό ενέχει τον κίνδυνο δημιουργίας φαύλου κύκλου·

59.  ζητεί από την Επιτροπή να εξασφαλίσει ότι ο υπολογισμός των ποσοστών εξαγωγών για την πατάτα και το άμυλο των σιτηρών θα ακολουθήσει προβλέψιμα και διαφανή κριτήρια, όπως συνιστάται στο σημείο 40α) της ειδικής έκθεσης αριθ. 8/2001 του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου·

60.  λαμβάνει πλήρως υπόψη του όλα τα μέτρα που ανήγγειλε η Επιτροπή στην απάντησή της στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού για τη δημοσίευση δεδομένων όσον αφορά τη συγκέντρωση κεφαλαίων της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής ανά αγρότη και/ή ανά μονάδα εκμετάλλευσης, και ζητεί από την Επιτροπή να αρχίσει να υποβάλλει αυτά τα δεδομένα το συντομότερο δυνατό·

61.  επισημαίνει ότι, σύμφωνα με το σημείο 2.145 της ετήσιας έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η πρόσφατη μεταρρύθμιση του τομέα νωπών οπωροκηπευτικών συγκέντρωσε κοινοτικά κεφάλαια στις πλέον ανεπτυγμένες χώρες και περιοχές·

62.  επισημαίνει ότι ορισμένοι κανόνες δεν προϋποθέτουν ούτε διακρίβωση ούτε κυρώσεις, γεγονός που ενδέχεται να ενθαρρύνει τη διάπραξη απατών ή απλώς ενέχει σοβαρούς κινδύνους για τη δημόσια υγεία·

63.  ζητεί, επί παραδείγματι, όσον αφορά τις ΚΟΑ πρόβειου και αίγειου κρέατος, να θεσπιστεί υποχρεωτικό σύστημα ηλεκτρονικής ταυτότητας των ζώων, προκειμένου να υπάρξει δυνατότητα συλλογής πληροφοριών σχετικά με τις πριμοδοτήσεις και την διακρίβωσή τους·

64.  ζητεί, όσον αφορά το καθεστώς των γαλακτοκομικών ποσοστώσεων, την εναρμονισμένη εφαρμογή των κανόνων σχετικά με τις κυρώσεις για τους γαλακτοπαραγωγούς που δεν συμμορφώνονται προς τις γαλακτοκομικές ποσοστώσεις, οι οποίες 17 χρόνια μετά την καθιέρωσή τους, εξακολουθούν να μην εφαρμόζονται σωστά σε όλα τα κράτη μέλη (βλέπε ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου- παράγραφος 2.193)· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η Ιταλία έχει καταβάλει την συμπληρωματική εισφορά για την παραβίαση των γαλακτοκομικών ποσοστώσεων, εκ μέρους των αγροτών της, στρεβλώνοντας με τον τρόπο αυτό τον ανταγωνισμό στην Ένωση·

65.  ζητεί, όσον αφορά την εκ μέρους των κρατών μελών εφαρμογή της νομοθεσίας για τη ΣΕΒ (βλέπε ειδική έκθεση 14/2001 του Ελεγκτικού Συνεδρίου), και τα μέτρα που αφορούν την πρόληψη του αφθώδους πυρετού, να θεσπιστούν διαδικασίες για την επιβολή οικονομικών αποζημιώσεων ή προστίμων και κυρώσεων όσον αφορά τις κτηνιατρικές δαπάνες ή τα συναφή με την αγορά μέτρα που χρηματοδοτεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των κρατών μελών στην κτηνιατρική νομοθεσία·

66.  ζητεί από την Επιτροπή να εξετάσει κατά πόσο χρειάζεται να διαθέτει πρόσθετες εξουσίες για ειδικές έκτακτες καταστάσεις όπου τίθεται σε κίνδυνο η ζωή των ανθρώπων και των ζώων·

67.  επισημαίνει ότι ορισμένοι κανόνες είχαν ανεπιθύμητα αποτελέσματα και ότι η Επιτροπή καθυστέρησε να απαντήσει στις προειδοποιήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, και αναφέρει, σε σχέση με αυτό, την ενίσχυση για την καλλιέργεια υφαντικού λινού, για το οποίο το Ελεγκτικό Συνέδριο συνιστούσε ήδη από το 1992(28) στην Επιτροπή να αποφύγει να ενθαρρύνει περαιτέρω την παραγωγή, καθόσον σημειωνόταν ήδη πλεονασματική παραγωγή για την οποία δεν θα ήταν δυνατόν να εξευρεθεί αγοραστής(29)· εκφράζει τη λύπη του για τον τρόπο και τον χρόνο που χρειάστηκαν η Επιτροπή και τα κράτη μέλη να αντιδράσουν στη κατάσταση· επισημαίνει ότι το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο εμπόδισαν σε ορισμένες περιπτώσεις προτάσεις της Επιτροπής για τη βελτίωση της νομοθεσίας της ΚΑΠ ·

68.  καταδικάζει τους κανόνες που οδηγούν στο "κυνήγι των επιδοτήσεων", με ακούσιες ολέθριες συνέπειες για τον κοινοτικό προϋπολογισμό· πιέζει και πάλι, όπως το είχε πράξει στο ψήφισμά του της 19ης Ιανουαρίου 2000(30) σχετικά με τη διαδικασία απαλλαγής για το οικονομικό έτος 1997 (βλέπε A5-0004/2000), για συστηματική και προσεκτική παρακολούθηση της εφαρμογής των συστάσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου·

69.  ζητεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο να εκτιμήσει μέχρι ποίου σημείου το σύστημα των εμπορικών προτιμήσεων αποτελεί πηγή παρατυπιών που έχουν αρνητικές επιπτώσεις στους κοινοτικούς πόρους (βλέπε απόφαση επί της υπόθεσης των τηλεοπτικών συσκευών από την Τουρκία), και καλεί την Επιτροπή να προωθήσει το συντομότερο δυνατόν εναλλακτικές προτάσεις στο παρόν σύστημα·

70.  εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι το λαθρεμπόριο νοθευμένου βουτύρου, που οργανώθηκε από επαγγελματίες κακοποιούς, θα μπορούσε να προξενήσει κινδύνους για την υγεία και να προξενήσει ζημίες στον προϋπολογισμό· ζητεί να επιβληθούν οι δέουσες κυρώσεις στους υπεύθυνους για τη νοθεία και τις ενεχόμενες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και όλα τα στοιχεία της εν λόγω υπόθεσης να διαβιβαστούν το συντομότερο δυνατόν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο· εκφράζει τη λύπη για το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν προειδοποίησε τους καταναλωτές σχετικά με τους ενδεχόμενους κινδύνους για την υγεία, όταν η υπόθεση δημοσιοποιήθηκε τον Ιούλιο του 2000· αναμένει ότι η Επιτροπή θα δίδει στο μέλλον προτεραιότητα στις ανησυχίες για τη δημόσια υγεία έναντι οποιασδήποτε έρευνας· επισημαίνει ότι, σχεδόν δύο χρόνια μετά τη δημοσιοποίηση του σκανδάλου από την OLAF, δεν έχουν ακόμη πραγματοποιηθεί κοινοτικές δημοσιονομικές διορθώσεις οποιασδήποτε μορφής κατά την υπευθύνων εταιρειών που εμπλέκονται στην υπόθεση αυτή, γεγονός που έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε οποιαδήποτε παραβίαση πολύ μικρότερης βαρύτητας (όπως η παραγωγή γάλακτος που υπερβαίνει τις κατανεμηθείσες γαλακτοκομικές ποσοστώσεις)·

   θεωρεί ότι η παρούσα κατάσταση είναι αντίθετη με τις αρχές της ισότιμης προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, και ζητεί από την Επιτροπή να εξασφαλίσει ότι οι αξιόποινες πράξεις δεν θα τυγχάνουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης από τα διοικητικά παραπτώματα·
   ζητεί από την Επιτροπή να ελέγξει εκ του σύνεγγυς την υπόθεση αυτή, και να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με όλες τις μείζονες εξελίξεις·

71.  επισημαίνει ότι ο εντοπισμός των παρατυπιών ή της απάτης εμπίπτει στην ευθύνη των κρατών μελών (τα οποία υποχρεούνται να τις κοινοποιούν στην Επιτροπή), των υπηρεσιών της Επιτροπής, της Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αλλά ότι, όπως αναφέρει και η ειδική έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου 10/2001, τα κράτη μέλη επ' ουδενί ανταποκρίνονται στην υποχρέωση λεπτομερούς κοινοποίησης των περιπτώσεων παρατυπίας που αφορούν τα διαρθρωτικά ταμεία και ότι τα πραγματικά στοιχεία είναι πιθανόν να είναι ακόμη υψηλότερα·

72.  καλεί την Επιτροπή να αξιολογήσει και να αναθεωρήσει το υφιστάμενο καθεστώς εισαγωγών αγροτικών προϊόντων σε τιμές κατώτερες της ΕΕ από τρίτες χώρες, οι οποίες τυγχάνουν επεξεργασίας στην ΕΕ και επανεξάγονται στις τρίτες χώρες·

73.  καλεί τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των περιφερειακών διοικήσεων, να ευαισθητοποιηθούν περισσότερο όσον αφορά τη δράση για την καταπολέμηση των παρατυπιών, δεδομένου ότι, ιδίως στον τομέα των διαρθρωτικών μέτρων, η επίδειξη αμέλειας ή παρατυπιών όσον αφορά τη χρήση των πιστώσεων του κοινοτικού προϋπολογισμού συνοδεύεται από παρόμοια αμέλεια ή παρατυπίες στη χρήση των πόρων που διατίθενται ως συγχρηματοδότηση από τους εθνικούς προϋπολογισμούς·

74.  ζητεί από την Επιτροπή να επιβάλει στην πράξη οικονομικές επανορθώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 448/2001(31) της Επιτροπής όσον αφορά τα διαρθρωτικά μέσα στα οποία σημειώθηκαν παρατυπίες·

75.  λαμβάνει γνώση των στοιχείων που διαβιβάστηκαν, μετά από αίτησή του, από την Επιτροπή, όσον αφορά τον αριθμό των παρατυπιών ανά κράτος μέλος και το ποσό ανάκτησης για τα διαρθρωτικά κονδύλια από την έναρξη εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1681/94(32) της Επιτροπής, λαμβάνει γνώση των σοβαρών ποσών που οφείλουν ορισμένα κράτη μέλη (Ιταλία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία), και επιθυμεί να ενημερωθεί για τους λόγους της χαμηλής ανάκτησης από τις χώρες αυτές·

Επανορθώσεις

76.  συνιστά και πάλι όσον αφορά την εκκαθάριση των λογαριασμών (ΕΓΤΠΕ), (βλέπε το προαναφερθέν ψήφισμα του Κοινοβουλίου της 4ης Απριλίου 2001 όσον αφορά την απαλλαγή 1999) τη βελτίωση της διαδικασίας, ιδίως με την αύξηση των οικονομικών επανορθώσεων από πλευράς των κρατών μελών στα οποία παρατηρούνται επανειλημμένως αδυναμίες στο σύστημα ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων των καθυστερήσεων όσον αφορά τη σύσταση Ολοκληρωμένου Συστήματος Διαχείρισης και Ελέγχου (ΟΣΔΕ), και με την παράταση της προθεσμίας για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τη συμμόρφωση από 24 σε 36 μήνες, όπως έχει ήδη προταθεί στο προαναφερθέν ψήφισμα σχετικά με τη διαδικασία απαλλαγής για το 1999· ζητεί από την Επιτροπή να προτείνει τις απαραίτητες προτάσεις·

77.  ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει προτάσεις πριν από την επόμενη διαδικασία απαλλαγής, ώστε να προβλέπεται η επιβολή κατάλληλων κυρώσεων στις περιπτώσεις όπου οι αρμόδιες για τις πληρωμές υπηρεσίες στα κράτη μέλη δεν εφαρμόζουν τα κριτήρια (όπως μείωση των προκαταβολών ή οικονομικές επανορθώσεις)·

78.  διερωτάται και πάλι κατά πόσον το ισχύον σύστημα οικονομικών επανορθώσεων αρκεί για να ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να καταπολεμούν την απάτη και τις παρατυπίες· καλεί εκ νέου την Επιτροπή να προτείνει απλοποίηση της διαδικασίας που εφαρμόζεται για τις παραβάσεις, έτσι ώστε να επιτρέπει την καταβολή από το κράτος μέλος ενός κατ' αποκοπή ποσού ή χρηματικού προστίμου, με βάση απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, εάν η Επιτροπή θεωρήσει ότι το κράτος μέλος δεν εκπλήρωσε υποχρέωση που απορρέει από τη Συνθήκη (άρθρο 228)·

79.  ζητεί από την Επιτροπή να ενημερώνει καλύτερα το Κοινοβούλιο σχετικά με την πρόοδο όσον αφορά την αποτελεσματικότερη διαχείριση της ανάκτησης αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών (δράση αριθ. 96 της εσωτερικής μεταρρύθμισης της Επιτροπής)· εκφράζει εκ νέου τη λύπη του (βλ. το προαναφερθέν ψήφισμα της 28ης Φεβρουαρίου 2002) για το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν ακολούθησε τη σύσταση του Κοινοβουλίου και καθιέρωσε απαίτηση για την κίνηση διαδικασίας ανάκτησης εντός τριών μηνών από την παραλαβή, από το Ελεγκτικό Συνέδριο, λεπτομερών στοιχείων σχετικά με για τις παρατυπίες·

80.  συγχαίρει την Επιτροπή για τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στην παραίτηση από την είσπραξη χρεών· εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι οι κατευθυντήριες γραμμές καθιερώνουν σαφείς και διαφανείς διαδικασίες για τη διαγραφή χρεών σύμφωνα με τις επιθυμίες του Κοινοβουλίου·

81.  ζητεί, ευθύς ως ληφθεί η απόφαση της Επιτροπής, να ενημερώσει η Επιτροπή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τη βάση υπολογισμού των οικονομικών επανορθώσεων που εφαρμόστηκε αφενός στην περίπτωση των Κάτω Χωρών, στο πλαίσιο του ΕΚΤ, και, αφετέρου, στην Ισπανία για την υπόθεση του λίνου·

82.  αναμένει ότι οι διαδικασίες λήψης απόφασης της Επιτροπής όσον αφορά δημοσιονομικές επανορθώσεις θα είναι ανοικτές και διαφανείς· υπενθυμίζει το άρθρο 213 της Συνθήκης, το οποίο αναφέρει ότι τα μέλη της Επιτροπής "ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη ανεξαρτησία" και "απέχουν από κάθε πράξη ασυμβίβαστη προς το χαρακτήρα των καθηκόντων τους"· υπενθυμίζει τον Κώδικα Συμπεριφοράς των Επιτρόπων, ο οποίος αναφέρει ότι η εξάλειψη κάθε κινδύνου σύγκρουσης συμφερόντων βοηθεί τους Επιτρόπους να διασφαλίσουν την ανεξαρτησία τους· επισημαίνει ότι σύμφωνα με τον Κώδικα Συμπεριφοράς, ο ρόλος των ιδιαίτερων γραφείων των Επιτρόπων είναι να λειτουργούν όπου χρειάζεται ως σύνδεσμοι μεταξύ των Επιτρόπων και των υπηρεσιών του τομέα ευθύνης τους, χωρίς όμως να παρεμβαίνουν στη διαχείριση των τελευταίων· αναμένει ότι οι Επίτροποι και τα ιδιαίτερα γραφεία τους θα συνεχίσουν να τηρούν τους κανόνες αυτούς· υπενθυμίζει στην Επιτροπή τη δέσμευσή της να αναφέρεται λεπτομερώς για οποιαδήποτε συγκεκριμένη οικονομική επανόρθωση καθώς και για τις επακόλουθες διαδικασίες, εφόσον της ζητηθεί από το Κοινοβούλιο·

Όσον αφορά την Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης

83.  επισημαίνει τα όρια της δραστηριότητας της OLAF, όπως ορίζονται στην ετήσια έκθεση (Κεφάλαιο III, σημείο 3.2) για την Επιτροπή Εποπτείας της OLAF, δεδομένου ότι η εν λόγω υπηρεσία δεν ήταν σε θέση να παράσχει ακριβή στοιχεία σχετικά με τη δράση που ανελήφθη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές στις διάφορες υποθέσεις αρμοδιότητάς της όσον αφορά την επιβολή οιωνδήποτε διοικητικών ή ποινικών κυρώσεων ή την ανάκτηση κονδυλίων· επισημαίνει επίσης τα όρια του πεδίου δράσης της, (π.χ. οι τομείς του ΦΠΑ που επισημαίνει το Ελεγκτικό Συνέδριο - σημείο 1.90 της ετήσιας έκθεσης "ένα επί πλέον στοιχείο που ενδέχεται να αυξήσει τον κίνδυνο διάπραξης απάτης είναι η έλλειψη σαφούς βάσης όσον αφορά τον διεθνή συντονισμό για τις έρευνες σε θέματα ΦΠΑ από την OLAF/Επιτροπή")·

84.  επισημαίνει με ανησυχία τη διαπίστωση που περιλαμβάνει η έκθεση της Επιτροπής Εποπτείας (Κεφάλαιο IV, σημείο 3.1.1) ότι μολονότι μεγάλο μέρος των υποθέσεων των οποίων επιλαμβάνεται η OLAF περιλαμβάνουν στοιχεία που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο, η Υπηρεσία σε ελάχιστες περιπτώσεις διεβίβασε στις αρμόδιες εθνικές δικαστικές αρχές εκθέσεις ή πληροφορίες·

85.  ζητεί να ενημερωθεί σχετικά με τον ακριβή ρόλο της OLAF όσον αφορά την ασφάλεια που παρέχει η νομοθεσία έναντι της απάτης·

86.  ανησυχεί έντονα για τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999(33) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με μις έρευνες της OLAF όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των οργάνων και υπηρεσιών της Ένωσης·

87.  πιστεύει ότι είναι επιτακτική ανάγκη, η προαναφερθείσα αναθεώρηση του κανονισμού να αντιμετωπίσει επίσης τα θέματα της αναγνώρισης, από πλευράς των εθνικών αρχών, των ερευνών που διενεργεί η OLAF, και της συνέχειας που πρέπει να δίνεται στις έρευνες αυτές·

88.  εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η θέσπιση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (βλέπε COM(2000) 608), δεν υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας τον Δεκέμβριο του 2000· χαιρετίζει θερμά την Πράσινη Βίβλο που υπεβλήθη τον Δεκέμβριο του 2001 (CΟΜ(2001) 715), όπως είχε ζητήσει επανειλημμένως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και πιστεύει ότι η σύσταση Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας έχει ζωτική σημασία για την αποτελεσματική καταπολέμηση της απάτης που διαπράττεται σε βάρος του κοινοτικού προϋπολογισμού· ζητεί να συμπεριληφθεί η σύσταση Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στο πλαίσιο της Συνέλευσης, προκειμένου να κατοχυρωθεί στη Συνθήκη σε εύλογο χρόνο πριν από τη διεύρυνση·

89.  ζητεί να ενημερωθεί πλήρως και καταλλήλως για τις εξελίξεις όσον αφορά τις υποθέσεις "παράνομο εμπόριο προϊόντων με βάση το βούτυρο", "Ευρωπαϊκό Φόρουμ Μεταναστών", "ΕΚΤ ", "Berlaymont", "ACEAL" και "IRELA"· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι τα αποτελέσματα της εσωτερικής έρευνας της OLAF για την πιθανή επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων σε σχέση με το IRELA δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί·

Διεύρυνση

90.  πιστεύει ότι η καταπολέμηση της απάτης και η αποτελεσματική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας πρέπει να αποτελέσουν κορυφαίες προτεραιότητες στις υποψήφιες χώρες, και καλεί την Επιτροπή να καταβάλει ιδιαίτερες προσπάθειες ώστε να εξασφαλίσει ότι, πριν την ένταξη, όλες οι υποψήφιες χώρες θα έχουν θεσπίσει πραγματικά συστήματα απόδοσης λογαριασμών και λογιστικού και γενικού ελέγχου σύμφωνα με τις προδιαγραφές της ΕΕ, στους τομείς που λαμβάνουν χρηματοδοτική ενίσχυση από την ΕΕ, και ιδιαίτερα στις περιπτώσεις από κοινού διαχείρισης των κοινοτικών πιστώσεων· εμμένει ότι οι ετήσιες εκθέσεις προόδου κάθε χώρας πρέπει να περιλαμβάνουν σαφείς και λεπτομερείς πληροφορίες όσον αφορά την εκτέλεση της χρηματοδοτικής προενταξιακής βοήθειας, τα μέτρα που έχουν ληφθεί προς παρακολούθησή της, την έκβαση των λογιστικών και επιτόπιων ελέγχων και το Κεφάλαιο 28 (δημοσιονομικός έλεγχος)· παρατηρεί σχετικά, πόσο σημαντική είναι η ενισχυμένη οικονομική και τεχνική συνδρομή της ΕΕ για τη βελτίωση του διοικητικού δυναμικού των υποψηφίων χωρών·

91.  εκφράζει την έντονη ανησυχία του για την περιορισμένη πρόοδο που σημειώθηκε στον τομέα της μηχανοργάνωσης της Κοινότητας στο διαμετακομιστικό σύστημα από την εποχή που συνεστήθη ή εξεταστική επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου· αναμένει από την Επιτροπή να προτείνει συγκεκριμένες προτάσεις βελτίωσης, στο πλαίσιο της συνέχειας που θα δοθεί στην απαλλαγή του 2000· ζητεί να ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα πριν από την ένταξη οιασδήποτε υποψήφιας χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και καλεί την Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού να εξετάσει κατεπειγόντως την κατάσταση, επισημαίνει δε τη σύσταση της εξεταστικής επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Μαρτίου 1997 σχετικά με το σύστημα κοινοτικής διαμετακόμισης·

Συμμετοχή του Κοινοβουλίου

92.  αναθέτει ήδη σήμερα στον Πρόεδρό του να υπερασπίσει τα δικαιώματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σε περίπτωση που το Συμβούλιο συμπεριλάβει στο νέο Δημοσιονομικό Κανονισμό διατάξεις που θέτουν με οιονδήποτε τρόπο υπό όρους το δικαίωμα πρόσβασης του Κοινοβουλίου σε πληροφορίες, σύμφωνα με το άρθρο 276 της Συνθήκης ΕΚ, περιορίζοντας με αυτόν τον τρόπο τις ελεγκτικές του αρμοδιότητες·

Τομείς δαπανών
Τομeας Δικαιοσyνης και Εσωτερικων Υποθεσεων (ΔΕΥ)

93.  α) ζητεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο να αναγνωρίσει ρητώς, στην απογραφή που διενεργεί, τις δράσεις εσωτερικής πολιτικής, τον τίτλο Β5-8 σχετικά με τον Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης και να του αποδώσει τη δέουσα προσοχή·

   β) διαπιστώνει ότι το ποσοστό εκτέλεσης του προϋπολογισμού 2000 για τον τίτλο Β5-8 σχετικά με τον Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, που αναλύθηκε λαμβάνοντας υπόψη τα αντικειμενικά στοιχεία που καθυστέρησαν την εφαρμογή ορισμένων δράσεων και την απουσία επείγουσας κατάστασης, είναι απλώς και μόνον αποδεκτό·
   γ) λαμβάνει γνώση με ικανοποίηση της σημαντικής αύξησης του αριθμού των λογιστικών ελέγχων που διενήργησε η Επιτροπή επί των συμβάσεων που διαχειρίζεται η ΓΔ Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων·
   δ) διαπιστώνει ότι στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων τα προς ανάκτηση ποσά ή οι μειώσεις των καταβλητέων ποσών συνεπεία των εσωτερικών ελέγχων ανέρχονται σε πάνω από 10% της συνολικής αξίας των συμβάσεων που ελέγχθηκαν, ενώ το μέσο ποσοστό για το σύνολο των ελέγχων που διενήργησε η Επιτροπή είναι της τάξεως του 2%·
   ε) ζητεί από την Επιτροπή να εντείνει τις προσπάθειές της, εάν χρειασθεί μέσω συμβατικών κυρώσεων, με σκοπό την καταπολέμηση της καταχρηστικής χρησιμοποίησης των επιχορηγήσεων και/ή της υπερτιμημένης δήλωσης πραγματικών εξόδων·
   στ) σημειώνει με ικανοποίηση ότι στο πλαίσιο της έκθεσής του για τις οικονομικές καταστάσεις του Ευρωπαϊκού Κέντρου Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας (OEDT) για το οικονομικό έτος 2000, το Ελεγκτικό Συνέδριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ετήσιοι λογαριασμοί είναι αξιόπιστοι και ότι οι σχετικές πράξεις, στο σύνολό τους, είναι νόμιμες και κανονικές·
  ζ) ζητεί από τα αρμόδια όργανα της διαχείρισης του OEDT να δώσουν συνέχεια στις ειδικές παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ιδιαίτερα όσον αφορά:
   τη λογιστική διαχείριση των ακινητοποιήσεων και την τήρηση βιβλίου απογραφής·
   την τήρηση φακέλων προσωπικού: περιγραφή καθηκόντων, δελτίο σταδιοδρομίας, βαθμολογία και ενημέρωση του προσωπικού·
   η) σημειώνει με ικανοποίηση ότι στο πλαίσιο της έκθεσής του για τις οικονομικές καταστάσεις του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου των φαινομένων ρατσισμού και ξενοφοβίας για το οικονομικό έτος 2000, το Ελεγκτικό Συνέδριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ετήσιοι λογαριασμοί είναι αξιόπιστοι και ότι οι σχετικές πράξεις, στο σύνολό τους, είναι νόμιμες και κανονικές· το συμπέρασμα αυτό πιστοποιεί τις σοβαρές προσπάθειες που κατεβλήθησαν από το Παρατηρητήριο το 2000 για τη βελτίωση του συστήματος εσωτερικού ελέγχου·
  θ) ζητεί από τα αρμόδια όργανα της διαχείρισης του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου των φαινομένων ρατσισμού και ξενοφοβίας να δώσουν συνέχεια στις ειδικές παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ιδιαίτερα όσον αφορά:
   τη λογιστική διαχείριση των ακινητοποιήσεων και την τήρηση βιβλίου απογραφής και τον έλεγχο των εισπράξεων·
   τη συστηματική προσέγγιση μεταξύ των δεδομένων της λογιστικής του προϋπολογισμού και της γενικής λογιστικής με σκοπό να εξασφαλισθεί καλύτερη παρακολούθηση της δημοσιονομικής διαχείρισης κατά τη διάρκεια του έτους·

94.  θεωρεί ότι το χαμηλό ποσοστό εκτέλεσης των πιστώσεων της θέσης Β5-503 δικαιολογείται κυρίως από τις αυστηρές απαιτήσεις της πρόσκλησης για την υποβολή προτάσεων· είναι της γνώμης ότι το κριτήριο της διεθνικότητας ως προϋπόθεση για την επιλεξιμότητα δεν πρέπει σε γενικές γραμμές να υπερβαίνει την υποχρέωση ύπαρξης διεθνικής εταιρικής σχέσης με εταίρους από τρίτα κράτη μέλη·

Επικουρικα όργανα

95.  α) θεωρεί ότι η αποτελεσματική εκτίμηση των χρηματοδοτικών αναγκών των επικουρικών οργάνων στο πλαίσιο της διαδικασίας του προϋπολογισμού και ο έλεγχος των χρηματοδοτικών δράσεών τους στο πλαίσιο της διαδικασίας απαλλαγής απαιτούν τη στενή συνεργασία μεταξύ των ενδιαφερομένων επιτροπών·

   β) χαιρετίζει στο σημείο αυτό τον ορισμό μόνιμου εισηγητή για τα επικουρικά όργανα στο πλαίσιο της αρμόδιας επιτροπής για θέματα προϋπολογισμού και συνιστά την επανεξέταση των κατευθυντήριων γραμμών που αφορούν τη συνεργασία μεταξύ των επιτροπών που ασχολούνται με τους ειδικευμένους οργανισμούς·
  γ) θεωρεί ότι η αναθεώρηση των κατευθυντήριων γραμμών πρέπει να επικεντρώνεται στα ακόλουθα σημεία:
   εξασφάλιση κατάλληλων μηχανισμών ελέγχου στις ειδικευμένες επιτροπές,
   εξασφάλιση της διαφάνειας στο πλαίσιο της διαδικασίας του προϋπολογισμού,
   ενίσχυση των υποχρεώσεων αμοιβαίας πληροφόρησης,
   σαφής οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων μεταξύ των ενδιαφερόμενων επιτροπών,

Πρόγραμμα "Δάφνη"

96.  καλεί την Επιτροπή να εκπονήσει, χωρίς χρονοτριβή, έκθεση αξιολόγησης του προγράμματος Δάφνη, όπως ορίζεται στην απόφαση αριθ. 293/2000/ΕΚ του Συμβουλίου(34)· καλεί την Επιτροπή να περιλάβει στην έκθεσή της τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τις κοινοτικές χρηματοδοτήσεις στα διάφορα πεδία δράσης που περιλάμβανε το πρόγραμμα αυτό· καλεί την Επιτροπή να εξηγήσει, ιδιαίτερα, τη χαμηλή χρησιμοποίηση των πιστώσεων πληρωμών κατά το οικονομικό έτος 2000·

Διευρωπαϊκά δίκτυα μεταφορών

97.  επισημαίνει ότι το ποσοστό εκτέλεσης του προϋπολογισμού του 2000 όσον αφορά τα κονδύλια για τα διευρωπαϊκά δίκτυα είναι ικανοποιητικό· συνιστά περαιτέρω μείωση του αριθμού των σχεδίων με επικέντρωση στα σχέδια που αφορούν τομείς όπου παρατηρείται σημαντική συμφόρηση στα ΔΕΔ μεταφορών έτσι ώστε να υπάρξει ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία δυνάμενη να διαπιστωθεί αμέσως·

Συνεργασία

98.  α) διαπιστώνει ότι η μείωση της φτώχειας αποτελεί θεμελιώδη στόχο της κοινοτικής αναπτυξιακής πολιτικής και για την επίτευξή του είναι αναγκαία η προσαρμογή της προς τους όρους και τα χρονοδιαγράμματα που εγκρίθηκαν κατά τη Σύνοδο της Χιλιετίας·

   β) παρατηρεί ότι η Επιτροπή ήρε τις επιφυλάξεις της όσον αφορά τους τομεακούς στόχους, όπως αυτοί εντάχθηκαν στον προϋπολογισμό του 2002, καθώς και ότι έχει αρχίσει να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που ανέλαβε όσον αφορά το σύστημα κατάταξης της Επιτροπής Βοήθειας για την Ανάπτυξη (ΕΒΑ)·
   γ) διαπιστώνει, ωστόσο, ότι οι πληροφορίες είναι ακόμη ασαφείς και έχει την πεποίθηση ότι στα επόμενα οικονομικά έτη τα προσφερόμενα στοιχεία θα είναι απολύτως αξιόπιστα· στο πλαίσιο αυτό ζητεί, συγκεκριμένα, να αποσαφηνισθούν οι όροι και τα αποτελέσματα της εφαρμογής της κοινωνικής αιρεσιμότητας σε σχέση με τη βοήθεια για τη διαρθρωτική προσαρμογή·
   δ) σημειώνει ότι η πληροφόρηση όσον αφορά τα αποτελέσματα της κοινοτικής συμμετοχής στη στρατηγική ΦΥΧ για τη μείωση του χρέους είναι ελλιπής· ζητεί από την Επιτροπή να επιμείνει ενώπιον της Τράπεζας Αφρικανικής Ανάπτυξης για την επιτάχυνση της διαπραγμάτευσης των συμβάσεων με τις επωφελούμενες χώρες· ζητεί ακόμη από την Επιτροπή διευκρινίσεις κατά χώρα και αποτελέσματα όσον αφορά την υλοποίηση της συμμετοχής της στη στρατηγική ΦΥΧ·
   ε) εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι οι κοινωνικές υποδομές και υπηρεσίες είναι, σύμφωνα με τις προσωρινές εκτιμήσεις της Επιτροπής σε σχέση με το έτος 2000, απαράδεκτα χαμηλού επιπέδου· υπενθυμίζει τα αποτελέσματα της διαδικασίας του προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2002, στη διάρκεια της οποίας η Επιτροπή δεσμεύθηκε να αλλάξει την κατάσταση αυτή, σύμφωνα με τους στόχους που έχουν τεθεί·
   στ) υπογραμμίζει ότι ένα διαφανές σύστημα πληροφόρησης, σύμφωνο με τις προδιαγραφές της ΕΒΑ θα ήταν ένα πρώτο βήμα για μια προσέγγιση περισσότερο προσανατολισμένη στα αποτελέσματα και επιμένει ότι οι δείκτες αποτελεσμάτων της ανάπτυξης σε σχέση με τους στόχους αποτελούν προτεραιότητα της Επιτροπής· ζητεί τη διεξοδική ενημέρωση του Κοινοβουλίου και τη διαβούλευση με αυτό σχετικά με την ανωτέρω διαδικασία·
   ζ) πιστεύει ότι η συμπληρωματικότητα με τις αναπτυξιακές πολιτικές των κρατών μελών και ο συντονισμός με άλλους δωρητές αποτελούν βασικά στοιχεία για την επίτευξη των προαναφερθέντων στόχων· ζητεί, κατά συνέπεια, στη διάρκεια των προσεχών διαδικασιών έγκρισης της διαχείρισης να προσφέρει η Επιτροπή στο Κοινοβούλιο συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τις ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν από κοινού με άλλους δωρητές, καθώς και σχετικά με τα αποτελέσματα των ενεργειών αυτών·
   η) διαπιστώνει καθυστερήσεις στη διαχείριση έργων που συγχρηματοδοτούνται από ΜΚΟ· ζητεί από την Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με την απλοποίηση και την εναρμόνιση των διαδικασιών αυτών·
   θ) επισημαίνει τη συνεχιζόμενη τάση της παραδοσιακής συνεργασίας υπό μορφή έργων για μετάβαση προς ένα σύστημα που συνίσταται στον καταλογισμό διαρκώς μεγαλύτερου ποσοστού των πόρων που ονομάζονται "μέσα ταχείας εκταμίευσης" - κυρίως της βοήθειας για τη διαρθρωτική προσαρμογή - για την άμεση υποστήριξη των προϋπολογισμών· πιστεύει ότι η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο θα πρέπει να προβούν σε λεπτομερή ανάλυση των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων της προσέγγισης αυτής και καλεί την Επιτροπή να υποβάλει ανακοίνωση σχετικά με αυτό το θέμα·

Πρόσβαση στα έγγραφα

99.  α) υποστηρίζει ότι το Κοινοβούλιο, ως αρχή απαλλαγής, πρέπει να έχει την ίδια πρόσβαση στα έγγραφα της Επιτροπής με το Ελεγκτικό Συνέδριο·

   β) επαναλαμβάνει ότι οι κανόνες στην υφιστάμενη συμφωνία-πλαίσιο όσον αφορά την πρόσβαση στα εμπιστευτικά έγγραφα έχουν αποδειχθεί μη ικανοποιητικοί για το Κοινοβούλιο ως αρχής απαλλαγής και αναθέτει στον Πρόεδρό του να αρχίσει διαπραγματεύσεις αμέσως για την αναθεώρηση της συμφωνίας-πλαισίου και να εξασφαλισθεί ότι η νέα συμφωνία είναι σύμφωνη με τις αρχές που ενέκρινε το Κοινοβούλιο στο προαναφερθέν ψήφισμά του της 4ης Απριλίου 2001 για την απαλλαγή του 1999·
   γ) προειδοποιεί το Συμβούλιο να μην εγκρίνει νέους δημοσιονομικούς κανονισμούς που θα περιορίζουν το απρόσκοπτο δικαίωμα πρόσβασης του Κοινοβουλίου στις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την άσκηση των καθηκόντων του όσον αφορά την απαλλαγή·
   δ) αναθέτει στον Πρόεδρό του να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου στην περίπτωση που το Συμβούλιο εγκρίνει δημοσιονομικούς κανονισμούς που θα περιορίζουν τις εξουσίες του Κοινοβουλίου όσον αφορά τον έλεγχο του προϋπολογισμού·

(1) ΕΕ C 359 της 15.12.2001.
(2) ΕΕ C 370 της 27.12.2001.
(3) ΕΕ C 359, της 15.12.2001.
(4) ΕΕ C 359 της 15.12.2001.
(5) ΕΕ L 161 της 26.6.1999, σ. 1
(6) Προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων - Επιτροπή, Ετήσια έκθεση για το 2000 (COM(2001) 255, σημείο 12).
(7) P5_ΤΑ(2002)0084.
(8) ΕΕ C 324 της 20.11.2001.
(9) ΕΕ C 329 της 23.11.2001.
(10) ΕΕ C 168 της 12.6.2001.
(11) ΕΕ C 328 της 30.11.2001.
(12) ΕΕ L 336 της 30.12.2000, σ. 82.
(13) ΕΕ C 124 της 25.4.2001.
(14) ΕΕ C 334 της 28.11.2001.
(15) ΕΕ L 290 της 23.10.1997, σ. 1.
(16) ΕΕ C 314 της 8.11.2001, σ. 26.
(17) ΕΕ L 63 της 3.3.2001, σ. 21.
(18) ΕΕ C 34 Ε της 7.2.2002, σ. 367.
(19) ΕΕ L 160 της 15.6.2001, σ. 2.
(20) ΕΕ C 314 της 8.11.2001, σ. 1.
(21) ΕΕ L 97 της 12.4.1997, σ. 12.
(22) Πληροφορίες που διεβίβασε η Επιτροπή με επιστολή της με ημερομηνία 7 Φεβρουαρίου 2002
(23) Ειδική έκθεση 2/1990 του Ελεγχκτικού Συνεδρίου και μνημόνιο της ΓΔ ΙV "επιστροφές κατά την εξαγωγή", σ. 6.
(24) ΕΕ L 388 της 30.12.1989, σ. 18.
(25) ΕΕ L 42 της 16.2.1990, σ. 6.
(26) Κείμενα που εγκρίθηκαν, σημείο 11.
(27) ΕΕ L 180 της 15.7.1999, σ. 53.
(28) ΕΕ C 309 της 16.11.1993.
(29) Ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου – παράγραφος 2.77.
(30) ΕΕ L 45 της 17.2.2000, σ. 33.
(31) ΕΕ L 64 της 6.3.2001, σ. 13.
(32) ΕΕ L 178 της 12.7.1994, σ. 43.
(33) ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1.
(34) ΕΕ L 34 της 9.2.2000, σ. 1.


Απαλλαγή 2000: 6ο, 7ο και 8ο ΕΤΑ
PDF 416kWORD 81k
Απόφαση
Απόφαση
Ψήφισμα
1.Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την απαλλαγή της Επιτροπής σε σχέση με την εκτέλεση του προϋπολογισμού του 6ου, 7ου και 8ου Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης για το οικονομικό έτος 2000 (COM(2001) 233 - C5-0209/2001 - 2001/2096(DEC))
P5_TA(2002)0165A5-0088/2002

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη τους ισολογισμούς και λογαριασμούς διαχείρισης του 6ου, 7ου και 8ου Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης για το οικονομικό έτος 2000 (COM(2001) 233 - C5-0209/2001),

–  έχοντας υπόψη την ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τις δραστηριότητες του έκτου, έβδομου και όγδοου Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης για το 2000 μαζί με τις απαντήσεις των θεσμικών οργάνων(C5-0618/2001)(1),

–  έχοντας υπόψη τη Δήλωση Αξιοπιστίας για τα Ευρωπαϊκά Ταμεία Ανάπτυξης του Ελεγκτικού Συνεδρίου (C5-0618/2001),

–  έχοντας υπόψη τις συστάσεις του Συμβουλίου της 5ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με την απαλλαγή που πρόκειται να δοθεί στην Επιτροπή σε σχέση με την εκτέλεση των πράξεων των Ευρωπαϊκών Ταμείων Ανάπτυξης για το οικονομικό έτος 2000 (5787/2002 – C5-0118/2002, 5788/2002 – C5-0119/2002, 5789/2002 – C5-0120/2002),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 33 της Εσωτερικής Συμφωνίας μεταξύ των εκπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, που συνέρχονται στο πλαίσιο του Συμβουλίου, σχετικά με τη χρηματοδότηση και διαχείριση της κοινοτικής βοήθειας σύμφωνα με το Δεύτερο Δημοσιονομικό Πρωτόκολλο στην Τέταρτη Σύμβαση ΑΚΕ-ΕΚ(2),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 276 της Συνθήκης ΕΚ,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 74 του Δημοσιονομικού Κανονισμού της 16ης Ιουνίου 1998 που εφαρμόζεται στη συνεργασία για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης στο πλαίσιο της Τέταρτης Σύμβασης ΑΚΕ-ΕΚ(3),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 93 και το Παράρτημα V του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Ανάπτυξης και Συνεργασίας (A5-0088/2002),

Α.  εκτιμώντας ότι, στη Δήλωσή του Αξιοπιστίας για τα Ευρωπαϊκά Ταμεία Ανάπτυξης, το Ελεγκτικό Συνέδριο καταλήγει ότι, με ορισμένες εξαιρέσεις, οι λογαριασμοί για το οικονομικό έτος 2000 αντικατοπτρίζουν ορθά τα έσοδα και έξοδα για το οικονομικό έτος και τη δημοσιονομική κατάσταση κατά το τέλος τους έτους,

Β.  εκτιμώντας ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο εξέτασε τις βασικές συναλλαγές βάσει των διαθέσιμων εγγράφων, αλλά δεν προχώρησε σε επιτόπιους ελέγχους στα κράτη ΑΚΕ για να ελέγξει το πώς έχουν τα έργα, οι προμήθειες ή οι υπηρεσίες που αναφέρονται στα έγγραφα,

Γ.  εκτιμώντας ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο θεωρεί ότι με ορισμένες εξαιρέσεις οι συναλλαγές αυτές που αναφέρονται στις δημοσιονομικές δηλώσεις είναι γενικά νομότυπες και κανονικές,

1.  χορηγεί απαλλαγή στην Επιτροπή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του 6ου, 7ου και 8ου Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης για το οικονομικό έτος 2000·

2.  υποβάλλει τα σχόλιά του στο συνημμένο ψήφισμα·

3.  αναθέτει στoν Πρόεδρό του να διαβιβάσει την παρούσα απόφαση και το ψήφισμα το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης, στο Συμβούλιο, την Επιτροπή, το Δικαστήριο, το Ελεγκτικό Συνέδριο καθώς και στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, και να μεριμνήσει για τη δημοσίευσή τους στην Επίσημη Εφημερίδα (σειρά L).

2.Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με το κλείσιμο των λογαριασμών του 6ου, 7ου και 8ου Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης για το οικονομικό έτος 2000 (COM(2001) 233 - C5-0209/2001 - 2001/2096(DEC))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη τους ισολογισμούς και τους λογαριασμούς διαχείρισης του 6ου, 7ου και 8ου Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης για το οικονομικό έτος 2000 (COM(2001) 233 - C5-0209/2001),

–  έχοντας υπόψη την ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τις δραστηριότητες του έκτου, έβδομου και όγδοου Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης για το 2000 μαζί με τις απαντήσεις των θεσμικών οργάνων (C5-0618/2001)(4),

–  έχοντας υπόψη την Δήλωση Αξιοπιστίας για τα Ευρωπαϊκά Ταμεία Ανάπτυξης του Ελεγκτικού Συνεδρίου (C5-0618/2001),

–  έχοντας υπόψη τις συστάσεις του Συμβουλίου της 5ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με την απαλλαγή που πρόκειται να δοθεί στην Επιτροπή σε σχέση με την εκτέλεση των πράξεων των Ευρωπαϊκών Ταμείων Ανάπτυξης για το οικονομικό έτος 2000 (5787/2002 – C5-0118/2002, 5788/2002 - C5-0119/2002, 5789/2002 - C5-0120/2002),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 74 του Δημοσιονομικού Κανονισμού της 16ης Ιουνίου 1998 που εφαρμόζεται στη συνεργασία για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης στο πλαίσιο της Τέταρτης Σύμβασης ΑΚΕ-ΕΚ(5),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 93 και το Παράρτημα V του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Ανάπτυξης και Συνεργασίας (A5-0088/2002),

1.  επισημαίνει ότι η δημοσιονομική κατάσταση του 6ου, 7ου και 8ου ΕΤΑ στις 31 Δεκεμβρίου 2000 έχει ως εξής:

(Εκατ. €)

Δημοσιονομική κατάσταση του ΕΤΑ στις 31 Δεκεμβρίου 2000

6ο ΕΤΑ

7ο ΕΤΑ

8ο ΕΤΑ

ΣΥΝΟΛΟ

Καθαροί πόροι

7 829.1

11 608.5

13 308.8

32 746.4

Χρήση

7 496.1

10 754.5

8 348.1

26 598.7

Ισολογισμός για νέες αποφάσεις

333.0

854.0

4 960.7

6 147.7

2.  αναθέτει στoν Πρόεδρό του να διαβιβάσει την παρούσα απόφαση και το ψήφισμα που περιέχει τις παρατηρήσεις του στην Επιτροπή, το Συμβούλιο, το Ελεγκτικό Συνέδριο και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και να μεριμνήσει για τη δημοσίευσή τους στην Επίσημη Εφημερίδα (σειρά L).

3.Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που περιέχει τις παρατηρήσεις οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης για τη χορήγηση απαλλαγής στην Επιτροπή σε σχέση με την εκτέλεση του προϋπολογισμού του 6ου, 7ου και 8ου Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης για το οικονομικό έτος 2000(COM(2001) 233 - C5-0209/2001 - 2001/2096(DEC))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη τους ισολογισμούς και λογαριασμούς διαχείρισης του 6ου, 7ου και 8ου Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης για το οικονομικό έτος 2000 (COM(2001) 233 - C5-0209/2001),

–  έχοντας υπόψη την ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τις δραστηριότητες του έκτου, έβδομου και όγδοου Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης για το 2000 μαζί με τις απαντήσεις των θεσμικών οργάνων(C5-0618/2001)(6),

–  έχοντας υπόψη τη Δήλωση Αξιοπιστίας για τα Ευρωπαϊκά Ταμεία Ανάπτυξης του Ελεγκτικού Συνεδρίου (C5-0618/2001),

–  έχοντας υπόψη τις συστάσεις του Συμβουλίου της 5ης Φεβρουαρίου 2001 σχετικά με την απαλλαγή που πρόκειται να δοθεί στην Επιτροπή σε σχέση με την εκτέλεση των πράξεων των Ευρωπαϊκών Ταμείων Ανάπτυξης για το οικονομικό έτος 2000 (5787/2002 - C5-0118/2002, 5788/2002 - C5-0119/2002, 5789/2002 - C5-0120/2002),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 33 της Εσωτερικής Συμφωνίας μεταξύ των εκπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, που συνέρχονται στο πλαίσιο του Συμβουλίου, σχετικά με τη χρηματοδότηση και διαχείριση της κοινοτικής βοήθειας σύμφωνα με το Δεύτερο Δημοσιονομικό Πρωτόκολλο στην Τέταρτη Σύμβαση ΑΚΕ-ΕΚ(7),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 74 του Δημοσιονομικού Κανονισμού της 16ης Ιουνίου 1998 που εφαρμόζεται στη συνεργασία για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης στο πλαίσιο της Τέταρτης Σύμβασης ΑΚΕ-ΕΚ(8),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 93 και το Παράρτημα V του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Ανάπτυξης και Συνεργασίας (A5-0088/2002),

A.  εκτιμώντας ότι σύμφωνα με το άρθρο 74 του Δημοσιονομικού Κανονισμού της 16ης Ιουνίου 1998, η Επιτροπή καλείται να λάβει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα για να υλοποιήσει τις παρατηρήσεις που εμφαίνονται στις αποφάσεις απαλλαγής,

B.  εκτιμώντας ότι η κοινοτική αναπτυξιακή συνεργασία έχει ως κεντρικό στόχο της τη μείωση της φτώχειας,

Γ.  εκτιμώντας ότι με τη σύναψη της Συμφωνίας Cotonou στις 23 Ιουνίου 2000(9), η συνεργασία μεταξύ των κρατών ΑΚΕ και ΕΕ τοποθετήθηκε σε νέο έρεισμα, πράγμα που θα σημάνει και αναμόρφωση της οικονομικής συνεργασίας,

Δ.  εκτιμώντας ότι η βοήθεια θα μετατοπίζεται όλο και περισσότερο προς προγράμματα στήριξης του προϋπολογισμού τομέων αντί να είναι βοήθεια που προορίζεται για συγκεκριμένα έργα,

Ε.  εκτιμώντας ότι οι πληροφορίες είναι ακόμη ασαφείς έχει ωστόσο την πεποίθηση ότι στα επόμενα οικονομικά έτη τα προσφερόμενα στοιχεία θα είναι απολύτως αξιόπιστα· στο πλαίσιο αυτό ζητεί, συγκεκριμένα, να αποσαφηνισθούν οι όροι και τα αποτελέσματα της εφαρμογής της κοινωνικής αιρεσιμότητας σε σχέση με τη βοήθεια για τη διαρθρωτική προσαρμογή,

ΣΤ.  εκτιμώντας ότι η βοήθεια θα επικεντρώνεται όλο και περισσότερο σε τομείς κλειδιά και σοβαρές επενδύσεις σε περιορισμένο αριθμό προγραμμάτων,

Ζ.  εκτιμώντας ότι η Επιτροπή έχει λάβει συγκεκριμένα μέτρα στο πλαίσιο ενός προγράμματος δράσης (δημιουργία της EuropeAid, ενίσχυση των αντιπροσωπειών της Επιτροπής, απλοποίηση των διαδικασιών) για να ικανοποιήσει τα αιτήματα που εξέφρασε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο ψήφισμά του της 6ης Ιουλίου 2000 στο οποίο περιέχονται τα σχόλιά του που συνοδεύουν την απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να δώσει απαλλαγή στην Επιτροπή για το 6ο, 7ο και 8ο Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης για το οικονομικό έτος 1998(10),

Η.  εκτιμώντας ότι είναι πολύ νωρίς για να εκτιμηθεί η αποτελεσματικότητα των μέτρων αυτών, τα οποία πρόκειται να βελτιώσουν την απόδοση των υπηρεσιών και αντιπροσωπειών της Επιτροπής,

Θ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο προϋπολογισμός 2000 ήταν ο πρώτος που εκτελέσθηκε υπό την αποκλειστική ευθύνη της σημερινής Επιτροπής που ανέλαβε καθήκοντα το Σεπτέμβριο του 1999,

Προϋπολογισμός και εκτέλεση του προϋπολογισμού το 2000

1.  εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι, σύμφωνα με τις προσωρινές εκτιμήσεις της Επιτροπής για το έτος 2000, τα κεφάλαια για τις κοινωνικές υποδομές και υπηρεσίες είναι απαράδεκτα χαμηλού επιπέδου· υπενθυμίζει τα αποτελέσματα της διαδικασίας του προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2002, στη διάρκεια της οποίας η Επιτροπή δεσμεύθηκε να αλλάξει την κατάσταση αυτή, σύμφωνα με τους στόχους που έχουν τεθεί·

2.  επισημαίνει ότι το 2000 το επίπεδο τόσο των υποχρεώσεων όσο και των πληρωμών ήταν αισθητά υψηλότερο των αντίστοιχων του προηγούμενου έτους:

   α) το 2000 οι υποχρεώσεις ανήλθαν σε 3758 εκατ. ευρώ, έναντι 2692 εκατ. ευρώ το 1999
   β) οι πληρωμές το 2000 ανήλθαν συνολικά σε 1548 εκατ. ευρώ, έναντι 1275 εκατ. ευρώ το 1999

3.  επισημαίνει ότι το 2001 σημειώθηκε περαιτέρω σημαντική αύξηση στις πληρωμές·

4.  επιδοκιμάζει την τάση αυτή αλλά πιστεύει ότι είναι πολύ νωρίς να προβλεφθεί κατά πόσο το θεμελιώδες πρόβλημα των καθυστερήσεων στην εκτέλεση του ΕΤΑ θα επιλυθεί οριστικά τα προσεχή έτη·

Έλεγχος της βοήθειας

5.  υπογραμμίζει ότι ένα διαφανές σύστημα πληροφόρησης, σύμφωνο με τις προδιαγραφές της Επιτροπής Βοήθειας για την Ανάπτυξη (ΕΒΑ) θα ήταν ένα πρώτο βήμα για μια προσέγγιση περισσότερο προσανατολισμένη στα αποτελέσματα και επιμένει ότι οι δείκτες αποτελεσμάτων της ανάπτυξης σε σχέση με τους στόχους αποτελούν προτεραιότητα της Επιτροπής· ζητεί τη διεξοδική ενημέρωση του Κοινοβουλίου και τη διαβούλευση με αυτό σχετικά με την ανωτέρω διαδικασία·

6.  επαναλαμβάνει την άποψή του(11) ότι η χορήγηση περαιτέρω βοήθειας θα πρέπει να εξαρτάται από την υποβολή και αποτελεσματική εκτέλεση προγραμμάτων αναμόρφωσης για τη βελτίωση της ποιότητας της κρατικής δημοσιονομικής διαχείρισης στις χώρες που τυγχάνουν της ενίσχυσης· υπογραμμίζει εκ νέου τη σπουδαιότητα των ακόλουθων σημείων:

   α) διαρκής αξιολόγηση της εφαρμογής των μέτρων που προορίζονται για την αναμόρφωση της δημόσιας διοίκησης,
   β) έλεγχος της προόδου που σημειώνεται σε τομείς κλειδιά (υγεία και παιδεία) με τη βοήθεια ουσιαστικών δεικτών (π.χ. αύξηση του αριθμού καθηγητών ή ιατρών),
   γ) ετήσιος έλεγχος των λογιστικών και της χρηστής διαχείρισης των πόρων βάσει δειγμάτων,
   δ) σαφώς καθορισμένες κυρώσεις (μείωση ή αναστολή των πληρωμών) σε περιπτώσεις όπου δεν παρατηρείται συμμόρφωση προς τα συμφωνηθέντα μέτρα αναμόρφωσης,

7.  τονίζει ότι η Επιτροπή οφείλει να αυξήσει και βελτιώσει ουσιαστικά τις ελεγκτικές της ικανότητές προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις αυτές·

8.  Χαιρετίζει την απάντηση που εκδόθηκε στις 15 Μαρτίου 2002 για θέματα που εμπνέουν ανησυχία όσον αφορά τον αριθμό και τη φύση των ελέγχων που πραγματοποιήθηκαν από την Επιτροπή το 2000· εκφράζει την ικανοποίησή του για την πλήρη, συστηματική εξήγηση όσον αφορά το πώς οφείλουν να πραγματοποιούνται οι δραστηριότητες ελέγχου της Επιτροπής· εκφράζει ωστόσο τη λύπη του για το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να παράσχει οποιαδήποτε συμπληρωματική πληροφορία για τον κατάλογο των ελέγχων που πραγματοποιήθηκαν το 2000 εφόσον η ΓΔ-AIDCO "διατηρεί μία μάλλον απλή απογραφή των αποκεντρωμένων ελέγχων" (πρβλ. απάντηση της Επιτροπής της 13ης Μαρτίου 2002)·

9.  Ζητεί από την Επιτροπή εάν, βάσει του ισχύοντος συστήματος, είναι σε θέση να προβεί σε Δήλωση Αξιοπιστίας ότι όλα τα κεφάλαια του ΕΤΑ έχουν δαπανηθεί νομίμως και κανονικά και σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής και αποτελεσματικής διαχείρισης ιδιαίτερα όσον αφορά:

   α) διεθνώς ανεγνωρισμένες προδιαγραφές ελέγχου που εφαρμόζονται σε όλους τους όρους αναφοράς ιδιωτικών εταιριών ελέγχου όπως και στους ελέγχους της Επιτροπής·
   β) τους προβλεπόμενους ελέγχους σε όλες τις οικονομικές συμφωνίες·

10.  Καλεί την Επιτροπή να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο το παρόν σύστημα ελέγχου θα εξασφαλίσει ότι τα χρήματα του ΕΤΑ δαπανώνται νομίμως και κανονικά με την αυξημένη χρήση της άμεσης στήριξης του προϋπολογισμού·

11.  ζητεί από την Επιτροπή να διαβιβάσει στο Κοινοβούλιο το ενδεικτικό της πρόγραμμα ελέγχων των δαπανών στα πλαίσια του ΕΤΑ για το 2002 από τις κεντρικές της υπηρεσίες ή υπό τη στενή τους εποπτεία, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω επιτόπιοι έλεγχοι θα αξιολογούν την εφαρμογή των μέτρων που προορίζονται για τη βελτίωση της δημόσιας διοίκησης στα κράτη ΑΚΕ και θα εξετάζουν το πώς έχουν πραγματικά τα έργα, οι προμήθειες ή οι υπηρεσίες που χρηματοδοτούνται από το ΕΤΑ·

12.  λυπάται που δεν έχει βελτιωθεί ακόμα η παρακολούθηση των αποτελεσμάτων των ελέγχων εκ μέρους των υπηρεσιών της Επιτροπής· συμφωνεί με το Ελεγκτικό Συνέδριο ότι στην παρακολούθηση των ελέγχων που πραγματοποιούνται υπό τις οδηγίες της ίδιας της Επιτροπής ή υπαλλήλων του ΕΤΑ θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία·

13.  ζητεί από την Επιτροπή να παράσχει μία πιο πειστική επεξήγηση όσον αφορά το λόγο για τον οποίο οι περιπτώσεις μη επιλέξιμων δαπανών που ανέρχονται σε 14 εκατομμύρια ευρώ σύμφωνα με μελέτη του Ελεγκτικού Συνεδρίου((12)), δεν έχουν ακόμη καταλήξει σε μία ικανοποιητική λύση·

14.  ζητεί από την Επιτροπή να αναβάλει τις πληρωμές προς τη Σενεγάλη έως ότου αποφανθεί το Σενεγαλέζικο Δικαστήριο σ' ό,τι αφορά την υπεξαίρεση περίπου 6 εκατ. ευρώ από τα κεφάλαια του 7ου ΕΤΑ που ανακαλύφθηκαν με έλεγχο το 1995(13)·

15.  σημειώνει τη συνεχιζόμενη τάση της παραδοσιακής συνεργασίας υπό μορφή έργων προς μια αλλαγή που συνίσταται στον καταλογισμό διαρκώς μεγαλύτερου ποσοστού των πόρων που ονομάζονται "μέσα ταχείας εκταμίευσης" - κυρίως της βοήθειας για τη διαρθρωτική προσαρμογή - για την άμεση υποστήριξη των προϋπολογισμών· πιστεύει ότι η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο θα πρέπει να προβούν σε λεπτομερή ανάλυση των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων της προσέγγισης αυτής και καλεί την Επιτροπή να παρουσιάσει μια Ανακοίνωση σχετικά με αυτό το θέμα·

16.  ζητεί να ενημερωθεί πλήρως από την OLAF για όλες τις έρευνες που έχουν ξεκινήσει, διεξαχθεί ή ολοκληρωθεί το 2000· επισημαίνει ότι η OLAF παρέχει την εποχή αυτή βοήθεια στην Κένυα σε σχέση με ποινική έρευνα για σοβαρές κατηγορίες σχετικά με μια διαδικασία πρόσκλησης για την υποβολή προσφορών· ζητεί δε να ενημερώνεται για την υπόθεση αυτή·

17.  διαπιστώνει ότι δεν έχει κινηθεί καμία πειθαρχική διαδικασία μέχρι σήμερα μετά τη διοικητική έρευνα για την αποτελεσματικότητα της παρακολούθησης και των ρυθμίσεων ελέγχου σχετικά με τη χρήση κεφαλαίων υποκατάστασης στην Ακτή του Ελεφαντοστού, Τανζανία και Τόγκο· υπενθυμίζει (14)ότι παρατηρήθηκαν περιπτώσεις προφανούς απάτης με, μεταξύ άλλων, υπερτιμημένους ιατρικούς εξοπλισμούς στην Ακτή του Ελεφαντοστού συνολικού ύψους 28 εκατ. ευρώ· αναμένει να ενημερώνεται για πιθανά μελλοντικά περιστατικά μόλις αυτά συμβαίνουν·

18.  πιστεύει ότι η συμπληρωματικότητα με τις αναπτυξιακές πολιτικές των κρατών μελών και ο συντονισμός με άλλους δωρητές αποτελούν βασικά στοιχεία για την επίτευξη των προαναφερθέντων στόχων· ζητεί, κατά συνέπεια, στη διάρκεια των προσεχών διαδικασιών έγκρισης της διαχείρισης να παράσχει η Επιτροπή στο Κοινοβούλιο συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τις ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν από κοινού με άλλους δωρητές, καθώς και σχετικά με τα αποτελέσματα των ενεργειών αυτών·

19.  διαπιστώνει καθυστερήσεις στη διαχείριση έργων που συγχρηματοδοτούνται από ΜΚΟ· ζητεί από την Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με την απλοποίηση και την εναρμόνιση των διαδικασιών αυτών·

Kέντρο Ανάπτυξης των Επιχειρήσεων (ΚΑΕ)

20.  επισημαίνει ότι η συμβολή του ΕΤΑ για το ΚΑΕ το 2000 ανήλθε σε 18.738 ευρώ· εκφράζει τη λύπη του γιατί παρουσιάστηκαν σοβαρά προβλήματα όσον αφορά τη διαχείριση του Κέντρου περιλαμβανομένης της έλλειψης ελέγχου των συμβάσεων, υψηλά έξοδα παραστάσεως και δαπανηρές ταξιδιωτικές ρυθμίσεις κατά το χρονικό διάστημα 1997-1999· εκφράζει τη λύπη του γιατί η έκθεση σχετικά με τον έλεγχο του οικονομικού έτους 1999 από ελεγκτές που όρισε η Επιτροπή Πρεσβευτών ΑΚΕ-ΕΚ απεκάλυψε ότι σε γενικές γραμμές δεν σημειώθηκε βελτίωση στην οικονομική διαχείριση του Κέντρου το 1999· χαιρετίζει το γεγονός ότι η Επιτροπή ξεκίνησε ένα πρόσθετο έλεγχο για το χρονικό διάστημα 1997/98/99· ελπίζει να λάβει αντίγραφο της έκθεσης όταν ολοκληρωθεί· πληροφορεί την Επιτροπή ότι θα επανέλθει στο θέμα στο πλαίσιο της απαλλαγής για το οικονομικό έτος 2001·

Γραμματεία ΑΚΕ

21.  διαφωνεί με το ότι η Επιτροπή υπέγραψε στις 9 Μαρτίου 2000 χρηματοδοτική συμφωνία ύψους 18 εκατ. ευρώ για το 2000-2004 υπέρ της Γραμματείας ΑΚΕ που έχει την έδρα της στις Βρυξέλλες. Το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει 50% αύξηση ανά έτος σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο χρηματοδότησης,

   α) χωρίς να συνδέεται αυτό το καθορισμένο ποσοστό σε φόρτο εργασίας ή αναμενόμενα αποτελέσματα,
   β) χωρίς να γίνεται σαφές σε τι βαθμό έργα ad hoc που χρηματοδοτούνται από το ΕΤΑ συνεχίζουν να συμβάλλουν στα έξοδα λειτουργίας της Γραμματείας ΑΚΕ·
   γ) χωρίς να επιμείνει να συμμορφωθεί τελικά η Γραμματεία ΑΚΕ προς τις αποφάσεις των βελγικών δικαστηρίων από το 1995 που της ζητούν να καταβάλει αποζημίωση σε πρώην υπάλληλο·

22.  ζητεί από την Επιτροπή να ενημερώσει τη Γραμματεία ΑΚΕ ότι πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να σεβασθεί τις τελικές αποφάσεις των Βελγικών δικαστηρίων σε θέματα που εξακολουθούν να εκκρεμούν·

23.  ζητεί από την Επιτροπή να συμμορφωθεί προς τη σύσταση του Ελεγκτικού Συνεδρίου(15) και να απαιτήσει από τη Γραμματεία ΑΚΕ όχι μόνο ετήσιους δημοσιονομικούς λογαριασμούς και εκθέσεις εξωτερικού ελέγχου αλλά και εκθέσεις δραστηριότητας, στις οποίες να περιλαμβάνονται δείκτες απόδοσης προκειμένου να ελεγχθεί το πώς βελτιώνονται τα αποτελέσματα και να στηριχθούν τα αιτήματα για χρηματοδότηση·

Δημοσιονομικές και νομοθετικές εξουσίες του Κοινοβουλίου σε ό,τι αφορά το ΕΤΑ

24.  επαναλαμβάνει την άποψή του(16) ότι δεν είναι ομαλή η παρούσα κατάσταση, κατά την οποία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καλείται να λάβει απόφαση ετήσιας απαλλαγής για το ΕΤΑ χωρίς να διαθέτει τις αντίστοιχες δημοσιονομικές και νομοθετικές εξουσίες· ζητεί για άλλη μια φορά να περιληφθούν οι πόροι ΕΤΑ στο τμήμα αναπτυξιακής συνεργασίας του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

Δήλωση αξιοπιστίας

25.  επισημαίνει ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο παρέχει θετική δήλωση αξιοπιστίας, πλην όμως δηλώνει ότι στην περίπτωση πληρωμών στις χώρες ΑΚΕ οι οικονομικοί έλεγχοι δείχνουν ότι το ΕΤΑ είναι δυνατόν να επιβαρυνθεί με μη επιλέξιμες συναλλαγές (νομιμότητα και κανονικός χαρακτήρας των καλυπτομένων συναλλαγών)· επισημαίνει ότι δεν διεξήχθησαν έλεγχοι επιτόπου από το Ελεγκτικό Συνέδριο στις χώρες ΑΚΕ· αναρωτάται ως εκ τούτου για τη χρησιμότητα της δήλωσης αξιοπιστίας·

Αποσυγκέντρωση

26.  καλεί την Επιτροπή να ενημερώσει σφαιρικά το Κοινοβούλιο όσον αφορά την εφαρμογή της διαδικασίας αποσυγκέντρωσης προς τις αντιπροσωπείες στις αναπτυσσόμενες χώρες, καθώς και σχετικά με τα αποτελέσματα της διαχείρισης της βοήθειας από τις αντιπροσωπείες·

27.  επιμένει ότι το Κοινοβούλιο θα πρέπει να έχει πλήρη συμμετοχή στην αξιολόγηση των προτύπων αντιπροσωπειών που έχουν επιλεγεί για τη διαδικασία αποσυγκέντρωσης, καθώς και ενημέρωση σχετικά με την αξιολόγηση της απόδοσης των αντιπροσωπειών, η οποία θα αποτελέσει κρίσιμο στοιχείο για τις μελλοντικές αποφάσεις επί θεμάτων προσωπικού·

Πρόσβαση στα έγγραφα

28.  η απαλλαγή για το οικονομικό έτος 2000 όσον αφορά το ΕΤΑ κατέδειξε για μία ακόμη φορά ότι οι κανόνες στην υφιστάμενη Συμφωνία Πλαίσιο σχετικά με την πρόσβαση σε εμπιστευτικά έγγραφα είναι ανεπαρκείς για το Κοινοβούλιο υπό την ιδιότητά του ως αρμόδια για την απαλλαγή αρχή· οι κανόνες αυτοί είναι

   ασαφείς όσον αφορά τα διάφορα επίπεδα του εμπιστευτικού χαρακτήρα
   προσφέρονται σε πολύ ευρεία ερμηνεία, ιδιαίτερα ως προς το κατά πόσον ένα έγγραφο θεωρείται εμπιστευτικό
   προκαλούν ανώφελες καθυστερήσεις στη μεταφορά εμπιστευτικών πληροφοριών·

29.  υποστηρίζει ότι χρειάζεται να έχει πρόσβαση σε πλήρη αρχικά έγγραφα χωρίς προηγούμενες αλλοιώσεις ή διάτρητο κείμενο·

30.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να αρχίσει χωρίς καθυστέρηση διαπραγματεύσεις για την αναθεώρηση της Συμφωνίας Πλαίσιο και να εξασφαλίσει ότι η νέα συμφωνία θα συμβιβάζεται με τις αρχές που ενέκρινε το Κοινοβούλιο στο ψήφισμά του της 4ης Απριλίου 2001(17) στο ψήφισμά του για την απαλλαγή 1999·

31.  προειδοποιεί το Συμβούλιο να μην εγκρίνει νέο δημοσιονομικό κανονισμό που θα περιορίζουν το ελεύθερο δικαίωμα πρόσβασης του Κοινοβουλίου στις απαραίτητες πληροφορίες που χρειάζονται για την άσκηση των καθηκόντων του όσον αφορά την απαλλαγή·

32.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην περίπτωση που το Συμβούλιο εγκρίνει δημοσιονομικούς κανονισμούς που θα περιορίζουν τις εξουσίες του Κοινοβουλίου όσον αφορά τον έλεγχο του προϋπολογισμού·

o
o   o

33.  ζητεί από την Επιτροπή να αναφέρει τα μέτρα τα οποία έχει λάβει για να δώσει συνέχεια στις παρατηρήσεις του ψηφίσματος αυτού έως τις 31 Μαΐου 2002· ζητεί από την Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού να αναλύσει αυτές τις πληροφορίες και να συντάξει έκθεση παρακολούθησης στο ψήφισμα για την απαλλαγή του 2000.

(1) ΕΕ C 359 της 15.12.2001, σ. 417.
(2) ΕΕ L 156 της 29.5.1998, σ. 108.
(3) ΕΕ L 191 της 7.7.1998, σ. 53.
(4) ΕΕ C 359 της 15.12.2001, σ. 417.
(5) ΕΕ L 191 της 7.7.1998, σ. 53.
(6) ΕΕ C 359 της 15.12.2001, σ. 417.
(7) ΕΕ L 156 της 29.5.1998, σ. 108.
(8) ΕΕ L 191 της 7.7.1998, σ. 53.
(9) ΕΕ L 317 της 15.12.2000, σ. 3.
(10) ΕΕ L 234 της 16.9.2000, σ. 37.
(11) Βλ. παραγράφους 20 και 21 του ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 2001 σχετικά με την απαλλαγή ΕΤΑ για το 1999 (ΕΕ L 321 της 6.12.2001, σ. 25).
(12) Βλ. παράγραφο 58 της Ετήσιας Έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου για το 2000.
(13) Βλ. παράγραφο 60 της Ετήσιας Έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου για το 2000.
(14) Βλ. ανακοινωθέν τύπου της Επιτροπής αριθ. JP/00/64 της 20.1.2000.
(15) Βλ. παράγραφο 51 της Ετήσιας Έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου για το 2000.
(16) Βλ. παράγραφο 30 του ψηφίσματός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 2001.
(17) ΕΕ L 160 της 15.6.2001, σ. 2.


Απαλλαγή: Προϋπολογισμός ΕΚΑΧ
PDF 437kWORD 84k
Απόφαση
Ψήφισμα
Παράρτημα
1.Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη χορήγηση απαλλαγής όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) για το οικονομικό έτος 2000 (C5-0043/2002 - 2001/2101(DEC))
P5_TA(2002)0166A5-0079/2002

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη τις δημοσιονομικές καταστάσεις της ΕΚΑΧ στις 31 Δεκεμβρίου 2000(1) καθώς και την έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου επ' αυτών(2),

–  έχοντας υπόψη την ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με την ΕΚΑΧ για το οικονομικό έτος 2000 (όπου περιλαμβάνεται η δήλωση αξιοπιστίας για την ΕΚΑΧ), και τις απαντήσεις της Επιτροπής (C5-0043/2002)(3),

–  έχοντας υπόψη τη Συνθήκη ΕΚΑΧ και ιδιαίτερα το άρθρο 78ζ,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 93 και το Παράρτημα V του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού (A5-0079/2002),

1.  χορηγεί απαλλαγή στην Επιτροπή για τη διαχείριση της ΕΚΑΧ όσον αφορά τα ποσά σχετικά με την εκτέλεση του επιχειρησιακού προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2000, που επισυνάπτονται·

2.  παρουσιάζει τις παρατηρήσεις του στο συνημμένο ψήφισμα·

3.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει την παρούσα απόφαση καθώς και το ψήφισμα που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής στο Συμβούλιο, την Επιτροπή, το Ελεγκτικό Συνέδριο, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και τη Συμβουλευτική Επιτροπή ΕΚΑΧ και να μεριμνήσει για τη δημοσίευσή τους στην Επίσημη Εφημερίδα (σειρά L).

2.Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που περιέχει τις παρατηρήσεις που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της απόφασης για τη χορήγηση απαλλαγής όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) για το οικονομικό έτος 2000 (C5-0043/2002 - 2001/2101(DEC))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 78ζ και το άρθρο 97 της συνθήκης ΕΚΑΧ,

–  έχοντας υπόψη το πρωτόκολλο σχετικά με τις δημοσιονομικές συνέπειες από τη λήξη της Συνθήκης ΕΚΑΧ και το Ταμείο Έρευνας για τον Άνθρακα και τον Χάλυβα που προσαρτάται στη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το οποίο συμφωνήθηκε στη Νίκαια στις 26 Φεβρουαρίου 2001(4),

–  έχοντας υπόψη την οικονομική έκθεση ΕΚΑΧ για το έτος 2000 την οποία δημοσίευσε η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών Υποθέσεων της Επιτροπής (Υπηρεσία Χρηματοοικονομικών Επιχειρήσεων),

–  έχοντας υπόψη τις δημοσιονομικές καταστάσεις της ΕΚΑΧ στις 31 Δεκεμβρίου 2000(5) καθώς και την έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου επ' αυτών(6),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 89, παρ. 7 του δημοσιονομικού κανονισμού της 21ης Δεκεμβρίου 1977, δυνάμει του οποίου έκαστο των οργάνων της Κοινότητας υποχρεούται να εγκρίνει όλα τα δέοντα μέτρα για να δίδει συνέχεια στις παρατηρήσεις που εμπεριέχονται στις αποφάσεις περί απαλλαγής,

–  έχοντας υπόψη την ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με την ΕΚΑΧ για το οικονομικό έτος 2000 (όπου περιλαμβάνεται η δήλωση αξιοπιστίας για την ΕΚΑΧ), και τις απαντήσεις της Επιτροπής (C5-0043/2002)(7),

–  έχοντας υπόψη την Κοινή Δήλωση Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Συμβουλίου και Επιτροπής σχετικά με τις διευθετήσεις για την μετά-ΕΚΑΧ εποχή η οποία εγκρίθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2001 στο πλαίσιο του τριμερούς διαλόγου της διαδικασίας του προϋπολογισμού (Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως)(8),

–  έχοντας υπόψη τη σύσταση του Συμβουλίου της 5ης Μαρτίου 2002 (C5-0124/2002),

–  έχοντας υπόψη τα ψηφίσματα του Συμβουλίου της 20ης Ιουλίου 1998(9) και της 21ης Ιουνίου 1999(10),

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τη Συμβουλευτική Επιτροπή ΕΚΑΧ, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών με τίτλο Λήξη της Συνθήκης ΕΚΑΧ: χρηματοοικονομικές δραστηριότητες μετά το 2002 (CΟΜ(2000) 518), η οποία περιέχει προτάσεις για αποφάσεις του Συμβουλίου, τροποποιημένες για να ληφθεί υπόψη το πρωτόκολλο της Συνθήκης της Νίκαιας (CΟΜ(2001) 121),

–  έχοντας υπόψη την έκθεση παρακολούθησης σχετικά με το ψήφισμα απαλλαγής ΕΚΑΧ για το 1999, την οποία παρουσίασε η Επιτροπή (CΟΜ(2001) 735),

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού (A5-0079/2002),

Α.  λαμβάνοντας υπόψη ότι δεδομένης της επικειμένης λήξεως της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η ΕΚΑΧ έχει παύσει να χορηγεί νέα δάνεια από δανειακά κεφάλαια από του 1997 και ότι δεν προέβη σε δανειοληπτική δραστηριότητα το 2000, μολονότι στις 31 Δεκεμβρίου 2000 εκκρεμούσαν δάνεια ύψους € 1 851 εκατ. από δανειακά κεφάλαια και € 130 εκατ. από ίδια κεφάλαια,

Β.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το 2000 η ΕΚΑΧ συνέχισε να χρηματοδοτεί την έρευνα και την αλλαγή της επαγγελματικής ειδίκευσης των εργαζομένων με επιπλέον αναλήψεις υποχρεώσεων από τον επιχειρησιακό της προϋπολογισμό ύψους € 81 εκατ. για τον πρώτο και €31 εκατ. για τον δεύτερο τομέα και με περαιτέρω ανάληψη υποχρεώσεων ύψους €19 εκατ. στο πλαίσιο του προγράμματος Rechar για τη λήψη κοινωνικών μέτρων στον τομέα του άνθρακα,

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι από 1ης Ιανουαρίου 1998 η Επιτροπή έχει ορίσει ως ποσοστό εισφοράς ΕΚΑΧ επί των προϊόντων άνθρακα και χάλυβα, εισφοράς η οποία έως τότε αποτελούσε μία από τις κύριες προσόδους για τον προϋπολογισμό ΕΚΑΧ, το 0%,

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι κύριες πηγές χρηματοδοτήσεως της ΕΚΑΧ είναι πλέον το καθαρό υπόλοιπο από τη διαχείριση των διαφόρων αποθεματικών και η ακύρωση των πιστώσεων αναλήψεως υποχρεώσεων που δεν έχουν εκτελεσθεί,

Ε.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ισολογισμός της ΕΚΑΧ, ο οποίος από του 1997 ελαττούται συνεχώς, εμφαίνει μείωση κατά € 504 εκατ. από το ύψος του 1999, με τις απαιτήσεις έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων και κατά πελατών να αποτελούν το 54,1% του συνόλου του ενεργητικού το 2000,

ΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο λογαριασμός κερδών και ζημιών σημείωσε πτώση κατά € 75,3 εκατ. έναντι του προηγουμένου έτους, με τις ζημίες από χρηματοπιστωτικές πράξεις να μειώνονται από € 42 σε € 24 εκατ. ενώ στα έσοδα οι εισπραχθέντες τόκοι μειώθηκαν από € 254 σε € 249 εκατ. και τα έσοδα που σχετίζονται με τον επιχειρησιακό προϋπολογισμό μειώθηκαν από € 105 σε € 75 εκατ.,

Ζ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το επίπεδο των αποθεματικών αναμένεται να έχει φθάσει το 100% των τρεχόντων δανείων που δεν καλύπτονται από κρατικές εγγυήσεις στις 23 Ιουλίου 2002 και λαμβάνοντας υπόψη ότι το ταμείο εγγυήσεων ανήρχετο σε € 565 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2000 ήτοι 98,8% αυτών των δανείων·

Η.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο ψήφισμά του για την αύξηση της οικονομίας και την απασχόληση που ενέκρινε στις 16 και 17 Ιουνίου 1997 στο Άμστερνταμ και το Συμβούλιο στο προαναφερθέν ψήφισμά του για το μέλλον της ΕΚΑΧ ζητούν τα έσοδα των υφισταμένων αποθεματικών να χρησιμοποιηθούν για ένα ταμείο έρευνας για τις δραστηριότητες που έχουν σχέση με τις βιομηχανίες άνθρακα και χάλυβα,

Θ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι στην προαναφερθείσα ανακοίνωσή της (CΟΜ(2001) 518) η Επιτροπή υποδείκνυε ότι τα υπό εκκαθάριση περιουσιακά στοιχεία της ΕΚΑΧ θα ανέρχονται σε € 1,6 δισ. το 2002,

Ι.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση της αποπληρωμής των εν εκκρεμότητι χρεών πρέπει να θεωρηθεί 'ίδιοι πόροι' του προϋπολογισμού της ΕΕ, πόροι που πρέπει να αποφέρουν ετησίως τόκο ύψους κατά προσέγγιση € 45 εκατ., ο οποίος θα διατίθεται στην έρευνα που σχετίζεται με τον τομέα του άνθρακα και του χάλυβα (εκτός προγράμματος πλαισίου για την έρευνα),

ΙΑ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η λήξη της Συνθήκης ΕΚΑΧ στις 23 Ιουλίου 2002 θα προκαλέσει αυτοδικαίως την πλήρη εξαφάνιση του νομικού καθεστώτος και των διαδικασιών ΕΚΑΧ και τη διάλυση της Συμβουλευτικής Επιτροπής που θέσπισε η Συνθήκη αυτή,

ΙΒ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η ετήσια έκθεση για το οικονομικό έτος 2000 σχετικά με την ΕΚΑΧ εγκρίθηκε από το Ελεγκτικό Συνέδριο στις 10 Οκτωβρίου 2001,

ΙΓ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι δημοσιονομικές καταστάσεις της ΕΚΑΧ στις 31 Δεκεμβρίου 2000 παρέχουν πιστή εικόνα τόσο των περιουσιακών στοιχείων και της οικονομικής καταστάσεως της ΕΚΑΧ στις 31 Δεκεμβρίου 2000 όσο και του αποτελέσματος των πράξεών της για το οικονομικό έτος που έκλεισε κατά την ημερομηνία αυτή,

ΙΔ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο δηλώνει ότι έχει εξασφαλισθεί επαρκώς τόσο η νομιμότητα όσο και η κανονικότητα των πράξεων εν τω συνόλω και για τον λόγο αυτόν προτείνει θετική δήλωση αξιοπιστίας,

1.  χαιρετίζει την πρόοδο που σημειώθηκε στη διαδικασία τερματισμού των δραστηριοτήτων της ΕΚΑΧ, ιδίως την παροχή δανείων και τις επιδοτήσεις επιτοκίου, εκφράζει όμως τη λύπη του για τις καθυστερήσεις που παρατηρούνται στην επίτευξη συμφωνίας σχετικά με τη νομική βάση για το νέο Ταμείο Έρευνας για τον Άνθρακα και τον Χάλυβα το οποίο θα αντικαταστήσει την ΕΚΑΧ στις δραστηριότητες στον συγκεκριμένο τομέα·

2.  σημειώνει ότι οι προβλέψεις δαπανών το 2000 για βοήθεια επανένταξης που έγιναν βάσει εκτιμήσεων που προήρχοντο από τα κράτη μέλη υπερέβαιναν τις πραγματικώς διενεργηθείσες δαπάνες κατά 46% και ότι το πλεόνασμα που προέκυψε, από κοινού με την ακύρωση αναλήψεων υποχρεώσεων, έχει συμβάλει σε περαιτέρω βελτίωση του συντελεστή φερεγγυότητας·

3.  δέχεται τη συλλογιστική της Επιτροπής περί αδυναμίας αποτιμήσεως του πραγματικού αντίκτυπου της Συνθήκης ΕΚΑΧ στην αύξηση της οικονομίας, την απασχόληση και το επίπεδο διαβιώσεως χωριστά από τους πολλούς άλλους παράγοντες που παρεμβαίνουν, παροτρύνει όμως την Επιτροπή να δημοσιεύσει ένα τεύχος το οποίο να συνοψίζει το έργο που επιτέλεσε η ΕΚΑΧ από της ενάρξεως λειτουργίας της·

4.  παροτρύνει επίσης την Επιτροπή να δημοσιεύσει το ταχύτερο δυνατόν μία συνολική αποτίμηση της έρευνας που χρηματοδοτείται από την ΕΚΑΧ, συγκεκριμένα δε μία αποτίμηση του ερευνητικού προγράμματος άνθρακα και των κριτηρίων που προτείνονται προς επιλογή νέων ερευνητικών έργων στον τομέα του άνθρακα, όπως έχει ήδη γίνει για τον τομέα του χάλυβα· θεωρεί αυτές τις αποτιμήσεις ουσιαστική βάση για το έργο του προτεινόμενου νέου Ταμείου Έρευνας για τον Άνθρακα και τον Χάλυβα·

5.  σημειώνει επίσης ότι 100% των τρεχόντων δανείων μετά τις 23 Ιουλίου 2002 τα οποία δεν έχουν την εγγύηση της κυβερνήσεως κράτους μέλους, θα καλύπτονται από τα αποθέματα ΕΚΑΧ και αναγνωρίζει τη στρατηγική συνετής χρηματοοικονομικής διαχειρίσεως της ΕΚΑΧ έως τη λήξη της Συνθήκης την οποία έχει υιοθετήσει η Επιτροπή·

6.  σημειώνει την πρόοδο στη μείωση του κόστους διοικητικής λειτουργίας η οποία παρουσιάζεται στο έγγραφο "Λήξη της Συνθήκης ΕΚΑΧ: Αντίκτυπος στο Κόστος Διοικητικής Λειτουργίας της Επιτροπής" (που παρέσχε στην Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού η επίτροπος Schreyer στις 8 Μαρτίου 2001)· ζητεί από την Επιτροπή να γνωστοποιήσει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την έκβαση της ετήσια στρατηγικής για την άσκηση πολιτικής το 2003 όσον αφορά την αναδιάταξη των υπαλλήλων που διαχειρίζονται τις δραστηριότητες της ΕΚΑΧ·

7.  χαιρετίζει την πρόοδο η οποία σημειώνεται στη μεταβίβαση της εμπειρίας που αποκτήθηκε στο πλαίσιο της ΕΚΑΧ στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ) και υποστηρίζει τις προσπάθειες που καταβάλλει η Επιτροπή για την προώθηση νέας δομής εργασίας εντός της ΟΚΕ προς αντιμετώπιση θεμάτων που αφορούν τον βιομηχανικό μετασχηματισμό με την ενσωμάτωση βελτίστων πρακτικών όπως διαμορφώθηκαν στο πλαίσιο των τομέων του άνθρακα και του χάλυβα·

8.  παροτρύνει την Επιτροπή να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τα υποψήφια προς ένταξη κράτη σχετικά με τους όρους συμμετοχής τους στο νέο ταμείο έρευνας ευθύς ως τούτο ιδρυθεί και ζητεί από την Επιτροπή να γνωστοποιήσει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την πρόοδο αυτών των διαπραγματεύσεων·

9.  ζητεί από την Επιτροπή να εξηγήσει τις καθυστερήσεις που παρατηρούνται στη βελτίωση των λογαριασμών που σχετίζονται με τα δάνεια προς υπαλλήλους, παραπέμποντας συγκεκριμένα στην παρουσίαση των εκθέσεων που αγνοούνται και για τις οποίες είχε υπάρξει υπόσχεση για τα τέλη του 2001 στις απαντήσεις που παρέσχε σχετικά με το σημείο 22 της ετησίας εκθέσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τις δημοσιονομικές καταστάσεις της ΕΚΑΧ για το οικονομικό έτος 2000·

10.  χαιρετίζει το ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο αποτιμά θετική τη διαχείριση του προϋπολογισμού 2000 ΕΚΑΧ από την Επιτροπή και τη θέσπιση συστήματος μετρήσεως επιδόσεων από την Επιτροπή, συστήματος το οποίο έχει μετρήσει μέση τιμή αποδόσεως των ρευστοποιήσιμων στοιχείων ενεργητικού 4,72% για το φορολογικό έτος 2000· φρονεί όμως ότι το ως άνω ποσοστό αποδόσεως πρέπει να συνοδεύεται τα επόμενα οικονομικά έτη από ποσοστό αποδόσεως αναφοράς για να μπορούν οι ελεγκτές να προβαίνουν σε αποτίμηση η οποία να έχει νόημα·

11.  καλεί ως εκ τούτου την Επιτροπή να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο πρόταση περί κατευθυντηρίων γραμμών για τις επενδύσεις και ποσοστό αποδόσεως στόχο των χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού τα οποία διαχειρίζεται, συγκεκριμένα δε εκείνων των στοιχείων ενεργητικού τα οποία διαχειρίζεται επί του παρόντος για την ΕΚΑΧ αλλά τα οποία θα αποτελούν την πηγή εσόδων του προτεινόμενου Ταμείου Έρευνας για τον Άνθρακα και τον Χάλυβα· προτείνει αυτό το ποσοστό αποδόσεως στόχος να συνδέεται σταθερά με αντικειμενικό υπολογισμό μέσων τιμών αποδόσεως των κρατικών ομολόγων στην ΕΕ·

12.  καλεί περαιτέρω την Επιτροπή να εξηγήσει τα μέτρα που θα εγκρίνει για να εξασφαλίσει ότι όλα τα έσοδα που προκύπτουν από αυτή τη χρηματοοικονομική διαχείριση θα περιορίζονται αυστηρώς στη λειτουργία του Ταμείου Έρευνας και δεν θα διοχετεύονται εν μέρει στον γενικό προϋπολογισμό·

13.  παροτρύνει την Επιτροπή για μία εισέτι φορά να εξασφαλίσει τη μεγίστη διαφάνεια παρέχοντας στοιχεία που επηρεάζουν την αξία του ενεργητικού της ΕΚΑΧ·

14.  τονίζει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα συνεχίσει να παρακολουθεί την αποτελεσματική χρήση των χρημάτων των φορολογουμένων, ιδίως με σκοπό την έρευνα στους τομείς του άνθρακα και του χάλυβα, ακόμη και όταν η ΕΚΑΧ θα έχει παύσει να υπάρχει.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

IΣΟΛΟΓIΣΜΟΣ ΤΗΣ Ε.Κ.Α.Χ. ΣΤIΣ 31 ΔΕΚΕΜΒΡIΟΥ 2000

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ

(όλα τα ποσά σε €)

31 Δεκεμβρίου 2000

31 Δεκεμβρίου 1999

Διαθέσιμα στις κεντρικές τράπεζες

84 650

95 385

Απαιτήσεις κατά πιστωτικών ιδρυμάτων

645 009 949

1 007 935 493

Απαιτήσεις κατά πελατών

1 501 804 675

1 583 067 740

Κινητές αξίες

1 723 746 372

1 768 229 093

Ενσώματα και ασώματα στoιχεία ενεργητικoύ

0

710 287

Λoιπά στoιχεία ενεργητικoύ

5 170 347

9 025 480

Ρυθμιστικoί λoγαριασμoί

96 173 610

106 529 763

ΣΥΝΟΛΟ ΕΝΕΡΓΗΤIΚΟΥ

3 971 989 603

4 475 593 241

Υπoχρεώσεις εκτός ισoλoγισμoύ

430 881 628

427 969 333

ΠΑΘΗΤIΚΟ

(όλα τα ποσά σε €)

31 Δεκεμβρίου 2000

31 Δεκεμβρίου 1999

Οφειλές σε πιστωτικά ιδρύματα

981 630 568

1 408 815 543

Οφειλές που αντιπροσωπεύονται από παραστατικό

1 062 076 396

1 027 547 730

Λoιπά στoιχεία παθητικoύ

7 494 034

23 630 708

Ρυθμιστικoί λoγαριασμoί

91 947 305

89 402 188

Σύνoλo υπoχρεώσεων πρoς τρίτoυς

2 143 148 303

2 549 396 169

Επιχειρησιακός προϋπολογισμός ΕΚΑΧ

835 516 282

949 154 370

Ταμείο εγγυήσεων

565 000 000

553 000 000

Προβλέψεις για υψηλούς κινδύνους

17 000 000

18 000 000

Άλλες προβλέψεις

158 663 347

155 196 643

Σύνολο προβλέψεων

740 663 347

726 196 643

Ειδικό αποθεματικό

176 055 284

176 055 284

Παλαιό ταμείο συντάξεων

74 577 321

72 959 662

Μεταφερθέντα αποτελέσματα

213 454

666 841

Αποτέλεσμα χρήσεως

1 815 612

1 164 272

Σύνολο αποθεματικών και αποτελεσμάτων

252 661 671

250 846 059

ΣΥΝΟΛΟ ΠΑΘΗΤIΚΟΥ

3 971 989 603

4 475 593 241

Υπoχρεώσεις εκτός ισoλoγισμoύ

426 626 265

415 913 293

ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΚΕΡΔΩΝ ΚΑΙ ΖΗΜΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΗΣΗ

ΠΟΥ ΛΗΓΕΙ ΣΤΙΣ 31 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2000

(όλα τα ποσά σε €)

31 Δεκεμβρίου 2000

31 Δεκεμβρίου 1999

Τόκoι και εξoμoιoύμενα έξoδα

170 536 669

179 314 809

Καταβληθείσες πρoμήθειες

439 219

439 353

συναλλαγματικές διαφορές

862 006

1 429 678

ζημίες από πράξεις σε ομολογίες και άλλους τίτλους με σταθερή απόδοση

6 703 555

3 940 390

διορθώσεις αξίας σε ομολογίες και άλλους τίτλους με σταθερή απόδοση

2 960 265

36 720 808

διορθώσεις αξίας σε μετοχές και άλλους τίτλους με κυμαινόμενη απόδοση

13 920 110

0

Σύνολο

24 445 936

42 090 876

Έξoδα διoικητικής λειτoυργίας

5 000 000

5 000 000

Διορθώσεις αξίας σε γήπεδα και κτίρια

166 180

328 378

Άλλα έξοδα εκμετάλλευσης

315 884

308 312

διορθώσεις αξίας επί απαιτήσεων

12 590 342

13 479 465

επιχορήγηση ταμείου εγγύησης

12 000 000

23 000 000

επιχορήγηση λοιπών προβλέψεων έναντι κινδύνων και εξόδων

17 134 135

2 874 287

Σύνολο

41 724 477

39 353 752

Έκτακτα έξοδα

270 668

2 984 370

Αναλήψεις νομικών υποχρεώσεων κατά τη χρήση

129 942 347

145 553 799

Επιχορήγηση πρόβλεψης για τη χρηματοδότηση του επιχειρησιακού προϋπολογισμού ΕΚΑΧ

0

34 000 000

ΣΥΝΟΛΟ ΕΞΟΔΩΝ

372 841 380

449 373 649

Αποτέλεσμα χρήσης

1 815 612

1 164 272

ΣΥΝΟΛΟ

374 656 992

450 537 921

ΕΣΟΔΑ

Τόκoι και εξoμoιoύμενα έσoδα

248 795 316

254 449 772

Εισπραχθείσες προμήθειες

93 400

0

Κέρδη από χρηματοπιστωτικές πράξεις

26 444 507

24 889 284

Επιστροφές διορθώσεων αξίας επί απαιτήσεων και προβλέψεων

14 155 711

65 891 747

Άλλα έσοδα εκμετάλλευσης

2 122 461

455 630

Έκτακτα έσοδα

2 427 191

14 166

Έσοδα σχετιζόμενα με τον επιχειρησιακό προϋπολογισμό ΕΚΑΧ

74 618 406

104 837 322

Επιστροφή πρόβλεψης για τη χρηματοδότηση του επιχειρησιακού προϋπολογισμού ΕΚΑΧ

6 000 000

0

ΣΥΝΟΛΟ ΕΣΟΔΩΝ

374 656 992

450 537 921

ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΕΠIΧΕIΡΗΣIΑΚΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓIΣΜΟΥ ΕΚΑΧ

(όλα τα ποσά σε €)

31 Δεκεμβρίου 2000

31 Δεκεμβρίου 1999

Δαπάνες

Δαπάνες διοικητικής λειτουργίας

5 000 000

5 000 000

Αναλήψεις νομικών υποχρεώσεων

129 942 347

145 553 799

Χρηματοδότηση μελλοντικών επιχειρησιακών προϋπολογισμών

0

34 000 000

Σύνολο

134 942 347

184 553 799

Έσοδα

Εισφορά

Πρόστιμα

16 605 836

Αποπληρωμή επιδοτήσεων επιτοκίου

1 955 203

2 557 049

Διάφορα

1 035 599

320 008

Χρηματοδότηση μελλοντικών επιχειρησιακών προϋπολογισμών

6 000 000

Ακυρώσεις αναλήψεων νομικών υποχρεώσεων

71 627 605

85 354 429

Καθαρό υπόλοιπο χρήσης

54 323 940

79 716 477

Σύνολο

134 942 347

184 553 799

Αποτέλεσμα της εκτέλεσης του προϋπολογισμού

0

0

Καθορισμός του αποτελέσματος της χρήσης

(ποσά προσδιορισθέντα σε €)

31 Δεκεμβρίου 2000

31 Δεκεμβρίου 1999

Αποτέλεσμα των πράξεων εκτός προϋπολογισμού μετά την αφαίρεση του καθαρού υπολοίπου που διατέθηκε για τον επιχειρησιακό προϋπολογισμό

27 815 612

3 164 272

Αποτέλεσμα της εκτέλεσης του προϋπολογισμού

0

0

Σύνολο

27 815 612

3 164 272

Διάθεση/ανάληψη από το αποθεματικό για τη χρηματοδότηση του επιχειρησιακού προϋπολογισμού/απρόβλεπτα του προϋπολογισμού

-14 000 0000

21 000 000

Διάθεση πιστώσεων στο ταμείο εγγυήσεων

-12 000 000

- 23 000 000

Αποτέλεσμα πριν από τη διάθεση

1 815 612

1 164 272

(1) ΕΕ C 185 της 30.6.2001, σ. 2.
(2) ΕΕ C  363 της 19.12.2001, σ. 40.
(3) ΕΕ C  366 της 20.12.2001, σ. 1.
(4) ΕΕ C 80 της 10.3.2001, σ. 67
(5) ΕΕ C 185 της 30.6.2001, σ. 2.
(6) ΕΕ C 363 της 19.12.2001, σ. 40.
(7) ΕΕ C 366 της 20.12.2001, σ. 1.
(8) SN 4609/01 Αναθ. 1.
(9) ΕΕ C 247 της 7.8.1998, σ. 5.
(10) ΕΕ C 190 της 7.7.1999, σ. 1.


Απαλλαγή 2000: Τμήμα Ι
PDF 460kWORD 163k
Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τη χορήγηση απαλλαγής όσον αφορά την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2000 (Τμήμα I – Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (SEC(2001) 530 - C5-0238/2001 – 2001/2103(DEC))
P5_TA(2002)0167A5-0098/2002

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη τον λογαριασμό διαχείρισης και τον δημοσιονομικό ισολογισμό για το οικονομικό έτος 2000 (SEC(2001) 530 – C5-0238/2001),

–  έχοντας υπόψη την ετησία έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου για το οικονομικό έτος 2000 και τις απαντήσεις των Οργάνων (C5-0617/2001)(1),

–  έχοντας υπόψη τη Δήλωση Αξιοπιστίας σχετικά με την αξιοπιστία των λογαριασμών και τη νομιμότητα και κανονικότητα των υποκειμένων πράξεων την οποία παρέσχε το Ελεγκτικό Συνέδριο σύμφωνα με το άρθρο 248 της Συνθήκης ΕΚ (C5-0617/2001),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 275 της Συνθήκης ΕΚ, το άρθρο 78δ της Συνθήκης ΕΚΑΧ και το άρθρο 179α της Συνθήκης ΕΚΑΕ,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 77 του Δημοσιονομικού Κανονισμού και το άρθρο 13 των εσωτερικών κανόνων για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

–  έχοντας υπόψη τον Κανονισμό του και ειδικότερα το άρθρο 184, παράγραφος 3,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού (A5- 0098/2002),

1.  σημειώνει τα στοιχεία με τα οποία έκλεισαν οι λογαριασμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το οικονομικό έτος 2000 με βάση τα εξής ποσά:

Χρησιμοποίηση των πιστώσεων (σε €)

Πιστώσεις για το οικονομικό έτος 2000(2)

Πιστώσεις που μεταφέρθηκαν από το οικονομικό έτος1999

Άρθρο 7(1)(β) Δημ. Καν.

Άρθρο 7(1)(α) Δημ. Καν.

Διαθέσιμες πιστώσεις

979 924 397.00

103 330 878.72

Αναληφθείσες υποχρεώσεις

972 828 892.09

Καταβληθείσες πληρωμές

885 733 890.92

94 201 060.87

Πιστώσεις που μεταφέρθηκαν στο 2001

· Άρθρο 7(1)(β) του Δημ. Κανονισμού

87 095 001.17

· Άρθρο 7(1)(α) του Δημ. Κανονισμού

Ακυρωθείσες πιστώσεις

7 095 504.91

9 129 817.85

Ισολογισμός της 31ης Δεκεμβρίου 2000: 1 688 061 835

Εκτέλεση του προϋπολογισμού

2.  διαπιστώνει το υψηλό επίπεδο εκτέλεσης του προϋπολογισμού όπως εμφαίνεται από:

   το υψηλό ποσοστό απορρόφησης των διαθεσίμων πιστώσεων του οικονομικού έτους 2000 (99,28% έναντι 98,97% το 1999),
   το εν γένει συγκρίσιμο επίπεδο της χρησιμοποίησης των αυτομάτως μεταφερθεισών πιστώσεων από το 1999 (91,16% έναντι 91,96% από το 1998 στο 1999),
   την αύξηση του λόγου των πληρωμών προς τις αναληφθείσες υποχρεώσεις (91,05% έναντι 88,68% το 1999)·

3.  αναγνωρίζει πάντως ότι η γενικώς ευνοϊκή εικόνα όσον αφορά το ποσοστό απορρόφησης στρεβλώνεται από τη συστηματική χρήση της συγκεντρωτικής μεταφοράς υπολοίπων στο τέλος του έτους η οποία τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιήθηκε για τη συγκέντρωση διαθέσιμων πιστώσεων από όλον τον προϋπολογισμό του Κοινοβουλίου προκειμένου να διενεργηθούν καταβολές κεφαλαίου εν είδει προ της λήξεως εξοφλήσεως των ποσών που οφείλονται σε σχέση με τα κτίρια του οργάνου·

4.  διαπιστώνει ότι όσον αφορά το επίπεδο χρησιμοποίησης των πιστώσεων για μεμονωμένες θέσεις του προϋπολογισμού ήταν δυνατόν να μεταφερθούν € 4 410 000 από την θέση 1100 (βασικοί μισθοί) και € 4 200 000 από τη θέση 1870 (διερμηνείς και τεχνικοί συνεδριάσεων) ως μέρος της συγκεντρωτικής μεταφοράς υπολοίπων C10 την οποία ακολούθησε μεταφορά άλλων € 700 000 από τη θέση 1870 ως μέρος της μεταφοράς C10 (συμπληρωματική)· υπενθυμίζει ότι η παράλειψη της Διοίκησης να καταχωρήσει δεόντως το κόστος της διερμηνείας κατά τη διάρκεια του 2000 οδήγησε στην άρνηση χορήγησης θεώρησης αριθ. 01/06 του Δημοσιονομικού Ελεγκτή· ζητεί να ενημερωθεί από τη Διοίκηση, το αργότερο έως την 1η Ιουλίου 2002, σχετικά με το αποτέλεσμα της διοικητικής έρευνας για την οποία περιλαμβάνεται δέσμευση στην απόφαση περί παράκαμψης που υπέγραψε η Πρόεδρος στις 13 Δεκεμβρίου 2001·

5.  εκφράζει την ικανοποίησή του για τις πληροφορίες που περιέχονται στην έκθεση του Δημοσιονομικού Ελεγκτή προς το όργανο αριθ. 01/01 σύμφωνα με τις οποίες το ποσοστό σφάλματος (που προσδιορίζεται βάσει των δημοσιονομικών εγγράφων που επεστράφησαν για διόρθωση και συμπλήρωση ως ποσοστό του συνολικού αριθμού εγγράφων που υπεβλήθησαν) μειώθηκε από 8,4% το 1999 σε 7% το 2000 και επί του συνολικού αριθμού εγγράφων που ελέγχθηκαν (33 335) μόνον 8 τελικώς κατέληξαν σε άρνηση χορήγησης θεώρησης από τον Δημοσιονομικό Ελεγκτή – για 5 από τα οποία η άρνηση χορήγησης θεώρησης δεν ελήφθη υπόψη –, αμφότερα δε τα ποσά αντιπροσωπεύουν καθοδική τάση· εκφράζει την ανησυχία του για το γεγονός ότι τα πολυάριθμα σφάλματα, τα οποία τώρα εντοπίζονται και διορθώνονται με ενέργειες του Δημοσιονομικού Ελεγκτή, θα περνούν απαρατήρητα αν και όταν καταργηθεί η εκ των υστέρων επαλήθευση με την καθιέρωση του προτεινόμενου συστήματος εσωτερικού ελέγχου·

6.  σημειώνει το συμπέρασμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην ανακοίνωσή του της 12ης Νοεμβρίου 2001 σχετικά με τις αποφάσεις για παράκαμψη των αρνήσεων χορήγησης θεώρησης κατά το οικονομικό έτος 2000 σύμφωνα με το οποίο η πτυχή αυτή του εσωτερικού ελέγχου λειτουργεί κανονικά από την άποψη ότι αποκαλύπτει ανωμαλίες της διοικητικής διαχείρισης·

7.  επισημαίνει, ωστόσο, ότι διάφορες περιπτώσεις που δικαιολογούσαν άρνηση χορήγησης θεώρησης δεν αφορούσαν "αναληφθείσα νομική υποχρέωση"· διερωτάται κατά πόσο η Διοίκηση έπραξε ορθά να τις υποβάλει προς παράκαμψη της άρνησης θεώρησης· εμμένει στην άποψη ότι οι διατάκτες πρέπει να αναλαμβάνουν προσωπική ευθύνη για λάθη και παρανομίες που οδηγούν σε τέτοιες περιπτώσεις· ζητεί από τη Διοίκηση να λάβει γρήγορα διορθωτικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της άμεσης ακύρωσης των εν λόγω προτάσεων, αντί να ακολουθήσει την τρέχουσα, σχεδόν αυτόματη, πρακτική της προσφυγής στη διαδικασία παράκαμψης της άρνησης θεώρησης·

Παρουσίαση των λογαριασμών

8.  λαμβάνει υπό σημείωση την παρατήρηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην ετήσια έκθεσή του για το 2000 (παράγραφος 7.3) ότι η γενική προσέγγιση που υιοθετείται από τα θεσμικά όργανα για την ανάλυση της δημοσιονομικής διαχείρισης δεν επιτυγχάνει να ενημερώσει τους αναγνώστες για τα πλέον σημαντικά στοιχεία των δαπανών του οικονομικού έτους καθώς και την επίκριση ότι το Κοινοβούλιο δεν εξηγεί τη διαδικασία για τη διάθεση των μη χρησιμοποιηθεισών πιστώσεων από άλλα κονδύλια του προϋπολογισμού για την αποπληρωμή του κεφαλαίου για ακίνητα· συμφωνεί με το Ελεγκτικό Συνέδριο ότι τα θεσμικά όργανα εν γένει και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ειδικότερα πρέπει να παρέχουν συνολικότερη ανάλυση, η οποία θα επικεντρώνεται στις σημαντικότερες τάσεις των δαπανών και στα κυριότερα περιουσιακά στοιχεία και θα εντοπίζει τις βασικές εξοικονομήσεις πόρων και τα μέτρα αποτελεσματικότητας·

9.  πιστεύει ότι οι λογαριασμοί του Κοινοβουλίου που περιλαμβάνουν τον ισολογισμό και τον λογαριασμό διαχείρισης όπως δημοσιεύθηκαν με τους αντίστοιχους λογαριασμούς όλων των θεσμικών οργάνων στον "compte de gestion"(3) που παρήγαγε η Επιτροπή πρέπει να παρουσιάζονται σε φιλικότερη για τον χρήστη μορφή (κατ' αναλογίαν προς τον απολογισμό της εταιρείας στους συμμετόχους της) κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι προσιτοί στους πολίτες της Ένωσης και να είναι ευκόλως κατανοητοί από τον απλό αναγνώστη χωρίς να απαιτούνται γνώσεις ειδικού στην λογιστική ή γνώσεις των δημοσιονομικών εργασιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

10.  αναθέτει στον Γενικό Γραμματέα του να υποβάλει έγγραφο εργασίας για τη σκοπιμότητα και τις συνολικές επιπτώσεις της αναθεώρησης της παρουσίασης των λογαριασμών του Κοινοβουλίου στην Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού έως την 1η Ιουλίου 2002·

11.  επισημαίνει ότι μολονότι το Ελεγκτικό Συνέδριο παρέχει ενιαία Δήλωση Αξιοπιστίας με βάση τους ενοποιημένους λογαριασμούς όλων των εσόδων και δαπανών της Κοινότητας σύμφωνα με το άρθρο 248(1) της Συνθήκης ΕΚ, αυτή η Δήλωση Αξιοπιστίας παρόλα αυτά περιέχει παρατηρήσεις που αφορούν τη νομιμότητα και κανονικότητα των πράξεων που διενεργούν μεμονωμένα θεσμικά όργανα· ζητεί από το Συνέδριο για περισσότερη διαφάνεια να εξετάσει τη δυνατότητα έκδοσης ξεχωριστής Δήλωσης Αξιοπιστίας για κάθε θεσμικό όργανο στην επόμενη ετήσια έκθεσή του· ζητεί από τον Γενικό Γραμματέα του να διαθέσει στην Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού την επιστολή του Ελεγκτικού Συνεδρίου για το συγκεκριμένο τομέα και τις απαντήσεις της Διοίκησης·

12.  παρατηρεί ότι δεδομένου ότι η κατάσταση εσόδων του Κοινοβουλίου περιλαμβάνει ποσά ύψους €19 600 463 σε σχέση με τις εισφορές του προσωπικού στο σύστημα συνταξιοδότησης (άρθρο 401) και €1 290 126 σε σχέση με τις εισφορές των βουλευτών στο σύστημα συνταξιοδότησης (άρθρο 910), θα ήταν επιθυμητό ο ισολογισμός του Κοινοβουλίου να περιλαμβάνει επεξήγηση του τρόπου με τον οποίο οι πιθανές αυτές υποχρεώσεις πρέπει να εκτελούνται, π.χ. με μνεία των σημειώσεων για τις αναλήψεις υποχρεώσεων εκτός ισολογισμού που επισυνάπτονται στους ενοποιημένους λογαριασμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

Διαχείριση

13.  εκφράζει την ικανοποίησή του για την πρόοδο που σημείωσε η καθιέρωση της διαχείρισης βάσει δραστηριοτήτων στη διαχείριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αλλά θεωρεί ότι τα αποτελέσματα είναι αρκετά συγκρατημένα και προπαρασκευαστικά· ζητεί να ληφθούν πιο φιλόδοξα μέτρα· υπογραμμίζει την ανάγκη για εκχώρηση εξουσιών και αρμοδιοτήτων σε χαμηλότερο επίπεδο διοίκησης καθώς και την ανάγκη να διευκρινισθούν και ενισχυθούν τα μεμονωμένα καθήκοντα και ευθύνες εκάστου μέλους του προσωπικού·

14.  λαμβάνει υπό σημείωση τις συστάσεις της προσωρινής μελέτης σχετικά με την πολιτική προσωπικού "ROME-ΡΕ"(4) για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των ανθρώπινων πόρων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου· προτείνει οι συστάσεις να ληφθούν υπόψη παράλληλα με τις υφιστάμενες προτάσεις για αναμόρφωση του προσωπικού με σκοπό να προωθηθεί η αποτελεσματικότητα της διαχείρισης και να αποσαφηνισθεί η προσωπική ευθύνη και η υποχρέωση απόδοσης λογαριασμού των υπαλλήλων·

15.  υπογραμμίζει τη δέσμευσή του Κοινοβουλίου για τη συγκρότηση ανεξάρτητης υπηρεσίας εσωτερικού ελέγχου σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) 762/2001(5) του Συμβουλίου που τροποποιεί το άρθρο 24 του Δημοσιονομικού Κανονισμού· επισημαίνει την απόφαση του Προεδρείου της 28ης Νοεμβρίου 2001 σχετικά με τη σύσταση τέτοιας υπηρεσίας· υπογραμμίζει ότι η υπηρεσία πρέπει να είναι ανεξάρτητη, να διαθέτει δε τη δυνατότητα άμεσης επαφής με τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου στις περιπτώσεις όπου υποπίπτουν στην αντίληψη του εσωτερικού ελεγκτή σοβαρά ζητήματα· καλεί το Προεδρείο να δώσει προτεραιότητα στην έγκριση των απαιτούμενων τροποποιήσεων στους εσωτερικούς δημοσιονομικούς κανόνες του· θεωρεί ότι ο εσωτερικός ελεγκτής πρέπει να είναι έμπειρος επαγγελματίας με κατάρτιση υψηλού επιπέδου στον τομέα του λογιστικού ελέγχου, και να μπορεί να ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη ανεξαρτησία σύμφωνα με τα αντίστοιχα διεθνή πρότυπα· πιστεύει ότι οι πρόσφατες εμπειρίες από ορισμένες τράπεζες και μεγάλα συγκροτήματα που υπέστησαν καταστροφικές ζημίες λόγω ελλιπών εσωτερικών ελέγχων δείχνουν ότι η αποδυνάμωση του μηχανισμού ελέγχου θα απέβαινε εις βάρος της χρηστής διαχείρισης των κονδυλίων των ευρωπαίων φορολογουμένων· εμμένει στην άποψη ότι η ανεξαρτησία των ελεγκτών και της λειτουργίας του ελέγχου πρέπει να διασφαλιστούν από την υπαγωγή σε διαχειριστές δαπανών·

Πολιτική προσωπικού

16.  υποστηρίζει την αρχή επί της οποίας βασίζεται η πολιτική για την κινητικότητα του προσωπικού· δέχεται ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, υπάρχει ανάγκη για κάποια ευελιξία προκειμένου να διατηρηθούν η συνέχεια και η σταθερότητα σε ιδιαίτερες στιγμές κατά τις οποίες υπάλληλοι με σημαντική πείρα σε δεδομένο τομέα είναι απαραίτητοι για την εκπλήρωση σημαντικών καθηκόντων· θεωρεί ότι το Κοινοβούλιο θα πρέπει να χρησιμοποιεί συχνότερα έκτακτο προσωπικό για την εκτέλεση ορισμένων εξειδικευμένων εργασιών·

17.  εκφράζει τη λύπη του για το μικρό ποσοστό γυναικών σε υπεύθυνες θέσεις· ζητεί από το Γενικό Γραμματέα να λάβει υπόψη του το έλλειμμα αυτό και να εφαρμόζει πολιτική ισοκατανομής μεταξύ ανδρών και γυναικών για την κάλυψη νέων θέσεων·

18.  υπενθυμίζει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει ταχθεί επανειλημμένα υπέρ της ισότητας ευκαιριών, και ιδιαίτερα υπέρ της τοποθέτησης γυναικών σε υψηλές θέσεις των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων· υπενθυμίζει, στο πλαίσιο αυτό, το ψήφισμά του της 11ης Φεβρουαρίου 1994 για τη συμμετοχή των γυναικών σε όργανα λήψης αποφάσεων(6), με το οποίο τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα καλούνταν, ως εργοδότες, να θέσουν στόχους σχετικά με τις προσλήψεις γυναικών και το ποσοστό γυναικών με διευθυντικά καθήκοντα, και να θεσπίσουν σχετικές ποσοστώσεις σε περίπτωση που οι στόχοι αυτοί δεν επιτυγχάνονταν έως το έτος 2000· (οι στόχοι έως το 2000 ήταν: 40% γυναικών στο προσωπικό· 30% γυναικών στην κατηγορία Α με ίσα ποσοστά σε όλους τους βαθμούς)·

19.  εκφράζει τη βαθύτατη λύπη του για το γεγονός ότι η εν λόγω δέσμευση δεν υλοποιήθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο· διαπιστώνει ότι κατά το διάστημα από τον Ιούλιο του 2000 έως το Δεκέμβριο του 2001 ορίστηκαν άνδρες σε τρεις θέσεις Α1, μόνο μία γυναίκα για τρεις θέσεις Α2 και καμιά γυναίκα για δώδεκα θέσεις Α3, μολονότι υπήρχαν υποψηφιότητες γυναικών για πολλές από τις θέσεις αυτές· επικρίνει την ανησυχητική κατάσταση που επικρατεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο· ερωτά επίσης, τι καθεστώς διαθέτει η COPEC στις διαδικασίες πρόσληψης και προαγωγής των υπαλλήλων·

20.  επιμένει ότι στο εξής, όπως συμβαίνει στην Επιτροπή, πρέπει να καθορισθεί ετήσιος αριθμός τοποθέτησης γυναικών σε υψηλές θέσεις (Α3, Α2, Α1) και επιφυλάσσεται να αμφισβητεί στο εξής τις προαγωγές στις θέσεις αυτές, όταν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν επιλέγει τις γυναίκες των οποίων οι υποψηφιότητες είχαν γίνει δεκτές·

21.  ενθαρρύνει τη Διοίκηση να λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε να καταστεί δυνατή σε όλες τις γενικές διευθύνσεις η μερική απασχόληση των υπαλλήλων που υποβάλουν σχετική αίτηση·

22.  γνωρίζει ότι το ποσοστό των γυναικών σε υψηλές θέσεις της διοίκησης του Κοινοβουλίου είναι σχετικά χαμηλό· καλεί το Γενικό Γραμματέα του να εφαρμόσει πολιτική διοργανικής κινητικότητας για την αύξηση του αριθμού των γυναικών υποψηφίων οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις για ανώτερες θέσεις του Κοινοβουλίου·

23.  σημειώνει ότι η εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν τις ανταλλαγές υπαλλήλων με εθνικές και περιφερειακές διοικήσεις οδήγησαν σε δύο αρνήσεις χορήγησης θεώρησης το 2000 (αριθ. 00/04 και 00/08), για τις οποίες η Διοίκηση δεν επεδίωξε τη λήψη απόφασης για παράκαμψή τους· ζητεί από τον Γενικό Γραμματέα να υποβάλει έκθεση για την εφαρμογή της πολιτικής των ανταλλαγών υπαλλήλων εφόσον συνέβησαν τέτοια περιστατικά·

24.  λαμβάνει υπό σημείωση τις περιπτώσεις που προβάλλουν τη δυνατότητα για κατάχρηση στο σύστημα στάθμισης των συντάξεων του προσωπικού τις οποίες έφεραν στο φως οι εκθέσεις του Δημοσιονομικού Ελεγκτή προς το θεσμικό όργανο αριθ. 00/03 και 01/01· παρατηρεί ότι η Διοίκηση αναθεώρησε τώρα τις εσωτερικές της διαδικασίες σύμφωνα με τις συστάσεις του Δημοσιονομικού Ελεγκτή· ζητεί από τον Γενικό Γραμματέα να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός όσον αφορά την εξακρίβωση των δηλώσεων του τόπου κατοικίας των συνταξιούχων· ζητεί από την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και Εσωτερικής Αγοράς να μελετήσει, στο πλαίσιο της εξέτασης της επικείμενης πρότασης της Επιτροπής για την τροποποίηση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, κατά πόσο θα πρέπει να διατηρηθεί το ισχύον σύστημα στάθμισης των συντάξεων του προσωπικού·

25.  εκφράζει την ικανοποίησή του για τη συνεχιζόμενη καθοδική τάση του συνολικού αριθμού και του κόστους αποστολών του προσωπικού μεταξύ των τριών τόπων εργασίας του Κοινοβουλίου και ιδιαίτερα μεταξύ Λουξεμβούργου και Βρυξελλών όπως εμφαίνεται από τα ακόλουθα στοιχεία:

Σύνολο

Λουξεμβούργο- Βρυξέλλες

Βρυξέλλες-Λουξεμβούργο

2000

1999

1998

2000

1999

1998

2000

1999

1998

Αριθμός αποστολών

9549

10153

10876

7059

7467

8463

2490

2686

2413

Αριθμός ημερών

16342

18882

20380

13396

15446

17244

2946

3436

3136

Κόστος σε εκατ. €

2,8

3,2

3,4

2,25

2,6

2,9

0,55

0,6

0,5

26.  υπενθυμίζει την παράγραφο 9 της απόφασής του της 4ης Απριλίου 2001(7) σχετικά με την απαλλαγή για το 1999 η οποία αναφέρεται στις έρευνες της OLAF στα ζητήματα που ανέκυψαν από τις αρνήσεις θεώρησης αριθ. 99/07 και 99/09 και καλεί την OLAF να κοινοποιήσει τα πορίσματά της·

Κατάρτιση

27.  υπογραμμίζει ότι έχει σημασία να γίνεται πιο αποτελεσματική χρήση των υπαρχόντων ανθρωπίνων πόρων μέσω της κατάρτισης και αναδιάταξης παρά μέσω της αύξησης του οργανογράμματος·

28.  μολονότι χαιρετίζει τη διεξαγωγή εισαγωγικών μαθημάτων λογιστικής και λογιστικού ελέγχου, θεωρεί ότι τέτοιου είδους μαθήματα δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τα σοβαρά επαγγελματικά προσόντα και την πείρα στο εμπόριο· τα διοικητικά στελέχη δεν μπορούν να βασίζονται σε σύντομους κύκλους μαθημάτων·

29.  προτρέπει, εκτός από την υποχρεωτική κατάρτιση σε θέματα δημοσιονομικής διαχείρισης για όλους τους νέους διατάκτες, να ζητηθεί από όλους τους υπαλλήλους με αρμοδιότητες διαχείρισης να παρακολουθήσουν μάθημα στον τομέα της διαχείρισης των ανθρωπίνων πόρων· εκείνοι που κατέχουν ήδη θέσεις διαχείρισης πρέπει να ενθαρρυνθούν να το πράξουν·

30.  εκπλήσσεται διότι ο αριθμός των υπαλλήλων που συμμετείχαν σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης το 2000 μειώθηκε σε σχέση με το 1999 όπως επίσης μειώθηκε και ο αριθμός των διαθέσιμων μαθημάτων· τονίζει ότι όλοι οι υπάλληλοι πρέπει να έχουν την ευκαιρία να αναπτύξουν νέες δεξιότητες καθώς και να βελτιώσουν τις υπάρχουσες· ενθαρρύνει την έμφαση σε επαγγελματικές δεξιότητες ιδιαίτερης ωφέλειας για την υπηρεσία·

31.  αναγνωρίζει το έργο που ξεκίνησε ήδη σε κάθε Γενική Διεύθυνση για καθιέρωση δικών τους προγραμμάτων κατάρτισης και την προσφορά στο προσωπικό της δυνατότητας για on-line εγγραφή στα μαθήματα επαγγελματικής κατάρτισης· αναγνωρίζει την ανάγκη για υποστήριξη των δυνατοτήτων κατάρτισης εάν θέλει πράγματι το Κοινοβούλιο να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις και να εργασθεί αποτελεσματικότερα·

Προσλήψεις

32.  θεωρεί ότι οι γενικοί διαγωνισμοί πρέπει να διενεργούνται σε διοργανική βάση και το Κοινοβούλιο, όπως και τα άλλα όργανα, να μπορούν να προσλαμβάνουν από κοινό κατάλογο επιτυχόντων προκειμένου να εξασφαλισθεί κοινή ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση, να υπάρξει εξοικονόμηση κόστους και να βελτιωθεί η μεταγενέστερη κινητικότητα μεταξύ θεσμικών οργάνων· αναμένει την οριστική απόφαση για τη σύσταση διοργανικής υπηρεσίας προσλήψεων· θεωρεί ότι θα πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη κατά τη διαδικασία προσλήψεων η ανάλυση των ικανοτήτων των υποψηφίων για ομαδική εργασία

Τόποι εργασίας και κτίρια

33.  σημειώνει ότι ακόμη και το μεταβλητό κόστος μιας συνήθους πενθήμερης περιόδου συνόδου στο Στρασβούργο είναι κατά 33 % περίπου υψηλότερο απ' ό,τι στις Βρυξέλλες επιπροσθέτως του άλλου πολύ υψηλότερου κόστους που οφείλεται στα κτίρια, στις δαπάνες ξενοδοχείου κ.λπ.· δέχεται ότι η απόφαση περί των τόπων συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου καταγράφηκε στη Συνθήκη αλλά ενάντια στη βούληση του Κοινοβουλίου· αναθέτει στο Γενικό Γραμματέα του να υποβάλει στη Συνέλευση λεπτομερή ανάλυση του κόστους διατήρησης τριών τόπων εργασίας·

34.  παρατηρεί, αντίθετα, ότι η μείωση της διάρκειας των περιόδων συνόδου στο Στρασβούργο από 5 σε 4 ημέρες, που συνεπάγεται μείωση της διάρκειας της περιόδου συνόδου κατά το 1/8, επιφέρει ασήμαντη εξοικονόμηση (0,97% του συνολικού κόστους της συνεδρίασης)·

35.  τονίζει κατηγορηματικά ότι το ζήτημα του κόστους επενδύσεως του νέου κτιρίου Louise Weiss στο Στρασβούργο πρέπει να διευθετηθεί αμέσως και καλεί τους κύριους εταίρους και τους κύριους μετόχους της αναδόχου εταιρείας του κτιρίου, την πόλη του Στρασβούργου και την Περιφέρεια της Αλσατίας να συμβάλουν στην επίλυση του θέματος· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι το Κοινοβούλιο χρειάσθηκε να απευθυνθεί στο Δικαστήριο των ΕΚ για τη διευθέτηση της διαφοράς για την συμβατική ημερομηνία ολοκλήρωσης του κτιρίου Louise Weiss· υπογραμμίζει ότι οι διαφορές μεταξύ του αναδόχου και των υπεργολάβων του κτιρίου Louise Weiss δεν έχουν καμιά επίδραση στο τελικό κόστος της επένδυσης·

36.  υπενθυμίζει ότι η υπογραφή της σύμβασης για το κτίριο Louise Weiss ήταν το θέμα της ειδικής έκθεσης αριθ. 5/95(8) του Ελεγκτικού Συνεδρίου· υπενθυμίζει επιπλέον τις παραγράφους 13, 14 και 15 του ψηφίσματός του της 13ης Απριλίου 2000(9) με το οποίο αναβάλλει την απόφαση χορήγησης απαλλαγής του Κοινοβουλίου το 1998 και στο οποίο εκφράζει τις ανησυχίες του σχετικά με την εφαρμογή των πληρωμών των ενδιάμεσων τόκων και των κυρώσεων για την ημερομηνία παράδοσης· επιμένει ότι δεν πρέπει να διενεργηθούν άλλες εξοφλήσεις κεφαλαίου έως ότου τα μέρη συμφωνήσουν επί του τελικού κόστους της επένδυσης ή έως ότου προσδιορισθεί αυτό με άλλον τρόπο·

37.  υπογραμμίζει την ανάγκη οικονομίας στη χρήση των χώρων, προκειμένου να περιοριστεί το δημοσιονομικό κόστος των νέων κτιρίων D4/D5·

38.  λαμβάνει υπό σημείωση την αξιολόγηση σχετικά με τη χρήση των χώρων στάθμευσης, από την οποία προκύπτει ότι το ΕΚ δεν θα χρειαστεί περισσότερες θέσεις στάθμευσης στις Βρυξέλλες, ακόμη και μετά τη διεύρυνση·

39.  αναθέτει στον Γενικό Γραμματέα του σύμφωνα με τη σύσταση του Ελεγκτικού Συνεδρίου να τροποποιήσει την ονοματολογία του προϋπολογισμού ούτως ώστε να γίνεται διάκριση μεταξύ μισθωμάτων, δαπανών για αγορά και άλλων ειδών δαπανών όπως οι οφειλές εμφυτευτικών μισθωμάτων οι οποίες εντάσσονται στο πλαίσιο ενδεχόμενης μελλοντικής αγοράς·

40.  σημειώνει ότι το Κοινοβούλιο εξόφλησε τα κτίρια D1, D2 και D3 στις Βρυξέλλες στις 15 Ιανουαρίου 2001 και η επιτυχής στρατηγική των καταβολών κεφαλαίου θα επιτρέψει σημαντική εξοικονόμηση χρημάτων επί των μελλοντικών πληρωμών τόκων επί του εναπομένοντος κεφαλαίου·

Πολιτικές ομάδες

41.  υπενθυμίζει ότι το 2000 η χρήση εκ μέρους των πολιτικών ομάδων των πιστώσεων που διέθεσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε αυτές από τις θέσεις του προϋπολογισμού 3707 και 3708 υπαγόταν στη ρύθμιση που είχε εγκρίνει το Προεδρείο στις 14 Δεκεμβρίου 1998· σημειώνει ότι μολονότι οι θέσεις του προϋπολογισμού 3707 και 3708 το 2000 ισοδυναμούσαν περίπου με 3% του προϋπολογισμού του Κοινοβουλίου, το Ελεγκτικό Συνέδριο(10) υπολογίζει το συνολικό μερίδιο που καταλογίζεται στις πολιτικές ομάδες (θέσεις 3707, 3708 μαζί με το προσωπικό, τα κτίρια και τον εξοπλισμό) σε 13%· επισημαίνει ότι σύμφωνα με τις σχετικές ρυθμίσεις του Προεδρείου οι εκθέσεις των πολιτικών ομάδων σχετικά με τη χρησιμοποίηση των πιστώσεων για το 2000 δημοσιοποιούνται(11)· ζητεί από το προεδρείο να προχωρήσει στη σχετική αναθεώρηση· λαμβάνει γνώση την απόφαση του προεδρείου σχετικά με τη θέση 3701 του προϋπολογισμού που ελήφθη με βάση τις απαντήσεις που έδωσαν οι πολιτικές ομάδες στην ειδική έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

42.  υπενθυμίζει ότι οι σχετικές ρυθμίσεις του Προεδρείου(12) εξουσιοδοτούν την Επιτροπή αΕλέγχου του Προϋπολογισμού κάθε χρόνο να συντάσσει έκθεση με βάση τις καταστάσεις εσόδων και δαπανών, τον ισολογισμό και το πιστοποιητικό του ελεγκτή που διαβιβάζουν οι πολιτικές ομάδες·

43.  επισημαίνει ότι παρατηρείται διάταση ανάμεσα στην ανάγκη για διαχωρισμό των ευθυνών της διοίκησης του Κοινοβουλίου και εκείνων των πολιτικών ομάδων, αφενός, και του Δημοσιονομικού Κανονισμού, αφετέρου, ο οποίος δεν προβλέπει με σαφή τρόπο κανένα τέτοια διαχωρισμό· αναθέτει στο Προεδρείο να διασφαλίσει ότι οι κανόνες για την εφαρμογή του Δημοσιονομικού Κανονισμού, θα περιλαμβάνουν διάταξη που να προσδιορίζει το ειδικό καθεστώς των πολιτικών ομάδων έτσι ώστε να ρυθμίζονται με σαφή και σωστό τρόπο οι ιδιαίτερες ευθύνες τους· υπενθυμίζει τις παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου ότι οι διάφορες διαδικασίες ελέγχου που εφαρμόζουν οι διάφοροι ελεγκτές σημαίνουν ότι αυτοί οι εξωτερικοί έλεγχοι είχαν πολύ περιορισμένη αποτελεσματικότητα στην αξιολόγηση των μηχανισμών γενικών ελέγχων στη θέση 3701 του προϋπολογισμού· αναμένει να σημειωθεί αισθητή πρόοδος στο μέλλον, μετά την απόφαση για περιορισμό της επιλογής εξωτερικών ελεγκτών σε ένα σύντομο κατάλογο διεθνώς αναγνωρισμένων επιχειρήσεων λογιστικού ελέγχου και για ένα κοινό πλαίσιο λογιστικού ελέγχου·

44.  φρονεί ότι, κατά την εξέταση της απόφασης της 6ης Ιουλίου 2000(13) για την απαλλαγή, οι κανόνες για τις δαπάνες και την ευθύνη των πολιτικών κομμάτων πρέπει να ορίζονται σαφέστερα και ακριβέστερα, στο πλαίσιο της εκστρατείας ενημέρωσης για την πολιτική και κομματική τοποθέτηση των βουλευτών σε εθνικό επίπεδο και την αποφυγή της συλλογικής ευθύνης για το σύνολο των πολιτικών συσπειρώσεων· ζητεί από το Προεδρείο να αναλάβει τη σχετική αναθεώρηση·

45.  παρατηρεί όσον αφορά τα πιστοποιητικά που εκδίδουν οι εξωτερικοί ελεγκτές τους οποίους επιλέγουν οι πολιτικές ομάδες ότι οι πληροφορίες και οι εγγυήσεις ως προς την αξιοπιστία των λογαριασμών που περιέχονται στα πιστοποιητικά και οι εξακριβώσεις που διενεργεί ο ελεγκτής παρουσιάζουν πολύ σημαντικές διακυμάνσεις από τη μια πολιτική ομάδα στην άλλη·

46.  σημειώνει ότι οι δηλώσεις εσόδων και δαπανών αποκαλύπτουν για το 2000 σχετικά χαμηλό επίπεδο χρησιμοποίησης των πιστώσεων και κατά συνέπεια υψηλό επίπεδο μεταφορών στο επόμενο έτος και αποδέχεται τις παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην Ειδική Έκθεση αριθ. 13/2000 (παράγραφος 19) ως προς τον κίνδυνο κακής δημοσιονομικής διαχείρισης εκτός εάν οι μεταφορές αυτές συνοδεύονται από αντίστοιχες αναλήψεις υποχρεώσεων·

47.  σημειώνει όσον αφορά τους ισολογισμούς των πολιτικών ομάδων ότι δεν περιέχουν εν γένει αρκετά σαφείς πληροφορίες σχετικά με τα πράγματα που αγοράζουν οι πολιτικές ομάδες με τις πιστώσεις που τους διαθέτει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ούτε, όπως επισημαίνει το Ελεγκτικό Συνέδριο στην ετήσια έκθεσή του για το 2000 (παράγραφος 7.10), εμφανίζονται τα πράγματα αυτά στον ισολογισμό του θεσμικού οργάνου·

48.  επικροτεί τις συστάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην Ειδική Έκθεση αριθ. 13/2000 παράγραφος 48) ότι οι λογαριασμοί των πολιτικών ομάδων για τους οποίους εκδίδεται πιστοποιητικό ελέγχου πρέπει να δημοσιεύονται· αναθέτει στον Γενικό Γραμματέα του να προβλέψει τμήμα εντός της διεύθυνσης του Κοινοβουλίου στο Διαδίκτυο για τη δημοσίευση των λογαριασμών αυτών των πολιτικών ομάδων·

49.  επαναλαμβάνει το αίτημα που διατύπωσε στο ψήφισμά του της 13ης Απριλίου 2000(14) και την προαναφερθείσα απόφασή του της 4ης Απριλίου 2001 να διενεργεί το Ελεγκτικό Συνέδριο λογιστικό έλεγχο των οικονομικών των πολιτικών ομάδων κάθε δύο χρόνια με σκοπό να επικουρείται η Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού κατά τη σύνταξη της έκθεσης που απαιτεί το άρθρο 2.7.3 των ρυθμίσεων που διέπουν την χρησιμοποίηση των πιστώσεων από την θέση 3701(15)·

50.  σημειώνει την παρατήρηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην ειδική έκθεση αριθ. 13/2000 (παράγραφος 21) ότι όσον αφορά τις σχέσεις με τρίτους οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις πολιτικές ομάδες ως προς τις συμβάσεις εργασίας, μίσθωσης και αγοράς θεωρείται ότι λαμβάνονται με εντολή του Κοινοβουλίου και υπ'ευθύνη του· αναγνωρίζει ότι τούτο έχει συχνά ως συνέπεια, η διοίκηση του Κοινοβουλίου να θεωρείται υπεύθυνη για αποφάσεις, στη λήψη των οποίων δεν έχει κανένα έλεγχο· ζητεί από τη Νομική Υπηρεσία να συντάξει γνωμοδότηση στην οποία να προτείνει λύση στο θέμα αυτό που αφορά οικονομικές και συμβατικές ευθύνες, και να καθοριστούν σαφείς κανόνες οι οποίοι να κατανέμουν με σαφήνεια τις ευθύνες για την εκτέλεση του προϋπολογισμού και για το προσωπικό (συμπεριλαμβανομένων διεκδικήσεων και θεμάτων που άπτονται της εργατικής νομοθεσίας) μεταξύ της διοίκησης του Κοινοβουλίου και των πολιτικών ομάδων·

51.  παρατηρεί ότι δύο χρόνια μετά τη δημοσίευση της Ειδικής Έκθεσης 13/2000 από το Ελεγκτικό Συνέδριο, δεν έχει εγκριθεί ακόμη κατάλληλη νομική βάση για τη διαφάνεια στη χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων· επικρίνει, ιδιαίτερα, το Συμβούλιο για το γεγονός ότι δεν αξιοποίησε την πρόοδο που σημειώθηκε κατά τη διάρκεια της Βελγικής Προεδρίας στο συγκεκριμένο τομέα, και ζητεί από τις προεδρίες της Ισπανίας και της Δανίας να διασφαλίσουν την επίτευξη συμφωνίας μέσα στο τρέχον έτος·

Μη εγγεγραμμένοι βουλευτές

52.  αναθέτει στην Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού να διενεργήσει πλήρη και λεπτομερή εξέταση, όπως εκείνη για τις πολιτικές ομάδες, των επιδοτήσεων που καταβάλλονται στους μη εγγεγραμμένους βουλευτές στο πλαίσιο της διαδικασίας απαλλαγής για το 2001·

Απογραφή

53.  επικροτεί το γεγονός ότι για πρώτη φορά η αξία των παγίων στοιχείων του ενεργητικού που καταχωρείται στον ισολογισμό προσαρμόσθηκε ώστε να αντανακλά την απόσβεση(16)· επαναλαμβάνει το αίτημα που περιέχεται στο ψήφισμά του(17) της 6ης Ιουλίου 2000 ο δημοσιονομικός ισολογισμός εκάστου έτους να περιγράφει λεπτομερώς τη διαρκή απογραφή υλικού· λαμβάνει υπό σημείωση το συμπέρασμα(18) του Δημοσιονομικού Ελεγκτή ότι η εισαγωγή του συστήματος ELS παρέσχε πλαίσιο για τη βελτίωση της διαχείρισης, του ελέγχου και της καταγραφής των κινήσεων απογραφής αλλά ότι υπάρχει ακόμη περιθώριο για περαιτέρω ενίσχυση των εσωτερικών ελέγχων συγκεκριμένα επί της διεργασίας αποχαρακτηρισμού·

54.  σημειώνει την απάντηση (Ετήσια Έκθεση του Συνεδρίου για το 2000, παράγραφος 7.10) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ότι έχει επίγνωση ότι η απογραφή δεν δείχνει τα πράγματα που αγοράσθηκαν από τις πολιτικές ομάδες με τις πιστώσεις που τους διατέθηκαν και ότι θα προσπαθήσει να δώσει λύση με τη βοήθεια των πολιτικών ομάδων·

55.  υπενθυμίζει τη σύσταση του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην Ειδική Έκθεση αριθ. 13/2000 (παράγραφος 66) ότι πρέπει να θεσπισθούν σαφείς κανόνες όσον αφορά το καθεστώς κυριότητας και απογραφής των αγαθών που αποκτώνται με τις σχετικές πιστώσεις για να εξασφαλισθεί η προστασία και βέλτιστη διαχείριση όλου του εξοπλισμού που έχουν στη διάθεσή τους οι ομάδες· υπενθυμίζει το πόρισμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Ειδική Έκθεση αριθ. 13/2000, παράγραφος 23) ότι οι πιστώσεις που διατίθενται στις πολιτικές ομάδες δεν είναι επιχορήγηση σε εξωτερικό οργανισμό αλλά μεταβίβαση αρμοδιότητας σχετικά με την εκτέλεση των πιστώσεων αυτών σε εσωτερικά όργανα, τα οποία θα έπρεπε συνεπώς να τηρούν το ρυθμιστικό πλαίσιο που ισχύει για τις δαπάνες του προϋπολογισμού· αναθέτει στον Γενικό Γραμματέα του να υποβάλει έκθεση στην Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού έως την 1η Ιουλίου 2002 η οποία θα περιέχει προτάσεις σχετικά με το πώς μπορούν να περιλαμβάνονται τα αγαθά που αγοράζονται από τις πολιτικές ομάδες χρησιμοποιώντας κονδύλια του Κοινοβουλίου στην απογραφή του οργάνου·

Ανάθεση συμβάσεων

56.  αναγνωρίζει ότι ο Γενικός Γραμματέας παρέχει τώρα στην Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού τις τριμηνιαίες εκθέσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής Αγορών και Συμβάσεων (ΣΕΑΣ) όπως είχε ζητήσει στην απόφασή του της 4ης Απριλίου 2001· σημειώνει ότι σύμφωνα με την ετήσια έκθεση για το 2000 της ΣΕΑΣ υπάρχει συνεχής τάση για προσφυγή σε διαγωνιστικές διαδικασίες για την ανάθεση συμβάσεων σε σχέση με την σύναψη συμβάσεων με άμεση ανάθεση ή με διαδικασίες διαπραγμάτευσης, όπως φαίνεται στον πίνακα που ακολουθεί, αλλά θεωρεί ότι το επίπεδο των μη ανταγωνιστικών συμβάσεων εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά υψηλό:

2000

1999

Ανοικτοί διαγωνισμοί

107

107

Κλειστοί διαγωνισμοί

73

64

Αυτόματες αναθέσεις

15

7

Διαδικασίες διαπραγμάτευσης

19

36

Συμβάσεις με άμεση ανάθεση έργου

61

115

57.  υπενθυμίζει την ανάγκη να δημοσιοποιούνται οι προκηρύξεις διαγωνισμών όσο το δυνατόν ευρύτερα, περιλαμβανομένων των προσεγγίσεων επαγγελματικών οργάνων, εμπορικών ενώσεων και των διαφημίσεων σε εξειδικευμένες εφημερίδες· συνιστά όπως προκειμένου να εξασφαλισθεί η μεγίστη διαφάνεια στην περίπτωση των διαγωνισμών περιορισμένης δημοσιότητας, οι ανοικτοί διαγωνισμοί να διοργανώνονται μόνον μετά από δημοσίευση πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος ή να προηγείται κοινοποίηση ενημέρωσης στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή στο Διαδίκτυο·

58.  επιμένει όπως στους διαγωνισμούς περιορισμένης δημοσιότητας η γεωγραφική βάση των προμηθευτών που καλούνται να υποβάλουν προσφορά να είναι όσο το δυνατόν ευρύτερη· επικροτεί την πληροφορία που περιέχεται στην έκθεση της ΣΕΑΣ για το 2000 ότι με τις υποδείξεις του Γενικού Γραμματέα προκειμένου να ενταθεί η ασφάλεια δικαίου και να μειωθεί το μέγεθος των διαδικασιών καταρτίσθηκαν τυποποιημένα έγγραφα συμβάσεων και γενικοί όροι και διατέθηκαν στις υπηρεσίες του Κοινοβουλίου σε όλες τις γλώσσες· ζητεί την εντατικότερη εφαρμογή περιβαλλοντικών κριτηρίων με βάση τον κύκλο ζωής των προϊόντων·

Σύμβαση για υπηρεσίες ασφάλειας στο Στρασβούργο

59.  υπενθυμίζει ότι σύμφωνα με την παράγραφο 16 του προαναφερθέντος ψηφίσματος του Κοινοβουλίου της 13ης Απριλίου 2000 περί αναβολής της χορήγησης απαλλαγής για το 1998 ζήτησε από το Ελεγκτικό Συνέδριο να εξετάσει τα προβλήματα που συνδέονται με την ανάθεση συμβάσεων για υπηρεσίας ασφάλειας και, ιδιαίτερα, τη δυνατότητα εφαρμογής σε ειδική πρόσκληση για υποβολή προσφορών μιας γαλλικής εθνικής διάταξης που ισχύει στον τομέα ασφάλειας· σημειώνει ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο συμμερίζεται τις ανησυχίες που εκφράσθηκαν από τον Δημοσιονομικό Ελεγκτή όταν προέβη στην άρνηση θεώρησης αριθ. 00/05· ζητεί τη γνώμη της Νομική Υπηρεσίας σχετικά με τη συμβατότητα της πτυχής αυτής της γαλλικής νομοθεσίας με το κοινοτικό δίκαιο με σκοπό να εξασφαλίσει δίκαιο ανταγωνισμό σε τέτοιες διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων·

60.  επισημαίνει ότι η απόφαση του Προεδρείου να μην ληφθεί υπόψη η άρνηση θεώρησης ελήφθη βάσει της συμβουλής της Νομικής Υπηρεσίας του Κοινοβουλίου η οποία περιείχε αξιολόγηση των σχετικών διατάξεων του εθνικού και του κοινοτικού δικαίου· ζητεί παρόλα αυτά από τον Γενικό Γραμματέα να εξασφαλίσει ότι με την ευκαιρία της επόμενης ανανέωσης της σύμβασης ασφάλειας του Στρασβούργου ο εξερχόμενος συμβαλλόμενος θα παράσχει τις απαιτούμενες πληροφορίες για πιθανούς διαδόχους στο κατάλληλο στάδιο της διαδικασίας υποβολής προσφορών·

Πάγιες προκαταβολές

61.  διερωτάται αν εξακολουθούν να είναι αναγκαίες οι πάγιες προκαταβολές και ζητεί από τον γενικό Γραμματέα του να αιτιολογήσει τη συνέχισή τους·

Πολιτική πληροφόρησης

62.  εφιστά την προσοχή στα σχετικά πενιχρά κονδύλια που διατίθενται για την πληροφόρηση και επικοινωνία (€25 εκατ. το 2000, ποσό που αντιπροσωπεύει μόνον το 2,5% του συνόλου του προϋπολογισμού του Κοινοβουλίου)· σημειώνει ότι σχεδόν το ήμισυ του ποσού αυτού χρησιμοποιείται από το πρόγραμμα επισκεπτών το οποίο πρέπει εξάλλου να εκσυγχρονισθεί· αναμένει, στο πλαίσιο αυτό, την τήρηση λογικών προτύπων σχετικά με τα επιδόματα που εξαρτώνται από την απόσταση, συνιστά δε τη δέουσα αύξηση των δημοσιονομικών πόρων για πληροφόρηση εκ παραλλήλου με στρατηγική αναθεώρηση του περιεχομένου και των μεθόδων της πολιτικής του Κοινοβουλίου στον τομέα της πληροφόρησης και καλύτερη συνέργεια με τα άλλα θεσμικά όργανα·

63.  σημειώνει το πολύ υψηλό ποσοστό των νέων που απαρτίζουν σχεδόν το ήμισυ όλων των ομάδων επισκεπτών στο Κοινοβούλιο μέσω του προγράμματος επισκεπτών· επισημαίνει την ανάγκη να σχεδιασθεί εκ νέου το πρόγραμμα επισκεπτών κατά τέτοιο τρόπο ώστε να προσελκύει ακόμη περισσότερο τους νέους, για παράδειγμα μεγιστοποιώντας τη χρήση οπτικοακουστικών μέσων και πολυμέσων και χρησιμοποιώντας διαλογικά, παιδαγωγικά μέσα·

64.  υπογραμμίζει τον κεντρικό ρόλο των εξωτερικών γραφείων πληροφοριών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη διάδοση πληροφοριών σχετικά με το Κοινοβούλιο στα κράτη μέλη καθώς και στην ταξινόμηση των αντιδράσεων και ανταποκρίσεων του κοινού· πιστεύει ότι η εκκίνηση της δημόσιας συζήτησης για το μέλλον της Ευρώπης αποτελεί θέμα προτεραιότητας· σημειώνει ότι η από κοινού χρήση χώρων με την Επιτροπή, η από κοινού εφαρμογή του προγράμματος PRINCE και η διοργανική ομάδα εργασίας για την πληροφόρηση διευκολύνουν την εξοικονόμηση κόστους που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη βελτίωση των επιδόσεων· ζητεί να τηρείται ενήμερο για το έργο της διοργανικής ομάδας εργασίας για την πληροφόρηση·

65.  έχει επίγνωση των στόχων του ετήσιου προγράμματος εργασίας που όρισε η ΓΔ III (Γενική Διεύθυνση Πληροφόρησης και Δημοσίων Σχέσεων) για τα γραφεία πληροφοριών και ζητεί να διενεργηθεί αυστηρή αποτίμηση του κατά πόσον επιτυγχάνονται οι στόχοι και αξιοποιείται το κοινοτικό χρήμα· εγκρίνει την έμφαση που δίνεται στη διαμόρφωση στενότερων σχέσεων με τα οπτικά μέσα σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο καθώς και την καλύτερη χρήση των βουλευτών του ΕΚ στους τομείς αυτούς ώστε το έργο του Κοινοβουλίου να βρίσκει μεγαλύτερη ανταπόκριση στο κοινό· ζητεί όλοι οι βουλευτές να εφοδιασθούν κατόπιν αιτήσεώς τους με υλικό παρουσίασης (π.χ. διαφάνειες, μαγνητοσκοπήσεις, κ.λπ.) που μπορούν να τους βοηθήσουν να εξηγήσουν το ρόλο και τη λειτουργία του Κοινοβουλίου στις ομάδες επισκεπτών και στο εκλογικό τους σώμα·

66.  καλεί τα όργανα διοίκησης του Κοινοβουλίου να εφαρμόζουν πολιτική διαφάνειας όσον αφορά τις πρακτικές τους για τις επιδοτήσεις και τα επιδόματα, δημοσιεύοντας σε εύχρηστη μορφή τους κανονισμούς και άλλες αποφάσεις ή ερμηνείες σχετικά με τον υπολογισμό των επιδοτήσεων και των επιδομάτων για τη μεταφορά των επισκεπτών·

67.  επισημαίνει ότι αυτή τη στιγμή η διαχείριση της δημόσιας θέσης του Κοινοβουλίου στον Παγκόσμιο Ιστό δεν γίνεται από την ΓΔ ΙΙΙ· θεωρεί ότι οι δραστηριότητες του Κοινοβουλίου στο Διαδίκτυο θα πρέπει να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικότερων δραστηριοτήτων ενημέρωσης και δημοσίων σχέσεων του Κοινοβουλίου, και ότι τούτο θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποδοτικότερη αξιοποίηση των πόρων· ζητεί, στο πλαίσιο αυτό, από το Γενικό Γραμματέα του, να εξετάσει τη δυνατότητα μετάθεσης της αρμοδιότητας για τις διαδικτυακές δραστηριότητες του Κοινοβουλίου στην ΓΔ ΙΙΙ·

68.  θεωρεί ότι ο άγραφος κανόνας που εφαρμόζει η Διοίκηση, σύμφωνα με τον οποίο δεν επιτρέπονται μικτές ομάδες επισκεπτών από διάφορα κράτη μέλη έρχεται σε αντίθεση με το βασικό στόχο της προώθησης ευρωπαϊκών επαφών, που αποτελεί την ουσία του προγράμματος· θεωρεί ότι οι κανόνες και οι διαδικασίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ιδιαίτερα όσον αφορά τις ομάδες επισκεπτών, θα πρέπει να λαμβάνουν περισσότερο υπόψη τους στόχους των προγραμμάτων και λιγότερο τις ενδεχόμενες διοικητικές επιπτώσεις τους·

Αποζημιώσεις βουλευτών

69.  υπενθυμίζει ότι στις 10 Απριλίου και 6 Ιουλίου 2000 το Προεδρείο ενέκρινε τροπολογίες στο άρθρο 14 των διατάξεων περί εξόδων και αποζημιώσεων των βουλευτών(19) με ημερομηνία έναρξης της ισχύος τους την 1η Ιανουαρίου 2001· επισημαίνει ότι κατά τη διάρκεια του εξελεγκτικού έργου του το Ελεγκτικό Συνέδριο εξέφρασε την άποψη ότι η Διοίκηση του Κοινοβουλίου και ο Δημοσιονομικός Ελεγκτής πρέπει να επανεξετάσουν τις νέες ρυθμίσεις και να υποβάλουν έκθεση σχετικά με το κατά πόσο συμφωνούν με τον Δημοσιονομικό Κανονισμό κατά το τέλος του 2001· ζητεί από τον Γενικό Γραμματέα να υποβάλει έκθεση στην Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού έως την 1η Ιουλίου 2002·

70.  αναγνωρίζει τη σημασία της διασφάλισης των αναγκαίων εγγυήσεων για την προστασία των δικαιωμάτων όλων των βοηθών που απασχολούν οι βουλευτές, συμπεριλαμβανομένης της δέουσας κοινωνικής ασφάλισης, η οποία πρέπει να επιτευχθεί με την πλήρη εφαρμογή εκ μέρους των φορέων διοίκησης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του άρθρου 14 του Κανονισμού όσον αφορά την πληρωμή εξόδων και αποζημιώσεων στους βουλευτές, και με τη θέσπιση καθεστώτος για τους βοηθούς·

71.  πιστεύει ότι η κατάσταση και οι συμβατικές ρυθμίσεις των βοηθών των βουλευτών πρέπει να αποσαφηνιστούν με τη θέσπιση καθεστώτος για τη συγκεκριμένη κατηγορία προσωπικού· θεωρεί ότι ένα τέτοιο καθεστώς θα αποτελούσε μια νομικά κατοχυρωμένη βάση για την πρόσληψη όλων των βοηθών (πλήρους ή μερικής απασχόλησης, για έναν ή περισσότερους βουλευτές)· φρονεί ότι ένα τέτοιο καθεστώς θα έπρεπε να προβλέπει, ωστόσο, εξαίρεση για τους φορείς παροχής υπηρεσιών στους οποίους ανατίθεται η εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων περιορισμένης χρονικής διάρκειας· υπογραμμίζει το γεγονός ότι, μολονότι οι ίδιοι οι βουλευτές παραμένουν υπεύθυνοι για την πρόσληψη, την ένταξη σε κατηγορία αποδοχών και την απόλυση του ιδιαίτερου προσωπικού τους, η γενική ευθύνη για την ορθή και διαφανή εφαρμογή των διοικητικών και συμβατικών ρυθμίσεων σε σχέση με την αμοιβή και την κοινωνική ασφάλιση πρέπει να ανατεθεί στη διοίκηση του Κοινοβουλίου·

72.  υπενθυμίζει τις συστάσεις του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου σύμφωνα με τις οποίες οι πληρωμές εξόδων ταξιδιού και ημερήσιων αποζημιώσεων πρέπει να αντικατοπτρίζουν το πραγματικό κόστος του ταξιδιού και την πραγματική διάρκεια της μετακίνησης· υπενθυμίζει ότι το σύστημα αυτό εφαρμόζεται ήδη από τη Διοίκηση στις περιπτώσεις συμμετοχής βουλευτών σε συνεδριάσεις εκτός του εδάφους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (άρθρο 3 των Διατάξεων περί εξόδων και αποζημιώσεων των βουλευτών)·

Η υπόθεση σχετικά με το Ταμείο Βουλευτών

73.  σημειώνει ότι έχει τεθεί σε κίνηση και βρίσκεται σε προπαρασκευαστικό στάδιο η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 22 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων με στόχο την απόδοση ευθυνών για την διαφορά 4 136 125 βελγικών φράγκων ανάμεσα στο ποσό που υπήρχε στην πράξη στο ταμείο και τους αντιστοίχους λογαριασμούς του 1982· ζητεί να υπάρξει σαφής πρόοδος στην υπόθεση αυτή, η οποία χρονίζει εδώ και σχεδόν 20 χρόνια·

Περιβάλλον

74.  θεωρεί ότι απαιτείται περαιτέρω προσπάθεια για τη μείωση της ποσότητας χαρτιού που χρησιμοποιείται στο Κοινοβούλιο· ζητεί από το Γενικό Γραμματέα του να εξετάσει την ανάπτυξη μιας ασφαλούς διασύνδεσης, μέσω ενδοδικτύου, για την αποστολή και την υπογραφή τροπολογιών, κοινοβουλευτικών ερωτήσεων, γραπτών δηλώσεων, και άλλων κοινοβουλευτικών εντύπων και εγγράφων που σήμερα υποβάλλονται σε χαρτί· πιστεύει ότι τούτο θα οδηγήσει σε περαιτέρω σημαντικές εξοικονομήσεις· αναθέτει στο Γενικό Γραμματέα του να σταματήσει τη διανομή σε χαρτί, των κοινοβουλευτικών εγγράφων (όπως ημερήσιων διατάξεων επιτροπών, ανακοινώσεων προς τα μέλη, κ.λπ.) που μπορούν να διατεθούν και μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή του ενδοδικτύου, και να διαθέτει στους βουλευτές πολλαπλά αντίτυπα υλικού δημοσίων σχέσεων μόνο μετά από σχετικό αίτημα·

75.  υπογραμμίζει την ανάγκη εφαρμογής των αρχών της οικολογικής διαχείρισης για τα νέα κτίρια (π.χ. μακρόπνοο σχέδιο κινητικότητας συμπεριλαμβανομένων, της σύστασης κέντρου/υπηρεσίας διαχείρισης κινητικότητας, δυνατοτήτων ενεργειακής απόδοσης και χρησιμοποίησης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας)·

76.  αναθέτει στον Γενικό Γραμματέα του να βελτιώσει τις διαδικασίες περιβαλλοντικής διαχείρισης και να υποβάλλει κάθε χρόνο, στοιχεία σχετικά με την κατανάλωση χαρτιού, νερού, ενέργειας, καθώς και άλλους βασικούς δείκτες·

Συμπέρασμα

77.  εφιστά την προσοχή της Διοίκησης στις σοβαρές ανησυχίες που εκφράζονται στο παρόν ψήφισμα όσον αφορά ένα ευρύ φάσμα διοικητικών αδυναμιών που επηρεάζουν πολλούς τομείς της εκτέλεσης του προϋπολογισμού, και την καλεί να συναγάγει τα αναγκαία συμπεράσματα·

o
o   o

78.  χορηγεί στον Γενικό του Γραμματέα απαλλαγή όσον αφορά στην εκτέλεση του προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2000·

79.  εγκρίνει την χορήγηση απαλλαγής στον υπόλογο για το οικονομικό έτος 2000·

80.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει την παρούσα απόφαση στην Επιτροπή, το Συμβούλιο, το Δικαστήριο, το Ελεγκτικό Συνέδριο και στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή και να εξασφαλίσει τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (σειρά L).

(1) ΕΕ C 359 της 15.12.2001
(2) συμπεριλαμβανομένου του Διορθωτικού και Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού 2/2000
(3) Λογαριασμός διαχείρισης και δημοσιονομικός ισολογισμός για τις πράξεις του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους 2000 (volume III - SEC(2001)530 - FR)
(4) PE 305.179/ΠΡΟΕΔΡ.(ROME= "Επιχειρησιακός κατάλογος ειδικών επαγγελμάτων και θέσεων")
(5) ΕΕ L 111 της 20.4.2001, σ. 1.
(6) ΕΕ C 61 της 28.2.1994, σ. 248.
(7) ΕΕ L 160 της 15.6.2001, σ. 25
(8) ΕΕ C 27 της 31.1.1996, σ. 1.
(9) ΕΕ C 40 της 7.2.2001, σ. 398
(10) Ειδική έκθεση αριθ. 13/2000 για τις δαπάνες των πολιτικών ομάδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καθώς και τις απαντήσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, υποσημείωση της παραγράφου 5 (ΕΕ C 181 της 28.6.2000)
(11) Άρθρο 8 των ρυθμίσεων που διέπουν τη θέση 3707 και άρθρο 5 των ρυθμίσεων που διέπουν τη θέση 3708 (βλ. πρακτικά του Προεδρείου της 14.12.1998)
(12) Βλ. προηγούμενη υποσημείωση και ρυθμίσεις του Προεδρείου που διέπουν τη θέση 3701 που είχαν εγκριθεί στις 11 Δεκεμβρίου 2000 και τέθηκαν σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2001
(13) ΕΕ C 121 της 24.4.2001, σ. 366.
(14) ΕΕ C 40 της 7.2.2001, σ. 398
(15) PE 298.252/ΠΡΟΕΔΡ/τελ – βλ. πρακτικά του Προεδρείου της 11.12.2000 και 1.2.2001
(16) Σημειώσεις που συνοδεύουν τον ισολογισμό του Κοινοβουλίου, "compte de gestion", σελ. 96
(17) ΕΕ C 121 της 24.4.2001, σ. 366
(18) Έκθεση στο όργανο αριθ. 01/01 με απαντήσεις (σημείωμα του Γενικού Γραμματέα προς το Προεδρείο με ημερομηνία 24.4.2001
(19) PE 133.116/Κοσμητ.


Απαλλαγή 2000: Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας
PDF 374kWORD 58k
Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την απαλλαγή του Διοικητικού Συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας για το οικονομικό έτος 2000 (C5-0126/2002 - 2001/2111(DEC))
P5_TA(2002)0168A5-0101/2002

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τις οικονομικές καταστάσεις και τη διαχείριση του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας για το οικονομικό έτος που έκλεισε στις 31 Δεκεμβρίου 2000 συνοδευόμενη από τις απαντήσεις του Ιδρύματος(1) (C5-0126/2002),

–  έχοντας υπόψη τη σύσταση του Συμβουλίου της 5ης Μαρτίου 2002 (C5-0122/2002),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 276 της Συνθήκης ΕΚ,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 93 και το Παράρτημα V του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού (A5-0101/2002),

Α.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας (Ίδρυμα του Δουβλίνου) για την εκπλήρωση της αποστολής του, η οποία είναι να συμβάλλει στο σχεδιασμό και στην καθιέρωση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης και εργασίας αναπτύσσοντας δράση που αποβλέπει στην ανάπτυξη και στη διάδοση κατάλληλων γνώσεων για την υποβοήθηση αυτής της εξέλιξης, ακολουθεί έξι ενδιάμεσες προτεραιότητες στις ερευνητικές δραστηριότητες, συγκεκριμένα στους τομείς της άσκησης εργασίας, της συμμετοχής των εργαζομένων, των ίσων ευκαιριών, της κοινωνικής συνοχής, της υγείας και ευεξίας και της αειφόρου ανάπτυξης·

Β.  εκτιμώντας ότι σύμφωνα με τον κώδικα δεοντολογίας της 14ης Ιουλίου 1998, η Επιτροπή Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία του Ιδρύματος του Δουβλίνου, το οποίο έλαβε επιχορήγηση ύψους 14,7 εκατ. ευρώ το έτος 2000,

Γ.  εκτιμώντας ότι στις 4 Απριλίου 20012(2) το Κοινοβούλιο χορήγησε απαλλαγή στο διοικητικό συμβούλιο του Ιδρύματος για το οικονομικό έτος 1999 καλώντας:

   το Ίδρυμα να προβεί σε εξωτερική αξιολόγηση όπου θα εξετασθεί ο τρόπος με τον οποίον κρίνουν το Ίδρυμα οι σπουδαιότεροι εταίροι και ποια είναι τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων του Ιδρύματος,
   το Ίδρυμα να υποβάλει σχέδιο δράσης πριν από το τέλος του 2001,
   να πραγματοποιηθεί αξιολόγηση της υφιστάμενης συνεργασίας μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία των οργανισμών, καθώς και ανάλυση των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων μιας συγχώνευσης των οργανισμών,

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο αποκόμισε την εύλογη βεβαιότητα ότι οι λογαριασμοί για το οικονομικό έτος που έκλεισε στις 31 Δεκεμβρίου 2000 είναι αξιόπιστοι και ότι οι υποκείμενες πράξεις είναι στο σύνολό τους νόμιμες και κανονικές·

2.  σημειώνει τα ακόλουθα ποσά για τους λογαριασμούς του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας:

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΤΟΣ 2000

(1 000 €)

(α)

Έσοδα

14941

Επιχορήγηση από την Επιτροπή

14700

Διάφορα έσοδα

212

Έσοδα από υπηρεσίες επί πληρωμή

29

(β)

Δαπάνες

14438

Τίτλος I – Δαπάνες προσωπικού

Πληρωμές του οικονομικού έτους

7057

Μεταφερθείσες πιστώσεις

146

Τίτλος II – Διοικητικές δαπάνες

Πληρωμές του οικονομικού έτους

1123

Μεταφερθείσες πιστώσεις

248

Τίτλος III – Επιχειρησιακές δαπάνες

Πληρωμές του οικονομικού έτους

2681

Μεταφερθείσες πιστώσεις

3183

Υπόλοιπο του οικονομικού έτους

-1212

Αποτέλεσμα του οικονομικού έτους ((α) – (β))

503

Ποσό που εισπράχθηκε από την Επιτροπή

-1859

Μεταφερθείσες πιστώσεις του προηγούμενου οικονομικού έτους που ακυρώθηκαν

158

Συναλλαγματικές διαφορές

-14

Ίδρυμα του Δουβλίνου

2.  ανησυχεί για το ύψος της μεταφοράς πιστώσεων από το 2000 στο 2001, η οποία ανήλθε σε 3,6 εκατ. ευρώ ή στο 25% των αναληφθεισών υποχρεώσεων ύψους 14,4 εκατ. ευρώ·

3.  κρίνει σκόπιμο το Ίδρυμα να μεριμνήσει για μία καλύτερη παρακολούθηση της εκτέλεσης του προϋπολογισμού με στόχο οι μεταφορές και οι ακυρώσεις πιστώσεων να περιορισθούν στο ελάχιστο έτσι ώστε να τερματισθεί μία κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από την μη δαπάνη ενός μεγάλου ποσού πιστώσεων· λαμβάνει υπόψη την εγκατάσταση αυτοματοποιημένου συστήματος σχεδιασμού/ελέγχου, τη βελτίωση του προγραμματισμού των διαδικασιών υποβολής προσφορών και τη χρονική μεταβολή της συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου (από Νοέμβριο σε Οκτώβριο) στην οποία εγκρίνει το ετήσιο πρόγραμμα εργασιών·

4.  επισημαίνει τις απαντήσεις του Ιδρύματος στις παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου όσον αφορά τις ελλείψεις των χρησιμοποιούμενων λογιστικών συστημάτων· χαιρετίζει την εγκατάσταση αυτοματοποιημένου (μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών) συστήματος (σύστημα ΕΧΑCΤ) για τη διατήρηση των λογαριασμών του γενικού καθολικού· ζητεί από το Ίδρυμα να μεριμνήσει ώστε όλες οι ελλείψεις να έχουν εξαλειφθεί εγκαίρως για την απαλλαγή του 2001·

5.  εκφράζει τη λύπη του που το Ίδρυμα το 2000 χρησιμοποίησε σε υπερβολικό βαθμό τις προκαταβολές εφόσον, το έτος αυτό, το 18% όλων των πληρωμών πραγματοποιήθηκε μέσω των προκαταβολών·

6.  χαιρετίζει την ολοκλήρωση της άσκησης αξιολόγησης του προσωπικού για τη διετή περίοδο που λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2001, με τη χρησιμοποίηση εκθέσεων του προσωπικού για σχεδόν όλες τις αξιολογήσεις· σημειώνει με ικανοποίηση ότι το Ίδρυμα χρησιμοποιεί το εγχειρίδιο της Επιτροπής για την αξιολόγηση του προσωπικού και παρουσίασε βελτιώσεις σε ό,τι αφορά τη διοίκηση του προσωπικού και τον τομέα της ενημέρωσης κατά το 2001·

Εξωτερική αξιολόγηση

7.  λαμβάνει υπόψη ότι το Διοικητικό Συμβούλιο ανέθεσε την εκπόνηση έκθεσης εξωτερικής αξιολόγησης το Μάρτιο 2000, την οποία θα εξετάσει κατά τη συνεδρίασή του το Μάρτιο 2002· επιμένει στην άμεση έγκριση σχεδίου δράσης για την εφαρμογή των συστάσεων της έκθεσης και ζητεί να διαβιβασθούν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αντίγραφα τόσο της έκθεσης όσο και του σχεδίου δράσης·

Eυρωπαϊκό Κοινοβούλιο

8.  ζητεί από τις αρμόδιες επιτροπές του να επανεξετάσουν την κατανομή εργασίας μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία σε ό,τι αφορά θέματα ασφάλειας και υγείας, με στόχο την αποφυγή επικάλυψης εργασιών και την προώθηση συνεργιών μεταξύ των δραστηριοτήτων τους·

9.  σημειώνει ότι οι δημοσιονομικές καταστάσεις μιας μειονότητας μόνο αποκεντρωμένων οργανισμών υπόκεινται επί του παρόντος σε μεμονωμένες διαδικασίες χορήγησης απαλλαγής εντός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου· ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει προτάσεις για την αναθεώρηση των νομικών βάσεων όλων των οργανισμών με στόχο την εφαρμογή της αρχής των μεμονωμένων διαδικασιών χορήγησης απαλλαγής σε όλους τους αποκεντρωμένους οργανισμούς·

10.  επιδοκιμάζει τις προσπάθειες της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων να εκπονήσει προτάσεις για την αναθεώρηση των ισχυουσών κατευθυντήριων γραμμών συνεργασίας μεταξύ των επιτροπών που είναι αρμόδιες για τους ειδικούς οργανισμούς· φρονεί ότι η αναθεώρηση των κατευθυντήριων γραμμών πρέπει να επικεντρωθεί στα εξής:

   να διασφαλισθεί ότι υπάρχουν ικανοποιητικοί μηχανισμοί ελέγχου στις αρμόδιες επιτροπές,
   να διασφαλισθεί ότι υπάρχει διαφάνεια στη διαδικασία του προϋπολογισμού,
   να ενισχυθεί το αμοιβαίο καθήκον για ενημέρωση,
   να διαχωρισθούν με σαφήνεια οι αρμοδιότητες μεταξύ των σχετικών επιτροπών·

Απόφαση για τη χορήγηση απαλλαγής

11.  χορηγεί απαλλαγή στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για την Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού του για το οικονομικό έτος 2000 βάσει της έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου·

o
o   o

12.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει την παρούσα απόφαση στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο και να μεριμνήσει για τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα (σειρά L).

(1) ΕΕ C 372 της 28.12.2001, σ. 53.
(2)2 ΕΕ C 160 της 15.6.2001, σ. 32.


Aπαλλαγή 2000: Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης
PDF 375kWORD 56k
Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την απαλλαγή του Διοικητικού Συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού του για το οικονομικό έτος 2000 (C5-0127/2002 - 2001/2112(DEC))
P5_TA(2002)0169A5-0101/2002

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τις οικονομικές καταστάσεις και τη διαχείριση του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης για το οικονομικό έτος που έκλεισε στις 31 Δεκεμβρίου 2000(1) (C5-0127/2002),

–  έχοντας υπόψη τη σύσταση του Συμβουλίου της 5ης Μαρτίου 2002 (C5-0121/2002),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 276 της Συνθήκης ΕΚ,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 93 και το παράρτημα V του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού (A5-0101/2002),

Α.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Κέντρο της Θεσσαλονίκης - Cedefop) εκτελεί την αποστολή του η οποία συνίσταται στην προώθηση και ανάπτυξη της επαγγελματικής κατάρτισης και εκπαίδευσης, σε επίπεδο Κοινότητας, με τη συγκέντρωση και διάδοση τεκμηρίωσης, διεξαγωγή έρευνας και δημιουργία ενός φόρουμ συζήτησης,

Β.  λαμβάνοντας υπόψη ότι τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της Λισσαβώνας τον Μάρτιο 2000 έδωσαν περαιτέρω ώθηση στην εκπαίδευση και κατάρτιση και αναγνώρισαν την ανάπτυξη της κοινωνίας της μάθησης ως το μέσο για την επίτευξη του στρατηγικού στόχου μιας ανταγωνιστικής και δυναμικής κοινωνίας που θα βασίζεται στη γνώση και η οποία συνδυάζει απασχόληση, οικονομική αύξηση και κοινωνική συνοχή,

Γ.  εκτιμώντας ότι σύμφωνα με τον κώδικα δεοντολογίας της 14ης Ιουλίου 1998, η Επιτροπή Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων έχει αναλάβει την επίβλεψη του Κέντρου της Θεσσαλονίκης, που το 2000 έλαβε επιχορήγηση ύψους 13,6 εκατ. ευρώ,

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην απαλλαγή του Cedefop για το 1999, ζήτησε την υποβολή σχεδίου δράσης υπό το φως της εξωτερικής αξιολόγησης πριν από το τέλος του 2001,

Ε.  εκτιμώντας ότι, κατά τη χορήγηση απαλλαγής για το 1999(2), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέφρασε το φόβο ότι αλληλεπικαλύπτονται οι δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την ανάπτυξη της επαγγελματικής κατάρτισης και του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος κατάρτισης (Τορίνο) και ζήτησε αναλυτική μελέτη για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα μιας ενδεχόμενης συγχώνευσης μεταξύ των δύο φορέων,

ΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο αποκόμισε την εύλογη βεβαιότητα ότι οι λογαριασμοί για το οικονομικό έτος που έκλεισε στις 31 Δεκεμβρίου 2000 είναι αξιόπιστοι και ότι οι υποκείμενες πράξεις είναι στο σύνολό τους νόμιμες και κανονικές,

2.  σημειώνει τα ακόλουθα ποσά για τους λογαριασμούς του Ευρωπαϊκού για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης:

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΤΟΣ 2000

(1 000 €)

(α)

Έσοδα

13993

Επιχορήγηση από την Επιτροπή

13667

Διάφορα έσοδα

122

Διατεθέντα έσοδα

204

(β)

Δαπάνες

13152

Τίτλος I – Δαπάνες προσωπικού

Πληρωμές του οικονομικού έτους

6881

Μεταφερθείσες πιστώσεις

282

Τίτλος II – Διοικητικές δαπάνες

Πληρωμές του οικονομικού έτους

781

Μεταφερθείσες πιστώσεις

201

Τίτλος III – Επιχειρησιακές δαπάνες

Πληρωμές του οικονομικού έτους

3021

Μεταφερθείσες πιστώσεις

2238

Υπόλοιπο του οικονομικού έτους

-228

Αποτέλεσμα του οικονομικού έτους

841

Υπόλοιπο που μεταφέρθηκε από το προηγούμενο έτος

-520

Μεταφερθείσες πιστώσεις του προηγούμενου οικονομικού έτους που ακυρώθηκαν

182

Συναλλαγματικές διαφορές

-34

Κέντρο της Θεσσαλονίκης

2.  εκφράζει τη λύπη του που το Cedefop δεν έλαβε πλήρως υπόψη του τις παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην ετήσια έκθεσή του το 1999, ούτε τις ίδιες τις υποσχέσεις του σε ό,τι αφορά τις διαδικασίες τις οποίες αποφάσισε το ίδιο να εφαρμόσει για τη σύναψη συμβάσεων, κυρίως σε ό,τι αφορά σχέδια πληροφορικής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών·

3.  επιδοκιμάζει την απόφαση που έλαβαν οι ελληνικές αρχές στις 16 Μαΐου 2001 για την εκχώρηση στο Cedefop της ιδιοκτησίας του κτιρίου και του οικοπέδου στη Θεσσαλονίκη·

4.  χαιρετίζει την έκθεση εξωτερικής αξιολόγησης του Cedefop που παρέχει αναλυτική εικόνα της επίδοσης του Κέντρου από την τελευταία αξιολόγηση του 1995· σημειώνει ότι η τελική έκθεση αξιολόγησης αποτιμά θετικά την αποτελεσματικότητα και τον αντίκτυπο του έργου του Κέντρου από το 1995 και τη συνεργασία του με τους άλλους οργανισμούς·

5.  χαιρετίζει το σχέδιο δράσης που συνέταξε το Διοικητικό Συμβούλιο (29.11.2001) ως συνέχεια που δόθηκε στην τελική έκθεση της εξωτερικής αξιολόγησης του Cedefop· σημειώνει ότι το σχέδιο δράσης λαμβάνει υπόψη το έγγραφο που περιέχει την θέση της Επιτροπής και αποτιμά την εγκυρότητα όλων των συμπερασμάτων και συστάσεων που διατυπώθηκαν στην έκθεση αξιολόγησης·

6.  χαιρετίζει το ότι το Cedefop υπόσχεται να εκτελέσει το σχέδιο δράσης σύμφωνα με τους στόχους και το χρονοδιάγραμμα που υποδεικνύονται· επιδοκιμάζει την πρόταση ότι ο Διευθυντής θα υποβάλλει έκθεση προόδου ετησίως (συνεδριάσεις του Νοεμβρίου) στο Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο θα διαβιβάζει τα αποτελέσματα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο·

Συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ETF) - Τορίνο

7.  σημειώνει ότι η αξιολόγηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η συνεργασία μεταξύ των δύο οργανισμών είναι ικανοποιητική και ότι, επί του παρόντος, το ETF κάνει σωστή χρήση του Cedefop ως κέντρου πόρων·

8.  χαιρετίζει το γεγονός ότι, κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, οι δύο οργανισμοί συνέταξαν πλαίσιο συνεργασίας το οποίο ενέκριναν τα διοικητικά συμβούλια του Cedefop και του ETF τον Μάρτιο και τον Ιούνιο του 2001 αντιστοίχως· χαιρετίζει το ότι αυτό το κοινό έγγραφο πλαίσιο ορίζει τους γενικούς στόχους της νέας αυτής συνεργασίας, συγκεκριμένα την προετοιμασία των υποψηφίων χωρών για πλήρη συμμετοχή στο Cedefop τη στιγμή της προσχώρησης και τα μέσα διευκόλυνσης της συμμετοχής και ανάμειξης των υποψηφίων χωρών στην ανάπτυξη πολιτικής της Κοινότητας κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου·

9.  επιμένει ότι το Κέντρο πρέπει να εξασφαλίσει ότι αυτό το νέο πλαίσιο συνεργασίας με το EFT εκτελείται τώρα πλήρως, ιδιαίτερα κάνοντας πλήρη και συχνή χρήση της κοινής ομάδας εργασίας που έχει συσταθεί για το σκοπό αυτό·

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

10.  ζητεί από τις αρμόδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές του να παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων του Κέντρου της Θεσσαλονίκης και του Ιδρύματος του Τορίνο, ούτως ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσουν πόσο καλά λειτούργησε η συμφωνία πλαίσιο του 2001·

Απόφαση για τη χορήγηση απαλλαγής

11.  χορηγεί απαλλαγή στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού του για το οικονομικό έτος 2000 βάσει της έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου·

o
o   o

12.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει την παρούσα απόφαση στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο και να προχωρήσει στη δημοσίευση της στην Επίσημη Εφημερίδα (σειρά L).

(1) ΕΕ C 372 της 28.12.2001, σ. 37.
(2) ΕΕ C 160 της 15.6.2001, σ. 32.


Aπαλλαγή 2002: Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ανασυγκρότησης
PDF 385kWORD 65k
Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την απαλλαγή του Διευθυντή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ανασυγκρότησης σχετικά με την εκτέλεση του προϋπολογισμού του για το οικονομικό έτος 2000 (C5-0673/2001 - 2001/2238(DEC))
P5_TA(2002)0170A5-0101/2002

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση σχετικά με τους δημοσιονομικούς λογαριασμούς του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ανασυγκρότησης και την εκτέλεση της ενίσχυσης στο Κοσσυφοπέδιο για το οικονομικό έτος 2000, συνοδευόμενη από τις απαντήσεις της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ανασυγκρότησης(1) (C5-0673/2001),

–  έχοντας υπόψη την ετήσια έκθεση 2000 της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία για την Ανασυγκρότηση (COM(2001) 446),

–  έχοντας υπόψη τη σύσταση του Συμβουλίου της 5ης Μαρτίου 2002 (C5-0123/2002),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 276 της Συνθήκης ΕΚ,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 93 και το παράρτημα V του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφάλειας και Αμυντικής Πολιτικής (A5-0101/2002),

Α.  εκτιμώντας ότι ήδη από τον Ιούλιο 1999, αμέσως μετά τον πόλεμο στο Κοσσυφοπέδιο, η Επιτροπή προέβη στη σύσταση της Task Force EC TAFKO, η οποία έπρεπε να εγκαινιάσει τα πρώτα στάδια του προγράμματος για την ανασυγκρότηση·

Β.  εκτιμώντας ότι το Φεβρουάριο 2000 ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ανασυγκρότησης ανέλαβε τα προγράμματα της EC TAFKO και τα ενέταξε στο πρόγραμμα για το έτος 2000·

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η πρόκληση της ανασυγκρότησης του Κοσσυφοπεδίου οφειλόταν και οφείλεται κατά μέγα μέρος στο γεγονός ότι οι υλικές και ανθρώπινες καταστροφές είναι διάσπαρτες σε μια διοικητική περιφέρεια ισοπεδωμένη από χρόνια έλλειψη επενδύσεων, αμέλεια και κατάχρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που επικρατούσαν στην περιοχή επί δεκαετίες· ότι η εξασφάλιση της βιωσιμότητας των επενδύσεων στο Κοσσυφοπέδιο είναι βασική προϋπόθεση για μια υγιή και αποτελεσματική διαχείριση των δημοσιονομικών πόρων της ΕΕ που διατίθενται στην περιοχή αυτή·

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η στρατηγική του οργανισμού συνεπάγεται το πέρασμα από τις ενέργειες έκτακτης ανάγκης που χαρακτήριζαν τη βοήθεια της διεθνούς κοινότητας το 1999 σε πιο μακροπρόθεσμα μέτρα με σκοπό την αειφόρο ανασυγκρότηση και ανάκαμψη·

Ε.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, παρ' όλα, οι δράσεις έκτακτης ανάγκης συνεχίσθηκαν το 2000, πράγμα που αφορούσε την παροχή υπηρεσιών κοινής ωφελείας όπως ηλεκτρικό ρεύμα, υδροδότηση και αποκομιδή απορριμμάτων, καθώς και έκτακτα μέτρα για την αποκατάσταση βασικών υποδομών όπως το δίκτυο μεταφορών·

ΣΤ.  εκτιμώντας ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο είναι της γνώμης ότι η διοίκηση της Υπηρεσίας και η διαχείριση του προϋπολογισμού της το έτος 2000 ήταν πολύ αποδοτική και πέτυχε να υλοποιήσει τους πλέον φιλόδοξους στόχους της για το πρώτο έτος των δραστηριοτήτων της στους τομείς της ενέργειας, της στέγασης, των μεταφορών και της γεωργίας·

Ζ.  εκτιμώντας ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο κρίνει ότι η Υπηρεσία έλαβε σοβαρώς υπόψη τις αρχές της αποδοτικότητας και της λιτότητας και παράλληλα πέτυχε, εφαρμόζοντας με μεγάλη ευελιξία τους ισχύοντες κανόνες, να συμβάλει στη διατήρηση χαμηλών τιμών και να τονώσει την περιφερειακή οικονομία·

Η.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο αποκόμισε την εύλογη βεβαιότητα ότι οι λογαριασμοί για το οικονομικό έτος που έκλεισε στις 31 Δεκεμβρίου 2000 είναι αξιόπιστοι και ότι οι υποκείμενες πράξεις είναι στο σύνολό τους νόμιμες και κανονικές·

2.  σημειώνει τα ακόλουθα ποσά για τους λογαριασμούς του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ανασυγκρότησης:

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΤΟΣ 2000

(1 000 €)

(α)

Έσοδα

258788

Έσοδα που έχουν ληφθεί από την Επιτροπή

257933

Ίδια έσοδα

680

Διάφορα έσοδα

175

(β)

Δαπάνες

268030

Τίτλος I – Δαπάνες προσωπικού

Πληρωμές

4632

Μεταφερθείσες πιστώσεις

131

Τίτλος II – Δαπάνες διοικητικής διαχείρισης

Πληρωμές

2078

Μεταφερθείσες πιστώσεις

1670

Τίτλος III – Επιχειρησιακές δαπάνες

Πληρωμές

139786

Μεταφερθείσες πιστώσεις

119733

Αποτέλεσμα του οικονομικού έτους

-9242

Πληρωμές εκτός προϋπολογισμού TAFKO

-26860

Συναλλαγματικές διαφορές

-334

Υπόλοιπο του οικονομικού έτους

-35768

Δημοσιονομικός έλεγχος

2.  λαμβάνει υπόψη του τις απαντήσεις της Επιτροπής και του Οργανισμού σε ό,τι αφορά τους κινδύνους που έχουν επισημανθεί στην παράγραφο 68 της έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου· εκφράζει την επιθυμία τόσο η Επιτροπή όσο και ο Οργανισμός να διασφαλίσουν ότι, σε τακτικά διαστήματα, διενεργούνται επί τόπου επαρκείς και εκ των προτέρων έλεγχοι των συναλλαγών· κρίνει σκόπιμη την ταχεία έγκριση του ανακοινωθέντος σχεδίου τροποποίησης του δημοσιονομικού κανονισμού όπου, μεταξύ άλλων, προβλέπεται ο ορισμός εσωτερικού ελεγκτή·

3.  τονίζει στο Διευθυντή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ανασυγκρότησης ότι είναι σημαντικό να τηρεί τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2667/2000 του Συμβουλίου, της 5ης Δεκεμβρίου 2000, για τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Ανασυγκρότησης(2) σε ό,τι αφορά την ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μεταξύ άλλων και με την υποβολή τριμηνιαίας έκθεσης δραστηριοτήτων (άρθρο 5, παράγραφος 5)·

4.  συνιστά στην Επιτροπή να υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την ετήσια έκθεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 14, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2667/2000 του Συμβουλίου πριν από την 1η Μαΐου κάθε έτους, το αργότερο·

5.  τονίζει την ανάγκη να διερευνηθούν επαρκώς, με τη βοήθεια, όπου χρειάζεται, και εσωτερικής αξιολόγησης εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), οιεσδήποτε αιτιολογημένες καταγγελίες για κακοδιαχείριση και διαφθορά όσον αφορά τις επενδύσεις για σταθμούς παραγωγής ενέργειας στο Κοσσυφοπέδιο·

Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ανασυγκρότησης

6.  συγχαίρει τον Οργανισμό για τις καλές επιδόσεις του το 2000 κατά την εφαρμογή των προγραμμάτων ανασυγκρότησης και επαινεί στο πλαίσιο αυτό την αφοσίωση του προσωπικού που έπρεπε να εργασθεί κάτω από εξαιρετικά δύσκολες, μερικές φορές, συνθήκες· επισημαίνει συγχρόνως ότι και το προσωπικό της EC TAFKO, αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, εξεπλήρωσε την αποστολή της με αποτελεσματικότατο τρόπο·

7.  διαπιστώνει ότι η μεγαλύτερη θέση στον προϋπολογισμό του Οργανισμού είναι η θέση της "αποκατάστασης του ενεργειακού τομέα"· επισημαίνει, στο πλαίσιο αυτό, το ακατανόητο για τον πληθυσμό παράδοξο των καθημερινών διακοπών ηλεκτρικού ρεύματος·

8.  σημειώνει ότι η στενότερη συνεργασία με το Βελιγράδι έχει ουσιαστική σημασία για τη βελτίωση της ενεργειακής κατάστασης στο Κοσσυφοπέδιο και θα διευκολύνει το έργο της Αποστολής των Ηνωμένων Εθνών στο Κοσσυφοπέδιο (UNMIK) για εξεύρεση δημιουργικών λύσεων που θα επιτρέψουν στην Επιχείρηση Ηλεκτροδότησης του Κοσσυφοπεδίου (KEK) να αποκτήσει νομικό καθεστώς εταιρίας και να θεσπίσει μηχανισμούς που θα εξασφαλίζουν την παροχή πιστώσεων στην KEK εκ μέρους των διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, δεδομένου ότι οι δωρητές δεν δύνανται να παρέχουν απεριόριστη χρηματοδότηση μέσω επιχορηγήσεων για όλες τις επενδύσεις και παλίνδρομες ανάγκες του Κοσσυφοπεδίου·

9.  χαιρετίζει το σχέδιο δράσης το οποίο συμφωνήθηκε μεταξύ της Επιτροπής και του Οργανισμού τον Οκτώβριο του 2001 για τον ενεργειακό τομέα, που καθορίζει τους στόχους στους οποίους η UNMIK και η ΚΕΚ πρέπει να ανταποκριθούν·

10.  επαινεί την αποδοτική και λιτή προσέγγιση της Υπηρεσίας στους τομείς στέγαση, μεταφορές και γεωργία·

Αποστολή των Ηνωμένων Εθνών στο Κοσσυφοπέδιο (UNMIK), ειδικός αντιπρόσωπος του Γενικού Γραμματέα και Ευρωπαϊκή Επιτροπή

11.  καλεί την UNMIK να εφαρμόσει το σχέδιο δράσης θεμελιωδών μέτρων που συμφωνήθηκε από την Επιτροπή και την UNMIK, ιδίως όσον αφορά την ανάγκη μιας εκστρατείας πολυμέσων για την ενίσχυση της επίγνωσης του κοινού σε σχέση με τα προβλήματα του τομέα της ηλεκτροδότησης τα οποία συμβάλλουν στη σπατάλη και στη μη πληρωμή·

12.  ζητεί επίσης από την UNMIK να διατυπώσει μία πολιτική μεταφορών ώστε να καταστεί έτσι δυνατόν να διασφαλισθεί η αποδοτικότητα των επενδύσεων· ζητεί, παράλληλα, από τη UNMIK να λάβει υπόψη της τις παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με την παρεμπόδιση της γεωργικής παραγωγής εξ αιτίας των υψηλών τελωνειακών δασμών και φόρων πωλήσεων που λειτουργούν ως αντικίνητρο για τη γεωργική παραγωγή·

13.  ζητεί από τον ειδικό αντιπρόσωπο του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών στο Κοσσυφοπέδιο να καταβάλει πολύ περισσότερες προσπάθειες για την κατάστρωση μιας πολιτικής-πλαισίου και μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής προκειμένου να εξασφαλισθεί η βιωσιμότητα των κοινοτικών και διεθνών επενδύσεων στο Κοσσυφοπέδιο· ζητεί από την Επιτροπή, η οποία χρηματοδοτεί τον κοινοτικό πυλώνα της Αποστολής των Ηνωμένων Εθνών στο Κοσσυφοπέδιο (UNMIK), να συζητήσει την ανάπτυξη μιας βιώσιμης πολιτικής και ενός νομοθετικού πλαισίου με την UNMIK και τους προσωρινούς φορείς αυτοδιοίκησης, κυρίως τον Πρόεδρο του Κοσσυφοπεδίου, τον Πρωθυπουργό και την κυβέρνηση του Κοσσυφοπεδίου και το κοινοβούλιο του Κοσσυφοπεδίου· ζητεί να συμπεριληφθεί στην έκθεση της UNMIK στο τέλος του 2002 μια έκθεση για την ανάπτυξη βιώσιμης πολιτικής και νομοθετικού πλαισίου και για την πρόοδο των τομεακών σχεδίων δράσης που συμφωνήθηκαν με την Επιτροπή· υπογραμμίζει, στο σημείο αυτό, ότι είναι κατεπείγουσα ανάγκη να βελτιωθεί το σύστημα συλλογής φόρων στο Κοσσυφοπέδιο, προκειμένου να αυξηθούν τα δημοσιονομικά του έσοδα και να φθάσει σε σημείο δημοσιονομικής σταθερότητας· ζητεί να διευκρινίσει η UΝΜΙΚ, στις εκθέσεις της στο μέσο και στο τέλος του έτους 2002, τα μέτρα που ελήφθησαν και προβλέπονται για την αύξηση των εσόδων του προϋπολογισμού του Κοσσυφοπεδίου·

14.  καλεί την UNMIK να διενεργήσει λογιστικό έλεγχο της διαχείρισης διαθεσίμων και των διαδικασιών προμηθειών της KEK· ζητεί να εξετασθούν οι πιο μακροπρόθεσμες εναλλακτικές δυνατότητες για την ανάπτυξη του τομέα ηλεκτροδότησης του Κοσσυφοπεδίου υπό το φως της επικείμενης μελέτης της Παγκόσμιας Τράπεζας·

Αρχές του Κοσσυφοπεδίου

15.  καλεί τις αρμόδιες αρχές του Κοσσυφοπεδίου να λάβουν τα αναγκαία μέτρα, όπως αυτά προβλέπονται στο προαναφερθέν σχέδιο δράσης, για την αύξηση του ποσοστού είσπραξης των εσόδων, την περικοπή της κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος και την επισημοποίηση μιας συμφωνίας ανταλλαγών ηλεκτρικού ρεύματος με τη Σερβία και τις γειτονικές χώρες, δεδομένου ότι το σύστημα ηλεκτροπαραγωγής του Κοσσυφοπεδίου πρέπει να εισάγει ηλεκτρικό ρεύμα στις περιόδους αιχμής και να εξάγει στις περιόδους εκτός αιχμής·

Απόφαση για τη χορήγηση απαλλαγής

16.  χορηγεί απαλλαγή στο Διευθυντή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ανασυγκρότησης σχετικά με την εκτέλεση του προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2000 βάσει της έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου·

o
o   o

17.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει την παρούσα απόφαση στο Διευθυντή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ανασυγκρότησης, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο και να μεριμνήσει για την δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα (σειρά L).

(1) ΕΕ C 355 της 13.12.2001, σ. 1.
(2) ΕΕ L 306 της 7.12.2000, σ. 7.


Η Ευρωπαϊκή Πολιτική για την Ασφάλεια και Άμυνα (ΕΠΑΑ) και οι σχέσεις ΕΕ-ΝΑΤΟ
PDF 301kWORD 61k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τη σημερινή κατάσταση όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Πολιτική για την Ασφάλεια και Άμυνα (ΕΠΑΑ) και τις σχέσεις ΕΕ-ΝΑΤΟ
P5_TA(2002)0171B5-0187/2002

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

Α.  υπενθυμίζοντας ότι η ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Πολιτικής για την Ασφάλεια και Άμυνα (ΕΠΑΑ) και η δημιουργία δομών που επιτρέπουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση να εφαρμόζει πολιτική πρόληψης των διενέξεων και πολιτικής και στρατιωτικής διαχείρισης των κρίσεων έγιναν με πρόθεση να δοθεί αξιοπιστία σε μια συνεκτική Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ), η οποία να υπηρετεί τα συμφέροντα της ανθρωπότητας και τις καθολικής ισχύος αξίες όπως έχουν εκφρασθεί στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών,

Β.  αναγνωρίζοντας ότι το ΝΑΤΟ αποτελεί τον στρατιωτικό οργανισμό ασφαλείας για συλλογική άμυνα και ότι τα ευρωπαϊκά κράτη πρέπει να έχουν μεγαλύτερη και αποτελεσματικότερη συμβολή στον συμμερισμό του βάρους των συμμαχικών ευθυνών στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας,

Γ.  αναφερόμενο στη δήλωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Laeken για τις επιχειρησιακές δυνατότητες της ΕΠΑΑ, οι οποίες πρέπει να επιτρέψουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση να αναλύει και σχεδιάζει, να λαμβάνει αποφάσεις και, όποτε δεν αναμιγνύεται το ΝΑΤΟ, να οργανώνει και να διεξάγει στρατιωτικές επιχειρήσεις διαχείρισης κρίσεων,

Δ.  παρατηρώντας ότι για την εκ μέρους της ΕΕ αποτελεσματική διαχείριση κρίσεων, χρειάζεται η ισόρροπη ανάπτυξη στρατιωτικών και πολιτικών δυνατοτήτων, γεγονός που απαιτεί το στενό συντονισμό όλων των πόρων και μέσων, πολιτικών και στρατιωτικών, που διαθέτει η Ένωση,

Ε.  έχοντας επίγνωση των σημαντικών ελλείψεων σε βασικές στρατιωτικές δυνατότητες και πόρους, που θα εξασφάλιζαν την εκπλήρωση όλων των αποστολών του Petersberg με την εύκολη ανάπτυξη, την πλήρη κινητικότητα, τις ασφαλείς και διαλειτουργικές επικοινωνίες και τη δυνατότητα διατήρησης εν εκστρατεία,

ΣΤ.  παρατηρώντας ότι στα βασικά κενά δυνατοτήτων, όπως αυτά εντοπίστηκαν στη Διάσκεψη Βελτίωσης Δυνατοτήτων της 19ης Νοεμβρίου 2001, περιλαμβάνονται στρατηγικές ελλείψεις στα συστήματα εναέριων μεταφορών και στον τομέα των συστημάτων C 3-I (διοίκηση, έλεγχος, επικοινωνίες και πληροφορίες) καθώς και τακτικές ελλείψεις σε άλλους τομείς,

Ζ.  δηλώνοντας ότι οι ικανότητες διαχείρισης κρίσεων της ΕΕ ενισχύθηκαν από την πρόσφατη ανάπτυξη στενής διαβούλευσης και συνεργασίας μεταξύ της ΕΕ και του ΝΑΤΟ κατά τη διαχείριση κρίσεων στα Δυτικά Βαλκάνια,

Η.  ανησυχώντας ωστόσο για το γεγονός ότι δεν έχουν ακόμη επιτευχθεί ρυθμίσεις ασφαλείας με το NATO και συμφωνίες για εγγυημένη πρόσβαση στον επιχειρησιακό σχεδιασμό της Συμμαχίας, για το τεκμήριο διαθεσιμότητας εκ των προτέρων προσδιορισμένων πόρων και δυναμικού του NATO και για τον προσδιορισμό σειράς εναλλακτικών λύσεων διοίκησης που θα διαθέτει η Ένωση,

Θ.  θορυβημένο για το διευρυνόμενο τεχνολογικό χάσμα, που κατέστη προφανές στην κρίση του Κοσσυφοπεδίου και στον πόλεμο του Αφγανιστάν, μεταξύ των αμερικανικών και των ευρωπαϊκών δυνάμεων, εξ αιτίας του οποίου τα ευρωπαϊκά στρατεύματα τείνουν να χάσουν την ικανότητα συνεργασίας σε συνασπισμό με δυνάμεις των ΗΠΑ με συνέπεια να απειλείται ακόμη και η συνοχή στα πλαίσια της Ατλαντικής Συμμαχίας,

Ι.  χαιρετίζοντας τις προόδους που συντελέσθηκαν όσον αφορά τον προσδιορισμό συγκεκριμένων στόχων για τις μη στρατιωτικές πτυχές της διαχείρισης κρίσεων, ιδίως στους τομείς της αστυνόμευσης, του κράτους δικαίου και της πολιτικής άμυνας, και αναγνωρίζοντας ότι απαιτούνται περαιτέρω προσπάθειες για να προσδιορισθούν ποιοτικές απαιτήσεις στους τομείς αυτούς, καθώς επίσης η εμβέλεια και η φύση της ικανότητας πολιτικής διοίκησης της ΕΕ,

ΙΑ.  επισημαίνοντας ότι η περαιτέρω ανάπτυξη των ικανοτήτων μη στρατιωτικής διαχείρισης κρίσεων από την ΕΕ θα απαιτήσει διεξοδική αξιολόγηση των αναγκών, προκειμένου να προσδιορισθούν άλλοι τομείς στους οποίους η ΕΕ θα έπρεπε να αναπτύξει τις ικανότητές της καθώς και βελτιωμένοι μηχανισμοί συνεργασίας με την Επιτροπή, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται ότι η μη στρατιωτική διαχείριση κρίσεων είναι συμβατή με τις κοινοτικές δραστηριότητες και ενισχύει τις ικανότητες της ΕΕ για πρόληψη συγκρούσεων,

ΙΒ.  αναγνωρίζοντας ότι στον κόσμο που διαμορφώθηκε μετά την 11η Σεπτεμβρίου η καταπολέμηση της διεθνούς τρομοκρατίας καθίσταται βασικός στόχος της Ευρωπαϊκής Πολιτικής για την Ασφάλεια και Άμυνα, ο οποίος όμως δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με στρατιωτικά μέσα, και ότι η πρόληψη και καταστολή της τρομοκρατίας απαιτεί ολόκληρη σειρά μη στρατιωτικών μέτρων όπως η κοινή εκμετάλλευση πληροφοριών, η αστυνομική και δικαστική συνεργασία, για την οποία θα χρειασθεί πλήρης διοργανική συνεργασία και συνεργασία μεταξύ πυλώνων, ή η οικοδόμηση των δημοκρατικών θεσμών, των δομών και της κοινωνίας των πολιτών σε όσα κράτη υστερούν στον τομέα αυτό,

ΙΓ.  τονίζοντας ότι η καταπολέμηση της διεθνούς τρομοκρατίας δεν πρέπει να θίγει τα πολιτικά, κοινωνικά και ανθρώπινα δικαιώματα των πολιτών και δεν πρέπει να αποτελεί πρόσχημα για να στηριχθούν μαζικά κατασταλτικά μέτρα των κυβερνήσεων κατά των πολιτών τους· τονίζοντας επίσης ότι η μεγαλύτερη συμβολή της ΕΕ στην πρόληψη της διεθνούς τρομοκρατίας θα είναι η ικανότητά της για αποτελεσματική συγκρότηση ή ανασυγκρότηση των δημοκρατικών θεσμών, της κοινωνικής και οικονομικής υποδομής, της καλής διακυβέρνησης και της κοινωνίας των πολιτών,

1.  χαιρετίζει την πρόοδο που έχει μέχρι τούδε επιτευχθεί όσον αφορά τη δημιουργία δομών και διαδικασιών της ΕΕ για τη διαχείριση κρίσεων, καθώς και τις δεσμεύσεις των κρατών μελών για τις στρατιωτικές και πολιτικές δυνατότητες που θα επιτρέψουν στην ΕΕ να διεξάγει αποστολές αστυνόμευσης και περιορισμένες επιχειρήσεις στρατιωτικής διαχείρισης κρίσεων στο χαμηλότερο επίπεδο των καθηκόντων του Petersberg, όπως ανθρωπιστικές επιχειρήσεις και καθήκοντα διάσωσης και ειρήνευσης·

2.  υποστηρίζει συνεπώς την απόφαση του Συμβουλίου της 18ης/19ης Φεβρουαρίου 2002 για την αποστολή αστυνόμευσης της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (EUPM) που θα αρχίσει την 1η Ιανουαρίου 2003 ως διάδοχος της Διεθνούς Αστυνομικής Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών (IPTF)·

3.  θεωρεί ότι η EUPM στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη συνιστά σημαντική παρέμβαση πολιτικής διαχείρισης κρίσεων στο πλαίσιο της ΕΠΑΑ και της ευρύτερης προσέγγισης για τη διαδικασία σταθεροποίησης και σύνδεσης ολόκληρης της περιοχής·

4.  πιστεύει ότι το κόστος εκκίνησης των 14 εκατ. ευρώ για το 2002, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος του ετήσιου επιχειρησιακού κόστους (20 εκατ. εκ των 38 εκατ. ευρώ) για την περίοδο 2003 - 2005, πρέπει να χρηματοδοτηθούν από τον προϋπολογισμό ΚΕΠΠΑ, υπό τον όρο ότι θα υπάρχει δέουσα διαβούλευση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο πλαίσιο της διαδικασίας προϋπολογισμού· τούτο περιλαμβάνει επίσης συμφωνία μεταξύ των δύο σκελών της αρχής του προϋπολογισμού σχετικά με έναν γενικό μηχανισμό ευελιξίας εντός του προϋπολογισμού της ΕΕ, για τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων μη στρατιωτικής διαχείρισης κρίσεων·

5.  υποστηρίζει τη δήλωση προθέσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Βαρκελώνης να αναπτυχθεί η Δύναμη Ταχείας Αντιδράσεως για την πρώτη ειρηνευτική αποστολή της στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, διαδεχόμενη το ΝΑΤΟ στην επιχείρηση "Amber Fox", που ήδη διενεργείται μόνο από ευρωπαϊκές δυνάμεις·

6.  πιστεύει ότι η αποστολή αυτή, που θα εξαρτηθεί από την πρόσβαση στις δυνατότητες σχεδιασμού (Shape) και διοίκησης (D-Saceur) του ΝΑΤΟ, έχει μεγάλη συμβολική και πρακτική σημασία για την αξιοπιστία της ΕΕ όσον αφορά τη διαχείριση κρίσεων·

7.  πιστεύει ότι, στην περίπτωση επιχείρησης υπό την ηγεσία της ΕΕ στην ΠΓΔΜ, η απαιτούμενη προσφυγή στις δομές σχεδιασμού και διοίκησης του ΝΑΤΟ δεν πρέπει να διακυβεύσει οιαδήποτε γενική συμφωνία για τη συμμετοχή μελών του ΝΑΤΟ που δεν είναι κράτη μέλη της ΕΕ·

8.  θεωρεί ότι η πρώτη προσπάθεια για επίτευξη συμφωνίας με την Τουρκία πραγματοποιήθηκε εκτός του πλαισίου των διαδικασιών λήψης αποφάσεων της ΕΕ και αναμένει ότι μια συνολική συμφωνία ΕΕ-NATO όσον αφορά τη χρήση πόρων και δυνατοτήτων του ΝΑΤΟ δεν θα υπονομεύσει την αυτονομία λήψης αποφάσεων της Ένωσης· καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο να πραγματοποιήσουν δήλωση προς το Κοινοβούλιο σχετικά με τη διαπραγματευτική εντολή για το ζήτημα αυτό·

9.  τονίζει ότι οι δαπάνες για επιχειρήσεις που έχουν στρατιωτικές ή αμυντικές επιπτώσεις πρέπει να καταμερίζονται μεταξύ των κρατών μελών και της Κοινότητας·

10.  παροτρύνει τις κυβερνήσεις των κρατών μελών να δώσουν απόλυτη προτεραιότητα, στα πλαίσια των αμυντικών αγορών τους, στην εκπλήρωση των απαιτήσεων της Δύναμης Ταχείας Αντιδράσεως, δίνοντας το βάρος σε εξοπλισμό και τεχνολογία που θα βελτιώνει την ικανότητά της να διεξάγει αποστολές τύπου Petersberg· αυτό συνεπάγεται την ανάγκη μεγαλύτερης διαλειτουργικότητας και τυποποίησης του στρατιωτικού εξοπλισμού των ευρωπαϊκών δυνάμεων, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιείται τόσο στο πλαίσιο ΕΕ-ΕΠΑΑ όσο και στο πλαίσιο του NATO·

11.  προτρέπει τα κράτη μέλη να δώσουν προσοχή στην ποιότητα των στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων της ΕΕ και να μεριμνήσουν ώστε τα πρόσωπα που συμμετέχουν να διαθέτουν βαθειά και ενδελεχή κατανόηση του έργου τους·

12.  χαιρετίζει τη δημιουργία δεκατεσσάρων διακλαδικών ομάδων εργασίας από την Ισπανική Προεδρία για να εξεταστούν οι κρισιμότερες ελλείψεις των 40 τομέων στους οποίους προσδιορίστηκαν αδυναμίες του στρατιωτικού εξοπλισμού·

13.  πιστεύει ότι η βελτίωση των στρατιωτικών δυνατοτήτων δεν είναι απλώς θέμα επαρκών αμυντικών προϋπολογισμών, αλλά μπορεί πρωταρχικά να επιτευχθεί με τον εξορθολογισμό των αμυντικών προσπαθειών και την αύξηση των συνεργιών μεταξύ εθνικών και πολυεθνικών σχεδίων και με την περαιτέρω κατάργηση των πεπαλαιωμένων ψυχροπολεμικών δομών και δυνάμεων· πιστεύει ότι η δημιουργία του Μηχανισμού Ανάπτυξης Δυνατοτήτων, όπως συμφωνήθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Γκέτεμποργκ, σημαίνει ότι σήμερα είναι καιρός να αναληφθεί εκ νέου δράση στον τομέα αυτό ως αναπόσπαστο μέρος του Σχεδίου Δράσης για τις Ευρωπαϊκές Στρατιωτικές Δυνατότητες·

14.  υποστηρίζει ότι η ύπαρξη μιας ισχυρής, αποτελεσματικής και βιώσιμης ευρωπαϊκής βιομηχανίας εξοπλισμών, που θα περιλαμβάνει δυνατότητες έρευνας και εξέλιξης, και μιας αποτελεσματικής πολιτικής δημοσίων αγορών είναι ζωτική για την ανάπτυξη της ΕΠΑΑ και αποτελεί προϋπόθεση προκειμένου η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία να μπορεί να ανταγωνίζεται περισσότερο ισότιμα με την αμερικανική· ως προς αυτό, εκφράζει την ανησυχία του για τις σημαντικές επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη, που σχεδιάζονται από ορισμένα κράτη μέλη, σε αμερικανικές βιομηχανίες εξοπλισμών·

15.  καλεί εν προκειμένω την Επιτροπή να υποβάλει στο Συμβούλιο και στο Κοινοβούλιο μια αναθεωρημένη μορφή του Σχεδίου Δράσης της του 1997· η αναθεώρηση θα πρέπει μεταξύ άλλων να αποσαφηνίζει κατά πόσον η Επιτροπή θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει μελέτες σκοπιμότητας για την προμήθεια επικουρικού υλικού μη στρατιωτικής προέλευσης προς χρήση από τις στρατιωτικές υπηρεσίες των κρατών μελών, όπως για την προσαρμογή υπαρχόντων πολιτικών αεροσκαφών ώστε να μπορούν να αναλάβουν το έργο του ανεφοδιασμού εν πτήσει·

16.  θεωρεί, στο πλαίσιο αυτό, την ανάπτυξη και αγορά του αεροσκάφους A 400 M από οκτώ ευρωπαϊκές χώρες ως ουσιαστικό δυναμικό ανάπτυξης δυνάμεων, για να εξασφαλιστεί η πλήρης κινητικότητα των ευρωπαϊκών στρατευμάτων·

17.  πιστεύει ότι η αμυντική τυποποίηση είναι επιτακτική ανάγκη, και καλεί τις κυβερνήσεις των κρατών μελών να δώσουν μεγαλύτερη προτεραιότητα στη δημιουργία Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξοπλισμών, να εξετάσουν τη δυνατότητα αγοράς στρατιωτικού εξοπλισμού από κοινού και να διευκολύνουν την κοινή χρήση του·

18.  καλεί το Συμβούλιο, κατά την εφαρμογή του Σχεδίου Δράσης του για τις Ευρωπαϊκές Στρατιωτικές Δυνατότητες, να εγκαθιδρύσει στο πλαίσιο των υπαρχόντων οργάνων, και ιδίως της Στρατιωτικής Επιτροπής και της Ειδικής Ομάδας για τον Πρωταρχικό Στόχο, μια συστηματική διαδικασία για την επισκόπηση και συνεξέταση σε επίπεδο ΕΕ όλων των εθνικών μακροπρόθεσμων προγραμμάτων αμυντικών προμηθειών και σχεδιασμού, προκειμένου να επιζητηθούν εξαρχής οι μέγιστες δυνατές οικονομίες και αποτελεσματικότητες κλίμακας, π.χ. όσον αφορά το πρόγραμμα του Ηνωμένου Βασιλείου "Future Offensive Air System"·

19.  επαναλαμβάνει την άποψή του ότι ο έλεγχος και οι περιορισμοί των εξαγωγών όπλων, καθώς και μια αποτελεσματική πολιτική αναχαίτισης της παγκόσμιας διάδοσης των μικρών όπλων σε περιοχές έντασης και σε κάθε είδους επίσημους και λιγότερο επίσημους μαχητές, θα έπρεπε να θεωρηθούν αναπόσπαστο στοιχείο της ΕΠΑΑ και της εμπορικής πολιτικής της ΕΕ·

20.  συμμερίζεται την άποψη ότι, μετά τη δήλωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Laeken για τη λειτουργικότητα των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων Ταχείας Αντιδράσεως, είναι πλέον καιρός να επισημοποιηθούν οι συναντήσεις των Υπουργών Άμυνας της ΕΕ σε επίπεδο Συμβουλίου και η τακτική υποβολή εκθέσεων προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο·

21.  υπενθυμίζει τη Βελγική πρωτοβουλία για την εκπόνηση Λευκής Βίβλου για την ευρωπαϊκή ασφάλεια σε στενό συντονισμό με το ΝΑΤΟ και καλεί την Ισπανική Προεδρία να προωθήσει επειγόντως το σχέδιο αυτό·

22.  τονίζει την ανάγκη να εξεταστεί σε ποιο βαθμό πρέπει να επαναπροσδιοριστούν όλες οι αποστολές του Petersberg ώστε να περιλάβουν τα δέοντα αντίμετρα κατά της διεθνούς τρομοκρατίας και, εάν παραστεί ανάγκη, να προσαρμοστούν αναλόγως ο βασικός στόχος και οι πολιτικές πτυχές της διαχείρισης κρίσεων· επισημαίνει ότι ένας τέτοιος επαναπροσδιορισμός δεν πρέπει να επεκτείνεται στη δυνατότητα προληπτικών πληγμάτων εναντίον τρίτων·

23.  ζητεί να υποβάλει η Προεδρία έκθεση στην αρμόδια επιτροπή του Κοινοβουλίου σχετικά με την πείρα που θα αποκτηθεί από τις στρατιωτικές ασκήσεις της ΕΕ το Μάιο 2002, στις οποίες θα χρησιμοποιηθούν διαδικασίες διοίκησης και ελέγχου αντί για δυνάμεις επί εδάφους·

24.  ζητεί να αναληφθεί από την Επιτροπή, σε συνεργασία με την Προεδρία, μια διεξοδική και προσανατολισμένη στις ανάγκες μελέτη για τις δυνατότητες μη στρατιωτικής διαχείρισης κρίσεων, ώστε να μπορέσει η ΕΕ να καθορίσει τους στόχους της στον τομέα της πολιτικής διοίκησης, να αποσαφηνίσει και να διευρύνει τους στόχους ανάπτυξης ικανοτήτων σε άλλους τομείς της μη στρατιωτικής διαχείρισης κρίσεων, καθώς και να εξασφαλίσει ότι οι εντοπιζόμενες ανάγκες διαχείρισης κρίσεων θα μπορούν να καλυφθούν με συνεκτική και συντονισμένη χρήση των ικανοτήτων των κρατών μελών και των κοινοτικών μηχανισμών και ότι οι προσπάθειες αυτές θα ενσωματωθούν σε μακροπρόθεσμες πρωτοβουλίες πρόληψης συγκρούσεων και θα τις στηρίζουν·

25.  ζητεί επίσης από την Προεδρία να αναφερθεί διεξοδικά, στην προβλεπόμενη έκθεσή της για την πρόληψη των συγκρούσεων (Σεβίλλη), σε όλες τις προόδους που έχουν συντελεσθεί σύμφωνα με τις υποδείξεις του Σχεδίου Δράσης του Γκέτεμποργκ, της ανακοίνωσης της Επιτροπής και της έκθεσης του Κοινοβουλίου για την πρόληψη των συγκρούσεων, όπως εγκρίθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2001(1), και ιδίως στα ζητήματα της ενσωμάτωσης της πρόληψης συγκρούσεων σε όλες τις εξωτερικές σχέσεις της ΕΕ, της συμμετοχής της διεθνούς και των τοπικών κοινωνιών των πολιτών σε δραστηριότητες πρόληψης και διαχείρισης συγκρούσεων, καθώς και της εντατικοποίησης της συνεργασίας με τον ΟΗΕ και τον ΟΑΣΕ· υπενθυμίζει ότι η πρόληψη κρίσεων και η μη στρατιωτική διαχείριση κρίσεων αποτελούν ζήτημα του πρώτου πυλώνα με σαφείς αρμοδιότητες για την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο·

26.  υπενθυμίζει ότι η ευθύνη για τον κοινοβουλευτικό έλεγχο της Ευρωπαϊκής πολιτικής για την ασφάλεια και άμυνα καταμερίζεται μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων, βάσει των αντίστοιχων δικαιωμάτων και υποχρεώσεών τους στα πλαίσια των σχετικών συνθηκών και συνταγμάτων· επαναλαμβάνει την άποψή του ότι, στην προοπτική αυτή, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση της ΔΕΕ πρέπει να καταργηθεί·

27.  παρατηρεί ότι οι στρατιωτικές δαπάνες και η ανάπτυξη εθνικών ένοπλων δυνάμεων εξακολουθούν να εμπίπτουν στο πεδίο αποκλειστικής αρμοδιότητας των εθνικών κοινοβουλίων, αλλά ότι το λειτουργικό κόστος των κοινών δράσεων της ΕΕ για τη διαχείριση κρίσεων πρέπει να καλύπτεται από τον προϋπολογισμό της Κοινότητας και να ελέγχεται, κατά συνέπεια, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο·

28.  ζητεί συνεπώς να υπάρχουν στενότερες σχέσεις και εντεταμένη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων επί θεμάτων που αφορούν την ΚΕΠΠΑ και την ΕΠΑΑ, ούτως ώστε να καταστεί δυνατός ο ευρύτερος διάλογος μεταξύ των κοινοβουλίων·

29.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στην Επιτροπή, στο Συμβούλιο και στα κράτη μέλη.

(1) Κείμενα που εγκρίθηκαν, σημείο 15.


Ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία
PDF 273kWORD 35k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία
P5_TA(2002)0172B5-0186/2002

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη την Ανακοίνωση της Επιτροπής (COM(1997) 583),

–  έχοντας υπόψη τη Διάσκεψη Βελτίωσης Δυνατοτήτων και το αντίστοιχο Σχέδιο Δράσης Ευρωπαϊκών Δυνατοτήτων, της 19ης Νοεμβρίου 2001,

Α.  λαμβάνοντας υπόψη ότι κατά την συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου "Γενικών Υποθέσεων" στις 19 και 20 Νοεμβρίου 2001, οι Υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας της Ευρωπαϊκής &digr;Ενωσης, κατέδειξαν σαφώς τις διατηρούμενες ανεπάρκειες των στρατιωτικών δυνατοτήτων στους τομείς των πληροφοριών, της διοικητικής μέριμνας, των επικοινωνιών και των συστημάτων αερομεταφορών,

Β.  λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ δαπανούν ποσό αντίστοιχο του 60% του αμυντικού προϋπολογισμού των ΗΠΑ, επιτυγχάνοντας όμως στρατιωτικές δυνατότητες που αντιστοιχούν μόλις στο 10% εκείνων των Ηνωμένων Πολιτειών,

Γ.  εκτιμώντας ότι η βελτίωση των στρατιωτικών δυνατοτήτων μπορεί να επιτευχθεί κυρίως με τον εξορθολογισμό των αμυντικών προσπαθειών και την αύξηση της συνέργειας μεταξύ εθνικών και πολυεθνικών σχεδίων,

1.  χαιρετίζει τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες αμυντικού εξοπλισμού για την αναδιάρθρωση και τον εξορθολογισμό τους και πιστεύει ότι οι προσπάθειες αυτές θα πρέπει να έχουν την πλήρη υποστήριξη των δημόσιων φορέων·

2.  επαναλαμβάνει την άποψή του ότι μια ισχυρή, αποτελεσματική και βιώσιμη ευρωπαϊκή βιομηχανία εξοπλισμών και μια αποτελεσματική πολιτική προμηθειών αποτελούν στοιχεία ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη της ΚΕΠΑΑ·

3.  επαναλαμβάνει την υποστήριξή του στο σχέδιο δράσης της Επιτροπής, του 1997 το οποίο περιέχεται στην προαναφερθείσα ανακοίνωση της Επιτροπής, και εκφράζει τη λύπη του για την ελάχιστη πρόοδο που έχει πραγματοποιηθεί όσον αφορά την εφαρμογή του·

4.  καλεί την Επιτροπή να αναπτύξει ένα ενημερωμένο σχέδιο δράσης και να το υποβάλει στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το συντομότερο δυνατόν. Αυτό το ενημερωμένο σχέδιο δράσης θα πρέπει να εξετάζει, μεταξύ των άλλων:

   το βαθμό στον οποίο η κοινή εμπορική πολιτική της ΕΕ και οι περιορισμοί της ενιαίας αγοράς θα πρέπει να έχουν εφαρμογή στην αμυντική βιομηχανία,
   τη δυνατότητα δημιουργίας ενός αμυντικού αντιστοίχου της Συμβουλευτικής Επιτροπής για την Αεροναυτική Έρευνα στην Ευρώπη, ώστε η ευρωπαϊκή έρευνα στον αμυντικό τομέα να γίνει περισσότερο ομαδική και συντονισμένη,
   ποιά περαιτέρω μέτρα απαιτούνται για τη διευκόλυνση της δημιουργίας διεθνικών επιχειρήσεων,
   πώς μπορεί να επιτευχθεί η ενσωμάτωση των βιομηχανιών στις υποψήφιες προς ένταξη χώρες·

5.  σημειώνει πως ο τομέας της αεροδιαστημικής βρίσκεται στην πρωτοπορία όσον αφορά την αναδιάρθρωση, αλλά απαιτείται στενότερη συνεργασία στο πεδίο του χερσαίου και ναυτικού εξοπλισμού·

6.  πιστεύει ότι η επιβολή προτύπων στον αμυντικό τομέα είναι απαραίτητη και ζητεί να καταβληθούν μεγαλύτερες προσπάθειες για την επίτευξη του στόχου αυτού·

7.  καλεί τα κράτη μέλη να προσδώσουν μεγαλύτερη προτεραιότητα στη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής υπηρεσίας εξοπλισμών·

8.  πιστεύει ότι θα πρέπει να γίνεται επίκληση του άρθρου 296 της Συνθήκης μόνο για σημαντικά θέματα εθνικής ευαισθησίας·

9.  πιστεύει ότι η αποτελεσματική εφαρμογή του κώδικα συμπεριφοράς όσον αφορά τις εξαγωγές όπλων πρέπει να θεωρείται οργανικό στοιχείο της ευρωπαϊκής πολιτικής στον τομέα της βιομηχανίας εξοπλισμών· ότι ο κώδικας πρέπει να αναπτυχθεί περαιτέρω και να καταστεί νομικά δεσμευτικός και ότι, στο πλαίσιο της μετά τη Νίκαια διαδικασίας, το ζήτημα των εξαγωγών όπλων θα πρέπει να περιέλθει στην κοινοτική αρμοδιότητα, ώστε να εξαλειφθεί ένα σοβαρό εμπόδιο στην ενδοκοινοτική συνεργασία, στο πεδίο της αμυντικής βιομηχανίας·

10.  εκφράζει την ικανοποίησή του για την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στη διαδικασία της εξαεθνούς Επιστολής Προθέσεων και πιστεύει ότι, μακροπρόθεσμα, όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν·

11.  καλεί τα κράτη μέλη να δώσουν άμεση προτεραιότητα στην ικανοποίηση των απαιτήσεων της ΚΕΠΑΑ στο πεδίο των δυνατοτήτων·

12.  καλεί το Συμβούλιο και την Επιτροπή να ανοίξουν διάλογο με τις αρχές των ΗΠΑ, στην προοπτική της βελτίωσης των δυνατοτήτων διατλαντικών ενοποιήσεων και συγχωνεύσεων·

13.  αναθέτει στoν Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στην Επιτροπή, το Συμβούλιο και τις κυβερνήσεις των κρατών μελών.


Κατάσταση στη Μέση Ανατολή
PDF 272kWORD 37k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την κατάσταση στη Μέση Ανατολή
P5_TA(2002)0173RC-B5-0194/2002

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη τη σύστασή του προς το Συμβούλιο της 13ης Δεκεμβρίου 2001 για την κρίση στη Μέση Ανατολή και το ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην περιοχή(1), το ψήφισμά του της 7ης Φεβρουαρίου 2002 για τη Μέση Ανατολή(2), καθώς και το ψήφισμά του της 20ης Μαρτίου 2002 σχετικά με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 15-16 Μαρτίου 2002 στη Βαρκελώνη(3),

Α.  βαθύτατα συγκλονισμένο από την κλιμακούμενη ανθρώπινη τραγωδία που βιώνουν ο ισραηλινός και ο παλαιστινιακός λαός,

Β.  πεπεισμένο ότι μόνο η επιστροφή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μπορεί να αποκαταστήσει την προοπτική της ειρηνικής και ασφαλούς συνύπαρξης δύο κρατών, του Ισραήλ και της Παλαιστίνης,

Γ.  εκφράζοντας τη βαθύτατη ανησυχία του για τις συγκρούσεις που λαμβάνουν χώρα στα σύνορα με το Λίβανο, οι οποίες θα μπορούσαν να επεκταθούν σε ολόκληρη την περιοχή,

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η συνέχιση της σύρραξης στη Μέση Ανατολή αποτελεί πηγή αυξανόμενης έντασης στις αραβικές χώρες και οδηγεί σε επιδείνωση της διεθνούς πολιτικής και οικονομικής κατάστασης,

1.  υποστηρίζει τις αποφάσεις αριθ. 1397, 1402 και 1403 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών με τις οποίες ζητείται η απόσυρση του ισραηλινού στρατού από τα παλαιστινιακά εδάφη, περιλαμβανομένης της Ραμάλα· ζητεί την πλήρη και άμεση εφαρμογή τους και την κατάπαυση κάθε βίας·

2.  καταδικάζει σθεναρά όλες τις τυφλές τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας εναντίον του Ισραήλ που διαπράττονται από παλαιστίνιους εξτρεμιστές· καλεί την Παλαιστινιακή Αρχή να καταβάλει μεγαλύτερες προσπάθειες για την πρόληψη τρομοκρατικών ενεργειών·

3.  καταδικάζει την κλιμάκωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων που πραγματοποιεί η κυβέρνηση Σαρόν, η οποία αφενός συνιστά παραβίαση του διεθνούς και ανθρωπιστικού δικαίου και αφετέρου δεν πρόκειται να παράσχει αποτελεσματική λύση στο πρόβλημα των τρομοκρατικών επιθέσεων· καταδικάζει την καταπίεση του παλαιστινιακού άμαχου πληθυσμού από τον ισραηλινό στρατό και τη συστηματική καταστροφή των υποδομών στη Δυτική Όχθη·

4.  καθιστά σαφές στην ισραηλινή κυβέρνηση ότι ο δημοκρατικά εκλεγμένος πρόεδρος της Παλαιστινιακής Εθνικής Αρχής, κ. Αραφάτ πρέπει να απολαύει ελευθερίας κινήσεων και θεωρεί απαράδεκτο τον εκ των πραγμάτων κατα οίκον περιορισμό του·

5.  καταδικάζει την άρνηση του ισραηλινού πρωθυπουργού κ. Σαρόν να επιτρέψει στην αντιπροσωπεία υψηλού επιπέδου της ΕΕ να συναντήσει τον πρόεδρο Αραφάτ και πιστεύει ότι η κυβέρνηση του Ισραήλ θα έπρεπε να επωφεληθεί από τις ειλικρινείς προσπάθειες της Ευρώπης για διευθέτηση της κρίσης, συμπεριλαμβανομένου του ζητήματος της τρομοκρατίας· φρονεί ότι η προσβλητική μεταχείριση της αντιπροσωπείας της ΕΕ συνιστά σημείο καμπής στις σχέσεις ΕΕ – Ισραήλ·

6.  υπογραμμίζει τη σημασία της συνάντησης της Μαδρίτης μεταξύ ΕΕ, Ηνωμένων Πολιτειών, Ρωσίας και Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για να συζητήσουν τη σημερινή κατάσταση και χαιρετίζει την πρωτοβουλία της προεδρίας του Συμβουλίου· ζητεί να εξετασθούν μέτρα όσον αφορά την αποστολή μιας διεθνούς ειρηνευτικής δύναμης και παρατηρητών στην περιοχή υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών· ζητεί από τα κράτη μέλη να αρχίσουν αμέσως να προετοιμάζουν τη συνεισφορά τους σε αυτή τη δύναμη·

7.  καλεί το Συμβούλιο να επιβάλει εμπάργκο όπλων στο Ισραήλ και στην Παλαιστίνη·

8.  καλεί το Συμβούλιο και την Επιτροπή να συγκαλέσουν επειγόντως το Συμβούλιο Σύνδεσης ΕΕ-Ισραήλ, προκειμένου να θέσουν υπόψη της ισραηλινής κυβέρνησης τη θέση του, με την οποία της ζητείται να συμμορφωθεί με τις τελευταίες αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και να ανταποκριθεί θετικά στις τρέχουσες προσπάθειες που αναλαμβάνει η ΕΕ για ειρηνική διευθέτηση της σύγκρουσης· σε αυτό το πλαίσιο, καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο να αναστείλουν την Ευρωμεσογειακή Συμφωνία Σύνδεσης ΕΕ-Ισραήλ·

9.  τονίζει την ειδική ευθύνη των ΗΠΑ στην κρίση, ιδίως λόγω της επιρροής τους στην πολιτική του Ισραήλ και υποστηρίζει την απόφαση για αποστολή αμερικανικής αντιπροσωπείας υψηλού επιπέδου στην περιοχή, με στόχο την επανάληψη των συνομιλιών μεταξύ των δύο μερών και τον τερματισμό της βίας·

10.  χαιρετίζει την έγκριση εκ μέρους της Αραβικής Ένωσης της πρότασης της Σαουδικής Αραβίας, η οποία θα πρέπει να αποτελέσει βάση συζήτησης για τη σύναψη βιώσιμης ειρηνευτικής συμφωνίας μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης και καλεί την κυβέρνηση του Ισραήλ να αναγνωρίσει αυτό το σημείο καμπής στη στάση των αραβικών κρατών όσον αφορά τη διένεξη·

11.  καταδικάζει έντονα τις πρόσφατες πράξεις αντισημιτισμού που διαπράχθηκαν στο έδαφος της ΕΕ, όπως τις επιθέσεις εναντίον εβραϊκών συναγωγών, σχολείων και νεκροταφείων·

12.  εκφράζει την αμέριστη υποστήριξή του προς τους ισραηλινούς, τους παλαιστινίους και τις διεθνείς οργανώσεις που εργάζονται για την ειρήνη σε κάθε επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων των ισραηλινών εφέδρων που αρνούνται να υπηρετήσουν στα κατεχόμενα εδάφη· εκφράζει την ιδιαίτερη συμπάθεια και υποστήριξή του προς τους ισραηλινοπαλαιστινιακούς συνδέσμους για την ειρήνη·

13.  καλεί το Ισραήλ να εγγυηθεί την ελεύθερη πρόσβαση των μέσων ενημέρωσης στα κατεχόμενα εδάφη και να επιτρέψει στις διπλωματικές και προξενικές αρχές της ΕΕ να επικοινωνούν με τους πολίτες της ΕΕ που βρίσκονται στην περιοχή·

14.  αναθέτει στoν Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, την Επιτροπή, την κυβέρνηση και το κοινοβούλιο του Ισραήλ, τον πρόεδρο της Παλαιστινιακής Εθνικής Αρχής, και το Παλαιστινιακό Νομοθετικό Συμβούλιο, τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, τον Πρόεδρο και το Κονγκρέσο των ΗΠΑ, καθώς και στον Γενικό Γραμματέα της Αραβικής Ένωσης.

(1) Κείμενα που εγκρίθηκαν, σημείο 7.
(2) P5_TA(2002)0054.
(3) P5_TA(2002)0137.


Κατάσταση στην Τσετσενία
PDF 291kWORD 44k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την κατάσταση στην Τσετσενία
P5_TA(2002)0174RC-B5-0188/2002

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη τα προηγούμενα ψηφίσματά του για την Τσετσενία,

–  έχοντας υπόψη πρόσφατες εκθέσεις και δηλώσεις σχετικά με την Τσετσενία εκ μέρους διαφόρων ΜΚΟ, της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, του Συμβουλίου της Ευρώπης, του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ και του Υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας,

A.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πρόσφατες πληροφορίες και δηλώσεις σχετικά με την Τσετσενία παρουσιάζουν διιστάμενες απόψεις σχετικά με την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Δημοκρατία αυτή,

B.  λαμβάνοντας υπόψη ότι κατά τη χειμερινή σύνοδό της στις 23 Ιανουαρίου 2002 η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης δεν εξέτασε την επιβολή κυρώσεων κατά της Ρωσίας για την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τσετσενία, και ο εισηγητής της ειδικής επιτροπής της, Λόρδος Judd, ανέφερε ότι, παρά το γεγονός ότι η κατάσταση παραμένει δύσκολη, διαπίστωσε "αισθητές βελτιώσεις" κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψής του για την εξέταση της κατάστασης στην περιοχή,

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η ετήσια έκθεση για τα ανθρώπινα δικαιώματα του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ που εκδόθηκε στις 4 Μαρτίου 2002 χαρακτηρίζει κακή την επίδοση της ρωσικής κυβέρνησης όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Τσετσενία όπου, σύμφωνα με την έκθεση, οι ομοσπονδιακές δυνάμεις ασφάλειας επέδειξαν ελάχιστο σεβασμό των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και υπήρξαν αξιόπιστες μαρτυρίες σοβαρών παραβιάσεων, συμπεριλαμβανομένων πολυάριθμων μαρτυριών για εκτελέσεις χωρίς διεξαγωγή δίκης εκ μέρους τόσο των κυβερνητικών δυνάμεων όσο και τσετσένων μαχητών,

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η έκθεση των Γιατρών Χωρίς Σύνορα που δημοσιεύθηκε στις 4 Μαρτίου 2002 κατηγορεί τη διεθνή κοινότητα με το σκεπτικό ότι εξαιτίας του αγώνα κατά της τρομοκρατίας μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 καμία διεθνής δύναμη δεν είναι διατεθειμένη να σταματήσει το Κρεμλίνο και να προστατεύσει τις ζωές των Τσετσένων ή έστω τα πλέον θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματά τους, τονίζοντας ότι περίπου 200.000 Τσετσένοι ζουν σε όλο και περισσότερο επισφαλείς και επικίνδυνες συνθήκες και καλεί τις υπηρεσίες των Ηνωμένων Εθνών και τους δωρητές να πράξουν ό,τι είναι δυνατόν προκειμένου να υπάρξουν συγκεκριμένες βελτιώσεις όσον αφορά τη βοήθεια, κυρίως με την επανέναρξη της καταγραφής νέων προσφύγων έτσι ώστε η βοήθεια σε εφόδια να ανταποκρίνεται στον αριθμό των αποδεκτών και τον άμεσο συνυπολογισμό των πλέον επειγουσών αναγκών, όπως η στέγαση και η θέρμανση,

Ε.  λαμβάνοντας υπόψη δήλωση της 28ης Φεβρουαρίου 2002 εκ μέρους της ομάδας Human Rights Watch η οποία έχει έδρα τη Νέα Υόρκη, σύμφωνα με την οποία η ρωσική στρατιωτική κτηνωδία στην Τσετσενία έχει περιπέσει στη λήθη μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και ότι η εν λευκώ εξουσιοδότηση για βία κατά των αμάχων που δόθηκε στη Ρωσία ως κύριο εταίρο στην υπό τις ΗΠΑ εκστρατεία κατά της τρομοκρατίας κλονίζει οιαδήποτε εμπιστοσύνη είχαν οι Τσετσένοι στη Μόσχα, τορπιλίζει τις ειρηνευτικές προσπάθειες και τελικά υπονομεύει τη Ρωσία ως αξιόπιστο εταίρο στο διεθνή πόλεμο κατά της τρομοκρατίας,

ΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Ασλαμπέκ Ασλαχάνωφ, βουλευτής της Δούμας ο οποίος εκπροσωπεί την Τσετσενία, δηλώνει ότι δεν πιστεύει πως οι ρωσικές αρχές έκαναν τίποτα για να αποκαταστήσουν την ποιότητα ζωής στην Τσετσενία και ισχυρίζεται ότι περίπου 80% των κονδυλίων του προϋπολογισμού του 2001 που διατέθηκαν για την Τσετσενία εξαφανίστηκαν και τονίζοντας ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν γίνονται καθόλου σεβαστά,

Ζ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, στην έκθεσή της για την Τσετσενία που υπέβαλε κατά τη συνεχιζόμενη στη Γενεύη ετήσια σύνοδο της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η Ύπατος Αρμοστής των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα Mary Robinson τονίζει ότι, παρά το γεγονός ότι ορισμένες θετικές αλλαγές πραγματοποιούνται στην Τσετσενία, η κατάσταση όσον αφορά τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα του λαού της Τσετσενίας παραμένει ένα σοβαρό πρόβλημα και ότι εξακολουθούν να φθάνουν ειδήσεις για απαγωγές εκ μέρους των ανταρτών καθώς και για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκ μέρους των ρωσικών κυβερνητικών δυνάμεων, προσθέτοντας ότι η Ρωσία δεν διερεύνησε αυτές τις παραβιάσεις κατά αξιόπιστο τρόπο κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους και καλώντας τις ρωσικές αρχές να αυξήσουν τις προσπάθειές τους σ' αυτό τον τομέα,

Η.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο εκπρόσωπος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Τσετσενία, Λόρδος Judd, ανακοίνωσε στις 21 Μαρτίου 2002, κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψής του στη Μόσχα, την πρόθεσή του να θέσει κατά την προσεχή σύνοδο της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης το ζήτημα της δημιουργίας ειδικής συμβουλευτικής ομάδας για την Τσετσενία που θα ασχοληθεί με τα κύρια ζητήματα τα οποία βρίσκονται στο επίκεντρο της προσοχής όσον αφορά την Τσετσενία: την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην εν λόγω χώρα και την κατάσταση όσον αφορά τη δίωξη όσων έχουν κατηγορηθεί για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο έδαφος της Τσετσενίας,

1.  επαναβεβαιώνει τη θέση του ότι δεν υπάρχει στρατιωτικός τρόπος για την επίλυση των προβλημάτων στην Τσετσενία και καλεί όλα τα εμπλεκόμενα μέρη σε άμεση κατάπαυση του πυρός και σε πολιτική επίλυση της διένεξης·

2.  προτρέπει τον ειδικό εκπρόσωπο της Ρωσίας για την Τσετσενία να επιταχύνει τη δέσμευση για τη δίωξη όσων έχουν διαπράξει παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είτε είναι μέλη των ρωσικών κυβερνητικών δυνάμεων είτε τσετσένοι τρομοκράτες, και την προσαγωγή τους στη δικαιοσύνη·

3.  αναγνωρίζει το γεγονός ότι η Ρωσία έχει λάβει κάποια εποικοδομητικά μέτρα στην Τσετσενία προκειμένου να διερευνηθούν οι παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εκφράζει όμως λύπη για το γεγονός ότι εξακολουθεί να υπάρχει τεράστιο χάσμα μεταξύ του αριθμού των καταγγελιών για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικα