Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων και την καταπολέμηση της απάτης - Ετήσια έκθεση για το 2001 (2002/2211(INI)
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
- έχοντας υπόψη την ετήσια έκθεση της Επιτροπής για το 2001 σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων και την καταπολέμηση της απάτης (COM(2002) 348 - C5-0519/2002),
- έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής: "Προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων - Καταπολέμηση της απάτης - Πρόγραμμα δράσης 2001-2003" (COM(2001) 254),
- έχοντας υπόψη την έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου για το οικονομικό έτος 2001(1)
- έχοντας υπόψη το άρθρο 276, παράγραφος 3, και το άρθρο 280, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚ,
- έχοντας υπόψη το άρθρο 163, παράγραφος 1, του Κανονισμού του,
- έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού (A5-0055/2003),
Α . εκτιμώντας του τέσσερις στρατηγικούς στόχους που ορίζει η Επιτροπή στο συνολικό της σχέδιο για την καταπολέμηση της απάτης (CΟΜ(2000) 358 και τους οποίους έχει ενσωματώσει στο πρόγραμμα δράσης 2001-2003 (COM(2001) 254): ανάπτυξη μιας σφαιρικής νομοθετικής πολιτικής για την καταπολέμηση της απάτης, ενίσχυση της επιχειρησιακής συνεργασίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών, διοργανική προσέγγιση για την πρόληψη και την καταπολέμηση της απάτης και της δωροδοκίας καθώς και ενίσχυση της δικαστικής διάστασης στον ποινικό τομέα,
Β . εκτιμώντας ότι ο συνολικός όγκος των αναφερομένων στην ετήσια έκθεση της Επιτροπής περιπτώσεων απάτης και παρατυπιών ανερχόταν το 2001 σε 1,275 δισεκατομμύρια ευρώ και ότι το ποσόν αυτό κατανέμεται ως ακολούθως:
-
Τμήμα Εσόδων: Ίδιοι πόροι 532,5 εκατομμύρια ευρώ (προηγούμενο έτος: 1143)
-
Τμήμα Δαπανών: Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων 429 εκατομμύρια ευρώ (προηγούμενο έτος: 576)
Μέτρα διαρθρωτικής πολιτικής 249,1 εκατομμύρια ευρώ (προηγούμενο έτος: 139)
Άμεσες δαπάνες 64,2 εκατομμύρια ευρώ (προηγούμενο έτος: 170),
Γ . εκτιμώντας ότι αυτό αποτελεί σημαντική μείωση σε σύγκριση με το έτος 2000, όταν είχε υπολογισθεί ένας συνολικός όγκος 2,028 δισεκατομμυρίων ευρώ,
Δ . εκτιμώντας ότι η μείωση αυτή οφείλεται εν μέρει και στο γεγονός ότι από τις περιπτώσεις που εξέτασε η Υπηρεσία για την Καταπολέμηση της Απάτης (OLAF) περιελήφθησαν στην στατιστική μόνον αυτές για τις οποίες κατέστη δυνατόν να ολοκληρωθούν οι έρευνες το 2001, όχι όμως και οι περιπτώσεις, στις οποίες άρχισαν μεν οι έρευνες, δεν κατέστη όμως δυνατόν να περατωθούν,
Ε . εκτιμώντας ότι, σύμφωνα με στοιχεία της Επιτροπής, στη μείωση του αριθμού των παρατυπιών που κοινοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη είναι δυνατόν να οδήγησαν και προβλήματα προσαρμογής σε νέες διαδικασίες κοινοποιήσεων,
ΣΤ . εκτιμώντας περαιτέρω ότι το επίπεδο των παρατυπιών που διαπιστώθηκαν το 2001 –1,275 δισεκατομμύρια ευρώ–, παρά τη μείωση του αριθμού τους σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, βρισκόταν σαφώς πάνω από τον μέσο όρο προηγουμένων ετών,
Ζ . εκτιμώντας ότι από τις διαθέσιμες πιστώσεις πληρωμών χρησιμοποιήθηκε στην πράξη το 2000 μόνον το 87,9 % (83,3 δισ. ευρώ από 94,8 δισ. ευρώ) και το 2001 μόνον το 82,3 % (80 δισ. ευρώ από 97,2 δισ. ευρώ)· εκτιμώντας ότι αυτό το χαμηλό ποσοστό χρησιμοποίησης καθιστά σχετική τη μείωση του αριθμού των παρατυπιών,
Επανείσπραξη των επιπλέον των κανονικών ή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών
1. λαμβάνει υπόψη ότι η εξέταση των κοινοποιήσεων που παρελήφθησαν το 2001 κατέδειξε ότι ο συνολικός αριθμός των παρατυπιών που κοινοποιήθηκαν μειώθηκε έναντι του έτους 2000 σε όλους τους τομείς· επισημαίνει σε αυτό το πλαίσιο το γεγονός ότι κατά τα έτη 2000 και 2001 επεστράφησαν στα κράτη μέλη περισσότερα από 26 δισ. ευρώ σε μη χρησιμοποιηθείσες πιστώσεις του προϋπολογισμού·
2. διαπιστώνει ωστόσο ότι οι δημοσιονομικές επιπτώσεις των παρατυπιών στον προϋπολογισμό υποχώρησαν μόνο στον τομέα των ιδίων πόρων (από 1,143 εκατ. ευρώ σε 532,5 εκατ. ευρώ) και στον τομέα ΕΓΤΠΕ-Εγγυήσεις (από 576 εκατ. ευρώ σε 429 εκατ. ευρώ), ενώ οι επιπτώσεις αυξήθηκαν στον τομέα των διαρθρωτικών ταμείων από 139 εκατ. ευρώ σε 249,1 εκατ. ευρώ·
3. υπενθυμίζει στην Επιτροπή ότι, σύμφωνα με το ψήφισμά του της 29ης Νοεμβρίου 2001(2), είχε κληθεί να υποβάλει, έως τις 15 Δεκεμβρίου 2001, κατάλογο όλων των παρατυπιών που κοινοποιήθηκαν μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1681/94 της Επιτροπής, της 11ης Ιουλίου 1994, σχετικά με τις παρατυπίες και την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών στο πλαίσιο της χρηματοδότησης των διαρθρωτικών πολιτικών καθώς και την οργάνωση ενός συστήματος πληροφόρησης στον τομέα αυτό(3), από τον οποίο κατάλογο θα προκύπτει για κάθε περίπτωση το ύψος της εκάστοτε οικονομικής ζημίας και εάν και σε ποιο βαθμό κατέστη δυνατό να επανακτηθούν τα ποσά αυτά·
4. διαπιστώνει ότι το ποσόν που ανακτήθηκε το 2001 (40.342.543 ευρώ) μειώθηκε κατά περισσότερο από το ήμισυ σε σύγκριση με το έτος 2000 (86.101.547 ευρώ), μείωση που αντιστοιχεί σε συνολικό ποσοστό είσπραξης της τάξεως του 15,7%·
5. επικρίνει το γεγονός ότι τα προς ανάκτηση ποσά που συνδέονται με περιπτώσεις απάτης και παρατυπίες, που διαπιστώθηκαν από τα κράτη μέλη, την OLAF και την Επιτροπή, έχουν σωρευτεί κατά την πάροδο των ετών σε ύψος περίπου 3 δισ. ευρώ· θεωρεί την κατάσταση αυτή τελείως απαράδεκτη·
6. διαπιστώνει ότι οι διαδικασίες ανάκτησης αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών προφανώς δεν λειτουργούν, πράγμα το οποίο προκαλεί σημαντική ζημία στα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας· καλεί για τον λόγο αυτό την Επιτροπή να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έως την 30ή Ιουνίου 2003, λεπτομερή ανάλυση των αιτίων αυτής της δυσλειτουργίας καθώς και προτάσεις εξάλειψής της·
7. ζητεί για το λόγο αυτό από την Επιτροπή, έως ότου δημιουργηθεί αποτελεσματική διαδικασία ανάκτησης των ποσών, να αναστέλλει τις πληρωμές, ευθύς ως οι εκτιμήσεις της OLAF επιβεβαιώνουν αιτιολογημένη υπόνοια απάτης και η Υπηρεσία κινεί διαδικασία έρευνας·
8. λαμβάνει υπόψη του το γεγονός ότι η Επιτροπή –αν και αρκετά αργά– υπέβαλε στις 3 Δεκεμβρίου 2002 ανακοίνωση για τα εν λόγω θέματα, με την οποία επιδιώκει να βελτιώσει τη διαδικασία είσπραξης, αμφιβάλλει, ωστόσο, για τη δυνατότητα επιτυχίας αυτού του σχεδίου, ενόσω παραμένουν αδιευκρίνιστες οι αρμοδιότητες μεταξύ της OLAF αφ' ενός και των αρμοδίων γενικών διευθύνσεων της Επιτροπής αφ' ετέρου· σημειώνει με έκπληξη το γεγονός ότι το Λουξεμβούργο δεν έχει κοινοποιήσει μέχρι σήμερα καμία περίπτωση παρατυπίας· επισημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν να δοθεί σύμφωνη γνώμη για την επιδιωκόμενη από την Επιτροπή ειδική μεταχείριση της Ιταλίας έως το 2002, λαμβάνοντας υπόψη τα κοινοποιηθέντα εκκρεμή ποσά ύψους περίπου 1,4 δισεκατομμυρίων ευρώ και παρακαλεί να υποβληθεί άμεσα η αναγγελθείσα πρόταση τροπολογίας επί του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, σχετικά με τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής(4)·
Καταπολέμηση της απάτης στα διαρθρωτικά ταμεία
9. εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι οι αριθμοί που παραθέτει η Επιτροπή στην ετήσια έκθεσή της δεν επιτρέπουν να διαπιστωθεί κατά πόσον επιτυγχάνεται αποτελεσματική και ισότιμη προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας σε όλα τα κράτη μέλη στο πλαίσιο των διαρθρωτικών ταμείων·
10. ανησυχεί για το γεγονός ότι στο Ταμείο Συνοχής (συνολικός όγκος το 2001 περίπου 3 δισεκατομμύρια ευρώ) μόνο η Ελλάδα κοινοποίησε παρατυπίες (ύψους 2,5 εκατομμυρίων ευρώ περίπου), ενώ η Ισπανία, Ιρλανδία και Πορτογαλία ανακοίνωσαν στην Επιτροπή ότι δεν υπάρχουν παρατυπίες προς κοινοποίηση· λαμβάνει υπό σημείωση την ετήσια έκθεση του Ταμείου Συνοχής (CΟΜ(2002) 557), και ιδιαίτερα το σημείο 4.2· αναμένει από την Επιτροπή να λάβει θέση επί του θέματος αυτού στην επόμενη ετήσια έκθεσή της για την καταπολέμηση της απάτης, καθώς και να ανακοινώσει ποιες ενέργειες ανέλαβε αυτή στις περιπτώσεις στις οποίες συμβάσεις που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Συνοχής ανατέθηκαν κατά παράβαση των οδηγιών περί διαγωνισμών·
11. διαπιστώνει ότι ο αριθμός των ύποπτων υποθέσεων που κοινοποιήθηκαν από τις Κάτω Χώρες το 2001 ήταν τέσσερις φορές και πλέον μεγαλύτερος από τον αριθμό των υποθέσεων οι οποίες κοινοποιήθηκαν από την Ισπανία ή την Ελλάδα και σχεδόν δύο φορές μεγαλύτερος από τον αριθμό των υποθέσεων που κοινοποιήθηκαν από τη Γερμανία· αυτό δημιουργεί την υπόνοια ότι μεταξύ των επιμέρους κρατών μελών υφίστανται μεγάλες διαφορές όσον αφορά τη σοβαρότητα των προσπαθειών για τον εντοπισμό και την κοινοποίηση παρατυπιών·
12. καλεί εκ νέου με έμφαση την Επιτροπή να μην περιορίζεται στο μέλλον στην απλή και άνευ σχολιασμού παρουσίαση των αριθμών που κοινοποιούνται από τα κράτη μέλη, αλλά να τους αναλύει και να τους αξιολογεί συγκριτικά, να επισημαίνει ανοικτά αδυναμίες και κατ" αυτόν τον τρόπο να ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να εντείνουν τις προσπάθειές τους·
Εξέταση εσωτερικών περιπτώσεων απάτης
13. τονίζει ότι η οικονομική σημασία των εξωτερικών περιπτώσεων απάτης υπερβαίνει κατά πολύ την οικονομική σημασία των εσωτερικών περιπτώσεων· επισημαίνει, ωστόσο, ότι οι εσωτερικές υποθέσεις απάτης βλάπτουν σημαντικά την εικόνα των ευρωπαϊκών οργάνων και ότι, για το λόγο αυτό, η Επιτροπή έχει αναγγείλει μια "πολιτική μηδενικής ανοχής'·
Eurostat
14. επικρίνει τον τρόπο με τον οποίο η OLAF έχει διεξαγάγει μέχρι σήμερα τις έρευνες για τα θέματα αυτά: κατηγορίες οι οποίες είχαν ήδη γίνει γνωστές στα τέλη της δεκαετίας του '90 δεν ερευνήθηκαν με την δέουσα αυστηρότητα παρά τις πολύ ακριβείς πληροφορίες, έρευνες διεκόπησαν χωρίς αποτέλεσμα και εν συνεχεία άρχισαν και πάλι· ζητεί από την επιτροπή εποπτείας της OLAF να εξετάσει ενδελεχώς το έργο της OLAF σε σχέση με την Eurostat και να αναφέρει τα πορίσματά της στην επόμενη έκθεση δραστηριοτήτων·
15. διαπιστώνει ότι η OLAF σε δύο υποθέσεις (EuroCost και Eurogramme) ζήτησε την παρέμβαση των αρχών ποινικής δίωξης του Λουξεμβούργου·
16. καλεί την Επιτροπή να λάβει μέτρα, τα οποία θα της επιτρέψουν να ενημερώσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την OLAF για την περαιτέρω πορεία των ερευνών των αρχών ποινικής δίωξης του Λουξεμβούργου·
17. διαπιστώνει ότι η εταιρεία Eurogramme κατέθεσε στην Επιτροπή εσφαλμένα στοιχεία όχι μόνον για την οικονομική της κατάσταση, αλλά και για τα προσόντα του απασχολούμενου από αυτήν προσωπικού·
18. θεωρεί ακατανόητο το γεγονός, υπό αυτά τα δεδομένα, ότι η Επιτροπή, κατά το διάστημα από το 1996 έως το τέλος του 2001, συνήψε 70 συμβάσεις με την Eurogramme (η αξία των συμβάσεων μόνον από τα έτη 2000 και 2001 ανέρχεται σε περισσότερα από 2 εκατ. ευρώ) και μάλιστα τρεις περαιτέρω συμβάσεις το 2002·
19. εκφράζει την ικανοποίησή του για τη νέα προσέγγιση της Επιτροπής όσον αφορά τη συμβατική σχέση με την Eurogramme όπως προκύπτει από την απάντηση της Επιτροπής, της 28ης Φεβρουαρίου 2003, σχετικά με τη διαδικασία απαλλαγής για το 2001, συμπεριλαμβανομένης της αναστολής όλων των πληρωμών στο πλαίσιο των τρεχουσών συμβάσεων και της εφαρμογής ρητρών ακύρωσης στις συμβάσεις, υπό τον όρο ότι δεν θα επιφέρει πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση του προϋπολογισμού της Ένωσης·
20. ζητεί επίσης να διευκρινισθεί κατά πόσον "intra-muros" υπάλληλοι ιδιωτικών επιχειρήσεων εργάζονται στους χώρους της Eurostat από το 1999 και εάν αληθεύουν οι κατηγορίες, σύμφωνα με τις οποίες σε αυτούς τους υπαλλήλους ανατέθησαν καθήκοντα τα οποία μπορούσαν ή έπρεπε να έχουν εκτελεσθεί από μονίμους υπαλλήλους·
21. σημειώνει ότι το σχέδιο Prodcom εκτελείται εν τω μεταξύ κατ' ευθείαν από την Eurostat·
22. λαμβάνει περαιτέρω υπό σημείωση το γεγονός ότι η Eurostat και η Επιτροπή άρχισαν να εφαρμόζουν τις συστάσεις του εσωτερικού οικονομικού ελέγχου Prodcom καθώς και να βελτιώνουν τη διαχείριση του σχεδίου·
23. διαπιστώνει ότι μόνον το 2001 προβλέφθηκαν από την Eurostat πιστώσεις ανάληψης υποχρεώσεων για πληρωμές σε περισσότερες από εκατό διαφορετικές εταιρείες, ενώ κατεβλήθησαν περίπου 8 εκατ. ευρώ (απάντηση της Επιτροπής στη γραπτή ερώτηση E-1283/02)· αναμένει από την Επιτροπή να διαβεβαιώσει, πριν από τις 30 Απριλίου 2003, ότι θα ζητήσει από την υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου της να εξετάσει, έως το θέρος του 2003, τη νομιμότητα και κανονικότητα όλων των συμβάσεων που συνήψε η Eurostat από το 1999 και να περιλάβει στην εξέταση αυτή και τις συμβάσεις που συνήφθησαν από άλλες υπηρεσίες της Επιτροπής κατόπιν συστάσεως της Eurostat·
24. διαπιστώνει ότι η εγκατεστημένη στο Λουξεμβούργο εταιρεία Asbl EuroCost κατηγορείται για σοβαρές παρατυπίες (νοθεύσεις ισολογισμού, διπλές και τριπλές χρηματοδοτήσεις σχεδίων, κλοπή εξοπλισμού πληροφορικής), από τις οποίες, σύμφωνα με στοιχεία της Επιτροπής (απάντηση στη γραπτή ερώτηση P-3742/02), έχει προκληθεί ζημία μεγαλύτερη του ενός εκατομμυρίου ευρώ για τον κοινοτικό προϋπολογισμό·
25. απαιτεί περαιτέρω να διευκρινισθεί εάν οι παρατυπίες αυτές είχαν ήδη αποκαλυφθεί στις αρχές του 2000, στο πλαίσιο εξέτασης από υπαλλήλους της Γενικής Διεύθυνσης "Δημοσιονομικός Έλεγχος" της Επιτροπής, η υπόθεση, όμως, παραπέμφθηκε στις δικαστικές αρχές του Λουξεμβούργου μόλις το καλοκαίρι του 2002·
26. θεωρεί ακατανόητο το γεγονός ότι δεν υπεβλήθη η σχετική έκθεση της Γενικής Διεύθυνσης " Δημοσιονομικός Έλεγχος" στην αρμόδια Eπίτροπο για το δημοσιονομικό έλεγχο και την καταπολέμηση της απάτης Επίτροπο·
27. αναμένει να του διαβιβασθούν, έως τις 30 Απριλίου 2003, αντίγραφα όλων των εκθέσεων ελέγχου που έχουν εκπονηθεί από το 1999 και αφορούν την Eurostat·
28. ζητεί να διευκρινισθεί κατά πόσον ανώτερος υπάλληλος της Eurostat ως ιδρυτικό μέλος και προσωρινός πρόεδρος της Asbl EuroCost συνέβαλε στην εισροή επιχορηγήσεων από τον κοινοτικό προϋπολογισμό στην EuroCost για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δέκα ετών·
29. εκφράζει την έκπληξή του για το γεγονός ότι η Επιτροπή ενέκρινε προφανώς τις δραστηριότητες του ανωτέρου υπαλλήλου και ζητεί τα αντίγραφα των σχετικών αποφάσεων· σημειώνει με έκπληξη ότι, σύμφωνα με στοιχεία της Επιτροπής, ο ανώτερος υπάλληλος της Eurostat δραστηριοποιείτο μέχρι το 2000 και σε άλλες ενώσεις υπό την ιδιότητά του ως γενικού διευθυντή της Eurostat· ερωτά την Επιτροπή εάν εξακολουθεί να θεωρεί αποδεκτές τέτοιες δραστηριότητες ανωτέρων υπαλλήλων της σε οργανώσεις που λαμβάνουν επιχορηγήσεις από τον κοινοτικό προϋπολογισμό·
30. ερωτά την Επιτροπή εάν θα απαιτήσει από τους εμπλεκόμενους ανωτέρους υπαλλήλους της Eurostat να αποκαταστήσουν τυχόν προκληθείσες ζημίες για τους φορολογουμένους·
31. ερωτά την Επιτροπή εάν ανώτεροι υπάλληλοι της Eurostat συμμετείχαν και σε άλλες επιχειρήσεις ή ενώσεις, οι οποίες έλαβαν επιχορηγήσεις από τον κοινοτικό προϋπολογισμό και εάν ναι, σε ποιες·
32. επιδοκιμάζει την απόφαση της Επιτροπής να αναστείλει τη συνεργασία με την Eurogramme· ζητεί από την Επιτροπή να εφαρμόσει με τη μεγαλύτερη αυστηρότητα τη διαδικασία ανάκτησης των ποσών εις βάρος της εταιρείας EuroCost που ευρίσκεται υπό εκκαθάριση·
Υπόνοιες απάτης και ευνοιοκρατίας στην Επιτροπή
33. σημειώνει το γεγονός ότι οι υποθέσεις στις οποίες ενέχονται δύο πρώην Επίτροποι έτυχαν περαιτέρω παρακολούθησης από την OLAF και την Επιτροπή· καλεί την Επιτροπή και την OLAF να ενημερώσουν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για το αποτέλεσμα των διαδικασιών·
34. επιδοκιμάζει το γεγονός ότι η Επιτροπή αποφάσισε να προετοιμάσει δήλωση, στην οποία θα αναφέρονται τα στοιχεία που αφορούν πιθανές παραβάσεις, εκ μέρους της κ. Cresson, των υποχρεώσεων των μελών της Επιτροπής, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 213 της Συνθήκης· επικροτεί περαιτέρω το γεγονός ότι η Επιτροπή αποφάσισε ταυτόχρονα να αποστείλει δήλωση στην κ. Cresson, στην οποία η τελευταία θα καλείται να υποβάλει στην Επιτροπή τυχόν παρατηρήσεις της εντός δύο μηνών· διαπιστώνει ότι η Επιτροπή ακολούθησε κατ" αυτόν τον τρόπο τη σύσταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου·
35. καλεί την Επιτροπή να διαβιβάσει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την έκθεση της OLAF και τις περιεχόμενες σε αυτήν συστάσεις σχετικά με την αποκαλούμενη "υπόθεση των υπηρεσιακών αυτοκινήτων'·
36. λαμβάνει υπό σημείωση το γεγονός ότι βελγικό δικαστήριο καταδίκασε τους βασικούς κατηγορούμενους στην αποκαλούμενη "υπόθεση PerryLux" το Δεκέμβριο 2002 σε φυλάκιση τεσσάρων ετών και ενός έτους αντίστοιχα·
37. καλεί το Λουξεμβούργο να ανταποκριθεί επιτέλους, μετά από πολλά έτη αναποφασιστικότητας, στις υποχρεώσεις του, σύμφωνα με το άρθρο 280 της Συνθήκης, και να διασφαλίσει ότι οι δικαστικές του αρχές θα προβούν σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες, προκειμένου να διαφωτίσουν την υπόθεση "PerryLux" και τις κατηγορίες σε σχέση με την Eurostat και ενδεχομένως να κινήσουν ποινικές διαδικασίες·
38. καλεί την Επιτροπή να ενημερώσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έως την 30ή Ιουνίου 2003, σχετικά με τη δράση που έχουν αναλάβει οι αρχές ποινικής δίωξης του Λουξεμβούργου για την εν λόγω υπόθεση καθώς και να ανακοινώσει πότε υπολογίζεται ότι θα περατωθούν οι έρευνες·
Γραφεία αντιπροσωπείας της Επιτροπής στη Στοκχόλμη και τη Βιέννη
39. διαπιστώνει ότι η Επιτροπή δεν έχει ακόμη απαντήσει στο ερώτημα από πότε ήταν ενήμερη για την παράνομη πρακτική συμβάσεων έργου στο Γραφείο Αντιπροσωπείας της Βιέννης·
40. λαμβάνει γνώση του γεγονότος -το οποίο αδυνατεί να κατανοήσει- ότι οι ανακρίσεις άρχισαν στις 7 Αυγούστου 2001 και έως το τέλος του έτους 2002 δεν κατέστη δυνατό να ολοκληρωθούν· καλεί την Επιτροπή να ενημερώσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Μάρτιο του 2003 σχετικά με τα μέτρα παρακολούθησης που ελήφθησαν·
41. διαπιστώνει ότι ελήφθησαν πειθαρχικά μέτρα εις βάρος δύο υπαλλήλων του Γραφείου Αντιπροσωπείας της Στοκχόλμης· μια τρίτη υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον των σουηδικών δικαστηρίων· καλεί την Επιτροπή να ενημερώσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τον λόγο για τον οποίο η δικαστική διαδικασία θα αρχίσει μόλις το Μάρτιο του 2003, και απαιτεί επίσης να ενημερώνεται για την περαιτέρω πορεία της δικαστικής διαδικασίας·
42. ζητεί να διευκρινισθεί υπό ποίους όρους συνταξιοδοτήθηκε ένας εκ των ενεχομένων υπαλλήλων·
Προστασία των οικονομικών συμφερόντων στο πλαίσιο της διεύρυνσης
43. συμμερίζεται την άποψη της Επιτροπής ότι η κανονική χρήση, ο έλεγχος και η αξιολόγηση των προενταξιακών ενισχύσεων της Κοινότητας αποτελούν σημαντικό δείκτη για την ικανότητα των υποψηφίων χωρών να εφαρμόσουν τις κοινοτικές διατάξεις περί δημοσιονομικού ελέγχου· υπενθυμίζει σε αυτό το πλαίσιο ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κάλεσε, στο προαναφερθέν ψήφισμά του της 29ης Νοεμβρίου 2001, την OLAF να συστήσει παρατηρητήρια στις υποψήφιες χώρες,
44. διευκρινίζει ότι τα παρατηρητήρια δεν αποτελούν αναγκαστικά ανεξάρτητα γραφεία· ωστόσο πρέπει να ευρίσκεται επιτόπου αντιπρόσωπος της OLAF·
45. υπενθυμίζει επίσης το γεγονός ότι το προηγούμενο έτος κάλεσε το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, στο προαναφερθέν ψήφισμά του της 29ης Νοεμβρίου 2001, να του υποβάλει, το αργότερο έως τις αρχές του 2003, για κάθε υποψήφια προς ένταξη χώρα γνωμοδότηση, από την οποία θα προκύπτει εάν τα συστήματα δημοσιονομικού ελέγχου στις εν λόγω χώρες λειτουργούν κατά τρόπον ώστε να είναι δυνατή η συνδεόμενη με την ένταξη μετάβαση σε αποκεντρωμένη διαχείριση·
46. ανησυχεί για το ποσοστό χρησιμοποίησης των πόρων SAPARD: μόνον το 0,1% ή 1 εκατ. ευρώ περιήλθαν στους τελικούς δικαιούχους (μόνο στη Βουλγαρία και την Εσθονία)· θεωρεί ότι η Επιτροπή υποτίμησε τις δαπάνες για τη συγκρότηση συστημάτων διοίκησης και ελέγχου στα υποψήφια κράτη·
47. συμφωνεί, ωστόσο, με την άποψη της Επιτροπής ότι μόνον η δημιουργία αποτελεσματικού ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου αποτελεί εγγύηση για την αποτελεσματική χρησιμοποίηση των πόρων που δεν διατρέχει τον κίνδυνο να γίνει αντικείμενο απάτης·
48. επιμένει, στο πλαίσιο αυτό, ότι για τα υποψήφια προς ένταξη κράτη δεν πρέπει να ισχύουν αυστηρότερα κριτήρια απ' ό τι ισχύουν για τα κράτη μέλη·
49. θεωρεί ενδεδειγμένο να παραταθεί η προθεσμία εκτέλεσης πολυετών αναλήψεων υποχρεώσεων στο πλαίσιο των προενταξιακών ενισχύσεων·
50. ανησυχεί για το γεγονός ότι με την απομόνωση της περιφέρειας Καλίνινγκραντ, στο πλαίσιο της προς ανατολάς διεύρυνσης, και με το εκπορευόμενο από αυτήν την περιοχή ενισχυμένο οικονομικό έγκλημα θα διακυβευτεί περισσότερο η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας· καλεί την Επιτροπή, να λάβει μέτρα, προκειμένου να αποφευχθεί η απάτη στην κυκλοφορία εμπορευμάτων, υπηρεσιών και κεφαλαίων στην περιφέρεια του Καλίνινγκραντ· καλεί την OLAF να επιδιώξει ταχέως τη συνεργασία με τη ρωσική φορολογική αστυνομία αυτής της περιφέρειας, προκειμένου να διαμορφώσει μια εικόνα της κατάστασης όσον αφορά το πρόβλημα "οικονομικό έγκλημα Καλίνινγκραντ" που θα χρησιμοποιηθεί ως βάση για συγκεκριμένες συστάσεις και μέτρα·
Νομοθεσία για την καταπολέμηση της απάτης
51. απαιτεί να προωθηθεί, βάσει της πρότασης της Επιτροπής του Μαΐου του 2000, η ανάπτυξη ενός συστήματος πληροφοριών, με στόχο να αποκλείονται από δημόσιους διαγωνισμούς υποψήφιοι που έχουν καταδικασθεί για απάτη· υπενθυμίζει περαιτέρω ότι το Κοινοβούλιο εξακολουθεί να αναμένει διευκρινίσεις, στο πλαίσιο της βελτίωσης της δημοσιονομικής παρακολούθησης και των κυρώσεων, όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στην επιβολή των προστίμων ήδη στο προαναφερθέν ψήφισμά του της 29ης Νοεμβρίου 2001,
52. λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι το 2001 εγκρίθηκαν δύο κανονισμοί για την καλύτερη εποπτεία και τον οικονομικό έλεγχο των διαρθρωτικών ταμείων(5)·
53. χαιρετίζει τους κανονισμούς που παρέχουν νομική βάση για τη συνεργασία της ΕΚΤ, της Europol και της Επιτροπής/OLAF, διότι με τον τρόπο αυτό προστατεύονται καλύτερα η γνησιότητα και η αξιοπιστία του κοινού νομίσματος·
54. ζητεί να διευκρινισθεί ο λόγος για τον οποίο δεν επετεύχθη πρόοδος στις διαπραγματεύσεις με την Ελβετία κατά το προηγούμενο έτος για τη σύναψη συμφωνίας δικαστικής συνδρομής επί φορολογικών και τελωνειακών θεμάτων·
Διεύρυνση της συνεργασίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών
55. λαμβάνει γνώση του καταλόγου νέων εθνικών νομοθετικών διατάξεων για τη μεταφορά του άρθρου 280 της Συνθήκης, για την επισκόπηση όσον αφορά την κατάσταση των διαδικασιών επικύρωσης της σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας και των προσαρτώμενων σε αυτήν πρωτοκόλλων, καθώς και όσον αφορά την κατάσταση του συντονισμού των υπηρεσιών·
56. τονίζει, ωστόσο, ότι τέτοιες καταγραφές, όπως αυτές στο προαναφερθέν ψήφισμά του της 29ης Νοεμβρίου 2001, έχουν μικρή μόνον αξία για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εφόσον δεν αναλύονται από την Επιτροπή, προκειμένου να αναδεικνύονται τυχόν αδύνατα σημεία στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας·
57. επικρίνει το γεγονός ότι δεν έχει ακόμη επιτευχθεί η δημιουργία ενιαίου συστήματος για τη διαβίβαση δεδομένων, παρατυπιών και υποθέσεων απάτης από τα κράτη μέλη· για το λόγο αυτό καλεί την Επιτροπή να ενημερώνει τακτικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής·
58. σημειώνει ότι το 2001 η OLAF άρχισε έρευνες για 381 περιπτώσεις, οι οποίες κατά μία πρώτη εκτίμηση είναι ποινικής φύσεως (ίδιοι πόροι 74 περιπτώσεις, γεωργία 105 περιπτώσεις, τομέας διαρθρωτικών ταμείων 66 περιπτώσεις, άμεσες δαπάνες 136 περιπτώσεις)· ζητεί να διευκρινισθεί ποιοι τομείς, παράλληλα με την αξίωση για δαπάνες που δεν είναι επιλέξιμες για ενίσχυση, διατρέχουν το μεγαλύτερο κίνδυνο απάτης·
Ενίσχυση της δικαστικής διάστασης στον ποινικό τομέα
59. τονίζει ότι η προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων δεν είναι δυνατόν να παρασχεθεί μόνο από τα θεσμικά όργανα, αλλά πρέπει να θεωρηθούν τμήμα ενός συνεκτικού συστήματος·
60. επιδοκιμάζει, σε αυτό το πλαίσιο, το γεγονός ότι η Επιτροπή υπέβαλε το Δεκέμβριο του 2001 Πράσινη Βίβλο για την ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και τη δημιουργία ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής (COM (2001) 715)·
61. αναμένει από την Επιτροπή να ενημερώσει αμέσως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τυχόν δυσκολίες που θα ανακύψουν κατά την εξέταση της Πράσινης Βίβλου με τα κράτη μέλη·
62. καλεί την Επιτροπή, να ενσωματώσει στους προβληματισμούς της και να υποβάλει στη Συνέλευση τις προτάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 27ης Μαρτίου 2003 για το εν λόγω θέμα(6), ιδίως το σχέδιο ενός νέου άρθρου 280α της Συνθήκης·
63. αναγνωρίζει τη σύσταση της Eurojust(7) ως σημαντική συμβολή στη δικαστική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών· διευκρινίζει, ωστόσο, σε αυτό το πλαίσιο ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ως το Όργανο που χορηγεί απαλλαγή για τον προϋπολογισμό, παραμένει ο θεματοφύλακας των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας και ότι η Eurojust οφείλει να λογοδοτεί σε αυτόν τον τομέα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο·
64. ζητεί πληροφορίες σχετικά με την πορεία της προσφυγής που άσκησαν η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά μεγάλων καπνοβιομηχανιών στις Ηνωμένες Πολιτείες, προκειμένου να αποτρέψουν τον κίνδυνο του λαθρεμπορίου τσιγάρων και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω του οργανωμένου εγκλήματος στην ΕΕ·
65. χαιρετίζει την απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιανουαρίου 2003, με την οποία απερρίφθη ως απαράδεκτη η απόπειρα των καπνοβιομηχανιών Philip Morris, Reynolds και Japan Tobaccο να εμποδίσουν την Κοινότητα να συνεχίσει τη δικαστική διαδικασία που κινήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες εις βάρος αυτών των ομίλων επιχειρήσεων για συμμετοχή στο λαθρεμπόριο τσιγάρων·
66. λαμβάνει υπό σημείωση την πρόσφατη έκθεση της "Select Committee of Public Accounts" της βρετανικής Βουλής των Κοινοτήτων, που υπολογίζει την φοροδιαφυγή από το λαθρεμπόριο τσιγάρων κατά το έτος 2000/2001 για το Ηνωμένο Βασίλειο σε 3,5 δισεκατομμύρια λίρες· καλεί το Ηνωμένο Βασίλειο, υπό το φως αυτής της οικονομικής ζημίας, να συμμετάσχει στην προσφυγή που άσκησαν η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις Ηνωμένες Πολιτείες·
Υπηρεσία για την Καταπολέμηση της Απάτης (OLAF)
67. υπογραμμίζει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα υποβάλει ιδία έκθεση σχετικά με τις μεθόδους εργασίας της Υπηρεσίας για την Καταπολέμηση της Απάτης, στην οποία θα περιληφθούν τα πορίσματα της ετήσιας έκθεσης της OLAF, τα συμπεράσματα της ετήσιας έκθεσης της Επιτροπής Εποπτείας της OLAF καθώς και οι συστάσεις της έκθεσης προόδου της Επιτροπής·
68. θεωρεί απαράδεκτο το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν τήρησε τις διατάξεις του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας για την Καταπολέμηση της Απάτης (OLAF)(8), και δεν υπέβαλε την έκθεση προόδου εμπρόθεσμα πριν από την εκπνοή της εντολής της επιτροπής εποπτείας της OLAF, στο τέλος Ιουνίου του 2002· διαπιστώνει ότι η Επιτροπή παραβιάζει το ισχύον δίκαιο· ζητεί να του υποβληθεί, έως την 30ή Απριλίου 2003, γραπτή εξήγηση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους δεν υπεβλήθη έως τώρα η έκθεση·
69. θεωρεί απολύτως απαράδεκτο το γεγονός ότι η ιταλική κυβέρνηση μπόρεσε να καθυστερήσει στο Συμβούλιο από το Σεπτέμβριο του 2002 τον εκκρεμούντα διορισμό των μελών της επιτροπής εποπτείας της OLAF· επιδοκιμάζει το γεγονός ότι η Ελληνική Προεδρία κατόρθωσε προφανώς να άρει αυτό το εμπόδιο·
70. διαπιστώνει ότι η επιτροπή εποπτείας της OLAF, στο χρόνο θητείας της, συνέβαλε αποφασιστικά, παρά τις δυσχερείς συνθήκες, στην ανάπτυξη της OLAF και στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας της· τάσσεται, για το λόγο αυτό, με έμφαση υπέρ του επαναδιορισμού των σημερινών μελών της επιτροπής εποπτείας·
o o o
71. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, στην Υπηρεσία για την Καταπολέμηση της Απάτης, καθώς και στα κοινοβούλια των κρατών μελών.