Επιστροφή στη διαδικτυακή πύλη Europarl

Choisissez la langue de votre document :

 Ευρετήριο 
 Προηγούμενο 
 Επόμενο 
 Πλήρες κείμενο 
Διαδικασία : 2002/2151(COS)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου : A5-0423/2002

Κείμενα που κατατέθηκαν :

A5-0423/2002

Συζήτηση :

Ψηφοφορία :

Κείμενα που εγκρίθηκαν :

P5_TA(2003)0101

Κείμενα που εγκρίθηκαν
PDF 294kWORD 54k
Πέμπτη 13 Μαρτίου 2003 - Στρασβούργο
Μέλλον της ευρωπαϊκής πολιτικής για τους καταναλωτές
P5_TA(2003)0101A5-0423/2002

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσον αφορά τις επιπτώσεις της Πράσινης Βίβλου σχετικά με την προστασία των καταναλωτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο μέλλον της ευρωπαϊκής πολιτικής για τους καταναλωτές (COM(2001) 531 - C5-0295/2002 - 2002/2151(COS))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

-   έχοντας υπόψη την Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής (COM(2001) 531 – C5-0295/2002),

-   έχοντας υπόψη την ανακοίνωση σε συνέχεια της Πράσινης Βίβλου (COM(2002) 289),

-   έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την Πράσινη Βίβλο (CES 344/2002), της 20ής και 21ης Μαρτίου 2002(1),

-   έχοντας υπόψη τα άρθρα 95 και 153 της Συνθήκης ΕΚ,

-   έχοντας υπόψη τη Σύμβαση της Ρώμης του 1980 για το ισχύον δίκαιο στις συμβατικές υποχρεώσεις,

-   έχοντας υπόψη το άρθρο 47, παράγραφος 1, του Κανονισμού του,

-   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Πολιτικής των Καταναλωτών (A5-0423/2002),

Α  . λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ανεπάρκειες του ευρωπαϊκού δικαίου για την προστασία των καταναλωτών, που οφείλονται κυρίως στον κατακερματισμό των εθνικών και κοινοτικών κανόνων, εμποδίζουν την εφαρμογή πραγματικής εσωτερικής αγοράς για τους καταναλωτές, εξαιτίας της έλλειψης εμπιστοσύνης των τελευταίων στη νομική ασφάλεια των διασυνοριακών εμπορικών συναλλαγών,

Β  . εκτιμώντας ότι οι θεμιτές συναλλακτικές πρακτικές εξυπηρετούν τόσο την προστασία των καταναλωτών όσο και την προστασία των ανταγωνιστών ιδιαίτερα προς το συμφέρον των μικρομεσαίων επιχειρήσεων,

Γ  . λαμβάνοντας υπόψη τη χρησιμότητα της διεξαγωγής έρευνας για την καλύτερη κατανόηση της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων και των καταναλωτών όσον αφορά το διασυνοριακό εμπόριο, καθώς και για τον καλύτερο εντοπισμό των εμποδίων στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς,

Δ  . λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη επίτευξης υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, το οποίο αποτελεί προϋπόθεση για τη δημιουργία του αναγκαίου κλίματος εμπιστοσύνης για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς,

Ε  . λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία παροχής στους καταναλωτές απλού, ομογενούς, αξιόπιστου και αποτελεσματικού νομικού πλαισίου, το οποίο να ισχύει ανεξάρτητα από την φύση της χρησιμοποιούμενης εμπορικής πρακτικής,

ΣΤ  . λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη προστασίας ιδίως των πλέον ευπαθών καταναλωτών, και κυρίως των ηλικιωμένων, των παιδιών και των ατόμων με ειδικές ανάγκες,

Ζ  . λαμβάνοντας υπόψη ότι η δυνατότητα των καταναλωτών να ασκούν τα δικαιώματά τους βασίζεται κυρίως στην ποιότητα, στην πληρότητα και στην αξιοπιστία των πληροφοριών που τους παρέχονται και ότι οι πληροφορίες αυτές πρέπει να δίδονται σε γλώσσα που γνωρίζουν οι καταναλωτές,

Η  . λαμβάνοντας υπόψη ότι οι παραγωγοί πρέπει να είναι σε θέση, όταν τους ζητείται, να παρέχουν αποδείξεις για όλες τις πληροφορίες που χορηγούν σχετικά με προϊόντα ή υπηρεσίες,

Θ  . λαμβάνοντας υπόψη τη χρησιμότητα της διαβούλευσης μεταξύ των εμπόρων και των καταναλωτών για τη θέσπιση ισόρροπων και προσαρμοσμένων κανόνων,

Ι  . λαμβάνοντας υπόψη ότι απόκειται κυρίως στις δημόσιες αρχές να καθορίζουν το κατάλληλο επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και να διασφαλίζουν την εφαρμογή του,

ΙΑ  . λαμβάνοντας υπόψη ότι πρέπει να ενισχυθεί ο ρόλος των οργανώσεων καταναλωτών προκειμένου να διασφαλιστεί καλύτερα η εκπροσώπηση των συλλογικών συμφερόντων τους, κυρίως στον τομέα της ρύθμισης και στην ανάληψη νομικών ενεργειών που συνδέονται με την εφαρμογή του δικαίου περί προστασίας των καταναλωτών,

ΙΒ  . λαμβάνοντας υπόψη ότι θα πρέπει να διευκολυνθεί η προσφυγή των καταναλωτών σε εναλλακτικούς τρόπους διευθέτησης των διαφορών, οι οποίοι να είναι εύκολα προσιτοί σε όλους, δίκαιοι, ταχείς και φθηνοί, χωρίς να αποδυναμώνεται το δικαίωμά τους να προσφεύγουν ελεύθερα στη δικαιοσύνη,

ΙΓ  . λαμβάνοντας υπόψη τις δυσχέρειες που συνδέονται με την έλλειψη συντονισμού μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την εφαρμογή του δικαίου περί προστασίας των καταναλωτών,

ΙΔ  . λαμβάνοντας υπόψη ότι κρίνεται αναγκαία η διενέργεια συγκριτικής μελέτης των νομοθεσιών περί θεμιτών εμπορικών πρακτικών στα κράτη μέλη, με σκοπό τη διερεύνηση του κατά πόσον υφίστανται ήδη κοινές νομικές αρχές,

1.   θεωρεί ότι έχει προτεραιότητα η θέσπιση κοινών γενικών κανόνων που επιτρέπουν την επίτευξη υψηλού βαθμού προστασίας των καταναλωτών·

2.   υποστηρίζει το σκοπό της εναρμόνισης της νομοθεσίας περί εμπορικών πρακτικών, η οποία πρέπει να πραγματοποιηθεί συστηματικώς, με καθορισμό πρώτα του γενικού πλαισίου και τη θέσπιση κατόπιν, εφόσον απαιτείται, ειδικής νομοθεσίας για συγκεκριμένες πρακτικές, όπως η προώθηση πωλήσεων·

3.   επισημαίνει ότι η διαδικασία εναρμόνισης δεν πρέπει να οδηγήσει σε μείωση του επιπέδου προστασίας των καταναλωτών το οποίο επέτυχαν ορισμένες εθνικές ρυθμίσεις·

4.   υπογραμμίζει ότι η εφαρμογή των αρχών αμοιβαίας αναγνώρισης και ελέγχου εκ μέρους της χώρας προέλευσης είναι δυνατό να εξεταστεί μόνον εάν επιτευχθεί επαρκής εναρμόνιση, σε υψηλό επίπεδο, της προστασίας των καταναλωτών·

5.   επισημαίνει ότι η εναρμόνιση δεν πρέπει να οδηγήσει σε πτώση του επιπέδου προστασίας έναντι αθέμιτων εμπορικών πρακτικών σε σχέση με το σημείο στο οποίο έχει φθάσει με βάση την εθνική νομοθεσία των κρατών μελών·

6.   τάσσεται υπέρ της θέσπισης, στην οδηγία-πλαίσιο, γενικής ρήτρας πίστεως έναντι του καταναλωτή και υποστηρίζει την άποψη ότι η οδηγία πρέπει να αφορά κυρίως τις πρακτικές που ζημιώνουν τους καταναλωτές· θεωρεί ότι ο καταναλωτής δεν πρέπει να παραπλανάται όσον αφορά το περιεχόμενο και τις λειτουργίες των προϊόντων ή υπηρεσιών και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να παρέχονται πληροφορίες σχετικά με τις ιδιότητες, τη λειτουργία ή άλλα στοιχεία των προϊόντων ή υπηρεσιών εκτός όσων μπορούν να αποδειχθούν εφόσον ζητηθεί·

7.   θεωρεί ότι η γενική ρήτρα πίστεως πρέπει να βασίζεται σε ακριβή και αντικειμενικά κριτήρια, προκειμένου να αποφευχθούν διαφορές ερμηνείας μεταξύ των νομοθεσιών και νομολογιών των κρατών μελών και προτείνει να θεωρείται η αθέμιτη εμπορική πρακτική αντίθετη προς τις απαιτήσεις της "καλής πίστης", κατά τις διατάξεις της οδηγίας 93/13/ΕOΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές(2)·

8.   υπογραμμίζει την ανάγκη διευκόλυνσης του καταναλωτή να επιλέξει, αφού έχει προηγουμένως ενημερωθεί· τονίζει, ως εκ τούτου, την ανάγκη να συμπεριληφθεί μεταξύ των κριτηρίων πίστεως η υποχρέωση συστηματικής παροχής στους καταναλωτές, εκ των προτέρων, πληροφόρησης παρεχόμενης σε γλώσσα που γνωρίζουν και προσιτής σε όλους, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με αναπηρίες, όσον αφορά τουλάχιστον όλα τα βασικά στοιχεία που αφορούν την υγεία και την οικονομική τους ασφάλεια, ήτοι:

   - τη φύση των αγαθών και των παρεχομένων υπηρεσιών,
   - την παρουσία επικίνδυνων ουσιών στα καταναλωτικά αγαθά,
   - το ακριβές περιεχόμενο και προέλευση στην περίπτωση των τροφίμων,
   - την τιμή σε ευρώ, και στην τοπική νομισματική μονάδα προκειμένου για τη ζώνη εκτός ευρώ, συμπεριλαμβανομένων όλων των φόρων,
   - ενδεχόμενα έξοδα παράδοσης,
   - τις λεπτομέρειες παράδοσης ή εκτέλεσης,
   - τους όρους απόσυρσης, αλλαγής και επιστροφής των χρημάτων,
   - την ταυτότητα, τη διεύθυνση και τα πλήρη στοιχεία του προμηθευτή,
   - λεπτομερή στοιχεία για την εγγύηση του προϊόντος και τους όρους εξυπηρέτησης μετά την πώληση,
   - την ενδεχόμενη εγγραφή σε κώδικα συμπεριφοράς,
   - τους υφισταμένους τρόπους προσφυγής,
   - τη σαφή και ευκρινή παρουσίαση των πληροφοριών·

9.   θεωρεί εύλογο, προκειμένου να υπάρχει ενιαίο σώμα εναρμονισμένων γενικών κανόνων, να περιληφθούν στην οδηγία-πλαίσιο ορισμένες διατάξεις των υφιστάμενων οδηγιών, όπως, για παράδειγμα, οι διατάξεις για τα παραπλανητικά διαφημιστικά μηνύματα·

10.   θεωρεί ουσιώδη την ανάγκη ορισμού ως αθέμιτης κάθε εμπορικής συμπεριφοράς που αποσκοπεί στην εκμετάλλευση της σωματικής ή διανοητικής αδυναμίας, περιστασιακής ή μόνιμης, που οφείλεται κυρίως στην ηλικία, στην πνευματική κατάσταση ή στο χαμηλό μορφωτικό επίπεδο ενός καταναλωτή ή μιας ομάδας καταναλωτών·

11.   θεωρεί, επίσης, ότι πρέπει να κρίνεται παράνομη, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που ισχύουν για τους ευπαθείς καταναλωτές, κάθε εμπορική συμπεριφορά που συνιστά φυσικό ή ψυχολογικό εξαναγκασμό, και κυρίως η παρενόχληση, ο εκφοβισμός, η απειλή ή η προσφυγή σε βία καθώς και η παρεμποδιστική συμπεριφορά (όπως η πρακτική του να καθίσταται δύσκολο στους καταναλωτές να αλλάξουν πάροχο υπηρεσιών)·

12.   προτείνει η οδηγία-πλαίσιο να περιλαμβάνει μη εξαντλητική "μαύρη λίστα" των πρακτικών που θεωρείται ότι θίγουν τα συμφέροντα των καταναλωτών, η οποία θα αναθεωρείται σε τακτά διαστήματα με τη βοήθεια ομάδων καταναλωτών στα κράτη μέλη, σε κατάλληλο επίπεδο·

13.   προτείνει η οδηγία-πλαίσιο να καθορίζει τις αρχές που εφαρμόζονται σε περίπτωση προσφυγής στη δικαιοσύνη, ιδίως σε ό,τι αφορά την εδαφική δικαιοδοσία και την εφαρμοστέα νομοθεσία όταν η επιχείρηση που κατηγορείται για αθέμιτη εμπορική πρακτική έχει την έδρα της σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος κατοικίας του φερομένου ως θιγέντος καταναλωτή·

14.   προτείνει η οδηγία-πλαίσιο, εκτός της γενικής ρήτρας, να περιλαμβάνει περιγραφή συγκεκριμένων αθεμίτων εμπορικών πρακτικών·

15.   τάσσεται υπέρ της συνέχισης των διαβουλεύσεων με τα κράτη μέλη και τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με νέους τρόπους ρύθμισης και ειδικότερα την από κοινού ρύθμιση και την αυτορρύθμιση όταν επιλέγονται παρόμοιες νέες μορφές ως συμπλήρωμα των νομοθετικών μέτρων, εκφράζει προτίμηση υπέρ της συν-ρύθμισης, εφόσον έτσι θα μπορούν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να συμμετέχουν στην υιοθέτηση των στόχων και να εξασφαλίζονται ανοιχτές και διαφανείς διαδικασίες με διαβούλευση των επιχειρήσεων και των καταναλωτών·

16.   τονίζει την ανάγκη διασφάλισης της αντιπροσωπευτικότητας των ενδιαφερόμενων μερών στην προσπάθεια ρύθμισης·

17.   θεωρεί ότι η από κοινού ρύθμιση και η αυτορρύθμιση οφείλουν να παραμένουν επικουρικές σε σχέση με τους κοινοτικούς κανόνες, και ότι ο στόχος τους πρέπει να περιορίζεται στη θέσπιση συμπληρωματικών διατάξεων, καλύτερα προσαρμοσμένων στα συμφέροντα των καταναλωτών στους σχετικούς τομείς·

18.   συνιστά τη θέσπιση κωδίκων συμπεριφοράς σε κοινοτικό επίπεδο·

19.   θεωρεί ότι οι προτάσεις για τη ρύθμιση των κωδίκων συμπεριφοράς σε επίπεδο ΕΕ είναι ανεπαρκείς·

20.   πιστεύει ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί η νομική ασφάλεια των εμπορικών σχέσεων μεταξύ των επιχειρήσεων και των καταναλωτών, η μη τήρηση της εθελοντικής δέσμευσης που προκύπτει από την εγγραφή σε έναν κώδικα συμπεριφοράς, τον οποίο επικύρωσαν δεόντως οι κοινοτικές αρχές, πρέπει να θεωρείται ως αθέμιτη πρακτική υπό την έννοια της οδηγίας-πλαισίου·

21.   θεωρεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης για ασφάλεια δικαίου, είναι σκόπιμο να ευνοηθεί η εφαρμογή απλών μη δεσμευτικών συστάσεων·

22.   καλεί την Επιτροπή να αξιολογήσει την πείρα που αποκτήθηκε από την εθελοντική συνεργασία, μεταξύ άλλων στις σκανδιναβικές χώρες και στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ, και να προβεί στη θέσπιση νομοθετικού πλαισίου για τη συνεργασία μεταξύ των αρχών των επιφορτισμένων με την εφαρμογή της νομοθεσίας στον τομέα των εμπορικών πρακτικών και στην καθιέρωση αποτελεσματικού ελέγχου· καλεί την Επιτροπή να εξετάσει ενδελεχώς τα στοιχεία τα οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει η οδηγία-πλαίσιο και να συζητήσει για το περιεχόμενό της με τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των ενδιαφερόμενων οργανώσεων καταναλωτών και επαγγελματιών·

23.   ζητεί από την Επιτροπή τη συνέχιση της πραγματοποιούμενης διαβούλευσης όσον αφορά αυτό το ζήτημα με τα κράτη μέλη, με τα οποία θα πρέπει να συνεργάζονται τα ενδιαφερόμενα μέρη·

24.   καλεί την Επιτροπή να υποβάλει πρόταση για την καθιέρωση πλαισίων συνεργασίας για την εφαρμογή των ρυθμίσεων πριν τα μέσα του 2004·

25.   προτείνει τη δημιουργία βάσεων δεδομένων με σκοπό τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών·

26.   προτείνει τη δημιουργία εναρμονισμένου δικτύου προειδοποίησης που να δίνει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να αναλαμβάνουν συντονισμένες δράσεις, προκειμένου να επιβάλουν την τήρηση των κοινοτικών κανόνων·

27.   προτείνει να αξιοποιήσει η Επιτροπή τις υπάρχουσες πρακτικές, συγκαλώντας τακτές συνεδριάσεις με αρχές των κρατών μελών για να διαπιστωθεί πώς λειτουργούν στην πράξη οι γενικές και οι ειδικές οδηγίες·

28.   καλεί την Επιτροπή να υποβάλει σε σύντομο χρονικό διάστημα σχέδιο οδηγίας-πλαισίου, λαμβάνοντας υπόψη τις γνώμες των εθνικών εμπειρογνωμόνων και των ενδιαφερόμενων μερών·

29.   προτείνει να διοργανώνει η Επιτροπή τακτικές συνεδριάσεις, κατά τις οποίες τα κράτη μέλη θα ανταλλάσσουν απόψεις όσον αφορά τις βέλτιστες πρακτικές, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική και συνεκτική μεταφορά της κοινοτικής νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών στο δίκαιο των κρατών μελών·

30.   καλεί την Επιτροπή να εκδώσει και να κυκλοφορήσει εύληπτο οδηγό για τους καταναλωτές, ώστε να ενημερώνονται αυτοί για τα δικαιώματά τους·

31.   καλεί την Επιτροπή να διασφαλίσει ότι οι πρωτοβουλίες για τη συνέχεια που θα δοθεί στην Πράσινη Βίβλο θα εξετασθούν, όσο είναι δυνατόν, παράλληλα με την πρόταση κανονισμού σχετικά με την προώθηση των πωλήσεων·

32.   αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στα κοινοβούλια των κρατών μελών.

(1) ΕΕ C 125 της 27.5.2002, σ. 1.
(2) ΕΕ L 95 της 21.4.1993, σ. 29.

Ανακοίνωση νομικού περιεχομένου - Πολιτική απορρήτου