Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τις προοπτικές της νομικής προστασίας των καταναλωτών υπό το πρίσμα της Πράσινης Βίβλου για την προστασία των καταναλωτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (COΜ(2001)531 - C5-0294/2002 - 2002/2150(COS))
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
- έχοντας υπόψη την Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής για την προστασία των Καταναλωτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (CΟΜ(2001) 531),
- έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής σε συνέχεια της Πράσινης Βίβλου για την προστασία των Καταναλωτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (CΟΜ(2002) 289),
- έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την Πράσινη Βίβλο(1),
- έχοντας υπόψη την πρόταση ψηφίσματος του Salvador Garriga Polledo σχετικά με το Ευρωπαϊκό Διαιτητικό Δικαστήριο για θέματα κατανάλωσης (Β5-0108/2002),
- έχοντας υπόψη τα άρθρα 95 και 153 της Συνθήκης ΕΚ,
- έχοντας υπόψη το άρθρο 47, παράγραφος 1 του Κανονισμού του,
- έχοντας υπόψη την έκθεση της επιτροπής νομικών θεμάτων και εσωτερικής αγοράς (A5-0054/2003),
Α . εκτιμώντας ότι, μετά την παρέλευση δεκαετίας, η εσωτερική αγορά είναι λειτουργική αλλά δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί το ρυθμιστικό έργο σε όλους τους τομείς,
Β . εκτιμώντας ότι η εσωτερική αγορά συνιστά οικονομικό επίτευγμα, το οποίο όμως ο καταναλωτής δεν αξιοποιεί πλήρως,
Γ . εκτιμώντας ότι οι διασυνοριακές σχέσεις στο δικαστικό τομέα θα συνεχίσουν να αυξάνονται λόγο της ραγδαίας αύξησης των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, της χρήσης του ευρώ και της διεύρυνσης της ΕΕ,
Δ . εκτιμώντας ότι η Συνθήκη ΕΚ αποσκοπεί σε υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών,
Ε . εκτιμώντας ότι δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς και της επίτευξης υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών,
ΣΤ . εκτιμώντας ότι η επιδίωξη αυτών των δύο στόχων μπορεί και πρέπει να πραγματοποιηθεί με τρόπο ώστε οι δύο στόχοι να αλληλοϋποστηρίζονται αποτελεσματικά,
Ζ . εκτιμώντας ότι, εκτός των μέτρων που αφορούν την υποστήριξη, τη συμπλήρωση ή τον έλεγχο της πολιτικής των κρατών μελών, η προστασία των καταναλωτών στο επίπεδο της Κοινότητας βασίζεται στις νομικές διατάξεις της εσωτερικής αγοράς,
Η . εκτιμώντας ότι η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην κατάργηση των νομικών εμποδίων της ελεύθερης κυκλοφορίας, τόσο σε σχέση με την επιχειρηματική δράση και την οικονομική ζωή όσο και σε σχέση με την καθημερινή ζωή του πολίτη–καταναλωτή,
Θ . εκτιμώντας ότι η παρέμβαση της ΕΕ σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας δικαιολογείται μόνον σε περίπτωση που έχει αποδειχθεί ότι υπάρχουν σοβαρά εμπόδια στις διασυνοριακές νομικές πράξεις,
Ι . εκτιμώντας ότι η ευρωπαϊκή και η εθνική νομοθεσία, καθώς και η διασύνδεσή τους, πρέπει να εξασφαλίζουν για τον καταναλωτή, αφενός, εμπιστοσύνη στο νομικό καθεστώς και, αφετέρου, την νομική ασφάλεια των διασυνοριακών συναλλαγών,
ΙΑ . εκτιμώντας ότι ο καταναλωτής θα πρέπει να μπορεί να έχει εμπιστοσύνη σε αποδοτικές και αντισταθμιστικές δυνατότητες διευθέτησης διαφορών όσον αφορά τις διασυνοριακές συναλλαγές,
ΙΒ . εκτιμώντας ότι η προστασία των καταναλωτών και η προώθηση θεμιτών εμπορικών πρακτικών μεταξύ ανταγωνιστών αποτελούν συχνά δύο όψεις του ιδίου νομικού νομίσματος,
ΙΓ . εκτιμώντας ότι πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις διστάζουν να επιδοθούν σε διασυνοριακές δραστηριότητες για τους ίδιους λόγους για τους οποίους περιορίζεται και η εμπιστοσύνη των καταναλωτών,
ΙΔ . εκτιμώντας ότι η κοινοτική νομοθεσία πρέπει να είναι σαφής, απλή και αποτελεσματική, να προσφέρει ασφάλεια δικαίου, να διακρίνεται για την υψηλότερη δυνατή ποιότητα από νομοτεχνικής απόψεως και να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις της ταχέως μεταβαλλόμενης αγοράς και ότι πρέπει να προσαρμόζεται εύκολα στην έννομη τάξη των κρατών μελών, διότι άλλως οι καταναλωτές θα τη θεωρούσαν ξένο σώμα, γεγονός που δυσχεραίνει την αποδοχή του κοινοτικού δικαίου,
ΙΕ . εκτιμώντας ότι παράλληλα με τα νομικά εμπόδια υπάρχουν και άλλα προσκόμματα τα οποία απωθούν τους καταναλωτές από του να προβαίνουν σε διασυνοριακές αγορές, μεταξύ των οποίων οι φραγμοί της γλώσσας, η γεωγραφική απόσταση, οι διαφορετικές συνήθειες των καταναλωτών και ο χρόνος ταξιδίου· αναγνωρίζοντας δε ότι εν προκειμένω πρόκειται για φυσικά όρια της ολοκλήρωσης της αγοράς, τα οποία η ευρωπαϊκή νομοθεσία δεν μπορεί ούτε έχει ως στόχο να αλλάξει, και ότι είναι ευκταίο, προτού ληφθούν νομοθετικά μέτρα, να εντοπισθούν τα πραγματικά κωλύματα και να υπολογισθούν αριθμητικώς οι επιπτώσεις τους στην διασυνοριακή κυκλοφορία·
1. χαιρετίζει την Πράσινη Βίβλο, με την οποία καλούνται όλοι οι ενδιαφερόμενοι να προβληματιστούν και να λάβουν θέση για την μελλοντική εξέλιξη της προστασίας των καταναλωτών στο επίπεδο των εμπορικών πρακτικών και κυρίως για τις δυνατότητες να βελτιωθεί η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς επιχειρήσεων και καταναλωτών (οι λεγόμενες σχέσεις επιχειρήσεων - καταναλωτών)·
2. έχει την πεποίθηση ότι είναι σκόπιμο το εύρος εφαρμογής των μέσων που η Επιτροπή προτίθεται να χρησιμοποιήσει και ο αντίκτυπος των σκοπουμένων μέτρων να μην περιορισθούν στις λεγόμενες σχέσεις επιχειρήσεων–καταναλωτών, διότι ο διαχωρισμός μεταξύ σχέσεων επιχειρήσεων–καταναλωτών, αφενός, και σχέσεων επιχειρήσεων–επιχειρήσεων, αφετέρου, δεν είναι αυτονόητος και, ίσως, δεν συμβιβάζεται επίσης με τους στόχους να διακρίνεται η νομοθεσία από απλότητα και συνέπεια, καθώς και να εξασφαλίζεται η ασφάλεια δικαίου·
3. θεωρεί ότι η καθιέρωση εναρμονισμένης νομικής αντίληψης που να καλύπτει όλο το φάσμα των οικονομικών συναλλαγών που αναπτύσσονται στην εσωτερική αγορά, καθώς και η εδραίωση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών είναι ιδιαίτερα απαραίτητες για την πραγματοποίηση της ηλεκτρονικής Ευρώπης, ιδίως στις διασυνοριακές συναλλαγές·
4. διαπιστώνει ότι σε κοινοτικό επίπεδο έχουν επιτευχθεί πολλά όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών αλλά ότι, προκειμένου να χαίρει της εμπιστοσύνης των καταναλωτών, το εφαρμοζόμενο νομοθετικό πλαίσιο στον τομέα της εσωτερικής αγοράς δεν θα πρέπει να οδηγεί σε πλήρη νομοθετική εναρμόνιση, αλλά σε ελάχιστους κανόνες·
5. επισημαίνει ότι οι πιθανές προτάσεις για νομοθετικά μέτρα τα οποία απορρέουν από τη συζήτηση σχετικά με την Πράσινη Βίβλο πρέπει να οδηγήσουν πράγματι σε απλούστερη, ευκολότερα κατανοητή, αποτελεσματική και καλύτερα επιβαλλόμενη νομοθεσία·
6. αποδέχεται την άποψη ότι ο μέγιστος βαθμός εναρμόνισης μπορεί να αποτελέσει αποτελεσματικό μέσο για να εξαλειφθεί ο κατακερματισμός της ισχύουσας νομοθεσίας στην εσωτερική αγορά όσον αφορά εμπορικές πρακτικές και την προστασία των καταναλωτών και έτσι να καταστεί δυνατή η ομαλότερη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, ούτως ώστε να ενθαρρυνθεί η εμπιστοσύνη των καταναλωτών· καλεί την Επιτροπή να αξιολογήσει δεόντως και κατά περίπτωση τη σκοπιμότητα διατάξεων σχετικά με την ελάχιστη ή μέγιστη εναρμόνιση, τούτο δε όσον αφορά την τροποποίηση της ισχύουσας νομοθεσίας ή τη θέσπιση νέας νομοθεσίας·
7. υπογραμμίζει ότι ο μέγιστος βαθμός εναρμόνισης πρέπει να αποσκοπεί σε υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, γεγονός που αποτελεί έναν από τους στόχους της Συνθήκης, καθώς και προϋπόθεση για την προώθηση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών·
8. είναι πεπεισμένο ότι η εφαρμογή των αρχών της αμοιβαίας αναγνώρισης και του δικαιώματος της χώρας προέλευσης μπορεί να καταστεί δυνατή μόνον όταν επέλθει ικανοποιητικός βαθμός εναρμόνισης και επιτευχθεί υψηλό επίπεδο προστασίας·
9. υποστηρίζει την επεξεργασία συνεκτικού νομικού πλαισίου και εκφράζεται, με βάση τα δεδομένα τα οποία επί του παρόντος διαθέτει και υπό τους προαναφερθέντες όρους, υπέρ της λεγόμενης "μικτής προσέγγισης", αντί της συνέχισης της θέσπισης ειδικών οδηγιών, οι οποίες συχνά είναι άσχετες μεταξύ τους·
10. αναγνωρίζει ότι η ενδεχόμενη οδηγία–πλαίσιο θα πρέπει οπωσδήποτε να συμπληρωθεί με ειδικές οδηγίες ή κανονισμούς, αλλά θεωρεί ότι θα πρέπει να καθορισθούν επακριβώς οι σχέσεις μεταξύ της οδηγίας–πλαίσιο και των ειδικών οδηγιών ή κανονισμών·
11. θεωρεί ότι πρέπει να διευκρινιστεί η σχέση μεταξύ της οδηγίας–πλαισίου και του δικαίου των συμβάσεων·
12. φρονεί ότι ο στόχος της συνοχής, της απλοποίησης και της δυνατότητας κατανόησης προϋποθέτει ότι η εξέταση των τροποποιήσεων στις υφιστάμενες ειδικές οδηγίες θα πραγματοποιηθεί συγχρόνως με την εξέταση της πρότασης για θέσπιση οδηγίας–πλαισίου, έτσι ώστε ο νομοθέτης να μπορέσει να αποκτήσει πλήρη εικόνα και να ενεργήσει έτσι ώστε η σχετική νομοθετική δέσμη να απλοποιήσει πράγματι την εσωτερική αγορά και να μην την καταστήσει πολυπλοκότερη·
13. δεν αποκλείει τη θέση ότι θα ήταν ευκταία η πρόβλεψη γενικού όρου στην οδηγία–πλαίσιο, που θα βασίζεται στην αρχή της απαγόρευσης των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, αλλά υπογραμμίζει την ανάγκη σαφούς ορισμού των αθέμιτων πρακτικών με βάση απόψεις των ειδικών και εμμένει στην άποψη ότι η εφαρμογή τέτοιας οδηγίας–πλαισίου θα οδηγήσει σε απλούστερη και αποτελεσματικότερη νομοθεσία που θα διασφαλίζει νομική βεβαιότητα, τόσο για τους καταναλωτές, όσο και για τις επιχειρήσεις·
14. προτείνει, για τη διευκόλυνση της ερμηνείας, να συνοδεύεται η οδηγία–πλαίσιο από μη εξαντλητικό, μαύρο πίνακα πρακτικών, που θεωρείται ότι βλάπτουν τα συμφέροντα των καταναλωτών
15. θεωρεί δεδομένο ότι η οδηγία–πλαίσιο θα περιλαμβάνει τους ορισμούς των βασικών εννοιών του δικαίου των καταναλωτών·
16. συμφωνεί με την ιδέα της Επιτροπής να δημιουργηθεί με την οδηγία–πλαίσιο η ενιαία νομική βάση στην οποία θα ενταχθούν οι ευρωπαϊκοί κώδικες δεοντολογίας·
17. θεωρεί αναγκαίο, χάριν της ασφαλείας δικαίου και της δημοκρατικής νομιμότητας, να τηρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις κατά τη χρήση των ευρωπαϊκών κωδίκων δεοντολογίας σχετικά με την προστασία των καταναλωτών:
α
) ο κώδικας δεοντολογίας μπορεί να έχει μόνο συμπληρωματικό χαρακτήρα και δεν είναι ποτέ δυνατόν να αντικαθιστά τη νομοθεσία·
β
) πρέπει να καταρτίζεται σε προαιρετική βάση·
γ
) ισχύει μόνο για τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που τον έχουν επιδοκιμάσει·
δ
) η δυνατότητα επιβολής κώδικα δεοντολογίας πρέπει να διασφαλίζεται με τη θέσπιση νομοθετικής διάταξης η οποία θα θεωρεί την παραβίαση προαιρετικώς αποδεκτού κώδικα δεοντολογίας ισότιμη με αθέμιτη πρακτική και, κατ" αναλογίαν, θα προβλέπει την επιβολή σχετικών κυρώσεων από την αρμόδια αρχή (διαιτητικό ή τακτικό δικαστήριο)·
18. θέτει βασικά νομικά ερωτήματα και ζητεί, κατά συνέπεια, περαιτέρω εμπεριστατωμένη έρευνα σχετικά με τον μηχανισμό έγκρισης που προτείνει η Επιτροπή, ο οποίος θα μπορούσε να οδηγήσει σε αναιρέσιμη υπόθεση όσον αφορά τον νόμιμο χαρακτήρα των κωδίκων δεοντολογίας, διότι:
α
) δεν εξασφαλίζει πλήρη έλεγχο του δικαίου, έτσι ώστε να παρέχεται σ" αυτούς που συμμετέχουν στην αγορά εσφαλμένο αίσθημα ασφάλειας δικαίου·
β
) προκαλεί σύγχυση στους καταναλωτές, οι οποίοι πρέπει να μπορούν να διακρίνουν μεταξύ εγκεκριμένων και μη εγκεκριμένων κωδίκων δεοντολογίας και οι οποίοι, επιπλέον, θα πρέπει να είναι σε θέση να αξιολογούν ορθώς τη σημασία τους·
γ
) υπονομεύεται η ελαστικότητα του "κώδικα δεοντολογίας" ως μέσου·
19. υποστηρίζει την επεξεργασία κανόνων για καλύτερη τήρηση του κοινοτικού δικαίου στις διασυνοριακές σχέσεις και συμφωνεί ότι η εσωτερική αγορά απαιτεί συντονισμένη επίβλεψη·
20. υποστηρίζει, κατά συνέπεια, την ιδέα της διακυβερνητικής συνεργασίας των εθνικών αρχών που είναιο επιφορτισμένες με την εφαρμογή των σχετικών κανόνων, η οποία μπορεί να ευνοήσει την αμοιβαία ενημέρωση και την αμοιβαία βοήθεια σε συγκεκριμένες περιπτώσεις·
21. καλεί την Επιτροπή να παράσχει σαφείς πληροφορίες σχετικά με τη φύση των προσκομμάτων που αντιμετωπίσθηκαν, να υπολογίσει αριθμητικώς τις επιπτώσεις στις διασυνοριακές αγορές, και, στη βάση αυτή να συνεχίσει τις διαβουλεύσεις με όλους τους εμπλεκομένους, δηλαδή τόσο με την πλευρά της παραγωγής και διανομής, όσο και με τους εκπροσώπους των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των οργανώσεων των καταναλωτών·
22. επαναλαμβάνει τη θέση του ότι επιβάλλεται η συνεκτική προσέγγιση της οδηγίας–πλαισίου για την προστασία των καταναλωτών, καθώς και του κανονισμού σχετικά με την προώθηση των πωλήσεων, που πρέπει να συνδέονται τέλεια μεταξύ τους·
23. καλεί την Επιτροπή να υλοποιήσει την πρόθεσή της να καλέσει εμπειρογνώμονες οι οποίοι θα προβούν σε προπαρασκευαστικές μελέτες και θα πραγματοποιήσουν την ενδελεχή μελέτη επιπτώσεων που προβλέπει το πρόγραμμα εργασίας της για την περίοδο 2002-2003, και τούτο πριν υποβληθούν οι σχετικές νομοθετικές προτάσεις·
24. καλεί την Επιτροπή να πραγματοποιήσει ενδελεχή μελέτη επιπτώσεων σχετικά με τη σκοπιμότητα της προσέγγισης η οποία θα ευνοεί τη μέγιστη εναρμόνιση και, εν αναμονή της μελέτης αυτής, να υποδείξει κατά περίπτωση για κάθε πρόταση τους λόγους που επέβαλαν συγκεκριμένη επιλογή·
25. καλεί με έμφαση την Επιτροπή να αναλάβει ευρεία διαβούλευση με σαφείς στόχους, προκειμένου να διασφαλισθεί η κατά το δυνατόν καλύτερη συμβολή των ενδιαφερομένων μερών·
26. επιφυλάσσεται να εκφράσει την οριστική εκτίμησή του όταν θα έχει στη διάθεσή του τις αναγκαίες συμπληρωματικές πληροφορίες και όταν υπάρξουν συγκεκριμένες προτάσεις·
27. αναθέτει στoν Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή καθώς και στα κοινοβούλια των κρατών μελών και των υποψήφιων κρατών μελών.