Επιστροφή στη διαδικτυακή πύλη Europarl

Choisissez la langue de votre document :

 Ευρετήριο 
Κείμενα που εγκρίθηκαν
Τετάρτη 12 Μαρτίου 2003 - Στρασβούργο
Απαιτήσεις δημοσιότητας για ορισμένες μορφές εταιρειών ***I
 Εναρμόνιση του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος σε τιμές αγοράς ("κανονισμός ΑΕΕ") *
 Εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης των διαφορών αστικού και εμπορικού δικαίου
 Προώθηση της χρήσης βιοκαυσίμων ή άλλων ανανεώσιμων καυσίμων για τις μεταφορές ***II
 Εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών ***II
 Yπηρεσίες στον τομέα του εμπορίου (GATS) στο πλαίσιο του ΠΟΕ
 Kρίση στον τομέα αλιείας λευκόσαρκων ιχθύων
 Γενικοί προσανατολισμοί της οικονομικής πολιτικής
 Ετήσια αξιολόγηση της εφαρμογής των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης
 Έκθεση σύγκλισης 2002 - Σουηδία
 Δημόσια οικονομικά στην ΟΝΕ - 2002

"

Στη Δανία :

aktieselskab, kommanditaktieselskab, anpartsselskab

" "
Απαιτήσεις δημοσιότητας για ορισμένες μορφές εταιρειών ***I
PDF 438kWORD 73k
Ψήφισμα
Ενοποιημένο κείμενο
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την τροποποίηση της οδηγίας 68/151/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις απαιτήσεις δημοσιότητας για ορισμένες μορφές εταιρειών (COM(2002) 279 - C5-0252/2002 - 2002/0122(COD))
P5_TA(2003)0082A5-0052/2003

(Διαδικασία συναπόφασης: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

-   έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2002) 279)(1),

-   έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 44 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C5-0252/2002),

-   έχοντας υπόψη το άρθρο 67 του Κανονισμού του,

-   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και Εσωτερικής Αγοράς και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής (A5-0052/2003),

1.   εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε·

2.   ζητεί να του υποβληθεί εκ νέου η πρόταση σε περίπτωση που η Επιτροπή προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.   αναθέτει στoν Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 12 Μαρτίου 2003 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2003/·/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 68/151/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις απαιτήσεις δημοσιότητας για ορισμένες μορφές εταιρειών

P5_TC1-COD(2002)0122


ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΊΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 44, παράγραφος 2, στοιχείο ζ),

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής(2),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(3),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 251 της Συνθήκης(4),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)  Η πρώτη οδηγία 68/151/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1968, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιρειών, κατά την έννοια του άρθρου 58, παράγραφος 2, της Συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες σε ολόκληρη την Κοινότητα(5) θεσπίζει τις υποχρεώσεις όσον αφορά την υποχρεωτική δημοσιοποίηση ορισμένων πράξεων και στοιχείων από μέρους μετοχικών εταιρειών.

(2)  Στο πλαίσιο της τέταρτης φάσης της διαδικασίας "Απλούστευση της νομοθεσίας για την εσωτερική αγορά" ( SLIM), που έθεσε σε εφαρμογή η Επιτροπή τον Οκτώβριο του 1998, μια ομάδα εργασίας για θέματα εταιρικού δικαίου εξέδωσε, τον Σεπτέμβριο του 1999, έκθεση σχετικά με την απλούστευση της πρώτης και δεύτερης οδηγίας περί εταιρικού δικαίου, όπου διατυπώνονταν ορισμένες συστάσεις(6).

(3)  Ο εκσυγχρονισμός της οδηγίας 68/151/ΕΟΚ βάσει των συστάσεων εκείνων δεν πρέπει απλώς να συμβάλει στην επίτευξη του σημαντικού στόχου να καταστεί ευκολότερη και ταχύτερη η πρόσβαση σε πληροφορίες εταιρειών από τους ενδιαφερομένους αλλά και να απλουστεύσει σε μεγάλο βαθμό τις διατυπώσεις δημοσιότητας που επιβάλλονται στις εταιρείες.

(4)  Οι κατηγορίες εταιρειών που υπάγονται στην οδηγία 68/151/ΕΟΚ πρέπει να ενημερωθεί, ούτως ώστε να ληφθούν υπόψη οι νέες μορφές εταιρειών που έχουν θεσπισθεί ή οι μορφές εταιρειών που έχουν καταργηθεί στα κράτη μέλη από τότε που εκδόθηκε η οδηγία.

(5)  Από το 1968 έχουν εκδοθεί αρκετές οδηγίες με σκοπό την εναρμόνιση των απαιτήσεων που διέπουν την υποχρεωτική κατάρτιση λογιστικών πράξεων από τις εταιρείες. Πρόκειται για την τέταρτη οδηγία 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, βασιζομένη στο άρθρο 54, παράγραφος 3, στοιχείο ζ), της Συνθήκης περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών(7), την έβδομη οδηγία 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, βασιζόμενη στο άρθρο 54, παράγραφος 3, στοιχείο ζ), της Συνθήκης για τους ενοποιημένους λογαριασμούς(8), την οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1986, για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων(9) και την οδηγία 91/674/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1991, για τους ετήσιους και τους ενοποιημένους λογαριασμούς των ασφαλιστικών επιχειρήσεων(10). Επιβάλλεται να επικαιροποιηθούν αντιστοίχως οι παραπομπές της οδηγίας 68/151/ΕΟΚ στις λογιστικές πράξεις που πρέπει υποχρεωτικά να δημοσιοποιούνται σύμφωνα με τις προαναφερθείσες οδηγίες.

(6)  Στο πλαίσιο του επιδιωκόμενου εκσυγχρονισμού, οι εταιρείες, με την επιφύλαξη των βασικών απαιτήσεων και των επιβεβλημένων διατυπώσεων του εθνικού δικαίου των κρατών μελών, πρέπει να είναι σε θέση να επιλέξουν αν θα καταχωρίσουν σε χαρτί ή με ηλεκτρονικά μέσα τις πράξεις και στοιχεία τα οποία δημοσιοποιούνται υποχρεωτικά.

(7)  Οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να μπορούν να λάβουν από το μητρώο αντίγραφα των εν λόγω πράξεων και στοιχείων σε χαρτί αλλά και με ηλεκτρονικά μέσα.

(8)  Τα κράτη μέλη πρέπει να μπορούν να αποφασίσουν αν το εθνικό δελτίο που έχει ορισθεί για τη δημοσίευση των υποχρεωτικών πράξεων και στοιχείων θα τηρείται σε έγγραφη ή σε ηλεκτρονική μορφή ή να προβλέψουν τη δημοσιοποίησή τους με άλλο εξίσου αποτελεσματικό μέσο.

(9)  Η διασυνοριακή πρόσβαση σε πληροφορίες εταιρειών πρέπει να βελτιωθεί επιτρέποντας, πέραν της υποχρεωτικής δημοσιοποίησης σε μία από τις γλώσσες που επιτρέπονται στο οικείο κράτος μέλος της εταιρείας, την προαιρετική επιπρόσθετη καταχώριση των πράξεων και στοιχείων σε άλλες γλώσσες. Τα τρίτα μέρη που ενεργούν καλή τη πίστει πρέπει να μπορούν να επικαλούνται τις μεταφράσεις αυτές.

(10)  Ενδείκνυται να διευκρινισθεί ότι η αναγραφή των υποχρεωτικών στοιχείων σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 68/151/ΕΟΚ πρέπει να γίνεται σε όλες οι επιστολές και τα έγγραφα παραγγελιών που χρησιμοποιούν οι εταιρείες, ανεξαρτήτως εάν είναι σε χαρτί ή σε άλλο μέσο. Λαμβανομένων υπόψη των τεχνολογικών εξελίξεων, ενδείκνυται επίσης να προβλεφθεί ότι τα ίδια στοιχεία πρέπει να αναφέρονται στον τυχόν δικτυακό τόπο της εκάστοτε εταιρείας.

(11)  Η οδηγία 68/151/ΕΟΚ πρέπει να τροποποιηθεί αντιστοίχως.

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η οδηγία 68/151/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1)  Το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:

"

Στη Γαλλία:

la société anonyme, la société en commandite par actions, la société à responsabilité limitée, la société par actions simplifiée·

" "
   α ) η τρίτη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
   β ) η έκτη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
   - Στις Κάτω Χώρες:
  

de naamloze vennootschap, de besloten vennootschap met beperkte aansprakelijkheid·

"
   γ ) η έννατη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
   δ ) η δέκατη τέταρτη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
   - Στη Φινλανδία:
  

yksityinen osakeyhtiö/privat aktiebolag, julkinen osakeyhtiö/publikt aktiebolag·

"

2)  Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

"

στ) Τα λογιστικά έγγραφα κάθε χρήσεως των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική βάσει των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ*, 83/349/ΕΟΚ**, 86/635/ΕΟΚ*** και 91/674/ΕΟΚ**** του Συμβουλίου.

______________

* Ελληνική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 06, τόμος 2, σ. 17.

** ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2001/65/ΕΚ.

*** ΕΕ L 372 της 31.12.1986, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2001/65/ΕΚ.

**** ΕΕ L 374 της 31.12.1991, σ. 7.

"
   α ) Το στοιχείο στ) της παραγράφου 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

β  ) Η παράγραφος 2 διαγράφεται.

3)  Το άρθρο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"

Άρθρο 3

1.  Σε κάθε κράτος μέλος ανοίγεται φάκελος σε κεντρικό μητρώο, σε εμπορικό μητρώο ή μητρώο εταιρειών για κάθε καταχωριζόμενη εταιρεία.

2.  Όλες οι πράξεις και τα λοιπά στοιχεία που υπόκεινται σε δημοσιότητα δυνάμει του άρθρου 2 τηρούνται στον φάκελο ή καταχωρίζονται στο μητρώο· το αντικείμενο των καταχωρίσεων στο μητρώο πρέπει σε κάθε περίπτωση να εμφανίζεται στον φάκελο.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ώστε, το αργότερο από 1ης Ιανουαρίου 2007, η καταχώριση όλων των πράξεων και στοιχείων που πρέπει να δίδονται στη δημοσιότητα δυνάμει του άρθρου 2 από εταιρείες και άλλα πρόσωπα και οργανισμούς που υποχρεούνται σε δήλωση ή συνεργασία να είναι δυνατή με ηλεκτρονικά μέσα. Εκτός αυτού τα κράτη μέλη δύνανται να επιβάλουν σε όλες τις εταιρείες ή σε ορισμένες κατηγορίες εταιρειών την καταχώριση με ηλεκτρονικά μέσα όλων ή ορισμένων κατηγοριών των εν λόγω πράξεων και στοιχείων.

Όλες οι πράξεις και τα στοιχεία που μνημονεύονται στο άρθρο 2 και καταχωρίζονται από την 1η Ιανουαρίου 2007 το αργότερο, είτε γραπτώς είτε με ηλεκτρονικά μέσα, πρέπει να τηρούνται στον φάκελο ή να καταχωρίζονται στο μητρώο σε ηλεκτρονική μορφή. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη μετατροπή σε ηλεκτρονική μορφή από το μητρώο τέτοιων πράξεων και στοιχείων τα οποία κατατίθενται γραπτώς από την 1η Ιανουαρίου 2007 το αργότερο.

Οι πράξεις και τα στοιχεία που μνημονεύονται στο άρθρο 2 και έχουν καταχωρισθεί γραπτώς μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006 το αργότερο δεν είναι υποχρεωτικό να μετατραπούν αυτομάτως σε ηλεκτρονική μορφή από το μητρώο. Παρόλα αυτά, τα κράτη μέλη μεριμνούν για την μετατροπή τους σε ηλεκτρονική μορφή από το μητρώο μετά την παραλαβή αιτήσεως για δημοσιοποίηση με ηλεκτρονικά μέσα, η οποία υποβάλλεται σύμφωνα με τους κανόνες που θεσπίζονται για την εφαρμογή της παραγράφου 3.

3.  Πλήρη αντίγραφα ή αποσπάσματα των αναφερομένων στο άρθρο 2 πράξεων ή στοιχείων πρέπει να είναι δυνατό να λαμβάνονται κατόπιν αιτήσεως. Από την 1η Ιανουαρίου 2007 το αργότερο, οι αιτήσεις θα μπορούν να υποβάλλονται στο μητρώο είτε με έγγραφα μέσα είτε με ηλεκτρονικά μέσα, αναλόγως της προτιμήσεως του αιτούντος.

Από την 1η Ιανουαρίου 2007 το αργότερο, τα αντίγραφα που μνημονεύονται στο πρώτο εδάφιο πρέπει να μπορούν να χορηγηθούν από το μητρώο είτε γραπτώς είτε με ηλεκτρονικά μέσα, αναλόγως της προτιμήσεως του αιτούντος. Αυτό ισχύει για όλες τις πράξεις και τα στοιχεία ασχέτως του εάν η καταχώριση αυτών έγινε πριν ή μετά την επιλεγείσα ημερομηνία. Ωστόσο, τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν ότι το σύνολο ή ορισμένες κατηγορίες πράξεων και στοιχείων που έχουν καταχωρισθεί σε χαρτί μέχρι και τις 31 Δεκεμβρίου 2006 το αργότερο δεν θα μπορούν να χορηγούνται με ηλεκτρονικά μέσα από το μητρώο, υπό την προϋπόθεση ότι καταχωρίσθηκαν ένα δεδομένο χρονικό διάστημα προ της ημερομηνίας υποβολής της αίτησης στο μητρώο. Το χρονικό αυτό διάστημα δεν δύναται να είναι μικρότερο των 10 ετών.

Τα τέλη έκδοσης των πλήρων αντιγράφων ή των αποσπασμάτων των αναφερομένων στο άρθρο 2 πράξεων και στοιχείων, είτε με έγγραφα μέσα είτε με ηλεκτρονικά μέσα, δεν πρέπει να υπερβαίνουν το διοικητικό κόστος.

Τα παρεχόμενα αντίγραφα σε χαρτί λαμβάνουν θεώρηση ως "ακριβή αντίγραφα" εκτός εάν ο αιτών παραιτηθεί της θεώρησης. Τα παρεχόμενα ηλεκτρονικά αντίγραφα δεν λαμβάνουν θεώρηση ως "ακριβή αντίγραφα" εκτός εάν ο αιτών το ζητήσει ρητά.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι η θεώρηση των ηλεκτρονικών αντιγράφων εγγυάται τόσο τη γνησιότητα της προέλευσής τους όσο και την ακεραιότητα του περιεχομένου τους, τουλάχιστον με τη χρήση προηγμένης ηλεκτρονικής υπογραφής κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 1999/93/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1999, σχετικά με το κοινοτικό πλαίσιο για ηλεκτρονικές υπογραφές*.

4.  Οι αναφερόμενες στην παράγραφο 2 πράξεις και στοιχεία δημοσιεύονται στο οριζόμενο από το κράτος μέλος εθνικό δελτίο είτε υπό μορφή ολικής ή μερικής αναδημοσιεύσεως είτε υπό μορφή σημειώσεως που παραπέμπει στην κατάθεση του εγγράφου στον φάκελο ή στην καταχώρισή του στο μητρώο. Το οριζόμενο προς τον σκοπό αυτόν εθνικό δελτίο δύναται να τηρείται σε ηλεκτρονική μορφή.

Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν να αντικαταστήσουν τη δημοσίευση στο εθνικό δελτίο με άλλο, εξίσου αποτελεσματικό μέσο, το οποίο να προϋποθέτει οπωσδήποτε τη χρήση συστήματος δια του οποίου η προσπέλαση στις δημοσιοποιούμενες πληροφορίες είναι δυνατή κατά χρονολογική σειρά μέσω κεντρικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας.

5.  Οι πράξεις και τα στοιχεία αντιτάσσονται κατά τρίτων από την εταιρεία μόνον εφόσον έχουν δοθεί στη δημοσιότητα βάσει της παραγράφου 4, εκτός εάν η εταιρεία αποδείξει ότι οι εν λόγω τρίτοι ήταν εν γνώσει.

Εν τούτοις για τις ενέργειες που συντελούνται πριν από την δεκάτη έκτη ημέρα μετά τη δημοσιοποίηση, οι εν λόγω πράξεις και τα στοιχεία δεν αντιτάσσονται κατά τρίτων που είναι σε θέση να αποδείξουν ότι δεν ήταν δυνατό να είναι εν γνώσει.

6.  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την αποφυγή κάθε ασυμφωνίας μεταξύ του κειμένου που δόθηκε στη δημοσιότητα βάσει της παραγράφου 4 και του περιλαμβανομένου στο μητρώο ή στον φάκελο κειμένου.

Εντούτοις, σε περίπτωση ασυμφωνίας, το κείμενο που δίδεται στη δημοσιότητα βάσει της παραγράφου 4 δεν δύναται να αντιταχθεί κατά τρίτων· οι τρίτοι δύνανται, ωστόσο, να το επικαλεσθούν, εκτός εάν η εταιρεία αποδείξει ότι οι τρίτοι είχαν γνώση των κειμένων που κατατέθηκαν στον φάκελο ή καταχωρίσθηκαν στο μητρώο

7.  Οι τρίτοι δύνανται, εξ άλλου, να επικαλούνται σε κάθε περίπτωση πράξεις και στοιχεία για τα οποία δεν έχουν ακόμη συμπληρωθεί οι διατυπώσεις δημοσιότητας, εκτός εάν λόγω ελλείψεως δημοσιότητας οι πράξεις και τα στοιχεία στερούνται ισχύος.

8.  Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η φράση "με ηλεκτρονικά μέσα" σημαίνει ότι η αρχική αποστολή, καθώς και η παραλαβή των στοιχείων στον προορισμό τους, γίνεται μέσω ηλεκτρονικού εξοπλισμού που χρησιμεύει για την επεξεργασία (περιλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης) και την αποθήκευση δεδομένων και ότι τα στοιχεία διαβιβάζονται, μεταφέρονται και παραλαμβάνονται με ενσύρματα ή ασύρματα μέσα ή με οπτικά μέσα ή με άλλα ηλεκτρομαγνητικά μέσα, σύμφωνα με τον τρόπο που καθορίζουν τα κράτη μέλη.

____________

* ΕΕ L 13 της 19.1.2000, σ. 12.

"

4)  Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο 3α:

"

Άρθρο 3α

1.  Οι πράξεις και τα στοιχεία που οφείλουν να δίδονται στη δημοσιότητα δυνάμει του άρθρου 2 πρέπει να καταχωρίζονται σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Κοινότητας, σύμφωνα με τους γλωσσικούς κανόνες που ισχύουν στο κράτος μέλος στο οποίο ανοίγεται φάκελος σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 3, παράγραφος 1.

2.  Πέραν της υποχρεωτικής δημοσιοποίησης των πράξεων και στοιχείων σύμφωνα με το άρθρο 3, τα κράτη μέλη επιτρέπουν τη σύμφωνα με το άρθρο 3 δημοσιοποίηση των πράξεων και στοιχείων που μνημονεύονται στο άρθρο 2 σε οιαδήποτε επίσημη γλώσσα ή γλώσσες της Κοινότητας.

Τα κράτη μέλη δύνανται να επιβάλλουν την επικύρωση των μεταφράσεων των εν λόγω πράξεων και στοιχείων.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διευκολυνθεί η πρόσβαση τρίτων στις μεταφράσεις που δημοσιοποιούνται προαιρετικά.

3.  Πέραν της υποχρεωτικής δημοσιοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 3 και της δημοσιοποίησης που επιτρέπεται βάσει της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν τη σύμφωνα με το άρθρο 3 δημοσιοποίηση των πράξεων και στοιχείων που μνημονεύονται στο άρθρο 2 σε οιαδήποτε άλλη γλώσσα ή γλώσσες.

Τα κράτη μέλη δύνανται να επιβάλλουν την επικύρωση των μεταφράσεων των εν λόγω πράξεων και στοιχείων.

4.  Σε περίπτωση διαφορών μεταξύ των πράξεων και των στοιχείων που δημοσιοποιήθηκαν στις επίσημες γλώσσες του μητρώου και της μετάφρασης που δημοσιοποιήθηκε προαιρετικά, η τελευταία δεν αντιτάσσεται κατά τρίτων. Οι τρίτοι δύνανται, όμως, να επικαλεσθούν τις μεταφράσεις που δημοσιοποιήθηκαν προαιρετικά, εκτός εάν η εταιρεία αποδείξει ότι οι τρίτοι είχαν γνώση της έκδοσης που ήταν αντικείμενο της υποχρεωτικής δημοσιοποίησης.

"

5)  Το άρθρο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"

Άρθρο 4

Τα κράτη μέλη καθορίζουν ότι οι επιστολές και τα έγγραφα παραγγελίας, ανεξάρτητα από το εάν είναι σε χαρτί ή σε άλλη μορφή, πρέπει να φέρουν τις ακόλουθες ενδείξεις:

   α ) τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την αναγνώριση του μητρώου στο οποίο τηρείται ο αναφερόμενος στο άρθρο 3 φάκελος καθώς και τον αριθμό καταχωρίσεως της εταιρείας στο εν λόγω μητρώο,
   β ) τη νομική μορφή της εταιρείας, τον τόπο της επίσημης έδρας της και, εφόσον συντρέχει λόγος, την κατάσταση εκκαθαρίσεως στην οποία ευρίσκεται.

Εάν στα έγγραφα αυτά γίνεται μνεία του κεφαλαίου της εταιρείας η ένδειξη πρέπει να αφορά το καλυφθέν και καταβεβλημένο κεφάλαιο.

Τα κράτη μέλη ορίζουν ότι οι δικτυακοί τόποι των εταιρειών πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνουν τα στοιχεία που μνημονεύονται στην πρώτη παράγραφο, καθώς επίσης, στις ενδεδειγμένες περιπτώσεις, την ένδειξη του καλυφθέντος και καταβεβλημένου κεφαλαίου.

"

6)  Το άρθρο 6 αντικαθίσταται από την ακόλουθη διάταξη:

"

Άρθρο 6

Τα κράτη μέλη προβλέπουν κατάλληλες κυρώσεις τουλάχιστον για την περίπτωση:

   α ) ελλείψεως της δημοσιότητος των λογιστικών εγγράφων όπως ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο στ).
   β ) απουσίας επί των εμπορικών εγγράφων ή οποιουδήποτε δικτυακού τόπου της εταιρείας, των υποχρεωτικών ενδείξεων που προβλέπονται στο άρθρο 4.

"

Άρθρο 2

1.  Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα εν λόγω μέτρα, πρέπει να περιλαμβάνεται σε αυτά παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή να συνοδεύονται από την εν λόγω παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Η διαδικασία για την εν λόγω παραπομπή θεσπίζεται από τα κράτη μέλη.

2.  Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

3.  Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 2012, έκθεση συνοδευόμενη, εφ" όσον απαιτείται, από πρόταση για την τροποποίηση της παρούσας οδηγίας, υπό το φως της εμπειρίας που αποκτήθηκε κατά την εφαρμογή της, των στόχων της και των τεχνολογικών εξελίξεων που έχουν σημειωθεί κατά το χρόνο αυτό.

Άρθρο 3

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από την ημερομηνία δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Έγινε στις

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

(1) ΕΕ C 227 Ε της 24.9.2002, σ. 377.
(2) ΕΕ C 227 Ε της 24.9.2002, σ. 377.
(3) ΕΕ C
(4) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Μαρτίου 2003.
(5) Ελληνική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 06, τόμος 1, σ. 80. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την πράξη προσχώρησης της Αυστρίας, της Σουηδίας και της Φινλανδίας.
(6) Βλ. την έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο - Αποτελέσματα της τέταρτης φάσης του SLIM, 4 Φεβρουαρίου 2000 (COM (2000) 56 τελικό).
(7) Ελληνική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 06, τόμος 2, σ. 17. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2001/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 283 της 27.10.2001, σ. 28).
(8) EE L 193 της 18.7.1983, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2001/65/ΕΚ.
(9) EE L 372 της 31.12.1986, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2001/65/ΕΚ.
(10) ΕΕ L 374 της 31.12.1991, σ. 7.


Εναρμόνιση του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος σε τιμές αγοράς ("κανονισμός ΑΕΕ") *
PDF 266kWORD 28k
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για την εναρμόνιση του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος σε τιμές αγοράς ("κανονισμός ΑΕΕ") (CΟΜ(2002) 558 - C5-0515/2002 - 2002/0245(CNS))
P5_TA(2003)0083A5-0040/2003

(Διαδικασία διαβούλευσης)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

-   έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο (COM(2002) 558)(1),

-   έχοντας υπόψη τα άρθρα 269 της Συνθήκης ΕΚ και 173 της Συνθήκης Eυρατόμ, σύμφωνα με τα οποία το Συμβούλιο κάλεσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να γνωμοδοτήσει (C5-0515/2002)·

-   έχοντας υπόψη το άρθρο 67 του Κανονισμού του,

-   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής (A5-0040/2003),

1.   εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής·

2.   καλεί το Συμβούλιο, εάν προτίθεται να απομακρυνθεί από το κείμενο που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, να το ενημερώσει σχετικά·

3.   ζητεί από το Συμβούλιο να καλέσει εκ νέου το Κοινοβούλιο να γνωμοδοτήσει εάν προτίθεται να επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις στην πρόταση της Επιτροπής·

4.   αναθέτει στoν Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

(1) ΕΕ C 45 Ε της 25.2.2003, σ. 61.


Εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης των διαφορών αστικού και εμπορικού δικαίου
PDF 309kWORD 54k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής για τους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών αστικού και εμπορικού δικαίου (COM(2002) 196 - C5-0284/2002 - 2002/2144(COS))
P5_TA(2003)0084A5-0058/2003

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

-   έχοντας υπόψη την Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής για τους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών αστικού και εμπορικού δικαίου (εφεξής "ΕΤΕΔ") της 19ης Απριλίου 2002 (COM(2002) 196 – C5-0284/2002),

-   έχοντας ιδίως υπόψη τα άρθρα 65 και 155 της Συνθήκης,

-   έχοντας υπόψη το πρόγραμμα δράσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής όσον αφορά την άριστη δυνατή εφαρμογή των διατάξεων της συνθήκης του Άμστερνταμ για τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, και ιδίως το στοιχείο β) της παραγράφου 41, το οποίο ενεκρίθη από το Συμβούλιο Υπουργών Δικαιοσύνης και Εσωτερικών της 3ης Δεκεμβρίου 1998(1),

-   έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε που ζητούσαν να θεσπιστούν εναλλακτικές εξώδικες διαδικασίες(2),

-   έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Λισσαβώνας, της 23ης και 24ης Μαρτίου 2000, και, ειδικότερα, την παράγραφο 11,

-   έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Σάντα Μαρία ντα Φέιρα, της 19ης και 20ής Ιουνίου 2000, και, ιδίως, την παράγραφο 22, με την οποία υποστηρίζεται το "Σχέδιο Συνολικής Δράσης Ευρώπη 2002",

-   έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Λάκεν, της 14ης και 15ης Δεκεμβρίου 2001, και, ιδίως, την παράγραφο 25,

-   έχοντας υπόψη τη σύσταση της Επιτροπής, της 30ης Μαρτίου 1998, σχετικά με τις αρχές που διέπουν τα αρμόδια όργανα για την εξώδικη επίλυση των διαφορών κατανάλωσης(3) και τη σύσταση της Επιτροπής, της 4ης Απριλίου 2001, περί αρχών για τα εξωδικαστικά όργανα συναινετικής επίλυσης καταναλωτικών διαφορών(4),

-   έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 21ης Σεπτεμβρίου 2000(5), επί της προτάσεως που εγκρίθηκε εν συνεχεία ως κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις(6),

-   έχοντας υπόψη το Ευρωπαϊκό Εξωδικαστικό Δίκτυο (Extra-Judicial Network – EEJ-Net) που δρομολογήθηκε στις 16 Οκτωβρίου 2001,

-   έχοντας υπόψη την οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά(7) και ιδίως το άρθρο 17 αυτής,

-   έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την εξαμηνιαία ενημέρωση του πίνακα αποτελεσμάτων για την παρακολούθηση της προόδου όσον αφορά τη δημιουργία χώρου "ελευθερίας, ασφαλείας και δικαιοσύνης" στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και, ιδίως, το κεφάλαιο 3.1, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, (COM(2002) 738),

-   έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής,

-   έχοντας υπόψη το άρθρο 47, παράγραφος 1, του Κανονισμού του,

-   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και Εσωτερικής Αγοράς και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Ελευθεριών και Δικαιωμάτων των Πολιτών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (Α5-0058/2003),

Α  . λαμβάνοντας υπόψη ότι η πρόσβαση στη δικαιοσύνη αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα, το οποίο αναγνωρίζει το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και περιλαμβάνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Β  . λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ένωση οφείλει να εξασφαλίσει στους πολίτες της ότι το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας σε ολόκληρη την Ένωση πρέπει να ασκείται υπό συνθήκες ασφάλειας και δικαιοσύνης προσιτές σε όλους,

Γ  . λαμβάνοντας υπόψη ότι ο πραγματικός ευρωπαϊκός χώρος δικαιοσύνης πρέπει να επιτρέπει στους ευρωπαίους πολίτες και στις επιχειρήσεις να έχουν πρόσβαση στα δικαστήρια και στις αρχές όλων των κρατών μελών, τόσο ευχερώς όσο και στην δική τους χώρα, χωρίς να τους εμποδίζει η ασυμβατότητα ή η πολυπλοκότητα των δικαστικών και διοικητικών συστημάτων των κρατών μελών να ασκούν τα δικαιώματά τους ή να τους αποτρέπει από το να τα ασκήσουν,

Δ  . λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ευρωπαίοι πολίτες σε ορισμένα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν δυσχέρειες όταν προσφύγουν στη δικαιοσύνη, διότι έχουν αυξηθεί οι προσφυγές που εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων, ότι οι διαδικασίες έχουν την τάση να παρατείνονται και, κατά συνέπεια, να αυξάνονται οι σχετικές δαπάνες,

Ε  . λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ευρωπαίοι πολίτες αντιμετωπίζουν διαρκώς αυξανόμενο αριθμό νομοθετικών κειμένων, η πολυπλοκότητα και ο τεχνικός χαρακτήρας των οποίων δυσχεραίνει την προσφυγή τους στη δικαιοσύνη,

ΣΤ  . λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης των διαφορών (ΕΤΕΔ) (ιδίως on-line) συνιστούν μέρος της ατζέντας που αφορά την συνολική πρόσβαση στη δικαιοσύνη, ιδίως στο πλαίσιο των διασυνοριακών διαφορών και του ηλεκτρονικού εμπορίου, στο οποίο θεωρείται ότι μπορούν να επιλύσουν δυσχερή ζητήματα που ανακύπτουν από διαφορές μεταξύ διαφόρων δικαίων και δικαιοδοσιών,

Ζ  . λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη ότι η "δικαιοσύνη", όπως την απονέμει το παραδοσιακό, τυπικό σύστημα δικαστηρίων θεωρείται συνήθως δημόσιο αγαθό, σαφές τμήμα της τάξης, των αξιών και του πολιτισμού κάθε κοινωνίας, καλυπτόμενο, συνεπώς, από την αρχή της επικουρικότητας,

Η  . λαμβάνοντας υπόψη ότι, καίτοι πολλαπλασιάζονται οι διασυνοριακές διαφορές, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι οι ΕΤΕΔ μειώνουν το παραδοσιακό δικαστικό σύστημα ή την απαραβίαστη αρχή της πρόσβασης στη δικαιοσύνη, όπως την αναγνωρίζει το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, και δεν πρέπει να αποτελούν μέσο που να στερεί από τους πολίτες την πρόσβαση στο παραδοσιακό δικαστικό σύστημα,

Θ  . λαμβάνοντας υπόψη ότι, με την επιφύλαξη αυτής της προειδοποίησης, όσον αφορά τις διασυνοριακές διαφορές, οι ΕΤΕΔ παρέχουν τα ίδια πλεονεκτήματα που εξασφαλίζουν κατά την επίλυση διαφορών στην επικράτεια ενός κράτους μέλους και συγκεκριμένα συνιστούν ενδεχομένως φθηνότερη λύση από τις παραδοσιακές νομικές υπηρεσίες και αφαιρούν μερικές υποθέσεις από το βασικό σύστημα, μειώνοντας έτσι την πίεση από το χρόνο αναμονής για εκδίκαση και εξασφαλίζοντας συντομότερη πρόσβαση σε άλλους διαδίκους, και είναι ίσως, όσον αφορά τους διαδίκους, φθηνότερη, ταχύτερη και απλούστερη διαδικασία, η οποία ενδέχεται επίσης να τους παράσχει λύση, δεδομένου ότι το κόστος και το άγχος της διαδικασίας στα πλαίσια του δικαστικού συστήματος μπορεί να αποθαρρύνει τους καταναλωτές από την υποβολή αγωγών,

Ι  . λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ΕΤΕΔ βρίσκονται σε περίοδο επέκτασης, πειραματισμού και καινοτομίας σε ολόκληρη την Ευρώπη, γεγονός που δεν θα πρέπει να παρεμποδιστεί άνευ λόγου με την επιβολή επαχθούς νομοθεσίας,

ΙΑ  . λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη ότι, για το σεβασμό της αρχής της ασφαλείας δικαίου, το εκτελεστόν των αποφάσεων που λαμβάνονται στο πλαίσιο των ΕΤΕΔ πρέπει είτε να προκύπτει από δικαστική επικύρωση είτε να διαπιστώνεται από δημόσιο έγγραφο,

ΙΒ  . λαμβάνοντας υπόψη ότι η επιτυχία των ΕΤΕΔ έγκειται στην ευελιξία τους η οποία δεν πρέπει να περιορίζεται μέσω οιωνδήποτε ρυθμίσεων, και ότι απαιτούνται συνοχή, κοινές δικονομικές εγγυήσεις και κοινές προδιαγραφές ποιότητας, ούτως ώστε να προστατεύονται οι καταναλωτές και να αποφευχθεί ο πολλαπλασιασμός διαφορετικών συστημάτων μεταξύ των κρατών μελών, και ότι τούτο θα μπορούσε να διασφαλιστεί μέσω ενδεικτικών νομοθετικών λύσεων, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης οδηγιών και κωδίκων συμπεριφοράς καθώς και μέσω της προώθησης της βέλτιστης πρακτικής,

ΙΓ  . λαμβάνοντας υπόψη ότι η επίλυση διαφορών από τα κρατικά δικαστήρια βάσει των νόμων που θεσπίζουν τα κοινοβούλια συνιστά μια από τις πολιτιστικές κατακτήσεις του κράτους δικαίου και οι ΕΤΕΔ αποτελούν, στο πλαίσιο αυτό, συμπληρωματική διαδικασία,

1.   εκφράζει την ικανοποίησή του διότι η Επιτροπή, κατά την άσκηση του δικαιώματος πρωτοβουλίας της, υπέβαλε Πράσινη Βίβλο για τους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών αστικού και εμπορικού δικαίου·

2.   διαπιστώνει ότι τα κράτη μέλη της Ένωσης δεν διαθέτουν λεπτομερή νομοθεσία-πλαίσιο σχετικά με τους ΕΤΕΔ, ενώ και τα δικαστικά τους συστήματα παρουσιάζουν επί του θέματος μεγάλες διαφορές·

3.   υποστηρίζει ότι οι ΕΤΕΔ πρέπει να επιτρέπονται ως μη δεσμευτική επιλογή προς ενθάρρυνση, παρότι τα κράτη μέλη μπορούν να προτείνουν τους ADR σε αμφότερα τα μέρη ως προκαταρκτική επιλογή πρόσβασης στη δικαιοσύνη, χωρίς ωστόσο να θίγονται τα δικαιώματα προσφυγής των μερών στα δικαστήρια εφόσον κρίνεται αναγκαίο·

4.   συμβουλεύει την Επιτροπή, μολονότι είναι επιθυμητό να υπάρχουν κάποια συνοχή και κάποιος συντονισμός κατά την παροχή διασυνοριακών ΕΤΕΔ, να δρα προσεκτικά και να πραγματοποιήσει εμπεριστατωμένες μελέτες και ευρύτατης κλίμακας διαβουλεύσεις προτού εξετάσει το ενδεχόμενο υποβολής νομοθετικών πρωτοβουλιών· προτρέπει επίσης την Επιτροπή να προαγάγει αυτορρυθμιζόμενες πρωτοβουλίες και να αποφύγει κάθε προσέγγιση που θα μείωνε την υπάρχουσα ευελιξία και αυτονομία των μερών ή θα δημιουργούσε νέους φραγμούς του εμπορίου έναντι τρίτων χωρών· ωστόσο, η Επιτροπή θα μπορούσε ίσως να εξετάσει το ενδεχόμενο περαιτέρω ανάπτυξης των αρχών για τα εξωδικαστικά όργανα συναινετικής επίλυσης καταναλωτικών διαφορών υπό το πρίσμα της συνέχειας που θα δοθεί στη σημερινή σύσταση· κατά πρώτο λόγο, η Επιτροπή θα πρέπει να προετοιμάσει νέα Πράσινη Βίβλο που να εστιάζεται στον στόχο της ανάπτυξης των δυνατοτήτων των ΕΤΕΔ, την ανάπτυξη προτύπων για τους ΕΤΕΔ, τη βελτίωση της ποιότητας και τη συγκριτική αξιολόγηση της εφαρμογής τους, ούτως ώστε να διευκολυνθούν η συνοχή και η εμπιστοσύνη των καταναλωτών στη χρήση των ΕΤΕΔ·

5.   πιστεύει ότι χρειάζεται κοινός ορισμός των σχετικών όρων και ότι θα πρέπει να εγκριθούν διάφορες προσεγγίσεις και αρχές όσον αφορά τις ΕΤΕΔ, ανάλογα με τον κλάδο του δικαίου (εμπορικό, οικογενειακό, εργατικό δίκαιο), τους χρήστες (επιχειρήσεις/καταναλωτές, επιχειρήσεις προς επιχειρήσεις), το ζήτημα αν συνιστά προτροπή δικαστηρίου και αν είναι ανοιχτής γραμμής (on-line) και εάν θεωρείται σκόπιμο και ενδεδειγμένο υπό το πρίσμα, μεταξύ άλλων, εθνικών πρακτικών και διαδικασιών·

6.   προτείνει τη σύνταξη νέας Πράσινης Βίβλου που να εξετάζει το ενδεχόμενο κατάρτισης μελλοντικού προτύπου κώδικα σε ευρωπαϊκή κλίμακα, βάσει των ακόλουθων ελάχιστων δικονομικών εγγυήσεων:

   ) Η προσφυγή στους ΕΤΕΔ σε περιπτώσεις διασυνοριακών διαφορών δεν θα συντελεί στον περιορισμό της πρόσβασης στα δικαστήρια.
   ) Όταν τα μέρη προέρχονται από διαφορετικά κράτη μέλη, θα διασφαλίζεται η αμοιβαία αναγνώριση της επίλυσης διαφορών·
   ) Οι τρίτοι που διενεργούν συμβιβασμό ή οι μεσολαβητές πρέπει να είναι ανεξάρτητοι και αμερόληπτοι· πρέπει να ορίζεται ότι το ουδέτερο τρίτο μέρος οφείλει να βοηθά όπου χρειάζεται τα μέρη, διατηρώντας την αμεροληψία του/της·
   ) Επιβάλλεται να υπάρχει υποχρέωση απορρήτου, βάσει της οποίας ζητήματα που αποκαλύπτει ο διάδικος A στο μεσολαβητή/στο διενεργούντα συμβιβασμό θα αποκαλύπτονται στο διάδικο Β ή σε τρίτο μέρος μόνο με τη συναίνεση του διαδίκου Α·
   ) Η αρχή της δικαιοσύνης (αρχές της φυσικής δικαιοσύνης) πρέπει να είναι απαραβίαστη·
   (στ ) Οι ΕΤΕΔ πρέπει να είναι συναινετικού χαρακτήρα και τα μέρη να είναι απολύτως ενημερωμένα για το πεδίο εφαρμογής τους και για την εκτελεστότητα των αποφάσεων· σε ορισμένες περιπτώσεις θα πρέπει να εξασφαλίζεται στους διαδίκους ελάχιστη περίοδος περισυλλογής ή αποστασιοποίησης προτού συμφωνηθούν τα αποτελέσματα της μεσολάβησης· η απώλεια της προθεσμίας προσφυγής σε ΕΤΕΔ δεν συνεπιφέρει και την απώλεια του δικαιώματος δικαστικής προστασίας·
   ) Γενικώς, οι καταναλωτές πρέπε να μπορούν πάντοτε να προσφύγουν στα δικαστήρια εφόσον εξακολουθούν να είναι δυσαρεστημένοι με το αποτέλεσμα των, έστω και υποχρεωτικών, ΕΤΕΔ, έστω και μόνον για να επανεξεταστεί η νομιμότητα της ρήτρας ΕΤΕΔ σύμφωνα με το ratio decidendi της απόφασης του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 27ης Ιουνίου 2000, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-240/98 έως C-244/98, Océano Grupo Editorial SA·
   ) Πρέπει να μειωθούν στο ελάχιστο οι διατυπώσεις και να αποφεύγεται η νομική φρασεολογία·
   ) Πρέπει να τηρούνται μητρώα των αποφάσεων ΕΤΕΔ και, κατ' αρχήν, να δημοσιεύονται, υπό την προϋπόθεση ότι συμφωνούν τα μέρη και ότι λαμβάνεται δεόντως υπόψη η προστασία προσωπικών δεδομένων·
   ) Δεν θα πρέπει να επιβάλλονται κυρώσεις υπό μορφή ενταλμάτων καταβολής του κόστους εις βάρος των μερών που αρνούνται για ευνόητους λόγους να προσφύγουν στους ΕΤΕΔ·

7.   καλεί την Επιτροπή να ενθαρρύνει την ανάπτυξη πανευρωπαϊκού δικτύου νομικών επαγγελμάτων, επαγγελματικών φορέων και άλλων ενδιαφερομένων μερών με συναντήσεις και ανταλλαγές των βελτίστων πρακτικών·

8.   παροτρύνει την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να εντείνουν τη δημόσια ευαισθητοποίηση και να προωθήσουν τη χρήση των ΕΤΕΔ μέσω ενημερωτικών εκστρατειών και με τη συμμετοχή οργανώσεων των καταναλωτών ·

9.   συνιστά στην Επιτροπή να βελτιώσει και να ενισχύσει το EEJ Net, ούτως ώστε να ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να προβλέψουν ΕΤΕΔ με υψηλή ποιότητα και να καλύψουν τα κενά που υπάρχουν στις υφιστάμενες διατάξεις για τους ΕΤΕΔ·

10.   πιστεύει ότι η προσέγγιση της ΕΕ έναντι των ΕΤΕΔ πρέπει να είναι σφαιρική και να λάβει υπόψη λύσεις όπως το υπόδειγμα νόμου της UNICITRAL (Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για το διεθνές εμπορικό δίκαιο)·

11.   καλεί την Επιτροπή να εξακολουθήσει να διερευνά το θέμα και να εξετάσει το ενδεχόμενο προώθησης προγράμματος δράσης που θα περιλαμβάνει χρηματοδότηση ερευνών, παρακολούθηση προτύπων σχεδίων και διεξαγωγή διασκέψεων·

12.   αναθέτει στoν Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στα κοινοβούλια των κρατών μελών.

(1) ΕΕ C 19 της 23.1.1999, σ. 1.
(2) Συμπεράσματα, σημείο 30.
(3) ΕΕ L 115 της 17.4.1998, σ. 31.
(4) ΕΕ L 109 της 19.4.2001, σ. 56.
(5) ΕΕ C 146 της 17.5.2001, σ. 94.
(6) ΕΕ L 12 της 16.1.2001, σ.1.
(7) ΕΕ L 178 της 17.7.2000, σ. 1.


Προώθηση της χρήσης βιοκαυσίμων ή άλλων ανανεώσιμων καυσίμων για τις μεταφορές ***II
PDF 420kWORD 85k
Ψήφισμα
Ενοποιημένο κείμενο
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου εν όψει της έγκρισης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την προώθηση της χρήσης βιοκαυσίμων ή άλλων ανανεώσιμων καυσίμων για τις μεταφορές (12695/1/2002 - C5-0585/2002 - 2001/0265(COD))
P5_TA(2003)0085A5-0057/2003

(Διαδικασία συναπόφασης: δεύτερη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

-   έχοντας υπόψη την κοινή θέση του Συμβουλίου (12695/1/2002 – C5-0585/2002)(1),

-   έχοντας υπόψη τη θέση του κατά την πρώτη ανάγνωση(2) σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2001) 547)(3),

-   έχοντας υπόψη την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής (COM(2002) 508)(4),

-   έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ,

-   έχοντας υπόψη το άρθρο 80 του Κανονισμού του,

-   έχοντας υπόψη τη σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της Επιτροπής Βιομηχανίας, Εξωτερικού Εμπορίου, Έρευνας και Ενέργειας (A5-0057/2003),

1.   τροποποιεί ως ακολούθως την κοινή θέση·

2.   αναθέτει στoν Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 12 Μαρτίου 2003 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2003/·/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προώθηση της χρήσης βιοκαυσίμων ή άλλων ανανεώσιμων καυσίμων για τις μεταφορές

P5_TC2-COD(2001)0265


ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175, παράγραφος 1,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής(5),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(6),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών(7),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης(8),

Εκτιμώντας τα εξής:

(1)  Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Γκέτεμποργκ της 15ης και 16ης Ιουνίου 2001 συμφώνησε επί της κοινοτικής στρατηγικής για την βιώσιμη ανάπτυξη που συνίσταται σε σειρά μέτρων, τα οποία περιλαμβάνουν την ανάπτυξη των βιοκαυσίμων.

(2)  Οι φυσικοί πόροι, στη συνετή και ορθολογική χρησιμοποίηση των οποίων αναφέρεται το άρθρο 174, παράγραφος 1, της Συνθήκης, περιλαμβάνουν το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και τα στερεά καύσιμα, τα οποία αποτελούν βασικές πηγές ενέργειας, αλλά και τις σημαντικότερες πηγές εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.

(3)  Υπάρχει όμως ευρύ φάσμα βιομάζας ικανής να παράγει βιοκαύσιμα, από γεωργικά και δασικά προϊόντα, από απόβλητα και κατάλοιπα της δασοκομίας, της δασοκομικής βιομηχανίας και της γεωργικής βιομηχανίας τροφίμων.

(4)  Στον τομέα των μεταφορών αναλογεί άνω του 30% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στην Κοινότητα και ο τομέας αυτός αναπτύσσεται, τάση η οποία είναι βέβαιο ότι θα αυξηθεί, παράλληλα με τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Η ανάπτυξη αυτή είναι κατά ποσοστό μεγαλύτερη στα υποψήφια κράτη μέλη μετά την ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

(5)  Η Λευκή Βίβλος της Επιτροπής "Η ευρωπαϊκή πολιτική μεταφορών με ορίζοντα το έτος 2010: η ώρα των επιλογών"(9) συνάγει ότι μεταξύ 1990 και 2010 οι εκπομπές CO2 που οφείλονται στις μεταφορές θα αυξηθούν κατά 50% φτάνοντας τους 1.113 εκατομμύρια τόνους, και αποδίδει την κύρια ευθύνη για τούτο στις οδικές μεταφορές, στις οποίες αναλογεί το 84% των οφειλόμενων στις μεταφορές εκπομπών CO2. Από οικολογική σκοπιά, η Λευκή Βίβλος συνιστά συνεπώς τη μείωση της εξάρτησης από το πετρέλαιο (98% σήμερα) στον τομέα των μεταφορών με τη χρησιμοποίηση εναλλακτικών καυσίμων όπως τα βιοκαύσιμα.

(6)  Η ευρύτερη χρήση βιοκαυσίμων στις μεταφορές αποτελεί μέρος της δέσμης μέτρων που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς το πρωτόκολλο του Κιότο, και οιασδήποτε πολιτικής για την τήρηση περαιτέρω απαιτήσεων στον τομέα αυτόν.

(7)  Η αυξημένη χρήση των βιοκαυσίμων στις μεταφορές, χωρίς να αποκλείονται άλλα εναλλακτικά καύσιμα, συμπεριλαμβανομένου του υγραερίου και του πεπιεσμένου φυσικού αερίου, αποτελεί ένα εκ των εργαλείων με τα οποία η Κοινότητα μπορεί να περιορίσει την εξάρτησή της από εισαγόμενη ενέργεια και να επηρεάσει την αγορά καυσίμων για τις μεταφορές και, ως εκ τούτου, την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Ωστόσο, το εν λόγω επιχείρημα δεν θα πρέπει να μειώνει κατ" ουδένα τρόπο τη σημασία της συμμόρφωσης προς την κοινοτική νομοθεσία σχετικά με την ποιότητα των καυσίμων, τις εκπομπές των οχημάτων και την ποιότητα του αέρα.

(8)  Ως αποτέλεσμα των τεχνολογικών εξελίξεων τα περισσότερα οχήματα που κυκλοφορούν σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ικανά να χρησιμοποιούν χωρίς πρόβλημα μείγματα χαμηλής περιεκτικότητας βιοκαυσίμων. Οι τελευταίες τεχνολογικές εξελίξεις επιτρέπουν τη χρησιμοποίηση μεγαλύτερων ποσοστών βιοκαυσίμων στο μείγμα. Υπάρχουν χώρες που ήδη χρησιμοποιούν μείγματα βιοκαυσίμου περιεκτικότητας 10% και άνω.

(9)  Οι στόλοι επιχειρηματικών οχημάτων προσφέρουν τη δυνατότητα χρήσης βιοκαυσίμων σε υψηλότερη συγκέντρωση. Σε μερικές πόλεις υπάρχουν ήδη στόλοι επιχειρηματικών οχημάτων που λειτουργούν με καθαρά βιοκαύσιμα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτό έχει συμβάλει στη βελτίωση της ποιότητας του αέρα στις αστικές περιοχές. Τα κράτη μέλη θα μπορούσαν συνεπώς να προωθήσουν περαιτέρω τη χρήση των βιοκαυσίμων στα δημόσια μέσα μεταφοράς.

(10)  Η προώθηση της χρήσης βιοκαυσίμων στις μεταφορές αποτελεί ενδιάμεσο στάδιο προς την ευρύτερη εφαρμογή της βιομάζας, παρέχοντας τη δυνατότητα περαιτέρω ανάπτυξης των βιοκαυσίμων στο μέλλον, χωρίς να αποκλείονται άλλες δυνατότητες, ιδίως αυτή του υδρογόνου.

(11)  Η ερευνητική πολιτική που ασκούν τα κράτη μέλη για την ευρύτερη χρησιμοποίηση των βιοκαυσίμων πρέπει να συμπεριλαμβάνει σε σημαντικό βαθμό τον τομέα του υδρογόνου και να προωθεί αυτή την επιλογή λαμβάνοντας υπ" όψιν τα σχετικά κοινοτικά προγράμματα-πλαίσια.

(12)  Καθαρά φυτικά έλαια από ελαιούχα φυτά, παραγόμενα με συμπίεση, έκθλιψη ή ανάλογες μεθόδους, φυσικά ή εξευγενισμένα αλλά μη χημικώς τροποποιημένα, μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν ως βιοκαύσιμα σε ειδικές περιπτώσεις όπου η χρήση τους είναι συμβατή με τον τύπο του οικείου κινητήρα και τις αντίστοιχες απαιτήσεις εκπομπών.

(13)  Οι νέοι τύποι καυσίμων θα πρέπει να συμμορφώνονται προς τα αναγνωρισμένα τεχνικά πρότυπα, προκειμένου να γίνουν ευρέως αποδεκτοί από τους χρήστες και τους κατασκευαστές αυτοκινήτων, και να διεισδύσουν έτσι στην αγορά. Τα τεχνικά πρότυπα συνιστούν επίσης τη βάση των απαιτήσεων σχετικά με τις εκπομπές και την παρακολούθηση των εκπομπών. Οι νέοι τύποι καυσίμων ενδέχεται να είναι δύσκολο να ανταποκριθούν στα τρέχοντα τεχνικά πρότυπα, τα οποία έχουν σε μεγάλο βαθμό αναπτυχθεί για τα συμβατικά ορυκτά καύσιμα. Η Επιτροπή και οι οργανισμοί τυποποίησης θα πρέπει να παρακολουθούν τις εξελίξεις και να δραστηριοποιούνται ενεργά στην προσαρμογή και την ανάπτυξη προτύπων, και ιδίως των παραμέτρων πτητικότητας, προκειμένου να καταστεί δυνατόν να καθιερωθούν νέοι τύποι καυσίμων και παράλληλα να διατηρηθούν οι απαιτήσεις περιβαλλοντικής απόδοσης.

(14)  Η βιοαιθανόλη και το βιοντίζελ, όταν χρησιμοποιούνται σε οχήματα σε καθαρή μορφή ή ως μείγμα, θα πρέπει να τηρούν τις ισχύουσες ποιοτικές προδιαγραφές προς εξασφάλιση της βέλτιστης απόδοσης των κινητήρων. Σημειώνεται ότι στην περίπτωση του βιοντίζελ για κινητήρες ντίζελ, για το οποίο η μέθοδος επεξεργασίας είναι η εστεροποίηση, δύναται να εφαρμοστεί το πρότυπο prΕΝ 14214 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τυποποίησης (CEN) για τους μεθυλεστέρες λιπαρών οξέων (FAME). Κατά συνέπεια, η CEN θα πρέπει να θεσπίσει τις αρμόζουσες προδιαγραφές για άλλα προϊόντα βιοκαυσίμων που χρησιμοποιούνται στις μεταφορές στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

(15)  Η προώθηση της χρήσης των βιοκαυσίμων, τηρουμένων των βιώσιμων γεωργικών και δασοκομικών πρακτικών που ορίζονται στους κανόνες της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, θα μπορούσε να δημιουργήσει νέες ευκαιρίες για την βιώσιμη αγροτική ανάπτυξη στο πλαίσιο της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής με σαφέστερο στόχο την αγορά, η οποία θα είναι περισσότερο προσανατολισμένη προς την ευρωπαϊκή αγορά και προς τον σεβασμό της ακμάζουσας ζωής της υπαίθρου και της πολυλειτουργικής γεωργίας και θα μπορούσε να ανοίξει νέα αγορά για τα καινοτόμα γεωργικά προϊόντα των σημερινών και των μελλοντικών κρατών μελών.

(16)  Με ψήφισμά του, της 8ης Ιουνίου 1998(10), το Συμβούλιο ενέκρινε τη στρατηγική και το σχέδιο δράσης της Επιτροπής για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας(11) και ζήτησε να ληφθούν ειδικά μέτρα στον τομέα των βιοκαυσίμων.

(17)  Με την Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής "Προς μια ευρωπαϊκή στρατηγική για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού"(12), τίθεται ο στόχος της υποκατάστασης κατά 20 % των συμβατικών καυσίμων με εναλλακτικά καύσιμα στον τομέα των οδικών μεταφορών μέχρι το 2020.

(18)  Τα εναλλακτικά καύσιμα θα είναι σε θέση να διεισδύσουν στην αγορά, μόνον εάν είναι ευρέως διαθέσιμα και ανταγωνιστικά.

(19)  Με το ψήφισμά του, της 18ης Ιουνίου 1998(13), σχετικά με τη στρατηγική και το σχέδιο δράσης της Επιτροπής για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε αύξηση του μεριδίου των βιοκαυσίμων στην αγορά σε 2% κατά τα επόμενα πέντε χρόνια, μέσω δέσμης μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της φορολογικής απαλλαγής, των οικονομικών ενισχύσεων της μεταποιητικής βιομηχανίας και της θέσπισης υποχρεωτικού ποσοστού βιοκαυσίμων για τις εταιρείες πετρελαιοειδών.

(20)  Η βέλτιστη μέθοδος αύξησης του μεριδίου των βιοκαυσίμων στις εθνικές αγορές και την κοινοτική αγορά εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα των πόρων και των πρώτων υλών, από τις εθνικές και κοινοτικές πολιτικές για την προώθηση των βιοκαυσίμων, από τις φορολογικές ρυθμίσεις, και από την δέουσα συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων παραγόντων/μερών.

(21)  Οι εθνικές πολιτικές για την προώθηση της χρήσης των βιοκαυσίμων δεν θα πρέπει να οδηγούν στην απαγόρευση της ελεύθερης διακίνησης των καυσίμων τα οποία πληρούν τις εναρμονισμένες περιβαλλοντικές προδιαγραφές, όπως καθορίζονται στην κοινοτική νομοθεσία.

(22)  Η προώθηση της παραγωγής και χρήσης βιοκαυσίμων θα μπορούσε να συμβάλει στη μείωση της εξάρτησης από τις εισαγωγές ενέργειας και των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Επιπλέον, βιοκαύσιμα σε καθαρή μορφή ή σε μείγμα μπορούν κατ' αρχήν να χρησιμοποιούνται στα υπάρχοντα μηχανοκίνητα οχήματα και με τα υπάρχοντα συστήματα διανομής καυσίμων. Η πρόσμειξη των βιοκαυσίμων με ορυκτά καύσιμα θα διευκόλυνε την ενδεχόμενη μείωση του κόστους στο σύστημα διανομής στην Κοινότητα.

(23)  Δεδομένου ότι ο στόχος της προβλεπομένης δράσης, δηλαδή η θέσπιση γενικών αρχών που να συντελούν στον καθορισμό ελαχίστου ποσοστού για τη διάθεση στο εμπόριο και τη διανομή βιοκαυσίμων, είναι αδύνατον να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύναται συνεπώς, λόγω του εύρους της δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ίδιου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(24)  Πρέπει να προωθηθεί η έρευνα και η τεχνολογική ανάπτυξη στον τομέα της βιωσιμότητας των βιοκαυσίμων.

(25)  Η αύξηση της χρήσης βιοκαυσίμων θα πρέπει να συνοδεύεται από εμπεριστατωμένη ανάλυση των περιβαλλοντικών, οικονομικών και κοινωνικών της συνεπειών, ώστε να εξακριβωθεί η σκοπιμότητα της αύξησης του μεριδίου των βιοκαυσίμων σε σχέση με εκείνο των συμβατικών καυσίμων.

(26)  Πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα ταχείας προσαρμογής του καταλόγου βιοκαυσίμων, του ποσοστού ανανεώσιμης περιεκτικότητας και του χρονοδιαγράμματος εισαγωγής των βιοκαυσίμων στην αγορά καυσίμων για τις μεταφορές, προς την τεχνική πρόοδο και προς τα αποτελέσματα της αξιολόγησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων κατά την πρώτη φάση της εισαγωγής.

(27)  Πρέπει να ληφθούν μέτρα για την ταχεία ανάπτυξη ποιοτικών προτύπων για τα βιοκαύσιμα που πρόκειται να χρησιμοποιούνται στον τομέα της αυτοκίνησης, τόσο σε καθαρή μορφή όσο και σε ανάμειξη με συμβατικά καύσιμα. Παρ'όλον ότι το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα των αποβλήτων αποτελεί δυνητικώς χρήσιμη πηγή για την παραγωγή βιοκαυσίμων, το πρότυπο ποιότητας πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη μόλυνση που ενδεχομένως υπάρχει στα απόβλητα έτσι ώστε να αποφεύγεται η βλάβη στο όχημα ή/και η επιδείνωση των εκπομπών από συγκεκριμένα συστατικά.

(28)  Η ενθάρρυνση της προώθησης των βιοκαυσίμων πρέπει να είναι συμβατή με τους στόχους ασφάλειας εφοδιασμού και τους περιβαλλοντικούς στόχους καθώς και με τους συναφείς στόχους και μέτρα πολιτικής που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη δύνανται να εξετάσουν αποτελεσματικούς από άποψη κόστους τρόπους δημοσιοποίησης των δυνατοτήτων της χρήσης βιοκαυσίμων.

(29)  Τα απαραίτητα μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να εφαρμοστούν βάσει της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή(14),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η παρούσα οδηγία επιδιώκει να προάγει τη χρήση βιοκαυσίμων ή άλλων ανανεώσιμων καυσίμων προς αντικατάσταση του πετρελαίου ντίζελ ή της βενζίνης στις μεταφορές σε κάθε κράτος μέλος, προκειμένου να συμβάλει στην τήρηση των δεσμεύσεων σχετικά με τις κλιματικές μεταβολές, στη φιλική προς το περιβάλλον ασφάλεια του εφοδιασμού και στην προώθηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Άρθρο 2

1.  Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

   α ) "βιοκαύσιμα": υγρό ή αέριο καύσιμο για τις μεταφορές το οποίο παράγεται από βιομάζα,
   β ) "βιομάζα": το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα προϊόντων, αποβλήτων και καταλοίπων από γεωργικές, (συμπεριλαμβανομένων φυτικών και ζωικών ουσιών), δασοκομικές και συναφείς βιομηχανικές δραστηριότητες, καθώς και το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα των βιομηχανικών και αστικών αποβλήτων,
   γ ) "άλλα ανανεώσιμα καύσιμα": ανανεώσιμα καύσιμα, εκτός των βιοκαυσίμων, που προέρχονται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως αυτές ορίζονται στην οδηγία 2001/77/ΕΚ(15), και χρησιμοποιούνται στις μεταφορές,
   δ ) "ενεργειακό περιεχόμενο": η κατώτερη θερμογόνος δύναμη ενός καυσίμου.

2.  Τουλάχιστον τα προϊόντα που απαριθμούνται κατωτέρω θεωρούνται βιοκαύσιμα:

   α ) "βιοαιθανόλη": αιθανόλη η οποία παράγεται από βιομάζα ή/και από το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα αποβλήτων, για χρήση ως βιοκαύσιμο,
   β ) "ντίζελ βιολογικής προέλευσης": μεθυλεστέρας ο οποίος παράγεται από φυτικά ή ζωικά έλαια, ποιότητας ντίζελ, για χρήση ως βιοκαύσιμο,
   γ ) "βιοαέριο": καύσιμο αέριο το οποίο παράγεται από βιομάζα ή/και από το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα αποβλήτων, το οποίο μπορεί να καθαριστεί φτάνοντας ποιότητα φυσικού αερίου, για χρήση ως βιοκαύσιμο, ή ξυλαέριο,
   δ ) "βιομεθανόλη": μεθανόλη η οποία παράγεται από βιομάζα, για χρήση ως βιοκαύσιμο,
   ε ) "βιοδιμεθυλαιθέρας": διμεθυλαιθέρας ο οποίος παράγεται από βιομάζα, για χρήση ως βιοκαύσιμο,
   στ ) "βιο-ΕΤΒΕ (αιθυλοτριτοβουτυλαιθέρας)": ΕΤΒΕ ο οποίος παράγεται από βιοαιθανόλη. Το κατ'οίκον ποσοστό βιο-ΕΤΒΕ το οποίο υπολογίζεται ως βιοκαύσιμο ανέρχεται σε 47%,
   ζ ) "βιο-ΜΤΒΕ (μεθυλοτριτοβουτυλαιθέρας)": καύσιμο το οποίο παράγεται από βιομεθανόλη. Το κατ'οίκον ποσοστό βιο-ΜΤΒΕ που υπολογίζεται ως βιοκαύσιμο ανέρχεται σε 36%,
   η ) "συνθετικά βιοκαύσιμα": συνθετικοί υδρογονάνθρακες ή μείγματα συνθετικών υδρογονανθράκων που έχουν παραχθεί από βιομάζα,
   θ ) "βιοϋδρογόνο": υδρογόνο το οποίο παράγεται από βιομάζα και/ή από βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα αποβλήτων για χρήση ως βιοκαύσιμο,
   ι ) "καθαρά φυτικά έλαια": έλαια από ελαιούχα φυτά, παραγόμενα με συμπίεση, έκθλιψη ή ανάλογες μεθόδους, φυσικά ή εξευγενισμένα αλλά μη χημικώς τροποποιημένα, όταν είναι συμβατά με τον τύπου του οικείου κινητήρα και τις αντίστοιχες προϋποθέσεις όσον αφορά τις εκπομπές.

Άρθρο 3

1.   α) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι στις αγορές τους διατίθεται συγκεκριμένο ποσοστό βιοκαυσίμων και άλλων ανανεώσιμων καυσίμων κατ" ελάχιστον και καθορίζουν, προς τούτο, εθνικούς ενδεικτικούς στόχους.

β  ) (i) Η τιμή αναφοράς για τους στόχους αυτούς είναι 2%, υπολογιζόμενη βάσει του ενεργειακού περιεχομένου, επί του συνόλου της βενζίνης και του πετρελαίου ντίζελ που διατίθεται στις αγορές τους προς χρήση στις μεταφορές έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005.

(ii)  Η τιμή αναφοράς για τους στόχους αυτούς είναι 5,75% υπολογιζόμενη βάσει του ενεργειακού περιεχομένου, επί του συνόλου της βενζίνης και του πετρελαίου ντίζελ, προς χρήση στις μεταφορές, που διατίθενται στις αγορές τους μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2010.

2.  Τα βιοκαύσιμα μπορούν να διατίθενται υπό τις ακόλουθες μορφές:

   α ) ως αμιγή βιοκαύσιμα, ή με υψηλή περιεκτικότητα σε παράγωγα πετρελαιοειδών, σύμφωνα με συγκεκριμένα ποιοτικά πρότυπα που ισχύουν για τις μεταφορές,
   β ) ως βιοκαύσιμα αναμεμιγμένα με παράγωγα πετρελαιοειδών, σύμφωνα με τα συναφή ευρωπαϊκά πρότυπα που δίνουν τις σχετικές με τα καύσιμα μεταφορών τεχνικές προδιαγραφές (ΕΝ 228 και ΕΝ 590),
   γ ) ως υγρά τα οποία προέρχονται από βιοκαύσιμα, όπως ο ETBE (αιθυλοτριτοβουτυλαιθέρας), το ποσοστό βιοκαυσίμου των οποίων καθορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2.

3.  Τα κράτη μέλη παρακολουθούν τις επιπτώσεις της χρήσης βιοκαυσίμων σε ποσοστό άνω του 5% εντός μειγμάτων με πετρέλαιο ντίζελ από μη προσαρμοσμένα οχήματα, και λαμβάνουν μέτρα εφόσον ενδείκνυται ώστε να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση προς την σχετική κοινοτική νομοθεσία για τα πρότυπα εκπομπών.

4.  Στο πλαίσιο των μέτρων που θεσπίζουν, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την συνολική κλιματική και περιβαλλοντική ισορροπία των διαφόρων τύπων βιοκαυσίμων και άλλων ανανεώσιμων καυσίμων και δύνανται να προωθούν κατά προτεραιότητα τα καύσιμα εκείνα που παρουσιάζουν πολύ καλή και αποτελεσματική από άποψη κόστους περιβαλλοντική ισορροπία, ενώ λαμβάνουν παράλληλα υπόψη την ανταγωνιστικότητα και την ασφάλεια του εφοδιασμού.

5.  Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το κοινό ενημερώνεται για την διαθεσιμότητα των βιοκαυσίμων και άλλων ανανεώσιμων καυσίμων. Για ποσοστά βιοκαυσίμων αναμεμιγμένων με παράγωγα πετρελαιοειδών που υπερβαίνουν την οριακή τιμή του 5% σε μεθυλεστέρες λιπαρών οξέων (FAME) ή 5% σε βιοαιθανόλη, θα επιβληθεί ειδική σήμανση στα σημεία πωλήσεων.

Άρθρο 4

1.  Τα κράτη μέλη υποβάλλουν έκθεση στην Επιτροπή, πριν την 1η Ιουλίου κάθε έτους, σχετικά με

   - τα μέτρα που ελήφθησαν για την προώθηση της χρήσης των βιοκαυσίμων και άλλων ανανεώσιμων καυσίμων προς αντικατάσταση του ντίζελ ή του πετρελαίου για μεταφορικές χρήσεις,
   - τους εθνικούς πόρους που διατέθηκαν για την παραγωγή βιομάζας για ενεργειακές χρήσεις εκτός των μεταφορών, και
   - τις συνολικές πωλήσεις καυσίμων για τις μεταφορές και το μερίδιο των βιοκαυσίμων, αμιγών ή αναμεμειγμένων, και των άλλων ανανεώσιμων καυσίμων που διατέθηκαν στην αγορά κατά το προηγούμενο έτος. Κατά περίπτωση, τα κράτη μέλη αναφέρουν τυχόν έκτακτες περιστάσεις που αφορούν την προμήθεια αργού πετρελαίου ή προϊόντων πετρελαίου και έχουν επηρεάσει την εμπορία βιοκαυσίμων και άλλων ανανεώσιμων καυσίμων.

Στην πρώτη τους έκθεση μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη επισημαίνουν το επίπεδο των εθνικών ενδεικτικών τους στόχων για την πρώτη φάση. Στην έκθεση που καλύπτει το έτος 2006, τα κράτη μέλη επισημαίνουν τους εθνικούς ενδεικτικούς τους στόχους για τη δεύτερη φάση.

Στις εκθέσεις αυτές, η διαφοροποίηση των εθνικών στόχων, σε σύγκριση με τις τιμές αναφοράς του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο β), αιτιολογούνται και θα μπορούσαν να βασίζονται στα εξής στοιχεία:

   α ) αντικειμενικούς παράγοντες, όπως οι περιορισμένες εθνικές δυνατότητες για τη παραγωγή βιοκαυσίμων από βιομάζα,
   β ) το ύψος των πόρων που διατίθενται για την παραγωγή βιομάζας για ενεργειακές χρήσεις εκτός των μεταφορών και τα ιδιαίτερα τεχνικά ή κλιματικά χαρακτηριστικά της εθνικής αγοράς καυσίμων για τις μεταφορές,
   γ ) εθνικές πολιτικές σύμφωνες προς τους στόχους της παρούσας οδηγίας, που προβλέπουν τη διάθεση αναλόγων πόρων για την παραγωγή άλλων καυσίμων για μεταφορές, προερχομένων από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και.

2.  Το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, και στη συνέχεια ανά δύο έτη, η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση αξιολόγησης για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και για το Συμβούλιο όσον αφορά την πρόοδο που σημειώθηκε στη χρήση των βιοκαυσίμων και άλλων ανανεώσιμων καυσίμων στα κράτη μέλη.

Η εν λόγω έκθεση καλύπτει τουλάχιστον τις ακόλουθες πτυχές :

   α ) τη σχέση κόστους/απτελεσματικότητας των μέτρων που λαμβάνουν τα κράτη μέλη για την προώθηση της χρήσης των βιοκαυσίμων και άλλων ανανεώσιμων καυσίμων,
   β ) τις οικονομικές πλευρές και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της περαιτέρω αύξησης του μεριδίου των βιοκαυσίμων και άλλων ανανεώσιμων καυσίμων,
   γ ) την προοπτική του κύκλου ζωής των βιοκαυσίμων και άλλων ανανεώσιμων καυσίμων, προκειμένου να υποδειχθούν τυχόν μέτρα για την μελλοντική προώθηση εκείνων των καυσίμων τα οποία είναι φιλικά προς το κλίμα και το περιβάλλον και τα οποία μπορούν να καταστούν ανταγωνιστικά και αποδοτικά σε σχέση με το κόστος,
   δ ) τη βιωσιμότητα των καλλιεργειών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή βιοκαυσίμων, ιδίως τη χρήση γης, το βαθμό εντατικότητας της καλλιέργειας, την εναλλαγή των καλλιεργειών και τη χρήση παρασιτοκτόνων,
   ε ) την αξιολόγηση της χρήσης βιοκαυσίμων και άλλων ανανεώσιμων καυσίμων σε συνάρτηση με τις διαφοροποιημένες επιπτώσεις τους στις κλιματικές μεταβολές, και τις επιπτώσεις τους στη μείωση των εκπομπών CO2,
   στ ) την επισκόπηση περαιτέρω πλέον μακροπρόθεσμων επιλογών όσον αφορά την εφαρμογή μέτρων ενεργειακής αποδοτικότητας στις μεταφορές.

Βάσει της εν λόγω έκθεσης, η Επιτροπή υποβάλει, εφόσον ενδείκνυται, προτάσεις προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την προσαρμογή του συστήματος των στόχων, βάσει των διατάξεων του άρθρου 3, παράγραφος 1. Εάν στην έκθεση συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι ενδεικτικοί στόχοι δεν πρόκειται να επιτευχθούν για λόγους που δεν αιτιολογούνται ή/και που δεν έχουν σχέση με νέα επιστημονικά στοιχεία, οι προτάσεις αυτές θα αφορούν τους εθνικούς στόχους, συμπεριλαμβανομένων ενδεχόμενων υποχρεωτικών στόχων, υπό την δέουσα μορφή.

Άρθρο 5

Ο κατάλογος στο άρθρο 2, παράγραφος 2, μπορεί να προσαρμόζεται στην τεχνική πρόοδο με την διαδικασία του άρθρου 6, παράγραφος 2. Κατά την προσαρμογή του καταλόγου λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις των βιοκαυσίμων στο περιβάλλον.

Άρθρο 6

1.  Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή.

2.  Σε περίπτωση παραπομπής στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένου του άρθρου 8 αυτής.

Η προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο 5, παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται σε τρεις μήνες.

3.  Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

Άρθρο 7

1.  Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2004. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από ανάλογη παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομέρειες της παραπομπής καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.  Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τις διατάξεις εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 8

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 9

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Έγινε στο,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

(1) ΕΕ C 32 E της 11.2.2003, σ. 1.
(2) P5_TA(2002)0361.
(3) ΕΕ C 103 Ε της 30.4.2002, σ. 205.
(4) ΕΕ C 331Ε της 31.12.2002, σ. 291-300.
(5) ΕΕ C 103 Ε της 30.4.2002, σ. 205 και ΕΕ C 331 Ε της 31.12.2002, σ. 291.
(6) ΕΕ C 149 της 21.6.2002, σ. 7.
(7) ΕΕ C 278 της 14.11.2002, σ. 29.
(8) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 4ης Ιουλίου 2002 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα), κοινή θέση του Συμβουλίου της 18ης Νοεμβρίου 2002 (ΕΕ C 32 Ε της 11.2.2003, σ. 1) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Μαρτίου 2003 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα).
(9) CΟΜ (2001) 370.
(10) ΕΕ C 198 της 24.6.1998, σ. 1.
(11) COM(1997) 599.
(12) CΟΜ (2000) 769.
(13) ΕΕ C 210 της 6.7.1998, σ. 215.
(14) ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.
(15) Οδηγία 2001/77/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, για την προαγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ L 283 της 27/10/2001, σ. 33).


Εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών ***II
PDF 527kWORD 180k
Ψήφισμα
Ενοποιημένο κείμενο
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την κοινή θέση που καθόρισε το Συμβούλιο για την έκδοση της οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (11212/4/2002 - C5-0534/2002 - 2000/0260(COD))
P5_TA(2003)0086A5-0042/2003

(Διαδικασία συναπόφασης: δεύτερη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

-   έχοντας υπόψη την κοινή θέση του Συμβουλίου (11212/4/2002 – C5-0534/2002)(1),

-   έχοντας υπόψη τη γνωμοδότησή του σε πρώτη ανάγνωση(2) σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2000) 507)(3) ,

-   έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΚ,

-   έχοντας υπόψη το άρθρο 80 του Κανονισμού του,

-   έχοντας υπόψη το σχέδιο έκθεσης της Επιτροπής και του Συμβουλίου σχετικά με το μέλλον των συνταξιοδοτικών συστημάτων και τον εκσυγχρονισμό των λογιστικών μεθόδων που υπέβαλε στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου η Επίτροπος κ. Διαμαντοπούλου στις 17 Δεκεμβρίου 2002,

-   έχοντας υπόψη τη σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της Οικονομικής και Νομισματικής Επιτροπής (A5-0042/2003),

1.   τροποποιεί ως ακολούθως την κοινή θέση·

2.   αναθέτει στoν Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

Θέση του Ευρωπαΐκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 12 Μαρτίου 2003 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2003/·/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών

P5_TC2-COD(2000)0260


ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 47, παράγραφος 2, το άρθρο 55 και το άρθρο 95, παράγραφος 1,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής(4),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(5),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης(6),

Εκτιμώντας ότι:

(1)  Η επίτευξη γνήσιας ενιαίας αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών είναι ουσιώδης για την οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης στην Κοινότητα.

(2)  Έχουν γίνει ήδη σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση της εσωτερικής αγοράς, γεγονός που επιτρέπει στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να ασκούν δραστηριότητες σε άλλα κράτη μέλη και εξασφαλίζει υψηλό επίπεδο προστασίας στους καταναλωτές χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

(3)  Η ανακοίνωση της Επιτροπής, της 11ης Μαΐου 1999, με τίτλο "Εφαρμογή του πλαισίου για τις χρηματοπιστωτικές αγορές: πρόγραμμα δράσης" περιγράφει σειρά μέτρων που είναι αναγκαία για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, το δε Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατά τη σύνοδό του στη Λισσαβώνα, στις 23 και 24 Μαρτίου 2000, ζήτησε να εφαρμοστεί αυτό το πρόγραμμα δράσης μέχρι το 2005.

(4)  Στο Πρόγραμμα δράσης για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες τονίζεται ότι η κατάρτιση οδηγίας για την εποπτεία των ιδρυμάτων επαγγελματικής συνταξιοδότησης συνιστά επείγουσα προτεραιότητα, δεδομένου ότι τα ιδρύματα αυτά είναι μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα οποία, αν και έχουν να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στην ολοκλήρωση, αποτελεσματικότητα και ρευστότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, δεν καλύπτονται από κανένα συνεκτικό κοινοτικό νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο θα τους παρείχε τη δυνατότητα να επωφελούνται πλήρως των πλεονεκτημάτων της εσωτερικής αγοράς.

(5)  Καθόσον τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης υφίστανται συνεχώς πιέσεις, ο συμπληρωματικός ρόλος των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών καθίσταται διαρκώς σημαντικότερος. Για τον λόγο αυτόν, οι επαγγελματικές συνταξιοδοτικές παροχές θα πρέπει να αναπτυχθούν, χωρίς ωστόσο να τίθεται υπό αμφισβήτηση η σημασία των δημοσίων συνταξιοδοτικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, όσον αφορά την ασφάλεια, τη βιωσιμότητα και την αποτελεσματικότητα της κοινωνικής προστασίας, η οποία θα πρέπει να διασφαλίζει αποδεκτό βιοτικό επίπεδο κατά το γήρας και να αποτελεί το επίκεντρο του στόχου της ενίσχυσης του ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου.

(6)  Η παρούσα οδηγία αποτελεί το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της εσωτερικής αγοράς επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, οργανωμένης σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Με τη θέσπιση του "κανόνα της συνετής διαχείρισης" ως βασικής αρχής για τις επενδύσεις κεφαλαίου, καθώς και με τη διευκόλυνση της διασυνοριακής δραστηριότητας των ιδρυμάτων, ενθαρρύνεται ο αναπροσανατολισμός της αποταμίευσης προς τον τομέα των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, και προάγεται κατ' αυτόν τον τρόπο η οικονομική και κοινωνική πρόοδος.

(7)  Οι κανόνες εποπτείας που θεσπίζονται με την παρούσα οδηγία αποσκοπούν τόσο να διασφαλίσουν υψηλό επίπεδο ασφάλειας για τους μελλοντικούς συνταξιούχους, μέσω της επιβολής αυστηρών προτύπων εποπτείας, όσο και να καταστήσουν εφικτή την αποτελεσματική διαχείριση των συστημάτων επαγγελματικής συνταξιοδότησης.

(8)  Ιδρύματα που διακρίνονται απολύτως από οιαδήποτε χρηματοδοτούσα επιχείρηση, τα οποία ασκούν δραστηριότητες βάσει της αρχής της κεφαλαιοποίησης, με μοναδικό στόχο την προσφορά συνταξιοδοτικών παροχών, θα πρέπει να είναι ελεύθερα να παρέχουν υπηρεσίες και να προβαίνουν σε επενδύσεις, τηρουμένων απλώς συντονισμένων κανόνων εποπτείας, ανεξάρτητα από το αν τα ιδρύματα αυτά έχουν νομική υπόσταση.

(9)  Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να παραμένουν πλήρως υπεύθυνα για την οργάνωση των ιδίων συστημάτων συνταξιοδότησης καθώς και για τη λήψη απόφασης σχετικά με το ρόλο εκάστου των τριών "πυλώνων" του συνταξιοδοτικού συστήματος στα επί μέρους κράτη μέλη. Στα πλαίσια του δεύτερου πυλώνα, θα πρέπει επίσης να παραμένουν πλήρως υπεύθυνα για το ρόλο και τις λειτουργίες των διαφόρων ιδρυμάτων που προσφέρουν επαγγελματικές συνταξιοδοτικές παροχές, όπως τα ταμεία συντάξεων ολόκληρου του οικονομικού κλάδου, τα ταμεία συντάξεων των επιχειρήσεων και οι επιχειρήσεις ασφάλειας ζωής. Η παρούσα οδηγία δεν αποσκοπεί στην αμφισβήτηση της εν λόγω αρχής.

(10)  Οι εθνικοί κανόνες σχετικά με τη συμμετοχή των ελεύθερων επαγγελματιών σε ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών διαφέρουν. Σε ορισμένα κράτη μέλη, τα ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών μπορούν να λειτουργούν βάσει συμφωνιών με επαγγελματικές ενώσεις ή ομάδες, των οποίων τα μέλη ενεργούν ως ελεύθεροι επαγγελματίες, ή απευθείας με ελεύθερους επαγγελματίες και μισθωτούς. Σε ορισμένα κράτη μέλη, οι ελεύθεροι επαγγελματίες μπορούν επίσης να γίνουν μέλη ιδρύματος, εφόσον ενεργούν ως εργοδότες ή παρέχουν τις επαγγελματικές τους υπηρεσίες σε μια επιχείρηση. Σε ορισμένα κράτη μέλη, οι ελεύθεροι επαγγελματίες δεν μπορούν να ενταχθούν σε ίδρυμα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών εάν δεν πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις, συμπεριλαμβανομένων των επιβαλλόμενων από το κοινωνικό και εργατικό δίκαιο.

(11)  Θα πρέπει να αποκλειστούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας τα ιδρύματα που διαχειρίζονται συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, τα οποία έχουν ήδη συντονισθεί σε κοινοτικό επίπεδο. Θα πρέπει πάντως να ληφθεί υπόψη η ιδιαιτερότητα των ιδρυμάτων τα οποία διαχειρίζονται, στο ίδιο κράτος μέλος, τόσο συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, όσο και επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα.

(12)  Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που καλύπτονται ήδη από κοινοτικό νομοθετικό πλαίσιο θα πρέπει γενικά να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Δεδομένου όμως ότι τα ιδρύματα αυτά μπορούν επίσης να παρέχουν σε ορισμένες περιπτώσεις υπηρεσίες επαγγελματικής συνταξιοδότησης, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι η παρούσα οδηγία δεν θα δημιουργεί στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Τέτοιες στρεβλώσεις μπορούν να αποφευχθούν με την εφαρμογή των απαιτήσεων εποπτείας της παρούσας οδηγίας στις υπηρεσίες επαγγελματικής συνταξιοδότησης που παρέχουν οι επιχειρήσεις ασφάλειας ζωής. Η Επιτροπή ελέγχει επίσης προσεκτικά την κατάσταση στις αγορές επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών και αξιολογεί τη δυνατότητα επέκτασης της προαιρετικής εφαρμογής της παρούσας οδηγίας σε άλλα ρυθμιζόμενα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

(13)  Όταν αποσκοπούν στην οικονομική ασφάλεια ματά τη συνταξιοδότηση, οι παροχές των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών θα πρέπει να εξασφαλίζουν γενικώς τη χορήγηση ισόβιας σύνταξης. Θα πρέπει επίσης να είναι δυνατή η χορήγηση προσωρινής σύνταξης ή η καταβολή εφάπαξ ποσού.

(14)  Είναι σημαντικό να διασφαλίζεται ότι οι ηλικιωμένοι και τα άτομα με ειδικές ανάγκες δεν θα αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της φτώχειας αλλά θα μπορούν να απολαύουν αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης. Η δέουσα κάλυψη των βιομετρικών κινδύνων στο πλαίσιο των συνταξιοδοτικών ρυθμίσεων αποτελεί σημαντική πτυχή της καταπολέμησης της φτώχειας και της ανασφάλειας μεταξύ των ηλικιωμένων. Κατά τον καθορισμό συνταξιοδοτικού πλαισίου, οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι, ή οι αντίστοιχοι εκπρόσωποί τους, θα πρέπει να εξετάζουν τη δυνατότητα να περιλαμβάνεται σε αυτό η κάλυψη του κινδύνου μακροζωίας και των κινδύνων της ανικανότητας απασχόλησης, καθώς και πρόβλεψη για επιζώντα προστατευόμενα άτομα.

(15)  Η παροχή στα κράτη μέλη της δυνατότητας να εξαιρέσουν από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας στο εθνικό τους δίκαιο τα ιδρύματα που διαχειρίζονται συστήματα στα οποία μετέχουν συνολικώς λιγότερα από 100 μέλη, μπορεί να διευκολύνει την εποπτεία σε ορισμένα κράτη μέλη, χωρίς να επηρεάσει την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στον εν λόγω τομέα. Αυτό, ωστόσο, δεν θα πρέπει να περιορίζει το δικαίωμα των ιδρυμάτων να ορίζουν, για τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου επενδύσεών τους και τη φύλαξη των στοιχείων του ενεργητικού τους, διαχειριστές επενδύσεων και θεματοφύλακες εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος, που έχουν λάβει την απαιτούμενη έγκριση.

(16)  Ιδρύματα όπως τα "Unterstützungskassen" στη Γερμανία, τα μέλη των οποίων δεν έχουν νόμιμα δικαιώματα σε συγκεκριμένο ποσό και τα συμφέροντά τους προστατεύονται από υποχρεωτική εκ του νόμου ασφάλιση κατά της αφερεγγυότητας, θα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

(17)  Προκειμένου να προστατευθούν τα μέλη και οι δικαιούχοι, τα ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών θα πρέπει να περιορίσουν τις δραστηριότητές τους στις δραστηριότητες που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία και στις πράξεις που απορρέουν από αυτές.

(18)  Σε περίπτωση πτώχευσης χρηματοδοτούσας επιχείρησης, το μέλος κινδυνεύει να στερηθεί τόσο την εργασία του όσο και τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που έχει συγκεντρώσει. Προέχει, συνεπώς, να ληφθεί μέριμνα ώστε να υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ αυτής της επιχείρησης και του ιδρύματος καθώς και να προβλέπονται ελάχιστοι εποπτικοί κανόνες για την προστασία των μελών.

(19)  Τα ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών λειτουργούν και εποπτεύονται με τρόπους που διαφέρουν αισθητά από ένα κράτος μέλος σε άλλο. Σε ορισμένα κράτη μέλη η εποπτεία μπορεί να αφορά όχι μόνον το ίδιο το ίδρυμα, αλλά και τους φορείς ή τις εταιρίες που είναι εξουσιοδοτημένες να το διαχειρίζονται. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνουν υπόψη αυτή την ιδιαιτερότητα στο μέτρο που πληρούνται πραγματικά όλες οι απαιτήσεις που ορίζει η παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν επίσης να επιτρέπουν σε ασφαλιστικούς και άλλους χρηματοπιστωτικούς φορείς να διαχειρίζονται ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών.

(20)  Δεδομένου ότι τα ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών παρέχουν χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και αναλαμβάνουν μεγάλη ευθύνη όσον αφορά τη χορήγηση επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, θα πρέπει να ανταποκρίνονται σε ορισμένα ελάχιστα εποπτικά πρότυπα όσον αφορά τις δραστηριότητες και τους όρους λειτουργίας τους.

(21)  Ο τεράστιος αριθμός ιδρυμάτων σε ορισμένα κράτη μέλη επιβάλλει να εξευρεθεί εφαρμόσιμη λύση σχετικά με την εκ των προτέρων έγκριση των ιδρυμάτων. Εάν, πάντως, ένα ίδρυμα επιθυμεί τη διαχείριση συστήματος σε άλλο κράτος μέλος, θα πρέπει να απαιτείται να λάβει προηγουμένως την έγκριση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους προελεύσεως.

(22)  Κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να απαιτεί από όλα τα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στο έδαφός του να συντάσσουν ετήσιους λογαριασμούς και ετήσιες εκθέσεις, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα συνταξιοδοτικά συστήματα που διαχειρίζονται τα ιδρύματα και, ει δυνατόν, τους ετήσιους λογαριασμούς και τις ετήσιες εκθέσεις για κάθε συνταξιοδοτικό σύστημα. Οι ετήσιοι λογαριασμοί και η ετήσια έκθεση που απεικονίζουν πιστά τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού του ιδρύματος και την χρηματοοικονομική του κατάσταση, λαμβάνοντας υπόψη κάθε συνταξιοδοτικό σύστημα το οποίο διαχειρίζεται το ίδρυμα, και εγκρίνονται δεόντως από άτομο με σχετική άδεια, αποτελούν ουσιώδη πηγή πληροφόρησης για τα μέλη και τους δικαιούχους του προγράμματος και τις αρμόδιες αρχές. Επιτρέπουν, ιδίως, στις αρμόδιες αρχές να ελέγχουν την οικονομική ευρωστία των ιδρυμάτων και να εκτιμούν κατά πόσον είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις συμβατικές τους υποχρεώσεις.

(23)  Η κατάλληλη πληροφόρηση των μελών και των δικαιούχων του συνταξιοδοτικού συστήματος είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τις αιτήσεις πληροφόρησης σχετικά με την οικονομική ευρωστία του ιδρύματος, τους συμβατικούς κανόνες, τις παροχές και την πραγματική χρηματοδότηση των σωρευμένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων καθώς και την επενδυτική πολιτική και τη διαχείριση των κινδύνων και του κόστους.

(24)  Η επενδυτική πολιτική ενός ιδρύματος συνιστά αποφασιστικό παράγοντα, τόσο για την ασφάλεια, όσο και για τη δυνατότητα κάλυψης των επαγγελματικών συντάξεων. Είναι, συνεπώς, απαραίτητο τα ιδρύματα να καταρτίζουν και, τουλάχιστον ανά τριετία, να αναθεωρούν τις κατευθύνσεις τους όσον αφορά την επενδυτική πολιτική. Η επενδυτική πολιτική πρέπει να γνωστοποιείται στις αρμόδιες αρχές και, εφόσον το ζητήσουν, στα μέλη και τους δικαιούχους κάθε συνταξιοδοτικού συστήματος.

(25)  Προκειμένου να εκπληρώσουν την εκ του νόμου αποστολή τους, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τα κατάλληλα δικαιώματα πληροφόρησης και εξουσίες παρέμβασης έναντι των ιδρυμάτων και των ατόμων που ασκούν πραγματικά τη διαχείρισή τους. Όταν το ίδρυμα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών έχει αναθέσει ορισμένες σημαντικές δραστηριότητες σε άλλες επιχειρήσεις (outsourcing), όπως τη διαχείριση των επενδύσεων, τις τεχνολογίες των πληροφοριών ή τη λογιστική, θα πρέπει να είναι δυνατόν τα εν λόγω δικαιώματα πληροφόρησης και οι εν λόγω εξουσίες παρέμβασης να επεκτείνονται στις προαναφερόμενες (outsourced) δραστηριότητες, προκειμένου να ελέγχεται κατά πόσον οι τελευταίες ασκούνται σύμφωνα με τους κανόνες εποπτείας.

(26)  Ο συνετός υπολογισμός των τεχνικών αποθεματικών είναι βασική προϋπόθεση για να εξασφαλίζεται η εκπλήρωση των υποχρεώσεων πληρωμής των συντάξεων. Είναι, συνεπώς, απαραίτητο τα τεχνικά αποθεματικά να υπολογίζονται βάσει αναγνωρισμένων αναλογιστικών μεθόδων και να πιστοποιούνται από ειδικευμένα προς τούτο άτομα. Τα μέγιστα επιτόκια πρέπει να επιλέγονται με σύνεση, σύμφωνα με τους σχετικούς εθνικούς κανόνες. Το ελάχιστο ποσό των τεχνικών αποθεματικών θα πρέπει να επαρκεί, αφενός, ώστε να συνεχίσουν να καταβάλλονται οι οφειλόμενες προς τους δικαιούχους παροχές, και, αφετέρου, να αντικατοπτρίζει τις δεσμεύσεις που απορρέουν από τα σωρευμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των μελών.

(27)  Οι κίνδυνοι που καλύπτονται από τα ιδρύματα διαφέρουν αισθητά από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Τα κράτη μέλη προελεύσεως θα πρέπει, κατά συνέπεια, να έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν στον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών πρόσθετους και αναλυτικότερους κανόνες από αυτούς που ορίζονται στην παρούσα οδηγία.

(28)  Η κατοχή κατάλληλων και επαρκών στοιχείων ενεργητικού για την κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών προστατεύει τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων του συνταξιοδοτικού συστήματος στην περίπτωση που η χρηματοδοτούσα επιχείρηση καταστεί αφερέγγυα. Σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας ιδιαίτερα, η αμοιβαία αναγνώριση των αρχών εποπτείας που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη προϋποθέτει ότι τα τεχνικά αποθεματικά θα καλύπτονται πλήρως ανά πάσα στιγμή.

(29)  Εάν το ίδρυμα δεν λειτουργεί σε διασυνοριακή βάση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επιτρέπουν τη μερική χρηματοδότηση, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν καταρτίσει κατάλληλο σχέδιο για την αποκατάσταση της πλήρους χρηματοδότησης και υπό την επιφύλαξη των απαιτήσεων της οδηγίας 80/987/EOK του Συμβουλίου της 20ής Οκτωβρίου 1980 περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη(7).

(30)  Σε πολλές περιπτώσεις, η χρηματοδοτούσα επιχείρηση και όχι το ίδιο το ίδρυμα θα μπορούσε είτε να καλύπτει τους βιομετρικούς κινδύνους είτε να εγγυάται ορισμένες παροχές ή επενδυτικές αποδόσεις. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, το ίδιο το ίδρυμα παρέχει την εν λόγω κάλυψη ή τις εν λόγω εγγυήσεις και οι χρηματοδοτούσες επιχειρήσεις περιορίζονται γενικά στην υποχρέωση καταβολής των αναγκαίων εισφορών. Υπό αυτές τις συνθήκες, τα προσφερόμενα προϊόντα εξομοιούνται προς αυτά των επιχειρήσεων ασφάλειας ζωής και τα σχετικά ιδρύματα θα πρέπει να κατέχουν τουλάχιστον τους ίδιους συμπληρωματικούς ιδίους πόρους όπως οι επιχειρήσεις για τις ασφάλειες ζωής.

(31)  Τα ιδρύματα είναι εξαιρετικά μακροπρόθεσμοι επενδυτές. Η εξαγορά των στοιχείων του ενεργητικού που έχουν στην κατοχή τους μπορεί γενικά να έχει ως σκοπό μόνο την προσφορά συνταξιοδοτικών παροχών. Εξάλλου, για να προστατευθούν επαρκώς τα δικαιώματα των μελών και των δικαιούχων, τα ιδρύματα θα πρέπει να είναι σε θέση να επιλέξουν κατανομή των στοιχείων του ενεργητικού τους ανάλογη με τη συγκεκριμένη φύση και διάρκεια των στοιχείων του παθητικού. Τούτο προϋποθέτει αποτελεσματική εποπτεία και προσέγγιση των επενδυτικών κανόνων, προκειμένου τα ιδρύματα να διαθέτουν επαρκές περιθώριο ελιγμών για να αποφασίζουν ως προς την ασφαλέστερη και αποτελεσματικότερη επενδυτική πολιτική και να υποχρεούνται να κινούνται συνετά. Συνεπώς, η τήρηση του κανόνα της συνετής διαχείρισης επιβάλλει επενδυτική πολιτική ανταποκρινόμενη στη δομή της συμμετοχής στην ασφάλιση των ασφαλισμένων του εκάστοτε ιδρύματος επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών.

(32)  Οι εποπτικές μέθοδοι και πρακτικές διαφέρουν μεταξύ κρατών μελών. Για το λόγο αυτό, ενδείκνυται να δοθεί στα κράτη μέλη κάποια διακριτική ευχέρεια σχετικά με τους συγκεκριμένους επενδυτικούς κανόνες που επιθυμούν να επιβάλλουν στα εγκατεστημένα στην επικράτειά τους ιδρύματα. Ωστόσο, οι κανόνες αυτοί δεν πρέπει να παρεμποδίζουν την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι εποπτείας.

(33)  Ως εξαιρετικά μακροπρόθεσμοι επενδυτές με χαμηλό κίνδυνο ρευστότητας, τα ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών είναι σε θέση να επενδύουν σε μη ρευστά στοιχεία ενεργητικού, όπως οι μετοχές, καθώς και στις αγορές επιχειρηματικών κεφαλαίων εντός συνετών ορίων. Μπορούν, επίσης, να επωφελούνται των δυνατοτήτων διαφοροποίησης σε διεθνές επίπεδο. Για το λόγο αυτό, οι επενδύσεις σε μετοχές, αγορές επιχειρηματικών κεφαλαίων και νομίσματα διαφορετικά από αυτά των στοιχείων του παθητικού τους δεν θα πρέπει να περιορίζονται, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι εποπτείας.

(34)  Εντούτοις, εάν το ίδρυμα λειτουργεί σε διασυνοριακή βάση, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να του ζητήσουν να εφαρμόσει όρια για τις επενδύσεις σε μετοχές και παρεμφερή περιουσιακά στοιχεία που δεν γίνονται δεκτά προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, σε μετοχές και άλλους τίτλους εκδιδόμενους από την ίδια επιχείρηση ή σε στοιχεία ενεργητικού που εκφράζονται σε νομίσματα διαφορετικά από τα νομίσματα του παθητικού, υπό τον όρο ότι οι κανόνες αυτοί ισχύουν επίσης για ιδρύματα εγκατεστημένα στο κράτος μέλος υποδοχής.

(35)  Οι περιορισμοί ως προς την ελεύθερη επιλογή εγκεκριμένων διαχειριστών στοιχείων ενεργητικού και θεματοφυλάκων εκ μέρους ιδρυμάτων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών περιορίζουν τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά και θα πρέπει, συνεπώς, να καταργηθούν.

(36)  Με την επιφύλαξη της εθνικής κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας σχετικά με την οργάνωση των συνταξιοδοτικών συστημάτων, συμπεριλαμβανομένης της υποχρεωτικής ασφάλισης και των συνεπειών των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, τα ιδρύματα θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε άλλα κράτη μέλη. Θα πρέπει να τους επιτρέπεται να δέχονται χρηματοδότηση από χρηματοδοτούσες επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη και να διαχειρίζονται συστήματα συνταξιοδότησης με μέλη σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει τα εν λόγω ιδρύματα σε σημαντικές οικονομίες κλίμακας, στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του κλάδου στην Κοινότητα και στη διευκόλυνση της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού. Τούτο προϋποθέτει την αμοιβαία αναγνώριση των εποπτικών προτύπων. Την εποπτεία για την ορθή επιβολή αυτών των εποπτικών προτύπων θα πρέπει να αναλαμβάνει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προελεύσεως, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά.

(37)  Το δικαίωμα ενός ιδρύματος κράτους μέλους να διαχειρίζεται σύστημα επαγγελματικής συνταξιοδότησης που έχει θεσπιστεί σε άλλο κράτος μέλος θα πρέπει να ασκείται τηρουμένων στο ακέραιο των διατάξεων της ισχύουσας κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας του κράτους μέλους υποδοχής, εφόσον σχετίζεται με συνταξιοδοτικά συστήματα, για παράδειγμα με τον καθορισμό και την καταβολή συνταξιοδοτικών παροχών και με τους όρους για τη δυνατότητα μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.

(38)  Εφόσον ίδρυμα ασκεί χωριστή διαχείριση (ring-fenced), οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται μεμονωμένα έναντι του ιδρύματος αυτού.

(39)  Απαιτείται να προβλεφθεί συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών για λόγους επιτήρησης και μεταξύ των αρχών αυτών και της Επιτροπής για άλλους σκοπούς.

(40)  Προκειμένου να αντεπεξέλθουν στα καθήκοντά τους και να συμβάλλουν στην ουσιαστική και έγκαιρη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ανταλλάσσουν τις αναγκαίες πληροφορίες για την εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας. Η Επιτροπή έχει διατυπώσει την πρόθεσή της να συγκροτήσει επιτροπή επιβλεπόντων, προκειμένου να ενθαρρύνει τη συνεργασία, το συντονισμό και την ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των αρμοδίων εθνικών αρχών και να προωθήσει τη συνεπή εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

(41)  Δεδομένου ότι οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης, δηλαδή η θέσπιση κοινοτικού νομοθετικού πλαισίου που να καλύπτει τα ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται συνεπώς, λόγω των διαστάσεων και των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων αυτών,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες για την ανάληψη και άσκηση δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.  Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών. Αν, βάσει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, τα ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών δεν διαθέτουν νομική προσωπικότητα, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την οδηγία είτε στα ιδρύματα αυτά, είτε, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, στους εξουσιοδοτημένους φορείς που τα διαχειρίζονται και ενεργούν για λογαριασμό τους.

2.  Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται:

   α ) σε ιδρύματα που διαχειρίζονται συστήματα κοινωνικής ασφάλισης τα οποία εμπίπτουν στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71(8) και τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 574/72(9),
   β ) σε ιδρύματα που εμπίπτουν στις οδηγίες 73/239/ΕΟΚ(10), 85/611/ΕΟΚ(11), 93/22/ΕΟΚ(12), 2000/12/ΕΚ(13) και 2002/83/ΕΚ(14),
   γ ) σε ιδρύματα που λειτουργούν σε διανεμητική βάση,
   δ ) σε ιδρύματα όπου οι υπάλληλοι των χρηματοδοτουσών επιχειρήσεων δεν έχουν εκ του νόμου δικαιώματα στα οφέλη και όπου η χρηματοδοτούσα επιχείρηση μπορεί να αποδεσμεύσει σε οιαδήποτε στιγμή τα στοιχεία του ενεργητικού και να μην ανταποκριθεί κατ" ανάγκη στις υποχρεώσεις της προς καταβολή των συνταξιοδοτικών οφελών,
   ε ) στις επιχειρήσεις οι οποίες, για την καταβολή των συντάξεων στους υπαλλήλους τους, προσφεύγουν στη σύσταση αποθεματικών στον ισολογισμό.

Άρθρο 3

Εφαρμογή σε ιδρύματα που διαχειρίζονται συστήματα κοινωνικής ασφάλισης

Ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών που διαχειρίζονται επίσης συστήματα υποχρεωτικής συνταξιοδότησης συνδεόμενα με την εργασία, τα οποία θεωρούνται ως συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που εμπίπτουν στους κανονισμούς (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και (ΕΟΚ) αριθ. 574/72, διέπονται από την παρούσα οδηγία όσον αφορά τις μη υποχρεωτικές δραστηριότητές τους στον τομέα της επαγγελματικής συνταξιοδότησης. Στην περίπτωση αυτή, η διαχείριση όλων των υποχρεώσεων και των αντίστοιχων στοιχείων του ενεργητικού θα γίνεται χωριστά και δεν θα είναι δυνατή η μεταφορά στα συστήματα υποχρεωτικής συνταξιοδότησης τα οποία θεωρούνται ως συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, ή αντιστρόφως.

Άρθρο 4

Προαιρετική εφαρμογή σε ιδρύματα που διέπονται από την οδηγία 2002/83/ΕΚ

Τα κράτη μέλη προελεύσεως μπορούν να επιλέξουν να εφαρμόζουν τις διατάξεις των άρθρων 9 έως 16 και 18 έως 20 της παρούσας οδηγίας στις δραστηριότητες παροχής επαγγελματικών συντάξεων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που διέπονται από την οδηγία 2002/83/ΕΚ. Στην περίπτωση αυτή, ο διαχωρισμός, η διαχείριση και η οργάνωση όλων των στοιχείων του ενεργητικού και των υποχρεώσεων που αντιστοιχούν στις ανωτέρω δραστηριότητες πραγματοποιούνται χωριστά από τις υπόλοιπες δραστηριότητες των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, χωρίς δυνατότητα μεταφοράς.

Στην περίπτωση αυτή, και μόνο όσον αφορά τις δραστηριότητες στον τομέα των επαγγελματικών συντάξεων, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν υπάγονται στα άρθρα 20 έως 26, 31 και 36 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ.

Το κράτος μέλος προελεύσεως διασφαλίζει ότι, είτε οι αρμόδιες αρχές, είτε οι υπεύθυνες για την εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων αρχές που καλύπτονται από την οδηγία 2002/83/ΕΚ εξετάζουν, στο πλαίσιο του εποπτικού τους έργου, τον αυστηρό διαχωρισμό των δραστηριοτήτων των σχετικών με την παροχή επαγγελματικών συντάξεων.

Άρθρο 5

Μικρά συνταξιοδοτικά ιδρύματα και συστήματα εκ του νόμου

Με εξαίρεση το άρθρο 19, τα κράτη μέλη μπορούν να μην εφαρμόσουν την παρούσα οδηγία, εν όλω ή εν μέρει, σε οποιοδήποτε ίδρυμα εγκατεστημένο στις επικράτειές τους, το οποίο διαχειρίζεται συνταξιοδοτικά συστήματα που έχουν συνολικά λιγότερα από 100 μέλη. Με την επιφύλαξη του άρθρου 2, παράγραφος 2, τα ιδρύματα αυτά θα πρέπει, ωστόσο, να έχουν το δικαίωμα να εφαρμόζουν την παρούσα οδηγία σε εθελοντική βάση. Το άρθρο 20 μπορεί να εφαρμόζεται μόνο εάν ισχύουν όλες οι άλλες διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

Τα κράτη μέλη μπορούν να μην εφαρμόσουν τα άρθρα 9 έως 17 στα ιδρύματα στα οποία η παροχή επαγγελματικών συνταξιοδοτήσεων έχει θεσπιστεί εκ του νόμου, και τυγχάνει της εγγυήσεως δημόσιας αρχής. Το άρθρο 20 μπορεί να εφαρμόζεται μόνον εάν ισχύουν όλες οι άλλες διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 6

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

  α ) "ίδρυμα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών", ή "ίδρυμα": το ίδρυμα το οποίο λειτουργεί, ανεξαρτήτως της νομικής του μορφής, σε κεφαλαιοποιητική βάση και ιδρύεται, ξεχωριστά από οποιαδήποτε χρηματοδοτούσα επιχείρηση ή επαγγελματική ένωση, με στόχο να χορηγεί συνταξιοδοτικές παροχές στο πλαίσιο επαγγελματικής δραστηριότητας, με βάση συμφωνία ή σύμβαση, η οποία έχει συναφθεί:

και το οποίο αναπτύσσει δραστηριότητες που συνδέονται άμεσα με τον ανωτέρω στόχο,
   - μεμονωμένα ή συλλογικά μεταξύ εργοδότη(-ών) και εργαζομένου(-ων) ή των αντίστοιχων εκπροσώπων τους, ή
   - με ελεύθερους επαγγελματίες, κατά τη νομοθεσία του κράτους μέλους προελεύσεως και του κράτους μέλους υποδοχής
   β ) "συνταξιοδοτικό σύστημα": η σύμβαση, η συμφωνία, το έγγραφο καταπιστεύματος (trust deed) και οι κανόνες διά των οποίων καθορίζεται ποιες συνταξιοδοτικές παροχές χορηγούνται και υπό ποίους όρους,
   γ ) "χρηματοδοτούσα επιχείρηση": οποιαδήποτε επιχείρηση, ή άλλος φορέας, ανεξαρτήτως του εάν περιλαμβάνει ή απαρτίζεται από ένα ή περισσότερα νομικά ή φυσικά πρόσωπα ενεργούντα υπό την ιδιότητα εργοδότη ή ελευθέρου επαγγελματία ή οποιουδήποτε συνδυασμού αυτών, και που καταβάλλει εισφορές σε ίδρυμα για παροχή επαγγελματικής συνταξιοδότησης,
   δ ) "συνταξιοδοτικές παροχές": οι παροχές που καταβάλλονται με γνώμονα ή αναμένοντας τη συνταξιοδότηση ή, εφόσον είναι συμπληρωματικές των εν λόγω συνταξιοδοτικών παροχών και παρέχονται επικουρικά, υπό μορφήν πληρωμών σε περίπτωση θανάτου, αναπηρίας, ή παύσης της απασχόλησης, ή υπό μορφήν καταβολής ενισχύσεων ή παροχής υπηρεσιών σε περίπτωση ασθενείας, απορίας ή θανάτου. Προκειμένου να διευκολυνθεί η οικονομική ασφάλεια μετά τη συνταξιοδότηση, οι παροχές αυτές λαμβάνουν συνήθως τη μορφή πληρωμών εφ' όρου ζωής. Είναι ωστόσο δυνατόν να καταβληθούν πληρωμές για προσωρινό χρονικό διάστημα ή ως εφάπαξ ποσόν,
   ε ) "μέλη": τα άτομα των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες δημιουργούν ή πρόκειται να δημιουργήσουν δικαίωμα σε συνταξιοδοτικές παροχές σύμφωνα με τις προβλέψεις συνταξιοδοτικού συστήματος,
   στ ) "δικαιούχοι": τα άτομα τα οποία εισπράττουν συνταξιοδοτικές παροχές,
   ζ ) "αρμόδιες αρχές": οι εθνικές αρχές που έχουν ορισθεί να ασκούν τα καθήκοντα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία,
   η ) "βιομετρικοί κίνδυνοι": οι κίνδυνοι που συνδέονται με θάνατο, ανικανότητα και μακροζωία,
   θ ) "κράτος μέλος προελεύσεως": το κράτος μέλος στο οποίο το ίδρυμα έχει την έδρα του ή το κύριο διοικητικό του κατάστημα ή, εφόσον δεν έχει έδρα, το κύριο διοικητικό του κατάστημα,
   ι ) "κράτος μέλος υποδοχής": το κράτος μέλος του οποίου η κοινωνική και εργατική νομοθεσία σχετικά με τις επαγγελματικές συντάξεις διέπει τις σχέσεις μεταξύ χρηματοδοτούσας επιχείρησης και μελών,

Άρθρο 7

Δραστηριότητες των ιδρυμάτων

Κάθε κράτος μέλος απαιτεί από τα ιδρύματα που βρίσκονται στην επικράτειά του να περιορίζουν τις δραστηριότητές τους σε αυτές που συνδέονται με συνταξιοδοτικές παροχές και στις δραστηριότητες που απορρέουν από αυτές.

Όταν, βάσει του άρθρου 4, μια ασφαλιστική επιχείρηση διαχειρίζεται τις σχετικές με την παροχή επαγγελματικών συνταξιοδοτήσεων δραστηριότητές της μέσω ξεχωριστής παρουσίασης και διαχείρισης του ενεργητικού και του παθητικού, η δραστηριότητα αυτή πρέπει να περιορίζεται στις πράξεις τις σχετικές με τις συνταξιοδοτικές παροχές και σε δραστηριότητες που σχετίζονται άμεσα με αυτές.

Άρθρο 8

Νομικός διαχωρισμός μεταξύ χρηματοδοτουσών επιχειρήσεων

και ιδρυμάτων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών

Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει το νομικό διαχωρισμό μεταξύ χρηματοδοτούσας επιχείρησης και ιδρύματος επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, ώστε, σε περίπτωση πτώχευσης της χρηματοδοτούσας επιχείρησης, να διαφυλάσσονται τα περιουσιακά στοιχεία του ιδρύματος προς το συμφέρον των μελών και των δικαιούχων.

Άρθρο 9

Προϋποθέσεις για τη λειτουργία

1.  Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει, για κάθε ίδρυμα εγκατεστημένο στην επικράτειά του, ότι:

   α ) το ίδρυμα είναι καταχωρισμένο σε εθνικό μητρώο από την αρμόδια εποπτική αρχή ή εγκεκριμένο· σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας κατά το άρθρο 20, αναγράφονται στο μητρώο επίσης τα κράτη μέλη στα οποία δραστηριοποιείται το ίδρυμα,
   β ) το ίδρυμα διοικείται πράγματι από πρόσωπα έντιμα, τα οποία είτε διαθέτουν τα ίδια τα κατάλληλα επαγγελματικά προσόντα και εμπειρία, είτε προσλαμβάνουν συμβούλους με τα κατάλληλα επαγγελματικά προσόντα και εμπειρία,
   γ ) εφαρμόζονται καταλλήλως θεσπισμένοι κανόνες σχετικά με τη λειτουργία κάθε συστήματος συνταξιοδότησης το οποίο διαχειρίζεται το ίδρυμα και τα μέλη έχουν επαρκώς ενημερωθεί για τους κανόνες αυτούς,
   δ ) όλα τα τεχνικά αποθεματικά υπολογίζονται και πιστοποιούνται από αναλογιστή ή, ελλείψει αναλογιστή, από άλλο ειδικό στον εν λόγω τομέα, παραδείγματος χάριν ελεγκτή, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, επί τη βάσει αναλογιστικών μεθόδων αναγνωρισμένων από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προελεύσεως,
   ε ) εάν η χρηματοδοτούσα επιχείρηση εγγυάται την πληρωμή συνταξιοδοτικών παροχών, δεσμεύεται ως προς την τακτική χρηματοδότηση,
  στ ) τα μέλη είναι επαρκώς πληροφορημένα ως προς τους όρους του συνταξιοδοτικού συστήματος και ιδιαίτερα όσον αφορά:
   i) τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμμετεχόντων στο συνταξιοδοτικό σύστημα,
   ii) τους οικονομικούς, τεχνικούς και άλλους κινδύνους που συνδέονται με το συνταξιοδοτικό σύστημα,
   iii) τη φύση και την κατανομή αυτών των κινδύνων.

2.  Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας και λαμβάνοντας υπόψη τον όγκο των παροχών των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέψουν ότι η κάλυψη των κινδύνων της μακροζωίας και της επαγγελματικής αναπηρίας, η καταβολή παροχών σε επιζώντα προστατευόμενα μέλη και η εγγύηση επιστροφής των καταβληθεισών εισφορών παρέχονται κατ" επιλογήν στα μέλη, εφόσον συμφωνήσουν οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι ή οι αντίστοιχοι εκπρόσωποί τους.

3.  Κάθε κράτος μέλος δύναται να εξαρτά και από άλλους περιορισμούς τη λειτουργία ιδρύματος εγκατεστημένου στην επικράτειά του, προκειμένου να εξασφαλίσει την κατάλληλη προστασία των συμφερόντων των μελών και των δικαιούχων.

4.  Κάθε κράτος μέλος δύναται να επιτρέψει ή να απαιτήσει από ιδρύματα εγκατεστημένα στην επικράτειά του να αναθέσουν τη διαχείρισή τους, εν όλω ή εν μέρει, σε άλλους φορείς ενεργούντες για λογαριασμό τους.

5.  Σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας κατά το άρθρο 20, οι όροι λειτουργίας ιδρύματος εγκρίνονται προηγουμένως από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προελεύσεως.

Άρθρο 10

Ετήσιοι λογαριασμοί και ετήσιες εκθέσεις

Κάθε κράτος μέλος απαιτεί από όλα τα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην επικράτειά του να καταρτίζουν ετήσιους λογαριασμούς και ετήσιες εκθέσεις, λαμβάνοντας υπόψη κάθε συνταξιοδοτικό σύστημα που διαχειρίζεται το ίδρυμα και, εφόσον απαιτείται, ετήσιους λογαριασμούς και ετήσιες εκθέσεις για κάθε συνταξιοδοτικό σύστημα. Οι εν λόγω λογαριασμοί και εκθέσεις πρέπει να παρουσιάζουν πραγματική και ακριβή εικόνα των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού και της χρηματοοικονομικής θέσης του ιδρύματος. Οι ετήσιοι λογαριασμοί και οι πληροφορίες που περιέχονται στις εκθέσεις πρέπει να είναι συνεπείς, περιεκτικοί και ακριβείς, και να εγκρίνονται δεόντως από εξουσιοδοτημένα άτομα, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

Άρθρο 11

Πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στα μέλη και τους δικαιούχους

1.  Αναλόγως της φύσεως του συνταξιοδοτικού συστήματος, κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι όλα τα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην επικράτειά του παρέχουν τουλάχιστον τις πληροφορίες που παρατίθενται στο παρόν άρθρο.

2.  Τα μέλη και οι δικαιούχοι και/ή, όπου είναι δυνατόν, οι εκπρόσωποί τους λαμβάνουν:

   α ) κατόπιν αιτήματος, τους ετήσιους λογαριασμούς και εκθέσεις του άρθρου 10· όταν ένα ίδρυμα είναι υπεύθυνο για περισσότερα του ενός συνταξιοδοτικά συστήματα, τους λογαριασμούς και την έκθεση για κάθε ξεχωριστό σύστημα,
   β ) οποιαδήποτε πληροφορία σχετική με αλλαγές των κανόνων του συνταξιοδοτικού συστήματος εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.

3.  Η δήλωση των αρχών επενδυτικής πολιτικής, κατ" άρθρο 12, κοινοποιείται στα μέλη και τους δικαιούχους και/ή, όπου είναι εφαρμοστέο, στους εκπροσώπους τους, κατόπιν αιτήματος.

4.  Κάθε μέλος λαμβάνει επίσης, κατόπιν αιτήματος, αναλυτικές και ουσιαστικές πληροφορίες σχετικά με:

   α ) το επιδιωκόμενο επίπεδο συνταξιοδοτικών παροχών, εφόσον εφαρμόζεται,
   β ) το επίπεδο των παροχών σε περίπτωση παύσης της απασχόλησης,
   γ ) το φάσμα των επενδυτικών επιλογών, εάν υπάρχουν, και το υφιστάμενο χαρτοφυλάκιο επενδύσεων, όταν το μέλος επωμίζεται τον επενδυτικό κίνδυνο, καθώς και ενημέρωση για τον κίνδυνο και τις δαπάνες που συνδέονται με τις επενδύσεις,
   δ ) τις λεπτομέρειες μεταφοράς των ασφαλιστικών δικαιωμάτων σε άλλο ίδρυμα επαγγελματικής συνταξιοδότησης σε περίπτωση λήξεως της σχέσεως εργασίας.

Τα μέλη λαμβάνουν ετησίως συνοπτικές πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση του ιδρύματος καθώς και την τρέχουσα κατάσταση όσον αφορά τη χρηματοδότηση των ατομικών δικαιωμάτων που έχουν συσσωρεύσει·

5.  Κάθε δικαιούχος λαμβάνει, κατά τη συνταξιοδότηση ή όταν καθίστανται ληξιπρόθεσμες άλλες παροχές, τις αναγκαίες πληροφορίες για τις οφειλόμενες παροχές και τις αντίστοιχες επιλογές για την καταβολή τους.

Άρθρο 12

Δήλωση των αρχών επενδυτικής πολιτικής

Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι κάθε ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην επικράτειά του καταρτίζει, και επανεξετάζει τουλάχιστον ανά τριετία, γραπτή δήλωση των αρχών επενδυτικής πολιτικής. Η δήλωση αναθεωρείται αμέσως μετά κάθε σημαντική αλλαγή της επενδυτικής πολιτικής. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η δήλωση να περιέχει, τουλάχιστον, θέματα όπως οι μέθοδοι μέτρησης του επενδυτικού κινδύνου, οι εφαρμοζόμενες τεχνικές διαχείρισης του κινδύνου και η στρατηγική κατανομή των στοιχείων του ενεργητικού όσον αφορά τη φύση και τη διάρκεια των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων.

Άρθρο 13

Πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές

Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν, για κάθε ίδρυμα εγκατεστημένο στην επικράτειά του, τις αναγκαίες εξουσίες και μέσα προκειμένου να:

   α ) απαιτούν από το ίδρυμα, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και άλλα διευθυντικά στελέχη ή άτομα επιφορτισμένα με τον έλεγχο, πληροφορίες για όλα τα θέματα που έχουν σχέση με τις δραστηριότητές τους ή οποιοδήποτε σχετικό έγγραφο,
   β ) εποπτεύουν τις σχέσεις μεταξύ του ιδρύματος και άλλων επιχειρήσεων ή μεταξύ ιδρυμάτων, όταν τα ιδρύματα εκχωρούν αρμοδιότητες σε αυτές τις άλλες επιχειρήσεις ή ιδρύματα (outsourcing), να επηρεάζουν τη χρηματοοικονομική κατάσταση του ιδρύματος ή να έχουν ιδιαίτερη σημασία για την αποτελεσματικότητα της εποπτείας,
  γ ) λαμβάνουν τακτικά τη δήλωση των αρχών της επενδυτικής πολιτικής, τους ετήσιους λογαριασμούς και την ετήσια έκθεση, καθώς και όλα τα έγγραφα που είναι απαραίτητα για την εποπτεία. Σ" αυτά θα μπορούν να συγκαταλέγονται τα ακόλουθα:
   i) εσωτερικές ενδιάμεσες εκθέσεις,
   ii) αναλογιστικές αποτιμήσεις και λεπτομερείς υποθέσεις εργασίας,
   iii) μελέτες για τα πάγια - υποχρεώσεις,
   iv) αποδείξεις για τη συνοχή των αρχών της επενδυτικής πολιτικής,
   v) αποδείξεις ότι οι εισφορές καταβλήθηκαν βάσει του προγράμματος,
   vi) εκθέσεις των προσώπων που είναι αρμόδια για τον έλεγχο των ετήσιων λογαριασμών, κατ" άρθρο 10,
   δ ) προβαίνουν σε επιτόπιους ελέγχους στις εγκαταστάσεις του ιδρύματος και, εφόσον απαιτείται, ελέγχουν τις εκχωρηθείσες σε τρίτους αρμοδιότητες, προκειμένου να διαπιστώσουν αν οι σχετικές εργασίες ασκούνται σύμφωνα με τους εποπτικούς κανόνες.

Άρθρο 14

Εξουσίες παρέμβασης και καθήκοντα των αρμόδιων αρχών

1.  Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από κάθε ίδρυμα εγκατεστημένο στην επικράτειά τους να έχει υγιείς διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες και κατάλληλους εσωτερικούς μηχανισμούς ελέγχου.

2.  Οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να λαμβάνουν οποιαδήποτε μέτρα, συμπεριλαμβανομένων, ει δυνατόν, μέτρων διοικητικής ή οικονομικής φύσεως, τα οποία είναι αναγκαία και κατάλληλα, είτε έναντι οποιουδήποτε ιδρύματος εγκατεστημένου στην επικράτειά τους είτε κατά των προσώπων που διοικούν το ίδρυμα, προκειμένου να αποφευχθεί ή να αρθεί οποιαδήποτε δυσλειτουργία επιζήμια για τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων.

Μπορούν, επίσης, να περιορίσουν ή να απαγορεύσουν την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων ενεργητικού του ιδρύματος, όταν ιδίως:

   α ) το ίδρυμα δεν έχει συστήσει επαρκή τεχνικά αποθεματικά όσον αφορά το σύνολο της επιχειρηματικής δραστηριότητας ή δεν διαθέτει επαρκή πάγια στοιχεία για να καλύψει τα τεχνικά αποθεματικά,
   β ) το ίδρυμα δεν κατέχει τα ρυθμιστικά ίδια κεφάλαια.

3.  Για να διαφυλάξουν τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να μεταβιβάσουν ολικώς ή πλήρως τις εκ της νομοθεσίας του κράτους μέλους προελεύσεως εξουσίες των διοικούντων ίδρυμα εγκατεστημένο στις επικράτειές τους, σε ειδικό αντιπρόσωπο κατάλληλο να τις ασκήσει.

4.  Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαγορεύσουν ή να περιορίσουν τις δραστηριότητες ενός ιδρύματος εγκατεστημένου στις επικράτειές τους, ιδίως εάν:

   α ) το ίδρυμα δεν προστατεύει επαρκώς τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων,
   β ) το ίδρυμα δεν πληροί πλέον τους όρους λειτουργίας,
   γ ) το ίδρυμα αθετεί σοβαρά τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των εφαρμοστέων κανόνων,
   δ ) σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας, το ίδρυμα δεν τηρεί τις απαιτήσεις όσον αφορά την κοινωνική και εργατική νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής στον τομέα των επαγγελματικών συντάξεων.

Οποιαδήποτε απόφαση για την απαγόρευση των δραστηριοτήτων ενός ιδρύματος είναι δεόντως δικαιολογημένη και κοινοποιείται στο οικείο ίδρυμα.

5.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε σχέση με κάποιο ίδρυμα κατ" εφαρμογήν των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον των δικαστηρίων.

Άρθρο 15

Τεχνικά αποθεματικά

1.  Το κράτος μέλος προελεύσεως πρέπει να μεριμνά ώστε τα ιδρύματα τα οποία διαχειρίζονται επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα να διαθέτουν, ανά πάσα στιγμή, για το σύνολο των συνταξιοδοτικών συστημάτων τους, τα προσήκοντα ποσά των υποχρεώσεων που αντιστοιχούν στις οικονομικές υποχρεώσεις τις απορρέουσες από το χαρτοφυλάκιο συμβάσεων συνταξιοδότησης.

2.  Το κράτος μέλος προελεύσεως εξασφαλίζει επίσης ότι τα ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, όταν παρέχουν κάλυψη κατά των βιομετρικών κινδύνων και/ή εγγυώνται είτε την απόδοση των επενδύσεων είτε ένα συγκεκριμένο ύψος παροχών, θα συνιστούν τεχνικά αποθεματικά επαρκή για την πλήρη κάλυψη αυτών των συστημάτων.

3.  Ο υπολογισμός των εν λόγω τεχνικών αποθεματικών πραγματοποιείται κάθε χρόνο. Ωστόσο, το κράτος μέλος προελεύσεως μπορεί να επιτρέπει υπολογισμό ανά τριετία, εάν το ίδρυμα πιστοποιήσει στα μέλη και/ή στην αρμόδια αρχή με βεβαίωση ή έκθεση την αναπροσαρμογή του αποθεματικού κατά το μεσοδιάστημα. Η βεβαίωση ή έκθεση θα αντανακλά την αναπροσαρμοσμένη εξέλιξη των τεχνικών αποθεματικών και τις μεταβολές των καλυπτόμενων κινδύνων.

4.  Ο υπολογισμός των τεχνικών αποθεματικών διενεργείται και βεβαιώνεται από αναλογιστή ή αν αυτό είναι αδύνατο, από άλλον ειδικό στο αντικείμενο αυτό, συμπεριλαμβανομένου και ελεγκτή σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, επί τη βάσει αναλογιστικών μεθόδων αναγνωρισμένων από την αρμόδια αρχή του κράτους προελεύσεως, σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:

   α ) Το ελάχιστο ποσό των τεχνικών αποθεματικών υπολογίζεται με επαρκώς συνετή αναλογιστική αποτίμηση, λαμβανομένων υπόψη όλων των υποχρεώσεων παροχών και εισφορών σύμφωνα με τους συνταξιοδοτικούς διακανονισμούς του ιδρύματος. Το ποσό αυτό πρέπει αφενός να επαρκεί για να εξακολουθήσουν να καταβάλλονται οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις και λοιπές παροχές, αφετέρου δε να αντικατοπτρίζει τις υποχρεώσεις τις απορρέουσες από τα αυξημένα δικαιώματα των μελών επί των συνταξιοδοτικών παροχών. Οι οικονομικές και αναλογιστικές υποθέσεις που επιλέγονται για την εκτίμηση των υποχρεώσεων θα πρέπει επίσης να επιλέγονται με σύνεση, λαμβάνοντας υπόψη, ει δυνατόν, σημαντικό περιθώριο ανεπιθύμητων αποκλίσεων,
  β ) Τα μέγιστα χρησιμοποιούμενα επιτόκια επιλέγονται επίσης με σύνεση και ορίζονται σύμφωνα με τους οικείους κανόνες του κράτους προελεύσεως. Για τον καθορισμό των επιτοκίων λαμβάνονται υπόψη:
   - η απόδοση των αντίστοιχων στοιχείων του ενεργητικού του ιδρύματος, καθώς επίσης και οι μελλοντικές αποδόσεις των επενδύσεων και/ή
   - οι αποδόσεις των αγορών για υψηλής ποιότητας ή κρατικά ομόλογα.
   γ ) Οι βιομετρικοί πίνακες που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών βασίζονται επίσης σε συνετές αρχές, καθόσον αφορά τα βασικά χαρακτηριστικά των προς συνταξιοδότηση προσώπων αλλά και των συνταξιοδοτικών συστημάτων, ιδιαίτερα τις αναμενόμενες αλλαγές στους σχετικούς κινδύνους.
   δ ) Η μέθοδος και η βάση υπολογισμού των τεχνικών αποθεματικών πρέπει γενικά να είναι σταθερή από το ένα οικονομικό έτος στο άλλο. Είναι, όμως, δυνατόν να δικαιολογούνται αλλαγές λόγω μεταβολής των νομικών, δημογραφικών ή οικονομικών δεδομένων, επί των οποίων βασίστηκαν οι υποθέσεις εργασίας.

5.  Το κράτος μέλος προελεύσεως μπορεί να επιβάλει πρόσθετες και λεπτομερέστερες απαιτήσεις καθ" όσον αφορά τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών, προκειμένου να εξασφαλισθούν αρκούντως τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων.

6.  Ενόψει περαιτέρω εναρμόνισης των κανόνων σχετικά με τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών – ειδικότερα όσον αφορά τα επιτόκια και άλλες υποθέσεις εργασίας που επηρεάζουν το επίπεδο των τεχνικών αποθεματικών – η Επιτροπή αφ" εαυτής, ή κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους, υποβάλλει ανά διετία έκθεση απεικονίζουσα την εξέλιξη στις διασυνοριακές δραστηριότητες.

Η Επιτροπή προτείνει κάθε απαραίτητο μέτρο για την αποτροπή πιθανών στρεβλώσεων που προκαλούν τα διαφορετικά επίπεδα επιτοκίων και για την προστασία του συμφέροντος των δικαιούχων και των μελών οποιουδήποτε συνταξιοδοτικού συστήματος.

Άρθρο 16

Χρηματοδότηση των τεχνικών αποθεματικών

1.  Το κράτος μέλος προελεύσεως απαιτεί απ" όλα τα ιδρύματα να έχουν ανά πάσα στιγμή περιουσιακά στοιχεία κατάλληλα και επαρκή για την κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών του συνόλου των συνταξιοδοτικών συστημάτων τους.

2.  Το κράτος μέλος προελεύσεως μπορεί να επιτρέψει για μικρό χρονικό διάστημα σε κάποιο ίδρυμα να έχει περιουσιακά στοιχεία ανεπαρκή, προς κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών. Στην περίπτωση αυτή, οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από το ίδρυμα να καταρτίσει συγκεκριμένο και εφαρμόσιμο σχέδιο ανάκαμψης, ώστε να εξασφαλίσει εκ νέου τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1. Το σχέδιο αυτό πρέπει να πληροί τους ακόλουθους όρους:

   α ) το ίδρυμα καταρτίζει συγκεκριμένο και εφαρμόσιμο σχέδιο, προκειμένου να επαναφέρει τα περιουσιακά στοιχεία στο απαιτούμενο ύψος, ώστε να καλύψει πλήρως και εγκαίρως τα τεχνικά του αποθεματικά. Το σχέδιο ανακοινώνεται στα μέλη ή, εφόσον είναι δυνατόν, στους εκπροσώπους τους και/ή υποβάλλεται προς έγκριση στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προελεύσεως,
   β ) στην κατάρτιση του σχεδίου λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση του συγκεκριμένου ιδρύματος και δη η διάρθρωση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, ένα διάγραμμα των κινδύνων, ένα σχέδιο ρευστότητας, ένα διάγραμμα της ηλικίας των μελών που είναι δικαιούχοι συνταξιοδοτικών παροχών, τα υπό έναρξη συνταξιοδοτικά συστήματα, καθώς και εκείνα για τα οποία το σύστημα χρηματοδότησης μεταβάλλεται από μηδενικό ή μερικό σε ολικό,
   γ ) εάν το συνταξιοδοτικό σύστημα τερματισθεί κατά το προαναφερθέν στην παρούσα παράγραφο διάστημα, το ίδρυμα ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προελεύσεως. Το ίδρυμα εισάγει μια διαδικασία μεταβίβασης των στοιχείων του ενεργητικού και των αντίστοιχων στοιχείων του παθητικού σε άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή ανάλογο φορέα. Η εν λόγω διαδικασία κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προελεύσεως και γενική περιγραφή της διαδικασίας τίθεται στη διάθεση των μελών ή, εφόσον είναι δυνατόν, των αντιπροσώπων τους, τηρουμένης της εμπιστευτικότητας.

3.  Εάν ασκείται διασυνοριακή δραστηριότητα βάσει του άρθρου 20, τα τεχνικά αποθεματικά τυγχάνουν ανά πάσα στιγμή πλήρους χρηματοδότησης για το σύνολο των λειτουργούντων συνταξιοδοτικών συστημάτων. Εάν δεν πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προελεύσεως επεμβαίνουν βάσει του άρθρου 14. Προκειμένου να εξασφαλισθεί η τήρηση της απαίτησης αυτής, το κράτος μέλος προελεύσεως μπορεί να απαιτήσει χωριστή παρουσίαση και διαχείριση των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού.

Άρθρο 17

Ρυθμιστικά ίδια κεφάλαια

1.  Το κράτος μέλος προελεύσεως εξασφαλίζει ότι τα ιδρύματα, τα οποία στο πλαίσιο κάποιων συνταξιοδοτικών συστημάτων αναλαμβάνουν τα ίδια, αντί της χρηματοδοτούσας επιχείρησης, την ευθύνη για την κάλυψη βιομετρικών κινδύνων ή εγγυώνται ορισμένη απόδοση των επενδύσεων ή ορισμένο ύψος παροχών, έχουν πάντοτε, πέραν των τεχνικών αποθεματικών, συμπληρωματικά περιουσιακά στοιχεία προς κάλυψη των πρόσθετων κινδύνων. Το ύψος των συμπληρωματικών αυτών στοιχείων είναι ανάλογο με τον κίνδυνο και με το ύψος των βασικών στοιχείων του ενεργητικού που αντιστοιχεί στο πλήρες φάσμα των συνταξιοδοτικών συστημάτων του ιδρύματος. Το ενεργητικό αυτό δεν προορίζεται για την κάλυψη του προβλέψιμου παθητικού, αλλά αποτελεί κεφάλαιο ασφαλείας για την κάλυψη των αποκλίσεων μεταξύ των προβλεπομένων και των πραγματικών δαπανών και κερδών.

2.  Το ελάχιστο ποσό των συμπληρωματικών στοιχείων ενεργητικού υπολογίζεται βάσει των κανόνων των άρθρων 27 και 28 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ.

3.  Η παράγραφος 1 δεν εμποδίζει, εντούτοις, τα κράτη μέλη να απαιτήσουν από τα ιδρύματα της επικράτειάς τους να διατηρούν ρυθμιστικά ίδια κεφάλαια ή να θεσπίσουν αναλυτικότερες ρυθμίσεις, αρκεί να δικαιολογούνται από άποψη συνετής διαχείρισης.

Άρθρο 18

Επενδυτικοί κανόνες

1.  Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα τα εγκατεστημένα στις επικράτειές τους να επενδύουν σύμφωνα με τον "κανόνα της συνετής διαχείρισης" και ιδιαίτερα σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:

   α ) Τα στοιχεία του ενεργητικού επενδύονται με γνώμονα την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μελών και των δικαιούχων. Σε περίπτωση πιθανής σύγκρουσης συμφερόντων, το ίδρυμα ή ο φορέας που χειρίζεται το χαρτοφυλάκιό του εξασφαλίζει ότι η επένδυση γίνεται αποκλειστικά προς το συμφέρον των μελών και των δικαιούχων.
   β ) Τα στοιχεία του ενεργητικού επενδύονται κατά τρόπο που να εγγυάται την ασφάλεια, ποιότητα, ρευστότητα και κερδοφορία του χαρτοφυλακίου στο σύνολό του.

Το ενεργητικό που προορίζεται για την κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών επενδύεται επίσης κατά τρόπο προσιδιάζοντα στη φύση και τη διάρκεια των προσδοκώμενων συνταξιοδοτικών παροχών.

   γ ) Το ενεργητικό επενδύεται πρωτίστως σε οργανωμένες αγορές. Το τμήμα που επενδύεται σε στοιχεία μη εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένες χρηματοοικονομικές αγορές πρέπει οπωσδήποτε να παραμένει σε συνετά επίπεδα.
   δ ) Επένδυση σε παράγωγα μέσα είναι δυνατή όταν συμβάλλουν στη μείωση των επενδυτικών κινδύνων ή διευκολύνουν την αποτελεσματική διαχείριση του χαρτοφυλακίου. Η αποτίμηση των παραγώγων γίνεται με σύνεση, λαμβάνοντας υπόψη το αντίστοιχο τμήμα του ενεργητικού, και περιλαμβάνονται στην αποτίμηση του ενεργητικού του ιδρύματος. Ομοίως, το ίδρυμα πρέπει να αποφεύγει την υπερβολική έκθεση στους κινδύνους του ενός και μοναδικού αντισυμβαλλομένου καθώς και άλλων πράξεων με αντικείμενο παράγωγα μέσα.
   ε ) Τα στοιχεία του ενεργητικού είναι προσηκόντως διαφοροποιημένα, ώστε να αποφεύγεται η υπέρμετρη εξάρτηση από συγκεκριμένο επενδυτικό στοιχείο τους ή συγκεκριμένο εκδότη ή όμιλο επιχειρήσεων αλλά και η συσσώρευση κινδύνων στο χαρτοφυλάκιο συνολικά.

Οι επενδύσεις σε στοιχεία εκδοθέντα από τον αυτό εκδότη ή από εκδότες ανήκοντες στον ίδιο όμιλο δεν πρέπει να εκθέτουν το ίδρυμα σε υπέρμετρη συσσώρευση κινδύνων.

   στ ) Η επένδυση στη χρηματοδοτούσα επιχείρηση δεν πρέπει να υπερβαίνει το 5% του συνόλου του χαρτοφυλακίου και όταν η χρηματοδοτούσα επιχείρηση ανήκει σε όμιλο, η επένδυση στις επιχειρήσεις που ανήκουν στον ίδιο όμιλο με τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση δεν πρέπει να υπερβαίνει το 10% του χαρτοφυλακίου.

Εάν το ίδρυμα χρηματοδοτείται από περισσότερες της μιας επιχειρήσεων, η επένδυση στις επιχειρήσεις αυτές γίνεται με σύνεση, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης για προσήκουσα διαφοροποίηση.

Τα κράτη μέλη δύνανται να μην εφαρμόζουν τις απαιτήσεις των εδαφίων (ε) και (στ) στην επένδυση σε κρατικά ομόλογα.

2.  Το κράτος προελεύσεως απαγορεύει στο ίδρυμα να δανείζεται ή να ενεργεί ως εγγυητής υπέρ τρίτων. Είναι, όμως, δυνατόν να του επιτρέψει κάποιες δανειοληπτικές πράξεις μόνο για λόγους ρευστότητας και σε προσωρινή βάση.

3.  Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν από τα ιδρύματα της επικράτειάς τους να επενδύουν σε συγκεκριμένες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων.

4.  Με την επιφύλαξη του άρθρου 12, τα κράτη μέλη δεν εξαρτούν τις επενδυτικές αποφάσεις των ιδρυμάτων της επικράτειάς τους ή τις αποφάσεις των υπεύθυνων για τις επενδύσεις από προηγούμενη έγκριση ή συστηματική γνωστοποίηση.

5.  Τηρουμένων των παραγράφων 1 έως 4, τα κράτη μέλη δικαιούνται, για τα ιδρύματα της επικράτειάς τους, να θεσπίζουν αναλυτικότερες ρυθμίσεις, όπως ποσοτικούς κανόνες, αρκεί να δικαιολογούνται από άποψη συνετής διαχείρισης, ώστε να καθίσταται εμφανές το πλήρες φάσμα των συνταξιοδοτικών συστημάτων των εν λόγω ιδρυμάτων.

Ειδικότερα, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν διατάξεις περί επενδύσεων ανάλογες προς αυτές της οδηγίας 2002/83/ΕΚ.

Τα κράτη μέλη δεν δύνανται να εμποδίζουν τα ιδρύματα:

   α ) να επενδύουν μέχρι 70% του ενεργητικού που καλύπτει τα τεχνικά αποθεματικά ή του συνολικού χαρτοφυλακίου για συνταξιοδοτικά συστήματα στα οποία τα μέλη φέρουν τον κίνδυνο επενδύσεων σε μετοχές, διαπραγματεύσιμα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές και σε εταιρικά ομόλογα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένες αγορές, καθώς και να αποφασίζουν για το μερίδιο των εν λόγω αξιογράφων στο επενδυτικό τους χαρτοφυλάκιο. Εφόσον δικαιολογείται από πλευράς συνετής διαχείρισης, τα κράτη μέλη δύνανται εντούτοις να επιβάλουν χαμηλότερο όριο στα ιδρύματα που καταβάλλουν συνταξιοδοτικές παροχές με εγγύηση μακροπρόθεσμων επιτοκίων, φέρουν τον επενδυτικό κίνδυνο και παρέχουν εαυτόν ως εγγυητή,
   β ) να επενδύουν μέχρι 30% του ενεργητικού που καλύπτει τα τεχνικά αποθεματικά σε στοιχεία ενεργητικού εκπεφρασμένα σε νομίσματα διαφορετικά από εκείνα στα οποία είναι εκπεφρασμένες οι υποχρεώσεις τους,
   γ ) να επενδύουν σε επιχειρηματικά κεφάλαια.

6.  Η παράγραφος 5 δεν αίρει το δικαίωμα των κρατών μελών να απαιτούν την εφαρμογή στα ιδρύματα της επικράτειάς τους αυστηρότερων επενδυτικών κανόνων σε ατομική βάση, αρκεί να δικαιολογούνται από πλευράς συνετής διαχείρισης, ιδίως ενόψει των υποχρεώσεων τις οποίες έχει αναλάβει το ίδρυμα.

7.  Εάν ασκείται διασυνοριακή δραστηριότητα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 20, οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους υποδοχής δύνανται να απαιτούν την εφαρμογή των κανόνων του δευτέρου εδαφίου έναντι του ιδρύματος του κράτους προελεύσεως. Σε παρόμοια περίπτωση, οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται μόνο στο τμήμα του ενεργητικού του ιδρύματος που αντιστοιχεί στις δραστηριότητες οι οποίες πραγματοποιούνται στο συγκεκριμένο κράτος μέλος υποδοχής. Επιπλέον, εφαρμόζονται μόνο εφόσον οι ίδιοι ή αυστηρότεροι κανόνες εφαρμοσθούν και στα ιδρύματα του κράτους υποδοχής.

Οι κανόνες του πρώτου εδαφίου έχουν ως εξής:

   α ) Το ίδρυμα δεν επενδύει άνω του 30% του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε μετοχές, άλλα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές και χρεόγραφα μη εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, ή το ίδρυμα επενδύει τουλάχιστον 70% του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε μετοχές, άλλα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές και χρεόγραφα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά.
   β ) Το ίδρυμα δεν επενδύει άνω του 5% του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε μετοχές και άλλα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές, ομολογίες, χρεόγραφα και άλλα μέσα της χρηματαγοράς και της κεφαλαιαγοράς εκδιδόμενα από την ίδια επιχείρηση και άνω του 10% του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε μετοχές και άλλα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές, ομόλογα, χρεόγραφα και άλλα μέσα της χρηματαγοράς και της κεφαλαιαγοράς εκδιδόμενα από επιχειρήσεις που ανήκουν σε έναν και μόνο όμιλο.
   γ ) το ίδρυμα δεν επενδύει άνω του 30% του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε επενδυτικά προϊόντα εκπεφρασμένα σε νομίσματα διαφορετικά από αυτά των υποχρεώσεων.

Προκειμένου το κράτος μέλος προελεύσεως να συμμορφωθεί με αυτές τις απαιτήσεις, μπορεί να απαιτήσει το διαχωρισμό των στοιχείων του ενεργητικού.

Άρθρο 19

Διαχειριστής και θεματοφύλακας

1.  Τα κράτη μέλη δεν περιορίζουν το δικαίωμα των ιδρυμάτων να ορίζουν για τη διαχείριση του επενδυτικού τους χαρτοφυλακίου, διαχειριστές επενδύσεων εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος και έχοντες τη δέουσα άδεια σύμφωνα με τις οδηγίες 85/611/ΕΟΚ, 93/22/ΕΟΚ, 2000/12/ΕΚ και 2002/83/ΕΚ, καθώς και με τις οδηγίες που μνημονεύονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της παρούσας οδηγίας.

2.  Τα κράτη μέλη δεν περιορίζουν το δικαίωμα των ιδρυμάτων να διορίζουν για την προστασία των στοιχείων του ενεργητικού τους θεματοφύλακες εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος και έχοντες τη δέουσα άδεια σύμφωνα με τις οδηγίες 93/22/ΕΟΚ ή 2000/12/ΕΚ, ή έχοντες άδεια θεματοφύλακα κατά την έννοια της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ.

Η διάταξη που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο δεν εμποδίζει το κράτος μέλος προελεύσεως να καταστήσει υποχρεωτικό τον διορισμό θεματοφύλακα.

3.  Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να είναι σε θέση, σύμφωνα με την εθνική του νομοθεσία, να απαγορεύσει, δυνάμει του άρθρου 14, την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων του ενεργητικού που κατέχει διαχειριστής ή θεματοφύλακας εντός της επικράτειάς του, κατόπιν αιτήσεως του κράτους προελεύσεως του ιδρύματος.

Άρθρο 20

Διασυνοριακές δραστηριότητες

1.  Με την επιφύλαξη της εθνικής κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας σε θέματα οργάνωσης των συνταξιοδοτικών συστημάτων, συμπεριλαμβανομένης της υποχρεωτικής συμμετοχής σε αυτά, αλλά και των αποτελεσμάτων των συλλογικών διαπραγματεύσεων, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις επιχειρήσεις της επικράτειάς τους να χρηματοδοτούν ιδρύματα επαγγελματικής συνταξιοδότησης των οποίων η άδεια έχει εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη. Επιτρέπουν επίσης σε τέτοια ιδρύματα των οποίων η άδεια έχει εκδοθεί στις επικράτειές τους να δέχονται χρηματοδότηση από επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών.

2.  Ίδρυμα το οποίο επιθυμεί να δεχθεί χρηματοδότηση από χρηματοδοτούσα επιχείρηση η οποία εδρεύει στην επικράτεια ενός άλλου κράτους μέλους χρειάζεται προηγούμενη έγκριση από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προελεύσεως, κατά το άρθρο 9, παράγραφος 5. Πρέπει όμως να γνωστοποιεί την επιθυμία του να δεχθεί χρηματοδότηση από χρηματοδοτούσα επιχείρηση άλλου κράτους μέλους στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προελεύσεως όπου το ίδρυμα έχει εγκριθεί.

3.  Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην επικράτειά τους και προτίθενται να χρηματοδοτηθούν από επιχείρηση εγκατεστημένη στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους να παρέχουν τις ακόλουθες πληροφορίες όταν προβαίνουν στη γνωστοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 2:

   α ) το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη υποδοχής,
   β ) την επωνυμία της χρηματοδοτούσας επιχείρησης,
   γ ) τα κύρια χαρακτηριστικά του συνταξιοδοτικού συστήματος που θα διαχειριστεί το ίδρυμα για λογαριασμό της χρηματοδοτούσας επιχείρησης.

4.  Όταν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προελεύσεως ειδοποιηθεί, σύμφωνα με την παράγραφο 2, και εφόσον δεν υπάρχουν λόγοι αμφιβολίας για το αν η διοικητική ή η οικονομική κατάσταση του ιδρύματος ή η φήμη και τα επαγγελματικά προσόντα ή η πείρα των διαχειριστών του είναι συμβατά με τις πράξεις των οποίων προτείνεται η διενέργεια στο κράτος υποδοχής, θα πρέπει, εντός τριμήνου αφ" ότου λάβει όλες τις πληροφορίες της παραγράφου 3, να τις ανακοινώνει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής και να ενημερώνει αρμοδίως το ίδρυμα.

5.  Πριν το ίδρυμα αρχίσει να διαχειρίζεται συνταξιοδοτικό σύστημα για χρηματοδοτούσα επιχείρηση σε άλλο κράτος μέλος, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, εντός δύο μηνών από τη λήψη των πληροφοριών της παραγράφου 3, ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές του κράτους προελεύσεως, εάν ενδείκνυται, για τις διατάξεις της κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας σχετικά με την επαγγελματική σύνταξη, οι οποίες πρέπει να τηρούνται κατά τη διαχείριση του συνταξιοδοτικού συστήματος που χρηματοδοτείται από επιχείρηση στο κράτος υποδοχής και κάθε διάταξη εφαρμοστέα σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 7, και με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους προελεύσεως ανακοινώνουν τις πληροφορίες στο ίδρυμα.

6.  Μόλις το ίδρυμα λάβει την ανακοίνωση βάσει της παραγράφου 5, ή αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία διαβίβασης της ανακοίνωσης από τις αρμόδιες αρχές του κράτους προελεύσεως, το ίδρυμα μπορεί να αρχίσει να διαχειρίζεται το συνταξιοδοτικό σύστημα που χρηματοδοτείται από επιχείρηση στο κράτος υποδοχής, σύμφωνα με την κοινωνική και εργατική νομοθεσία του κράτους αυτού σχετικά με τις επαγγελματικές συντάξεις και κάθε διάταξη εφαρμοστέα σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 7, και με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου.

7.  Ειδικότερα, ίδρυμα που χρηματοδοτείται από επιχείρηση εγκατεστημένη στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους υπόκεινται επίσης, για τα αντίστοιχα μέλη, στις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών που επιβάλλουν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής σε ιδρύματα εγκατεστημένα στο εν λόγω κράτος μέλος κατ" άρθρο 11.

8.  Οι αρμόδιες αρχές του κράτους υποδοχής ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές του κράτους προελεύσεως για κάθε σημαντική μεταβολή των διατάξεων της εργατικής και κοινωνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους υποδοχής σχετικά με τα συστήματα επαγγελματικής σύνταξης, η οποία μπορεί να επηρεάσει τα χαρακτηριστικά του συνταξιοδοτικού συστήματος, κατά το μέρος εκείνο που αφορά τη λειτουργία του συνταξιοδοτικού συστήματος που χρηματοδοτείται από επιχείρηση στο κράτος υποδοχής και κάθε διάταξη εφαρμοστέα σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 7, και με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου.

9.  Τα ιδρύματα υπόκεινται σε συνεχή έλεγχο από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όσον αφορά τη συμμόρφωση των δραστηριοτήτων τους με τις απαιτήσεις της εργατικής και κοινωνικής νομοθεσίας του κράτους υποδοχής σχετικά με τις επαγγελματικές συντάξεις, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 5, καθώς και με τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών της παραγράφου 7. Εφόσον κατά τον έλεγχο αυτό προκύψουν παρατυπίες, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ενημερώνει πάραυτα την αρχή του κράτους μέλους προελεύσεως. Η τελευταία αυτή λαμβάνει, σε συντονισμό με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου το ίδρυμα να παύσει την παράβαση της κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας.

10.  Εάν, παρά την εκ μέρους της αρμόδιας αρχής του κράτους προελεύσεως λήψη των μέτρων ή ελλείψει κατάλληλων μέτρων στο κράτος προελεύσεως, το ίδρυμα εξακολουθεί να παραβιάζει τις εφαρμοστέες διατάξεις της κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας του κράτους υποδοχής σχετικά με τα συστήματα επαγγελματικών συντάξεων, οι αρμόδιες αρχές του κράτους αυτού δύνανται, αφού ενημερώσουν τις αρμόδιες αρχές του κράτους προελεύσεως, να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να προληφθούν ή να κολασθούν περαιτέρω παραβάσεις και δύνανται, εάν είναι απολύτως αναγκαίο, να απαγορεύσουν στο ίδρυμα να λειτουργεί στο κράτος μέλος υποδοχής για λογαριασμό της χρηματοδοτούσας επιχείρησης.

Άρθρο 21

Συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής

1.  Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, δεόντως, την ομοιόμορφη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας ανταλλάσσοντας τακτικά πληροφορίες και εμπειρίες, με σκοπό ιδίως την ανάπτυξη επιτυχών πρακτικών σ" αυτόν τον τομέα, αλλά και στενότερη συνεργασία, προλαμβάνοντας έτσι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και δημιουργώντας τις συνθήκες απρόσκοπτης συμμετοχής μελών διασυνοριακώς.

2.  Η Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών συνεργάζονται στενά προκειμένου να διευκολύνουν την εποπτεία των πράξεων των ιδρυμάτων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών.

3.  Κάθε κράτος μέλος ανακοινώνει στην Επιτροπή τις σημαντικές δυσκολίες που αναφύονται κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

Η Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών εξετάζουν τις αναφυόμενες δυσκολίες και εξευρίσκουν τις κατάλληλες λύσεις το ταχύτερο δυνατό.

4.  Τέσσερα έτη από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή δημοσιεύει έκθεση με αντικείμενο την ανασκόπηση:

   α ) της εφαρμογής του άρθρου 18 και της προόδου στην αναπροσαρμογή των εθνικών συστημάτων εποπτείας και
   β ) της εφαρμογής του άρθρου 19, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, και ειδικότερα της κατάστασης που επικρατεί στα κράτη μέλη σχετικά με τη χρήση θεματοφυλάκων και του ρόλου που διαδραματίζουν, εφόσον απαιτείται.

5.  Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής δύναται να ζητήσουν από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προελεύσεως να αποφασίσουν σχετικά με τον διαχωρισμό των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού του ιδρύματος, όπως προβλέπουν τα άρθρα 16, παράγραφος 3, και 18, παράγραφος 7.

Άρθρο 22

Εφαρμογή

1.  Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο (15) . Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη έκδοσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.  Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των βασικών διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

3.  Τα κράτη μέλη δύνανται να αναβάλουν μέχρι (16)* την εφαρμογή του άρθρου 17, παράγραφοι 1 και 2, στα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην επικράτειά τους, τα οποία κατά την ημερομηνία της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν διαθέτουν το ελάχιστο επίπεδο ρυθμιστικών ιδίων κεφαλαίων, κατά το άρθρο 17, παράγραφοι 1 και 2. Ωστόσο, τα ιδρύματα που επιθυμούν να διαχειριστούν συνταξιοδοτικά συστήματα σε διασυνοριακή βάση, κατά την έννοια του άρθρου 20, δεν δύνανται να προβούν στη διαχείριση αυτή μέχρι να συμμορφωθούν με τους κανόνες της παρούσας οδηγίας.

4.  Τα κράτη μέλη δύνανται να αναβάλουν μέχρι ** την εφαρμογή του άρθρου 18, παράγραφος 1, στοιχείο στ), στα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην επικράτειά τους. Ωστόσο, τα ιδρύματα που επιθυμούν να διαχειριστούν συνταξιοδοτικά συστήματα σε διασυνοριακή βάση, κατά την έννοια του άρθρου 20, δεν δύνανται να προβούν στη διαχείριση αυτή μέχρι να συμμορφωθούν με τους κανόνες της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 23

Έναρξη της ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 24

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Έγινε στις

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

(1) EE C 299 E της 3.12.2002, σ. 16.
(2) ΕΕ C 65 Ε της 14.3.2002, σ. 116.
(3) ΕΕ C 96 Ε της 27.3.2001, σ. 136.
(4) EE C 96 E της 27.3.2001, σ. 136.
(5) EE C 155 της 29.5.2001, σ. 26.
(6) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 4ης Ιουλίου 2001 (ΕΕ C 65 Ε της 14.3.2002, σ. 116), κοινή θέση του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002 ( ΕΕ C 299 Ε της 3.12.2002, σ. 16.) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2003 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).
(7) ΕΕ L 283 της 28.10.1980, σ. 23. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2002/74/ΕΚ (ΕΕ L 270 της 8.10.2002, σ. 10).
(8) Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδική έκδοση, κεφάλαιο 5, τόμος 1, σ. 73). Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1386/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 187 της 10.7.2001, σ. 1).
(9) Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδική έκδοση, κεφάλαιο 5, τόμος 1, σ. 138). Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 410/2002 της Επιτροπής (ΕΕ L 62 της 5.3.2002, σ. 17).
(10) Πρώτη οδηγία 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1973, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητας πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής και την άσκηση αυτής (ΕΕ ειδική έκδοση, κεφάλαιο 6, τόμος 1, σ. 157). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1).
(11) Οδηγία 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 375 της 31.12.1985, σ. 3). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2001/108/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 41 της 13.2.2002, σ. 35).
(12) Οδηγία 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1993, σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών (ΕΕ L 141 της 11.6.1993, σ. 27). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2002/87/ΕΚ.
(13) Οδηγία 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 126 της 26.5.2000, σ. 1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/87/ΕΚ.
(14) Οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής (ΕΕ L 345 της 19.12.2002, σ. 1).
(15)* 24 μήνες από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.
(16)** Πέντε έτη μετά από την ημερομηνία της παραγράφου 1.


Yπηρεσίες στον τομέα του εμπορίου (GATS) στο πλαίσιο του ΠΟΕ
PDF 357kWORD 45k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τη Γενική Συμφωνία για τις υπηρεσίες στον τομέα του εμπορίου (GATS) στο πλαίσιο του ΠΟΕ, λαμβανομένης υπόψη της πολιτιστικής πολυμορφίας
P5_TA(2003)0087RC-B5-0159/2003

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

-   έχοντας υπόψη τη δήλωση της 4ης Υπουργικής Διάσκεψης του ΠΟΕ που εγκρίθηκε στις 14 Νοεμβρίου 2001 στη Ντόχα,

-   έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 18ης Νοεμβρίου 1999 σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που αφορά την προσέγγιση της ΕΕ για τον επονομαζόμενο Γύρο της Χιλιετίας του ΠΟΕ(1),

-   έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 25ης Οκτωβρίου 2001 σχετικά με την 4η Υπουργική Διάσκεψη του ΠΟΕ(2),

-   έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 25ης Οκτωβρίου 2001,για το άνοιγμα και τη δημοκρατία στο διεθνές εμπόριο(3),

-   έχοντας υπόψη το άρθρο 22 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ το οποίο ορίζει ότι η Ένωση σέβεται την πολιτιστική, θρησκευτική και γλωσσική πολυμορφία,

-   έχοντας υπόψη την Οικουμενική Διακήρυξη της UNESCO για την πολιτιστική πολυμορφία η οποία δίνει έμφαση στην ιδιαιτερότητα των πολιτιστικών αγαθών και υπηρεσιών τα οποία, ως φορείς ταυτότητας, αξιών και νοήματος, δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως απλά προϊόντα ή καταναλωτικά αγαθά (άρθρο 8) και ορίζει ότι οι δυνάμεις της αγοράς καθαυτές δεν μπορούν να διασφαλίσουν τη διαφύλαξη και την προώθηση της πολιτιστικής πολυμορφίας η οποία παίζει μείζονα ρόλο στη βιώσιμη ανάπτυξη του ανθρώπου (άρθρο 11),

A.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΕ είναι πρωτοπόρος σε παγκόσμιο επίπεδο στον τομέα των υπηρεσιών, κυρίως χάρις στο ότι είναι ανοικτή στον ανταγωνισμό, και ότι οι ανοικτές αγορές υπηρεσιών έχουν πλεονεκτήματα για όλες τις χώρες, καθώς οι ανοικτές αγορές εξασφαλίζουν χαμηλότερες τιμές για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις,

B.   λαμβάνοντας υπόψη ότι ο τομέας των υπηρεσιών είναι άκρως ποικιλόμορφος, καλύπτοντας από την υγεία και την παιδεία έως το λιανικό εμπόριο και τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες,

Γ  . λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Γύρος της Ντόχα του ΠΟΕ θα εστιαστεί σε αναπτυξιακά ζητήματα ανάπτυξης και, συνεπώς, πρέπει να επιτευχθούν απτά αποτελέσματα προκειμένου να πεισθούν τα φτωχότερα έθνη ότι η επιτυχία του ΠΟΕ έχει αποφασιστική σημασία για τις οικονομίες όλων των χωρών, πλούσιων και φτωχών,

Δ  . λαμβάνοντας όμως υπόψη ότι η συμφωνία GATS προξένησε ευρύ προβληματισμό όσον αφορά την έλλειψη διαφάνειας κατά τη διαπραγματευτική διαδικασία και την ενδεχόμενη επίπτωσή της επί των δημοσίων υπηρεσιών και επί της ρύθμισης των υπηρεσιών γενικά,

Διαφάνεια και πολιτικός έλεγχος

1.   υπενθυμίζει ότι η απελευθέρωση των υπηρεσιών αποτελεί το αντικείμενο μιας σημαντικής δημόσιας συζήτησης και ότι πρέπει επομένως η προσφορά να υπόκειται σε αποτελεσματικό κοινοβουλευτικό έλεγχο· χαιρετίζει ως εκ τούτου τις προσπάθειες της Επιτροπής να παράσχει σε ορισμένα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τις προτάσεις της ΕΕ όσον αφορά την GATS· ζητεί ως εκ τούτου περισσότερη διαφάνεια, περιλαμβανομένης της πλήρους πρόσβασης όλων των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στα έγγραφα διαπραγματεύσεων της ΕΕ, υπό την επιφύλαξη των κανόνων του ΕΚ όσον αφορά τον εμπιστευτικό χαρακτήρα·

2.   χαιρετίζει τις προσπάθειες της Επιτροπής για τη βελτίωση της διαφάνειας και τη συμμετοχή ομάδων συμφερόντων από όλους τους σχετικούς τομείς υπηρεσιών περιλαμβανομένων των κοινωνικών εταίρων καθώς και ομάδων από την κοινωνία των πολιτών, πιστεύει όμως ότι είναι ουσιώδους σημασίας περαιτέρω βελτιώσεις με εκτεταμένη ενημέρωση για τις αιτήσεις και προτάσεις της ΕΕ προκειμένου να ενημερωθεί η κοινή γνώμη πριν από κάθε πρόταση στον ΠΟΕ· καλεί την Επιτροπή να προτείνει στον ΠΟΕ να δημοσιοποιηθούν τα αιτήματα και οι προσφορές όλων των κρατών μελών·

Προσφορά της ΕΕ

3.   χαιρετίζει την αρχική πρόταση της Επιτροπής σε σχέση με τη GATS ως σημαντικό μέρος των διαπραγματεύσεων της Ντόχα και ως θετικό σημάδι για τη θέση της ΕΕ ως μέλους στον ΠΟΕ, ότι δηλαδή είναι ανοικτή στην επιχειρηματική δραστηριότητα και υποστηρίζει ένα σύστημα απαλλαγμένο από διακρίσεις και βασιζόμενο σε κανόνες· υποστηρίζει τις δεσμεύσεις για να ενισχυθεί η πρόσβαση των παρόχων υπηρεσιών της ΕΕ στην αγορά με τη μείωση ή την εξάλειψη των εμπορικών φραγμών·

4.   υπενθυμίζει ότι οι διαπραγματεύσεις σχετικά με το εμπόριο υπηρεσιών πρόκειται να διεξαχθούν με σκοπό την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης όλων των εμπορικών εταίρων και της ανάπτυξης των αναπτυσσόμενων και των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών καθώς και ότι οι διαπραγματεύσεις της GATS πρέπει να εκτιμηθούν με μέτρο αυτό τον πρωταρχικό στόχο·

5.   υπενθυμίζει ότι η GATS είναι εθελοντική συμφωνία και ότι οι αρχές της δεν επιβάλλουν ούτε ιδιωτικοποιήσεις ούτε άρση των ρυθμίσεων ούτε ιδιαίτερο βαθμό ελευθέρωσης αυτής καθεαυτής· επιμένει ωστόσο να μην πιεστούν οι αναπτυσσόμενες και οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες για ελευθέρωση των υπηρεσιών και ιδιαίτερα των δημοσίων·

6.   χαιρετίζει την ανακοίνωση της Επιτροπής ότι δεν πραγματοποιούνται προσφορές ελευθέρωσης στους τομείς της παιδείας και της υγείας καθώς και των οπτικοακουστικών μέσων· ζητεί από την Επιτροπή να διατηρήσει τη θέση αυτή καθ" όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της GATS και να εξασφαλίσει ότι δεν θα παρακαμφθεί το δικαίωμα αυτό·

7.   υποστηρίζει το δικαίωμα κάθε μέλους του ΠΟΕ να ρυθμίζει τις δημόσιες υπηρεσίες και τις υπηρεσίες γενικού συμφέροντος και να τηρεί τις υποχρεώσεις όσον αφορά την αρχή της παροχής καθολικής υπηρεσίας· επιθυμεί κάποια διευκρίνιση του δικαιώματος του ρυθμίζειν εις τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται ότι το δικαίωμα αυτό δεν θα είναι δυνατόν να υπονομεύεται από την εφαρμογή κριτηρίων σχετιζομένων με το εμπόριο όπως η δοκιμασία ανάγκης ή η απαίτηση να είναι ελάχιστα περιοριστικό για το εμπόριο·

8.   τάσσεται υπέρ του περαιτέρω ανοίγματος των αγορών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, των τηλεπικοινωνιών και άλλων τομέων όπως οι υπηρεσίες υπολογιστών, οι επαγγελματικές υπηρεσίες, οι επιχειρηματικές υπηρεσίες, οι κατασκευές και τα τεχνικά επιμελητήρια, η διανομή, ο τουρισμός και οι θαλάσσιες μεταφορές· δεδομένου ότι η ευρωπαϊκή εμπειρία έχει δείξει ότι η άρση των μονοπωλιακών δομών οδηγεί σε υπηρεσίες περισσότερο προσανατολισμένες προς τον πελάτη σε μειωμένες τιμές και ότι παράλληλα δημιουργεί εξειδικευμένες θέσεις απασχόλησης·

9.   στηρίζει την ιδέα να συμπεριληφθούν οι περιβαλλοντικές υπηρεσίες, στο βαθμό που αναφέρονται στην πρόταση κατά κατηγορίες· ταυτόχρονα συμφωνεί να εξαιρεθούν οι υπηρεσίες που αφορούν το νερό (πρόσβαση, διαχείριση και διάθεση)·

10.   χαιρετίζει την πρόταση της Επιτροπής να προσφέρει ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες καλύτερες ευκαιρίες για την προσφορά υπηρεσιών στην αγορά της ΕΕ μέσω προσωρινών διασυνοριακών διακινήσεων ειδικευμένου προσωπικού, αλλά εμμένει ότι οι διαπραγματεύσεις πρέπει να εξασφαλίσουν την προστασία από κάθε διάκριση των διασυνοριακών εργαζομένων· υπενθυμίζει ότι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται οι όροι εργασίας, οι απαιτήσεις για ελάχιστο ημερομίσθιο και οι όποιες συλλογικές συμβάσεις ισχύουν σε εθνικό επίπεδο και σε επίπεδο ΕΕ, ανεξαρτήτως του εάν ο εργοδότης είναι καταχωρημένος σε μία χώρα της ΕΕ ή όχι·

11.   υπογραμμίζει ότι η εμπορική παρουσία (επενδύσεις) πρέπει να εξακολουθήσει να διέπεται από εσωτερικά φορολογικά, κοινωνικά και άλλα ρυθμιστικά μέτρα· εμμένει επίσης επί του δικαιώματος να εξαρτάται η αλλοδαπή εμπορική παρουσία από το σεβασμό της Τριμερούς Δήλωσης Αρχών της ΔΟΕ όσον αφορά τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και την κοινωνική πολιτική, και των αναθεωρημένων κατευθυντηρίων γραμμών του ΟΟΣΑ για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις·

Πολιτιστικές υπηρεσίες

12.   τονίζει τη σημασία της πολιτιστικής ποικιλομορφίας και την ανάγκη σεβασμού της εθνικής και περιφερειακής ποικιλομορφίας και προώθησης της κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς· κάθε κράτος μέλος πρέπει να διαθέτει τη νομική ευελιξία να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα στα πλαίσια της πολιτικής στον πολιτιστικό και οπτικοακουστικό τομέα προς διαφύλαξη και προαγωγή της πολιτιστικής ποικιλομορφίας·

13.   υπενθυμίζει ότι οι πολιτιστικές υπηρεσίες δεν πρέπει να συγκρίνονται με τις περισσότερες άλλες υπηρεσίες και, κατά συνέπεια, αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο στις υφιστάμενες συμφωνίες· αναγνωρίζει τον ειδικό ρόλο που παίζει ο ευρωπαϊκός οπτικοακουστικός τομέας στη διαφύλαξη του πολιτιστικού πλουραλισμού, της οικονομικής απόδοσης και της ελευθερίας έκφρασης· επαναβεβαιώνει την προσήλωσή του στην ελευθερία δράσης στον τομέα της οπτικοακουστικής πολιτικής όπως ορίστηκε στο Γύρο της Ουρουγουάης· εκτιμά ότι οι κανόνες της GATS για τις πολιτιστικές υπηρεσίες, και ιδίως τον οπτικοακουστικό τομέα, δεν πρέπει να θέτουν σε κίνδυνο την πολιτιστική πολυμορφία και αυτονομία των συμβαλλομένων μερών του ΠΟΕ·

14.   υποστηρίζει την Επιτροπή ως προς τη διατήρηση της δυνατότητας της Κοινότητας, των κρατών μελών της και των περιφερειών της να διαφυλάττουν και να αναπτύσσουν την ικανότητά τους να χαράζουν και να εφαρμόζουν πολιτικές στον πολιτιστικό και τον οπτικοακουστικό τομέα για τη διαφύλαξη της πολιτιστικής πολυμορφίας τους·

Αντίκτυπος στις αναπτυσσόμενες χώρες

15.   αναγνωρίζει ότι η ικανότητα ορισμένων αναπτυσσόμενων και λιγότερο αναπτυγμένων χωρών να ρυθμίσουν τομείς υπηρεσιών οι οποίοι προηγουμένως βρίσκονταν υπό δημόσιο έλεγχο ή στην κυριότητα του Δημοσίου ενδέχεται να είναι περιορισμένη ή ανύπαρκτη και καλεί την Επιτροπή να ενεργήσει με ευαισθησία στους τομείς εκείνους όπου η ενδιαφερόμενη αναπτυσσόμενη χώρα έχει πραγματικές αντιρρήσεις βασιζόμενες στην ανάπτυξη· επιμείνει ότι ορισμένοι τομείς υπηρεσιών όπως το νερό και η υγεία έχουν ειδικό καθεστώς στις αναπτυσσόμενες και λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες με άμεσες και δραματικές επιπτώσεις στον καθημερινό βίο και ως εκ τούτου απαιτούν ειδική μεταχείριση·

16.   καλεί την Επιτροπή να ασκήσει πιέσεις σύμφωνα με το άρθρο XIX της GATS, για σφαιρική αξιολόγηση του εμπορίου υπηρεσιών παράλληλα με τις διαπραγματεύσεις στα πλαίσια της αναπτυξιακής ατζέντας της Ντόχα·

o
o   o

17.   αναθέτει στoν Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, την Επιτροπή, τις κυβερνήσεις των κρατών μελών και των υποψηφίων προς ένταξη χωρών.

(1) ΕΕ C 189 της 7.7.2000, σ. 213.
(2) ΕΕ C 112 Ε της 9.5.2002, σ. 321.
(3) ΕΕ C 112 Ε της 9.5.2002, σ. 326.


Kρίση στον τομέα αλιείας λευκόσαρκων ιχθύων
PDF 256kWORD 34k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την κοινωνικοοικονομική κρίση στον τομέα αλιείας λευκόσαρκων ιχθύων
P5_TA(2003)0088B5-0156/2003

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

Α  . εκτιμώντας ότι κατά την έγκριση των μέτρων διαχείρισης των αλιευτικών πόρων θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προηγούμενες μελέτες σχετικά με τις κοινωνικο-οικονομικές συνέπειες επί της αλιευτικής βιομηχανίας,

Β  . λαμβάνοντας υπόψη το ψήφισμά του της 5ης Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με την κρίση του γάδου(1), απηύθυνε προειδοποίηση για τις τεράστιες κοινωνικο-οικονομικές συνέπειες των αυστηρών μέτρων προστασίας του γάδου,

Γ  . λαμβάνοντας υπόψη ότι οι επιστήμονες του Διεθνούς Συμβουλίου για την Εξερεύνηση των Θαλασσών θεωρούν ότι ορισμένα αποθέματα γάδου στα ύδατα της ΕΕ είναι σε επικίνδυνα χαμηλά επίπεδα,

Δ  . λαμβάνοντας υπόψη ότι το προαναφερθέν ψήφισμά του επισήμαινε ότι οι πιστώσεις που είναι αυτή τη στιγμή διαθέσιμες στο Χρηματοδοτικό Μέσο Προσανατολισμού της Αλιείας σύμφωνα με τον προγραμματισμό του προϋπολογισμού της ΕΕ δεν επαρκούν για την αποζημίωση των κοινοτήτων που έχουν δεχθεί συντριπτικό πλήγμα από παρόμοια μέτρα,

Ε  . λαμβάνοντας υπόψη ότι το Συμβούλιο Υπουργών Γεωργίας κατά τη συνεδρίασή του τον Δεκέμβριο του 2002 αποφάσισε παρ' όλ' αυτά να εγκρίνει προτάσεις για βραχυπρόθεσμα μέτρα οι οποίες πρόκειται να έχουν δραστικό αντίκτυπο στις θέσεις εργασίας στον τομέα της αλιείας λευκόσαρκων ιχθύων στην ΕΕ·

1.   καλεί την Αρχή του προϋπολογισμού της ΕΕ και την Επιτροπή, σε συνεργασία με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, να εκπονήσουν σχέδιο προς αποζημίωση των απωλειών που υπέστησαν οι παράκτιες κοινότητες λόγω των μέτρων προστασίας του γάδου και να διαθέσουν επιπλέον κοινοτική χρηματοδότηση ύψους έως 150 εκατομμύρια ευρώ, αναγνωρίζοντας τη συμβολή των κρατών στην αντιμετώπιση της κρίσης·

2.   θεωρεί ότι η ζητούμενη πρόσθετη χρηματοδότηση συμβιβάζεται με το ανώτατο όριο του τομέα 2 των δημοσιονομικών προοπτικών, συνεπάγεται όμως τον αναπρογραμματισμό των υφισταμένων πολιτικών που θα πρέπει να συμφωνηθεί από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή ή την ενεργοποίηση των διατάξεων της διοργανικής συμφωνίας της 6ης Μαΐου 1999(2)·

3.   καλεί την Επιτροπή να υποβάλει, έως τις 30 Ιουνίου 2003, πρόταση για το σκοπό αυτό με την κατάλληλη νομική βάση·

4.   καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο να εξασφαλίσουν ότι οποιαδήποτε μεταβολή στα ισχύοντα μέτρα προστασίας του γάδου θα αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση της πιθανότητας ανάκαμψης των αποθεμάτων γάδου και δεν θα συνεπάγεται την περαιτέρω μείωσή τους·

5.   καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο να θεσπίσουν περισσότερο εξελιγμένα μακροπρόθεσμα μέτρα προστασίας τα οποία και θα προσφέρουν την προοπτική της ανάκαμψης των αποθεμάτων γάδου αλλά και θα διασφαλίζουν τον μέγιστο αριθμό θέσεων εργασίας στον τομέα της αλιείας λευκόσαρκων ιχθύων στην ΕΕ·

6.   καλεί την Επιτροπή να δημιουργήσει γρήγορα Περιφερειακές Επιτροπές Διαχείρισης που να βελτιστοποιήσουν τη συμμετοχή των ενδιαφερομένων μερών χωρίς να απειλήσουν τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες·

7.   καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο να διοργανώνουν τακτικές συναντήσεις μεταξύ επιστημόνων και αλιέων και να αυξήσουν το εύρος και το βάθος της επιστημονικής αξιολόγησης και ανάλυσης όσον αφορά την κοινοτική αλιεία·

8.   καλεί το Συμβούλιο και την Επιτροπή να στηρίξουν την επέκταση της διαδικασίας της συναπόφασης στον τομέα της αλιείας·

9.   αναθέτει στoν Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και την Επιτροπή.

(1) P5_TA(2002)0593.
(2) ΕΕ C 172 της 18.6.1999, σ. 1.


Γενικοί προσανατολισμοί της οικονομικής πολιτικής
PDF 310kWORD 71k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την κατάσταση της ευρωπαϊκής οικονομίας - προπαρασκευαστική έκθεση ενόψει της σύστασης της Επιτροπής για τους γενικούς προσανατολισμούς οικονομικής πολιτικής (2002/2287(INI))
P5_TA(2003)0089A5-0051/2003

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

-   έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των γενικών προσανατολισμών οικονομικής πολιτικής του 2002 (COM(2003) 4),

-   έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την επισκόπηση της οικονομίας της ΕΕ το 2002 – σύνοψη και κυριότερα συμπεράσματα (COM(2002) 712),

-   έχοντας υπόψη τις προβλέψεις που κατάρτισε η Επιτροπή το φθινόπωρο του 2002 για την περίοδο 2002-2003(1),

-   έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης με θέμα τη στρατηγική της Λισσαβώνας - για την επίτευξη της αλλαγής (COM(2002) 14) και το σχετικό ψήφισμά του της 28ης Φεβρουαρίου 2002 για τη διαδικασία της Λισσαβώνας και την πορεία που πρέπει να ακολουθηθεί(2),

-   έχοντας υπόψη την από 21ης Μαρτίου 2003 ανακοίνωση της Επιτροπής προς το εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (COM(2003) 5),

-   έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τους διαρθρωτικούς δείκτες (COM(2002) 551),

-   έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Λισσαβώνας της 23ης και 24ης Μαρτίου 2000 και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Γκέτεμποργκ της 15ης και 16ης Ιουνίου 2001,

-   έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο- eEurope 2002: Συνέπειες και Προτεραιότητες. Ανακοίνωση προς το Εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Στοκχόλμης, 23-24 Μαρτίου 2001 (COM(2001) 140),

-   έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 28ης Φεβρουαρίου 2002 σχετικά με τη στρατηγική για την αειφόρο ανάπτυξη εν όψει της συνόδου κορυφής της Βαρκελώνης(3),

-   έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με το μέλλον της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την απασχόληση: "Στρατηγική πλήρους απασχόλησης και καλύτερων θέσεων εργασίας για όλους" (COM(2003) 6),

-   έχοντας υπόψη το τελικό σχέδιο έκθεσης της 20ής Ιανουαρίου 2003 σχετικά με τους γενικούς οικονομικούς προσανατολισμούς για το 2003, που υποβλήθηκε από την ομάδα εμπειρογνωμόνων της TEPSA προς την αρμόδια επιτροπή του,

-   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής "Οικονομική μεταρρύθμιση: έκθεση για τη λειτουργία των κοινοτικών αγορών προϊόντων και κεφαλαίων" (COM(2002) 743),

-   έχοντας υπόψη το άρθρο 163 του Κανονισμού του,

-   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής (A5-0051/2003),

A.   επισημαίνοντας ότι ο τελικός στόχος του πλαισίου οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η επίτευξη μη πληθωριστικής ανάπτυξης, η πλήρης απασχόληση, ιδίως για τις πληθυσμιακές ομάδες που είναι περισσότερο εκτεθειμένες στην ανεργία (τις γυναίκες, τους νέους και τους εργαζομένους μεγαλύτερης ηλικίας), και η συμβολή στη βιώσιμη ανάπτυξη και στην αύξηση της κοινωνικής συνοχής,

B.   επισημαίνοντας ότι στην Ευρώπη η ανάρρωση από την παγκόσμια οικονομική κάμψη υπήρξε βραδύρρυθμη, χωρίς σαφή επιτάχυνση της οικονομικής μεγέθυνσης το 2002 και με αβέβαιες ακόμη προοπτικές για το εγγύς μέλλον· ότι η σημερινή επιβράδυνση θέτει μια νέα πρόκληση στους διαμορφωτές πολιτικής κατά το ότι παρουσιάζει ιδιομορφίες, συνδυάζοντας την επιβράδυνση της μεγέθυνσης με μια σχετική σταθερότητα τιμών σε μια εποχή κατά την οποία η Ευρώπη έχει μόλις υιοθετήσει κοινό νόμισμα,

Γ  . επισημαίνοντας ότι μια βασική αιτία της βραδύρρυθμης ανάκαμψης της ΕΕ είναι η ακαμψία της ευρωπαϊκής οικονομίας, που την εμποδίζει να αντιδρά γρήγορα στους εξωτερικούς κλονισμούς· ότι οι διαμορφωτές πολιτικής πρέπει να εστιάσουν περισσότερο την προσοχή τους στην ΕΕ και στις κοινές πολιτικές της, καθώς επίσης στις οικονομίες των κρατών μελών και στους λόγους των μεγάλων αποκλίσεων που παρουσιάζουν οι οικονομικές επιδόσεις τους,

Δ  . επισημαίνοντας ότι η νέα διεθνής κατάσταση έχει αναδείξει τη σπουδαιότητα του μεταρρυθμιστικού προγράμματος που εγκρίθηκε στη Λισσαβώνα και στο Γκέτεμποργκ το 2000 και 2001· ότι προκαλεί απογοήτευση η διαπίστωση πως ο ρυθμός των περαιτέρω μεταρρυθμίσεων κατά το 2002 παρέμεινε βραδύς· ότι τα επίπεδα των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων στην ΕΕ είναι πολύ χαμηλά, όπως και η αύξηση της παραγωγικότητας,

Ε  . επισημαίνοντας ότι το πρόβλημα της ανεργίας στην ΕΕ δεν είναι κυκλικό αλλά περισσότερο περίπλοκο και διαρθρωτικής φύσης, και ότι έχει επιδεινωθεί από την επιβράδυνση της οικονομικής μεγέθυνσης,

ΣΤ  . επισημαίνοντας ότι η Ευρώπη, παρ" όλο που έχει σήμερα μια σχετική σταθερότητα τιμών, εξακολουθεί να παρουσιάζει επίμονα υψηλό βασικό πληθωρισμό, ιδίως όσον αφορά τις τιμές υπηρεσιών, της ενέργειας και των νωπών τροφίμων,

Ζ  . επισημαίνοντας ότι ο συντονισμός των οικονομικών πολιτικών για την επίτευξη των στόχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (όπως καθορίζονται στο άρθρο 2) αποτελεί για τα κράτη μέλη υποχρέωση (άρθρα 98 και 99 της Συνθήκης ΕΚ)· ότι οι σημερινές διαδικασίες της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που τίθενται στην ευρωπαϊκή οικονομία· ότι η αυξανόμενη οικονομική αλληλεξάρτηση στη ζώνη του ευρώ απαιτεί ισχυρότερο προκαταβολικό συντονισμό της οικονομικής πολιτικής και της πολιτικής για την απασχόληση· ότι η ύπαρξη του ευρώ και της ενιαίας νομισματικής πολιτικής του έχουν καταστήσει εξόφθαλμη την έλλειψη ενιαίας και σαφούς ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής,

1.   καλεί τους ευρωπαίους ηγέτες και διαμορφωτές πολιτικής να αναζωογονήσουν τη συζήτηση οικονομικής πολιτικής για τους γενικούς προσανατολισμούς οικονομικής πολιτικής με περισσότερη δημιουργικότητα και περισσότερο ενεργητικές πολιτικές, οι οποίες πρέπει να συμβιβάζονται με τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ώστε να δημιουργηθεί κλίμα εμπιστοσύνης στην ευρωπαϊκή οικονομία· θεωρεί απαραίτητη την προώθηση της ανταγωνιστικότητας και της οικονομικής μεγέθυνσης, που πρέπει να συνδυάζεται με τον πρωταρχικό στόχο της οικονομικής πολιτικής, τη δημιουργία απασχόλησης, ώστε να αντισταθμιστεί η ολοένα εντονότερη τάση που παρατηρείται στην Ευρώπη για χαμηλότερα ποσοστά απασχόλησης και γήρανση του πληθυσμού· προς το σκοπό αυτό, εκτιμά ότι προτεραιότητα έχουν εν προκειμένω η δημιουργία νέων δραστηριοτήτων και η υποστήριξη των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων·

2.   καλεί τους ευρωπαίους ηγέτες να αποφύγουν, κατά το επικείμενο εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, την αόριστη και αυτάρεσκη ορολογία και να ζητήσουν την επίσπευση και την αποτελεσματική εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην Ευρώπη, επιβεβαιώνοντας την ορθότητα της ισορροπημένης και συνολικής στρατηγικής που χαράχθηκε στη Λισσαβώνα το 2000 και στο Γκέτεμποργκ το 2001 και διευρύνθηκε στη Στοκχόλμη το 2001, συμπεριλαμβάνοντας τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, τις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, την προστασία του περιβάλλοντος και τη βελτίωση του ευρωπαϊκού οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου·

3.   θεωρεί ότι κάθε πολιτική βραχυπρόθεσμης τόνωσης της ζήτησης με στόχο την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας (μεταβολές των επιτοκίων και φορολογικές προσαρμογές) θα πρέπει: πρώτον, να μη θέτει σε αμφισβήτηση τη μακροοικονομική σταθερότητα και, με τον τρόπο αυτό, να ενισχύει την εμπιστοσύνη των οικονομικών και κοινωνικών παραγόντων· δεύτερον, να μη διαβρώνει την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης σε μια παγκοσμιοποιημένη αγορά· τρίτον, να είναι συμβατή με τη μείωση του δημόσιου χρέους και την αύξηση της δημόσιας αποταμίευσης, ώστε να χρηματοδοτούνται οι δημόσιες επενδύσεις που είναι απαραίτητες για την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης και για την αντιμετώπιση της πρόκλησης την οποία αντιπροσωπεύει για το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο η γήρανση του πληθυσμού·

4.   χαιρετίζει τις διαδικαστικές αλλαγές που εισήγαγε η Επιτροπή στον συντονισμό της οικονομικής πολιτικής και της πολιτικής για την απασχόληση προσδίδοντας στους γενικούς προσανατολισμούς οικονομικής πολιτικής μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα, εξασφαλίζοντας την αμοιβαία στήριξη με τις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση και ενσωματώνοντας τη στρατηγική για τη βιώσιμη ανάπτυξη· πιστεύει ότι αυτό θα έπρεπε να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο με τη συσσωμάτωση των δημοσιονομικών πολιτικών και των πολιτικών στον τομέα της προσφοράς, μαζί με τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού καθεστώτος, κατά τρόπο εναρμονισμένο με τη νομισματική πολιτική· πιστεύει ότι όλες αυτές οι διαδικασίες πρέπει να συναρθρωθούν και να χρησιμοποιηθούν ως ένα προκαταρκτικό πλαίσιο στο οποίο θα βασιστεί η έγκριση του προϋπολογισμού της ΕΕ και των εθνικών προϋπολογισμών· τέλος, πιστεύει ότι η διαδικασία αυτή πρέπει να συμπεριλάβει τόσο τους κοινωνικούς εταίρους όσο και τα υπό προσχώρηση κράτη μέλη·

5.   τονίζει ότι η αυστηρή νομισματική επαγρύπνηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) πρέπει να διατηρηθεί λόγω του επίμονα υψηλού βασικού πληθωρισμού, ιδιαίτερα στον τομέα των υπηρεσιών· υποστηρίζει σθεναρά, ως μέσο για την τιθάσευση του πληθωρισμού, τη μισθολογική συγκράτηση και τη σύνδεση των μισθολογικών αυξήσεων με την παραγωγικότητα· θεωρεί ότι η ελευθέρωση των αγορών, με τη στήριξη μέτρων για την αύξηση της διαφάνειας των τιμών και σε συνδυασμό με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την αύξηση της παραγωγικότητας, θα μειώσει τις πληθωριστικές πιέσεις, αφήνοντας τελικά στην ΕΚΤ μεγαλύτερη ευχέρεια χειρισμών, ιδιαίτερα εάν η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ βλάπτει τις ευρωπαϊκές εξαγωγές·

6.   τονίζει την προσήλωση του Κοινοβουλίου στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) και υποστηρίζει την έξυπνη και ευέλικτη εφαρμογή του με τους τρόπους που προτείνει η Επιτροπή, ιδίως με μεγαλύτερη έμφαση στα συνολικά χρεωστικά επίπεδα κάθε κράτους μέλους και με συνεκτίμηση των αναγκών για δημόσιες επενδύσεις – ειδικότερα όταν η Επιτροπή θεωρεί τις επενδύσεις αυτές σύμφωνες με τη στρατηγική της Λισσαβώνας και της Στοκχόλμης, και για το λόγο αυτό, σύμφωνες με το κοινό συμφέρον· σημειώνει με απογοήτευση ότι πρόσφατα διάφορα κράτη μέλη που εξακολουθούν να εμφανίζουν υψηλά διαρθρωτικά ελλείμματα δεν έχουν σημειώσει πρόοδο στην κατεύθυνση της επίτευξης σχεδόν ισοσκελισμένων ή και πλεονασματικών δημοσιονομικών θέσεων, ματαιώνοντας την ενδεδειγμένη λειτουργία των αυτόματων σταθεροποιητών· πιστεύει ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν εκπλήρωσαν το καθήκον τους στα χρόνια της οικονομικής άνθησης που προηγήθηκε της κάμψης, διότι δεν προειδοποίησαν εγκαίρως τα κράτη μέλη για αντενδεικνυόμενες δημοσιονομικές πολιτικές·

7.   πιστεύει ότι, για να αυξηθούν τα επίπεδα απασχόλησης και παραγωγικότητας, είναι απαραίτητο να επιταχυνθούν οι διορθωτικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να εξαλειφθούν οι δυσκαμψίες που παρεμποδίζουν την οικονομική ανάπτυξη, και ότι εν προκειμένω θα χρειαζόταν πρώτα να εντοπισθούν οι δυσκαμψίες αυτές (όπως είχε γίνει με τη Λευκή Βίβλο του 1984 για την εσωτερική αγορά)· επιπλέον πιστεύει ότι απαιτείται ισχυρή πολιτική βούληση για την εφαρμογή αυτών των μεταρρυθμίσεων, οι οποίες πάντοτε απαιτούν πρώτα θυσίες και μόνο ύστερα αποφέρουν οφέλη· τονίζει κατά συνέπεια ότι ο κοινωνικός διάλογος αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την επιτυχία των μεταρρυθμίσεων, οι οποίες πρέπει να ενισχύουν το αίσθημα ευθύνης των οικονομικών παραγόντων και των κοινωνικών εταίρων με στόχο την πρόληψη της επιδείνωσης των ανισοτήτων, την ενθάρρυνση μιας θετικής κινητικότητας και την καταπολέμηση του αποκλεισμού·

8.   πιστεύει ότι ένα υψηλό επίπεδο των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων είναι το κλειδί για την αύξηση της παραγωγικότητας και την πλήρη απασχόληση και ζητεί συνεπώς μια ταχεία εφαρμογή των τεχνολογικών εξελίξεων και των νέων τεχνολογιών· θεωρεί επομένως απαραίτητο να αυξηθούν σημαντικά, στον προϋπολογισμό της ΕΕ και στους εθνικούς προϋπολογισμούς, οι πόροι που προορίζονται για την εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτιση, τους κλάδους υψηλής τεχνολογίας, όπως είναι οι τεχνολογίες της πληροφορίας και των επικοινωνιών και της φιλοπεριβαλλοντικής παραγωγής, την Ε&Α (Έρευνα και Ανάπτυξη), καθώς επίσης τις υποδομές, τους κλάδους των διευρωπαϊκών δικτύων και τις συμπράξεις μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, προκειμένου να επιτευχθούν ποσοτικοί στόχοι σε όλους τους εν λόγω τομείς· θεωρεί επίσης ότι πρέπει να αυξηθούν οι φορολογικές ελαφρύνσεις για δαπάνες και επενδύσεις στις δραστηριότητες αυτές· υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα της θέσπισης του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας·

9.   τονίζει πόσο σημαντική είναι η προώθηση της παραγωγικής, μεταποιητικής και ευρύτερα βιομηχανικής βάσης της Ευρώπης και επισημαίνει ότι η μελλοντική επιλογή για την οικονομία της Ευρώπης δεν πρέπει να είναι ένα οικονομικό μοντέλο που θα βασίζεται αποκλειστικά στις υπηρεσίες· τονίζει πόσο σημαντική είναι η διεξοδική εξέταση των νέων νομοθετημάτων μέσω εκτίμησης επιπτώσεων και ζητεί από την Επιτροπή να διευρύνει τον κατάλογο των πιλοτικών μέτρων για τα οποία ήδη προβλέπεται τριπλή αξιολόγηση (οικονομική, απασχόλησης και περιβαλλοντικών επιπτώσεων) κατά το 2003, συμπεριλαμβάνοντας τις επικείμενες προτάσεις της Επιτροπής για την πολιτική στον κλάδο των χημικών προϊόντων και την τιμολόγηση της υποδομής μεταφορών· τονίζει επίσης τη σπουδαιότητα μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης κατά την εφαρμογή διάφορων μέτρων που εντάσσονται στην πολιτική της ΕΕ για την κλιματική μεταβολή, προκειμένου να διασφαλισθεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ενεργοβόρου βιομηχανίας της Ευρώπης·

10.   δεδομένης της σημαντικής τρωτότητας που παρουσιάζει η οικονομία της Ευρώπης έναντι της άκρας μεταβλητότητας των τιμών του πετρελαίου, καθώς και του εκκρεμούς ερωτήματος για το πότε θα εξαντληθούν τα αποθέματα, η Ευρώπη πρέπει να αναγάγει τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σε πολιτική προτεραιότητας και όχι μόνο να επενδύει στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αλλά και να χρησιμοποιεί ολοένα περισσότερο τα υπάρχοντα και μελλοντικά αποτελέσματα της σχετικής έρευνας ώστε να ηγηθεί της επόμενης βιομηχανικής επανάστασης στον τομέα αυτό, παρόμοια όπως έκαναν οι ΗΠΑ με τον τομέα των τεχνολογιών της πληροφορίας·

11.   επισημαίνει ότι οι στόχοι της Λισσαβώνας θα επιτευχθούν μόνο αν προωθηθεί στην Ευρώπη μια κουλτούρα επιχειρηματικότητας· θεωρεί ως εκ τούτου ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη και την απασχόληση· πρώτον, ζητεί μέτρα για τη διευκόλυνση της γρήγορης σύστασης νέων εταιρειών με τη χρησιμοποίηση νέων τεχνολογιών και την καθιέρωση καθεστώτων υστερόχρονης εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων· δεύτερον, ζητεί απλοποίηση του ρυθμιστικού περιβάλλοντος· τρίτον, ζητεί να βρεθούν τρόποι μείωσης του κόστους των κεφαλαίων για τις ΜΜΕ και διευκόλυνσης της πρόσβασης σε κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου· επισημαίνει ότι πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά οι εξελίξεις όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων της Βασιλείας ΙΙ και ενθαρρύνει το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων να εντείνει τις προσπάθειές του όσον αφορά τα συστήματα εγγύησης πιστώσεων· επίσης, ενθαρρύνει τα κράτη να καταβάλουν σοβαρές προσπάθειες για την υλοποίηση των υποσχέσεων που περιέχονται στον Χάρτη των ΜΜΕ·

12.   πιστεύει ότι η κατάλληλη και έγκαιρη μεταφορά των οδηγιών της ΕΕ στην εθνική νομοθεσία έχει θεμελιώδη σημασία για την πρόοδο της εσωτερικής αγοράς και ότι οι σημερινές διαδικασίες επί παραβάσει δεν έχουν αρκετά καταναγκαστικό χαρακτήρα· καλεί συνεπώς την Επιτροπή να εντείνει την πίεση στα κράτη μέλη που δεν μεταφέρουν πλήρως σημαντικές οδηγίες·

13.   πιστεύει ότι χρειάζεται περαιτέρω πρόοδος στην κατεύθυνση της επίτευξης μιας περισσότερο δυναμικής και ενοποιημένης εσωτερικής αγοράς· καλεί τα κράτη μέλη να ελευθερώσουν περαιτέρω τις υπηρεσίες γενικού ενδιαφέροντος και τους κλάδους δικτυακών υποδομών, όπου το μερίδιο αγοράς των κατεστημένων φορέων παραμένει υψηλό και ο ανταγωνισμός εξακολουθεί να είναι ανεπαρκής, όπως συμβαίνει μεταξύ άλλων στην περίπτωση των ταχυδρομικών υπηρεσιών, των τηλεπικοινωνιών, του ηλεκτρισμού και φωταερίου, των σιδηροδρομικών και αεροπορικών μεταφορών, καθώς και των ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων· τονίζει ότι πρέπει να εξασφαλισθεί η καθολικότητα, η υψηλή ποιότητα και η λογική τιμή των υπηρεσιών γενικού ενδιαφέροντος από τα κοινοτικά θεσμικά όργανα σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο· τέλος, θεωρεί ότι η διασύνδεση δικτύων μεταξύ κρατών μελών είναι ιδιαίτερα σημαντική εν όψει της διεύρυνσης της ΕΕ· επικροτεί την πρωτοβουλία της εκπόνησης Πράσινης Βίβλου για τις υπηρεσίες γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος και εκφράζει την επιθυμία να επιτρέψει η συζήτηση αυτή τη χάραξη και τη δρομολόγηση μιας κοινοτικής στρατηγικής για τις υπηρεσίες γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος, η οποία είναι απαραίτητη για την επίτευξη των στόχων της Λισσαβώνας·

14.   ζητεί την πλήρη και έγκαιρη εφαρμογή τόσο του σχεδίου δράσης για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες όσο και του σχεδίου δράσης για τα κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου· ζητεί να αναπτυχθούν οι αγορές των κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου και να αναβαθμισθεί ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων (ΕΤΑΕ)· πιστεύει ότι, σε πλαίσιο αυξανόμενης ενοποίησης των χρηματοπιστωτικών αγορών στην Ευρώπη, χρειάζεται μεγαλύτερος συντονισμός των εθνικών εποπτικών αρχών, ο οποίος θα μπορούσε τελικά να οδηγήσει σε ενιαία ευρωπαϊκή εποπτική αρχή·

15.   υπογραμμίζει ότι η χρηματοπιστωτική αγορά παρουσιάζει συγχρόνως σοβαρές ανεπάρκειες όσον αφορά την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών των ΜΜΕ, της εδαφικής ανάπτυξης και των δικτυακών υποδομών· ζητεί συνεπώς να καταστρωθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο μια κατάλληλη πολιτική χρηματοδότησης που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες αυτές·

16.   τονίζει ότι η χρηματιστηριακή κρίση αποκαλύπτει τις δυσλειτουργίες της διοίκησης των επιχειρήσεων, δυσλειτουργίες που πλήττουν και την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ζητεί να εγκριθεί ένα φιλόδοξο κοινοτικό σχέδιο, βάσει της έκθεσης Winter, όσον αφορά το δίκαιο των εταιρειών και τη διοίκηση των επιχειρήσεων·

17.   ζητεί να καταβληθούν σημαντικές προσπάθειες για την αύξηση των ποσοστών απασχόλησης, ιδίως των γυναικών, των αναπήρων και των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας, με τα ακόλουθα μέτρα: πρώτον, φορολογικά κίνητρα για τις επιχειρήσεις που προσλαμβάνουν άτομα αυτών των κατηγοριών προτεραιότητας, όπως μειώσεις του φόρου εισοδήματος που συνδέονται με τη δημιουργία θέσεων εργασίας και μείωση των φόρων επί της εργασίας (συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών), ιδίως για τους χαμηλόμισθους εργαζομένους, κάτι που θα έπρεπε να αντισταθμιστεί με αύξηση της έμμεσης φορολογίας αν απειληθεί η δημοσιονομική σταθερότητα· δεύτερον, αύξηση της πραγματικής ηλικίας συνταξιοδότησης, μέσω εκούσιας απόφασης των εργαζομένων η οποία θα στηρίζεται από αύξηση του προσδοκώμενου επιπέδου της σύνταξης και από κίνητρα για τις επιχειρήσεις που δεν μειώνουν την απασχόληση των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας· τρίτον, προώθηση όλων των πτυχών της ποιότητας της εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της υγείας και της ασφάλειας στον χώρο εργασίας· τέλος, ζητεί να χαραχθούν περιφερειακές και τοπικές στρατηγικές απασχόλησης·

18.   ζητεί να υπάρξει μεγαλύτερη κινητικότητα των εργαζομένων στο εσωτερικό της ΕΕ, με την αύξηση των κινήτρων για μετακίνηση από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, με τη μείωση της γραφειοκρατίας, με τη διευκόλυνση της είσπραξης πληρωμών κοινωνικής ασφάλισης σε ολόκληρη την Ευρώπη και με την αναγνώριση των διπλωμάτων, της επαγγελματικής πείρας, των τυπικών προσόντων και των εισφορών στους συνταξιοδοτικούς οργανισμούς· πιστεύει ότι πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην εκπαίδευση, στην κατάρτιση μέσω της εργασίας, στη διά βίου μάθηση και στη βελτίωση των δεξιοτήτων, με έμφαση στις γλωσσικές δεξιότητες·

19.   ζητεί να επιταχυνθεί η διαδικασία άρσης των φορολογικών διατάξεων που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό· τονίζει την ανάγκη να εφαρμοσθεί η δέσμη μέτρων φορολογίας της αποταμίευσης που εγκρίθηκε πρόσφατα· καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο να προωθήσουν τη διαδικασία σύγκλισης του ΦΠΑ (ώστε να ισχύσει η αρχή της χώρας καταγωγής) και της ενεργειακής φορολογίας· ζητεί μέτρα που να παρέχουν στις εταιρείες μια ενοποιημένη βάση φόρου εταιρειών για τις δραστηριότητες τις οποίες αναπτύσσουν στην κλίμακα της ΕΕ· τέλος, ζητεί να υπάρξει συμφωνία σχετικά με κοινές αρχές για τη φορολογία των ταμείων επικουρικής συνταξιοδότησης στην Ευρώπη·

20.   πιστεύει ότι, στις συνθήκες αυξημένης ευελιξίας της ευρωπαϊκής οικονομίας της αγοράς, χρειάζεται μια ισοδύναμη εταιρική κοινωνική ευθύνη εκ μέρους του ιδιωτικού τομέα προκειμένου να διατηρηθεί το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο· πιστεύει ότι η Επιτροπή πρέπει να καθορίσει και να δημιουργήσει έναν "πίνακα επιδόσεων"; στον τομέα της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης·

21.   ζητεί να υπάρχει κατάλληλη διεθνής εκπροσώπηση της ζώνης του ευρώ στους διεθνείς και πολυμερείς οργανισμούς· ζητεί να τιμολογούνται τα βασικά εμπορεύματα και οι ενεργειακές προμήθειες σε ευρώ, στο μέτρο του δυνατού, ώστε να παρέχεται μεγαλύτερη βεβαιότητα στις εμπορικές συναλλαγές και να αποφεύγεται η διπλή μεταβλητότητα της τιμής του εμπορεύματος και της συναλλαγματικής ισοτιμίας·

22.   ζητεί για μια ακόμη φορά την πλήρη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη χάραξη και εφαρμογή των γενικών προσανατολισμών οικονομικής πολιτικής της ΕΕ· πιστεύει ότι οι θέσεις του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου πρέπει να έχουν την ίδια βαρύτητα στην ετήσια έγκριση των γενικών προσανατολισμών οικονομικής πολιτικής με βάση πρόταση της Επιτροπής· τονίζει την ανάγκη μεγαλύτερης συμμετοχής των εθνικών κοινοβουλίων στη διαδικασία αυτή·

23.   αναθέτει στoν Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών και στους κοινωνικούς εταίρους.

(1) Αριθ. 5/2002 Ευρωπαϊκή Οικονομία, ISSN 0379-0991.
(2) ΕΕ C 293 Ε της 28.11.2002, σ. 75.
(3) ΕΕ C 293 Ε της 28.11.2002, σ. 84.


Ετήσια αξιολόγηση της εφαρμογής των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης
PDF 302kWORD 56k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την ετήσια αξιολόγηση της εφαρμογής των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης (2002/2288(INI))
P5_TA(2003)0090A5-0047/2003

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

-   έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των γενικών προσανατολισμών οικονομικής πολιτικής του 2002 (COM(2003) 4),

-   έχοντας υπόψη την τελική έκθεση της 20ής Ιανουαρίου 2003 που υπέβαλε η ομάδα εμπειρογνωμόνων της TEPSA προς την Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής σχετικά με τους γενικούς προσανατολισμούς οικονομικής πολιτικής για το 2003,

-   έχοντας υπόψη τις αποφάσεις των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια της Λισσαβώνας (2000), του Γκέτεμποργκ (2001) και της Βαρκελώνης (2002),

-   έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 12ης Μαρτίου 2003 σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τα δημόσια οικονομικά στην ΟΝΕ το 2002(1),

-   έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την ενίσχυση του συντονισμού των δημοσιονομικών πολιτικών (COM(2002) 668),

-   έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την αναγκαιότητα και τα μέσα αναβάθμισης της ποιότητας των δημοσιονομικών στατιστικών (COM(2002) 670),

-   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής "Η οικονομία της ΕΕ: Επισκόπηση 2002" (ECFIN/475/02-EN),

-   έχοντας υπόψη το υπόμνημα της Επιτροπής σχετικά με τις οικονομικές προβλέψεις του φθινοπώρου του 2002 (European Economy τεύχος 5/2002),

-   έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τον εξορθολογισμό των ετήσιων κύκλων συντονισμού της οικονομικής πολιτικής και της πολιτικής για την απασχόληση (COM(2002) 487) και το σχετικό ψήφισμά του, της 5ης Δεκεμβρίου 2002(2),

-   έχοντας υπόψη το άρθρο 99 της Συνθήκης ΕΚ και το άρθρο 41 του Κανονισμού του,

-   έχοντας υπόψη τις ετήσιες προσαρμογές των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης, που καταρτίσθηκαν από τα κράτη μέλη ανάμεσα στον Οκτώβριο του 2002 και το Φεβρουάριο του 2003, καθώς και τη θέση του Συμβουλίου των Υπουργών Οικονομίας/ Οικονομικών (ECΟFIN ) της 21ης Ιανουαρίου 2003 για τα προγράμματα αυτά,

-   έχοντας υπόψη το άρθρο 163 του Κανονισμού του,

-   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής (A5-0047/2003),

Α  . επισημαίνοντας ότι, με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ), υπάρχει σημαντική πρόοδος όσον αφορά την αξιολόγηση της δημοσιονομικής σύγκλισης στο πλαίσιο της δημοσιονομικής εποπτείας των κρατών μελών, και ότι η ενσωμάτωση του ύψους και της εξέλιξης του δημόσιου χρέους στις αξιολογήσεις αυτές, καθώς και τεκμηριωμένη ανάλυση θα μπορούσαν να προσδώσουν μεγαλύτερη ευελιξία στην εφαρμογή του ΣΣΑ,

Β  . επισημαίνοντας ότι η νομισματική πολιτική είναι σε κάθε περίπτωση ομοιόμορφη για όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ, ενώ, λόγω των αποκλίσεων στους εθνικούς ρυθμούς πληθωρισμού και στις αναπτυξιακές προοπτικές, καθίσταται διαρκώς πλέον αναγκαία η θέσπιση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα καταστήσουν δυνατή την επίτευξη παρόμοιων επιπέδων με τις χαμηλότερες δυνατές ονομαστικές τιμές,

Γ  . επισημαίνοντας ότι οι οικονομικές και νομισματικές προβλέψεις για το 2003 επηρεάζονται έντονα από τις λανθασμένες εκτιμήσεις που περιέχονταν στις προβλέψεις για τα έτη 2001 και 2002· ότι τα σφάλματα αυτά οφείλονταν στην παθητική πολιτική αναμονής της αμερικανικής ανάκαμψης, ενώ η Ευρώπη χρειάζεται επειγόντως διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις,

Δ  . επισημαίνοντας ότι η ανατίμηση του ευρώ θα μπορούσε να παρεμποδίσει τις ευρωπαϊκές εξαγωγές των λιγότερο ανταγωνιστικών προϊόντων· ότι υπάρχει ολοένα εντονότερη ανάγκη να ενθαρρυνθεί και να τονωθεί η καινοτομία, ούτως ώστε να οδηγεί και στην αύξηση της εσωτερικής ζήτησης, μέσω μιας συνεπούς επενδυτικής πολιτικής που θα κινείται μέσα στο πλαίσιο των στόχων της στρατηγικής της Λισσαβώνας,

Ε  . υπενθυμίζοντας ότι, από νομική άποψη, ο συντονισμός των οικονομικών πολιτικών δεν συνιστά δυνατότητα για τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά υποχρέωση, δεδομένου ότι το άρθρο 99, παράγραφος 1 της Συνθήκης ΕΚ ορίζει ότι τα κράτη μέλη θεωρούν τις οικονομικές τους πολιτικές θέμα κοινού ενδιαφέροντος και τις συντονίζουν στο πλαίσια του Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 98 και καθορίζει τους στόχους της συνεργασίας αυτής, η οποία πρέπει να συμβάλλει στην υλοποίηση των στόχων της Κοινότητας, όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 2,

Ζ  . επισημαίνοντας ότι οι κατευθυντήριες γραμμές της οικονομικής πολιτικής που θα προκύψουν από το εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πρέπει να στρέφονται εντονότερα προς μεσοπρόθεσμες πολιτικές· εφιστώντας, ωστόσο, την προσοχή στο γεγονός ότι κάθε σοβαρή επιβράδυνση της οικονομίας, όπως η παρούσα, υπογραμμίζει σαφώς στα κράτη μέλη την αναγκαιότητα αναθεώρησης της εθνικής τους οικονομικής πολιτικής, καθόσον, όταν εφαρμοσθεί, μόνον μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα οδηγεί σε θετικά αποτελέσματα,

Η  . επισημαίνοντας ότι υπάρχει ισχυρή οικονομική αλληλεξάρτηση στην εσωτερική αγορά και ότι ο αποτελεσματικός συντονισμός της οικονομικής πολιτικής με στόχο την προώθηση των επενδύσεων και την πραγματοποίηση των προβλεπομένων από τη διαδικασία της Λισσαβώνας διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, εφαρμοζομένων ταυτόχρονα σε ολόκληρη την ΕΕ, αποτελεί το δραστικότερο μέσο για την καταπολέμηση της αναπτυξιακής κρίσης,

Θ  . επισημαίνοντας ότι τα τελευταία χρόνια η αγορά εργασίας της ζώνης του ευρώ αποδείχτηκε τόσο άκαμπτη, ώστε να αποτελέσει σημαντική αιτία ανεργίας, γεγονός το οποίο πρέπει να αναδείξει την αγορά εργασίας σε τομέα προτεραιότητας για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε ορισμένα κράτη μέλη,

Ι  . εκτιμώντας ότι η οικονομική ανάπτυξη, η οποία κατά το παρελθόν υποστηριζόταν από την εσωτερική αγορά και τη δύναμη των εξαγωγών, επιβραδύνθηκε και ότι, παρ" όλα αυτά, η Επιτροπή συνέχισε να δημοσιεύει υπεραισιόδοξες προβλέψεις· θεωρώντας ότι παραμένουν σοβαρές αβεβαιότητες σχετικά με την εξέλιξη της τιμής του πετρελαίου, την ισοτιμία μεταξύ ευρώ και δολαρίου, την αδυναμία των χρηματιστηριακών αγορών και τις οικονομικές συνέπειες της κρίσης του Ιράκ,

ΙΑ  . επισημαίνοντας ότι πάντοτε στο παρελθόν οι αναπτυξιακές στρατηγικές της ΕΕ ήταν προσανατολισμένες στις εξαγωγές, αλλά τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη προήλθε από την αύξηση της απασχόλησης στην ΕΕ, και ότι, μολονότι η Επιτροπή παρέχει αισιόδοξες εκτιμήσεις για αύξηση των εξαγωγών της ζώνης του ευρώ κατά 5% περίπου το 2003, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές αβεβαιότητες λόγω της έντονης μεταβλητότητας των τιμών του πετρελαίου, της ανατίμησης του ευρώ, των αμφιβολιών για την ικανότητα της ΕΕ να σχεδιάσει και υλοποιήσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, της παρατεινόμενης αδυναμίας των χρηματιστηρίων, καθώς και των οικονομικών συνεπειών του πιθανού πολέμου στη Μέση Ανατολή,

1.   υπενθυμίζει ότι η επιδίωξη ισοσκελισμένου προϋπολογισμού αποτελεί σημαντική βάση για την αειφόρο οικονομική ανάπτυξη· επισημαίνει ότι οι ελλείψεις στη δημοσιονομική πολιτική ορισμένων κρατών στο πλαίσιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης είναι δυνατόν να βλάψουν όλους τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές·

2.   χαιρετίζει την εξαιρετικά ικανοποιητική εφαρμογή των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης στα περισσότερα κράτη μέλη και ενθαρρύνει τα υπόλοιπα να ακολουθήσουν αυτό το παράδειγμα· επαινεί την προαναφερθείσα ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την ενίσχυση του συντονισμού των δημοσιονομικών πολιτικών, την οποία θεωρεί χρήσιμο βήμα για τη διευκρίνιση και θέση σε εφαρμογή της σχετικής διαδικασίας·

3.   τονίζει την ανάγκη βελτίωσης της επόπτευσης του προϋπολογισμού από τα κράτη μέλη και τις συνέχισης της ελαστικής εφαρμογής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης· επισημαίνει ότι τούτο πρέπει να περιλαμβάνει, σε χώρες με υπερβολικά ελλείμματα προϋπολογισμού, συνεχείς περικοπές του καθαρού νέου χρέους κατά 0,5% ετησίως και διατήρηση του χρέους αυτού κάτω του 3%, καθώς και την επιμονή στο στόχο που συνίσταται στη διατήρηση του συνολικού χρέους σε ποσοστό κάτω του 60%·

4.   θεωρεί ότι η πολλαπλότητα των δεικτών θα επιτρέπει στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο να διατυπώνουν συστάσεις και έγκαιρες προειδοποιήσεις που να λαμβάνουν υπόψη τις σοβαρότερες περιπτώσεις· τονίζει την ανάγκη να ενθαρρυνθούν σαφώς οι επενδύσεις έναντι των τακτικών δαπανών, καθώς και να επιτευχθεί γενική μείωση της φορολογικής πίεσης με στόχο την αύξηση του ενεργού πληθυσμού αλλά και την συνέχιση των ενεργών δραστηριοτήτων κατά τη μετάβαση στην τρίτη ηλικία, εφόσον υπάρχουν αρνητικές προβλέψεις για το κόστος των συνταξιοδοτικών συστημάτων·

5.   θεωρεί ότι οι συστάσεις και οι έγκαιρες προειδοποιήσεις πρέπει στο μέλλον να αναλαμβάνονται και να διατυπώνονται αυτόνομα από την Επιτροπή και ότι το Συμβούλιο δεν θα έπρεπε να αποφασίζει σχετικά·

6.   τονίζει ότι, αν και η πολυμερής εποπτεία των δημοσιονομικών πολιτικών, με στόχο την επίτευξη σύγκλισης στο πλαίσιο του ΣΣΑ, είναι ευκολότερο να εφαρμοσθεί σε φάσεις ανάπτυξης των εθνικών οικονομιών, πρέπει επίσης να ασκείται με αυστηρή τήρηση του ΣΣΑ και σε φάσεις ύφεσης, έχοντας κατά νου ότι, υπό τη σημερινή μορφή του, το Σύμφωνο παρέχει αισθητή ευελιξία σε δοκιμαζόμενες οικονομίες· επισημαίνει ότι τα κράτη μέλη που συμμορφώνονται περισσότερο με το ΣΣΑ σε καλές περιόδους συνήθως αποδίδουν καλύτερα και σε περιόδους γενικευμένης ύφεσης·

7.   προτείνει, όσον αφορά τα διάφορα έγγραφα που θα αξιολογηθούν στο εαρινό Συμβούλιο του 2003, να τεθούν οι στόχοι της στρατηγικής της Λισσαβώνας και του Γκέτεμποργκ στο κέντρο της πολιτικής της ΕΕ και του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών, με στόχο την ενίσχυση της ανάπτυξης κατά την προσεχή οκταετία και την αποφυγή αποκλίσεων και αντιφάσεων·

8.   προτείνει να ενσωματωθούν με συνεκτικό τρόπο οι στόχοι της στρατηγικής της Λισσαβώνας σε όλους τους μηχανισμούς οικονομικής και χρηματοπιστωτικής πολιτικής (στους ΓΠΟΠ, στον συντονισμό των δημοσιονομικών πολιτικών, στον εξορθολογισμό των ετήσιων κύκλων συντονισμού της οικονομικής πολιτικής και της πολιτικής απασχόλησης) με στόχο να καλυφθούν οι καθυστερήσεις που έχουν συσσωρευθεί και να επιτευχθούν έως το 2010 αισθητά αποτελέσματα από την εφαρμογή αυτής της στρατηγικής·

9.   χαιρετίζει το γεγονός ότι τα εθνικά προγράμματα σταθερότητας οριστικοποιούνται πριν την εγκαθίδρυση της πολιτικής συντονισμού, έτσι ώστε να βελτιωθεί η θέση μας κατά την εκτίμηση των διαθέσιμων χρηματοδοτικών μέσων για οποιαδήποτε οικονομική πολιτική και να αποφευχθεί η αυθαίρετη επανερμηνεία του ΣΣΑ, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι επιθυμίες υψηλοτέρων δαπανών που ανακύπτουν περιστασιακά κατά τον συντονισμό των πολιτικών·

10.   υπογραμμίζει, εν προκειμένω, ότι οι στρατηγικές αυτές θα έπρεπε να οδηγήσουν στην έγκριση του πρωταρχικού στόχου, της εξασφάλισης μιας πολιτικής δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων σε τομείς όπως η καινοτομία, η διά βίου μάθηση, η δημιουργία υποδομής και η βιώσιμη ανάπτυξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως μάλιστα όταν οι τομείς αυτοί αναγνωρίζονται από την Επιτροπή και κρίνονται ως τομείς κοινού ενδιαφέροντος·

11.   συμμερίζεται τη γνώμη της Επιτροπής ότι η καταλληλότερη απάντηση στην οικονομική επιβράδυνση είναι η στρατηγική της Λισσαβώνας, σε συνδυασμό με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε επίπεδο κρατών μελών, και καλεί τα κράτη μέλη να προβούν σε άμεση και ταυτόχρονη εφαρμογή των προτεραιοτήτων που τέθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβώνας (2000) και του Γκέτεμποργκ (2001), προκειμένου ιδίως να μειωθούν αισθητά τα αντικίνητρα προς εργασία σε ορισμένα κράτη μέλη και να αυξηθούν οι δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις στην εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτιση, στην έρευνα και την καινοτομία σε προϊόντα και διεργασίες, καθώς και στην ανάπτυξη και υλοποίηση νέων προϊόντων και υπηρεσιών, με έμφαση στις εφαρμογές και διασυνδέσεις τις οποίες καθιστούν δυνατές οι νέες τεχνολογίες· συνιστά να χορηγηθεί χρηματοδότηση στην εκπαίδευση, στην επαγγελματική κατάρτιση, στη διά βίου μάθηση και στην έρευνα· θεωρεί ότι πρέπει να υποστηριχθούν ιδιαίτερα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που λαμβάνουν τα μέτρα αυτά·

12.   υπενθυμίζει ότι στόχος της στρατηγικής της Λισσαβώνας είναι να αυξηθεί το ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να εξασφαλισθεί η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της γήρανσης του πληθυσμού της Ευρώπης και της ανάγκης να χρηματοδοτηθούν οι συντάξεις· επισημαίνει ότι δεν έχουν επιτευχθεί οι ενδιάμεσοι στόχοι που θα επέτρεπαν στην ΕΕ να καταστεί η πλέον ανταγωνιστική οικονομία έως το έτος 2010· καλεί τα κράτη μέλη να ακολουθήσουν πολιτικές που θα επιτύχουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για τη μείωση της καθυστέρησης του επιπέδου παραγωγικότητας της ΕΕ σε σχέση με τις ΗΠΑ· ζητεί από την Επιτροπή να προτείνει σχέδιο δράσης που θα επιτρέψει στις υποψήφιες χώρες να συμμετέχουν στη διαδικασία της στρατηγικής της Λισσαβώνας·

13.   δεδομένου ότι υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα ως προς την αύξηση των εξαγωγών της ζώνης του ευρώ, ζητεί να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στην ενδογενή ανάπτυξη, η οποία εξακολουθεί να παραμένει βραδεία στην ΕΕ· συνιστά τον αναπροσανατολισμό των δημοσίων δαπανών από την κατανάλωση στις επενδύσεις, με την άμεση και συντονισμένη εφαρμογή της στρατηγικής της Λισσαβώνας σε όλα τα κράτη μέλη ταυτόχρονα, ώστε να αποβεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερο το όφελος από τον αθροιστικό οικονομικό αντίκτυπο των ακολουθουμένων πολιτικών, και να διευκολυνθεί η αύξηση του ανταγωνισμού μεταξύ των εθνικών οικονομικών πολιτικών και έτσι να προωθηθεί η ανάδειξη αποτελεσματικής οικονομίας, ικανής να αντεπεξέρχεται στις κοινωνικές ανάγκες των πολιτών·

14.   ζητεί να διαβιβάζονται εγκαίρως στο Κοινοβούλιο η αξιολόγηση της Επιτροπής και οι συστάσεις για τα προγράμματα σταθερότητας και ανάπτυξης, ούτως ώστε το Κοινοβούλιο να είναι σε θέση να παίζει τον ρόλο που του ανήκει στη διαδικασία του οικονομικού συντονισμού, στο πλαίσιο του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης (ΣΣΑ)·

15.   ζητεί από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων, στο πλαίσιο του επικειμένου εαρινού Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, να ενισχύσουν, βασιζόμενοι σε αμερόληπτη εκτίμηση, τις προσπάθειες για την εφαρμογή των αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ούτως ώστε να μην παραμείνουν ανεκπλήρωτοι οι μεγαλόπνοοι στόχοι της Λισσαβώνας·

16.   αναθέτει στoν Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, στις κυβερνήσεις και στα κοινοβούλια των κρατών μελών καθώς και στους κοινωνικούς εταίρους.

(1) P5_TA-PROV(2003)0092.
(2) P5_TA-PROV(2002)0583.


Έκθεση σύγκλισης 2002 - Σουηδία
PDF 349kWORD 44k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την έκθεση της Επιτροπής: Έκθεση σύγκλισης 2002 - Σουηδία (COM(2002) 243 - C5-0326/2002 - 2002/2170(COS))
P5_TA(2003)0091A5-0037/2003

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

-   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής (COM(2002) 243 – C5-0326/2002),

-   έχοντας υπόψη την Έκθεση Σύγκλισης 2002 της ΕΚΤ,

-   έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 20ής Νοεμβρίου 2002 για την πρόοδο που σημείωσε κάθε υποψήφια χώρα στην πορεία της προς την ένταξη(1),

-   έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 30ής Απριλίου 1998 σχετικά με την Έκθεση Σύγκλισης του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ινστιτούτου και το έγγραφο της Επιτροπής με τίτλο "ΕΥΡΩ 1999 - 25 Μαρτίου 1998 – Έκθεση για την πρόοδο της σύγκλισης και τη σχετική σύσταση ενόψει της μετάβασης στο τρίτο στάδιο της οικονομικής και νομισματικής Ένωσης"(2),

-   έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 18ης Μαΐου 2000 σχετικά με την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος από την Ελλάδα την 1η Ιανουαρίου 2001(3),

-   έχοντας υπόψη το άρθρο 47, παράγραφος 1, του Κανονισμού του,

-   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής (A5-0037/2003),

A.   λαμβάνοντας υπόψη ότι την 1η Ιανουαρίου 1999, 11 κράτη μέλη εισήλθαν στην τρίτη φάση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, και τρία χρόνια αργότερα εισήγαγαν τα χαρτονομίσματα και κέρματα του ευρώ προς αντικατάσταση των εθνικών νομισμάτων τους, κάνοντας ένα σημαντικό βήμα προς την πολιτική και οικονομική ολοκλήρωση της Ευρώπης,

B.   λαμβάνοντας υπόψη ότι εκείνη τη στιγμή, δύο κράτη μέλη θεωρήθηκαν ότι δεν πληρούσαν τα κριτήρια σύγκλισης, οπότε και κατέστησαν κράτη μέλη με παρέκκλιση· ότι η Επιτροπή και η ΕΚΤ υποχρεούνται να εξετάζουν τακτικά την πρόοδο που επιτελείται από ένα κράτος μέλος με παρέκκλιση όσον αφορά την επίτευξη των κριτηρίων· ότι ύστερα από παρόμοια εξέταση το 2000, αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα μόνο κράτος μέλος με παρέκκλιση,

Γ  . λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κράτη μέλη με παρέκκλιση υποχρεούνται να εισαγάγουν αργά ή γρήγορα το ενιαίο νόμισμα, εφόσον δεν ισχύει κάποια ειδική ρύθμιση,

Δ  . λαμβάνοντας υπόψη ότι η Σουηδία θα διεξαγάγει δημοψήφισμα σχετικά με την εισαγωγή του ευρώ στις 14 Σεπτεμβρίου 2003,

E.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή και η ΕΚΤ ενδέχεται να κληθούν σύντομα να αξιολογήσουν τη σύγκλιση στη Σουηδία,

ΣΤ  . εκτιμώντας ότι εξακολουθεί να επικρατεί σημαντική αβεβαιότητα σε ό,τι αφορά την ερμηνεία ορισμένων κριτηρίων και ειδικά του κριτηρίου της συναλλαγματικής ισοτιμίας,

Ζ  . εκτιμώντας ότι η αξιολόγηση της Σουηδίας ενδέχεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο για επόμενες χώρες που θα επιθυμούσαν να εισαγάγουν το ευρώ,

H.   εκτιμώντας ότι 10 νέα κράτη μέλη αναμένεται να ενταχθούν στην ΕΕ το 2004, εκ των οποίων κανένα δεν έχει ζητήσει ή εξασφαλίσει ειδικές ρυθμίσεις στο πεδίο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης· συνεπώς δεν έχουν καθορισθεί τέτοιες ρυθμίσεις,

Θ  . εκτιμώντας ότι τα νέα κράτη μέλη θα καταστούν κατά συνέπεια κράτη μέλη με παρέκκλιση εφόσον προσχωρήσουν στην ΕΕ,

Γενικές παρατηρήσεις

1.   θεωρεί ότι ο πρόσφατος πολιτικός θόρυβος γύρω από το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης είχε αρνητικό αντίκτυπο στη δημόσια εικόνα του ευρώ, ειδικά στις χώρες που βρίσκονται ακόμη εκτός Ευρωζώνης·

2.   θεωρεί ωστόσο ότι οι προσαρμογές στις οποίες προέβη η Επιτροπή και με τις οποίες αναγνωρίζεται ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα ενέχει μια διαρθρωτική συνιστώσα και μια συνιστώσα που συνδέεται με τον οικονομικό κύκλο, αποτελούν ένα βήμα προς την σωστή κατεύθυνση, διότι με το να δίνουν έμφαση την συνιστώσα "σταθερότητα" του συμφώνου, ενισχύουν συγχρόνως τον πυλώνα "ανάπτυξη'·

3.   υπενθυμίζει ότι η δημόσια υποστήριξη του ευρώ είναι ζήτημα ζωτικής σημασίας, καθώς οι χώρες που δεν έχουν υιοθετήσει ακόμα το ευρώ, θα το κάνουν μόνο αφού θα έχουν ζητήσει τη γνώμη των πολιτών τους με δημοψηφίσματα·

4.   επιδοκιμάζει συνεπώς την απόφαση να εφαρμοσθεί το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης με πιο ευέλικτο τρόπο· εκφράζει ωστόσο την ικανοποίησή του για το ότι η συζήτηση αυτή φαίνεται να έχει τελειώσει· επαναβεβαιώνει στον παρόν πλαίσιο ότι παραμένει ανοικτό ως προς πιθανές αλλαγές στο σύμφωνο, αλλά θεωρεί ότι προκύπτουν κίνδυνοι όταν αυτές ερμηνεύονται από το κοινό μάλλον ως λύσεις σε βραχυπρόθεσμα προβλήματα, και όχι ως αποτέλεσμα συντονισμένων πολιτικών δράσεων·

Κράτη μέλη με παρεκκλίσεις

5.   υπενθυμίζει ότι η εισαγωγή του ευρώ σε ορισμένα κράτη μέλη υπόκειται σε δημοψήφισμα· συνειδητοποιεί και αναγνωρίζει ότι το αποτέλεσμα κάθε δημοψηφίσματος μπορεί να έχει πολιτικό αντίκτυπο στη δημοκρατική νομιμότητα που δεν θα είναι δυνατό να παραγνωρισθεί και να απορριφθεί με αναφορά στη Συνθήκη·

6.   υπενθυμίζει ότι η εισαγωγή του ευρώ είναι μέρος των δεσμεύσεων της Συνθήκης, τις οποίες ένα κράτος μέλος με παρέκκλιση πρέπει αργά ή γρήγορα να εφαρμόσει·

7.   χαιρετίζει επομένως την απόφαση της Σουηδίας να διεξαγάγει εφέτος δημοψήφισμα για την καθιέρωση του ευρώ, και ελπίζει ότι και τα υπόλοιπα κράτη μέλη εκτός Ευρωζώνης θα πράξουν το ίδιο κατά το δυνατόν συντομότερα·

8.   συμφωνεί με την αξιολόγηση της Επιτροπής στο ότι η Σουηδία δεν πληροί επί του παρόντος όλα τα κριτήρια σύγκλισης·

9.   υπενθυμίζει στο παρόν πλαίσιο ότι ολόκληρη η νομοθεσία που αφορά το τρίτο στάδιο της ΟΝΕ αποτελεί μέρος του κεκτημένου το οποίο όλα τα κράτη μέλη χωρίς ειδικές ρυθμίσεις στο συγκεκριμένο πεδίο είναι υποχρεωμένα να υλοποιήσουν, καθώς επίσης και ότι ένα κράτος μέλος με παρέκκλιση απαιτείται να λάβει τα απαραίτητα μέτρα σε εθνικό επίπεδο προκειμένου να εγγυηθεί την ανεξαρτησία της εθνικής κεντρικής τράπεζας·

10.   θεωρεί, εν τούτοις, ότι, δεδομένης της παγιωμένης αρχής της υπεροχής του κοινοτικού Δικαίου, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν κανόνες που έρχονται σε αντίθεση με την κοινοτική νομοθεσία· τονίζει πάντως ότι η νομοθετική σύγκλιση μπορεί να επιτευχθεί στην πράξη ακόμη και πριν από την τροποποίηση των εθνικών νομικών διατάξεων·

11.   θεωρεί ότι επικρατεί σημαντική αβεβαιότητα σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή των κριτηρίων της συναλλαγματικής ισοτιμίας και ότι έχουν διατυπωθεί πολλές διαφορετικές απόψεις·

12.   υπενθυμίζει, στο παρόν πλαίσιο, ότι τα κριτήρια συναλλαγματικής ισοτιμίας ερμηνεύτηκαν με αρκετά ελαστικό τρόπο για τέσσερις από τις χώρες της πρώτης ομάδας·

13.   καλεί συνεπώς την Επιτροπή να προβεί σε αυθεντική ερμηνεία του κριτηρίου της συναλλαγματικής ισοτιμίας, με ιδιαίτερη έμφαση στο πώς αυτό ερμηνεύτηκε στο παρελθόν και στις τυχόν αλλαγές που χρειάζεται να γίνουν μετά την εισαγωγή του ευρώ·

14.   υπογραμμίζει, επί του προκειμένου, τη σημασία μιας ρεαλιστικής ερμηνείας του κριτηρίου, ιδιαίτερα ενόψει του γεγονότος ότι πολλά από τα νέα κράτη μέλη θα έχουν επιτύχει σημαντικό βαθμό σταθερότητας των συναλλαγματικών ισοτιμιών με μέσα άλλα από το ΜΣΙ-ΙΙ, π.χ. μέσω ειδικών νομισματικών ρυθμίσεων·

15.   θεωρεί ότι, πέραν της επίτευξης των κριτηρίων σύγκλισης, η Σουηδία πρέπει να επιδιώξει ενεργά την εφαρμογή διαρθρωτικών αλλαγών και να λάβει μέτρα για την τόνωση του ανταγωνισμού ώστε να προετοιμαστεί για την ένταξή της στην Ευρωζώνη· θεωρεί ότι αυτό είναι ιδιαίτερα απαραίτητο στην περίπτωση της Σουηδίας, καθώς η μετάβαση στο ευρώ θα συνοδεύεται από απόλυτη διαφάνεια των τιμών σε μια χώρα όπου το γενικό επίπεδο τιμών είναι υψηλότερο σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης·

16.   καλεί την Επιτροπή να παρουσιάσει μελέτη σχετικά με το πώς λειτούργησε το θεσμικό πλαίσιο κατά τη διαδικασία μετάβασης στις δώδεκα χώρες ώστε να μπορούν να γίνουν οι ενδεχόμενα απαραίτητες προσαρμογές για μελλοντικές μεταβάσεις· θεωρεί ότι ειδικά η Επιτροπή θα πρέπει να επικεντρωθεί στο ζήτημα του κατά πόσον το ρυθμιστικό πλαίσιο έχει προβλεφθεί με ικανοποιητικό τρόπο προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο αύξησης των τιμών λόγω της μετάβασης, καθώς και να εξετάσει εάν οι σημερινές αξίες των κερμάτων και χαρτονομισμάτων του ευρώ είναι οι κατάλληλες·

o
o   o

17.   αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, την Επιτροπή, τα εθνικά Κοινοβούλια και τα κοινοβούλια των υποψήφιων χωρών.

(1) Ρ5_ΤΑ(2002) 536.
(2) ΕΕ C 152 της 18.5.1998, σ. 33.
(3) ΕΕ C 59 της 23.2.2001, σ. 236.


Δημόσια οικονομικά στην ΟΝΕ - 2002
PDF 290kWORD 56k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - Δημόσια οικονομικά στην ΟΝΕ - 2002 (COM(2002) 209 - C5-0324/2002 - 2002/2168(COS))
P5_TA(2003)0092A5-0018/2003

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

-   έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής (COM(2002) 209 – C5-0324/2002),

-   έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την ενίσχυση του συντονισμού των δημοσιονομικών πολιτικών (CΟΜ(2002) 668),

-   έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής - Διαρθρωτικοί δείκτες (CΟΜ(2002) 551),

-   έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την αναγκαιότητα και τα μέσα αναβάθμισης της ποιότητας των δημοσιονομικών στατιστικών (CΟΜ(2002) 670),

-   έχοντας υπόψη τις φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις 2002-2004 της Επιτροπής για την ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση (αριθ. 5/2002),

-   έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής του Σεπτεμβρίου του 2002 σχετικά με τις δημοσιονομικές προκλήσεις στη ζώνη του ευρώ,

-   έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής του Ιουλίου 2002 σχετικά με τη ζώνη ευρώ στην παγκόσμια οικονομία – απολογισμός των τριών πρώτων ετών (COM (2002) 332),

-   έχοντας υπόψη την απόφαση 2002/923/EK του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στην Πορτογαλία - Εφαρμογή του άρθρου 104 παράγραφος 6 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας(1) καθώς και την έγκριση σύστασης όσον αφορά τα απαραίτητα μέτρα για την αντιμετώπιση του ελλείμματος,

-   έχοντας υπόψη την σύσταση του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2002, για τους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών και της Κοινότητας(2),

-   έχοντας υπόψη τα Συμπεράσματα της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που εγκρίθηκαν στη Λισσαβώνα στις 24 Μαρτίου 2000 και στο Γκέτεμποργκ στις 15 και 16 Ιουνίου 2001, και ιδίως τη συμφωνηθείσα στρατηγική για οικονομική μεγέθυνση, πλήρη απασχόληση, διατηρήσιμη ανάπτυξη και κοινωνική συνοχή,

-   έχοντας υπόψη τα Συμπεράσματα της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που εγκρίθηκαν στη Στοκχόλμη στις 23 και 24 Μαρτίου 2001 και στη Βαρκελώνη στις 15 και 16 Μαρτίου 2002, και ιδίως το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) και τις δημοσιονομικές προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένης της ποιότητας των δημόσιων οικονομικών σε συσχετισμό με τη δημογραφική εξέλιξη,

-   έχοντας υπόψη το άρθρο 47, παράγραφος 1, του Κανονισμού του,

-   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής (Α5-0018/2003),

Α  . επισημαίνοντας ότι η Επιτροπή στην ανακοίνωσή της για την ενίσχυση του συντονισμού των δημοσιονομικών πολιτικών παρουσίασε πέντε προτάσεις με σκοπό τη βελτίωση της ερμηνείας του ΣΣΑ, οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα να λαμβάνονται υπόψη, κατά τη δημοσιονομική εποπτεία, ο οικονομικός κύκλος και τα επίπεδα του χρέους και, συγχρόνως, διασφαλίζουν την αυστηρότερη προσήλωση στο στόχο της επίτευξης εύρωστων και βιώσιμων δημόσιων οικονομικών,

B.   επισημαίνοντας ότι η οικονομική ανάκαμψη είναι πολύ βραδύτερη του αναμενομένου, με μέσο ρυθμό μεγέθυνσης που εκτιμάται σε 0,8% για το 2002 και προβλέπεται να ανέλθει μόλις σε 1,8% κατά το 2003, και ότι το έλλειμμα του δημόσιου τομέα στην ευρωζώνη αναμένεται να αυξηθεί σε 2,3% του ΑΕγχΠ κατά το 2002,

Γ  . επισημαίνοντας ότι οι υπουργοί οικονομίας και οικονομικών της ευρωζώνης, κατά τη συνάντησή τους του Οκτωβρίου, είχαν συμφωνήσει σε "καθορισμό καθηκόντων" προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι τα τέσσερα κράτη μέλη που δεν έχουν ακόμη κατορθώσει να ισοσκελίσουν τον προϋπολογισμό τους (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία και Πορτογαλία) θα μειώνουν το διαρθρωτικό τους έλλειμμα κατά τουλάχιστον 0,5% του ΑΕγχΠ ετησίως από το 2003,

Δ  . επισημαίνοντας ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβώνας στις 24 Μαρτίου 2000 και του Γκέτεμποργκ στις 16 Ιουνίου 2001 έθεσαν ως στρατηγικό στόχο να αποκτήσει η Ευρώπη την περισσότερο ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία της γνώσης, ικανή για οικονομική μεγέθυνση με καλύτερες θέσεις εργασίας, πλήρη απασχόληση, διατηρήσιμη ανάπτυξη και μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή,

E.   επισημαίνοντας ότι η δημιουργία των συνθηκών για νομισματική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα, όπως επίσης η αύξηση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης και του ποσοστού συμμετοχής στην απασχόληση, αποτελούν εξίσου προϋποθέσεις για την επίτευξη θετικών εξελίξεων στους τομείς της οικονομίας και της απασχόλησης,

ΣΤ  . επισημαίνοντας ότι οι δημόσιες δαπάνες για τις βασικές λειτουργίες των κρατών μελών (π.χ. έρευνα, εκπαίδευση, υγεία και κοινωνική πρόνοια, δικαιοσύνη, άμυνα) έχουν παραμείνει αξιοσημείωτα σταθερές τα τελευταία 30 χρόνια και κυμαίνονται μεταξύ 14% και 16% του ΑΕγχΠ σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ,

Ζ  . επισημαίνοντας ότι η επίτευξη μιας οικονομίας της γνώσης προϋποθέτει την ανάπτυξη, ταχεία έγκριση και εντατική χρησιμοποίηση των άκρως αποτελεσματικών δικτύων πληροφόρησης υψηλής ταχύτητας, της έρευνας και ανάπτυξης, καθώς και την προώθηση της διά βίου εκπαίδευσης και κατάρτισης, και ότι οι προσπάθειες αυτές απαιτούν την κινητοποίηση τόσο των δημόσιων όσο και των ιδιωτικών επενδύσεων,

1.   υπογραμμίζει ότι το ΣΣΑ αποτελεί ένα μηχανισμό που αποσαφηνίζει και επιβεβαιώνει τον προληπτικό χαρακτήρα και τη χρησιμότητα των διατάξεων της Συνθήκης σχετικά με την εποπτεία και τον συντονισμό της οικονομικής πολιτικής των κρατών μελών, καθώς και τη σπουδαιότητα της οικονομικής σταθερότητας για την επίτευξη μιας ισχυρής και διατηρήσιμης ευρωπαϊκής οικονομίας· ζητεί ως εκ τούτου όπως οι βασικές αρχές του περιληφθούν στη μελλοντική συνταγματική Συνθήκη προκειμένου να αποκτήσουν χαρακτήρα σταθερότητας και να καταστούν πλήρως αξιόπιστες·

2.   τονίζει την προσήλωση του Κοινοβουλίου στο ΣΣΑ ως κεφαλαιώδη πυλώνα της ΟΝΕ και υποστηρίζει τις αναγκαίες προσαρμογές για μια έξυπνη και ευέλικτη εφαρμογή του Συμφώνου στη μορφή που πρότεινε η Επιτροπή, με βάση την οποία, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες για δημόσιες επενδύσεις και ποιότητα των δαπανών, θα αποδίδεται μεγαλύτερη προσοχή στο επίπεδο του συνολικού χρέους των επί μέρους κρατών μελών·

3.   χαιρετίζει τον συμβιβασμό σχετικά με τον "καθορισμό καθηκόντων" για μια ετήσια μείωση των διαρθρωτικών ελλειμμάτων κατά τουλάχιστον 0,5% του ΑΕγχΠ και, ειδικότερα, στα τέσσερα κράτη μέλη Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και Πορτογαλία· αυτό θα επιτρέψει να διασφαλισθεί η κάλυψη του χαμένου εδάφους, ώστε να τηρηθεί η δέσμευση για δημοσιονομική θέση "κοντά στην ισοσκέλιση" και να ενισχυθεί η διεθνής αξιοπιστία ολόκληρης της ζώνης του ευρώ, κυρίως στα μάτια των υποψήφιων χωρών·

4.   καλεί την Επιτροπή να πάρει πολύ στα σοβαρά αυτή την οικονομική κάμψη και να προσανατολίσει κατά τέτοιο τρόπο την πολιτική της ώστε να εφαρμοσθούν στα κράτη μέλη αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και, με μία μείωση του συγκυριακού ελλείμματος, να είναι δυνατόν να ασκούν επιρροή οι αυτόματοι σταθεροποιητές σε περίπτωση οικονομικής κάμψης· υπογραμμίζει ότι αυτό είναι δυνατόν να προωθηθεί με μία συνεπή ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς·

5.   επισημαίνει ότι είναι ανάγκη όπως τα κράτη μέλη εφαρμόσουν τις συμφωνίες που συμφωνήθηκαν στους κόλπους του Συμβουλίου· θεωρεί ότι η συζήτηση για την βελτίωση του ΣΣΑ δεν δικαιολογεί τη μη εφαρμογή του, ότι η εφαρμογή αυτών των συμφωνιών θα έχει θετική επίδραση στην πρόσληψη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας εκ μέρους των πολιτών και θα ελαχιστοποιήσει τις αρνητικές επιπτώσεις που έχουν οι υπερβολικά ανισοσκελείς δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών μελών στις οικονομίες της ευρωζώνης·

6.   καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη, λαμβάνοντας υπόψη την αμετάβλητη οικονομική κατάσταση, να εφαρμόσουν υπεύθυνη δημοσιονομική πολιτική που να υποστηρίζει μια μακροπρόθεσμη διατηρήσιμη και συνεχή οικονομική άνοδο, καθώς και να εξακολουθήσουν να προωθούν μια ανταγωνιστική οικονομία της γνώσης με στόχο την πλήρη απασχόληση και την κοινωνική συνοχή·

7.   καλεί τα κράτη μέλη να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών της γήρανσης του πληθυσμού· υποστηρίζει κατά συνέπεια τη συστηματική αξιολόγηση της διατηρησιμότητας των δημόσιων οικονομικών υπό το πρίσμα γηρασκόντων πληθυσμών·

8.   αναγνωρίζει ότι οι νέες προοπτικές οικονομικής μεγέθυνσης στη ζώνη του ευρώ μάς οδηγούν να ανοίξουμε μια συζήτηση για τη φύση της δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής που θα έπρεπε να ακολουθήσουν τα κράτη μέλη· υπενθυμίζει συναφώς ότι η οικονομική πολιτική εμπίπτει κατ' αρχήν στον τομέα αρμοδιοτήτων των κρατών μελών, ότι, ωστόσο, τα κράτη μέλη, βάσει του άρθρου 99 της Συνθήκης ΕΚ, συμφώνησαν να θεωρούν τις οικονομικές τους πολιτικές ως υπόθεση κοινού συμφέροντος και να τις συντονίζουν· υποστηρίζει εν προκειμένω τις εντατικότερες προσπάθειες να επιταχυνθεί η επίτευξη των στόχων που περιλαμβάνονται στη στρατηγική της Λισσαβώνας, καλύπτοντας τα κίνητρα για οικονομική μεγέθυνση και δημιουργία απασχόλησης, τις επενδύσεις, την έρευνα, την περιφερειακή ανάπτυξη, την επαγγελματική κατάρτιση και τις αγορές εργασίας·

9.   συγχαίρει την Επιτροπή για τις βελτιώσεις του πλαισίου δημοσιονομικής εποπτείας με τον αναθεωρημένο κώδικα συμπεριφοράς, την ανάπτυξη της πληροφόρησης και οικονομικής ανάλυσης σχετικά με τη ζώνη του ευρώ, τις αναβαθμίσεις των χρησιμοποιούμενων συστημάτων στατιστικής, την αποσαφήνιση των κοινών αρχών που διέπουν τη δημοσιονομική και τη διαρθρωτική πολιτική, καθώς και την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του συστήματος λήψης αποφάσεων·

10.   σημειώνει εντούτοις ότι χρειάζεται περισσότερη και καλύτερη δουλειά όσον αφορά τις στατιστικές απαιτήσεις και μια γενικότερη κατανόηση του τι είναι και τι δεν είναι καλή οικονομική και δημοσιονομική πολιτική, προκειμένου να ενισχυθεί η οικονομική σύγκλιση και η διαφάνεια· ζητά ειδικότερα να επιτευχθεί μια κοινή κατανόηση της ποιοτικής παρακολούθησης των δημόσιων δαπανών, η οποία να προωθεί τους στόχους που περιλαμβάνονται στη στρατηγική της Λισσαβώνας·

11.   ζητεί επιπλέον μια σαφή μέθοδο με ορισμό των "δημοσίων οικονομικών υψηλής ποιότητας" για την ποσοτικοποίηση των δημόσιων δημοσιονομικών θέσεων και της συμβολής τους στην οικονομική μεγέθυνση και τις επενδύσεις, έτσι ώστε να είναι δυνατή η ακριβής ποσοτική και ποιοτική αποτίμηση του οικονομικού κύκλου·

12.   χαιρετίζει το γεγονός ότι το πλαίσιο της δημοσιονομικής εποπτείας, και ειδικότερα το ΣΣΑ, έχει δώσει ικανοποιητικά αποτελέσματα ως προς την εξασφάλιση σταθερότητας διατηρώντας σε γενικές γραμμές την ουδετερότητα των δημοσιονομικών πολιτικών και, πέραν αυτού, σε εκείνα τα κράτη τα οποία δεν ταλαιπώρησαν τον προϋπολογισμό τους, έδωσε τα αναγκαία περιθώρια για τη λήψη μέτρων σε περιόδους κρίσης·

13.   υπενθυμίζει ότι η επίτευξη του στόχου της σταθερότητας αποβλέπει σε υψηλότερη ανάπτυξη· προειδοποιεί για τις προσπάθειες να μην λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του ελλείμματος ορισμένες θέσεις δαπανών· πιστεύει ότι μια τέτοια μέθοδος θα αποτελούσε ως εκ του σχεδιασμού της μία ανυπέρβλητη αποστολή και για τους παρατηρητές της αγοράς μία μόνο δυσχερώς κατανοητή μεθόδευση, με αρνητικά αποτελέσματα για το επίπεδο των επιτοκίων καθώς και την εσωτερική και εξωτερική σταθερότητα του κοινού νομίσματος·

14.   χαιρετίζει την προτεραιότητα για την αποφυγή πολιτικών προ-κυκλικού προϋπολογισμού στις καλές περιόδους και προτείνει την επέκταση του πολιτικού στόχου για γενική αποφυγή πολιτικών προ-κυκλικού προϋπολογισμού σε όλες τις περιόδους·

15.   τονίζει εκ νέου την ανάγκη προώθησης των καταλλήλων δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων προκειμένου να ενισχυθεί μία ολοκληρωμένη στρατηγική βιωσιμότητας για την Ένωση περιλαμβανομένης της οικονομικής ανάπτυξης με καλύτερες θέσεις εργασίας, πλήρη απασχόληση, προστασία του περιβάλλοντος, και μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή, κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα· ζητεί ειδικότερα τον αναπροσανατολισμό των δημόσιων επενδύσεων προς τις επενδύσεις σε κεφάλαια και ανθρωπίνους πόρους που θα υποστηρίζουν το στόχο επανασυμφιλίωσης της οικονομικής ανάπτυξης με τη διατήρηση των φυσικών πόρων και του περιβάλλοντος·

16.   υπογραμμίζει, τέλος, τη μείζονα πολιτική πρόκληση την οποία αντιπροσωπεύει η εφαρμογή, όταν πραγματοποιηθεί η προσχώρηση, του πλαισίου δημοσιονομικής εποπτείας της ΕΕ με συνεκτίμηση των ειδικών αναγκών και συνθηκών των υποψήφιων χωρών· υποστηρίζει ότι για να επιτευχθεί μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη, οι υποψήφιες χώρες πρέπει να κληθούν να συμμορφωθούν με τα κριτήρια της Κοπεγχάγης, πράγμα το οποίο πρέπει να ενέχει ένα ελάχιστο μέτρο οικονομικής σύγκλισης· συνιστά στις υποψήφιες προς ένταξη χώρες να προετοιμάζονται ήδη από τώρα για την τήρηση των απαραίτητων κριτηρίων του Μάαστριχτ προκειμένου να καταστούν μέλη της ευρωζώνης·

17.   αναθέτει στoν Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στα κοινοβούλια των κρατών μελών και των υποψήφιων χωρών καθώς και στους κοινωνικούς εταίρους.

(1) ΕΕ L 322 της 27.11.2002, σ. 30.
(2) ΕΕ L 182 της 11.7.2002, σ. 1.

Ανακοίνωση νομικού περιεχομένου - Πολιτική απορρήτου