Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου ενόψει της έγκρισης του κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τους ελέγχους ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Κοινότητα (14843/1/2004 – C6-0038/2005 – 2002/0132(COD))
(Διαδικασία συναπόφασης: δεύτερη ανάγνωση)
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη την κοινή θέση του Συμβουλίου (14843/1/2004 – C6-0038/2005),
– έχοντας υπόψη τη θέση του κατά την πρώτη ανάγνωση(1) σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2002)0328)(2),
– έχοντας υπόψη τις τροποποιήσεις στην πρόταση της Επιτροπής (COM(2003)0371)(3),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 62 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη τη σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A6-0167/2005),
1. εγκρίνει την κοινή θέση όπως τροποποιήθηκε·
2. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.
Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.
Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 8 Ιουνίου 2005 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους ελέγχους ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Κοινότητα
έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(2),
αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης(3),
Εκτιμώντας τα εξής:
(1) Ένα από τα καθήκοντα της Κοινότητας είναι να προάγει την αρμονική, ισόρροπη και βιώσιμη ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων στο σύνολο της Κοινότητας εγκαθιδρύοντας κοινή αγορά και οικονομική και νομισματική ένωση. Προς τον σκοπό αυτόν, η εσωτερική αγορά περικλείει έναν χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα εντός του οποίου διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων.
(2) Η εισαγωγή των προϊόντων παρανόμων δραστηριοτήτων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και η επένδυσή τους μετά τη νομιμοποίηση παραβλάπτουν την υγιή και βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη. Ως εκ τούτου, η οδηγία 91/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 1991, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες(4) θέσπισε κοινοτικό μηχανισμό για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες με την παρακολούθηση των συναλλαγών μέσω των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων τύπων επαγγελμάτων. Επειδή υπάρχει κίνδυνος η εφαρμογή του μηχανισμού αυτού να οδηγήσει σε αύξηση των κινήσεων ρευστών διαθεσίμων για παράνομους σκοπούς, η οδηγία 91/308//ΕΟΚ θα πρέπει να συμπληρωθεί με σύστημα ελέγχου των ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Κοινότητα.
(3) Επί του παρόντος μόνο μερικά κράτη μέλη εφαρμόζουν, δυνάμει της εθνικής τους νομοθεσίας, τέτοια συστήματα ελέγχου. Η ανομοιογένεια της νομοθεσίας παραβλάπτει την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Συνεπώς, είναι ανάγκη να εναρμονιστούν τα βασικά στοιχεία σε κοινοτικό επίπεδο ώστε να εξασφαλιστεί ισοδύναμο επίπεδο ελέγχου των κινήσεων ρευστών διαθεσίμων που διέρχονται τα σύνορα της Κοινότητας. Ωστόσο, η εναρμόνιση αυτή δεν θα πρέπει να θίγει τη δυνατότητα των κρατών μελών να εφαρμόζουν, σύμφωνα με τις υφιστάμενες διατάξεις της Συνθήκης, εθνικούς ελέγχους στις κινήσεις ρευστών διαθεσίμων εντός της Κοινότητας.
(4) Θα πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι συμπληρωματικές δραστηριότητες άλλων διεθνών φορέων, και ιδίως της Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης για το ξέπλυμα των χρημάτων (FATF), η οποία συγκροτήθηκε από τη Σύνοδο Κορυφής της Ομάδας των Επτά στο Παρίσι το 1989. Η Ειδική Σύσταση ΙΧ της FATF της 22ας Οκτωβρίου 2004 καλεί τις κυβερνήσεις να θεσπίσουν μέτρα για τον εντοπισμό των φυσικών κινήσεων ρευστών διαθεσίμων, τα οποία μπορεί να περιλαμβάνουν σύστημα βασιζόμενο σε δήλωση, ή άλλη υποχρέωση κοινολόγησης.
(5) Κατ" ακολουθίαν, τα ρευστά διαθέσιμα που μεταφέρει φυσικό πρόσωπο εισερχόμενο ή εξερχόμενο από την Κοινότητα θα πρέπει να υπόκεινται στην αρχή της υποχρεωτικής δήλωσης. Η αρχή αυτή επιτρέπει στις τελωνειακές αρχές να συγκεντρώνουν πληροφορίες για τις εν λόγω κινήσεις ρευστών διαθεσίμων και, κατά περίπτωση, να διαβιβάζουν τις πληροφορίες αυτές σε άλλες αρχές. Οι τελωνειακές αρχές βρίσκονται στα σύνορα της Κοινότητας, όπου ο έλεγχος είναι πιο αποτελεσματικός, ορισμένες δε έχουν ήδη αποκτήσει πρακτική εμπειρία στον τομέα αυτόν. Θα πρέπει επίσης να γίνεται χρήση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97 του Συμβουλίου, της 13ης Μαρτίου 1997, περί της αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και της συνεργασίας των αρχών αυτών με την Επιτροπή με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων(5). Η αμοιβαία αυτή συνδρομή θα πρέπει να εξασφαλίζει την ορθή εφαρμογή των ελέγχων ρευστών διαθεσίμων και τη διαβίβαση των πληροφοριών οι οποίες ενδεχομένως θα βοηθούσαν στην επίτευξη των στόχων της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ.
(6) Ενόψει του προληπτικού της σκοπού και του αποτρεπτικού της χαρακτήρα, η υποχρέωση δήλωσης θα πρέπει να πληρείται κατά την είσοδο ή την έξοδο από την Κοινότητα. Ωστόσο, για να επικεντρωθεί η δράση των αρχών στις σημαντικές κινήσεις ρευστών διαθεσίμων, στην υποχρέωση αυτή θα πρέπει να υπόκεινται μόνο οι κινήσεις ποσών ύψους 10 000 ευρώ και άνω. Επίσης, θα πρέπει να διευκρινίζεται ότι η υποχρέωση δήλωσης επιβάλλεται στα φυσικά πρόσωπα που μεταφέρουν το συγκεκριμένο ποσό, ανεξάρτητα από το αν τα πρόσωπα αυτά είναι κύριοι του ποσού ή όχι.
(7) Για τις παρεχόμενες πληροφορίες θα πρέπει να χρησιμοποιείται κοινό υπόδειγμα. Τούτο θα διευκολύνει τις αρμόδιες αρχές στην ανταλλαγή πληροφοριών.
(8) Είναι επιθυμητό να δοθούν οι ορισμοί που είναι αναγκαίοι για την ομοιόμορφη ερμηνεία του παρόντος κανονισμού.
(9) Οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό από τις αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαβιβάζονται στις αρχές που μνημονεύει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ.
(10)Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών(6) και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών(7) εφαρμόζονται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών κατ' εφαρμογήν του παρόντος κανονισμού.
(11) Όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι τα ποσά ρευστών διαθεσίμων συνδέονται με παράνομη δραστηριότητα, η οποία συνδέεται με την κίνηση ρευστών διαθεσίμων, όπως μνημονεύεται στην οδηγία 91/308/ΕΟΚ, οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό από τις αρμόδιες αρχές θα μπορούν να διαβιβάζονται στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών ή/και στην Επιτροπή. Ομοίως, θα πρέπει να προβλέπεται η διαβίβαση ορισμένων πληροφοριών όταν υπάρχουν ενδείξεις για κινήσεις ποσών ρευστών διαθεσίμων ύψους κατώτερου από το κατώτατο όριο που καθορίζεται με τον παρόντα κανονισμό.
(12) Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν τις εξουσίες που είναι αναγκαίες για την άσκηση αποτελεσματικού ελέγχου των ρευστών διαθεσίμων.
(13) Οι εξουσίες των αρμοδίων αρχών θα πρέπει να συμπληρώνονται με την υποχρέωση των κρατών μελών να θεσπίζουν κυρώσεις. Ωστόσο, κυρώσεις θα πρέπει να επιβάλλονται μόνο σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την υποχρέωση δήλωσης, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.
(14) Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού δεν μπορεί να επιτευχθεί κατά τρόπο ικανοποιητικό από τα κράτη μέλη και συνεπώς μπορεί, λόγω των διεθνικών διαστάσεων που έχει το ξέπλυμα χρήματος στην εσωτερική αγορά, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα δύναται να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.
(15) Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που κατοχυρώνονται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και επαναλαμβάνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως στο άρθρο 8,
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
Στόχος
1. Ο παρών κανονισμός συμπληρώνει τις διατάξεις της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ ως προς τις συναλλαγές μέσω των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επαγγελμάτων θεσπίζοντας εναρμονισμένους κανόνες για τον έλεγχο, από τις αρμόδιες αρχές, των ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Κοινότητα.
2. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τα εθνικά μέτρα ελέγχου των ρευστών διαθεσίμων εντός της Κοινότητας εφόσον τα μέτρα αυτά λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 58 της Συνθήκης.
Άρθρο 2
Ορισμοί
Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:
1)
"αρμόδιες αρχές": οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών ή οι τυχόν άλλες αρχές που είναι επιφορτισμένες από τα κράτη μέλη για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού,
2)
"ρευστά διαθέσιμα":
α)
διαπραγματεύσιμοι τίτλοι στον κομιστή, συμπεριλαμβανομένων νομισματικών μέσων εκδιδομένων στον κομιστή όπως ταξιδιωτικών επιταγών, διαπραγματεύσιμοι τίτλοι (συμπεριλαμβανομένων επιταγών, γραμματίων και εντολών πληρωμής) είτε εκδιδόμενοι στον κομιστή είτε οπισθογραφημένοι χωρίς περιορισμό, είτε εκδιδόμενοι σε διαταγή εικονικού δικαιούχου, είτε διαμορφωμένοι κατά τρόπον ώστε η κατοχή να συνεπάγεται κυριότητα, και μη πλήρεις τίτλοι (συμπεριλαμβανομένων επιταγών, γραμματίων και εντολών πληρωμής) υπογεγραμμένοι αλλά με παράλειψη του ονόματος του δικαιούχου,
β)
τα μετρητά (χαρτονομίσματα και κέρματα που είναι σε κυκλοφορία ως μέσο συναλλαγής).
Άρθρο 3
Υποχρέωση δήλωσης
1. Κάθε φυσικό πρόσωπο που εισέρχεται ή εξέρχεται από την Κοινότητα και μεταφέρει ρευστά διαθέσιμα αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των 10 000 ευρώ δηλώνει το εν λόγω ποσό στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μέσω των οποίων εισέρχεται ή εξέρχεται από την Κοινότητα, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Η υποχρέωση δήλωσης δεν έχει εκπληρωθεί εάν η παρεχόμενη πληροφορία είναι ανακριβής ή ελλιπής.
2. Η δήλωση της παραγράφου 1 περιέχει λεπτομέρειες για:
α)
τον δηλούντα, μεταξύ των οποίων το ονοματεπώνυμο, την ημερομηνία και τον τόπο γεννήσεως και την υπηκοότητα,
β)
τον κύριο των ρευστών διαθεσίμων,
γ)
τον αποδέκτη των ρευστών διαθεσίμων,
δ)
το ποσό και το είδος των ρευστών διαθεσίμων,
ε)
την προέλευση και τη σκοπούμενη χρήση των ρευστών διαθεσίμων,
στ)
τη διαδρομή,
ζ)
το μεταφορικό μέσο.
3. Οι πληροφορίες παρέχονται γραπτώς, προφορικώς ή ηλεκτρονικώς, με τρόπο που καθορίζεται από το κράτος μέλος της παραγράφου 1. Ωστόσο, ο δηλών δύναται, αν το ζητήσει, να παράσχει τις πληροφορίες γραπτώς. Όταν υποβληθεί γραπτή δήλωση, χορηγείται στον δηλούντα με αίτησή του επικυρωμένο αντίγραφό της.
Άρθρο 4
Εξουσίες των αρμοδίων αρχών
1. Για τον έλεγχο της τήρησης της υποχρέωσης δήλωσης που προβλέπεται στο άρθρο 3, οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζει η εθνική νομοθεσία, να υποβάλλουν σε έλεγχο τα φυσικά πρόσωπα, τις αποσκευές τους και τα μεταφορικά τους μέσα.
2. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την υποχρέωση δήλωσης του άρθρου 3, τα ρευστά διαθέσιμα είναι δυνατό να δεσμεύονται με διοικητική απόφαση, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζει η εθνική νομοθεσία.
Άρθρο 5
Καταχώρηση και επεξεργασία πληροφοριών
1. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 3 και/ή το άρθρο 4 καταχωρούνται και υφίστανται επεξεργασία από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους του άρθρου 3, παράγραφος 1, και τίθενται στη διάθεση των αρχών του εν λόγω κράτους μέλους που μνημονεύονται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ.
2. Όταν από τους ελέγχους που προβλέπονται στο άρθρο 4 προκύπτει ότι φυσικό πρόσωπο εισέρχεται ή εξέρχεται από την Κοινότητα με ποσά ρευστών διαθεσίμων μικρότερα από το όριο που καθορίζεται στο άρθρο 3 και όταν υπάρχουν ενδείξεις παράνομων δραστηριοτήτων συναφών με την κίνηση των ρευστών διαθεσίμων, όπως μνημονεύονται στην οδηγία 91/308/ΕΟΚ, οι πληροφορίες αυτές, το ονοματεπώνυμο, η ημερομηνία και ο τόπος γεννήσεως και η υπηκοότητα του εν λόγω προσώπου καθώς και οι λεπτομέρειες του μεταφορικού μέσου που χρησιμοποιήθηκε είναι δυνατόν επίσης να καταχωρούνται και να υποβάλλονται σε επεξεργασία από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους του άρθρου 3, παράγραφος 1, και να τίθενται στη διάθεση των αρχών του κράτους μέλους που μνημονεύονται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ.
Άρθρο 6
Ανταλλαγή πληροφοριών
1. Όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι τα ποσά των ρευστών διαθεσίμων αφορούν παράνομες δραστηριότητες, συνδεόμενες με κίνηση ρευστών διαθεσίμων, όπως μνημονεύεται στην οδηγία 91/308/ΕΟΚ, οι πληροφορίες που λαμβάνονται μέσω της δήλωσης που προβλέπεται στο άρθρο 3 ή των ελέγχων που προβλέπονται στο άρθρο 4 είναι δυνατόν να διαβιβάζονται στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών.
Ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 515/97 εφαρμόζεται κατ" αναλογία.
2. Όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι τα ποσά των ρευστών διαθεσίμων αφορούν προϊόν απάτης ή οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας που θίγει τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας, οι εν λόγω πληροφορίες διαβιβάζονται και στην Επιτροπή.
Άρθρο 7
Ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες
Στο πλαίσιο της αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής, οι πληροφορίες που λαμβάνονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό μπορούν να γνωστοποιηθούν από κράτη μέλη ή από την Επιτροπή σε τρίτη χώρα, υπό την προϋπόθεση της σύμφωνης γνώμης των αρμοδίων αρχών που έλαβαν τις πληροφορίες αυτές σύμφωνα με το άρθρο 3 και/ή το άρθρο 4 και εφόσον συνάδει με τις αντίστοιχες εθνικές και κοινοτικές διατάξεις περί διαβιβάσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτες χώρες. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με την εν λόγω ανταλλαγή πληροφοριών όταν αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.
Άρθρο 8
Επαγγελματικό απόρρητο
Κάθε πληροφορία η οποία είναι από τη φύση της εμπιστευτικού χαρακτήρα ή η οποία παρέχεται υπό τύπο εμπιστευτικό καλύπτεται από το επαγγελματικό απόρρητο και δεν ανακοινώνεται από τις αρμόδιες αρχές χωρίς τη ρητή άδεια του προσώπου ή της αρχής που έχει παράσχει την εν λόγω πληροφορία. Ωστόσο, η διαβίβαση πληροφοριών επιτρέπεται εφόσον οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να το πράξουν σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, ιδίως στα πλαίσια δικαστικών διαδικασιών. Κατά την αποκάλυψη ή τη διαβίβαση πληροφοριών τηρούνται πλήρως οι ισχύουσες διατάξεις περί προστασίας των δεδομένων, ιδίως δε η οδηγία 95/46/ΕΚ και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001.
Άρθρο 9
Κυρώσεις
1. Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει κυρώσεις για τις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης προς την υποχρέωση δήλωσης που προβλέπει το άρθρο 3. Οι κυρώσεις αυτές πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.
2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή, το αργότερο έως τις …(8), τις ποινές που επιβάλλονται στις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης προς την υποχρέωση δήλωσης.
Άρθρο 10
Αξιολόγηση
Τέσσερα χρόνια από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση για την εφαρμογή του.
Άρθρο 11
Έναρξη ισχύος
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Μαΐου 2003 (ΕΕ C 67 Ε της 17.3.2004, σ. 259), κοινή θέση του Συμβουλίου της 17ης Φεβρουαρίου 2005 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Ιουνίου 2005.
ΕΕ L 166 της 28.6.1991, σ. 77. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2001/97/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 344 της 28.12.2001, σ. 76).