Ευρετήριο 
 Προηγούμενο 
 Επόμενο 
 Πλήρες κείμενο 
Διαδικασία : 2004/0084(COD)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου : A6-0176/2005

Κείμενα που κατατέθηκαν :

A6-0176/2005

Συζήτηση :

PV 05/07/2005 - 16

Ψηφοφορία :

PV 06/07/2005 - 4.11

Κείμενα που εγκρίθηκαν :

P6_TA(2005)0283

Κείμενα που εγκρίθηκαν
PDF 593kWORD 293k
Τετάρτη 6 Ιουλίου 2005 - Στρασβούργο
Ίσες ευκαιρίες και ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης ***I
P6_TA(2005)0283A6-0176/2005
Ψήφισμα
 Ενοποιημένο κείμενο

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (COM(2004)0279 – C6-0037/2004 – 2004/0084(COD))

(Διαδικασία συναπόφασης: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2004)0279)(1),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 141, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0037/2004),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 51 του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων, τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων (A6-0176/2005),

1.   εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε·

2.   ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.   αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

(1) Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.


Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 6 Ιουλίου 2005 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2005/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (αναπομπή)
P6_TC1-COD(2004)0084

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 141, παράγραφος 3,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(1),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών(2),

ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται από το άρθρο 251 της Συνθήκης(3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)  Η οδηγία 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 9ης Φεβρουαρίου 1976 περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας(4), και η οδηγία 86/378/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1986 για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης(5) έχουν τροποποιηθεί ουσιαστικά. Η οδηγία 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 10ης Φεβρουαρίου 1975 περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των Κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητος των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών(6) και η οδηγία 97/80/EΚ του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1997 σχετικά με το βάρος αποδείξεως σε περιπτώσεις διακριτικής μεταχείρισης λόγω φύλου(7) περιλαμβάνουν επίσης διατάξεις που αποσκοπούν στην εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών. Καθώς πρόκειται να γίνουν περαιτέρω τροποποιήσεις στις εν λόγω οδηγίες, αυτές αναδιατυπώνονται χάριν σαφήνειας, ώστε να συγκεντρωθούν σε ένα ενιαίο κείμενο οι κύριες διατάξεις που υπάρχουν στον τομέα αυτό καθώς και ορισμένες εξελίξεις που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

(2)  Η ισότητα ανδρών και γυναικών αποτελεί θεμελιώδη αρχή της κοινοτικής νομοθεσίας, την οποία, σύμφωνα με το άρθρο 2 και το άρθρο 3, παράγραφος 2 της Συνθήκης και τη νομολογία του Δικαστηρίου, η Κοινότητα πρέπει να προωθεί στο πλαίσιο όλων των κοινοτικών δραστηριοτήτων. Οι εν λόγω διατάξεις της Συνθήκης προβλέπουν ότι η ισότητα αποτελεί "αποστολή" και "στόχο" της Κοινότητας και επιβάλλουν την ρητή υποχρέωση να προωθείται στο πλαίσιο όλων των κοινοτικών δραστηριοτήτων. Η ίση μεταχείριση περιλαμβάνει την ισότητα για τα άτομα που υποβάλλονται σε αλλαγή φύλου.

(3)  Η οδηγία 2004/113/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2004, για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στην πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες και την παροχή αυτών(8) αποτελεί σημαντικό εργαλείο για τον συνυπολογισμό δεδομένων προκειμένου να εφαρμοσθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης.

(4)  Το άρθρο 141, παράγραφος 3, της Συνθήκης παρέχει τώρα μια συγκεκριμένη νομική βάση για τη λήψη κοινοτικών μέτρων που εξασφαλίζουν την αρχή των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης σε θέματα απασχόλησης και εργασίας, περιλαμβανομένης της αρχής της ίσης αμοιβής για ίση εργασία και για εργασία ίσης αξίας.

(5)  Τα άρθρα 21 και 23 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγορεύουν επίσης οποιαδήποτε διάκριση βασιζόμενη στο φύλο και κατοχυρώνουν το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε όλους τους τομείς, περιλαμβανομένων της απασχόλησης, της εργασίας, της αμοιβής και της κατάλληλης γονικής αδείας ως ατομικού δικαιώματος του κάθε γονέα.

(6)  Για λόγους συνοχής, χρειάζεται να περιληφθεί ενιαίος ορισμός της άμεσης και της έμμεσης διάκρισης.

(7)  Η παρενόχληση και η σεξουαλική παρενόχληση αντιβαίνουν προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών και αποτελεί διάκριση λόγω φύλου για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Αυτές οι μορφές διάκρισης δεν παρατηρούνται μόνο στο χώρο εργασίας, αλλά και στο πλαίσιο της πρόσβασης στην απασχόληση και την επαγγελματική εκπαίδευση και επαγγελματική προώθηση. Είναι συνεπώς σκόπιμη η απαγόρευση τέτοιου είδους διακρίσεων. Αν συνεχίσουν να εκδηλώνονται, θα πρέπει να επιβληθούν από τα δικαστήρια αποτρεπτικές και αναλογικές κυρώσεις.

(8)  Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να ενθαρρυνθούν οι εργοδότες και οι υπεύθυνοι για την επαγγελματική κατάρτιση να λάβουν μέτρα καταπολέμησης όλων των μορφών διακριτικής μεταχείρισης λόγω φύλου, συμπεριλαμβανομένης της ιδιαίτερα ευαίσθητης ομάδας των γυναικών που ανήκουν σε εθνοτικές μειονότητες, και, ιδίως προληπτικά μέτρα για την παρενόχληση και τη σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας, καθώς και μέτρα υπέρ της απασχόλησης και της επαγγελματικής εκπαίδευσης και επαγγελματικής προώθησης σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και πρακτική.

(9)  Η αρχή της ίσης αμοιβής για όμοια εργασία ή για εργασία της ίδιας αξίας όπως καθορίζεται ρητά στο άρθρο 141 της Συνθήκης και αναπτύσσεται περαιτέρω μέσω της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αποτελεί σημαντική πτυχή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών καθώς και σημαντικό και αναπόσπαστο τμήμα του κοινοτικού κεκτημένου σχετικά με τις διακρίσεις λόγω φύλου. Είναι συνεπώς σκόπιμο να προβλέπεται περαιτέρω η εφαρμογή της.

(10)  Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προκειμένου να εκτιμάται εάν και κατά πόσον οι εργαζόμενοι εκτελούν την ίδια εργασία ή εργασία ισότιμης αξίας, θα πρέπει να προσδιορίζεται εάν και κατά πόσον, λαμβάνοντας υπόψη ορισμένους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων της φύσης της εργασίας και της κατάρτισης καθώς και των συνθηκών εργασίας, οι εν λόγω εργαζόμενοι είναι δυνατόν να θεωρούνται ότι βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση.

(11)  Το Δικαστήριο έχει ορίσει ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η αρχή της ίσης αμοιβής δεν περιορίζεται σε περιπτώσεις στις οποίες άνδρες και γυναίκες εργάζονται για τον ίδιο εργοδότη.

(12)  Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταπολεμήσουν από κοινού με τους κοινωνικούς εταίρους το πρόβλημα της συνεχιζόμενης λόγω φύλου διαφοράς στις αμοιβές και του διαχωρισμού των φύλων που συνεχίζει να είναι έντονος στην αγορά εργασίας, με ευέλικτες ρυθμίσεις του χρόνου εργασίας, οι οποίες δίνουν τη δυνατότητα τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες να εναρμονίσουν καλύτερα την οικογενειακή με την επαγγελματική ζωή· τούτο πρέπει να προϋποθέτει επίσης κατάλληλες ρυθμίσεις για την γονική άδεια τις οποίες μπορούν να επικαλεσθούν και οι δύο γονείς, καθώς και τη δημιουργία οικονομικά προσιτών εγκαταστάσεων για τη φύλαξη των παιδιών και τη μέριμνα για τα εξαρτώμενα πρόσωπα.

(13)  Πρέπει να εγκριθούν ειδικά μέτρα για να εξασφαλίζεται η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και για να οριστεί σαφέστερα το πεδίο εφαρμογής της.

(14)  Με την απόφασή του στην υπόθεση C-262/88, Barber κατά Guardian Royal Exchange Assurance Group(9) το Δικαστήριο καθόρισε ότι όλες οι μορφές επαγγελματικών συντάξεων αποτελούν στοιχείο αμοιβής κατά την έννοια του άρθρου 141 της Συνθήκης.

(15)  Παρόλο που η έννοια της αμοιβής κατά την έννοια του άρθρου 141 της Συνθήκης δεν περικλείει τις παροχές κοινωνικής ασφάλισης, έχει πλέον καθοριστεί σαφώς ότι ένα συνταξιοδοτικό σύστημα για δημόσιους υπαλλήλους εμπίπτει στο πεδίο της αρχής της ίσης αμοιβής αν οι παροχές που οφείλονται βάσει του συστήματος καταβάλλονται στον εργαζόμενο λόγω της εργασιακής σχέσης με τον εργοδότη του δημόσιου τομέα, παρά το ότι ένα τέτοιο σύστημα αποτελεί τμήμα γενικού εκ του νόμου συστήματος. Σύμφωνα με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-7/93, Βestuur van het Algemeen Burgerlijk Pensioenfonds κατά G. A. Beune(10) και στην υπόθεση C-351/00, Pirkko Niemi(11), η προϋπόθεση αυτή πληροίται αν το συνταξιοδοτικό σύστημα αφορά μια συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων και οι παροχές του συνδέονται άμεσα με την περίοδο υπηρεσίας και υπολογίζονται αναφορικά με τον τελευταίο μισθό του δημόσιου υπαλλήλου. Για λόγους σαφήνειας, είναι επομένως σκόπιμο να υπάρξει σχετική ειδική πρόβλεψη.

(16)  Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι ενώ οι εισφορές των μισθωτών σε συνταξιοδοτικά συστήματα τα οποία εγγυώνται μια καθορισμένη οριακή παροχή για άνδρες και γυναίκες καλύπτονται από το άρθρο 141 της Συνθήκης, η τυχόν ανισότητα των εργοδοτικών εισφορών, οι οποίες καταβλήθηκαν στο πλαίσιο συστημάτων καθορισμένων παροχών, χρηματοδοτούμενων με κεφαλαιοποίηση λόγω της χρησιμοποίησης διαφορετικών αναλογιστικών παραγόντων ανάλογα με το φύλο, δεν εμπίπτει στην ίδια διάταξη.

(17)  Σε συστήματα καθορισμένων παροχών, τα οποία χρηματοδοτούνται με κεφαλαιοποίηση, σε ορισμένα θέματα όπως η μετατροπή ενός τμήματος των τακτικών συνταξιοδοτικών πληρωμών σε κεφάλαιο, η μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, η σύνταξη επιζώντων που πρέπει να καταβληθεί σε δικαιούχο ο οποίος αντιθέτως παραιτείται τμήματος των ετησίων συνταξιοδοτικών αποδοχών ή μιας μειωμένης σύνταξης, εάν ο εργαζόμενος αποφασίσει για την πρόωρη συνταξιοδότηση, επιτρέπεται άνιση μεταχείριση, όταν το άνισο ύψος των ποσών οφείλεται στο γεγονός ότι εφαρμόστηκαν ανάλογα με το φύλο διαφορετικοί ασφαλιστικοί παράγοντες υπολογισμού τεχνικής φύσεως.

(18)  Τα κράτη μέλη πρέπει να μεριμνούν ώστε να συλλέγονται, να δημοσιεύονται και να ενημερώνονται τακτικά ακριβή στοιχεία όσον αφορά την χρησιμοποίηση του φύλου ως αναλογιστικού παράγοντα.

(19)  Όλες οι πληροφορίες που ανακοινώνονται από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή, βάσει του άρθρου 33, πρέπει να περιλαμβάνουν ακριβή στοιχεία όσον αφορά την χρησιμοποίηση του φύλου ως αναλογιστικού παράγοντα, τα οποία θα πρέπει να συλλέγονται, να δημοσιεύονται και να ενημερώνονται τακτικά.

(20)  Έχει αναγνωριστεί ότι οι παροχές που καταβάλλονται δυνάμει επαγγελματικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης δεν θεωρούνται ως αποδοχές εφόσον αντιστοιχούν σε περιόδους απασχόλησης πριν από τις 17 Μαΐου 1990, με εξαίρεση τους εργαζομένους ή τους εξ αυτών έλκοντες δικαιώματα, οι οποίοι είχαν ασκήσει ένδικη προσφυγή ή καταθέσει αντίστοιχη ένσταση σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο πριν από την ημερομηνία αυτή. Κατά συνέπεια, είναι αναγκαίο να περιοριστεί αναλόγως η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

(21)  Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα αποφανθεί ότι το Πρωτόκολλο 17 στο άρθρο 141 της Συνθήκης για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1992) δεν θίγει το δικαίωμα συμμετοχής σε επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα και ότι ο περιορισμός των χρονικών συνεπειών της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-262/88, Barber κατά Guardian Royal Exchange Assurance Group, δεν ισχύει για το δικαίωμα συμμετοχής σε επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα· το Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί ότι μπορεί να γίνει επίκληση των εθνικών διατάξεων σχετικά με τα χρονικά όρια για την άσκηση αγωγής βάσει της εθνικής νομοθεσίας κατά εργαζομένων οι οποίοι προβάλλουν το δικαίωμα υπαγωγής τους σε επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα, εφόσον οι εθνικές αυτές διατάξεις δεν είναι λιγότερο ευνοϊκές για τέτοιες αγωγές απ' ό,τι για παρεμφερείς αγωγές στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας και εφόσον δεν καθιστούν στην πράξη αδύνατη την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η κοινοτική νομοθεσία· το Δικαστήριο έχει επίσης επισημάνει ότι το γεγονός ότι ένας εργαζόμενος μπορεί να ζητήσει αναδρομικά την υπαγωγή του σε επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα δεν του επιτρέπει να αποφύγει την καταβολή των εισφορών του για τη σχετική περίοδο υπαγωγής.

(22)  Η εξασφάλιση ίσης πρόσβασης στην απασχόληση και στην επαγγελματική εκπαίδευση που οδηγεί στην απασχόληση είναι θεμελιώδης για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα απασχόλησης και επαγγέλματος. Οποιαδήποτε εξαίρεση από την αρχή αυτή πρέπει, επομένως, να περιορίζεται στις επαγγελματικές δραστηριότητες οι οποίες εκ φύσεως ή λόγω του πλαισίου εντός του οποίου εκτελούνται απαιτούν την απασχόληση προσώπου συγκεκριμένου φύλου, εφόσον ο επιδιωκόμενος στόχος είναι νόμιμος και σύμφωνος με την αρχή της αναλογικότητας.

(23)  Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος των προσώπων να ιδρύουν με άλλους συνδικαλιστικές ενώσεις και να προσχωρούν σε αυτές για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους. Τα μέτρα κατά την έννοια του άρθρου 141, παράγραφος 4, της Συνθήκης ενδέχεται να περιλαμβάνουν τη συμμετοχή σε οργανώσεις ή ενώσεις ή τη συνέχιση της δραστηριότητας των εν λόγω οργανώσεων ή ενώσεων που έχουν ως κύριο στόχο την έμπρακτη προαγωγή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών.

(24)  Η απαγόρευση των διακρίσεων δεν θα πρέπει να θίγει τη διατήρηση ή τη θέσπιση μέτρων εκ μέρους των κρατών μελών τα οποία προλαμβάνουν ή αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματα που υφίσταται ομάδα ατόμων ενός φύλου. Τα μέτρα αυτά επιτρέπουν την ίδρυση οργανώσεων ατόμων ενός μόνον φύλου, εφόσον κύριος στόχος τους είναι η προαγωγή των ειδικών αναγκών των ατόμων αυτών και η προαγωγή της ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών.

(25)  Σύμφωνα με το άρθρο 141, παράγραφος 4 της Συνθήκης για την πλήρη και ουσιαστική εξασφάλιση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών στο επίπεδο της επαγγελματικής ζωής, η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν μέτρα τα οποία προβλέπουν συγκεκριμένα πλεονεκτήματα με σκοπό να διευκολύνεται η άσκηση επαγγέλματος από το υποεκπροσωπούμενο φύλο ή να αμβλύνονται ή να αντισταθμίζονται τυχόν μειονεκτήματα στην επαγγελματική σταδιοδρομία. Δεδομένης της σημερινής κατάστασης και λαμβάνοντας υπ' όψη την δήλωση αριθ. 28, που έχει επισυναφθεί στην Συνθήκη του Άμστερνταμ, τα κράτη μέλη θα έπρεπε να στοχεύουν κυρίως στην βελτίωση της κατάστασης των γυναικών στην επαγγελματική ζωή.

(26)  Από τη νομολογία του Δικαστηρίου καθίσταται σαφές ότι η δυσμενής μεταχείριση των γυναικών που συνδέεται με την εγκυμοσύνη ή τη μητρότητα συνιστά άμεση διάκριση λόγω φύλου. Η μεταχείριση αυτή πρέπει, επομένως, να περιλαμβάνεται ρητά στην παρούσα οδηγία.

(27)  Το Δικαστήριο αναγνωρίζει παγίως ως θεμιτή, όσον αφορά την αρχή της ίσης μεταχείρισης, την προστασία της βιολογικής κατάστασης της γυναίκας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και ύστερα από αυτήν, καθώς και την λήψη μέτρων για την προστασία της μητρότητας, ως μέσο για την επίτευξη της πραγματικής ισότητας των φύλων. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει συνεπώς την οδηγία 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων(12) και την οδηγία 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου της 3ης Ιουνίου 1996 σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για τη γονική άδεια, που συνήφθη από την UNICE, τη CEEP και τη CES(13).

(28)  Για λόγους σαφήνειας, κρίνεται επίσης σκόπιμο να προβλεφθεί ρητά η προστασία των δικαιωμάτων των γυναικών στην απασχόληση στη διάρκεια της άδειας μητρότητας και ιδίως το δικαίωμά τους να επιστρέψουν στην ίδια ή ισοδύναμη θέση χωρίς επιδείνωση των όρων και των συνθηκών εργασίας λόγω της χρήσης αυτής της άδειας, καθώς και να επωφελούνται από κάθε βελτίωση των συνθηκών εργασίας τις οποίες θα εδικαιούντο κατά τη διάρκεια της απουσίας των.

(29)  Στο ψήφισμα του Συμβουλίου και των Υπουργών Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων, συνελθόντων στο πλαίσιο του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 2000, σχετικά με την ισόρροπη συμμετοχή γυναικών και ανδρών στην επαγγελματική και οικογενειακή ζωή(14) τα κράτη μέλη είχαν ενθαρρυνθεί να εξετάσουν το ενδεχόμενο παροχής από τα αντίστοιχα νομικά τους συστήματα ατομικού και μη μεταβιβάσιμου δικαιώματος άδειας πατρότητας στους εργαζόμενους άνδρες χωρίς να θίγονται τα εργασιακά τους δικαιώματα. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών να αποφασίζουν εάν και κατά πόσον θα παρέχουν ένα τέτοιο δικαίωμα καθώς και να καθορίζουν οποιεσδήποτε προϋποθέσεις δεν περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, εκτός της απόλυσης και της επιστροφής στη θέση εργασίας.

(30)  Παρεμφερείς όροι ισχύουν για την παροχή εκ μέρους των κρατών μελών ατομικού και μη μεταβιβάσιμου δικαιώματος άδειας κατόπιν υιοθεσίας τέκνου σε γυναίκες και σε άνδρες χωρίς να θίγονται τα εργασιακά τους δικαιώματα. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών να αποφασίζουν εάν και κατά πόσον θα παρέχουν ένα τέτοιο δικαίωμα καθώς και να καθορίζουν οποιεσδήποτε προϋποθέσεις δεν περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, εκτός της απόλυσης και της επιστροφής στη θέση εργασίας.

(31)  Η αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης απαιτεί τη θέσπιση κατάλληλων διαδικασιών από τα κράτη μέλη.

(32)  Η παροχή κατάλληλων δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που επιβάλλει η παρούσα οδηγία είναι ουσιαστική για την αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

(33)  Η έγκριση κανόνων σχετικά με το βάρος της απόδειξης διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Όπως έκρινε το Δικαστήριο, πρέπει επομένως να προβλεφθεί ότι το βάρος της απόδειξης μετατίθεται στον εναγόμενο όταν τεκμαίρεται διάκριση, με εξαίρεση στην περίπτωση διαδικασιών όπου εναπόκειται στο δικαστήριο ή άλλο αρμόδιο εθνικό φορέα να ερευνήσει τα πραγματικά περιστατικά. Είναι πάντως αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι η εκτίμηση των γεγονότων από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διάκρισης εξακολουθεί να υπάγεται στην αρμοδιότητα των αρμόδιων εθνικών φορέων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή/και την εθνική πρακτική. Επιπλέον, τα κράτη μέλη δύνανται, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, να θεσπίζουν αποδεικτικούς κανόνες ευνοϊκότερους για τον ενάγοντα.

(34)  Με στόχο την περαιτέρω βελτίωση του επιπέδου προστασίας που παρέχει η παρούσα οδηγία, οι ενώσεις, οι οργανώσεις και οι λοιπές νομικές οντότητες θα πρέπει επίσης να δύνανται να κινήσουν διαδικασίες, όπως ορίζουν τα κράτη μέλη, είτε εξ ονόματος κάποιου θιγομένου είτε προς υπεράσπισή του, χωρίς να θίγονται εθνικοί δικονομικοί κανόνες όσον αφορά την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση.

(35)  Λόγω του θεμελιώδους χαρακτήρα του δικαιώματος αποτελεσματικής νομικής προστασίας, είναι σκόπιμο να εξασφαλίζεται ότι οι εργαζόμενοι εξακολουθούν να τυγχάνουν της προστασίας αυτής ακόμη και ύστερα από τη λήξη της σχέσης από την οποία δημιουργείται η υποτιθέμενη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Ο εργαζόμενος που υπερασπίζεται ή καταθέτει υπέρ ατόμου το οποίο προστατεύεται δυνάμει της παρούσας οδηγίας θα πρέπει επίσης να τυγχάνει της ίδιας προστασίας.

(36)  Το Δικαστήριο έχει καθορίσει ρητά ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης, για να είναι αποτελεσματική, επιβάλλει σε περίπτωση που η προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο ποινή είναι η αποζημίωση, η επιδικαζόμενη αποζημίωση για οποιαδήποτε παραβίαση να είναι ανάλογη προς την προκληθείσα ζημία. Κατά συνέπεια, είναι σκόπιμο να εξαιρεθεί ο προκαθορισμός οποιουδήποτε ανώτατου ορίου για τέτοιου είδους αποζημίωση, εκτός από τις περιπτώσεις όπου ο εργοδότης μπορεί να αποδείξει ότι η μόνη ζημία που υπέστη ο αιτών συνεπεία διάκρισης κατά την έννοια της παρούσης οδηγίας, έγκειται στην άρνηση να ληφθεί υπόψη η αίτηση εργασίας του.

(37)  Για να βελτιωθεί η αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προωθούν το διάλογο μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και, στο πλαίσιο της εθνικής πρακτικής, με μη κυβερνητικές οργανώσεις.

(38)  Τα κράτη μέλη πρέπει να προβλέπουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

(39)  Λόγω του ότι οι στόχοι της προτεινόμενης δράσης δεν μπορούν να υλοποιηθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και, άρα, μπορούν να υλοποιηθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να εγκρίνει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(40)  Για την καλύτερη κατανόηση της διαφορετικής μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης θα πρέπει να αξιολογηθούν, να αναλυθούν και να διατεθούν στα κατάλληλα επίπεδα, δεδομένα και στατιστικές που αφορούν τα φύλα.

(41)  Η ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης δεν είναι δυνατόν να περιορίζεται σε νομοθετικά μέτρα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη θα πρέπει πολύ περισσότερο να προωθήσουν εντονότερα την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης για το πρόβλημα των διακρίσεων στις αμοιβές και την αλλαγή νοοτροπίας και εν προκειμένω να εμπλέξουν όσο το δυνατόν περισσότερο όλες τις ενεχόμενες δυνάμεις σε δημόσιο και ιδιωτικό επίπεδο. Εν προκειμένω, ο διάλογος μεταξύ των κοινωνικών εταίρων μπορεί να συμβάλει σημαντικά.

(42)  Η υποχρέωση μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο περιορίζεται στις διατάξεις που αποτελούν τροποποίηση επί της ουσίας σε σχέση με τις προηγούμενες οδηγίες. Η υποχρέωση μεταφοράς των αμετάβλητων διατάξεων απορρέει από τις προηγούμενες οδηγίες.

(43)  Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών σχετικά με τις προθεσμίες μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία και εφαρμογής των οδηγιών που αναφέρονται στο παράρτημα 1, μέρος B.

(44)  Σύμφωνα με το σημείο 34 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας(15), τα κράτη μέλη παροτρύνονται να καταρτίζουν, προς ιδία χρήση και προς όφελος της Κοινότητας, τους δικούς τους πίνακες οι οποίοι αποτυπώνουν, στο μέτρο του δυνατού, την αντιστοιχία των οδηγιών με τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, και να τους δημοσιοποιούν,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

TITΛΟΣ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Σκοπός

Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να εξασφαλίζεται η εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης.

Για το σκοπό αυτό, η οδηγία περιέχει διατάξεις για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης σε σχέση με τα εξής:

   α) την πρόσβαση στην απασχόληση, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής προώθησης, και στην επαγγελματική εκπαίδευση·
   β) τους όρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της αμοιβής·
   γ) τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης.

Περιλαμβάνει επίσης διατάξεις με σκοπό να εξασφαλίζεται ότι η εφαρμογή αυτή καθίσταται αποτελεσματικότερη μέσω της θέσπισης κατάλληλων διαδικασιών.

Άρθρο 2

Ορισμοί

1.  Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

   α) άμεση διάκριση: όταν ένα πρόσωπο υφίσταται, για λόγους φύλου, μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο ένα άλλο πρόσωπο σε ανάλογη κατάσταση· 
   β) έμμεση διάκριση: όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική θέτει σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση τους εκπροσώπους του ενός φύλου σε σύγκριση με τους εκπροσώπους του άλλου φύλου, εκτός αν αυτή η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικώς από νόμιμο στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του εν λόγω στόχου είναι πρόσφορα και αναγκαία· 
   γ) παρενόχληση: όταν εκδηλώνεται ανεπιθύμητη συμπεριφορά συνδεόμενη με το φύλο ενός προσώπου με σκοπό ή αποτέλεσμα την παραβίαση της αξιοπρέπειας του προσώπου αυτού και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος· 
   δ) σεξουαλική παρενόχληση: όταν εκδηλώνεται οιαδήποτε μορφή ανεπιθύμητης λεκτικής ή σωματικής συμπεριφοράς σεξουαλικού χαρακτήρα, με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός ατόμου, ιδίως με τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος· 
   ε) αμοιβή: οι συνήθεις βασικοί ή κατώτατοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη, που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσης εργασίας·
   στ) επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης: συστήματα που δεν διέπονται από την οδηγία 79/7/ΕΟΚ(16) και που έχουν ως αντικείμενο τη χορήγηση στους εργαζόμενους, μισθωτούς ή αυτοαπασχολούμενους, στα πλαίσια μιας επιχείρησης ή ομάδας επιχειρήσεων, ενός οικονομικού κλάδου ή επαγγελματικού ή διεπαγγελματικού τομέα, παροχών που προορίζονται να συμπληρώνουν ή να υποκαθιστούν τις παροχές των εκ του νόμου συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, είτε η υπαγωγή στα συστήματα αυτά είναι υποχρεωτική είτε προαιρετική·
   ζ) επαγγελματική προώθηση: η ανέλιξη σε ανώτερο βαθμό ή πεδίο αρμοδιοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των όρων με τους οποίους η δυνατότητα αυτή ανακοινώνεται ή παρέχεται·

2.  Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, οι διακρίσεις περιλαμβάνουν:

   α) την παρενόχληση και τη σεξουαλική παρενόχληση, καθώς και οποιαδήποτε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση με βάση το γεγονός ότι κάποιος απορρίπτει ή υποκύπτει σε τέτοια συμπεριφορά·
   β) την εντολή προς διακριτική μεταχείριση ενός προσώπου λόγω φύλου·
   γ) κάθε είδους λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση γυναίκας όσον αφορά την εγκυμοσύνη ή την άδεια μητρότητας σύμφωνα με την οδηγία 92/85/ΕΟΚ·
   δ) λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση για λόγους αλλαγής φύλου.

Άρθρο 3

Πεδίο εφαρμογής

1.  Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις διατάξεις περί προστασίας των γυναικών ιδίως για την εγκυμοσύνη και τη μητρότητα.

2.  Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις διατάξεις της οδηγίας 96/34/ΕΚ και της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ.

Άρθρο 4

Θετική δράση

Τα κράτη μέλη διατηρούν και θεσπίζουν μέτρα κατ' άρθρο 141, παράγραφος 4, της Συνθήκης, όπως μέτρα για την προώθηση της παροχής παιδικής μέριμνας και μέριμνας για άλλα εξαρτώμενα πρόσωπα, για να εξασφαλίσουν εμπράκτως πλήρη ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, στην επαγγελματική ζωή, όπως την παροχή προσιτής παιδικής μέριμνας, και ιδίως όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση, καθώς και σε ό,τι αφορά τις συνθήκες εργασίας.

TITΛΟΣ II

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Κεφάλαιο 1

Αρχή της ισότητας των αμοιβών

Άρθρο 5

Απαγόρευση διακρίσεων

Για την ίδια εργασία ή για εργασία στην οποία αποδίδεται ίση αξία, η άμεση και έμμεση διάκριση λόγω φύλου για το σύνολο των στοιχείων και όρων αμοιβής καταργείται.

Ιδιαίτερα, όταν χρησιμοποιείται σύστημα επαγγελματικής κατάταξης για τον καθορισμό των αμοιβών, το σύστημα αυτό βασίζεται σε κοινά κριτήρια για τους εργαζόμενους άνδρες και γυναίκες και επιβάλλεται κατά τρόπο που να αποκλείει τις διακρίσεις που βασίζονται στο φύλο.

Κεφάλαιο 2

Η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης

Άρθρο 6

Απαγόρευση διακρίσεων

Με επιφύλαξη του άρθρου 5, εξαλείφεται κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, ιδίως όσον αφορά:

   α) το πεδίο εφαρμογής αυτών των συστημάτων και τους όρους υπαγωγής στα συστήματα αυτά,
   β) την υποχρέωση καταβολής εισφορών και τον υπολογισμό των εισφορών,
   γ) τον υπολογισμό των παροχών, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων λόγω συζύγου και προστατευόμενου προσώπου, και τις προϋποθέσεις διάρκειας και διατήρησης του δικαιώματος παροχών.

Άρθρο 7

Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται στον ενεργό πληθυσμό, συμπεριλαμβανομένων των αυτοαπασχολουμένων, των ατόμων των οποίων η επαγγελματική δραστηριότητα έχει διακοπεί λόγω ασθενείας, μητρότητας, ατυχήματος ή μη ηθελημένης ανεργίας, και των αναζητούντων εργασία, καθώς και των συνταξιούχων και των ανικάνων προς εργασία εργαζομένων και των δικαιούχων οικείων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας και/ή πρακτικής.

Άρθρο 8

Πεδίο εφαρμογής από πλευράς περιεχομένου

1.  Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται:

  α) στα επαγγελματικά συστήματα που εξασφαλίζουν προστασία κατά των ακόλουθων κινδύνων:
   i) ασθένεια,
   ii) αναπηρία,
   iii) γήρας, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης πρόωρων συνταξιοδοτήσεων,
   iv) εργατικό ατύχημα και επαγγελματική ασθένεια,
   v) ανεργία·
   β) στα επαγγελματικά συστήματα που προβλέπουν άλλες κοινωνικές παροχές, σε είδος ή σε χρήμα, και ιδίως παροχές επιζώντων και οικογενειακές παροχές, εφόσον οι παροχές αυτές αποτελούν οφέλη που παρέχονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο λόγω της απασχόλησης αυτού του τελευταίου.

2.  Tο παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται επίσης στα συνταξιοδοτικά συστήματα για μια συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων, όπως οι δημόσιοι υπάλληλοι, αν οι παροχές που προβλέπονται από το σύστημα καταβάλλονται λόγω της εργασιακής σχέσης με τον εργοδότη του δημόσιου τομέα.

Άρθρο 9

Εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής από πλευράς περιεχομένου

1.  Το παρόν κεφάλαιο δεν εφαρμόζεται:

   α) στις ατομικές συμβάσεις των αυτοαπασχολουμένων·
   β) στα συστήματα των αυτοαπασχολουμένων που έχουν μόνο ένα μέλος·
   γ) στην περίπτωση των μισθωτών, στις ασφαλιστήριες συμβάσεις στις οποίες δεν μετέχει ο εργοδότης·
  δ) στις προαιρετικές διατάξεις επαγγελματικών συστημάτων που προσφέρονται ατομικά στους μετέχοντες για να τους εξασφαλίσουν:
   i) είτε συμπληρωματικές παροχές,
   ii) είτε την επιλογή της ημερομηνίας έναρξης των κανονικών παροχών των αυτοαπασχολουμένων ή την επιλογή μεταξύ πολλών παροχών·
   ε) στα επαγγελματικά συστήματα στα οποία οι παροχές χρηματοδοτούνται από εισφορές που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι σε εθελοντική βάση.

2.  Το παρόν κεφάλαιο δεν εμποδίζει τον εργοδότη να χορηγήσει συμπληρωματικό ποσό σύνταξης σε άτομα τα οποία έχουν ήδη συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδότησης όσον αφορά τη χορήγηση σύνταξης δυνάμει επαγγελματικού συστήματος αλλά τα οποία δεν έχουν ακόμη συμπληρώσει την ηλικία της συνταξιοδότησης για τη χορήγηση νόμιμης σύνταξης, με σκοπό την εξίσωση ή την προσέγγιση του ποσού των συνολικών παροχών που καταβάλλεται στα άτομα αυτά με το ποσό που καταβάλλεται σε ετερόφυλα άτομα που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση τα οποία έχουν ήδη συμπληρώσει την ηλικία της νόμιμης σύνταξης, έως ότου οι δικαιούχοι του συμπληρωματικού ποσού συμπληρώσουν την ηλικία της νόμιμης σύνταξης.

Άρθρο 10

Παραδείγματα διακρίσεων λόγω φύλου

1.  Μεταξύ των διατάξεων που αντιβαίνουν προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης πρέπει να περιληφθούν οι διατάξεις που βασίζονται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, προκειμένου:

   α) να προσδιορίσουν τα πρόσωπα που είναι σε θέση να συμμετάσχουν σε επαγγελματικό σύστημα·
   β) να καθορίσουν τον υποχρεωτικό ή προαιρετικό χαρακτήρα της συμμετοχής σε ένα επαγγελματικό σύστημα·
   γ) να διαμορφώσουν διαφορετικούς κανόνες σχετικά με την ηλικία εισόδου στο σύστημα ή με ελάχιστη διάρκεια της απασχόλησης ή της υπαγωγής στο σύστημα, για τη λήψη παροχών από το σύστημα αυτό·
   δ) να προβλέψουν διαφορετικούς κανόνες, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα στοιχεία η) και ι), για την απόδοση των εισφορών όταν ο εργαζόμενος αποχωρεί από το σύστημα χωρίς να έχει συμπληρώσει τις προϋποθέσεις που θα του εξασφάλιζαν μεταγενέστερο δικαίωμα για τις μακροπρόθεσμες παροχές·
   ε) να καθορίσουν διαφορετικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση παροχών ή να τις περιορίσουν μόνο στους εργαζομένους του ενός ή του άλλου φύλου·
   στ) να επιβάλουν διαφορετικά όρια ηλικίας για τη συνταξιοδότηση·
   ζ) να διακόψουν τη διατήρηση ή την απόκτηση δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια των αδειών λόγω μητρότητας ή για οικογενειακούς λόγους, οι οποίες ορίζονται με νόμο ή σύμβαση και κατά τις οποίες καταβάλλονται αποδοχές από τον εργοδότη·
   η) να καθορίσουν διαφορετικά επίπεδα για τις παροχές, εκτός αν αυτό απαιτείται αναγκαστικά προκειμένου να ληφθούν υπόψη αναλογιστικά στοιχεία υπολογισμού, τα οποία είναι διαφορετικά για τα δύο φύλα, στην περίπτωση συστημάτων καθορισμένων παροχών· στην περίπτωση συστημάτων καθορισμένων παροχών χρηματοδοτουμένων με κεφαλαιοποίηση, ορισμένα στοιχεία μπορεί να είναι άνισα, στο βαθμό που η ανισότητα των ποσών οφείλεται στις συνέπειες της χρησιμοποίησης διαφορετικών αναλογιστικών συντελεστών σύμφωνα με το φύλο κατά την εφαρμογή της χρηματοδότησης του συστήματος·
   θ) να καθορίσουν διαφορετικά επίπεδα για τις εισφορές των εργαζομένων·
  ι) να καθορίσουν διαφορετικά επίπεδα για τις εισφορές των εργοδοτών, εκτός από:
   i) την περίπτωση συστημάτων καθορισμένων παροχών, εάν στόχος είναι η εξίσωση ή η προσέγγιση των τελικών παροχών των δύο φύλων·
   ii) την περίπτωση συστημάτων καθορισμένων παροχών, χρηματοδοτουμένων με κεφαλαιοποίηση, εφόσον οι εργοδοτικές εισφορές προορίζονται για να συμπληρώσουν το χρηματικό ποσό το οποίο είναι απαραίτητο για να καλυφθεί το κόστος των καθορισμένων αυτών παροχών·
   ια) να προβλέψουν διαφορετικούς κανόνες ή κανόνες που ισχύουν μόνο για τους εργαζομένους συγκεκριμένου φύλου, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα στοιχεία η) και ι), όσον αφορά την εξασφάλιση ή τη διατήρηση του δικαιώματος για μεταγενέστερες παροχές όταν ο εργαζόμενος αποχωρεί από το σύστημα.

2.  Όταν η χορήγηση των παροχών που απορρέουν από το παρόν κεφάλαιο επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των οργάνων διαχείρισης του συστήματος, τα όργανα αυτά τηρούν την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

Άρθρο 11

Αυτοαπασχολούμενοι, ρήτρα αναθεώρησης

1.  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι διατάξεις των επαγγελματικών συστημάτων των αυτοαπασχολουμένων, οι οποίες αντιβαίνουν προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης, να αναθεωρηθούν το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 1993 ή, για τα κράτη μέλη που προσχώρησαν μετά την ημερομηνία αυτή, κατά την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής στο έδαφός τους της οδηγίας 86/378/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 96/97/ΕΚ.

2.  Το παρόν κεφάλαιο δεν αποτελεί εμπόδιο προκειμένου τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις, που συνδέονται με περίοδο υπαγωγής σε επαγγελματικό σύστημα αυτοαπασχολουμένων, χρονικώς προγενέστερη της αναθεώρησης του συστήματος αυτού να εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις του συστήματος που ίσχυε κατά την περίοδο εκείνη.

Άρθρο 12

Αυτοαπασχολούμενοι, ρήτρα αναβολής

Όσον αφορά τα επαγγελματικά συστήματα των αυτοαπασχολουμένων, τα κράτη μέλη μπορούν να αναβάλουν την υποχρεωτική εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης όσον αφορά:

  α) τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδότησης για τη χορήγηση συντάξεων γήρατος ή αποχώρησης καθώς και τις συνέπειες που είναι δυνατόν να προκύψουν για άλλες παροχές:
   i) είτε μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία η ίση αυτή μεταχείριση θα επιτευχθεί στα εκ του νόμου συστήματα·
   ii) είτε, το αργότερο, μέχρις ότου η εφαρμογή της αρχής αυτής επιβληθεί με οδηγία·
   β) τη σύνταξη των επιζώντων, μέχρις ότου επιβληθεί με οδηγία, όσον αφορά αυτό το θέμα, η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα εκ του νόμου συστήματα κοινωνικής ασφάλισης·
   γ) την εφαρμογή του άρθρου 10, παράγραφος 1, σημείο i) σχετικά με τη χρήση των διαφορετικών αναλογιστικών στοιχείων υπολογισμού έως την 1η Ιανουαρίου 1999 ή, για τα κράτη μέλη που προσχώρησαν μετά την ημερομηνία αυτή, κατά την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής στο έδαφός τους της οδηγίας 86/378/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 96/97/ΕΚ.

Άρθρο 13

Αναδρομική ισχύς

1.  Τα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κεφαλαίου, όσον αφορά τους μισθωτούς, καλύπτουν όλες τις παροχές στο πλαίσιο των επαγγελματικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης που οφείλονται σε περιόδους απασχόλησης μεταγενέστερες της 17ης Μαΐου 1990 και ισχύουν αναδρομικά από την ημερομηνία αυτή, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων των εργαζομένων ή των εξ αυτών ελκόντων δικαιώματα, οι οποίοι, πριν από την ημερομηνία αυτή, έχουν ασκήσει ένδικη προσφυγή ή έχουν υποβάλει ισοδύναμη κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ένσταση. Στην περίπτωση αυτή, τα μέτρα εφαρμογής ισχύουν αναδρομικά από την 8η Απριλίου 1976 και καλύπτουν όλες τις παροχές που οφείλονται σε περιόδους απασχόλησης μεταγενέστερες αυτής της ημερομηνίας. Για τα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην Κοινότητα μετά από την 8η Απριλίου 1976 και πριν από την 17η Μαΐου 1990, η ημερομηνία αυτή αντικαθίσταται από την ημερομηνία κατά την οποία το άρθρο 141 της Συνθήκης κατέστη εφαρμοστέο στο έδαφός τους.

2.  Η δεύτερη πρόταση της παραγράφου 1 δεν επηρεάζει τους εθνικούς κανόνες που αφορούν τις προθεσμίες προσφυγής του εθνικού δικαίου, οι οποίοι μπορούν να αντιταχθούν στους εργαζομένους ή στους εξ αυτών έλκοντες δικαιώματα, οι οποίοι είχαν ασκήσει ένδικη προσφυγή ή είχαν εγείρει ισοδύναμη ένσταση κατά το εθνικό δίκαιο πριν από τις 17 Μαΐου 1990, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί οι κανόνες δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί για αυτού του είδους τις προσφυγές απ' ό,τι για ανάλογες προσφυγές εσωτερικού χαρακτήρα και ότι δεν καθιστούν πρακτικά αδύνατη την άσκηση του κοινοτικού δικαίου.

3.  Για τα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην Κοινότητα μετά τις 17 Μαΐου 1990 και τα οποία, την 1η Ιανουαρίου 1994, ήταν συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η ημερομηνία 17 Μαΐου 1990 στην πρώτη πρόταση της παραγράφου 1 αντικαθίσταται από την 1η Ιανουαρίου 1994.

4.  Για τα άλλα κράτη μέλη που προσχώρησαν μετά τις 17 Μαΐου 1990, η ημερομηνία 17 Mαΐου 1990 στις παραγράφους 1 και 2 αντικαθίσταται από την ημερομηνία κατά την οποία το άρθρο 141 της Συνθήκης άρχισε να ισχύει στο έδαφός τους.

Άρθρο 14

Ελαστική ηλικία συνταξιοδότησης

Οι περιπτώσεις όπου άνδρες και γυναίκες έχουν τη δυνατότητα ελαστικής ηλικίας συνταξιοδότησης υπό τους ίδιους όρους, δεν θεωρούνται ασύμβατες με το παρόν κεφάλαιο.

 Κεφάλαιο 3

Η αρχή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε σχέση με την πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τους όρους εργασίας

Άρθρο 15

Απαγόρευση διακρίσεων

1.  Δεν υφίσταται άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, περιλαμβανομένων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όσον αφορά:

   α) τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, τη µη μισθωτή απασχόληση ή την επαγγελματική ζωή, περιλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και αξιολόγησης των προσόντων καθώς και των όρων πρόσληψης και τοποθέτησης σε θέση εργασίας κάθε βαθμίδας, ασχέτως του κλάδου δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, μεταξύ άλλων και ως προς τις προαγωγές·
   β) την πρόσβαση σε όλους τους τύπους και τα επίπεδα επαγγελματικού προσανατολισμού, επαγγελματικής κατάρτισης, επιμόρφωσης και επαγγελματικού αναπροσανατολισμού, περιλαμβανομένης της απόκτησης πρακτικής εμπειρίας·
   γ) τους όρους απασχόλησης και εργασίας, περιλαμβανομένων των απολύσεων, καθώς και θέματα αμοιβής σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και το άρθρο 141 της Συνθήκης·
   δ) την ιδιότητα του μέλους και τη συμμετοχή σε οργάνωση εργαζομένων ή εργοδοτών ή σε οποιαδήποτε οργάνωση τα μέλη της οποίας ασκούν συγκεκριμένο επάγγελμα, περιλαμβανομένων των πλεονεκτημάτων που χορηγούνται από τέτοιες οργανώσεις.

2.  Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, καθώς και την κατάρτιση με σκοπό την απασχόληση, ότι η διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται σε ένα χαρακτηριστικό στοιχείο σχετικό με το φύλο δεν συνιστά διάκριση όταν, ως εκ της φύσεως των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή λόγω του πλαισίου στο οποίο ασκούνται, το χαρακτηριστικό αυτό αποτελεί πραγματική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο στόχος της είναι νόμιμος και η προϋπόθεση είναι ανάλογη.

Άρθρο 16

Αδεια μητρότητας

1.  Τυχόν λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση γυναίκας λόγω εγκυμοσύνης ή άδειας μητρότητας συνιστά διάκριση κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας.

2.  Η γυναίκα που έχει λάβει άδεια μητρότητας δικαιούται, μετά το πέρας της άδειας αυτής, να επιστρέψει στην εργασία της ή σε ανάλογη θέση με όρους και συνθήκες που δεν είναι δυσμενέστεροι για αυτήν και να επωφεληθεί από οποιαδήποτε βελτίωση των συνθηκών εργασίας, την οποία θα εδικαιούτο κατά την απουσία της.

 Άρθρο 17

Άδεια πατρότητας και άδεια κατόπιν υιοθεσίας τέκνου

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να αναγνωρίζουν χωριστό δικαίωμα άδειας πατρότητας ή/και άδεια υιοθεσίας. Τα κράτη μέλη που αναγνωρίζουν το σχετικό δικαίωμα μεριμνούν ώστε οι εργαζόμενοι άνδρες και γυναίκες να μην απολύονται λόγω της άσκησης του δικαιώματος αυτού και να εξασφαλίζεται ότι, κατά το πέρας αυτής της άδειας, δικαιούνται να επιστρέψουν στην εργασία τους ή σε θέση ισοδύναμη υπό όρους και συνθήκες όχι λιγότερο ευνοϊκούς γι' αυτούς και να επωφεληθούν κάθε βελτίωσης των όρων εργασίας, της οποίας θα εδικαιούντο κατά την απουσία τους.

TITΛΟΣ III 

ΟΡΙΖΟΝΤΙΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Κεφάλαιο 1 

Μέσα έννομης προστασίας και επιβολή τους

Τμήμα 1 

 Μέσα έννομης προστασίας

Άρθρο 18

Προάσπιση των δικαιωμάτων

1.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε πρόσωπο που θεωρεί εαυτό ζημιωθέν από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, ακόμη και εάν η σχέση στο πλαίσιο της οποίας εικάζεται ότι σημειώθηκε η διάκριση έχει λήξει, έχει πρόσβαση σε δικαστικές ή/και διοικητικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν διαδικασιών συνδιαλλαγής, διαμεσολάβησης και διαιτησίας για την πραγμάτωση των εκ της παρούσας οδηγίας υποχρεώσεων.

2.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ενώσεις, οργανώσεις ή άλλες νομικές οντότητες, οι οποίες έχουν, σύμφωνα με τα κριτήρια της εθνικής τους νομοθεσίας, νόμιμο συμφέρον να διασφαλίσουν ότι τηρούνται οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας, μπορούν να κινήσουν, είτε εξ ονόματος του ενάγοντος είτε προς υπεράσπισή του, και με την έγκρισή του, κάθε δικαστική ή/και διοικητική διαδικασία προβλεπόμενη για την πραγμάτωση των εκ της παρούσας οδηγίας υποχρεώσεων.

3.  Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν θίγουν τις εθνικές διατάξεις περί των προθεσμιών άσκησης αγωγής σχετικά με την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

Άρθρο 19

Αποζημίωση ή αντιστάθμιση

Τα κράτη μέλη εισάγουν στην εθνική έννομη τάξη, σε περίπτωση παραβιάσεων των υποχρεώσεων βάσει της παρούσας οδηγίας, τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζεται πραγματική και αποτελεσματική έννομη προστασία, όπως αποζημίωση ή αντιστάθμιση, όπως καθορίζεται από τα κράτη μέλη, για την απώλεια και τη ζημία που υφίσταται κάποιο άτομο ως αποτέλεσμα διάκρισης λόγω φύλου, κατά τρόπο αποτρεπτικό και ανάλογο προς τη ζημία που υπέστη. Η εν λόγω έννομη προστασία δεν μπορεί να περιορισθεί εκ των προτέρων από ένα καθορισμένο ανώτατο όριο εκτός από τις περιπτώσεις όπου ο εργοδότης μπορεί να αποδείξει ότι η μόνη ζημία που υπέστη ο αιτών συνεπεία διάκρισης κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, έγκειται στην άρνηση να ληφθεί υπόψη η αίτηση εργασίας του.

Τμήμα 2

Bάρος της απόδειξης

Άρθρο 20

Βάρος της απόδειξης

1.  Τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τα εθνικά δικαστικά τους συστήματα, λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε, όταν ένα πρόσωπο κρίνει ότι θίγεται από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και παρουσιάζει, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διάκρισης, να επιβάλλεται στον εναγόμενο να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

2.  Η παράγραφος 1 δεν κωλύει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν αποδεκτικούς κανόνες ευνοϊκότερους για τον ενάγοντα.

3.  Τα κράτη μέλη μπορούν να μην εφαρμόζουν την παράγραφο 1 σε διαδικασίες κατά τις οποίες εναπόκειται στο δικαστήριο ή σε άλλη αρμόδια αρχή να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης.

Άρθρο 21

Εφαρμογή

1.  Το άρθρο 20 εφαρμόζεται επίσης:

   α) στις περιπτώσεις που καλύπτονται από το άρθρο 141 της Συνθήκης και, στο βαθμό που υπάρχει διακριτική μεταχείριση λόγω του φύλου, από τις οδηγίες 92/85/ΕΟΚ και 96/34/ΕΚ·
   β) σε κάθε αστική ή διοικητική διαδικασία που αφορά το δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα και προβλέπει μέσα αποκατάστασης βάσει του εθνικού δικαίου κατ' εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρονται στο σημείο (α), εξαιρουμένων των εξωδίκων εκουσίων διαδικασιών ή των διαδικασιών που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο.

2.  Το παρόν κεφάλαιο δεν εφαρμόζεται στις ποινικές διαδικασίες, εκτός εάν τα κράτη μέλη ορίζουν διαφορετικά.

Κεφάλαιο 2

Φορείς για την προώθηση της ίσης μεταχείρισης – κοινωνικός διάλογος

Άρθρο 22

Φορείς ισότητας

1.  Τα κράτη μέλη ορίζουν και λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για έναν ή περισσότερους φορείς για την προώθηση, την ανάλυση, την παρακολούθηση και την υποστήριξη της ίσης μεταχείρισης όλων των προσώπων, χωρίς διακρίσεις λόγω φύλου. Οι φορείς αυτοί μπορεί να αποτελούν μέρος οργανισμών με αρμοδιότητες σε εθνικό επίπεδο για την προάσπιση των ανθρώπινων ή των ατομικών δικαιωμάτων.

2.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμοδιότητες των εν λόγω φορέων περιλαμβάνουν:

   α) την παροχή ανεξάρτητης συνδρομής προς τα θύματα διακρίσεων όταν καταγγέλλουν διακριτική μεταχείριση, με την επιφύλαξη του δικαιώματος των θυμάτων και των ενώσεων, οργανισμών ή άλλων νομικών οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 18, παράγραφος 2·
   β) τη διενέργεια ανεξάρτητων ερευνών για τις διακρίσεις·
   γ) τη δημοσίευση ανεξάρτητων εκθέσεων και τη διατύπωση συστάσεων για κάθε θέμα που αφορά τέτοιες διακρίσεις·
   δ) την ανταλλαγή στοιχείων και τεχνογνωσίας με αντίστοιχους ευρωπαϊκούς φορείς, όπως το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων.

Άρθρο 23

Κοινωνικός διάλογος

1.  Τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις εθνικές παραδόσεις και πρακτικές, λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προώθησης του κοινωνικού διαλόγου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων με σκοπό την προαγωγή της ίσης μεταχείρισης, συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης των πρακτικών στον χώρο εργασίας, της επαγγελματικής εκπαίδευσης, της πρόσβασης στην απασχόληση, της επαγγελματικής προώθησης, των συλλογικών συμβάσεων, των κωδίκων δεοντολογίας, της έρευνας που βασίζεται στην ανάπτυξη και ανάλυση συγκρίσιμων στοιχείων για κάθε φύλο ή της ανταλλαγής εμπειριών και ορθών πρακτικών.

2.  Όταν συνάδει προς τις εθνικές παραδόσεις και πρακτικές, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι κοινωνικοί εταίροι, χωρίς να θίγεται η αυτονομία τους, θα προάγουν την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών, θα προωθούν ευέλικτες ρυθμίσεις εργασίας με στόχο να διευκολύνεται ο συνδυασμός εργασιακής και οικογενειακής ζωής και θα συνάπτουν στο ενδεδειγμένο επίπεδο συμφωνίες για τη θέσπιση κανόνων κατά των διακρίσεων στους τομείς του άρθρου 1 που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Οι συμφωνίες αυτές πληρούν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας και τα εθνικά μέτρα εφαρμογής.

3.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, βάσει της νομοθεσίας τους, των συλλογικών συμβάσεων ή της πρακτικής, ότι οι εργοδότες προάγουν την ισότητα ανδρών και γυναικών με προγραμματισμό και συστηματικά κατά την επαγγελματική εκπαίδευση, την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική προώθηση, καθώς και στις συνθήκες εργασίας. Τα κράτη μέλη διεξάγουν επίσης εκστρατείες διαφώτισης για τους εργοδότες και, γενικότερα, για το κοινό σχετικά με θέματα που αφορούν τις ίσες ευκαιρίες στον τομέα της εργασίας και της απασχόλησης.

4.  Για το σκοπό αυτό, ζητείται από τους εργοδότες να παρέχουν τακτικά τις κατάλληλες πληροφορίες στους εργαζομένους ή/και τους εκπροσώπους τους σε ό,τι αφορά την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στην επιχείρηση.

Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν έκθεση για την απασχόληση ανδρών και γυναικών στα διάφορα καθήκοντα και μια μελέτη για την κατάταξη σε κατηγορίες των καθηκόντων, τις αμοιβές και τις διαφορές μεταξύ αμοιβών ανδρών και γυναικών, καθώς και ενδεχόμενα μέτρα για την βελτίωση της κατάστασης σε συνεργασία με τους εκπροσώπους των εργαζομένων.

Άρθρο 24

Διάλογος με μη κυβερνητικές οργανώσεις

Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν το διάλογο με τις αρμόδιες μη κυβερνητικές οργανώσεις οι οποίες έχουν, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία και πρακτική, νόμιμο συμφέρον να συμβάλουν στην καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου, προκειμένου να προωθηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης.

TITΛΟΣ IV

ΕΦΑΡΜΟΓΗ

Άρθρο 25

Συμμόρφωση

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να διασφαλίζουν ότι:

   α) οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, οι αντίθετες προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης, καταργούνται·
   β) διατάξεις αντίθετες προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης, σε ατομικές ή συλλογικές συμβάσεις πλήρους ή μερικής απασχόλησης ή συλλογικές συμφωνίες, μισθολόγια, συμφωνίες περί μισθών, επαγγελματικούς τίτλους, κανονισμούς των επιχειρήσεων, εσωτερικούς κανονισμούς επιχειρήσεων ή κανόνες που διέπουν τα ανεξάρτητα επαγγέλματα ή/και εργασίες και τις οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών, ατομικές συμβάσεις εργασίας ή οποιεσδήποτε άλλες ρυθμίσεις είναι άκυρες ή τροποποιούνται· 
   γ) τα επαγγελματικά συστήματα και τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που περιέχουν διατάξεις του είδους αυτού να μην είναι δυνατόν να αποτελούν αντικείμενο διοικητικών μέτρων έγκρισης ή παράτασης.

Άρθρο 26

Αντίποινα

Τα κράτη μέλη εισάγουν στην εθνική έννομη τάξη τα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των εργαζομένων, περιλαμβανομένων και εκείνων που είναι εκπρόσωποι των εργαζομένων όπως προβλέπει η εθνική νομοθεσία ή/και πρακτική, κατά της απόλυσης ή άλλης δυσμενούς μεταχείρισης που θα συνιστούσε αντίδραση του εργοδότη σε καταγγελία εντός της επιχείρησης ή σε κίνηση δικαστικής διαδικασίας με στόχο να επιβάλει τη συμμόρφωση με την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

Άρθρο 27

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες για τις επιβλητέες κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα επιβολής τους. Οι κυρώσεις οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν την καταβολή αποζημίωσης στο θύμα, πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες με την παράβαση και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή το αργότερο κατά την ημερομηνία που ορίζεται στο άρθρο 35 και κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους το συντομότερο δυνατό.

Άρθρο 28

Πρόληψη διακρίσεων

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, βάσει της νομοθεσίας τους, των συλλογικών συμβάσεων ή της πρακτικής, ότι οι εργοδότες εισάγουν αποτελεσματικά μέτρα για την πρόληψη κάθε μορφής παρενόχλησης βάσει του φύλου, και ειδικότερα της σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας, στην πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση, καθώς και στις συνθήκες εργασίας.

Άρθρο 29

Ελάχιστες απαιτήσεις

1.  Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν διατάξεις που είναι ευνοϊκότερες για την προστασία της αρχής της ίσης μεταχείρισης από εκείνες που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

2.  Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επαρκή λόγο γαι τη μείωση του επιπέδου προστασίας των εργαζομένων στους τομείς που καλύπτονται από αυτήν, με την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να θεσπίζουν, ανάλογα με την εξέλιξη της κατάστασης, νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις διαφορετικές από αυτές που υφίστανται κατά τη στιγμή της κοινοποίησης της παρούσας οδηγίας, εφόσον πληρούνται οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 30

Η οδηγία 96/34/ΕΚ και η αναθεώρησή της

1.  Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις διατάξεις της οδηγίας 96/34/ΕΚ. 

2.  Από κοινού με τα κράτη μέλη, τους κοινωνικούς εταίρους και άλλους ενδιαφερομένους, η οδηγία 96/34/ΕΚ σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για τη γονική άδεια θα πρέπει να αναθεωρηθεί για την επάρκεια και την αποτελεσματικότητά της. Η αναθεώρηση θα πρέπει να εστιασθεί στη βελτίωση της κατάστασης των ανδρών και των γυναικών που έχουν δυσκολίες στο συνδυασμό των οικογενειακών και των επαγγελματικών υποχρεώσεων.

Άρθρο 31

Ενσωμάτωση της διάστασης της ισότητας των ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών σε όλες τις πολιτικές και δράσεις

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν ενεργώς υπόψη το στόχο της ισότητας ανδρών και γυναικών κατά τη σύνταξη και την εφαρμογή νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων, πολιτικών και δραστηριοτήτων στους τομείς που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 32

Διάδοση πληροφοριών

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα μέτρα που λαμβάνονται κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, καθώς και οι διατάξεις που ήδη ισχύουν σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα, να γνωστοποιούνται σε όλους τους ενδιαφερομένους υπό οιαδήποτε πρόσφορη μορφή, π.χ. στο χώρο εργασίας και στην πρόσβαση στην απασχόληση καθώς και στην επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση.

TITΛΟΣ V

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 33

Εκθέσεις

1.  Έως τις ...(17), τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες προκειμένου η Επιτροπή να συντάξει έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

2.  Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή, ανά τετραετία, τα κείμενα των μέτρων που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 141, παράγραφος 4 της Συνθήκης, καθώς και εκθέσεις για τα μέτρα και την εφαρμογή τους. Βάσει των πληροφοριών αυτών, η Επιτροπή εγκρίνει και δημοσιεύει ανά τετραετία έκθεση στην οποία θα γίνεται συγκριτική αξιολόγηση τέτοιων μέτρων υπό το φως της δήλωσης αριθ. 28 που επισυνάπτεται στη τελική πράξη της Συνθήκης του Άμστερνταμ.

3.  Τα κράτη μέλη αξιολογούν τις επαγγελματικές δραστηριότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, προκειμένου να αποφασίσουν, με βάση τις κοινωνικές εξελίξεις, κατά πόσον δικαιολογείται η διατήρηση των εν λόγω αποκλεισμών. Κάθε τέσσερα έτη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα αποτελέσματα της αξιολόγησης. Με βάση τις πληροφορίες αυτές, η Επιτροπή εκπονεί, κάθε τέσσερα έτη, έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Άρθρο 34

Αναθεώρηση

Εντός ...(18)*, η Επιτροπή θα επανεξετάσει τη λειτουργία της παρούσας οδηγίας και, εάν το κρίνει σκόπιμο, θα προτείνει οποιεσδήποτε τροποποιήσεις θεωρεί αναγκαίες.

Άρθρο 35

Εφαρμογή

Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία έως τις ...(19) ή εξασφαλίζουν ότι, πριν από την ημερομηνία αυτή, οι κοινωνικοί εταίροι θεσπίζουν τις απαιτούμενες διατάξεις μέσω συμφωνίας. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να είναι σε θέση να εγγυηθούν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η παρούσα οδηγία. Στη συνέχεια ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη έκδοσή τους. Περιέχουν επίσης δήλωση σύμφωνα με την οποία οι αναφορές σε ισχύοντες νόμους, κανονισμούς και διοικητικές διατάξεις, που περιλαμβάνονται στις οδηγίες που καταργούνται από την παρούσα οδηγία, νοούνται ως αναφορές στην παρούσα οδηγία. Ο τρόπος της αναφοράς και η διατύπωση της δήλωσης αποφασίζονται από τα κράτη μέλη.

Η υποχρέωση μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο περιορίζεται στις διατάξεις που αποτελούν τροποποίηση επί της ουσίας σε σχέση με τις προηγούμενες οδηγίες. Η υποχρέωση μεταφοράς των αμετάβλητων διατάξεων απορρέει από τις προηγούμενες οδηγίες.

Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου, τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών των διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 36

Κατάργηση

1.  Οι οδηγίες 75/117/ΕΟΚ, 76/207/ΕΟΚ, 86/378/ΕΟΚ και 97/80/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκαν από τις οδηγίες στο παράρτημα 1 μέρος A, καταργούνται από την ημερομηνία που ορίζεται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 35, παράγραφος 1, της παρούσας οδηγίας, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών σχετικά με τις προθεσμίες μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία και εφαρμογής των οδηγιών που αναφέρονται στο παράρτημα 1 μέρος B.

2.  Οι αναφορές στις καταργηθείσες οδηγίες νοούνται ως αναφορές στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που εμφαίνεται στο παράρτημα 2.

Άρθρο 37

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την [εικοστή] ημέρα μετά τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 38

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Έγινε στις

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1

Μέρος A

Καταργηθείσες οδηγίες με τις διαδοχικές τους τροποποιήσεις

(όπως αναφέρονται στο άρθρο 36, παράγραφος 1)

Οδηγία 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου

ΕΕ L 45 της 19.2.1975

Οδηγία 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου

ΕΕ L 39 της 14.2.1976

Οδηγία 2002/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

ΕΕ L 269 της 5.10.2002

Οδηγία 86/378/ΕΟΚ του Συμβουλίου

ΕΕ L 225 της 12.8.1986

Οδηγία 96/97/ΕΚ

ΕΕ L 46 της 17.2.1997

Οδηγία 97/80/ΕΚ του Συμβουλίου

ΕΕ L 14 της 20.1.1998

Οδηγία 98/52/ΕΚ

ΕΕ L 205 της 22.7.1998

Μέρος B

Κατάλογος των προθεσμιών για τη μεταφορά στην εθνική νομοθεσία και την εφαρμογή

(όπως αναφέρεται στο άρθρο 36, παράγραφος 1)

Οδηγία

Προθεσμία μεταφοράς

Ημερομηνία εφαρμογής

Οδηγία 75/117/ΕΟΚ

19.2.1976

Οδηγία 76/207/ΕΟΚ

14.8.1978

Οδηγία 86/378/ΕΟΚ

1.1.1993

Οδηγία 96/97/ΕΚ

1.7.1997

17.5.1990 για τους μισθωτούς εργαζομένους, εξαιρουμένων των εργαζομένων ή των εξ αυτών ελκόντων δικαιώματα, οι οποίοι, πριν από την ημερομηνία αυτή, έχουν ασκήσει ένδικη προσφυγή ή έχουν υποβάλει ισοδύναμη κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ένσταση.

Άρθρο 8 της οδηγίας 86/378/ΕΟΚ όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 96/97/ΕΚ - 1.1.1993 το αργότερο.

Άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο (i) πρώτη περίπτωση της οδηγίας 86/378/ΕΟΚ, όπως προστέθηκε από την oδηγία 96/97/ΕΚ - 1.1.1999 το αργότερο.

Οδηγία 97/80/ΕΚ

1.1.2001

Για το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας 22.7.2001

Οδηγία 98/52/ΕΚ

22.7.2001

Οδηγία 2002/73/ΕΚ

5.10.2005

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2

Πίνακας αντιστοιχίας

Οδηγία 75/117/ΕΟΚ

Οδηγία 76/207/ΕΟΚ

Οδηγία 86/378/ΕΟΚ

Οδηγία 97/80/ΕΚ

Παρούσα οδηγία

-

Άρθρο 1, παράγραφος 1

Άρθρο 1

Άρθρο 1

Άρθρο 1

-

Άρθρο 1, παράγραφος 2

-

-

-

-

Άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση

-

-

Άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο α)

-

Άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση

-

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β)

-

Άρθρο 2, παράγραφος 2, τρίτη και τέταρτη περίπτωση

-

-

Άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία γ) και δ)

-

-

-

-

Άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ε)

-

-

Άρθρο 2, παράγραφος 1

-

Άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο στ)

-

Άρθρο 2, παράγραφοι 3 και 4

-

-

Άρθρο 2, παράγραφος 2

-

-

Άρθρο 3

-

Άρθρο 3, παράγραφος 1

-

Άρθρο 2, παράγραφος 7, πρώτο εδάφιο

Άρθρο 5, παράγραφος 2

-

Άρθρο 3, παράγραφος 2

-

Άρθρο 2, παράγραφος 7, τέταρτο εδάφιο, πρώτη πρόταση

-

-

-

Άρθρο 1

-

-

-

Άρθρο 5

-

-

Άρθρο 5, παράγραφος 1

-

Άρθρο 6

-

-

Άρθρο 4

-

Άρθρο 8, παράγραφος 1

-

-

-

-

Άρθρο 8, παράγραφος 2

Άρθρο 2, παράγραφος 2

Άρθρο 9, παράγραφος 1

-

-

Άρθρο 2, παράγραφος 3

-

Άρθρο 9, παράγραφος 2

-

-

Άρθρο 6

-

Άρθρο 10

-

-

Άρθρο 8

-

Άρθρο 11

-

-

Άρθρο 9

-

Άρθρο 12

-

-

-

-

Άρθρο 13

-

-

Άρθρο 9α

-

Άρθρο 14

-

Άρθρα 2, παράγραφος 1 και 3, παράγραφος 1

-

Άρθρο 2, παράγραφος 1

Άρθρο 15, παράγραφος 1

-

Άρθρο 2, παράγραφος 6

-

-

Άρθρο 15, παράγραφος 2

-

Άρθρο 9, παράγραφος 2

-

-

-

-

Άρθρο 2, παράγραφος 8

-

-

-

-

Άρθρο 2, παράγραφος 7, τρίτο εδάφιο

-

-

Άρθρο 16, παράγραφος 1

-

Άρθρο 2, παράγραφος 7, δεύτερο εδάφιο

-

-

Άρθρο 16, παράγραφος 2

-

Άρθρο 2, παράγραφος 7, τέταρτο εδάφιο, δεύτερη και τρίτη πρόταση

-

-

Άρθρο 17

Άρθρο 2

Άρθρο 6, παράγραφος 1

Άρθρο 10

-

Άρθρο 18, παράγραφος 1

-

Άρθρο 6, παράγραφος 3

-

-

Άρθρο 18, παράγραφος 2

-

Άρθρο 6, παράγραφος 4

-

-

Άρθρο 18, παράγραφος 3

-

Άρθρο 6, παράγραφος 2

-

-

Άρθρο 19

-

-

-

Άρθρο 4

Άρθρο 20

-

-

-

Άρθρο 3

Άρθρο 21

-

Άρθρο 8α

-

-

Άρθρο 22

-

Άρθρο 8β

-

-

Άρθρο 23

-

Άρθρο 8γ

-

-

Άρθρο 24

Άρθρα 3 και 6

Άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο α)

-

-

Άρθρο 25, στοιχείο α)

Άρθρο 4

Άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο β)

Άρθρο 7,

στοιχείο α)

-

Άρθρο 25, στοιχείο β)

-

-

Άρθρο 7,

στοιχείο β)

-

Άρθρο 25, στοιχείο γ)

Άρθρο 5

Άρθρο 7

Άρθρο 11

-

Άρθρο 26

Άρθρο 6

-

-

-

-

-

Άρθρο 8δ

-

-

Άρθρο 27

Άρθρο 2, παράγραφος 5

Άρθρο 28

-

Άρθρο 8ε, παράγραφος 1

-

-

-

-

Άρθρο 8ε, παράγραφος 2

-

Άρθρο 6

Άρθρο 29

-

Άρθρο 1, παράγραφος 1α

-

-

Άρθρο 31

Άρθρο 7

Άρθρο 8

-

Άρθρο 5

Άρθρο 32

Άρθρο 9

Άρθρο 10

Άρθρο 12, παράγραφος 2

Άρθρο 7,

τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 33

-

-

-

-

Άρθρο 34

Άρθρο 8

Άρθρο 9, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο και άρθρο 9, παράγραφοι 2 και 3

Άρθρο 12, παράγραφος 1

Άρθρο 7,

πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο

Άρθρο 35

-

Άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο

-

-

-

-

-

-

-

Άρθρο 36

-

-

-

-

Άρθρο 37

-

-

-

-

Άρθρο 38

-

-

Παράρτημα

-

-

(1) EE C
(2) EE C
(3) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2005.
(4) EE L 39 της 14.2.1976, σ. 40. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/73/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (EE L 269 της 5.10.2002, σ. 15).
(5) EE L 225 της 12.8.1986, σ. 40. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 96/97/EK (EE L 46 της 17.2.1997, σ. 20).
(6) EE L 45 της 19.2.1975, σ. 19.
(7) EE L 14 της 20.1.1998, σ. 6. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/52/EK (EE L 205 της 22.7.1998, σ. 66).
(8) EE L 373 της 21.12.2004, σ. 37.
(9) Συλλ. 1990, σελ. I-1889.
(10) Συλλ. 1994, σελ. I-4471.
(11) Συλλ. 2002, σελ. I-7007.
(12) ΕΕ L 348 της 28.11.1992, σ. 1.
(13) ΕΕ L 145 της 19.6.1996, σ. 4. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/75/ΕΚ (ΕΕ L 10 της 16.1.1998, σ. 24).
(14) ΕΕ C 218 της 31.7.2000, σ. 5.
(15) ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.
(16) Οδηγία 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1978 περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (ΕΕ L 6 της 10.1.1979, σ. 24.
(17)* Τρία έτη από την έναρξη εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.
(18)** Πέντε έτη από την έναρξη εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.
(19)* Δύο έτη από την έναρξη εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

Ανακοίνωση νομικού περιεχομένου - Πολιτική απορρήτου