Ευρετήριο 
 Προηγούμενο 
 Επόμενο 
 Πλήρες κείμενο 
Διαδικασία : 2004/0001(COD)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου : A6-0409/2005

Κείμενα που κατατέθηκαν :

A6-0409/2005

Συζήτηση :

PV 14/02/2006 - 12
PV 14/02/2006 - 14
CRE 14/02/2006 - 12
CRE 14/02/2006 - 14

Ψηφοφορία :

PV 16/02/2006 - 6.1
CRE 16/02/2006 - 6.1
Αιτιολογήσεις ψήφου

Κείμενα που εγκρίθηκαν :

P6_TA(2006)0061

Κείμενα που εγκρίθηκαν
PDF 791kWORD 423k
Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2006 - Στρασβούργο
Υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά ***I
P6_TA(2006)0061A6-0409/2005
Ψήφισμα
 Ενοποιημένο κείμενο

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (COM(2004)0002 – C5-0069/2004 – 2004/0001(COD))

(Διαδικασία συναπόφασης: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2004)0002)(1),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και τα άρθρα 47, παράγραφος 2, 55, 71 και 80, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C5-0069/2004),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 51 του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Ελέγχου των Προϋπολογισμών, της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων, της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων, της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων, της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας, της Επιτροπής Πολιτισμού και Παιδείας, της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων, της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων και της Επιτροπής Αναφορών (Α6-0409/2005),

1.   εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε·

2.   ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.   αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

(1) Δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα.


Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 16 Φεβρουαρίου 2006 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2006/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά
P6_TC1-COD(2004)0001

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑÏΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 47, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη πρόταση, τα άρθρα 55 και 71 και το άρθρο 80, παράγραφος 2,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(1),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών(2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης(3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)  Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ως στόχο να εγκαθιδρύσει ολοένα στενότερους δεσμούς μεταξύ των χωρών και των λαών της Ευρώπης και να εξασφαλίσει την οικονομική και κοινωνική πρόοδο. Σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 2, της Συνθήκης, η εσωτερική αγορά περιλαμβάνει ένα χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα, στον οποίο εξασφαλίζονται η ελεύθερη διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών και η ελευθερία εγκατάστασης. Η εξάλειψη των εμποδίων για την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών μεταξύ των κρατών μελών αποτελεί ουσιαστικό μέσο για την ενίσχυση της ενσωμάτωσης μεταξύ των λαών της Ευρώπης και την προώθηση της ισορροπημένης και βιώσιμης οικονομικής και κοινωνικής προόδου. Για να αρθούν αυτού του είδους οι φραγμοί, θα πρέπει να εξασφαλισθεί ότι η ανάπτυξη των δραστηριοτήτων υπηρεσιών θα συμβάλλει στο να πληρούνται οι όροι του άρθρου 2 της Συνθήκης, που προβλέπει την προώθηση της αρμονικής, ισόρροπης και αειφόρου ανάπτυξης των οικονομικών δραστηριοτήτων, υψηλό επίπεδο απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας, ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, αειφόρο, μη πληθωριστική ανάπτυξη, υψηλό βαθμό ανταγωνιστικότητας και σύγκλισης των οικονομικών επιδόσεων, υψηλό επίπεδο προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος, άνοδο του βιοτικού επιπέδου και της ποιότητας ζωής, οικονομική και κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών.

(2)  Μια ανταγωνιστική αγορά υπηρεσιών είναι απαραίτητη για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης και τη δημιουργία θέσεων εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Προς το παρόν μεγάλος αριθμός εμποδίων στην εσωτερική αγορά δεν επιτρέπει σε παρόχους υπηρεσιών, και ιδίως μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), να επεκταθούν πέραν των εθνικών τους συνόρων και να επωφεληθούν πλήρως από την εσωτερική αγορά. Τούτο αποδυναμώνει την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα των παρόχων υπηρεσιών της ΕΕ. Μια ελεύθερη αγορά που υποχρεώνει τα κράτη μέλη να άρουν τους περιορισμούς στη διασυνοριακή κυκλοφορία των υπηρεσιών με ταυτόχρονη αύξηση της διαφάνειας και των δυνατοτήτων ενημέρωσης θα συνεπαγόταν περισσότερες επιλογές και καλύτερες παροχές προς τους καταναλωτές σε χαμηλότερες τιμές.

(3)  Η έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την "Κατάσταση της εσωτερικής αγοράς υπηρεσιών"(4) αναφέρει μεγάλο αριθμό εμποδίων που αποτρέπουν ή παρακωλύουν την ανάπτυξη υπηρεσιών μεταξύ των κρατών μελών, και ιδίως υπηρεσιών που παρέχονται από ΜΜΕ, οι οποίες υπερισχύουν στον τομέα των υπηρεσιών. Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μια δεκαετία μετά την προβλεπόμενη ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς υπάρχει ακόμα τεράστιο χάσμα μεταξύ του οράματος μιας ολοκληρωμένης οικονομίας της Ένωσης και της πραγματικότητας όπως τη βιώνουν οι ευρωπαίοι πολίτες και οι ευρωπαίοι πάροχοι υπηρεσιών. Τα εμπόδια που απαριθμούνται επηρεάζουν μεγάλο φάσμα υπηρεσιών και όλα τα στάδια των δραστηριοτήτων των παρόχων υπηρεσιών και παρουσιάζουν κοινά σημεία, όπως κυρίως το γεγονός ότι οφείλονται συχνά στην υπερβολική γραφειοκρατία, στη νομική ασάφεια όσον αφορά τις διασυνοριακές δραστηριότητες και στην έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών.

(4)  Ενώ οι υπηρεσίες αποτελούν την κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης και αντιστοιχούν στο 70% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και των θέσεων εργασίας στα περισσότερα κράτη μέλη, αυτός ο κατακερματισμός της εσωτερικής αγοράς επιδρά αρνητικά στην ευρωπαϊκή οικονομία στο σύνολό της και ιδίως στην ανταγωνιστικότητα των ΜΜΕ και τη μετακίνηση των εργαζομένων και εμποδίζει τους καταναλωτές να έχουν πρόσβαση σε ευρεία επιλογή υπηρεσιών σε ανταγωνιστικές τιμές. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ο τομέας των υπηρεσιών αποτελεί βασικό πεδίο απασχόλησης των γυναικών, οι οποίες θα επωφεληθούν από τις νέες δυνατότητες που προσφέρει η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς των υπηρεσιών. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν τονίσει ότι η εξάλειψη των νομικών εμποδίων για την καθιέρωση μιας πραγματικής εσωτερικής αγοράς αποτελεί προτεραιότητα για την επίτευξη του στόχου που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισαβόνας όσον αφορά τη βελτίωση της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής και την υλοποίηση βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης, προκειμένου να καταστεί η Ευρωπαϊκή Ένωση παγκοσμίως, έως το 2010, η πιο ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία που βασίζεται στη γνώση και στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Η εξάλειψη αυτών των εμποδίων, με την παράλληλη διασφάλιση ενός ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου υψηλού επιπέδου, αποτελεί επομένως βασική προϋπόθεση για την υπέρβαση των δυσκολιών που αντιμετωπίζονται κατά την υλοποίηση της στρατηγικής της Λισαβόνας και την οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης, ιδίως από την άποψη της απασχόλησης και των επενδύσεων. Είναι επομένως σημαντικό να επιτευχθεί ενιαία αγορά στον τομέα των υπηρεσιών, με την εξισορρόπηση του ανοίγματος της αγοράς, των δημοσίων υπηρεσιών, των κοινωνικών δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των καταναλωτών.

(5)  Ιδιαίτερα μετά την προσχώρηση δέκα νέων κρατών μελών, οι επιχειρηματίες που επιθυμούν να παρέχουν υπηρεσίες σε άλλα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν προφανή εμπόδια.

(6)  Θα πρέπει λοιπόν να εξαλειφθούν τα εμπόδια στην ελευθερία εγκατάστασης των παρόχων υπηρεσιών στα κράτη μέλη και στην ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών μεταξύ των κρατών μελών και να παρασχεθεί στους αποδέκτες και στους παρόχους υπηρεσιών η ασφάλεια δικαίου την οποία χρειάζονται για να ασκήσουν στην πράξη τις δύο αυτές θεμελιώδεις ελευθερίες που κατοχυρώνονται στη Συνθήκη. Δεδομένου ότι τα εμπόδια στην εσωτερική αγορά των υπηρεσιών επηρεάζουν τόσο τους φορείς που επιθυμούν να εγκατασταθούν σε άλλα κράτη μέλη όσο και εκείνους που παρέχουν μια υπηρεσία σε άλλο κράτος μέλος χωρίς να έχουν εγκατασταθεί στο κράτος αυτό, θα πρέπει να επιτρέπεται στον πάροχο υπηρεσιών να αναπτύσσει τις δραστηριότητές του στην εσωτερική αγορά είτε αφού εγκατασταθεί σε άλλο κράτος μέλος είτε εκμεταλλευόμενος την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών. Οι πάροχοι των υπηρεσιών πρέπει να είναι σε θέση να επιλέγουν μεταξύ αυτών των δύο ελευθεριών βάσει της αναπτυξιακής τους στρατηγικής για κάθε κράτος μέλος.

(7)  Η εξάλειψη των εμποδίων αυτών δεν μπορεί να γίνει μόνο με την άμεση εφαρμογή των άρθρων 43 και 49 της Συνθήκης επειδή, αφενός, η αντιμετώπιση κάθε περίπτωσης με κίνηση διαδικασιών επί παραβάσει κατά των εμπλεκόμενων κρατών μελών - ιδίως μετά τη διεύρυνση - θα ήταν εξαιρετικά πολύπλοκη για τα εθνικά και κοινοτικά θεσμικά όργανα και, αφετέρου, επειδή η ύπαρξη πολλών εμποδίων καθιστά αναγκαίο τον προηγούμενο συντονισμό των διάφορων εθνικών νομοθεσιών, μεταξύ άλλων, για την καθιέρωση της συνεργασίας των διοικητικών υπηρεσιών. Όπως έχουν διαπιστώσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, η θέσπιση ενός κοινοτικού νομοθετικού μέσου θα επιτρέψει την καθιέρωση μιας πραγματικής εσωτερικής αγοράς υπηρεσιών.

(8)  Η παρούσα οδηγία καθιερώνει ένα γενικό νομικό πλαίσιο το οποίο θα καλύψει μεγάλη ποικιλία υπηρεσιών, ενώ παράλληλα θα λαμβάνει υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε τύπου δραστηριότητας ή επαγγέλματος και το αντίστοιχο κανονιστικό σύστημα. Το εν λόγω πλαίσιο βασίζεται σε μια δυναμική και επιλεκτική προσέγγιση η οποία συνίσταται στην κατά προτεραιότητα εξάλειψη των εμποδίων εκείνων που μπορούν εύκολα να αρθούν και, όσον αφορά τα υπόλοιπα εμπόδια, στην έναρξη μιας διαδικασίας αξιολόγησης, διαβούλευσης και εναρμόνισης για ειδικά ζητήματα, η οποία θα δώσει στα εθνικά συστήματα που διέπουν τις δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών τη δυνατότητα να εκσυγχρονιστούν κατά τρόπο προοδευτικό και συντονισμένο, πράγμα που πρέπει να συμβεί ώστε μέχρι το 2010 να εγκαθιδρυθεί μια πραγματική εσωτερική αγορά υπηρεσιών. Πρέπει να προβλεφθεί ισορροπημένος συνδυασμός μέτρων για τη στοχοθετημένη εναρμόνιση, τη διοικητική συνεργασία, την ελευθερία παροχής υπηρεσιών όπως ορίζει η παρούσα οδηγία και την παρότρυνση για κατάρτιση κωδίκων δεοντολογίας για ορισμένα θέματα. Ο εν λόγω συντονισμός των εθνικών νομοθεσιών πρέπει να εξασφαλίζει υψηλό βαθμό νομικής ολοκλήρωσης στην Κοινότητα και υψηλό επίπεδο προστασίας για θέματα γενικού ενδιαφέροντος, ιδίως όσον αφορά τους καταναλωτές, το περιβάλλον, τη δημόσια ασφάλεια και τη δημόσια υγεία, καθώς και τη συμμόρφωση προς την εργατική νομοθεσία, που έχει ζωτική σημασία για την εξασφάλιση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών.

(9)  Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας σχετικά με την ελευθερία εγκατάστασης και την ελεύθερη κυκλοφορία υπηρεσιών πρέπει να εφαρμόζονται μόνο στο βαθμό που οι σχετικές δραστηριότητες είναι ανοικτές στον ανταγωνισμό και επομένως δεν υφίσταται υποχρέωση των κρατών μελών είτε να ελευθερώσουν υπηρεσίες γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος ή να ιδιωτικοποιήσουν δημόσιους φορείς που παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες ή να καταργήσουν υφιστάμενα μονοπώλια για άλλες δραστηριότητες ή ορισμένες υπηρεσίες διανομής.

(10)  Η παρούσα οδηγία δεν επηρεάζει τις δραστηριότητες των κρατών μελών, σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, για την προστασία ή την προώθηση της πολιτιστικής και γλωσσικής πολυμορφίας και του πλουραλισμού των μέσων ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησής τους.

(11)  Εξίσου σημαντικό είναι η παρούσα οδηγία να σεβαστεί πλήρως τις κοινοτικές πρωτοβουλίες που βασίζονται στο άρθρο 137 της Συνθήκης, με σκοπό την επίτευξη των στόχων του άρθρου 136 της Συνθήκης, όσον αφορά την προστασία της απασχόλησης και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας.

(12)  Λόγω του γεγονότος ότι η Συνθήκη προβλέπει συγκεκριμένη νομική βάση για θέματα εργατικής νομοθεσίας και κοινωνικής ασφάλισης και προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η παρούσα οδηγία δεν θα επηρεάσει τα ζητήματα αυτά, είναι απαραίτητο να αποκλειστούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας οι τομείς του εργατικού δικαίου και της κοινωνικής ασφάλισης.

(13)  Η παρούσα οδηγία δεν αφορά απαιτήσεις που διέπουν την πρόσβαση ορισμένων παρόχων υπηρεσιών σε δημόσιους πόρους. Οι προϋποθέσεις αυτές περιλαμβάνουν ιδίως εκείνες που καθορίζουν τους όρους υπό τους οποίους οι πάροχοι υπηρεσιών δικαιούνται δημόσια χρηματοδότηση, συμπεριλαμβανομένων ειδικών συμβατικών όρων, ιδίως ποιοτικών προδιαγραφών, που πρέπει να τηρούνται ως προϋπόθεση για την είσπραξη δημοσίων κονδυλίων, επί παραδείγματι για την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών.

(14)  Η παρούσα οδηγία, και ειδικότερα οι διατάξεις που αφορούν τα σχέδια αδειών και το εδαφικό πεδίο μιας άδειας, δεν εμπλέκεται στην κατανομή των περιφερειακών ή τοπικών αρμοδιοτήτων εντός των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων και των αρχών τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης και της χρήσης επισήμων γλωσσών.

(15)  Πρέπει να αναγνωρισθεί η σημασία του ρόλου των επαγγελματικών οργάνων και των επαγγελματικών ενώσεων και των κοινωνικών εταίρων για τη ρύθμιση των δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών και την κατάρτιση επαγγελματικών κανόνων, εφόσον δεν παρεμποδίζουν την ύπαρξη ανταγωνισμού μεταξύ οικονομικών παραγόντων.

(16)  Οι υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας αποτελούν καθήκον του κράτους - σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο - στον κοινωνικό τομέα. Αποτελούν έκφραση των αρχών της κοινωνικής συνοχής και της αλληλεγγύης, όπως αποδεικνύει, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι έχουν σχεδιασθεί για να στηρίζουν εκείνους που βρίσκονται σε κατάσταση ένδειας επειδή το οικογενειακό εισόδημά τους είναι ανεπαρκές, αντιμετωπίζουν ολική ή μερική έλλειψη ανεξαρτησίας ή κινδυνεύουν να περιθωριοποιηθούν. Οι υπηρεσίες αυτές, πολύ συχνά, δεν αποφέρουν κανένα κέρδος και, συνεπώς, τα οφέλη που προσφέρουν δεν σχετίζονται καθόλου με οικονομικούς υπολογισμούς.

(17)  Η παρούσα οδηγία δεν αφορά τις χρηματοδοτήσεις ή το σύστημα ενισχύσεων που σχετίζονται με την κοινωνική στέγαση. Δεν αφορά επίσης τα κριτήρια ή τους όρους που θέτουν τα κράτη μέλη για να διασφαλίσουν ότι οι υπηρεσίες κοινωνικής στέγασης λειτουργούν πράγματι προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος και της κοινωνικής συνοχής.

(18)  Η παιδική μέριμνα και οι οικογενειακές υπηρεσίες με στόχο την υποστήριξη των οικογενειών και των νέων, καθώς και οι εκπαιδευτικές και πολιτιστικές υπηρεσίες που έχουν, κατά κανόνα, στόχους κοινωνικής πρόνοιας, δεν πρέπει να επηρεάζονται από τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

(19)  Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η παρούσα οδηγία θίγει με οποιονδήποτε τρόπο την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων όπως αναγνωρίζονται στα κράτη μέλη και στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή των Θεμελιωδών Ελευθεριών που ορίζονται στα άρθρα 43 και 49 της Συνθήκης. Στα ανωτέρω θεμελιώδη δικαιώματα περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα στη συνδικαλιστική δραστηριότητα. Η παρούσα οδηγία πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπον ώστε να επιτρέπει την πλήρη ισχύ των ανωτέρω θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

(20)  Η παρούσα οδηγία συνάδει με τις άλλες τρέχουσες κοινοτικές πρωτοβουλίες στον τομέα των υπηρεσιών, ιδίως εκείνες που αφορούν την ανταγωνιστικότητα των υπηρεσιών προς τις επιχειρήσεις, την ασφάλεια των υπηρεσιών(5), καθώς και τις εργασίες για την κινητικότητα των ασθενών και την ανάπτυξη της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στην Κοινότητα. Η πρόταση συνάδει επίσης με τις πρωτοβουλίες που αναπτύσσονται στον τομέα της εσωτερικής αγοράς, όπως είναι η πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προώθηση των πωλήσεων στην εσωτερική αγορά(6) και τις πρωτοβουλίες για την προστασία των καταναλωτών, όπως η οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά ("Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές")(7) και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών ("κανονισμός για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών")(8).

(21)  Η παρούσα οδηγία δεν έχει εφαρμογή στις κοινωφελείς υπηρεσίες που παρέχουν και καθορίζουν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο των υποχρεώσεών τους για προστασία του δημόσιου συμφέροντος. Αυτές οι δραστηριότητες δεν καλύπτονται από τον ορισμό του άρθρου 50 της Συνθήκης και κατά συνέπεια δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται μόνο εφόσον οι εν λόγω δραστηριότητες είναι ανοιχτές στον ανταγωνισμό και δεν απαιτούν από τα κράτη μέλη να ελευθερώσουν υπηρεσίες γενικού ενδιαφέροντος, να ιδιωτικοποιήσουν υφιστάμενους δημόσιους φορείς ή να καταργήσουν υφιστάμενα μονοπώλια, π.χ. λαχεία ή ορισμένες υπηρεσίες διανομής. Όσον αφορά τις κοινωφελείς υπηρεσίες, η οδηγία καλύπτει μόνο τις υπηρεσίες γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος, δηλαδή υπηρεσίες που αντιστοιχούν σε μια οικονομική δραστηριότητα και είναι ανοικτές στον ανταγωνισμό. Επίσης, η παρούσα οδηγία δεν αφορά τη χρηματοδότηση των υπηρεσιών γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος και δεν καλύπτει τις ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη μέλη, ιδίως στον κοινωνικό τομέα, σύμφωνα με τον Τίτλο VI, Κεφάλαιο Ι, της Συνθήκης.

(22)  Οι αποκλεισμοί από το πεδίο εφαρμογής ισχύουν όχι μόνο για τα θέματα που αναφέρονται ρητώς στις εν λόγω οδηγίες, αλλά και για τα θέματα για τα οποία οι οδηγίες αφήνουν ρητώς στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να θεσπίζουν ορισμένα μέτρα σε εθνικό επίπεδο.

(23)  Οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες πρέπει να αποκλειστούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, δεδομένου ότι οι δραστηριότητες αυτές αποτελούν αντικείμενο ειδικού σχεδίου δράσης που έχει ως στόχο, όπως και η παρούσα οδηγία, την υλοποίηση μιας πραγματικής εσωτερικής αγοράς υπηρεσιών. Η εν λόγω εξαίρεση αφορά κάθε υπηρεσία σχετική με τράπεζες, πιστώσεις, ασφαλίσεις, συμπεριλαμβανομένων των αντασφαλίσεων, ατομικές συντάξεις, επενδύσεις, πληρωμές, συμβουλές επενδύσεων, και, γενικά, υπηρεσίες που παρατίθενται στο Παράρτημα Ι της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων(9).

(24)  Λαμβανομένης υπόψη της έκδοσης, το 2002, μιας δέσμης νομοθετικών κειμένων σχετικά με τις υπηρεσίες και τα δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τις συναφείς ευκολίες και υπηρεσίες, που καθιέρωσε ένα ρυθμιστικό πλαίσιο για τη διευκόλυνση της πρόσβασης στις δραστηριότητες αυτές εντός της εσωτερικής αγοράς, ιδίως με την κατάργηση των περισσότερων συστημάτων χωριστής αδειοδότησης, είναι αναγκαίο να αποκλειστούν τα ζητήματα που ρυθμίζουν τα μέσα αυτά από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

(25)  Οι συγκεκριμένοι όροι τους οποίους επιβάλλουν τα κράτη μέλη για τη δημιουργία γραφείων ευρέσεως προσωρινής εργασίας έχουν ως συνέπεια να μην μπορούν, επί του παρόντος, να περιληφθούν οι υπηρεσίες αυτές στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Είναι, συνεπώς, αναγκαία η πλήρης εναρμόνιση των κανόνων δραστηριοποίησης στον τομέα αυτόν, ώστε να θεσπισθεί ένα νομικό πλαίσιο για την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς στον συγκεκριμένο τομέα.

(26)  Οι συγκεκριμένοι όροι τους οποίους επιβάλλουν τα κράτη μέλη για τη δημιουργία εταιρειών υπηρεσιών ασφαλείας έχουν ως συνέπεια να μην μπορούν, επί του παρόντος, να περιληφθούν οι υπηρεσίες αυτές στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Είναι, συνεπώς, αναγκαία η πλήρης εναρμόνιση των κανόνων δραστηριοποίησης στον τομέα αυτόν, ώστε να θεσπισθεί νομικό πλαίσιο για την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς στον συγκεκριμένο τομέα.

(27)  Η εξαίρεση των υπηρεσιών υγείας καλύπτει τις ιατρικές και φαρμακευτικές υπηρεσίες που προσφέρονται από επαγγελματίες του τομέα της υγείας σε ασθενείς, για την αξιολόγηση, διατήρηση ή αποκατάσταση της υγείας τους, όταν αυτές οι δραστηριότητες επιτρέπονται αποκλειστικά σε νομικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα, στο κράτος μέλος στο οποίο παρέχονται οι ανωτέρω υπηρεσίες.

(28)  Η παρούσα οδηγία δεν επηρεάζει την επιστροφή εξόδων υπηρεσιών υγείας που προσφέρονται σε ένα κράτος μέλος διάφορο εκείνου του οποίου είναι κάτοικος ο αποδέκτης της υπηρεσίας. Το θέμα αυτό εξετάσθηκε σε πολυάριθμες περιπτώσεις από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο αναγνώρισε τα δικαιώματα των ασθενών. Είναι σημαντικό να αντιμετωπισθεί το ζήτημα σε άλλο κοινοτικό νομικό μέσο, ώστε να επιτευχθεί μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου και σαφήνεια της νομοθεσίας.

(29)  Από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας θα πρέπει επίσης να αποκλείονται οι οπτικοακουστικές υπηρεσίες, και συγκεκριμένα οι υπηρεσίες ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης που προβλέπονται στην οδηγία 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 1989, για το συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων(10) και οι ραδιοφωνικές και κινηματογραφικές υπηρεσίες καθώς και οι υπηρεσίες που παρέχουν οι φορείς συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Οι εν λόγω υπηρεσίες διαδραματίζουν πρωταρχικό ρόλο στο σχηματισμό της πολιτιστικής ταυτότητας και στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης των χωρών της Ευρώπης. Ωστόσο, η προστασία και η προώθηση της πολιτιστικής πολυμορφίας και της πολυφωνίας απαιτούν ειδικά μέτρα που πρέπει να μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τις περιφερειακές και τις εθνικές ιδιομορφίες. Εκτός αυτού, η Κοινότητα λαμβάνει υπόψη τις πολιτιστικές πτυχές στη δράση της βάσει των διατάξεων της Συνθήκης, ιδίως προκειμένου να σέβεται και να προωθεί την πολυμορφία των πολιτισμών της. Επομένως, σε πνεύμα σεβασμού της αρχής της επικουρικότητας και του κοινοτικού δικαίου, ιδιαίτερα δε των κανόνων του ανταγωνισμού, η πλαισίωση των οπτικοακουστικών υπηρεσιών θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη παραμέτρους πολιτιστικής και κοινωνικής σημασίας, οι οποίες καθιστούν ακατάλληλη την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.

(30)  Οι δραστηριότητες τυχερών παιχνιδιών, συμπεριλαμβανομένων των λαχειοφόρων αγορών και των στοιχημάτων, πρέπει να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας λαμβάνοντας υπόψη τον ειδικό χαρακτήρα των δραστηριοτήτων αυτών που έχουν ως συνέπεια την εφαρμογή εκ μέρους των κρατών μελών πολιτικών που άπτονται της δημόσιας τάξης και αποβλέπουν στην προστασία των καταναλωτών. Ο ειδικός αυτός χαρακτήρας των δραστηριοτήτων δεν αμφισβητείται από την κοινοτική νομολογία που επιβάλλει απλώς στα εθνικά δικαστήρια να εξετάζουν ενδελεχώς τους λόγους δημοσίου συμφέροντος που μπορούν να αιτιολογούν παρεκκλίσεις από την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ή την ελευθερία εγκατάστασης. Λαμβάνοντας υπόψη ότι, εξάλλου, υπάρχουν σημαντικές διαφορές στον τομέα της φορολογίας επί των δραστηριοτήτων τυχερών παιχνιδιών και ότι οι διαφορές αυτές σχετίζονται τουλάχιστον εν μέρει με διαφορές μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με τις απαιτήσεις στον τομέα της δημόσιας τάξης, θα ήταν εντελώς αδύνατο να δημιουργηθεί δίκαιος διασυνοριακός ανταγωνισμός μεταξύ των παραγόντων της βιομηχανίας τυχερών παιχνιδιών χωρίς να διευθετούνται παράλληλα ή εκ των προτέρων τα ζητήματα φορολογικής συνοχής μεταξύ των κρατών μελών που δεν εξετάζονται από την παρούσα οδηγία και που δεν περιλαμβάνονται στο αντικείμενό της.

(31)  Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις δραστηριότητες των μελών επαγγελμάτων τα οποία συνδέονται άμεσα και ειδικά, κατά τρόπο μόνιμο ή προσωρινό, με την άσκηση δημόσιας εξουσίας και ειδικότερα στις δραστηριότητες κατάρτισης δημοσίων εγγράφων και επικύρωσης από δημόσιους λειτουργούς.

(32)  Δεδομένου ότι η Συνθήκη προβλέπει συγκεκριμένες νομικές βάσεις για τη φορολογία και τα κοινοτικά μέσα που έχουν ήδη εκδοθεί στον τομέα αυτόν, πρέπει να αποκλειστεί ο τομέας της φορολογίας από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

(33)  Οι υπηρεσίες μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων των αστικών συγκοινωνιών, των λιμενικών υπηρεσιών, των αγοραίων οχημάτων και των ασθενοφόρων, αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Οι υπηρεσίες μεταφοράς χρημάτων ή μεταφοράς αποθανόντων περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, δεδομένου ότι στους εν λόγω τομείς έχουν διαπιστωθεί προβλήματα εσωτερικής αγοράς.

(34)  Οι διατάξεις του Ποινικού Δικαίου δεν πρέπει να επηρεάζονται από την παρούσα οδηγία. Ωστόσο, δεν πρέπει να γίνεται καταχρηστική εφαρμογή των διατάξεων του Ποινικού Δικαίου με στόχο την παράκαμψη των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.

(35)  Οι μη κερδοσκοπικές ερασιτεχνικές δραστηριότητες έχουν μεγάλη σημασία από κοινωνική άποψη. Συχνά επιδιώκουν εξ ολοκλήρου κοινωνικούς ή ψυχαγωγικούς στόχους. Επομένως είναι δυνατόν να μην αποτελούν οικονομικές δραστηριότητες κατά την έννοια της κοινοτικής νομοθεσίας και να μην εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

(36)   Η παρούσα οδηγία ισχύει μόνον εάν δεν υφίστανται ειδικές κοινοτικές διατάξεις που να αφορούν τις επί μέρους πτυχές πρόσβασης και άσκησης δραστηριότητας υπηρεσίας σε τομείς ή ειδικά επαγγέλματα.

(37)  Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου επί των άρθρων 49 και επόμενα της Συνθήκης, η έννοια της "υπηρεσίας" περιλαμβάνει κάθε οικονομική δραστηριότητα που κανονικά ασκείται έναντι αμοιβής. Η πληρωμή τελών από αποδέκτες με σκοπό ορισμένη συμμετοχή στα λειτουργικά έξοδα του συστήματος, δεν συνιστά από μόνη της αμοιβή, διότι η υπηρεσία εξακολουθεί να χρηματοδοτείται κατά βάση από δημόσια κεφάλαια.

(38)  Η έννοια της υπηρεσίας καλύπτει κάθε οικονομική δραστηριότητα που παρέχεται κανονικά έναντι αμοιβής. Το κριτήριο της αμοιβής δεν ισχύει στην περίπτωση δραστηριοτήτων χωρίς οικονομικά ανταλλάγματα που παρέχονται από το κράτος ή από αρχή περιφερειακής ή τοπικής αυτοδιοίκησης, στο πλαίσιο της αποστολής τους στον κοινωνικό, πολιτιστικό, εκπαιδευτικό και δικαστικό τομέα, όπως κύκλοι μαθημάτων του εθνικού εκπαιδευτικού συστήματος, σε δημόσια ή ιδιωτικά ιδρύματα, ή διαχείριση των προγραμμάτων κοινωνικής ασφάλειας που δεν ενέχουν οικονομική δραστηριότητα. Αυτές οι δραστηριότητες δεν καλύπτονται από τον ορισμό της "υπηρεσίας" και κατά συνέπεια δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

(39)  Η παρούσα οδηγία δεν αφορά την εφαρμογή των άρθρων 28 έως 30 της Συνθήκης σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Οι περιορισμοί που απαγορεύονται βάσει της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών όπως ορίζει η παρούσα οδηγία αφορούν απαιτήσεις για την πρόσβαση ή την άσκηση δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών και όχι απαιτήσεις σχετικά με τα αγαθά.

(40)  Η έννοια του "παρόχου υπηρεσιών" καλύπτει κάθε φυσικό πρόσωπο που έχει την εθνικότητα κράτους μέλους ή νομικό πρόσωπο που ασκεί δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών στο πλαίσιο είτε της ελευθερίας εγκατάστασης είτε της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών. Επομένως, η έννοια του παρόχου υπηρεσιών δεν περιορίζεται σε περιπτώσεις διασυνοριακής παροχής των υπηρεσιών στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών, αλλά καλύπτει επίσης περιπτώσεις όπου οι φορείς εγκαθίστανται σε ένα κράτος μέλος προκειμένου να επεκτείνουν τις δραστηριότητες τους στο κράτος αυτό. Επίσης, η έννοια του παρόχου δεν καλύπτει τα υποκαταστήματα εταιρειών τρίτων χωρών σε κράτος μέλος, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 48 της Συνθήκης, οι ελευθερίες εγκατάστασης και κυκλοφορίας των υπηρεσιών ισχύουν μόνο για τις εταιρείες που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους και έχουν την καταστατική τους έδρα, την κεντρική διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή τους εντός της Κοινότητας.

(41)  Ο τόπος εγκατάστασης ενός φορέα παροχής υπηρεσιών πρέπει να καθορίζεται με βάση τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η έννοια της εγκατάστασης προϋποθέτει την πραγματική άσκηση οικονομικής δραστηριότητας από σταθερή εγκατάσταση για απεριόριστο χρόνο· η απαίτηση αυτή πληρούται επίσης όταν η εταιρεία έχει συσταθεί για δεδομένη χρονική περίοδο ή εάν μισθώνει το κτίριο ή την εγκατάσταση από την οποία ασκεί τη δραστηριότητά της. Σύμφωνα με τον ορισμό που απαιτεί την πραγματική άσκηση οικονομικής δραστηριότητας στον τόπο εγκατάστασης του παρόχου υπηρεσιών, ένα απλό γραμματοκιβώτιο δεν συνιστά εγκατάσταση. Σε περίπτωση κατά την οποία ένας πάροχος είναι εγκατεστημένος σε περισσότερους τόπους, πρέπει να προσδιορίζεται από ποιον τόπο εγκατάστασης παρέχεται η εν λόγω υπηρεσία· στις περιπτώσεις που είναι δύσκολο να καθοριστεί από ποιον τόπο εγκατάστασης παρέχεται μια συγκεκριμένη υπηρεσία, ως τέτοιος θεωρείται ο τόπος στον οποίον ο πάροχος έχει το κέντρο των δραστηριοτήτων του όσον αφορά τη συγκεκριμένη αυτή υπηρεσία.

(42)  Όταν οι πάροχοι υπηρεσιών μετακινούνται σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου να παράσχουν υπηρεσίες, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ καταστάσεων όπου ισχύει η ελευθερία εγκατάστασης και εκείνων που καλύπτονται από την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών λόγω του προσωρινού χαρακτήρα των εν λόγω δραστηριοτήτων. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η προσωρινή φύση των δραστηριοτήτων αυτών πρέπει να αξιολογείται όχι μόνο βάσει της διάρκειας των υπηρεσιών, αλλά επίσης βάσει της συχνότητας, της περιοδικότητας ή της συνέχειάς τους. Σε κάθε περίπτωση, ο προσωρινός χαρακτήρας των δραστηριοτήτων δεν σημαίνει ότι οι πάροχοι δεν μπορούν να αποκτούν κάποιο είδος υποδομής στο κράτος μέλος προορισμού (γραφεία, ιατρεία ή αίθουσες), στο βαθμό που η υποδομή αυτή είναι αναγκαία για την παροχή των υπηρεσιών τους.

(43)  Η έννοια του "συστήματος αδειοδότησης" καλύπτει ιδίως διοικητικές διαδικασίες βάσει των οποίων χορηγούνται άδειες, εγκρίσεις, ή παραχωρήσεις καθώς επίσης και την υποχρέωση του προσώπου που επιθυμεί να ασκήσει τη δραστηριότητα να γίνει μέλος επαγγελματικού οργάνου, με εγγραφή σε μητρώο ή βάση δεδομένων κτλ., να λάβει την έγκριση επίσημου οργάνου ή να αποκτήσει επαγγελματική κάρτα. Η χορήγηση μιας άδειας μπορεί να προκύπτει όχι μόνο από επίσημη αλλά και από σιωπηρή απόφαση, για παράδειγμα σε περίπτωση μη απάντησης της αρμόδιας αρχής ή όταν ο ενδιαφερόμενος πρέπει να αναμένει ειδοποίηση παραλαβής της δήλωσής του για να αρχίσει τη δραστηριότητά του ή για να την ασκεί νομίμως.

(44)  Οι κανόνες που σχετίζονται με τις διοικητικές διαδικασίες δεν αποσκοπούν στην εναρμόνισή τους αλλά στην άρση των υπερβολικά επιβαρυμένων απαιτήσεων, διαδικασιών και διατυπώσεων αδειοδότησης που παρεμποδίζουν την ελευθερία εγκατάστασης και συνεπώς τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών.

(45)   Όπως διαπιστώνεται από σημαντικό αριθμό καταγγελιών και μαρτυριών εκ μέρους παρόχων υπηρεσιών, μια από τις σημαντικότερες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, ιδίως οι ΜΜΕ, για την πρόσβαση σε δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών και την άσκησή τους συνίσταται στην πολυπλοκότητα, τη διάρκεια και τη νομική ασάφεια των διοικητικών διαδικασιών. Για το λόγο αυτό, εκ παραλλήλου με ορισμένες πρωτοβουλίες που έχουν στόχο τον εκσυγχρονισμό και την υιοθέτηση ορθών διοικητικών πρακτικών σε κοινοτικό ή εθνικό επίπεδο, πρέπει να καθιερωθούν οι αρχές διοικητικής απλούστευσης, ιδίως με τη συντονισμένη εισαγωγή σε κοινοτικό επίπεδο του συστήματος των ενιαίων κέντρων εξυπηρέτησης και με τον περιορισμό της υποχρέωσης για απόκτηση προηγούμενης άδειας σε περιπτώσεις όπου είναι απολύτως αναγκαία. Εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την τήρηση των απαιτήσεων περί διαφάνειας και ενημέρωσης των πληροφοριών όσον αφορά τους παρόχους υπηρεσιών, ο εν λόγω εκσυγχρονισμός αποσκοπεί στην εξάλειψη των καθυστερήσεων, των δαπανών και των αντικινήτρων που προκύπτουν, για παράδειγμα, από μη αναγκαίες ή υπερβολικά περίπλοκες και δαπανηρές διαδικασίες, επικάλυψη των ενεργειών, υπερβολική τυπικότητα στη μορφή των εγγράφων, από τη διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων φορέων, από τις αορίστου χρόνου ή υπερβολικά μακρές προθεσμίες, τις περιορισμένες περιόδους ισχύος των αδειών που χορηγούνται, ή τις δυσανάλογες δαπάνες και ποινές. Οι πρακτικές αυτές συνεπάγονται ιδιαίτερα σοβαρά αντικίνητρα για τους παρόχους υπηρεσιών που επιθυμούν να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους σε άλλα κράτη μέλη και καθιστούν αναγκαίο το συντονισμένο εκσυγχρονισμό στο πλαίσιο της διευρυμένης εσωτερικής αγοράς των είκοσι πέντε κρατών μελών.

(46)  Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθιερώσουν, όπου ενδείκνυται, εναρμονισμένα ευρωπαϊκά έντυπα που θα χρησιμεύουν ως ισοδύναμα πιστοποιητικών, βεβαιώσεων ή άλλων εγγράφων σε σχέση με την εγκατάσταση.

(47)  Προκειμένου να διευκολυνθεί η πρόσβαση σε δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών και η άσκησή τους στην εσωτερική αγορά, πρέπει σε όλα τα κράτη μέλη να τεθεί ο κοινός στόχος της διοικητικής απλούστευσης και να προβλεφθούν διατάξεις ιδίως όσον αφορά τα ενιαία κέντρα εξυπηρέτησης, το δικαίωμα πληροφόρησης, τις διαδικασίες ηλεκτρονικής διεκπεραίωσης και τις κατευθυντήριες γραμμές για τα συστήματα αδειοδότησης. Άλλα μέτρα που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο για την επίτευξη του στόχου αυτού μπορούν να συνίστανται στη μείωση του αριθμού των διαδικασιών και των διατυπώσεων που εφαρμόζονται στις δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών, αφού εξασφαλισθεί ότι είναι απαραίτητες για την επίτευξη στόχου δημοσίου συμφέροντος και ότι δεν συντρέχει επικάλυψη του περιεχομένου ή των σκοπών τους.

(48)  Στο πλαίσιο της διοικητικής απλούστευσης, πρέπει να μην επιβάλλονται απαιτήσεις όσον αφορά τη μορφή, όπως είναι η απαίτηση για προσκόμιση πρωτότυπων εγγράφων, επικυρωμένων αντιγράφων ή επικυρωμένης μετάφρασης, εκτός εάν τούτο δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, π.χ. για την προστασία των εργαζομένων, της δημόσιας υγείας, της προστασίας του περιβάλλοντος ή των καταναλωτών ή της εκπαίδευσης. Πρέπει επίσης να εξασφαλιστεί ότι μια άδεια παρέχει κανονικά πρόσβαση στη δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών ή στην άσκησή της σε όλη την εθνική επικράτεια, εκτός από την περίπτωση που απαιτείται χωριστή άδεια για κάθε εγκατάσταση, για παράδειγμα για κάθε εγκατάσταση μεγάλου εμπορικού κέντρου ή περιορισμό της άδειας σε ειδικό τμήμα του εθνικού εδάφους, εφόσον αυτό δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος.

(49)  Η έννοια των επιτακτικών λόγων δημοσίου συμφέροντος στους οποίους αναφέρονται ορισμένες διατάξεις της παρούσας οδηγίας αναπτύχθηκε σταδιακά από τη νομολογία του Δικαστηρίου επί των άρθρων 43 και 49 της Συνθήκης και μπορεί να συνεχίσει να εξελίσσεται. Η έννοια καλύπτει τουλάχιστον τους κάτωθι τομείς: δημόσια τάξη, δημόσια ασφάλεια και δημόσια υγεία, κατά την έννοια των άρθρων 46 και 55 της Συνθήκης, διατήρηση της κοινωνικής τάξης, στόχοι κοινωνικής πολιτικής, προστασία των αποδεκτών των υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης και της ασφάλειας των ασθενών, προστασία των καταναλωτών, προστασία των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής προστασίας των εργαζομένων, διατήρηση της χρηματοπιστωτικής ισορροπίας των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, διατήρηση ισόρροπης ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης ανοιχτής σε όλους, πρόληψη της απάτης, συνοχή του φορολογικού συστήματος, πρόληψη του αθέμιτου ανταγωνισμού, διατήρηση της καλής φήμης του εθνικού χρηματοπιστωτικού τομέα, προστασία του περιβάλλοντος και του αστικού περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένης της χωροταξίας πόλεων και υπαίθρου, προστασία των πιστωτών, διασφάλιση της χρηστής διαχείρισης της δικαιοσύνης, οδική ασφάλεια, προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, στόχοι πολιτιστικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης της διασφάλισης του οπτικοακουστικού τομέα, της ελευθερίας έκφρασης σε ό,τι αφορά τις κοινωνικές, πολιτιστικές, θρησκευτικές και φιλοσοφικές πτυχές στην κοινωνία, διατήρηση της πολυφωνίας του Τύπου και πολιτική για την προώθηση της εθνικής γλώσσας, διατήρηση της εθνικής, ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς και κτηνιατρική πολιτική.

(50)  Πρέπει να προβλεφθούν ενιαία κέντρα εξυπηρέτησης που θα έχουν ως προορισμό να εξασφαλίζουν ότι κάθε πάροχος υπηρεσιών θα μπορεί να απευθύνεται σε ενιαίο φορέα για όλες τις διαδικασίες και διατυπώσεις. Ο αριθμός των ενιαίων κέντρων εξυπηρέτησης ανά κράτος μέλος μπορεί να ποικίλει ανάλογα με τις περιφερειακές ή τοπικές αρμοδιότητες ή ανάλογα με τις δραστηριότητες. Η δημιουργία των εν λόγω ενιαίων κέντρων εξυπηρέτησης δεν επηρεάζει την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο των διαφόρων εθνικών συστημάτων. Εάν είναι αρμόδιες περισσότερες της μιας εθνικές ή τοπικές αρχές, μια εξ αυτών μπορεί να ενεργεί έναντι των άλλων αρχών ως ενιαίο κέντρο εξυπηρέτησης και συντονισμού. Τα ενιαία κέντρα εξυπηρέτησης δεν απαιτείται να είναι αποκλειστικά διοικητικές αρχές, αλλά μπορούν να είναι εμπορικά ή επαγγελματικά επιμελητήρια ή επαγγελματικοί σύλλογοι ή ιδιωτικοί φορείς στους οποίους ένα κράτος μέλος αποφασίζει να αναθέσει το καθήκον αυτό. Τα ενιαία κέντρα εξυπηρέτησης έχουν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο και να βοηθήσουν τους παρόχους υπηρεσιών είτε ως αρχές που είναι άμεσα υπεύθυνες για την έκδοση των απαιτούμενων εγγράφων για την πρόσβαση σε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών είτε ως ενδιάμεσοι φορείς μεταξύ των παρόχων υπηρεσιών και των αμέσως αρμόδιων αρχών. Στη σύστασή της 22ας Απριλίου 1997 σχετικά με τη βελτίωση και την απλούστευση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος για την εκκίνηση των επιχειρήσεων(11), η Επιτροπή κάλεσε τα κράτη μέλη να δημιουργήσουν σημεία επαφής για την απλούστευση των διατυπώσεων.

(51)  Η υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν τη δυνατότητα ενός παρόχου υπηρεσιών να ολοκληρώσει σε ένα ενιαίο κέντρο εξυπηρέτησης τις απαιτούμενες διαδικασίες και διατυπώσεις για την πρόσβασή του στις σχετικές με τις υπηρεσίες του δραστηριότητες, περιλαμβάνει και εκείνες τις διαδικασίες και διατυπώσεις που είναι αναγκαίες για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με την οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών(12). Αυτό δεν επηρεάζει τον ρόλο των γραφείων συνδέσμων, ή άλλων αρμόδιων εθνικών φορέων που ορίζουν τα κράτη μέλη για την εφαρμογή της οδηγίας 96/71/ΕΚ. Ωστόσο, αυτά τα γραφεία σύνδεσμοι ή οι άλλοι αρμόδιοι εθνικοί φορείς θα πρέπει να διαθέσουν στα ενιαία κέντρα εξυπηρέτησης τις πληροφορίες σχετικά με τις αναγκαίες διαδικασίες και διατυπώσεις για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με την οδηγία 96/71/ΕΚ.

(52)  Η υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν την εύκολη πρόσβαση των παρόχων και των αποδεκτών υπηρεσιών στις πληροφορίες, μπορεί να εκπληρωθεί με τη διάθεση των πληροφοριών αυτών μέσω ιστοθέσης στο Διαδίκτυο. Η υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να βοηθούν τους παρόχους και τους αποδέκτες υπηρεσιών δεν συνεπάγεται επ' ουδενί την εκ μέρους των εν λόγω αρχών παροχή νομικών συμβουλών σε μεμονωμένες υποθέσεις, αλλά αφορά μόνο τις γενικές πληροφορίες σχετικά με τον συνήθη τρόπο ερμηνείας ή εφαρμογής των εν λόγω απαιτήσεων.

(53)  Η εγκαθίδρυση, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, μεταξύ άλλων, ηλεκτρονικού συστήματος διεκπεραίωσης των διαδικασιών και διατυπώσεων συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για τη διοικητική απλούστευση στον τομέα της παροχής υπηρεσιών προς όφελος των παρόχων, των αποδεκτών και των αρμόδιων αρχών. Για την υλοποίηση της υποχρέωσης αυτής, μπορεί να είναι αναγκαία η προσαρμογή των εθνικών νομοθεσιών και άλλων κανόνων που εφαρμόζονται στον τομέα των υπηρεσιών. Το γεγονός ότι αυτές οι διαδικασίες και οι διατυπώσεις πρέπει να μπορούν να διεκπεραιώνονται από απόσταση συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι μπορούν να πραγματοποιηθούν σε διασυνοριακό επίπεδο. Αυτή η υποχρέωση για συγκεκριμένο αποτέλεσμα δεν αφορά τις διαδικασίες ή διατυπώσεις που είναι από τη φύση τους αδύνατον να πραγματοποιηθούν από απόσταση. Ωστόσο, η διάταξη αυτή δεν επηρεάζει τη νομοθεσία των κρατών μελών όσον αφορά τη χρήση γλωσσών.

(54)  Οι πάροχοι και οι αποδέκτες υπηρεσιών πρέπει να έχουν πρόσβαση σε ορισμένες πληροφορίες. Στο πλαίσιο αυτό περιλαμβάνονται πληροφορίες σχετικά με διαδικασίες και διατυπώσεις, στοιχεία για τις αρμόδιες υπηρεσίες, προϋποθέσεις πρόσβασης σε δημόσια μητρώα και τράπεζες δεδομένων, καθώς και στοιχεία για διαθέσιμα ένδικα μέσα και ενώσεις, καθώς και οργανώσεις παροχής υποστήριξης προς τους αποδέκτες. Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να είναι ευπρόσιτες, δηλαδή να διατίθενται στο κοινό εύκολα και χωρίς προσκόμματα. Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να παρέχονται με σαφή και κατανοητό τρόπο.

(55)  Η δυνατότητα πρόσβασης σε μια δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών δεν μπορεί να εξαρτάται από την απόκτηση άδειας που χορηγούν οι αρμόδιες αρχές, εκτός εάν η ενέργεια αυτή πληροί τα κριτήρια της μη εισαγωγής διακρίσεων, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας. Αυτό σημαίνει, κυρίως, ότι η αδειοδότηση επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις όπου ο εκ των υστέρων έλεγχος δεν θα είναι αποτελεσματικός επειδή δεν είναι δυνατό να διαπιστωθούν εκ των υστέρων οι ελλείψεις των συγκεκριμένων υπηρεσιών, καθώς και εξαιτίας των κινδύνων που μπορούν να προκύψουν λόγω της απουσίας προηγούμενου ελέγχου. Οι διατάξεις αυτές της οδηγίας δεν μπορούν να δικαιολογήσουν συστήματα αδειοδότησης που απαγορεύονται από άλλα κοινοτικά μέσα, όπως από την οδηγία 1999/93/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1999, σχετικά με ένα κοινοτικό πλαίσιο για τις ηλεκτρονικές υπογραφές(13) ή την οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά ("οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο")(14). Τα αποτελέσματα της διαδικασίας αμοιβαίας αξιολόγησης θα επιτρέψουν τον καθορισμό σε κοινοτικό επίπεδο των ειδών δραστηριοτήτων για τις οποίες πρέπει να καταργηθούν τα συστήματα αδειοδότησης.

(56)  Η άδεια θα πρέπει κανονικά να επιτρέπει στον πάροχο να έχει πρόσβαση στη δραστηριότητα της υπηρεσίας ή την άσκηση της δραστηριότητας αυτής, σε ολόκληρη την εθνική επικράτεια, εκτός εάν, για επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, αιτιολογείται εδαφικός περιορισμός. Επί παραδείγματι, η περιβαλλοντική προστασία αιτιολογεί την απαίτηση ατομικής αδειοδότησης για κάθε εγκατάσταση στην εθνική επικράτεια. Η διάταξη δεν επηρεάζει τις αρμοδιότητες των περιφερειακών ή τοπικών αρχών για τη χορήγηση αδειών εντός των κρατών μελών.

(57)  Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας σχετικά με τα προγράμματα αδειοδότησης θα πρέπει να αφορούν περιπτώσεις όπου η πρόσβαση ή η άσκηση δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών εκ μέρους των οικονομικών φορέων, απαιτεί τη λήψη απόφασης από αρμόδια αρχή. Αυτό δεν αφορά ούτε τις αποφάσεις των αρμοδίων αρχών περί σύστασης προσώπου ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου για την παροχή συγκεκριμένης υπηρεσίας, ούτε τη σύναψη συμβάσεων εκ μέρους των αρμοδίων αρχών για την παροχή συγκεκριμένης υπηρεσίας που διέπεται από τους κανόνες περί δημοσίων προμηθειών.

(58)  Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τη δυνατότητα των κρατών μελών να αποσύρουν εκ των υστέρων άδειες και ιδίως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της άδειας.

(59)  Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι στόχοι για την προστασία της δημόσιας υγείας, των καταναλωτών, της υγείας των ζώων και του αστικού περιβάλλοντος αποτελούν επιτακτικούς λόγους που συνδέονται με το δημόσιο συμφέρον, οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν την εφαρμογή σχεδίων αδειοδότησης και άλλων περιορισμών που εφαρμόζονται στον τομέα των υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης και των κοινωνικών υπηρεσιών. Ωστόσο, τέτοιου είδους σχέδια αδειοδότησης και περιορισμοί δεν μπορούν να εισάγουν διακρίσεις με βάση τη χώρα καταγωγής του αιτούντος, ούτε να παρεμποδίζουν τις διασυνοριακές υπηρεσίες που συμμορφούνται με τις απαιτήσεις των κρατών μελών. Επιπλέον, πρέπει πάντοτε να γίνονται σεβαστές οι αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.

(60)  Σε περίπτωση που για συγκεκριμένη δραστηριότητα διατίθεται περιορισμένος αριθμός αδειών, πρέπει να προβλέπεται μια διαδικασία επιλογής μεταξύ περισσότερων υποψηφίων, με γνώμονα τη βελτίωση, μέσω του ελεύθερου ανταγωνισμού, της ποιότητας των υπηρεσιών που προσφέρονται στους χρήστες και των όρων βάσει των οποίων προσφέρονται. Η διαδικασία αυτή πρέπει να παρέχει εχέγγεια διαφάνειας και ουδετερότητας και η άδεια δεν πρέπει να χορηγείται για πολύ μεγάλη διάρκεια ούτε να ανανεώνεται αυτόματα ούτε να παρέχει πλεονεκτήματα στον πάροχο των υπηρεσιών μετά τη λήξη ισχύος της. Συγκεκριμένα, η διάρκεια της άδειας πρέπει να οριστεί κατά τρόπον ώστε να μην περιορίζει και να μην εμποδίζει τον ελεύθερο ανταγωνισμό πέραν του σημείου που είναι αναγκαίο για να εξασφαλισθεί η απόσβεση των επενδύσεων και η εύλογη απόδοση επί του επενδυμένου κεφαλαίου. Η διάταξη αυτή δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να περιορίζουν τον αριθμό των αδειών για λόγους άλλους που δεν έχουν σχέση με τη σπανιότητα των φυσικών πόρων ή τις τεχνικές δυνατότητες. Οι άδειες αυτές υπόκεινται σε κάθε περίπτωση στις άλλες διατάξεις για το καθεστώς αδειοδότησης που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

(61)  Ο στόχος της δημιουργίας μιας γνήσιας εσωτερικής αγοράς υπηρεσιών καθιστά αναγκαία την κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκατάστασης και στην ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών, οι οποίοι απαντώνται ακόμα στις νομοθεσίες ορισμένων κρατών μελών και οι οποίοι είναι ασυμβίβαστοι με τα άρθρα 43 και 49 της Συνθήκης αντιστοίχως. Οι απαγορευμένοι περιορισμοί που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία επηρεάζουν ιδιαίτερα την εσωτερική αγορά υπηρεσιών και πρέπει να καταργηθούν συστηματικά το ταχύτερο δυνατόν.

(62)  Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η ελευθερία εγκατάστασης συνεπάγεται ιδίως την αρχή της ίσης μεταχείρισης που απαγορεύει όχι μόνο κάθε διάκριση λόγω εθνικότητας κράτους μέλους, αλλά και κάθε έμμεση διάκριση βάσει άλλων κριτηρίων τα οποία στην πράξη παράγουν τα ίδια αποτελέσματα. Έτσι, για παράδειγμα, η πρόσβαση σε μια δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών ή η άσκηση της δραστηριότητας αυτής σε κράτος μέλος, είτε ως κύρια είτε ως δευτερεύουσα δραστηριότητα, δεν μπορεί να υπόκειται σε κριτήρια όπως του τόπου εγκατάστασης, κατοικίας, διαμονής ή της κύριας παροχής μιας δραστηριότητας. Σε ορισμένες περιπτώσεις επιτακτικοί λόγοι δημόσιου συμφέροντος μπορούν, ωστόσο, να αιτιολογούν την υποχρέωση παρουσίας του παρόχου κατά την άσκηση της δραστηριότητάς του. Ομοίως, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να περιορίζουν τη δικαιοπρακτική ικανότητα και την ικανότητα να είναι διάδικοι των εταιρειών που ιδρύονται σύμφωνα με τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου η εταιρεία έχει την κύρια εγκατάσταση της. Επιπλέον, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παρέχουν πλεονεκτήματα στους παρόχους υπηρεσιών οι οποίοι έχουν έναν ιδιαίτερο δεσμό με τους κοινωνικοοικονομικούς κύκλους σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο, ούτε μπορούν να περιορίζουν - εξ αιτίας του τόπου εγκατάστασης του παρόχου των υπηρεσιών - τη δυνατότητα του εν λόγω παρόχου να αποκτά ή να διαθέτει δικαιώματα και προϊόντα και να έχει πρόσβαση σε διάφορες μορφές πίστωσης και στέγασης στο βαθμό που οι δυνατότητες αυτές είναι χρήσιμες για την πρόσβαση στη δραστηριότητα ή την αποτελεσματική άσκησή της.

(63)  Η απαγόρευση των οικονομικών δοκιμών ως προηγούμενης προϋπόθεσης για τη χορήγηση άδειας αφορά τις ίδιες τις οικονομικές δοκιμές και όχι τις άλλες απαιτήσεις που δικαιολογούνται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι η προστασία του αστικού περιβάλλοντος, οι στόχοι κοινωνικής πολιτικής και δημόσιας υγείας. Η απαγόρευση αυτή δεν αφορά την άσκηση των αρμοδιοτήτων των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εφαρμογή του δικαίου περί ανταγωνισμού. Η απαγόρευση της άμεσης ή έμμεσης εμπλοκής ανταγωνιστικών φορέων στη χορήγηση αδειών δεν αφορά τη διαβούλευση με οργανισμούς όπως τα εμπορικά επιμελητήρια για θέματα πέραν των μεμονωμένων αιτήσεων αδειοδότησης.

(64)  Με στόχο το συντονισμό του εκσυγχρονισμού των εθνικών νομοθεσιών σε σχέση με τις απαιτήσεις της εσωτερικής αγοράς, πρέπει να αξιολογηθούν ορισμένες εθνικές απαιτήσεις που δεν συνεπάγονται διακρίσεις οι οποίες, λόγω των χαρακτηριστικών τους, ενδέχεται να περιορίζουν ουσιαστικά ή ακόμα και να εμποδίζουν την πρόσβαση σε μια δραστηριότητα ή την άσκησή της στο πλαίσιο της ελευθερίας εγκατάστασης. Τα κράτη μέλη οφείλουν, κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταφοράς της οδηγίας, να εξασφαλίσουν ότι οι απαιτήσεις αυτές είναι αναγκαίες και αναλογικές και, ανάλογα με την περίπτωση, να τις καταργήσουν ή να τις τροποποιήσουν. Εξάλλου, οι απαιτήσεις πρέπει σε κάθε περίπτωση να συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο στον τομέα του ανταγωνισμού.

(65)  Η διαδικασία αμοιβαίας αξιολόγησης που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία δεν επηρεάζει την ελευθερία των κρατών μελών να θεσπίζουν στη νομοθεσία τους υψηλό επίπεδο προστασίας των δημοσίων συμφερόντων, ιδίως για την επίτευξη στόχων στον τομέα της υγείας και της κοινωνικής πολιτικής. Επιπλέον, η διαδικασία αμοιβαίας αξιολόγησης πρέπει να λαμβάνει πλήρως υπόψη την ιδιαιτερότητα των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος και τα ιδιαίτερα καθήκοντα που αυτές απαιτούν. Αυτά μπορούν να αιτιολογήσουν κάποιους περιορισμούς στην ελευθερία εγκατάστασης, ιδίως όταν αφορούν την προστασία της δημόσιας υγείας και τους στόχους κοινωνικής πολιτικής. Επί παραδείγματι, όσον αφορά την υποχρέωση της ύπαρξης συγκεκριμένης νομικής μορφής για την άσκηση ορισμένων υπηρεσιών στον κοινωνικό τομέα, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι αιτιολογείται ο πάροχος υπηρεσιών να υπόκειται στην υποχρέωση της μη κερδοσκοπικής δραστηριότητας. Επιπλέον, πρέπει να επιτρέπονται περιορισμοί που αποσκοπούν στην εξασφάλιση της κατανομής των ιατρικών υπηρεσιών, ιδίως σε αραιοκατοικημένες περιοχές.

(66)  Μεταξύ των περιορισμών που πρέπει να εξεταστούν συγκαταλέγονται, για παράδειγμα, τα εθνικά καθεστώτα τα οποία, για λόγους που δεν έχουν σχέση με τα επαγγελματικά προσόντα, περιορίζουν την πρόσβαση σε δραστηριότητες, σε συγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών.

(67)  Το γεγονός ότι η παρούσα οδηγία ορίζει ορισμένες απαιτήσεις τις οποίες τα κράτη μέλη πρέπει να καταργήσουν ή να αξιολογήσουν κατά τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο δεν επηρεάζει τυχόν προσφυγές παραλείψεως κατά κράτους μέλους για παράβαση των άρθρων 43 ή 49 της Συνθήκης.

(68)  Για την αποτελεσματική εφαρμογή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και για να εξασφαλίζεται η δυνατότητα για τους αποδέκτες και τους παρόχους υπηρεσιών να αποδέχονται και να παρέχουν υπηρεσίες στο σύνολο της Κοινότητας, ανεξαρτήτως συνόρων, πρέπει να διευκρινισθεί ο βαθμός στον οποίο οι πάροχοι υπηρεσιών υπόκεινται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένοι και ο βαθμός στον οποίο έχει εφαρμογή η νομοθεσία του κράτους μέλους όπου παρέχεται η υπηρεσία. Επιβάλλεται να υπογραμμισθεί ότι αυτό δεν εμποδίζει το κράτος μέλος στο οποίο μετακινείται ο πάροχος υπηρεσιών από το να επιβάλει τις ιδιαίτερες απαιτήσεις του όσον αφορά την άσκηση δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών, οι οποίες είναι απαραίτητες για λόγους δημόσιας υγείας ή δημόσιας ασφάλειας ή για την προστασία της υγείας ή του περιβάλλοντος, προκειμένου να προληφθούν συγκεκριμένοι κίνδυνοι στον τόπο όπου παρέχεται η υπηρεσία.

(69)  Πρέπει να προβλεφθεί ότι η εφαρμογή του νόμου της χώρας καταγωγής δεν μπορεί να αποκλεισθεί παρά μόνο στους τομείς που καλύπτονται από γενικές ή μεταβατικές παρεκκλίσεις, οι οποίες προβλέπονται από την παρούσα οδηγία. Οι παρεκκλίσεις αυτές είναι απαραίτητες για να ληφθεί υπόψη ο βαθμός ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς ή ορισμένα κοινοτικά νομοθετικά κείμενα σχετικά με τις υπηρεσίες που προβλέπουν ότι ένας πάροχος υπηρεσιών υπόκειται στην εφαρμογή άλλης νομοθεσίας από εκείνη του κράτους μέλους καταγωγής του. Εξάλλου, κατ' εξαίρεση, μπορούν να ληφθούν μέτρα κατά συγκεκριμένου παρόχου σε μεμονωμένες περιπτώσεις και με βάση ορισμένες ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις. Για να υπάρχει η απαραίτητη ασφάλεια δικαίου ώστε να ενθαρρύνονται οι ΜΜΕ να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε άλλα κράτη μέλη, οι παρεκκλίσεις αυτές πρέπει να είναι περιορισμένες στις απολύτως απαραίτητες. Συγκεκριμένα, οι παρεκκλίσεις αυτές δεν μπορούν να εφαρμόζονται παρά μόνο αν συντρέχουν λόγοι που συνδέονται με την ασφάλεια των υπηρεσιών, την άσκηση ενός επαγγέλματος του τομέα της υγείας ή την προστασία της δημόσιας τάξης, ιδίως των πτυχών που συνδέονται με την προστασία των ανηλίκων και στο βαθμό που οι εθνικές διατάξεις στους τομείς αυτούς δεν έχουν εναρμονιστεί. Επιπλέον, κάθε περιορισμός στην ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών θα μπορεί να συνάδει με τα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών δικαίου που διέπουν την κοινοτική έννομη τάξη.

(70)  Η ελευθερία παροχής υπηρεσιών όπως ορίζει η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις διατάξεις των κρατών μελών όπου παρέχεται η υπηρεσία, τα οποία περιορίζουν κάποια δραστηριότητα σε συγκεκριμένο επάγγελμα, όπως, για παράδειγμα, την απαίτηση που ορίζει ότι οι νομικές συμβουλές παρέχονται αποκλειστικά από νομικούς.

(71)  Σε περίπτωση μετακίνησης του παρόχου σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος καταγωγής, πρέπει να προβλέπεται αμοιβαία βοήθεια μεταξύ των δύο αυτών κρατών, βάσει της οποίας το πρώτο κράτος θα έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε ελέγχους, επιθεωρήσεις και έρευνες μετά από αίτηση του κράτους μέλους καταγωγής ή να προβαίνει, με δική του πρωτοβουλία, σε τέτοιους ελέγχους, εάν πρόκειται αποκλειστικά για εκτιμήσεις πραγματικών περιστατικών. Επίσης, σε περίπτωση απόσπασης εργαζομένων, η χώρα υποδοχής μπορεί να λάβει μέτρα κατά ενός παρόχου που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος για να εξασφαλίσει την τήρηση των συνθηκών απασχόλησης και εργασίας που εφαρμόζονται δυνάμει της οδηγίας 96/71/ΕΚ.

(72)  Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να αφορά τους γενικούς και ειδικούς όρους για την απασχόληση που, σύμφωνα με την οδηγία 96/71/ΕΚ, εφαρμόζονται στους εργαζόμενους που είναι αποσπασμένοι για λόγους παροχής υπηρεσιών στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους. Στις περιπτώσεις αυτές, η οδηγία 96/71/ΕΚ ορίζει ότι οι πάροχοι οφείλουν να συμμορφούνται με τους γενικούς και ειδικούς όρους απασχόλησης σε καταγεγραμμένο αριθμό τομέων που εφαρμόζεται στο κράτος μέλος στο οποίο παρέχεται η υπηρεσία. Οι τομείς αυτοί είναι οι εξής: μέγιστες περίοδοι εργασίας και ελάχιστες περίοδοι ανάπαυσης, ελάχιστη διάρκεια ετήσιας άδειας μετ" αποδοχών, ελάχιστα επίπεδα αποδοχών, συμπεριλαμβανομένων των αποζημιώσεων υπερωριακής εργασίας, όροι θέσης εργαζομένων στη διάθεση επιχειρήσεων, ιδίως η παροχή εργαζομένων από επιχειρήσεις προσωρινής απασχόλησης, η υγεία, η ασφάλεια και η υγιεινή στην εργασία, προστατευτικά μέτρα σχετικά με τους γενικούς και ειδικούς όρους εργασίας και απασχόλησης των γυναικών σε κατάσταση εγκυμοσύνης ή λοχείας, των παιδιών και των νέων, ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών και άλλες διατάξεις για την κατάργηση των διακρίσεων. Αυτό δεν αφορά μόνο τους γενικούς και ειδικούς όρους της απασχόλησης που θεσπίζονται με το νόμο, αλλά και τις διατάξεις που διέπουν τις συλλογικές συμβάσεις ή τις διοικητικές αποφάσεις οι οποίες εκδίδονται επισήμως ή εφαρμόζονται de facto καθολικώς κατά την έννοια της οδηγίας 96/71/ΕΚ. Επιπλέον, η παρούσα οδηγία δεν πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν τους ειδικούς και γενικούς όρους περί απασχόλησης σε θέματα πέρα από αυτά που καταγράφονται στην οδηγία 96/71/ΕΚ, για λόγους πολιτικής δημοσίων προμηθειών.

(73)  Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να αφορά ούτε τους γενικούς και ειδικούς όρους του τομέα της απασχόλησης στις περιπτώσεις που εργαζόμενοι που απασχολούνται για την παροχή διασυνοριακής υπηρεσίας προσλαμβάνονται στο κράτος μέλος στο οποίο παρέχεται η εν λόγω υπηρεσία. Τέλος, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να περιλαμβάνει το δικαίωμα των κρατών μελών στα οποία παρέχεται η υπηρεσία να καθορίζουν την ύπαρξη σχέσης απασχόλησης και τη διάκριση μεταξύ των αυτοαπασχολουμένων ατόμων και των ατόμων εξαρτημένης εργασίας, συμπεριλαμβανομένων και των "ψευδοαυτοαπασχολουμένων". Στην περίπτωση αυτή, με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου, το ουσιώδες χαρακτηριστικό μιας σχέσης απασχόλησης κατά την έννοια του άρθρου 39 της Συνθήκης, είναι το γεγονός ότι για συγκεκριμένη χρονική περίοδο ένα άτομο παρέχει υπηρεσίες σε άλλο άτομο υπό τη διεύθυνση του τελευταίου, έναντι οικονομικού ανταλλάγματος· κάθε δραστηριότητα του εν λόγω ατόμου εκτός της σχέσης εξάρτησης, πρέπει να καθορίζεται ως δραστηριότητα που ασκείται στο πλαίσιο αυτοαπασχόλησης, κατά την έννοια των άρθρων 43 και 49 της Συνθήκης.

(74)  Πρέπει να προβλεφθεί παρέκκλιση από την ελευθερία παροχής υπηρεσιών όπως ορίζει η παρούσα οδηγία για τις υπηρεσίες που τελούν υπό καθεστώς πλήρους απαγόρευσης στο κράτος μέλος στο οποίο μετακινείται ο πάροχος, εφόσον το εν λόγω καθεστώς δικαιολογείται από λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας. Η παρέκκλιση αυτή περιορίζεται στις πλήρεις απαγορεύσεις και δεν καλύπτει τα εθνικά καθεστώτα τα οποία, χωρίς να απαγορεύουν πλήρως μια δραστηριότητα, αναθέτουν την άσκησή της σε έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους φορείς ή τα οποία απαγορεύουν την άσκηση μιας δραστηριότητας χωρίς προηγούμενη άδεια. Στην πραγματικότητα, όταν ένα κράτος μέλος επιτρέπει μια δραστηριότητα μόνο σε ορισμένους φορείς, η δραστηριότητα αυτή δεν υπόκειται σε πλήρη απαγόρευση και επομένως δεν θεωρείται ότι είναι αντίθετη με τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία. Επομένως, δεν δικαιολογείται η εξαίρεση μιας τέτοιας δραστηριότητας από το γενικό καθεστώς της οδηγίας.

(75)  Η ελευθερία παροχής υπηρεσιών όπως ορίζει η παρούσα οδηγία δεν πρέπει να εφαρμόζεται στις ειδικές απαιτήσεις του κράτους μέλους στο οποίο μετακινείται ο πάροχος που άπτονται των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του τόπου στον οποίο παρέχεται η υπηρεσία και οι οποίες είναι απαραίτητο να τηρούνται για τη διατήρηση της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ασφάλειας, της δημόσιας υγείας ή της προστασίας του περιβάλλοντος. Μια τέτοια παρέκκλιση αφορά, για παράδειγμα, τις άδειες κατάληψης ή χρήσης της δημόσιας οδού, τις απαιτήσεις σχετικά με την οργάνωση δημόσιων εκδηλώσεων ή τις απαιτήσεις σχετικά με την ασφάλεια των εργοταξίων.

(76)  Η εξαίρεση από την ελευθερία παροχής υπηρεσιών όπως ορίζει η παρούσα οδηγία της ταξινόμησης οχημάτων που έχουν αποκτηθεί με χρηματοδοτική μίσθωση σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο χρησιμοποιούνται απορρέει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, το οποίο έχει δεχθεί ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να υπαγάγει σε τέτοια υποχρέωση οχήματα που χρησιμοποιούνται στο έδαφός του, με αναλογικούς όρους. Η εξαίρεση αυτή δεν καλύπτει την ευκαιριακή ή προσωρινή μίσθωση.

(77)  Οι συμβατικές σχέσεις μεταξύ του παρόχου και του πελάτη καθώς και μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου δεν εμπίπτουν στην παρούσα οδηγία. Ο καθορισμός της εφαρμοστέας συμβατικής και εξωσυμβατικής νομοθεσίας διέπεται από κοινοτικά μέσα που αφορούν το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο. Επιπλέον, η συμβατική συμφωνία υπερισχύει, στον βαθμό που περιέχει διατάξεις σχετικά με τις προδιαγραφές ποιότητας.

(78)  Θα πρέπει να παρέχεται στα κράτη μέλη η δυνατότητα να λαμβάνουν κατ" εξαίρεση μέτρα που αποκλίνουν από την ελευθερία παροχής υπηρεσιών όπως ορίζει η παρούσα οδηγία σε σχέση με πάροχο που είναι εγκαταστημένος σε άλλο κράτος μέλος σε μεμονωμένες περιπτώσεις και για ορισμένους λόγους, όπως είναι η ασφάλεια των υπηρεσιών. Η δυνατότητα αυτή δεν πρέπει να χρησιμοποιείται όπου υφίσταται κοινοτική εναρμόνιση. Εξάλλου, η δυνατότητα αυτή δεν επιτρέπει τη λήψη περιοριστικών μέτρων στους τομείς όπου άλλες οδηγίες απαγορεύουν κάθε παρέκκλιση από την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών, όπως η οδηγία 1999/93/EΚ ή η οδηγία 98/84/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Νοεμβρίου 1998 για τη νομική προστασία των υπηρεσιών που βασίζονται ή συνίστανται στην παροχή πρόσβασης υπό όρους(15), ούτε επιτρέπει την επέκταση ή τον περιορισμό των δυνατοτήτων παρέκκλισης που προβλέπονται σε άλλες οδηγίες, όπως στην οδηγία 89/552/ΕΟΚ ή στην οδηγία 2000/31/EΚ.

(79)  Οι περιορισμοί στην ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών που αντίκεινται στην παρούσα οδηγία μπορούν να προκύπτουν όχι μόνο από μέτρα που λαμβάνονται κατά παρόχων υπηρεσιών αλλά επίσης από πολυάριθμα εμπόδια στη χρήση υπηρεσιών από τους αποδέκτες τους και ιδίως από τους καταναλωτές. Η παρούσα οδηγία αναφέρει, ενδεικτικά, ορισμένα είδη περιορισμών κατά ενός αποδέκτη ο οποίος επιθυμεί να χρησιμοποιήσει υπηρεσία που παρέχεται από φορέα εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος.

(80)  Σύμφωνα με τους κανόνες της συνθήκης που διέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών, έτσι όπως ερμηνεύονται από τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι διακρίσεις λόγω ιθαγένειας ή κατοικίας του αποδέκτη σε συγκεκριμένη χώρα ή τόπο απαγορεύονται. Μπορεί να πρόκειται ιδίως για υποχρέωση, η οποία επιβάλλεται μόνο στους υπηκόους άλλου κράτους μέλους, να προσκομίζουν πρωτότυπα έγγραφα, επικυρωμένα αντίγραφα, πιστοποιητικό ιθαγένειας ή επίσημες μεταφράσεις εγγράφων για να μπορούν να επωφεληθούν από μια υπηρεσία ή από ορισμένες ευνοϊκές δασμολογικές ρυθμίσεις. Ωστόσο, η απαγόρευση απαιτήσεων που εισάγουν διακρίσεις δεν εμποδίζει την παραχώρηση σε ορισμένους αποδέκτες ευνοϊκών ρυθμίσεων, κυρίως δασμολογικών, εφόσον στηρίζονται σε νόμιμα αντικειμενικά κριτήρια, π.χ. αν σχετίζονται άμεσα με τις εισφορές που καταβάλλουν οι εν λόγω αποδέκτες υπηρεσιών.

(81)  Μολονότι η παρούσα οδηγία δεν αποσκοπεί στην τεχνητή εναρμόνιση των τιμών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως εκεί όπου οι συνθήκες αγοράς ποικίλλουν από χώρα σε χώρα, η ουσιαστική πραγμάτωση ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα και η αρχή της αποφυγής των διακρίσεων απαιτούν να μην εμποδίζονται οι κοινοτικοί πολίτες να επωφεληθούν από μια υπηρεσία, η οποία ωστόσο είναι τεχνικά προσβάσιμη στην αγορά, ούτε να υπόκεινται σε διαφορετικούς όρους και διαφορετικές τιμές, αποκλειστικά λόγω της ιθαγένειάς τους ή του τόπου κατοικίας τους. Η διατήρηση τέτοιων διακρίσεων για τους αποδέκτες υπηρεσιών τονίζει την απουσία μιας πραγματικής εσωτερικής αγοράς υπηρεσιών για τους κοινοτικούς πολίτες και θίγει, γενικότερα, την ενσωμάτωση των λαών της Ευρώπης. Η αρχή της αποφυγής των διακρίσεων στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς συνεπάγεται ότι η πρόσβαση ενός αποδέκτη υπηρεσιών, κυρίως ενός καταναλωτή, σε υπηρεσία που προσφέρεται στο κοινό δεν μπορεί να αποκλεισθεί ούτε να καταστεί δυσκολότερη με κριτήριο την ιθαγένεια ή τον τόπο κατοικίας του αποδέκτη, το οποίο περιλαμβάνεται στους γενικούς όρους που τίθενται στη διάθεση του κοινού. Αυτό δεν σημαίνει ότι συνιστά παράνομη διάκριση να προβλέπονται στους γενικούς όρους διαφορετικές τιμές και όροι για την παροχή μιας υπηρεσίας που αιτιολογούνται από αντικειμενικούς παράγοντες, όπως το πραγματικό πρόσθετο κόστος λόγω απόστασης, τα τεχνικά χαρακτηριστικά της παρεχόμενης υπηρεσίας, τις διαφορετικές συνθήκες της αγοράς, όπως υψηλότερη ή χαμηλότερη ζήτηση που επηρεάζεται εποχικά, διαφορετικές περίοδοι διακοπών στα κράτη μέλη, διαφορετική τιμολόγηση ανταγωνιστών, ή τους συμπληρωματικούς κινδύνους λόγω διαφορετικών κανονιστικών ρυθμίσεων από εκείνες του κράτους μέλους καταγωγής.

(82)  Μεταξύ των μέσων με τα οποία ο πάροχος μπορεί να καταστήσει εύκολα προσβάσιμες για τον αποδέκτη πληροφορίες τις οποίες είναι υποχρεωμένος να διαθέσει, πρέπει να προβλεφθεί η γνωστοποίηση της ηλεκτρονικής του διεύθυνσης, περιλαμβανομένου του ιστοχώρου του. Εξάλλου, η υποχρέωση να περιλαμβάνονται ορισμένες πληροφορίες στην ενημερωτική τεκμηρίωση των παρόχων στην οποία παρουσιάζονται με λεπτομερή τρόπο οι υπηρεσίες τους δεν πρέπει να αφορά τις εμπορικές επικοινωνίες γενικού χαρακτήρα, όπως η διαφήμιση, αλλά πρέπει κυρίως να αφορά τα ενημερωτικά φυλλάδια που περιέχουν λεπτομερή περιγραφή των προτεινόμενων υπηρεσιών, περιλαμβανομένων των εγγράφων που βρίσκονται σε ιστοχώρο.

(83)  Κάθε πάροχος υπηρεσιών οι οποίες παρουσιάζουν συγκεκριμένο κίνδυνο για την υγεία ή την ασφάλεια ή συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό κίνδυνο για τον αποδέκτη πρέπει να καλύπτεται από κατάλληλη ασφάλεια επαγγελματικής ευθύνης ή ισοδύναμη ή συγκρίσιμη εγγύηση που σημαίνει ιδίως ότι ο πάροχος πρέπει να είναι επαρκώς ασφαλισμένος για την υπηρεσία που παρέχει πέρα από το κράτος μέλος καταγωγής του και σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη.

(84)  Η εν λόγω ασφάλεια ή εγγύηση πρέπει να ανταποκρίνεται στη φύση και στο βαθμό του κινδύνου, πράγμα που συνεπάγεται ότι οι πάροχοι υπηρεσιών δεν χρειάζονται διασυνοριακή κάλυψη παρά μόνον εφόσον παρέχουν πραγματικά υπηρεσίες σε άλλα κράτη μέλη. Οι πάροχοι υπηρεσιών και οι ασφαλιστικές εταιρείες πρέπει να διατηρούν την απαιτούμενη ευελιξία ούτως ώστε να διαπραγματεύονται πολιτικές ασφάλισης ειδικά προσαρμοσμένες στη φύση και στο βαθμό του κινδύνου. Τέλος, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να προβλέπουν την υποχρέωση των ασφαλιστικών εταιρειών να χορηγούν ασφαλιστική κάλυψη.

(85)  Πρέπει να καταργηθούν οι πλήρεις απαγορεύσεις εμπορικών επικοινωνιών για τα νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα· η κατάργηση αυτή δεν αφορά τις απαγορεύσεις σχετικά με το περιεχόμενο μιας εμπορικής επικοινωνίας αλλά εκείνες που, κατά γενικό τρόπο για ένα συγκεκριμένο επάγγελμα, απαγορεύουν μια ή περισσότερες μορφές εμπορικής επικοινωνίας, για παράδειγμα κάθε διαφήμιση σε συγκεκριμένο μέσο ή μέσα ενημέρωσης. Όσον αφορά το περιεχόμενο και τις μεθόδους των εμπορικών επικοινωνιών, πρέπει να παρακινηθούν οι επαγγελματικοί κλάδοι να εκπονήσουν, στο πλαίσιο της τήρησης του κοινοτικού δικαίου, κώδικες συμπεριφοράς σε κοινοτικό επίπεδο.

(86)  Για να βελτιωθεί η διαφάνεια και να βοηθηθούν οι εκτιμήσεις με βάση συγκρίσιμα κριτήρια όσον αφορά την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται στους αποδέκτες, είναι σημαντικό να υπάρχει εύκολη πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικά με τη σημασία των σημάτων και άλλων διακριτικών σημείων όσον αφορά τις υπηρεσίες αυτές. Αυτή η υποχρέωση διαφάνειας έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα σε τομείς όπως ο τουρισμός, ιδίως ο τομέας των ξενοδοχείων, όπου είναι πολύ διαδεδομένη η χρήση συστημάτων κατάταξης σε κατηγορίες. Επίσης, πρέπει να εξεταστεί σε ποιο βαθμό η ευρωπαϊκή τυποποίηση μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη για την προώθηση της συμβατότητας και της ποιότητας των υπηρεσιών. Τα ευρωπαϊκά πρότυπα συντάσσονται από τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης CEN, CENELEC και ETSI. Εφόσον κριθεί αναγκαίο, η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην οδηγία 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1998 για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας(16), να δώσει σχετική εντολή για την κατάρτιση ειδικών ευρωπαϊκών προτύπων.

(87)  Η ανάπτυξη ενός δικτύου των αρχών των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για την προστασία των καταναλωτών, η οποία αποτελεί αντικείμενο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004, έχει συμπληρωματική λειτουργία σε σχέση με τη συνεργασία που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία. Στην πράξη, η εφαρμογή της νομοθεσίας στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών σε καταστάσεις διασυνοριακών συναλλαγών, ιδίως στο πλαίσιο της ανάπτυξης νέων πρακτικών εμπορίας και διανομής, καθώς και οι ανάγκες κατάργησης ορισμένων εμποδίων για τη συνεργασία στον τομέα αυτό, επιβάλλουν τη συνεργασία σε υψηλότερο επίπεδο μεταξύ των κρατών μελών. Συγκεκριμένα, στον εν λόγω τομέα είναι αναγκαίο να εξασφαλιστεί ότι τα κράτη μέλη θα επιβάλουν την κατάργηση των παράνομων πρακτικών οικονομικών φορέων εντός της επικράτειάς τους, οι οποίες έχουν ως στόχο τους καταναλωτές σε άλλο κράτος μέλος.

(88)  Η συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών προϋποθέτει την εύρυθμη λειτουργία ηλεκτρονικού συστήματος πληροφόρησης, προκειμένου να παρέχεται στις αρμόδιες αρχές η δυνατότητα εύκολου εντοπισμού των αντίστοιχων συνομιλητών σε άλλα κράτη μέλη και η αποτελεσματική επικοινωνία με αυτούς.

(89)  Η διοικητική συνεργασία έχει ζωτική σημασία για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των υπηρεσιών. Η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών έχει ως αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό των κανόνων που εφαρμόζονται στους παρόχους υπηρεσιών, ή την επικάλυψη των ελέγχων των διασυνοριακών δραστηριοτήτων, ενώ διευκολύνει απατεώνες εμπόρους να αποφύγουν την εποπτεία ή να παρακάμψουν τους ισχύοντες εθνικούς κανόνες σχετικά με τις υπηρεσίες. Κατά συνέπεια, έχει ζωτική σημασία να θεσπιστεί σαφής νομική υποχρέωση των κρατών μελών για αποτελεσματική συνεργασία.

(90)  Πρέπει να προβλεφθεί ότι τα κράτη μέλη σε συνεργασία με την Επιτροπή ενθαρρύνουν την εκπόνηση από τα ενδιαφερόμενα μέρη κωδίκων δεοντολογίας σε κοινοτικό επίπεδο με σκοπό ιδίως την προαγωγή της ποιότητας των υπηρεσιών και λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες του κάθε επαγγέλματος. Οι κώδικες δεοντολογίας πρέπει να σέβονται το κοινοτικό δίκαιο, ιδίως το δίκαιο του ανταγωνισμού. Δεν πρέπει να αντιτίθενται σε νομικώς δεσμευτικούς κανόνες περί επαγγελματικής δεοντολογίας των κρατών μελών.

(91)  Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν την εκπόνηση κωδίκων δεοντολογίας, ιδίως από επαγγελματικούς φορείς, οργανώσεις και ενώσεις σε κοινοτικό επίπεδο. Αυτοί οι κώδικες δεοντολογίας πρέπει να περιλαμβάνουν, όπως αρμόζει στον ειδικό χαρακτήρα κάθε επαγγέλματος, κανόνες για εμπορικές ανακοινώσεις σχετικά με οργανωμένα επαγγέλματα, και κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας και συμπεριφοράς των οργανωμένων επαγγελμάτων που αποβλέπουν ιδίως στην εξασφάλιση της ανεξαρτησίας, της αμεροληψίας και του επαγγελματικού απορρήτου, καθώς και τους όρους άσκησης δραστηριοτήτων μεσιτείας ακινήτων, εάν οι όροι αυτοί περιλαμβάνονται σε παρόμοιους κώδικες. Τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν συνοδευτικά μέτρα για να ενθαρρύνουν επαγγελματικούς φορείς, οργανώσεις και ενώσεις να υλοποιούν σε εθνικό επίπεδο αυτούς τους κώδικες δεοντολογίας που έχουν εγκριθεί σε κοινοτικό επίπεδο.

(92)  Η παρούσα οδηγία δεν αποκλείει μελλοντικές πρωτοβουλίες, νομοθετικού ή μη νομοθετικού περιεχομένου, στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών.

(93)  Η απουσία αντίδρασης της Επιτροπής στο πλαίσιο της διαδικασίας αμοιβαίας αξιολόγησης που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία δεν προδικάζει το συμβιβάσιμο με το κοινοτικό δίκαιο των εθνικών απαιτήσεων που αποτελούν αντικείμενο των εκθέσεων των κρατών μελών.

(94)  Η οδηγία 98/27/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών(17) έχει ως αποτέλεσμα την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με τις αγωγές παραλείψεως για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών που περιλαμβάνονται στις οδηγίες οι οποίες παρατίθενται στο Παράρτημα της οδηγίας 98/27/ΕΚ. Για να καταστούν δυνατές τέτοιες αγωγές παραλείψεως και στις περιπτώσεις παράβασης της παρούσας οδηγίας η οποία θίγει τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών, πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως το Παράρτημα της οδηγίας 98/27/ΕΚ.

(95)  Δεδομένου ότι οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης, δηλαδή η εξάλειψη των εμποδίων στην ελευθερία εγκατάστασης των παρόχων υπηρεσιών στα κράτη μέλη και η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών μεταξύ των κρατών μελών, είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται συνεπώς, λόγω της διάστασης της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας όπως αυτή διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(96)  Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται κυρίως στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως στα άρθρα 8, 15, 21 και 47.

(97)  Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή(18),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Κεφάλαιο Ι

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 1

Αντικείμενο

1.  Η παρούσα οδηγία θεσπίζει τις γενικές διατάξεις που διευκολύνουν την άσκηση της ελευθερίας εγκατάστασης των παρόχων υπηρεσιών και την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών, διατηρώντας ταυτόχρονα υψηλό ποιοτικό επίπεδο υπηρεσιών.

2.  Η παρούσα οδηγία δεν αφορά την ελευθέρωση υπηρεσιών γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος οι οποίες έχουν ανατεθεί σε οργανισμούς δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, ούτε την ιδιωτικοποίηση δημόσιων οργανισμών που παρέχουν υπηρεσίες.

Η παρούσα οδηγία δεν αφορά την κατάργηση των μονοπωλίων που παρέχουν υπηρεσίες, ούτε τις ενισχύσεις που χορηγούν κράτη μέλη και οι οποίες διέπονται από τους κοινούς κανόνες περί ανταγωνισμού.

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την ελευθερία των κρατών μελών να ορίζουν, σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, ποιες θεωρούν υπηρεσίες γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος, με ποιον τρόπο θα πρέπει να οργανώνονται και να χρηματοδοτούνται αυτές οι υπηρεσίες και σε ποιες ειδικές υποχρεώσεις θα πρέπει να υπόκεινται.

3.  Η παρούσα οδηγία δεν αφορά δημόσιες υπηρεσίες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης ούτε την πρόσβαση των φορέων παροχής υγειονομικών υπηρεσιών σε δημόσιους πόρους.

4.  Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τα μέτρα που λαμβάνονται σε κοινοτικό ή εθνικό επίπεδο για την προστασία ή την προώθηση της πολιτισμικής ή γλωσσικής πολυμορφίας ή του πλουραλισμού των μέσων ενημέρωσης.

5.  Η παρούσα οδηγία δεν επηρεάζει το Ποινικό Δίκαιο των κρατών μελών.

6.  Η παρούσα οδηγία δεν επηρεάζει τις υπηρεσίες που επιδιώκουν στόχους κοινωνικής πρόνοιας.

7.  Η παρούσα οδηγία δεν αφορά ούτε θίγει τα θέματα εργατικού δικαίου, ήτοι οιαδήποτε νομική ή συμβατική διάταξη περί όρων απασχολήσεως ή όρων εργασίας, περιλαμβανομένης της υγείας και της ασφαλείας κατά την εργασία, και περί των σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Πιο συγκεκριμένα, η παρούσα οδηγία σέβεται πλήρως το δικαίωμα διαπραγμάτευσης, σύναψης, παράτασης και εφαρμογής συλλογικών συμβάσεων, και το δικαίωμα στην απεργία και τη συνδικαλιστική δραστηριότητα σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τις εργασιακές σχέσεις στα κράτη μέλη. Δεν θίγει επίσης την εθνική νομοθεσία των κρατών μελών στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης.

8.  Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η παρούσα οδηγία θίγει με οποιονδήποτε τρόπο την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων όπως αναγνωρίζονται στα κράτη μέλη ή στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος συνδικαλιστικής δραστηριότητας.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.  Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις υπηρεσίες παρόχων εγκατεστημένων σε κράτος μέλος.

2.  Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες δραστηριότητες:

   α) στις κοινωφελείς υπηρεσίες όπως καθορίζονται από τα κράτη μέλη·
   β) στις τραπεζικές, πιστωτικές, ασφαλιστικές υπηρεσίες, στις υπηρεσίες επαγγελματικής ή ιδιωτικής ασφάλισης, επενδυτικής φύσεως ή σχετικά με πληρωμές και, γενικότερα, στις υπηρεσίες που απαριθμούνται στο Παράρτημα Ι της οδηγίας 2000/12/ΕΚ·
   γ) στις υπηρεσίες και τα δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών καθώς και στους συναφείς πόρους και υπηρεσίες όσον αφορά τα θέματα που ρυθμίζονται ή που μνημονεύονται από τις οδηγίες 2002/19/EK(19), 2002/20/EK(20), 2002/21/EK(21), 2002/22/EK(22) και 2002/58/EK(23)·
   δ) σε όλες τις υπηρεσίες μεταφορών περιλαμβανομένων των αστικών μεταφορών, των ταξί και των ασθενοφόρων·
   ε) στις λιμενικές υπηρεσίες·
   στ) στις νομικές υπηρεσίες στο βαθμό που αυτές διέπονται από άλλα κοινοτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένης της οδηγίας 77/249/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1977, περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους(24), και της οδηγίας 98/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος(25)·
   ζ) στις φροντίδες υγείας που περιλαμβάνονται στη δομή παροχής περιθάλψεως, όποιος κι αν είναι ο τρόπος οργάνωσης και χρηματοδότησης σε εθνικό επίπεδο, ανεξάρτητα από τη δημόσια ή ιδιωτική φύση τους·
   η) κοινωνικές υπηρεσίες, όπως είναι οι κοινωνικές υπηρεσίες στέγασης, οι υπηρεσίες παιδικής μέριμνας και οι υπηρεσίες υπέρ της οικογένειας·
   θ) στις οπτικοακουστικές υπηρεσίες, όποιος κι αν είναι ο τρόπος παραγωγής, διανομής και μετάδοσής τους, συμπεριλαμβανομένης της ραδιοφωνίας και του κινηματογράφου·
   ι) στα γραφεία ευρέσεως προσωρινής εργασίας·
   ια) στις υπηρεσίες ασφάλειας·
   ιβ) στις δραστηριότητες χρηματικών παιγνίων, στις οποίες χρησιμοποιούνται μίζες με οικονομική αξία στα τυχερά παιχνίδια, συμπεριλαμβανομένων των λαχείων, των καζίνων και των συναλλαγών που αφορούν στοιχήματα·
   ιγ) στα επαγγέλματα και στις δραστηριότητες που συνδέονται κατά τρόπο μόνιμο ή προσωρινό με την άσκηση δημόσιας εξουσίας σε ένα κράτος μέλος, και ειδικότερα στους συμβολαιογράφους.

3.  Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στον τομέα της φορολογίας.

Άρθρο 3

Σχέση με άλλες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου

1.  Σε περίπτωση που οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας αντίκεινται σε άλλους κοινοτικούς κανόνες που αφορούν τις ειδικές πτυχές της πρόσβασης και της άσκησης δραστηριότητας υπηρεσίας σε τομείς ή ειδικά επαγγέλματα, οι άλλοι κανόνες υπερισχύουν και εφαρμόζονται σε αυτούς τους τομείς ή τα ειδικά επαγγέλματα και ειδικότερα:

   α) η οδηγία 96/71/ΕΚ·
   β) ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, σχετικά με τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης για μισθωτούς και τις οικογένειές τους που μετακινούνται εντός της Κοινότητας(26)·
   γ) η οδηγία 89/552/ΕΟΚ·
   δ) η οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων(27).

2.  Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, και κυρίως των διατάξεών του που αφορούν τις σχέσεις συμβατικών και εξωσυμβατικών ενοχών (Ρώμη Ι και Ρώμη ΙΙ).

3.  Η εξαίρεση των συμβατικών και εξωσυμβατικών ενοχών σημαίνει ότι οι καταναλωτές επωφελούνται, σε κάθε περίπτωση, από την προστασία που τους παρέχει η νομοθεσία περί προστασίας των καταναλωτών στο κράτος μέλος του οποίου είναι κάτοικοι.

Άρθρο 4

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

   1) ως "υπηρεσία" νοείται κάθε μη μισθωτή οικονομική δραστηριότητα που αναφέρεται στο άρθρο 50 της Συνθήκης, που παρέχεται φυσιολογικά επί πληρωμή, η οποία πληρωμή συνιστά το οικονομικό αντάλλαγμα για τη συγκεκριμένη παροχή, που φυσιολογικά προσδιορίζεται μεταξύ του παρόχου και του αποδέκτη της υπηρεσίας·
   2) ως "υποχρεώσεις κοινής ωφελείας" νοούνται οι ειδικές υποχρεώσεις που επιβάλλονται από τις δημόσιες αρχές σε έναν πάροχο υπηρεσιών με σκοπό τη διασφάλιση της υλοποίησης ορισμένων κοινωφελών στόχων·
   3) ως "υπηρεσίες γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος" νοούνται οι υπηρεσίες που χαρακτηρίστηκαν έτσι από τα κράτη μέλη και οι οποίες έχουν ανατεθεί σε έναν πάροχο από τα κράτη μέλη με σκοπό την εκπλήρωση ορισμένων κοινωφελών στόχων·
   4) ως "πάροχος υπηρεσίας" νοείται κάθε φυσικό πρόσωπο που έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους ή κάθε νομικό πρόσωπο που έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους που προσφέρει ή παρέχει μια υπηρεσία·
   5) ως "αποδέκτης" νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο σε κράτος μέλος, που χρησιμοποιεί ή επιθυμεί να χρησιμοποιήσει μια υπηρεσία για επαγγελματικούς ή άλλους σκοπούς·

6)   ως "κράτος μέλος καταγωγής" νοείται το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου είναι εγκατεστημένος ο πάροχος της υπηρεσίας·

   7) ως "εγκατάσταση" νοείται η πραγματική άσκηση μιας οικονομικής δραστηριότητας που αναφέρεται στο άρθρο 43 της Συνθήκης, για αόριστο χρονικό διάστημα και με τη δημιουργία μόνιμης εγκατάστασης του παρόχου με επαρκή υποδομή, από την οποία διεξάγεται όντως η επιχειρηματική δραστηριότητα της παροχής υπηρεσιών·
   8) ως "σύστημα αδειοδότησης" νοείται κάθε διαδικασία που υποχρεώνει τον πάροχο ή τον αποδέκτη της υπηρεσίας να υποβάλει αίτηση στην αρμόδια αρχή για την απόκτηση επίσημου εγγράφου ή έμμεσης απόφασης σχετικά με την πρόσβαση σε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών ή με την άσκησή της·
   9) ως "απαίτηση" νοείται κάθε υποχρέωση, απαγόρευση, προϋπόθεση ή όριο που προβλέπεται στις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών ή προκύπτει από τη νομολογία, τη διοικητική πρακτική ή τους κανόνες επαγγελματικών συλλόγων ή τους συλλογικούς κανόνες επαγγελματικών ενώσεων ή οργανώσεων που εγκρίνονται στο πλαίσιο της άσκησης της νομικής αυτονομίας τους· οι διατάξεις που ορίζονται μέσω συλλογικών συμβάσεων δεν θεωρούνται απαιτήσεις κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας·
   10) ως "επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος" νοούνται μεταξύ άλλων: η προστασία της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ασφάλειας, της δημόσιας υγείας, η προστασία της οικονομικής ισορροπίας του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων, περιλαμβανομένης της διατήρησης κατάλληλης υγειονομικής περίθαλψης για όλους, η προστασία των καταναλωτών, των αποδεκτών υπηρεσιών και των εργαζομένων, η δικαιοσύνη των εμπορικών συναλλαγών, η καταπολέμηση της απάτης, η προστασία του περιβάλλοντος περιλαμβανομένου του αστικού περιβάλλοντος, η υγεία των ζώων, τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, η διατήρηση της εθνικής ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς ή οι στόχοι της κοινωνικής πολιτικής και οι στόχοι της πολιτιστικής πολιτικής·
   11) ως "αρμόδια αρχή" νοείται κάθε όργανο ή φορέας που είναι υπεύθυνος σε ένα κράτος μέλος για τον έλεγχο ή τη ρύθμιση δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται κυρίως οι διοικητικές αρχές, οι δημόσιοι οργανισμοί, οι επαγγελματικοί σύλλογοι και οι επαγγελματικές ενώσεις ή οργανώσεις, οι οποίες, στο πλαίσιο της νομικής αυτονομίας τους, ρυθμίζουν με συλλογικό τρόπο την πρόσβαση στις δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών ή την άσκησή τους·
   12) ως "κράτος μέλος προορισμού" νοείται το κράτος μέλος όπου μια υπηρεσία παρέχεται και εκτελείται διασυνοριακά σε περιστασιακή βάση από έναν πάροχο υπηρεσιών εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος·
   13) ως "εργαζόμενος" νοείται το φυσικό πρόσωπο το οποίο θεωρείται ως εργαζόμενος στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας, συλλογικών συμβάσεων ή/και της καθιερωμένης πρακτικής του κράτους μέλους στο οποίο παρέχεται η υπηρεσία·
   14) ως "νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα" νοείται μια δραστηριότητα ή ένα σύνολο επαγγελματικών δραστηριοτήτων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο a), της οδηγίας 2005/36/EΚ·
  15) ως "εμπορική επικοινωνία" νοείται κάθε μορφή επικοινωνίας για την έμμεση ή άμεση προώθηση προϊόντων, υπηρεσιών ή της εικόνας επιχειρήσεων, οργανισμών ή προσώπων που ασκούν εμπορική, βιομηχανική ή βιοτεχνική δραστηριότητα ή ασκούν ένα νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα· δεν συνιστούν από μόνες τους εμπορικές επικοινωνίες:
   α) οι πληροφορίες για την άμεση πρόσβαση στη δραστηριότητα της επιχείρησης, του οργανισμού ή του προσώπου, ιδίως ένα όνομα τομέα ή μια διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου,
   β) οι επικοινωνίες σχετικά με προϊόντα, με υπηρεσίες ή με την εικόνα της επιχείρησης, του οργανισμού ή του προσώπου, οι οποίες δημιουργούνται ανεξάρτητα, ιδίως όταν παρέχονται χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα.

Κεφάλαιο ΙΙ

Διοικητική απλούστευση

Άρθρο 5

Απλούστευση των διαδικασιών

1.  Τα κράτη μέλη πιστοποιούν και, αν χρειαστεί, απλουστεύουν τις διαδικασίες και τις διατυπώσεις που ισχύουν για την πρόσβαση σε μια δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών και για την άσκησή της στο βαθμό που αυτή συνιστά εμπόδιο για την πρόσβαση στην αγορά.

2.  Τα κράτη μέλη, σε συνδυασμό με την Επιτροπή, καθιερώνουν, όπου είναι σκόπιμο και εφικτό, εναρμονισμένα ευρωπαϊκά έντυπα. Τα έντυπα αυτά είναι ισοδύναμα με τα πιστοποιητικά, τις βεβαιώσεις ή οποιαδήποτε άλλα έγγραφα που αφορούν την εγκατάσταση και που αποδεικνύουν ότι εκπληρώθηκε μια απαίτηση στο κράτος μέλος προορισμού.

3.  Σε περίπτωση που ζητούν από τους παρόχους ή τους αποδέκτες υπηρεσιών την προσκόμιση πιστοποιητικού, βεβαίωσης ή άλλου εγγράφου που να αποδεικνύει την τήρηση μιας απαίτησης, τα κράτη μέλη αποδέχονται κάθε έγγραφο από άλλο κράτος μέλος με ισοδύναμη λειτουργία ή το οποίο αποδεικνύει ότι η εν λόγω απαίτηση έχει τηρηθεί. Δεν επιβάλλουν την προσκόμιση πρωτοτύπων, επικυρωμένων αντιγράφων ή επικυρωμένων μεταφράσεων εγγράφων από άλλα κράτη μέλη, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται από άλλα κοινοτικά νομοθετικά μέσα ή από τις εξαιρέσεις που δικαιολογούνται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, συμπεριλαμβανομένης της δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Οι διατάξεις αυτές δεν επηρεάζουν το δικαίωμα των κρατών μελών να απαιτούν επικυρωμένα έγγραφα στην επίσημη γλώσσα τους.

4.  Η παράγραφος 3 δεν εφαρμόζεται στα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 50 της οδηγίας 2005/36/ΕΚ, στο άρθρο 45, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών(28), στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/5/ΕΚ, στην οδηγία 2003/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2003, που τροποποιεί την οδηγία 68/151/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις απαιτήσεις δημοσιότητας για ορισμένες μορφές εταιρειών(29) ή στην ενδέκατη οδηγία του Συμβουλίου 89/666/ΕΟΚ, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, σχετικά με τη δημοσιότητα των υποκαταστημάτων που έχουν συσταθεί σε ένα κράτος μέλος από ορισμένες μορφές εταιρειών που διέπονται από το δίκαιο άλλου κράτους(30).

Άρθρο 6

Ενιαία κέντρα εξυπηρέτησης

1.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, το αργότερο έως τις ...*(31), οι πάροχοι υπηρεσιών να μπορούν να διεκπεραιώσουν σε σημεία επαφής αποκαλούμενα "ενιαία κέντρα εξυπηρέτησης" τις ακόλουθες διαδικασίες και διατυπώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου και του Κεφαλαίου ΙΙΙ:

   α) το σύνολο των διαδικασιών και διατυπώσεων που είναι απαραίτητες για την πρόσβαση στις αντίστοιχες δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών, ιδίως τις δηλώσεις, κοινοποιήσεις ή αιτήσεις για χορήγηση άδειας από τις αρμόδιες αρχές, περιλαμβανομένων των αιτήσεων για την καταχώριση σε μητρώα και βάσεις δεδομένων ή την εγγραφή σε επαγγελματικούς συλλόγους·
   β) τις αιτήσεις για χορήγηση άδειας για την άσκηση των εν λόγω δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών.

2.  Εάν κάποιο κράτος μέλος απαιτεί προεγγραφή, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μεριμνά ώστε, το αργότερο έως τις …*(32), η προεγγραφή στο ενιαίο κέντρο εξυπηρέτησης να είναι διαθέσιμη δι" ηλεκτρονικών μέσων και να μην καθυστερεί ή να μην περιπλέκει με οποιονδήποτε τρόπο την παροχή αυτών των υπηρεσιών και να μην επιφέρει πρόσθετη δαπάνη για τον πάροχο των υπηρεσιών.

3.  Η Επιτροπή συντονίζει τα ενιαία κέντρα εξυπηρέτησης, δημιουργώντας ένα ευρωπαϊκό ενιαίο κέντρο εξυπηρέτησης.

4.  Η δημιουργία του ενιαίου κέντρου εξυπηρέτησης θα γίνει με την επιφύλαξη της κατανομής αρμοδιοτήτων και εξουσιών μεταξύ των διαφόρων αρχών εντός των εθνικών συστημάτων.

Άρθρο 7

Δικαίωμα ενημέρωσης

1.  Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ακόλουθες πληροφορίες διατίθενται στους παρόχους και στους αποδέκτες υπηρεσιών μέσω των ενιαίων κέντρων εξυπηρέτησης:

   α) απαιτήσεις όσον αφορά τους παρόχους υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός τους και ιδίως εκείνες που αφορούν διαδικασίες και διατυπώσεις που πρέπει να ολοκληρωθούν για την πρόσβαση στις δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών και την άσκησή τους·
   β) τα στοιχεία επικοινωνίας των αρμόδιων αρχών για την άμεση επικοινωνία με τις αρχές αυτές, περιλαμβανομένων των στοιχείων των αρχών που είναι αρμόδιες για θέματα άσκησης δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών·
   γ) τα μέσα και τις προϋποθέσεις πρόσβασης σε δημόσια μητρώα και βάσεις δεδομένων που αφορούν τους παρόχους υπηρεσιών και τις υπηρεσίες·
   δ) τα μέσα προσφυγής που είναι εν γένει διαθέσιμα σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ αρμόδιων αρχών και παρόχου ή αποδέκτη υπηρεσιών, ή μεταξύ παρόχου και αποδέκτη υπηρεσιών ή μεταξύ παρόχων υπηρεσιών·
   ε) τα στοιχεία επικοινωνίας ενώσεων ή οργανώσεων εκτός των αρμόδιων αρχών, από τις οποίες οι πάροχοι ή οι αποδέκτες υπηρεσιών μπορούν να λάβουν πρακτική βοήθεια.

2.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι πάροχοι και οι αποδέκτες υπηρεσιών να μπορούν να ζητήσουν τη βοήθεια των αρμόδιων αρχών συνιστώμενη στην παροχή πληροφοριών σχετικά με τον τρόπο ερμηνείας και εφαρμογής των απαιτήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στοιχείο α). Όπου ενδείκνυται, οι συμβουλές αυτές αναγράφονται σε απλό, βήμα προς βήμα, οδηγό. Οι πληροφορίες παρέχονται σε απλή και κατανοητή γλώσσα.

3.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι πληροφορίες και η βοήθεια που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 να παρέχονται με σαφή και μη διφορούμενο τρόπο, να είναι προσβάσιμες μεταξύ άλλων εξ αποστάσεως και με ηλεκτρονικά μέσα και να είναι ενημερωμένες.

4.  Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα ενιαία κέντρα εξυπηρέτησης και οι αρμόδιες αρχές απαντούν χωρίς καθυστέρηση σε αιτήσεις για παροχή πληροφοριών ή βοήθειας, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2, και ενημερώνουν τους αιτούντες χωρίς καθυστέρηση εάν οι αιτήσεις τους εμπεριέχουν σφάλματα ή είναι αβάσιμες.

5.  Τα κράτη μέλη θέτουν σε εφαρμογή το αργότερο έως τις …*(33) τις παραγράφους 1 έως 4.

6.  Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή ενθαρρύνουν τα ενιαία κέντρα εξυπηρέτησης να παρέχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο και σε άλλες κοινοτικές γλώσσες στο βαθμό που αυτό είναι συμβατό με τη νομοθεσία τους σχετικά με τη χρήση γλωσσών.

7.  Η υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να βοηθούν τους παρόχους και αποδέκτες υπηρεσιών δεν συνεπάγεται την εκ μέρους των εν λόγω αρχών παροχή νομικών συμβουλών σε μεμονωμένες υποθέσεις, αλλά αφορά μόνο τις γενικές πληροφορίες σχετικά με τον συνήθη τρόπο ερμηνείας ή εφαρμογής των απαιτήσεων.

Άρθρο 8

Ηλεκτρονική διεκπεραίωση διαδικασιών

1.  Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, το αργότερο έως τις …*(34), όλες οι διαδικασίες και οι διατυπώσεις για την πρόσβαση σε δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών και για την άσκησή τους μπορούν να διεκπεραιωθούν εύκολα, μεταξύ άλλων από απόσταση και με ηλεκτρονικά μέσα στο ενιαίο κέντρο εξυπηρέτησης και στις αρμόδιες αρχές.

2.  Η παράγραφος 1 δεν αφορά τις επιθεωρήσεις του τόπου παροχής της υπηρεσίας ή του εξοπλισμού που χρησιμοποιείται από τον πάροχο ή την υλική εξέταση των ικανοτήτων του παρόχου. Ούτε εφαρμόζεται σε οιαδήποτε απαίτηση για την παροχή πρωτότυπων εγγράφων σύμφωνα με το άρθρο 5. Ακόμη, η παράγραφος 1 δεν αφορά τις διαδικασίες που για επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος απαιτούν τη φυσική παρουσία του αιτούντος.

3.  Η Επιτροπή διασφαλίζει τη διαλειτουργικότητα των συστημάτων πληροφοριών και τη χρήση διαδικασιών με ηλεκτρονικά μέσα μεταξύ κρατών μελών. Εφαρμόζεται η διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 39, παράγραφος 2.

Κεφάλαιο IIΙ

Ελευθερία εγκατάστασης των παρόχων υπηρεσιών

Τμήμα 1

Άδειες

Άρθρο 9

Συστήματα αδειοδότησης

1.  Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαρτούν την πρόσβαση σε δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών και την άσκησή τους σε σύστημα αδειοδότησης εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

   α) το σύστημα αδειοδότησης δεν εισάγει διακρίσεις εις βάρος του παρόχου της υπηρεσίας·
   β) η ανάγκη ύπαρξης συστήματος αδειοδότησης δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο δημόσιου συμφέροντος·
   γ) ο επιδιωκόμενος στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί από ένα λιγότερο περιοριστικό μέτρο, κυρίως επειδή οι εκ των υστέρων έλεγχοι δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικοί.

2.  Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στα συστήματα αδειοδότησης που επιβάλλονται ή επιτρέπονται από άλλα κοινοτικά νομοθετικά μέσα.

Η παράγραφος 1 δεν ισχύει για συστήματα αδειοδότησης υποκείμενα σε εναρμόνιση με άλλα κοινοτικά νομοθετικά μέσα.

Άρθρο 10

Προϋποθέσεις αδειοδότησης

1.  Τα συστήματα αδειοδότησης βασίζονται σε κριτήρια τα οποία πλαισιώνουν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας των αρμόδιων αρχών, ώστε η εξουσία αυτή να μην ασκείται αυθαίρετα ή κατά τρόπο που εισάγει διακρίσεις.

2.  Τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρέπει:

   α) να μην εισάγουν διακρίσεις·
   β) να δικαιολογούνται από επιτακτικό λόγο δημόσιου συμφέροντος·
   γ) να είναι αναλογικά προς τον προαναφερόμενο λόγο δημόσιου συμφέροντος·
   δ) να είναι επακριβή και να μην επιδέχονται αμφισβήτηση·
   ε) να είναι αντικειμενικά·
   στ) να έχουν δημοσιοποιηθεί εκ των προτέρων·
   ζ) να είναι διαφανή και προσβάσιμα.

3.  Οι προϋποθέσεις αδειοδότησης για νέα εγκατάσταση δεν πρέπει να αλληλεπικαλύπτονται με απαιτήσεις ή ελέγχους που είναι ισοδύναμοι, ή κατ' ουσία συγκρίσιμοι ως προς τον σκοπό τους, στους οποίους ήδη υπόκεινται οι πάροχοι των υπηρεσιών στο ίδιο ή σε άλλο κράτος μέλος. Τα ενιαία κέντρα εξυπηρέτησης που ορίζονται στο άρθρο 17 και ο πάροχος των υπηρεσιών επικουρούν την αρμόδια αρχή παρέχοντας τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με αυτές τις απαιτήσεις. Κατά την αξιολόγηση του κατά πόσον οι συνθήκες είναι ισοδύναμες ή κατ' ουσία συγκρίσιμες, εξετάζονται οι επιπτώσεις τους και η αποτελεσματικότητα της εφαρμογής τους παράλληλα με τον στόχο και τον σκοπό.

4.  Η άδεια πρέπει να επιτρέπει στους παρόχους υπηρεσιών πρόσβαση στη δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών, ή να τους επιτρέπει να την ασκήσουν σε όλη την εθνική επικράτεια, ενδεχομένως με την ίδρυση πρακτορείων, υποκαταστημάτων, θυγατρικών εταιρειών ή γραφείων, εκτός εάν υπερισχύων λόγος δημόσιου συμφέροντος επιβάλλει την έκδοση ξεχωριστής άδειας για κάθε επιμέρους εγκατάσταση του είδους αυτού ή τον περιορισμό της άδειας σε ορισμένο τμήμα της εθνικής επικράτειας.

5.  Η άδεια πρέπει να χορηγείται από τη στιγμή που ολοκληρώνεται η εξέταση των προϋποθέσεων αδειοδότησης και διαπιστώνεται ότι οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται.

6.  Πλην των περιπτώσεων όπου χορηγείται η άδεια, κάθε άλλη απάντηση εκ μέρους των αρμόδιων αρχών, καθώς και η άρνηση χορήγησης ή η ανάκληση άδειας αιτιολογούνται, ιδίως σε σχέση με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, και πρέπει να μπορούν να αποτελούν αντικείμενο άσκησης προσφυγής κατά των αποφάσεων αυτών.

7.  Το παρόν άρθρο δεν θίγει την κατανομή των τοπικών ή περιφερειακών αρμοδιοτήτων των αρχών των κρατών μελών που μπορούν να εκδίδουν τις άδειες αυτές.

Άρθρο 11

Διάρκεια της άδειας

1.  Η άδεια που χορηγείται στον πάροχο υπηρεσιών δεν πρέπει να έχει περιορισμένη διάρκεια, με εξαίρεση τις ακόλουθες περιπτώσεις:

   α) η άδεια ανανεώνεται αυτόματα, ή εξαρτάται αποκλειστικά από τη διαρκή τήρηση των υποχρεώσεων,
   β) ο αριθμός των διαθέσιμων αδειών είναι περιορισμένος, για επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος,
   γ) η περιορισμένη διάρκεια δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος.

2.  Η παράγραφος 1 δεν αφορά τη μέγιστη προθεσμία εντός της οποίας ο πάροχος των υπηρεσιών οφείλει να αρχίσει τη δραστηριότητά του μετά τη χορήγηση της άδειας.

3.  Τα κράτη μέλη υποβάλλουν τον πάροχο υπηρεσιών στην υποχρέωση να ενημερώνει το οικείο ενιαίο κέντρο εξυπηρέτησης που προβλέπεται στο άρθρο 6 σχετικά με τις ακόλουθες αλλαγές:

   την ίδρυση θυγατρικών των οποίων οι δραστηριότητες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του συστήματος αδειοδότησης·
   αλλαγές της κατάστασής του που έχουν ως συνέπεια να μην πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις αδειοδότησης.

4.  Το παρόν άρθρο δεν περιορίζει τη δυνατότητα των κρατών μελών να ανακαλούν τις άδειες, ιδίως σε περιπτώσεις όπου έχουν πάψει πλέον να ισχύουν οι προϋποθέσεις χορήγησης των αδειών.

Άρθρο 12

Επιλογή μεταξύ περισσοτέρων υποψηφίων

1.  Σε περίπτωση που ο αριθμός των διαθέσιμων αδειών για συγκεκριμένη δραστηριότητα είναι περιορισμένος, λόγω της σπανιότητας των πόρων ή των τεχνικών δυνατοτήτων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν διαδικασία επιλογής μεταξύ των δυνητικών υποψηφίων, η οποία προβλέπει όλες τις εγγυήσεις αμεροληψίας και διαφάνειας, ιδίως την κατάλληλη δημοσιοποίηση της έναρξης της διαδικασίας και της απόφασής τους.

2.  Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η άδεια πρέπει να χορηγείται για κατάλληλη περιορισμένη χρονική περίοδο και δεν μπορεί να ανανεώνεται αυτόματα ούτε να προβλέπει κάποιο άλλο πλεονέκτημα για τον πάροχο υπηρεσιών που επιλέγεται ή για τα άτομα που συνδέονται με αυτόν μετά τη λήξη ισχύος της.

3.  Με την επιφύλαξη των άρθρων 9 και 10, τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν υπόψη, κατά την εφαρμογή της διαδικασίας επιλογής τους, θέματα δημόσιας υγείας, υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων ή των ελεύθερων επαγγελματιών, προστασίας του περιβάλλοντος, διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς και της προώθησης οιουδήποτε στόχου δημόσιας πολιτικής που δεν έρχεται σε σύγκρουση με τη Συνθήκη.

Άρθρο 13

Διαδικασίες αδειοδότησης

1.  Οι διαδικασίες και οι διατυπώσεις αδειοδότησης πρέπει να είναι σαφείς, να δημοσιοποιούνται εκ των προτέρων και να παρέχουν στους εμπλεκομένους όλες τις εγγυήσεις ότι οι αιτήσεις τους θα εξεταστούν αντικειμενικά και αμερόληπτα.

2.  Οι διαδικασίες και οι διατυπώσεις αδειοδότησης δεν πρέπει να είναι περίπλοκες ούτε να καθυστερούν αδικαιολόγητα την παροχή της υπηρεσίας. Πρέπει να είναι εύκολα προσβάσιμες, τα δε τέλη που ενδέχεται να προκύπτουν για τους ενδιαφερόμενους πρέπει να είναι ανάλογα του κόστους των διαδικασιών αδειοδότησης και να μην υπερβαίνουν το κόστος της αδειοδότησης.

3.  Οι διαδικασίες και οι διατυπώσεις αδειοδότησης πρέπει να παρέχουν στους ενδιαφερομένους την εγγύηση ότι οι αιτήσεις τους θα εξεταστούν χωρίς καθυστέρηση και, σε κάθε περίπτωση, εντός εύλογης προθεσμίας που καθορίζεται και δημοσιοποιείται εκ των προτέρων. Η προθεσμία αρχίζει από τη χρονική στιγμή της υποβολής των απαιτούμενων εγγράφων.

4.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες να λαμβάνουν απάντηση μετά την παρέλευση της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 3.

5.  Εφόσον ο αιτών το επιθυμεί, αποστέλλεται χωρίς καθυστέρηση βεβαίωση παραλαβής της αίτησης αδειοδότησης που έχει υποβάλει. Στη βεβαίωση παραλαβής πρέπει να μνημονεύεται η προθεσμία απάντησης που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

6.  Εάν η αίτηση είναι ελλιπής, οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να ενημερώνονται χωρίς καθυστέρηση σχετικά με την ανάγκη υποβολής συμπληρωματικών εγγράφων, καθώς και σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις της εύλογης προθεσμίας διεκπεραίωσης της παραγράφου 3.

7.  Εάν μια αίτηση απορριφθεί λόγω μη τήρησης των διαδικασιών ή των διατυπώσεων, οι ενεχόμενοι πρέπει να ενημερωθούν το ταχύτερο για την απόρριψη.

Τμήμα 2

Απαιτήσεις που απαγορεύονται ή υπόκεινται σε αξιολόγηση

Άρθρο 14

Απαιτήσεις που απαγορεύονται

Τα κράτη μέλη δεν εξαρτούν την πρόσβαση σε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών ή την άσκησή της στο έδαφός τους από τις ακόλουθες απαιτήσεις:

  1) απαιτήσεις που εισάγουν διακρίσεις και βασίζονται άμεσα ή έμμεσα στην ιθαγένεια ή, όσον αφορά τις επιχειρήσεις, στον τόπο της έδρας τους και ιδίως:
   α) απαιτήσεις όσον αφορά την ιθαγένεια του παρόχου της υπηρεσίας, του προσωπικού του, των προσώπων που κατέχουν το εταιρικό κεφάλαιο ή των μελών των διοικητικών και εποπτικών οργάνων,
   β) την απαίτηση ότι ο πάροχος των υπηρεσιών, το προσωπικό του, τα πρόσωπα που κατέχουν το εταιρικό κεφάλαιο ή τα μέλη των διοικητικών και εποπτικών οργάνων πρέπει να κατοικούν στο έδαφός τους·
   2) την απαγόρευση εγκατάστασης σε περισσότερα κράτη μέλη ή εγγραφής σε μητρώα ή σε επαγγελματικούς συλλόγους σε περισσότερα κράτη μέλη·
   3) περιορισμούς στην ελευθερία επιλογής του παρόχου όσον αφορά την κύρια ή τις δευτερεύουσες εγκαταστάσεις και ιδίως την απαίτηση ότι ο πάροχος των υπηρεσιών πρέπει να έχει την κύρια εγκατάστασή του στο έδαφος της χώρας, ή τον περιορισμό της ελευθερίας του παρόχου να επιλέγει τη μορφή της εγκατάστασης, π.χ. πρακτορείο, υποκατάστημα ή θυγατρική εταιρεία·
   4) προϋποθέσεις αμοιβαιότητας με το κράτος μέλος στο οποίο είναι ήδη εγκατεστημένος ο πάροχος με εξαίρεση εκείνες που προβλέπονται από τα κοινοτικά μέσα που έχουν εκδοθεί στον τομέα της ενέργειας·
   5) την εφαρμογή κατά περίπτωση οικονομικής δοκιμής, η οποία εξαρτά την αδειοδότηση από την αποδεδειγμένη ύπαρξη μιας οικονομικής ανάγκης ή ζήτησης στην αγορά, αξιολογεί τον πιθανό ή πραγματικό οικονομικό αντίκτυπο της δραστηριότητας ή αξιολογεί κατά πόσον η δραστηριότητα είναι κατάλληλη για τους στόχους που θέτουν τα οικονομικά προγράμματα της αρμόδιας αρχής· η απαγόρευση αυτή δεν αφορά απαιτήσεις προγραμματισμού οι οποίες δεν επιδιώκουν οικονομικούς στόχους αλλά εξυπηρετούν επιτακτικούς λόγους που συνδέονται με το δημόσιο συμφέρον·
   6) την άμεση ή έμμεση ανάμειξη ανταγωνιστικών φορέων, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής τους σε συμβουλευτικά όργανα, στη χορήγηση της άδειας ή στη λήψη άλλων αποφάσεων των αρμόδιων αρχών, εξαιρουμένων των επαγγελματικών συλλόγων, των επαγγελματικών οργανώσεων ή ενώσεων που ενεργούν ως αρμόδια αρχή· αυτή η απαγόρευση δεν αφορά τις διαβουλεύσεις με οργανώσεις όπως τα εμπορικά επιμελητήρια ή οι κοινωνικοί εταίροι σε θέματα άλλα πλην των ατομικών αιτήσεων για αδειοδότηση·
   7) την υποχρέωση για σύσταση ή συμμετοχή σε χρηματοπιστωτική εγγύηση ή για σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης με πάροχο υπηρεσιών ή με οργανισμό που είναι εγκατεστημένος στο έδαφός τους· τούτο δεν αναιρεί τη δυνατότητα των κρατών μελών να απαιτήσουν χρηματοπιστωτικές εγγυήσεις ούτε και εμποδίζει ένα κράτος μέλος (σύμφωνα πάντα με τις αρχές της μη πρόληψης, της μη απαγόρευσης και της μη στρέβλωσης του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά και της μη διάκρισης λόγω εθνικότητας) να απαιτήσει, σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 4, τη σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης μέσω ή με επιχειρήσεις στις οποίες εκχωρήθηκαν ειδικά ή αποκλειστικά προνόμια, καθώς επίσης δεν επηρεάζει τις απαιτήσεις σχετικά με τη συμμετοχή σε ταμείο συλλογικών αποζημιώσεων, σε ό,τι αφορά π.χ. τα μέλη των επαγγελματικών ενώσεων ή οργανώσεων·
   8) την υποχρέωση εκ των προτέρων εγγραφής σε μητρώα που τηρούνται εντός της επικράτειάς τους ή προηγούμενης άσκησης της δραστηριότητας εντός της επικράτειάς τους.

Άρθρο 15

Απαιτήσεις που πρέπει να αξιολογηθούν

1.  Τα κράτη μέλη εξετάζουν κατά πόσον τα νομικά συστήματά τους προβλέπουν απαιτήσεις όπως εκείνες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και μεριμνούν ώστε οι απαιτήσεις αυτές να συμβιβάζονται με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3. Τα κράτη μέλη προσαρμόζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τους ώστε να συμβιβάζονται με τις εν λόγω προϋποθέσεις.

2.  Τα κράτη μέλη εξετάζουν κατά πόσον το νομικό τους σύστημα εξαρτά την πρόσβαση σε μια δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών ή την άσκησή της από την τήρηση των ακόλουθων απαιτήσεων που δεν εισάγουν διακρίσεις:

   α) ποσοτικούς ή εδαφικούς περιορισμούς, ιδίως υπό τη μορφή ορίων που καθορίζονται ανάλογα με τον πληθυσμό ή μιας ελάχιστης γεωγραφικής απόστασης μεταξύ παρόχων υπηρεσιών·
   β) απαιτήσεις που υποχρεώνουν τον πάροχο των υπηρεσιών να έχει συγκεκριμένη νομική μορφή·
   γ) απαιτήσεις όσον αφορά την κατοχή του κεφαλαίου μιας εταιρείας·
   δ) απαιτήσεις, εκτός εκείνων που αφορούν τα ζητήματα που καλύπτει ο Τίτλος ΙΙ της οδηγίας 2005/36/ΕΚ ή εκείνων που προβλέπονται από άλλες κοινοτικές νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες περιορίζουν την πρόσβαση σε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών σε συγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών λόγω της ειδικής φύσης της δραστηριότητας·
   ε) απαγόρευση δημιουργίας περισσότερων εγκαταστάσεων στο ίδιο κράτος μέλος·
   στ) απαιτήσεις για ελάχιστο αριθμό απασχολουμένων·
   ζ) υποχρεωτικές ελάχιστες ή και ανώτερες τιμές, τις οποίες οφείλει να ακολουθεί ο πάροχος·
   η) απαιτήσεις που επιβάλλουν σε παρόχους να προσφέρουν, εκτός από τη δική τους υπηρεσία, άλλες συγκεκριμένες υπηρεσίες.

3.  Τα κράτη μέλη ελέγχουν εάν οι απαιτήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

   α) μη εισαγωγή διακρίσεων: οι απαιτήσεις να μην εισάγουν άμεσα ή έμμεσα διακρίσεις ανάλογα με την ιθαγένεια ή, όσον αφορά τις επιχειρήσεις, ανάλογα με την έδρα·
   β) αναγκαιότητα: οι απαιτήσεις να δικαιολογούνται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος·
   γ) αναλογικότητα: οι απαιτήσεις να είναι κατάλληλες για να εξασφαλίσουν την υλοποίηση του επιδιωκόμενου στόχου και να μην υπερβαίνουν το όριο που είναι απαραίτητο για την επίτευξη του στόχου, ενώ το ίδιο αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα λιγότερο περιοριστικά μέτρα.

4.  Στην έκθεση αμοιβαίας αξιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 38, τα κράτη μέλη αναφέρουν:

   α) τις απαιτήσεις τις οποίες προτίθενται να διατηρήσουν και τους λόγους για τους οποίους κρίνουν ότι συμβιβάζονται με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 3·
   β) τις απαιτήσεις που κατάργησαν ή κατέστησαν λιγότερο επιβαρυντικές.

5.  Οι παράγραφοι 1 έως 4 δεν έχουν εφαρμογή στην νομοθεσία στον τομέα των υπηρεσιών γενικού ενδιαφέροντος και των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεωτικών συστημάτων ασφάλισης υγείας.

Κεφάλαιο ΙV

Ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών

Τμήμα 1

Διοικητική συνεργασία

Άρθρο 16

Αποτελεσματικότητα του ελέγχου

1.  Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εξουσίες εποπτείας και ελέγχου του παρόχου υπηρεσιών, οι οποίες προβλέπονται από τις εθνικές τους νομοθεσίες, ασκούνται επίσης στις περιπτώσεις που η υπηρεσία παρέχεται σε άλλο κράτος μέλος.

2.  Η παράγραφος 1 δεν αποτελεί υποχρέωση για το κράτος μέλος της πρώτης εγκατάστασης να προβεί σε διαπιστώσεις γεγονότων ή σε ελέγχους στην επικράτεια του κράτους μέλους όπου παρέχεται η υπηρεσία.

3.  Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους όπου παρέχεται η υπηρεσία μπορούν να προβούν σε ελέγχους, επαληθεύσεις και έρευνες, επιτοπίως, με την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω έλεγχοι, επαληθεύσεις και έρευνες είναι αντικειμενικά δικαιολογημένες και δεν συνιστούν διάκριση.

Άρθρο 17

Αμοιβαία βοήθεια

1.  Τα κράτη μέλη αλληλοβοηθούνται και καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για να συνεργάζονται αποτελεσματικά μεταξύ τους με σκοπό να εξασφαλίζεται ο έλεγχος των παρόχων και των υπηρεσιών τους.

2.  Το κράτος μέλος προορισμού είναι υπεύθυνο για τον έλεγχο της δραστηριότητας του παρόχου υπηρεσιών στην επικράτειά του. Το κράτος μέλος προορισμού ασκεί αυτόν τον έλεγχο, σύμφωνα με την παράγραφο 3.

3.  Το κράτος μέλος προορισμού:

   λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εξασφαλίσει ότι ο πάροχος υπηρεσιών τηρεί την εθνική νομοθεσία σε ό,τι αφορά την άσκηση δραστηριότητας υπηρεσιών στην επικράτειά του, και εφόσον εφαρμόζεται στο άρθρο 21, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο·
   προχωρεί σε εξακριβώσεις, επιθεωρήσεις και αναγκαίες έρευνες για να ελέγξει την υπηρεσία που παρέχεται·
   προχωρεί στις εξακριβώσεις, επιθεωρήσεις και έρευνες που του ζητούνται από το κράτος μέλος πρώτης εγκατάστασης.

4.  Τα κράτη μέλη παρέχουν το συντομότερο δυνατό και με ηλεκτρονικά μέσα τις πληροφορίες που ζητούνται από άλλα κράτη μέλη ή από την Επιτροπή.

5.  Μόλις λάβουν γνώση παράνομης συμπεριφοράς ενός παρόχου υπηρεσιών ή συγκεκριμένων γεγονότων τα οποία είναι σε θέση να προκαλέσουν σοβαρή βλάβη σε ένα κράτος μέλος, ενημερώνουν όσο το δυνατόν ταχύτερα το κράτος μέλος πρώτης εγκατάστασης.

6.  Όταν το κράτος μέλος προορισμού, αφού προχώρησε σε εξακριβώσεις, επιθεωρήσεις και έρευνες σύμφωνα με την παράγραφο 3, διαπιστώσει ότι ο πάροχος υπηρεσιών δεν έχει τηρήσει τις υποχρεώσεις του, μπορεί, σύμφωνα με τη νομοθεσία του και σεβόμενο την κοινοτική νομοθεσία, να υποχρεώσει τον πάροχο υπηρεσιών να καταθέσει εγγύηση ή να εφαρμόσει προσωρινά μέτρα. Η εγγύηση αυτή μπορεί να χρησιμοποιείται για την εκτέλεση διοικητικών ή δικαστικών αποφάσεων σε διοικητικές, αστικές ή ποινικές υποθέσεις.

Άρθρο 18

Αμοιβαία βοήθεια σε περίπτωση μετακίνησης του παρόχου

1.  Το κράτος μέλος πρώτης εγκατάστασης είναι αρμόδιο για τον έλεγχο του παρόχου υπηρεσιών στην επικράτειά του, ειδικότερα μέσω ελέγχων στον τόπο εγκατάστασης του παρόχου υπηρεσιών σύμφωνα με την παράγραφο 2.

2.  Το κράτος μέλος πρώτης εγκατάστασης:

   προχωρεί σε εξακριβώσεις, επιθεωρήσεις και έρευνες που έχουν ζητηθεί από άλλο κράτος μέλος και ενημερώνει το τελευταίο για τα αποτελέσματα και, ενδεχομένως, για τα μέτρα τα οποία ελήφθησαν·
   δίδει πληροφορίες για τους παρόχους υπηρεσιών που έχουν εγκατασταθεί στην επικράτειά του όταν ζητούνται από άλλο κράτος μέλος, ειδικότερα δε επιβεβαιώνει την εγκατάστασή τους στην επικράτειά του και το γεγονός ότι ασκούν νομίμως τις δραστηριότητές τους.

3.  Το κράτος μέλος πρώτης εγκατάστασης δεν μπορεί να αρνηθεί τη λήψη μέτρων ελέγχου ή εκτέλεσης στην επικράτειά του με την αιτιολογία ότι η υπηρεσία έχει παρασχεθεί ή προκάλεσε ζημίες σε άλλο κράτος μέλος.

Άρθρο 19

Μηχανισμός προειδοποίησης

1.  Ένα κράτος μέλος που έλαβε γνώση γεγονότων ή συγκεκριμένων σοβαρών περιστάσεων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν σημαντική βλάβη στην υγεία ή την ασφάλεια των ατόμων στην επικράτειά του ή σε άλλα κράτη μέλη ενημερώνει το κράτος μέλος καταγωγής, τα άλλα ενεχόμενα κράτη μέλη και την Επιτροπή όσο το δυνατόν ταχύτερα.

2.  Η Επιτροπή προωθεί τη λειτουργία ευρωπαϊκού δικτύου των αρχών των κρατών μελών και συμμετέχει σε αυτό, ώστε να τεθεί σε εφαρμογή η παράγραφος 1.

3.  Η Επιτροπή εκπονεί και αναθεωρεί τακτικά, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 39, παράγραφος 2, κατευθυντήριες γραμμές που αφορούν τη διαχείριση του δικτύου της παραγράφου 2.

Άρθρο 20

Μέτρα εφαρμογής

Η Επιτροπή εκδίδει, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 39, παράγραφος 2, τα απαραίτητα εκτελεστικά μέτρα για την εφαρμογή του άρθρου 17 και τους πρακτικούς όρους ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών με ηλεκτρονικά μέσα, ιδίως τις διατάξεις για τη διαλειτουργικότητα των συστημάτων πληροφοριών.

Τμήμα 2

Ελευθερία παροχής υπηρεσιών και παρεκκλίσεις

Άρθρο 21

Ελευθερία παροχής υπηρεσιών

1.  Τα κράτη μέλη σέβονται το δικαίωμα των παρόχων υπηρεσιών να παρέχουν υπηρεσία σε άλλο κράτος μέλος εκτός απ' αυτό στο οποίο εδρεύουν.

Το κράτος μέλος στο οποίο παρέχεται η υπηρεσία διασφαλίζει την ελευθερία όσον αφορά την πρόσβαση σε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών ή την άσκησή της στην επικράτειά τους.

Τα κράτη μέλη δεν εξαρτούν την πρόσβαση σε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών ή την άσκησή της στο έδαφός τους από απαιτήσεις που δεν συμμορφώνονται με τις ακόλουθες αρχές:

   α) μη εφαρμογή διακρίσεων: οι απαιτήσεις δεν πρέπει να εισάγουν, άμεσα ή έμμεσα, διακρίσεις ανάλογα με την ιθαγένεια ή, όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα, ανάλογα με το κράτος μέλος στο οποίο εδρεύουν·
   β) αναγκαιότητα: οι απαιτήσεις πρέπει να δικαιολογούνται για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή προστασίας της υγείας ή του περιβάλλοντος·
   γ) αναλογικότητα: οι απαιτήσεις πρέπει να είναι κατάλληλες για να εξασφαλίσουν την υλοποίηση του επιδιωκόμενου στόχου και να μην υπερβαίνουν το επίπεδο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου αυτού.

2.  Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να περιορίζουν την ελευθερία παροχής υπηρεσιών παρόχου ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, ιδίως επιβάλλοντας τις ακόλουθες απαιτήσεις:

   α) την υποχρέωση για τον πάροχο να είναι εγκατεστημένος στο έδαφός τους·
   β) την υποχρέωση του παρόχου να εξασφαλίζει άδεια από τις αρμόδιες αρχές τους, συμπεριλαμβανομένης της εγγραφής σε μητρώο ή σε επαγγελματικό σύλλογο που λειτουργεί στο έδαφός τους, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία ή σε άλλες πράξεις του κοινοτικού δικαίου·
   γ) την απαγόρευση για τον πάροχο να δημιουργήσει στο έδαφός τους κάποια υποδομή, συμπεριλαμβανομένου ενός γραφείου ή ανάλογης εγκατάστασης, απαραίτητης για την παροχή των υπηρεσιών του·
   δ) την εφαρμογή ειδικού συμβατικού καθεστώτος μεταξύ παρόχου και αποδέκτη που εμποδίζει ή περιορίζει την παροχή υπηρεσιών σε ανεξάρτητη βάση·
   ε) την υποχρέωση για τον πάροχο να διαθέτει συγκεκριμένο έγγραφο ταυτότητας για την άσκηση μιας δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών, το οποίο χορηγείται από τις αρμόδιες αρχές τους·
   στ) απαιτήσεις οι οποίες θίγουν τη χρήση εξοπλισμού ή υλικού που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παροχής της υπηρεσίας, με εξαίρεση εκείνου που είναι αναγκαίος για την υγεία και την ασφάλεια στο χώρο εργασίας·
   ζ) περιορισμούς στην ελευθερία παροχής των υπηρεσιών που αναφέρονται στο άρθρο 24.

3.  Οι ανωτέρω διατάξεις δεν εμποδίζουν το κράτος μέλος, στο οποίο μετακινείται ο πάροχος υπηρεσιών, από το να επιβάλει ιδιαίτερες απαιτήσεις, όσον αφορά την άσκηση μιας δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών, οι οποίες δικαιολογούνται για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας, προστασίας του περιβάλλοντος ή δημόσιας υγείας. Επιπλέον, οι εν λόγω διατάξεις δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν, σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, τους κανόνες τους σχετικά με τις συνθήκες απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων όσων καθορίζονται σε συλλογικές συμβάσεις.

4.  Το αργότερο έως τις ...(35), η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με τα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους σε ευρωπαϊκό επίπεδο, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιo και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, στην οποία εξετάζεται η ανάγκη να προταθούν μέτρα εναρμόνισης σχετικά με τις δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών που καλύπτει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 22

Γενικές παρεκκλίσεις

Το άρθρο 21 δεν εφαρμόζεται:

  1) Σε υπηρεσίες γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος που προσφέρονται σε άλλο κράτος μέλος, μεταξύ άλλων δε σε:
   α) ταχυδρομικές υπηρεσίες που καλύπτονται από την οδηγία 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών(36)·
   β) υπηρεσίες μεταφοράς, διανομής και παροχής ηλεκτρικής ενέργειας που αναφέρονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 2003/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2003 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας(37)·
   γ) υπηρεσίες μεταφοράς, διανομής παροχής και αποθήκευσης φυσικού αερίου που αναφέρονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 2003/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου(38)·
   δ) υπηρεσίες διανομής και παροχής ύδατος και υπηρεσίες διαχείρισης λυμάτων·
   ε) επεξεργασία αποβλήτων·
   2) στα θέματα που καλύπτονται από την οδηγία 96/71/ΕΚ·
   3) στα θέματα που καλύπτονται από την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών(39)·
   4) στη δραστηριότητα της δικαστικής είσπραξης οφειλών·
   5) όσον αφορά τα επαγγελματικά προσόντα, οι διατάξεις της οδηγίας 2005/36/ΕΚ, περιλαμβανομένων των απαιτήσεων στα κράτη μέλη στα οποία παρέχεται η υπηρεσία, οι οποίες αναθέτουν δραστηριότητα σε ιδιαίτερο επάγγελμα·
   6) στις διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 που καθορίζουν την εφαρμοστέα νομοθεσία·
   7) όσον αφορά τις διοικητικές διατυπώσεις σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και την κατοικία τους, στις διατάξεις της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών(40), οι οποίες προβλέπουν τις διοικητικές διατυπώσεις που πρέπει να διεκπεραιώσουν οι δικαιούχοι στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προορισμού·
   8) όσον αφορά τη μεταφορά αποβλήτων, στο σύστημα έγκρισης που προβλέπεται στα άρθρα 3 και 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 259/93 του Συμβουλίου, της 1ης Φεβρουαρίου 1993, σχετικά με την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μεταφορών αποβλήτων στο εσωτερικό της Κοινότητας καθώς και κατά την είσοδο και έξοδό τους(41)·
   9) στα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, στα συγγενικά δικαιώματα, στα δικαιώματα που αναφέρονται στην οδηγία 87/54/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1986, σχετικά με τη νομική προστασία των τοπογραφιών προϊόντων ημιαγωγών(42) και στην οδηγία 96/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 1996, σχετικά με τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων(43) καθώς και στα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας·
   10) στον κατά νόμο λογιστικό έλεγχο·
   11) στις υπηρεσίες οι οποίες, στο κράτος μέλος στο οποίο μεταβαίνει ο πάροχος για την παροχή της υπηρεσίας του, απαγορεύονται για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας·
   12) στις ειδικές απαιτήσεις του κράτους μέλους, στο οποίο μεταβαίνει ο πάροχος, οι οποίες συνδέονται άμεσα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τόπου στον οποίο παρέχεται η υπηρεσία, με τον ιδιαίτερο κίνδυνο που δημιουργεί η υπηρεσία στον τόπο όπου παρέχεται ή για την υγεία και ασφάλεια στο χώρο εργασίας, και είναι απαραίτητο να τηρηθούν για τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης ή της δημόσιας ασφάλειας ή για την προστασία της δημόσιας υγείας ή του περιβάλλοντος·
   13) στην ταξινόμηση οχημάτων που έχουν αποκτηθεί με χρηματοδοτική μίσθωση σε άλλο κράτος μέλος·
   14) σε όλες τις διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, ιδίως αυτές που αφορούν τις συμβατικές και τις εξωσυμβατικές ενοχές, περιλαμβανομένου του τύπου των συμβάσεων.

Άρθρο 23

Παρεκκλίσεις για μεμονωμένες περιπτώσεις

1.  Κατά παρέκκλιση του άρθρου 21 και κατ" εξαίρεση, ένα κράτος μέλος μπορεί να λάβει ένα μέτρο κατά παρόχου υπηρεσιών ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος σε έναν από τους ακόλουθους τομείς:

   α) την ασφάλεια των υπηρεσιών, περιλαμβανομένων των πτυχών που αφορούν τη δημόσια υγεία, ή
   β) την άσκηση ενός επαγγέλματος του τομέα της υγείας, ή
   γ) την τήρηση της δημόσιας τάξης, ιδίως των πτυχών που συνδέονται με την προστασία των ανηλίκων.

2.  Το μέτρο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να ληφθεί εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

   α) οι εθνικές διατάξεις δυνάμει των οποίων λαμβάνεται το μέτρο δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο κοινοτικής εναρμόνισης στους τομείς που ορίζονται στην παράγραφο 1,
   β) το μέτρο πρέπει να είναι πιο προστατευτικό για τον αποδέκτη από εκείνο που θα λάμβανε το κράτος μέλος καταγωγής δυνάμει των εθνικών του διατάξεων,
   γ) το κράτος μέλος καταγωγής δεν έλαβε μέτρα ή έλαβε μέτρα ανεπαρκή σε σχέση με εκείνα που ορίζονται στο άρθρο 18, παράγραφος 2,
   δ) το μέτρο πρέπει να είναι αναλογικό.

3.  Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν θίγουν τις διατάξεις που εγγυώνται την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών ή επιτρέπουν παρεκκλίσεις από αυτήν οι οποίες προβλέπονται από κοινοτικά νομοθετικά κείμενα.

Τμήμα 3

Δικαιώματα των αποδεκτών των υπηρεσιών

Άρθρο 24

Περιορισμοί που απαγορεύονται

Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλλουν στους αποδέκτες απαιτήσεις οι οποίες περιορίζουν τη χρήση μιας υπηρεσίας που παρέχεται από φορέα εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, ιδίως τις ακόλουθες απαιτήσεις:

   α) την υποχρέωση εξασφάλισης άδειας από τις αρμόδιες αρχές ή την υποβολή δήλωσης σε αυτές·
   β) όρια στη δυνατότητα φορολογικών ελαφρύνσεων ή χορήγησης οικονομικών ενισχύσεων, λόγω του γεγονότος ότι ο πάροχος είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος ή σε συνάρτηση με τον τόπο παροχής της υπηρεσίας·
   γ) την υπαγωγή του αποδέκτη σε φόρους που εισάγουν διακρίσεις ή σε δυσανάλογους φόρους επί του εξοπλισμού ο οποίος χρειάζεται για την εξ αποστάσεως παραλαβή μιας υπηρεσίας που προέρχεται από άλλο κράτος μέλος.

Άρθρο 25

Μη εισαγωγή διακρίσεων

1.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο αποδέκτης υπηρεσιών να μην υπόκειται σε απαιτήσεις που συνιστούν διακρίσεις αποκλειστικά λόγω της ιθαγένειας ή του τόπου κατοικίας του.

2.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι γενικές προϋποθέσεις πρόσβασης σε μια υπηρεσία, που διατίθενται στο κοινό από τον πάροχο της υπηρεσίας, να μην εισάγουν διακρίσεις αποκλειστικά λόγω ιθαγένειας ή τόπου κατοικίας του αποδέκτη, χωρίς αυτό να θίγει τη δυνατότητα να προβλέπονται διαφορετικές προϋποθέσεις πρόσβασης οι οποίες δικαιολογούνται άμεσα με αντικειμενικά κριτήρια.

Άρθρο 26

Βοήθεια προς τους αποδέκτες

1.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αποδέκτες υπηρεσιών να έχουν τη δυνατότητα να λάβουν μέσω των ενιαίων κέντρων εξυπηρέτησης:

   α) τις πληροφορίες για τις ισχύουσες απαιτήσεις στα υπόλοιπα κράτη μέλη σχετικά με την πρόσβαση στις δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών και με την άσκηση των εν λόγω δραστηριοτήτων, ιδίως όσων αφορούν την προστασία των καταναλωτών·
   β) γενικές πληροφορίες για τα μέσα έννομης προστασίας που έχουν στη διάθεσή τους σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ παρόχου και αποδέκτη·
   γ) τα στοιχεία επικοινωνίας των ενώσεων ή οργανισμών, όπου οι αποδέκτες υπηρεσιών μπορούν να λάβουν πρακτική βοήθεια.

Εάν χρειασθεί, οι συμβουλές από τις αρμόδιες αρχές αναγράφονται σε έναν απλό, βήμα προς βήμα, οδηγό.

Οι πληροφορίες και η βοήθεια παρέχονται με σαφή και μη επιδεχόμενο παρερμηνείες τρόπο, είναι εύκολα προσβάσιμες εξ αποστάσεως ακόμα και με ηλεκτρονικά μέσα και ενημερώνονται διαρκώς.

2.  Τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέσουν το καθήκον που αναφέρεται στην παράγραφο 1 σε οποιονδήποτε άλλο φορέα, όπως είναι οι ευρωθυρίδες, τα κέντρα πληροφόρησης του ευρωπαϊκού εξωδικαστικού δικτύου (EEJ-net), οι ενώσεις καταναλωτών ή τα ευρωπαϊκά κέντρα πληροφόρησης.

Το αργότερο ...(44) τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τις ονομασίες και τα στοιχεία επικοινωνίας των καθορισμένων οργανισμών. Η Επιτροπή τα διαβιβάζει σε όλα τα κράτη μέλη.

3.  Για να μπορέσει να γνωστοποιήσει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ο οργανισμός στον οποίο προσφεύγει ο αποδέκτης υπηρεσιών απευθύνεται στον οργανισμό του οικείου κράτους μέλους. Ο τελευταίος οφείλει να γνωστοποιήσει τις πληροφορίες που του ζητούνται το συντομότερο δυνατό. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι οργανισμοί αυτοί να αλληλοβοηθούνται και να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να συνεργάζονται αποτελεσματικά μεταξύ τους.

4.  Η Επιτροπή θεσπίζει με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 39, παράγραφος 2, τα μέτρα εφαρμογής των παραγράφων 1, 2 και 3 διευκρινίζοντας τις τεχνικές λεπτομέρειες ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ οργανισμών από διαφορετικά κράτη μέλη και ιδίως τη διαλειτουργικότητα των συστημάτων πληροφοριών.

Άρθρο 27

Βοήθεια για παρόχους υπηρεσιών

1.  Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, το αργότερο έως τις …(45), ένας πάροχος υπηρεσιών μπορεί να ολοκληρώσει όλες τις απαιτούμενες διαδικασίες και διατυπώσεις, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, για την άσκηση των δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών εκ μέρους του σε ένα άλλο κράτος μέλος με το ενιαίο κέντρο εξυπηρέτησης.

2.  Τα άρθρα 6 έως 8 εφαρμόζονται ανάλογα.

Κεφάλαιο V

Ποιότητα των υπηρεσιών

Άρθρο 28

Πληροφορίες για τους παρόχους και τις υπηρεσίες τους

1.  Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι πάροχοι υπηρεσιών να θέτουν στη διάθεση του αποδέκτη τους τις ακόλουθες πληροφορίες, στα ευρωπαϊκά ενιαία κέντρα εξυπηρέτησης και στα κέντρα εξυπηρέτησης των κρατών μελών υποδοχής:

   α) το όνομά τους, τη νομική μορφή τους σε περίπτωση νομικού προσώπου, τη γεωγραφική διεύθυνση στην οποία έχουν την έδρα τους και τα στοιχεία εκείνα που επιτρέπουν την ταχεία και άμεση επικοινωνία του αποδέκτη με αυτούς, ενδεχομένως με ηλεκτρονικά μέσα·
   β) όταν ο πάροχος υπηρεσιών είναι εγγεγραμμένος σε εμπορικό μητρώο ή σε άλλο παρεμφερές δημόσιο μητρώο, το μητρώο αυτό και τον αριθμό εγγραφής του ή αντίστοιχα μέσα αναγνώρισης της ταυτότητας που περιλαμβάνονται σε αυτό το μητρώο·
   γ) όταν η δραστηριότητα υπόκειται σε σύστημα αδειοδότησης, τα στοιχεία της αρμόδιας αρχής ή του ενιαίου κέντρου εξυπηρέτησης·
   δ) όταν ο πάροχος ασκεί μια δραστηριότητα η οποία υπόκειται σε ΦΠΑ, τον αριθμό αναγνώρισης που ορίζεται στο άρθρο 22, παράγραφος 1 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση(46)·
   ε) σε ό,τι αφορά τα νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα, κάθε επαγγελματικό σύλλογο ή συναφή οργανισμό στον οποίο είναι εγγεγραμμένος ο πάροχος υπηρεσιών, και τον επαγγελματικό τίτλο και το κράτος μέλος στο οποίο χορηγήθηκε·
   στ) τους γενικούς όρους και τις γενικές ρήτρες, που ενδεχομένως εφαρμόζει ο πάροχος·
   ζ) τις συμβατικές ρήτρες σχετικά με τη νομοθεσία που εφαρμόζεται στη σύμβαση ή και σχετικά με τα αρμόδια δικαστήρια·
   η) σε περίπτωση υποχρεωτικής ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης ή ισοδύναμης εγγύησης, τα στοιχεία στα οποία αναφέρεται το άρθρο 29, παράγραφος 1, και ειδικότερα τα στοιχεία του ασφαλιστικού ή εγγυητικού φορέα, η επαγγελματική και η γεωγραφική κάλυψη, και η βεβαίωση τακτικής πληρωμής ασφαλίστρων.

2.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι πληροφορίες που ορίζονται στην παράγραφο 1, ανάλογα με την επιθυμία του παρόχου:

   α) να γνωστοποιούνται από τον πάροχο με δική του πρωτοβουλία·
   β) να είναι εύκολα προσβάσιμες στον αποδέκτη στον τόπο παροχής της υπηρεσίας ή σύναψης της σύμβασης·
   γ) να είναι εύκολα προσβάσιμες στον αποδέκτη ηλεκτρονικά μέσω διεύθυνσης που γνωστοποιείται από τον πάροχο·
   δ) να περιλαμβάνονται σε κάθε πληροφοριακό έγγραφο των παρόχων που παρέχεται στον αποδέκτη και παρουσιάζει με τρόπο λεπτομερή τις υπηρεσίες τους.

3.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι πάροχοι υπηρεσιών, μετά από αίτηση του αποδέκτη των υπηρεσιών τους, να γνωστοποιούν τις ακόλουθες συμπληρωματικές πληροφορίες:

   α) τα κύρια χαρακτηριστικά της υπηρεσίας·
   β) την τιμή της υπηρεσίας ή, όταν η ακριβής τιμή δεν μπορεί να δηλωθεί, τη μέθοδο υπολογισμού της τιμής, η οποία επιτρέπει στον αποδέκτη να επαληθεύσει την τιμή ή μια αρκετά λεπτομερή προσφορά·
   γ) το εταιρικό καθεστώς και τη νομική μορφή του παρόχου·
   δ) σε ό,τι αφορά τα νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα, μια αναφορά των επαγγελματικών κανόνων που εφαρμόζονται στο κράτος μέλος καταγωγής και των μέσων πρόσβασης σε αυτά.

4.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι πληροφορίες που οφείλει να παράσχει ο πάροχος υπηρεσιών στο πλαίσιο του παρόντος κεφαλαίου να καθίστανται διαθέσιμες ή να γνωστοποιούνται με τρόπο σαφή και μη διφορούμενο και σε εύθετο χρόνο πριν από τη σύναψη της σύμβασης ή πριν από την παροχή της υπηρεσίας, όταν δεν υπάρχει γραπτή σύμβαση.

5.  Οι υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών που ορίζονται στο παρόν κεφάλαιο προστίθενται στις απαιτήσεις που προβλέπονται ήδη από την κοινοτική νομοθεσία και δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη να ορίσουν συμπληρωματικές απαιτήσεις πληροφοριών για τους παρόχους οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός τους.

6.  Η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 39, παράγραφος 2, να διευκρινίσει το περιεχόμενο των πληροφοριών που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 3 του παρόντος άρθρου σε συνάρτηση με τις ιδιομορφίες ορισμένων δραστηριοτήτων και να διευκρινίσει τους όρους εφαρμογής στην πράξη των διατάξεων της παραγράφου 2.

Άρθρο 29

Επαγγελματικές ασφάλειες και εγγυήσεις

1.  Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν οι πάροχοι υπηρεσιών των οποίων οι υπηρεσίες παρουσιάζουν άμεσο και συγκεκριμένο κίνδυνο για την υγεία ή την ασφάλεια του αποδέκτη ή τρίτου προσώπου ή για την οικονομική ασφάλεια του αποδέκτη, ή για το περιβάλλον, να υποχρεούνται να συνάψουν κατάλληλη ασφάλεια επαγγελματικής ευθύνης για τη φύση και την έκταση του κινδύνου ή να παρέχουν οποιαδήποτε άλλη ισοδύναμη ή ουσιαστικά συγκρίσιμη, ως προς το σκοπό της, εγγύηση. Η ασφάλεια ή εγγύηση επαγγελματικής ευθύνης καλύπτει επίσης κινδύνους που παρουσιάζονται από αυτές τις υπηρεσίες στην περίπτωση που παρέχονται σε άλλα κράτη μέλη.

2.  Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν, όταν ο πάροχος μεταβαίνει από ένα κράτος μέλος σε άλλο για πρώτη φορά προκειμένου να παράσχει τις υπηρεσίες του, να ενημερώσει προηγουμένως την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής με γραπτή δήλωση που θα περιλαμβάνει τις πληροφορίες που αφορούν την ασφαλιστική κάλυψη ή άλλα μέσα προσωπικής ή συλλογικής προστασίας στο θέμα της επαγγελματικής ευθύνης. Η δήλωση αυτή ανανεώνεται κάθε έτος εάν ο πάροχος προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες προσωρινά ή ευκαιριακά εντός του συγκεκριμένου κράτους μέλους κατά το συγκεκριμένο έτος. Ο πάροχος μπορεί να υποβάλει αυτή τη δήλωση με οποιοδήποτε μέσον.

3.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι πάροχοι να γνωστοποιούν στον αποδέκτη τις πληροφορίες σχετικά με την ασφάλεια ή τις εγγυήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ιδίως τα στοιχεία του ασφαλιστή ή του εγγυητή και τη γεωγραφική κάλυψη.

4.  Όταν ένας πάροχος εγκαθίσταται στο έδαφός τους, ή ασκεί δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών, τα κράτη μέλη δεν απαιτούν επαγγελματική ασφάλεια ή χρηματοοικονομική εγγύηση εφόσον ο πάροχος καλύπτεται ήδη από ισοδύναμη ή κατ" ουσία συγκρίσιμη, ως προς το σκοπό της, εγγύηση σε άλλο κράτος μέλος στο οποίο είναι ήδη εγκατεστημένος.

Όταν ένα κράτος μέλος απαιτεί από πάροχο υπηρεσιών εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος ασφάλιση έναντι των οικονομικών κινδύνων που συνδέονται με την επαγγελματική ευθύνη, το εν λόγω κράτος μέλος δέχεται ως επαρκή απόδειξη βεβαίωση εκδοθείσα από τράπεζα ή ασφαλιστική επιχείρηση του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο πάροχος υπηρεσιών.

Εάν η ισοδυναμία εξασφαλίζεται μόνο εν μέρει, τα κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν συμπληρωματική εγγύηση για να καλύψουν τα στοιχεία εκείνα τα οποία δεν καλύπτονται ήδη.

5.  Οι παράγραφοι 1 έως 4 δεν θίγουν τα συστήματα ασφαλειών και εγγυήσεων που προβλέπονται από άλλες κοινοτικές νομοθετικές ρυθμίσεις.

6.  Στο πλαίσιο της εφαρμογής της παραγράφου 1 η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 39, παράγραφος 2, να καταρτίσει έναν κατάλογο υπηρεσιών που εμφανίζουν τα χαρακτηριστικά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και να καθορίσει κοινά κριτήρια για τον προσδιορισμό του κατάλληλου χαρακτήρα της ασφάλειας ή των εγγυήσεων που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο, με βάση τη φύση και την έκταση του κινδύνου.

Άρθρο 30

Εγγυήσεις μετά την πώληση

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι πάροχοι υπηρεσιών γνωστοποιούν στον αποδέκτη, μετά από αίτησή του, τις πληροφορίες σχετικά με την ύπαρξη ή την απουσία εγγύησης μετά την πώληση, σχετικά με το περιεχόμενό της και με τα ουσιώδη στοιχεία που είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της, ιδίως τη διάρκεια και την εδαφική της κάλυψη.

Άρθρο 31

Εμπορικές επικοινωνίες των νομοθετικώς κατοχυρωμένων επαγγελμάτων

1.  Τα κράτη μέλη καταργούν τις συνολικές απαγορεύσεις εμπορικών επικοινωνιών για τα νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα.

2.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εμπορικές επικοινωνίες που χρησιμοποιούν τα νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα να τηρούν τους επαγγελματικούς κανόνες σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο οι οποίοι αποσκοπούν ιδίως στην ανεξαρτησία, στην αξιοπρέπεια και στην τιμή του επαγγέλματος καθώς και στο επαγγελματικό απόρρητο σε συνάρτηση με την ιδιομορφία του κάθε επαγγέλματος.

Άρθρο 32

Δραστηριότητες πολλαπλών ειδικοτήτων

1.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι πάροχοι να μην υπόκεινται σε απαιτήσεις που τους υποχρεώνουν να ασκούν αποκλειστικά συγκεκριμένη δραστηριότητα ή που περιορίζουν την άσκηση από κοινού ή σε εταιρική σχέση διαφορετικών δραστηριοτήτων.

Κατά παρέκκλιση, ωστόσο, οι ακόλουθοι πάροχοι μπορούν να υπόκεινται σε τέτοιες απαιτήσεις:

   α) τα νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα, στο βαθμό που αυτό αιτιολογείται για την εξασφάλιση της τήρησης διαφορετικών δεοντολογικών απαιτήσεων, λόγω της ιδιομορφίας του κάθε επαγγέλματος·
   β) οι πάροχοι υπηρεσιών πιστοποίησης, τεχνικού ελέγχου ή δοκιμών στο βαθμό που αυτό αιτιολογείται για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας τους και της ακεραιότητάς τους.

2.  Όταν επιτρέπεται η άσκηση δραστηριοτήτων πολλαπλών ειδικοτήτων, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε:

   α) να προλαμβάνονται οι συγκρούσεις συμφερόντων και τα ασυμβίβαστα μεταξύ ορισμένων δραστηριοτήτων·
   β) να εξασφαλίζεται η ανεξαρτησία και η ακεραιότητα που απαιτούν ορισμένες δραστηριότητες·
   γ) να εξασφαλίζεται ότι οι απαιτήσεις δεοντολογίας διαφορετικών δραστηριοτήτων συμβιβάζονται μεταξύ τους, ιδίως όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο.

3.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι πάροχοι υπηρεσιών να γνωστοποιούν στον αποδέκτη των υπηρεσιών, μετά από αίτησή του, τις πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες και τις εταιρικές σχέσεις πολλαπλών ειδικοτήτων και με τα μέτρα που έχουν λάβει για την αποφυγή των συγκρούσεων συμφερόντων. Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να περιλαμβάνονται σε κάθε πληροφοριακό έγγραφο των παρόχων που παρουσιάζει με τρόπο λεπτομερή τις υπηρεσίες τους.

Άρθρο 33

Πολιτική ποιότητας

1.  Τα κράτη μέλη σε συνεργασία με την Επιτροπή λαμβάνουν συνοδευτικά μέτρα για να ενθαρρύνουν τους παρόχους να λάβουν μέτρα σε εθελοντική βάση για την εξασφάλιση της ποιότητας των υπηρεσιών, ιδίως:

   α) εξασφαλίζοντας την πιστοποίηση ή την αξιολόγηση των δραστηριοτήτων τους από ανεξάρτητους οργανισμούς· ή
   β) εκπονώντας το δικό τους χάρτη ποιότητας ή συμμετέχοντας στους χάρτες ή στα σήματα ποιότητας που καταρτίζουν επαγγελματικοί οργανισμοί σε κοινοτικό επίπεδο.

2.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι πληροφορίες για τη σημασία και για τα κριτήρια χορήγησης σημάτων και άλλων διακριτικών ποιότητας σχετικά με υπηρεσίες να είναι εύκολα προσβάσιμες από τους αποδέκτες και τους παρόχους.

3.  Τα κράτη μέλη σε συνεργασία με την Επιτροπή λαμβάνουν συνοδευτικά μέτρα για να ενθαρρύνουν τους επαγγελματικούς συλλόγους, καθώς και τα εμπορικά και τεχνικά επιμελητήρια των κρατών μελών να συνεργαστούν μεταξύ τους σε κοινοτικό επίπεδο ώστε να προαγάγουν την ποιότητα των υπηρεσιών, ιδίως, διευκολύνοντας την αναγνώριση της ποιότητας των υπηρεσιών των παρόχων.

4.  Τα κράτη μέλη σε συνεργασία με την Επιτροπή λαμβάνουν συνοδευτικά μέτρα για να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη ενός κριτικού διαλόγου σχετικά με τα προτερήματα και τα ελαττώματα των υπηρεσιών, ιδίως την ανάπτυξη σε κοινοτικό επίπεδο δοκιμών ή συγκριτικών δοκιμών και της γνωστοποίησης των αποτελεσμάτων τους.

5.  Τα κράτη μέλη, σε συνεργασία με την Επιτροπή, ενθαρρύνουν την ανάπτυξη ευρωπαϊκών εθελοντικών προτύπων για τη διευκόλυνση της συμβατότητας μεταξύ υπηρεσιών που παρέχονται από φορείς διαφορετικών κρατών μελών, την ενημέρωση του αποδέκτη και την ποιότητα των υπηρεσιών.

Άρθρο 34

Διευθέτηση των διαφορών

1.  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα γενικά μέτρα ώστε οι πάροχοι υπηρεσιών να δίνουν μια ταχυδρομική διεύθυνση, έναν αριθμό τηλεομοιοτυπίας (φαξ) ή μια διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και έναν αριθμό τηλεφώνου, ώστε να μπορούν όλοι οι αποδέκτες των υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος, να τους απευθύνουν άμεσα ένα παράπονο ή μια διαμαρτυρία ή να τους ζητήσουν πληροφορίες για την υπηρεσία που παρέχουν. Οι πάροχοι υπηρεσιών δίνουν τη νομική διεύθυνσή τους εάν αυτή δεν είναι η συνήθης διεύθυνση για την αλληλογραφία τους.

2.  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα γενικά μέτρα ώστε οι πάροχοι υπηρεσιών να απαντούν στα παράπονα ή στις διαμαρτυρίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 χωρίς καθυστέρηση και επιδεικνύοντας επιμέλεια για την εξεύρεση ικανοποιητικής λύσης.

3.  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα γενικά μέτρα ώστε οι πάροχοι υπηρεσιών να είναι υποχρεωμένοι να αποδείξουν ότι οι υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία τηρούνται, οι δε πληροφορίες είναι ακριβείς.

4.  Όταν είναι απαραίτητη η κατάθεση χρηματικής εγγύησης για την εκτέλεση μιας δικαστικής απόφασης, τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν αντίστοιχες εγγυήσεις που έχουν κατατεθεί σε πάροχο ή σε οργανισμό εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος.

5.  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα γενικά μέτρα ώστε οι πάροχοι υπηρεσιών που υπόκεινται σε κώδικα συμπεριφοράς ή είναι μέλη μιας επαγγελματικής ένωσης ή οργάνωσης, η οποία προβλέπει προσφυγή σε μηχανισμό εξώδικης διευθέτησης, να ενημερώνουν σχετικά τον αποδέκτη των υπηρεσιών, να το αναφέρουν σε κάθε έγγραφο που παρουσιάζει αναλυτικά μια από τις υπηρεσίες τους και να υποδεικνύουν τα μέσα με τα οποία παρέχεται πρόσβαση σε λεπτομερείς πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά και τους όρους χρήσης του εν λόγω μηχανισμού.

Άρθρο 35

Πληροφορίες σχετικά με την εντιμότητα των παρόχων

1.  Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν, μετά από αίτηση αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους, τις πληροφορίες σχετικά με τις ποινικές καταδίκες, με τις διοικητικές ή πειθαρχικές κυρώσεις ή μέτρα και με τις αποφάσεις για δόλιες χρεοκοπίες που έχουν εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές τους κατά παρόχου και οι οποίες έχουν άμεσο αντίκτυπο στην επαγγελματική του ικανότητα ή αξιοπιστία.

Η αίτηση που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο είναι δεόντως αιτιολογημένη, προσδιορίζοντας ιδιαίτερα τους λόγους για τους οποίους ζητούνται οι πληροφορίες αυτές.

2.  Το κράτος μέλος που γνωστοποιεί τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρέπει ταυτοχρόνως να δευκρινίζει εάν πρόκειται για τελεσίδικη απόφαση ή εάν έχει κατατεθεί προσφυγή κατά της απόφασης και να αναφέρει την πιθανή ημερομηνία έκδοσης της απόφασης σχετικά με την προσφυγή.

Εξάλλου, πρέπει να προσδιορίζει τις εθνικές διατάξεις δυνάμει των οποίων ο πάροχος καταδικάστηκε ή υπέστη κυρώσεις.

3.  Κατά την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 πρέπει να γίνονται σεβαστές οι διατάξεις περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων και τα κατοχυρωμένα δικαιώματα των προσώπων που έχουν καταδικασθεί ή υποστεί κυρώσεις, μεταξύ άλλων από επαγγελματικές ενώσεις, στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. Οι καταναλωτές πρέπει να έχουν εύκολη πρόσβαση σε όσες πληροφορίες είναι δημόσιου χαρακτήρα.

Κεφάλαιο VI

Πρόγραμμα σύγκλισης

Άρθρο 36

Κοινοτικοί κώδικες δεοντολογίας

1.  Τα κράτη μέλη σε συνεργασία με την Επιτροπή λαμβάνουν συνοδευτικά μέτρα για να ενθαρρύνουν, στο πλαίσιο της τήρησης του κοινοτικού δικαίου, την εκπόνηση, ιδίως από επαγγελματικούς φορείς, οργανώσεις ή ενώσεις, κωδίκων δεοντολογίας σε κοινοτικό επίπεδο, που να αποβλέπουν στη διευκόλυνση της παροχής υπηρεσιών ή την εγκατάσταση παρόχου υπηρεσιών σε άλλο κράτος μέλος.

2.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι κώδικες δεοντολογίας που αναφέρονται στην παράγραφο 1 να είναι προσβάσιμοι εξ αποστάσεως, με ηλεκτρονικά μέσα.

3.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι πάροχοι υπηρεσιών να δηλώνουν, μετά από αίτηση του αποδέκτη ή σε κάθε πληροφοριακό έγγραφο που περιγράφει με τρόπο αναλυτικό τις υπηρεσίες τους, τυχόν κώδικες δεοντολογίας στους οποίους υπόκεινται καθώς και τη διεύθυνση στην οποία μπορεί κανείς να συμβουλευθεί τους κώδικες ηλεκτρονικά και σε ποιες γλώσσες.

Άρθρο 37

Συμπληρωματική εναρμόνιση

1.  Το αργότερο έως τις ...(47) η Επιτροπή υποβάλλει νομοθετικές προτάσεις εναρμόνισης για τα ακόλουθα ζητήματα:

   α) για τους όρους άσκησης της δραστηριότητας μεταφοράς χρημάτων·
   β) για την πρόσβαση στις δραστηριότητες δικαστικής είσπραξης των οφειλών·
   γ) για τις υπηρεσίες ασφαλείας.

Άρθρο 38

Αμοιβαία αξιολόγηση

1.  Το αργότερο έως τις ...(48) τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή έκθεση, η οποία περιέχει τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 15, παράγραφος 4, σχετικά με τις απαιτήσεις που υπόκεινται σε αξιολόγηση.

2.  Η Επιτροπή διαβιβάζει τις εκθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στα κράτη μέλη τα οποία σε προθεσμία έξι μηνών γνωστοποιούν τις παρατηρήσεις τους για καθεμία από αυτές τις εκθέσεις. Στην ίδια προθεσμία η Επιτροπή διαβουλεύεται με τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με τις εν λόγω εκθέσεις.

3.  Η Επιτροπή υποβάλλει τις εκθέσεις και τις παρατηρήσεις των κρατών μελών στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 39, παράγραφος 1, η οποία μπορεί να διατυπώσει παρατηρήσεις.

4.  Υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, το αργότερο έως τις …(49)*, συνθετική έκθεση συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από προτάσεις ανάληψης συμπληρωματικών πρωτοβουλιών.

Άρθρο 39

Επιτροπή

1.  Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή, η οποία αποτελείται από εκπροσώπους των κρατών μελών και προεδρεύεται από τον εκπρόσωπο της Επιτροπής.

2.  Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 3 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

3.  Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

Άρθρο 40

Ρήτρα αναθεώρησης

Μετά από τη συνοπτική έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 38, παράγραφος 4, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αναλυτική έκθεση ανά τριετία σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και ιδίως των άρθρων 2 και 21, συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από προτάσεις προσαρμογής της.

Άρθρο 41

Τροποποίηση της οδηγίας 98/27/ΕΚ

Στο παράρτημα της οδηγίας 98/27/ΕΚ προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

"

13.  Οδηγία 2006/.../EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της … [σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά] *.

_________________

* ΕΕ L ...

"

Κεφάλαιο VII

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 42

1.  Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία πριν από τις …(50). Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο αυτών των διατάξεων καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών και της παρούσας οδηγίας.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη έκδοσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.  Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 43

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 44

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Έγινε στις

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

(1) ΕΕ C 221 της 8.9.2005, σ. 113.
(2) ΕΕ C 43 της 18.2.2005, σ. 18.
(3) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2006.
(4) COM(2002)0441 τελικό.
(5) COM(2003)0313 τελικό.
(6) COM(2002)0585 τελικό.
(7) ΕΕ L 149 της 11.6.2005, σ. 22.
(8) ΕΕ L 364 της 9.12.2004, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2005/29/ΕΚ.
(9) ΕΕ L 126 της 26.5.2000, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2004/69/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 125 της 28.4.2004, σ. 44).
(10) ΕΕ L 298 της 17.10.1989, σ. 23. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 202 της 30.7.1997, σ. 60).
(11) ΕΕ L 145 της 5.6.1997, σ. 29.
(12) ΕΕ L 18 της 21.1.1997, σ. 1.
(13) ΕΕ L 13 της 19.1.2000, σ. 12.
(14) ΕΕ L 178 της 17.7.2000, σ. 1.
(15) ΕΕ L 320 της 28.11.1998, σ. 54.
(16) ΕΕ L 204 της 21.7.1998, σ. 37. Οδηγία, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 2003.
(17) ΕΕ L 166 της 11.6.1998, σ. 51. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2002/65/ΕΚ (ΕΕ L 271 της 9.10.2002, σ. 16).
(18) ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.
(19) Οδηγία 2002/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους (οδηγία για την πρόσβαση) (ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 7).
(20) Οδηγία 2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την αδειοδότηση) (ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 21).
(21) Οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία πλαίσιο) (ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 33).
(22) Oδηγία 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία καθολικής υπηρεσίας) (ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 51).
(23) Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ L 201 της 31.7.2002, σ. 37).
(24) ΕΕ L 78 της 26.3.1977, σ. 17. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την Πράξη προσχώρησης του 2003.
(25) ΕΕ L 77 της 14.3.1998, σ. 36. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την Πράξη προσχώρησης του 2003.
(26) ΕΕ L 149 της 5.7.1971, σ. 2. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 631/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 100 της 6.4.2004, σ. 1).
(27) ΕΕ L 255 της 30.9.2005, σ. 22.
(28) ΕΕ L 134 της 30.4.2004, σ. 114.
(29) ΕΕ L 221 της 4.9.2003, σ. 13.
(30) ΕΕ L 395 της 30.12.1989, σ. 36.
(31)* Τρία έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.
(32)* Τρία έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.
(33)* Τρία έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.
(34)* Τρία έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.
(35)* Πέντε έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.
(36) ΕΕ L 15 της 21.1.1998, σ. 14. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).
(37) ΕΕ L 176 της 15.7.2003, σ. 37.
(38) ΕΕ L 176 της 15.7.2003, σ. 57.
(39) ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003.
(40) ΕΕ L 158 της 30.4.2004, σ. 77.
(41) EE L 30 της 6.2.1993, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2557/2001 της Επιτροπής (ΕΕ L 349 της 31.12.2001, σ. 1).
(42) ΕΕ L 24 της 27.1.1987, σ. 36.
(43) ΕΕ L 77 της 27.3.1996, σ. 20.
(44)* Τρία έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.
(45)* Τρία έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.
(46) ΕΕ L 145 της 13.6.1977, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2006/18/ΕΚ (ΕΕ L 51 της 22.2.2006, σ. 12).
(47)* Ένα χρόνο από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.
(48)* Τρία έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.
(49)** Τέσσερα έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.
(50)* Τρία έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.

Ανακοίνωση νομικού περιεχομένου - Πολιτική απορρήτου