Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την 21η και 22η ετήσια έκθεση της Επιτροπής για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (2003 και 2004) (2005/2150 (INI))
– έχοντας υπόψη τα έγγραφα εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής (SEC(2004)1638 και SEC(2005)1446 και 1447),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 45 και το άρθρο 112 παράγραφος 2 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Αναφορών (A6-0089/2006),
A. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ετήσιες εκθέσεις της Επιτροπής καταγράφουν την πρόοδο της μεταφοράς των οδηγιών από τα κράτη μέλη, με στόχο την αποτελεσματική παρακολούθηση της εφαρμογής της νομοθεσίας· λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με την 21η έκθεση, στις 31 Δεκεμβρίου 2003 βρίσκονταν σε εξέλιξη 3 927 περιπτώσεις παραβάσεων, στις οποίες συγκαταλέγονταν 1 855 περιπτώσεις για τις οποίες είχε κινηθεί η διαδικασία, 999 περιπτώσεις για τις οποίες είχε εκδοθεί αιτιολογημένη γνώμη, 411 περιπτώσεις οι οποίες είχαν παραπεμφθεί στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και μόνο 69 περιπτώσεις (εκ των οποίων 40 αφορούσαν το περιβάλλον), για τις οποίες είχε κινηθεί η διαδικασία του άρθρου 228 της Συνθήκης ΕΚ,
B. λαμβάνοντας υπόψη ότι η κατάλληλη παρακολούθηση της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου δεν συνίσταται απλώς στην αξιολόγηση της μεταφοράς με ποσοτικούς όρους, αλλά και στην αξιολόγηση της ποιότητας της μεταφοράς και των πρακτικών που ακολουθούνται κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου στην πράξη,
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η ορθή και ταχεία εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας αποτελεί αναπόσπαστο και ουσιαστικό μέρος της "βελτίωσης της νομοθεσίας'· λαμβάνοντας υπόψη ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την καλή εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου σε ολόκληρη την ΕΕ είναι η ύπαρξη σαφών και καλογραμμένων νομοθετικών κειμένων· λαμβάνοντας υπόψη ότι η ποιότητα της νομοθεσίας και η σαφήνεια των υποχρεώσεων των κρατών μελών δεν είναι πάντοτε ικανοποιητικές, επειδή η νομοθεσία είναι συχνά προϊόν δύσκολων πολιτικών συμβιβασμών,
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή δύναται να προσαρμόζει τα μέσα που χρησιμοποιεί για την αποτελεσματική εκτέλεση της αποστολής της και να προβαίνει σε καινοτομίες με στόχο τη βελτίωση της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου,
E. λαμβάνοντας υπόψη ότι το διάστημα αυτό η Επιτροπή εργάζεται για την αναπροσαρμογή των υφισταμένων διαδικασιών και για την εξεύρεση τρόπων ώστε να καταστούν ταχύτερες και πιο αποτελεσματικές· λαμβάνοντας υπόψη ότι το γεγονός αυτό δεν αποτελεί, ωστόσο, επαρκή λόγο για τη μη έγκαιρη αποστολή των ζητούμενων πληροφοριών όσον αφορά τον συνολικό όγκο των πόρων που διατίθενται για τις περιπτώσεις παραβάσεων στις αρμόδιες Γενικές Διευθύνσεις και στη Γενική Γραμματεία,
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αριθμός των καταγγελιών για παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου δείχνει ότι οι ευρωπαίοι πολίτες διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο στην εφαρμογή του και ότι η ικανότητα κατάλληλης ανταπόκρισης στις ανησυχίες τους είναι σημαντική για την αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι καταγγελίες των πολιτών δεν έχουν μόνο συμβολικό ρόλο στην οικοδόμηση "μιας Ευρώπης των λαών", αλλά αποτελούν οικονομικό και αποτελεσματικό εργαλείο για την παρακολούθηση της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου,
Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι η αποτελεσματική νομική προστασία και η ενιαία εφαρμογή και ερμηνεία αποτελούν ουσιαστικά στοιχεία του κοινοτικού δικαίου,
Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο έλαβε την 22η ετήσια έκθεση της Επιτροπής μόλις τον Ιανουάριο του 2006 και ότι, λόγω της συστηματικής καθυστέρησης, η εν λόγω έκθεση θα εξεταστεί μόνο εν μέρει στο παρόν ψήφισμα, τον βασικό κορμό του οποίου θα αποτελέσει η 21η ετήσια έκθεση της Επιτροπής για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου το 2003,
1. εκφράζει την πεποίθηση ότι όλα τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα πρέπει να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της παρακολούθησης της εφαρμογής με σοβαρότητα και διαφάνεια και να του δώσουν μεγαλύτερη προτεραιότητα, δεδομένης ιδίως της έμφασης που δίνεται τελευταίως στην επείγουσα ανάγκη περιορισμού του όγκου της κοινοτικής νομοθεσίας και των νομοθετικών πρωτοβουλιών·
2. εμμένει ότι οιαδήποτε μείωση του όγκου της νομοθεσίας πρέπει να αντισταθμιστεί με την επικέντρωση της προσοχής στην εφαρμογή της· τονίζει ότι οι καταγγελίες αποτελούν οικονομικά συμφέρον και αποτελεσματικό εργαλείο για την παρακολούθηση της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου και καλεί την Επιτροπή να διασφαλίσει ότι τουλάχιστον μέρος των πόρων που στο παρελθόν διετίθεντο για την κατάρτιση και ενημέρωση της νομοθεσίας, θα διατίθενται στο εξής για την αποτελεσματική και ορθή εφαρμογή της υφιστάμενης ευρωπαϊκής νομοθεσίας στις διάφορες μονάδες που ασχολούνται με συγκεκριμένες καταγγελίες και περιπτώσεις παραβάσεων·
3. εκφράζει την πεποίθηση ότι και οι κοινοβουλευτικές επιτροπές θα πρέπει να δίνουν σημασία στο ζήτημα της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου και ειδικότερα ότι ο υπεύθυνος εισηγητής θα πρέπει να διαδραματίζει ενεργότερο ρόλο όσον αφορά την παρακολούθηση της εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας στα κράτη μέλη, ακολουθώντας το παράδειγμα των τακτικών συνεδριάσεων που συγκαλεί η Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων με αντικείμενο την εφαρμογή·
4. αντιλαμβάνεται ότι η επιτροπολογία δεν είναι το αντικείμενο του παρόντος ψηφίσματος και υπογραμμίζει το γεγονός ότι θα πρέπει να αποτελέσει, ως εκ τούτου, θέμα χωριστού ψηφίσματος·
5. τονίζει ότι το άρθρο 211 της Συνθήκης ΕΚ εκχωρεί στην Επιτροπή την θεσμική ευθύνη να εποπτεύει την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης και των διατάξεων που εγκρίνονται από τα θεσμικά όργανα δυνάμει του άρθρου αυτού και ότι το άρθρο 226 της Συνθήκης ΕΚ δίνει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να προσφεύγει κατά των κρατών μελών για οιαδήποτε αθέτηση υποχρεώσεών τους εκ της Συνθήκης·
6. επισημαίνει ότι τα βασικά προβλήματα της διαδικασίας επί παραβάσει (άρθρα 226 και 228 της Συνθήκης ΕΚ) είναι η διάρκειά της (54 μήνες κατά μέσο όρο από την καταχώριση της καταγγελίας μέχρι την παραπομπή στο δικαστήριο) και η περιορισμένη χρήση του άρθρου 228·
7. επισημαίνει ότι η Επιτροπή συγκαλεί τέσσερις συνεδριάσεις ετησίως για να λάβει αποφάσεις σχετικά με τις διαδικασίες επί παραβάσει και ότι όλες οι αποφάσεις (από την πρώτη επίσημη προειδοποιητική επιστολή, που αποσκοπεί στην απόκτηση πληροφοριών από το οικείο κράτος μέλος, έως την απόφαση για προσφυγή στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων) λαμβάνονται από το σώμα των Επιτρόπων· παρότι εκτιμά τη σημασία και την ανάγκη συλλογικής παρέμβασης στα στάδια της διαδικασίας επί παραβάσει, προτείνει να εξετασθεί προσεκτικά η δυνατότητα συντόμευσης της εσωτερικής διαδικασίας, κατά την αρχική φάση της, εξουσιοδοτώντας κάθε μέλος της Επιτροπής να αποστέλλει επίσημες προειδοποιητικές επιστολές στα κράτη μέλη για ζητήματα που εμπίπτουν στον τομέα ευθύνης του, όπως ήδη συμβαίνει σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος δεν έχει μεταφέρει το κοινοτικό δίκαιο στην εθνική του νομοθεσία εντός της ταχθείσας προθεσμίας·
8. επισημαίνει το ανεπαρκές επίπεδο συνεργασίας των εθνικών δικαστηρίων στα περισσότερα κράτη μέλη, τα οποία εξακολουθούν να εμφανίζονται διστακτικά όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου·
9. χαιρετίζει την ανακοίνωση της Επιτροπής για τη βελτίωση του ελέγχου της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (COM(2002)0725), όπου περιγράφονται ποικίλες δράσεις για την επίτευξη του στόχου αυτού·
10. εκφράζει, ωστόσο, την απογοήτευσή του για το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έχει παρουσιάσει οργανωμένη και λεπτομερή έκθεση παρακολούθησης ορισμένων από τις δεσμεύσεις που εξήγγειλε στο πλαίσιο των προαναφερθεισών ανακοινώσεων, όπως τη δέσμευση ότι "η εφαρμογή των κριτηρίων προτεραιότητας θα αποτελέσει αντικείμενο ετήσιας αξιολόγησης, επ" ευκαιρία της συζήτησης της έκθεσης για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου'·
11. καλεί την Επιτροπή να διενεργήσει συγκεκριμένη αξιολόγηση της εφαρμογής των κριτηρίων προτεραιότητας που προσδιορίζονται στην προαναφερθείσα ανακοίνωση, προκειμένου να αξιολογήσει εάν η ρύθμιση αυτή είναι πραγματικά απαραίτητη και εάν θα μπορούσε να καταλήξει σε υπερβολική συρρίκνωση του πεδίου που καλύπτουν οι διαδικασίες επί παραβάσει, για τις οποίες δεν προβλέπεται συγκεκριμένη ιεράρχηση στη Συνθήκη· καλεί την Επιτροπή να εξετάσει εάν η απλή αύξηση των πόρων που διατίθενται στις Γενικές Διευθύνσεις που αντιμετωπίζουν τις περισσότερες διαδικασίες επί παραβάσει, θα ήταν προτιμότερη λύση για τη βελτίωση της ικανότητας ανταπόκρισης στις καταγγελίες· επισημαίνει ότι είναι απαραίτητο να υπάρχουν νομικοί στις υπηρεσίες της Επιτροπής που είναι επιφορτισμένες με τη μεταφορά της κοινοτικής νομοθεσίας στο εθνικό δίκαιο, ώστε να διαπιστώνουν κατά πόσον η μεταφορά αυτή έγινε σε όλες τις προεκτάσεις της· υπογραμμίζει ότι δεν είναι δυνατόν να επαφιέμεθα αποκλειστικώς σε σύστημα αυτόματης αντιστοιχίας για την ανάλυση των μεταφορών αυτών·
12. καλεί την Επιτροπή να τηρεί ενήμερο το Κοινοβούλιο για το αποτέλεσμα των σχετικών αξιολογήσεων· τονίζει ότι ο καθορισμός προτεραιοτήτων δεν θα πρέπει να οδηγεί σε περιορισμένη ανταπόκριση στις καταγγελίες των πολιτών και καλεί την Επιτροπή να συμβουλεύεται το Κοινοβούλιο επί οιασδήποτε ενδεχόμενης αλλαγής των κριτηρίων προτεραιότητας·
13. καλεί την Επιτροπή να θέτει την αρχή του κράτους δικαίου και την εμπειρία των πολιτών υπεράνω των αποκλειστικώς οικονομικών κριτηρίων και αξιολογήσεων· καλεί την Επιτροπή να παρακολουθεί προσεκτικά την τήρηση των θεμελιωδών ελευθεριών και των γενικών αρχών της Συνθήκης καθώς και των κανονισμών και των οδηγιών πλαίσιο· καλεί την Επιτροπή να χρησιμοποιεί το δευτερογενές δίκαιο ως κριτήριο αναφοράς προκειμένου να διαπιστώνει εάν υπάρχει παραβίαση των θεμελιωδών ελευθεριών·
14. καλεί την Επιτροπή να αξιολογήσει εκ νέου τη συνεργασία με τα κράτη μέλη υπό την έννοια του άρθρου 10 ΣΕΚ, δεδομένου ότι τα περισσότερα κράτη μέλη δεν είναι προετοιμασμένα να καταβάλουν σοβαρές προσπάθειες για τη βελτίωση της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, όπως επιβεβαιώθηκε από την άρνηση του Συμβουλίου κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη διοργανική συμφωνία της 16ης Δεκεμβρίου 2003 για τη βελτίωση της νομοθεσίας(1), να αναλάβει οιαδήποτε δέσμευση αναφορικά με ζητήματα που αφορούν τη μεταφορά και την εφαρμογή· δηλώνει ότι στηρίζει την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων με το Συμβούλιο για το ζήτημα αυτό με σκοπό την τροποποίηση της διοργανικής συμφωνίας·
15. καλεί την Επιτροπή να επανεκτιμήσει με σοβαρότητα την ανοχή που επιδεικνύει έναντι των κρατών μελών σε σχέση με την τήρηση των προθεσμιών για την υποβολή των ζητούμενων πληροφοριών στην Επιτροπή, την έγκριση και την κοινοποίηση εθνικών μέτρων μεταφοράς και την ορθή εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο·
16. επισημαίνει ότι τα κράτη μέλη έχουν αποφασίσει να συγκροτήσουν συγκεκριμένους φορείς, αρμόδιους για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου· χαιρετίζει τις προσπάθειες της Επιτροπής να στηρίξει τη δημιουργία κατάλληλων φορέων συντονισμού σε κάθε κράτος μέλος, με στόχο τη βελτίωση της συνολικής πολιτικής για τη μεταφορά και την εφαρμογή και της αποτελεσματικότητας του προ της προσφυγής σταδίου των διαδικασιών επί παραβάσει· επισημαίνει ότι τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει μόνο να συγκροτήσουν τεχνικά όργανα, αλλά και να διορίσουν πολιτικά πρόσωπα που θα είναι αρμόδια σε εθνικό επίπεδο για την πολιτική για τις παραβάσεις·
17. επισημαίνει ότι η επικέντρωση σε ζητήματα που αφορούν την οργάνωση και την επικοινωνία δεν θα έπρεπε να αποκρύπτει το γεγονός ότι πολλές περιπτώσεις εσφαλμένης εφαρμογής είναι αποτέλεσμα της κακής ποιότητας της νομοθεσίας και αποτυπώνουν εσκεμμένες προσπάθειες των κρατών μελών να υποσκάψουν την κοινοτική νομοθεσία για πολιτικούς, διοικητικούς ή οικονομικούς λόγους· διαπιστώνει εν προκειμένω ότι η Επιτροπή έχει την τάση να αρκείται στην πράξη σε μια καθυστερημένη παρέμβαση των κρατών μελών προκειμένου να περατώσει την διαδικασία επί παραβάσει· καλεί την Επιτροπή να ζητήσει από τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν αναδρομική εφαρμογή του παραβιασθέντος κοινοτικού κανόνα, ώστε να επανορθωθούν οι επιπτώσεις της παραβίασης, επί ποινή άμεσης κίνησης της διαδικασίας προσφυγής στο άρθρο 228 της Συνθήκης ΕΚ σε περίπτωση εξακολούθησης της μη συμμόρφωσης·
18. επισημαίνει ότι το σύστημα επίλυσης διαφορών στην εσωτερική αγορά (δίκτυο SOLVIT) έχει αποδείξει την αποτελεσματικότητά του στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς ως συμπληρωματικός μη δικαστικός μηχανισμός, ο οποίος έχει ενισχύσει την εθελοντική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών, αλλά φρονεί ότι τέτοιου είδους μηχανισμοί δεν θα πρέπει να θεωρούνται υποκατάστατο των διαδικασιών επί παραβάσει, οι οποίες αποσκοπούν να υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν την κοινοτική νομοθεσία· καλεί τα κράτη μέλη να διαθέσουν περισσότερο προσωπικό και μεγαλύτερους οικονομικούς πόρους στο εθνικό σημείο επαφής τους του δικτύου SOLVIT·
19. θεωρεί σημαντικό να εκπονείται η νομοθεσία με τρόπο που να ευνοεί περισσότερο την εφαρμογή· θεωρεί εξίσου σημαντικό να κατανοήσουν οι πολίτες καλύτερα την ευρωπαϊκή νομοθεσία και, κατά συνέπεια, προτείνει να περιλαμβάνεται σύνοψη για τους πολίτες με τη μορφή αιτιολογικής έκθεσης που δεν θα είναι διατυπωμένη με αυστηρώς νομική ορολογία και η οποία θα συνοδεύει όλες τις νομοθετικές πράξεις·
20. εκφράζει την πεποίθηση ότι παρότι είναι σημαντικό να αφιερωθεί χρόνος και προσπάθεια στην ανάπτυξη του διαλόγου με τα κράτη μέλη και τη βελτίωση της αρωγής που τους παρέχεται με στόχο τη διευκόλυνση της ταχείας, ορθής μεταφοράς της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, απαιτείται αυστηρότερη πειθαρχία, κυρίως μετά τη διεύρυνση, προκειμένου να αποφεύγονται οι υπερβολικές καθυστερήσεις και οι διαφορές που εξακολουθούν να παρατηρούνται όσον αφορά ποιότητα της μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία·
21. εκφράζει την πεποίθηση ότι σε κάθε νέα οδηγία που εγκρίνεται θα έπρεπε να εισάγεται συστηματικά συγκεκριμένη ρήτρα που θα υποχρεώνει τα κράτη μέλη να καταρτίζουν πίνακα αντιστοιχίας κατά τη μεταφορά των κοινοτικών οδηγιών·
22. επισημαίνει ότι το 2004 περίπου το 41% των νέων οδηγιών περιελάμβαναν πρόβλεψη για πίνακα αντιστοιχίας· εκφράζει την πεποίθηση ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ως συννομοθέτης, θα έπρεπε να στηρίζει προτάσεις για την εισαγωγή διατάξεων στις οδηγίες που θα υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν τον πίνακα αντιστοιχίας στην κοινοποίηση· καλεί την Επιτροπή να υποβάλλει τακτικές αναφορές στο Κοινοβούλιο σχετικά με την εφαρμογή τέτοιων διατάξεων·
23. χαιρετίζει την προσπάθεια ορισμένων Γενικών Διευθύνσεων της Επιτροπής –ιδίως της ΓΔ Περιβάλλοντος– να βελτιώσουν τους ελέγχους συμμόρφωσης προς τις σχετικές οδηγίες, ιδίως μετά τη διεύρυνση· καλεί την Επιτροπή να δημοσιεύει στον ιστοχώρο της τις μελέτες που εντέλλονται οι διάφορες Γενικές Διευθύνσεις για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των εθνικών μέτρων μεταφοράς με την κοινοτική νομοθεσία·
24. επισημαίνει ότι υφίστανται αρκετές διαδικασίες για τις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης και ότι οι διαδικασίες αυτές ορισμένες φορές επαναλαμβάνονται χωρίς να επιτυγχάνεται ο στόχος να πειστούν τα κράτη μέλη να τροποποιήσουν τις νομοθετικές πράξεις μεταφοράς· τονίζει ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, οι καθυστερήσεις της διαδικασίας μπορούν να αποδειχτούν εξαιρετικά επιζήμιες για τους πολίτες, επειδή δεν δίνεται προσοχή στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, αλλά τονίζεται ένα γενικό πρόβλημα· καλεί, ως εκ τούτου, την Επιτροπή να τηρεί σκληρή στάση για τις περιπτώσεις μη κοινοποίησης και μη συμμόρφωσης των εθνικών μέτρων μεταφοράς με την κοινοτική νομοθεσία και να κινείται μεταξύ των διαφόρων σταδίων της διαδικασίας του άρθρου 226 της Συνθήκης ΕΚ, τηρώντας τις καθορισμένες, μη διαπραγματεύσιμες προθεσμίες, που θεσπίζονται σε μη δεσμευτικά νομοθετικά κείμενα (ανακοινώσεις, κατευθυντήριες γραμμές), με στόχο την όσο το δυνατόν ταχύτερη κατάληξη στην επιβολή των χρηματικών ποινών που προβλέπονται στο άρθρο 228 ΣΕΚ·
25. καλεί την Επιτροπή να υποβάλει κατάλογο των οδηγιών με την πιο προβληματική εφαρμογή και να εξηγήσει ποιες πιστεύει ότι είναι οι αιτίες του φαινομένου· υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου και το άρθρο 10 της Συνθήκης ΕΚ, τα κράτη μέλη καλούνται να θεσπίσουν "κατάλληλο" και αποτελεσματικό σύστημα κυρώσεων, το οποίο να λειτουργεί αποτρεπτικά όσον αφορά τις παραβιάσεις των κοινοτικών κανόνων· εκτιμά ότι η μη καθιέρωση αποτελεσματικού συστήματος επιβολής κυρώσεων πρέπει να αντιμετωπίζεται με την δέουσα αυστηρότητα στο πλαίσιο της διαδικασίας επί παραβάσει·
26. επισημαίνει ότι οι ισχύουσες διαδικασίες δεν δίνουν στους πολίτες άλλο δικαίωμα πέραν της υποβολής καταγγελίας και ότι η Επιτροπή, ως θεματοφύλακας της Συνθήκης, έχει μεγάλη διακριτική ευχέρεια να αποφασίζει εάν θα καταχωρίσει μια καταγγελία και εάν θα κινήσει διαδικασίες· εκτιμά ότι κανένας κανόνας της Συνθήκης, ούτε της νομολογίας του Δικαστηρίου απαγορεύει να δίδονται, από ειδικά κανονιστικά όργανα, συμπληρωματικά δικαιώματα στους καταγγέλλοντες και ζητεί, κατά συνέπεια, από την Επιτροπή να εργασθεί για την κατάρτιση τέτοιων οργάνων· εκφράζει την πεποίθηση ότι το σημαντικό και αποκλειστικό αυτό προνόμιο θα πρέπει να συνοδεύεται από την υποχρέωση της Επιτροπής να ακολουθεί διαφανείς διαδικασίες και να λογοδοτεί για τους λόγους για τους οποίους λαμβάνονται οι αποφάσεις, κυρίως αποφάσεις περί μην κινήσεως διαδικασίας βάσει καταγγελίας·
27. χαιρετίζει την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή όσον αφορά τις "σχέσεις με τον καταγγέλλοντα στον τομέα των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου" (COM(2002)0141)·
28. καλεί την Επιτροπή να τηρεί τις αρχές που αναφέρονται στην εν λόγω ανακοίνωση, ώστε όλες οι καταγγελίες που λαμβάνει η Επιτροπή που ενδέχεται να αφορούν πραγματική παράβαση του κοινοτικού δικαίου να καταχωρίζονται αδιακρίτως, εκτός εάν σχετίζονται με τις έκτακτες καταστάσεις που αναφέρονται στο σημείο 3 του Παραρτήματος της ανακοίνωσης· επισημαίνει ότι ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής έλαβε προσφάτως συγκεκριμένες καταγγελίες για μη καταχώριση καταγγελιών, τις οποίες και ερευνά επί του παρόντος· ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλλει τακτικά έκθεση σχετικά με τις περιπτώσεις μη καταχώρισης μετά από καταγγελία, σύμφωνα με την προαναφερθείσα ανακοίνωση·
29. επισημαίνει ότι η προθεσμία ενός έτους, που προβλέπεται από την ανακοίνωση, προθεσμία μεταξύ της καταχώρισης μιας καταγγελίας και της αποστολής επίσημης προειδοποιητικής επιστολής ή της απόφασης να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο είναι υπερβολικά μεγάλη· εκφράζει, μεταξύ άλλων, τη λύπη του που η προθεσμία αυτή δεν τηρείται πάντοτε, αφήνοντας τους καταγγέλλοντες σε μια απαράδεκτη κατάσταση αβεβαιότητας· ζητεί, ως εκ τούτου, από την Επιτροπή να αποστέλλει επίσημες προειδοποιητικές επιστολές, που δεν προϋποθέτουν ακόμα "διαπραγματεύσεις" με τα κράτη μέλη, εντός σύντομου χρονικού διαστήματος από την καταχώριση της καταγγελίας, και να μεριμνά ώστε να δίδεται συνέχεια στην διαδικασία εντός σύντομου χρονικού διαστήματος και χωρίς δυνατότητα αναβολής, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων·
30. καλεί όλες τις υπηρεσίες της Επιτροπής να τηρούν τους καταγγέλλοντες –και, ανάλογα με την περίπτωση, και τους ενδιαφερόμενους ευρωβουλευτές– πλήρως ενήμερους για την πρόοδο των καταγγελιών τους κατά την εκπνοή κάθε προκαθορισμένης προθεσμίας (επίσημη προειδοποιητική επιστολή, αιτιολογημένη γνώμη, παραπομπή στο Δικαστήριο), να δικαιολογούν τις αποφάσεις τους και να τις διαβιβάζουν με όλες τις λεπτομέρειες στον καταγγέλλοντα, σύμφωνα με τις αρχές που αναφέρονται στην ανακοίνωσή της του 2002, ώστε να δίνουν στον καταγγέλλοντα τη δυνατότητα να υποβάλει περαιτέρω παρατηρήσεις (οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνουν, κυρίως στις περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή σκοπεύει να θέσει την καταγγελία στο αρχείο, τα επιχειρήματα που εκθέτει το εμπλεκόμενο κράτος μέλος)·
31. καλεί την Επιτροπή να εγκρίνει συγκεκριμένη διαδικασία που θα επιτρέπει στον καταγγέλλοντα και στον ενδιαφερόμενο ευρωβουλευτή να έχουν πρόσβαση στα έγγραφα και στο περιεχόμενο της αλληλογραφίας της με το κράτος μέλος·
32. καλεί την Επιτροπή να παρέχει συγκεκριμένες πληροφορίες για την τήρηση των προθεσμιών, όπως ορίζεται στο εσωτερικό εγχειρίδιο επιχειρησιακών διαδικασιών που έχει συντάξει η ίδια, οι οποίες θα μπορούσαν να αποκτηθούν μόνο ανεπίσημα· επαναλαμβάνει τη σημασία της θέσπισης προθεσμιών με αφετηρία την ημερομηνία καταχώρισης μιας καταγγελίας τόσο για την αποστολή απάντησης στον καταγγέλλοντα όσο και για την αποστολή επίσημης προειδοποιητικής επιστολής·
33. επισημαίνει ότι από τη θέσπισή τους, οι διαδικασίες του άρθρου 228 της Συνθήκης ΕΚ έχουν οδηγήσει σε έκδοση αποφάσεων από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μόνο σε τρεις περιπτώσεις· χαιρετίζει την ανακοίνωση της Επιτροπής για την εφαρμογή του άρθρου 228 της Συνθήκης ΕΚ (SEC(2005)1658), όπου αποσαφηνίζει και αναπτύσσει την πολιτική της, ζητώντας από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να επιβάλλει ένα περιοδικά καταβαλλόμενο πρόστιμο και ένα κατ' αποκοπήν ποσό στα κράτη μέλη που δεν συμμορφώνονται με αποφάσεις του·
34. καλεί την Επιτροπή να ορίσει επισήμως ότι, σύμφωνα με την ανακοίνωσή της του 2005, για όλες τις υποθέσεις όπου έχει ήδη σταλεί επίσημη προειδοποιητική επιστολή και αιτιολογημένη γνώμη βάσει του άρθρου 228, καθώς και για τις εν εξελίξει υποθέσεις που αφορούν διαδικασίες του άρθρου 226, θα ισχύσει η νέα πολιτική που περιγράφεται στην προαναφερθείσα ανακοίνωση (εφόσον δεν λυθούν πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο)·
35. υπενθυμίζει ότι οι αναφορές που υποβάλλονται από πολίτες στην Επιτροπή, στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή και στις αρμόδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές θα πρέπει να ενθαρρύνουν τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα να αξιολογούν τον τρόπο με τον οποίο η κοινοτική νομοθεσία εφαρμόζεται σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο·
36. επαναλαμβάνει την πεποίθησή του ότι ένα πλαίσιο στενής συνεργασίας και παρακολούθησης μεταξύ της Επιτροπής, του Συμβουλίου, του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή και των αρμόδιων κοινοβουλευτικών επιτροπών είναι απαραίτητο για τη διασφάλιση αποτελεσματικής παρέμβασης σε όλες τις περιπτώσεις που ο καταγγέλλων έχει προβεί δικαιολογημένα σε καταγγελία για παράβαση του κοινοτικού δικαίου·
37. επιμένει ότι η Επιτροπή πρέπει να παρουσιάζει στις μελλοντικές ετήσιες εκθέσεις της δεδομένα που αντικατοπτρίζουν επακριβώς τη σημαντική και σαφή συμβολή των αναφορών στον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, και επαναλαμβάνει το αίτημα που διατύπωσε στο ψήφισμά του της 9ης Μαρτίου 2004(2) να συμπεριληφθεί κεφάλαιο αποκλειστικά αφιερωμένο στις αναφορές·
38. θεωρεί αναγκαίο να οριστούν τα διαδικαστικά δικαιώματα των υποβαλλόντων αναφορά με τρόπο παρόμοιο με τα δικαιώματα των καταγγελλόντων, τα οποία ορίζονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής του 2002· θεωρεί ότι τα διαδικαστικά θέματα που συνδέονται με την παράλληλη εξέταση καταγγελιών και αναφορών πρέπει να αποσαφηνισθούν, και ότι ο συντονισμός μεταξύ των αρμόδιων υπηρεσιών πρέπει να βελτιωθεί περαιτέρω, ώστε η Επιτροπή Αναφορών να είναι σε θέση να διασφαλίζει τον σεβασμό των δικαιωμάτων των υποβαλλόντων αναφορά·
39. διαπιστώνει από εμπειρία ότι πολίτες, οι οποίοι υποβάλλουν αναφορά στο Κοινοβούλιο, δυσκολεύονται να επικαλεστούν ενώπιον εθνικών δικαστηρίων δικαιώματα που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο και να λάβουν αποζημίωση για ζημία ή βλάβη που υπέστησαν λόγω παραβίασης του κοινοτικού δικαίου από τα κράτη μέλη·
40. εκφράζει την αποδοκιμασία του για την απροθυμία της Επιτροπής να διερευνά καταγγελλόμενες παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου που συνέβησαν στο παρελθόν και έκτοτε επανορθώθηκαν, όπως οι παραβιάσεις που θίγονται στις αναφορές "Equitable Life" και "Lloyds of London'· προτρέπει την Επιτροπή να διερευνά αυτές τις υποθέσεις, όταν οι καταγγελλόμενες παραβιάσεις φέρονται ότι προξένησαν σοβαρές ζημίες σε πρόσωπα, καθώς το αποτέλεσμα αυτών των ερευνών μπορεί να βοηθήσει σημαντικά τους πολίτες προκειμένου να λαμβάνουν αποζημίωση μέσω των κατάλληλων νομικών διαύλων·
41. θεωρεί αναγκαία την εξέταση τρόπων βελτίωσης των διαδικασιών σε διοργανικό επίπεδο, προκειμένου να παρέχονται στους ευρωπαίους πολίτες αποτελεσματικότερα μη ένδικα μέσα επανόρθωσης, ως συνέπεια του δικαιώματος υποβολής αναφοράς που περιέχεται στη Συνθήκη· στο πλαίσιο αυτό, προτείνει να εξεταστεί η δημιουργία μιας οργάνωσης τύπου "Solvit" στο εσωτερικό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της οποίας αρμοδιότητα θα ήταν να επικουρεί τους βουλευτές στην εξέταση υποθέσεων νομικής φύσεως·
42. ζητεί την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των εθνικών κοινοβουλίων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και μεταξύ των βουλευτών τους, ώστε να προωθηθεί και να ενισχυθεί ο αποτελεσματικός έλεγχος των ευρωπαϊκών θεμάτων σε εθνικό επίπεδο· θεωρεί ότι τα εθνικά κοινοβούλια μπορούν να διαδραματίσουν πολύτιμο ρόλο στην παρακολούθηση της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμότητας της Ένωσης και στην προσέγγισή της με τους πολίτες·
43. καλεί την Επιτροπή να αποστέλλει τις ετήσιες εκθέσεις της για την παρακολούθηση της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου στα εθνικά κοινοβούλια, ώστε να είναι σε θέση να παρακολουθούν καλύτερα την εφαρμογή του από τις εθνικές αρχές·
44. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στο Δικαστήριο, στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή και στα κοινοβούλια των κρατών μελών.