Ευρετήριο 
 Προηγούμενο 
 Επόμενο 
 Πλήρες κείμενο 
Διαδικασία : 2006/2006(INI)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου : A6-0080/2006

Κείμενα που κατατέθηκαν :

A6-0080/2006

Συζήτηση :

PV 04/04/2006 - 13
CRE 04/04/2006 - 13

Ψηφοφορία :

PV 16/05/2006 - 10.2
Αιτιολογήσεις ψήφου

Κείμενα που εγκρίθηκαν :

P6_TA(2006)0205

Κείμενα που εγκρίθηκαν
PDF 287kWORD 80k
Τρίτη 16 Μαΐου 2006 - Στρασβούργο
Στρατηγική απλούστευσης του ρυθμιστικού περιβάλλοντος
P6_TA(2006)0205A6-0080/2006

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με στρατηγική απλούστευσης του ρυθμιστικού περιβάλλοντος (2006/2006(INI))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 26ης Οκτωβρίου 2000, σχετικά με την έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο: "Βελτίωση της νομοθεσίας 1998 – Συνυπευθυνότητα και Βελτίωση της νομοθεσίας 1999"(1),

–   έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 29ης Νοεμβρίου 2001, σχετικά με το Λευκό Βιβλίο της Επιτροπής για την Ευρωπαϊκή διακυβέρνηση(2),

–   έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 8ης Απριλίου 2003, σχετικά με τις εκθέσεις της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τη βελτίωση της νομοθεσίας 2000 και σχετικά με την έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τη βελτίωση της νομοθεσίας 2001(3),

–   έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 26ης Φεβρουαρίου 2004, σχετικά με την έκθεση της Επιτροπής: Βελτίωση της νομοθεσίας 2002(4),

–   έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 9ης Μαρτίου 2004, σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής για την απλούστευση και βελτίωση της κοινοτικής νομοθεσίας(5),

–   έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 20ής Απριλίου 2004, σχετικά με την αξιολόγηση των επιπτώσεων της κοινοτικής νομοθεσίας και τις διαδικασίες διαβούλευσης(6),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 45 του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων, της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων και της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων (A6-0080/2006),

A.   εκτιμώντας ότι η απλούστευση του νομοθετικού περιβάλλοντος και η διασφάλιση της σαφήνειας, της αποτελεσματικότητας και της ποιότητας τόσο της υφιστάμενης, όσο και της μελλοντικής νομοθεσίας, συνιστούν αναγκαίες προϋποθέσεις για την επίτευξη του στόχου της βελτίωσης της νομοθεσίας, η οποία αποτελεί προτεραιότητα για την Ένωση στο πλαίσιο της προώθησης της ανάπτυξης και της απασχόλησης,

B.   λαμβάνοντας υπόψη τις υποχρεώσεις και τους στόχους που τάσσει η Διοργανική Συμφωνία της 16ης Δεκεμβρίου 2003 για τη βελτίωση της νομοθεσίας(7), και ιδίως τις υποχρεώσεις και τους στόχους που αφορούν την απλούστευση και τη μείωση του όγκου της κοινοτικής νομοθεσίας, ή τον αντίκτυπο της κοινοτικής νομοθεσίας στα κράτη μέλη,

Γ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή, με ανακοίνωση της 25ης Οκτωβρίου 2005 με τίτλο "Εφαρμογή του κοινοτικού προγράμματος της Λισαβόνας: Στρατηγική για την απλούστευση του ρυθμιστικού περιβάλλοντος" (COM(2005)0535), παρουσιάζει την απλούστευση, δικαιολογημένα, όχι ως μια νομοθετική τεχνική διαφορετική από την κωδικοποίηση, την αναδιατύπωση ή την απλή κατάργηση, αλλά ως σφαιρική ενέργεια που περιλαμβάνει αυτά τα εργαλεία και αποσκοπεί να καταστήσει του κοινοτικούς και εθνικούς κανόνες ευκολότερους στην εφαρμογή τους και επομένως λιγότερο δαπανηρούς,

Δ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η ενέργεια αυτή είναι για την Επιτροπή, το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ένα εργαλείο στην υπηρεσία της στρατηγικής της Λισαβόνας,

E.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η ενέργεια αυτή προϋποθέτει στενή εταιρική σχέση στον τομέα αυτό μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων κατ' αρχάς και μεταξύ των οργάνων αυτών και των εθνικών αρχών εν συνεχεία,

ΣΤ.   λαμβάνοντας υπόψη τις συνεχείς προσπάθειες της Επιτροπής, του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τα τελευταία έτη για την εισαγωγή, τον ορισμό και τη βελτίωση της εφαρμογής εργαλείων απλούστευσης της νομοθεσίας,

Ζ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πρωτοβουλίες απλούστευσης που αναλήφθηκαν μετά την εγκαινίαση του δευτέρου προγράμματος απλούστευσης, στις 11 Φεβρουαρίου 2003, ως συνέχεια της ανακοίνωσης της Επιτροπής με τίτλο "Ενημέρωση και απλούστευση του κοινοτικού κεκτημένου" (COM(2003)0071, 11 Φεβρουαρίου 2003), είχαν πολύ διαφορετικό χαρακτήρα και εμβέλεια, δηλαδή από την περιπτωσιακή αναθεώρηση οδηγιών έως την κανονιστική αναμόρφωση ολόκληρων τομέων, γεγονός που καθιστά δύσκολη την ενοποίηση της διαδικασίας προσέγγισης,

Η.   λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία που αποκτήθηκε όσον αφορά την υλοποίηση των διοργανικών συμφωνιών για την κωδικοποίηση της 20ής Δεκεμβρίου 1994(8) και την αναδιατύπωση της 28ης Νοεμβρίου 2001(9) και εκτιμώντας ότι τα μέσα αυτά είναι ουσιώδη για την απλούστευση του κοινοτικού κεκτημένου,

Θ.   εκτιμώντας ότι μετά την έναρξη ισχύος της Διοργανικής Συμφωνίας για την αναδιατύπωση υποβλήθηκαν 12 προτάσεις αναδιατύπωσης, εκ των οποίων οι 2 κατάληξαν τελικά σε δημοσίευση των συναφών πράξεων, 2 αποσύρθηκαν και 8 εκκρεμούν· και εκτιμώντας ότι από 2 400 περίπου οικογένειες νομοθετικών πράξεων στις οποίες θα μπορούσε να εφαρμοστεί η σχετική διαδικασία, μόνον 49 προτάσεις κωδικοποίησης έχουν υποβληθεί μέχρι σήμερα στο Κοινοβούλιο,

Ι.   εκτιμώντας ότι η ανακοίνωση της Επιτροπής του 2005 σχετικά με την απλούστευση του ρυθμιστικού περιβάλλοντος περιέχει, στο "κυλιόμενο πρόγραμμα απλούστευσής" της (Παράρτημα 2), τριάντα προτάσεις οι οποίες δεν μπορούν να ταξινομηθούν εύκολα και οι οποίες εξετάζουν γενικά θέματα "ανασκόπησης", "αναθεώρησης", "εκσυγχρονισμού", και συναφή,

1.   στηρίζει σθεναρά τη διαδικασία απλούστευσης του ρυθμιστικού περιβάλλοντος της Ένωσης, καθώς και τον στόχο του να διασφαλισθεί η καταλληλότητα, απλότητα και αποτελεσματικότητα του ρυθμιστικού περιβάλλοντος· τονίζει, ωστόσο, ότι η διαδικασία αυτή πρέπει να βασίζεται σε ορισμένες προϋποθέσεις:

   i) πλήρη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τόσο στη διοργανική συζήτηση για την απλούστευση όσο και ως συννομοθέτη στη θέσπιση της νομοθεσίας βάσει της "διαδικασίας απλούστευσης",
   ii) ευρεία και διαφανής διαβούλευση όλων των ενδιαφερομένων παραγόντων, έτσι ώστε να περιλαμβάνονται όχι μόνο τα κράτη μέλη και οι επιχειρήσεις αλλά και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις,
   iii) ενίσχυση της γενικής διαφάνειας της ρυθμιστικής διαδικασίας, ιδίως με το άνοιγμα των συζητήσεων του Συμβουλίου στον δημόσιο έλεγχο, όταν το Συμβούλιο ενεργεί ως νομοθέτης·

2.   παροτρύνει την Επιτροπή να εγκρίνει, υπό την αιγίδα της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας, ειδικά προσανατολισμένη και καλά μελετημένη νομοθεσία, οι επιπτώσεις της οποίας μπορούν να προβλεφθούν, και η οποία θα συμβάλει στην εδραίωση ευνοϊκών συνθηκών για την τόνωση της ανάπτυξης και της απασχόλησης μειώνοντας τις περιττές διοικητικές δαπάνες και διαδικασίες, εξαλείφοντας τα εμπόδια στην προσαρμοστικότητα και την καινοτομία και διασφαλίζοντας εν γένει την ασφάλεια δικαίου·

3.   χαιρετίζει την προαναφερθείσα ανακοίνωση της Επιτροπής του 2005, σχετικά με την απλούστευση του νομοθετικού περιβάλλοντος, τη δέσμευση για την υποβολή προγράμματος απλούστευσης των νομοθετικών πράξεων, καθώς και τις μεθόδους και τους στόχους που έχουν τεθεί για να γίνει το πρόγραμμα αυτό πραγματικότητα·

4.   χαιρετίζει το γεγονός ότι η Επιτροπή προτίθεται να περιλάβει σημαντικές πρωτοβουλίες απλούστευσης στα ετήσια νομοθετικά προγράμματά της, καθώς και την ανακοίνωση ότι η Επιτροπή θα υποβάλει συμπληρωματικές ανακοινώσεις που θα καλύπτουν τους διάφορους τομείς της κοινοτικής οικονομίας· τονίζει τη σημασία της στενής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής για τον σκοπό του προσδιορισμού της νομοθεσίας που πρέπει να απλουστευθεί·

5.   επικροτεί την πρόθεση για μείωση του περιττού φόρτου των ΜΜΕ και ενίσχυση της χρήσης της τεχνολογίας της πληροφορίας· θεωρεί ότι ένας από τους στόχους της απλούστευσης του ρυθμιστικού περιβάλλοντος της Ένωσης πρέπει να είναι να καταστεί η νομοθεσία απλούστερη, αποτελεσματικότερη και, κατ" επέκταση, περισσότερο "προσανατολισμένη προς τον χρήστη'·

6.   θεωρεί ότι η διαδικασία απλούστευσης δεν πρέπει να συνεπάγεται επ" ουδενί υποβάθμιση των προτύπων που περιέχονται στην ισχύουσα νομοθεσία· έτσι, επισημαίνει τους κινδύνους μιας υπερβολικά περιορισμένης και αποκλειστικά οικονομικής και διοικητικής ανάλυσης των ωφελειών και του κόστους της σχετικής νομοθεσίας· είναι πεπεισμένο ότι κάθε αξιολόγηση εν όψει απλούστευσης πρέπει να λαμβάνει υπόψη με τον ίδιο τρόπο τα οικονομικά, κοινωνικά, περιβαλλοντικά και υγειονομικά θέματα και ότι δεν θα πρέπει να περιορίζεται σε μικροπρόθεσμες εκτιμήσεις·

7.   καλεί την Επιτροπή να δώσει προτεραιότητα στην απλοποίηση των κανονισμών· οι οδηγίες δεν θα έπρεπε να απλοποιούνται παρά μόνον σε εξαιρετικές και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, όταν δεν αφορούν ιδιαίτερα ευαίσθητα θέματα ή δεν προκύπτουν από δύσκολους συμβιβασμούς, όπως λ.χ. στην περίπτωση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τις εταιρείες·

8.   διαπιστώνει ότι "το ποσοστό επιτυχίας" των πρωτοβουλιών απλούστευσης που αναλήφθηκαν μετά το 2003 δεν είναι απογοητευτικό και ότι η μέση διάρκεια των διαδικασιών δεν είναι υπερβολική, εάν ληφθεί υπόψη η περιπλοκότητα του υλικού· παρατηρεί ωστόσο ότι ο αριθμός των πρωτοβουλιών απλούστευσης που εγκαινιάστηκαν μετά την ημερομηνία αυτή ήταν πολύ περιορισμένος και ότι οι στόχοι μείωσης του όγκου του κοινοτικού κεκτημένου που είχαν αρχικά καθορισθεί κάθε άλλο παρά έχουν επιτευχθεί·

9.   είναι της γνώμης ότι η κατάργηση ακατάλληλων και παρωχημένων πράξεων αποτελεί προτεραιότητα με την οποία η Επιτροπή πρέπει να συμμορφωθεί χωρίς καθυστέρηση· θεωρεί, εντούτοις, ότι όταν καταργείται κοινοτική νομοθεσία για τους λόγους αυτούς, πρέπει να εκδίδεται συγχρόνως κοινοτική πράξη που θα εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν ρυθμίσεις για θέματα που έχουν απορρυθμιστεί σε κοινοτικό επίπεδο·

10.   τονίζει ότι η ύπαρξη περίσσειας ρυθμίσεων σε ορισμένους τομείς είναι γεγονός που οφείλεται κατά μέγα μέρος στη νομοθετική δραστηριότητα των κρατών μελών και, επομένως, εφόσον γίνει κατάργηση κοινοτικών κανόνων, αυτή θα πρέπει να ακολουθηθεί από κατάργηση των αντιστοίχων εθνικών διατάξεων·

11.   προτείνει να παρακολουθεί διαρκώς η Επιτροπή την εν λόγω εθνική νομοθεσία, διότι ενδέχεται να παραμείνει σε ισχύ μετά την κατάργηση της κοινοτικής νομοθεσίας από την οποία προέκυψε· εκτιμά ότι η Επιτροπή πρέπει να προσθέτει κατάλληλες ρήτρες αναθεώρησης στις προτάσεις της·

12.   θεωρεί την κωδικοποίηση και την αναδιατύπωση τα κύρια μέσα απλούστευσης του κοινοτικού κεκτημένου και απευθύνει έκκληση για την ευρύτερη χρησιμοποίησή τους· πιστεύει ότι η αναδιατύπωση χρησιμοποιείται σε περιορισμένη μόνον έκταση και ότι αυτό οφείλεται τόσο στην έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους της Επιτροπής, όσο και στην αποτυχία να συντονιστεί επαρκώς ο Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με τη Διοργανική Συμφωνία που διέπει την αναδιατύπωση·

13.   υποστηρίζει την κωδικοποίηση του κοινοτικού κεκτημένου, εκφράζει όμως επιφυλάξεις ως προς την πλήρη αναδιάρθρωσή του, διότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετικές ερμηνείες από τα διάφορα θεσμικά όργανα της ΕΕ· προειδοποιεί ότι η απλοποίηση δεν θα έπρεπε να οδηγήσει σε αναδιατύπωση του κεκτημένου πέραν κάθε δημοκρατικού ελέγχου·

14.   εκφράζει ικανοποίηση για τα αποτελέσματα που έχουν επιτευχθεί μέχρι σήμερα μέσω της κωδικοποίησης της κοινοτικής νομοθεσίας και ελπίζει ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής θα συντάξουν νέες, πιο μακρόπνοες προτάσεις κωδικοποίησης οι οποίες θα εκτείνονται και σε τομείς εκτός εκείνων που καλύπτονται μέχρι σήμερα, και ιδίως στο εταιρικό δίκαιο, στην πνευματική ιδιοκτησία και στην προστασία των καταναλωτών·

15.   εκτιμά ότι, αν τα θεσμικά όργανα επιθυμούν πράγματι να απλουστεύσουν τη νομοθεσία και να χρησιμοποιήσουν προς τον σκοπό αυτόν την αναδιατύπωση, η Διοργανική Συμφωνία για την αναδιατύπωση πρέπει να εφαρμόζεται συστηματικότερα·

16.   αντιλαμβάνεται ότι, εφόσον υπάρχει η πρόθεση η αναδιατύπωση να καταστεί αποτελεσματική, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει, για λόγους αρχής, να μην τροποποιούν τα κωδικοποιημένα τμήματα των νομοθετικών πράξεων· πιστεύει ότι, εφόσον τα θεσμικά όργανα επιθυμούν πράγματι να απλουστεύσουν τη νομοθεσία και να χρησιμοποιήσουν για τον σκοπό αυτόν την αναδιατύπωση, τα κωδικοποιημένα τμήματα των πράξεων θα πρέπει κατά κανόνα να υπόκεινται στις διατάξεις της Διοργανικής Συμφωνίας για την κωδικοποίηση· αναγνωρίζει, εντούτοις, ότι θα πρέπει να προβλέπεται ειδική διαδικασία που να επιτρέπει την τροποποίηση του κωδικοποιημένου τμήματος κάθε φορά που απαιτείται προκειμένου να καταστεί συνεκτικό ή να συνδεθεί με το τμήμα που μπορεί να μεταβληθεί·

17.   εκτιμά ότι θα ήταν χρήσιμο να μπορούν τα θεσμικά όργανα να καθορίσουν τη δυνατότητα να προβλεφθεί τρίτος τύπος διαδικασίας, παράλληλα με την κωδικοποίηση και την αναδιατύπωση, ώστε να διατίθενται τα καταλληλότερα μέσα για την απλούστευση των κοινοτικών νομικών πράξεων· θεωρεί, ωστόσο, ότι έως σήμερα, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η Επιτροπή έχει καταρτίσει γενικές προτάσεις απλούστευσης που δεν μπορούν να ταξινομηθούν ως συνεπαγόμενες κατάργηση, κωδικοποίηση ή αναδιατύπωση, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν δύναται να ενεργήσει βάσει οιασδήποτε διαδικασίας εκτός της συνήθους και ως εκ τούτου, σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή του σημείου 36 της Διοργανικής Συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας·

18.   εκτιμά ότι η Διοργανική Συμφωνία για την αναδιατύπωση πρέπει να διευκρινίζει τη διαδικασία που θα ακολουθείται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αποδεικνύεται απαραίτητο να μεταβληθούν τα κωδικοποιημένα τμήματα πράξης κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας·

19.   ζητά από την Επιτροπή, λαμβανομένων υπόψη των κατευθυντηρίων γραμμών που προαναφέρθηκαν, να υποβάλει χωρίς καθυστέρηση πρόταση ενόψει της αναδιατύπωσης των διοργανικών συμφωνιών που διέπουν την ποιότητα της νομοθεσίας της Ένωσης·

20.   δηλώνει έτοιμο να συμβάλει περισσότερο στις προσπάθειες που πρέπει να καταβάλουν από κοινού τα τρία θεσμικά όργανα για να τεθεί εκ νέου σε κίνηση η διαδικασία για την απλούστευση·

21.   αναλαμβάνει από την πλευρά του τη δέσμευση να μελετήσει το θέμα της βελτίωσης των διαδικασιών του και των εσωτερικών νομοθετικών τεχνικών του, ώστε να επισπευσθούν οι φάκελοι της "απλούστευσης", με ταυτόχρονη τήρηση των διαδικασιών που προβλέπει από το πρωτογενές δίκαιο, και συγκεκριμένα η Συνθήκη ΕΚ·

22.   αναθέτει στην Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων να καθορίσει ποιες τροποποιήσεις μπορούν να γίνουν στον Κανονισμό, ώστε να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική εφαρμογή της συμφωνίας για την αναδιατύπωση, και μάλιστα ενόψει της ευρύτερης χρησιμοποίησης των απλουστευμένων διαδικασιών που θεσπίζει ο Κανονισμός·

23.   υπογραμμίζει ότι οι παραδοσιακές νομοθετικές πράξεις πρέπει να συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται κανονικά προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι που τίθενται από τις συνθήκες· εκτιμά ότι η χρησιμοποίηση εναλλακτικών ρυθμιστικών μέσων, όπως η από κοινού ρύθμιση και η αυτορρύθμιση, μπορεί να συμπληρώνει επωφελώς τα νομοθετικά μέτρα, όταν οι μέθοδοι αυτές επιφέρουν βελτιώσεις ίσης ή και καλύτερης ποιότητας από αυτές που επιτρέπουν τα νομοθετικά μέτρα· υπογραμμίζει ότι η χρησιμοποίηση εναλλακτικών ρυθμιστικών μέσων πρέπει να γίνεται σύμφωνα με την διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση της νομοθεσίας· επισημαίνει ότι η Επιτροπή θα πρέπει να καθορίσει τις προϋποθέσεις και τα όρια που θα πρέπει να τηρούν τα μέρη κατά τη χρησιμοποίηση των προαναφερθεισών μεθόδων, οι οποίες θα πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να χρησιμοποιούνται υπό την εποπτεία της Επιτροπής και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων του Κοινοβουλίου να εκφράζει αντιρρήσεις για τη χρησιμοποίησή τους·

24.   καλεί την Επιτροπή να υποβάλει έκθεση με σκοπό να αξιολογηθεί εάν η ισχύουσα πρακτική της τυποποίησης, ως μορφή συνδιακανονισμού, ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της διοργανικής συμφωνίας για την βελτίωση της νομοθεσίας καθώς και στο άρθρο 6 της Συνθήκης ΕΚ·

25.   εκτιμά ότι η τυποποίηση ενδέχεται να οδηγήσει σε λιγότερη διαφάνεια και υπευθυνότητα, δεδομένου ότι οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι αποκλείονται από τη λήψη αποφάσεων και δεν εξασφαλίζονται ισοτίμως τα δικαιώματα συμμετοχής των μη κυβερνητικών οργανώσεων και άλλων συνιστωσών· εκτιμά, ως εκ τούτου, ότι η τυποποίηση θα έπρεπε να περιοριστεί αυστηρά σε τεχνικά μέτρα εναρμόνισης·

26.   εκφράζει την έκπληξή του για το γεγονός ότι, στην προαναφερθείσα ανακοίνωση της Επιτροπής του 2005, η αναθεώρηση του σημερινού συστήματος ανάθεσης της κανονιστικής λειτουργίας (η διαδικασία επιτροπής) θίγεται μόνον σύντομα και παρεμπιπτόντως (στο τέλος του σημείου 3δ), ενώ η αναθεώρηση αυτή θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά στην απλούστευση του παράγωγου κοινοτικού δικαίου, δίνοντας τη δυνατότητα στην Επιτροπή να εγκρίνει διατάξεις εφαρμογής με ταχύτερες διαδικασίες·

27.   έχει την άποψη ότι η νομοθετική διαδικασία θα μπορούσε επίσης να συμβάλει στην απλούστευση, μέσω συμφωνιών ώστε οι νομικές πράξεις να είναι λιγότερο λεπτομερείς και κάνοντας χρήση ευρύτερης κλίμακας μέτρων εφαρμογής από την Επιτροπή, υπό την προϋπόθεση να εξασφαλίζεται ουσιαστικός έλεγχος από τον νομοθέτη ως προς την ουσία των μέσων αυτών εφαρμογής·

28.   επιβεβαιώνει εκ νέου, στο πλαίσιο αυτό, ότι για κάθε προσφυγή στη διαδικασία της "επιτροπολογίας" απαιτείται πλήρης αναθεώρηση της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999, η οποία καθορίζει τον τρόπο άσκησης εκτελεστικών αρμοδιοτήτων(10) που ανατίθενται στην Επιτροπή, ώστε:

   α) να εξασφαλίζεται μεγαλύτερο άνοιγμα,
   β) να εξασφαλίζεται ότι κάθε ανάθεση εκτελεστικών αρμοδιοτήτων στην Επιτροπή θα περιορίζεται σε μη ουσιαστικά μέτρα ή σε μέτρα εφαρμογής και θα υπόκειται σε σαφή προσδιορισμό του στόχου , του περιεχομένου, της έκτασης και της διάρκειας της μεταβίβασης αρμοδιοτήτων, περιλαμβανομένων, εν ανάγκη, και "ρητρών λήξης ισχύος",
   γ) να εξασφαλίζεται η τυπική ισότητα μεταξύ των εξουσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και αυτών του Συμβουλίου όσον αφορά την εξέταση αυτών των μέτρων με την θέσπιση μηχανισμών ανάκλησης·

29.   σημειώνει τον κατάλογο δράσεων που περιέχεται στο κυλιόμενο πρόγραμμα απλούστευσης της Επιτροπής, και θα συνεργαστεί ενεργά για την επίτευξη του στόχου της απλούστευσης των εν λόγω νομοθετημάτων, εφόσον ενδείκνυται, στο πλαίσιο της επερχόμενης νομοθετικής διαδικασίας·

30.   αναμένει ότι οι διάφορες προτάσεις αναδιατύπωσης και επανεξέτασης εκ μέρους της Επιτροπής θα συμβάλουν στη βελτίωση του επιπέδου οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της Ένωσης στο πλαίσιο της πολιτικής αειφόρου ανάπτυξης, καθώς και του επιπέδου προστασίας της υγείας των πολιτών και της ποιότητας του περιβάλλοντος, σύμφωνα με τους στόχους του άρθρου 2 της Συνθήκης ΕΚ·

31.   αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις και στα κοινοβούλια των κρατών μελών.

(1) ΕΕ C 197 της 12.7.2001, σ. 433.
(2) ΕΕ C 153 E της 27.6.2002, σ. 314.
(3) ΕΕ C 64 E της 12.3.2004, σ. 135.
(4) ΕΕ C 98 E της 23.4.2004, σ. 155.
(5) ΕΕ C 102 E της 28.4.2004, σ. 512.
(6) ΕΕ C 104 E της 30.4.2004, σ. 146.
(7) ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.
(8) ΕΕ C 102 της 4.4.1996, σ. 2.
(9) ΕΕ C 77 της 28.3.2002, σ. 1.
(10) ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

Ανακοίνωση νομικού περιεχομένου - Πολιτική απορρήτου