Ευρετήριο 
 Προηγούμενο 
 Επόμενο 
 Πλήρες κείμενο 
Διαδικασία : 2006/2007(INI)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου : A6-0172/2006

Κείμενα που κατατέθηκαν :

A6-0172/2006

Συζήτηση :

PV 13/06/2006 - 16
CRE 13/06/2006 - 16

Ψηφοφορία :

PV 14/06/2006 - 4.5
Αιτιολογήσεις ψήφου

Κείμενα που εγκρίθηκαν :

P6_TA(2006)0260

Κείμενα που εγκρίθηκαν
PDF 321kWORD 67k
Τετάρτη 14 Ιουνίου 2006 - Στρασβούργο
Οι επιπτώσεις της απόφασης του Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2005 (C-176/03) Επιτροπή κατά Συμβουλίου
P6_TA(2006)0260A6-0172/2006

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τις επιπτώσεις της απόφασης του Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2005 (C-176/03, Επιτροπή κατά Συμβουλίου) (2006/2007(INI))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 10 της Συνθήκης ΕΚ, και το άρθρο 47 της Συνθήκης ΕΕ,

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΚ,

–   έχοντας υπόψη το από 3 Σεπτεμβρίου 2003 ψήφισμά του σχετικά με τις νομικές βάσεις και την τήρηση του κοινοτικού δικαίου"(1),

–   έχοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 13ης Σεπτεμβρίου 2005 στην υπόθεση C-176/03(2),

–   έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της 23ης Νοεμβρίου 2005, για τις επιπτώσεις της απόφασης του Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2005 (υπόθεση C-176/03, Επιτροπή κατά Συμβουλίου) (COM(2005)0583),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 45 του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A6-0172/2006),

A.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων του κοινοτικού δικαίου συγκαταλέγεται μεταξύ των βασικών προτεραιοτήτων των κοινοτικών οργάνων και αποτελεί θεμελιώδη υποχρέωση των κρατών μελών που θεσπίζεται από το άρθρο 10 της Συνθήκης ΕΚ,

Β.   έχοντας επίγνωση ότι με την πάροδο των δεκαετιών η οικοδόμηση της Ευρώπης οδήγησε στη δημιουργία κοινού χώρου δικαίου, στο πλαίσιο του οποίου η ευρωπαϊκή και οι εθνικές έννομες τάξεις συναποτέλεσαν σταδιακά ένα νέο και ανεξάρτητο οικοδόμημα που δεν στηρίζεται μόνον σε κοινές αξίες αλλά και στις βασικές αρχές της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου καθώς και της αγαστής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων (άρθρο 10 της Συνθήκης ΕΚ),

Γ.   εκτιμώντας ότι κάθε ενέργεια της Κοινότητας υπόκειται στην αρχή της επικουρικότητας στην οποία αναφέρεται το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΚ,

Δ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η νομολογία του Δικαστηρίου επιβεβαίωσε επανειλημμένα ότι τα μέτρα που είναι αναγκαία για την αποτελεσματική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου μπορούν να περιλαμβάνουν και ποινικές κυρώσεις,

Ε.   υπενθυμίζοντας ότι οι βασικές αρχές της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου και της αγαστής συνεργασίας άπτονται και της εθνικής ποινικής νομοθεσίας των κρατών μελών, καθόσον τα κράτη μέλη οφείλουν, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου των ΕΚ:

   να καταργήσουν οποιαδήποτε ποινική διάταξη είναι ασύμβατη με το κοινοτικό δίκαιο (απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1999 στην υπόθεση C-348/96, Donatella Calfa(3), σημείο 17: "πρέπει επίσης να υπενθυμιστεί ότι, ναι μεν η ποινική νομοθεσία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, η νομολογία όμως δέχεται παγίως ότι το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλει περιορισμούς στην αρμοδιότητα αυτή, καθόσον η νομοθεσία αυτή δεν μπορεί να περιορίζει τις θεμελιώδεις ελευθερίες που διασφαλίζει το κοινοτικό δίκαιο"),
   να προβλέψουν "αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και αναλογικές" κυρώσεις, μεταξύ άλλων ποινικές κυρώσεις όταν αυτό είναι απαραίτητο, για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1989 στην υπόθεση 68/88, Επιτροπή κατά Ελλάδας(4)· απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 1996 στην υπόθεση C-58/95, Gallotti(5)· απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1999 στην υπόθεση C-378/97, Wijsenbeek(6)· απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1999 στην υπόθεση C-77/97 Unilever(7), σημείο 36: "… οι διατάξεις τις οποίες, … τα κράτη μέλη οφείλουν να θεσπίσουν, προκειμένου να αποφευχθεί …, πρέπει να προβλέπουν ότι μια τέτοια μορφή διαφημίσεως συνιστά παράβαση, και μάλιστα ποινικού χαρακτήρα, συνοδευομένη από κυρώσεις που έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα"),

ΣΤ.   εκτιμώντας ότι με τη νομολογία του Δικαστηρίου υπήρξε πρωτογενώς αποσαφήνιση όσον αφορά τις εφαρμοστέες νομικές βάσεις του πρώτου και του τρίτου πυλώνα, ενώ δεν γίνεται κατ' αρχήν δεκτή η αρμοδιότητα του ευρωπαίου νομοθέτη σε ποινικές υποθέσεις καθώς και στην ποινική δικονομία,

Ζ.   λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη ότι στην απόφασή του στην υπόθεση C-176/03 το Δικαστήριο, αν και αποκλείει οποιαδήποτε γενική αρμοδιότητα της Κοινότητας στα ποινικά θέματα, εντούτοις επιβεβαίωσε ότι τούτο δεν μπορεί να εμποδίσει τον κοινοτικό νομοθέτη να θεσπίσει όσες σχετικές με το ποινικό δίκαιο διατάξεις των κρατών μελών κρίνει αναγκαίες για να διασφαλιστεί η πλήρης εφαρμογή των κανονισμών που εκδίδει στον τομέα της περιβαλλοντικής προστασίας, από τη στιγμή που η επιβολή αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών ποινικών κυρώσεων καθίσταται απαραίτητο μέτρο στον αγώνα κατά των σοβαρών περιβαλλοντικών αδικημάτων,

Η.   λαμβάνοντας υπόψη ότι, κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι μια κοινοτική πράξη έχει εκδοθεί βάσει της ορθής νομικής βάσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο σκοπός και το περιεχόμενο του ίδιου του κειμένου και ότι, κατά συνέπεια, βάσει των άρθρων 29 κ.επ. της Συνθήκης ΕΕ, είναι παράνομα όσα κείμενα εγκρίνονται στο πλαίσιο του Τίτλου VI της Συνθήκης ΕΕ όταν εκ του σκοπού και εκ του περιεχομένου τους θα μπορούσαν να είχαν θεμελιωθεί στη Συνθήκη ΕΚ,

Θ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι το αντικείμενο της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-176/03 περιορίζεται σε ποινικά θέματα σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος, η οποία αποτελεί ένα από τα κύρια καθήκοντα της Κοινότητας, όπως ορίζεται στα άρθρα 2 και 3 της Συνθήκης ΕΚ,

Ι.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η απόφαση στην υπόθεση C-176/03 θα πρέπει, συνεπώς, να εξετάζεται προσεκτικά και να εφαρμόζεται κατά περίπτωση μόνον στους τομείς που βρίσκονται μεταξύ των βασικών αρχών, στόχων και αρμοδιοτήτων της Κοινότητας,

ΙΑ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι, στην προαναφερθείσα ανακοίνωση, η Επιτροπή θέλησε να επεκτείνει τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου και να θεωρήσει παράνομες τις ποινικές διατάξεις που εγκρίνονται στο πλαίσιο του Τίτλου VI της Συνθήκης ΕΕ, ακόμη και σε σχέση με άλλους τομείς κοινοτικής αρμοδιότητας, και όχι μόνο εκείνους που σχετίζονται με την περιβαλλοντική πολιτική,

ΙΒ.   εκτιμώντας ότι δεν φαίνεται να μπορεί να θεμελιωθεί τεκμήριο υπέρ μιας διασταλτικής ερμηνείας της απόφασης,

ΙΓ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα πάντα με την Επιτροπή, στην ισχύουσα νομοθεσία μπορεί να υπάρχουν κείμενα θεμελιωμένα στον Τίτλο VI της Συνθήκης ΕΕ, των οποίων η νομική βάση πρέπει να θεωρηθεί εσφαλμένη βάσει της απόφασης στην υπόθεση C-176/03, σύμφωνα με τη διασταλτική ερμηνεία της απόφασης αυτής που έκανε η Επιτροπή,

ΙΔ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι, για να αποτραπεί η ακύρωση των εν λόγω νομοθετικών πράξεων και να κατοχυρωθεί η ασφάλεια δικαίου, η Επιτροπή σκοπεύει να παρέμβει ποικιλοτρόπως στην ισχύουσα νομοθεσία και στις πρωτοβουλίες που ακόμη εκκρεμούν,

ΙΕ.   λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία του ζητήματος της νομιμότητας της προσθήκης ποινικών διατάξεων στα νομοθετικά κείμενα που εγκρίνονται βάσει του πρώτου πυλώνα της ΕΕ, ως μελλοντική φάση εξέλιξης του κοινοτικού δικαίου,

P.  ΙΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη το ρόλο του Κοινοβουλίου ως νομοθετικού οργάνου που διαθέτει δημοκρατική νομιμότητα και εκπροσωπεί τους ευρωπαϊκούς λαούς, ως κινητήριος μοχλός αυτών των εξελίξεων, από κοινού με τα άλλα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, ιδίως όσον αφορά την έγκριση διατάξεων οι οποίες μπορούν να περιορίσουν τις θεμελιώδεις ελευθερίες των πολιτών,

ΙΖ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι, και στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αρχή του κράτους δικαίου που διέπει τις ποινικές υποθέσεις αποτελεί αναπαλλοτρίωτη εγγύηση για την προστασία της ατομικής ελευθερίας και εξαρτά από το νόμο την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας, ακόμη και ως προς την επιλογή των πράξεων που τιμωρούνται και των ποινών που επιβάλλονται,

1.   υποδέχεται με ικανοποίηση την απόφαση C-176/03, που διευκρίνισε ότι για τον ακριβή προσδιορισμό της νομικής βάσης ενός κειμένου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο σκοπός και το περιεχόμενο του ίδιου του κειμένου, και ακύρωσε κατά συνέπεια μια απόφαση-πλαίσιο επί θεμάτων περιβαλλοντικής προστασίας που εσφαλμένως είχε θεμελιωθεί στον τρίτο και όχι στον πρώτο πυλώνα·

2.   επικροτεί το γεγονός ότι το Δικαστήριο, εκκινώντας από αυτό το συλλογισμό, τονίζει εκ νέου τη δυνατότητα του ευρωπαίου νομοθέτη να εγκρίνει, στο πλαίσιο του πρώτου πυλώνα, τις ποινικές διατάξεις που είναι απαραίτητες για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής των κειμένων που εκδίδει βάσει του ιδίου πυλώνα και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, επί θεμάτων περιβαλλοντικής προστασίας·

3.   καλεί την Επιτροπή να μην επεκτείνει αυτόματα τις προτάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου σε κάθε άλλο πιθανό τομέα του πρώτου πυλώνα·

4.   επιβεβαιώνει για πολλοστή φορά ότι είναι επείγον να εφαρμοστεί η άμεση διαδικασία ενσωμάτωσης της δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας επί ποινικών υποθέσεων στον κοινοτικό πυλώνα, δυνάμει του άρθρου 42 της Συνθήκης ΕΕ, καθότι μόνον αυτός ο πυλώνας διασφαλίζει τις προϋποθέσεις της θέσπισης κοινοτικών διατάξεων με πλήρη τήρηση της δημοκρατικής αρχής και της αποτελεσματικότητας λήψεως αποφάσεων και υπό τον κατάλληλο δικαστικό έλεγχο·

5.   εκφράζει την άποψη ότι, όσο εκκρεμεί αυτό το μέτρο, θα υπάρχει επιτακτική ανάγκη να καθοριστεί συνεκτική πολιτική στρατηγική όσον αφορά την εφαρμογή ποινικών κυρώσεων δυνάμει της ευρωπαϊκής νομοθεσίας· υπενθυμίζει ότι οι ποινικές διατάξεις που εγκρίνονται πρέπει να είναι και εσωτερικά συνεκτικές, όποια κι αν είναι η νομική βάση ή ο "πυλώνας" στον οποίο βασίζονται· εκφράζει επιπλέον τη λύπη του διότι οι Ευρωπαίοι πολίτες είναι, σε τελική ανάλυση, τα θύματα του υφιστάμενου δυϊσμού Κοινότητας και Ένωσης σε αυτό τον τομέα·

6.   είναι της άποψης ότι η διαπυλωνική στρατηγική σε αυτό τον τομέα επιτάσσει:

   - την πολύ στενή συνεργασία μεταξύ των θεσμικών οργάνων της ΕΕ καθώς και μεταξύ της τελευταίας και των κρατών μελών,
   - μία κάποια ευελιξία όσον αφορά τον ορισμό του χαρακτήρα και του πεδίου εφαρμογής των κυρώσεων, ώστε να αποφευχθεί το ποινικό "ντάμπινγκ" και να ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ των δικαστικών αρχών,
   - τη θέσπιση διαρθρωμένων μορφών συνεργασίας μεταξύ των δικαστικών αρχών, αμοιβαίας αξιολόγησης και συγκέντρωσης αξιόπιστων, συγκρίσιμων πληροφοριών σχετικά με τον αντίκτυπο των διατάξεων ποινικού δικαίου που βασίζονται στην ευρωπαϊκή νομοθεσία·
  

τονίζει ότι είναι επίσης σημαντικός ο σεβασμός της δικαστικής ισορροπίας που επιτεύχθηκε σε εθνικό επίπεδο ως προς τα ποινικά θέματα· ζητεί τη διαμόρφωση υπολογισμένης προσέγγισης για να ενσωματωθούν σε κοινοτικά κείμενα οι ποινικές διατάξεις που είναι απαραίτητες προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της κοινοτικής νομοθεσίας, ανεξαρτήτως του χαρακτήρα τους, και ζητεί σε αυτό το πλαίσιο να υπάρξει στενότερη συνεργασία με τα εθνικά κοινοβούλια· καλεί την Επιτροπή να δρομολογήσει, σε συνεργασία με τη Eurojust και με το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο, συστήματα ανάδρασης για την επιβολή, μέσα στα κράτη μέλη, ποινικών κυρώσεων που προβλέπονται από τα κοινοτικά μέτρα· χαιρετίζει την πρωτοβουλία που έλαβαν τα ανώτατα δικαστήρια των κρατών μελών να συσκέπτονται μέσω δικτυακού τόπου για να συζητούν θέματα κοινού ενδιαφέροντος τα οποία συνδέονται με τις δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της συνυπάρξεως διατάξεων ποινικού δικαίου σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο·

7.   συμφωνεί με την Επιτροπή επί της ανάγκης απόσυρσης ή τροποποίησης των εκκρεμών νομοθετικών πρωτοβουλιών που είναι θεμελιωμένες σε νομική βάση που πρέπει να θεωρηθεί εσφαλμένη βάσει της απόφασης C-176/03 του Δικαστηρίου·

8.   συμφωνεί με την Επιτροπή ως προς την ανάγκη ορισμού νέων νομικών βάσεων θεμελιωμένων στη Συνθήκη ΕΚ για τη νομοθεσία που έχει ήδη εγκριθεί στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα και που, βάσει της απόφασης C-176/03, πρέπει να θεωρείται πλέον παράνομη, ενώ συμφωνεί και ως προς τη σκοπιμότητα επανεκκίνησης για το λόγο αυτό της νομοθετικής διαδικασίας επί νέων νομικών βάσεων·

9.   καλεί την Επιτροπή να επανεξετάσει τα κείμενα που έχει εντοπίσει βάσει εξατομικευμένης προσέγγισης και να μην ενεργήσει κατά τρόπο γενικευμένο και άνευ διακρίσεων, ώστε να διασφαλιστεί η εμπεριστατωμένη ανάλυση και η σωστή επιλογή της εκάστοτε νομικής βάσης·

10.   ζητεί από την Επιτροπή να εφαρμόσει την απόφαση του Δικαστηρίου μόνον στους τομείς εκείνους που συγκαταλέγονται μεταξύ των κύριων αρχών, στόχων και αρμοδιοτήτων της Κοινότητας και να την εφαρμόσει με προσοχή κατά περίπτωση και πάντοτε σε συνεργασία με το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο·

11.   υπενθυμίζει στην Επιτροπή ότι η επανεξέταση των ισχυόντων νομοθετικών κειμένων, με ενδεχόμενη υποβολή προτάσεων για τη διόρθωση της νομικής τους βάσης χωρίς ταυτόχρονη μεταβολή της ουσίας τους, δεν μπορεί να συνεπάγεται τη στέρηση από το Κοινοβούλιο του δικού του απαράγραπτου ρόλου ως συννομοθέτη, και τη θυσία, κατ' αυτόν τον τρόπο, της δημοκρατικής συμβολής του Κοινοβουλίου στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση, ως σώματος εκλεγμένου και αντιπροσωπευτικού των πολιτών·

12.   τάσσεται κατά μιας διοργανικής συμφωνίας με την οποία το Κοινοβούλιο θα δεσμεύεται να μην ασκήσει τα δικαιώματά του·

13.   υπενθυμίζει, ωστόσο, ότι το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι μια οδηγία δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα, αφ' εαυτής και ανεξάρτητα από τον νόμο του κράτους μέλους που εγκρίθηκε με σκοπό την εφαρμογή της, να προσδιορίζει ή να επιδεινώνει την ποινική ευθύνη εκείνων που ενεργούν κατά παράβαση των διατάξεών της(8)·

14.   συμμερίζεται τη γνώμη της Επιτροπής ότι κάθε προσφυγή σε μέτρα που άπτονται του ποινικού δικαίου πρέπει να δικαιολογείται από την ανάγκη να καταστεί αποτελεσματική η εν λόγω κοινοτική πολιτική και πρέπει να σέβεται τη συνεκτικότητα του συνόλου του ποινικού μηχανισμού· θεωρεί ότι κατ' αρχήν, πράγματι, η ευθύνη της ορθής εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου ανήκει στα κράτη μέλη·

15.   καλεί την Επιτροπή να λάβει υπόψη ότι οι προϋποθέσεις για την έγκριση ποινικών διατάξεων εντός του πρώτου πυλώνα πρέπει να είναι σαφείς και προκαθορισμένες, να ισχύουν μόνον εφόσον ο σεβασμός των κοινοτικών κειμένων δεν μπορεί να διασφαλιστεί παρά μόνο μέσω της επιβολής ποινικών κυρώσεων, και ειδικότερα μετά από βεβαιωμένη διαπίστωση συχνών και επανειλημμένων παραβιάσεων των κοινοτικών κειμένων χωρίς δυνατότητα παρεμπόδισής τους μέσω της ισχύουσας νομοθεσίας, ακόμη και μέσω του δικαίου των μεμονωμένων κρατών μελών·

16.   υπενθυμίζει ότι το κοινοτικό δίκαιο υπό τη μορφή οδηγιών μπορεί να προβλέπει μόνο ελάχιστες ρυθμίσεις για ποινικές κυρώσεις από τα κράτη μέλη· εκτιμά ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η δράση των κρατών μελών πρέπει ωστόσο να πλαισιώνεται προσδιορίζοντας ρητώς: α) τις συμπεριφορές που συνιστούν ποινικό αδίκημα, και/ή β) τον τύπο των κυρώσεων που πρέπει να εφαρμοστούν, και/ή γ) άλλα μέτρα σε σχέση με το ποινικό δίκαιο εφαρμοστέα στην οικεία περίπτωση·

17.   υπενθυμίζει στα κράτη μέλη ότι, δυνάμει του άρθρου 10 της Συνθήκης ΕΚ, οφείλουν να διασφαλίσουν τη γενική αποτελεσματικότητα της κοινοτικής δράσης και γι" αυτό τους συνιστά να μεριμνήσουν ώστε τα εθνικά ποινικά τους συστήματα να επιδιώκουν τον ίδιο στόχο·

18.   συμφωνεί με την Επιτροπή ότι, σε κάθε περίπτωση, οι οριζόντιες διατάξεις του ποινικού δικαίου που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και τα μέτρα εναρμόνισης του ποινικού δικαίου εντός του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, θεμελιώνονται στον Τίτλο VI της Συνθήκης ΕΕ·

19.   αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών.

(1) ΕΕ C 76 E της 25.3.2004, σ. 224.
(2) Επιτροπή κατά Συμβουλίου, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή Νομολογίας.
(3) Συλλογή 1999, Ι-11.
(4) Συλλογή 1989, 2965.
(5) Συλλογή 1996, Ι-4345.
(6) Συλλογή 1999, Ι-6207.
(7) Συλλογή 1999, Ι-431.
(8) Υπόθεση 80/86, Kolpinghuis Nijmegen, Συλλ. Νομολ. 1987, σ. 3969, σημείο 13, και Υπόθεση C-60/02, X, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή Νομολογίας, σημείο 61 και νομολογία εν αυτώ.

Ανακοίνωση νομικού περιεχομένου - Πολιτική απορρήτου