Προσαρμογή της πράξης προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας όσον αφορά την αγροτική ανάπτυξη *
255k
32k
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για την προσαρμογή της Πράξης Προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας όσον αφορά την αγροτική ανάπτυξη (COM(2006)0152 – C6-0133/2006 – 2006/0053(CNS))
– έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο (COM(2006)0152)(1),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 4, παράγραφος 3, της Συνθήκης Προσχώρησης, και το άρθρο 22 της Πράξης Προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, σύμφωνα με τα οποία κλήθηκε από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει (C6-0133/2006),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 51 και το άρθρο 43, παράγραφος 1, του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου (A6-0198/2006),
1. εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής·
2. καλεί το Συμβούλιο, στην περίπτωση που προτίθεται να απομακρυνθεί από το κείμενο που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, να το ενημερώσει σχετικά·
3. ζητεί να κληθεί εκ νέου να γνωμοδοτήσει σε περίπτωση που το Συμβούλιο προτίθεται να επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις στην πρόταση της Επιτροπής·
4. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.
Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.
Προσαρμογή της Πράξης Προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας όσον αφορά το παράρτημα VIII *
257k
34k
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου που αφορά την προσαρμογή του παραρτήματος VIII της Πράξης Προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας (COM(2006)0152 – C6-0134/2006 – 2006/0054(CNS))
– έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο (COM(2006)0152)(1),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 4, παράγραφος 3, της Συνθήκης Προσχώρησης, και το άρθρο 34, παράγραφος 4, της Πράξης Προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, σύμφωνα με τα οποία κλήθηκε από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει (C6-0134/2006),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 51 και το άρθρο 43, παράγραφος 1, του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου (A6-0197/2006),
1. εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής·
2. καλεί το Συμβούλιο, στην περίπτωση που προτίθεται να απομακρυνθεί από το κείμενο που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, να το ενημερώσει σχετικά·
3. ζητεί να κληθεί εκ νέου να γνωμοδοτήσει σε περίπτωση που το Συμβούλιο προτίθεται να επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις στην πρόταση της Επιτροπής·
4. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.
Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.
Συμφωνία ΕΚ/Βοσνίας-Ερζεγοβίνης σχετικά με ορισμένες πτυχές των αεροπορικών υπηρεσιών *
255k
32k
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης σχετικά με ορισμένες πτυχές των αεροπορικών υπηρεσιών (COM(2005)0351 – C6-0139/2006 – 2005/0140(CNS))
– έχοντας υπόψη την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου (COM(2005)0351)(1),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 80, παράγραφος 2 και το άρθρο 300, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, πρώτη πρόταση, της Συνθήκης ΕΚ,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 300, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με το οποίο κλήθηκε από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει (C6-0139/2006),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 51 και το άρθρο 83, παράγραφος 7, του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού (A6-0195/2006),
1. εγκρίνει τη σύναψη της συμφωνίας·
2. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις και στα κοινοβούλια των κρατών μελών και της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης.
Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.
Πρωτόκολλο της Σύμβασης των Άλπεων για την ορεινή γεωργία *
255k
32k
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου που αφορά τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, του πρωτοκόλλου για την ορεινή γεωργία της σύμβασης των Άλπεων (COM(2006)0170 – C6-0144/2006 – 2006/0059(CNS))
– έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο (COM(2006)0170)(1),
– έχοντας υπόψη τα άρθρα 36, 37 και 300, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 300, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με το οποίο κλήθηκε από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει (C6-0144/2006),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 51 και το άρθρο 83, παράγραφος 7, του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου (A6-0199/2006),
1. εγκρίνει τη σύναψη του πρωτοκόλλου·
2. καλεί το Συμβούλιο, στην περίπτωση που προτίθεται να απομακρυνθεί από το κείμενο που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, να το ενημερώσει σχετικά·
3. ζητεί να κληθεί εκ νέου να γνωμοδοτήσει σε περίπτωση που το Συμβούλιο προτίθεται να επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις στην πρόταση της Επιτροπής·
4. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν, του Πριγκιπάτου του Μονακό και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας.
Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.
Έγκριση, εξ ονόματος της ΕΚ, των πρωτοκόλλων σχετικά με την προστασία του εδάφους, την ενέργεια και τον τουρισμό, της Σύμβασης των Άλπεων *
254k
34k
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου που αφορά τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, του Πρωτοκόλλου στον τομέα της Προστασίας του Εδάφους, του Πρωτοκόλλου στον τομέα της Ενέργειας και του Πρωτοκόλλου στον τομέα του Τουρισμού, στη Σύμβαση των Άλπεων (COM(2006)0080 – C6-0099/2006 –2006/0026(CNS))
– έχοντας υπόψη την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου (COM(2006)0080)(1),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 175, παράγραφος 1 και το άρθρο 300, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, πρώτη πρόταση, της Συνθήκης ΕΚ,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 300, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με το οποίο κλήθηκε από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει (C6-0099/2006),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 51 και το άρθρο 83, παράγραφος 7, του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων (A6-0205/2006),
1. εγκρίνει τη σύναψη των Πρωτοκόλλων·
2. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών.
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου ενόψει της έγκρισης της οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την προστασία των υπόγειων υδάτων από τη ρύπανση (12062/1/2005 – C6-0055/2006 – 2003/0210(COD))
– έχοντας υπόψη την κοινή θέση του Συμβουλίου (12062/1/2005 – C6-0055/2006)(1),
– έχοντας υπόψη τη θέση του κατά την πρώτη ανάγνωση(2) σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2003)0550)(3),
– έχοντας υπόψη την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής (COM(2005)0282)(4),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 62 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη τη σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων (A6-0146/2006),
1. εγκρίνει την κοινή θέση όπως τροποποιήθηκε·
2. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.
Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 13 Ιουνίου 2006 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2006/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία των υπόγειων υδάτων από τη ρύπανση και την υποβάθμιση
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175, παράγραφος 1,
έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής,
έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(5),
έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών(6),
Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης(7),
Εκτιμώντας τα εξής:
(1) Τα υπόγεια ύδατα αποτελούν πολύτιμο φυσικό πόρο, και ως τέτοιος πρέπει να προστατευθούν από την υποβάθμιση και τη χημική ρύπανση. Τούτο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τα οικοσυστήματα που εξαρτώνται από τα υπόγεια ύδατα καθώς και για τη χρήση των υπογείων υδάτων για παροχή νερού για ανθρώπινη κατανάλωση.
(2)Τα υπόγεια ύδατα αποτελούν τα μεγαλύτερα και πιο ευαίσθητα αποθέματα γλυκών υδάτων στην ΕΕ αλλά και την πρωταρχική πηγή εφοδιασμού του κοινού με πόσιμο ύδωρ. Το επίπεδο προστασίας σε περίπτωση νέων απορρίψεων, εκπομπών και απωλειών πρέπει να είναι τουλάχιστον συγκρίσιμο με εκείνο που ισχύει για τα επιφανειακά ύδατα σε καλή χημική κατάσταση. Από τη ρύπανση ή την υποβάθμιση προκύπτουν συχνά ανεπανόρθωτες ζημίες.
(3)Τa υπόγεια ύδατα πρέπει να προστατεύονται κατά τρόπον ώστε να μπορεί να παράγεται πόσιμο νερό καλής ποιότητας με απλό καθαρισμό κατά τα οριζόμενα στους στόχους του άρθρου 7, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, σχετικά με τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων(8).
(4) Η απόφαση αριθ. 1600/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουλίου 2002, για τη θέσπιση του έκτου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον(9), περιλαμβάνει στους στόχους της την επίτευξη επιπέδων ποιότητας των υδατικών πόρων που να μην έχουν σημαντικές επιπτώσεις, ούτε να ενέχουν κινδύνους, για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον.
(5) Για την προστασία του περιβάλλοντος ως συνόλου και της ανθρώπινης υγείας ειδικότερα, οι επιζήμιες συγκεντρώσεις επιβλαβών ρύπων στα υπόγεια ύδατα πρέπει να αποτρέπονται, να προλαμβάνονται, ή να μειώνονται.
(6)Η οδηγία 2000/60/EΚ περιέχει γενικές διατάξεις για την προστασία και τη διατήρηση ων υπόγειων υδάτων. Σύμφωνα με το άρθρο 17 της εν λόγω οδηγίας, θα πρέπει να θεσπιστούν μέτρα πρόληψης και ελέγχου της ρύπανσης των υπόγειων υδάτων, συμπεριλαμβανομένων κριτηρίων για την αξιολόγηση της καλής χημικής κατάστασης των υπόγειων υδάτων, τον προσδιορισμό σημαντικών και διατηρούμενων ανοδικών τάσεων, και τέλος τον καθορισμό εναρκτήριων σημείων για την αναστροφή των τάσεων.
(7) Λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να επιτευχθούν αξιόπιστα επίπεδα προστασίας των υπόγειων υδάτων, θα πρέπει να καθοριστούν ποιοτικά πρότυπα και ανώτερες αποδεκτές τιμές, και να αναπτυχθούν μεθοδολογίες με βάση μια κοινή προσέγγιση, ώστε να θεσπιστούν κριτήρια για την αξιολόγηση της καλής χημικής κατάστασης των συστημάτων υπόγειων υδάτων.
(8) Θα πρέπει να καθοριστούν ποιοτικά πρότυπα για τη νιτρορύπανση, τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα και τα βιοκτόνα, ως κοινοτικά κριτήρια για την αξιολόγηση της καλής χημικής κατάστασης των συστημάτων υπόγειων υδάτων, και να εξασφαλιστεί η συνοχή με την οδηγία 91/676/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορύπανση γεωργικής προέλευσης(10), την οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων(11), και την οδηγία 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά(12), αντιστοίχως.
(9)Η προστασία των υπογείων υδάτων μπορεί σε ορισμένες περιοχές να απαιτεί αλλαγή των πρακτικών καλλιέργειας ή δασοκομίας, πράγμα που μπορεί να επιφέρει απώλεια εισοδημάτων. Το ζήτημα αυτό πρέπει να τεθεί επί τάπητος κατά την κατάρτιση των σχεδίων αγροτικής ανάπτυξης στο πλαίσιο της αναθεωρημένης κοινής γεωργικής πολιτικής.
(10) Οι διατάξεις σχετικά με την καλή χημική κατάσταση των υπόγειων υδάτων δεν εφαρμόζονται σε υψηλές συγκεντρώσεις ουσιών ή ιόντων που ανευρίσκονται στη φύση ή των δεικτών τους, που περιέχονται είτε σε σύστημα υπόγειων υδάτων είτε σε συνδεόμενα συστήματα επιφανειακών υδάτων, λόγω ειδικών υδρογεωλογικών συνθηκών οι οποίες δεν καλύπτονται από τον ορισμό της ρύπανσης. Δεν εφαρμόζονται επίσης ούτε σε προσωρινές και χωρικώς περιορισμένες αλλαγές της κατευθυνσης ροής και της χημικής σύνθεσης, οι οποίες δεν θεωρούνται διεισήσεις.
(11) Θα πρέπει να θεσμοθετηθούν κριτήρια για τον εντοπισμό τυχόν σημαντικών και διατηρούμενων ανοδικών τάσεων στις συγκεντρώσεις ρύπων καθώς και κριτήρια για τον καθορισμό του εναρκτήριου σημείου για την αναστροφή μιας τάσης, συνεκτιμώντας την πιθανότητα να επηρεαστούν αρνητικά υδατικά οικοσυστήματα και άμεσα εξαρτώμενα χερσαία οικοσυστήματα.
(12) Τα κράτη μέλη θα πρέπει, εφόσον είναι δυνατόν, να χρησιμοποιούν στατιστικές διαδικασίες, εφόσον αυτές είναι σύμφωνες προς τις διεθνείς προδιαγραφές και συμβάλλουν στη συγκρισιμότητα των αποτελεσμάτων της παρακολούθησης μεταξύ των κρατών μελών σε βάθος χρόνου.
(13) Σύμφωνα με την τρίτη περίπτωση του άρθρου 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, η οδηγία 80/68/EΟΚ του Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 1979, περί προστασίας των υπογείων υδάτων από τη ρύπανση που προέρχεται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες πρόκειται να καταργηθεί από τις 22 Δεκεμβρίου 2013(13). Είναι ανάγκη να εξασφαλιστεί η συνέχεια της προστασίας που προβλέπεται με την οδηγία 80/68/ΕΟΚ, όσον αφορά τα μέτρα με στόχο την πρόληψη ή τον περιορισμό τόσο της άμεσης όσο και της έμμεσης εισαγωγής ρύπων σε υπόγεια ύδατα.
(14) Είναι αναγκαίο να γίνει διάκριση μεταξύ επικίνδυνων ουσιών, η εισαγωγή των οποίων θα πρέπει να προληφθεί, και άλλων ρύπων, η εισαγωγή των οποίων θα πρέπει να περιορισθεί. Για τον προσδιορισμό των επικίνδυνων και μη επικίνδυνων ουσιών που αντιπροσωπεύουν πραγματικό ή δυνητικό κίνδυνο ρύπανσης, θα πρέπει να χρησιμοποιείται το Παράρτημα VIII της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, στο οποίο παρατίθεται κατάλογος των κυριότερων ρύπων των σχετικών με το υδάτινο περιβάλλον.
(15) Προκειμένου να εξασφαλίζεται η αξιόπιστη προστασία των υπόγειων υδάτων, τα κράτη μέλη με κοινά συστήματα υπόγειων υδάτων θα πρέπει να συντονίζουν τις δραστηριότητές τους όσον αφορά την παρακολούθηση, τον καθορισμό ανώτερων αποδεκτών τιμών και τον προσδιορισμό σχετικών επικίνδυνων ουσιών.
(16)Τα κράτη μέλη που υπό ορισμένες προϋποθέσεις προβλέπουν εξαιρέσεις από τα μέτρα ώστε να προληφθεί ή να περιορισθεί η εισαγωγή ρύπων στα υπόγεια ύδατα θα πρέπει για τούτο να εφαρμόζουν κατάλληλα, σαφή και διαφανή κριτήρια και να αιτιολογούν τις εν λόγω εξαιρέσεις στα σχέδια διαχείρισης λεκανών απορροής ποταμών.
(17)Οι επιπτώσεις επί του επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας και επί της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς από την ύπαρξη διαφορετικών ποιοτικών προτύπων για τα υπόγεια ύδατα και νέων προτύπων (ανώτερων αποδεκτών τιμών) που καθορίζονται από τα κράτη μέλη, θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο ανάλυσης.
(18)Θα πρέπει να εκπονηθούν ερευνητικές εργασίες για να διατυπωθούν καλύτερα κριτήρια για να εξασφαλίζεται η ποιότητα και η προστασία του οικοσυστήματος των υπόγειων υδάτων. Όπου είναι σκόπιμο, οι γνώσεις που θα αποκτηθούν θα πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο ή την αναθεώρηση της παρούσας οδηγίας.
(19) Είναι ανάγκη να προβλεφθούν μεταβατικά εφαρμοστέα μέτρα για το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας οδηγίας έως την ημερομηνία κατάργησης της οδηγίας 80/68/ΕΟΚ.
(20)Σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο στ), της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, η τεχνική ανατροφοδότηση ή αύξηση των συστημάτων υπόγειων υδάτων θα πρέπει να θεωρείται επιτρεπτή πρακτική στο πλαίσιο της αδειοδότησης και να αναγνωρίζεται ως χρήσιμη μέθοδος διαχείρισης των υδάτινων πόρων.
(21) Τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή(14),
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
Άρθρο 1
Σκοπός
1. Η παρούσα οδηγία θεσπίζει ειδικά μέτρα, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 17, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, για την πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης των υπόγειων υδάτων. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν ιδίως:
α)
κριτήρια για την αξιολόγηση της καλής χημικής κατάστασης των υπόγειων υδάτων, και
β)
κριτήρια για τον εντοπισμό και την αναστροφή σημαντικών και διατηρούμενων ανοδικών τάσεων και κριτήρια για τον καθορισμό εναρκτήριων σημείων για την αναστροφή των τάσεων.
2. Η παρούσα οδηγία συμπληρώνει επίσης τις διατάξεις για την πρόληψη ή τον περιορισμό της εισαγωγής ρύπων σε υπόγεια ύδατα που περιέχονται ήδη στην οδηγία 2000/60/ΕΚ και αποσκοπεί να προλάβει την υποβάθμιση της κατάστασης όλων των συστημάτων υπογείων υδάτων.
Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει μεμονωμένα κράτη μέλη να διατηρήσουν ή να εισαγάγουν αυστηρότερα μέτρα προστασίας.
Άρθρο 2
Ορισμοί
Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί, επιπλέον εκείνων του άρθρου 2 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ:
1)
"ποιοτικό πρότυπο για τα υπόγεια ύδατα": πρότυπο περιβαλλοντικής ποιότητας το οποίο εκφράζεται ως συγκέντρωση συγκεκριμένου ρύπου, ομάδας ρύπων ή δείκτη ρύπανσης σε υπόγεια ύδατα και του οποίου δεν θα πρέπει να γίνεται υπέρβαση προκειμένου να προστατεύεται η ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον,
2)
"ανώτερη αποδεκτή τιμή": ποιοτικό πρότυπο υπόγειων υδάτων το οποίο ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 3,
3)
"σημαντική και διατηρούμενη ανοδική τάση": κάθε στατιστικώς και περιβαλλοντικώς σημαντική αύξηση της συγκέντρωσης ενός ρύπου, ομάδας ρύπων ή δείκτη ρύπανσης στα υπόγεια ύδατα και της οποίας η αναστροφή της τάσης χαρακτηρίζεται αναγκαία σύμφωνα με το άρθρο 6,
4)
"εισαγωγή ρύπου στα υπόγεια ύδατα": άμεση ή έμμεση εισαγωγή ρύπων στα υπόγεια ύδατα, ως αποτέλεσμα ανθρώπινων δραστηριοτήτων,
5)
"υποβάθμιση": κάθε ελαφρά ανθρωπογενής αύξηση των συγκεντρώσεων ρύπων σε σχέση με την επικρατούσα κατάσταση των υπόγειων υδάτινων όγκων,
6)
"υποβόσκουσα συγκέντρωση": η συγκέντρωση ουσίας σε όγκο υπογείων υδάτων που δεν αντιστοιχεί, ή αντιστοιχεί ελάχιστα, σε ανθρωπογενείς αλλοιώσεις υπό αδιατάρακτες συνθήκες,
7)
"εναρκτήριο σημείο" ουσίας σε όγκο υπογείων υδάτων: η μέση συγκέντρωση που μετράται κατά τα έτη αναφοράς 2007 και 2008, βάσει των προγραμμάτων παρακολούθησης που θεσπίζονται στο πλαίσιο του άρθρου 8 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.
Άρθρο 3
Κριτήρια αξιολόγησης της καλής χημικής κατάστασης των υπόγειων υδάτων
1. Για την αξιολόγηση της χημικής κατάστασης ενός συστήματος υπόγειων υδάτων ή μιας ομάδας συστημάτων υπόγειων υδάτων σύμφωνα με το σημείο 2.3 του Παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν τα ακόλουθα κριτήρια:
α)
ποιοτικά πρότυπα υπόγειων υδάτων όπως εμφαίνονται στο Παράρτημα Ι,
β)
ανώτερες αποδεκτές τιμές που ορίζονται από τα κράτη μέλη με τη διαδικασία του Μέρους Α, του Παραρτήματος ΙΙ, για τους ρύπους, τις ομάδες ρύπων και τους δείκτες ρύπανσης οι οποίοι, εντός του εδάφους κράτους μέλους, έχει διαπιστωθεί ότι συμβάλλουν στο χαρακτηρισμό των συστημάτων ή ομάδων συστημάτων υπόγειων υδάτων ως απειλουμένων, λαμβάνοντας υπόψη τουλάχιστον τον κατάλογο του Μέρους Β του Παραρτήματος ΙΙ.
Τα ποιοτικά πρότυπα για τα υπόγεια ύδατα και οι ανώτερες αποδεκτές τιμές για την καλή χημική κατάσταση προσανατολίζονται προς τα ανθρώπινα και οικο-τοξικολογικά κριτήρια για τη συγκεκριμενοποίηση του ορισμού της ρύπανσης στο άρθρο 2, σημείο 33, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.
2. Οι ανώτερες αποδεκτές τιμές μπορούν να ορίζονται σε εθνικό επίπεδο, σε επίπεδο της περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού ή του τμήματος της περιοχής λεκάνης απορροής διεθνούς ποταμού που βρίσκεται εντός του εδάφους ενός κράτους μέλους, ή στο επίπεδο ενός συστήματος ή μιας ομάδας συστημάτων υπόγειων υδάτων.
3. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, για τα συστήματα υπόγειων υδάτων που είναι κοινά σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη καθώς και για τα συστήματα υπόγειων υδάτων τα υπόγεια ύδατα των οποίων ρέουν κατά μήκος των συνόρων κράτους μέλους, ο ορισμός ανώτερων αποδεκτών τιμών να υπόκειται σε συντονισμό μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.
4. Στις περιπτώσεις που ένα σύστημα ή μια ομάδα συστημάτων υπόγειων υδάτων εκτείνεται πέραν του εδάφους της Κοινότητας, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη επιδιώκουν να ορίσουν ανώτερες αποδεκτές τιμές σε συντονισμό με τα ενδιαφερόμενα τρίτα κράτη, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.
5. Τα κράτη μέλη ορίζουν για πρώτη φορά ανώτερες αποδεκτές τιμές σύμφωνα με την παράγραφο 1, στοιχείο β), το αργότερο μέχρι τις 22 Δεκεμβρίου 2008.
Όλες οι ορισθείσες ανώτερες αποδεκτές τιμές δημοσιεύονται στα Σχέδια Διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμών, τα οποία υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, και τα οποία συμπεριλαμβάνουν επίσης σύνοψη των πληροφοριών που προβλέπονται στο Μέρος Γ του Παραρτήματος ΙΙ.
6. Τα κράτη μέλη τροποποιούν τον κατάλογο των ανώτερων αποδεκτών τιμών οσάκις, σύμφωνα με νέες πληροφορίες σχετικά με ρύπους, ομάδες ρύπων ή δείκτες ρύπανσης, θα πρέπει να οριστεί ανώτερη αποδεκτή τιμή για πρόσθετη ουσία ή θα πρέπει να τροποποιηθεί υφιστάμενη ανώτερη αποδεκτή τιμή, ή να εισαχθεί εκ νέου ανώτερη αποδεκτή τιμή που είχε διαγραφεί, για να προστατευθούν η ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον.
Οι ανώτερες αποδεκτές τιμές μπορούν να διαγράφονται από τον κατάλογο όταν το συγκεκριμένο σύστημα υπόγειων υδάτων δεν απειλείται πλέον από τους αντίστοιχους ρύπους, ομάδες ρύπων ή δείκτες ρύπανσης.
Τυχόν αλλαγές στον κατάλογο των ανώτερων αποδεκτών τιμών αναφέρονται στην περιοδική αναθεώρηση των Σχεδίων Διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμών.
7. Η Επιτροπή δημοσιεύει έκθεση έως τις 22 Δεκεμβρίου 2009 το αργότερο, βάσει των πληροφοριών που παρέχουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 5.
Άρθρο 4
Διαδικασία αξιολόγησης της χημικής κατάστασης των υπόγειων υδάτων
1. Τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν τη διαδικασία της παραγράφου 2 για την αξιολόγηση της χημικής κατάστασης ενός συστήματος υπόγειων υδάτων. Όταν πραγματοποιούν την εν λόγω διαδικασία και εφόσον απαιτείται, τα κράτη μέλη μπορούν να ομαδοποιούν συστήματα υπόγειων υδάτων σύμφωνα με το Παράρτημα V της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.
2. Ένα σύστημα ή μια ομάδα συστημάτων υπόγειων υδάτων θεωρείται καλής χημικής κατάστασης εάν:
α)
δεν παρατηρείται, σε κανένα σημείο ελέγχου του εν λόγω συστήματος ή ομάδας συστημάτων υπογείων υδάτων, υπέρβαση των τιμών των ποιοτικών προτύπων για τα υπόγεια ύδατα που παρατίθενται στο Παράρτημα Ι και των σχετικών ανώτερων αποδεκτών τιμών που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3 και το Παράρτημα ΙΙ, και, με βάση τα σχετικά αποτελέσματα της παρατήρησης, δεν υπάρχουν στοιχεία που να μαρτυρούν ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του σημείου 2.3.2 του Παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, ή
β)
παρατηρείται υπέρβαση των τιμών των προτύπων για τα υπόγεια ύδατα σε ένα ή περισσότερα σημεία ελέγχου, όμως από ενδεδειγμένη έρευνα σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙΙ επιβεβαιώνεται ότι:
i)
με βάση την αξιολόγηση της παραγράφου 3 του Παραρτήματος ΙΙΙ, οι συγκεντρώσεις ρύπων που υπερβαίνουν τα ποιοτικά πρότυπα υπόγειων υδάτων ή τις ανώτερες αποδεκτές τιμές δεν εκτιμάται ότι συνιστούν σημαντικό περιβαλλοντικό κίνδυνο λαμβάνοντας υπόψη, ανάλογα με την περίπτωση, την έκταση του συστήματος υπόγειων υδάτων που έχει επηρεαστεί,
ii)
πληρούνται οι λοιποί όροι για την καλή χημική κατάσταση των υπόγειων υδάτων που καθορίζονται στον Πίνακα 2.3.2 του Παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του Παραρτήματος ΙΙΙ, της παρούσας οδηγίας,
iii)
τηρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του Παραρτήματος ΙΙΙ της παρούσας οδηγίας,
iv)
η ρύπανση δεν έχει υπονομεύσει σημαντικά τη δυνατότητα το σύστημα υπόγειων υδάτων ή κάποιο από τα συστήματα της ομάδας υπόγειων υδάτων να μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον άνθρωπο.
3.Εφόσον σε ένα υπόγειο υδάτινο όγκο ή σε μια ομάδα υπόγειων υδάτινων όγκων τα φυσικά γεωγενή συστατικά των ρύπων ή δεικτών ρύπανσης, για τους οποίους θεσπίστηκαν ανώτερες αποδεκτές τιμές σύμφωνα με το Mέρος Β του Παραρτήματος ΙΙ, υπερβαίνουν τις τιμές αυτές, τότε η μετάβαση από την καλή στην κακή κατάσταση ορίζεται με βάση τα φυσικά συστατικά και τις προβλεπόμενες ανώτερες αποδεκτές τιμές για τα υπόγεια ύδατα.
4.Η τήρηση των προτύπων κρίνεται με σύγκριση προς τον αριθμητικό μέσο όρο των τιμών παρακολούθησης σε καθένα από τα σημεία ελέγχου του υπόγειου υδάτινου όγκου ή ομάδας υπόγειων υδάτινων όγκων που έχουν χαρακτηριστεί απειλούμενοι μετά από ανάλυση κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Οι τιμές μέτρησης σε μεμονωμένα σημεία ελέγχου που δεν τηρούν το πρότυπο είναι αποφασιστικές για τον χαρακτηρισμό μόνον εφόσον τα εν λόγω σημεία ελέγχου, κατόπιν τεχνικού ελέγχου σύμφωνα με το Παράρτημα Ι και το Παράρτημα ΙΙ της παρούσας οδηγίας, είναι καθοριστικά για την επιβάρυνση του υπόγειου υδάτινου όγκου ή ενός τμήματος αυτού.
5. Τα κράτη μέλη δημοσιεύουν σύνοψη της αξιολόγησης της χημικής κατάστασης των υπόγειων υδάτων στα Σχέδια Διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμών που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.
Η σύνοψη αυτή, η οποία καταρτίζεται στο επίπεδο της περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού ή του τμήματος της περιοχής λεκάνης απορροής διεθνούς ποταμού που βρίσκεται στο έδαφος ενός κράτους μέλους, περιλαμβάνει επίσης εξήγηση του τρόπου με τον οποίον οι υπερβάσεις των ποιοτικών προτύπων για τα υπόγεια ύδατα ή των ανώτερων αποδεκτών τιμών στα επιμέρους σημεία ελέγχου λαμβάνονται υπόψη στην τελική αξιολόγηση.
6. Εάν ένα σύστημα υπόγειων υδάτων ταξινομηθεί ως ευρισκόμενο σε καλή χημική κατάσταση σύμφωνα με την παράγραφο 2, στοιχείο β), τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 11 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, λαμβάνουν τα μέτρα που είναι αναγκαία, για να προστατευθούν τα υδατικά οικοσυστήματα, τα χερσαία οικοσυστήματα και οι ανθρώπινες χρήσεις των υπογείων υδάτων, τα οποία εξαρτώνται από το τμήμα του συστήματος υπογείων υδάτων που αντιπροσωπεύεται από το σημείο ή τα σημεία ελέγχου στα οποία έχει σημειωθεί υπέρβαση της τιμής του ποιοτικού ορίου υπόγειων υδάτων ή της ανώτερης αποδεκτής τιμής.
Άρθρο 5
Αναθεώρηση του καταλόγου του Παραρτήματος Ι σχετικά με τα ποιοτικά πρότυπα υπογείων υδάτων και του καταλόγου ανώτερων αποδεκτών τιμών τα οποία πρέπει να θεσπίσουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙ
Πέντε έτη μετά τη θέση σε ισχύ της παρούσας οδηγίας, και στη συνέχεια κάθε έξι έτη, η Επιτροπή:
‐
αναθεωρεί τον κατάλογο των ποιοτικών κανόνων υπογείων υδάτων, που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι και τον κατάλογο των ανώτερων αποδεκτών τιμών που καθορίζονται σύμφωνα με το Mέρος Β του Παραρτήματος ΙΙ, στη βάση ιδίως των διατιθέμενων από τα κράτη μέλη πληροφοριών, στο πλαίσιο των σχεδίων διαχείρισης λεκανών απορροής ποταμών, της επιστημονικής και τεχνικής προόδου και γνωμοδότησης της εις το άρθρο 16, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ αναφερόμενης επιτροπής·
‐
λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη τη συγκρισιμότητα των καθορισθεισών από τα κράτη μέλη ανώτερων αποδεκτών τιμών, τις επιπτώσεις των ανώτερων αποδεκτών τιμών στην κατάσταση του ανταγωνισμού των ενεχόμενων οικονομικών τομέων, την τήρηση των προβλεπόμενων προθεσμιών και την αξιολόγηση της επιτευχθείσας προόδου όσον αφορά τη μείωση των επιβαρύνσεων των υπογείων υδάτων, εκπονεί μια συνοπτική έκθεση και υποβάλλει, εφόσον είναι αναγκαίο, προτάσεις οδηγίας για την τροποποίηση του καταλόγου των ρύπων, ομάδων ρύπων και δεικτών ρύπανσης και/ή των σχετικών συγκεντρώσεων ρύπων σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης.
Άρθρο 6
Εντοπισμός σημαντικών και διατηρούμενων ανοδικών τάσεων και καθορισμός εναρκτήριων σημείων για την αναστροφή των τάσεων
1. Τα κράτη μέλη εντοπίζουν κάθε σημαντική και διατηρούμενη ανοδική τάση συγκεντρώσεων ρύπων, ομάδων ρύπων και δεικτών ρύπανσης σε συστήματα ή ομάδες συστημάτων υπόγειων υδάτων, που χαρακτηρίζονται απειλούμενα, και καθορίζουν το εναρκτήριο σημείο για την αναστροφή της τάσης αυτής, σύμφωνα με το Παράρτημα IV.
2. Τα κράτη μέλη, μέσω του προγράμματος μέτρων του άρθρου 11 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, αναστρέφουν τις τάσεις οι οποίες, σε σύγκριση με το εναρκτήριο σημείο, ενέχουν σημαντικό κίνδυνο βλάβης της ποιότητας των υδατικών ή των χερσαίων οικοσυστημάτων, της ανθρώπινης υγείας ή των πραγματικών ή δυνητικών θεμιτών χρήσεων του υδατικού περιβάλλοντος, με στόχο τη σταδιακή μείωση της ρύπανσης και την αποτροπή της υποβάθμισης των υπόγειων υδάτων.
3. Τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το Μέρος Β, σημείο 1, του Παραρτήματος IV, καθορίζουν το εναρκτήριο σημείο για την αναστροφή των τάσεων ως ποσοστό του επιπέδου των ποιοτικών προτύπων υπόγειων υδάτων που ορίζονται στο Παράρτημα Ι και των ανώτερων αποδεκτών τιμών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3, βάσει της εντοπιζόμενης τάσης και του συναφούς περιβαλλοντικού κινδύνου.
4. Στα Σχέδια Διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμών που υποβάλλουν σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, τα κράτη μέλη συνοψίζουν:
α)
τον τρόπο με τον οποίον η αξιολόγηση των τάσεων από τα επιμέρους σημεία ελέγχου ενός συστήματος ή μιας ομάδας συστημάτων υπόγειων υδάτων έχει συμβάλει στη διαπίστωση, σύμφωνα με το Τμήμα 2.5 του Παραρτήματος V της εν λόγω οδηγίας, ότι τα συστήματα αυτά υπόκεινται σε διατηρούμενη και σημαντική ανοδική τάση συγκέντρωσης οποιουδήποτε ρύπου ή σε αναστροφή της τάσης αυτής, και
β)
αιτιολόγηση του καθορισμού των εναρκτήριων σημείων, σύμφωνα με την παράγραφο 3.
5. Όταν απαιτείται αξιολόγηση των επιπτώσεων των υφιστάμενων πλούμιων ρύπανσης σε συστήματα υπόγειων υδάτων που μπορεί να απειλούν την επίτευξη των στόχων του άρθρου 4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, ιδίως δε των πλούμιων που προέρχονται από σημειακές πηγές και μολυσμένο έδαφος, τα κράτη μέλη πραγματοποιούν πρόσθετες αξιολογήσεις τάσεων για εντοπιζόμενους ρύπους προκειμένου να διαπιστώσουν ότι τα πλούμια από μολυσμένες θέσεις δεν επεκτείνονται, δεν υποβαθμίζουν τη χημική κατάσταση του συστήματος ή της ομάδας συστημάτων υπόγειων υδάτων, και δεν παρουσιάζουν κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον. Τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων αυτών συνοψίζονται στα Σχέδια Διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμών που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.
Άρθρο 7
Μέτρα πρόληψης ή περιορισμού της εισαγωγής ρύπων στα υπόγεια ύδατα
1. Για να επιτευχθεί ο στόχος πρόληψης ή περιορισμού της εισαγωγής ρύπων στα υπόγεια ύδατα, ο οποίος θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β), σημείο i), της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το πρόγραμμα μέτρων που καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας περιλαμβάνει:
α)
όλα τα μέτρα που απαιτούνται για την πρόληψη της εισαγωγής οποιασδήποτε επικίνδυνης ουσίας στα υπόγεια ύδατα. Κατά τον εντοπισμό των ουσιών αυτών, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη ιδίως τις επικίνδυνες ουσίες που ανήκουν στις οικογένειες ή ομάδες ρύπων που παρατίθενται στα σημεία 1 έως 6 του Παραρτήματος VIII της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, καθώς και τις ουσίες που ανήκουν στις οικογένειες ή ομάδες ρύπων που παρατίθενται στα σημεία 7 έως 9 του Παραρτήματος αυτού, εφόσον οι ουσίες αυτές θεωρούνται επικίνδυνες. Ουσίες οι οποίες έχουν επιτραπεί βάσει κοινοτικής έγκρισης με βάση αξιολόγηση κινδύνου για τα υπόγεια ύδατα ή τη συμμόρφωσή τους σε προληπτικές οριακές τιμές για τη διατήρηση της καθαρότητας των υπόγειων υδάτων ή που είναι υπό έγκριση, δεν χαρακτηρίζονται επικίνδυνες για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας·
β)
για τους ρύπους που απαριθμούνται στο Παράρτημα VIII της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και οι οποίοι δεν θεωρούνται επικίνδυνοι καθώς επίσης για οποιονδήποτε άλλο μη επικίνδυνο ρύπο που δεν περιλαμβάνεται στο εν λόγω Παράρτημα ο οποίος, όμως, κατά τα κράτη μέλη, αποτελεί πραγματικό ή δυνητικό κίνδυνο ρύπανσης, όλα τα μέτρα που απαιτούνται για τον περιορισμό της εισαγωγής στα υπόγεια ύδατα, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ότι η εισαγωγή αυτή δεν οδηγεί σε υποβάθμιση των υπόγειων υδάτων. Τα μέτρα αυτά λαμβάνουν υπόψη, τουλάχιστον, την καθιερωμένη βέλτιστη πρακτική, συμπεριλαμβανομένων της Βέλτιστης Περιβαλλοντικής Πρακτικής και των Βέλτιστων Διαθέσιμων Τεχνικών που ορίζονται στη σχετική κοινοτική νομοθεσία.
Για τον καθορισμό των μέτρων βάσει των στοιχείων α) ή β), τα κράτη μέλη μπορούν, ως πρώτο βήμα, να εντοπίζουν τις συνθήκες υπό τις οποίες οι ρύποι που απαριθμούνται στο Παράρτημα VIII της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, ιδίως δε τα ουσιώδη μέταλλα και οι ενώσεις τους που μνημονεύονται στο σημείο 7 του εν λόγω Παραρτήματος, θεωρούνται επικίνδυνοι ή μη επικίνδυνοι.
Το πρόγραμμα μέτρων είναι δυνατόν να περιλαμβάνει κατάλληλα μέτρα νομικής διοικητικής ή συμβατικής φύσεως.
2. Η εισαγωγή ρύπων από διάχυτες πηγές ρύπανσης που έχουν επιπτώσεις στη χημική κατάσταση των υπόγειων υδάτων λαμβάνεται υπόψη όταν αυτό είναι τεχνικώς εφικτό.
3. Με την επιφύλαξη αυστηρότερων απαιτήσεων της λοιπής κοινοτικής νομοθεσίας, τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν από τα μέτρα που απαιτούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1, την εισαγωγή ρύπων η οποία:
α)
είναι αποτέλεσμα άμεσων απορρίψεων που επιτρέπονται σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο ι), της οδηγίας 2000/60/ΕΚ,
β)
θεωρείται από τις αρμόδιες αρχές ότι είναι τόσο μικρή όσον αφορά την ποσότητα και τη συγκέντρωσή τους ώστε να μη δημιουργείται κανένας άμεσος ή μελλοντικός κίνδυνος υποβάθμισης της ποιότητας των υπόγειων υδάτων υποδοχής,
γ)
είναι συνέπεια ατυχημάτων ή εξαιρετικών περιστάσεων που απορρέουν από φυσικά αίτια και η οποία δεν θα μπορούσε ευλόγως να προβλεφθεί, να αποφευχθεί ή να μετριαστεί,
δ)
είναι αποτέλεσμα τεχνητού εμπλουτισμού ή αύξησης των συστημάτων υπόγειων υδάτων που επιτρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο στ), της οδηγίας 2000/60/ΕΚ,
ε)
θεωρείται από τις αρμόδιες αρχές ότι είναι τεχνικώς ανέφικτο να προληφθεί ή να περιοριστεί χωρίς να χρησιμοποιηθούν:
i)
μέτρα που θα μπορούσαν να αυξήσουν τους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία ή την ποιότητα του περιβάλλοντος στο σύνολό του, ή
ii)
δυσαναλόγως δαπανηρά μέτρα για την αφαίρεση ποσοτήτων ρύπων από το μολυσμένο έδαφος ή υπέδαφος ή για τον κατ' άλλο τρόπο έλεγχο της διήθησής τους σε αυτό,
στ)
είναι αποτέλεσμα παρεμβάσεων στα επιφανειακά ύδατα με σκοπό, μεταξύ άλλων, την άμβλυνση των επιπτώσεων από πλημμύρες και ξηρασία και τη διαχείριση υδάτων και υδάτινων οδών, μεταξύ άλλων και σε διεθνές επίπεδο. Οι δραστηριότητες αυτού του είδους, συμπεριλαμβανομένης της κοπής, της εκβάθυνσης, της μετατόπισης και απόθεσης ιζημάτων σε επιφανειακά ύδατα, διενεργούνται σύμφωνα με γενικούς δεσμευτικούς κανόνες, καθώς και, εφόσον χρειάζεται, με άδειες και εγκρίσεις που εκδίδονται βάσει των κανόνων αυτών που θεσπίζουν τα κράτη μέλη προς τον σκοπό αυτόν, υπό τον όρο ότι η εν λόγω εισαγωγή δεν διακυβεύει την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων που έχουν τεθεί για τα οικεία υδατικά συστήματα σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β), της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.
Οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στα στοιχεία α) έως στ) παραχωρούνται μόνον εφόσον οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών διαπιστώνουν ότι διασφαλίζεται ο έλεγχος των υπογείων υδάτων και ιδίως η ποιότητά τους.
4. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών τηρούν μητρώο των εξαιρέσεων που μνημονεύονται στην παράγραφο 3 το οποίο κοινοποιούν στην Επιτροπή εφόσον το ζητήσει.
Άρθρο 8
Μέθοδοι μέτρησης
1.Κάθε κράτος μέλος υποβάλλει στην Επιτροπή πλήρη περιγραφή των μεθόδων μέτρησης που χρησιμοποιούνται για κάθε ουσία για την οποία έχει καθοριστεί κοινοτικό ή εθνικό ποιοτικό πρότυπο υπογείων υδάτων.
2.Η Επιτροπή εξετάζει κατά πόσον οι μέθοδοι μέτρησης είναι πλήρως συγκρίσιμες και κατά πόσον οι διαφορές που υφίστανται μεταξύ των μεθόδων οδηγούν ενδεχομένως σε στρεβλώσεις που είναι πιθανό να έχουν ως αποτέλεσμα την εσφαλμένη ή άνιση εφαρμογή της παρούσας οδηγίας στην Κοινότητα. Στο πλαίσιο αυτό, είναι καθοριστικής σημασίας τα τοπικά κλιματολογικά δεδομένα και οι τύποι εδάφους.
3.Βάσει των συμπερασμάτων της, η Επιτροπή εγκρίνει ή απορρίπτει τις μεθόδους μέτρησης που υποβάλλουν τα κράτη μέλη.
4.Στην περίπτωση που η Επιτροπή απορρίψει τις μεθόδους μέτρησης που υποβάλλει κράτος μέλος, το εν λόγω κράτος μέλος υποβάλλει στην Επιτροπή προς έγκριση αναθεωρημένες μεθόδους μέτρησης σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως 3.
5.Εγκεκριμένες μέθοδοι μέτρησης θα αρχίσουν να εφαρμόζονται σε όλα τα κράτη μέλη από την ημερομηνία που καθορίζεται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2000/60/EΚ.
Άρθρο 9
Έρευνα και διάδοση
Η Επιτροπή, σε συνεννόηση με τα κράτη μέλη, προωθεί τη διάδοση των ήδη γνωστών μεθόδων μέτρησης και υπολογισμού των παραμέτρων περιγραφής και ελέγχου των υδροφόρων οριζόντων και προωθεί νέες έρευνες για τη βελτίωση των ήδη διαθέσιμων τεχνολογιών παρακολούθησης και διαχείρισης των συστημάτων υπογείων υδάτων και της ποιότητάς τους, μεταξύ άλλων όσον αφορά τα υπόγεια υδάτινα οικοσυστήματα.
Άρθρο 10
Προστασία πηγών μεταλλικών και ιαματικών υδάτων
Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη καθορίζουν κοινή μεθοδολογία για τον καθορισμό των περιοχών προστασίας των υπόγειων υδάτων που τροφοδοτούν πηγές μεταλλικών και ιαματικών υδάτων, προκειμένου να διασφαλίζουν ότι οι περιοχές αυτές θα λαμβάνονται υπόψη στο σχεδιασμό δραστηριοτήτων βιομηχανικής και αστικής ανάπτυξης.
Άρθρο 11
Μεταβατικές ρυθμίσεις
Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ …(15) και της 22ας Δεκεμβρίου 2013, κάθε νέα διαδικασία αδειοδότησης σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5 της οδηγίας 80/68/ΕΟΚ συνεκτιμά τις απαιτήσεις των άρθρων 3, 4 και 6 της παρούσας οδηγίας.
Άρθρο 12
Τεχνικές προσαρμογές
Το Μέρος Α του Παραρτήματος II και τα Παραρτήματα ΙΙΙ και IV μπορούν να προσαρμόζονται στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο με τη διαδικασία του άρθρου 21, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και με συνεκτίμηση της περιόδου αναθεώρησης και ενημέρωσης του σχεδίου διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμών που προβλέπεται στο άρθρο 13, παράγραφος 7, της εν λόγω οδηγίας.
Το Συμβούλιο ορίζει κοινή μεθοδολογία για την ταξινόμηση των υδάτινων όγκων εν όψει της εφαρμογής του Προγράμματος Inspire(16). Προς το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη αρχίζουν να συλλέγουν δεδομένα από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.
Άρθρο 13
Εφαρμογή
Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι απαραίτητες για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία πριν από …*. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.
Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη έκδοσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.
Άρθρο 14
Αξιολόγηση
Οι εκθέσεις προόδου που προβλέπονται από το άρθρο 18 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων αξιολόγηση της λειτουργίας της παρούσας οδηγίας σε σχέση με τις άλλες σχετικές περιβαλλοντικές οδηγίες, καθώς και από πλευράς ενδεχόμενων επικαλύψεων με άλλες σχετικές περιβαλλοντικές οδηγίες.
Βάσει των συμπερασμάτων των εκθέσεων προόδου, η Επιτροπή υποβάλλει ενδεχομένως πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.
Η Επιτροπή εκπονεί έκθεση στην οποία αξιολογείται ειδικότερα, για κάθε κράτος μέλος, κατά πόσον η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας οδήγησε σε άνισα επίπεδα προστασίας του περιβάλλοντος, περιπτώσεις υποβάθμισης των υπογείων υδάτων ή στρέβλωση του ανταγωνισμού.
Βάσει των συμπερασμάτων αυτής της έκθεσης, η Επιτροπή υποβάλλει ενδεχομένως πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015.
Άρθρο 15
Έναρξη ισχύος
Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από την ημέρα δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 16
Αποδέκτες
Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.
Έγινε στις,
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι
ΠΟΙΟΤΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΓΙΑ ΤΑ ΥΠΟΓΕΙΑ ΥΔΑΤΑ
1. Με σκοπό την αξιολόγηση της χημικής κατάστασης των υπόγειων υδάτων σύμφωνα με το άρθρο 4, τα κάτωθι ποιοτικά πρότυπα είναι τα ποιοτικά πρότυπα που μνημονεύονται στον πίνακα 2.3.2 του Παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 17 της εν λόγω οδηγίας.
Ρύπος
Ποιοτικά πρότυπα
Σχόλια
Νιτρικά άλατα
50 mg/1
Δραστικές ουσίες φυτοφαρμάκων (συμπεριλαμβάνονται αντίστοιχοι μεταβολίτες, προϊόντα αποικοδόμησης και αντιδράσεων)1
0,1 μg/1
0,5 μg/1 (συνολικό)2
Το ποιοτικό πρότυπο εφαρμόζεται σε κάθε υπόγειο υδάτινο όγκο, εκτός από εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες τα πρότυπα ύδατος ανθρώπινης κατανάλωσης για φυτοφάρμακα και τους σημαντικούς μεταβολίτες τους είναι πιο αυστηρά από 0,1 µg/l. Σε αυτές τις περιοχές εφαρμόζονται τα πρότυπα ύδατος ανθρώπινης κατανάλωσης. Η συνολική συγκέντρωση φυτοφαρμάκων και μεταβολιτών τους σε όλους τους υπόγειους υδάτινους όγκους δεν θα υπερβαίνει τα 0,5 µg/l.
1 Ως "φυτοφάρμακα" νοούνται τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2 της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ και τα βιοκτόνα σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2 της οδηγίας 98/8/ΕΚ.
2 Ως "συνολικό" νοείται το άθροισμα όλων των επιμέρους φυτοφαρμάκων που ανιχνεύονται και προσδιορίζονται ποσοτικά κατά τη διαδικασία παρακολούθησης, συμπεριλαμβανομένων σχετικών προϊόντων μεταβολισμού, προϊόντων αποδόμησης και προϊόντων αντίδρασης.
2. Τα αποτελέσματα της εφαρμογής των ποιοτικών προτύπων για τα φυτοφάρμακα κατά τον τρόπο που ορίζεται για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, δεν επηρεάζουν τα αποτελέσματα των διαδικασιών αξιολόγησης του κινδύνου που απαιτούνται από την οδηγία 91/414/ΕΟΚ ή την οδηγία 98/8/ΕΚ.
3. Όταν για δεδομένο σύστημα υπόγειων υδάτων κρίνεται ότι τα ποιοτικά πρότυπα των υπόγειων υδάτων μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα τη μη επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων του άρθρου 4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ για τα επιφανειακά ύδατα που συνδέονται με αυτό, ή τη σημαντική υποβάθμιση της οικολογικής ή χημικής ποιότητας των συστημάτων αυτών, ή σημαντική ζημία χερσαίων οικοσυστημάτων άμεσα εξαρτώμενων από το σύστημα υπόγειων υδάτων, καθορίζονται αυστηρότερες ανώτερες αποδεκτές τιμές σύμφωνα με το άρθρο 3 και το Παράρτημα ΙΙ της παρούσας οδηγίας. Προγράμματα και μέτρα που απαιτούνται σε σχέση με την εν λόγω ανώτερη αποδεκτή τιμή εφαρμόζονται και για δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 91/676/ΕΟΚ.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ
ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ ΤΙΜΕΣ (ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΡΥΠΟΥΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΥΔΑΤΩΝ ΚΑΙ ΔΕΙΚΤΕΣ ΡΥΠΑΝΣΗΣ
Μεροσ Α: Κατευθυντηριεσ γραμμεσ για τον καθορισμο ανωτερων αποδεκτων τιμων από τα κρατη μελη συμφωνα με το αρθρο 3
Τα κράτη μέλη καθορίζουν ανώτερες αποδεκτές τιμές για όλους τους ρύπους και δείκτες ρύπανσης οι οποίοι, σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό που πραγματοποιείται δυνάμει του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, χαρακτηρίζουν συστήματα ή ομάδες συστημάτων υπόγειων υδάτων ως διατρέχοντα τον κίνδυνο να μην μπορέσουν να επιτύχουν καλή χημική κατάσταση των υπόγειων υδάτων.
Οι ανώτερες αποδεκτές τιμές καθορίζονται κατά τρόπον ώστε, σε περίπτωση που τα αποτελέσματα της παρακολούθησης σε αντιπροσωπευτικό σημείο ελέγχου υπερβαίνουν τις ανώτερες αποδεκτές τιμές, αυτό να καταδεικνύει τον κίνδυνο να μην πληρούται ένας ή περισσότεροι από τους όρους για τη χημική κατάσταση των υπόγειων υδάτων που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο β), σημεία (ii), (iii) και (iv).
Κατά τον καθορισμό ανώτερων αποδεκτών τιμών, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τις ακόλουθες κατευθυντήριες γραμμές:
1. Ο καθορισμός ανώτερων αποδεκτών τιμών βασίζεται στα εξής:
α)
έκταση των αλληλεπιδράσεων μεταξύ υπόγειων υδάτων και συνδεόμενων υδατικών και εξαρτώμενων χερσαίων οικοσυστημάτων,
β)
παρέμβαση στις υπάρχουσες ή μελλοντικές θεμιτές χρήσεις ή λειτουργίες του υπόγειου νερού,
γ)
όλοι οι ρύποι οι οποίοι χαρακτηρίζουν τα συστήματα υπόγειου νερού ως απειλούμενα, λαμβανομένων υπόψη του στοιχειώδους καταλόγου του Μέρους Β του παρόντος Παραρτήματος,
δ)
υδρογεωλογικά χαρακτηριστικά, καθώς και πληροφορίες για τις αξίες αναφοράς και το υδατικό ισοζύγιο.
2. Ο καθορισμός ανώτερων αποδεκτών τιμών θα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη την προέλευση των ρύπων, την ενδεχόμενη ύπαρξή τους στη φύση, την τοξικολογία τους και την τάση διασποράς τους, την εμμονή τους και βιοσυσσώρευσή τους.
3. Ο καθορισμός ανώτερων αποδεκτών τιμών θα πρέπει να υποστηρίζεται με μηχανισμό ελέγχου των συλλεγομένων δεδομένων, ο οποίος θα βασίζεται σε αξιολόγηση της ποιότητας των δεδομένων, σε αναλυτικά στοιχεία, και σε συγκεντρώσεις αναφοράς των ουσιών που μπορούν να απαντούν στη φύση αλλά και να είναι αποτέλεσμα ανθρώπινων δραστηριοτήτων.
Μεροσ Β: Στοιχειώδησ καταλογος ρυπων και δεικτων τους για τους οποιουσ τα κρατη μελη πρεπει να εξεταζουν το ενδεχομενο ορισμου ανωτερων αποδεκτων τιμων συμφωνα με το αρθρο 3
1. Ουσίες ή ιόντα, που μπορούν να απαντούν στη φύση και να είναι αποτέλεσμα ανθρώπινων δραστηριοτήτων
Αρσενικό
Κάδμιο
Μόλυβδος
Υδράργυρος
Αμμώνιο
2. Δείκτες που μπορούν να απαντούν τόσο στη φύση όσο και ως αποτέλεσμα ανθρώπινων δραστηριοτήτων
Χλωριούχα ιόντα
Θειικά ιόντα
3. Συνθετικές ουσίες ανθρώπινης παρασκευής
Τριχλωροαιθυλένιο
Τετραχλωροαιθυλένιο
4. Παράμετροι που υποδηλώνουν θαλάσσια ή άλλες διεισδύσεις(17)
Αγωγιμότητα
Μερος Γ: Πληροφοριεσ τις οποιεσ πρεπει να παρεχουν τα κρατη μελη οσον αφορα τους ρυπουσ και τους δείκτες τους για τους οποιουσ εχουν οριστει ανωτερεσ αποδεκτεσ τιμεσ
Τα κράτη μέλη συνοψίζουν στο Σχέδιο Διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού το οποίο υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ τον τρόπο με τον οποίον εφαρμόστηκε η διαδικασία του Μέρους Α.
Συγκεκριμένα, τα κράτη μέλη παρέχουν, εφόσον είναι εφικτό:
α)
πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό συστημάτων ή ομάδων συστημάτων υπόγειων υδάτων που χαρακτηρίζονται ως απειλούμενα και σχετικά με τους ρύπους και δείκτες ρύπανσης που συμβάλλουν στην ταξινόμηση αυτήν, καθώς και τις παρατηρούμενες συγκεντρώσεις /τιμές,
β)
πληροφορίες σχετικά με καθένα από τα συστήματα υπόγειων υδάτων που χαρακτηρίζονται ως απειλούμενα, ιδίως δε το μέγεθος των συστημάτων, τη σχέση μεταξύ των συστημάτων υπόγειων υδάτων και των συνδεόμενων με αυτά επιφανειακών υδάτων και των άμεσα εξαρτώμενων από αυτά χερσαίων οικοσυστημάτων και, σε περίπτωση ουσιών που απαντούν στη φύση, τις φυσιολογικές συγκεντρώσεις αναφοράς στα συστήματα υπόγειων υδάτων,
γ)
τις ανώτερες αποδεκτές τιμές, ανεξαρτήτως του εάν εφαρμόζονται σε εθνικό επίπεδο, σε επίπεδο περιοχής λεκάνης απορροής διεθνούς ποταμού που ευρίσκεται στην επικράτεια του κράτους μέλους, ή σε επίπεδο ενός συστήματος ή μιας ομάδας συστημάτων υπόγειων υδάτων,
δ)
τη σχέση μεταξύ των ανώτερων αποδεκτών τιμών και
i)
των παρατηρούμενων συγκεντρώσεων αναφοράς, για τις ουσίες που απαντούν στη φύση,
ii)
των ποιοτικών περιβαλλοντικών στόχων και άλλων προτύπων για την προστασία των υδάτων που υπάρχουν σε εθνικό, κοινοτικό ή διεθνές επίπεδο, και
iii)
της οποιασδήποτε σχετικής πληροφορίας που αφορά την τοξικολογία, την οικοτοξικολογία, την εμμονή, το δυναμικό βιοσυσσώρευσης, και την τάση διασποράς των ρύπων.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΧΗΜΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΥΔΑΤΩΝ
1. Η διαδικασία αξιολόγησης για τον προσδιορισμό της χημικής κατάστασης ενός συστήματος υπόγειων υδάτων ή ομάδας συστημάτων υπόγειων υδάτων πραγματοποιείται σε σχέση με όλα τα συστήματα ή τις ομάδες συστημάτων υπόγειων υδάτων που χαρακτηρίζονται ως απειλούμενα και σε σχέση με κάθε ρύπο ο οποίος συμβάλλει στον χαρακτηρισμό αυτόν του συστήματος ή της ομάδας συστημάτων υπόγειων υδάτων.
2. Κατά τη διεξαγωγή των ερευνών που αναφέρει το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο β), τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη:
α)
τις πληροφορίες που συλλέγονται στο πλαίσιο του χαρακτηρισμού που διεξάγεται δυνάμει του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και των σημείων 2.1, 2.2 και 2.3 του Παραρτήματος ΙΙ της εν λόγω οδηγίας,
β)
τα αποτελέσματα του δικτύου παρακολούθησης των υπόγειων υδάτων τα οποία λαμβάνονται σύμφωνα με το Παράρτημα V, σημείο 2.4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και
γ)
οιαδήποτε άλλη σχετική πληροφορία, καθώς και σύγκριση του ετήσιου αριθμητικού μέσου της συγκέντρωσης των σχετικών ρύπων σε ένα σημείο ελέγχου προς τα ποιοτικά πρότυπα για τα υπόγεια ύδατα τα οποία ορίζονται στο Παράρτημα Ι και προς τις ανώτερες αποδεκτές τιμές που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 3 και το Παράρτημα ΙΙ.
3. Προκειμένου να διερευνηθεί κατά πόσον πληρούνται οι όροι για την καλή χημική κατάσταση των υπόγειων υδάτων που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο β), σημεία (i) και (iv), τα κράτη μέλη, εφόσον κρίνεται σκόπιμο και αναγκαίο και με βάση συγκεντρωτικά αποτελέσματα της παρακολούθησης, στηριζόμενα όπου απαιτείται από εκτιμήσεις συγκέντρωσης βασισμένες σε εννοιολογικό μοντέλο του συστήματος ή της ομάδας συστημάτων υπόγειων υδάτων, εκτιμούν κατά πόσο η ετήσια αριθμητική μέση συγκέντρωση ρύπου σε σύστημα υπόγειων υδάτων υπερβαίνει το ποιοτικό πρότυπο υπόγειων υδάτων ή την ανώτερη αποδεκτή τιμή.
4. Προκειμένου να διερευνηθεί κατά πόσον πληρούνται οι όροι για την καλή χημική κατάσταση των υπόγειων υδάτων του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο β), σημεία (ii) και (iii), τα κράτη μέλη, εφόσον κρίνεται σκόπιμο και αναγκαίο και με βάση σχετικά αποτελέσματα παρακολούθησης και κατάλληλο εννοιολογικό μοντέλο του συστήματος υπόγειων υδάτων, αξιολογούν:
α)
τις επιπτώσεις των ρύπων στους υπόγειους υδάτινους όγκους,
β)
τα ποσά και τις συγκεντρώσεις των ρύπων που μεταφέρονται ή υπάρχει περίπτωση να μεταφέρονται από το σύστημα υπόγειων υδάτων στα συνδεόμενα επιφανειακά υδάτων ή στα άμεσα εξαρτώμενα χερσαία οικοσυστήματα,
γ)
τις ενδεχόμενες επιπτώσεις των ποσοτήτων και των συγκεντρώσεων των ρύπων που μεταφέρονται στα συνδεόμενα επιφανειακά ύδατα και στα άμεσα εξαρτώμενα χερσαία οικοσυστήματα,
δ)
την έκταση της οποιασδήποτε αλατούχου ή άλλης διείσδυσης στο σύστημα υπόγειων υδάτων και
ε)
τον κίνδυνο για την ποιότητα του νερού που αντλείται, ή που προορίζεται να αντληθεί, από το σύστημα υπογείων υδάτων για ανθρώπινη κατανάλωση.
5. Τα κράτη μέλη παρουσιάζουν τη χημική κατάσταση των υπόγειων υδάτων ενός συστήματος ή μιας ομάδας συστημάτων υπόγειων υδάτων σε χάρτες σύμφωνα με το Παράρτημα V, σημεία 2.4.5 και 2.5 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Επιπλέον, ανάλογα με την περίπτωση και εφόσον είναι εφικτό, τα κράτη μέλη επισημαίνουν στους χάρτες αυτούς όλα τα σημεία ελέγχου στα οποία παρατηρείται υπέρβαση των ποιοτικών προτύπων για τα υπόγεια ύδατα ή/και των ανώτερων αποδεκτών τιμών.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV
ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΗΡΟΥΜΕΝΩΝ ΑΝΟΔΙΚΩΝ ΤΑΣΕΩΝ
Μέρος Α: Εντοπισμός σημαντικών και διατηρούμενων ανοδικών τάσεων
Τα κράτη μέλη εντοπίζουν τις σημαντικές και διατηρούμενες ανοδικές τάσεις σε όλα τα συστήματα ή ομάδες συστημάτων υπόγειων υδάτων που χαρακτηρίζονται ως απειλούμενα σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, λαμβάνοντας υπόψη τις ακόλουθες απαιτήσεις:
1.
σύμφωνα με το σημείο 2.4 του Παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, το πρόγραμμα παρακολούθησης πρέπει να σχεδιάζεται κατά τρόπον ώστε να ανιχνεύει τις σημαντικές και διατηρούμενες ανοδικές τάσεις των συγκεντρώσεων των ρύπων που εντοπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3,
2.
η διαδικασία εντοπισμού σημαντικών και διατηρούμενων ανοδικών τάσεων βασίζεται στην ακόλουθη διαδικασία:
α)
η συχνότητα της παρακολούθησης και οι θέσεις των σημείων ελέγχου επιλέγονται κατά τρόπον ώστε να επαρκούν για:
i)
να παρέχουν τις πληροφορίες που απαιτούνται ώστε να εξασφαλίζεται ότι μπορεί να γίνεται διάκριση μεταξύ των εν λόγω ανοδικών τάσεων και της φυσικής διακύμανσης, με ικανοποιητικό επίπεδο αξιοπιστίας και ακρίβειας,
ii)
να μπορούν να εντοπίζονται οι εν λόγω ανοδικές τάσεις αρκετά εγκαίρως, ώστε να μπορούν να εφαρμόζονται μέτρα με σκοπό την πρόληψη, ή τουλάχιστον την κατά το δυνατό μετρίαση, περιβαλλοντικά σημαντικών και επιζήμιων αλλαγών στην ποιότητα των υπόγειων υδάτων. Ο εντοπισμός αυτός πραγματοποιείται για πρώτη φορά το 2009, ει δυνατόν και λαμβάνοντας υπόψη τα υπάρχοντα δεδομένα, στο πλαίσιο της έκθεσης σχετικά με τον εντοπισμό των τάσεων στο πρώτο Σχέδιο Διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού που προβλέπεται στο άρθρο 13 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, στη συνέχεια δε ανά εξαετία,
iii)
να λαμβάνονται υπόψη τα εξαρτώμενα από το χρόνο φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά του συστήματος υπόγειων υδάτων, συμπεριλαμβανομένων των συνθηκών ροής των υπόγειων υδάτων και των ρυθμών φυσικού εμπλουτισμού και του χρόνου διήθησης μέσω του εδάφους ή του υπεδάφους,
β)
οι μέθοδοι παρακολούθησης και ανάλυσης που χρησιμοποιούνται είναι σύμφωνες με τις διεθνείς αρχές ποιοτικού ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων, ανάλογα με την περίπτωση, των μεθόδων CEN ή των εθνικών τυποποιημένων μεθόδων, για να εξασφαλίζεται η παροχή δεδομένων ισοδύναμης επιστημονικής ποιότητας και συγκρισιμότητας,
γ)
η αξιολόγηση βασίζεται σε στατιστική μέθοδο, όπως η ανάλυση παλινδρόμησης, για την ανάλυση των τάσεων των χρονοσειρών δεδομένων από επί μέρους σημεία ελέγχου,
δ)
προς αποφυγή στρεβλώσεων κατά τον εντοπισμό των τάσεων, όλες οι μετρήσεις που δίνουν αποτέλεσμα κάτω του ορίου ποσοτικού προσδιορισμού αντικαθίστανται από το ήμισυ της τιμής του υψηλότερου ορίου ποσοτικού προσδιορισμού που εμφανίζεται στις χρονοσειρές , εκτός από τα συνολικά φυτοφάρμακα,
3.
για τον εντοπισμό σημαντικών και διατηρούμενων ανοδικών τάσεων στις συγκεντρώσεις ουσιών οι οποίες απαντούν τόσο στη φύση όσο και ως αποτέλεσμα ανθρώπινων δραστηριοτήτων, συνεκτιμώνται, εφόσον υπάρχουν, δεδομένα που είχαν συγκεντρωθεί πριν από την έναρξη του προγράμματος παρακολούθησης, με σκοπό την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τον εντοπισμό τάσεων στο πλαίσιο του πρώτου Σχεδίου Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών που προβλέπεται στο άρθρο 13 της οδηγίας 2000/60/EΚ.
Μεροσ Β: ΕΝΑΡΚΤΗΡΙΑ Σημεία για την αναστροφή των τάσεων
Σύμφωνα με το άρθρο 6, τα κράτη μέλη αναστρέφουν εντοπιζόμενες σημαντικές και διατηρούμενες ανοδικές τάσεις λαμβάνοντας υπόψη τις ακόλουθες απαιτήσεις:
1. Εναρκτήριο σημείο για την εφαρμογή μέτρων για την αναστροφή σημαντικών και διατηρούμενων ανοδικών τάσεων είναι εκείνο κατά το οποίο η συγκέντρωση του ρύπου φθάνει στο 75% των παραμετρικών τιμών των ποιοτικών προτύπων υπόγειων υδάτων που ορίζονται στο Παράρτημα Ι και των ανώτερων αποδεκτών τιμών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3, εκτός εάν:
α)
απαιτείται χαμηλότερο εναρκτήριο σημείο προκειμένου τα μέτρα αναστροφής της τάσης να μπορέσουν να αποτρέψουν αποδοτικότερα από οικονομική άποψη, ή, έστω, να μετριάσουν όσο το δυνατόν περισσότερο, τυχόν περιβαλλοντικά σημαντικές και επιζήμιες αλλαγές στην ποιότητα των υπόγειων υδάτων,
β)
δικαιολογείται διαφορετικό εναρκτήριο σημείο όταν το όριο ανίχνευσης δεν επιτρέπει να καθοριστεί η ύπαρξη τάσης στο 75% των παραμετρικών τιμών.
2. Από τη στιγμή που θα έχει καθοριστεί εναρκτήριο σημείο για ένα σύστημα υπόγειων υδάτων που χαρακτηρίζεται ως απειλούμενο σύμφωνα με το Παράρτημα V, σημείο 2.4.4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και σύμφωνα με το Μέρος Β, σημείο 1 του παρόντος Παραρτήματος, το σημείο αυτό χρησιμοποιείται αμετάβλητο για τον εξαετή κύκλο του Σχεδίου Διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.
3. Οι αντιστροφές των τάσεων αποδεικνύονται λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές διατάξεις για την παρακολούθηση που περιλαμβάνονται στο Μέρος Α, σημείο 2.
Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 28ης Απριλίου 2005 (ΕΕ C 45 Ε της 23.2.2006, σ. 74), κοινή θέση του Συμβουλίου της 23ης Ιανουαρίου 2006 (ΕΕ C 126 Ε της 30.5.2006, σ. 1) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Ιουνίου 2006.
ΕΕ L 375 της 31.12.1991, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).
Οδηγία 2006/.../EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της ... που αφορά τη δημιουργία υποδομής χωρικών πληροφοριών στην Κοινότητα (INSPIRE) (ΕΕ L ...).
Όσον αφορά τις αλατούχες συγκεντρώσεις από ανθρώπινες δραστηριότητες, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν να καθορίζουν ανώτερες αποδεκτές τιμές είτε για τα θειικά και τα χλωριούχα ιόντα είτε για την αγωγιμότητα.
Υποδομή χωρικών πληροφοριών στην Κοινότητα (INSPIRE) ***II
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου ενόψει της έγκρισης της οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τη δημιουργία υποδομής χωρικών πληροφοριών στην Κοινότητα (INSPIRE) (12064/2/2005 – C6-0054/2006 – 2004/0175(COD))
– έχοντας υπόψη την κοινή θέση του Συμβουλίου (12064/2/2005 – C6-0054/2006)(1),
– έχοντας υπόψη τη θέση του κατά την πρώτη ανάγνωση(2) σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2004)0516)(3),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 62 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη τη σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων (A6-0081/2006),
1. εγκρίνει την κοινή θέση όπως τροποποιήθηκε·
2. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.
Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 13 Ιουνίου 2006 εν όψει της έγκρισης της οδηγίας 2006/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη δημιουργία υποδομής χωρικών πληροφοριών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (INSPIRE)
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175, παράγραφος 1,
έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής,
έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(4),
Αφού ζητήθηκε η γνώμη της Επιτροπής Περιφερειών,
Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης(5),
Εκτιμώντας τα εξής:
(1) Η κοινοτική πολιτική στον τομέα του περιβάλλοντος πρέπει να αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας λαμβάνοντας υπόψη την ποικιλομορφία των καταστάσεων στις διάφορες περιοχές της Κοινότητας. Επιπλέον, απαιτούνται πληροφορίες, μεταξύ άλλων χωρικές, για τον καθορισμό και την εφαρμογή της εν λόγω πολιτικής καθώς και άλλων κοινοτικών πολιτικών στις οποίες πρέπει να ενταχθούν οι απαιτήσεις της περιβαλλοντικής προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 6 της Συνθήκης. Για να επιτευχθεί αυτή η ολοκλήρωση είναι αναγκαίο να καθιερωθεί σε κάποιο βαθμό ο συντονισμός μεταξύ των χρηστών και των παρόχων των πληροφοριών, ώστε να είναι δυνατός ο συνδυασμός των πληροφοριών και της γνώσης που προέρχονται από διάφορους τομείς.
(2) Το Έκτο Πρόγραμμα Δράσης για το Περιβάλλον, που θεσπίστηκε με την απόφαση αριθ. 1600/2002/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2002(6), απαιτεί να διασφαλιστεί πλήρως ότι η χάραξη της περιβαλλοντικής πολιτικής της Κοινότητας γίνεται κατά ολοκληρωμένο τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη τις περιφερειακές και τοπικές διαφορές. Διαπιστώνονται ορισμένα προβλήματα που αφορούν τη διαθεσιμότητα, την ποιότητα, την οργάνωση των χωρικών πληροφοριών και την πρόσβαση σε αυτές, καθώς και την κοινοποίησή τους, στοιχεία αναγκαία για την εκπλήρωση των στόχων που ορίζονται στο εν λόγω Πρόγραμμα.
(3) Τα προβλήματα που αφορούν τη διαθεσιμότητα, την ποιότητα, την οργάνωση των χωρικών πληροφοριών και την πρόσβαση σε αυτές, καθώς και την κοινοποίησή τους, είναι κοινά για πλήθος θεμάτων πολιτικής και ενημέρωσης και απαντώνται σε όλες τις βαθμίδες των δημοσίων αρχών. Προς επίλυση αυτών των προβλημάτων απαιτούνται μέτρα για την ανταλλαγή, τον μερισμό, την πρόσβαση και τη χρήση διαλειτουργικών χωρικών δεδομένων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων από όλες τις βαθμίδες της δημόσιας διοίκησης και από διαφορετικούς κλάδους. Θα πρέπει ως εκ τούτου να δημιουργηθεί υποδομή χωρικών πληροφοριών στην Κοινότητα.
(4) Η Υποδομή Χωρικών Πληροφοριών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (INSPIRE) θα πρέπει να βοηθά τη χάραξη πολιτικής όσον αφορά τις πολιτικές και τις δραστηριότητες που ενδέχεται να έχουν άμεσο ή έμμεσο αντίκτυπο στο περιβάλλον.
(5) H INSPIRE θα πρέπει να βασίζεται σε υποδομές χωρικών πληροφοριών που δημιουργούνται από τα κράτη μέλη, έχουν καταστεί συμβατές μεταξύ τους βάσει κοινών κανόνων εφαρμογής και συμπληρώνονται με μέτρα σε επίπεδο Κοινότητας. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι υποδομές χωρικών πληροφοριών που δημιουργούνται από τα κράτη μέλη είναι συμβατές μεταξύ τους και αξιοποιήσιμες σε κοινοτικό και διασυνοριακό πλαίσιο.
(6) Οι υποδομές χωρικών πληροφοριών στα κράτη μέλη θα πρέπει να σχεδιάζονται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται ότι τα χωρικά δεδομένα αποθηκεύονται, καθίστανται διαθέσιμα και διατηρούνται στο πλέον ενδεδειγμένο επίπεδο· ότι είναι δυνατόν να συνδυαστούν με ομοιόμορφο τρόπο χωρικά δεδομένα από διαφορετικές πηγές απ" όλη την Κοινότητα και ότι η από κοινού χρήση τους από ποικίλους χρήστες και εφαρμογές είναι δυνατή· ότι τα χωρικά δεδομένα που έχουν συλλεχθεί από μια μόνο βαθμίδα δημοσίων αρχών μπορούν να χρησιμοποιούνται από άλλες δημόσιες αρχές· ότι τα χωρικά δεδομένα διατίθενται υπό όρους που δεν περιορίζουν αδικαιολόγητα την ευρεία χρήση τους· ότι είναι εύκολη η εξεύρεση των διαθέσιμων χωρικών δεδομένων, η αξιολόγηση της καταλληλότητας χρήσης τους και η εξοικείωση με τους όρους που ισχύουν για τη χρήση τους.
(7) Οι χωρικές πληροφορίες που διέπονται από την παρούσα οδηγία και οι πληροφορίες που διέπονται από την οδηγία 2003/4/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες εν μέρει επικαλύπτονται(7). Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να επηρεάζει την οδηγία 2003/4/EΚ.
(8) Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να επηρεάζει την οδηγία 2003/98/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 2003, για την περαιτέρω χρήση των πληροφοριών του δημοσίου τομέα(8), οι στόχοι της οποίας συμπληρώνουν τους στόχους της παρούσας οδηγίας.
(9) Η δημιουργία της INSPIRE στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα θα προσδώσει σημαντική προστιθέμενη αξία σε άλλες κοινοτικές πρωτοβουλίες - επωφελούμενη ταυτόχρονα από αυτές - όπως ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 876/2002 του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2002, για τη δημιουργία της κοινής επιχείρησης Galileo(9) και η Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, "Παγκόσμια Παρακολούθηση του Περιβάλλοντος και της Ασφάλειας (GMES) - Ανάπτυξη ικανότητας GMES μέχρι το 2008 - (Σχέδιο Δράσης (2004-2008))". Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξετάσουν την αξιοποίηση δεδομένων και υπηρεσιών Galileo και GMES από τη στιγμή που θα διατίθενται, ιδίως εκείνων του Galileo για χρονική και χωρική αναφορά.
(10) Πολλές πρωτοβουλίες έχουν αναληφθεί σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο για τη συλλογή, εναρμόνιση ή οργάνωση της διάδοσης ή της χρήσης των χωρικών πληροφοριών. Οι πρωτοβουλίες του είδους αυτού μπορούν να καθιερώνονται με κοινοτική νομοθεσία, (όπως η απόφαση 2000/479/ΕΚ της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου 2000, περί υιοθέτησης ευρωπαϊκού μητρώου ρυπογόνων εκπομπών (EPER) σύμφωνα με το άρθρο 15 της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (IPPC)(10) και τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 2152/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 2003, για την παρακολούθηση των δασών και των περιβαλλοντικών αλληλεπιδράσεων στην Κοινότητα (Έμφαση στα Δάση))(11), στο πλαίσιο προγραμμάτων χρηματοδοτούμενων από την Κοινότητα (για παράδειγμα, δεδομένα εδαφικής κάλυψης CORINE, Σύστημα πληροφοριών για την ευρωπαϊκή πολιτική μεταφορών) ή είναι δυνατόν να προκύπτουν από πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο. Η παρούσα οδηγία όχι μόνο θα συμπληρώσει τις πρωτοβουλίες αυτές παρέχοντας το πλαίσιο που θα τους προσφέρει τη δυνατότητα να καταστούν διαλειτουργικές, αλλά θα στηριχθεί επίσης στην υπάρχουσα πείρα και πρωτοβουλίες ούτως ώστε να μην επαναληφθούν εργασίες που έχουν ήδη επιτελεσθεί.
(11) Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται σε χωρικά δεδομένα τα οποία οι ίδιες οι δημόσιες αρχές έχουν στην κατοχή τους ή κατέχουν τρίτοι για λογαριασμό των δημοσίων αρχών και στη χρήση χωρικών δεδομένων από δημόσιες αρχές για την άσκηση της δημόσιας αποστολής τους. Ωστόσο, υπό ορισμένους όρους, η οδηγία θα πρέπει επίσης να εφαρμόζεται σε χωρικά δεδομένα που κατέχουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα εκτός των δημοσίων αρχών, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω φυσικά ή νομικά πρόσωπα το ζητούν.
(12) Στην παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να καθορίζονται απαιτήσεις για τη συλλογή νέων δεδομένων ή για τη διαβίβαση αυτών των πληροφοριών στην Επιτροπή, δεδομένου ότι τα θέματα αυτά ρυθμίζονται από άλλη περιβαλλοντική νομοθεσία.
(13) Η υλοποίηση των εθνικών υποδομών θα πρέπει να είναι σταδιακή και, κατά συνέπεια, στα θέματα χωρικών δεδομένων που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία θα πρέπει να δοθεί διαφορετικός βαθμός προτεραιότητας. Για την υλοποίηση θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες για χωρικά δεδομένα για ευρεία κλίμακα εφαρμογών σε διαφορετικούς τομείς πολιτικής, οι προτεραιότητες των δράσεων που προβλέπονται υπό τις κοινοτικές πολιτικές για τις οποίες χρειάζονται εναρμονισμένα χωρικά δεδομένα και η πρόοδος που έχει ήδη επιτευχθεί με τις προσπάθειες εναρμόνισης που έχουν καταβληθεί στα κράτη μέλη.
(14) Η απώλεια χρόνου και πόρων για την αναζήτηση ήδη υπαρχόντων χωρικών δεδομένων ή για να διαπιστωθεί κατά πόσον είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν αυτά για συγκεκριμένο σκοπό αποτελεί καίριο εμπόδιο για την πλήρη αξιοποίηση των διαθέσιμων δεδομένων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει κατά συνέπεια να παρέχουν περιγραφές των διαθέσιμων συνόλων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων υπό μορφή μεταδεδομένων.
(15) Επειδή η ευρύτατη ποικιλία των μορφοτύπων και δομών οργάνωσης των χωρικών δεδομένων και της πρόσβασης σε αυτά στην Κοινότητα εμποδίζει την αποτελεσματική εκπόνηση, εφαρμογή, παρακολούθηση και αξιολόγηση της κοινοτικής νομοθεσίας που επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα το περιβάλλον, πρέπει να προβλεφθούν εκτελεστικά μέτρα ώστε να διευκολυνθεί η χρήση των χωρικών δεδομένων από διαφορετικές πηγές σε όλα τα κράτη μέλη. Ο σχεδιασμός των μέτρων αυτών πρέπει να καθιστά διαλειτουργικά τα σύνολα χωρικών δεδομένων και τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οποιαδήποτε δεδομένα ή πληροφορίες χρειάζονται για επιτευχθεί η διαλειτουργικότητα διατίθενται με όρους που δεν περιορίζουν την εφαρμογή τους προς τον σκοπό αυτό.
(16) Οι δικτυακές υπηρεσίες είναι αναγκαίες για την από κοινού χρήση χωρικών δεδομένων από τις διάφορες βαθμίδες της δημόσιας διοίκησης στην Κοινότητα. Αυτές οι δικτυακές υπηρεσίες θα πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα εξεύρεσης, μετασχηματισμού, απεικόνισης και τηλεφόρτωσης από την υποδομή (download) των χωρικών δεδομένων και επίκληση χωρικών δεδομένων και υπηρεσιών ηλεκτρονικού εμπορίου. Οι υπηρεσίες του δικτύου θα πρέπει να λειτουργούν σύμφωνα με συμφωνημένες προδιαγραφές και ελάχιστα κριτήρια επιδόσεων, ώστε να εξασφαλίζεται η διαλειτουργικότητα των υποδομών που έχουν συγκροτηθεί από τα κράτη μέλη. Το δίκτυο υπηρεσιών θα πρέπει επίσης να παρέχει στις δημόσιες αρχές την τεχνική δυνατότητα να καθιστούν διαθέσιμα τα σύνολα και τις υπηρεσίες χωρικών δεδομένων.
(17) Ορισμένα σύνολα και υπηρεσίες χωρικών δεδομένων σχετικών με κοινοτικές πολιτικές οι οποίες άμεσα ή έμμεσα αφορούν το περιβάλλον τελούν υπό την κατοχή ή τη διαχείριση τρίτων. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσφέρουν σε τρίτους τη δυνατότητα να συμβάλλουν στις εθνικές υποδομές, υπό τον όρο ότι δεν υποβαθμίζεται η συνοχή και η ευκολία χρήσης των χωρικών δεδομένων και των υπηρεσιών χωρικών δεδομένων που καλύπτονται από τις υποδομές αυτές.
(18) Η πείρα στα κράτη μέλη έχει δείξει ότι είναι σημαντικό, για την επιτυχή υλοποίηση υποδομής χωρικών πληροφοριών, να διατίθεται δωρεάν στο κοινό ένας ελάχιστος αριθμός υπηρεσιών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει λοιπόν να προσφέρουν κατ" ελάχιστον και δωρεάν τις υπηρεσίες εξεύρεσης και απεικόνισης συνόλων χωρικών δεδομένων.
(19)Η παροχή δικτυακών υπηρεσιών θα πρέπει να υλοποιηθεί με απόλυτη τήρηση των αρχών σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων σύμφωνα με την οδηγία 95/46/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών(12).
(20) Για να βοηθηθεί η ενσωμάτωση των εθνικών υποδομών στην INSPIRE, τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν πρόσβαση στις υποδομές τους μέσω της δικτυακής πύλης γεωγραφικών δεδομένων (geo-portal) της Κοινότητας που διαχειρίζεται η Επιτροπή, καθώς και μέσω οποιωνδήποτε σημείων πρόσβασης που αποφασίζουν να λειτουργήσουν τα ίδια.
(21) Για να καταστούν διαθέσιμες οι πληροφορίες από διαφορετικές βαθμίδες της δημόσιας διοίκησης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξαλείψουν τα πρακτικά εμπόδια που αντιμετωπίζουν εν προκειμένω οι δημόσιες αρχές σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο όταν ασκούν δημόσια αποστολή που έχει ενδεχομένως άμεσο ή έμμεσο αντίκτυπο στο περιβάλλον.
(22) Οι δημόσιες αρχές πρέπει να έχουν εύκολη πρόσβαση στα σύνολα χωρικών δεδομένων και στις υπηρεσίες χωρικών δεδομένων κατά την εκτέλεση της δημόσιας αποστολής τους. Η πρόσβαση μπορεί να παρακωλύεται εάν εξαρτάται από εξατομικευμένες και ειδικές διαπραγματεύσεις μεταξύ δημοσίων αρχών κάθε φορά που απαιτείται. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να αποτρέπουν τέτοιου είδους πρακτικά εμπόδια στην ανταλλαγή δεδομένων, παραδείγματος χάριν με προγενέστερες συμφωνίες μεταξύ των δημόσιων αρχών.
(23) Οι μηχανισμοί ανταλλαγής συνόλων χωρικών δεδομένων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων μεταξύ της κυβέρνησης και άλλων δημόσιων υπηρεσιών και φυσικών ή νομικών προσώπων που εκτελούν δημόσια διοικητικά καθήκοντα δυνάμει του εθνικού τους δικαίου θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη να προστατεύεται η οικονομική βιωσιμότητα των δημόσιων αρχών, ιδιαίτερα εκείνων οι οποίες έχουν το καθήκον αύξησης των εσόδων. Σε κάθε περίπτωση, το καταλογιζόμενο κόστος δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το κόστος συλλογής, παραγωγής, αναπαραγωγής και διάδοσης.
(24)Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την ύπαρξη ή την κυριότητα δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας των αρχών του δημόσιου τομέα.
(25) Τα πλαίσια για την από κοινού χρήση των χωρικών δεδομένων μεταξύ δημοσίων αρχών που υποχρεούνται σε κοινή χρήση βάσει των διατάξεων της οδηγίας πρέπει να είναι ουδέτερα έναντι των προαναφερόμενων δημοσίων αρχών εντός κάθε κράτους μέλους, αλλά και έναντι των δημοσίων αρχών άλλων κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της Κοινότητας. Δεδομένου ότι τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας χρειάζονται συχνά να ενσωματώσουν και να έχουν πρόσβαση σε χωρικές πληροφορίες από όλα τα κράτη μέλη, πρέπει να έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης και χρήσης χωρικών δεδομένων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων υπό εναρμονισμένους όρους.
(26) Προκειμένου να προσφερθούν κίνητρα για την ανάπτυξη υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας από τρίτα μέρη, προς όφελος τόσο των δημοσίων αρχών όσο και του κοινού, είναι απαραίτητο να διευκολυνθεί η πρόσβαση σε χωρικά δεδομένα που υπερβαίνουν τα διοικητικά όρια ή τα εθνικά σύνορα.
(27) Για την αποτελεσματική υλοποίηση των υποδομών χωρικών πληροφοριών απαιτείται συντονισμός όλων όσων ενδιαφέρονται για την συγκρότηση τέτοιων υποδομών, ανεξαρτήτως εάν συμβάλλουν με χωρικές πληροφορίες ή είναι χρήστες τους. Θα πρέπει κατά συνέπεια να καθιερωθούν κατάλληλες δομές συντονισμού οι οποίες θα καλύπτουν τα διάφορα επίπεδα διακυβέρνησης και θα λαμβάνουν υπόψη την κατανομή εξουσιών και ευθυνών εντός των κρατών μελών.
(28) Για να αξιοποιηθεί η πείρα από προηγμένες και υπάρχουσες τεχνολογίες των υποδομών πληροφοριών, ενδείκνυται να υποστηρίζονται τα αναγκαία για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας μέτρα από διεθνή πρότυπα και πρότυπα που έχουν εγκριθεί από ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στην οδηγία 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών(13).
(29) Δεδομένου ότι ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος, ο οποίος ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1210/90 του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 1990, για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος και του Ευρωπαϊκού Δικτύου Πληροφοριών και Παρατηρήσεων(14) σχετικά με το Περιβάλλον, έχει ως καθήκον να παρέχει στην Κοινότητα αντικειμενικές, αξιόπιστες και συγκρίσιμες πληροφορίες σε κοινοτικό επίπεδο και αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στη βελτίωση της ροής των σχετικών με την άσκηση πολιτικής περιβαλλοντικών πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών και των οργάνων της Κοινότητας, θα πρέπει να συμβάλει ενεργά στην εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.
(30) Σύμφωνα με το σημείο 34 της Διοργανικής Συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας(15), τα κράτη μέλη παροτρύνονται να καταρτίσουν, προς ιδία χρήση και προς όφελος της Κοινότητας, τους δικούς τους πίνακες, οι οποίοι αποτυπώνουν, στο μέτρο του δυνατού, την αντιστοιχία των οδηγιών με τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και να τους δημοσιοποιούν.
(31) Τα μέτρα που είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή(16).
(32) Οι προπαρασκευαστικές εργασίες για αποφάσεις σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και με τη μελλοντική εξέλιξη της INSPIRE απαιτούν τη συνεχή παρακολούθηση της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και τακτική υποβολή εκθέσεων.
(33) Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, ήτοι η καθιέρωση της INSPIRE, δεν μπορεί να επιτευχθεί ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη λόγω των διεθνικών πτυχών και της γενικής ανάγκης συντονισμού των όρων πρόσβασης στις χωρικές πληροφορίες, ανταλλαγής και από κοινού χρήσης τους εντός της Κοινότητας και μπορεί συνεπώς να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του στόχου αυτού,
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
Κεφάλαιο I
Γενικές Διατάξεις
Άρθρο 1
1. Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι ο καθορισμός των γενικών κανόνων που αποσκοπούν στη δημιουργία της Υποδομής Χωρικών Πληροφοριών (εφεξής: INSPIRE), για τους σκοπούς της περιβαλλοντικής πολιτικής της Κοινότητας και της άσκησης πολιτικών ή δραστηριοτήτων που ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στο περιβάλλον.
2. Η INSPIRE βασίζεται σε υποδομές χωρικών πληροφοριών που έχουν δημιουργήσει και διαχειρίζονται τα κράτη μέλη.
Άρθρο 2
1.Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της οδηγίας 2003/4/EΚ, εκτός εάν ορίζεται άλλως.
2.Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της οδηγίας 2003/98/EΚ.
Άρθρο 3
Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
1)
"υποδομή χωρικών πληροφοριών": μεταδεδομένα, σύνολα χωρικών δεδομένων και υπηρεσίες χωρικών δεδομένων· δικτυακές υπηρεσίες και τεχνολογίες· συμφωνίες ανταλλαγής, πρόσβασης και χρήσης· και μηχανισμοί, μέθοδοι και διαδικασίες συντονισμού και παρακολούθησης που θεσπίζονται, λειτουργούν ή διατίθενται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία,
2)
"χωρικά δεδομένα": οποιαδήποτε δεδομένα αφορούν άμεσα ή έμμεσα συγκεκριμένη τοποθεσία ή γεωγραφική περιοχή,
"υπηρεσίες χωρικών δεδομένων": πράξεις οι οποίες είναι δυνατό να εκτελούνται, με την επίκληση εφαρμογής πληροφορικής, στα χωρικά δεδομένα που περιέχονται στα σύνολα χωρικών δεδομένων ή στα σχετικά με τα δεδομένα,
5)
"χωροαντικείμενο": αφηρημένη παρουσίαση υλικού φαινομένου που σχετίζεται με συγκεκριμένη τοποθεσία ή γεωγραφική περιοχή,
6)
"μεταδεδομένα": πληροφορίες οι οποίες περιγράφουν σύνολα χωρικών δεδομένων και υπηρεσίες χωρικών δεδομένων και καθιστούν δυνατή την εξεύρεση, την απογραφή και τη χρήση τους,
7)
"διαλειτουργικότητα": η δυνατότητα συνδυασμού συνόλων χωρικών δεδομένων και η δυνατότητα διάδρασης υπηρεσιών, χωρίς επανειλημμένη παρέμβαση του χειριστή, ώστε να επιτυγχάνεται συνεκτικό αποτέλεσμα και να ενισχύεται η προστιθέμενη αξία των συνόλων δεδομένων και των υπηρεσιών,
8)
"δικτυακή πύλη γεωγραφικών πληροφοριών INSPIRE": ιστοσελίδα, ή ισοδύναμο μέσο, που παρέχει πρόσβαση στις υπηρεσίες του άρθρου 11, παράγραφος 1,
9)
"δημόσια αρχή":
α)
η κυβέρνηση ή άλλη δημόσια διοίκηση, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων συμβουλευτικών φορέων, σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο,
β)
οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εκτελεί δημόσια διοικητικά καθήκοντα δυνάμει του εθνικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων ειδικών αρμοδιοτήτων, δραστηριοτήτων ή υπηρεσιών σχετικών με το περιβάλλον, και
γ)
οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί καθήκοντα ή αρμοδιότητες δημόσιας αρχής ή παρέχει δημόσιες υπηρεσίες σχετικά με το περιβάλλον, υπό τον έλεγχο φορέα ή προσώπου που εμπίπτει στα στοιχεία α) ή β).
Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ότι, όταν φορείς ή θεσμοί ενεργούν υπό δικαστική ή νομοθετική ιδιότητα, δεν πρέπει να θεωρούνται δημόσιες αρχές για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας,
10)
"τρίτος": οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δεν είναι δημόσια αρχή.
Άρθρο 4
1. Η παρούσα οδηγία καλύπτει σύνολα χωρικών δεδομένων που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α)
αφορούν περιοχή επί της οποίας ένα κράτος μέλος έχει και/ή ασκεί δικαιοδοτικά δικαιώματα,
β)
είναι σε ηλεκτρονική μορφή,
γ)
βρίσκονται στην κατοχή ενός εκ των κατωτέρω ή στην κατοχή τρίτου για λογαριασμό ενός εκ των κατωτέρω:
i)
δημόσιας αρχής και έχουν παραχθεί ή παραληφθεί από δημόσια αρχή ή τα διαχειρίζεται ή τα ενημερώνει η εν λόγω αρχή και εμπίπτουν στο πεδίο δημόσιας αποστολής,
ii)
τρίτου στον οποίον έχει διατεθεί το δίκτυο σύμφωνα με το άρθρο 12,
δ)
αφορούν ένα ή περισσότερα από τα θέματα που απαριθμούνται στα Παραρτήματα Ι, ΙΙ ή ΙΙΙ,
2. Σε περιπτώσεις όπου πολλαπλά ταυτόσημα αντίγραφα του ίδιου συνόλου χωρικών δεδομένων βρίσκονται στην κατοχή διαφόρων δημόσιων αρχών ή στην κατοχή τρίτου για λογαριασμό διαφόρων δημόσιων αρχών, η παρούσα οδηγία ισχύει μόνο για το σύνολο αναφοράς από το οποίο προέρχονται τα διάφορα αντίγραφα.
3. Η παρούσα οδηγία καλύπτει επίσης τις υπηρεσίες χωρικών δεδομένων που αφορούν τα δεδομένα τα οποία περιέχονται στα σύνολα χωρικών δεδομένων που μνημονεύονται στην παράγραφο 1.
4. Η παρούσα οδηγία δεν απαιτεί συλλογή νέων χωρικών δεδομένων.
5. Στην περίπτωση συνόλων χωρικών δεδομένων που πληρούν την προϋπόθεση της παραγράφου 1, στοιχείο γ), αλλά τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας των οποίων κατέχει τρίτος, επιτρέπεται στη δημόσια αρχή να ενεργεί δυνάμει της παρούσας οδηγίας μόνον με τη συναίνεση του εν λόγω τρίτου.
6. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, η παρούσα οδηγία καλύπτει τα σύνολα χωρικών δεδομένων τα οποία κατέχει δημόσια αρχή ή τρίτος για λογαριασμό δημόσιας αρχής που λειτουργεί στην κατώτατη δυνατή βαθμίδα διακυβέρνησης εντός κράτους μέλους μόνον εάν το κράτος μέλος έχει νόμους ή κανονισμούς που απαιτούν τη συλλογή ή τη διάδοσή τους.
7. Τα θέματα χωρικών δεδομένων των Παραρτημάτων Ι, ΙΙ και ΙΙΙ είναι δυνατό να προσαρμόζονται με τη διαδικασία του άρθρου 22, παράγραφος 2, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι εξελισσόμενες ανάγκες για χωρικά δεδομένα προς στήριξη των κοινοτικών πολιτικών οι οποίες αφορούν το περιβάλλον.
Κεφάλαιο ΙΙ
Μεταδεδομένα
Άρθρο 5
1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι δημιουργούνται μεταδεδομένα για τα σύνολα και τις υπηρεσίες χωρικών δεδομένων που αντιστοιχούν στα θέματα των Παραρτημάτων Ι, ΙΙ και ΙΙΙ και ότι τα μεταδεδομένα αυτά καθίστανται επίκαιρα.
2. Τα μεταδεδομένα περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με:
α)
τη συμμόρφωση των συνόλων χωρικών δεδομένων προς τις εκτελεστικές διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 1,
β)
τους όρους που ισχύουν για την πρόσβαση στα σύνολα και τις υπηρεσίες χωρικών δεδομένων και τη χρήση τους, και, ανάλογα με την περίπτωση, τα αντίστοιχα τέλη,
γ)
την ποιότητα και την εγκυρότητα των χωρικών δεδομένων,
δ)
τις δημόσιες αρχές που είναι αρμόδιες για τη δημιουργία, τη διαχείριση, τη συντήρηση και τη διανομή των συνόλων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων,
ε)
τους περιορισμούς πρόσβασης του κοινού και τους λόγους των περιορισμών αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 13.
3. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι τα μεταδεδομένα είναι πλήρη και ποιότητας επαρκούς για την εκπλήρωση του σκοπού του σημείου 6 του άρθρου 3.
4. Διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου θεσπίζονται έως τις …(17), σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 22, παράγραφος 2. Οι διατάξεις αυτές λαμβάνουν υπόψη τα σχετικά υπάρχοντα διεθνή πρότυπα και απαιτήσεις χρηστών.
Άρθρο 6
Τα κράτη μέλη δημιουργούν τα μεταδεδομένα που προβλέπονται στο άρθρο 5 σύμφωνα με το ακόλουθο χρονοδιάγραμμα:
α)
το αργότερο από την ...(18)* όσον αφορά τα σύνολα χωρικών δεδομένων που αντιστοιχούν στα θέματα των Παραρτημάτων Ι και ΙΙ,
β)
το αργότερο από την ...(19)** όσον αφορά τα σύνολα χωρικών δεδομένων που αντιστοιχούν στα θέματα του Παραρτήματος ΙΙΙ.
Κεφάλαιο III
Διαλειτουργικότητα των συνόλων και των υπηρεσιών χωρικών δεδομένων
Άρθρο 7
1. Εκτελεστικές διατάξεις που καθορίζουν τις τεχνικές ρυθμίσεις για τη διαλειτουργικότητα και, εφόσον είναι εφικτό, την εναρμόνιση των συνόλων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 22, παράγραφος 2. Κατά τη σύνταξη των εκτελεστικών διατάξεων, λαμβάνονται υπόψη οι σχετικές απαιτήσεις των χρηστών, οι υπάρχουσες πρωτοβουλίες και τα διεθνή πρότυπα για την εναρμόνιση των συνόλων χωρικών δεδομένων, καθώς επίσης η σκοπιμότητα και οι συγκρίσεις κόστους-ωφελείας. Εφόσον οργανισμοί που έχουν συσταθεί βάσει του διεθνούς δικαίου έχουν υιοθετήσει συναφή πρότυπα προκειμένου να εξασφαλίσουν διαλειτουργικότητα ή εναρμόνιση των συνόλων και των υπηρεσιών χωρικών δεδομένων, τα πρότυπα αυτά ενσωματώνονται, και τα υπάρχοντα τεχνικά μέσα μνημονεύονται, εάν είναι σκόπιμο, στις εκτελεστικές διατάξεις της παρούσας παραγράφου.
2. Τα κράτη μέλη, όταν τους ζητείται, παρέχουν στην Επιτροπή τις απαραίτητες πληροφορίες προκειμένου να ληφθούν υπόψη η σκοπιμότητα και οι συγκρίσεις κόστους-ωφελείας όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1.
3. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όλα τα σύνολα χωρικών δεδομένων που συνελέγησαν ή κατέστησαν επίκαιρα πρόσφατα και οι αντίστοιχες υπηρεσίες χωρικών δεδομένων συμμορφώνονται προς τις εκτελεστικές διατάξεις της παραγράφου 1 εντός δύο ετών από τη θέσπισή τους και ότι τα λοιπά σύνολα και υπηρεσίες χωρικών δεδομένων συμμορφώνονται προς τις εκτελεστικές διατάξεις εντός επτά ετών από τη θέσπισή τους.
4. Οι εκτελεστικές διατάξεις της παραγράφου 1 καλύπτουν τον ορισμό και την ταξινόμηση των χωροαντικειμένων που αφορούν σύνολα χωρικών δεδομένων τα οποία σχετίζονται με τα θέματα των Παραρτημάτων Ι, ΙΙ ή ΙΙΙ και τον τρόπο γεωαναφοράς των χωρικών αυτών δεδομένων.
5. Αντιπρόσωποι των κρατών μελών σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, καθώς και άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ενδιαφέρονται για τα χωρικά δεδομένα λόγω του ρόλου τους στην υποδομή χωρικών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των χρηστών, των παραγωγών, των παρόχων υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας ή οποιουδήποτε συντονιστικού φορέα, έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν σε προπαρασκευαστικές συζητήσεις για το περιεχόμενο των εκτελεστικών διατάξεων της παραγράφου 1, πριν εξεταστούν από την επιτροπή του άρθρου 22, παράγραφος 1.
Άρθρο 8
1. Στην περίπτωση συνόλων χωρικών δεδομένων που αντιστοιχούν σε ένα ή περισσότερα θέματα του Παραρτήματος Ι ή ΙΙ, οι εκτελεστικές διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, πληρούν τους όρους που καθορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου.
2. Οι εκτελεστικές διατάξεις πραγματεύονται τα ακόλουθα ζητήματα χωρικών δεδομένων:
α)
κοινό σύστημα μονοσήμαντων αναγνωριστικών για χωροαντικείμενα στα οποία είναι δυνατόν να απεικονίζονται τα αναγνωριστικά που υπάρχουν δυνάμει των υφιστάμενων εθνικών συστημάτων προκειμένου να εξασφαλίζεται η μεταξύ τους διαλειτουργικότητα,
β)
τη σχέση μεταξύ χωροαντικειμένων,
γ)
τα βασικά χαρακτηριστικά και τα αντίστοιχα πολύγλωσσα γλωσσάρια που απαιτούνται συνήθως για τις πολιτικές που μπορεί να έχουν αντίκτυπο στο περιβάλλον,
δ)
πληροφορίες σχετικές με τη χρονική συνιστώσα των δεδομένων,
ε)
ενημέρωση των δεδομένων.
3. Οι εκτελεστικές διατάξεις εκπονούνται έτσι ώστε να εξασφαλίζουν τη συνέπεια μεταξύ μεμονωμένων στοιχείων πληροφορίας που αφορούν την ίδια τοποθεσία ή μεταξύ στοιχείων πληροφοριών που αφορούν το ίδιο αντικείμενο υπό διαφορετικές κλίμακες.
4. Οι εκτελεστικές διατάξεις εκπονούνται έτσι ώστε να εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που προκύπτουν από διαφορετικά σύνολα χωρικών δεδομένων είναι συγκρίσιμες όσον αφορά τις πτυχές που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 4, και στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 9
Οι εκτελεστικές διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, εκδίδονται σύμφωνα με το ακόλουθο χρονοδιάγραμμα:
α)
όχι αργότερα από τις …(20), όσον αφορά τα σύνολα χωρικών δεδομένων που υπάγονται στα θέματα του Παραρτήματος Ι,
β)
όχι αργότερα από τις …(21)*, όσον αφορά τα σύνολα χωρικών δεδομένων που υπάγονται στα θέματα των Παραρτημάτων ΙΙ ή ΙΙΙ.
Άρθρο 10
1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οποιεσδήποτε πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων δεδομένων, κωδίκων και τεχνικών κατατάξεων, που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς τις εκτελεστικές διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, διατίθενται στις δημόσιες αρχές ή σε τρίτους υπό όρους που δεν περιορίζουν τη χρήση τους για τον σκοπό αυτόν.
2. Προκειμένου να εξασφαλισθεί η συνοχή των χωρικών δεδομένων που αφορούν γεωγραφικό χαρακτηριστικό η τοποθεσία του οποίου εκτείνεται εκατέρωθεν της μεθορίου δύο ή περισσότερων κρατών μελών, τα κράτη μέλη, κατά περίπτωση, αποφασίζουν, με αμοιβαία συναίνεση, σχετικά με τον τρόπο παρουσίασης και τη θέση των κοινών αυτών χαρακτηριστικών.
Κεφάλαιο IV
Δικτυακές Υπηρεσίες
Άρθρο 11
1. Για τα σύνολα και τις υπηρεσίες χωρικών δεδομένων για τα οποία έχουν δημιουργηθεί μεταδεδομένα σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη δημιουργούν και λειτουργούν δίκτυο των ακόλουθων υπηρεσιών:
α)
υπηρεσίες εξεύρεσης που καθιστούν δυνατή την αναζήτηση συνόλων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων με βάση το περιεχόμενο των αντίστοιχων μεταδεδομένων και την οπτική παρουσίαση του περιεχομένου των μεταδεδομένων,
β)
υπηρεσίες απεικόνισης που καθιστούν δυνατή, τουλάχιστον, την οπτική παρουσίαση, την πλοήγηση, τη μεγέθυνση/σμίκρυνση, τη μετακίνηση του κέντρου (pan) ή την υπέρθεση (overlay) ορατών συνόλων χωρικών δεδομένων και την οπτική απεικόνιση των πληροφοριών υπομνήματος και οποιουδήποτε σχετικού περιεχομένου μεταδεδομένων,
γ)
υπηρεσίες τηλεφόρτωσης από την υποδομή (download) που καθιστούν δυνατή την τηλεφόρτωση από την υποδομή αντιγράφων συνόλων χωρικών δεδομένων ή μερών τους και, εφόσον είναι εφικτό, την άμεση πρόσβαση σε αυτά,
δ)
υπηρεσίες μετασχηματισμού οι οποίες καθιστούν δυνατό τον μετασχηματισμό των συνόλων χωρικών δεδομένων με στόχο την επίτευξη διαλειτουργικότητας,
ε)
υπηρεσίες οι οποίες καθιστούν δυνατή την επίκληση υπηρεσιών δεδομένων.
Οι υπηρεσίες αυτές λαμβάνουν υπόψη τις σχετικές απαιτήσεις των χρηστών και είναι εύχρηστες, διαθέσιμες στο κοινό και προσιτές μέσω του Διαδικτύου ή οποιουδήποτε άλλου τηλεπικοινωνιακού μέσου.
2. Για τους σκοπούς των υπηρεσιών που μνημονεύονται στην παράγραφο 1, στοιχείο α), εφαρμόζεται τουλάχιστον ο ακόλουθος συνδυασμός κριτηρίων αναζήτησης:
α)
λέξεις-κλειδιά,
β)
ταξινόμηση χωρικών δεδομένων και υπηρεσιών,
γ)
την ποιότητα και την εγκυρότητα των χωρικών δεδομένων,
δ)
βαθμός συμμόρφωσης προς τις εκτελεστικές διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1,
ε)
γεωγραφική τοποθεσία,
στ)
όροι που ισχύουν για την πρόσβαση στα σύνολα και τις υπηρεσίες χωρικών δεδομένων και τη χρήση τους,
ζ)
δημόσιες αρχές που είναι αρμόδιες για τη δημιουργία, τη διαχείριση, τη συντήρηση και τη διανομή των συνόλων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων.
3. Οι υπηρεσίες μετασχηματισμού που μνημονεύονται παράγραφο 1, στοιχείο δ), συνδυάζονται με τις άλλες υπηρεσίες της εν λόγω παραγράφου κατά τρόπον ώστε να καθίσταται δυνατή η λειτουργία όλων αυτών των υπηρεσιών σύμφωνα με τις εκτελεστικές διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1.
Άρθρο 12
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι δημόσιες αρχές διαθέτουν την τεχνική δυνατότητα να συνδέουν τα οικεία σύνολα και υπηρεσίες χωρικών δεδομένων με το δίκτυο του άρθρου 11, παράγραφος 1. Η υπηρεσία αυτή είναι επίσης διαθέσιμη, κατόπιν σχετικού αιτήματος, σε τρίτους τα σύνολα και οι υπηρεσίες χωρικών δεδομένων των οποίων τηρούν τις εκτελεστικές διατάξεις με τις οποίες καθορίζονται υποχρεώσεις όσον αφορά ιδίως τα μεταδεδομένα, τις δικτυακές υπηρεσίες και τη διαλειτουργικότητα.
Άρθρο 13
1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/4/EΚ και από το άρθρο 11, παράγραφος 1, της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την πρόσβαση του κοινού σε σύνολα χωρικών δεδομένων και υπηρεσίες χωρικών δεδομένων μέσω των υπηρεσιών που αναφέρονται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχεία β) έως ε), ή στις υπηρεσίες ηλεκτρονικού εμπορίου που αναφέρονται στο άρθρο 14, παράγραφος 3, όταν η πρόσβαση αυτή ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά:
α)
τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των διαδικασιών των δημόσιων αρχών, εφόσον ο εμπιστευτικός αυτός χαρακτήρας προβλέπεται από τον νόμο,
β)
τις διεθνείς σχέσεις, τη δημόσια ασφάλεια ή την εθνική άμυνα,
γ)
τη λειτουργία της δικαιοσύνης, τη δυνατότητα κάθε προσώπου να τύχει δίκαιης δίκης ή τη δυνατότητα δημόσιας αρχής να διεξάγει έρευνα ποινικού ή πειθαρχικού χαρακτήρα,
δ)
τον εμπιστευτικό χαρακτήρα εμπορικών ή βιομηχανικών πληροφοριών όταν το εθνικό ή κοινοτικό δίκαιο προβλέπει τον εμπιστευτικό αυτόν χαρακτήρα προκειμένου να προστατευθεί θεμιτό οικονομικό συμφέρον, συμπεριλαμβανομένου του δημόσιου συμφέροντος για την τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των στατιστικών στοιχείων και του φορολογικού απορρήτου,
ε)
τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των προσωπικών δεδομένων ή/και αρχείων που αφορούν φυσικό πρόσωπο, όταν το εν λόγω πρόσωπο δεν έχει συναινέσει στη δημοσιοποίηση των πληροφοριών, εφόσον προβλέπεται ο εμπιστευτικός χαρακτήρας από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο,
στ)
τα συμφέροντα προστασίας οποιουδήποτε προσώπου το οποίο έχει δώσει τις αιτούμενες πληροφορίες εθελουσίως χωρίς να του επιβάλλεται ή να είναι δυνατό να του επιβληθεί νομική υποχρέωση, εκτός εάν το συγκεκριμένο πρόσωπο έχει συναινέσει στη δημοσιοποίηση των εν λόγω πληροφοριών,
ζ)
την προστασία του περιβάλλοντος στο οποίο αναφέρονται οι πληροφορίες αυτές, όπως ο εντοπισμός σπάνιων ειδών.
2. Οι λόγοι περιορισμού της πρόσβασης που προβλέπονται στην παράγραφο 1 ερμηνεύονται συσταλτικά, λαμβανομένου υπόψη, για τη συγκεκριμένη περίπτωση, του δημόσιου συμφέροντος που εξυπηρετεί η παροχή πρόσβασης. Σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, το δημόσιο συμφέρον που εξυπηρετεί η δημοσιοποίηση σταθμίζεται συγκριτικά προς το συμφέρον που εξυπηρετεί η περιορισμένη ή υπό προϋποθέσεις πρόσβαση. Τα κράτη μέλη δεν δύνανται, δυνάμει της παραγράφου 1, στοιχεία α), δ), ε), στ και ζ) , να περιορίζουν την πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον.
3. Στο πλαίσιο αυτό, και για τους σκοπούς της εφαρμογής της παραγράφου 1, στοιχείο ε), τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την τήρηση των απαιτήσεων της οδηγίας 95/46/ΕΚ.
Άρθρο 14
1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχεία α) και β) διατίθενται δωρεάν στο κοινό.
2. Δεδομένα που διατίθενται μέσω των υπηρεσιών απεικόνισης του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο β), δύνανται να είναι σε μορφή που αποτρέπει την περαιτέρω χρήση τους για εμπορικούς σκοπούς.
3. Όταν οι δημόσιες αρχές επιβάλλουν τέλη για τις υπηρεσίες του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχεία γ) ή ε), τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι διατίθενται υπηρεσίες ηλεκτρονικού εμπορίου. Τις υπηρεσίες αυτές είναι δυνατόν να καλύπτουν ερμηνευτικές ρήτρες ή επιγραμμικές άδειες.
Άρθρο 15
1. Η Επιτροπή δημιουργεί και λειτουργεί δικτυακή πύλη γεωγραφικών πληροφοριών (geoportal) INSPIRE σε κοινοτικό επίπεδο.
2. Τα κράτη μέλη παρέχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες του άρθρου 11, παράγραφος 1, μέσω της δικτυακής πύλης γεωγραφικών πληροφοριών INSPIRE της παραγράφου 1. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να παρέχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες αυτές μέσω των δικών τους σημείων πρόσβασης.
Άρθρο 16
Οι διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος κεφαλαίου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 22, παράγραφος 2, και καθορίζουν, συγκεκριμένα, τα εξής:
α)
τεχνικές προδιαγραφές για τις υπηρεσίες των άρθρων 11 και 12 και κριτήρια στοιχειωδών επιδόσεων για τις υπηρεσίες αυτές, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες απαιτήσεις αναφοράς και συστάσεις που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής κοινοτικής νομοθεσίας, τις υπάρχουσες υπηρεσίες ηλεκτρονικού εμπορίου και την τεχνολογική πρόοδο,
β)
τις υποχρεώσεις του άρθρου 12.
Κεφάλαιο V
Ανταλλαγή δεδομένων
Άρθρο 17
1. Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει μέτρα για την ανταλλαγή συνόλων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων μεταξύ των δημόσιων αρχών του που μνημονεύονται στο άρθρο 3, παράγραφος 9, στοιχεία α) και β). Τα μέτρα αυτά παρέχουν στις εν λόγω δημόσιες αρχές τη δυνατότητα να αποκτούν πρόσβαση στα σύνολα και τις υπηρεσίες χωρικών δεδομένων, καθώς και να ανταλλάσσουν και να χρησιμοποιούν αυτά τα σύνολα και τις υπηρεσίες προς τον σκοπό δημοσίου καθήκοντος που ενδέχεται να έχει αντίκτυπο στο περιβάλλον.
2. Τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 αποκλείουν οποιουσδήποτε περιορισμούς που ενδέχεται να δημιουργήσουν πρακτικά εμπόδια στην ανταλλαγή συνόλων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων.
3. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν στις δημόσιες αρχές που παρέχουν σύνολα και υπηρεσίες χωρικών δεδομένων να χορηγούν άδειες και/ή να επιβάλλουν τέλη στις δημόσιες αρχές ή τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας που κάνουν χρήση αυτών των συνόλων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων. Σε κάθε περίπτωση, όταν επιβάλλονται τέλη, τα συνολικά έσοδα από τη διάθεση των εγγράφων δεν υπερβαίνουν το κόστος συλλογής, παραγωγής, αναπαραγωγής και διάδοσης.
4. Οι διακανονισμοί για την ανταλλαγή συνόλων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων, όπως προβλέπεται στις παραγράφους 1, 2 και 3, διατίθενται στις δημόσιες αρχές του άρθρου 3, παράγραφος 9, στοιχεία α) και β), άλλων κρατών μελών και στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας, προς τον σκοπό δημοσίου καθήκοντοςπου ενδέχεται να έχει αντίκτυπο στο περιβάλλον.
5. Οι διακανονισμοί για την ανταλλαγή συνόλων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων, όπως προβλέπεται στις παραγράφους 1, 2 και 3, διατίθενται, με αμοιβαιότητα και ισοδυναμία, σε φορείς που έχουν συσταθεί με διεθνείς συμφωνίες στις οποίες η Κοινότητα και τα κράτη μέλη είναι μέρη, προς τον σκοπό καθηκόντων που ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στο περιβάλλον.
6. Εάν οι διακανονισμοί για την ανταλλαγή συνόλων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων, όπως προβλέπεται στις παραγράφους 1, 2 και 3, διατίθενται σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5, οι διακανονισμοί αυτοί μπορούν, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, να συνοδεύονται από προδιαγραφές βάσει του εθνικού δικαίου που ρυθμίζουν τη χρήση τους.
7. Κατά παρέκκλιση από το παρόν άρθρο, τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την ανταλλαγή εάν δημιουργήσει προσκόμματα στη λειτουργία της δικαιοσύνης, στη δημόσια ασφάλεια, την εθνική άμυνα ή τις διεθνείς σχέσεις.
8. Τα κράτη μέλη παρέχουν στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας πρόσβαση στα σύνολα και υπηρεσίες χωρικών δεδομένων σύμφωνα με εναρμονισμένους όρους. Εκτελεστικές διατάξεις που διέπουν τους όρους αυτούς θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 22, παράγραφος 2.
Κεφάλαιο VI
Συντονισμός και συμπληρωματικά μέτρα
Άρθρο 18
Τα κράτη μέλη καθορίζουν τις κατάλληλες δομές και τους μηχανισμούς για τον συντονισμό, σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης, της συμβολής όλων των ενδιαφερομένων για τις υποδομές χωρικών πληροφοριών των κρατών μελών.
Οι δομές αυτές συντονίζουν τη συμβολή, μεταξύ άλλων, των χρηστών, των παραγωγών, των παρόχων υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας και των συντονιστικών φορέων σχετικά με τον προσδιορισμό των συναφών συνόλων δεδομένων, των αναγκών των χρηστών, την παροχή πληροφοριών σχετικά με τις ισχύουσες πρακτικές και την παροχή πληροφοριών σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.
Άρθρο 19
1. Η Επιτροπή είναι αρμόδια σε επίπεδο Κοινότητας για τον συντονισμό της INSPIRE στην Κοινότητα και, προς τον σκοπό αυτό, επικουρείται από σχετικούς οργανισμούς, ιδίως από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος.
2. Κάθε κράτος μέλος ορίζει ένα σημείο επαφής, συνήθως μια δημόσια αρχή, που είναι αρμόδιο για τις επαφές με την Επιτροπή όσον αφορά την παρούσα οδηγία. Το σημείο επαφής στηρίζεται από συντονιστική δομή λαμβάνοντας υπόψη την κατανομή αρμοδιοτήτων και ευθυνών εντός των κρατών μελών.
Άρθρο 20
Οι εκτελεστικές διατάξεις που μνημονεύονται στην παρούσα οδηγία λαμβάνουν δεόντως υπόψη τα πρότυπα που εκδίδονται από τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στην οδηγία 98/34/EΚ, καθώς και τα διεθνή πρότυπα.
Κεφάλαιο VII
Τελικές διατάξεις
Άρθρο 21
1. Τα κράτη μέλη παρακολουθούν την υλοποίηση και τη χρήση των οικείων υποδομών χωρικών δεδομένων. Καθιστούν τα αποτελέσματα της παρακολούθησης αυτής προσιτά στην Επιτροπή και στο κοινό επί μονίμου βάσεως.
2. Όχι αργότερα από τις …(22), τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή έκθεση με συνοπτικές περιγραφές των κάτωθι:
α)
του τρόπου συντονισμού των παρόχων του δημοσίου τομέα και των χρηστών των συνόλων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων και των ενδιάμεσων φορέων, καθώς και περιγραφή της σχέσης με τους τρίτους και την οργάνωση διασφάλισης ποιότητας,
β)
της συμβολής δημόσιων αρχών ή τρίτων στη λειτουργία και τον συντονισμό της υποδομής χωρικών πληροφοριών,
γ)
των πληροφοριών σχετικά με τη χρήση της υποδομής χωρικών πληροφοριών,
δ)
συμφωνιών ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ δημόσιων αρχών,
ε)
του κόστους και των ωφελημάτων από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.
3. Ανά τριετία και αρχής γενομένης όχι αργότερα από τις …(23), τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή έκθεση με επικαιρες πληροφορίες σχετικά με τα στοιχεία που παρατίθενται στην παράγραφο 2.
4. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 22, παράγραφος 2.
Άρθρο 22
1. Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή.
2. Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής.
Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ, ορίζεται τρίμηνη.
3. Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.
Άρθρο 23
Έως τις …(24)* και εν συνεχεία ανά εξαετία, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας βασιζόμενη, μεταξύ άλλων, σε εκθέσεις των κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφοι 2 και 3.
Εάν είναι αναγκαίο, η έκθεση συνοδεύεται από προτάσεις για δράση της Κοινότητας.
Άρθρο 24
1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία πριν από τις …(25)**.
Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.
2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.
Άρθρο 25
Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 26
Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.
Έγινε στις ,
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι
ΘΕΜΑΤΑ ΧΩΡΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6, ΣΤΟΙΧΕΙΟ Α), ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 8, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1, ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9, ΣΤΟΙΧΕΙΟ Α)
1. Συστήματα συντεταγμένων
Συστήματα για μονοσήμαντη αναφορά χωρικών πληροφοριών στον χώρο, ως σύνολο συντεταγμένων (x,y,z) ή/και γεωγραφικό πλάτος και μήκος και ύψος, με βάση γεωδαιτικό οριζόντιο και κατακόρυφο σύστημα αναφοράς (datum).
2. Συστήματα γεωγραφικού καννάβου
Εναρμονισμένος κάνναβος πολλαπλής ανάλυσης με ενιαίο σημείο αφετηρίας και τυποποιημένη θέση και μέγεθος των φατνίων του καννάβου.
3. Τοπωνύμια
Τοπωνύμια εκτάσεων, περιοχών, τοποθεσιών, πόλεων, προαστίων, κωμοπόλεων ή οικισμών, ή οποιοδήποτε γεωγραφικό ή τοπογραφικό χαρακτηριστικό δημόσιου ή ιστορικού ενδιαφέροντος.
4. Διοικητικές ενότητες
Διοικητικές ενότητες που χωρίζουν περιοχές επί των οποίων κράτη μέλη έχουν ή/και ασκούν δικαιοδοτικά δικαιώματα σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, χωρίζονται από διοικητικά όρια.
5.Διευθύνσεις
Θέση ακινήτων με βάση τη διεύθυνση, συνήθως με όνομα οδού, αριθμό οικίας και ταχυδρομικό κώδικα.
6.Γεωτεμάχια κτηματολογίου
Εκτάσεις που ορίζονται από κτηματολογικά μητρώα ή αντίστοιχες.
7. Δίκτυα μεταφορών
Δίκτυα οδικών, σιδηροδρομικών, αεροπορικών και υδάτινων μεταφορών και οι αντίστοιχες υποδομές. Περιλαμβάνονται οι συνδέσεις μεταξύ των διαφόρων δικτύων. Περιλαμβάνεται επίσης το διευρωπαϊκό δίκτυο μεταφορών, όπως ορίζεται στην απόφαση αριθ. 1692/96/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1996, περί των κοινοτικών προσανατολισμών για την ανάπτυξη του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών(26) και στις μελλοντικές αναθεωρήσεις της εν λόγω απόφασης.
8. Υδρογραφία
Υδρογραφικά στοιχεία, όπου περιλαμβάνονται οι θαλάσσιες περιοχές και όλα τα άλλα υδατικά συστήματα και σχετιζόμενα στοιχεία, μεταξύ των οποίων και οι λεκάνες και υπολεκάνες απορροής ποταμών. Κατά περίπτωση, σύμφωνα με τους ορισμούς της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων(27) και υπό μορφή δικτύων.
9. Προστατευόμενες τοποθεσίες
Εκτάσεις χαρακτηρισμένες ή υποκείμενες σε διαχείριση σε ένα πλαίσιο διεθνούς, κοινοτικού και εθνικού δικαίου για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων διατήρησης.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ
ΘΕΜΑΤΑ ΧΩΡΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6, ΣΤΟΙΧΕΙΟ Α), ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 8, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1, ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9, ΣΤΟΙΧΕΙΟ Β)
1. Υψομετρία
Ψηφιακά υψομετρικά μοντέλα για χερσαίες εκτάσεις, εκτάσεις καλυπτόμενες από πάγους και ωκεανούς. Περιλαμβάνονται, εν προκειμένω, η χερσαία υψομετρία, η βαθυμετρία και οι ακτογραμμές.
2.Κάλυψη γης
Φυσική και βιολογική κάλυψη της γήινης επιφάνειας, όπου συμπεριλαμβάνονται τεχνητές εκτάσεις, γεωργικές εκτάσεις, δάση, (ημι-)φυσικές εκτάσεις, υγρότοποι, υδατικά συστήματα.
3. Ορθοφωτογραφία
Γεωαναφερόμενα δεδομένα από εικόνες της επιφάνειας της γης, από δορυφόρους ή αερομεταφερόμενους αισθητήρες.
4. Γεωλογία
Γεωλογικός χαρακτηρισμός με βάση τη σύσταση και τη δομή. Περιλαμβάνονται το μητρικό πέτρωμα, οι υδροφόροι ορίζοντες και η γεωμορφολογία.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ
ΘΕΜΑΤΑ ΧΩΡΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6, ΣΤΟΙΧΕΙΟ Β), ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9, ΣΤΟΙΧΕΙΟ Β)
1. Στατιστικές μονάδες
Μονάδες διάδοσης ή χρήσης στατιστικών πληροφοριών.
2. Κτίρια
Γεωγραφική θέση κτιρίων.
3. Έδαφος
Χαρακτηρισμός εδάφους και υπεδάφους ανάλογα με το βάθος, την υφή, τη δομή και την περιεκτικότητα σε σωματίδια και οργανικά υλικά, το πετρώδες, τη διάβρωση και, κατά περίπτωση, τη μέση κλίση και την προβλεπόμενη χωρητικότητα αποθήκευσης νερού.
4. Χρήσεις γης
Χαρακτηρισμός περιοχών ανάλογα με την σημερινή και τη μελλοντική σχεδιαζόμενη λειτουργία τους ή τον κοινωνικοοικονομικό σκοπό τους (π.χ. αμιγώς οικιστική, βιομηχανική, εμπορική, γεωργική, δασική, αναψυχής).
5. Ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια
Γεωγραφική κατανομή της κυριαρχίας παθολογιών (αλλεργίες, καρκίνοι, αναπνευστικές ασθένειες κτλ.), πληροφορίες που καταδεικνύουν τις επιπτώσεις στην υγεία (βιοδείκτες, πτώση της γονιμότητας, επιδημίες) ή την ευεξία των ανθρώπων (κούραση, υπερένταση κτλ.) που συνδέονται άμεσα (ατμοσφαιρική ρύπανση, χημικές ουσίες, καταστροφή της στιβάδας του όζοντος, θόρυβος κτλ.) ή έμμεσα (τρόφιμα, γενετικώς τροποποιημένοι οργανισμοί κτλ.) με την ποιότητα του περιβάλλοντος.
6. Επιχειρήσεις κοινής ωφελείας και κρατικές υπηρεσίες
Περιλαμβάνονται εγκαταστάσεις υπηρεσιών κοινής ωφελείας, όπως η αποχέτευση, η διαχείριση αποβλήτων, ο ενεργειακός εφοδιασμός και η υδροδότηση, οι διοικητικές και κοινωνικές κρατικές υπηρεσίες, όπως οι δημόσιες διοικήσεις, οι χώροι πολιτικής προστασίας, τα σχολεία και τα νοσοκομεία.
7. Εγκαταστάσεις παρακολούθησης του περιβάλλοντος
Η τοποθεσία και η λειτουργία των εγκαταστάσεων παρακολούθησης του περιβάλλοντος περιλαμβάνει την παρατήρηση και τη μέτρηση των εκπομπών, της κατάστασης των στοιχείων του περιβάλλοντος και άλλων παραμέτρων του οικοσυστήματος (βιοποικιλότητα, οικολογική κατάσταση της βλάστησης, κλπ.) από τις δημόσιες αρχές ή για λογαριασμό τους
8. Εγκαταστάσεις παραγωγής και βιομηχανικές εγκαταστάσεις
Τοποθεσίες βιομηχανικής παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των εγκαταστάσεων που καλύπτονται από την οδηγία 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 1996, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης(28), και εγκαταστάσεις υδροληψίας, εξόρυξης, χώροι αποθήκευσης.
9. Γεωργικές εγκαταστάσεις και εγκαταστάσεις υδατοκαλλιέργειας
Γεωργικός εξοπλισμός και εγκαταστάσεις παραγωγής (συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων άρδευσης, των θερμοκηπίων και των στάβλων).
10. Κατανομή πληθυσμού - δημογραφία
Γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων των χαρακτηριστικών του πληθυσμού και των επιπέδων δραστηριοτήτων, ανά κάνναβο, περιοχή, διοικητική ενότητα ή άλλη ενότητα ανάλυσης.
11. Ζώνες διαχείρισης/ περιορισμού/ ρύθμισης εκτάσεων και μονάδες αναφοράς
Εκτάσεις υπό διαχείριση, υπό ρύθμιση ή χρησιμοποιούμενες για αναφορά σε διεθνές, ευρωπαϊκό, εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Περιλαμβάνονται χώροι απόρριψης, προστατευόμενες περιοχές γύρω από πηγές πόσιμου νερού, ζώνες ευάλωτες στη νιτρορρύπανση, κανονιστικά ρυθμιζόμενοι δίαυλοι θαλάσσιας ή εσωτερικής ναυσιπλοΐας, περιοχές για τη βύθιση αποβλήτων, ζώνες προστασίας από τον θόρυβο, ζώνες ακτινοβολίας, περιοχές όπου επιτρέπεται η μεταλλευτική έρευνα και εξόρυξη, διοικητικές περιοχές ποτάμιων λεκανών, σχετικές μονάδες αναφοράς και περιοχές διαχείρισης παράκτιας ζώνης.
12. Ζώνες φυσικών κινδύνων
Χαρακτηρισμός ευάλωτων περιοχών ανάλογα με τους φυσικούς κινδύνους (όλα τα ατμοσφαιρικά, υδρολογικά, σεισμικά, ηφαιστειακά φαινόμενα και τα φαινόμενα καταστροφικών πυρκαγιών που, λόγω της θέσης, της σφοδρότητας και της συχνότητάς τους, είναι δυνατό να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην κοινωνία), π.χ. πλημμύρες, κατολισθήσεις και καθιζήσεις, χιονοστιβάδες, δασικές πυρκαγιές, σεισμοί, εκρήξεις ηφαιστείων.
13. Ατμοσφαιρικές συνθήκες
Φυσικές ιδιότητες της ατμόσφαιρας. Περιλαμβάνονται χωρικά δεδομένα βασιζόμενα σε μετρήσεις, σε μοντέλα ή σε συνδυασμό τους, καθώς και οι τοποθεσίες μετρήσεων.
14. Μετεωρολογικά γεωγραφικά χαρακτηριστικά
Καιρικές συνθήκες και οι μετρήσεις τους· ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις, θερμοκρασία, εξατμισοδιαπνοή, ταχύτητα και διεύθυνση ανέμου.
15. Ωκεανογραφικά γεωγραφικά χαρακτηριστικά
Φυσικές ιδιότητες των ωκεανών (ρεύματα, αλατότητα, ύψος κυμάτων, κτλ.).
16. Θαλάσσιες περιοχές
Φυσικές ιδιότητες των θαλασσών και των αλατούχων υδατικών συστημάτων, με υποδιαίρεση ανά περιοχές και υποπεριοχές με κοινά χαρακτηριστικά.
17. Βιο-γεωγραφικές περιοχές
Περιοχές σχετικώς ομοιογενών οικολογικών συνθηκών με κοινά χαρακτηριστικά.
18. Ενδιαιτήματα και βιότοποι
Γεωγραφικές περιοχές που χαρακτηρίζονται από ειδικές οικολογικές συνθήκες, διαδικασίες, δομή και λειτουργίες (υποστήριξης της ζωής) οι οποίες στηρίζουν φυσικά τους οργανισμούς που ενδιαιτούν. Περιλαμβάνονται χερσαίες και υδάτινες εκτάσεις, διακρινόμενες ανάλογα με τα γεωγραφικά, αβιοτικά και βιοτικά χαρακτηριστικά τους, ανεξαρτήτως εάν είναι πλήρως φυσικές ή ημιφυσικές.
19. Κατανομή ειδών
Γεωγραφική κατανομή ειδών πανίδας και χλωρίδας, ανά κάνναβο, περιοχή, διοικητική ενότητα ή άλλη ενότητα ανάλυσης.
20. Ενεργειακοί πόροι
Ενεργειακοί πόροι, μεταξύ άλλων υδρογονάνθρακες, υδροηλεκτρική ενέργεια, βιοενέργεια, ηλιακή ενέργεια, αιολική ενέργεια κ.τ.λ., συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, πληροφοριών περί του βάθους και του ύψους όσον αφορά την έκταση του εκάστοτε πόρου.
21. Ορυκτοί πόροι
Ορυκτοί πόροι, μεταξύ άλλων και μεταλλεύματα, βιομηχανικά μεταλλεύματα κ.τ.λ., και συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, πληροφοριών περί του βάθους και του ύψους όσον αφορά την έκταση του εκάστοτε πόρου.
Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Ιουνίου 2005 (ΕΕ C 124 Ε της 25.5.2006, σ. 116), κοινή θέση του Συμβουλίου της 23ης Ιανουαρίου 2006 (ΕΕ C 126 Ε της 30.5.2006, σ. 16) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Ιουνίου 2006.
ΕΕ L 120 της 11.5.1990, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1641/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 245 της 29.9.2003, σ. 1).
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την αξιολόγηση και καταπολέμηση των πλημμυρών (COM(2006)0015 – C6-0020/2006 – 2006/0005(COD))
– έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2006)0015)(1),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 175, παράγραφος 1 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0020/2006),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 51 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων καθώς και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου και της Επιτροπής Περιφερειακής Ανάπτυξης (A6-0182/2006),
1. εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε·
2. ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·
3. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.
Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 13 Ιουνίου 2006 εν όψει της έγκρισης της οδηγίας 2006/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την αξιολόγηση και διαχείριση των κινδύνων των πλημμυρών
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 175, παράγραφος 1,
έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής,
έχοντας υπόψη την γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(2),
έχοντας υπόψη την γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών(3),
Ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 251 της Συνθήκης(4),
Εκτιμώντας τα εξής:
(1) Οι πλημμύρες μπορεί να προκαλέσουν θανάτους, μετακινήσεις πληθυσμών και καταστροφές στο περιβάλλον, να θέσουν σοβαρά σε κίνδυνο την οικονομική ανάπτυξη και να υπονομεύσουν τις οικονομικές δραστηριότητες της Κοινότητας.
(2) Οι πλημμύρες είναι φυσικά φαινόμενα τα οποία είναι αδύνατο να προβλεφθούν εξ ολοκλήρου. Ωστόσο, η μαζική μείωση στην φυσική ικανότητα ρύθμισης των πλημμυρών των λεκανών απορροής, η κακοδιαχείριση των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων (όπως αύξηση των ανθρωπίνων οικισμών και περιουσιακών στοιχείων στις πλημμυρικές περιοχές και η διάβρωση και η μείωση της φυσικής ικανότητας του εδάφους όσον αφορά την κατακράτηση υδάτων λόγω της αποψίλωσης των δασών και της γεωργικής δραστηριότητας σε λεκάνες απορροής ποταμών), οι ξηρασίες και η υπερθέρμανση του πλανήτη συμβάλλουν στην αύξηση της πιθανότητας και των αρνητικών συνεπειών των πλημμυρών.
(3)Οι παραδοσιακές στρατηγικές της διαχείρισης του κινδύνου πλημμυρών, οι οποίες εστιάζονται στην οικοδόμηση υποδομών για την άμεση προστασία ανθρώπων, ακίνητης περιουσίας και αγαθών, δεν έχουν παράσχει το επιδιωκόμενο επίπεδο ασφάλειας.
(4) Είναι εφικτό και επιθυμητό να μειωθεί ο κίνδυνος πρόκλησης ζημιών στην ανθρώπινη υγεία και ζωή, το περιβάλλον και τις υποδομές λόγω πλημμυρών. Εντούτοις, τα μέτρα για τη μείωση αυτού του κινδύνου ζημιών θα πρέπει να συντονίζονται μεταξύ κρατών μελών, των εθνικών, περιφερειακών και τοπικών τους αρχών καθώς και των οργανώσεων που είναι υπεύθυνες για τη διαχείριση των ποταμών σε επίπεδο ποτάμιας λεκάνης για να είναι αποτελεσματικά.
(5)Τα κράτη μέλη παροτρύνονται να λάβουν μέτρα τα οποία ευνοούν τη διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας σε ανάντι και κατάντι περιοχές, εντός και εκτός της επικράτειάς τους, διατηρώντας τον φυσικό ρου του ποταμού όπου είναι δυνατόν. Όπου δεν είναι δυνατόν, τα κράτη μέλη πρέπει να προσπαθούν να εξεύρουν αντισταθμιστικές περιοχές στη δική τους επικράτεια ή να αναζητήσουν τέτοιες περιοχές σε συνεργασία με άλλα κράτη μέλη.
(6)Οι επιστήμονες επισημαίνουν ομόφωνα ότι η συχνότητα ακραίων κατακρημνισμάτων έχει αυξηθεί κατά τα τελευταία χρόνια.
(7)Κατά τη διαχείριση των κινδύνων πρόκλησης ζημιών και για τον μετριασμό των επιπτώσεων από τις πλημμύρες θα πρέπει να τηρείται η αρχή της αλληλεγγύης. Συνεπώς, η διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας μίας λεκάνης απορροής ποταμού που διέρχεται μεταξύ δύο τουλάχιστον γειτονικών χωρών θα πρέπει να πραγματοποιείται εις τρόπον ώστε ουδεμία περιοχή να αντιμετωπίζει κίνδυνο πλημμύρας λόγω μη βιώσιμης διαχείρισης του ποταμού σε άλλη περιοχή.
(8)Το Συμβούλιο (Περιβάλλον) αναγνώρισε στα συμπεράσματά του της 14ης Οκτωβρίου 2004, ότι "οι ανθρώπινες δραστηριότητες συμβάλλουν στην αύξηση της πιθανότητας και των αρνητικών επιπτώσεων (ακραίων) πλημμυρών και ότι η αλλαγή του κλίματος θα οδηγήσει επίσης σε αύξηση πλημμυρών". Σύμφωνα με την αρχή της αειφόρου ανάπτυξης που ορίζεται στο άρθρο 37 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος πρέπει να συμπεριληφθεί στις πολιτικές της Ένωσης. Συνεπώς η Επιτροπή και τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν μέτρα προκειμένου να βελτιώσουν την πρόληψη των πλημμυρών, την προστασία από τους κινδύνους των πλημμυρών και τον περιορισμό των ζημιών.
(9)Επί του παρόντος, δεν υφίσταται νομικό μέσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την προστασία από τους κινδύνους πλημμυρών. Η οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2000 για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων(5) επιβάλλει την ανάπτυξη ολοκληρωμένων σχεδίων διαχείρισης για κάθε λεκάνη απορροής ποταμού με στόχο την επίτευξη καλής οικολογικής και χημικής κατάστασης και θα συμβάλλει στον μετριασμό των επιπτώσεων των πλημμυρών. Ωστόσο η μείωση του κινδύνου πλημμύρας δεν είναι ένας από τους κύριους στόχους της εν λόγω οδηγίας. Ο κίνδυνος αυτός που θα εμφανίζεται συχνότερα στο μέλλον λόγω της αλλαγής του κλίματος δεν λαμβάνεταιδεόντως υπόψη.
(10) Η ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών με τίτλο "Διαχείριση του κινδύνου πλημμυρών-Πλημμύρες: πρόληψη, προστασία και μετριασμός των επιπτώσεών τους", που περιγράφει την ανάλυση και την προσέγγιση της Επιτροπής όσον αφορά τη διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας σε επίπεδο Κοινότητας, αναφέρει ότι η ανάληψη προμελετημένης και συντονισμένης δράσης σε επίπεδο Κοινότητας θα μπορούσε να προσφέρει αξιοσημείωτη προστιθέμενη αξία και να βελτιώσει το συνολικό επίπεδο της προστασίας από τις πλημμύρες.
(11) Η απόφαση 2001/792/EΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου της 23ηςΟκτωβρίου 2001 περί κοινοτικού μηχανισμού για τη διευκόλυνση της ενισχυμένης συνεργασίας στις επεμβάσεις βοήθειας της πολιτικής προστασίας(6), αφορά την υποστήριξη και την ενίσχυση των κρατών μελών σε περίπτωση εκτάκτων καταστάσεων μείζονος κλίμακας συμπεριλαμβανόμενων των πλημμυρών. Η πολιτική προστασία μπορεί να προσφέρει ενδεδειγμένες απαντήσεις στους θιγόμενους πληθυσμούς και να βελτιώσει την ετοιμότητα και την ανθεκτικότητα· ωστόσο, δεν αντιμετωπίζει τα βασικά αίτια των πλημμυρών.
(12) Δυνάμει του κανονισμού (EΚ) αριθ. 2012/2002 του Συμβουλίου, της 11ηςΝοεμβρίου 2002 για την ίδρυση του ταμείου αλληλεγγύης της Ευρωπαϊκής Ένωσης(7) είναι δυνατή η ταχεία παροχή χρηματοοικονομικής αρωγής σε περίπτωση μείζονος καταστροφής ώστε να εξασφαλιστεί βοήθεια στα οικοσυστήματα, σε ανθρώπους, περιφέρειες και χώρες που έχουν πληγεί για να επιστρέψουν σε κατά το δυνατόν ομαλές συνθήκες διαβίωσης, εντούτοις η προσέγγιση αυτή μπορεί να εφαρμοστεί αποκλειστικά και μόνο εφόσον πρόκειται για επιχειρήσεις αντιμετώπισης κατεπειγόντων περιστατικών και όχι για τα στάδια τα οποία προηγούνται αναλόγων εκτάκτων καταστάσεων.
(13)Οι περισσότερες ποτάμιες λεκάνες στην Ευρώπη μοιράζονται μεταξύ των κρατών μελών. Για την αποτελεσματική πρόληψη και αντιμετώπιση των πλημμυρών απαιτείται εκτός του συντονισμού σε κοινοτικό επίπεδο, διακρατική συνεργασία.
(14)Οι απαιτήσεις βιώσιμης διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας πρέπει να ενσωματωθούν στον καθορισμό και την εφαρμογή όλων των άλλων συναφών πολιτικών των κρατών μελών και της Κοινότητας, περιλαμβανομένης της πολιτικής μεταφοράς των υδάτων, της γεωργικής πολιτικής, της πολιτικής συνοχής, της ενεργειακής πολιτικής και της πολιτικής ερευνών.
(15) Διάφοροι τύποι πλημμυρών σημειώνονται στην Κοινότητα, όπως οι πλημμύρες ποταμών, οι στιγμιαίες πλημμύρες, οι πλημμύρες στα αστικά κέντρα, οι πλημμύρες που οφείλονται στο αποχετευτικό σύστημα, οι παράκτιες πλημμύρες και πλημμύρες που προκαλούνται από ισχυρές βροχοπτώσεις. Οι ζημίες που προκαλούνται από τις πλημμύρες μπορούν επίσης να ποικίλλουν στις διάφορες χώρες και περιφέρειες της Κοινότητας. Ως εκ τούτου, οι στόχοι που αποσκοπούν στη διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας θα πρέπει να βασίζονται στις τοπικές και περιφερειακές περιστάσεις.
(16) Οι κίνδυνοι πλημμύρας σε ορισμένες περιοχές εντός της Κοινότητας δύνανται να θεωρηθούν ασήμαντοι όπως συμβαίνει λόγου χάριν σε περιοχές ακατοίκητες ή με μικρή δημογραφική πυκνότητα ή σε περιοχές με περιορισμένα περιουσιακά στοιχεία ή μικρή οικολογική αξία. Τέτοιες περιοχές ενδέχεται, εντούτοις, να είναι σημαντικές στον μετριασμό των πλημμυρών. Η προκαταρκτική αξιολόγηση των κινδύνων πλημμύρας σε κάθε λεκάνη και υπολεκάνη απορροής ποταμών καθώς επίσης στις αντίστοιχες παράκτιες ζώνες πρέπει να πραγματοποιείται σε επίπεδο περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού ώστε να προσδιορίζεται ο κίνδυνος πλημμύρας σε κάθε περίπτωση, οι δυνατότητες μετριασμού της πλημμύρας και να αποφασίζεται κατά πόσον επιβάλλεται να αναληφθεί περαιτέρω δράση.
(17) Για να εξασφαλιστεί αξιόπιστο μέσο πληροφόρησης καθώς και πολύτιμη βάση για τον καθορισμό των προτεραιοτήτων κα τη λήψη περαιτέρω τεχνικών, οικονομικών και πολιτικών αποφάσεων είναι απαραίτητο να προβλεφθεί η καθιέρωση χαρτών για τις πλημμύρες καθώς και χαρτών στους οποίους να αναφέρονται ενδεικτικές ζημίες από πλημμύρες και να περιγράφονται οι περιοχές που χαρακτηρίζονται από διαφορετικά επίπεδα κινδύνου πλημμύρας, καθώς και από τον κίνδυνο περιβαλλοντικής ρύπανσης ως συνέπεια πλημμυρών.
(18)Ενόψει των υφισταμένων δυνατοτήτων των κρατών μελών θα πρέπει σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας να διασφαλίζεται υψηλός βαθμός ευελιξίας σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, ιδίως όσον αφορά την οργάνωση και ευθύνη των αρχών, τα σχέδια διαχείρισης των πλημμυρών και χάρτες κινδύνου, το επίπεδο προστασίας καθώς και τα μέτρα και χρονοδιαγράμματα για την επίτευξη των τεθέντων στόχων.
(19) Για να μειωθούν και να αποφευχθούν οι αρνητικές επιπτώσεις των πλημμυρών στην εκάστοτε περιοχή είναι σκόπιμο να καταρτιστούν σχέδια διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας. Τα αίτια και οι συνέπειες των πλημμυρών ποικίλλουν ανάλογα με τις χώρες και τις περιφέρειες της Κοινότητας. Κατά συνέπεια τα σχέδια διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες γεωγραφικές γεωλογικές, υδρολογικές, τοπογραφικές και άλλες σχετικές περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της πυκνότητας του πληθυσμού καθώς και των οικονομικών δραστηριοτήτων στην πληγείσα λεκάνη απορροής του ποταμού, μέρος αυτής ή τμήμα της ακτής, και να παρέχουν λύσεις αφού ληφθούν υπόψη οι ανάγκες και οι προτεραιότητες της λεκάνης απορροής, τμήματος αυτής ή της ακτής, ενώ παράλληλα θα εξασφαλίζεται ο συντονισμός με τις περιοχές της λεκάνης απορροής κάθε ποταμού. Τα σχέδια διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας πρέπει να λαμβάνουν επίσης υπόψη βιομηχανικές και γεωργικές εγκαταστάσεις, καθώς και άλλες πιθανές πηγές ρύπανσης της εμπλεκόμενης περιοχής, προκειμένου να προληφθεί τέτοιου είδους ρύπανση.
(20) Ο κύκλος της διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας που περιλαμβάνει τα στάδια της πρόληψης, της προστασίας, της ετοιμότητας, της αντιμετώπισης εκτάκτων καταστάσεων και της αποκατάστασης και της επανεξέτασης θα πρέπει να βασίζεται στα στοιχεία των σχεδίων διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας και να εστιάζεται στις πτυχές της πρόληψης, της προστασίας και της ετοιμότητας.
(21) Για να αποφευχθεί ο περιττός διπλασιασμός των εργασιών τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να χρησιμοποιούν τους ήδη υφιστάμενους χάρτες κινδύνων πλημμύρας και τα σχέδια διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.
(22)Το Κοινό Κέντρο Ερευνών της Επιτροπής αναπτύσσει ένα Ευρωπαϊκό Σύστημα Προειδοποίησης για τις Πλημμύρες (EFAS) το οποίο είναι σε θέση να εκτελεί προσομοιώσεις πλημμυρών μεσαίου μεγέθους σε ολόκληρη την Ευρώπη με χρόνο εκτέλεσης μεταξύ 3 και 10 ημερών. Τα δεδομένα του EFAS ενδέχεται να συμβάλουν στην αύξηση της ετοιμότητας σε μελλοντική περίπτωση πλημμύρας. Ως εκ τούτου, το EFAS πρέπει να συνεχιστεί μόλις ολοκληρωθεί το δοκιμαστικό στάδιο. Προβλέπεται να καταστεί λειτουργικό το 2010.
(23)Η διαχείριση των πλημμυρών λεκανών απορροής ποταμού πρέπει να αποσκοπεί στη δημιουργία κοινής ευθύνης και αλληλεγγύης εντός της λεκάνης. Για αυτόν τον σκοπό, τα κράτη μέλη πρέπει να προσπαθήσουν να αυξήσουν την ευαισθητοποίηση και την ενθάρρυνση της συνεργασίας μεταξύ όλων των ενδιαφερομένων και σε περιοχές που δεν είναι επιρρεπείς ή είναι λιγότερο επιρρεπείς σε πλημμύρες, οι οποίες όμως μπορούν να συμβάλουν μέσω της χρήσης γης και των πρακτικών τους σε ανάντι ή κατάντι πλημμύρες.
(24)Όσον αφορά τη βραχυπρόθεσμη πρόγνωση, τα κράτη μέλη πρέπει να βασίζουν τα σχέδιά τους στη βέλτιστη διαθέσιμη πρακτική και εξέλιξη τεχνολογιών όπως η διαμόρφωση μοντέλων LAM (πρόγνωση δύο έως τεσσάρων ωρών).
(25) Η ανάπτυξη σχεδίων διαχείρισης των λεκανών απορροής των ποταμών βάσει της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και των σχεδίων διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας βάσει της παρούσας οδηγίας αποτελούν στοιχεία της ολοκληρωμένης διαχείρισης της λεκάνης απορροής του εκάστοτε ποταμού· οι δύο διαδικασίες θα πρέπει, επομένως, να αλληλοαξιοποιούνται ώστε καθίσταται δυνατή η εκμετάλλευση των διαθέσιμων συνεργιών. Για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική και εύλογη χρήση των πόρων, επιβάλλεται η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας να συντονίζεται στενά με την οδηγία 2000/60/EΚ.
(26)Όταν τα υδάτινα ρεύματα χρησιμοποιούνται για ανταγωνιστικές μορφές αειφόρων ανθρωπίνων δραστηριοτήτων (π.χ. διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας, οικολογία, εσωτερική ναυσιπλοΐα ή υδροηλεκτρική ενέργεια) με επιπτώσεις στα εν λόγω υδατικά συστήματα, η οδηγία 2000/60/ΕΚ πλαίσιο επιβάλλει σαφή και διαφανή διαδικασία για την αντιμετώπιση ανάλογων χρήσεων και επιπτώσεων. Σε περίπτωση αντικρουόμενων δικαιωμάτων πρέπει να δίνεται πάντα προτεραιότητα στην προστασία της ανθρώπινης ζωής και της ανθρώπινης υγείας έναντι της προστασίας του περιβάλλοντος.
(27) Τα μέτρα που είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να εγκριθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/EΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή(8).
(28)Δεδομένου ότι οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης είναι αδύνατο να επιτευχθούν επαρκώς μόνο από τα κράτη μέλη και δεδομένου ότι κατά συνέπεια, λόγω της κλίμακας και των επιπτώσεων της δράσης είναι σκοπιμότερο να επιτευχθούν σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα απόφαση δεν υπερβαίνει ό,τι είναι αυστηρώς απαραίτητο για να επιτευχθούν οι εν λόγω στόχοι. Τα κράτη μέλη μπορούν κατά συνέπεια στην πρώτη φάση επεξεργασίας έως το 2018, να καταφύγουν στα υφιστάμενα σχέδιά τους, όταν έχουν πληρωθεί τα εις το άρθρο 4 αναφερόμενα ελάχιστα κριτήρια.
(29)Οι διατάξεις του πρωτοκόλλου αριθ. 30 στη Συνθήκη όσον αφορά την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας ελήφθησαν πλήρως υπόψη κατά την κατάρτιση αυτής της οδηγίας.
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I
Γενικές διατάξεις
Άρθρο 1
Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση πλαισίου για την αξιολόγηση και διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας με στόχο τη μείωση των δυσμενών επιπτώσεων που αντιμετωπίζει η υγεία του ανθρώπου, το περιβάλλον και οι οικονομικές δραστηριότητες από τις πλημμύρες στην Κοινότητα. Επιπλέον, θα βοηθήσει στην επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων που προβλέπονται στην ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία.
Άρθρο 2
Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, επιπλέον των ορισμών για τις έννοιες των όρων "ποταμός", "λεκάνη απορροής ποταμού", "υπολεκάνες" και "περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού", που ορίζονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 2000/60/EΚ, ισχύουν και οι εξής ορισμοί:
1.
ως "πλημμύρα" νοείται η προσωρινή κάλυψη από νερό εδάφους το οποίο υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν καλύπτεται από νερό, ακόμη και ως αποτέλεσμα ισχυρών βροχοπτώσεων που οδηγούν σε πλημμύρες μη κατοικημένων και/ή βιομηχανικών περιοχών.
2.
ως "κίνδυνος πλημμύρας" νοείται η πιθανότητα να λάβει χώρα πλημμύρα η οποία να συνεπάγεται ενδεχόμενες ζημίες όσον αφορά την υγεία και τη ζωή του ανθρώπου, το περιβάλλον και τις οικονομικές δραστηριότητες ως συνέπεια μιας τέτοιας πλημμύρας.
Άρθρο 3
Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας τα κράτη μέλη αξιοποιούν τις ρυθμίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 1, 2, 3, 5 και 6 της οδηγίας 2000/60/EΚ.
Εφόσον τα κράτη μέλη ορίσουν άλλη αρμόδια αρχή για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας, εφαρμόζεται το άρθρο 3, παράγραφοι 6, 8 και 9 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II
Προκαταρκτική αξιολόγηση των κινδύνων πλημμύρας
Άρθρο 4
1. Τα κράτη μέλη πραγματοποιούν, για κάθε περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού ή τμήμα διεθνούς περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού που εμπίπτει στην επικράτειά τους, προκαταρκτική αξιολόγηση των κινδύνων πλημμύρας σύμφωνα με την παράγραφο 2. Οι υφιστάμενες αξιολογήσεις που προετοιμάζονται από τα κράτη μέλη - που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας - μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το σκοπό αυτό.
2. Η προκαταρκτική αξιολόγηση του κινδύνου πλημμύρας περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής:
α)
χάρτη της περιοχής της λεκάνης απορροής του ποταμού ο οποίος περιλαμβάνει τα όρια της λεκάνης απορροής του ποταμού, της αντίστοιχης υπολεκάνης και των παράκτιων περιοχών και ο οποίος περιγράφει τα αντίστοιχα τοπογραφικά χαρακτηριστικά και τη χρήση γης·
β)
περιγραφή των πλημμυρών που σημειώθηκαν κατά το παρελθόν και οι οποίες είχαν σημαντικές αρνητικές συνέπειες στις ανθρώπινες ζωές, στις οικονομικές δραστηριότητες και το περιβάλλον·
γ)
περιγραφή των διαδικασιών που σχετίζονται με τις πλημμύρες, συμπεριλαμβανομένης της ευπάθειας που τις χαρακτηρίζει έναντι αλλαγών, ιδίως της καθίζησης και του ρόλου που διαδραματίζουν οι πλημμυρικές περιοχές ως φυσικός μηχανισμός ρύθμισης των πλημμυρών καθώς και περιγραφή των υφιστάμενων και μελλοντικών οδών αποστράγγισης των πλημμυρισμένων περιοχών·
δ)
περιγραφή αναπτυξιακών σχεδίων που ενδεχομένως συνεπάγονται αλλαγή της χρήσης γης ή της δημογραφικής κατανομής και της κατανομής των οικονομικών δραστηριοτήτων με αποτέλεσμα να αυξάνουν οι κίνδυνοι πλημμύρας στην περιοχή, ανάντι ή κατάντι αυτής·
ε)
αξιολόγηση της πιθανότητας μελλοντικών πλημμυρών βάσει των υδρολογικών δεδομένων, των ειδών των πλημμυρών και των προβλεπόμενων επιπτώσεων της αλλαγής του κλίματος και των τάσεων σε ότι αφορά τη χρήση γης·
στ)
πρόβλεψη και υπολογισμός των συνεπειών των μελλοντικών πλημμυρών στην υγεία του ανθρώπου, το περιβάλλον και τις οικονομικές δραστηριότητες λαμβανομένων υπόψη μακροπρόθεσμων εξελίξεων όπως η αλλαγή του κλίματος·
ζ)
τα μέτρα διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας, ειδικά εκείνα που σχετίζονται με κτιριακές υποδομές, πρέπει να αποτελούν αντικείμενο ορθής και διαφανούς οικονομικής και περιβαλλοντικής εκτίμησης για τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητάς τους για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της κάλυψης του κόστους, συμπεριλαμβανομένου του περιβαλλοντικού κόστους και του κόστους σε πόρους·
η)
υπολογισμός της αποτελεσματικότητας των υφισταμένων τεχνητών αντιπλημμυρικών υποδομών, λαμβάνοντας υπόψη την πραγματική τους ικανότητα πρόληψης των ζημιών καθώς και την οικονομική και περιβαλλοντική τους αποτελεσματικότητα.
3.Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν, για λεκάνες και υπολεκάνες απορροής ποταμών και παράκτιες ζώνες, για τις οποίες ενδέχεται να εικάζεται ήδη επαρκής κίνδυνος, να παραιτηθούν από την αναφερόμενη στην παράγραφο 1 προσωρινή αξιολόγηση του κινδύνου πλημμύρας, εφόσον:
α)
διατίθενται ήδη χάρτες κινδύνου πλημμυρών ή σχέδια για τη διαχείριση του κινδύνου των πλημμυρών κατά την ημερομηνία του άρθρου 6 παράγραφος 1·
β)
τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή έως την ημερομηνία του άρθρου 6 παράγραφος 1 ότι σκοπεύουν να προβούν σε χρήση αυτής της κατ' εξαίρεση ρύθμισης· και
γ)
έχουν πραγματοποιήσει την επανεξέταση της προσωρινής αξιολόγησης του κινδύνου πλημμυρών, των χαρτών του κινδύνου πλημμυρών και τα σχέδια για τη διαχείριση του κινδύνου πλημμυρών σύμφωνα με τα κεφάλαια ΙΙ, ΙΙΙ και IV έως τις αναφερόμενες στο άρθρο 6 παράγραφος 2, στο άρθρο 8 παράγραφος 2 ή το άρθρο 10 παράγραφος 2 προθεσμίες.
Άρθρο 5
1. Βάσει της αξιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 4 κάθε λεκάνη και υπολεκάνη απορροής, κάθε παράκτια ζώνη του ποταμού και τμήματα αυτής που καλύπτεται από περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού χαρακτηρίζονται κατά τρόπο που να εμπίπτει σε μία από τις εξής κατηγορίες:
α)
Λεκάνες, υπολεκάνες απορροής, παράκτια ζώνη των ποταμών ή τμήματα αυτής για τις οποίες συμπεραίνεται ότι δεν υφίσταται σοβαρός κίνδυνος πλημμύρας ή θεωρείται ότι οι επιπτώσεις σε περίπτωση πλημμύρας, το περιβάλλον ή την οικονομική δραστηριότητα είναι αρκετά περιορισμένες ώστε να θεωρούνται αποδεκτές, λαμβάνοντας υπόψη την προβλεπόμενη χρήση γης ή την αλλαγή του κλίματος.
β)
Λεκάνες και υπολεκάνες απορροής ποταμού ή παράκτιες ζώνες για τις οποίες θεωρείται ότι υφίσταται σοβαρός κίνδυνος πλημμύρας.
2. Ο χαρακτηρισμός δυνάμει της παραγράφου 1 λεκανών ή υπολεκανών απορροής διεθνών ποταμών, αντιστοίχων παρακτίων ζωνών ή τμημάτων της περιοχής εντός της λεκάνης απορροής διεθνούς ποταμού, αποτελούν αντικείμενο συντονισμού μεταξύ των ενδιαφερόμενων κρατών μελών.
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν τη μεταφορά των συναφών δεδομένων όσον αφορά τις κοινές λεκάνες απορροής ποταμών για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 6
1. Τα κράτη μέλη ολοκληρώνουν την προκαταρκτική αξιολόγηση του κινδύνου πλημμύρας το αργότερο ...(9).
2. Τα κράτη μέλη επανεξετάζουν και ενημερώνουν, εφόσον είναι απαραίτητο, την αξιολόγηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 το αργότερο το 2018 και εν συνεχεία ανά εξαετία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ III
Χάρτες κινδύνων πλημμύρας
Άρθρο 7
1. Τα κράτη μέλη εκπονούν σε επίπεδο περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού χάρτες πλημμυρών και χάρτες ενδεικτικών ζημιών από πλημμύρες, που εφεξής αναφέρονται ως "χάρτες κινδύνων πλημμύρας", για τις λεκάνες και υπολεκάνες απορροής των ποταμών καθώς και τα παράκτια τμήματα που αναφέρονται στο στοιχείο (β) της παραγράφου 1 του άρθρου 5. Οι υφιστάμενοι χάρτες που εκπονήθηκαν από τα κράτη μέλη, οι οποίοι ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον σκοπό αυτό. Τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν τους χάρτες κινδύνων πλημμύρας προκειμένου να καταργήσουν σταδιακά τις άμεσες ή έμμεσες επιχορηγήσεις που έχουν ως επίπτωση την αύξηση των κινδύνων πλημμύρας.
2. Οι χάρτες πλημμυρών θα καλύψουν τις γεωγραφικές περιοχές που θα μπορούσαν να πλημμυρήσουν σύμφωνα με τα εξής σενάρια:
α)
πληµµύρες µε πιθανή περίοδο επαναληπτικότητας κάθε 10-30 χρόνια·
β)
πλημμύρες με πιθανή περίοδο επαναληπτικότητας άπαξ ανά εκατονταετία·
Για κάθε σενάριο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο πρέπει να παρατίθενται τα εξής στοιχεία:
α)
προβλεπόμενο βάθος νερού·
β)
ταχύτητα ροής, εφόσον είναι απαραίτητο·
γ)
περιοχές στις οποίες ενδέχεται να παρατηρηθούν φαινόμενα αποσάθρωσης αντιπλημμυρικών αναβαθμίδων και πρανών ποτάμιων κοιλάδων, καθώς και παρόχθιας αποσάθρωσης και εναπόθεσης επιπλεόντων απορριμμάτων·
δ)
περιοχές απόκρημνων πρανών στις οποίες ενδέχεται να εμφανιστούν πλημμύρες με υψηλή ταχύτητα ροής και εναπόθεση μεγάλων ποσοτήτων υπολειμμάτων·
ε)
παράγοντες δυνάμει ικανοί να προκαλέσουν πλημμύρες οι οποίοι μπορούν να εντοπισθούν στην περιοχή που επισημαίνεται στον χάρτη κινδύνων·
στ)
πλημμυρικές περιοχές και άλλες φυσικές περιοχές που δύνανται να χρησιμεύσουν ως μηχανισμοί προστασίας από πλημμύρες/ λωρίδες αναχωμάτων κατά το παρόν ή το μέλλον.
3. Οι χάρτες ενδεικτικών ζημιών λόγω πλημμυρών θα πρέπει να περιγράφουν τις πιθανές δυσμενείς επιπτώσεις που θα προκληθούν από τις πλημμύρες υπό τις συνθήκες των σεναρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και να εκφράζουν τις ζημίες αυτές ως εξής:
α)
αριθμό κατοίκων που ενδέχεται να πληγεί·
β)
πιθανή οικονομική ζημία στην περιοχή·
γ)
πιθανή ζημία στο περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων περιοχών οι οποίες χαρακτηρίζονται ως προστατευόμενες σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, λαμβάνοντας υπόψη την τοποθεσία του σημείου ή τις πηγές μετάδοσης της ρύπανσης και των συναφών κινδύνων για τα υδατικά ή τα χερσαία οικοσυστήματα σε περίπτωση πλημμυρών - και κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία·
δ)
τεχνικές εγκαταστάσεις όπως αναφέρονται στο παράρτημα I της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 1996 σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης(10) και καλύπτονται από την οδηγία 96/82/ΕΚ του Συμβουλίου της 9ης Δεκεμβρίου 1996 για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες(11) που δύνανται να προκαλέσουν τυχαία ρύπανση σε περίπτωση πλημμύρας και προστατευόμενες περιοχές οι οποίες ορίζονται στο άρθρο 6 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.
Οι χάρτες κινδύνων πλημμύρας μπορούν να περιλαμβάνουν και ζώνες περιοχών ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των χρήσεών τους και με την τρωτότητά τους σε κάθε πιθανή ζημία.
4.Τα κράτη μέλη ορίζουν τα ειδικά σημεία στα οποία ο κίνδυνος πλημμύρας είναι μεγαλύτερος. Η εν λόγω πληροφορία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον σχεδιασμό της χρήσης γης.
5.Βάσει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των περιοχών τους, τα κράτη μέλη δύνανται, εφόσον το θεωρούν ενδεδειγμένο, να περιλαμβάνουν ειδικές διατάξεις στους χάρτες κινδύνων τους.
Άρθρο 8
1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την ολοκλήρωση των χαρτών κινδύνων πλημμύρας το αργότερο έως τις 22 Δεκεμβρίου 2013.
2. Οι χάρτες αυτοί επανεξετάζονται και εφόσον είναι απαραίτητο ενημερώνονται το αργότερο έως τις 22 Δεκεμβρίου 2019 και εν συνεχεία ανά έξι έτη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV
Σχέδια διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας
Άρθρο 9
1. Τα κράτη μέλη εγκρίνουν και εφαρμόζουν σχέδια διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας σε επίπεδο περιοχής λεκάνης απορροής του ποταμού για τις λεκάνες και υπολεκάνες απορροής του ποταμού καθώς και τα παράκτια τμήματα που αναφέρονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1 στοιχείο (β) σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5 του παρόντος άρθρου, με τις οδηγίες 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 2ας Απριλίου 1979 περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών(12) και 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 1992 για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας(13), καθώς και με τους στόχους που προβλέπονται στα άρθρα 1 και 4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.
2.Για την εκπόνηση αυτών των σχεδίων, τα κράτη μέλη περιγράφουν διαδικασίες πλημμυρών και την ευαισθησία τους έναντι αλλαγών, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου των κατακλυζομένων ζωνών ως φυσικών περιοχών προστασίας από πλημμύρες/λωρίδες αναχωμάτων και της υφισταμένης καθώς και της μελλοντικής παροχέτευσης της πλημμύρας. Επιπλέον, περιγράφουν σχέδια ανάπτυξης, τα οποία οδηγούν σε μεταβολές της χρήσης των εκτάσεων, της κατανομής του πληθυσμού ή των οικονομικών δραστηριοτήτων και κατ' αυτόν τον τρόπον θα επηρέαζαν την αύξηση του κινδύνου πλημμύρας στην ίδια την περιοχή ή σε περιφέρειες που βρίσκονται στα ανάντι ή κατάντι του ποταμού.
3.Όταν υφίστανται ήδη χάρτες ή σχέδια για περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού ή τμημάτων αυτών, που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιήσουν τους υφιστάμενους χάρτες ή τα σχέδια για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Μια επανεξέταση και επικαιροποίηση, όπως ορίζει το άρθρο 11, παράγραφος 2, εξακολουθεί να ισχύει.
4. Τα κράτη μέλη, σε στενή συνεργασία με τις τοπικές και περιφερειακές αρχές, καθιερώνουν κατάλληλα επίπεδα προστασίας που προσιδιάζουν σε έκαστη λεκάνη απορροής, ή υπολεκάνη ποταμού ή παράκτιο τμήμα, εστιάζοντας σεμείωση των πιθανών συνεπειών τους για την υγεία του ανθρώπου, το περιβάλλον και την οικονομική δραστηριότητα και λαμβάνοντας υπόψη τα αντίστοιχα θέματα διαχείρισης του ύδατος, το έδαφος, το χωροταξικό σχεδιασμό, τη χρήση της γης, την τρωτότητα της εκάστοτε περιοχής σε κάθε πιθανή ζημία και τη διαφύλαξη της φύσης, αλλά και το κόστος και τα οφέλη. Στην περίπτωση κοινών λεκανών απορροής ποταμού, υπολεκανών ή παράκτιων τμημάτων, τα κράτη μέλη συνεργάζονται κατά την εφαρμογή των προαναφερομένων υποχρεώσεων. Οι ανθρώπινες χρήσεις των πλημμυρικών περιοχών πρέπει να προσαρμόζονται στους καθορισμένους κινδύνους πλημμύρας.
5. Τα σχέδια διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας περιλαμβάνουν μέτρα τα οποία:
a)
λειτουργούν με φυσικές διαδικασίες όπως η διατήρηση ή/και η αποκατάσταση πλημμυρικών περιοχών προκειμένου να αποδοθεί χώρος στους ποταμούς, όπου αυτό είναι δυνατόν, και να προαχθεί η ενδεδειγμένη χρήση γης και η γεωργική και δασοκομική πρακτική σε ολόκληρη τη λεκάνη απορροής ποταμού·
β)
συμβάλλουν στη διαχείριση πλημμυρών σε ανάντι ή κατάντι περιοχές ή τουλάχιστον δεν επηρεάζουν τους κινδύνους πλημμύρας κατά τρόπο ώστε οι ανάντι και κατάντι περιοχές να επιβαρύνονται με δυσανάλογο κόστος κατά την επίτευξη του κατάλληλου επιπέδου πρόληψης κινδύνων και προστασίας·
γ)
λαμβάνουν υπόψη την αποτελεσματικότητα των υφιστάμενων τεχνητών υποδομών αντιπλημμυρικής προστασίας, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής και περιβαλλοντικής αποτελεσματικότητάς τους.
Το σχέδιο διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας αντιμετωπίζει όλα τα στάδια του κύκλου διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας εστιαζόμενο στην πρόληψη, την προστασία, την ετοιμότητα και λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά της λεκάνης ή υπολεκάνης απορροής του εκάστοτε ποταμού. Το σχέδιο διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας περιλαμβάνει επίσης αξιολόγηση μέτρων διάσωσης και αποκατάστασης.
Το σχέδιο διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας περιλαμβάνει μέτρα πρόληψης τυχαίας ρύπανσης από τεχνικές εγκαταστάσεις όπως αναφέρεται στο παράρτημα I της οδηγίας 96/61/ΕΚ και καλύπτεται από την οδηγία 96/82/ΕΚ ως συνέπεια της πλημμύρας.
6.Τα μέτρα διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας, ειδικά αυτά που βασίζονται στις κτιριακές υποδομές, πρέπει να υπόκεινται σε εύλογη και διαφανή οικονομική και περιβαλλοντική αξιολόγηση προκειμένου να διασφαλίζεται η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά τους για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της κάλυψης του κόστους, συμπεριλαμβανομένου του περιβαλλοντικού κόστους και του κόστους σε πόρους.
7.Υπό το πρίσμα της αρχής της αλληλεγγύης, πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο λήψης μέτρων στις ανάντι και κατάντι περιοχές, όπου αυτό είναι δυνατόν, ως τμήμα των σχεδίων διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας. Τα μέτρα διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας, ή οιαδήποτε άλλα μέτρα που λαμβάνει ένα κράτος μέλος δεν επιτρέπεται να αυξάνουν τους κινδύνους πλημμύρας στις γειτονικές χώρες.
8.Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος προτίθεται να αλλάξει σημαντικά τα μέτρα εφαρμογής ή το καθορισμένο χρονοδιάγραμμα εφαρμογής κατά τη διάρκεια της προβλεπόμενης στο άρθρο 11 παράγραφος 2 περιόδου επανεξέτασης, τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν την ενδεδειγμένη δράση προκειμένου να διασφαλιστεί ο συντονισμός με άλλα κράτη μέλη εντός μιας περιοχής διεθνούς λεκάνης απορροής ποταμού, καθώς και η ενημέρωση και η συμμετοχή του κοινού.
Άρθρο 10
1. To πρώτο σχέδιο διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας θα περιλαμβάνει τα στοιχεία που αναφέρονται στο μέρος Α του παραρτήματος. Η επανεξέταση που θα ακολουθήσει, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2, θα περιλαμβάνει τα στοιχεία που αναφέρονται στο μέρος Β του παραρτήματος.
2. Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή ενδιάμεση έκθεση για τις προόδους που σημειώνονται κατά την εφαρμογή των προβλεπόμενων μέτρων εντός τριών ετών από την δημοσίευση ή την ενημέρωση κάθε σχεδίου διαχείρισης κινδύνων πλημμύρας.
Άρθρο 11
1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα σχέδια διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας ολοκληρώνονται και δημοσιεύονται έως τις 22 Δεκεμβρίου 2015 το αργότερο και εφαρμόζονται από τις 23 Δεκεμβρίου 2015.
2. Τα σχέδια διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας επανεξετάζονται και ενημερώνονται το 2021 το αργότερο και εν συνεχεία ανά εξαετία.
Άρθρο 12
1. Για τις λεκάνες απορροής των ποταμών που ανήκουν εξολοκλήρου στην επικράτειά τους, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την εκπόνηση αποκλειστικά και μόνο ενός σχεδίου διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας.
2. Στην περίπτωση περιοχών διεθνών λεκανών απορροής ποταμού που ανήκουν στην Κοινότητα, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τον απαραίτητο συντονισμό, μεταξύ άλλων με την ανάπτυξη δικτύων πληροφόρησης μεταξύ των αρμοδίων αρχών, με στόχο να καταρτισθεί αποκλειστικά και μόνο ένα διεθνές σχέδιο διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας. Οι προσχωρούσες και οι υποψήφιες χώρες ενθαρρύνονται ένθερμα να συνεργάζονται ενεργά στις εν λόγω συντονιστικές δράσεις.
Εάν δεν εκπονηθεί ανάλογο σχέδιο, τα κράτη μέλη διαμορφώνουν σχέδια διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας τα οποία να καλύπτουν τουλάχιστον τα μέρη της διεθνούς λεκάνης απορροής ποταμού που ανήκουν στην επικράτειά τους. Κατά την εκπόνηση των εν λόγω σχεδίων, διαβουλεύονται με τα κράτη μέλη που βρίσκονται στη διεθνή λεκάνη απορροής ποταμού, εκθέτουν τις απόψεις των εν λόγω κρατών μελών και λαμβάνουν υπόψη τις επιπτώσεις των σχεδίων τους στα γειτονικά κράτη μέλη.
3.Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι απαιτήσεις αυτής της οδηγίας να συντονίζονται για τη συνολική περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού. Στην περίπτωση διεθνούς λεκάνης απορροής διεθνούς ποταμού τα κράτη μέλη μεριμνούν από κοινού γι' αυτόν τον συντονισμό και μπορούν να αξιοποιούν γι' αυτό το σκοπό υφιστάμενες δομές, οι οποίες ανάγονται σε διεθνείς συμφωνίες.
4. Εάν η διεθνής λεκάνη απορροής ποταμού υπερβαίνει τα όρια της Κοινότητας, και εφόσον δεν εκπονείται ένα και μόνο διεθνές σχέδιο διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας στο οποίο να συμπεριλαμβάνεται κάθε εμπλεκόμενη τρίτη χώρα, τα κράτη μέλη ή το εμπλεκόμενο κράτος μέλος θα καταβάλλει προσπάθεια για έναν ενδεδειγμένο συντονισμό με τις αντίστοιχες τρίτες χώρες, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της παρούσας οδηγίας στο σύνολο της περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού.
5.Όσον αφορά τυχόν προβλήματα, τα οποία έχουν επιπτώσεις στη διαχείριση του κινδύνου πλημμυρών σε ένα κράτος μέλος και τα οποία δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν σε επίπεδο κρατών μελών, γίνεται παραπομπή στο άρθρο 12 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V
Συντονισμός με την οδηγία 2000/60/EΚ, πληροφόρηση και συμμετοχή του κοινού
Άρθρο 13
1. Η εκπόνηση των πρώτων χαρτών για τους κινδύνους πλημμύρας και οι εν συνεχεία επανεξετάσεις τους που προβλέπονται στο άρθρο 8 της παρούσας οδηγίας εκτελούνται σε στενό συντονισμό και εντάσσονται στις επανεξετάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 της οδηγίας 2000/60/EΚ.
2. Η εκπόνηση των πρώτων σχεδίων διαχείρισης κινδύνων πλημμύρας και οι εν συνεχεία επανεξετάσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 10 εκτελούνται σε στενό συντονισμό με, και εντάσσονται στις επανεξετάσεις των σχεδίων διαχείρισης των λεκανών απορροής των ποταμών που προβλέπονται στο άρθρο 13 παράγραφος 7 της οδηγίας 2000/60/EΚ.
3. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η ενεργός συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων μερών δυνάμει του άρθρου 14 της παρούσας οδηγίας να συντονίζεται με την ενεργό συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων μερών δυνάμει του άρθρου 14 της οδηγίας 2000/60/EΚ.
Άρθρο 14
1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν σύμφωνα με την οδηγία 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 28ης Ιανουαρίου 2003 σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στις περιβαλλοντικές πληροφορίες(14) καθώς και τη Σύμβαση του Aarhus σχετικά για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, ώστε να διατίθενται στο κοινό οι προκαταρκτικές αξιολογήσεις κινδύνων πλημμύρας, οι χάρτες κινδύνων πλημμύρας και τα σχέδια διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας.
2. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την ενεργό συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων μερών στην εκπόνηση, επανεξέταση και ενημέρωση των σχεδίων διαχείρισης κινδύνων πλημμύρας που αναφέρονται στο κεφάλαιο IV.
3.Τα κράτη μέλη ενημερώνουν και ενθαρρύνουν την ενεργό συμμετοχή του κοινού για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου ετοιμότητας στο πλαίσιο των σχεδίων διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας, προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι επιζήμιες επιπτώσεις των πλημμυρών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI
Μέτρα εφαρμογής και τροποποιήσεις
Άρθρο 15
1. Η Επιτροπή δύναται, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 16 παράγραφος 2 να εγκρίνει τεχνικά δελτία για τη διαβίβαση και την επεξεργασία των δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των στατιστικών και χαρτογραφικών στοιχείων.
2. Η Επιτροπή δύναται, λαμβάνοντας υπόψη της προβλεπόμενες προθεσμίες επανεξέτασης και ενημέρωσης και σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 16 παράγραφος 2, να προσαρμόζει στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο το άρθρο 4 παράγραφος 2, το άρθρο 7 παράγραφοι 2 και 3 και το παράρτημα.
3.Τα κράτη μέλη παρέχουν τακτικά στους κατοίκους των περιοχών που αναφέρονται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, πληροφορίες και κατάρτιση, ώστε να είναι σε θέση να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα προφύλαξης πριν από τις πλημμύρες και να αναλάβουν δράση μετά από αυτές.
Άρθρο 16
1. Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή που συγκροτείται δυνάμει του άρθρου 21 της οδηγίας 2000/60/EΚ (εφεξής "η επιτροπή").
2. Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, ισχύουν τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/EΚ, έχοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 8.
Η προθεσμία που ορίζει το άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/EΚ ορίζεται τρίμηνη.
3. Η επιτροπή εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό της.
Άρθρο 17
1.Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην προβούν στην προκαταρκτική αξιολόγηση κινδύνου πλημμύρας σύμφωνα με το άρθρο 4 για τις λεκάνες απορροής ποταμών και τα παράκτια τμήματα για τα οποία διαπιστώθηκε μέχρι την…(15) ότι υπάρχει σημαντικός ενδεχόμενος κίνδυνος πλημμύρας ή θεωρείται εύλογο να πιθανολογείται πλημμύρα, έτσι ώστε να πρέπει να χαρακτηριστούν περιοχές του άρθρου 5 παράγραφος 1 στοιχείο β).
2.Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να χρησιμοποιήσουν μέχρι την…* τους υπάρχοντες χάρτες κινδύνου πλημμύρας εφόσον οι τελευταίοι εκπληρώνουν τον σκοπό των χαρτών του άρθρου 7.
3.Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην εκπονήσουν σχέδια διαχείρισης κινδύνου πλημμύρας σύμφωνα με το άρθρο 9, εάν τα σχέδια που θα υπάρχουν την…* είναι κατάλληλα για την εκπλήρωση των στόχων σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 9.
4.Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τις αποφάσεις τους βάσει των παραγράφων 1, 2 και 3 για τις προθεσμίες που προβλέπονται στα άρθρα 6 παράγραφος 1, 8 παράγραφος 1 και 11 παράγραφος 1.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII
Εκθέσεις και τελικές διατάξεις
Άρθρο 18
Τα κράτη μέλη υποβάλλουν προκαταρκτική αξιολόγηση κινδύνων πλημμύρας, τους χάρτες κινδύνων πλημμύρας και τα σχέδια διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας, συμπεριλαμβανομένων και των διασυνοριακών κινδύνων πλημμύρας στην Επιτροπή, εντός 3 μηνών από την ολοκλήρωσή τους.
Άρθρο 19
Η Επιτροπή υποβάλλει έως τις 22 Δεκεμβρίου 2018 το αργότερο και εν συνεχεία κάθε έξι χρόνια στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Κατά την εκπόνηση αυτής της έκθεσης λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις της αλλαγής του κλίματος.
Άρθρο 20
1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι απαραίτητες για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία το αργότερο εντός …(16). Κοινοποιούν πάραυτα στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων καθώς και συγκριτικό πίνακα αντιστοίχισης των εν λόγω διατάξεων προς τις διατάξεις της οδηγίας.
Τα κράτη μέλη που εγκρίνουν τις εν λόγω διατάξεις μεριμνούν ώστε κατά την επίσημη δημοσίευση τους να περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή να συνοδεύονται από ανάλογη αναφορά. Τα κράτη μέλη αποφασίζουν τη μορφή της εν λόγω παραπομπής.
2. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις κύριες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που εγκρίνουν στον τομέα που καλύπτει η παρούσα οδηγία.
Άρθρο 21
Η παρούσα οδηγία τίθεται σε ισχύ την εικοστή ημέρα μετά από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 22
Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.
Έγινε στις
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Σχέδια διαχείρισης κινδύνων πλημμύρας
A. Στοιχεία των πρώτων σχεδίων διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας:
1.
τα συμπεράσματα της προκαταρκτικής αξιολόγησης κινδύνου πλημμύρας όπως προβλέπεται στο κεφάλαιο II·
2.
χάρτες κινδύνων πλημμύρας που εκπονούνται βάσει του κεφαλαίου III και τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τους εν λόγω χάρτες·
3.
περιγραφή του ενδεδειγμένου επιπέδου προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4·
4.
περιγραφή των απαιτούμενων μέτρων για την επίτευξη των ενδεδειγμένων επιπέδων προστασίας συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 9 και μέτρα σχετικά με τις πλημμύρες που λαμβάνονται βάσει άλλων νομοθετικών πράξεων της Κοινότητας·
5.
ιεράρχηση προτεραιοτήτων σχετικά με τα μέτρα που προαγάγουν την πρόληψη της ζημίας σύμφωνα με τους στόχους της "μη υποβάθμισης" και "της καλής οικολογικής, χημικής και ποσοτικής κατάστασης" της οδηγίας 2000/60/ΕΚ όπως:
-
προστασία των υγροτόπων και των πλημμυρικών περιοχών,
-
αποκατάσταση των υποβαθμισμένων υγροτόπων και πλημμυρικών περιοχών (συμπεριλαμβανομένων των μαιάνδρων ποταμών), ιδίως εκείνων που επανασυνδέουν τους ποταμούς με τις πλημμυρικές περιοχές τους,
-
απομάκρυνση των απηρχαιωμένων αντιπλημμυρικών υποδομών από τους ποταμούς,
-
αποτροπή περαιτέρω οικοδόμησης στις πλημμυρικές περιοχές (υποδομές, κατοικίες, κλπ.),
-
προώθηση οικοδομικών μέτρων για την αναβάθμιση υφισταμένων κτηρίων (όπως έργα υποστύλωσης),
-
στήριξη των αειφόρων πρακτικών για τη χρήση γης στη λεκάνη απορροής, όπως της αναδάσωσης, προκειμένου να βελτιωθεί η φυσική ρύθμιση των υδάτων και η επαναπλήρωση των υπόγειων υδάτων,
-
προηγούμενη εξουσιοδότηση ή καταγραφή μόνιμων δραστηριοτήτων στις πλημμυρικές περιοχές, όπως είναι η οικοδόμηση και η βιομηχανική ανάπτυξη·
6.
περιγραφή των πληροφοριών για το κοινό και των μέτρων/δράσεων που έχουν αναληφθεί για την πραγματοποίηση διαβουλεύσεων·
7.
περιγραφή της διαδικασίας συντονισμού σε κάθε διεθνή περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού και της διαδικασίας συντονισμού με την οδηγία 2000/60/EΚ καθώς και κατάλογος των αρμοδίων αρχών.
B. Στοιχεία της εν συνεχεία ενημέρωσης των σχεδίων διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας:
1.
οιεσδήποτε μεταβολές ή ενημερώσεις μετά από τη δημοσίευση της προηγούμενης έκδοσης του σχεδίου διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας, συμπεριλαμβανομένης της σύνοψης των επανεξετάσεων που πραγματοποιήθηκαν βάσει των κεφαλαίων II, III και IV·
2.
αξιολόγηση των συντελεσθεισών προόδων όσον αφορά την επίτευξη του επιπέδου πρόληψης κινδύνων και προστασίας·
3.
περιγραφή και ερμηνεία μέτρων που προβλέφθηκαν βάσει της προηγούμενης μορφής του σχεδίου διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας δίχως να αναληφθούν τελικά·
4.
περιγραφή τυχόν συμπληρωματικών μέτρων μετά τη δημοσίευση της προηγούμενης μορφής του σχεδίου διαχείρισης κινδύνων πλημμύρας.
ΕΕ L 257 της 10.10.1996, σ. 26. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 166/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 33 της 4.2.2006, σ. 1).
ΕΕ L 10 της 14.1.1997, σ. 13. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2003/105/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 97).
ΕΕ L 206 της 22.7.1992, σ. 7. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).
– έχοντας υπόψη το ψήφισμα της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης της 25ης Απριλίου 2005 σχετικά με τη νομιμότητα των κρατήσεων στο Γκουαντάναμο εκ μέρους των ΗΠΑ,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, της 15ης Φεβρουαρίου 2006, σχετικά με το Γκουαντάναμο, με την οποία ζητείται να κλείσει το κέντρο κράτησης του Γκουαντάναμο χωρίς καθυστέρηση και να προσαχθούν σε δίκη ή να ελευθερωθούν οι εναπομένοντες κρατούμενοι,
– έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα και τις συστάσεις της Επιτροπής του ΟΗΕ κατά των Βασανιστηρίων όσον αφορά τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, τα οποία δημοσιεύτηκαν στις 19 Μαΐου 2006,
– έχοντας υπόψη τον κατάλογο με τους 759 πρώην και νυν αιχμαλώτους στο Γκουαντάναμο, τον οποίο δημοσίευσε το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας των ΗΠΑ στις 15 Μαΐου 2006, χωρίς να υπάρχουν ενδείξεις για το αν ο κατάλογος περιλαμβάνει ή όχι όλους τους κρατουμένους,
– έχοντας υπόψη τα πιο πρόσφατα στοιχεία της αμερικανικής κυβέρνησης σχετικά με τον αριθμό κρατουμένων στο Γκουαντάναμο, σύμφωνα με τα οποία έχουν απελευθερωθεί 275 κρατούμενοι, ενώ παραμένουν 465, εκ των οποίων οι 133 πρόκειται να απελευθερωθούν,
– έχοντας υπόψη τα προηγούμενα ψηφίσματά του σχετικά με τα δικαιώματα των κρατουμένων του Γκουαντάναμο σε δίκαιη δίκη και ιδιαίτερα το ψήφισμά του της 7ης Φεβρουαρίου 2002 για τους κρατούμενους του Γκουαντάναμο(1), την σύστασή του προς το Συμβούλιο της 10ης Μαρτίου 2004 για το δικαίωμα των κρατουμένων του Γκουαντάναμο σε δίκαιη δίκη(2) και το ψήφισμά του της 16ης Φεβρουαρίου 2006(3),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 18ης Μαΐου 2006 σχετικά με την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον κόσμο το 2005 και την πολιτική της ΕΕ επί του θέματος(4),
– έχοντας υπόψη την Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Τρόπων Σκληρής, Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας που ενέκρινε η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 10 Δεκεμβρίου 1984,
– έχοντας υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τον αγώνα εναντίον των βασανιστηρίων και της θανατικής ποινής και τις κατευθυντήριες γραμμές της σχετικά με τον διάλογο με τρίτες χώρες όσον αφορά τα δικαιώματα του ανθρώπου που εγκρίθηκαν το 2001,
– έχοντας υπόψη την άτυπη συνεδρίαση των Υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ που πραγματοποιήθηκε στη Βιέννη στις 27-28 Μαΐου 2006,
– εκτιμώντας ότι η Γερμανίδα Καγκελάριος, ο Βρετανός Πρωθυπουργός και ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, μεταξύ άλλων, ζήτησαν την παύση της λειτουργίας του Γκουαντάναμο,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 103, παράγραφος 4, του Κανονισμού του,
Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα προβλέπεται ότι κανείς δεν επιτρέπεται να υποβάλλεται σε αυθαίρετη κράτηση και ότι η στέρηση της ελευθερίας πρέπει να βασίζεται σε λόγους και διαδικασίες που να έχουν θεσπιστεί με νόμο· παροτρύνοντας όλα τα μέρη να εφαρμόσουν τις διατάξεις του,
Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αναφορές για κακομεταχείριση κρατουμένων από τις αμερικανικές αρχές, απόπειρες αυτοκτονίας κρατουμένων και εξέγερση των κρατουμένων στον Κόλπο του Γκουαντάναμο δημιουργούν σοβαρές ανησυχίες· επισημαίνοντας ότι οι ΗΠΑ έχουν πάρει περιορισμένα μόνο μέτρα για την διερεύνηση και, όπου υπάρχουν στοιχεία, την τιμωρία του εμπλεκόμενου προσωπικού,
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αυτοκτονίες τριών κρατουμένων στον Κόλπο του Γκουαντάναμο στις 10 Ιουνίου 2006 έχουν εγείρει περαιτέρω την ανησυχία της διεθνούς κοινότητας σχετικά με τις εγκαταστάσεις κράτησης,
Δ. χαιρετίζοντας το γεγονός ότι σε ορισμένους κρατούμενους δόθηκε το δικαίωμα πρόσβασης σε κατ' ιδίαν διαβουλεύσεις με ανεξάρτητους δικηγόρους,
1. καλεί την κυβέρνηση των ΗΠΑ να κλείσει το κέντρο κράτησης του Κόλπου του Γκουαντάναμο και επιμένει ότι κάθε κρατούμενος θα πρέπει να έχει τη μεταχείριση που προβλέπει η διεθνής ανθρωπιστική νομοθεσία και να δικάζεται χωρίς καθυστέρηση στο πλαίσιο δίκαιης και δημόσιας ακρόασης από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο ή διεθνές δικαστήριο·
2. καταδικάζει όλες τις μορφές βασανιστηρίων και κακομεταχείρισης και επαναλαμβάνει την ανάγκη συμμόρφωσης προς το διεθνές δίκαιο·
3. καλεί τις αρχές των ΗΠΑ να εφαρμόσουν τις συστάσεις της Επιτροπής του ΟΗΕ κατά των Βασανιστηρίων και να σταματήσουν αμέσως όλες τις "ειδικές τεχνικές ανάκρισης" στις οποίες περιλαμβάνονται η σεξουαλική ταπείνωση, το 'water boarding' (πρόσδεση του βασανιζομένου σε σανίδα και συνεχής ρίψη νερού στο καλυμμένο του πρόσωπο), το 'short shackling' (κράτηση του βασανιζομένου επί μακρόν σε αφύσικα άβολη και ταπεινωτική στάση με την πρόσδεση των καρπών του στο πάτωμα) και η χρήση σκύλων για εκφοβισμό, που συνιστούν βασανιστήρια ή βάναυση, απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση·
4. καλεί την κυβέρνηση των ΗΠΑ να διασφαλίσει την απρόσκοπτη πρόσβαση των σχετικών φορέων του ΟΗΕ και των διεθνών οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων στους κρατουμένους του Γκουαντάναμο· επισημαίνει ότι η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού είναι ο μόνος διεθνής οργανισμός που είχε επίσημη πρόσβαση στους κρατουμένους·
5. επισημαίνει ότι οι στρατιωτικές αρχές των ΗΠΑ έχουν καταβάλει σημαντικές προσπάθειες για να εξασφαλίσουν τη βελτίωση των συνθηκών κράτησης σε σύγκριση με την προηγούμενη κατάσταση, ιδίως όσον αφορά την ιατρική περίθαλψη, τη διατροφή, την έκφραση και άσκηση των θρησκευτικών δικαιωμάτων και την ψυχαγωγία·
6. εκφράζει την άποψη ότι οι βελτιώσεις των συνθηκών κράτησης δεν αντιμετωπίζουν το πραγματικό πρόβλημα, το οποίο είναι η παραβίαση του κράτους δικαίου, του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων·
7. εκφράζει τη λύπη του για τα σχέδια που φέρεται ότι έχει το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας των ΗΠΑ να διαγράψει από τους κανονισμούς για τη μεταχείριση των κρατουμένων τη διάταξη που απαγορεύει την ταπεινωτική μεταχείριση και να απαλείψει την ρητή αναφορά που υπάρχει στο εγχειρίδιο ανακρίσεων του αμερικανικού στρατού στις Συμβάσεις της Γενεύης και στη Σύμβαση UNCAT ·
8. παρατηρεί ότι οι ΗΠΑ ορίζουν τον αγώνα εναντίον της τρομοκρατίας ως "πόλεμο", ωστόσο δεν αναγνωρίζουν τα δικαιώματα των κρατουμένων με βάση τις Συμβάσεις της Γενεύης· υποστηρίζει ότι, παρά τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του αγώνα εναντίον της τρομοκρατίας, πρέπει οπωσδήποτε να εφαρμόζεται το διεθνές δίκαιο·
9. παρατηρεί ότι η κατασκευή του νέου στρατοπέδου 6, το οποίο πρόκειται να αρχίσει να λειτουργεί τον Αύγουστο 2006 και θα είναι εξοπλισμένο με τα πιο σύγχρονα μηχανήματα αλλά δεν θα έχει παράθυρα, δείχνει ότι δεν είναι πιθανό να κλείσει σύντομα το στρατόπεδο·
10. ζητεί από τις αρχές των ΗΠΑ να διασφαλίσουν ότι όλες οι καταγγελίες για βασανιστήρια και άλλου είδους κακομεταχείριση στις οποίες ενέχεται προσωπικό των ΗΠΑ θα υπόκεινται σε άμεση, ενδελεχή και αντικειμενική έρευνα και δίκη·
11. καλεί την κυβέρνηση των ΗΠΑ να διασαφηνίσει εάν κρατήθηκαν ή εξακολουθούν να κρατούνται στο Γκουαντάναμο ανήλικοι, κατά παράβαση της Σύμβασης του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού·
12. καλεί τις αμερικανικές αρχές να μεριμνήσουν ώστε οι κρατούμενοι που απελευθερώνονται να μην προωθούνται σε χώρα όπου θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν κίνδυνο βασανιστηρίων ή άλλης σκληρής, απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης·
13. τονίζει ότι η σύγχρονη τρομοκρατία, ιδίως η παγκόσμια τρομοκρατία που κατευθύνεται εναντίον κρατών και των πληθυσμών τους, συνιστά απειλή κατά των βασικών και θεμελιωδών δικαιωμάτων που απολαμβάνουν οι κοινωνίες μας· επαναλαμβάνει την πεποίθησή του ότι ο αγώνας κατά της τρομοκρατίας, που αποτελεί μια από τις προτεραιότητες της ΕΕ και των ΗΠΑ, δεν μπορεί να γίνεται εις βάρος κατοχυρωμένων βασικών αξιών τις οποίες συμμεριζόμαστε, όπως ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου·
14. εκφράζει την άποψη ότι η περιφρόνηση προς το διεθνές δίκαιο κατά τον διακηρυγμένο "πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας" εξασθενίζει σοβαρά την αξιοπιστία και τη δύναμη του αγώνα κατά της τρομοκρατίας·
15. καλεί την ΕΕ να υιοθετήσει κοινή προσέγγιση σχετικά με τη σύνοδο κορυφής ΕΕ-ΗΠΑ και να δρομολογήσει κοινή δράση ζητώντας από την κυβέρνηση των ΗΠΑ να κλείσει το κέντρο κράτησης του Κόλπου του Γκουαντάναμο και να ενεργεί σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο όσον αφορά τη μεταχείριση των κρατουμένων·
16. προτείνει, ακολουθώντας τη συμβουλή αντιπροσωπείας των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που επισκέφτηκαν πρόσφατα το Γκουαντάναμο, να σταλεί ad hoc αντιπροσωπεία στο Γκουαντάναμο όποτε αυτό κριθεί αναγκαίο και σκόπιμο από το Κοινοβούλιο·
17. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στον Ύπατο Εκπρόσωπο για την ΚΕΠΠΑ, στα κοινοβούλια των κρατών μελών, στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, στον Γενικό Γραμματέα και τον Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης και στον Πρόεδρο και το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τις εργασίες της Επιτροπής Αναφορών κατά το κοινοβουλευτικό έτος Μάρτιος 2004 - Δεκέμβριος 2005 (2005/2135(INI))
– έχοντας υπόψη τα προηγούμενα ψηφίσματά του σχετικά με τις εργασίες της Επιτροπής Αναφορών,
– έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία του Απριλίου 1989 σχετικά με την ενίσχυση του δικαιώματος αναφοράς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο(1),
– έχοντας υπόψη τα άρθρα 21 και 194 της Συνθήκης ΕΚ,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 45 και το άρθρο 192, παράγραφος 6, του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Αναφορών(A6-0178/2006),
A. εκτιμώντας ότι το δικαίωμα αναφοράς αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα, αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την ιθαγένεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Β. εκτιμώντας ότι το δικαίωμα αναφοράς κατοχυρώνεται με τη Συνθήκη ΕΚ από το 1992 και επιβεβαιώνεται με το άρθρο 44 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και με το άρθρο 191 του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,
Γ. εκτιμώντας ότι το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή έχουν επιβεβαιώσει επισήμως το δικαίωμα αναφοράς και έχουν παράσχει εγγυήσεις για τη διοργανική συνέχεια των αναφορών,
Δ. εκτιμώντας ότι η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος είναι σημαντική, κατά κύριο λόγο για τους ευρωπαίους πολίτες, αλλά και για τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, διότι τους παρέχει τη δυνατότητα πρόσβασης σε άμεση πηγή πληροφοριών σχετικά με τις ανησυχίες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι απλοί πολίτες, στο πλαίσιο της εφαρμογής της ευρωπαϊκής νομοθεσίας,
Ε. εκτιμώντας ότι το Κοινοβούλιο θεωρεί τις αναφορές μέσο για τη βελτίωση της πολιτικής εποπτείας και του έλεγχου που ασκεί επί των δράσεων της ΕΕ, καθώς και του τρόπου μεταφοράς και εφαρμογής των πολιτικών της ΕΕ από τις ευρωπαϊκές, εθνικές, περιφερειακές και τοπικές αρχές,
ΣΤ. εκτιμώντας ότι, μετά τη διεύρυνση της ΕΕ τον Μάιο του 2004, οι πολίτες δέκα νέων κρατών μελών απέκτησαν το δικαίωμα να αναφέρονται στο Κοινοβούλιο στην εθνική τους γλώσσα και ότι χρειάστηκε να καταβληθούν σημαντικές προσπάθειες από υλικοτεχνικής απόψεως για να έχουν τη δυνατότητα απόλαυσης του δικαιώματος αυτού,
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη τη διαρκή ανάγκη να διασφαλίζεται ότι οι ευρωπαίοι πολίτες ενημερώνονται κατάλληλα για το νόμιμο δικαίωμά τους να αναφέρονται στο Κοινοβούλιο σχετικά με ζητήματα που εμπίπτουν στα πεδία δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Η. εκτιμώντας ότι σχεδόν το ένα τρίτο των αναφορών που υποβάλλονται στο Κοινοβούλιο χαρακτηρίζονται μη παραδεκτές, εν μέρει ως αποτέλεσμα ανεπαρκούς πληροφόρησης σχετικά με τις διαφορετικές αρμοδιότητες του Κοινοβουλίου, του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αντιστοίχως, καθώς και των διαφόρων μέσων προσφυγής που παρέχονται σε εθνικό επίπεδο,
Θ. εκτιμώντας ότι, αν και το Κοινοβούλιο έχει βελτιώσει τη διαδικασία εξέτασης των αναφορών, ώστε να είναι σε θέση να εξετάζει τις αναφορές με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και διαφάνεια, θεωρεί ωστόσο ότι θα μπορούσαν να γίνουν περισσότερα για την ολοκλήρωση και την ενοποίηση των διοικητικών δομών που έχουν την αρμοδιότητα για τη διαδικασία εξέτασης των αναφορών και, ειδικότερα, για την περαιτέρω διασφάλιση της ισότιμης και δίκαιης μεταχείρισης των προσφευγόντων, καθώς και του εμπιστευτικού χαρακτήρα της διαδικασίας, εφόσον οι προσφεύγοντες υποβάλουν σχετικό αίτημα,
Ι. εκτιμώντας ότι η συνεργασία μεταξύ του Κοινοβουλίου, του Διαμεσολαβητή και της Επιτροπής αποτελεί βασική προϋπόθεση κατά την εξέταση των ζητημάτων που εγείρουν οι πολίτες στις αναφορές και τις καταγγελίες τους και ότι η απλούστευση, έως έναν βαθμό, των διαδικασιών μεταξύ των τριών θεσμικών οργάνων, όπως η από κοινού διερεύνηση στο πλαίσιο της διαδικασίας αναφορών όταν υποβάλλονται καταγγελίες και αναφορές επί του ιδίου θέματος, ενδέχεται να οδηγήσει σε μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα,
ΙΑ. εκτιμώντας ότι, βάσει του άρθρου 230 της Συνθήκης ΕΚ, το Κοινοβούλιο δύναται να ασκεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για το Συμβούλιο και την Επιτροπή και, συνεπώς, έχει στη διάθεσή του τόσο τα νομικά όσο και τα πολιτικά μέσα για να απαντήσει αποτελεσματικότερα στις εύλογες ανησυχίες των πολιτών,
ΙΒ. εκτιμώντας ότι το Κοινοβούλιο έχει, εντούτοις, προωθήσει σταθερά την καλόπιστη συνεργασία, ιδίως με την Επιτροπή, τον θεματοφύλακα των Συνθηκών, ως αποτελεσματικό μέσο αντιμετώπισης των προβλημάτων που ωθούν τους πολίτες να ζητούν τη συνδρομή του,
ΙΓ. εκτιμώντας ότι, κατά τη συμφωνία πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής που συνήφθη στις 26 Μαΐου 2005(2), "η Επιτροπή δεν δημοσιοποιεί καμία νομοθετική πρόταση ή άλλη σημαντική πρωτοβουλία ή απόφαση πριν ενημερώσει σχετικώς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εγγράφως",
ΙΔ. εκτιμώντας ότι τα κράτη μέλη και το Συμβούλιο έχουν ιδιαίτερο καθήκον να εγγυώνται στους ευρωπαίους πολίτες ότι η ευρωπαϊκή νομοθεσία τηρείται και εφαρμόζεται σωστά από τις εθνικές, περιφερειακές και τοπικές διοικητικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους,
ΙΕ. εκτιμώντας, σημειωτέον, ότι όλες οι παραδεκτές αναφορές που υποβάλλονται και ερευνώνται δεν οδηγούν, ασφαλώς, στην ικανοποίηση των αιτημάτων των ευρωπαίων πολιτών, όμως εύλογο ποσοστό αναφορών οδηγεί όντως στη διευθέτηση συγκεκριμένου προβλήματος ή επισημαίνει συγκεκριμένη ανησυχία η οποία ενδέχεται, αργότερα, να χρησιμοποιηθεί από το Κοινοβούλιο στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων για νέα κοινοτική νομοθεσία,
1. επιβεβαιώνει τον ζωτικό ρόλο της Επιτροπής Αναφορών στην επανασύνδεση της ΕΕ με τους πολίτες της και στην ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμότητας και ευθύνης όσον αφορά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ΕΕ έναντι της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης·
2. υπενθυμίζει ότι οι αναφορές, εκτός των άλλων, εφιστούν την προσοχή των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων στις προσδοκίες που έχουν οι μεμονωμένοι πολίτες από τις ευρωπαϊκές πολιτικές και στον βαθμό εκπλήρωσης των προσδοκιών αυτών·
3. πιστεύει ότι η Επιτροπή Αναφορών προσφέρει στους πολίτες σημαντικό δίαυλο ανάδρασης σε σχέση με τις ευρωπαϊκές πράξεις και πολιτικές, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση του δημοκρατικού ελέγχου επί της κοινοτικής νομοθεσίας και της εφαρμογής της σε ευρωπαϊκό, εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο·
4. τονίζει ότι η διαδικασία αναφορών παρέχει στο Κοινοβούλιο τη δυνατότητα να αξιολογεί και, εφόσον απαιτείται, να ενεργεί για την εξάλειψη αμφισημιών στους πολιτικούς στόχους της ΕΕ, καθώς και κενών ή πλημμελούς εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας από τα κράτη μέλη·
5. υπεραμύνεται της άποψης ότι, κατ' αρχήν, η διαδικασία των αναφορών θα πρέπει να αποτελεί δικαίωμα που τίθεται στην υπηρεσία των ευρωπαίων πολιτών οι οποίοι δεν διαθέτουν άλλα μέσα προσφυγής σε δράση εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου· υπενθυμίζει ότι οι βουλευτές του ΕΚ, ως πολίτες, μπορούν φυσικά να κάνουν και οι ίδιοι χρήση αυτού του δικαιώματος μέσω του Κανονισμού· υπενθυμίζει ότι οι βουλευτές έχουν βεβαίως στη διάθεσή τους και άλλες κοινοβουλευτικές διαδικασίες·
6. υπογραμμίζει τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει η Επιτροπή στην παροχή προκαταρκτικών αναλύσεων επί των αναφορών, συνδράμοντας έτσι την Επιτροπή Αναφορών στην εξεύρεση κατάλληλων λύσεων στις ανησυχίες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν καθημερινά οι πολίτες·
7. τονίζει ότι η περαιτέρω συνεργασία μεταξύ του Κοινοβουλίου, του Διαμεσολαβητή και της Επιτροπής είναι αμοιβαίως επωφελής για την εκπλήρωση των κοινών τους στόχων που αφορούν τη βελτίωση της ευρωπαϊκής διοίκησης και την ανάπτυξη νομοθεσίας καλύτερης ποιότητας και περισσότερο εμπνευσμένης από τους πολίτες· υπογραμμίζει ότι πρέπει να θεσπιστούν κοινοί κανόνες συμπεριφοράς για όλα τα κοινοτικά θεσμικά όργανα, σύμφωνα με τον Κώδικα Χρηστής Διοικητικής Συμπεριφοράς που έχει καταρτίσει ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής και έχει εγκρίνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο·
8. εκφράζει την ανησυχία και την έκπληξή του διότι, στο πλαίσιο αυτό, η 22α ετήσια έκθεση της Επιτροπής για την παρακολούθηση της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (2004) (COM(2005)0570) δεν αναγνωρίζει τον σημαντικό ρόλο της διαδικασίας αναφορών στον εντοπισμό παραβάσεων, καθώς δεν γίνεται μνεία των αναφορών στο κείμενο της έκθεσης, παρά μόνο σε πίνακα του παραρτήματος 1·
9. εκτιμά ότι η Επιτροπή θα πρέπει να κοινοποιεί τις αποφάσεις για κίνηση της διαδικασίας λόγω παραβάσεως κράτους μέλους πριν από την αποστολή προειδοποιητικής επιστολής, ιδίως εάν έχει υποβληθεί για το ίδιο ζήτημα και αναφορά στο Κοινοβούλιο·
10. συνιστά, κάθε φορά που οι πολίτες υποβάλλουν, επί του ιδίου θέματος, αναφορά στο Κοινοβούλιο καθώς και καταγγελία στην Επιτροπή, και οι δύο διαδικασίες να συντονίζονται κατάλληλα για τη διευθέτηση των θεμάτων που εγείρονται, δεδομένου ότι το δικαίωμα αναφοράς αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα που κατοχυρώνει η Συνθήκη, και διότι το Κοινοβούλιο παρέχει διαφανές πλαίσιο συζητήσεων που αποτελεί προϋπόθεση για τη βελτίωση της διαφάνειας και την ενίσχυση της δημόσιας λογοδοσίας·
11. εκφράζει την αυξανόμενη ανησυχία του για την αδικαιολόγητη και υπερβολική καθυστέρηση –που συχνά διαρκεί αρκετά χρόνια– της Επιτροπής να επιδιώξει και να ολοκληρώσει τις διαδικασίες λόγω παραβάσεως κράτους μέλους, αφού τελικώς κινηθούν, καθώς και τη δυσαρέσκειά του για τη συχνότητα των περιπτώσεων μη συμμόρφωσης κρατών μελών με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου· θεωρεί δε ότι αυτό υπονομεύει το κύρος της διατύπωσης και της συνεκτικής εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου και δυσφημεί τους στόχους της ΕΕ·
12. επιπλέον, εφιστά την προσοχή στη σημασία που έχει η ταχεία εφαρμογή από τα κράτη μέλη των αποφάσεων του Δικαστηρίου σε διαδικασίες λόγω παραβάσεως κράτους μέλους· χαιρετίζει την αυστηρότερη πολιτική που ενέκρινε η Επιτροπή τον Δεκέμβριο 2005 για την άσκηση προσφυγών κατά κρατών μελών ενώπιον του Δικαστηρίου με αίτημα την καταβολή εφάπαξ χρηματικών ποσών και την επιβολή προστίμων· πιστεύει ότι η πολιτική αυτή πρέπει να εφαρμοστεί με σθένος προκειμένου να προστατευθεί το κύρος της ΕΕ και να ικανοποιηθούν οι εύλογες προσδοκίες των ευρωπαίων πολιτών·
13. πιστεύει ότι η απαράδεκτη αυτή κατάσταση πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω από τις αρμόδιες επιτροπές του Κοινοβουλίου, με σκοπό να γίνουν συστάσεις σχετικά με την ευκρινέστερη συμμετοχή του Κοινοβουλίου στις διαδικασίες λόγω παραβάσεως κράτους μέλους και αποτελεσματικότερα μέσα προσφυγής για τους πολίτες·
14. υπογραμμίζει τη σημασία των ενημερωτικών εκστρατειών που διενεργούνται σε εθνικό επίπεδο με σκοπό να γνωρίσουν καλύτερα οι πολίτες την ουσία της νομοθεσίας, των πολιτικών και των στόχων της ΕΚ, γεγονός το οποίο θα συνέβαλε επίσης στη μείωση του αριθμού των αβάσιμων αναφορών και καταγγελιών ενώ, παράλληλα, θα βελτίωνε την ικανότητα του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής να διασφαλίζουν την ορθή εφαρμογή των ευρωπαϊκών νομοθεσιών και πολιτικών σε συνεργασία με τα κράτη μέλη·
15. υπενθυμίζει τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζουν τα κράτη μέλη στην ορθή εφαρμογή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και στην ενίσχυση του ρόλου της ΕΕ έναντι των πολιτών· υπογραμμίζει την ανάγκη καλύτερα συντονισμένης συμμετοχής των αντιπροσώπων των κρατών μελών και των κοινοβουλίων τους στις συζητήσεις της Επιτροπής Αναφορών·
16. ενθαρρύνει τη σύσταση εξεταστικών αποστολών, βάσει του άρθρου 192 του Κανονισμού του, με σαφείς στόχους και επιδιώξεις, οι οποίες αποστέλλονται ενίοτε σε διάφορα κράτη μέλη της ΕΕ για τη διερεύνηση ζητημάτων που εγείρουν οι προσφεύγοντες· εξακολουθεί να υποστηρίζει αυτές τις αποστολές, εφόσον δικαιολογούνται πλήρως από τις περιστάσεις, καθότι παρέχουν σαφέστερη εικόνα των συχνά σύνθετων προβλημάτων επί τόπου και συμβάλλουν στην αύξηση της ευαισθητοποίησης μεταξύ των αρμοδίων αρχών, γεγονός το οποίο αυξάνει την πίεση για την εξεύρεση αποτελεσματικών και ρεαλιστικών λύσεων προς το συμφέρον των πολιτών·
17. ζητεί, οι εκθέσεις που εγκρίνονται ως αποτέλεσμα τέτοιων αποστολών να διαβιβάζονται στο Προεδρείο του Κοινοβουλίου και, εάν απαιτείται, σε άλλες επιτροπές που ενδιαφέρονται για τα θέματα που θίγονται, προς ενημέρωσή τους·
18. τονίζει τη συχνή ανάγκη για μεγαλύτερη συμμετοχή του Συμβουλίου στις δραστηριότητες της Επιτροπής Αναφορών και ενθαρρύνει τη συμμετοχή του στις συνεδριάσεις της στο κατάλληλο επίπεδο, κατά την έννοια της Διοργανικής Συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας, η οποία εγκρίθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2003 από το Συμβούλιο, το Κοινοβούλιο και την Επιτροπή(3)·
19. επαναλαμβάνει την πρόταση του Συμβουλίου να επιφορτισθεί ανώτερος υπάλληλος με τον συντονισμό των θεμάτων που σχετίζονται με τις αναφορές, καθότι μεγάλος αριθμός αναφορών ενδέχεται να αφορά ευαίσθητα πολιτικά ζητήματα που σχετίζονται με τη μεταφορά από τα κράτη μέλη της κοινοτικής νομοθεσίας και τους στόχους της ΕΕ·
20. σημειώνει ότι, κατά το πρώτο έτος μετά τη διεύρυνση της ΕΕ σε 25 κράτη μέλη, ο αριθμός των αναφορών που ελήφθησαν από το Κοινοβούλιο παρέμεινε σχετικά σταθερός, σε αντίθεση με τις αρχικές προσδοκίες· ωστόσο, είναι αναπόφευκτο ότι όσο μεγαλύτερη εξοικείωση αποκτούν οι πολίτες των κρατών μελών με τη διαδικασία αναφορών, τόσο μεγαλύτερη χρήση θα κάνουν του δικαιώματος αυτού·
21. καλεί το Κοινοβούλιο να λάβει μέτρα, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, για να αυξηθεί η ενημέρωση των πολιτών της ΕΕ σχετικά το δικαίωμά τους να αναφέρονται στο Κοινοβούλιο, βάσει του άρθρου 194 της Συνθήκης, για θέματα που εμπίπτουν στα πεδία δραστηριότητας της ΕΕ και τους ενδιαφέρουν άμεσα, καθώς και να τονίσει επίσης ότι οι καταγγελίες που υποβάλλονται στον Διαμεσολαβητή βάσει του άρθρου 195 της Συνθήκης αφορούν μόνο ισχυρισμούς περί κακοδιοίκησης εντός των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων ή οργανισμών·
22. αναγνωρίζει και χαιρετίζει τα μέτρα για την ενίσχυση της γραμματείας της Επιτροπής Αναφορών, προκειμένου να καλυφθεί η ανάγκη γλωσσικής, νομικής και πολιτικής εμπειρίας, και τονίζει ότι η διαδικασία αυτή θα πρέπει να συνεχιστεί ούτως ώστε να μειωθεί ο χρόνος απάντησης, να γίνουν οι έρευνες αποτελεσματικότερες και να παρέχονται οι υπηρεσίες της εξίσου σε όλους τους πολίτες της ΕΕ· εντούτοις, εκφράζει τη λύπη του για τη μόνιμη έλλειψη προσωπικού στη γραμματεία της Επιτροπής Αναφορών σε σχέση με τον αυξανόμενο αριθμό αναφορών από τα νέα κράτη μέλη·
23. ζητεί από τη Διάσκεψη των Προέδρων να εξετάσει, εν ευθέτω χρόνω, την ουσιαστική αύξηση των μελών της Επιτροπής Αναφορών σε 50 τακτικά μέλη, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί η διαρκώς βελτιούμενη κατανόηση των υποθέσεων των ευρωπαίων πολιτών από την Επιτροπή Αναφορών και να μπορεί το Κοινοβούλιο να ανταποκρίνεται καλύτερα στις προσδοκίες των προσφευγόντων·
24. χαιρετίζει την καθιέρωση, τον Ιούλιο του 2005, νέου συστήματος λογισμικού για τις αναφορές, το οποίο λειτουργεί ως βάση δεδομένων καθώς και ως εργαλείο διαχείρισης, παρέχοντας πληροφορίες για τη ροή των εργασιών για τις αναφορές· επισημαίνει ότι τα μέλη της Επιτροπής Αναφορών, οι βοηθοί τους καθώς και το προσωπικό των πολιτικών ομάδων έχουν πρόσβαση στο λογισμικό e-Petition, σκοπός του οποίου είναι η περαιτέρω ενίσχυση της διαφάνειας και της αποτελεσματικότητας του έργου της επιτροπής·
25. επισημαίνει ότι το άρθρο 230 της Συνθήκης παρέχει τη δυνατότητα στο Κοινοβούλιο να παραπέμψει ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου περιπτώσεις παράβασης της Συνθήκης ή άλλου κανόνα δικαίου που αφορά την εφαρμογή της·
26. υπογραμμίζει ότι το Κοινοβούλιο νομιμοποιείται να κάνει χρήση των εξουσιών του, εάν παραστεί ανάγκη, προκειμένου να θέσει τέλος σε σοβαρή παραβίαση του κοινοτικού δικαίου, η οποία αποκαλύπτεται κατά τη διάρκεια της εξέτασης αναφοράς·
27. υπενθυμίζει ότι, ήδη από το 1998, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε ζητήσει αναθεώρηση της διοργανικής συμφωνίας του 1989· επαναλαμβάνει το επείγον αίτημά του προς το Συμβούλιο και την Επιτροπή να προβούν στην αναθεώρηση αυτή με σκοπό την παροχή αποτελεσματικότερων μέσων προσφυγής και τον προσδιορισμό σαφούς και συνεκτικού πλαισίου ουσιαστικής συνεργασίας μεταξύ των θεσμικών οργάνων στον συγκεκριμένο τομέα·
28. καλεί την αρμόδια επιτροπή να διεξαγάγει, σε στενή συνεργασία με την Επιτροπή Αναφορών, αναθεώρηση του ισχύοντος κανονισμού που διέπει τη διαδικασία αναφορών, με σκοπό την περαιτέρω ευθυγράμμισή της με τις υφιστάμενες βέλτιστες πρακτικές και την ενίσχυση των διαδικασιών που σχετίζονται με την προστασία των δεδομένων και την εμπιστευτικότητα, χωρίς να υπονομεύεται η απαιτούμενη διαφάνεια της ίδιας της διαδικασίας αναφορών·
29. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα και την έκθεση της Επιτροπής Αναφορών στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, στις κυβερνήσεις και στα κοινοβούλια των κρατών μελών και στις αντίστοιχες επιτροπές αναφορών τους και στους εθνικούς τους διαμεσολαβητές ή ανάλογους αρμόδιους φορείς.