Ευρετήριο 
Κείμενα που εγκρίθηκαν
Τετάρτη 14 Ιουνίου 2006 - Στρασβούργο
Ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος και μεταφορά καταδίκων *
 Ευρωπαϊκό κέντρο παρακολούθησης ναρκωτικών και τοξικομανίας ***I
 Προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (αστυνομική και δικαστική συνεργασία) *
 Σχεδιασμός ετοιμότητας και αντίδρασης σε πανδημία γρίπης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα
 Οι επιπτώσεις της απόφασης του Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2005 (C-176/03) Επιτροπή κατά Συμβουλίου
 Στρατηγική πλαίσιο για την απαγόρευση των διακρίσεων και τις ίσες ευκαιρίες για όλους
 Βουλγαρία και Ρουμανία (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 15ης και 16ης Ιουνίου 2006)
 Επόμενα βήματα για την περίοδο προβληματισμού (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 15ης και 16ης Ιουνίου 2006)

Ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος και μεταφορά καταδίκων *
PDF 540kWORD 187k
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρωτοβουλία της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας όσον αφορά την έκδοση απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου σχετικά με τον ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο και τη μεταφορά καταδίκων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (7307/2005 – C6-0139/2005 – 2005/0805(CNS))
P6_TA(2006)0256A6-0187/2006

(Διαδικασία διαβούλευσης)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη την πρωτοβουλία της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας (7307/2005)(1),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο β), της Συνθήκης ΕΕ,

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 39, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΕ, σύμφωνα με το οποίο κλήθηκε από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει (C6-0139/2005),

–   έχοντας υπόψη τα άρθρα 93 και 51 του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A6-0187/2006),

1.   εγκρίνει την πρωτοβουλία της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας όπως τροποποιήθηκε·

2.   καλεί το Συμβούλιο να τροποποιήσει αναλόγως το κείμενο·

3.   καλεί το Συμβούλιο, σε περίπτωση που προτίθεται να απομακρυνθεί από το κείμενο που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, να το ενημερώσει σχετικά·

4.   ζητεί να κληθεί εκ νέου να γνωμοδοτήσει σε περίπτωση που το Συμβούλιο προτίθεται να επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις στην πρωτοβουλία της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας·

5.   αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή καθώς και στις κυβερνήσεις της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας.

Κείμενο που προτείνει η Δημοκρατία της Αυστρίας, η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας   Τροπολογίες του Κοινοβουλίου
Τροπολογία 1
Τίτλος
Aπόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου σχετικά με τον ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο και τη μεταφορά καταδίκων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Aπόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις που επιβάλλουν στερητικές της ελευθερίας ποινές ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας για το σκοπό της εκτέλεσής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Τροπολογία 2
Αιτιολογική σκέψη 5
(5)  Στη σχέση μεταξύ των κρατών μελών, η οποία διέπεται από μια ιδιαίτερη αμοιβαία εμπιστοσύνη στα νομικά συστήματα των λοιπών κρατών μελών, θα πρέπει να υπερκερασθούν τα όρια των υφιστάμενων πράξεων του Συμβουλίου της Ευρώπης στον τομέα της μεταγωγής για την εκτέλεση ποινής. Θα πρέπει να ορισθεί ότι υφίσταται κατά κανόνα η υποχρέωση του κράτους εκτέλεσης να παραλαμβάνει για την εκτέλεση της ποινής, ανεξάρτητα από τη συγκατάθεσή τους, τους υπηκόους του και τα πρόσωπα που νομίμως διαμένουν μόνιμα στο έδαφός του, στα οποία έχει επιβληθεί τελεσίδικη, στερητική της ελευθερίας ποινή, ή μέτρο ασφαλείας, σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον δεν συντρέχουν συγκεκριμένοι λόγοι άρνησης.
(5)  Στη σχέση μεταξύ των κρατών μελών, η οποία διέπεται από μια ιδιαίτερη αμοιβαία εμπιστοσύνη στα νομικά συστήματα των λοιπών κρατών μελών, θα πρέπει να υπερκερασθούν τα όρια των υφιστάμενων πράξεων του Συμβουλίου της Ευρώπης στον τομέα της μεταγωγής για την εκτέλεση ποινής και να καταστεί δυνατή η αναγνώριση από το κράτος εκτέλεσης των αποφάσεων που έχουν ληφθεί από τις αρχές του κράτους έκδοσης. Με την επιφύλαξη της ανάγκης παροχής επαρκών διασφαλίσεων στους καταδικασθέντες, η συμμετοχή τους στη διαδικασία δεν πρέπει πλέον να είναι καθοριστικής σημασίας μέσω της απαιτούμενης συγκατάθεσής τους για τη διαβίβαση μιας δικαστικής απόφασης σε ένα άλλο κράτος μέλος με στόχο την αναγνώρισή της και την εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής.
Τροπολογία 3
Αιτιολογική σκέψη 5α (νέα)
(5α) Η αμοιβαία εμπιστοσύνη στον ευρωπαϊκό χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης σε ποινικές υποθέσεις πρέπει να ενισχυθεί με τη λήψη μέτρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για τη βελτίωση της εναρμόνισης και αμοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών δικαστικών αποφάσεων και να θεσπισθούν ορισμένες ευρωπαϊκές ποινικές διατάξεις και πρακτικές.
Τροπολογία 4
Αιτιολογική σκέψη 6
(6)  Η μεταγωγή καταδίκων στο κράτος του οποίου είναι υπήκοοι, στο κράτος νόμιμης διαμονής ή στο κράτος με το οποίο τα πρόσωπα αυτά έχουν άλλους στενούς δεσμούς για την έκτιση της ποινής τους, συμβάλλει στην κοινωνική επανένταξη των καταδίκων.
(6)  Η μεταγωγή καταδίκων στο κράτος του οποίου είναι υπήκοοι, ή στο κράτος μόνιμης νόμιμης διαμονής για την έκτιση της ποινής τους, θα διευκολύνει την κοινωνική επανένταξη των καταδίκων.
Τροπολογία 5
Αιτιολογική σκέψη 7
(7)  Με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο προβλέπεται ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων και η τήρηση των αρχών που αναγνωρίζονται από το άρθρο 6 της Συνθήκης και εκφράζονται στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως στο Κεφάλαιο VI αυτού. Κανένα στοιχείο της παρούσας απόφασης-πλαισίου δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι απαγορεύει την άρνηση εκτέλεσης απόφασης όταν υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι να πιστεύεται ότι η ποινή επιβλήθηκε προκειμένου να τιμωρηθεί ένα πρόσωπο λόγω του φύλου του, της φυλής του, της θρησκείας του, της εθνοτικής καταγωγής του, της ιθαγένειάς του, της γλώσσας του, των πολιτικών πεποιθήσεών του, ή του γενετήσιου προσανατολισμού του ή ότι η θέση του εν λόγω προσώπου μπορεί να υποστεί βλάβη για οποιονδήποτε από τους λόγους αυτούς.
(7)  Με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο προβλέπεται ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων και η τήρηση των αρχών που αναγνωρίζονται από το άρθρο 6 της Συνθήκης και εκφράζονται στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως στο Κεφάλαιο VI αυτού. Κανένα στοιχείο της παρούσας απόφασης-πλαισίου δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι απαγορεύει την άρνηση εκτέλεσης απόφασης όταν υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι να πιστεύεται ότι η ποινή επιβλήθηκε προκειμένου να τιμωρηθεί ένα πρόσωπο λόγω του φύλου του, της φυλής του, της θρησκείας του, της εθνοτικής καταγωγής του, της ιθαγένειάς του, της γλώσσας του, των πολιτικών πεποιθήσεών του, ή του γενετήσιου προσανατολισμού του ή ότι η θέση του εν λόγω προσώπου μπορεί να υποστεί βλάβη για οποιονδήποτε από τους λόγους αυτούς. Κατά την εφαρμογή της παρούσας απόφασης-πλαισίου είναι επίσης ανάγκη να τηρούνται οι προβλέψεις σχετικά με τα δικονομικά δικαιώματα στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών έτσι όπως διατυπώνονται στην σχετική απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου.
Τροπολογία 6
Άρθρο 1, στοιχείο α)
(α) "ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος" : η απόφαση που έχει εκδοθεί από αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης με σκοπό την εκτέλεση τελεσίδικης ποινής, η οποία επιβλήθηκε σε φυσικό πρόσωπο από δικαστήριο του κράτους αυτού,
α) "δικαστική απόφαση": η τελεσίδικη απόφαση ή διαταγή ενός δικαστηρίου του κράτους έκδοσης με την οποία επιβάλλεται ποινή σε φυσικό πρόσωπο,
(Η έγκριση της παρούσας τροπολογίας θα καταστήσει αναγκαίες αντίστοιχες τροποποιήσεις σε όλο το κείμενο.)
Τροπολογία 7
Άρθρο 1, στοιχείο β)
(β) "ποινή" : κάθε στερητική της ελευθερίας απόφαση ή μέτρο ασφαλείας, τα οποία επιβλήθηκαν από δικαστήριο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας λόγω αξιόποινης πράξης για ορισμένο ή αόριστο χρονικό διάστημα,
β) "ποινή": κάθε στερητική της ελευθερίας απόφαση ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο τα οποία επιβλήθηκαν στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας λόγω αξιόποινης πράξης για ορισμένο ή αόριστο χρονικό διάστημα,
Τροπολογία 8
Άρθρο 1, στοιχείο γ)
(γ) "κράτος έκδοσης" : το κράτος μέλος, στο οποίο εκδόθηκε ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος,
γ) "κράτος έκδοσης": το κράτος μέλος, στο οποίο εκδόθηκε δικαστική απόφαση κατά την έννοια της παρούσας απόφασης-πλαισίου,
Τροπολογία 9
Άρθρο 1, στοιχείο δ)
(δ) "κράτος εκτέλεσης" : το κράτος μέλος, στο οποίο διαβιβάζεται ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος προκειμένου να εκτελεσθεί.
δ) "κράτος εκτέλεσης": το κράτος μέλος, στο οποίο διαβιβάζεται η δικαστική απόφαση προκειμένου να αναγνωριστεί και να εκτελεστεί η επιβληθείσα ποινή.
Τροπολογία 10
Άρθρο 2, παράγραφος 2
2.  Παρά το άρθρο 4, κάθε κράτος μέλος μπορεί, εάν αυτό απαιτείται λόγω της οργάνωσης του εσωτερικού του συστήματος, να ονομάζει μια ή περισσότερες κεντρικές αρχές αρμόδιες για τη διοικητική διαβίβαση και παραλαβή του ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου και για να επικουρούν τις αρμόδιες αρχές.
Διαγράφεται
Τροπολογία 11
Άρθρο 2, παράγραφος 3
3.  Η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου καθιστά τις πληροφορίες που λαμβάνει προσιτές σε όλα τα κράτη μέλη και την Επιτροπή.
3.  Η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου καθιστά τις πληροφορίες που λαμβάνει προσιτές σε όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.
Τροπολογία 12
Άρθρο 3, παράγραφος 1
1.  Σκοπός της παρούσας απόφασης-πλαισίου είναι η θέσπιση των κανόνων σύμφωνα με τους οποίους κράτος μέλος αναγνωρίζει και εκτελεί επί του εδάφους του ποινή που επιβάλλεται από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο β), ασχέτως εάν έχει ήδη αρχίσει η εκτέλεση της ποινής.
1.  Σκοπός της παρούσας απόφασης-πλαισίου είναι η θέσπιση των κανόνων σύμφωνα με τους οποίους κράτος μέλος αναγνωρίζει μια δικαστική απόφαση και εκτελεί την επιβληθείσα ποινή, ασχέτως εάν έχει ήδη αρχίσει η εκτέλεση της ποινής.
Τροπολογία 13
Άρθρο 3, παράγραφος 1α (νέα)
1α. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο ισχύει μόνο για την αναγνώριση δικαστικών αποφάσεων και την εκτέλεση ποινών κατά την έννοια της απόφασης-πλαισίου. Το γεγονός ότι, πέραν της ποινής επιβλήθηκε πρόστιμο και/ή κατάσχεση που δεν έχει ακόμη καταβληθεί, ανακτηθεί ή εκτελεσθεί, δεν εμποδίζει τη διαβίβαση της δικαστικής απόφασης. Η αναγνώριση και εκτέλεση των προστίμων και των διαταγών κατάσχεσης σε ένα άλλο κράτος μέλος βασίζεται στις οικείες διατάξεις που ισχύουν στον τομέα αυτό μεταξύ των κρατών μελών, ιδίως στην απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου 2005/214/ΔΕΥ, της 24ης Φεβρουαρίου 2005, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των χρηματικών ποινών1 και στην απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου 2006/xxx/ΔΕΥ της ... σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των διαταγών κατάσχεσης2.
_________________
1 ΕΕ L 76 της 22.3.2005, σ. 16.
2 ΕΕ L ...
Τροπολογία 14
Άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο α), εισαγωγικό μέρος
α) Τα ακόλουθα άρθρα της παρούσας απόφασης-πλαισίου εφαρμόζονται επίσης για την εκτέλεση ποινής, όταν, σύμφωνα με όρο προβλεπόμενο στην παράγραφο 3 του άρθρου 5 της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, το πρόσωπο διαμετάγεται στο κράτος εκτέλεσης προκειμένου να εκτίσει εκεί τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφάλειας που έχει απαγγελθεί εναντίον του στο κράτος έκδοσης :
α) Τα ακόλουθα άρθρα της παρούσας απόφασης-πλαισίου εφαρμόζονται επίσης για την εκτέλεση ποινής, όταν, σύμφωνα με όρο προβλεπόμενο στην παράγραφο 3 του άρθρου 5 της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, το πρόσωπο διαμετάγεται στο κράτος εκτέλεσης προκειμένου να εκτίσει εκεί την ποινή που έχει απαγγελθεί εναντίον του στο κράτος έκδοσης:
Τροπολογία 15
Άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο α), τρίτη περίπτωση
-  Άρθρο 4· παράγραφοι 3-6· διαβίβαση του ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου·
-  Άρθρο 4, παράγραφοι 1, 3α, 4, 5 και 6· διαβίβαση της δικαστικής απόφασης και του πιστοποιητικού·
Τροπολογία 16
Άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο α), πέμπτη περίπτωση
-  Άρθρο 8· αναγνώριση και εκτέλεση του ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου·
-  Άρθρο 8· αναγνώριση και εκτέλεση της δικαστικής απόφασης·
Τροπολογία 17
Άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο β), δεύτερη περίπτωση
-  Άρθρο 8· Αναγνώριση και εκτέλεση του ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου·
-  Άρθρο 8· Αναγνώριση και εκτέλεση της δικαστικής απόφασης·
Τροπολογία 18
Άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο β), δεύτερο εδάφιο
Το κράτος το οποίο εξέδωσε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης παρέχει στο κράτος εκτέλεσης τις πληροφορίες που περιέχονται στον ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο. Οι αρμόδιες αρχές επικοινωνούν απευθείας μεταξύ τους όσον αφορά θέματα της παρούσας παραγράφου.
Το κράτος το οποίο εξέδωσε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης παρέχει στο κράτος εκτέλεσης τη δικαστική απόφαση μαζί με το πιστοποιητικό του άρθρου 4. Οι αρμόδιες αρχές επικοινωνούν απευθείας μεταξύ τους όσον αφορά θέματα της παρούσας παραγράφου.
Τροπολογία 19
Άρθρο 4, τίτλος
Διαβίβαση του ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου
Διαβίβαση της δικαστικής απόφασης και του πιστοποιητικού
Τροπολογία 20
Άρθρο 4, παράγραφος -1 (νέα)
-1.  Η δικαστική απόφαση μαζί με το πιστοποιητικό που προβλέπεται στο παρόν άρθρο δύνανται να διαβιβασθούν σε ένα από τα ακόλουθα κράτη μέλη:
i) στο κράτος της ιθαγένειας του καταδικασθέντος ή στο κράτος στο οποίο ο καταδικασθείς διατηρεί τη μόνιμη νόμιμη διαμονή του·
ii) στο κράτος της ιθαγένειας του καταδικασθέντος στο οποίο ο καταδικασθείς μεταφέρεται μετά την απόλυσή του από τη φυλακή συνεπεία δικαστικής απόφασης ή διοικητικής απόφασης συνεπεία της δικαστικής αυτής απόφασης·
iii) στο κράτος της ιθαγένειας ή μόνιμης νόμιμης διαμονής του καταδικασθέντος, το οποίο τον έχει παραδώσει στο κράτος έκδοσης βάσει ενός Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς, αφού ακουσθεί, επαναμεταφέρεται στο κράτος εκτέλεσης προκειμένου να εκτίσει σε αυτό την ποινή που του έχει επιβληθεί στο κράτος έκδοσης·
iv) στο κράτος στο οποίο ο καταδικασθείς διαμένει ή του οποίου έχει την ιθαγένεια ή στο οποίο έχει τη μόνιμη νόμιμη διαμονή του και το οποίο συγκατατίθεται στην αναγνώριση και εκτέλεση της ποινής·
v) στο κράτος στο οποίο ο καταδικασθείς διατηρεί τη μόνιμη νόμιμη διαμονή του, εκτός εάν έχει λήξει ή πρόκειται να λήξει η άδεια διαμονής του συνεπεία της δικαστικής απόφασης ή μιας διοικητικής απόφασης συνεπεία της δικαστικής αυτής απόφασης· ή
vi) στο κράτος το οποίο συγκατατίθεται στη διαβίβαση της δικαστικής απόφασης μαζί με το πιστοποιητικό για το σκοπό της αναγνώρισής της και της εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής.
Πριν από τη διαβίβαση της δικαστικής απόφασης, η αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης δίδει ιδιαίτερη σημασία στην πραγματοποίηση διαβούλευσης, με κάθε πρόσφορο μέσο, με την αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης. Η διαβούλευση είναι υποχρεωτική όταν, σύμφωνα με τα κριτήρια που θεσπίζει η παράγραφος 1, η δικαστική απόφαση μπορεί να διαβιβασθεί σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη.
Το κράτος εκτέλεσης δύναται, με δική του πρωτοβουλία, να ζητήσει από το κράτος έκδοσης να διαβιβάσει τη δικαστική απόφαση μαζί με το πιστοποιητικό.
Τροπολογία 21
Άρθρο 4, παράγραφος 1
1.  Ο Ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος που αφορά ποινή κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο β), μπορεί να διαβιβάζεται στις αναφερόμενες στο άρθρο 3, παράγραφος 1, αρχές κράτους μέλους του οποίου είναι υπήκοος το φυσικό πρόσωπο στο οποίο έχει επιβληθεί η ποινή, ή στο οποίο το πρόσωπο αυτό έχει νομίμως τη μόνιμη διαμονή του, ή με το οποίο διατηρεί άλλους στενούς δεσμούς. Στην τελευταία περίπτωση, ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος μπορεί να διαβιβάζεται μόνο με τη συγκατάθεση του καταδικασθέντος. Το κράτος εκτέλεσης μπορεί επίσης, με δική του πρωτοβουλία, να ζητήσει από το κράτος έκδοσης να διαβιβάσει ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο. Ο καταδικασθείς μπορεί επίσης να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης ή εκτέλεσης να ξεκινήσουν διαδικασία σύμφωνα με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο.
1.  Για το σκοπό της αναγνώρισής της και την εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής, η δικαστική απόφαση ή ένα επικυρωμένο αντίγραφό της, μαζί με το πιστοποιητικό, διαβιβάζονται άμεσα, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο α), τρίτη περίπτωση, από την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης στην αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης με κάθε μέσο που καθιστά δυνατή τη σύνταξη ενός εγγράφου πρακτικού υπό συνθήκες που επιτρέπουν στο κράτος εκτέλεσης να διαπιστώσει τη γνησιότητά του. Το πρωτότυπο της δικαστικής απόφασης ή ένα επικυρωμένο αντίγραφό της και το πρωτότυπο του πιστοποιητικού διαβιβάζονται στο κράτος εκτέλεσης εφόσον αυτό το ζητεί. Όλες οι επίσημες κοινοποιήσεις διενεργούνται επίσης άμεσα μεταξύ των αναφερθεισών αρμοδίων αρχών.
Τροπολογία 22
Άρθρο 4, παράγραφος 2
2.  Ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος δεν διαβιβάζεται στην περίπτωση που το πρόσωπο, στο οποίο έχει επιβληθεί η ποινή, έχει νομίμως τη μόνιμη διαμονή του στο κράτος έκδοσης, εκτός εάν ο καταδικασθείς συμφωνεί με τη μεταγωγή ή εάν η απόφαση ή η, συνεπεία της απόφασης αυτής, διοικητική απόφαση, προβλέπει απέλαση, απομάκρυνση ή άλλο μέτρο ασφαλείας, βάσει των οποίων δεν επιτρέπεται πλέον στο πρόσωπο να παραμείνει, μετά την εκτέλεση της ποινής, στο έδαφος του κράτους έκδοσης.
Διαγράφεται
Τροπολογία 23
Άρθρο 4, παράγραφος 3
3.  Το γεγονός ότι, πέραν της ποινής που επιβλήθηκε κατά την έννοια ου άρθρου 1, σημείο β), για την πράξη που αποτελεί τη βάση του ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου, επιβλήθηκε και πρόστιμο το οποίο δεν έχει καταβληθεί ακόμη από τον καταδικασθέντα, δεν εμποδίζει τη διαβίβαση του ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου. Η εκτέλεση της ποινής του προστίμου σε άλλο κράτος μέλος βασίζεται στις οικείες διατάξεις που ισχύουν στον τομέα αυτόν μεταξύ των κρατών μελών.
Διαγράφεται
Τροπολογία 24
Άρθρο 4, παράγραφος 3α (νέα)
3α. Το πιστοποιητικό, του οποίου το υπόδειγμα εκτίθεται στο Παράρτημα, πρέπει να υπογράφεται και το περιεχόμενό του να βεβαιώνεται ως ακριβές από την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης.
Τροπολογία 25
Άρθρο 4, παράγραφος 4
4.  Η αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης διαβιβάζει απευθείας τον ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο στην αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης, εγγράφως, υπό συνθήκες που επιτρέπουν στο κράτος εκτέλεσης να διαπιστώνει τη γνησιότητά του. Όλες οι επίσημες επικοινωνίες πραγματοποιούνται επίσης απευθείας μεταξύ των εν λόγω αρμόδιων αρχών.
4.  Η αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης διαβιβάζει απευθείας τη δικαστική απόφαση στην αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης, εγγράφως, υπό συνθήκες που επιτρέπουν στο κράτος εκτέλεσης να διαπιστώνει τη γνησιότητά του και δύναται να συμπεριλάβει δεδομένα κάθε μορφής σχετικά με το φάκελο κράτησης του ατόμου στο οποίο επιβλήθηκε η ποινή. Όλες οι επίσημες επικοινωνίες πραγματοποιούνται επίσης απευθείας μεταξύ των εν λόγω αρμόδιων αρχών.
Τροπολογία 26
Άρθρο 4, παράγραφος 5
5.  Το κράτος έκδοσης διαβιβάζει τον ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο σχετικά με ένα πρόσωπο σε ένα μόνο κράτος εκτέλεσης κάθε φορά.
5.  Το κράτος έκδοσης διαβιβάζει τη δικαστική απόφαση και το πιστοποιητικό σε ένα μόνο κράτος εκτέλεσης κάθε φορά.
Τροπολογία 27
Άρθρο 4, παράγραφος 6
6.  Εάν η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης δεν είναι γνωστή στην αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης, τότε η αρχή αυτή διεξάγει όλες τις αναγκαίες έρευνες, συμπεριλαμβανομένων μέσω των σημείων επαφής που έχουν θεσπισθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο, προκειμένου να λάβει πληροφορίες από το κράτος εκτέλεσης.
6.  Εάν η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης δεν είναι γνωστή στην αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης, τότε η αρχή αυτή διεξάγει όλες τις αναγκαίες έρευνες, μέσω των σημείων επαφής που έχουν θεσπισθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο, το συσταθέν με την Κοινή Δράση του Συμβουλίου 98/428/JΗΑ, προκειμένου να λάβει πληροφορίες από το κράτος εκτέλεσης.
Τροπολογία 28
Άρθρο 4, παράγραφος 7
7.  Εάν η δικαστική αρχή του κράτους εκτέλεσης, η οποία παραλαμβάνει ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο, δεν έχει αρμοδιότητα για να τον αναγνωρίσει και να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεσή του, τον διαβιβάζει, αυτεπαγγέλτως, στην αρμόδια αρχή και ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης, αναλόγως.
Διαγράφεται
Τροπολογία 29
Άρθρο 5, τίτλος
Γνώμη και ενημέρωση του καταδικασθέντος
Γνώμη και ενημέρωση του καταδικασθέντος και του θύματος / των θυμάτων
Τροπολογία 30
Άρθρο 5, παράγραφος 1
1.  Όταν ο καταδικασθείς είναι στο κράτος έκδοσης, του παρέχεται, ει δυνατόν, η δυνατότητα να εκφράζει τη γνώμη του, προφορικά ή γραπτά, πριν από την έκδοση του ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου. Με την επιφύλαξη του άρθρου 4, παράγραφος 1, δεύτερη φράση, δεν απαιτείται η συγκατάθεσή του για τη διαβίβαση του ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου. Η γνώμη του λαμβάνεται υπόψη, ωστόσο, σχετικά με το αν θα εκδοθεί ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος και, εάν ναι, σε ποιο κράτος εκτέλεσης θα διαβιβασθεί.
1.  Όταν ο καταδικασθείς είναι στο κράτος έκδοσης, του παρέχεται η δυνατότητα να εκφράζει τη γνώμη του, προφορικά ή γραπτά, πριν από την έκδοση του ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου. Με την επιφύλαξη του άρθρου 4, παράγραφος 1, δεύτερη φράση, δεν απαιτείται η συγκατάθεσή του για τη διαβίβαση του ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου. Η γνώμη του λαμβάνεται υπόψη, ωστόσο, σχετικά με το αν θα εκδοθεί ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος και, εάν ναι, σε ποιο κράτος εκτέλεσης θα διαβιβασθεί.
Τροπολογία 31
Άρθρο 5, παράγραφος 1α (νέα)
1α. Τα θύματα του εγκλήματος πρέπει επίσης να ενημερώνονται τόσο για την ύπαρξη αίτησης αναγνώρισης και μεταφοράς της εκτέλεσης της ποινής, όσο και για το αποτέλεσμα της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένης της διαταγής μεταγωγής του καταδικασθέντος από το κράτος έκδοσης προς το κράτος εκτέλεσης.
Τροπολογία 32
Άρθρο 5, παράγραφος 2
2.  Όταν ο καταδικασθείς είναι στο κράτος έκδοσης, η αρμόδια αρχή του κράτους αυτού του κοινοποιεί τις συνέπειες της μεταφοράς του στο κράτος εκτέλεσης. Όταν ο καταδικασθείς είναι στο κράτος εκτέλεσης, η σχετική κοινοποίηση διενεργείται από την αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους, όταν απαιτείται για λόγους δικαιοσύνης.
2.  Όταν ο καταδικασθείς είναι στο κράτος έκδοσης, η αρμόδια αρχή του κράτους αυτού του κοινοποιεί τις συνέπειες της μεταφοράς του στο κράτος εκτέλεσης. Όταν ο καταδικασθείς είναι στο κράτος εκτέλεσης, η σχετική κοινοποίηση διενεργείται από την αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους.
Τροπολογία 33
Άρθρο 6
Άρθρο 6
Μορφή και περιεχόμενο του ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου
Διαγράφεται
1.  Ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος περιλαμβάνει τις πληροφορίες που ορίζονται στο έντυπο του Παραρτήματος. Η αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης επιβεβαιώνει την ορθότητα της πληροφορίας και την υπογράφει.
2.  Ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος μεταφράζεται στην επίσημη ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους εκτέλεσης. Κάθε κράτος μέλος δύναται, είτε κατά τον χρόνο της έκδοσης της παρούσας απόφασης-πλαισίου, είτε μεταγενέστερα, να αναφέρει σε δήλωση που κατατίθεται στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου, ότι δέχεται μετάφραση σε μία ή περισσότερες άλλες επίσημες γλώσσες της Ένωσης.
Τροπολογία 34
Άρθρο 8, τίτλος
Αναγνώριση και εκτέλεση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου
Αναγνώριση της δικαστικής απόφασης και εκτέλεση της ποινής
Τροπολογία 35
Άρθρο 8, παράγραφος 1
1.  Η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης αναγνωρίζει κάθε ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο ο οποίος διαβιβάζεται σύμφωνα με το άρθρο 4 χωρίς να απαιτείται άλλη διατύπωση, και λαμβάνει πάραυτα κάθε απαραίτητο μέτρο για την εκτέλεσή του, εκτός εάν η αρμόδια αρχή αποφασίσει να προβάλει έναν από τους λόγους μη αναγνώρισης και εκτέλεσης που προβλέπει το άρθρο 10.
1.  Η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης αναγνωρίζει κάθε δικαστική απόφαση η οποία διαβιβάζεται σύμφωνα με το άρθρο 4 χωρίς να απαιτείται άλλη διατύπωση, και λαμβάνει πάραυτα κάθε απαραίτητο μέτρο για την εκτέλεσή του, εκτός εάν η αρμόδια αρχή αποφασίσει να προβάλει έναν από τους λόγους μη αναγνώρισης και εκτέλεσης που προβλέπει το άρθρο 9.
Τροπολογία 36
Άρθρο 8, παράγραφος 2
2.  Αν η ποινή δεν συνάδει ως προς τη διάρκειά της με βασικές αρχές του δικαίου του κράτους εκτέλεσης, η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης μπορεί να αποφασίσει να προσαρμόσει την ποινή στο ανώτατο προβλεπόμενο όριο για αξιόποινη πράξη δυνάμει του εθνικού δικαίου του κράτους αυτού.
2.  Αν η ποινή δεν συνάδει ως προς τη διάρκειά της με το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης, η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης μπορεί, μετά από διαβούλευση με το κράτος έκδοσης, να αποφασίσει να εκτελέσει την ποινή μέχρι το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για το αδίκημα δυνάμει του εθνικού δικαίου του κράτους αυτού.
Τροπολογία 37
Άρθρο 8, παράγραφος 3
3.  Αν η ποινή δεν συνάδει ως προς τη φύση της με το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης, η αρμόδια αρχή του κράτους αυτού μπορεί να την προσαρμόσει, μέσω δικαστικής ή διοικητικής απόφασης, σε ποινή ή μέτρο που προβλέπεται για ένα ίδιας φύσης αδίκημα στο δικό της δίκαιο. Η ποινή ή το μέτρο αυτό πρέπει να ανταποκρίνεται κατά το δυνατόν περισσότερο στην ποινή που επιβλήθηκε από το κράτος έκδοσης, πράγμα που σημαίνει ότι η ποινή δεν μπορεί να μετατραπεί σε χρηματική ποινή. Δεν δύναται να είναι αυστηρότερη από την ποινή που επιβλήθηκε στο κράτος έκδοσης.
3.  Αν η ποινή δεν συνάδει ως προς τη φύση της με το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης, η ποινή ή το μέτρο πρέπει να ανταποκρίνεται κατά το δυνατόν περισσότερο στην ποινή που επιβλήθηκε από το κράτος έκδοσης, πράγμα που σημαίνει ότι η ποινή δεν μπορεί να μετατραπεί σε χρηματική ποινή. Δεν δύναται να είναι αυστηρότερη ούτε σημαντικά επιεικέστερη από την ποινή που επιβλήθηκε στο κράτος έκδοσης.
Τροπολογία 38
Άρθρο 8, παράγραφος 4
4.  Εάν ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος έχει εκδοθεί και για πράξεις οι οποίες δεν καλύπτονται από το άρθρο 7, παράγραφος 1 και το κράτος εκτέλεσης αρνείται να αναγνωρίσει και να εκτελέσει τον ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο για τις πράξεις αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο β), το εν λόγω κράτος πρέπει να ζητά από το κράτος έκδοσης να του κοινοποιήσει ποιο τμήμα της ποινής αφορά τις εν λόγω πράξεις. Αφού λάβει τις σχετικές πληροφορίες, το κράτος εκτέλεσης μπορεί να μειώσει την ποινή κατά την αναλογία η οποία του κοινοποιήθηκε από το κράτος έκδοσης.
4.  Εάν η δικαστική απόφαση έχει εκδοθεί και για πράξεις οι οποίες δεν καλύπτονται από το άρθρο 7, παράγραφος 1, και το κράτος εκτέλεσης αρνείται να αναγνωρίσει και να εκτελέσει τη δικαστική απόφαση για τις πράξεις αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο β), το εν λόγω κράτος πρέπει να ζητά από το κράτος έκδοσης να του κοινοποιήσει ποιο τμήμα της ποινής αφορά τις εν λόγω πράξεις. Αφού λάβει τις σχετικές πληροφορίες, το κράτος εκτέλεσης μπορεί να μειώσει την ποινή κατά την αναλογία η οποία του κοινοποιήθηκε από το κράτος έκδοσης.
Τροπολογία 39
Άρθρο 9, παράγραφος 1, εισαγωγικό μέρος
1.  Οι αρμόδιες αρχές του κράτους εκτέλεσης δύνανται να αρνούνται να αναγνωρίσουν και να εκτελέσουν τον ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο, όταν :
1.  Οι αρμόδιες αρχές του κράτους εκτέλεσης δύνανται να αρνούνται να αναγνωρίσουν τη δικαστική απόφαση και να εκτελέσουν την ποινή όταν:
Τροπολογία 40
Άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο α)
(α) έχει εκδοθεί απόφαση κατά του οικείου προσώπου λόγω των ίδιων πράξεων στο κράτος εκτέλεσης ή σε οποιοδήποτε άλλο κράτος πέραν του κράτους έκδοσης ή εκτέλεσης, εφόσον, στην τελευταία περίπτωση, η απόφαση έχει εκτελεσθεί, είναι υπό εκτέλεση ή δεν μπορεί πλέον να εκτελεσθεί δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους στο οποίο επιβλήθηκε η ποινή·
α) το πιστοποιητικό που προβλέπεται στο άρθρο 4 είναι ελλιπές ή δεν ανταποκρίνεται προδήλως στη δικαστική απόφαση·
Τροπολογία 41
Άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο αα) (νέο)
αα) τα κριτήρια που θεσπίζονται στο άρθρο 4, παράγραφος -1, δεν τηρούνται·
Τροπολογία 42
Άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο αβ) (νέο)
αβ) η εκτέλεση της ποινής θα ήταν αντίθετη με την αρχή "ne bis in idem'·
Τροπολογία 43
Άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο β)
(β) σε μία από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 7, παράγραφος 3, ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος αφορά πράξεις που δεν συνιστούν αδίκημα σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης· εντούτοις, όσον αφορά φόρους ή τέλη, τελωνεία και συνάλλαγμα, το κράτος εκτέλεσης δεν αρνείται την εκτέλεση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου επειδή δεν προβλέπονται στο δίκαιό του ανάλογοι φόροι ή τέλη, ή ανάλογες διατάξεις όσον αφορά φόρους, τέλη, τελωνεία και συνάλλαγμα με αυτές που προβλέπει το δίκαιο του κράτους έκδοσης·
β) σε μία από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 7, παράγραφος 3, η δικαστική απόφαση αφορά πράξεις που δεν συνιστούν αδίκημα σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης· εντούτοις, όσον αφορά φόρους ή τέλη, τελωνεία και συνάλλαγμα, το κράτος εκτέλεσης δεν αρνείται την εκτέλεση δικαστικής απόφασης επειδή δεν προβλέπονται στο δίκαιό του ανάλογοι φόροι ή τέλη, ή ανάλογες διατάξεις όσον αφορά φόρους, τέλη, τελωνεία και συνάλλαγμα με αυτές που προβλέπει το δίκαιο του κράτους έκδοσης·
Τροπολογία 44
Άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο γ)
(γ) η εκτέλεση της απόφασης έχει παραγραφεί σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης, εφόσον ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος αφορά πράξεις που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του κράτους εκτέλεσης σύμφωνα με το δίκαιό του·
γ) η εκτέλεση της ποινής έχει παραγραφεί σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης και αφορά πράξεις που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του κράτους εκτέλεσης σύμφωνα με το δίκαιό του·
Τροπολογία 45
Άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο γα) (νέο)
γα) υφίσταται ασυλία σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης που καθιστά αδύνατη την εκτέλεση της ποινής·
Τροπολογία 46
Άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο δ)
(δ) ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος εκδόθηκε σχετικά με φυσικό πρόσωπο το οποίο, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ακόμη, λόγω ηλικίας, ότι υπείχε ποινική ευθύνη για τις πράξεις για τις οποίες έχει εκδοθεί ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος·
δ) η ποινή επιβλήθηκε σε πρόσωπο το οποίο, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ακόμη, λόγω ηλικίας, ότι υπείχε ποινική ευθύνη για τις πράξεις για τις οποίες έχει εκδοθεί η δικαστική απόφαση·
Τροπολογία 47
Άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο ε)
(ε) τη χρονική στιγμή της παραλαβής του ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο, 4 παράγραφος 1, απομένουν λιγότερο από 4 μήνες για την έκτιση της ποινής·
ε) τη χρονική στιγμή της παραλαβής της δικαστικής απόφασης από την αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης, απομένουν λιγότερο από 6 μήνες για την έκτιση της ποινής·
Τροπολογία 48
Άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο στ)
(στ) ο ενδιαφερόμενος δε συμφωνεί με τη διαβίβαση του ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου, στην περίπτωση που αυτός ο τίτλος εκδόθηκε για την εκτέλεση μιας ποινής, η οποία επιβλήθηκε ερήμην του κατηγορουμένου, υπό τον όρο ότι το πρόσωπο δεν είχε κληθεί προσωπικά ή δεν είχε λάβει με άλλο τρόπο γνώση του χρόνου και τόπου της διαδικασίας η οποία οδήγησε στην απόφαση η οποία ελήφθη ερήμην, ή δεν έχει δηλώσει σε αρμόδια αρχή ότι δεν προσβάλει την απόφαση·
στ) η δικαστική απόφαση εκδόθηκε ερήμην του κατηγορουμένου, εκτός εάν το πιστοποιητικό βεβαιώνει ότι το πρόσωπο κλήθηκε ατομικά ή έλαβε, μέσω αρμοδίου εκπροσώπου, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, γνώση του χρόνου και του τόπου της διαδικασίας η οποία οδήγησε στη δικαστική απόφαση η οποία εκδόθηκε ερήμην·
Τροπολογία 49
Άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο ζ)
(ζ) το φυσικό πρόσωπο, κατά του οποίου εκδόθηκε ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος δεν έχει ούτε την ιθαγένεια του κράτους εκτέλεσης ούτε διαμένει νομίμως και μόνιμα σε αυτό, ούτε έχει στενούς δεσμούς με το κράτος αυτό.
Διαγράφεται
Τροπολογία 50
Άρθρο 9, παράγραφος 2
2.  Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στοιχεία α), στ) και ζ), η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης, πριν αποφασίσει να μην αναγνωρίσει ή να μην εκτελέσει ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο, συμφωνεί δεόντως, με κάθε κατάλληλο μέσο, με την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης και της ζητεί να παράσχει, οσάκις ενδείκνυται, αμελλητί τυχόν αναγκαίες πρόσθετες πληροφορίες.
2.  Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στοιχεία α), αα), αβ) και στ), η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης, πριν αποφασίσει να μην αναγνωρίσει τη δικαστική απόφαση ή να μην εκτελέσει την ποινή, συμφωνεί δεόντως, με κάθε κατάλληλο μέσο, με την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης και της ζητεί να παράσχει, οσάκις ενδείκνυται, αμελλητί τυχόν αναγκαίες πρόσθετες πληροφορίες.
Τροπολογία 51
Άρθρο 9, παράγραφος 2α (νέα)
2α. Η αναγνώριση της δικαστικής απόφασης δύναται να αναβληθεί στο κράτος εκτέλεσης όταν το πιστοποιητικό του άρθρου 4 είναι ελλιπές ή δεν αντιστοιχεί προδήλως στη δικαστική απόφαση.
Τροπολογία 52
Άρθρο 10, τίτλος
Απόφαση σχετικά με τον ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο και προθεσμίες
Απόφαση σχετικά με την εκτέλεση της ποινής και προθεσμίες
Τροπολογία 53
Άρθρο 10, παράγραφος 1
1.  Η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης αποφασίζει εάν θα εκτελέσει τον ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο, το ταχύτερο δυνατόν, και οπωσδήποτε εντός τριών μηνών κατ'ανώτατο όριο από την παραλαβή του.
1.  Η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης αποφασίζει το ταχύτερο δυνατόν εάν θα αναγνωρίσει τη δικαστική απόφαση και θα εκτελέσει την ποινή και ενημερώνει σχετικά το κράτος έκδοσης, συμπεριλαμβανομένης κάθε απόφασης σχετικά με την ποινή σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφοι 2 και 3.
Τροπολογία 54
Άρθρο 10, παράγραφος 1α (νέα)
1α. Η οριστική απόφαση για την αναγνώριση της δικαστικής απόφασης και την εκτέλεση της ποινής λαμβάνεται εντός 30 ημερών από την παραλαβή της δικαστικής απόφασης και του πιστοποιητικού, εκτός εάν υφίσταται λόγος αναβολής σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 2α.
Τροπολογία 55
Άρθρο 10, παράγραφος 1β (νέα)
1β. Στις άλλες περιπτώσεις η οριστική απόφαση για την αναγνώριση της δικαστικής απόφασης και την εκτέλεση της ποινής λαμβάνεται εντός 60 ημερών από την παραλαβή της απόφασης και του πιστοποιητικού, εκτός εάν υφίσταται λόγος αναβολής σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 2α.
Τροπολογία 56
Άρθρο 10, παράγραφος 2α (νέα)
2α. Όταν σε ειδικές περιπτώσεις δεν είναι δυνατή η λήψη απόφασης για την αναγνώριση της δικαστικής απόφασης και την εκτέλεση της ποινής εντός των προθεσμιών των παραγράφων 1α και 1β, η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης ενημερώνει αμελλητί τις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης για το γεγονός αυτό καθώς και για τους λόγους που οδήγησαν σε αυτό. Στην περίπτωση αυτή, οι προθεσμίες δύνανται να παραταθούν κατά 30 ακόμη ημέρες.
Τροπολογία 57
Άρθρο 11, παράγραφος 1
1.  Εάν το πρόσωπο για το οποίο έχει εκδοθεί ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος είναι στο κράτος έκδοσης, μεταφέρεται στο κράτος εκτέλεσης το ταχύτερο δυνατόν, σε χρονική στιγμή η οποία συμφωνείται μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών έκδοσης και εκτέλεσης.
1.  Εάν ο καταδικασθείς είναι στο κράτος έκδοσης, μεταφέρεται στο κράτος εκτέλεσης το αργότερο 30 ημέρες μετά την έκδοση οριστικής απόφασης του κράτους εκτέλεσης σχετικά με την αναγνώριση της δικαστικής απόφασης και την εκτέλεση της ποινής.
Τροπολογία 58
Άρθρο 11, παράγραφος 2
2.  Η μεταγωγή του προσώπου γίνεται το αργότερο δύο εβδομάδες μετά την έκδοση οριστικής απόφασης για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου.
Διαγράφεται
Τροπολογία 59
Άρθρο 11, παράγραφος 3
3.  Εάν η μεταφορά του προσώπου εντός της προθεσμίας της παραγράφου 2 παρακωλύεται λόγω απρόβλεπτων συνθηκών, οι αρμόδιες αρχές των κρατών έκδοσης και εκτέλεσης έρχονται αμέσως σε επικοινωνία για να συμφωνήσουν νέα ημερομηνία μεταγωγής.
3.  Εάν η μεταφορά του προσώπου εντός της προθεσμίας της παραγράφου 1 παρακωλύεται λόγω απρόβλεπτων συνθηκών, οι αρμόδιες αρχές των κρατών έκδοσης και εκτέλεσης έρχονται αμέσως σε επικοινωνία. Η μεταγωγή πραγματοποιείται μόλις οι συνθήκες αυτές πάψουν να υφίστανται. Η αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης ενημερώνει άμεσα την αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης και συμφωνεί σε μια νέα ημερομηνία μεταγωγής. Στην περίπτωση αυτή, η μεταγωγή πραγματοποιείται εντός 10 ημερών από τη συμφωνηθείσα νέα ημερομηνία.
Τροπολογία 60
Άρθρο 12, παράγραφος 1
1.  Κάθε κράτος μέλος επιτρέπει τη διαμεταγωγή, μέσα από το έδαφός του, καταδικασθέντος, ο οποίος διαμετάγεται στο κράτος εκτέλεσης, εφόσον έχει λάβει πληροφορίες σχετικά με :
1.  Κάθε κράτος μέλος ενημερώνεται σχετικά με τη διαμεταγωγή, μέσα από το έδαφός του, καταδικασθέντος, ο οποίος διαμετάγεται στο κράτος εκτέλεσης, και λαμβάνει αντίγραφο του πιστοποιητικού από το κράτος έκδοσης.
(α) την ταυτότητα και την ιθαγένεια του προσώπου κατά του οποίου έχει εκδοθεί ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος,
(β) την ύπαρξη ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου,
(γ) τη φύση και τον νομικό χαρακτηρισμό του αδικήματος για το οποίο εκδόθηκε ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος,
(δ) την περιγραφή των περιστάσεων του αδικήματος, συμπεριλαμβανομένων του τόπου και του χρόνου τέλεσης.
Τροπολογία 61
Άρθρο 12, παράγραφος 2
2.  Η αίτηση διαμεταγωγής και οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, διαβιβάζονται με κάθε μέσο το οποίο αποτυπώνεται εγγράφως. Το κράτος μέλος διαμεταγωγής κοινοποιεί την απόφασή του, την οποία λαμβάνει κατά προτεραιότητα και το αργότερο 1 εβδομάδα μετά από την παραλαβή της αίτησης με την αυτή διαδικασία.
2.  Η αίτηση διαμεταγωγής και το πιστοποιητικό που αναφέρεται στην παράγραφο 1, διαβιβάζονται με κάθε μέσο το οποίο αποτυπώνεται εγγράφως. Το κράτος μέλος διαμεταγωγής κοινοποιεί την απόφασή του, την οποία λαμβάνει κατά προτεραιότητα και το αργότερο 1 εβδομάδα μετά από την παραλαβή της αίτησης με την αυτή διαδικασία.
Τροπολογία 62
Άρθρο 12, παράγραφος 2α (νέα)
2α. Το κράτος μέλος της διαμεταγωγής δύναται να θέσει τον καταδικασθέντα υπό κράτηση μόνο για όσο διάστημα απαιτείται για τη διαμεταγωγή μέσα από το έδαφός του.
Τροπολογία 63
Άρθρο 12, παράγραφος 3
3.  Δεν απαιτείται αίτηση διαμεταγωγής για τις αεροπορικές μεταφορές χωρίς προβλεπόμενη ενδιάμεση στάση. Ωστόσο, σε περίπτωση έκτακτης προσγείωσης, το κράτος έκδοσης παρέχει τις προβλεπόμενες στην παράγραφο 1 πληροφορίες.
3.  Δεν απαιτείται αίτηση διαμεταγωγής για τις αεροπορικές μεταφορές χωρίς προβλεπόμενη ενδιάμεση στάση. Ωστόσο, σε περίπτωση έκτακτης προσγείωσης, το κράτος έκδοσης παρέχει τις προβλεπόμενες στην παράγραφο 1 πληροφορίες, εντός 48 ωρών από την έκτακτη προσγείωση.
Τροπολογία 64
Άρθρο 13, παράγραφος 1
1.  Η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου διέπεται από το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης, όπως ακριβώς και οι ποινές που επιβάλλονται από κράτος αυτό. Οι αρχές του κράτους εκτέλεσης είναι, με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3, αποκλειστικώς αρμόδιες να αποφασίζουν σχετικά με τη διαδικασία εκτέλεσης και να καθορίζουν όλα τα σχετικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των λόγων αποφυλάκισης υπό όρους.
1.  Η εκτέλεση της ποινής διέπεται από το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης. Οι αρχές του κράτους εκτέλεσης είναι, με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3, αποκλειστικώς αρμόδιες να αποφασίζουν σχετικά με τη διαδικασία εκτέλεσης και να καθορίζουν όλα τα σχετικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των λόγων πρόωρης αποφυλάκισης ή αποφυλάκισης υπό όρους.
Τροπολογία 65
Άρθρο 13, παράγραφος 2
2.  Η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης αφαιρεί, από τη συνολική διάρκεια της στερητικής της ελευθερίας ποινής η οποία θα εκτισθεί στο κράτος εκτέλεσης, κάθε χρονικό διάστημα καταδίκης σε στερητική της ελευθερίας ποινή η οποία έχει τυχόν εκτισθεί στο κράτος έκδοσης ή σε άλλο κράτος σε σχέση με την ποινή για την οποία εκδόθηκε ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος.
2.  Η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης αφαιρεί, από τη συνολική διάρκεια της στερητικής της ελευθερίας ποινής η οποία θα εκτισθεί στο κράτος εκτέλεσης, ολόκληρο το χρονικό διάστημα καταδίκης σε στερητική της ελευθερίας ποινή η οποία έχει τυχόν εκτισθεί από τον καταδικασθέντα σε σχέση με την ποινή για την οποία εκδόθηκε η δικαστική απόφαση.
Τροπολογία 66
Άρθρο 13, παράγραφος 3
3.  Εκτός αντίθετης συμφωνίας μεταξύ των κρατών έκδοσης και εκτέλεσης, ο καταδικασθείς αποφυλακίζεται υπό όρους μόνον εφόσον έχει εκτίσει συνολικά τουλάχιστον το ήμισυ της ποινής, στα κράτη έκδοσης και εκτέλεσης.
3.  Εκτός αντίθετης συμφωνίας μεταξύ των κρατών έκδοσης και εκτέλεσης, ο καταδικασθείς αποφυλακίζεται υπό όρους μόνον εφόσον έχει εκτίσει συνολικά τουλάχιστον το ήμισυ της ποινής, στα κράτη έκδοσης και εκτέλεσης ή ποινή συγκεκριμένης διάρκειας που να συνάδει με το δίκαιο των κρατών έκδοσης και εκτέλεσης.
Τροπολογία 67
Άρθρο 14, παράγραφος 1α (νέα)
1α. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται σε καταδικασθέντες διερχόμενους μέσω κρατών μελών διαμεταγωγής.
Τροπολογία 68
Άρθρο 15, παράγραφος 1
1.  Αμνηστία και χάρη δύναται να χορηγεί το κράτος έκδοσης, καθώς και το κράτος εκτέλεσης.
1.  Αμνηστία και χάρη δύναται να χορηγεί το κράτος έκδοσης κατόπιν διαβουλεύσεως με το κράτος εκτέλεσης, ή το κράτος εκτέλεσης.
Τροπολογία 69
Άρθρο 17, στοιχείο β)
(β) για οποιαδήποτε απόφαση σχετικά με τη μη αναγνώριση και εκτέλεση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου σύμφωνα με το άρθρο 9, καθώς και για τους λόγους της απόφασης αυτής,
β) για οποιαδήποτε απόφαση σχετικά με τη μη αναγνώριση της δικαστικής απόφασης και εκτέλεση της ποινής σύμφωνα με το άρθρο 9, είτε στο σύνολό της είτε εν μέρει, καθώς και για τους λόγους της απόφασης αυτής,
Τροπολογία 70
Άρθρο 17, στοιχείο γ)
(γ) για την προσαρμογή της ποινής σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2 ή 3, καθώς και για τους λόγους της απόφασης αυτής,
γ) για κάθε απόφαση σχετικά με την ποινή σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2 ή 3, καθώς και για τους λόγους της απόφασης αυτής, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές που υφίστανται στις νομοθεσίες των κρατών μελών,
Τροπολογία 71
Άρθρο 17, στοιχείο δ)
(δ) για την ολική ή μερική μη εκτέλεση της απόφασης για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 8, παράγραφος 4, στο άρθρο 13, παράγραφος 1 και στο άρθρο 15, παράγραφος 1, - καθώς και για τους λόγους της απόφασης αυτής - και, σε περίπτωση μερικής μη εκτέλεσης για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 8, παράγραφος 4, αίτηση η οποία κοινοποιείται σχετικά με το τμήμα της ποινής που αφορά τις εν λόγω πράξεις,
δ) για την ολική ή μερική μη εκτέλεση της ποινής για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, και στο άρθρο 15, παράγραφος 1, καθώς και για τους λόγους της απόφασης αυτής,
Τροπολογία 72
Άρθρο 17, στοιχείο ε)
(ε) για το γεγονός ότι, άνευ συγκεκριμένου λόγου, δεν έχει αρχίσει, η έκτιση της ποινής,
Διαγράφεται
Τροπολογία 73
Άρθρο 17, στοιχείο ζα) (νέο)
ζα) για την αναγνώριση και αποδοχή της δικαστικής απόφασης.
Τροπολογία 74
Άρθρο 17α (νέο)
Άρθρο 17α
Γλώσσες
Το πιστοποιητικό, του οποίου το υπόδειγμα εκτίθεται στο παράρτημα, πρέπει να μεταφράζεται στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους εκτέλεσης. Κάθε κράτος μέλος δύναται, κατά το χρόνο έκδοσης της παρούσας απόφασης-πλαισίου ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία, να αναφέρει σε δήλωση που κατατίθεται στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου ότι αποδέχεται μετάφραση σε μία ή περισσότερες άλλες επίσημες γλώσσες της Ένωσης.

(1) ΕΕ C 150 της 21.6.2005, σ. 1.


Ευρωπαϊκό κέντρο παρακολούθησης ναρκωτικών και τοξικομανίας ***I
PDF 429kWORD 274k
Ψήφισμα
Ενοποιημένο κείμενο
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το ευρωπαϊκό κέντρο παρακολούθησης ναρκωτικών και τοξικομανίας (COM(2005)0399 – C6-0256/2005 – 2005/0166(COD))
P6_TA(2006)0257A6-0124/2006

(Διαδικασία συναπόφασης: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2005)0399)(1),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 152 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0256/2005),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 51 του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων (A6-0124/2006),

1.   εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε·

2.   ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.   αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 14 Ιουνίου 2006 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το ευρωπαϊκό κέντρο παρακολούθησης ναρκωτικών και τοξικομανίας (αναδιατύπωση)

P6_TC1-COD(2005)0166


ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 152,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(2),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης(3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)  Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κατά τη σύνοδό του στο Λουξεμβούργο στις 28 και 29 Ιουνίου 1991, ενέκρινε την αρχή της δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού κέντρου παρακολούθησης ναρκωτικών. Αυτός ο οργανισμός, που φέρει το όνομα "Ευρωπαϊκό κέντρο παρακολούθησης ναρκωτικών και τοξικομανίας" ("το Κέντρο"), ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 302/93 του Συμβουλίου της 8ης Φεβρουαρίου 1993(4), ο οποίος έχει τροποποιηθεί επανειλημμένως και κατά τρόπο ουσιαστικό(5). Καθώς πρόκειται να γίνουν περαιτέρω τροποποιήσεις, θα πρέπει να αναδιατυπωθεί για λόγους σαφήνειας.

(2)  Είναι απαραίτητη η συλλογή σε ευρωπαϊκό επίπεδο τεκμηριωμένων, αντικειμενικών, αξιόπιστων και συγκρίσιμων πληροφοριών για το φαινόμενο των ναρκωτικών και της τοξικομανίας και των συνεπειών τους, που θα προσδώσουν στην Κοινότητα και τα κράτη μέλη μια σφαιρική εικόνα και θα τους αποφέρουν έτσι προστιθέμενη αξία όταν, στους τομείς των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, λαμβάνουν μέτρα ή καθορίζουν δράσεις για την καταπολέμηση των ναρκωτικών.

(3)  Το φαινόμενο των ναρκωτικών περικλείει πολλαπλές και πολύπλοκες πτυχές, στενώς αλληλοσυνδεόμενες, που είναι δύσκολο να διαχωρισθούν. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να ανατεθεί στο Κέντρο η αποστολή γενικής ενημέρωσης που θα προσδώσει στην Κοινότητα και τα κράτη μέλη της μια συνολική εικόνα του φαινομένου των ναρκωτικών και της τοξικομανίας. Η εν λόγω αποστολή δεν πρόκειται να προδικάσει την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών της ως προς τις νομοθετικές διατάξεις περί προσφοράς και ζήτησης των ναρκωτικών.

(4)  Με την απόφαση αριθ. 2367/2002/ΕΚ της 16ης Δεκεμβρίου 2002(6), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θέσπισαν το κοινοτικό στατιστικό πρόγραμμα για το χρονικό διάστημα 2003 έως 2007, το οποίο περιλαμβάνει τις δράσεις της Κοινότητας για τις στατιστικές στον τομέα της υγείας και ασφάλειας.

(5)  Στην απόφαση 2005/387/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 10ης Μαΐου 2005 σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών, την αξιολόγηση κινδύνων και τον έλεγχο των νέων ψυχοδραστικών ουσιών,(7) καθορίζεται ο ρόλος του Κέντρου και της επιστημονικής του επιτροπής στο πλαίσιο του συστήματος ταχείας ενημέρωσης και της αξιολόγησης των κινδύνων που συνιστούν οι νέες ουσίες.

(6)  Θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι νέες μορφές κατανάλωσης, και ιδίως η χρήση πολλαπλών ναρκωτικών, δηλαδή ο συνδυασμός της λήψης παράνομων ναρκωτικών με τη λήψη νόμιμων ναρκωτικών ή φαρμάκων.

(7)  Ένα από τα καθήκοντα του Κέντρου θα πρέπει να είναι η παροχή πληροφοριών σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές και τις κατευθυντήριες γραμμές των κρατών μελών και η διευκόλυνση της ανταλλαγής αυτών των πρακτικών μεταξύ τους.

(8)  Με το ψήφισμα του Συμβουλίου της 10ης Δεκεμβρίου 2001 σχετικά με την καθιέρωση πέντε βασικών επιδημιολογικών δεικτών για τα ναρκωτικά τα κράτη μέλη παροτρύνονται να διασφαλίζουν, μέσω των εθνικών σημείων επαφής, την παροχή πληροφοριών για τους εν λόγω δείκτες υπό συγκρίσιμη μορφή. Η εφαρμογή των δεικτών αυτών εκ μέρους των κρατών μελών αποτελεί προϋπόθεση ώστε το Κέντρο να εκτελεί τα καθήκοντά του όπως ορίζεται στον παρόντα κανονισμό.

(9)  Είναι ευκταίο να μπορεί η Επιτροπή να αναθέτει απευθείας στο Κέντρο την υλοποίηση κοινοτικών σχεδίων διαρθρωτικής συνδρομής στον τομέα των συστημάτων πληροφόρησης σχετικά με τα ναρκωτικά σε τρίτες χώρες, όπως είναι οι χώρες που είναι υποψήφιες προς ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και οι χώρες των δυτικών Βαλκανίων, η συμμετοχή των οποίων στα κοινοτικά προγράμματα και τους οργανισμούς έχει εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

(10)  Ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται το Κέντρο και οι μέθοδοι εργασίας του θα πρέπει να είναι συνεπείς με τον αντικειμενικό χαρακτήρα των επιδιωκόμενων αποτελεσμάτων, δηλαδή τη συγκρισιμότητα και το συμβατό πηγών και μεθόδων σε σχέση με την ενημέρωση στον τομέα των ναρκωτικών.

(11)  Οι πληροφορίες που συλλέγει το Κέντρο θα πρέπει να αφορούν τομείς προτεραιότητας οι οποίοι θα πρέπει να καθορισθούν ως προς το περιεχόμενό τους, το πεδίο τους και τους τρόπους εφαρμογής τους.

(12)  Υπάρχουν ήδη εθνικοί, ευρωπαϊκοί και διεθνείς οργανισμοί και οργανώσεις που ήδη παρέχουν πληροφορίες αυτού του είδους και είναι αναγκαίο το Κέντρο παρακολούθησης να μπορεί να συνεργάζεται στενά μαζί τους.

(13)  Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από το Κέντρο θα πρέπει να υπόκειται στις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών(8).

(14)  Το Κέντρο θα πρέπει επίσης να εφαρμόζει τις γενικές αρχές και τα όρια που διέπουν το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα όπως ορίζεται στο άρθρο 255 της Συνθήκης και προσδιορίζεται με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής(9).

(15)  Το Κέντρο θα πρέπει να έχει νομική προσωπικότητα.

(16)  Λόγω του μεγέθους του, το διοικητικό συμβούλιο του Κέντρου είναι σκόπιμο να επικουρείται από εκτελεστική επιτροπή.

(17)  Για να είναι δυνατή η καλή ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την κατάσταση του φαινομένου των ναρκωτικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να υποβάλλει σε ακρόαση τον διευθυντή του Κέντρου.

(18)  Οι εργασίες του Κέντρου θα πρέπει να διεξάγονται κατά τρόπο διαφανή, ενώ η διοίκησή του θα πρέπει να υπόκειται στο σύνολο των υφιστάμενων διατάξεων περί χρηστής διοίκησης και καταπολέμησης της απάτης, όπως είναι οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Μαΐου 1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)(10) καθώς επίσης η διοργανική συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)(11), στην οποία το Κέντρο έχει προσχωρήσει και σχετικά με την οποία έχει θεσπίσει τις αναγκαίες διατάξεις εφαρμογής.

(19)  Ενδείκνυται να επιχειρείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα η εξωτερική αξιολόγηση των εργασιών του Κέντρου, καθώς επίσης να επιφέρονται, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, τροποποιήσεις στον παρόντα κανονισμό με γνώμονα την εν λόγω αξιολόγηση.

(20)  Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού δεν είναι δυνατό να επιτευχθούν σε ικανοποιητικό βαθμό από τα κράτη μέλη και μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Κοινότητας εξαιτίας της κλίμακας και των αποτελεσμάτων του παρόντος κανονισμού, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων αυτών .

(21)  Ο παρών κανονισμός συνάδει με τα θεμελιώδη δικαιώματα και είναι συμβατός με τις αρχές που προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στον Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Στόχος

1.  Ο παρών κανονισμός προβλέπει το ευρωπαϊκό κέντρο παρακολούθησης ναρκωτικών και τοξικομανίας (εφεξής: το Κέντρο).

2.  Το Κέντρο έχει ως στόχο να παρέχει στην Κοινότητα και στα κράτη μέλη της, στους τομείς που προσδιορίζονται στο άρθρο 3, τεκμηριωμένες, αντικειμενικές, αξιόπιστες και συγκρίσιμες σε ευρωπαϊκό επίπεδο πληροφορίες για το φαινόμενο των ναρκωτικών και της τοξικομανίας καθώς και για τις συνέπειές τους.

3.  Σκοπός των στατιστικής, τεκμηριωτικής και τεχνικής φύσεως πληροφοριών που επεξεργάζεται ή παρέχει το Κέντρο παρακολούθησης είναι να συνδράμει την Κοινότητα και τα κράτη μέλη να έχουν συνολική θεώρηση του φαινομένου των ναρκωτικών και της τοξικομανίας όταν, στα πλαίσια των αντιστοίχων αρμοδιοτήτων τους, λαμβάνουν μέτρα ή καθορίζουν δράσεις. Οι στατιστικές παράμετροι των εν λόγω πληροφοριών καταρτίζονται σε συνεργασία με τις οικείες στατιστικές αρχές και με κατάλληλη χρήση του κοινοτικού στατιστικού προγράμματος, με σκοπό την προώθηση της συνέργειας και την αποφυγή αλληλοεπικαλύψεων. Λαμβάνονται υπόψη και παγκοσμίως διαθέσιμα στοιχεία της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας και του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ).

4.  Με την επιφύλαξη του άρθρου 2, στοιχείο δ), σημείο (v), το Κέντρο δεν μπορεί να λαμβάνει μέτρα τα οποία βαίνουν πέραν των ορίων του τομέα των πληροφοριών και της επεξεργασίας τους.

5.  Το Κέντρο δεν συλλέγει στοιχεία που να επιτρέπουν την αναγνώριση της ταυτότητας των προσώπων ή μικρών ομάδων προσώπων, απέχει δε από κάθε διαβίβαση πληροφοριών σχετική με ειδικώς κατονομαζόμενες περιπτώσεις.

Άρθρο 2

Καθήκοντα

Για την επίτευξη του στόχου του άρθρου 1, το Κέντρο εκπληρώνει τα κατωτέρω καθήκοντα στους τομείς δραστηριοτήτων του:

α)   Συλλογή και ανάλυση υπαρχόντων στοιχείων

   i) συλλέγει, καταγράφει και αναλύει τα στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προκύπτουν από την έρευνα, τα οποία ανακοινώνουν τα κράτη μέλη, καθώς και στοιχεία που προέρχονται από κοινοτικές πηγές, από εθνικές μη κυβερνητικές πηγές και από αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Europol)· παρέχει πληροφορίες για τις καλύτερες πρακτικές στα κράτη μέλη και διευκολύνει την ανταλλαγή των εν λόγω πρακτικών μεταξύ τους· η εν λόγω δραστηριότητα συλλογής, καταγραφής, ανάλυσης και ενημέρωσης αφορά επίσης τα στοιχεία τα σχετικά με τις αναφαινόμενες τάσεις στον τομέα της κατανάλωσης πολλαπλών ναρκωτικών, περιλαμβανομένης της κατανάλωσης νόμιμων ψυχοδραστικών ουσιών σε συνδυασμό με παράνομες ψυχοδραστικές ουσίες·
   ii) πραγματοποιεί έρευνες, προπαρασκευαστικές μελέτες και μελέτες σκοπιμότητας, καθώς και τις δοκιμαστικές δράσεις που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του· διοργανώνει συνεδριάσεις εμπειρογνωμόνων και δημιουργεί, εν ανάγκη, για τον σκοπό αυτό ad hoc ομάδες εργασίας· δημιουργεί και καθιστά διαθέσιμο ένα ανοιχτό αρχείο επιστημονικής τεκμηρίωσης και διευκολύνει την προώθηση ενημερωτικών δραστηριοτήτων·
   iii) προσφέρει ένα οργανωτικό και τεχνικό σύστημα ικανό να παρέχει πληροφορίες για παρόμοια ή συμπληρωματικά προγράμματα ή δράσεις που πραγματοποιούνται στα κράτη μέλη·
   iv) δημιουργεί και συντονίζει, σε συνεργασία και συνεννόηση με τις αρμόδιες αρχές και οργανισμούς των κρατών μελών, το δίκτυο που προβλέπει το άρθρο 5·
   v) διευκολύνει τις ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ αρμοδίων, ερευνητών, επαγγελματιών και παραγόντων που ασχολούνται με θέματα που σχετίζονται με τα ναρκωτικά στο πλαίσιο κυβερνητικών ή μη κυβερνητικών οργανισμών.

β)   Βελτίωση της μεθοδολογίας συγκρίσεως των στοιχείων

   i) εξασφαλίζει την καλύτερη συγκρισιμότητα, αντικειμενικότητα και αξιοπιστία των στοιχείων για τα ναρκωτικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο μέσω της κατάρτισης κοινών μη δεσμευτικών δεικτών και κριτηρίων, των οποίων όμως μπορεί να συνιστά την τήρηση προκειμένου να διασφαλιστεί μεγαλύτερη συνοχή των μεθόδων μετρήσεων που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη και η Κοινότητα· ειδικότερα, το Κέντρο αναπτύσσει εργαλεία και μηχανισμούς για τη διευκόλυνση της παρακολούθησης και αξιολόγησης, αφενός, από τα κράτη μέλη των εθνικών τους πολιτικών και, αφετέρου, από την Επιτροπή, των πολιτικών της Ένωσης·
   ii) διευκολύνει και διαρθρώνει την ανταλλαγή ποιοτικών και ποσοτικών πληροφοριών (βάσεις δεδομένων).

γ)   Διάδοση των στοιχείων

   i) θέτει στη διάθεση της Κοινότητας, των κρατών μελών και των αρμόδιων οργανισμών τις πληροφορίες που παράγει·
   ii) εξασφαλίζει ευρεία διάδοση της εργασίας που πραγματοποιείται σε κάθε κράτος μέλος και από την ίδια την Κοινότητα, καθώς και από ορισμένες τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς, εφόσον απαιτείται·
   iii) εξασφαλίζει ευρεία διάδοση των αξιόπιστων μη εμπιστευτικών πληροφοριών, ·δημοσιεύοντας κάθε χρόνο, βάσει των στοιχείων που συλλέγει, έκθεση σχετικά με την κατάσταση του φαινομένου των ναρκωτικών, περιλαμβανομένων στοιχείων για τις αναφαινόμενες τάσεις.

δ)   Συνεργασία με ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς και οργανώσεις και τρίτες χώρες

   i) συμβάλλει στη βελτίωση του συντονισμού μεταξύ των εθνικών και των κοινοτικών δράσεων στους τομείς δραστηριοτήτων του·
   ii) με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών να διαβιβάζουν πληροφορίες δυνάμει των διατάξεων των συμβάσεων των Ηνωμένων Εθνών για τα ναρκωτικά, προωθεί την ενσωμάτωση των στοιχείων για τα ναρκωτικά και την τοξικομανία τα οποία συλλέγονται στα κράτη μέλη ή προέρχονται από την Κοινότητα, στα διεθνή προγράμματα επιτήρησης και ελέγχου των ναρκωτικών, και ιδίως εκείνων που καταρτίζει ο ΟΗΕ και τα ειδικά του όργανα·
   iii) συνεργάζεται ενεργά με τη Europol για να επιτευχθεί η μέγιστη αποτελεσματικότητα στον έλεγχο του προβλήματος των ναρκωτικών·
   iv) συνεργάζεται ενεργά με τους οργανισμούς και τους φορείς του άρθρου 20·
   v) παρέχει, κατόπιν σχετικού αιτήματος της Επιτροπής και με την έγκριση του διοικητικού συμβουλίου του άρθρου 9, τεχνογνωσία σε ορισμένες τρίτες χώρες, π.χ. στις υποψήφιες χώρες ή στις χώρες των δυτικών Βαλκανίων, και βοήθεια για τη δημιουργία και ενίσχυση δομικών δεσμών με το δίκτυο του άρθρου 5 καθώς και για τη συγκρότηση και εδραίωση των εθνικών σημείων επαφής του εν λόγω άρθρου.

ε)   Καθήκοντα ενημέρωσης

Το Κέντρο έχει κατ" αρχήν την υποχρέωση, σε περίπτωση που εντοπίσει νέες εξελίξεις και μεταβαλλόμενες τάσεις, να ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών.

Άρθρο 3

Τομείς προτεραιότητας

Ο στόχος και τα καθήκοντα του Κέντρου, όπως ορίζονται στα άρθρα 1 και 2, υλοποιούνται βάσει της σειράς προτεραιοτήτων που περιέχεται στο παράρτημα I.

Άρθρο 4

Μέθοδος εργασίας

1.  Το Κέντρο υλοποιεί προοδευτικά τα καθήκοντά του, ανάλογα με τους στόχους που καθορίζονται στο πλαίσιο των τριετών και ετήσιων προγραμμάτων εργασίας του άρθρου 9, παράγραφοι 4 και 5, και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τα διαθέσιμα μέσα.

2.  Κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων του και προς αποφυγήν επικαλύψεων, το Κέντρο λαμβάνει υπόψη του τις δραστηριότητες που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί από άλλα όργανα και οργανισμούς υπάρχοντες ή μελλοντικούς, ιδίως από τη Europol, και προσπαθεί να τους προσδίδει προστιθέμενη αξία.

Άρθρο 5

Ευρωπαϊκό δίκτυο ενημέρωσης για τα ναρκωτικά και την τοξικομανία (Reitox)

1.  Το Κέντρο διαθέτει δίκτυο αποκαλούμενο "Ευρωπαϊκό δίκτυο ενημέρωσης για τα ναρκωτικά και την τοξικομανία" (Reitox). Το δίκτυο απαρτίζεται από ένα σημείο επαφής για κάθε κράτος μέλος και για κάθε χώρα που έχει συνάψει συμφωνία δυνάμει του άρθρου 21, καθώς και από ένα σημείο επαφής για την Επιτροπή. Ο διορισμός των εθνικών σημείων επαφής υπάγεται στην αποκλειστική ευθύνη των οικείων χωρών.

2.  Τα εθνικά σημεία επαφής αποτελούν τη διεπαφή μεταξύ των χωρών που συμμετέχουν και του Κέντρου. Συμβάλλουν δε στην επεξεργασία βασικών δεικτών και στοιχείων, περιλαμβανομένων κατευθυντήριων γραμμών για την εφαρμογή τους, ενόψει της συναγωγής αξιόπιστων και συγκρίσιμων στοιχείων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεντρώνουν και αναλύουν με αντικειμενικότητα σε εθνικό επίπεδο, συλλέγοντας εμπειρίες από διαφόρους τομείς - υγεία, δικαιοσύνη, επιβολή του νόμου - σε συνεργασία με εμπειρογνώμονες και εθνικούς φορείς που δραστηριοποιούνται στον τομέα της πολιτικής για τα ναρκωτικά, όλα τα συναφή στοιχεία σχετικά με τα ναρκωτικά και την τοξικομανία, καθώς και σχετικά με τις πολιτικές και τις λύσεις που εφαρμόζονται. Ειδικότερα, διασφαλίζουν την εφαρμογή των πέντε επιδημιολογικών δεικτών που καθορίζει το Κέντρο.

Έκαστο κράτος μέλος διασφαλίζει ότι ο αντιπρόσωπός του στο δίκτυο Reitox παρέχει τις πληροφορίες που καθορίζονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της απόφασης 2005/387/ΔΕΥ.

Τα εθνικά σημεία επαφής δύνανται επίσης να παρέχουν στο Κέντρο πληροφορίες για τις νέες τάσεις όσον αφορά τη χρήση υφιστάμενων ψυχοδραστικών ουσιών ή/και νέους συνδυασμούς ψυχοδραστικών ουσιών που ενέχουν δυνητικούς κινδύνους για τη δημόσια υγεία, καθώς και πληροφορίες για ενδεχόμενα μέτρα στον τομέα της δημόσιας υγείας.

3.  Οι εθνικές αρχές μεριμνούν για τη λειτουργία του σημείου επαφής τους με σκοπό τη συλλογή και την ανάλυση των στοιχείων σε εθνικό επίπεδο, βάσει κατευθυντήριων γραμμών οι οποίες αποφασίζονται από κοινού με το Κέντρο.

4.  Τα ειδικά καθήκοντα που ανατίθενται στα εθνικά σημεία επαφής παρατίθενται στο τριετές πρόγραμμα του Κέντρου, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 4.

5.  Το Κέντρο σέβεται μεν πλήρως την πρωτοκαθεδρία των εθνικών σημείων επαφής και συνεργάζεται στενά μαζί τους, δύναται όμως, παράλληλα, να προσφύγει σε περαιτέρω εμπειρογνώμονες και πηγές πληροφόρησης στον τομέα των ναρκωτικών και της τοξικομανίας.

Άρθρο 6

Προστασία και εμπιστευτικός χαρακτήρας των στοιχείων

1.  Τα στοιχεία που αφορούν τα ναρκωτικά και την τοξικομανία, τα οποία παρέχει ή ανακοινώνει το Κέντρο, μπορούν να δημοσιεύονται, υπό την επιφύλαξη της τήρησης της κοινοτικής και εθνικής νομοθεσίας σχετικά με τη διάδοση και τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών. Τα στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα δεν δημοσιεύονται ούτε τίθενται στη διάθεση του κοινού.

Τα κράτη μέλη και τα εθνικά σημεία επαφής δεν υποχρεούνται να παρέχουν πληροφορίες που, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, χαρακτηρίζονται εμπιστευτικές.

2.  Το Κέντρο υπόκειται στις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Άρθρο 7

Πρόσβαση στα έγγραφα

1.  Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 εφαρμόζεται στα έγγραφα που έχει στην κατοχή του το Κέντρο.

2.  Το διοικητικό συμβούλιο του άρθρου 9 θεσπίζει τους πρακτικούς κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

3.  Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από το Κέντρο κατ" εφαρμογή του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 επιδέχονται καταγγελίας στο διαμεσολαβητή ή προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, βάσει των όρων που προβλέπονται στα άρθρα 195 και 230 της Συνθήκης αντίστοιχα.

Άρθρο 8

Ικανότητα δικαίου και έδρα

1.  Το Κέντρο έχει νομική προσωπικότητα. Σε κάθε κράτος μέλος, απολαμβάνει την ευρύτερη δυνατή ικανότητα δικαίου που αναγνωρίζεται από τις εθνικές νομοθεσίες στα νομικά πρόσωπα. Δύναται ιδίως να αποκτά ή να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

2.  Η έδρα του Κέντρου είναι στη Λισαβόνα.

Άρθρο 9

Διοικητικό συμβούλιο

1.  Το Κέντρο έχει διοικητικό συμβούλιο αποτελούμενο από έναν αντιπρόσωπο κάθε κράτους μέλους, δύο αντιπροσώπους της Επιτροπής, δύο ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες με ειδικές γνώσεις στον τομέα των ναρκωτικών, οριζόμενους από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς και από έναν αντιπρόσωπο από καθεμιά από τις χώρες που έχουν συνάψει συμφωνία δυνάμει του άρθρου 21.

Κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου διαθέτει μία ψήφο, με εξαίρεση τους αντιπροσώπους των χωρών που έχουν συνάψει συμφωνία δυνάμει του άρθρου 21, οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα ψήφου.

Οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου λαμβάνονται με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών με δικαίωμα ψήφου, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 20.

Κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να επικουρείται ή να αντικαθίσταται από αναπληρωματικό μέλος. Σε περίπτωση απουσίας του τακτικού μέλους, με δικαίωμα ψήφου, το αναπληρωματικό μέλος μπορεί να ασκεί το εν λόγω δικαίωμα.

Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να καλεί, ως παρατηρητές χωρίς δικαίωμα ψήφου, εκπροσώπους των διεθνών οργανώσεων με τις οποίες το Κέντρο συνεργάζεται κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 20.

2.  Ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου εκλέγονται μεταξύ και από τα μέλη του για τριετή περίοδο. Η θητεία τους μπορεί να ανανεωθεί για μία μόνο φορά.

Ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν στην ψηφοφορία.

Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό του.

3.  Οι συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου συγκαλούνται από τον πρόεδρό του. Το διοικητικό συμβούλιο συγκαλείται σε τακτική συνεδρίαση τουλάχιστον μια φορά ετησίως. Ο κατά το άρθρο 11 διευθυντής του Κέντρου μετέχει στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου και παρέχει την αναγκαία γραμματειακή υποστήριξη στο Διοικητικό Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3.

4.  Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τριετές πρόγραμμα εργασίας, βάσει του σχεδίου που υποβάλλεται από τον διευθυντή, ύστερα από διαβούλευση με την επιστημονική επιτροπή του άρθρου 13 και αφού λάβει τη γνώμη της Επιτροπής· εν συνεχεία το διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

5.  Στα πλαίσια του τριετούς προγράμματος εργασίας, το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει, κάθε χρόνο, το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας του Κέντρου, βάσει σχεδίου που υποβάλλεται από το διευθυντή, ύστερα από διαβούλευση με την επιστημονική επιτροπή και αφού λάβει τη γνώμη της Επιτροπής. Το πρόγραμμα εργασίας διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή. Μπορεί δε να αναπροσαρμόζεται κατά τη διάρκεια του έτους, με την ίδια διαδικασία.

6.  Στις περιπτώσεις που η Επιτροπή δηλώσει ότι διαφωνεί με το τριετές ή το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας, τα εν λόγω προγράμματα υιοθετούνται από το διοικητικό συμβούλιο με πλειοψηφία των τριών τετάρτων των μελών με δικαίωμα ψήφου.

7.  Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει την ετήσια έκθεση για τις δραστηριότητες του Κέντρου και τη διαβιβάζει την 15η Ιουνίου το αργότερο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή, το Ελεγκτικό Συνέδριο και τα κράτη μέλη.

8.  Το Κέντρο διαβιβάζει κατ" έτος στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή κάθε χρήσιμη πληροφορία σχετικά με τα πορίσματα των διαδικασιών αξιολόγησης.

Άρθρο 10

Εκτελεστική επιτροπή

1.  Το διοικητικό συμβούλιο επικουρείται από εκτελεστική επιτροπή. Αυτή απαρτίζεται από τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου, δύο άλλα μέλη του διοικητικού συμβουλίου που αντιπροσωπεύουν τα κράτη μέλη και που ορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο και από δύο αντιπροσώπους της Επιτροπής. Ο διευθυντής συμμετέχει στις συνεδριάσεις της εκτελεστικής επιτροπής.

2.  Η εκτελεστική επιτροπή συνεδριάζει τουλάχιστον δύο φορές ετησίως και όποτε είναι αναγκαίο για την προετοιμασία των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου και για την παροχή συνδρομής και συμβουλών στον διευθυντή. Αποφασίζει εξ ονόματος του διοικητικού συμβουλίου για τα θέματα που προβλέπονται στον δημοσιονομικό κανονισμό που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 10, και τα οποία δεν υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του διοικητικού συμβουλίου δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με συναινετικές διαδικασίες.

Άρθρο 11

Διευθυντής

1.  Το Κέντρο τίθεται υπό τη διεύθυνση ενός διευθυντή που διορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο κατόπιν πρότασης της Επιτροπής για θητεία πέντε ετών η οποία μπορεί να ανανεωθεί.

2.  Πριν τον διορισμό του για την πρώτη θητεία, επί συνόλου δύο θητειών κατ" ανώτατο όριο, ο υποψήφιος που έχει επιλεγεί από το διοικητικό συμβούλιο για τη θέση του διευθυντή καλείται άνευ χρονοτριβής να προβεί σε δήλωση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να απαντήσει σε τυχόν ερωτήσεις των μελών του εν λόγω οργάνου.

3.  Ο διευθυντής είναι υπεύθυνος:

   α) για την επεξεργασία και την εφαρμογή των αποφάσεων και των προγραμμάτων που εγκρίνονται από το διοικητικό συμβούλιο,
   β) για τα τρέχοντα διοικητικά θέματα,
   γ) για την κατάστρωση των προγραμμάτων εργασίας,
   δ) για την προετοιμασία του σχεδίου κατάστασης των προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών και για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του Κέντρου,
   ε) για την κατάρτιση και τη δημοσίευση των εκθέσεων που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό,
   στ) για τη διαχείριση όλων των ζητημάτων που αφορούν το προσωπικό και ιδίως για την άσκηση των εξουσιών που ανατίθενται στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή,
   ζ) για την κατάρτιση της οργανωτικής δομής του Κέντρου και την υποβολή της προς έγκριση στο διοικητικό συμβούλιο,
   η) για την εφαρμογή των λειτουργιών και καθηκόντων που αναφέρουν τα άρθρα 1 και 2,
   θ) για την ανά τακτά χρονικά διαστήματα αξιολόγηση των εργασιών του Κέντρου.

4.  Ο διευθυντής λογοδοτεί στο διοικητικό συμβούλιο όσον αφορά τις δραστηριότητές του.

5.  Ο διευθυντής αποτελεί τον νόμιμο εκπρόσωπο του Κέντρου.

Άρθρο 12

Ακρόαση του διευθυντή και του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο διευθυντής υποβάλλει ετησίως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τη γενική έκθεση για τις δραστηριότητες του Κέντρου. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δύναται εξάλλου να ζητήσει την προσέλευση του διευθυντή σε ακρόαση, καθώς και του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου, σχετικά με θέματα που άπτονται της δραστηριότητας του Κέντρου.

Άρθρο 13

Επιστημονική επιτροπή

1.  Το διοικητικό συμβούλιο και ο διευθυντής επικουρούνται από επιστημονική επιτροπή επιφορτισμένη να γνωμοδοτεί στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό για κάθε επιστημονικό ζήτημα σχετικά με τις δραστηριότητες του Κέντρου, που υποβάλλουν το διοικητικό συμβούλιο ή ο διευθυντής.

Οι γνώμες της επιστημονικής επιτροπής δημοσιεύονται.

2.  Η επιστημονική επιτροπή αποτελείται από δεκαπέντε το πολύ γνωστούς επιστήμονες που διορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνοντας υπόψη την επιστημονική αριστεία τους και την ανεξαρτησία τους, μετά τη δημοσίευση πρόσκλησης για την εκδήλωση ενδιαφέροντος στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η διαδικασία επιλογής διασφαλίζει ότι οι ειδικοί τομείς των μελών του επιστημονικού συμβουλίου καλύπτουν τους πλέον οικείους επιστημονικούς τομείς που σχετίζονται με τα ναρκωτικά και την τοξικομανία.

Ο διορισμός των μελών της επιστημονικής επιτροπής είναι προσωποπαγής. Για τις γνωμοδοτήσεις τους, τα μέλη απολαύουν πλήρους ανεξαρτησίας από τα κράτη μέλη και τα κοινοτικά θεσμικά όργανα.

Η επιστημονική επιτροπή συνεκτιμά τις διάφορες θέσεις που έχουν εκφρασθεί από τους εθνικούς εμπειρογνώμονες, εάν υπάρχουν, πριν από τη διατύπωση οποιασδήποτεγνώμης.

Για τον σκοπό της εφαρμογής της απόφασης 2005/387/ΔΕΥ, η επιστημονική επιτροπή μπορεί να διευρυνθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 6, παράγραφος 2, αυτής της απόφασης.

3.  Η θητεία των μελών της επιστημονικής επιτροπής είναι τριετής και ανανεώσιμη.

4.  Η επιστημονική επιτροπή εκλέγει τον/την πρόεδρό της για διάρκεια τριών ετών. Η επιστημονική επιτροπή συγκαλείται από τον/την πρόεδρό της τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο.

Άρθρο 14

Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1.  Όλα τα έσοδα και οι δαπάνες του Κέντρου αποτελούν αντικείμενο προβλέψεων για κάθε οικονομικό έτος, που συμπίπτει με το ημερολογιακό έτος, και εγγράφονται στον προϋπολογισμό του Κέντρου.

2.  Ο προϋπολογισμός του Κέντρου είναι ισοσκελισμένος ως προς τα έσοδα και τις δαπάνες.

3.  Τα έσοδα του Κέντρου περιλαμβάνουν, χωρίς να αποκλείονται και άλλοι πόροι, μια επιδότηση της Κοινότητας, που εγγράφεται στο γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τμήμα "Επιτροπή"), και τις πληρωμές που πραγματοποιούνται ως αμοιβή των παρεχόμενων υπηρεσιών καθώς και τις ενδεχόμενες χρηματοδοτικές εισφορές των οργανώσεων ή οργανισμών και τρίτων χωρών που παρατίθενται αντίστοιχα στα άρθρα 20 και 21.

4.  Οι δαπάνες του Κέντρου περιλαμβάνουν ιδίως:

   α) την αμοιβή του προσωπικού, τις διοικητικές δαπάνες και τις δαπάνες υποδομής και τα έξοδα λειτουργίας·
   β) τις δαπάνες υποστήριξης των σημείων επαφής Reitox.

5.  Κάθε έτος, το διοικητικό συμβούλιο, βάσει σχεδίου που καταρτίζεται από τον διευθυντή, συντάσσει κατάσταση των προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών του Κέντρου για το επόμενο οικονομικό έτος. Αυτή η κατάσταση προβλέψεων, που περιλαμβάνει σχέδιο του πίνακα προσωπικού και η οποία συνοδεύεται από το πρόγραμμα εργασίας του Κέντρου, διαβιβάζεται από το διοικητικό συμβούλιο στην Επιτροπή έως την 31η Μαρτίου. Η κατάσταση προβλέψεων διαβιβάζεται από την Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (που καλούνται εφεξής "αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή") με το προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

6.  Βάσει της κατάστασης προβλέψεων, η Επιτροπή εγγράφει στο προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις προβλέψεις που κρίνει αναγκαίες όσον αφορά τον πίνακα προσωπικού και το ύψος της επιδότησης από το γενικό προϋπολογισμό, καταθέτει δε το προσχέδιο αυτό στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σύμφωνα με το άρθρο 272 της Συνθήκης.

7.  Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή καθορίζει τις διαθέσιμες πιστώσεις στο πλαίσιο της επιδότησης που προορίζεται για το Κέντρο και εγκρίνει τον πίνακα προσωπικού του.

8.  Ο προϋπολογισμός εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο. Καθίσταται οριστικός μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προσαρμόζεται, ενδεχομένως, αναλόγως.

9.  Το διοικητικό συμβούλιο κοινοποιεί το συντομότερο δυνατόν στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή την πρόθεσή του να υλοποιήσει κάθε σχέδιο που μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού του, ιδίως τα σχέδια περί ακινήτων, όπως η μίσθωση ή η αγορά ακινήτων. Ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή.

Σε περίπτωση που ένα σκέλος της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής κοινοποιεί την πρόθεσή του για διατύπωση γνώμης, διαβιβάζει τη γνώμη αυτή στο Διοικητικό Συμβούλιο εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων από την ημερομηνία κοινοποίησης του σχεδίου.

Άρθρο 15

Η εκτέλεση του προϋπολογισμού

1.  Ο διευθυντής εκτελεί τον προϋπολογισμό του Κέντρου.

2.  Ο υπόλογος του Κέντρου κοινοποιεί στον υπόλογο της Επιτροπής, έως την 1η Μαρτίου μετά το οικονομικό έτος που έληξε, τους προσωρινούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση του οικονομικού έτους. Ο υπόλογος της Επιτροπής ενοποιεί τους προσωρινούς λογαριασμούς των θεσμικών οργάνων και των αποκεντρωμένων οργανισμών σύμφωνα με το άρθρο 128 του Κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(12) (εφεξής: γενικός δημοσιονομικός κανονισμός).

3.  Ο υπόλογος της Επιτροπής διαβιβάζει στο Ελεγκτικό Συνέδριο, έως την 31η Μαρτίου μετά το οικονομικό έτος που έληξε, τους προσωρινούς λογαριασμούς του Κέντρου, συνοδευόμενους από την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση του οικονομικού έτους. Η έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση του οικονομικού έτους διαβιβάζεται επίσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

4.  Μετά την παραλαβή των παρατηρήσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου σε σχέση με τους προσωρινούς λογαριασμούς του Κέντρου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 129 του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού, ο διευθυντής καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς του Κέντρου με δική του ευθύνη και τους διαβιβάζει για διατύπωση γνώμης στο διοικητικό συμβούλιο.

5.  Το διοικητικό συμβούλιο διατυπώνει τη γνώμη του για τους οριστικούς λογαριασμούς του Κέντρου.

6.  Ο διευθυντής του Κέντρου διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο αυτούς τους οριστικούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου έως την 1η Ιουλίου μετά το οικονομικό έτος που έληξε.

Οι οριστικοί λογαριασμοί δημοσιεύονται.

7.  Ο διευθυντής αποστέλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση στις παρατηρήσεις του έως την 30ή Σεπτεμβρίου. Αποστέλλει επίσης την απάντηση αυτή στο διοικητικό συμβούλιο.

8.  Ο διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατ' αίτησή του, όπως προβλέπεται από το άρθρο 146, παράγραφος 3, του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού, κάθε πληροφορία που απαιτείται για την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας απαλλαγής του συγκεκριμένου οικονομικού έτους.

9.  Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, προβαίνει έως την 30ή Απριλίου του έτους N+2 στην απαλλαγή του διευθυντή του Κέντρου για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους N.

10.  Οι δημοσιονομικές διατάξεις που εφαρμόζονται στο Κέντρο εγκρίνονται από το διοικητικό συμβούλιο, έπειτα από διαβούλευση με την Επιτροπή. Οι διατάξεις αυτές μπορούν να αποκλίνουν από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2343/2002 της Επιτροπής, της 19ης Νοεμβρίου 2002, για τη θέσπιση δημοσιονομικού κανονισμού-πλαισίου για τους κοινοτικούς οργανισμούς του άρθρου 185 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου(13), μόνο εάν το απαιτούν οι ειδικές ανάγκες λειτουργίας του Κέντρου και με προηγούμενη συμφωνία της Επιτροπής.

Άρθρο 16

Καταπολέμηση της απάτης

1.  Με σκοπό την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και άλλων παράνομων δραστηριοτήτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας, το Κέντρο υπόκειται άνευ περιορισμού στις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999.

2.  Οι αποφάσεις χρηματοδότησης και οι συμφωνίες και πράξεις εφαρμογής που απορρέουν από αυτές προβλέπουν ρητώς ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο και η OLAF δύνανται, εν ανάγκη, να διενεργούν επιτόπιους ελέγχους στις εγκαταστάσεις με αντικείμενο τους δικαιούχους των πιστώσεων του Κέντρου.

Άρθρο 17

Προνόμια και ασυλίες

Το πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εφαρμόζεται στο Κέντρο.

Άρθρο 18

Υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού

Το προσωπικό του Κέντρου υπόκειται στους κανονισμούς που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στους όρους απασχόλησης του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και στους κανόνες οι οποίοι θεσπίζονται από κοινού από τα θεσμικά όργανα της Κοινότητας με σκοπό την εφαρμογή των εν λόγω κανονισμών υπηρεσιακής κατάστασης και όρων απασχόλησης.

Η πρόσληψη προσωπικού του Κέντρου από τρίτες χώρες μετά τη σύναψη των συμφωνιών που μνημονεύονται στο άρθρο 21 πρέπει, οπωσδήποτε, να συνάδει με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και με τους όρους απασχόλησης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

Το Κέντρο ασκεί στο προσωπικό του τις εξουσίες που διαθέτει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει, σε συμφωνία με την Επιτροπή, τις κατάλληλες διατάξεις εφαρμογής σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και των όρων απασχόλησης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

Το διοικητικό συμβούλιο δύναται να θεσπίσει διατάξεις ούτως ώστε στο Κέντρο να μπορούν να εργασθούν με απόσπαση εθνικοί εμπειρογνώμονες από άλλα κράτη μέλη.

Άρθρο 19

Ευθύνη

1.  Η συμβατική ευθύνη του Κέντρου διέπεται από το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σχετική σύμβαση. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφασίζει δυνάμει ρήτρας διαιτησίας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση που συνάπτεται από το Κέντρο.

2.  Στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης, το Κέντρο υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα όργανα ή οι υπάλληλοί του κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί των διαφορών που αφορούν την αποκατάσταση ζημιών αυτού του είδους.

3.  Η προσωπική ευθύνη των υπαλλήλων έναντι του Κέντρου διέπεται από τις διατάξεις του κανονισμού περί της υπηρεσιακής τους καταστάσεως ή του καθεστώτος που τους διέπει.

Άρθρο 20

Συνεργασία με άλλες οργανώσεις και άλλους φορείς

Με την επιφύλαξη των σχέσεων που μπορεί να διασφαλίζει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 302 της Συνθήκης, το Κέντρο επιδιώκει ενεργά τη συνεργασία με διεθνείς οργανώσεις και άλλους, κυρίως ευρωπαϊκούς, κυβερνητικούς ή μη φορείς, αρμόδιους στα ζητήματα των ναρκωτικών.

Η εν λόγω συνεργασία βασίζεται σε ρυθμίσεις εργασίας οι οποίες συνάπτονται με τις οργανώσεις και τους φορείς του πρώτου εδαφίου. Αυτές οι ρυθμίσεις θεσπίζονται από το διοικητικό συμβούλιο βάσει σχεδίου που υποβάλλει ο διευθυντής και κατόπιν γνωμοδότησης της Επιτροπής. Σε περίπτωση που η Επιτροπή δηλώσει ότι διαφωνεί με τις ρυθμίσεις, το διοικητικό συμβούλιο τις θεσπίζει με πλειοψηφία των τριών τετάρτων των μελών με δικαίωμα ψήφου.

Άρθρο 21

Συμμετοχή τρίτων χωρών

Το Κέντρο είναι ανοικτό στη συμμετοχή τρίτων χωρών, οι οποίες συμμερίζονται το ενδιαφέρον της Κοινότητας και των κρατών μελών της για τους στόχους και τα επιτεύγματα του Κέντρου, δυνάμει συμφωνιών που συνάπτονται μεταξύ αυτών των τρίτων χωρών και της Κοινότητας, βάσει του άρθρου 300 της Συνθήκης.

Άρθρο 22

Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου

Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί των προσφυγών που ασκούνται κατά του Κέντρου σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 230 της Συνθήκης.

Άρθρο 23

Έκθεση αξιολόγησης

Η Επιτροπή αναθέτει την εξωτερική αξιολόγηση του Κέντρου κάθε έξι έτη, σε χρονική στιγμή που συμπίπτει με την ολοκλήρωση δύο τριετών προγραμμάτων εργασίας του Κέντρου. Η αξιολόγηση περιλαμβάνει επίσης το σύστημα Reitox. Η Επιτροπή διαβιβάζει την έκθεση αξιολόγησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο διοικητικό συμβούλιο.

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή υποβάλλει, εάν το κρίνει σκόπιμο, πρόταση για την αναθεώρηση των διατάξεων του παρόντος κανονισμού με γνώμονα τις εξελίξεις σε σχέση με τους ρυθμιστικούς οργανισμούς, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης.

Άρθρο 24

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 302/93 καταργείται.

Οι παραπομπές στον κανονισμό που καταργείται νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό και για την ερμηνεία τους χρησιμοποιείται ο πίνακας αντιστοιχίας του παραρτήματος III.

Άρθρο 25

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Έγινε στις Βρυξέλλες, …

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

A.  Οι εργασίες του Κέντρου διεξάγονται χωρίς να θίγονται οι αντίστοιχες αρμοδιότητες της Κοινότητας και των κρατών μελών της στον τομέα των ναρκωτικών, όπως αυτές ορίζονται από τη Συνθήκη. Οι εργασίες του Κέντρου καλύπτουν τις διάφορες πτυχές του φαινομένου των ναρκωτικών και της τοξικομανίας, καθώς και τις λύσεις που εφαρμόζονται σχετικά. Κατά την ανάπτυξη του έργου του, το Κέντρο έχει ως γνώμονα τις στρατηγικές και τα σχέδια δράσης για τον τομέα των ναρκωτικών που θεσπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το Κέντρο εστιάζει το έργο του στους ακόλουθους τομείς προτεραιότητας:

   1) παρακολούθηση της κατάστασης του προβλήματος των ναρκωτικών, ιδίως με τη χρήση επιδημιολογικών ή άλλων δεικτών, και παρακολούθηση των αναφαινόμενων τάσεων, ιδίως εκείνων που αφορούν τη χρήση πολλαπλών ναρκωτικών ουσιών·
   2) παρακολούθηση των λύσεων που εφαρμόζονται για τα προβλήματα που άπτονται των ναρκωτικών· παροχή πληροφοριών για τις καλύτερες πρακτικές στα κράτη μέλη και διευκόλυνση της ανταλλαγής τέτοιων πρακτικών μεταξύ τους·
   3) αξιολόγηση των κινδύνων που συνιστούν οι νέες ψυχοδραστικές ουσίες και διατήρηση συστήματος ταχείας ενημέρωσης σχετικά με τη χρήση τους, καθώς επίσης σε σχέση με νέους τρόπους χρήσης των υφιστάμενων ψυχοδραστικών ουσιών·
   4) επεξεργασία εργαλείων και μηχανισμών για τη διευκόλυνση, αφενός, της παρακολούθησης και αξιολόγησης από τα κράτη μέλη των εθνικών τους πολιτικών και, αφετέρου, της παρακολούθησης και αξιολόγησης από την Επιτροπή των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

B.  Η Επιτροπή θέτει στη διάθεση του Κέντρου, προκειμένου να διαδοθούν, τις πληροφορίες και τα στατιστικά στοιχεία που διαθέτει δυνάμει των αρμοδιοτήτων της.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Καταργούμενος κανονισμός και διαδοχικές τροποποιήσεις

Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 302/93 του Συμβουλίου

ΕΕ L 36, 12.2.1993, σ. 1.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3294/94 του Συμβουλίου

ΕΕ L 341, 30.12.1994, σ. 7.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2220/2000 του Συμβουλίου

ΕΕ L 253, 7.10.2000, σ. 1.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ.1651/2003 του Συμβουλίου

ΕΕ L 245, 29.9.2003, σ. 30.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Πίνακας αντιστοιχίας

Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 302/93 του Συμβουλίου

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1

Άρθρο 1

-

Άρθρο 1, παράγραφος 3, δεύτερη και τρίτη πρόταση

Άρθρο 2, σημείο (A), εισαγωγική φράση

Άρθρο 2, στοιχείο (α), εισαγωγική φράση

Άρθρο 2, σημείο (A), παράγραφος 1

Άρθρο 2, στοιχείο (α), σημείο (i), πρώτη πρόταση

-

Άρθρο 2, στοιχείο (α), σημείο (i), δεύτερη και τρίτη πρόταση

Άρθρο 2, σημείο (A), παράγραφοι 2 έως 5

Άρθρο 2, στοιχείο (α), σημεία (ii) έως (v)

Άρθρο 2, σημείο (B), εισαγωγική φράση

Άρθρο 2, στοιχείο (β), εισαγωγική φράση

Άρθρο 2, σημείο (B), παράγραφος 6, πρώτη πρόταση

Άρθρο 2, στοιχείο (β), σημείο (i), πρώτη πρόταση

-

Άρθρο 2, στοιχείο (β), σημείο (i), δεύτερη πρόταση

Άρθρο 2, σημείο (B), παράγραφος 7

Άρθρο 2, στοιχείο (β), σημείο (ii)

Άρθρο 2, σημείο (Γ), εισαγωγική φράση

Άρθρο 2, στοιχείο (γ), εισαγωγική φράση

Άρθρο 2, σημείο (Γ), παράγραφοι 8 έως 10

Άρθρο 2, στοιχείο (γ), σημεία (i) έως (iii)

Άρθρο 2, σημείο (Δ), εισαγωγική φράση

Άρθρο 2, στοιχείο (δ), εισαγωγική φράση

Άρθρο 2, σημείο (Δ), παράγραφοι 11 έως 13

Άρθρο 2, στοιχείο (δ), σημεία (i) , (ii) και (iv)

-

Άρθρο 2, στοιχείο (δ), σημεία (iii)και (v)

-

Άρθρο 2, στοιχείο (ε)

Άρθρο 3

Άρθρο 4

Άρθρο 4

Άρθρο 3

Άρθρο 5, παράγραφος 1

Άρθρο 5, παράγραφος 1

-

Άρθρο 5, παράγραφοι 2, 3 και 4

Άρθρο 5, παράγραφος 4

Άρθρο 5, παράγραφος 5

Άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3

Άρθρο 6, παράγραφος 1

-

Άρθρο 6, παράγραφος 2

Άρθρο 6α

Άρθρο 7

Άρθρο 7

Άρθρο 8

-

Άρθρο 8, τίτλος

-

Άρθρο 8, παράγραφος 2

Άρθρο 8, παράγραφος 1

Άρθρο 9, παράγραφος 1, πρώτο, τέταρτο και πέμπτο εδάφιο

Άρθρο 8, παράγραφος 2

Άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο και τρίτο εδάφιο

Άρθρο 9, παράγραφος 2

Άρθρο 9, παράγραφος 3, δεύτερη πρόταση

-

Άρθρο 9, παράγραφος 3, πρώτη και τρίτη πρόταση

Άρθρο 8, παράγραφος 3

Άρθρο 9, παράγραφος 4

Άρθρο 8, παράγραφος 4

Άρθρο 9, παράγραφος 5, πρώτη και τρίτη πρόταση

-

Άρθρο 9, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο

-

Άρθρο 9, παράγραφος 6

Άρθρο 8, παράγραφοι 5 και 6

Άρθρο 9, παράγραφοι 7 και 8

-

Άρθρο 10

Άρθρο 9, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο

Άρθρο 11, παράγραφος 1

-

Άρθρο 11, παράγραφος 2

Άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 11, παράγραφος 3

Άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, πρώτη έως έκτη περίπτωση

Άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχεία (α) έως (στ), πρώτη πρόταση

-

Άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο (στ), δεύτερη πρόταση

-

Άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο (ζ)

Άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, έβδομη περίπτωση

Άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο (η)

-

Άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο (θ)

Άρθρο 9, παράγραφοι 2 και 3

Άρθρο 11, παράγραφοι 4 και 5

-

Άρθρο 12

Άρθρο 10, παράγραφος 1

Άρθρο 13, παράγραφος 1

Άρθρο 10, παράγραφος 2

Άρθρο 13, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο

-

Άρθρο 13, παράγραφος 2, δεύτερο και τρίτο εδάφιο

Άρθρο 10, παράγραφοι 3, 4 και 5

Άρθρο 13 , παράγραφοι 3 και 4

Άρθρο 11, παράγραφοι 1 έως 6

Άρθρο 14, παράγραφοι 1 έως 5

Άρθρο 11, παράγραφοι 7 έως 10

Άρθρο 14, παράγραφοι 6 έως 9

Άρθρο 11α, παράγραφοι 1 έως 5

Άρθρο 15, παράγραφοι 1 έως 5

Άρθρο 11α, παράγραφοι 6 και 7

Άρθρο 15, παράγραφος 6

Άρθρο 11α, παράγραφοι 8 έως 11

Άρθρο 15, παράγραφοι 7 έως 10

-

Άρθρο 16

Άρθρο 12

Άρθρο 20

-

Άρθρο 20, δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 13, παράγραφος 1

Άρθρο 21

Άρθρο 13, παράγραφος 2

-

Άρθρο 14

Άρθρο 17

Άρθρο 15

Άρθρο 18, πρώτο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο

-

Άρθρο 18, δεύτερο και πέμπτο εδάφιο

Άρθρο 16

Άρθρο 19

Άρθρο 17

Άρθρο 22

Άρθρο 18

Άρθρο 23, πρώτο εδάφιο, πρώτη και τρίτη πρόταση

-

Άρθρο 23, πρώτο εδάφιο, δεύτερη πρόταση

-

Άρθρο 23, δεύτερο εδάφιο

-

Άρθρο 24

Άρθρο 19

Άρθρο 25

Παράρτημα, στοιχείο A, πρώτη παράγραφος

Παράρτημα I, στοιχείο A, πρώτη παράγραφος, πρώτη πρόταση

-

Παράρτημα I, στοιχείο A, πρώτη παράγραφος, δεύτερη και τρίτη πρόταση

-

Παράρτημα I, στοιχείο Α, δεύτερη παράγραφος, σημεία 1 έως 4

Παράρτημα, στοιχείο A, δεύτερη παράγραφος, σημεία 1 έως 4

-

Παράρτημα, στοιχείο B

Παράρτημα I, στοιχείο B

Παράρτημα, στοιχείο Γ

-

-

Παράρτημα II

-

Παράρτημα III

(1) Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.
(2) ΕΕ C 69, 21.3.2006, σ. 22.
(3) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Ιουνίου 2006.
(4) ΕΕ L 36, 12.2.1993, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1651/2003 (ΕΕ L 245, 29.9.2003, σ. 30).
(5) Βλέπε παράρτημα II.
(6) ΕΕ L 358, 31.12.2002, σ. 1. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση αριθ. 787/2004/ΕΚ (ΕΕ L 138, 30.4.2004, σ. 12).
(7) ΕΕ L 127, 20.5.2005, σ. 32.
(8) ΕΕ L 8, 12.1.2001, σ. 1.
(9) ΕΕ L 145, 31.5.2001, σ. 43.
(10) ΕΕ L 136, 31.5.1999, σ. 1.
(11) ΕΕ L 136, 31.5.1999, σ. 15.
(12) ΕΕ L 248, 16.9.2002, σ. 1.
(13) ΕΕ L 357, 31.12.2002, σ. 72.


Προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (αστυνομική και δικαστική συνεργασία) *
PDF 507kWORD 283k
Πρόταση απόφασης πλαισίου του Συμβουλίου που αφορά την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που εξετάζονται στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (COM(2005)0475 – C6-0436/2005 – 2005/0202(CNS))
P6_TA(2006)0258A6-0192/2006

(Διαδικασία διαβούλευσης)

Η πρόταση τροποποιείται ως ακολούθως(1):

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή   Τροπολογίες του Κοινοβουλίου
Τροπολογία 1
Αιτιολογική αναφορά 1
Έχοντας υπόψη την συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδίως το άρθρο 30, 31 και 34 παράγραφος 2 στοιχείο β),
Έχοντας υπόψη την Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδίως το άρθρο 30, παράγραφος 1, στοιχείο β), το άρθρο 31, παράγραφος 1, στοιχείο γ), και το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο β),
Τροπολογία 2
Αιτιολογική σκέψη 9
(9)  Η εγγύηση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των Ευρωπαίων πολιτών απαιτεί κοινές διατάξεις για τον καθορισμό της νομιμότητας και της ποιότητας των δεδομένων που εξετάζονται από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών.
(9)  Η εγγύηση υψηλού επιπέδου προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα όλων των προσώπων που κατοικούν στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαιτεί κοινές διατάξεις για τον καθορισμό της νομιμότητας και της ποιότητας των δεδομένων τα οποία εξετάζουν οι αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών. Απαιτεί επίσης η συλλογή και η εξέταση προσωπικών δεδομένων να γίνεται για νόμιμους και συγκεκριμένους σκοπούς. Τα δεδομένα δεν πρέπει να αποτελούν αντικείμενο περαιτέρω εξέτασης κατά τρόπο που δεν συμβιβάζεται με τους εν λόγω σκοπούς, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο της αυξανόμενης ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου και των δικαστικών αρχών και σε σχέση με την πρόταση για τη διαλειτουργικότητα των τραπεζών δεδομένων.
Τροπολογία 3
Αιτιολογική σκέψη 12
(12)  Όταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται από ένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς, τα δεδομένα αυτά θα έπρεπε καταρχήν να τυγχάνουν του κατάλληλου επιπέδου προστασίας.
(12)  Όταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται από ένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς, τα δεδομένα αυτά θα έπρεπε να τυγχάνουν του κατάλληλου επιπέδου προστασίας. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο θα πρέπει να διασφαλίζει ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάζονται από τρίτες χώρες είναι σύμφωνα τουλάχιστον με τα διεθνή πρότυπα σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Τροπολογίες 4 και 5
Αιτιολογική σκέψη 15
(15)  Πρέπει να καθοριστούν κοινοί κανόνες στον τομέα της εμπιστευτικότητας και της ασφάλειας της επεξεργασίας, της ευθύνης και των κυρώσεων για την παράνομη χρήση από τις αρμόδιες αρχές, καθώς και τα ένδικα μέσα που προσφέρονται στο πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα. Εξάλλου, είναι απαραίτητο να προβλέπουν τα κράτη μέλη ποινικές κυρώσεις για ιδιαίτερα σοβαρές και εκ προθέσεως παραβάσεις των διατάξεων σχετικά με την προστασία των δεδομένων.
(15)  Πρέπει να καθοριστούν κοινοί κανόνες στον τομέα της εμπιστευτικότητας και της ασφάλειας της επεξεργασίας, της ευθύνης και των κυρώσεων για την παράνομη χρήση από τις αρμόδιες αρχές και από ιδιώτες που επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό των αρμόδιων αρχών ή στο πλαίσιο δημόσιου λειτουργήματος, καθώς και τα ένδικα μέσα που προσφέρονται στο πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα. Εξάλλου, είναι απαραίτητο να προβλέπουν τα κράτη μέλη ποινικές κυρώσεις για ιδιαίτερα σοβαρές και εκ προθέσεως ή εκ βαρείας αμελείας παραβάσεις των διατάξεων σχετικά με την προστασία των δεδομένων.
Τροπολογία 6
Αιτιολογική σκέψη 20
(20)  Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν επηρεάζει τις ειδικές διατάξεις που προβλέπονται στον τομέα της προστασίας των δεδομένων από τα οικεία νομικά μέσα σχετικά με την επεξεργασία και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Ευρωπόλ, τη Eurojust και το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών.
(20)  Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν επηρεάζει τις ειδικές διατάξεις που προβλέπονται στον τομέα της προστασίας των δεδομένων από τα οικεία νομικά μέσα σχετικά με την επεξεργασία και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Ευρωπόλ, τη Eurojust και το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών. Ωστόσο, το αργότερο δύο έτη μετά την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 35, παράγραφος 1, οι ειδικές διατάξεις περί προστασίας των δεδομένων οι οποίες εφαρμόζονται στην Ευρωπόλ, τη Eurojust και το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών πρέπει να έχουν καταστεί πλήρως συνεπείς προς την παρούσα απόφαση-πλαίσιο, προκειμένου να ενισχυθούν η συνέπεια και η αποτελεσματικότητα του νομικού πλαισίου για την προστασία των δεδομένων, βάσει πρότασης της Επιτροπής.
Τροπολογία 7
Αιτιολογική σκέψη 20α (νέα)
(20α) Η Ευρωπόλ, η Eurojust και το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών διατηρούν τις διατάξεις τους περί προστασίας των δεδομένων, όταν αυτές ορίζουν σαφώς ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν πρέπει να τυγχάνουν επεξεργασίας, αναζήτησης ή διαβίβασης παρά μόνον βάσει ειδικότερων ή/και πιο προστατευτικών όρων ή περιορισμών.
Τροπολογία 8
Αιτιολογική σκέψη 22
(22)  Ενδείκνυται η παρούσα απόφαση-πλαίσιο να εφαρμοστεί στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που εξετάζονται στο πλαίσιο του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς και στη συναφή ανταλλαγή συμπληρωματικών πληροφοριών σύμφωνα με την απόφαση ΔΕΥ/2006/ … για τη σύσταση, τη λειτουργία και τη χρήση του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς.
(22)  Ενδείκνυται η παρούσα απόφαση-πλαίσιο να εφαρμοστεί στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που εξετάζονται στο πλαίσιο του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς και στη συναφή ανταλλαγή συμπληρωματικών πληροφοριών σύμφωνα με την απόφαση 2006/…/ΔΕΥ για τη σύσταση, τη λειτουργία και τη χρήση του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς, καθώς και στο πλαίσιο του συστήματος πληροφοριών για τις θεωρήσεις σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου 2006/.../ΔΕΥ σχετικά με την πρόσβαση στο Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS) των αρχών των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για την εσωτερική ασφάλεια καθώς και της Ευρωπόλ, προς αναζήτηση δεδομένων για τους σκοπούς της πρόληψης, εξακρίβωσης και διερεύνησης τρομοκρατικών πράξεων και άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων1.
___________________
1 ΕΕ L ...
Τροπολογία 9
Αιτιολογική σκέψη 32α (νέα)
(32α) Λαμβάνεται υπόψη η γνωμοδότηση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας των Δεδομένων.
Τροπολογία 10
Άρθρο 1, παράγραφος 2
2.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η γνωστοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών δεν θα υφίσταται ούτε περιορισμούς ούτε απαγορεύσεις για λόγους που συνδέονται με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως προβλέπεται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο.
2.  Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να προβλέψουν, για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, μεγαλύτερες διασφαλίσεις από αυτές που ορίζονται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο. Ωστόσο, οιαδήποτε τέτοια πρόβλεψη δεν μπορεί να περιορίσει ή να απαγορεύσει τη γνωστοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών για λόγους που συνδέονται με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως προβλέπεται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο.
Τροπολογία 11
Άρθρο 3, παράγραφος 2α (νέα)
2a. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν εφαρμόζεται, εάν ειδική νομοθεσία βάσει του Τίτλου VI της Συνθήκης ΕΕ ορίζει ρητώς ότι η επεξεργασία, πρόσβαση ή διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα γίνεται μόνο υπό ειδικότερους όρους ή περιορισμούς.
Τροπολογία 12
Άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο (δ)
(δ) να είναι ακριβή και, εφόσον είναι απαραίτητο, να ενημερώνονται. Λαμβάνονται όλα τα εύλογα μέτρα ώστε να διαγράφονται ή να διορθώνονται δεδομένα ανακριβή ή ελλιπή σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους συλλέγονται ή υφίστανται περαιτέρω επεξεργασία. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν επεξεργασία δεδομένων σε διαφορετικό βαθμό ακρίβειας και αξιοπιστίας, περίπτωση κατά την οποία οφείλουν να προβλέψουν ότι τα δεδομένα ταξινομούνται αναλόγως του βαθμού ακρίβειας και αξιοπιστίας και ιδίως ότι τα δεδομένα που βασίζονται σε πραγματικά περιστατικά πρέπει να διακρίνονται από τα δεδομένα που βασίζονται σε γνώμες ή προσωπικές εκτιμήσεις·
(δ) να είναι ακριβή και, εφόσον είναι απαραίτητο, να ενημερώνονται. Λαμβάνονται όλα τα εύλογα μέτρα ώστε να διαγράφονται ή να διορθώνονται δεδομένα ανακριβή ή ελλιπή σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους συλλέγονται ή υφίστανται περαιτέρω επεξεργασία. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν επεξεργασία δεδομένων σε διαφορετικό βαθμό ακρίβειας και αξιοπιστίας, περίπτωση κατά την οποία οφείλουν να προβλέψουν ότι τα δεδομένα ταξινομούνται αναλόγως του βαθμού ακρίβειας και αξιοπιστίας και ιδίως ότι τα δεδομένα που βασίζονται σε πραγματικά περιστατικά πρέπει να διακρίνονται από τα δεδομένα που βασίζονται σε γνώμες ή προσωπικές εκτιμήσεις· τα κράτη μέλη προβλέπουν τον τακτικό έλεγχο της ποιότητας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Εφόσον είναι δυνατόν, οι δικαστικές αποφάσεις καθώς και οι αποφάσεις για μη δίωξη επισημαίνονται, τα δεδομένα που βασίζονται σε γνώμες ή προσωπικές εκτιμήσεις ελέγχονται στην πηγή τους και διευκρινίζεται ο βαθμός ακρίβειας ή αξιοπιστίας τους. Με την επιφύλαξη της εθνικής ποινικής δικονομίας, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα επισημαίνονται μετά από αίτημα του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, εάν το εν λόγω πρόσωπο αμφισβητεί την ακρίβειά τους και εάν δεν μπορεί να επαληθευτεί η ακρίβεια ή η ανακρίβειά τους. Η εν λόγω επισήμανση διαγράφεται μόνο με τη συγκατάθεση του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα ή βάσει απόφασης του αρμοδίου δικαστηρίου ή της αρμόδιας αρχής ελέγχου·
Τροπολογία 13
Άρθρο 4, παράγραφος 4
4.  Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απαραίτητη μόνον εφόσον:
Διαγράφεται
- υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται, σύμφωνα με διαπιστωθέντα γεγονότα, ότι τα εν λόγω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα καταστούσαν δυνατή, θα διευκόλυναν ή θα επιτάχυναν την πρόληψη και διερεύνηση αξιόποινων πράξεων καθώς και τις έρευνες και διώξεις για τις πράξεις αυτές,
- δεν υφίσταται άλλο μέσο που επηρεάζει λιγότερο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, και
- η επεξεργασία δεδομένων δεν είναι δυσανάλογη σε σχέση με την εν λόγω αξιόποινη πράξη.
Τροπολογία 14
Άρθρο 4, παράγραφος 4α (νέα)
4a. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τις διάφορες κατηγορίες δεδομένων και τους διάφορους σκοπούς για τους οποίους συλλέγονται, προκειμένου να καθορίσουν τους κατάλληλους όρους συλλογής, χρονικών προθεσμιών, περαιτέρω επεξεργασίας και διαβίβασης των συγκεκριμένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν μη υπόπτους τυγχάνουν επεξεργασίας μόνο για το σκοπό για τον οποίο συλλέχθηκαν και για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κατάλληλους περιορισμούς ως προς την πρόσβαση και τη διαβίβαση τέτοιων δεδομένων.
Τροπολογία 15
Άρθρο 4α, παράγραφος 1 (νέα)
Άρθρο 4α
Περαιτέρω επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
1.  Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τυγχάνουν περαιτέρω επεξεργασίας, σύμφωνα με την παρούσα απόφαση πλαίσιο, ιδίως δε τα άρθρα της 4, 5 και 6, μόνο
α) για τον ειδικό σκοπό για τον οποίο διαβιβάστηκαν ή διατέθηκαν,
β) εάν είναι απολύτως απαραίτητο, για λόγους πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης ή δίωξης σοβαρών αξιόποινων πράξεων, ή
γ) με σκοπό την πρόληψη απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας ή κατά ενός προσώπου, εκτός αν οι πτυχές αυτές υποσκελίζονται από την ανάγκη προστασίας των συμφερόντων ή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα.
Τροπολογία 16
Άρθρο 4α, παράγραφος 2 (νέα)
2.  Τα εν λόγω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τυγχάνουν περαιτέρω επεξεργασίας, για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στοιχείο γ), μόνο με την προηγούμενη συγκατάθεση της αρχής που διαβίβασε ή διέθεσε τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, και τα κράτη μέλη μπορούν, υπό την επιφύλαξη των κατάλληλων νομικών διασφαλίσεων, να εγκρίνουν νομοθετικά μέτρα που να επιτρέπουν την εν λόγω περαιτέρω επεξεργασία.
Τροπολογία 17
Άρθρο 5
Τα κράτη μέλη προβλέπουν τη δυνατότητα επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρμόδιες αρχές μόνο βάσει νόμου που θα προβλέπει ότι η επεξεργασία αυτή είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση των νόμιμων καθηκόντων τους και για λόγους πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης αξιόποινων πράξεων.
Τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβούλευση με την αρχή ελέγχου που θεσπίζεται στο άρθρο 30, προβλέπουν τη δυνατότητα επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρμόδιες αρχές μόνο βάσει νόμου που θα προβλέπει ότι η επεξεργασία αυτή είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση των νόμιμων καθηκόντων τους και για λόγους πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης αξιόποινων πράξεων, και
α) εάν το πρόσωπο το οποίο αφορούν τα δεδομένα έχει δώσει τη συγκατάθεσή του ξεκάθαρα, υπό τον όρο ότι η επεξεργασία γίνεται προς το συμφέρον του προσώπου το οποίο αφορούν τα δεδομένα· ή
β) εάν η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την τήρηση νομικής υποχρέωσης στην οποία υπόκειται ο υπεύθυνος για την επεξεργασία· ή
γ) εάν η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων του προσώπου το οποίο αφορούν τα δεδομένα.
Τροπολογία 18
Άρθρο 5, παράγραφος 1α (νέα)
1α. Τα κράτη προβλέπουν ότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα γίνεται μόνον εάν:
- οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποδείξουν στοιχειοθετημένα τη σαφή ανάγκη επεξεργασίας των συγκεκριμένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την πρόληψη, τη διερεύνηση, τη διαπίστωση ή τη δίωξη αξιόποινων πράξεων,
- δεν υπάρχει άλλο μέσο το οποίο να επηρεάζει λιγότερο το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, και
- η επεξεργασία των δεδομένων δεν είναι δυσανάλογη σε σχέση με τη συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη.
Τροπολογία 19
Άρθρο 6, παράγραφος 2, 1η περίπτωση
- η επεξεργασία προβλέπεται από το νόμο και είναι απολύτως απαραίτητη για την εκτέλεση νόμιμων πράξεων της ενδιαφερόμενης αρχής για λόγους πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης αξιόποινων πράξεων στον τομέα αυτό ή εάν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο συναίνεσε ρητά για την επεξεργασία, και
- η επεξεργασία προβλέπεται από το νόμο και είναι απολύτως απαραίτητη για την εκτέλεση νόμιμων πράξεων της ενδιαφερόμενης αρχής για λόγους πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης αξιόποινων πράξεων στον τομέα αυτό και περιορίζεται σε συγκεκριμένη έρευνα ή εάν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο συναίνεσε ρητά για την επεξεργασία, υπό τον όρο ότι η επεξεργασία γίνεται προς το συμφέρον του προσώπου το οποίο αφορούν τα δεδομένα και η άρνηση συγκατάθεσης δεν θα είχε συνέπειες για το πρόσωπο αυτό, και
Τροπολογία 20
Άρθρο 6, παράγραφος 2α (νέα)
2α. Τα κράτη μέλη θέτουν ειδικές τεχνικές και οργανωτικές απαιτήσεις για την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων.
Τροπολογία 21
Άρθρο 6, παράγραφος 2β (νέα)
2β. Τα κράτη μέλη προβλέπουν πρόσθετες ειδικές διασφαλίσεις για τα βιομετρικά δεδομένα και τα χαρακτηριστικά DNA, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι:
- τα βιομετρικά δεδομένα και τα χαρακτηριστικά DNA χρησιμοποιούνται μόνο βάσει σαφώς καθιερωμένων και διαλειτουργικών τεχνικών προτύπων,
- το επίπεδο ακρίβειας των βιομετρικών δεδομένων και των χαρακτηριστικών DNA λαμβάνεται δεόντως υπόψη και μπορεί να αμφισβητηθεί ευχερώς από το πρόσωπο που αφορούν τα δεδομένα,
- διασφαλίζεται πλήρως ο σεβασμός της αξιοπρέπειας και της ακεραιότητας των προσώπων.
Τροπολογία 22
Άρθρο 7, παράγραφος 1
1.  Τα κράτη μέλη προβλέπουν την αποθήκευση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για περίοδο που δεν υπερβαίνει το απαραίτητο χρονικό διάστημα για την υλοποίηση των στόχων για τους οποίους συλλέχθηκαν, εκτός αν υπάρχει αντίθετη διάταξη στο εθνικό δίκαιο. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των προσώπων που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 τελευταία περίπτωση αποθηκεύονται για το χρονικό διάστημα που είναι απολύτως απαραίτητο για τους στόχους για τους οποίους συλλέχθηκαν.
1.  Τα κράτη μέλη προβλέπουν την αποθήκευση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για περίοδο που δεν υπερβαίνει το απαραίτητο χρονικό διάστημα για την υλοποίηση των στόχων για τους οποίους συλλέχθηκαν ή έτυχαν περαιτέρω επεξεργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο ε) και το άρθρο 4α. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των προσώπων που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, τελευταία περίπτωση αποθηκεύονται για το χρονικό διάστημα που είναι απολύτως απαραίτητο για τους στόχους για τους οποίους συλλέχθηκαν.
Τροπολογία 23
Άρθρο 7, παράγραφος 2
2.  Τα κράτη μέλη προβλέπουν τα κατάλληλα διαδικαστικά και τεχνικά μέτρα ώστε να διασφαλιστεί ότι θα τηρηθεί η διάρκεια αποθήκευσης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η τήρηση της διάρκειας αυτής ελέγχεται τακτικά.
2.  Τα κράτη μέλη προβλέπουν τα κατάλληλα διαδικαστικά και τεχνικά μέτρα ώστε να διασφαλιστεί ότι θα τηρηθεί η διάρκεια αποθήκευσης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Στα μέτρα αυτά συμπεριλαμβάνεται και η αυτόματη και τακτική διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ύστερα από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Η τήρηση της διάρκειας αυτής ελέγχεται τακτικά.
Τροπολογία 24
Κεφάλαιο III, Τμήμα I, τίτλος
Διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, περιλαμβανομένης της διάθεσής τους στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών
Διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, περιλαμβανομένης της διάθεσής τους
Τροπολογία 25
Άρθρο 8
Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα διαβιβάζονται στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών ή θα τίθενται στη διάθεσή τους, μόνον εάν αυτό είναι απαραίτητο για την εκπλήρωση των νόμιμων καθηκόντων της διαβιβάστριας ή παραλήπτριας αρχής για λόγους πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης ή δίωξης αξιόποινων πράξεων.
Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται και τυγχάνουν επεξεργασίας από τις αρμόδιες αρχές θα διαβιβάζονται στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών ή θα τίθενται στη διάθεσή τους, μόνον εάν αυτό είναι απαραίτητο για την εκπλήρωση των νόμιμων καθηκόντων της διαβιβάστριας ή παραλήπτριας αρχής για λόγους πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης ή δίωξης συγκεκριμένων αξιόποινων πράξεων.
Τροπολογία 26
Άρθρο 8α (νέο)
Άρθρο 8α
Διαβίβαση σε αρχές άλλες από τις αρμόδιες
Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν θα διαβιβάζονται σε αρχές άλλες από τις αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους, παρά μόνον σε ειδικές ατομικές και καλά τεκμηριωμένες περιπτώσεις και εφόσον πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:
α) η διαβίβαση αποτελεί αντικείμενο σαφώς προβλεπόμενης στο νόμο υποχρέωσης ή άδειας·
β) η διαβίβαση:
είναι αναγκαία για την επίτευξη του ειδικού στόχου για τον οποίο συλλέχθηκαν τα δεδομένα ή για λόγους πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης αξιόποινων πράξεων ή για λόγους πρόληψης απειλών έναντι της δημόσιας ασφάλειας ή ενός προσώπου, εκτός εάν η ανάγκη προστασίας των συμφερόντων ή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του εν λόγω προσώπου υπερέχει,
ή
είναι αναγκαία διότι τα εν λόγω δεδομένα είναι απαραίτητα για να επιτραπεί στην αρχή στην οποία διαβιβάζονται περαιτέρω τα εν λόγω δεδομένα να εκτελέσει τα νόμιμα καθήκοντά της και εφόσον ο στόχος της συλλογής ή της επεξεργασίας τον οποίο πρέπει να πραγματοποιήσει η εν λόγω αρχή δεν είναι ασυμβίβαστος προς την αρχικά προβλεπόμενη επεξεργασία και δεν αντίκειται στις νόμιμες υποχρεώσεις της αρμόδιας αρχής η οποία προτίθεται να διαβιβάσει τα δεδομένα,
ή
είναι αναμφισβήτητα προς το συμφέρον του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και εάν το πρόσωπο αυτό συναίνεσε ή εάν οι περιστάσεις επιτρέπουν να εικαστεί σαφώς η συγκατάθεσή του.
Τροπολογία 27
Άρθρο 8β (νέο)
Άρθρο 8β
Διαβίβαση σε ιδιώτες
Με την επιφύλαξη των εθνικών κανόνων ποινικής δικονομίας, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν διαβιβάζονται περαιτέρω σε ιδιώτες σε κράτος μέλος παρά μόνο σε ειδικές περιπτώσεις και εφόσον πληρείται το σύνολο των ακόλουθων όρων:
α) η διαβίβαση αποτελεί αντικείμενο ρητά προβλεπόμενης στο νόμο υποχρέωσης ή άδειας·
β) η διαβίβαση είναι αναγκαία για την επίτευξη του στόχου για τον οποίο τα εν λόγω δεδομένα συλλέχθηκαν, διαβιβάστηκαν ή διατέθηκαν ή για λόγους πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης αξιόποινων πράξεων ή για την πρόληψη απειλών έναντι της δημόσιας ασφάλειας ή ενός προσώπου, εκτός εάν η ανάγκη προστασίας των συμφερόντων ή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του εν λόγω προσώπου υπερέχει. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές μπορούν να έχουν πρόσβαση και να επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ελεγχόμενα από ιδιώτες μόνο σε κατά περίπτωση βάση, υπό ειδικές περιστάσεις, για ειδικούς σκοπούς, και υπό την επιφύλαξη του δικαστικού ελέγχου στα κράτη μέλη.
Τροπολογία 28
Άρθρο 8γ (νέο)
Άρθρο 8γ
Επεξεργασία δεδομένων από ιδιώτες σε σχέση με τη δημόσια διοίκηση
Τα κράτη μέλη ορίζουν στην εθνική τους νομοθεσία ότι, όταν ιδιώτες συλλέγουν και επεξεργάζονται δεδομένα σε σχέση με τη δημόσια διοίκηση, αυτοί υποβάλλονται σε υποχρεώσεις που είναι είτε ισότιμες είτε αυστηρότερες από αυτές που επιβάλλονται στις αρμόδιες αρχές.
Τροπολογία 29
Άρθρο 8δ (νέο)
Άρθρο 8δ
Διαβίβαση σε αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών ή σε διεθνείς οργανισμούς
1.  Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν διαβιβάζονται περαιτέρω στις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών ή σε διεθνείς οργανισμούς, εκτός εάν η εν λόγω διαβίβαση συμφωνεί προς την παρούσα απόφαση-πλαίσιο και ιδίως εάν πληρούται το σύνολο των ακόλουθων όρων:
α) η διαβίβαση αποτελεί αντικείμενο ρητά προβλεπόμενης στο νόμο υποχρέωσης ή άδειας·
β) η διαβίβαση είναι αναγκαία για την επίτευξη του στόχου για τον οποίο τα εν λόγω δεδομένα συλλέχθηκαν ή διαβιβάστηκαν ή διατέθηκαν ή για την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη αξιόποινων πράξεων ή για την πρόληψη απειλών έναντι της δημόσιας ασφάλειας ή ενός προσώπου, εκτός εάν η ανάγκη προστασίας των συμφερόντων ή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του εν λόγω προσώπου υπερέχει·
γ) διασφαλίζεται κατάλληλο επίπεδο προστασίας των δεδομένων στην τρίτη χώρα ή από τον διεθνή οργανισμό όπου διαβιβάστηκαν τα εν λόγω δεδομένα.
2.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το κατάλληλο επίπεδο προστασίας που προσφέρεται από τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό εκτιμάται λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων που περιβάλλουν κάθε διαβίβαση ή κατηγορία διαβιβάσεων. Ειδικότερα, η εκτίμηση βασίζεται στην εξέταση των ακόλουθων στοιχείων: το είδος των δεδομένων, τους στόχους και τη διάρκεια της επεξεργασίας ενόψει της οποίας διαβιβάζονται τα δεδομένα, τη χώρα προέλευσης και τη χώρα τελικού προορισμού, τους ισχύοντες γενικούς και τομεακούς κανόνες δικαίου της τρίτης χώρας ή τους κανόνες που εφαρμόζονται από τον εν λόγω διεθνή οργανισμό, τους επαγγελματικούς κανόνες και τα μέτρα ασφαλείας που εφαρμόζονται εκεί, καθώς και την ύπαρξη επαρκών εγγυήσεων που παρέχονται από τον παραλήπτη της διαβίβασης.
3.  Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή ενημερώνονται αμοιβαία και ενημερώνουν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τις περιπτώσεις όπου θεωρούν ότι τρίτη χώρα ή διεθνής οργανισμός δεν διασφαλίζει κατάλληλο επίπεδο προστασίας δυνάμει της παραγράφου 2.
4.  Όταν η Επιτροπή, ύστερα από διαβούλευση με το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, διαπιστώνει ότι τρίτη χώρα ή διεθνής οργανισμός δεν διασφαλίζει κατάλληλο επίπεδο προστασίας δυνάμει της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή κάθε διαβίβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς την εν λόγω τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό.
5.  Η Επιτροπή, ύστερα από διαβούλευση με το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μπορεί να διαπιστώσει ότι τρίτη χώρα ή διεθνής οργανισμός διασφαλίζουν κατάλληλο επίπεδο προστασίας δυνάμει της παραγράφου 2, λόγω της εσωτερικής τους νομοθεσίας ή των διεθνών τους συμφωνιών, για την προστασία της ιδιωτικής ζωής και των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των προσώπων.
6.  Κατ' εξαίρεση, παρεκκλίνοντας από την παράγραφο 1, στοιχείο (γ), είναι δυνατή η διαβίβαση προσωπικών δεδομένων στις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών ή σε διεθνείς οργανισμούς που δεν διασφαλίζουν κατάλληλο επίπεδο προστασίας των δεδομένων, εάν τούτο είναι απολύτως αναγκαίο για τη διαφύλαξη των ουσιωδών συμφερόντων ενός κράτους μέλους ή για την πρόληψη επικείμενου σοβαρού κινδύνου που απειλεί τη δημόσια ασφάλεια ή συγκεκριμένο πρόσωπο ή πρόσωπα. Σε αυτή την περίπτωση, τα προσωπικά δεδομένα μπορούν να τύχουν επεξεργασίας από τον παραλήπτη, μόνον εάν είναι απολύτως αναγκαία για τον ειδικό σκοπό για τον οποίο διαβιβάστηκαν. Οι εν λόγω διαβιβάσεις κοινοποιούνται στην αρμόδια αρχή ελέγχου.
Τροπολογία 30
Άρθρο 9, παράγραφος 6
6.  Με την επιφύλαξη της εθνικής ποινικής διαδικασίας, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα "επισημαίνονται" μετά από αίτημα του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, εάν το εν λόγω πρόσωπο αμφισβητεί την ακρίβειά τους και εάν δεν μπορεί να επαληθευτεί η ακρίβεια ή η ανακρίβειά τους. Η εν λόγω "επισήμανση" δεν διαγράφεται παρά με τη συγκατάθεση του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα ή βάσει απόφασης του αρμοδίου δικαστηρίου ή της αρμόδιας αρχής ελέγχου.
Διαγράφεται
Τροπολογία 31
Άρθρο 9, παράγραφος 7, 3η παύλα
- εάν τα δεδομένα αυτά δεν είναι ή δεν είναι πλέον απαραίτητα για τον ειδικό σκοπό για τον οποίο διαβιβάστηκαν ή διατέθηκαν.
- και σε κάθε περίπτωση, εάν τα δεδομένα αυτά δεν είναι ή δεν είναι πλέον απαραίτητα για τον ειδικό σκοπό για τον οποίο διαβιβάστηκαν ή διατέθηκαν.
Τροπολογία 32
Άρθρο 9, παράγραφος 9α (νέα)
9α. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η ποιότητα των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάζονται ή διατίθενται από τρίτες χώρες υπόκεινται σε ειδική αξιολόγηση αμέσως μόλις λαμβάνονται και επισημαίνεται ο βαθμός ακρίβειας και αξιοπιστίας τους.
Τροπολογία 33
Άρθρο 10, παράγραφος 1
1.  Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε αυτοματοποιημένη διαβίβαση και παραλαβή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως με άμεση αυτοματοποιημένη πρόσβαση, προϋποθέτει σύνδεση ώστε να διασφαλίζεται μια μεταγενέστερη επαλήθευση των λόγων της διαβίβασης, των διαβιβασθέντων δεδομένων, του χρόνου της διαβίβασης, των εμπλεκόμενων αρχών και όσον αφορά την παραλήπτρια αρχή, των προσώπων που παρέλαβαν τα δεδομένα και των προσώπων που τα παρέλαβαν αρχικά.
1.  Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε αυτοματοποιημένη πρόσβαση, διαβίβαση και παραλαβή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως με άμεση αυτοματοποιημένη πρόσβαση, προϋποθέτει σύνδεση ώστε να διασφαλίζεται μια μεταγενέστερη επαλήθευση των λόγων της πρόσβασης και διαβίβασης, των διαβιβασθέντων ή υποβληθέντων σε πρόσβαση δεδομένων, του χρόνου της διαβίβασης ή πρόσβασης, των εμπλεκόμενων αρχών και όσον αφορά την παραλήπτρια αρχή, των προσώπων που παρέλαβαν τα δεδομένα και των προσώπων που τα παρέλαβαν αρχικά.
Τροπολογία 34
Άρθρο 10, παράγραφος 2
2.  Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε μη αυτοματοποιημένη διαβίβαση και παραλαβή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αποτελεί αντικείμενο τεκμηρίωσης ώστε να διασφαλίζεται μια μεταγενέστερη επαλήθευση των λόγων της διαβίβασης, των διαβιβασθέντων δεδομένων, του χρόνου της διαβίβασης, των εμπλεκόμενων αρχών και όσον αφορά την παραλήπτρια αρχή των προσώπων που παρέλαβαν τα δεδομένα και των προσώπων που τα παρέλαβαν αρχικά.
2.  Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε μη αυτοματοποιημένη πρόσβαση, διαβίβαση και παραλαβή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αποτελεί αντικείμενο τεκμηρίωσης ώστε να διασφαλίζεται μια μεταγενέστερη επαλήθευση των λόγων της πρόσβασης ή διαβίβασης, των διαβιβασθέντων ή υποβληθέντων σε πρόσβαση δεδομένων, του χρόνου της διαβίβασης ή πρόσβασης, των εμπλεκόμενων αρχών και όσον αφορά την παραλήπτρια αρχή των προσώπων που παρέλαβαν τα δεδομένα και των προσώπων που τα παρέλαβαν αρχικά.
Τροπολογία 35
Άρθρο 10, παράγραφος 3
3.  Η αρχή που συνέδεσε ή τεκμηρίωσε τέτοιου είδους πληροφορίες τις κοινοποιεί το συντομότερο στην αρμόδια αρχή ελέγχου κατόπιν αιτήσεως αυτής της τελευταίας. Οι πληροφορίες αυτές χρησιμοποιούνται μόνο για τον έλεγχο της προστασίας των δεδομένων και την εγγύηση της κατάλληλης επεξεργασίας των δεδομένων καθώς και της ακεραιότητας και ασφάλειάς τους.
3.  Η αρχή που συνέδεσε ή τεκμηρίωσε τέτοιου είδους πληροφορίες τις θέτει στη διάθεση της αρμόδιας αρχής ελέγχου και τις κοινοποιεί το συντομότερο στην εν λόγω αρχή. Οι πληροφορίες αυτές χρησιμοποιούνται μόνο για τον έλεγχο της προστασίας των δεδομένων και την εγγύηση της κατάλληλης επεξεργασίας των δεδομένων καθώς και της ακεραιότητας και ασφάλειάς τους.
Τροπολογία 36
Άρθρο 12α (νέο)
Άρθρο 12α
Περαιτέρω διαβίβαση σε αρχές άλλες από τις αρμόδιες
Όταν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα έχουν διαβιβαστεί ή διατεθεί από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, τότε τα δεδομένα αυτά δεν διαβιβάζονται περαιτέρω, παρά μόνον σε ατομικές και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 8α, και δεν μπορούν να διαβιβαστούν στις αρμόδιες αρχές, παρά μόνον εάν το κράτος μέλος που διαβίβασε τα εν λόγω δεδομένα στην αρμόδια αρχή που προτίθεται να τα διαβιβάσει περαιτέρω, ή τα διέθεσε στην αρχή αυτή, έχει δώσει προηγουμένως την συγκατάθεσή του για την περαιτέρω διαβίβασή τους.
Τροπολογία 37
Άρθρο 12β (νέο)
Άρθρο 12β
Περαιτέρω διαβίβαση σε ιδιώτες
Όταν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα έχουν διαβιβαστεί ή διατεθεί από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, τότε τα δεδομένα αυτά δεν διαβιβάζονται περαιτέρω σε ιδιώτες, παρά μόνον σε ειδικές περιπτώσεις υπό τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 8β, και εφόσον το κράτος μέλος που διαβίβασε τα εν λόγω δεδομένα στην αρμόδια αρχή που προτίθεται να τα διαβιβάσει περαιτέρω, ή τα διέθεσε στην αρχή αυτή, έχει δώσει προηγουμένως τη συγκατάθεσή του για την περαιτέρω διαβίβασή τους.
Τροπολογία 38
Άρθρο 12γ (νέο)
Άρθρο 12γ
Περαιτέρω διαβίβαση σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς
Όταν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα έχουν διαβιβαστεί ή διατεθεί από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν διαβιβάζονται περαιτέρω στις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών ή σε διεθνείς οργανισμούς, εκτός εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 8γ και εφόσον το κράτος μέλος που διαβίβασε τα εν λόγω δεδομένα στην αρμόδια αρχή που προτίθεται να τα διαβιβάσει περαιτέρω, ή τα διέθεσε στην αρχή αυτή, έχει δώσει προηγουμένως τη συγκατάθεσή του για την περαιτέρω διαβίβασή τους.
Τροπολογία 39
Άρθρο 13
Άρθρο 13
Διαγράφεται
Διαβίβαση σε αρχές άλλες από τις αρμόδιες
Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που παραλαμβάνονται από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους ή τίθενται στη διάθεση ή δεν θα διαβιβάζονται περαιτέρω σε αρχές άλλες από τις αρμόδιες, παρά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και εφόσον πληροίται το σύνολο των ακόλουθων όρων:
(α) η διαβίβαση αποτελεί αντικείμενο μιας σαφώς προβλεπόμενης στο νόμο υποχρέωσης ή άδειας·
(β) η διαβίβαση:
είναι αναγκαία για την επίτευξη του ειδικού στόχου για τον οποίο διαβιβάστηκαν ή διατέθηκαν τα δεδομένα ή για λόγους πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης αξιόποινων πράξεων ή για λόγους πρόληψης απειλών έναντι της δημόσιας ασφάλειας ή ενός προσώπου, εκτός εάν η ανάγκη προστασίας των συμφερόντων ή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του εν λόγω προσώπου υπερέχει,
ή
είναι αναγκαία διότι τα εν λόγω δεδομένα είναι απαραίτητα για να επιτραπεί στην αρχή στην οποία διαβιβάζονται περαιτέρω τα εν λόγω δεδομένα να εκτελέσει τα νόμιμα καθήκοντά της και εφόσον ο στόχος της συλλογής ή της επεξεργασίας τον οποίο πρέπει να πραγματοποιήσει η εν λόγω αρχή δεν είναι ασυμβίβαστος προς την αρχικά προβλεπόμενη επεξεργασία και δεν αντίκειται στις νόμιμες υποχρεώσεις της αρμόδιας αρχής η οποία προτίθεται να διαβιβάσει τα δεδομένα,
ή
αναμφισβήτητα είναι προς το συμφέρον του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και εάν το πρόσωπο αυτό συναίνεσε ή εάν οι περιστάσεις επιτρέπουν να εικαστεί σαφώς η συγκατάθεσή του·
(γ) η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που διαβίβασε ή διέθεσε τα εν λόγω δεδομένα στην αρμόδια αρχή που προτίθεται να τα διαβιβάσει περαιτέρω, έδωσε προηγούμενη συγκατάθεση για την περαιτέρω διαβίβασή τους.
Προφορική τροπολογία
Άρθρο 14
Άρθρο 14
Διαγράφεται
Διαβίβαση σε ιδιώτες
Με την επιφύλαξη των εθνικών κανόνων ποινικής δικονομίας, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που παραλαμβάνονται από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους ή τίθενται στη διάθεσή της δεν διαβιβάζονται περαιτέρω σε ιδιώτες σε ένα κράτος μέλος παρά μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και εφόσον πληροίται το σύνολο των ακόλουθων όρων:
(α) η διαβίβαση αποτελεί ένα αντικείμενο ρητά προβλεπόμενης στο νόμο υποχρέωσης ή άδειας·
(β) η διαβίβαση είναι αναγκαία για την επίτευξη του στόχου για τον οποίο τα εν λόγω δεδομένα διαβιβάστηκαν ή διατέθηκαν ή για λόγους πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης αξιόποινων πράξεων ή για λόγους πρόληψης απειλών έναντι της δημόσιας ασφάλειας ή ενός προσώπου, εκτός εάν η ανάγκη προστασίας των συμφερόντων ή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του εν λόγω προσώπου υπερέχει·
(γ) η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που διαβίβασε ή διέθεσε τα εν λόγω δεδομένα στην αρμόδια αρχή που προτίθεται να προβεί σε περαιτέρω διαβίβαση, έδωσε την προηγούμενη συγκατάθεσή της για την περαιτέρω διαβίβαση σε ιδιώτες.
Τροπολογία 40
Άρθρο 15
Άρθρο 15
Διαγράφεται
Διαβίβαση σε αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών ή σε διεθνείς οργανισμούς
1.  Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που παραλαμβάνονται από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους ή τίθενται στη διάθεσή της δεν διαβιβάζονται περαιτέρω στις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών ή σε διεθνείς οργανισμούς, εκτός εάν η εν λόγω διαβίβαση συμφωνεί προς την παρούσα απόφαση-πλαίσιο και ιδίως εάν πληροίται το σύνολο των ακόλουθων όρων:
α) η διαβίβαση αποτελεί αντικείμενο ρητά προβλεπόμενης στο νόμο υποχρέωσης ή άδειας·
β) η διαβίβαση είναι αναγκαία για την επίτευξη του στόχου για τον οποίο τα εν λόγω δεδομένα διαβιβάστηκαν ή διατέθηκαν ή για λόγους πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης αξιόποινων πράξεων ή για λόγους πρόληψης απειλών έναντι της δημόσιας ασφάλειας ή ενός προσώπου, εκτός εάν η ανάγκη προστασίας των συμφερόντων ή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του εν λόγω προσώπου υπερέχει·
γ) η αρμόδια αρχή ενός άλλου κράτους μέλους που διαβίβασε ή διέθεσε τα εν λόγω δεδομένα στην αρμόδια αρχή που προτίθεται να προβεί σε περαιτέρω διαβίβαση έδωσε την προηγούμενη συγκατάθεσή της για την περαιτέρω διαβίβασή τους·
δ) διασφαλίζεται κατάλληλο επίπεδο προστασίας των δεδομένων στην τρίτη χώρα ή από τον διεθνή οργανισμό όπου διαβιβάστηκαν τα εν λόγω δεδομένα.
2.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το κατάλληλο επίπεδο προστασίας που προσφέρεται από μια τρίτη χώρα ή ένα διεθνή οργανισμό εκτιμάται λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων που περιβάλλουν κάθε διαβίβαση ή κατηγορία διαβιβάσεων. Ειδικότερα, η εκτίμηση απορρέει από την εξέταση των ακόλουθων στοιχείων: το είδος των δεδομένων, τους στόχους και τη διάρκεια της επεξεργασίας ενόψει της οποίας διαβιβάζονται τα δεδομένα, τη χώρα προέλευσης και τη χώρα τελικού προορισμού, τους ισχύοντες γενικούς και τομεακούς κανόνες δικαίου της τρίτης χώρας ή τους κανόνες που εφαρμόζονται από τον εν λόγω διεθνή οργανισμό, τους επαγγελματικούς κανόνες και τα μέτρα ασφαλείας που εφαρμόζονται εκεί, καθώς και την ύπαρξη επαρκών εγγυήσεων που παρέχονται από τον παραλήπτη της διαβίβασης.
3.  Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή ενημερώνονται αμοιβαία για τις περιπτώσεις όπου θεωρούν ότι μια τρίτη χώρα ή ένας διεθνής οργανισμός δεν διασφαλίζουν κατάλληλο επίπεδο προστασίας δυνάμει της παραγράφου 2.
4.  Όταν διαπιστώνεται, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 16, ότι μια τρίτη χώρα ή ένας διεθνής οργανισμός δεν διασφαλίζει κατάλληλο επίπεδο προστασίας δυνάμει της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή κάθε διαβίβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς την εν λόγω τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό.
5.  Μπορεί να διαπιστωθεί, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 16, ότι μια τρίτη χώρα ή ένας διεθνής οργανισμός διασφαλίζουν κατάλληλο επίπεδο προστασίας δυνάμει της παραγράφου 2, λόγω της εσωτερικής τους νομοθεσίας ή των διεθνών τους δεσμεύσεων, για την προστασία της ιδιωτικής ζωής και των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των προσώπων.
6.  Κατ" εξαίρεση, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που παραλαμβάνονται από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους μπορούν να τύχουν περαιτέρω διαβίβασης στις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών ή διεθνών οργανισμών στις οποίες ή στους οποίους δεν διασφαλίζεται κατάλληλο επίπεδο προστασίας, σε περίπτωση απόλυτης ανάγκης που συνδέεται με τη διαφύλαξη των ουσιωδών συμφερόντων ενός κράτους μέλους ή για λόγους πρόληψης επικείμενων σοβαρών απειλών έναντι της δημόσιας ασφάλειας ή έναντι ενός συγκεκριμένου προσώπου ή προσώπων.
Τροπολογία 41
Άρθρο 16
Άρθρο 16
Διαγράφεται
Επιτροπή
1.  Όταν γίνεται μνεία στο παρόν άρθρο, η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή η οποία απαρτίζεται από αντιπροσώπους των κρατών μελών και της οποίας προεδρεύει ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής.
2.  Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό μετά από πρόταση του προέδρου της βάσει των πρότυπων διαδικαστικών κανόνων που δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3.  Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην επιτροπή ένα σχέδιο των προς λήψη μέτρων. Η επιτροπή εκδίδει τη γνώμη της σχετικά με το εν λόγω σχέδιο, εντός προθεσμίας την οποία μπορεί να καθορίσει ο πρόεδρος σε σχέση με το επείγον του εν λόγω ζητήματος. Η γνώμη εκδίδεται με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 205 παράγραφος 2 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για τη θέσπιση των αποφάσεων που καλείται να λάβει το Συμβούλιο βάσει προτάσεως της Επιτροπής. Κατά την ψηφοφορία στο πλαίσιο της επιτροπής, οι ψήφοι των αντιπροσώπων των κρατών μελών σταθμίζονται με την αναλογία που καθορίζει το εν λόγω άρθρο. Ο πρόεδρος δεν συμμετέχει στην ψηφοφορία.
4.  Η Επιτροπή εκδίδει τα μέτρα που λαμβάνονται όταν υπάρχει συμφωνία με τη γνώμη της επιτροπής. Όταν τα προβλεπόμενα μέτρα δεν συμφωνούν με τη γνώμη της επιτροπής ή ελλείψει αυτής της γνώμης, η Επιτροπή υποβάλλει το συντομότερο στο Συμβούλιο πρόταση για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν και ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
5.  Το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία για την πρόταση, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία υποβολής στο Συμβούλιο.
Εάν εντός αυτής της προθεσμίας το Συμβούλιο δηλώσει με ειδική πλειοψηφία ότι διαφωνεί με την πρόταση, η Επιτροπή την επανεξετάζει. Μπορεί να υποβάλει στο Συμβούλιο τροποποιημένη πρόταση, να υποβάλλει εκ νέου την πρότασή της ή να υποβάλλει νομοθετική πρόταση. Εάν κατά τη λήξη της προθεσμίας το Συμβούλιο δεν έχει ούτε εγκρίνει την προτεινόμενη εκτελεστική πράξη ούτε έχει εκδηλώσει τη διαφωνία του με τα προτεινόμενα εκτελεστικά μέτρα, η προτεινόμενη εκτελεστική πράξη εγκρίνεται από την Επιτροπή.
Τροπολογία 42
Άρθρο 18
Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η αρμόδια αρχή από την οποία παραλήφθηκαν ή διατέθηκαν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ενημερώνεται κατόπιν αιτήσεώς της για την περαιτέρω επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων καθώς και για τα επιτευχθέντα αποτελέσματα.
Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η αρμόδια αρχή από την οποία παραλήφθηκαν ή διατέθηκαν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ενημερώνεται για την περαιτέρω επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων καθώς και για τα επιτευχθέντα αποτελέσματα.
Τροπολογία 43
Άρθρο 19, παράγραφος 1, στοιχείο (γ), περίπτωση 4α (νέα)
- τα χρονικά όρια αποθήκευσης των δεδομένων
Τροπολογία 44
Άρθρο 19, παράγραφος 2, εισαγωγικό τμήμα και στοιχεία (α) και (β)
2.  Η παροχή των πληροφοριών που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 δεν γίνεται δεκτή ή περιορίζεται μόνον εφόσον είναι αναγκαίο:
2.  Η παροχή των πληροφοριών που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 δεν διασφαλίζεται ή περιορίζεται μόνον εφόσον είναι αναγκαίο
(α) για να επιτραπεί στον υπεύθυνο της επεξεργασίας να εκτελέσει τα νόμιμα καθήκοντά του με ικανοποιητικό τρόπο,
(β) για να αποφευχθεί η δυσλειτουργία τρεχουσών ερευνών ή διαδικασιών ή για την εκπλήρωση των νομίμων καθηκόντων των αρμοδίων αρχών,
για να αποφευχθεί η δυσλειτουργία τρεχουσών ερευνών ή διαδικασιών ή για την εκπλήρωση των νομίμων καθηκόντων του υπεύθυνου της επεξεργασίας ή/και των αρμοδίων αρχών,
Τροπολογία 45
Άρθρο 19, παράγραφος 4
4.  Οι λόγοι άρνησης ή περιορισμού βάσει της παραγράφου 2 δεν κοινοποιούνται εάν η κοινοποίησή τους θέτει σε κίνδυνο το στόχο της άρνησης. Στην περίπτωση αυτή, ο υπεύθυνος της επεξεργασίας ενημερώνει το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα ότι μπορεί να προσφύγει ενώπιον της αρμόδιας αρχής ελέγχου, με την επιφύλαξη ενδεχόμενης άσκησης ένδικων μέσων και με την επιφύλαξη των διατάξεων της εθνικής ποινικής δικονομίας. Εάν το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα ασκήσει προσφυγή ενώπιον της αρχής ελέγχου, αυτή η τελευταία εξετάζει την προσφυγή. Κατά την εξέταση της προσφυγής, η αρχή ελέγχου γνωστοποιεί στο πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα μόνον εάν υπήρξε θεμιτή επεξεργασία των δεδομένων και εάν όχι, εάν έγιναν όλες οι απαραίτητες διορθώσεις.
4.  Οι λόγοι άρνησης ή περιορισμού βάσει της παραγράφου 2 δεν κοινοποιούνται εάν η κοινοποίησή τους θέτει σε κίνδυνο το στόχο της άρνησης. Στην περίπτωση αυτή, ο υπεύθυνος της επεξεργασίας ενημερώνει το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα ότι μπορεί να προσφύγει ενώπιον της αρμόδιας αρχής ελέγχου, με την επιφύλαξη ενδεχόμενης άσκησης ένδικων μέσων και με την επιφύλαξη των διατάξεων της εθνικής ποινικής δικονομίας. Εάν το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα ασκήσει προσφυγή ενώπιον της αρχής ελέγχου, αυτή η τελευταία εξετάζει την προσφυγή. Κατά την εξέταση της προσφυγής, η αρχή ελέγχου ενημερώνει το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα για την έκβαση της προσφυγής του.
Τροπολογία 46
Άρθρο 20, παράγραφος 1, εισαγωγή
1.  Όταν τα δεδομένα δεν συλλέχθηκαν από το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται ή συλλέχθηκαν χωρίς το εν λόγω πρόσωπο να είναι εν γνώσει ή εν επιγνώσει του γεγονότος ότι συλλέχθηκαν δεδομένα που το αφορούν, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος της επεξεργασίας ή ο αντιπρόσωπός του παρέχει δωρεάν στο πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, από τη στιγμή της καταχώρησης των δεδομένων ή εάν προβλέπεται κοινοποίηση δεδομένων σε τρίτο, εντός εύλογης προθεσμίας μετά την πρώτη κοινοποίηση των δεδομένων, τουλάχιστον τις πληροφορίες που απαριθμούνται παρακάτω, εκτός εάν το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα διαθέτει ήδη τις πληροφορίες αυτές ή εάν η παροχή πληροφοριών αποδεικνύεται αδύνατη ή προϋποθέτει δυσανάλογη προσπάθεια:
1.  Όταν τα δεδομένα δεν συλλέχθηκαν από το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται ή συλλέχθηκαν χωρίς το εν λόγω πρόσωπο να είναι εν γνώσει ή εν επιγνώσει του γεγονότος ότι συλλέχθηκαν δεδομένα που το αφορούν, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος της επεξεργασίας ή ο αντιπρόσωπός του παρέχει δωρεάν στο πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, από τη στιγμή της καταχώρησης των δεδομένων ή εάν προβλέπεται κοινοποίηση δεδομένων σε τρίτο, το αργότερο κατά τη στιγμή της πρώτης κοινοποίησης των δεδομένων, τουλάχιστον τις πληροφορίες που απαριθμούνται παρακάτω, εκτός εάν το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα διαθέτει ήδη τις πληροφορίες αυτές ή εάν η παροχή πληροφοριών αποδεικνύεται αδύνατη ή προϋποθέτει δυσανάλογη προσπάθεια:
Τροπολογία 47
Άρθρο 20, παράγραφος 2, εισαγωγή και στοιχείο (α)
2.  Οι πληροφορίες που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 δεν παρέχονται εάν αυτό αποδειχθεί αναγκαίο:
2.  Οι πληροφορίες που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 δεν παρέχονται μόνο εάν αυτό αποδειχθεί αναγκαίο:
(a) για να επιτραπεί στον υπεύθυνο της επεξεργασίας να εκτελέσει τα νόμιμα καθήκοντά του με ικανοποιητικό τρόπο,
Τροπολογία 48
Άρθρο 21, παράγραφος 1, στοιχείο (γ)
(γ) την κοινοποίηση σε τρίτους, στους οποίους έχουν ανακοινωθεί τα δεδομένα, κάθε διόρθωσης, διαγραφής ή κλειδώματος που διενεργείται σύμφωνα με το σημείο β), εφόσον τούτο δεν είναι αδύνατο και δεν προϋποθέτει δυσανάλογες προσπάθειες.
(γ) την κοινοποίηση σε τρίτους, στους οποίους έχουν ανακοινωθεί τα δεδομένα, κάθε διόρθωσης, διαγραφής ή κλειδώματος που διενεργείται σύμφωνα με το στοιχείο β),
Τροπολογία 49
Άρθρο 21, παράγραφος 2, εισαγωγή και στοιχείο (α)
2.  Κάθε πράξη του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα δυνάμει της παραγράφου 1 μπορεί να μην γίνει δεκτή εάν αυτό είναι αναγκαίο:
2.  Κάθε πράξη του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα δυνάμει της παραγράφου 1 μπορεί να μην γίνει δεκτή μόνο εάν αυτό είναι αναγκαίο:
(α) για να επιτραπεί στον υπεύθυνο της επεξεργασίας να εκτελέσει τα νόμιμα καθήκοντά του με ικανοποιητικό τρόπο,
Τροπολογία 50
Άρθρο 22α (νέο)
Άρθρο 22α
Αυτοματοποιημένες ατομικές αποφάσεις
1.  Τα κράτη μέλη παρέχουν τα δικαίωμα σε κάθε πρόσωπο να μην υποβάλλεται σε απόφαση ή ενέργεια που παράγει έννομες συνέπειες για αυτό ή που το επηρεάζει σημαντικά και η οποία βασίζεται μόνο σε αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων που έχει στόχο να αξιολογήσει ορισμένες προσωπικές πτυχές που το αφορούν, όπως η αξιοπιστία, η συμπεριφορά του, κ.λπ.
2.  Με την επιφύλαξη των άλλων άρθρων της παρούσας απόφασης-πλαισίου, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ένα πρόσωπο μπορεί να υποβληθεί σε απόφαση ή ενέργεια του είδους που αναφέρεται στην παράγραφο 1, εάν η εν λόγω απόφαση ή ενέργεια έχει εγκριθεί από νόμο, ο οποίος προβλέπει επίσης μέτρα για τη διασφάλιση των νόμιμων συμφερόντων του προσώπου το οποίο αφορούν τα δεδομένα, όπως το να διαθέτει ευχερώς μέσα που του επιτρέπουν να ενημερώνεται για τη λογική της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας των δεδομένων που το αφορούν, και να εκφράζει την άποψή του, εκτός εάν τούτο είναι ασύμβατο με το σκοπό της επεξεργασίας των δεδομένων.
Τροπολογία 51
Άρθρο 24, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο
Λαμβάνοντας υπόψη την πρόοδο της επιστήμης και το σχετικό κόστος εφαρμογής, ο υπεύθυνος της επεξεργασίας οφείλει να λαμβάνει τα μέτρα που είναι αναγκαία για την κατοχύρωση βαθμού ασφάλειας ο οποίος να κρίνεται ικανοποιητικός σε σχέση με τους κινδύνους που συνεπάγεται η επεξεργασία και με τον χαρακτήρα των προστατευτέων δεδομένων. Τα μέτρα θεωρούνται αναγκαία εάν η προσπάθεια που καταβάλλεται για την εφαρμογή τους δεν είναι δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο στόχο προστασίας.
Λαμβάνοντας υπόψη την πρόοδο της επιστήμης και το σχετικό κόστος εφαρμογής, ο υπεύθυνος της επεξεργασίας οφείλει να λαμβάνει τα μέτρα που είναι αναγκαία για την κατοχύρωση υψηλού βαθμού ασφάλειας ο οποίος να κρίνεται ικανοποιητικός σε σχέση με τους κινδύνους που συνεπάγεται η επεξεργασία και με τον χαρακτήρα των προστατευτέων δεδομένων.
Τροπολογία 52
Άρθρο 24, παράγραφος 2, στοιχείο (ια) (νέο)
Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η εφαρμογή των μέτρων του πρώτου εδαφίου να παρακολουθείται συστηματικά και υποβάλλουν τακτικά εκθέσεις για την αποτελεσματικότητα των εν λόγω μέτρων.
Τροπολογία 53
Άρθρο 25, παράγραφος 1, εισαγωγή
1.  Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε υπεύθυνος της επεξεργασίας τηρεί μητρώο επεξεργασιών ή σειράς επεξεργασιών που ακολουθούν τον ίδιο στόχο ή σχετικούς στόχους. Οι πληροφορίες που θα περιέχονται στο μητρώο περιλαμβάνουν:
1.  Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε υπεύθυνος της επεξεργασίας τηρεί μητρώο προσβάσεων και επεξεργασιών ή σειράς επεξεργασιών που ακολουθούν τον ίδιο στόχο ή σχετικούς στόχους. Οι πληροφορίες που θα περιέχονται στο μητρώο περιλαμβάνουν:
Τροπολογία 54
Άρθρο 26, παράγραφος 3
3.   Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να προβούν σε μια τέτοια εξέταση στο πλαίσιο της επεξεργασίας είτε ενός μέτρου του εθνικού κοινοβουλίου είτε ενός μέτρου που βασίζεται σε νομοθετικό μέτρο, το οποίο καθορίζει τη φύση της επεξεργασίας και προβλέπει κατάλληλες εγγυήσεις.
3.   Κατά την κατάρτιση νομοθετικών μέτρων σχετικών με την επεξεργασία δεδομένων, διεξάγεται διαβούλευση με τις αρχές ελέγχου όσον αφορά τις διατάξεις που σχετίζονται με την προστασία των δικαιωμάτων και της ελευθερίας των προσώπων.
Τροπολογία 55
Άρθρο 29, παράγραφος 2
2.  Τα κράτη μέλη προβλέπουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις για τη διάπραξη εκ προθέσεως αξιόποινων πράξεων που συνεπάγονται σοβαρές παραβιάσεις των διατάξεων που θεσπίζονται βάσει της παρούσας απόφασης-πλαισίου και ιδίως τις διατάξεις που στοχεύουν στη διασφάλιση του απορρήτου και της ασφάλειας της επεξεργασίας.
2.  Τα κράτη μέλη προβλέπουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις για τη διάπραξη εκ προθέσεως ή εκ βαρείας αμελείας αξιόποινων πράξεων που συνεπάγονται σοβαρές παραβιάσεις των διατάξεων που θεσπίζονται βάσει της παρούσας απόφασης-πλαισίου και ιδίως τις διατάξεις που στοχεύουν στη διασφάλιση του απορρήτου και της ασφάλειας της επεξεργασίας.
Τροπολογία 56
Άρθρο 29, παράγραφος 2α (νέα)
2α. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα αδικήματα που διαπράττονται από τους ιδιώτες που συλλέγουν ή επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο δημόσιου λειτουργήματος και που αποτελούν σοβαρές παραβιάσεις των διατάξεων οι οποίες εγκρίνονται κατ' εφαρμογή της παρούσας απόφασης-πλαισίου, ιδίως των διατάξεών της για την εμπιστευτικότητα και την ασφάλεια της επεξεργασίας των δεδομένων, υπόκεινται σε αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές κυρώσεις.
Τροπολογία 57
Άρθρο 30, παράγραφος 4, εδάφιο 1α (νέο)
Ειδικότερα, κάθε αρχή ελέγχου ακούει κάθε πρόσωπο που αιτείται έλεγχο της νομιμότητας της επεξεργασίας των δεδομένων. Σε κάθε περίπτωση, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ενημερώνεται για τη διεξαγωγή ελέγχου.
Τροπολογία 58
Άρθρο 31, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο
Κάθε μέλος της ομάδας εργασίας διορίζεται από το θεσμικό όργανο, την αρχή ή τις αρχές που εκπροσωπεί. Όταν ένα κράτος μέλος ορίζει περισσότερες από μια αρχές ελέγχου, οι αρχές αυτές επιλέγουν ένα κοινό αντιπρόσωπο.
Κάθε μέλος της ομάδας εργασίας διορίζεται από το θεσμικό όργανο, την αρχή ή τις αρχές που εκπροσωπεί, σύμφωνα με τις ισχύουσες εθνικές διατάξεις που διέπουν την εκπροσώπηση. Όταν ένα κράτος μέλος ορίζει περισσότερες από μια αρχές ελέγχου, οι αρχές αυτές επιλέγουν ένα κοινό αντιπρόσωπο.
Τροπολογία 59
Άρθρο 31, παράγραφος 2, εδάφιο 2α (νέο)
Ο πρόεδρος της ομάδας εργασίας που συγκροτείται με το άρθρο 29 της οδηγίας 95/46/ΕΚ συμμετέχει ή εκπροσωπείται στις συνεδριάσεις της ομάδας.
Τροπολογία 60
Άρθρο 31, παράγραφος 3
3.  Η ομάδα εργασίας λαμβάνει τις αποφάσεις της με απλή πλειοψηφία των αντιπροσώπων των αρχών ελέγχου των κρατών μελών.
3.  Η ομάδα εργασίας λαμβάνει τις αποφάσεις της με απλή πλειοψηφία των αντιπροσώπων των αρχών ελέγχου των κρατών μελών και ύστερα από διαβούλευση με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας των Δεδομένων.
Τροπολογία 61
Άρθρο 34α (νέο)
Άρθρο 34α
Σχέσεις με την Ευρωπόλ, τη Eurojust και το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών
Το αργότερο δύο έτη από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 35, παράγραφος 1, η ομάδα εργασίας του άρθρου 29 υποβάλλει στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 29, το άρθρο 30, παράγραφος 1, στοιχείο β) και το άρθρο 31, παράγραφος 1, στοιχείο γ), της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, συστάσεις για την πλήρη σύγκλιση των ειδικών διατάξεων περί προστασίας των δεδομένων που εφαρμόζονται στην Ευρωπόλ, τη Eurojust και το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών με τις σχετικές διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαισίου.
Η Ευρωπόλ, η Eurojust και το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών διατηρούν τις διατάξεις τους περί προστασίας των δεδομένων, όταν αυτές ορίζουν σαφώς ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν πρέπει να τυγχάνουν επεξεργασίας, αναζήτησης ή διαβίβασης παρά μόνον βάσει ειδικότερων ή/και πιο προστατευτικών όρων ή περιορισμών.

(1) Το θέμα αναπέμφθηκε στην αρμόδια επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 53, παράγραφος 2 του Κανονισμού (Α6-0192/2006).


Σχεδιασμός ετοιμότητας και αντίδρασης σε πανδημία γρίπης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα
PDF 316kWORD 96k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με το σχεδιασμό ετοιμότητας και αντίδρασης σε πανδημία γρίπης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (2006/2062(INI))
P6_TA(2006)0259A6-0176/2006

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

−   έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής (COM(2005)0607),

−   έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή Περιφερειών σχετικά με την ενίσχυση του συντονισμού όσον αφορά το σχεδιασμό της γενικής ετοιμότητας για τις επείγουσες καταστάσεις δημόσιας υγείας σε επίπεδο ΕΕ (COM(2005)0605),

−   έχοντας υπόψη το άρθρο 152 της Συνθήκης ΕΚ που διέπει την κοινοτική δράση στον τομέα της δημόσιας υγείας,

−   έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 26ης Οκτωβρίου 2005 σχετικά με τη στρατηγική καταπολέμησης της πανδημίας της γρίπης(1),

−   έχοντας υπόψη τη διεθνή διάσκεψη για την ανάληψη δεσμεύσεων δωρητών για τη γρίπη των πτηνών και την γρίπη των ανθρώπων, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Πεκίνο στις 17 και 18 Ιανουαρίου 2006, και τη δήλωση που πραγματοποιήθηκε στην εν λόγω διάσκεψη,

−   έχοντας υπόψη το παγκόσμιο σχέδιο ετοιμότητας για τη γρίπη της ΠΟΥ (έγγραφο WHO/CDS/CSR/GIP/2005.5),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 45 του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων (A6-0176/2006),

A.   λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αυξημένος αριθμός περιστατικών γρίπης των πτηνών και ανθρώπινων θυμάτων από τη νόσο στην Ασία, την Αφρική αλλά και σε ευρωπαϊκές χώρες εμπνέει όλο και μεγαλύτερη ανησυχία, και λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι αναγκαίο να αντιμετωπισθεί η εν λόγω νόσος στη ρίζα της και να βοηθηθούν οι πληγείσες χώρες και οι χώρες που διατρέχουν κίνδυνο και έχουν ανάγκη,

B.   λαμβάνοντας υπόψη ότι τα βασικά θέματα τόσο στην ανακοίνωση σχετικά με την ετοιμότητα για πανδημία γρίπης όσο και στην ανακοίνωση σχετικά με την ενίσχυση του συντονισμού όσον αφορά τη γενική ετοιμότητα είναι η κατάρτιση και η δοκιμή εθνικών σχεδίων, υπό τον συντονισμό της Επιτροπής, η επιτήρηση από εθνικά εργαστήρια αναφοράς και η μεταξύ τους δικτύωση για τον έγκαιρο εντοπισμό πανδημικών στελεχών, η αποτελεσματική διαχείριση επιδημικών εκρήξεων με την έγκαιρη παροχή συμβουλών, η έγκαιρη κοινοποίηση περιστατικών, η παροχή συνδρομής για επιδημικές εκρήξεις και ο συντονισμός των αντιδράσεων των κρατών μελών, καθώς και ο επαρκής και έγκαιρος εφοδιασμός εμβολίων και αντιιικών φαρμάκων,

Γ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η κατάρτιση των εθνικών σχεδίων πρέπει να στοχεύει:

   στη διασφάλιση του απαραίτητου συντονισμού μεταξύ των κρατών μελών,
   στην πρόληψη του πανικού μεταξύ του κοινού,
   στην καταπολέμηση τυχόν εμπορίας η οποία θα μπορούσε να ανακύψει εάν υπάρχουν πραγματικά σοβαροί κίνδυνοι,
   στον καθορισμό των προς απομόνωση τοποθεσιών κατά προτεραιότητα,
   στην κατάρτιση καταλόγων των προς εμβολιασμό πληθυσμιακών ομάδων κατά προτεραιότητα,
   στη διασφάλιση δίκαιης κατανομής όλων των προϊόντων προς χρήση για την καταπολέμηση της επιδημίας,

Δ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η επιτήρηση των λοιμώξεων γρίπης στα ζώα, ιδίως στους πληθυσμούς των πτηνών, είναι σημαντική και υποχρεωτική δυνάμει του κοινοτικού δικαίου,

Ε.   λαμβάνοντας υπόψη ότι τα αντιιικά φάρμακα αποτελούν τον πρώτο πυλώνα της ιατρικής πρόληψης και παρέμβασης, έως ότου καταστούν διαθέσιμα τα εμβόλια,

ΣΤ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να παράσχει υλικοτεχνική και οικονομική βοήθεια για την ανάπτυξη εμβολίων,

Ζ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι αναγκαίο να ενισχυθεί η επικοινωνία με, και μεταξύ των εθνικών ιδρυμάτων που είναι αρμόδια για την επιτήρηση της δημόσιας υγείας, την αξιολόγηση των κινδύνων και την παρακολούθηση,

Η.   λαμβάνοντας υπόψη ότι πρέπει να ενισχυθεί η ευαισθητοποίηση του κοινού με εκστρατείες πληροφόρησης, και λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι επίσης σημαντικό να αναληφθούν συμπληρωματικές μεταρρυθμίσεις σε συναφείς τομείς και να αμβλυνθούν οι κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις στους φτωχότερους ανθρώπους και τα νοικοκυριά,

Θ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι οι δημόσιες ανακοινώσεις πρέπει να αντικατοπτρίζουν την παρούσα κατάσταση ιατρικής γνώσης, καθώς επίσης ότι οι συστάσεις κατά της έκρηξης της νόσου για το ευρύ κοινό πρέπει να δικαιολογούνται επιστημονικά, να είναι καθολικά κατανοητές και εφικτές,

Ι.   λαμβάνοντας υπόψη ότι, από το 2003, σημαντικές ποσότητες προσβεβλημένων πουλερικών ανά τον κόσμο έχουν πεθάνει ή έχουν καταστραφεί, θέτοντας σε κίνδυνο την εμπορική παραγωγή πουλερικών και ιδίως τους πόρους διαβίωσης των μικρομεσαίων πτηνοτρόφων,

ΙΑ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι οποιαδήποτε πανδημία θα επηρέαζε πιθανότατα διαφορετικά κράτη μέλη με διαφορετικούς τρόπους,

ΙΒ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι το πρόβλημα της μόλυνσης από τη γρίπη των πτηνών αποτελεί παγκόσμιο πρόβλημα και πρέπει να αντιμετωπιστεί σε στενή συνεργασία με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ),

ΙΓ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η παροχή, στο πλαίσιο μακροπρόθεσμης στρατηγικής εταιρικής σχέσης, επαρκούς χρηματοδοτικής και τεχνικής υποστήριξης σε αναπτυσσόμενες χώρες οι οποίες είτε έχουν πληγεί είτε διατρέχουν κίνδυνο, και ιδίως στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, θα είναι ζωτικής σημασίας για τον έλεγχο των παγκόσμιων απειλών για την οικονομία, το εμπόριο και την ασφάλεια που ενέχει η γρίπη των πτηνών,

1.   επικροτεί τις προαναφερθείσες ανακοινώσεις της Επιτροπής σχετικά με το σχεδιασμό ετοιμότητας και αντίδρασης σε πανδημία γρίπης που πραγματοποιούνται επί του παρόντος από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ΕΚΠΕΝ), την Επιτροπή και το Περιφερειακό γραφείο της ΠΟΥ για την Ευρώπη·

2.   τονίζει ότι μία από τις πιο σημαντικές πτυχές της σωστής αντιμετώπισης του προβλήματος πιθανής πανδημίας γρίπης των πτηνών σε ανθρώπους είναι να υπάρχει η σωστή και επιστημονικά αποδεδειγμένη πληροφόρηση όσον αφορά τα φάρμακα, τα εμβόλια, τη φυσική ανθεκτικότητα στην ασθένεια, καθώς και αξιόπιστα επιδημιολογικά δεδομένα·

3.   επικροτεί το έργο του ΕΚΠΕΝ για τον εντοπισμό, την αξιολόγηση και την παροχή πληροφοριών για τις απειλές που σχετίζονται με τη γρίπη, καθώς και τη δέσμευσή του να βοηθήσει τα κράτη μέλη και την Επιτροπή να αποτρέψουν μια πανδημική έκρηξη· τονίζει ότι πρέπει να διασφαλιστεί επαρκής χρηματοδότηση για τις εργασίες του ΕΚΠΕΝ·

4.   τονίζει ότι η Επιτροπή πρέπει να διαδραματίσει ισχυρό συντονιστικό ρόλο μεταξύ των κρατών μελών σε όλες τις δραστηριότητες που σχετίζονται με την ετοιμότητα ενόψει πανδημίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και ότι πρέπει να ενισχύσει την ικανότητα του ΕΚΠΕΝ να καθορίζει τα βασικά μέτρα δημόσιας υγείας που πρέπει να ληφθούν σε περίπτωση πανδημίας·

5.   καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να λάβουν υπόψη τις σχετικές παρατηρήσεις, εκθέσεις αλλά και επιτόπιες έρευνες του ΕΚΠΕΝ και να μεριμνήσουν ώστε τα κράτη μέλη εκείνα που υπολείπονται στο σχεδιασμό αντιμετώπισης της πανδημίας να συμπληρώσουν και να αναβαθμίσουν τα σχέδιά τους, δεδομένου ότι η φύση του κινδύνου είναι τέτοια που απαιτεί την πλήρη ετοιμότητα όλων των κρατών μελών·

6.   θεωρεί ότι, σε περίπτωση πανδημίας γρίπης στην ΕΕ ή στις γειτονικές χώρες, η Επιτροπή πρέπει εντός 24 ωρών να είναι σε θέση να εγκρίνει μηχανισμούς κρίσης όπως η καραντίνα και τα μέτρα απολύμανσης σε αεροδρόμια τα οποία συνδέονται με πτήσεις από ορισμένες περιοχές και ταξιδιωτικούς περιορισμούς·

7.   θεωρεί ότι, στα κράτη μέλη, υπάρχει ανάγκη για ισχυρή πολιτική δέσμευση για σχεδιασμό ετοιμότητας, αυξανόμενους πόρους και έρευνα, διευθέτηση περίπλοκων νομικών και δεοντολογικών ζητημάτων και ανάπτυξη κοινών λύσεων και διασυνοριακής συνεργασίας·

8.   θεωρεί ότι πρέπει να καταρτιστεί σχέδιο δράσης συγκεκριμένα για τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα σε περίπτωση που οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί παρεμποδίζουν διεθνείς συνεδριάσεις όπως αυτές του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου·

9.   υπογραμμίζει ότι πρέπει να αναληφθεί άμεση και αποφασιστική δράση για τον έλεγχο της γρίπης των πτηνών, ούτως ώστε να προληφθεί μια πανδημία στον άνθρωπο, καταρχάς με κύριο στόχο την υγεία των ζώων, καθώς πρόκειται για την πρωταρχική πηγή κινδύνου, και ότι πρέπει επίσης να ληφθούν σημαντικά μέτρα όπως η πλήρης εκτίμηση των διαθέσιμων νοσοκομειακών κλινών σε επίπεδο κρατών μελών, ώστε να είναι διαθέσιμα τα μέσα ελέγχου της, εάν τυχόν εκδηλωθεί· θεωρεί ότι ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην περαιτέρω ανάπτυξη της ικανότητας παρασκευής εμβολίων για την πανδημία και αντιιικών φαρμάκων στα κράτη μέλη και σε ευρωπαϊκό επίπεδο και στην ενίσχυση των υποδομών στους τομείς της υγείας των ζώων και της δημόσιας υγείας· θεωρεί ότι, εν προκειμένω, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να παράσχει υλικοτεχνική και οικονομική βοήθεια για την ανάπτυξη εμβολίων·

10.   επισημαίνει ότι οι ασκήσεις προσομοίωσης για πανδημία γρίπης είναι ζωτικής σημασίας για να δοκιμαστεί η αποτελεσματικότητα των εθνικών σχεδίων για πανδημία γρίπης όλων των κρατών μελών, και ότι πρέπει να διεξάγονται τακτικά, ως μέτρο προφύλαξης, ακόμα και αν δεν υπάρχει πανδημική έκρηξη· υπογραμμίζει ότι τα αποτελέσματα και τα διδάγματα που αντλούνται από αυτές τις ασκήσεις θα είναι σημαντικά για τις προσπάθειες βελτίωσης των σχεδίων και της διαλειτουργικότητάς τους·

11.   τονίζει ότι οι εν λόγω ασκήσεις προσομοίωσης πρέπει να επεκταθούν στις απόμακρες και στις αγροτικές περιοχές·

12.   αναγνωρίζει την ανάγκη κατάρτισης και εισαγωγής λεπτομερών σεναρίων για την προστασία των παιδιών και των νεαρών ατόμων από τον ιό της γρίπης των πτηνών τύπου Α (H5N1)·

13.   υπογραμμίζει ότι είναι αναγκαίο να ενισχυθούν τα συστήματα επιτήρησης, τα συστήματα ταχείας ειδοποίησης και επιφυλακής, η ανάλυση δεδομένων και η επιδημιολογία για ασθένειες των ζώων και των ανθρώπων, ώστε να καταστεί δυνατή η έγκαιρη ανίχνευση και ταυτοποίηση λοιμώξεων των πτηνών και των ανθρώπων, καθώς και η άμεση εφαρμογή αποτελεσματικών αντισταθμιστικών μέτρων·

14.   τονίζει ότι, παράλληλα, χρειάζεται ταχεία αξιολόγηση των άμεσων κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων της γρίπης των πτηνών, καθώς και θεμάτων αποζημίωσης και συναφών κινήτρων·

15.   επικροτεί την κατηγορηματική δέσμευση για διαφάνεια και ανταλλαγή πληροφοριών που εξέφρασαν τα κράτη μέλη, η Επιτροπή και το ΕΚΠΕΝ, και υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα της ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών και βιολογικών δειγμάτων από ύποπτα και επιβεβαιωμένα περιστατικά ανθρώπων και ζώων, ώστε να διευκολυνθεί η επαρκής και ολοκληρωμένη ετοιμότητα και αντίδραση· ζητεί την ενίσχυση της συνεργασίας των εργαστηρίων αναφοράς για την ταχύτερη ταυτοποίηση των ιών και τη συνεχή παρακολούθηση των ενδεχόμενων μεταλλάξεων·

16.   προτρέπει την Επιτροπή, το ΕΚΠΕΝ και τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν σύστημα συνεχούς ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αυτών και των πληγεισών χωρών και έτσι να συμβάλουν στην ανάπτυξη βέλτιστων πρακτικών·

17.   επισημαίνει ότι, ακολουθώντας το παράδειγμα του ΕΚΠΕΝ, οι στρατηγικές επικοινωνίας σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο πρέπει να βελτιωθούν και να συμπεριλάβουν τη δημοσίευση τακτικών εκθέσεων στο Διαδίκτυο και τη χρήση ηλεκτρονικών μηνυμάτων ή περιορισμένων ιστοτόπων για επαγγελματίες και τα μέσα ενημέρωσης·

18.   τονίζει, ωστόσο, ότι τα κράτη μέλη πρέπει να εξετάσουν τους καλύτερους τρόπους για να προσεγγίσουν τους πολίτες τους, ώστε οι πληροφορίες να φτάσουν στο σύνολο του πληθυσμού, περιλαμβανομένων των ηλικιωμένων, των νέων, των αναλφάβητων και όσων δεν έχουν πρόσβαση σε σύγχρονα μέσα επικοινωνίας·

19.   τονίζει τη σημασία της εκπαίδευσης και της σωστής ενημέρωσης σε περιπτώσεις κρίσεων καθώς και ότι η παροχή κατάλληλων οδηγιών πρέπει να καλύπτει όχι μόνο την τήρηση των κανόνων υγιεινής αλλά και την παροχή πληροφοριών που να αφορούν τομείς όπως η κινητικότητα, οι μεταφορές και η απασχόληση·

20.   ζητεί την παροχή αξιόπιστων πληροφοριών σχετικά με την απειλή πανδημίας μέσω του ευρωπαϊκού εποπτικού συστήματος·

21.   αναγνωρίζει ότι μια πιθανή λύση για την ενίσχυση της επικοινωνίας με εθνικά ιδρύματα που είναι αρμόδια για την επιτήρηση της δημόσιας υγείας είναι η ανάπτυξη συστήματος έγκαιρου συναγερμού και αντίδρασης, το οποίο θα διαχειρίζεται το ΕΚΠΕΝ, για το συντονισμό της αξιολόγησης κινδύνων και της παρακολούθησης·

22.   τονίζει ότι πρέπει να διατεθούν επαρκή κονδύλια από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη για την παροχή στους πολίτες καταλληλότερων, πιο κατανοητών και πιο συγκεκριμένων πληροφοριών και, κατ" επέκταση, για την ενίσχυση της ευαισθητοποίησής τους·

23.   ζητεί οργανωμένη και πολυεπιστημονική συνεργασία ανάμεσα σε εμπειρογνώμονες σε θέματα ανθρώπινης υγείας και υγείας των ζώων, ειδικούς στους τομείς της ιολογίας, της επιδημιολογίας, της παθολογίας και της γεωργίας, καθώς και εμπειρογνώμονες στην επικοινωνία και εμπειρογνώμονες στην εφαρμογή της επιστήμης στην πολιτική σε παγκόσμιο επίπεδο· προτείνει, συνεπώς, τη δημιουργία ευρωπαϊκής ομάδας εργασίας για τη γρίπη, η οποία θα συντονίζεται από την Επιτροπή, στην οποία εκπροσωπείται το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η οποία θα συγκεντρώνει όλους τους προαναφερθέντες τομείς εμπειρογνωμοσύνης σε ευρωπαϊκό επίπεδο· υπογραμμίζει ότι η εν λόγω ομάδα εργασίας πρέπει να συνεργάζεται με εκπροσώπους των ευρωπαϊκών βιομηχανιών εμβολίων και αντιιικών φαρμάκων·

24.   συνιστά την άμεση έναρξη ευρωπαϊκών προγραμμάτων έρευνας και ανάπτυξης για εμφανιζόμενες ασθένειες για την αξιόπιστη και περισσότερο ταχεία ανάπτυξη αντιιικών φαρμάκων, αντιβιοτικών και εμβολίων·

25.   υπογραμμίζει ότι ο σχεδιασμός και η αξιολόγηση των εθνικών σχεδίων ετοιμότητας ενόψει πανδημίας πρέπει να είναι πολυτομεακής φύσεως και να εμπλέκουν όλα τα αρμόδια υπουργεία και τους ενδιαφερόμενους· τονίζει τη σημασία της εκ των προτέρων παραγγελίας εμβολίων·

26.   εφιστά την προσοχή των ευρωπαϊκών αρχών και των αρχών των κρατών μελών στην επιθυμία ενοποίησης των αποθεμάτων αντιβιοτικών για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της γρίπης·

27.   τονίζει ότι το υφιστάμενο δίκτυο επιτήρησης που δημιουργήθηκε με κοινοτική συγχρηματοδότηση (ευρωπαϊκό πρόγραμμα επιτήρησης της γρίπης, EISS) παρέχει σωστή βάση για την εκτέλεση αυτού του σημαντικού καθήκοντος, αλλά πρέπει να αναπτυχθεί και να στηριχθεί περαιτέρω, όπως και το δίκτυο εργαστηρίων που ασχολούνται με τη γρίπη στην Κοινότητα·

28.   τονίζει ότι ο σχεδιασμός απόκτησης και χρήσης εμβολίων για πανδημία δεν έχει αναπτυχθεί επαρκώς στις περισσότερες χώρες, και, κατά συνέπεια, πρέπει να ληφθούν μέτρα για την περαιτέρω ανάπτυξή του σύμφωνα με τις συστάσεις της ΠΟΥ, με εντολή προς την Επιτροπή να παραγγείλει εμβόλια και να δημιουργήσει κοινοτικό απόθεμα·

29.   καλεί την Επιτροπή να έλθει σε επαφή με παρασκευαστές εμβολίων, προκειμένου να εκτιμήσει την πρόοδο στην ενίσχυση της ικανότητας παρασκευής εμβολίων και την ισότητα εφοδιασμού σε καταστάσεις πανδημίας και να εξετάσει, μαζί με τα κράτη μέλη, θέματα λογοδοσίας και τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού μηχανισμού δίκαιης διανομής εμβολίων για πανδημία, ο οποίος δεν παραβιάζει τις συμβατικές συμφωνίες που έχουν συναφθεί από τα κράτη μέλη·

30.   θεωρεί ότι η Επιτροπή πρέπει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι διατίθενται επαρκή αντιικά φάρμακα και εμβόλια για εκείνους που είναι εκτεθειμένοι στον ιό σε περίπτωση επιδημικής έξαρσης σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη·

31.   υπογραμμίζει τον ρόλο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMEA) στον καθορισμό της χρήσης και της αποτελεσματικότητας των αντιιικών φαρμάκων και των εμβολίων για πανδημία, καθώς και τον ρόλο του στην ανίχνευση και τη διερεύνηση κάθε παρενέργειας ή αναφοράς απροθυμίας για λήψη φαρμακευτικής αγωγής· ζητεί εν προκειμένω την έγκαιρη θέσπιση της διαδικασίας "χορήγησης άδειας υπό όρους" που προβλέπεται από το άρθρο 14, παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, για τη θέσπιση κοινοτικών διαδικασιών χορήγησης άδειας και εποπτείας όσον αφορά τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη και για κτηνιατρική χρήση και για τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων(2)·

32.   ζητεί από τα κράτη μέλη να αυξήσουν τις παραγγελίες των εμβολίων για την εποχιακή γρίπη σύμφωνα με τις συστάσεις της ΠΟΥ, προκειμένου να συνδράμει τη φαρμακευτική βιομηχανία στην ενίσχυση της ικανότητας παραγωγής των εμβολίων γρίπης, ώστε να αντιμετωπιστεί η σημαντική αύξηση της ζήτησης που θα επέφερε μια πανδημία γρίπης·

33.   καλεί την Ευρωπαϊκή Ένωση να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την επίτευξη επαρκών αποθεμάτων αντιιικών φαρμάκων και τη θέσπιση υποχρεωτικού συστήματος χορήγησης άδειας σε επιχειρήσεις που παράγουν αντιιικά φάρμακα προκειμένου να διασφαλιστεί η μαζική παραγωγή των εν λόγω αντιιικών φαρμάκων· καλεί τις χώρες να παράσχουν ενδεχόμενη κάλυψη για το 25 έως 30% του πληθυσμού με διαθέσιμα αντιιικά φάρμακα·

34.   τονίζει ότι η πλήρης και ακριβής πρακτική εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας που μεταφέρει τις κοινοτικές οδηγίες για την υγεία και την ασφάλεια στον χώρο εργασίας είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση επαρκούς προστασίας για τους εργαζόμενους, ιδίως για όσους ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου λοιμώξεων· υπογραμμίζει ότι οι εργοδότες πρέπει να αναλάβουν τις ειδικές υποχρεώσεις που ορίζει το κοινοτικό δίκαιο (επί παραδείγματι, αποφυγή κινδύνων, αξιολόγηση κινδύνων, μέτρα πρόληψης και προστασίας), σύμφωνα με την οδηγία 2000/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 2000, για την προστασία των εργαζομένων από κινδύνους που διατρέχουν λόγω έκθεσής τους σε βιολογικούς παράγοντες κατά την εργασία(3)·

35.   τονίζει ότι η πολιτική και επιστημονική δέσμευση πρέπει να υλοποιηθεί με την παροχή ανθρώπινων και οικονομικών πόρων και στήριξης για την έρευνα και την ανάπτυξη, προκειμένου να προωθηθούν νέοι ταχείς τρόποι παραγωγής αντιιικών φαρμάκων και εμβολίων με μεγάλη ανταπόκριση παραγωγής στις αυξημένες ανάγκες πανδημίας, ιδίως εναντίων νέων στελεχών ιών·

36.   επικροτεί την πρόταση κανονισμού για την ίδρυση του Ταμείου Αλληλεγγύης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (COM(2005)0108) και ιδίως τις διατάξεις της που αφορούν καταστάσεις έκτακτης ανάγκης στον τομέα της δημόσιας υγείας και μέτρα προστασίας του πληθυσμού από επικείμενες απειλές για την υγεία, περιλαμβανομένης της κάλυψης του κόστους των εμβολίων και του εφοδιασμού σε φαρμακευτικά προϊόντα, εξοπλισμό και υποδομές·

37.   επισημαίνει ότι πρέπει να παρασχεθεί επαρκής χρηματοδότηση στο 7ο πρόγραμμα πλαίσιο για την έρευνα με σκοπό τη στήριξη σχεδίων που εξετάζουν διάφορες πτυχές της πανδημίας γρίπης και άλλων επιδημιών συμπεριλαμβανομένης της από κοινού έρευνας με φαρμακευτικές εταιρείες για εμβόλια που βασίζονται στα κύτταρα και στο DNA·

38.   επικροτεί τη δέσμευση της Επιτροπής για 80 εκατ. ευρώ προς τρίτες χώρες για την καταπολέμηση της γρίπης και για επιπλέον 20 εκατ. ευρώ για ερευνητικά κονδύλια δεσμευμένα από το 6ο πρόγραμμα πλαίσιο για την έρευνα, τα οποία αυξάνουν τη συνολική δέσμευση της Επιτροπής στα 100 εκατ. Ευρώ·

39.   συνιστά στην Επιτροπή να εργαστεί για ένα πιο συνεκτικό διεθνές πλαίσιο στην παρακολούθηση της διάσκεψης για την ανάληψη δεσμεύσεων που πραγματοποιήθηκε στο Πεκίνο, το οποίο θα υπερβαίνει τη διαχείριση κρίσεων και θα αντιμετωπίζει τα θέματα οικοδόμησης καλύτερης υποδομής για την υγεία των ζώων στις αναπτυσσόμενες χώρες, καθώς επίσης και την προαγωγή της έρευνας στα προϊόντα υγείας ζώων τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο στις αναπτυγμένες, όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες·

40.   καλεί την Επιτροπή να μελετήσει τρόπους απρόσκοπτης λειτουργίας ζωτικών υπηρεσιών, όπως είναι οι αγορές, οι τράπεζες, τα νοσοκομεία, καθώς και άλλων, σε περίπτωση εκδήλωσης πανδημίας·

41.   τονίζει ότι πρέπει να παρασχεθεί επαρκής χρηματοδοτική στήριξη στο πλαίσιο της διεθνούς συνεργασίας με χώρες της Ασίας και της Αφρικής που πλήττονται επί του παρόντος από τη γρίπη των πτηνών, ώστε να βελτιώσουν τις ικανότητές τους στην επιτήρηση και τον έλεγχο ασθενειών·

42.   καλεί την Επιτροπή να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σε τακτά χρονικά διαστήματα και όσο διαρκεί η απειλή της πανδημίας, έκθεση σχετικά με τις επιδημιολογικές εξελίξεις με την πανδημία των πτηνών και τα νέα επιστημονικά επιτεύγματα στον τομέα των φαρμάκων και εμβολίων καθώς και για το βαθμό ετοιμότητας της Ένωσης και των κρατών μελών·

43.   επισημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει κάθε λόγο να παράσχει τεχνική, επιστημονική και οικονομική βοήθεια σε χώρες που ήδη πλήττονται, και, ιδίως, να συμβάλει στην ενίσχυση της ευαισθητοποίησης παγκοσμίως και σε παγκόσμιο γενικό πρόγραμμα συντονισμένο σε διεθνές, περιφερειακό, υποπεριφερειακό και εθνικό επίπεδο, με κατάλληλο οδικό χάρτη και χρονοδιάγραμμα, που θα πρέπει να στηριχθεί από τους διεθνείς και περιφερειακούς οργανισμούς, καθώς και από τις εθνικές κυβερνήσεις·

44.   προτρέπει την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να εργαστούν εκ του σύνεγγυς με τα γειτονικά κράτη και το περιφερειακό γραφείο της ΠΟΥ για την Ευρώπη προκειμένου να διασφαλίσουν ότι τα συστήματα παρακολούθησης και αντιμετώπισης των επειγουσών καταστάσεων των γειτονικών κρατών είναι πλήρως αναπτυγμένα και εφαρμόζονται αποτελεσματικά·

45.   καλεί την Ευρωπαϊκή Ένωση να επιδιώξει, μέσω διεθνών φορέων, την εκχώρηση πραγματικής εξουσίας έρευνας και παρακολούθησης στην ΠΟΥ όσον αφορά τις επιζωοτίες και τις πανδημίες σε όλες τις χώρες του κόσμου·

46.   αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις των κρατών μελών και την ΠΟΥ.

(1) Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2005)0406.
(2) ΕΕ L 136 της 30.4.2004, σ. 1.
(3) ΕΕ L 262 της 17.10.2000, σ. 21.


Οι επιπτώσεις της απόφασης του Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2005 (C-176/03) Επιτροπή κατά Συμβουλίου
PDF 321kWORD 67k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τις επιπτώσεις της απόφασης του Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2005 (C-176/03, Επιτροπή κατά Συμβουλίου) (2006/2007(INI))
P6_TA(2006)0260A6-0172/2006

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 10 της Συνθήκης ΕΚ, και το άρθρο 47 της Συνθήκης ΕΕ,

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΚ,

–   έχοντας υπόψη το από 3 Σεπτεμβρίου 2003 ψήφισμά του σχετικά με τις νομικές βάσεις και την τήρηση του κοινοτικού δικαίου"(1),

–   έχοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 13ης Σεπτεμβρίου 2005 στην υπόθεση C-176/03(2),

–   έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της 23ης Νοεμβρίου 2005, για τις επιπτώσεις της απόφασης του Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2005 (υπόθεση C-176/03, Επιτροπή κατά Συμβουλίου) (COM(2005)0583),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 45 του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A6-0172/2006),

A.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων του κοινοτικού δικαίου συγκαταλέγεται μεταξύ των βασικών προτεραιοτήτων των κοινοτικών οργάνων και αποτελεί θεμελιώδη υποχρέωση των κρατών μελών που θεσπίζεται από το άρθρο 10 της Συνθήκης ΕΚ,

Β.   έχοντας επίγνωση ότι με την πάροδο των δεκαετιών η οικοδόμηση της Ευρώπης οδήγησε στη δημιουργία κοινού χώρου δικαίου, στο πλαίσιο του οποίου η ευρωπαϊκή και οι εθνικές έννομες τάξεις συναποτέλεσαν σταδιακά ένα νέο και ανεξάρτητο οικοδόμημα που δεν στηρίζεται μόνον σε κοινές αξίες αλλά και στις βασικές αρχές της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου καθώς και της αγαστής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων (άρθρο 10 της Συνθήκης ΕΚ),

Γ.   εκτιμώντας ότι κάθε ενέργεια της Κοινότητας υπόκειται στην αρχή της επικουρικότητας στην οποία αναφέρεται το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΚ,

Δ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η νομολογία του Δικαστηρίου επιβεβαίωσε επανειλημμένα ότι τα μέτρα που είναι αναγκαία για την αποτελεσματική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου μπορούν να περιλαμβάνουν και ποινικές κυρώσεις,

Ε.   υπενθυμίζοντας ότι οι βασικές αρχές της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου και της αγαστής συνεργασίας άπτονται και της εθνικής ποινικής νομοθεσίας των κρατών μελών, καθόσον τα κράτη μέλη οφείλουν, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου των ΕΚ:

   να καταργήσουν οποιαδήποτε ποινική διάταξη είναι ασύμβατη με το κοινοτικό δίκαιο (απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1999 στην υπόθεση C-348/96, Donatella Calfa(3), σημείο 17: "πρέπει επίσης να υπενθυμιστεί ότι, ναι μεν η ποινική νομοθεσία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, η νομολογία όμως δέχεται παγίως ότι το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλει περιορισμούς στην αρμοδιότητα αυτή, καθόσον η νομοθεσία αυτή δεν μπορεί να περιορίζει τις θεμελιώδεις ελευθερίες που διασφαλίζει το κοινοτικό δίκαιο"),
   να προβλέψουν "αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και αναλογικές" κυρώσεις, μεταξύ άλλων ποινικές κυρώσεις όταν αυτό είναι απαραίτητο, για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1989 στην υπόθεση 68/88, Επιτροπή κατά Ελλάδας(4)· απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 1996 στην υπόθεση C-58/95, Gallotti(5)· απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1999 στην υπόθεση C-378/97, Wijsenbeek(6)· απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1999 στην υπόθεση C-77/97 Unilever(7), σημείο 36: "… οι διατάξεις τις οποίες, … τα κράτη μέλη οφείλουν να θεσπίσουν, προκειμένου να αποφευχθεί …, πρέπει να προβλέπουν ότι μια τέτοια μορφή διαφημίσεως συνιστά παράβαση, και μάλιστα ποινικού χαρακτήρα, συνοδευομένη από κυρώσεις που έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα"),

ΣΤ.   εκτιμώντας ότι με τη νομολογία του Δικαστηρίου υπήρξε πρωτογενώς αποσαφήνιση όσον αφορά τις εφαρμοστέες νομικές βάσεις του πρώτου και του τρίτου πυλώνα, ενώ δεν γίνεται κατ' αρχήν δεκτή η αρμοδιότητα του ευρωπαίου νομοθέτη σε ποινικές υποθέσεις καθώς και στην ποινική δικονομία,

Ζ.   λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη ότι στην απόφασή του στην υπόθεση C-176/03 το Δικαστήριο, αν και αποκλείει οποιαδήποτε γενική αρμοδιότητα της Κοινότητας στα ποινικά θέματα, εντούτοις επιβεβαίωσε ότι τούτο δεν μπορεί να εμποδίσει τον κοινοτικό νομοθέτη να θεσπίσει όσες σχετικές με το ποινικό δίκαιο διατάξεις των κρατών μελών κρίνει αναγκαίες για να διασφαλιστεί η πλήρης εφαρμογή των κανονισμών που εκδίδει στον τομέα της περιβαλλοντικής προστασίας, από τη στιγμή που η επιβολή αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών ποινικών κυρώσεων καθίσταται απαραίτητο μέτρο στον αγώνα κατά των σοβαρών περιβαλλοντικών αδικημάτων,

Η.   λαμβάνοντας υπόψη ότι, κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι μια κοινοτική πράξη έχει εκδοθεί βάσει της ορθής νομικής βάσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο σκοπός και το περιεχόμενο του ίδιου του κειμένου και ότι, κατά συνέπεια, βάσει των άρθρων 29 κ.επ. της Συνθήκης ΕΕ, είναι παράνομα όσα κείμενα εγκρίνονται στο πλαίσιο του Τίτλου VI της Συνθήκης ΕΕ όταν εκ του σκοπού και εκ του περιεχομένου τους θα μπορούσαν να είχαν θεμελιωθεί στη Συνθήκη ΕΚ,

Θ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι το αντικείμενο της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-176/03 περιορίζεται σε ποινικά θέματα σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος, η οποία αποτελεί ένα από τα κύρια καθήκοντα της Κοινότητας, όπως ορίζεται στα άρθρα 2 και 3 της Συνθήκης ΕΚ,

Ι.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η απόφαση στην υπόθεση C-176/03 θα πρέπει, συνεπώς, να εξετάζεται προσεκτικά και να εφαρμόζεται κατά περίπτωση μόνον στους τομείς που βρίσκονται μεταξύ των βασικών αρχών, στόχων και αρμοδιοτήτων της Κοινότητας,

ΙΑ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι, στην προαναφερθείσα ανακοίνωση, η Επιτροπή θέλησε να επεκτείνει τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου και να θεωρήσει παράνομες τις ποινικές διατάξεις που εγκρίνονται στο πλαίσιο του Τίτλου VI της Συνθήκης ΕΕ, ακόμη και σε σχέση με άλλους τομείς κοινοτικής αρμοδιότητας, και όχι μόνο εκείνους που σχετίζονται με την περιβαλλοντική πολιτική,

ΙΒ.   εκτιμώντας ότι δεν φαίνεται να μπορεί να θεμελιωθεί τεκμήριο υπέρ μιας διασταλτικής ερμηνείας της απόφασης,

ΙΓ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα πάντα με την Επιτροπή, στην ισχύουσα νομοθεσία μπορεί να υπάρχουν κείμενα θεμελιωμένα στον Τίτλο VI της Συνθήκης ΕΕ, των οποίων η νομική βάση πρέπει να θεωρηθεί εσφαλμένη βάσει της απόφασης στην υπόθεση C-176/03, σύμφωνα με τη διασταλτική ερμηνεία της απόφασης αυτής που έκανε η Επιτροπή,

ΙΔ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι, για να αποτραπεί η ακύρωση των εν λόγω νομοθετικών πράξεων και να κατοχυρωθεί η ασφάλεια δικαίου, η Επιτροπή σκοπεύει να παρέμβει ποικιλοτρόπως στην ισχύουσα νομοθεσία και στις πρωτοβουλίες που ακόμη εκκρεμούν,

ΙΕ.   λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία του ζητήματος της νομιμότητας της προσθήκης ποινικών διατάξεων στα νομοθετικά κείμενα που εγκρίνονται βάσει του πρώτου πυλώνα της ΕΕ, ως μελλοντική φάση εξέλιξης του κοινοτικού δικαίου,

P.  ΙΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη το ρόλο του Κοινοβουλίου ως νομοθετικού οργάνου που διαθέτει δημοκρατική νομιμότητα και εκπροσωπεί τους ευρωπαϊκούς λαούς, ως κινητήριος μοχλός αυτών των εξελίξεων, από κοινού με τα άλλα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, ιδίως όσον αφορά την έγκριση διατάξεων οι οποίες μπορούν να περιορίσουν τις θεμελιώδεις ελευθερίες των πολιτών,

ΙΖ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι, και στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αρχή του κράτους δικαίου που διέπει τις ποινικές υποθέσεις αποτελεί αναπαλλοτρίωτη εγγύηση για την προστασία της ατομικής ελευθερίας και εξαρτά από το νόμο την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας, ακόμη και ως προς την επιλογή των πράξεων που τιμωρούνται και των ποινών που επιβάλλονται,

1.   υποδέχεται με ικανοποίηση την απόφαση C-176/03, που διευκρίνισε ότι για τον ακριβή προσδιορισμό της νομικής βάσης ενός κειμένου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο σκοπός και το περιεχόμενο του ίδιου του κειμένου, και ακύρωσε κατά συνέπεια μια απόφαση-πλαίσιο επί θεμάτων περιβαλλοντικής προστασίας που εσφαλμένως είχε θεμελιωθεί στον τρίτο και όχι στον πρώτο πυλώνα·

2.   επικροτεί το γεγονός ότι το Δικαστήριο, εκκινώντας από αυτό το συλλογισμό, τονίζει εκ νέου τη δυνατότητα του ευρωπαίου νομοθέτη να εγκρίνει, στο πλαίσιο του πρώτου πυλώνα, τις ποινικές διατάξεις που είναι απαραίτητες για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής των κειμένων που εκδίδει βάσει του ιδίου πυλώνα και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, επί θεμάτων περιβαλλοντικής προστασίας·

3.   καλεί την Επιτροπή να μην επεκτείνει αυτόματα τις προτάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου σε κάθε άλλο πιθανό τομέα του πρώτου πυλώνα·

4.   επιβεβαιώνει για πολλοστή φορά ότι είναι επείγον να εφαρμοστεί η άμεση διαδικασία ενσωμάτωσης της δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας επί ποινικών υποθέσεων στον κοινοτικό πυλώνα, δυνάμει του άρθρου 42 της Συνθήκης ΕΕ, καθότι μόνον αυτός ο πυλώνας διασφαλίζει τις προϋποθέσεις της θέσπισης κοινοτικών διατάξεων με πλήρη τήρηση της δημοκρατικής αρχής και της αποτελεσματικότητας λήψεως αποφάσεων και υπό τον κατάλληλο δικαστικό έλεγχο·

5.   εκφράζει την άποψη ότι, όσο εκκρεμεί αυτό το μέτρο, θα υπάρχει επιτακτική ανάγκη να καθοριστεί συνεκτική πολιτική στρατηγική όσον αφορά την εφαρμογή ποινικών κυρώσεων δυνάμει της ευρωπαϊκής νομοθεσίας· υπενθυμίζει ότι οι ποινικές διατάξεις που εγκρίνονται πρέπει να είναι και εσωτερικά συνεκτικές, όποια κι αν είναι η νομική βάση ή ο "πυλώνας" στον οποίο βασίζονται· εκφράζει επιπλέον τη λύπη του διότι οι Ευρωπαίοι πολίτες είναι, σε τελική ανάλυση, τα θύματα του υφιστάμενου δυϊσμού Κοινότητας και Ένωσης σε αυτό τον τομέα·

6.   είναι της άποψης ότι η διαπυλωνική στρατηγική σε αυτό τον τομέα επιτάσσει:

   - την πολύ στενή συνεργασία μεταξύ των θεσμικών οργάνων της ΕΕ καθώς και μεταξύ της τελευταίας και των κρατών μελών,
   - μία κάποια ευελιξία όσον αφορά τον ορισμό του χαρακτήρα και του πεδίου εφαρμογής των κυρώσεων, ώστε να αποφευχθεί το ποινικό "ντάμπινγκ" και να ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ των δικαστικών αρχών,
   - τη θέσπιση διαρθρωμένων μορφών συνεργασίας μεταξύ των δικαστικών αρχών, αμοιβαίας αξιολόγησης και συγκέντρωσης αξιόπιστων, συγκρίσιμων πληροφοριών σχετικά με τον αντίκτυπο των διατάξεων ποινικού δικαίου που βασίζονται στην ευρωπαϊκή νομοθεσία·
  

τονίζει ότι είναι επίσης σημαντικός ο σεβασμός της δικαστικής ισορροπίας που επιτεύχθηκε σε εθνικό επίπεδο ως προς τα ποινικά θέματα· ζητεί τη διαμόρφωση υπολογισμένης προσέγγισης για να ενσωματωθούν σε κοινοτικά κείμενα οι ποινικές διατάξεις που είναι απαραίτητες προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της κοινοτικής νομοθεσίας, ανεξαρτήτως του χαρακτήρα τους, και ζητεί σε αυτό το πλαίσιο να υπάρξει στενότερη συνεργασία με τα εθνικά κοινοβούλια· καλεί την Επιτροπή να δρομολογήσει, σε συνεργασία με τη Eurojust και με το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο, συστήματα ανάδρασης για την επιβολή, μέσα στα κράτη μέλη, ποινικών κυρώσεων που προβλέπονται από τα κοινοτικά μέτρα· χαιρετίζει την πρωτοβουλία που έλαβαν τα ανώτατα δικαστήρια των κρατών μελών να συσκέπτονται μέσω δικτυακού τόπου για να συζητούν θέματα κοινού ενδιαφέροντος τα οποία συνδέονται με τις δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της συνυπάρξεως διατάξεων ποινικού δικαίου σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο·

7.   συμφωνεί με την Επιτροπή επί της ανάγκης απόσυρσης ή τροποποίησης των εκκρεμών νομοθετικών πρωτοβουλιών που είναι θεμελιωμένες σε νομική βάση που πρέπει να θεωρηθεί εσφαλμένη βάσει της απόφασης C-176/03 του Δικαστηρίου·

8.   συμφωνεί με την Επιτροπή ως προς την ανάγκη ορισμού νέων νομικών βάσεων θεμελιωμένων στη Συνθήκη ΕΚ για τη νομοθεσία που έχει ήδη εγκριθεί στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα και που, βάσει της απόφασης C-176/03, πρέπει να θεωρείται πλέον παράνομη, ενώ συμφωνεί και ως προς τη σκοπιμότητα επανεκκίνησης για το λόγο αυτό της νομοθετικής διαδικασίας επί νέων νομικών βάσεων·

9.   καλεί την Επιτροπή να επανεξετάσει τα κείμενα που έχει εντοπίσει βάσει εξατομικευμένης προσέγγισης και να μην ενεργήσει κατά τρόπο γενικευμένο και άνευ διακρίσεων, ώστε να διασφαλιστεί η εμπεριστατωμένη ανάλυση και η σωστή επιλογή της εκάστοτε νομικής βάσης·

10.   ζητεί από την Επιτροπή να εφαρμόσει την απόφαση του Δικαστηρίου μόνον στους τομείς εκείνους που συγκαταλέγονται μεταξύ των κύριων αρχών, στόχων και αρμοδιοτήτων της Κοινότητας και να την εφαρμόσει με προσοχή κατά περίπτωση και πάντοτε σε συνεργασία με το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο·

11.   υπενθυμίζει στην Επιτροπή ότι η επανεξέταση των ισχυόντων νομοθετικών κειμένων, με ενδεχόμενη υποβολή προτάσεων για τη διόρθωση της νομικής τους βάσης χωρίς ταυτόχρονη μεταβολή της ουσίας τους, δεν μπορεί να συνεπάγεται τη στέρηση από το Κοινοβούλιο του δικού του απαράγραπτου ρόλου ως συννομοθέτη, και τη θυσία, κατ' αυτόν τον τρόπο, της δημοκρατικής συμβολής του Κοινοβουλίου στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση, ως σώματος εκλεγμένου και αντιπροσωπευτικού των πολιτών·

12.   τάσσεται κατά μιας διοργανικής συμφωνίας με την οποία το Κοινοβούλιο θα δεσμεύεται να μην ασκήσει τα δικαιώματά του·

13.   υπενθυμίζει, ωστόσο, ότι το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι μια οδηγία δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα, αφ' εαυτής και ανεξάρτητα από τον νόμο του κράτους μέλους που εγκρίθηκε με σκοπό την εφαρμογή της, να προσδιορίζει ή να επιδεινώνει την ποινική ευθύνη εκείνων που ενεργούν κατά παράβαση των διατάξεών της(8)·

14.   συμμερίζεται τη γνώμη της Επιτροπής ότι κάθε προσφυγή σε μέτρα που άπτονται του ποινικού δικαίου πρέπει να δικαιολογείται από την ανάγκη να καταστεί αποτελεσματική η εν λόγω κοινοτική πολιτική και πρέπει να σέβεται τη συνεκτικότητα του συνόλου του ποινικού μηχανισμού· θεωρεί ότι κατ' αρχήν, πράγματι, η ευθύνη της ορθής εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου ανήκει στα κράτη μέλη·

15.   καλεί την Επιτροπή να λάβει υπόψη ότι οι προϋποθέσεις για την έγκριση ποινικών διατάξεων εντός του πρώτου πυλώνα πρέπει να είναι σαφείς και προκαθορισμένες, να ισχύουν μόνον εφόσον ο σεβασμός των κοινοτικών κειμένων δεν μπορεί να διασφαλιστεί παρά μόνο μέσω της επιβολής ποινικών κυρώσεων, και ειδικότερα μετά από βεβαιωμένη διαπίστωση συχνών και επανειλημμένων παραβιάσεων των κοινοτικών κειμένων χωρίς δυνατότητα παρεμπόδισής τους μέσω της ισχύουσας νομοθεσίας, ακόμη και μέσω του δικαίου των μεμονωμένων κρατών μελών·

16.   υπενθυμίζει ότι το κοινοτικό δίκαιο υπό τη μορφή οδηγιών μπορεί να προβλέπει μόνο ελάχιστες ρυθμίσεις για ποινικές κυρώσεις από τα κράτη μέλη· εκτιμά ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η δράση των κρατών μελών πρέπει ωστόσο να πλαισιώνεται προσδιορίζοντας ρητώς: α) τις συμπεριφορές που συνιστούν ποινικό αδίκημα, και/ή β) τον τύπο των κυρώσεων που πρέπει να εφαρμοστούν, και/ή γ) άλλα μέτρα σε σχέση με το ποινικό δίκαιο εφαρμοστέα στην οικεία περίπτωση·

17.   υπενθυμίζει στα κράτη μέλη ότι, δυνάμει του άρθρου 10 της Συνθήκης ΕΚ, οφείλουν να διασφαλίσουν τη γενική αποτελεσματικότητα της κοινοτικής δράσης και γι" αυτό τους συνιστά να μεριμνήσουν ώστε τα εθνικά ποινικά τους συστήματα να επιδιώκουν τον ίδιο στόχο·

18.   συμφωνεί με την Επιτροπή ότι, σε κάθε περίπτωση, οι οριζόντιες διατάξεις του ποινικού δικαίου που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και τα μέτρα εναρμόνισης του ποινικού δικαίου εντός του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, θεμελιώνονται στον Τίτλο VI της Συνθήκης ΕΕ·

19.   αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών.

(1) ΕΕ C 76 E της 25.3.2004, σ. 224.
(2) Επιτροπή κατά Συμβουλίου, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή Νομολογίας.
(3) Συλλογή 1999, Ι-11.
(4) Συλλογή 1989, 2965.
(5) Συλλογή 1996, Ι-4345.
(6) Συλλογή 1999, Ι-6207.
(7) Συλλογή 1999, Ι-431.
(8) Υπόθεση 80/86, Kolpinghuis Nijmegen, Συλλ. Νομολ. 1987, σ. 3969, σημείο 13, και Υπόθεση C-60/02, X, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή Νομολογίας, σημείο 61 και νομολογία εν αυτώ.


Στρατηγική πλαίσιο για την απαγόρευση των διακρίσεων και τις ίσες ευκαιρίες για όλους
PDF 375kWORD 92k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τη στρατηγική πλαίσιο για την απαγόρευση των διακρίσεων και τις ίσες ευκαιρίες για όλους (2005/2191(INI))
P6_TA(2006)0261A6-0189/2006

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 13 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που παρέχει στην Κοινότητα την αρμοδιότητα να αναλάβει κατάλληλη δράση για την καταπολέμηση όλων των διακρίσεων λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού,

–   έχοντας υπόψη την οδηγία 95/46/CE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών(1),

–   έχοντας υπόψη την οδηγία 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής(2) και την oδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία(3), που απαγορεύουν κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού,

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που απαγορεύει κάθε διάκριση ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού,

–   έχοντας υπόψη τις διάφορες νομικές πράξεις που έχουν εγκριθεί στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών και του Συμβουλίου της Ευρώπης, οι οποίες απαγορεύουν κάθε διάκριση ως προς τα δικαιώματα που διασφαλίζουν, και ιδίως την ευρωπαϊκή σύμβαση για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, τη σύμβαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,

–   έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών με τίτλο "Απαγόρευση των διακρίσεων και ίσες ευκαιρίες για όλους – Στρατηγική-πλαίσιο" (COM(2005)0224),

–   έχοντας υπόψη το από 8 Ιουνίου 2005 ψήφισμά του σχετικά με την προστασία των μειονοτήτων και τις πολιτικές κατά των διακρίσεων σε μια διευρυμένη Ευρώπη(4),

–   έχοντας υπόψη το από 28 Απριλίου 2005 ψήφισμά του για την κατάσταση των Ρομά στην Ευρωπαϊκή Ένωση(5),

–   έχοντας υπόψη το ψήφισμά του στις 18 Ιανουαρίου 2006 σχετικά με την ομοφοβία στην Ευρώπη(6),

–   έχοντας υπόψη την ετήσια έκθεση του δικτύου εμπειρογνωμόνων σε θέματα θεμελιωδών δικαιωμάτων για το έτος 2004 και τη θεματική έκθεση του δικτύου με θέμα τις μειονότητες, που δημοσιεύθηκε την ίδια χρονιά,

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 45 του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Πολιτικών Δικαιωμάτων, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων (A6-0189/2006),

A.   εκτιμώντας ότι η καταπολέμηση των διακρίσεων αποτελεί σημαντικό στοιχείο κάθε πολιτικής για την κοινωνική ένταξη, η οποία συνιστά εχέγγυο κοινωνικής συνοχής, καθώς και απαραίτητο μέσο για την καταπολέμηση του αποκλεισμού,

B.   εκτιμώντας ότι οι διακρίσεις απορρέουν, σε μεγάλο βαθμό, από άγνοια (και επομένως φόβο) των άλλων, και ότι, επομένως, το πρόβλημα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί στις ρίζες του με ενέργειες που να αποσκοπούν συγκεκριμένα στην καλλιέργεια της ανεκτικότητας και της ποικιλομορφίας από τα πρώιμα παιδικά χρόνια· εκτιμώντας ότι τα προγράμματα Σωκράτης, Leonardo και Νεολαία μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο στο πλαίσιο αυτό,

Γ.   εκτιμώντας, όπως διαπιστώνει το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο των φαινομένων ρατσισμού και ξενοφοβίας, ότι η εκ μέρους των εθνικών αρχών διάδοση πρακτικών πληροφοριών σχετικά με την απαγόρευση των διακρίσεων σε εθνικό επίπεδο παραμένει περιορισμένη και χρειάζεται να επεκταθεί σε ομάδες-στόχους και στις ΜΚΟ που τις στηρίζουν· εκτιμώντας ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να αναγνωρίσουν περισσότερο το γεγονός ότι οι τοπικές και περιφερειακές αρχές και η κοινωνία των πολιτών θα πρέπει να λειτουργούν ως ενεργοί εταίροι στην καταπολέμηση των φυλετικών διακρίσεων και θα πρέπει να υποστηρίζουν κάθε πολιτικό στόχο για την καταπολέμηση των διακρίσεων,

Δ.   εκτιμώντας ότι η εμβέλεια του άρθρου 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, που ενσωματώθηκε στο άρθρο II-81 της Συνταγματικής Συνθήκης, είναι κατά πολύ ευρύτερη του άρθρου 13 της Συνθήκης ΕΚ, εφόσον αναφέρει λόγους διακρίσεων που το τελευταίο δεν περιλαμβάνει, και συγκεκριμένα το χρώμα, την κοινωνική προέλευση, τα γενετικά χαρακτηριστικά, τη γλώσσα, τα πολιτικά φρονήματα ή κάθε άλλη γνώμη, την ιδιότητα μέλους εθνικής μειονότητας, την περιουσία και τη γέννηση· εκφράζοντας τη λύπη του για το γεγονός ότι η ευρύτερη αυτή αντίληψη δεν έχει τύχει νομικώς δεσμευτικής εφαρμογής,

E.   εκτιμώντας ότι, όπως υπενθύμισε προσφάτως το δίκτυο εμπειρογνωμόνων, κατά την εφαρμογή των νομικών πράξεων που θεσπίζονται βάσει του άρθρου 13 της Συνθήκης ΕΚ, τα κράτη μέλη πρέπει να δεσμεύονται ότι θα σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται από τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων, ελευθεριών και αρχών που μνημονεύονται στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΣΤ.   έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι όταν σε νομοθετικό επίπεδο δίδεται βάρος σε ορισμένους τύπους διακρίσεων, καθιερώνεται ένα είδος ιεράρχησης των λόγων διάκρισης, η οποία δεν θα πρέπει να υπάρχει,

Ζ.   υπενθυμίζοντας ότι η έννοια της διάκρισης γίνεται αντιληπτή κατά τρόπους διαφορετικούς (αναλόγως του αν εξετάζεται από ατομική ή συλλογική οπτική γωνία), και ότι η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών ως ατόμων συνεπάγεται μέτρα διαφορετικά από την υπεράσπιση των συμφερόντων των ομάδων,

H.   εκτιμώντας ότι είναι σημαντικό να οριστεί η έννοια της θετικής δράσης προτού αποφασιστεί εάν και προς ποια κατεύθυνση πρέπει να αλλάξει το νομοθετικό πλαίσιο· εκτιμώντας ότι η θετική δράση περιλαμβάνει τα μέτρα για την εξάλειψη της ανισότητας και της παράνομης διάκρισης και ότι αποτελεί μέσο που αποσκοπεί στην ισορροπημένη αντιπροσώπευση του πληθυσμού σε τομείς και σε επίπεδα στους οποίους είναι ουσιώδες να αντιπροσωπεύεται ισότιμα το σύνολο του πληθυσμού· υπογραμμίζοντας ότι η έννοια αυτή δεν πρέπει να περιορίζεται στον τομέα της εργασίας και ότι πρέπει να υπερβαίνει το ζήτημα της ισότητας μεταξύ των φύλων,

Θ.   εκτιμώντας ότι πρέπει να προωθηθεί η συνείδηση κατά των διακρίσεων με εκπαίδευση που επιδιώκει την ειρήνη, την άρνηση της βίας και τον διαπολιτισμικό διάλογο,

Ι.   έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι για να εξαλειφθούν παλαιότερες αδικίες ή διακρίσεις, θα χρειασθεί ενδεχομένως να ληφθούν προσωρινά θετικά μέτρα που εκφράζουν "προορατική" αντίληψη της έννοιας της δικαιοσύνης, τα οποία μπορούν να πάρουν ποικίλες μορφές· υπενθυμίζοντας ότι η καθιέρωση ποσοστώσεων πρέπει να θεωρείται ακραίο μέτρο που δύναται να εφαρμόζεται μόνον κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας,

ΙΑ.   εκτιμώντας ότι όσον αφορά ορισμένες ιδιαίτερα στερημένες πλεονεκτημάτων κοινωνικές ομάδες, ή ομάδες των οποίων τα δικαιώματα προσβάλλονται, η λήψη θετικών μέτρων, ή ακόμη και η θέσπιση ειδικής νομοθεσίας, είναι απαραίτητη εάν είναι επιθυμητό τα άτομα αυτά να μπορέσουν να ενσωματωθούν και άρα να συμμετάσχουν ενεργά στη ζωή της κοινωνίας, ούτως ώστε να μπορούν να επηρεάζουν τις αποφάσεις που τους αφορούν,

ΙΒ.   επισημαίνοντας το γεγονός ότι, σε ορισμένα κράτη μέλη, ο περιορισμός παιδιών Ρομά σε ειδικές τάξεις ή σε ιδρύματα για νοητικά αναπήρους συνιστά φυλετικό διαχωρισμό και ότι επιβάλλεται επειγόντως η εφαρμογή πολιτικής για την κατάργηση του διαχωρισμού αυτού,

ΙΓ.   εκτιμώντας ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή της σύμβασης-πλαισίου ενθαρρύνει τη θέσπιση θετικών μέτρων υπέρ των μελών μειονοτήτων που μειονεκτούν ιδιαίτερα,

ΙΔ.   εκτιμώντας ότι η Επιτροπή του ΟΗΕ για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα θεωρεί ότι τα κράτη που είναι μέρη του Διεθνούς Συμφώνου για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα έχουν υποχρέωση να εφαρμόζουν κατάλληλη προτιμησιακή μεταχείριση των ανθρώπων με αναπηρία, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της πλήρους συμμετοχής και της ισότητας όλων των ατόμων με αναπηρία μέσα στην κοινωνία,

ΙΕ.   εκτιμώντας ότι το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο των φαινομένων ρατσισμού και ξενοφοβίας υπενθυμίζει ότι παραμένει δύσκολο να εκτιμηθεί ακριβώς η πραγματική έκταση και η φύση του προβλήματος του ρατσισμού, δεδομένου ότι η συλλογή δεδομένων, τόσο επίσημων όσο και ανεπίσημων, σε πολλά κράτη μέλη είτε δεν υπάρχει είτε είναι ανεπαρκής,

P.  ΙΣΤ. εκτιμώντας ότι, όπως υπογραμμίζει το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο των φαινομένων ρατσισμού και ξενοφοβίας, χωρίς επίσημα στατιστικά στοιχεία σχετικά τόσο με την εθνοτική και εθνική προέλευση, όσο και με το θρήσκευμα, θα είναι δύσκολο να κατανοηθούν πραγματικά και να διαπιστωθούν τόσο οι διακρίσεις όσο και η επιτυχία της πολιτικής για την καταπολέμησή τους· εκτιμώντας ότι η έλλειψη επαρκών στατιστικών στοιχείων για την απεικόνιση και την αξιολόγηση των διακρίσεων καθιστά αδύνατη την θέσπιση στρατηγικής κατά των διακρίσεων με βάση, μεταξύ άλλων, τις θετικές δράσεις υπέρ των ομάδων αυτών,

ΙΖ.   εκτιμώντας ότι βάση για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι, σε κοινοτικό επίπεδο, η οδηγία 95/46/ΕΚ και ότι, όπως τόνισε το δίκτυο εμπειρογνωμόνων, δεν υπάρχει ασυμβίβαστο μεταξύ της προστασίας προσωπικών δεδομένων και της παρακολούθησης των διακρίσεων δια στατιστικών μέσων, εφόσον στόχος αυτής της παρακολούθησης είναι η καλύτερη κατανόηση της υπερ- ή υπο- εκπροσώπησης ορισμένων ομάδων σε συγκεκριμένους τομείς και σε ορισμένα επίπεδα, καθώς και η μέτρηση της προόδου ώστε να προσδιοριστεί η ανάγκη για δράση και να επιλεγεί η αποτελεσματικότερη πορεία δράσης,

ΙΗ.   εκτιμώντας ότι για να ανιχνευθούν οι έμμεσες διακρίσεις που απαγορεύονται ρητώς από την κοινοτική νομοθεσία, είναι αναγκαίο να υπάρχει δυνατότητα χρησιμοποίησης αξιόπιστων στατιστικών δεδομένων, ιδίως όσον αφορά ορισμένες ομάδες που έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά· εκτιμώντας ότι εάν δεν υπάρχουν στατιστικές, τα πιθανά θύματα διακρίσεων στερούνται εκ των πραγμάτων ενός ουσιαστικού εργαλείου αναγνώρισης των δικαιωμάτων τους,

ΙΘ.   υπογραμμίζοντας ότι η ερμηνεία στοιχείων που επιτρέπουν να εξαχθεί ενδεχομένως συμπέρασμα όσον αφορά την ύπαρξη άμεσων ή έμμεσων διακρίσεων πραγματοποιείται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή τις εθνικές πρακτικές και ότι, επί του παρόντος, επαφίεται στα κράτη μέλη να κρίνουν εάν τα στατιστικά στοιχεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία έμμεσων διακρίσεων, το γεγονός δε αυτό συνεπάγεται όχι μόνο κάποιες διαφορές αλλά καθιστά αδύνατη, στα κράτη μέλη στα οποία η πρακτική αυτή δεν αναγνωρίζεται, την καταγγελία ορισμένων μορφών έμμεσων διακρίσεων,

Κ.   επισημαίνοντας ότι η ισότητα και το δικαίωμα στη ζωή χωρίς διακρίσεις και ρατσισμό είναι κεντρικά στοιχεία της κοινωνίας στην οποία όλα τα μέλη είναι ενσωματωμένα· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ενσωμάτωση και τις διακρίσεις πρέπει να είναι συνεκτικές μεταξύ τους· λαμβάνοντας υπόψη ότι, ενώ πρέπει να γίνονται σεβαστές οι παραδόσεις και τα πολιτισμικά στοιχεία των κρατών μελών, η "ολοκλήρωση" πρέπει να στηρίζεται σε συνεκτική προσέγγιση όπως συμφώνησαν τα κράτη μέλη με τις Κοινές Βασικές Αρχές για την Ολοκλήρωση του 2004,

Γενικές παρατηρήσεις

1.   κρίνει ότι, πέραν των νομοθετικών και ενδίκων μέσων, η καταπολέμηση των διακρίσεων πρέπει απαραιτήτως να στηρίζεται στην εκπαίδευση, στην προώθηση των βέλτιστων πρακτικών και σε εκστρατείες με σκοπό την ευαισθητοποίηση του ευρύτερου κοινού και στην προσέγγιση των περιοχών και τομέων στους οποίους γίνονται διακρίσεις· επισημαίνει ότι η καταπολέμηση των διακρίσεων πρέπει επίσης να στηρίζεται στη συνειδητοποίηση των κοινωνικών, αλλά και των οικονομικών επιπτώσεων αυτού του φαινομένου, την οποία πρέπει να αναλαμβάνουν όλες οι βαθμίδες της κυβέρνησης, του τοπικού και περιφερειακού επιπέδου περιλαμβανομένου, και οι ΜΚΟ (τις οποίες τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνδέσουν στενά με την πολιτική τους για την καταπολέμηση των διακρίσεων)·

2.   θεωρεί πολύ σημαντικό να δοθεί σαφής ορισμός στη θετική δράση και να τονιστεί ότι η θετική δράση δεν αποτελεί θετική διάκριση· επισημαίνει ότι συγκεκριμένα παραδείγματα θετικών δράσεων μπορούν να περιλαμβάνουν για παράδειγμα: λεπτομερή εξέταση των πολιτικών πρόσληψης και των πρακτικών εφαρμογών τους για τον εντοπισμό και την απάλειψη όσων οδηγούν σε διακρίσεις, λήψη μέτρων για τη γνωστοποίηση των ευκαιριών σε μειονεκτικές ομάδες, ορισμό στόχων για τη βελτίωση της εκπροσώπησης μειονεκτουσών ομάδων στην αγορά εργασίας και παροχή βοήθειας για να μπορέσουν οι μειονεκτούσες ομάδες να συμμετάσχουν στο σύνολο της κοινωνικής δραστηριότητας·

3.   είναι της γνώμης ότι θα ήταν σκόπιμο να συλλεγούν οι ορθές πρακτικές που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη όσον αφορά την καταπολέμηση των διακρίσεων μερικές από τις οποίες είναι ευρύτερες, ισχυρότερες και πιο κατοχυρωμένες από άλλες και να εξασφαλισθεί η διάδοσή τους με διαδικασία συγκριτικής αξιολόγησης των επιδόσεων· θεωρεί ότι, εν προκειμένω, θα ήταν χρήσιμο να ενισχυθεί το δίκτυο των εθνικών οργάνων που είναι αρμόδια για την καταπολέμηση των διακρίσεων (Equinet) και να ενθαρρυνθεί η συμμετοχή όλων των κρατών μελών στο δίκτυο αυτό· πιστεύει ότι το έργο της συλλογής και της διάδοσης των πληροφοριών, του συντονισμού και της κινητοποίησης, θα μπορούσε τελικώς να ανατεθεί στον Οργανισμό για τα θεμελιώδη δικαιώματα·

4.   χαιρετίζει την πρωτοβουλία της Επιτροπής να κηρύξει το 2007 Ευρωπαϊκό Έτος της ισότητας των ευκαιριών, και ευελπιστεί η πρωτοβουλία αυτή να συμβάλει στη συνειδητοποίηση των διάφορων τύπων διάκρισης και πολλαπλών διακρίσεων, καθώς και στην καλύτερη γνώση των ενδίκων μέσων· θα επιθυμούσε, εν τούτοις, στο μέλλον να υπάρχει περισσότερος χρόνος για την προετοιμασία τέτοιων πρωτοβουλιών· επαναλαμβάνει τη θέση του ότι η Επιτροπή και τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίσουν ότι όλες οι μορφές διάκρισης πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο και υπενθυμίζει στην Επιτροπή την υπόσχεση και τη δέσμευσή της να παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς το θέμα αυτό και να υποβάλει έκθεση στο Κοινοβούλιο· επαναλαμβάνει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι δεν διατέθηκαν για το συγκεκριμένο έτος οι ενδεδειγμένοι πόροι που να αντιστοιχούν στη σπουδαιότητα της καταπολέμησης των διακρίσεων· ζητεί, στο βαθμό που ένας από τους στόχους του διαπολιτισμικού διαλόγου είναι η καταπολέμηση των διακρίσεων, το ευρωπαϊκό έτος για το διαπολιτισμικό διάλογο (2008) να συνεχίσει τις δράσεις που δρομολογήθηκαν στο πλαίσιο του έτους 2007·

5.   καλεί την Επιτροπή να προωθήσει την εκπαίδευση που καλλιεργεί την ειρήνη και την αποχή από τη βία, καθώς και τη διαπαιδαγώγηση με έμφαση στον διαπολιτισμικό διάλογο·

6.   θεωρεί ότι τα κράτη μέλη δεν εμποδίζονται να λάβουν μέτρα, κατόπιν συλλογής στοιχείων, για ειδικές ομάδες που δεν περιλαμβάνονται στο άρθρο 13 της Συνθήκης ΕΚ και οι οποίες ανήκουν στις κατηγορίες υψηλού κινδύνου κοινωνικής περιθωριοποίησης, όπως τα άτομα σε διαδικασία απεξάρτησης από εξαρτησιογόνες ουσίες ή άτομα που έχουν απεξαρτηθεί και πρώην κατάδικοι, δηλαδή άτομα σε διαδικασία κοινωνικής επανένταξης·

7.   εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δεν έχει καταστεί ακόμη νομικά δεσμευτικός και ζητεί την αλλαγή αυτής της κατάστασης· επιμένει ότι η Επιτροπή πρέπει, στο πλαίσιο του συστηματικού και αυστηρού ελέγχου που έχει αναλάβει να διεξαγάγει όσον αφορά τη συμβατότητα των νομοθετικών και κανονιστικών της πράξεων με τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, να καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια για την ανίχνευση κάθε είδους διακρίσεων, αμέσων αλλά κυρίως εμμέσων, που θα μπορούσαν να προκύψουν από τις εν λόγω πράξεις για διάφορες κατηγορίες προσώπων· θεωρεί ότι η Επιτροπή θα πρέπει να πραγματοποιεί μελέτες επιπτώσεων από πλευράς διακρίσεων για κάθε νομοθετική πρόταση, ώστε να διασφαλίζεται η συνέπεια των πολιτικών σε όλες τις Γενικές Διευθύνσεις της Επιτροπής· θεωρεί ότι ο Οργανισμός για τα θεμελιώδη δικαιώματα θα πρέπει να συνδέεται ευθέως με τις μελέτες επιπτώσεων που διεξάγονται στο πλαίσιο αυτό·

8.   φρονεί, όπως και η Επιτροπή, ότι για να επανορθωθούν κατάφωρες ανισότητες που εμφανίζονται να έχουν χαρακτήρα "ενδημικό", "διαρθρωτικό", ή και "πολιτιστικό", και επομένως για να αποκατασταθεί η ισορροπία που έχει υποστεί σοβαρά πλήγματα, ίσως αποδειχθεί αναγκαία, σε ορισμένες περιπτώσεις, η προσωρινή παρέκκλιση από την αντίληψη ισότητας με άξονα το άτομο, προς όφελος της "διανεμητικής δικαιοσύνης" με άξονα την ομάδα, και αυτό με θέσπιση "θετικών" μέτρων·

9.   υπογραμμίζει ότι οι έννοιες "θετική δράση", "καταφατική ισότητα" ή "διανεμητική δικαιοσύνη" αντανακλούν την ίδια πραγματικότητα, στη βάση της οποίας βρίσκεται η αναγνώριση του γεγονότος ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η πραγματική καταπολέμηση των διακρίσεων προϋποθέτει την ενεργό παρέμβαση των αρχών για την αποκατάσταση της σοβαρά πληγείσας ισορροπίας· εμμένει στο γεγονός ότι ο τύπος αυτός παρέμβασης δεν πρέπει να εξομοιώνεται με κάποια μορφή διακρίσεων, έστω "θετικών", και ότι η έννοια της θετική δράσης δεν θα πρέπει να ανάγεται μόνο σε αντίληψη περί ποσοστώσεων· υπενθυμίζει ότι οι δράσεις αυτές μπορεί πράγματι να πάρουν πολύ διαφορετικές συγκεκριμένες μορφές, όπως η εγγύηση συνεντεύξεων με σκοπό την πρόσληψη, η κατά προτεραιότητα πρόσβαση σε ορισμένες μορφές επαγγελματικής κατάρτισης με σκοπό την είσοδο σε επαγγέλματα στα οποία ορισμένες κατηγορίες υποεκπροσωπούνται, η διάδοση προσφορών για θέσεις εργασίας κατά προτεραιότητα σε ορισμένες κοινότητες, η ακόμη η συνεκτίμηση της επαγγελματικής πείρας και όχι μόνο των διπλωμάτων·

10.   τονίζει ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εμποδίζει ένα κράτος μέλος να διατηρήσει ή να θεσπίσει εδικά μέτρα πρόληψης ή αντιστάθμισης των μειονεκτημάτων που συνδέονται με κάποιον από τους λόγους διάκρισης του άρθρου 13 της Συνθήκης ΕΚ και επιμένει στο γεγονός ότι τα ειδικά αυτά μέτρα πρέπει να επεκταθούν σε όλους τους τομείς στους οποίους διαπιστώνονται σοβαρές ανισότητες, είτε πρόκειται για την εκπαίδευση, είτε για την υγειονομική περίθαλψη είτε για τη στέγαση, για την πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες, ή για άλλους τομείς·

11.   έχει επίγνωση του γεγονότος ότι το ελάχιστο ποσοστό παρουσίας ορισμένων ομάδων σε ορισμένες κατηγορίες απασχόλησης μπορεί να έχει την αρνητική επίπτωση ότι οι ομάδες αυτές αποθαρρύνονται από την προσπάθεια απόκτησης των αναγκαίων γνώσεων για την πρόσβαση στις εν λόγω θέσεις εργασίας, και αυτό δημιουργεί φαύλο κύκλο· συνιστά επομένως εντόνως η ομάδα εργασίας υψηλού επιπέδου για τις εθνικές μειονότητες στην αγορά εργασίας, που οφείλει να υποβάλει έκθεση στα τέλη του 2006, να αποδώσει ιδιαίτερη προσοχή σε αυτό το ζήτημα, και να δημιουργηθούν συνθήκες που δίνουν σε όλες τις κατηγορίες προσώπων τη δυνατότητα πρόσβασης σε όλους τους τύπους και τα επίπεδα εκπαίδευσης και κατάρτισης, σε όλες τις ηλικίες, ξεκινώντας από την παιδική, εν ανάγκη με θέσπιση θετικών μέτρων που θα επιτρέψουν σε μειονεκτούσες ομάδες να εισέλθουν σε κύκλους σπουδών σχολικής, πανεπιστημιακής ή επαγγελματικής εκπαίδευσης οι οποίοι, χωρίς τα μέτρα αυτά, θα ήταν γι' αυτούς απροσπέλαστοι·

12.   καλεί τα κράτη μέλη να ιδρύσουν διοικητικό οργανισμό (εφόσον δεν τον διαθέτουν ήδη) εξειδικευμένο σε θέματα ισότητας και καταπολέμησης των διακρίσεων σε εθνικό επίπεδο· εμμένει στο γεγονός ότι ο οργανισμός αυτός πρέπει να είναι ανεξάρτητος και να διαθέτει τους αναγκαίους πόρους για να μπορεί να πλαισιώνει τα θύματα των διακρίσεων στις δίκες που κινούν· θεωρεί ότι ο οργανισμός αυτός πρέπει επίσης να διαθέτει ανακριτικές αρμοδιότητες για την εξέταση των υποθέσεων· φρονεί ότι οιαδήποτε υποβάθμιση των οργανισμών αυτού του είδους θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως εσφαλμένη εφαρμογή των οδηγιών κατά των διακρίσεων· ζητεί από την Επιτροπή να αξιολογήσει προσεκτικά την κατάσταση στα κράτη μέλη όσον αφορά το θέμα αυτό, και πρωτίστως την απόφαση της πολωνικής κυβέρνησης να καταργήσει το Γραφείο του Εντεταλμένου για το ισότιμο καθεστώς, φορέα επιφορτισμένο με την καταπολέμηση των διακρίσεων και την προαγωγή της ισότητας για όλους, όπως τονίζεται στην έκθεση 2005 του Δικτύου ανεξαρτήτων εμπειρογνωμόνων επί θεμάτων θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ·

Συλλογή στατιστικών δεδομένων

13.   κρίνει ότι, μακράν του να αποτελεί εμπόδιο στη συλλογή δεδομένων ιδίως όσον αφορά την εθνοτική καταγωγή και τη θρησκεία, η οδηγία 95/46/ΕΚ παρέχει την αναγκαία και επιθυμητή προστασία έναντι οιασδήποτε κατάχρησης κατά τη χρησιμοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για στατιστικούς σκοπούς·

14.   θεωρεί ότι, παρά τις σημαντικές πολιτιστικές, ιστορικές και συνταγματικές εκτιμήσεις, η συλλογή δεδομένων για την κατάσταση των μειονοτήτων και των μειονεκτουσών ομάδων είναι ζωτικής σημασίας και ότι η πολιτική και η νομοθεσία για την καταπολέμηση των διακρίσεων πρέπει να βασίζεται σε ακριβή στοιχεία·

15.   θεωρεί ότι θα ήταν χρήσιμο η ομάδα εργασίας του άρθρου 29 της οδηγίας 95/46/ΕΚ, να διατυπώσει γνώμη που θα αποσαφηνίζει όσες διατάξεις της οδηγίας θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν τη συλλογή στατιστικών δεδομένων σχετικά με ορισμένες κατηγορίες προσώπων, ούτως ώστε να εξασφαλισθεί ενιαία ερμηνεία στο σύνολο των κρατών μελών·

16.   επισύρει την προσοχή στο γεγονός ότι από τη στιγμή που τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα καταστούν ανώνυμα για στατιστική χρήση, οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στις στατιστικές αυτές παύουν να θεωρούνται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα· υπενθυμίζει ότι υπάρχουν επίσης αξιόπιστες τεχνικές μέθοδοι, οι οποίες σέβονται την ανωνυμία και χρησιμοποιούνται παγίως στις κοινωνικές επιστήμες, με τις οποίες είναι δυνατό να συγκροτηθούν στατιστικές βάσει κριτηρίων που θεωρούνται ευαίσθητα·

17.   σημειώνει με ικανοποίηση την πρόθεση της Επιτροπής να επεξεργαστεί, σε συνεργασία με τις εθνικές αρχές και με άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, στατιστικά εργαλεία για την αξιολόγηση των επιπτώσεων των διακρίσεων· αναμένει με ενδιαφέρον τη δημοσίευση του εγχειριδίου για τη συλλογή δεδομένων, που έχει αναγγελθεί για το 2006·

18.   υπενθυμίζει ότι η έννοια των έμμεσων διακρίσεων συνδέεται εγγενώς με ποσοτικά κριτήρια, και ότι είναι επομένως αντιπαραγωγικό να εμποδίζεται η στατιστική καταγραφή ορισμένων χαρακτηριστικών στο πλαίσιο της νομοθεσίας περί προστασίας προσωπικών δεδομένων, διότι χωρίς τα δεδομένα αυτά δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί η ύπαρξη εμμέσων διακρίσεων·

19.   φρονεί ότι εάν είναι επιθυμητή η αποτελεσματική καταπολέμηση κάθε μορφής έμμεσων διακρίσεων, και επομένως η ορθή μεταφορά των κοινοτικών οδηγιών περί διακρίσεων, οι οποίες ρητώς τις απαγορεύουν, είναι ουσιώδες να επιτρέπεται η προσκόμιση αποδείξεων βάσει στατιστικών στοιχείων·

20.   ζητεί από τα κράτη μέλη και, εφόσον απαιτείται, από τις περιφερειακές και τοπικές αρχές, να αναπτύξουν τα στατιστικά τους εργαλεία κατά τρόπον ώστε να υπάρχουν δεδομένα σχετικά με την εργασία, τη στέγαση, την εκπαίδευση και το εισόδημα, για κάθε μία από τις κατηγορίες προσώπων που είναι πιθανό να υφίστανται διακρίσεις λόγω ενός από τα κριτήρια του άρθρου 13 της Συνθήκης ΕΚ·

21.   επισημαίνει το γεγονός ότι προκειμένου ένα πρόσωπο να μπορεί να τύχει προτιμησιακής μεταχείρισης λόγω του ότι ανήκει σε προστατευόμενη ομάδα, πρέπει να μπορεί και να αναγνωρισθεί ότι ανήκει στην εν λόγω ομάδα, και αυτό συνεπάγεται ότι κάποια δεδομένα ευαίσθητου χαρακτήρα που αφορούν το πρόσωπο αυτό πρέπει να είναι διαθέσιμα· υπενθυμίζει ότι η επεξεργασία των δεδομένων αυτών πρέπει να γίνεται σύμφωνα ιδίως με τη νομοθεσία περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της σύμβασης-πλαισίου για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων·

Ανάγκη συμπλήρωσης της νομοθεσίας

22.   εκφράζει εντόνως τη λύπη του για το γεγονός ότι, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η Επιτροπή δεν προτίθεται επί του παρόντος να καταρτίσει συνεκτική νομοθεσία για την καταπολέμηση των διακρίσεων· υπενθυμίζει ότι βελτίωση της νομοθεσίας δεν σημαίνει μόνο αφαίρεση των περιττών διατάξεων αλλά και κατάρτιση νομοθετημάτων που αντικατοπτρίζουν τα σημαντικά πολιτικά μηνύματα που προέρχονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο· ζητεί επιμόνως να υποβληθεί νέο νομοθετικό κείμενο το οποίο να περιλαμβάνει το σύνολο των λόγων διάκρισης του άρθρου 13 της Συνθήκης ΕΚ, με το ίδιο πεδίο εφαρμογής που έχει η οδηγία 2000/43/ΕΚ, πριν τα μέσα του 2007·

23.   καλεί τα κράτη μέλη να λάβουν δεόντως υπόψη, στη νομοθετική τους πρακτική, τους διάφορους λόγους διακρίσεων του άρθρου 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, προκειμένου να δοθεί στον Χάρτη η αξιοπιστία την οποία μέχρι σήμερα αποδυναμώνει ο μη δεσμευτικός του χαρακτήρας·

24.   συνιστά στα κράτη μέλη να αναλαμβάνουν ορισμένες υποχρεώσεις, χωρίς να διατυπώνουν επιφυλάξεις ή περιοριστικές δηλώσεις, δυνάμει των συνθηκών για τα ανθρώπινα δικαιώματα στον τομέα της καταπολέμησης των διακρίσεων και της προστασίας των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες και άλλες ευάλωτες ομάδες, και να τηρούν καλόπιστα αυτές τις υποχρεώσεις·

25.   θεωρεί ότι οι παραδοσιακές εθνικές μειονότητες χρειάζονται επειγόντως πολιτικό πλαίσιο για την αποτελεσματική συμμετοχή τους στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων σχετικά με την ταυτότητά τους και πρέπει να προστατευθούν με διάφορες μορφές αυτοδιοίκησης ή αυτονομίας για να ξεπεράσουν την αντίφαση που έχει δημιουργηθεί από τα κριτήρια της Κοπεγχάγης, αφενός, και από την παντελή έλλειψη κανόνων στα κράτη μέλη, αφετέρου·

26.   καλεί την Επιτροπή να εκπληρώνει ενεργά τις υποχρεώσεις της ως θεματοφύλακα των Συνθηκών και να αναλάβει επειγόντως δράση κατά των κρατών μελών που έχουν παραλείψει να μεταφέρουν στο εσωτερικό τους δίκαιο την κοινοτική νομοθεσία που απαγορεύει τις διακρίσεις βάσει του άρθρου 13 της Συνθήκης ΕΚ, ιδίως τις οδηγίες 2000/43/EK και 2000/78/ΕΚ· υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει αποφανθεί ήδη ότι ορισμένα κράτη μέλη παρέλειψαν να εφαρμόσουν τις οδηγίες κατά των διακρίσεων και τα καλεί να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους· θεωρεί ότι, όπως και για τα παλαιά κράτη μέλη, πρέπει να κινηθούν για τα νέα κράτη μέλη που δεν έχουν μεταφέρει στο εσωτερικό τους δίκαιο τις οδηγίες κατά των διακρίσεων οι διαδικασίες λόγω παραβάσεως για παραβίαση της κοινοτικής νομοθεσίας· καλεί την Επιτροπή να εξετάσει επειγόντως την ποιότητα και το περιεχόμενο των νόμων διά των οποίων εφαρμόζονται οι οδηγίες κατά των διακρίσεων, μεταξύ άλλων με βάση τις εκθέσεις που συνέταξε το δίκτυο ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων κατά των διακρίσεων, και να ασκήσει επειγόντως προσφυγή στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά όσων κρατών μελών δεν τις έχουν μεταφέρει ορθά στο εσωτερικό τους δίκαιο·

27.   ζητεί από την Επιτροπή, σε προσεχή αναδιατύπωση της νομοθεσίας για την καταπολέμηση των διακρίσεων, να ασχοληθεί όλως ιδιαιτέρως με την προβληματική των πολλαπλών διακρίσεων καθώς και του διαχωρισμού που εξομοιώνεται με μορφή διακρίσεων, και να αναθεωρήσει την έννοια της έμμεσης διάκρισης, επιτρέποντας ρητώς την απόδειξη βάσει στατιστικών που αφορούν τις διακρίσεις·

28.   ζητεί ο νέος Οργανισμός για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα που πρόκειται να λειτουργήσει από το 2007 να συμμετάσχει ενεργά στο νέο πλαίσιο κατά των διακρίσεων και να παράσχει στους υπευθύνους για τη χάραξη της πολιτικής της ΕΕ έγκαιρη, αξιόπιστη, πλήρη και ουσιαστική πληροφόρηση για την περαιτέρω πολιτική και τα νομοθετικά μέτρα που μπορούν να ληφθούν· θεωρεί ότι, με βάση τις ανησυχίες για το ρόλο και τη λειτουργία του, είναι σημαντικό ο οργανισμός αυτός να συμβάλλει ενεργά και να παίξει πλήρη ρόλο στην υποστήριξη της πολιτικής της ΕΕ κατά των διακρίσεων·

29.   καλεί το Συμβούλιο να εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής για έκδοση απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας(7), η οποία χαρακτηρίζει ως ποινικό αδίκημα τη ρατσιστική και ξενόφοβη βία και αποσκοπεί στη θέσπιση πλαισίου για την ποινικοποίησή της, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή θα συμβάλει στην ενίσχυση στην ανάπτυξη της συλλογής των αναγκαίων δεδομένων σχετικά με τη ρατσιστική βία και τα ξενοφοβικά εγκλήματα σε ολόκληρη την ΕΕ· πιστεύει ότι η απόφαση πλαίσιο θα πρέπει να αναφέρεται ρητά στην ομοφοβία, τον αντισημιτισμό, την ισλαμοφοβία και άλλους τύπους φοβίας ή μίσους με βάση την εθνότητα, τη φυλή, τον γενετήσιο προσανατολισμό, τη θρησκεία ή άλλες παράλογες αιτίες·

30.   καλεί την Επιτροπή να υποβάλει προτάσεις για την απαγόρευση των διακρίσεων που υφίστανται ζευγάρια του ιδίου φύλου –είτε με σχέση γάμου είτε με καταχωρισμένη συντροφική σχέση– στον καθημερινό τους βίο, ιδίως κατά την άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας που κατοχυρώνεται με το δίκαιο της ΕΕ· ζητεί και στην περίπτωση αυτή να αναγνωριστεί η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης·

o
o   o

31.   αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

(1) ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.
(2) ΕΕ L 180 της 19.7.2000, σ. 22.
(3) ΕΕ L 303 της 2.12.2000, σ. 16.
(4) ΕΕ C 124 Ε της 25.5.2006, σ. 405.
(5) ΕΕ C 45 Ε της 23.2.2006, σ. 129.
(6) Κείμενα που εγκρίθηκαν την ημερομηνία αυτή, P6_TA(2006)0018.
(7) ΕΕ C 75 Ε της 26.3.2002, σ. 269.


Βουλγαρία και Ρουμανία (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 15ης και 16ης Ιουνίου 2006)
PDF 260kWORD 43k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την προσχώρηση της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας
P6_TA(2006)0262RC-B6-0343/2006

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη τα προηγούμενα ψηφίσματά του για την ένταξη της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, ιδίως δε τα ψηφίσματά του της 15ης Δεκεμβρίου 2005(1),

–   έχοντας υπόψη τη συνθήκη προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την οποία υπέγραψαν η Βουλγαρία και η Ρουμανία στις 25 Απριλίου 2005,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση παρακολούθησης όσον αφορά την κατάσταση ετοιμότητας της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας προκειμένου να καταστούν μέλη της ΕΕ, τις οποίες παρουσίασε η Επιτροπή στις 16 Μαΐου 2006 (COM(2006)0214),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 103, παράγραφος 4, του Κανονισμού του,

Α.   λαμβάνοντας υπόψη ότι κοινός και δεδηλωμένος στόχος της ΕΕ είναι να πραγματοποιηθεί η ένταξη της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας την 1η Ιανουαρίου 2007,

Β.   λαμβάνοντας υπόψη την επισήμανση της Επιτροπής ότι η Βουλγαρία και η Ρουμανία έχουν σημειώσει σημαντικές βελτιώσεις από την τελευταία έκθεσή της,

Γ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι, σε περιορισμένο αριθμό τομέων, η πρόοδος δεν είναι ακόμη απολύτως ικανοποιητική και ότι η Βουλγαρία και η Ρουμανία πρέπει να λάβουν άμεσα μέτρα για να καλύψουν αυτές τις ελλείψεις, προκειμένου να προσχωρήσουν στην Ένωση την 1η Ιανουαρίου 2007,

Δ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι, το αργότερο στις αρχές Οκτωβρίου του 2006, η Επιτροπή θα παρουσιάσει περαιτέρω εκθέσεις παρακολούθησης όσον αφορά την κατάσταση ετοιμότητας της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας για την ένταξή τους στην ΕΕ,

Ε.   λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο έχει με συνέπεια εκφράσει τη στήριξή του στην έγκαιρη προσχώρηση της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας,

ΣΤ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η συνθήκη προσχώρησης περιέχει διατάξεις για μέτρα διασφάλισης και παρακολούθησης τα οποία μπορούν, εφόσον παραστεί ανάγκη, να εφαρμοστούν τα χρόνια αμέσως μετά την ένταξη, καθιστώντας έτσι περιττή οποιαδήποτε καθυστέρηση της ένταξης,

Ζ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι, μέσω ανταλλαγής επιστολών, επιτεύχθηκε συμφωνία μεταξύ του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Προέδρου της Επιτροπής όσον αφορά την πλήρη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε περίπτωση που εξετασθεί το ενδεχόμενο ενεργοποίησης μίας από τις ρήτρες διασφάλισης που περιλαμβάνονται στη συνθήκη προσχώρησης,

1.   σημειώνει με μεγάλο ενδιαφέρον τις εκθέσεις της Επιτροπής σχετικά με την κατάσταση ετοιμότητας της Βουλγαρίας και Ρουμανίας για την προσχώρησή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση και συγχαίρει την Επιτροπή για τη μεγάλη προσοχή και σοβαρότητα με την οποία παρακολουθεί τις προσπάθειες προετοιμασίας και τα μέτρα εφαρμογής που λαμβάνουν οι δύο χώρες προκειμένου να πληρούν τους όρους για την ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Ιανουαρίου 2007·

2.   σημειώνει με ικανοποίηση ότι η Επιτροπή διατηρεί το χρονικό όριο της 1ης Ιανουαρίου 2007 για την ένταξη και των δύο χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υπό τον όρο ότι θα ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για την επίλυση των εκκρεμούντων προβλημάτων, και αποδέχεται τις συστάσεις της Επιτροπής όσον αφορά την περαιτέρω διαδικασία για τη λήψη οριστικής απόφασης σχετικά με την ημερομηνία ένταξης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας·

3.   καλεί το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κατά τη σύνοδό του στις 15-16 Ιουνίου 2006, να διατηρήσει τη δέσμευσή του για την ένταξη της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στην ΕΕ την 1η Ιανουαρίου 2007 εφόσον οι χώρες είναι έτοιμες· χαιρετίζει ταυτόχρονα τη βοήθεια εμπειρογνωμόνων που έχει παρασχεθεί από κράτη μέλη, ιδίως στους τομείς της δικαιοσύνης και της αστυνόμευσης και προτρέπει σε ενίσχυση της βοήθειας αυτής τους προσεχείς μήνες·

4.   τονίζει ότι οι κυβερνήσεις της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας πρέπει να γνωρίζουν ότι είναι αναγκαίο να αξιοποιήσουν πλήρως τους εναπομένοντες μήνες και να παρουσιάσουν απτά αποτελέσματα όσον αφορά την πλήρωση των προϋποθέσεων για την πλήρη προσχώρησή τους στην ΕΕ την 1η Ιανουαρίου 2007·

5.   σημειώνει με ικανοποίηση τις σοβαρές προσπάθειες και τη σημαντική πρόοδο που έχουν σημειώσει η Βουλγαρία και η Ρουμανία κατά τους τελευταίους μήνες, προκειμένου να ανταποκριθούν στα πολιτικά και οικονομικά κριτήρια της ΕΕ και σταδιακά να εντάξουν στη νομοθεσία τους και να εφαρμόσουν το κοινοτικό κεκτημένο·

6.   υπογραμμίζει την ανάγκη αμφότερες οι χώρες να συνεχίσουν την εδραίωση της συνεχιζόμενης μεταρρύθμισης των δικαστικών τους συστημάτων ενισχύοντας περαιτέρω τη διαφάνεια, την αποτελεσματικότητα και την αμεροληψία των δικαστικών αρχών, καθώς επίσης να παρουσιάσουν περαιτέρω ουσιαστικά αποτελέσματα όσον αφορά την καταπολέμηση της διαφθοράς, με ιδιαίτερη έμφαση στην καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος στην περίπτωση της Βουλγαρίας· υπογραμμίζει ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την καταπολέμηση της διακίνησης ανθρώπων και να βελτιωθεί αισθητά η κοινωνική ενσωμάτωση των κοινοτήτων των Ρομά, ιδίως όσον αφορά τη στέγαση, την ιατρική περίθαλψη, την εκπαίδευση και την απασχόληση·

7.   γνωρίζει ότι η απόφαση για την ένταξη της κάθε χώρας θα ληφθεί χωριστά και βάσει των επιτευγμάτων της, αλλά θα επιδοκίμαζε την ταυτόχρονη ένταξη της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση βάσει της προόδου που έχει σημειωθεί μέχρι τώρα από τις δύο χώρες και των δραστηριοτήτων που αποβλέπουν στην επίτευξη περαιτέρω προόδου κατά τους εναπομένοντες προσεχείς μήνες·

8.   καλεί όλες τις πολιτικές δυνάμεις στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία να επικεντρώσουν τις δραστηριότητές τους στην ολοκλήρωση των προϋποθέσεων για την προσχώρηση στην ΕΕ την 1η Ιανουαρίου 2007 και να διατηρήσουν την απαραίτητη πολιτική δέσμευση για την επίτευξη αυτού του στόχου·

9.   καλεί επειγόντως την Επιτροπή να παράσχει στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία τη σαφέστερη δυνατή καθοδήγηση σχετικά με τα αποτελέσματα που αναμένονται έτσι ώστε να διασκεδαστούν οι ανησυχίες της, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι το μέγιστο των κοινοτικών πόρων διοχετεύονται στοχευμένα σε αυτούς τους τομείς έτσι ώστε να υπάρξει βοήθεια στην επίτευξη απτών βελτιώσεων και, σε συνεργασία με τις βουλγαρικές και τις ρουμανικές αρχές, να καθοριστεί ο χαρακτήρας και οι διαδικασίες σχετικά με οποιαδήποτε ενδεχόμενα μετενταξιακά μέτρα παρακολούθησης και οι συνθήκες υπό τις οποίες θα μπορούσαν να είναι απαραίτητα τέτοια μέτρα·

10.   ζητεί από τα κράτη μέλη να ολοκληρώσουν τη διαδικασία κύρωσης της ένταξης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στην ΕΕ σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που έχει ορισθεί·

11.   αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, την Επιτροπή και τις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας.

(1) Κείμενα που εγκρίθηκαν την ημερομηνία αυτή, P6_TA(2005)0530 και P6_TA(2005)0531.


Επόμενα βήματα για την περίοδο προβληματισμού (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 15ης και 16ης Ιουνίου 2006)
PDF 267kWORD 47k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τα επόμενα βήματα για την περίοδο προβληματισμού και την ανάλυση σχετικά με το μέλλον της Ευρώπης
P6_TA(2006)0263B6-0327/2006

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης,

–   έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 12ης Ιανουαρίου 2005 σχετικά με τη Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης(1),

–   έχοντας υπόψη τη Δήλωση της 18ης Ιουνίου 2005 των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων σχετικά με την κύρωση της Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης μετά το πέρας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 16 και 17 Ιουνίου 2005,

–   έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 15 και 16 Δεκεμβρίου 2005,

–   έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 19ης Ιανουαρίου 2006, σχετικά με την περίοδο προβληματισμού: δομή, θέματα και πλαίσιο για μια αποτίμηση της συζήτησης για την Ευρωπαϊκή Ένωση(2),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 108, παράγραφος 5, του Κανονισμού του,

A.   λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει ξεκινήσει σε ορισμένα κράτη μέλη μια πραγματική συζήτηση για το μέλλον της Ευρωπαϊκή Ένωσης με τη συμμετοχή τόσο των πολιτικών παραγόντων όσο και των πολιτών, χωρίς όμως να συμβεί τούτο σε όλη την Ένωση και ιδιαίτερα στα κράτη μέλη που δεν έχουν ακόμη κυρώσει τη Συνταγματική Συνθήκη,

Β.   λαμβάνοντας υπόψη ότι τα θεσμικά όργανα της ΕΕ συμβάλλουν στη συζήτηση αυτή με τη διοργάνωση φόρουμ δημοσίων συζητήσεων, μεταξύ άλλων και μέσω διαδικτύου, στους τόπους εργασίας τους και σε επιλεγμένες τοποθεσίες στα κράτη μέλη, το υφιστάμενο όμως Σχέδιο Δ για Δημοκρατία, Διάλογο και Συζήτηση δεν έχει ακόμη καταστεί κτήμα του ευρύτερου κοινού στην Ένωση,

Γ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι στις 8 και 9 Μαΐου 2006 μια κοινή συνεδρίαση μελών του Ευρωπαϊκού και των εθνικών κοινοβουλίων των κρατών μελών της ΕΕ εγκαινίασε τη διακοινοβουλευτική διάσταση της συζήτησης αυτής,

Δ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι υπάρχει έντονη ανάγκη να αγγίξει η συζήτηση αυτή τους πολίτες σε όλα τα κράτη μέλη και ιδιαίτερα σε εκείνα που δεν έχουν ακόμη κυρώσει τη Συνταγματική Συνθήκη και προτίθενται να διεξάγουν δημοψήφισμα προτού το πράξουν,

Ε.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η κοινοβουλευτική έγκριση της Συνταγματικής Συνθήκης πραγματοποιήθηκε ήδη στην Εσθονία στις 9 Μαΐου 2006 και ότι, όπως ελπίζεται, θα ολοκληρωθεί σύντομα στη Φινλανδία,

ΣΤ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι, κατ' αυτόν τον τρόπο, οι χώρες που θα έχουν κυρώσει τη Συνταγματική Συνθήκη θα φθάσουν τις 16, ενώ 2 δεν είναι σε θέση να το πράξουν λόγω του αρνητικού αποτελέσματος του δημοψηφίσματος και ότι άλλες διστάζουν να αρχίσουν ή να συνεχίσουν τη διαδικασία κύρωσης με αποτέλεσμα η διαδικασία αυτή να παραπαίει στα περισσότερα από τα υπόλοιπα κράτη,

1.   επιβεβαιώνει τη δέσμευσή του να επιτευχθεί το συντομότερο δυνατό μια συνταγματική ρύθμιση για την ΕΕ, καθώς και την υποστήριξή του στη Συνταγματική Συνθήκη για την Ευρώπη·

2.   εφιστά την προσοχή στις οποιεσδήποτε προσπάθειες να υπονομευθεί ο συνολικός συμβιβασμός που επετεύχθη στο πλαίσιο της Συνθήκης δεδομένου ότι τούτο θα θέσει υπό σοβαρή αμφισβήτηση τον ευρωπαϊκό πολιτικό σχεδιασμό και θα δημιουργήσει τον κίνδυνο μιας εξασθενημένης και διαιρεμένης Ένωσης· επιβεβαιώνει την αντίθεσή του στην κατακερματισμένη εφαρμογή τμημάτων της συνταγματικής συμφωνίας καθώς και στην άμεση δημιουργία ομάδων πυρήνων ορισμένων κρατών μελών ως τρόπο παράκαμψης της συνταγματικής διαδικασίας για την Ένωση στο σύνολό της·

3.   υποστηρίζει από την άλλη πλευρά τις δημοκρατικές εκείνες βελτιώσεις στις θεσμικές διαδικασίες που μπορούν να συμφωνηθούν υπό τους όρους των υφισταμένων Συνθηκών ΕΕ, π.χ. βελτιώνοντας τη διαφάνεια σε επίπεδο Συμβουλίου Υπουργών, μεταρρυθμίζοντας τη συμφωνία περί επιτροπολογίας, τη χρήση της "πασαρέλας" στην ψήφο με ειδική πλειοψηφία και τη συναπόφαση στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων, βελτιώνοντας τον εθνικό κοινοβουλευτικό έλεγχο και καθιερώνοντας μια μορφή πρωτοβουλίας των πολιτών·

4.   ζητεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να στραφεί από την περίοδο προβληματισμού σε μια περίοδο ανάλυσης που θα διαρκέσει έως τα μέσα του 2007, προκειμένου να διατυπωθεί μια σαφής πρόταση για τη συνέχεια που θα δοθεί στη Συνταγματική Συνθήκη το αργότερο έως το δεύτερο εξάμηνο του 2007·

5.   καλεί το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να ζητήσει σαφείς δεσμεύσεις από κάθε κράτος μέλος ως προς τους τρόπους και τα μέσα που προτείνει για τη δημιουργία και πραγματοποίηση μιας ανοικτής και διαρθρωμένης δημόσιας συζήτησης σε επίπεδο Ένωσης η οποία θα επικεντρώνεται στα βασικά θέματα που αφορούν το μέλλον της Ευρώπης κατά τη διάρκεια της εκτεταμένης περιόδου προβληματισμού·

6.   ζητεί από την Επιτροπή να προσαρμόσει το "Σχέδιο Δ" για τη δεύτερη φάση της περιόδου προβληματισμού και να παράσχει επαρκή χρηματοδότηση για τις προβλεπόμενες δραστηριότητες·

7.   ζητεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να καλέσει τα κράτη μέλη που δεν έχουν ακόμη ολοκληρώσει τις διαδικασίες κύρωσης να επεξεργασθούν έως το τέλος της περιόδου προβληματισμού αξιόπιστα σενάρια ως προς τον τρόπο με τον οποίο προτίθενται να προωθήσουν τα σχετικά θέματα·

8.   προτείνει να αναπτύξει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το προσήκον πλαίσιο εις τρόπον ώστε να καταστεί δυνατός ένας συγκεκριμένος διάλογος μόλις το πολιτικό χρονοδιάγραμμα το επιτρέψει, με τους εκπροσώπους των χωρών εκείνων όπου το δημοψήφισμα για τη Συνταγματική Συνθήκη είχε αρνητική έκβαση προκειμένου να διερευνηθεί εάν και υπό ποίους όρους θα τους ήταν δυνατόν να επαναλάβουν τη διαδικασία κύρωσης·

9.   καλεί την Επιτροπή να προσυπογράψει την προσέγγιση αυτή και να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έναν "χάρτη πορείας" για την εφαρμογή της κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο·

10.   επισημαίνει στην Επιτροπή ότι μια συνταγματική τάξη είναι απαραίτητη ώστε να καταστεί νομικά δεσμευτικός ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να δημιουργηθεί μια ευρωπαϊκή δημοκρατία και να καταστεί η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεσματικότερη και κοινωνικά δικαιότερη·

11.   καλεί την Επιτροπή να εκπονήσει μελέτη σχετικά με το κόστος που προέκυψε εκ του γεγονότος ότι η Συνταγματική Συνθήκη δεν θα τεθεί σε ισχύ, όπως ελπιζόταν αρχικά, την 1η Νοεμβρίου 2006·

12.   εξάγει τα ακόλουθα συμπεράσματα από τις συζητήσεις με τα μέλη των εθνικών κοινοβουλίων των κρατών μελών της ΕΕ, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στις 8 και 9 Μαΐου 2006 στις Βρυξέλλες:

   α) έχει αποδειχθεί η ανάγκη να συνεχιστεί η συνταγματική διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θεμελιώνεται στις αρχές της ειρήνης και της αλληλεγγύης και στις άλλες κοινές αξίες·
   β) δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα κράτη μέλη της Ένωσης δεν θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν μόνα τους τις μεγάλες πολιτικές προκλήσεις για την Ευρώπη·
   γ) αναγνωρίζεται γενικώς ότι η Συνταγματική Συνθήκη θα παρείχε στην Ευρωπαϊκή Ένωση το ενδεδειγμένο πλαίσιο για την ανταπόκριση σε αυτές τις προκλήσεις·
   δ) θα χρειαστεί μια βαθύτερη ανάλυση που θα επιτρέψει τη διαμόρφωση προτάσεων κατά τη διάρκεια του 2007 με σκοπό την κατάληξη σε συμφωνία πριν από τις επόμενες ευρωπαϊκές εκλογές·
   ε) ο διακοινοβουλευτικός διάλογος σχετικά με τη συνταγματική διαδικασία στον οποίο μετέχουν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα κοινοβούλια των κρατών μελών είναι πολύ σημαντικός και πρέπει να συνεχιστεί· χαιρετίζει την εξαγγελία του Προέδρου του Φινλανδικού Κοινοβουλίου σύμφωνα με την οποία θα πραγματοποιηθεί το Δεκέμβριο του 2006 ένα δεύτερο κοινοβουλευτικό φόρουμ·
   στ) επισημαίνει στο πλαίσιο αυτό τις προτάσεις του να διαμορφωθούν οι συζητήσεις στα κοινοβουλευτικά φόρα κατά τρόπο ώστε να μπορεί να γίνει έντονη και εις βάθος ανταλλαγή απόψεων, με στόχο την επίτευξη μιας συναίνεσης επί των κεντρικών θεμάτων που αφορούν το μέλλον της Ευρώπης και τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να επιτευχθεί η πρόοδος·

13.   τονίζει εκ νέου το στόχο που έχει θέσει να είναι έτοιμη η αναγκαία συνταγματική ρύθμιση όταν οι πολίτες της Ένωσης κληθούν στις κάλπες για τις ευρωπαϊκές εκλογές του 2009·

14.   αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, την Επιτροπή και τις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών.

(1) ΕΕ C 247 Ε της 6.10.2005, σ. 88.
(2) Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2006)0027.

Ανακοίνωση νομικού περιεχομένου - Πολιτική απορρήτου