Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου ενόψει της έγκρισης της οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την τροποποίηση της οδηγίας 91/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων και της οδηγίας 2001/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής (5895/2/2006 – C6-0309/2006 – 2004/0047(COD))
(Διαδικασία συναπόφασης: δεύτερη ανάγνωση)
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη την κοινή θέση του Συμβουλίου (5895/2/2006 – C6-0309/2006)(1),
– έχοντας υπόψη τη θέση του κατά την πρώτη ανάγνωση(2) σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2004)0139)(3),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 62 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη τη σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού (A6-0475/2006),
1. εγκρίνει την κοινή θέση όπως τροποποιήθηκε·
2. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.
Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.
Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 18 Ιανουαρίου 2007 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2007/../ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 91/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων και της οδηγίας 2001/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 71,
έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής,
έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(1),
έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών(2),
αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης(3),
Εκτιμώντας τα εξής:
(1) Η οδηγία 91/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991, για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων(4), είχε σκοπό να διευκολυνθεί η προσαρμογή των κοινοτικών σιδηροδρόμων στις απαιτήσεις της ενιαίας αγοράς και να αυξηθεί η αποτελεσματικότητά τους.
(2) Η οδηγία 2001/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής(5), αφορά τις αρχές και τις διαδικασίες που εφαρμόζονται για τον καθορισμό και τη χρέωση τελών σιδηροδρομικής υποδομής και την κατανομή της χωρητικότητας σιδηροδρομικής υποδομής.
(3) Η Επιτροπή είχε εξαγγείλει στη Λευκή Βίβλο της με τίτλο "Η ευρωπαϊκή πολιτική μεταφορών με ορίζοντα το έτος 2010: η ώρα των επιλογών", την πρόθεσή της να συνεχίσει την οικοδόμηση της εσωτερικής αγοράς για τις σιδηροδρομικές υπηρεσίες προτείνοντας άνοιγμα της αγοράς για τις υπηρεσίες διεθνών μεταφορών επιβατών.
(4) Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι το άνοιγμα της αγοράς για τις διεθνείς υπηρεσίες σιδηροδρομικών μεταφορών επιβατών εντός της Κοινότητας, και, συνεπώς, δεν θα πρέπει να αφορά τις υπηρεσίες μεταξύ κράτους μέλους και τρίτης χώρας. Επιπλέον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας υπηρεσίες που αφορούν διέλευση μέσω της Κοινότητας.
(5) Η σημερινή κατάσταση όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών διεθνών σιδηροδρομικών μεταφορών εμπεριέχει αντιθέσεις. Από τη μία πλευρά, οι υπηρεσίες μεταφορών μεγάλων αποστάσεων (για παράδειγμα νυκτερινά τρένα) αντιμετωπίζουν δυσκολίες και οι οικείες σιδηροδρομικές επιχειρήσεις έχουν, τελευταίως, αποσύρει πολλές από αυτές τις υπηρεσίες, προκειμένου να περιορίσουν τις απώλειες. Από την άλλη πλευρά, στην αγορά των υπηρεσιών διεθνών μεταφορών μεγάλης ταχύτητας, η κυκλοφορία σημείωσε μεγάλη αύξηση και πρόκειται να αναπτυχθεί ακόμη περισσότερο με τον διπλασιασμό και τη διασύνδεση του διευρωπαϊκού δικτύου μεγάλης ταχύτητας έως το έτος 2010. Ωστόσο, η πίεση του ανταγωνισμού από τις αεροπορικές εταιρίες χαμηλού κόστους είναι πολύ σημαντική και στις δύο περιπτώσεις. Επομένως, είναι ουσιώδους σημασίας να τονωθούν νέες πρωτοβουλίες με την προώθηση του ανταγωνισμού μεταξύ σιδηροδρομικών επιχειρήσεων.
(6) Το άνοιγμα της αγοράς για τις υπηρεσίες μεταφορών επιβατών δεν θα ήταν δυνατό χωρίς λεπτομερείς διατάξεις για την πρόσβαση στην υποδομή, ουσιώδη πρόοδο στον τομέα της διαλειτουργικότητας και αυστηρό πλαίσιο για τη σιδηροδρομική ασφάλεια σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Όλα αυτά τα στοιχεία συντρέχουν πλέον, με τη μεταφορά στο δίκαιο των κρατών μελών της οδηγίας 2001/12/ΕΚ(6) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της οδηγίας 2004/51/ΕΚ(7) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της οδηγίας 2001/13/ΕΚ(8) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, για την τροποποίηση της οδηγίας 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου, της οδηγίας 2001/14/ΕΚ καθώς και της οδηγίας 2004/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την ασφάλεια των κοινοτικών σιδηροδρόμων(9). Είναι ανάγκη να υποστηριχθεί το νέο αυτό κανονιστικό πλαίσιο με τη σύσταση εδραιωμένων πρακτικών έως την ημερομηνία που προτείνεται για το άνοιγμα της αγοράς για τις υπηρεσίες μεταφορών επιβατών. Τα κράτη μέλη τα οποία προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004 και μετά από την ημερομηνία αυτή θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να αναβάλουν την ημερομηνία στόχου του 2017 για τις εθνικές μεταφορές επιβατών έως και πέντε χρόνια κατ" ανώτατο όριο.
(7) Ο αριθμός των σιδηροδρομικών υπηρεσιών χωρίς ενδιάμεσες στάσεις είναι πολύ περιορισμένος. Στις διαδρομές που περιλαμβάνουν ενδιάμεσες στάσεις, είναι ουσιώδους σημασίας να επιτρέπεται στις νεοεισερχόμενες στην αγορά επιχειρήσεις η επιβίβαση και η αποβίβαση επιβατών κατά μήκος της διαδρομής, προκειμένου να εξασφαλισθεί για τις επιχειρήσεις αυτές ρεαλιστική πιθανότητα προκειμένου τα δρομολόγια αυτά να είναι οικονομικώς βιώσιμα και προκειμένου να μην τίθενται οι εν δυνάμει ανταγωνιστές σε μειονεκτική θέση ως προς τις υφιστάμενες επιχειρήσεις στις οποίες επιτρέπεται η επιβίβαση και η αποβίβαση επιβατών κατά μήκος της διαδρομής. Το δικαίωμα αυτό θα πρέπει να μη θίγει κοινοτικές και εθνικές ρυθμίσεις σχετικές με την πολιτική του ανταγωνισμού.
(8)Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1191/69 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1969, περί των ενεργειών των κρατών μελών που αφορούν τις υποχρεώσεις που είναι συνυφασμένες με την έννοια της δημόσιας υπηρεσίας στον τομέα των σιδηροδρομικών, οδικών και εσωτερικών πλωτών μεταφορών(10) επιτρέπει στα κράτη μέλη και στις τοπικές αρχές να αναθέτουν συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Οι συμβάσεις αυτές ενδέχεται να προβλέπουν αποκλειστικά δικαιώματα για την παροχή ορισμένων υπηρεσιών μεταφορών. Είναι, επομένως, αναγκαίο να εξασφαλισθεί η συνοχή μεταξύ των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού και της αρχής του ανοίγματος της παροχής υπηρεσιών διεθνών μεταφορών επιβατών στον ανταγωνισμό.
(9) Το άνοιγμα της παροχής υπηρεσιών διεθνών μεταφορών επιβατών στον ανταγωνισμό, το οποίο περιλαμβάνει το δικαίωμα επιβίβασης επιβατών σε κάθε σταθμό που βρίσκεται επί της διαδρομής του διεθνούς δρομολογίου και αποβίβασής τους σε άλλο σταθμό, συμπεριλαμβανομένων σταθμών ευρισκομένων στο ίδιο κράτος μέλος, μπορεί να έχει επιπτώσεις για την οργάνωση και τη χρηματοδότηση των υπηρεσιών σιδηροδρομικών μεταφορών επιβατών που παρέχονται στα πλαίσια σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να περιορίζουν το δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το δικαίωμα αυτό θα έθετε σε κίνδυνο την οικονομική ισορροπία των εν λόγω συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας και η έγκριση χορηγείται από τον σχετικό ρυθμιστικό φορέα κατά το άρθρο 30 της οδηγίας 2001/14/ΕΚ με βάση αντικειμενική οικονομική ανάλυση, κατόπιν αιτήματος των αρμόδιων αρχών ανάθεσης της σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας.
(10) Ορισμένα κράτη μέλη έχουν κινηθεί ήδη προς το άνοιγμα της αγοράς υπηρεσιών σιδηροδρομικών μεταφορών επιβατών με διαφανή και ανοικτή διαδικασία πρόσκλησης υποβολής προσφορών για την παροχή ορισμένων από τις υπηρεσίες αυτές. Δεν θα πρέπει να οφείλουν να παράσχουν τελείως ελεύθερη πρόσβαση στις υπηρεσίες διεθνών μεταφορών επιβατών, δεδομένου ότι ο ανταγωνισμός αυτός για το δικαίωμα χρήσης ορισμένων σιδηροδρομικών διαδρομών εμπεριέχει ικανοποιητική δοκιμασία της αγοραστικής αξίας της λειτουργίας των εν λόγω υπηρεσιών.
(11) Η εκτίμηση του αν θα μπορούσε να τεθεί σε κίνδυνο η οικονομική ισορροπία της σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη προκαθορισμένα κριτήρια, όπως είναι ο αντίκτυπος στην αποδοτικότητα κάθε υπηρεσίας μεταφορών παρεχόμενης στο πλαίσιο της σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένων των συνακόλουθων επιπτώσεων στο καθαρό κόστος για την αρμόδια δημόσια αρχή ανάθεσης της σύμβασης, η επιβατική ζήτηση, η τιμολόγηση των εισιτηρίων, οι διακανονισμοί ως προς τα εισιτήρια, η θέση και ο αριθμός των στάσεων εκατέρωθεν των συνόρων και το χρονοδιάγραμμα και η συχνότητα της προτεινόμενης νέας υπηρεσίας. Στο πλαίσιο σεβασμού της εκτίμησης αυτής και τήρησης της απόφασης του σχετικού ρυθμιστικού φορέα, τα κράτη μέλη θα είχαν τη δυνατότητα να χορηγούν, να τροποποιούν ή να αρνούνται το δικαίωμα πρόσβασης για την επιδιωκόμενη υπηρεσία διεθνών μεταφορών επιβατών, συμπεριλαμβανομένης της χρέωσης του φορέα εκμετάλλευσης νέας υπηρεσίας διεθνών μεταφορών επιβατών, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική ανάλυση και σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο και τις αρχές της ισότητας και της μη διακριτικής μεταχείρισης.
(12) Προκειμένου να συμβάλουν στη λειτουργία υπηρεσιών μεταφοράς επιβατών σε διαδρομές που υπόκεινται στην υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας, είναι σκόπιμο να επιτρέπεται στα κράτη μέλη τα οποία το επιθυμούν να παράσχουν τη δυνατότητα στις αρμόδιες αρχές για αυτές τις υπηρεσίες να εισπράττουν εισφορά για τις υπηρεσίες μεταφορών επιβατών που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους. Αυτή η εισφορά θα πρέπει να συμβάλει στη χρηματοδότηση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας που καθορίζουν οι συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας που έχουν συναφθεί σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο. Η εισφορά θα πρέπει να επιβάλλεται σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, και ιδίως σύμφωνα με τις αρχές της ισότητας, της διαφάνειας, των μη διακρίσεων και της αναλογικότητας.
(13) Ο ρυθμιστικός φορέας θα πρέπει να λειτουργεί κατά τρόπο ώστε να αποφεύγεται κάθε σύγκρουση συμφερόντων και κάθε δυνατή ανάμιξη στην ανάθεση της υπό εξέταση σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να εξασφαλίζεται η λειτουργική του ανεξαρτησία, εάν για λόγους οργανωτικούς ή νομικής φύσεως είναι στενά συνδεδεμένος με την αρμόδια αρχή που εμπλέκεται στην ανάθεση της υπό εξέταση σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Η αρμοδιότητα του ρυθμιστικού φορέα θα πρέπει να επεκταθεί προκειμένου να καταστεί δυνατή η εκτίμηση του σκοπού διεθνούς υπηρεσίας και, εφόσον απαιτείται, του πιθανού οικονομικού αντίκτυπου στις υφιστάμενες συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας.
(14) Η παρούσα οδηγία αποτελεί περαιτέρω φάση του ανοίγματος της αγοράς των σιδηροδρόμων. Ορισμένα κράτη μέλη έχουν ήδη ανοίξει την αγορά των υπηρεσιών διεθνών μεταφορών επιβατών στο έδαφός τους. Στο πλαίσιο αυτό, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εννοηθεί ως δημιουργούσα υποχρεώσεις για τα εν λόγω κράτη μέλη ώστε αυτά να χορηγήσουν, πριν από την 1η Ιανουαρίου 2010, δικαιώματα πρόσβασης σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις οι οποίες έχουν άδεια σε κράτος μέλος στο οποίο δεν έχουν χορηγηθεί παρόμοια δικαιώματα.
(15)Για την κατασκευή ειδικευμένων υποδομών, όπως σιδηροδρομικών συνδέσεων υψηλής ταχύτητας, απαιτείται για τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις ασφάλεια σχεδιασμού και δικαίου, η οποία ανταποκρίνεται στις εκτεταμένες και μακροπρόθεσμες επενδύσεις. Για το λόγο αυτό πρέπει να επιτραπεί στις επιχειρήσεις αυτές να συνάπτουν κατά κανόνα συμφωνίες πλαίσια με διάρκεια έως 15 έτη.
(16) Οι εθνικοί ρυθμιστικοί φορείς θα πρέπει, βάσει του άρθρου 31 της οδηγίας 2001/14/ΕΚ, να ανταλλάσσουν πληροφορίες και, εφόσον αρμόζει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να συντονίζονται όσον αφορά τις αρχές και τις πρακτικές της εκτίμησης του κατά πόσον τίθεται σε κίνδυνο η οικονομική ισορροπία μιας σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Θα πρέπει προοδευτικά να αναπτύσσουν κατευθυντήριες γραμμές με βάση την εμπειρία τους.
(17) Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να αξιολογηθεί με βάση δύο εκθέσεις που θα υποβάλει η Επιτροπή ένα έτος μετά την αντίστοιχη ημερομηνία ανοίγματος της αγοράς της παροχής υπηρεσιών διεθνών και εθνικών μεταφορών επιβατών. Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει και άλλη έκθεση, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012, που θα εστιάζεται στο στάδιο προετοιμασίας για το άνοιγμα της αγοράς των σιδηροδρόμων για τις υπηρεσίες εθνικών μεταφορών επιβατών και, πιθανώς, θα προτείνει συνοδευτικά μέτρα για τη διευκόλυνση του μέτρου αυτού.
(18) Τα κράτη μέλη που δεν διαθέτουν σιδηροδρομικό δίκτυο ούτε αντιμετωπίζουν άμεση προοπτική να αποκτήσουν, θα επιβαρύνονταν με δυσανάλογες και περιττές υποχρεώσεις αν ήταν υποχρεωμένα να μεταφέρουν στο εθνικό τους δίκαιο και να εφαρμόσουν τις οδηγίες 91/440/ΕΟΚ και 2001/14/ΕΚ. Επομένως, τα κράτη μέλη που εμπίπτουν σ" αυτή την κατηγορία θα πρέπει να εξαιρεθούν, για όσο διάστημα δεν διαθέτουν σιδηροδρομικό δίκτυο, από την υποχρέωση μεταφοράς και εφαρμογής των εν λόγω οδηγιών.
(19)Τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή των οδηγιών 91/440/ΕΟΚ και 2001/14/ΕΚ θα πρέπει να ληφθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή(11).
(20)Ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να θεσπίσει, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ, μέτρα γενικής εμβελείας με αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων των εν λόγω οδηγιών.
(21) Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, δεδομένης της ανάγκης να εξασφαλίζονται δίκαιοι όροι πρόσβασης στην υποδομή, χωρίς διακρίσεις, και να λαμβάνεται υπόψη η προφανής διεθνής διάσταση του τρόπου λειτουργίας σημαντικών τμημάτων των σιδηροδρομικών δικτύων καθώς και η ανάγκη για συντονισμένη διακρατική δράση, και μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.
(22) Σύμφωνα με το σημείο 34 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας(12), τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να συντάσσουν και να δημοσιοποιούν, προς ίδιο όφελος και προς το συμφέρον της Κοινότητας, τους δικούς τους πίνακες, στους οποίους θα παρουσιάζεται, όσο το δυνατόν περισσότερο, ο συσχετισμός μεταξύ της παρούσας οδηγίας και των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο.
(23) Θα πρέπει, συνεπώς, να τροποποιηθούν αναλόγως οι οδηγίες 91/440/ΕΟΚ και 2001/14/ΕΚ,
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
Άρθρο 1
Η οδηγία 91/440/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:
1) Στο άρθρο 2, προστίθεται η εξής παράγραφος:
"
4. Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρέσουν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας κάθε υπηρεσία σιδηροδρομικών μεταφορών που παρέχεται με διέλευση μέσω της Κοινότητας και η οποία έχει έναρξη και τέλος εκτός του κοινοτικού εδάφους.
"
2) Στο άρθρο 3, απαλείφεται η τέταρτη περίπτωση.
3) Στο άρθρο 3, μετά την πέμπτη περίπτωση, παρεμβάλλεται η εξής περίπτωση:
"
–
"υπηρεσία διεθνών μεταφορών επιβατών": υπηρεσία μεταφορών επιβατών στο πλαίσιο της οποίας η αμαξοστοιχία διέρχεται τουλάχιστον μια συνοριακή γραμμή κράτους μέλους και ο κύριος σκοπός της οποίας είναι η μεταφορά επιβατών μεταξύ σταθμών που βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη· η αμαξοστοιχία μπορεί να συνενώνεται και/ή να διαχωρίζεται, και τα διάφορα τμήματα μπορεί να έχουν διαφορετικές προελεύσεις και διαφορετικούς προορισμούς, με την προϋπόθεση ότι όλα τα βαγόνια διέρχονται τουλάχιστο μία συνοριακή γραμμή,
"
4) Στο άρθρο 3, μετά την έκτη περίπτωση, παρεμβάλλεται η εξής περίπτωση:
"
–
"διέλευση": η διάσχιση κοινοτικού εδάφους, η οποία πραγματοποιείται χωρίς φόρτωση ή εκφόρτωση εμπορευμάτων ή/και χωρίς επιβίβαση επιβατών ή αποβίβασή τους στο κοινοτικό έδαφος.
"
5) Στο άρθρο 5, παράγραφος 3, η πρώτη περίπτωση απαλείφεται.
6) Στο άρθρο 8, παράγραφος 1, η φράση "και οι διεθνείς ενώσεις" απαλείφεται.
7) Στο άρθρο 10, η παράγραφος 1 απαλείφεται.
8) Στο άρθρο 10, παρεμβάλλονται οι εξής παράγραφοι:
"
3α. Στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 χορηγείται, με σκοπό την παροχή υπηρεσιών διεθνών μεταφορών επιβατών, μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2010, δικαίωμα πρόσβασης στην υποδομή όλων των κρατών μελών. Οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις έχουν το δικαίωμα, όταν παρέχουν υπηρεσίες διεθνών μεταφορών επιβατών, να επιβιβάζουν επιβάτες σε οποιονδήποτε σταθμό βρίσκεται επί της διεθνούς διαδρομής και να τους αποβιβάζουν σε άλλον, συμπεριλαμβανομένων σταθμών ευρισκόμενων στο αυτό κράτος μέλος.
Το δικαίωμα πρόσβασης στην υποδομή των κρατών μελών για τα οποία το μερίδιο των διεθνών σιδηροδρομικών μεταφορών επιβατών αντιπροσωπεύει πλέον του 50% του κύκλου εργασιών του τμήματος επιβατών των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων στο εν λόγω κράτος μέλος, παρέχεται έως την 1η Ιανουαρίου 2012.
Το κατά πόσον ο κύριος σκοπός της υπηρεσίας είναι η μεταφορά επιβατών μεταξύ σταθμών που βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη προσδιορίζεται από τον ή τους σχετικούς ρυθμιστικούς φορείς του άρθρου 30 της οδηγίας 2001/14/EK, κατόπιν αιτήματος των σχετικών αρμόδιων αρχών ή/και των ενδιαφερομένων σιδηροδρομικών επιχειρήσεων.
3β. Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν το δικαίωμα πρόσβασης που καθορίζεται στην παράγραφο 3α όσον αφορά υπηρεσίες μεταφορών μεταξύ ενός σημείου αναχώρησης και ενός σημείου προορισμού, οι οποίες καλύπτονται από μια ή περισσότερες συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας σύμφωνα με την ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία. Ο περιορισμός αυτός δεν μπορεί να επιφέρει τον περιορισμό του δικαιώματος επιβίβασης επιβατών σε οποιονδήποτε σταθμό βρίσκεται επί της διεθνούς διαδρομής συγκεκριμένης υπηρεσίας μεταφορών και αποβίβασής τους σε άλλον, συμπεριλαμβανομένων σταθμών ευρισκόμενων στο αυτό κράτος μέλος, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η άσκηση αυτού του δικαιώματος θα έθετε σε κίνδυνο την οικονομική ισορροπία μιας σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας.
Το ζήτημα αν τίθεται σε κίνδυνο η οικονομική ισορροπία προσδιορίζεται από τον σχετικό ρυθμιστικό φορέα ή φορείς του άρθρου 30 της οδηγίας 2001/14/ΕΚ βάσει αντικειμενικής οικονομικής ανάλυσης και προκαθορισμένων κριτηρίων, κατόπιν αιτήματος:
‐
της αρμόδιας αρχής ή αρχών που ανέθεσαν τη σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας,
‐
κάθε άλλης ενδιαφερόμενης αρμόδιας αρχής με το δικαίωμα να περιορίζει την πρόσβαση δυνάμει του παρόντος άρθρου,
‐
του διαχειριστή της υποδομής, ή
‐
της σιδηροδρομικής επιχείρησης που εκτελεί τη σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας.
Οι αρμόδιες αρχές και οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που προσφέρουν τις δημόσιες υπηρεσίες παρέχουν στον σχετικό ρυθμιστικό φορέα ή φορείς τις πληροφορίες που εύλογα απαιτούνται για να λάβει απόφαση. Ο ρυθμιστικός φορέας εξετάζει τις παρεχόμενες πληροφορίες, διαβουλευόμενος με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, κατά περίπτωση, και τα ενημερώνει για την αιτιολογημένη απόφασή του εντός προκαθορισμένου εύλογου χρονικού διαστήματος και, οπωσδήποτε, εντός 2 μηνών από τη λήψη όλων των σχετικών πληροφοριών. Ο ρυθμιστικός φορέας αιτιολογεί την απόφασή του και καθορίζει το χρονικό διάστημα εντός του οποίου, και τους όρους υπό τους οποίους:
‐
η σχετική αρμόδια αρχή ή αρχές,
‐
ο διαχειριστής της υποδομής,
‐
η σιδηροδρομική επιχείρηση που εκτελεί τη σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ή
‐
η σιδηροδρομική επιχείρηση που διεκδικεί πρόσβαση,
μπορούν να ζητήσουν αναθεώρηση της απόφασης.
3γ. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να περιορίζουν το δικαίωμα επιβίβασης και αποβίβασης επιβατών σε σταθμούς εντός του αυτού κράτους μέλους σε διαδρομή κατά την οποία παρέχεται υπηρεσία διεθνών μεταφορών επιβατών όταν έχει χορηγηθεί αποκλειστικό δικαίωμα διακίνησης επιβατών μεταξύ αυτών των σταθμών σύμφωνα με σύμβαση παραχώρησης που έχει ανατεθεί πριν από τις ...(13), με βάση διαδικασία πρόσκλησης υποβολής προσφορών, εντός δικαίου ανταγωνιστικού πλαισίου, και σύμφωνα με τις σχετικές αρχές του κοινοτικού δικαίου. Ο περιορισμός αυτός μπορεί να συνεχισθεί καθ" όλη την αρχική διάρκεια της σύμβασης, ή επί 15 χρόνια, αναλόγως του ποιο χρονικό διάστημα είναι συντομότερο.
3δ. Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν απαιτούν από κράτος μέλος να χορηγεί, πριν από την 1η Ιανουαρίου 2010, όσον αφορά τις υπηρεσίες διεθνών μεταφορών επιβατών, το σημειούμενο στην παράγραφο 3α δικαίωμα πρόσβασης των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και των άμεσα ή έμμεσα ελεγχόμενων θυγατρικών τους στις οποίες έχει δοθεί άδεια σε κράτος μέλος στο οποίο δεν χορηγούνται δικαιώματα πρόσβασης παρόμοιας φύσης.
3ε. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζουν ότι οι αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 3β, 3γ και 3δ υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο.
3στ. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3β, τα κράτη μέλη δύνανται, με βάση τους όρους του παρόντος άρθρου, να εξουσιοδοτούν μια αρχή, αρμόδια για τις σιδηροδρομικές μεταφορές, να επιβάλει στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που παρέχουν διεθνή υπηρεσία μεταφοράς επιβατών, εισφορά για την εκμετάλλευση συνδέσεων οι οποίες ανήκουν στη δικαιοδοσία της εν λόγω αρχής και οι οποίες πραγματοποιούνται μεταξύ δύο σταθμών του οικείου κράτους μέλους.
Στην περίπτωση αυτή, οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσία εθνικών μεταφορών υπόκεινται στην ίδια εισφορά για την εκμετάλλευση των εν λόγω συνδέσεων.
Η εισφορά προορίζεται για την αντιστάθμιση των υποχρεώσεων της εν λόγω αρχής για την παροχή δημόσιων υπηρεσιών, που καθορίζει σύμβαση παροχής δημόσιων υπηρεσιών που έχει συναφθεί σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο. Η αντιστάθμιση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των δαπανών που συνεπάγεται η απαλλαγή από τις υποχρεώσεις παροχής δημοσίων υπηρεσιών, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών αποδείξεων και του λογικού κέρδους για την απαλλαγή από τις υποχρεώσεις αυτές.
Η εισφορά επιβάλλεται σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, με σεβασμό ιδίως των αρχών της δικαιοσύνης, της διαφάνειας, της μη διακριτικής μεταχείρισης και της αναλογικότητας, ιδίως μεταξύ της τιμής της υπηρεσίας και του επιπέδου της εισφοράς. Το σύνολο των επιβληθεισών εισφορών δεν θέτει σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα της υπηρεσίας διεθνούς μεταφοράς επιβατών στην οποία επιβάλλονται.
Οι αρμόδιες αρχές διατηρούν τις αναγκαίες πληροφορίες ώστε να διασφαλίζεται η δυνατότητα εντοπισμού της προέλευσης των εισφορών και της χρήσης τους. Τα κράτη μέλη παρέχουν τις πληροφορίες αυτές στην Επιτροπή.
"
9) Στο άρθρο 10, η παράγραφος 8 αντικαθίσταται ως εξής:
"
8. Έως την 1η Ιανουαρίου 2009, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών έκθεση για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.
Η έκθεση αυτή αφορά:
‐
την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας στα κράτη μέλη, ιδίως τις επιπτώσεις της στα μικρά κράτη μέλη, και την αποτελεσματική λειτουργία των διάφορων φορέων τους οποίους αφορά,
‐
την εξέλιξη της αγοράς, ιδίως τις διεθνείς τάσεις της κυκλοφορίας, τις δραστηριότητες και το μερίδιο αγοράς όλων των παραγόντων της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των νεοεισερχομένων.
"
10) Στο άρθρο 10, προστίθεται η εξής παράγραφος :
"
9. Έως την 1η Ιανουαρίου 2018, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών έκθεση για την εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 3β και 3δ.
Σε έκθεση που πρέπει να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012, η Επιτροπή αναλύει ειδικότερα την κατάσταση προετοιμασίας για το άνοιγμα της αγοράς εθνικών υπηρεσιών σιδηροδρομικών μεταφορών επιβατών. Στην εν λόγω έκθεση, η Επιτροπή προτείνει, εφόσον ενδείκνυται, περαιτέρω συμπληρωματικά μέτρα για τη διευκόλυνση του ανοίγματος της αγοράς αυτής και την τήρηση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας.
"
11)Το άρθρο 11, παράγραφος 2, αντικαθίσταται ως εξής:
"
2.Τα απαιτούμενα μέτρα για την προσαρμογή των παραρτημάτων εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που προβλέπει το άρθρο 11a, παράγραφος 3.
"
12)Το άρθρο 11α, παράγραφος 3, αντικαθίσταται ως εξής:
"
3.Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5α, παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.
"
13) Στο άρθρο 15, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:
"
Οι υποχρεώσεις για τη μεταφορά στο εθνικό τους δίκιο και την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν ισχύουν για την Κύπρο και τη Μάλτα ενόσω δεν έχει εγκατασταθεί σιδηροδρομικό δίκτυο στο έδαφός τους.
"
Άρθρο 2
Η οδηγία 2001/14/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:
1) Στο άρθρο 1, παράγραφος 3, προστίθεται το ακόλουθο σημείο:
"
ε)
δραστηριότητες μεταφορών υπό μορφή παροχής υπηρεσιών σιδηροδρομικών μεταφορών με διέλευση μέσω της Κοινότητας.
"
2) Στο άρθρο 2, προστίθεται το εξής στοιχείο:
"
ιδ)
"διέλευση": η διάσχιση κοινοτικού εδάφους, η οποία πραγματοποιείται χωρίς φόρτωση ή εκφόρτωση εμπορευμάτων ή/και χωρίς επιβίβαση επιβατών ή αποβίβασή τους στο κοινοτικό έδαφος.
"
3) Στο άρθρο 13, προστίθεται η εξής παράγραφος:
"
4. Όταν αιτών προτίθεται να ζητήσει χωρητικότητα υποδομής με σκοπό την παροχή υπηρεσίας διεθνών μεταφορών επιβατών, όπως ορίζει το άρθρο 3 της οδηγίας 91/440/ΕΟΚ, ενημερώνει τους ενδιαφερόμενους διαχειριστές υποδομής και τους ενδιαφερόμενους ρυθμιστικούς φορείς. Προκειμένου να καταστεί δυνατή η εκτίμηση του σκοπού της διεθνούς υπηρεσίας να μεταφέρει επιβάτες μεταξύ σταθμών που βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη, και τον πιθανό οικονομικό αντίκτυπο στις υφιστάμενες συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, οι ρυθμιστικοί φορείς διασφαλίζουν ότι ενημερώνεται κάθε αρμόδια αρχή που έχει αναθέσει υπηρεσία σιδηροδρομικών μεταφορών επιβατών καθοριζόμενη σε σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας, κάθε άλλη ενδιαφερόμενη αρμόδια αρχή με το δικαίωμα να περιορίζει την πρόσβαση δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 3β, της οδηγίας 91/440/EOK και κάθε σιδηροδρομική επιχείρηση που εκτελεί τη σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας επί της διαδρομής αυτής της υπηρεσίας διεθνούς μεταφοράς επιβατών.
"
4) Στο άρθρο 17, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται ως εξής:
"
5. Οι συμφωνίες-πλαίσιο ισχύουν, κατ" αρχήν, για χρονικό διάστημα πέντε ετών, ανανεώσιμο για περιόδους ίσες προς την αρχική τους διάρκεια. Ο διαχειριστής υποδομής μπορεί να συμφωνεί για συντομότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Κάθε χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα 5 έτη, πρέπει να δικαιολογείται λόγω της ύπαρξης εμπορικών συμβάσεων, εξειδικευμένων επενδύσεων ή κινδύνων.
5α. Για υπηρεσίες που χρησιμοποιούν εξειδικευμένη υποδομή, κατά το άρθρο 24, η οποία απαιτεί σημαντικές και μακροπρόθεσμες επενδύσεις, καταλλήλως αιτιολογημένες από τον αιτούντα, οι συμφωνίες-πλαίσιο μπορούν να διαρκούν 15 έτη. Οποιοδήποτε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 15 ετών επιτρέπεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ιδίως στο πλαίσιο εκτεταμένων και μακροπρόθεσμων επενδύσεων, και ιδίως όταν οι επενδύσεις αυτές αποτελούν αντικείμενο συμβατικών δεσμεύσεων που περιλαμβάνουν πολυετές σχέδιο αποσβέσεων.
Είναι δυνατόν, στην περίπτωση αυτή, να απαιτηθεί από τον αιτούντα λεπτομερής καθορισμός των χαρακτηριστικών χωρητικότητας της υποδομής, μεταξύ άλλων της συχνότητας, του όγκου και της ποιότητας των σιδηροδρομικών διαδρομών, που παραχωρείται στον αιτούντα για τη διάρκεια της συμφωνίας-πλαισίου. Ο διαχειριστής υποδομής μπορεί να μειώνει τη διατεθείσα χωρητικότητα η οποία, για διάστημα τουλάχιστον ενός μηνός, χρησιμοποιήθηκε λιγότερο από το κατώτατο όριο ποσόστωσης που προβλέπει το άρθρο 27.
Από την 1η Ιανουαρίου 2010, όσον αφορά τις υπηρεσίες διεθνών μεταφορών επιβατών, μπορεί να συνταχθεί μια αρχική συμφωνία-πλαίσιο διάρκειας 5 ετών, άπαξ ανανεώσιμη, βάσει των χαρακτηριστικών χωρητικότητας των οποίων κάνουν χρήση οι αιτούντες φορείς εκτέλεσης υπηρεσιών πριν από την 1η Ιανουαρίου 2010, προκειμένου να ληφθούν υπόψη εξειδικευμένες επενδύσεις ή η ύπαρξη εμπορικών συμβάσεων. Ο ρυθμιστικός φορέας του άρθρου 30 είναι υπεύθυνος να εγκρίνει την έναρξη ισχύος μιας τέτοιας συμφωνίας.
"
5) Στο άρθρο 30, παράγραφος 1, παρεμβάλλεται η εξής φράση πριν από την τελευταία:
"
Είναι, επιπλέον, λειτουργικά ανεξάρτητοι από κάθε αρμόδια αρχή που συμμετέχει στην ανάθεση σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας.
"
6)Το άρθρο 34, παράγραφος 3, αντικαθίσταται ως εξής:
"
3.Τα απαιτούμενα μέτρα για την τροποποίηση των παραρτημάτων θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 35, παράγραφος 3.
"
7)Το άρθρο 35, παράγραφος 3, αντικαθίσταται ως εξής:
"
3.Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5α, παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.
"
8) Στο άρθρο 38, προστίθεται το εξής εδάφιο:
"
Οι υποχρεώσεις για τη μεταφορά στο εθνικό τους δίκιο και την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν ισχύουν για την Κύπρο και τη Μάλτα εν όσω δεν έχει εγκατασταθεί σιδηροδρομικό δίκτυο στο έδαφός τους.
"
Άρθρο 3
1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία πριν από τις …(14). Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων αυτών.
Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.
2. Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των βασικών διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.
3. Οι διατάξεις των σημείων 2, 5, 6 και 7 του άρθρου 1 εφαρμόζονται από 1ης Ιανουαρίου 2010.
Άρθρο 4
Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 28ης Σεπτεμβρίου 2005 (ΕΕ C 227 Ε, 21.9.2006, σ. 460), κοινή θέση του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 2006 (ΕΕ C 289 Ε, 28.11.2006, σ. 30) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Ιανουαρίου 2007.
ΕΕ L 75, 15.3.2001, σ. 29. Οδηγία η οποία τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2004/49/ΕΚ (ΕΕ L 164, 30.4.2004, σ. 44). Διορθωμένη έκδοση στην ΕΕ L 220, 21.6.2004, σ. 16.