Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Απριλίου 2007 σχετικά με το Πράσινο Βιβλίο "Αγωγές αποζημίωσης για παράβαση των αντιμονοπωλιακών κανόνων της ΕΚ" (2006/2207(INI))
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη το Πράσινο Βιβλίο της Επιτροπής "Αγωγές αποζημίωσης για παράβαση των αντιμονοπωλιακών κανόνων της ΕΚ" (COM(2005)0672) (Πράσινο βιβλίο για τις αποζημιώσεις),
‐ έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής για την πολιτική ανταγωνισμού 2004 (SEC(2005)0805),
‐ έχοντας υπόψη το από 15 Νοεμβρίου 1961 ψήφισμά του, σε απάντηση του αιτήματος του Συμβουλίου Υπουργών της ΕΟΚ προκειμένου να ζητηθεί η γνώμη του Κοινοβουλίου σε σχέση με την πρόταση αρχικού εκτελεστικού κανονισμού για τα άρθρα 85 και 86 της Συνθήκης ΕΟΚ(1),
‐ έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών για την εξέταση των υποθέσεων που εμπίπτουν στα άρθρα 85 και 86 της Συνθήκης ΕΚ(2),
‐ έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Λισαβόνας της 23ης και 24ης Μαρτίου 2000, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Γκέτεμποργκ της 15ης και 16ης Ιουνίου 2001, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Λάακεν της 14ης και 15ης Δεκεμβρίου 2001, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Βαρκελώνης της 15ης και 16ης Μαρτίου 2002, και των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων των Βρυξελλών της 20ής και 21ης Μαρτίου 2003, της 25ης και 26ης Μαρτίου 2004, της 22ας και 23ης Μαρτίου 2005 και της 23ης και 24ης Μαρτίου 2006,
‐ έχοντας υπόψη την έκθεση που δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2004 από την Ομάδα Υψηλού Επιπέδου με τίτλο, "Αντιμετωπίζοντας την πρόκληση – η Στρατηγική της Λισαβόνας για την Ανάπτυξη και την Απασχόληση",
‐ έχοντας υπόψη τον κανονισμό του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1/2003 της 16ης Δεκεμβρίου 2002 για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης(3), τον κανονισμό της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 773/2004 της 7ης Απριλίου 2004 σχετικά µε τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάµει των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης ΕΚ(4) και τον κανονισμό του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 139/2004 της 20ής Ιανουαρίου 2004 για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων(5),
‐ έχοντας υπόψη τα διεθνή συμβατικά κείμενα που αναγνωρίζουν το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και ειδικότερα την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και τα Πολιτικά Δικαιώματα και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, τα Κοινωνικά και τα Πολιτιστικά Δικαιώματα, καθώς και τα πρωτόκολλά τους,
‐ έχοντας υπόψη το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών καθώς και τα πρωτόκολλά τους,
‐ έχοντας υπόψη το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης(6),
‐ έχοντας υπόψη το άρθρο 45 του Κανονισμού του,
‐ έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων (A6-0133/2007),
Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι η πολιτική ανταγωνισμού έχει αποτελέσει από την αρχή μέρος του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ότι συνιστά καίριο παράγοντα για τη διαδικασία οικοδόμησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ελεύθερος και ανόθευτος ανταγωνισμός έχει μεγάλη σημασία για την υλοποίηση των στόχων της στρατηγικής της Λισαβόνας-Γκέτεμποργκ, τον δυναμισμό της εσωτερικής αγοράς, την επιχειρηματική αριστεία, τα συμφέροντα των καταναλωτών και τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ η αντιανταγωνιστική συμπεριφορά εμποδίζει την επίτευξη όλων αυτών των στόχων,
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης ΕΚ αποτελούν διατάξεις δημόσιας πολιτικής, άμεσου ισχύος, και ότι πρέπει να εφαρμόζονται αυτόματα από τις αρμόδιες αρχές· ότι δημιουργούν δικαιώματα στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών τα οποία πρέπει να διασφαλίζονται αποτελεσματικά από τις εθνικές δικαστικές αρχές, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης στην υπόθεση 26/62 Van Gend & Loos(7), που είναι σημαντική ιδίως ως πρόδρομος των υποθέσεων που ακολούθησαν,
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι στα κράτη μέλη το δίκαιο του ανταγωνισμού εφαρμόζεται κατά κύριο λόγο μέσω διαύλων του δημόσιου δικαίου, και ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές και εμπόδια στα κράτη μέλη που μπορούν να αποτρέψουν τους πιθανούς ενάγοντες να ασκήσουν αγωγές αποζημίωσης,
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι καθώς το Δικαστήριο θεωρεί ότι, ελλείψει κοινοτικών κανόνων που διέπουν το δικαίωμα των θυμάτων να διεκδικούν αποζημιώσεις ενώπιον των εθνικών δικαστικών αρχών, το εγχώριο νομικό σύστημα κάθε κράτους μέλους είναι εκείνο που καθορίζει τα δικαστήρια που έχουν δικαιοδοσία και θεσπίζει λεπτομερείς δικονομικούς κανόνες που διέπουν τις αγωγές για τη διασφάλιση δικαιωμάτων τα οποία τα άτομα αντλούν απευθείας από το κοινοτικό δίκαιο, υπό τον όρο ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που διέπουν παρόμοιες εγχώριες αγωγές (σύμφωνα με την αρχή της ισοτιμίας), και υπό τον όρο ότι δεν καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το κοινοτικό δίκαιο (σύμφωνα με την αρχή της αποτελεσματικότητας),
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η σπάνια και κατ" εξαίρεση χρήση αγωγών από ιδιώτες ενώπιον των δικαστικών αρχών των κρατών μελών, όπως προβλέπει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003 σχετικά με τον εκσυγχρονισμό της πολιτικής ανταγωνισμού κατά την εφαρμογή του δικαίου περί ανταγωνισμού, δείχνει ότι απαιτείται η λήψη μέτρων τα οποία αποσκοπούν στην διευκόλυνση των εν λόγω αγωγών αποζημιώσεων· λαμβάνοντας υπόψη ότι τα μέτρα αυτά θα πρέπει να αυξήσουν τη συμμόρφωση με το κοινοτικό δίκαιο περί ανταγωνισμού, λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών κανόνων για τη διαδικασία και τα αποδεικτικά στοιχεία στα κράτη μέλη· λαμβάνοντας υπόψη ότι τούτο δεν θα έπρεπε να οδηγεί σε καταστάσεις στις οποίες οι επιχειρήσεις που λειτουργούν ακολουθώντας θεμιτή οικονομική συμπεριφορά θα βρίσκονταν εκτεθειμένες σε υπερβολικούς κινδύνους που θα τις υποχρέωναν να καταβάλουν αδικαιολογήτως αποζημιώσεις ή να μεταβάλουν τη συμπεριφορά τους προκειμένου να αποφύγουν δαπανηρές αντιδικίες,
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις που υφίστανται ζημίες λόγω παράβασης των κανόνων του ανταγωνισμού δικαιούνται αποζημίωση,
Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εξελίξεις όσον αφορά τους κανόνες αστικού δικαίου της ΕΕ, ιδίως όσον αφορά την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, δεν συμβαδίζουν με τις πρόσφατες εξελίξεις στο δίκαιο του ανταγωνισμού της ΕΕ στην εσωτερική αγορά,
Θ. εκτιμώντας ότι στην υπόθεση C-453/99(8), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, για να εξασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα του άρθρου 81 της Συνθήκης, τα άτομα και οι επιχειρήσεις μπορούν να ζητήσουν αποζημίωση για βλάβη που έχουν υποστεί από σύμβαση ή από συμπεριφορά που περιορίζει ή στρεβλώνει τον ανταγωνισμό,
Ι. εκτιμώντας ότι οι σημερινοί μηχανισμοί προσφυγής στη δικαιοσύνη για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του άρθρου 81 της Συνθήκης, ιδίως σε σχέση με όσους υφίστανται ζημίες,
ΙΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι πολλά κράτη μέλη εξετάζουν τρόπους για να προστατεύσουν καλύτερα τους καταναλωτές επιτρέποντας ομαδικές αγωγές, και δεδομένου ότι η απόκλιση των διαδικασιών μπορεί να οδηγήσει σε στρέβλωση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά,
ΙΒ. λαμβάνοντας υπόψη ότι κάθε πρόταση της Επιτροπής στους τομείς που δεν εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητά της πρέπει, σύμφωνα με τη Συνθήκη, να συμμορφώνεται προς στην αρχή της επικουρικότητας και της αναλογικότητας,
1. επισημαίνει ότι οι κοινοτικοί κανόνες ανταγωνισμού δεν θα λειτουργούσαν αποτρεπτικά και θα διακυβευόταν η αποτελεσματικότητά τους, εάν όποιος ακολουθεί απαγορευμένες πρακτικές μπορούσε να αντλεί πλεονεκτήματα στην αγορά ή ασυλία όσον αφορά τις παραβάσεις του λόγω της ύπαρξης εμποδίων στην άσκηση αγωγών για αποζημίωση· θεωρεί ότι πρέπει να διευκολυνθεί η άσκηση αγωγών από τους εκπροσώπους δημοσίων συμφερόντων και τα θύματα·
2. θεωρεί ότι οι πολίτες και οι επιχειρήσεις που υφίστανται ζημίες λόγω παράβασης του δικαίου του ανταγωνισμού πρέπει να έχουν την ευκαιρία να διεκδικούν αποζημιώσεις για τις ζημιές αυτές·
3. χαιρετίζει το γεγονός ότι το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει το δικαίωμα των θυμάτων που έχουν υποστεί ζημίες ως αποτέλεσμα συμπεριφοράς που προσβάλλει τον ανταγωνισμό να ασκούν αυτοτελείς ή παρεπόμενες αγωγές για την καταβολή αποζημίωσης· ως εκ τούτου, χαιρετίζει το πράσινο βιβλίο σχετικά με τις αγωγές αποζημίωσης καθώς και τις σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες·
4. ζητεί, με στόχο την προαγωγή του ανταγωνισμού μάλλον παρά των δικαστικών αντιδικιών, την προώθηση των γρήγορων και φιλικών εξωδικαστικών διακανονισμών καθώς και τη διευκόλυνση των συμφωνιών συμβιβασμού στις αγωγές για αποζημίωση ζημιών που προκύπτουν από συμπεριφορά που προσβάλλει τον ανταγωνισμό και τονίζει ότι, εφόσον ο διάδικος που κατηγορείται για παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού ισχυρίζεται και αποδεικνύει ότι η ζημία έχει ήδη αποζημιωθεί πριν από την ολοκλήρωση της δίκης, τούτο θα μπορούσε να θεωρηθεί ελαφρυντικό στοιχείο όσον αφορά τη βαρύτητα των επιβαλλόμενων προστίμων· κρίνει επίσης θετικό το ότι οι αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές στην Ευρωπαϊκή Ένωση μπορούν έως κάποιο βαθμό να διαδραματίσουν ρόλο θεσμικής διαιτησίας, αναλαμβάνοντας τη διαχείριση της διαιτησίας και διορίζοντας διαιτητές, κατόπιν αιτήσεως των μερών·
5. θεωρεί, ως εκ τούτου, ότι τα νομικά συστήματα των κρατών μελών πρέπει να προβλέπουν αποτελεσματικές διαδικασίες στο πλαίσιο του αστικού δικαίου όσον αφορά τις αιτήσεις αποζημίωσης για ζημιές που προκαλούνται από παραβάσεις της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού·
6. είναι της γνώμης ότι η άσκηση αγωγών από ιδιώτες θα πρέπει να είναι συμπληρωματική και συμβατή με τη δημόσια επιβολή, η οποία κατ' αυτόν τον τρόπο μπορεί να προσλάβει περισσότερο στρατηγικό και επιλεκτικό χαρακτήρα, εστιάζοντας στα σπουδαιότερα θέματα και τις σημαντικότερες υποθέσεις· θεωρεί, ωστόσο, ότι η μετατόπιση αυτή των προτεραιοτήτων δεν δικαιολογεί υποχρηματοδότηση των αρχών ανταγωνισμού·
7. ζητεί να εφαρμόζονται ενιαία τα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης, ανεξαρτήτως του διοικητικού ή του δικαστικού χαρακτήρα της αρχής που εγκρίνει την απόφαση· είναι της γνώμης ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις δικαστικές αρχές πρέπει να είναι συνεπείς και να αντικατοπτρίζουν τις κοινές αρχές της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας αποφεύγοντας τις στρεβλώσεις και την ασυνέπεια στο εσωτερικό της Ένωσης· πιστεύει ότι ο στόχος πρέπει να είναι η επιδίωξη διαδικασιών και καταλλήλων συνθηκών ώστε, όταν έχει εκδοθεί προγενέστερη οριστική απόφαση από εθνική αρχή ανταγωνισμού ή εθνική δικαστική αρχή, το περιεχόμενό της να είναι δεσμευτικό για όλα τα κράτη μέλη εφόσον οι διάδικοι και οι περιστάσεις της υπόθεσης είναι ίδιες·
8. υπογραμμίζει τον σημαντικό ρόλο της επιμόρφωσης των δικαστικών αρχών όσον αφορά το δίκαιο ανταγωνισμού προκειμένου να διασφαλιστεί η ποιότητα των αποφάσεών τους, και την κεφαλαιώδη σημασία του χειρισμού των διαδικασιών από ειδικευμένα ή υψηλής εξειδίκευσης όργανα·
9. υποστηρίζει ότι, προκειμένου να προστατευθεί ο ανταγωνισμός και τα δικαιώματα των ζημιωθέντων, όλες οι δικαστικές αρχές που εφαρμόζουν τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού πρέπει να είναι σε θέση να εγκρίνουν προσωρινά μέτρα, να διατάσσουν τη διεξαγωγή ερευνών και να κάνουν χρήση των αρμοδιοτήτων τους διερεύνησης, όταν κρίνεται αναγκαίο·
10. τονίζει ότι, προκειμένου να αποδειχθούν τα πραγματικά περιστατικά κατά την εφαρμογή των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης, οι εθνικές δικαστικές αρχές πρέπει να διαθέτουν εξουσίες ανάλογες με αυτές που έχουν εκχωρηθεί στις κοινοτικές αρχές ανταγωνισμού, και ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέπεια, είναι αναγκαίο να ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών ανταγωνισμού και των εθνικών δικαστηρίων καθώς και μεταξύ των εθνικών δικαστικών αρχών·
11. υπογραμμίζει ότι οι αρμόδιες αρχές που εφαρμόζουν τους κοινοτικούς κανόνες ανταγωνισμού πρέπει να έχουν ενιαία κριτήρια για την εξακρίβωση του βάρους απόδειξης· σημειώνει ότι ίσως πρέπει να ληφθεί υπόψη η τυχόν ασύμμετρη πληροφόρηση που παρέχεται στους διαδίκους· προτείνει ότι, στις δικαστικές διαδικασίες, τα πραγματικά περιστατικά πρέπει να θεωρούνται εξακριβωμένα όταν η αρμόδια δικαστική αρχή είναι ευλόγως πεπεισμένη για την ύπαρξη παράβασης και ζημίας με σχέση αιτίου-αιτιατού·
12. ζητεί να δοθεί η δυνατότητα σε όλες τις δικαστικές αρχές που είναι αρμόδιες για την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού να διατάσσουν την πρόσβαση σε πληροφορίες που έχουν σημασία για την έκβαση των διαδικασιών, με πρότερη ακρόαση της άλλης πλευράς εκτός επειγουσών περιπτώσεων, με χρήση αναλογικών μέτρων υπό την εποπτεία τους· επισημαίνει ότι , κατά την πρόσβαση σε πληροφορίες που έχουν σημασία για την έκβαση των διαδικασιών, πρέπει να γίνεται σεβαστό το επαγγελματικό απόρρητο στις σχέσεις μεταξύ των δικηγόρων και των πελατών τους, το επαγγελματικό απόρρητο των οικονομικών παραγόντων καθώς και η νομοθεσία για το κρατικό απόρρητο· καλεί την Επιτροπή να συντάξει, το ταχύτερο δυνατόν, ανακοίνωση σχετικά με τον χειρισμό των εμπιστευτικών πληροφοριών από τις αρχές που εφαρμόζουν το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού·
13. ζητεί από τα κράτη μέλη να δεχθούν ότι η διαπίστωση παράβασης από εθνική αρχή ανταγωνισμού, μόλις γίνει οριστική και, κατά περίπτωση, τελεσίδικη ύστερα από έφεση, συνιστά prima facie απόδειξη ευθύνης σε αστικές δίκες που αφορούν τα ίδια θέματα, εφόσον δόθηκε στον εναγόμενος η κατάλληλη ευκαιρία υπεράσπισης κατά τη διοικητική διαδικασία·
14. θεωρεί επίσης άσκοπο να συζητείται και να επιβάλλεται σε κοινοτικό επίπεδο ο διορισμός εμπειρογνωμόνων·
15. θεωρεί ότι ο προτεινόμενος κανονισμός σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο σε μη συμβατικές υποχρεώσεις ("Ρώμη ΙΙ") αναμένεται να προσφέρει ικανοποιητική λύση, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η συμπεριφορά που προσβάλλει τον ανταγωνισμό θίγει τον ανταγωνισμό σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη, και είναι της γνώμης ότι, ως εκ τούτου, θα έπρεπε να θεσπισθεί ειδική διάταξη για τις εν λόγω περιπτώσεις·
16. προτρέπει τις εθνικές δικαστικές αρχές να συνεργαστούν για την προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών και την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων επιεικούς μεταχείρισης· θεωρεί ότι σε περίπτωση σύγκρουσης σχετικής με την πρόσβαση σε πληροφορίες και την επεξεργασία αυτών των πληροφοριών, οι οποίες είναι διαθέσιμες στα μέλη του ευρωπαϊκού δικτύου ανταγωνισμού (ΕΔΑ), η διαφορά αυτή πρέπει να διευθετείται υπό το πρίσμα της ερμηνείας της κοινοτικής νομοθεσίας από το Δικαστήριο·
17. υπογραμμίζει ότι η αποζημίωση που καταβάλλεται στον ενάγοντα θα πρέπει να είναι αντισταθμιστική και να μην υπερβαίνει τις πραγματικές ζημίες ("damnum emergen") και απώλειες ("lucrum cessans") που υπέστη αυτός, ούτως ώστε να αποφευχθεί ο αδικαιολόγητος πλουτισμός, και ότι μπορεί να λαμβάνεται υπόψη η ικανότητα του ζημιωθέντος να μετριάσει τις ζημίες και απώλειες· εντούτοις, σε περιπτώσεις συμπράξεων, οι πρώτοι αιτούντες που συνεργάζονται με τις αρχές ανταγωνισμού σε προγράμματα επιεικούς μεταχείρισης δεν θα πρέπει να θεωρούνται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνοι με τους άλλους δράστες της παράβασης· ο τόκος θα πρέπει να υπολογίζεται από την ημερομηνία που διαπράχθηκε η παράβαση·
18. θεωρεί ότι κάθε προτεινόμενο μέτρο πρέπει να συνάδει απόλυτα προς τη δημόσια πολιτική των κρατών μελών, ιδίως όσον αφορά την καταβολή αποζημιώσεων·
19. υπογραμμίζει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να λάβουν υπόψη ότι η δυνατότητα του εναγομένου να προβάλει ότι το σύνολο ή μέρος των κερδών που απεκόμισε ως αποτέλεσμα της παράβασης έχει μετακυλισθεί σε τρίτα μέρη (ένσταση περί μετακυλίσεως) θα μπορούσε να δυσχεράνει σοβαρά τον ακριβή καθορισμό της έκτασης της ζημίας και της αιτιώδους συναφείας·
20. επικροτεί την νομολογία του Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία όλοι οι ζημιωθέντες θα πρέπει να είναι σε θέση να ασκήσουν αγωγές· είναι της γνώμης ότι τα κράτη μέλη που προβλέπουν τη δυνατότητα άσκησης αγωγής για έμμεσες απώλειες θα πρέπει να παρέχουν στον εναγόμενο τη δυνατότητα να προβάλει ένσταση περί μετακυλίσεως, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο αδικαιολόγητου πλουτισμού· διαπιστώνει, κατά συνέπεια, ότι καθίσταται αναγκαία η θέσπιση μηχανισμού με σκοπό την αντιμετώπιση πολλαπλών αγωγών αποζημίωσης που αφορούν χαμηλά ποσά·
21. είναι της γνώμης ότι, χάριν δικαιοσύνης και για λόγους οικονομίας, ταχύτητας και συνέπειας, τα θύματα θα πρέπει να είναι σε θέση να ασκήσουν εκουσίως συλλογικές αγωγές, είτε άμεσα ή μέσω οργανώσεων οι οποίες σύμφωνα με το καταστατικό τους έχουν αυτόν τον σκοπό·
22. διαπιστώνει ότι, σε πολυάριθμες περιπτώσεις, στις προσφυγές για αποζημιώσεις λόγω συμπεριφοράς που προσβάλλει τον ανταγωνισμό, θα υπάρχει ασυμμετρία πόρων μεταξύ του ενάγοντα και του εναγόμενου και ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, οι καταγγέλλοντες δεν πρέπει να αποτρέπονται να ασκήσουν αγωγές αποζημίωσης από φόβο να μην υποχρεωθούν να καταβάλουν υπέρογκα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων του εναγόμενου εάν δεν ευοδωθεί η αγωγή· προτείνει, συνεπώς, να μπορούν οι δικαστικές αρχές να λαμβάνουν υπόψη την οικονομική κατάσταση των μερών και, εφόσον απαιτείται, να ελέγχουν το θέμα αυτό στην αρχή της διαδικασίας· θεωρεί ότι το ύψος των δικαστικών εξόδων πρέπει να βασίζεται σε εύλογα και αντικειμενικά κριτήρια υπό το πρίσμα του χαρακτήρα της δίκης, και να περιλαμβάνει τις δαπάνες που προκλήθηκαν από τις νομικές διώξεις·
23. συνιστά, στο πλαίσιο των προγραμμάτων κρατικών ενισχύσεων που μπορούν να εγκριθούν νομίμως για τη διευκόλυνση άσκησης αγωγών αποζημιώσεων από ιδιώτες για συμπεριφορά που προσβάλλει τον ανταγωνισμό, να καθορίζονται οι ακριβείς όροι τήρησης της διαδικασίας και επιστροφής της ενίσχυσης αυτής, κυρίως σε περίπτωση συμβιβασμού και επιδίκασης των δικαστικών εξόδων στον παραβάτη·
24. εκτιμά ότι οι εθνικές προθεσμίες παραγραφής των αγωγών αποζημίωσης για παράβαση των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού θα έπρεπε να επιτρέπουν την άσκηση αγωγών εντός ενός έτους από την ημερομηνία λήψης απόφασης της Επιτροπής ή της εθνικής αρχής ανταγωνισμού που διαπιστώνει την παράβαση των εν λόγω κανόνων (ή, σε περίπτωση έφεσης, ένα έτος από την περάτωση της κατ" έφεση διαδικασίας)· εκτιμά ότι, εάν δεν ληφθεί τέτοια απόφαση, θα πρέπει να είναι δυνατή η άσκηση αγωγής αποζημίωσης για παράβαση των άρθρων 81 ή 82 της Συνθήκης ΕΚ, ή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, οιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια της περιόδου εντός της οποίας η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να εγκρίνει απόφαση για την επιβολή προστίμου επί παραβάσει· θεωρεί ότι η προθεσμία πρέπει να αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της περιόδου που διατίθεται για τυχόν επίσημες συνομιλίες ή διαμεσολάβηση μεταξύ των διαδίκων·
25. προτείνει η προθεσμία παραγραφής της αξίωσης για αποζημίωση σε περίπτωση παράβασης της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας πρέπει να αναστέλλεται από τη στιγμή που η Επιτροπή ή η αρχή ανταγωνισμού σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη κινεί έρευνα για τις παραβάσεις αυτές·
26. επισημαίνει ότι η άσκηση αγωγών αποζημίωσης από ιδιώτες δεν θίγει τις εξουσίες ή αρμοδιότητες που εκχωρεί η Συνθήκη στην Επιτροπή στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού·
27. προτρέπει την Επιτροπή να εγκρίνει το ταχύτερο δυνατόν κατευθυντήριες γραμμές για την παροχή βοηθείας στους διαδίκους όσον αφορά τον προσδιορισμό του ύψους της ζημίας που έχουν υποστεί και την απόδειξη τη σχέση αιτίας-αιτιατού· ζητεί επίσης να δοθεί προτεραιότητα στην σύνταξη ανακοίνωσης σχετικά με την άσκηση ανεξαρτήτων αγωγών, με συστάσεις για την κατάθεση των αγωγών καθώς και παραδείγματα για τις συνηθέστερες περιπτώσεις·
28. καλεί την Επιτροπή να συντάξει λευκό βιβλίο με λεπτομερείς προτάσεις για τη διευκόλυνση των αυτοτελών ή παρεπομένων αγωγών αποζημίωσης για ζημίες λόγω συμπεριφοράς που παραβιάζει τους κοινοτικούς κανόνες περί ανταγωνισμού, για την ολοκληρωμένη κάλυψη των θεμάτων που εγείρει το παρόν ψήφισμα και την εξέταση, κατά περίπτωση, του ζητήματος της θέσπισης καταλλήλου νομικού πλαισίου· καλεί επίσης την Επιτροπή να συμπεριλάβει προτάσεις για την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ όλων των αρχών που είναι αρμόδιες για την εφαρμογή των κοινοτικών αντιμονοπωλιακών κανόνων·
29. θεωρεί ότι κάθε πρωτοβουλία της Επιτροπής που διέπει το δικαίωμα των θυμάτων να διεκδικούν αποζημιώσεις ενώπιον των εθνικών δικαστικών αρχών πρέπει να συνοδεύεται από εκτίμηση επιπτώσεων·
30. καλεί την Επιτροπή να συνεργαστεί στενά με τις αρμόδιες εθνικές αρχές των κρατών μελών προκειμένου να αμβλυνθούν τυχόν διασυνοριακά εμπόδια που παρακωλύουν τους πολίτες και τις επιχειρήσεις της ΕΕ να εγείρουν αγωγές αποζημιώσεως διασυνοριακού χαρακτήρα σε περιπτώσεις παραβιάσεων των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού στα κράτη μέλη· θεωρεί ότι, εάν παραστεί ανάγκη, η Επιτροπή πρέπει να αναλάβει νομική δράση για την άρση των εμποδίων αυτών·
31. ζητεί από τα κράτη μέλη, των οποίων οι πολίτες δεν μπορούν ακόμη να προβάλλουν αποτελεσματικά την αξίωση αποζημίωσης, να προσαρμόσουν το δίκαιο πολιτικής δικονομίας τους·
32. υπογραμμίζει ότι το Κοινοβούλιο θα πρέπει να διαδραματίζει ρόλο συννομοθέτη στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού και ότι θα πρέπει να τηρείται ενήμερο για την άσκηση αγωγών από ιδιώτες·
33. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στις κυβερνήσεις και στα κοινοβούλια των κρατών μελών καθώς και στους κοινωνικούς εταίρους.
Υπόθεση C-453/99: Courage Ltd κατά Crehan, Συλλογή 2001, σ. I-6297 και απόφαση της 13 Ιουλίου 2006 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C 295/04 έως 298/04, Manfredi και λοιποί κατά Lloyd Adriatico Assicurazioni SpA και λοιπών (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή νομολογίας του Δικαστηρίου).