Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Μαΐου 2007 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος στον τομέα της πολιτικής των υδάτων και σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 2000/60/ΕΚ (COM(2006)0397 – C6-0243/2006 – 2006/0129(COD))
(Διαδικασία συναπόφασης: πρώτη ανάγνωση)
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2006)0397),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ και το άρθρο 175, παράγραφος 1 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0243/2006),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 51 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας, της Επιτροπής Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου καθώς και της Επιτροπής Αλιείας (A6-0125/2007),
1. εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε·
2. ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·
3. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.
Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 22 Μαΐου 2007 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2007/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος στον τομέα της υδατικής πολιτικής και σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 2000/60/ΕΚ
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175, παράγραφος 1,
έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής,
έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινοτικής Επιτροπής(1),
έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών(2),
ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 251 της Συνθήκης(3),
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) Η χημική ρύπανση επιφανειακών υδάτων συνιστά απειλή για το υδάτινο περιβάλλον με επιπτώσεις όπως η οξεία και η χρόνια τοξικότητα για υδρόβιους οργανισμούς, η σώρευση στο οικοσύστημα και οι απώλειες ενδιαιτημάτων και βιοποικιλότητας, καθώς και απειλές για την ανθρώπινη υγεία. Η ρύπανση θα πρέπει να εντοπίζεται κατά προτεραιότητα και οι εκπομπές θα πρέπει να αντιμετωπίζονται στην πηγή, με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο τόσο από οικονομική όσο και από περιβαλλοντική άποψη.
(2)Σύμφωνα με το άρθρο 174 της Συνθήκης, η κοινοτική πολιτική για το περιβάλλον βασίζεται στις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης, της επανόρθωσης των καταστροφών του περιβάλλοντος, κατά προτεραιότητα στην πηγή, καθώς και στην αρχή "ο ρυπαίνων πληρώνει".
(3)Η μικρής κλίμακας βιολογική γεωργία που επιτελείται ορθολογικά είναι απαραίτητη για να εξασφαλισθεί καλή ποιότητα ύδατος.
(4) Η απόφαση αριθ. 1600/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2002, για τη θέσπιση του έκτου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον(4), αναφέρει ότι το περιβάλλον και η υγεία καθώς και η ποιότητα ζωής αποτελούν πρωταρχικής σημασίας περιβαλλοντικές προτεραιότητες του έκτου ΠΠΔ, τονίζοντας στο άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο ε) την ανάγκη θέσπισης ειδικότερης νομοθεσίας στον τομέα της υδατικής πολιτικής.
(5)Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν τα αναγκαία μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφοι 1 και 8 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2000 για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων(5), με σκοπό την προοδευτική μείωση της ρύπανσης από τις ουσίες προτεραιότητας και την παύση ή τη σταδιακή εξάλειψη των εκπομπών, των απορρίψεων και των διαρροών επικινδύνων ουσιών προτεραιότητας.
(6) Η οδηγία 2000/60/ΕΚ καθορίζει στρατηγική κατά της ρύπανσης των υδάτων ενώ το άρθρο 16 της οδηγίας αυτής απαιτεί περαιτέρω ειδικά μέτρα για τον έλεγχο της ρύπανσης και πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος (ΠΠΠ).
(7) Από το έτος 2000 και μετά έχουν εγκριθεί πολυάριθμες κοινοτικές πράξεις οι οποίες αποτελούν μέτρα ελέγχου της ρύπανσης κατά τις διατάξεις του άρθρου 16 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ για επιμέρους ουσίες προτεραιότητας. Επιπλέον, πολυάριθμα μέτρα περιβαλλοντικής προστασίας εμπίπτουν στα πεδία εφαρμογής άλλων υφιστάμενων κοινοτικών νομοθετημάτων. Συνεπώς πρέπει βραχυπρόθεσμα να δοθεί προτεραιότητα στην εφαρμογή και την αναθεώρηση των υφιστάμενων μέσων μάλλον παρά στον καθορισμό νέων ελέγχων οι οποίοι είναι δυνατόν να αποτελέσουν άσκοπη επανάληψη υφιστάμενων. Ωστόσο, μετά τη διαβίβαση των σχεδίων διαχείρισης λεκανών απορροής ποταμών από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος μέτρων που καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 11 της ίδιας οδηγίας, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογεί αν η υλοποίηση και η αναθεώρηση των υφισταμένων μέσων έχει οδηγήσει στην πλήρη επίτευξη των στόχων της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, ή αν χρειάζεται περαιτέρω δράση σύμφωνα με την ανωτέρω οδηγία. Αν η τήρηση των ΠΠΠ είναι δυνατή μόνο με τον περιορισμό ή την απαγόρευση της χρήσης ορισμένων ουσιών, τα σχετικά μέτρα θα πρέπει να υλοποιούνται με βάση υπάρχουσες ή νέες κοινοτικές νομικές πράξεις, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την έγκριση και τον περιορισμό των χημικών ουσιών (REACH) και τη σύσταση ευρωπαϊκού οργανισμού χημικών προϊόντων(6).
(8)Η οδηγία 2000/60/ΕΚ περιλαμβάνει στο άρθρο 11, παράγραφος 4, και στο Μέρος Β του Παραρτήματος VI για το πρόγραμμα μέτρων μη εξαντλητικό κατάλογο συμπληρωματικών μέτρων τα οποία τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να θεσπίσουν ως τμήμα του προγράμματος μέτρων, μεταξύ άλλων νομοθετικά μέσα, διοικητικά μέσα, και συμφωνίες για την προστασία του περιβάλλοντος μετά από διαπραγμάτευση.
(9) Όσον αφορά τους ελέγχους εκπομπών ουσιών προτεραιότητας από σημειακές και διάχυτες πηγές όπως αναφέρεται στο άρθρο 16, παράγραφος 6 και παράγραφος 8 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, τα κράτη μέλη θα πρέπει να περιλάβουν, στις περιπτώσεις που αυτό είναι αναγκαίο, επιπροσθέτως προς την εφαρμογή της υπόλοιπης υφιστάμενης κοινοτικής νομοθεσίας, τα ενδεδειγμένα μέτρα ελέγχου, σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, στο πρόγραμμα μέτρων που πρόκειται να αναπτυχθούν για κάθε λεκάνη απορροής ποταμού σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 της ίδιας οδηγίας, ενδεχομένως με την εφαρμογή του άρθρου 10 της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1996, σχετικά με ένα ολοκληρωμένο σύστημα πρόληψης και ελέγχου της ρύπανσης(7). Για τη διατήρηση ίσων όρων ανταγωνισμού στην ενιαία αγορά, όλες οι αποφάσεις για τον καθορισμό μέτρων οριοθέτησης σημειακών πηγών ουσιών προτεραιότητας θα πρέπει να διέπονται από την αρχή των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών, που προβλέπεται στο άρθρο 2, σημείο 11 της οδηγίας 96/61/ΕΚ.
(10)Σε περίπτωση που ένα θέμα που έχει επίπτωση στη διαχείριση των υδάτων δεν είναι δυνατόν να επιλυθεί από το ίδιο το κράτος μέλος, αυτό μπορεί να υποβάλει έκθεση στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας 2000/60/EΚ. Ένα κράτος μέλος θα πρέπει επίσης να μπορεί να υποβάλει έκθεση σχετικά με τέτοιο θέμα όταν τα κοινοτικά μέτρα φαίνεται να είναι περισσότερο αποτελεσματικά από απόψεως κόστους ή καταλληλότερα. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει η Επιτροπή να κινήσει διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών με όλα τα κράτη μέλη και, σε περίπτωση που ως καλύτερη λύση κριθεί η ανάληψη κοινοτικής δράσης, η Επιτροπή θα πρέπει να δημοσιεύσει έκθεση και να προτείνει μέτρα.
(11)Επειδή οι περισσότερες από τις υπόλοιπες κοινοτικές πράξεις δεν έχουν ακόμη πλήρως εγκριθεί και εφαρμοστεί, είναι δύσκολο να γνωρίζουμε σήμερα εάν η εφαρμογή των πολιτικών αυτών θα επιτρέψει την επίτευξη των στόχων της οδηγίας 2000/60/ΕΚ ή εάν θα χρειαστεί και περαιτέρω κοινοτική παρέμβαση. Κατά συνέπεια, θα ήταν χρήσιμο να γίνει επίσημη αξιολόγηση της συνοχής και της αποτελεσματικότητας όλων των κοινοτικών νομοθετικών πράξεων που συντελούν άμεσα ή έμμεσα στη διασφάλιση της ποιότητας των υδάτων.
(12) Η απόφαση αριθ. 2455/2001/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20 Νοεμβρίου 2001, για τη θέσπιση του καταλόγου ουσιών προτεραιότητας στον τομέα της πολιτικής των υδάτων και τροποποίησης της οδηγίας 2000/60/ΕΚ(8), ορίζει τον πρώτο κατάλογο 33 ουσιών ή ομάδων ουσιών στις οποίες έχει δοθεί προτεραιότητα για δράση σε κοινοτικό επίπεδο. Μεταξύ αυτών των ουσιών προτεραιότητας ορισμένες έχουν χαρακτηριστεί ως επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας οι οποίες υπόκεινται σε σταδιακή εξάλειψη ή παύση εκπομπών, απορρίψεων και διαρροών. Για ουσίες που απαντώνται στη φύση ή παράγονται από φυσικές διεργασίες, ωστόσο, είναι αδύνατη η ολοκληρωμένη σταδιακή εξάλειψη των εκπομπών, των απορρίψεων και των διαρροών από όλες τις δυνητικές πηγές. Ορισμένες ουσίες επανεξετάζονταν και θα έπρεπε να ταξινομηθούν. Στον κατάλογο ουσιών προτεραιότητας θα πρέπει να προστεθούν περαιτέρω ουσίες, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Ωστόσο, για ουσίες που απαντώνται στη φύση ή παράγονται από φυσικές διεργασίες, όπως το κάδμιο, ο υδράργυρος και οι αρωματικοί πολυκυκλικοί υδρογονάνθρακες, είναι αδύνατη η ολοκληρωμένη σταδιακή εξάλειψη των εκπομπών, των απορρίψεων και των διαρροών από όλες τις δυνητικές πηγές.
(13)Η Επιτροπή θα συνεχίσει να αναθεωρεί τον κατάλογο των ουσιών προτεραιότητας, τουλάχιστον ανά τετραετία, δίνοντας προτεραιότητα για δράση σε ουσίες με βάση τον κίνδυνο ή μέσω του υδάτινου περιβάλλοντος, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που ορίζει το άρθρο 16, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/60/EΚ, και θα υποβάλλει τις δέουσες προτάσεις.
(14) Από την άποψη κοινοτικού ενδιαφέροντος και για αποτελεσματικότερη ρύθμιση της προστασίας επιφανειακών υδάτων, είναι σκόπιμο να καθοριστούν ΠΠΠ για ρύπους που έχουν καταταχθεί στις ουσίες προτεραιότητας σε κοινοτικό επίπεδο και να αφεθεί στα κράτη μέλη ο καθορισμός κανόνων για τους υπόλοιπους ρύπους σε εθνικό επίπεδο, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των σχετικών κοινοτικών κανόνων. Πάντως, οκτώ ρύποι οι οποίοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 86/280/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1986, σχετικά με τις οριακές τιμές και τους ποιοτικούς στόχους για τις απορρίψεις ορισμένων επικίνδυνων ουσιών που υπάγονται στον κατάλογο Ι του παραρτήματος της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ(9), και αποτελούν μέρος της ομάδας ουσιών για τις οποίες θα πρέπει μέχρι το έτος 2015 να διαμορφωθεί καλή χημική κατάσταση δεν περιλαμβάνονταν στον κατάλογο ουσιών προτεραιότητας. Αλλά τα κοινά πρότυπα που έχουν καθοριστεί για τους ρύπους αυτούς αποδείχθηκαν χρήσιμα και είναι σκόπιμη η διατήρηση της ρύθμισής τους σε κοινοτικό επίπεδο.
(15)Ορισμένες ουσίες είναι εξαιρετικά επιβλαβείς για τους ιχθύες όταν βρίσκονται σε επιφανειακά ύδατα, αλλά δεν περιλαμβάνονται στους καταλόγους ΠΠΠ στον τομέα της υδατικής πολιτικής. Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει, εφόσον απαιτείται, προτάσεις για τη θέσπιση ΠΠΠ στον τομέα της υδατικής πολιτικής και για τις εν λόγω ουσίες.
(16) Κατά συνέπεια, οι διατάξεις που αφορούν τους τρέχοντες στόχους ποιότητας περιβάλλοντος, οι οποίοι ορίζονται στην οδηγία 82/176/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1982, περί των οριακών τιμών και των ποιοτικών στόχων για τις απώλειες γύρω από το βιομηχανικό τομέα της ηλεκτρόλυσης των χλωριούχων αλάτων αλκαλίων(10), στην οδηγία 83/513/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Σεπτεμβρίου 1983, για τις οριακές τιμές και τους ποιοτικούς στόχους για τις απώλειες καδμίου(11), στην οδηγία 84/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Μαρτίου 1984, για τις οριακές τιμές και τους ποιοτικούς στόχους όσον αφορά τις απορρίψεις υδραργύρου σε τομείς άλλους εκτός του τομέα της ηλεκτρόλυσης των χλωριούχων αλάτων, των αλκαλίων(12), στην οδηγία 84/491/ΕΟΚ ου Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 1984, σχετικά με τις οριακές τιμές και τους ποιοτικούς στόχους για τις απορρίψεις εξαχλωροκυκλοεξανίου(13), και στην οδηγία 86/280/ΕΟΚ, θα καταστούν περιττές και θα πρέπει να καταργηθούν.
(17) Το υδάτινο περιβάλλον είναι δυνατό να επιβαρύνεται από χημική ρύπανση τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, οπότε ως βάση για τον καθορισμό των ΠΠΠ θα πρέπει να χρησιμοποιούνται δεδομένα τόσο για οξείες όσο και για χρόνιες επιπτώσεις. Για να διασφαλιστεί η επαρκής προστασία του υδάτινου περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας, πρέπει να καθοριστούν ετήσια μέσα πρότυπα ποιότητας σε επίπεδο που να παρέχει προστασία κατά της μακροπρόθεσμης έκθεσης καθώς και μέγιστες επιτρεπόμενες συγκεντρώσεις για την προστασία έναντι βραχυπρόθεσμης έκθεσης. Θα πρέπει να υπάρξει εναρμόνιση της εφαρμογής των μέγιστων επιτρεπόμενων συγκεντρώσεων, σύμφωνα με τη συνδυασμένη προσέγγιση του άρθρου 10 της οδηγίας 2000/60/EΚ, και ιδίως όσον αφορά τη μεταχείριση των ακραίων τιμών, καθώς και του καθορισμού των ελέγχων των εκπομπών.
(18) Σε περίπτωση απουσίας εκτεταμένων και αξιόπιστων πληροφοριών σχετικά με συγκεντρώσεις για ουσίες προτεραιότητας σε ζώντες οργανισμούς και ιζήματα σε κοινοτικό επίπεδο και επειδή οι πληροφορίες σχετικά με τα επιφανειακά ύδατα φαίνεται ότι παρέχουν επαρκή βάση για τη διασφάλιση συνολικής προστασίας και αποτελεσματικού ελέγχου της ρύπανσης, ο καθορισμός τιμών για τα ΠΠΠ θα πρέπει, κατά την παρούσα φάση, να περιορίζεται μόνο στα επιφανειακά ύδατα. Όσον αφορά όμως το εξαχλωλοβενζόλιο, το εξαχλωροβουταδιένιο και τον υδράργυρο, δεν είναι δυνατή η εξασφάλιση της προστασίας έναντι έμμεσων επιδράσεων και δευτερογενούς δηλητηρίασης απλώς με ΠΠΠ για τα επιφανειακά ύδατα σε κοινοτικό επίπεδο. Έτσι, στις εν λόγω περιπτώσεις επιβάλλεται να καθοριστούν ΠΠΠ για ζώντες οργανισμούς. Για να παρέχεται στα κράτη μέλη κάποια ευελιξία ανάλογα με τη στρατηγική τους για την παρακολούθηση, θα πρέπει να τους δοθεί η δυνατότητα είτε να παρακολουθούν τα ΠΠΠ αυτά και να ελέγχουν τη συμμόρφωση προς αυτά όσον αφορά τους ζώντες οργανισμούς ή να τα μετατρέπουν προς ΠΠΠ για τα επιφανειακά ύδατα. Επιπλέον, εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν ΠΠΠ για ιζήματα ή για ζώντες οργανισμούς στις περιπτώσεις που αυτό είναι αναγκαίο και ενδεδειγμένο προς συμπλήρωση των ΠΠΠ που έχουν καθοριστεί σε κοινοτικό επίπεδο. Ακόμη, τα ιζήματα και οι ζώντες οργανισμοί παραμένουν σημαντικά υποστρώματα για την παρακολούθηση ορισμένων ουσιών με σημαντική εν δυνάμει συσσώρευση και έναντι της έμμεσης επίπτωσης των οποίων τα ΠΠΠ για τα επιφανειακά ύδατα δεν παρέχουν επί του παρόντος προστασία. Η παρακολούθηση αυτή πρέπει να διενεργείται προκειμένου να προωθηθεί το μελλοντικό τεχνικό και επιστημονικό έργο για τα ΠΠΠ στα ιζήματα και τους ζώντες οργανισμούς όσον αφορά τις παρακολουθούμενες ουσίες, όπου αυτό κριθεί αναγκαίο.
(19) Στην περίπτωση του μολύβδου, του νικελίου και των ενώσεών τους δεν έχουν ακόμα ολοκληρωθεί οι συζητήσεις σχετικά με τις εκτιμήσεις επικινδυνότητας στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γραφείου Χημικών Ουσιών/Κοινό Κέντρο Ερευνών, οπότε δεν είναι δυνατός ο καθορισμός οριστικών προτύπων ποιότητας για τα στοιχεία αυτά. Κατόπιν τούτου είναι ενδεδειγμένο να αναφέρεται σαφώς ο προσωρινός χαρακτήρας των προτύπων.
(20)Ο μόλυβδος που χρησιμοποιείται στον αλιευτικό εξοπλισμό τόσο για ερασιτεχνικούς όσο και για επαγγελματικούς σκοπούς, αποτελεί πηγή μόλυνσης των υδάτων. Για να ελαττωθούν τα επίπεδα του μολύβδου στα αλιευτικά ύδατα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνουν τον αλιευτικό κλάδο να χρησιμοποιεί λιγότερο επιβλαβείς εναλλακτικές ουσίες αντί του μολύβδου.
(21)Τα πολυχλωροδιφαινύλια (PCBs) και οι διοξίνες είναι δύο ομάδες τοξικών, ανθεκτικών και βιοσυσσωρεύσιμων ουσιών. Αμφότερες αντιπροσωπεύουν σημαντικό κίνδυνο για την υγεία του ανθρώπου και το περιβάλλον, έχουν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στα υδρόβια είδη και, ως εκ τούτου, απειλούν τη βιωσιμότητα του τομέα της αλιείας. Επιπλέον, η Επιτροπή έχει τονίσει επανειλημμένως ότι είναι ανάγκη να περιληφθούν οι εν λόγω ουσίες στον κατάλογο των ουσιών προτεραιότητας. Επομένως, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να διασφαλίσει την μελλοντική ενσωμάτωσή τους στον κατάλογο αυτό.
(22) Τα κράτη μέλη πρέπει να τηρούν την οδηγία 98/83/ΕΚ του Συμβουλίου της 3ης Νοεμβρίου 1998 σχετικά με την ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης(14) και να διαχειρίζονται τις επιφανειακές υδάτινες μάζες που χρησιμοποιούνται για την απόληψη πόσιμου ύδατος σύμφωνα με της διατάξεις του άρθρου 7 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Κατόπιν τούτου η παρούσα οδηγία πρέπει να εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των εν λόγω απαιτήσεων, λόγω των οποίων ενδέχεται να απαιτούνται αυστηρότερα πρότυπα.
(23) Ενδέχεται να μην είναι δυνατή η τήρηση των ΠΠΠ στην περικείμενη περιοχή απορρίψεων από σημειακές πηγές, διότι οι συγκεντρώσεις ρύπων σε απορρίψεις είναι γενικώς υψηλότερες σε σχέση με τις συγκεντρώσεις περιβάλλοντος σε ύδατα. Συνεπώς τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνουν υπόψη τους το γεγονός αυτό κατά τον έλεγχο της συμμόρφωσης προς τα ΠΠΠ, με τον προσδιορισμό μεταβατικού χώρου υπέρβασης για κάθε σχετική απόρριψη. Για να διασφαλίζεται ότι οι περιοχές αυτές είναι οροθετημένες, κατά τον προσδιορισμό τους επιβάλλεται να εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 10 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και άλλες σχετικές διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας. Επειδή οι εξελίξεις στις τεχνικές επεξεργασίας και στις τεχνολογικές καινοτομίες, όπως οι βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές, μπορεί να καταστήσουν δυνατή τη μείωση της συγκέντρωσης ρύπων στην περικείμενη περιοχή σημείων απόρριψης μελλοντικώς, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν αντιστοίχως τη μείωση της υπέρβασης στους μεταβατικούς χώρους.
(24)Η παρούσα οδηγία παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν μικτές ζώνες ("μεταβατικοί χώροι υπέρβασης" κατά το άρθρο 4 της παρούσας οδηγίας) εφόσον δεν επηρεάζουν τη συμμόρφωση του υπόλοιπου μέρους των επιφανειακών υδάτων με τα σχετικά ΠΠΠ. Στον σχεδιασμό των μικτών ζωνών, τα κράτη μέλη πρέπει να υιοθετούν αναλογική προσέγγιση λαμβάνοντας υπόψη τη ροή, τη συγκέντρωση και τον όγκο των απορρίψεων, καθώς και την ικανότητα των υδάτων να απορροφήσουν τις απορρίψεις αυτές. Τα κράτη μέλη θα περιορίσουν το εύρος των μικτών ζωνών εκπληρώνοντας την υποχρέωσή τους για σταδιακή μείωση της ρύπανσης από ουσίες προτεραιότητας.
(25) Είναι αναγκαίος ο έλεγχος της συμμόρφωσης προς τους στόχους για την παύση ή τη σταδιακή εξάλειψη και τη μείωση, όπως ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α), σημείο iv) της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, και να πραγματοποιείται η εκτίμηση συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις αυτές κατά τρόπο διαφανή, ιδίως όσον αφορά την εξέταση σημαντικών και μη εκπομπών, απορρίψεων και διαρροών λόγω ανθρωπίνων δραστηριοτήτων. Επιπλέον, το χρονοδιάγραμμα για την παύση ή τη σταδιακή εξάλειψη και τη μείωση επιβάλλεται να συναρτάται προς συγκεκριμένα απογραφικά δεδομένα. Ακόμη, θα πρέπει να είναι δυνατή η εκτίμηση της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 4, παράγραφοι 4 έως 7 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Κατάλληλο εργαλείο απαιτείται επίσης για την ποσοτικοποίηση διαρροών ουσιών οι οποίες συμβαίνουν κατά τρόπο φυσικό, ή προκύπτουν μέσω φυσικών διεργασιών, περίπτωση κατά την οποία είναι αδύνατη η πλήρης παύση ή σταδιακή εξάλειψη απ" όλες τις δυνητικές πηγές. Για την αντιμετώπιση των ως άνω αναγκών, κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να καθιερώσει κατάλογο απογραφής των εκπομπών, των απορρίψεων και των διαρροών για κάθε λεκάνη απορροής ποταμού στο έδαφός του.
(26) Για την αποφυγή της άσκοπης επανάληψης εργασιών κατά την κατάρτιση αυτών των καταλόγων και τη διασφάλιση της συνέπειάς τους προς άλλα υφιστάμενα εργαλεία στον τομέα της προστασίας των επιφανειακών υδάτων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που συλλέγονται με βάση την οδηγία 2000/60/ΕΚ και με βάση τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 166/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιανουαρίου 2006, για τη σύσταση ευρωπαϊκού μητρώου έκλυσης και μεταφοράς ρύπων και για την τροποποίηση των οδηγιών 91/689/ΕΟΚ και 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου(15).
(27) Για να αντικατοπτρίζονται καλύτερα οι ανάγκες τους, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να επιλέγουν κατάλληλη περίοδο αναφοράς ενός έτους για τη μέτρηση των βασικών καταχωρίσεων στον κατάλογο. Πάντως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι οι διαρροές λόγω της χρησιμοποίησης φυτοφαρμάκων είναι δυνατό να διαφέρουν σημαντικά από έτος σε έτος λόγω των διαφορετικών ρυθμών χρησιμοποίησης, π.χ. εξ αιτίας διαφορετικών κλιματικών συνθηκών. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση ορισμένων ουσιών καλυπτόμενων από την οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων(16), τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν τριετή περίοδο αναφοράς σχετικά με τις ουσίες αυτές.
(28) Για τη βελτιστοποίηση της χρήσης του καταλόγου, είναι ενδεδειγμένο να ορίζεται προθεσμία ώστε να ελέγχει η Επιτροπή κατά πόσο τα κράτη μέλη έλαβαν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την επίτευξη των στόχων που εκτίθενται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α), σημείο iv) της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.
(29) Τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των ουσιών που είναι έμμονες, βιοσυσσωρεύσιμες και τοξικές, καθώς και ουσιών ισοδυνάμως προβληματικών, ιδίως πολύ έμμονων και πολύ βιοσυσωρεύσιμων, όπως αναφέρεται στην οδηγία 2000/60/ΕΚ, καθορίζονται στο Έγγραφο Τεχνικών Οδηγιών για την Εκτίμηση Επικινδυνότητας με σκοπό τη στήριξη της οδηγίας 93/67/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 20ης Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό των αρχών εκτίμησης των κινδύνων που διατρέχει ο άνθρωπος και το περιβάλλον από τις ουσίες που γνωστοποιούνται σύμφωνα με την οδηγία 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου(17), του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 1994, για τον καθορισμό των αρχών αξιολόγησης των κινδύνων για τον άνθρωπο και το περιβάλλον από τις υπάρχουσες ουσίες σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου(18), και της οδηγίας 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά(19). Για να εξασφαλιστεί η συνέπεια μεταξύ των διάφορων κοινοτικών νομοθετημάτων, τα κριτήρια αυτά θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνο για τις υπό επανεξέταση ουσίες σύμφωνα με την απόφαση αριθ. 2455/2001/ΕΚ, ενώ το Παράρτημα X της οδηγίας 2000/60/ΕΚ επιβάλλεται να τροποποιηθεί και να αντικατασταθεί δεόντως.
(30)Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 προβλέπει την πραγματοποίηση αναθεώρησης για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των κριτηρίων προσδιορισμού των ανθεκτικών, βιοσυσσωρεύσιμων και τοξικών ουσιών. Η Επιτροπή θα πρέπει να τροποποιήσει κατάλληλα το Παράρτημα Χ της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, μόλις τροποποιηθούν τα κριτήρια που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1907/2006.
(31) Οι υποχρεώσεις που ορίζονται στις οδηγίες που αναφέρονται στο Παράρτημα IX της οδηγίας 2000/60/ΕΚ έχουν ήδη ενσωματωθεί στην οδηγία 96/61/ΕΚ και στα άρθρα 8, 10, στο άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχεία ζ) και η) και σε άλλες διατάξεις της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και, τουλάχιστον, το αυτό επίπεδο προστασίας εξασφαλίζεται εφόσον τα ΠΠΠ διατηρούνται ή αναθεωρούνται. Για να εξασφαλιστεί συνεκτική προσέγγιση όσον αφορά τη χημική ρύπανση των επιφανειακών υδάτων καθώς και την απλούστευση και τη διευκρίνιση της υφιστάμενης κοινοτικής νομοθεσίας στον τομέα αυτό, είναι σκόπιμη η κατάργηση, κατά τις διατάξεις του άρθρου 16 παράγραφος 10 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, με ισχύ από το έτος 2012, της οδηγίας 82/176/ΕΟΚ, της οδηγίας 83/513/ΕΟΚ, της οδηγίας 84/156/ΕΟΚ, της οδηγίας 84/491/ΕΟΚ και της οδηγίας 86/280/ΕΟΚ.
(32) Λήφθηκαν υπόψη οι συστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 16, παράγραφος 5 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, και ειδικότερα οι συστάσεις της Επιστημονικής Επιτροπής για την Τοξικότητα, την Οικοτοξικότητα και το Περιβάλλον.
(33)Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η έκδοση ΠΠΠ για τα ύδατα, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορεί συνεπώς να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο ώστε να διατηρηθεί ενιαίο επίπεδο προστασίας των επιφανειακών υδάτων σε όλη την Κοινότητα, η Κοινότητα δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, που αναφέρει το άρθρο 5 της Συνθήκης, Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως εκτίθεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος αυτός.
(34) Τα μέτρα που είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να εγκριθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28 Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή(20).
(35)Σύμφωνα με το άρθρο 174 της Συνθήκης αλλά και όπως επαναλαμβάνεται στην οδηγία 2000/60/ΕΚ, κατά την εκπόνηση της περιβαλλοντικής της πολιτικής, η Κοινότητα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα διαθέσιμα επιστημονικά και τεχνικά δεδομένα, τις συνθήκες του περιβάλλοντος στις διάφορες περιοχές της Κοινότητας, την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της Κοινότητας στο σύνολό της και την ισόρροπη ανάπτυξη των περιοχών της, καθώς και τα πλεονεκτήματα και τις επιβαρύνσεις που μπορούν να προκύψουν από τη δράση και την απουσία δράσης,
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
Άρθρο 1
Αντικείμενο
Η παρούσα οδηγία καθορίζει μέτρα για τον περιορισμό της ρύπανσης των υδάτων, καθώς και πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος για ουσίες προτεραιότητας και ορισμένους άλλους ρύπους, με στόχο:
α)
τη μείωση των απορρίψεων, των εκπομπών και των διαρροών ουσιών προτεραιότητας έως το 2015, και
β)
τον τερματισμό των απορρίψεων, εκπομπών και διαρροών επικίνδυνων ουσιών προτεραιότητας, σύμφωνα με τα άρθρα 1, 4 και 16 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, για την επίτευξη καλής χημικής κατάστασης για όλα τα επιφανειακά ύδατα. Στόχος είναι επίσης η πρόληψη της περαιτέρω υποβάθμισης της ποιότητας των υδάτων, η επίτευξη, έως το 2020, συγκεντρώσεων που να πλησιάζουν τα φυσικά επίπεδα συγκεντρώσεων για όλες τις ουσίες που απαντώνται στη φύση, και πρακτικά μηδενικών συγκεντρώσεων για όλες τις ανθρωπογενείς συνθετικές ουσίες, σύμφωνα με τις διεθνείς συμφωνίες για την προστασία της θάλασσας.
Οι στόχοι που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία πρέπει να θεωρούνται στόχοι κατά την έννοια του άρθρου 4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.
Έως το 2020 η Επιτροπή πρέπει να υποβάλει στο Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 21, παράγραφος 2 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, έκθεση σχετικά με την επιτυχία στην εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.
Άρθρο 2
Πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος
1. Για να επιτυγχάνεται καλή χημική κατάσταση των συστημάτων επιφανειακών υδάτων, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α) της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η σύνθεση αυτών των συστημάτων επιφανειακών υδάτων, των ιζημάτων και των ζώντων οργανισμών ανταποκρίνεται στα πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος για τις ουσίες προτεραιότητας, όπως ορίζεται στο Μέρος Α του Παραρτήματος Ι.
Τα κράτη μέλη λαμβάνουν πάντα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου οι επιχειρήσεις που διοχετεύουν σε υδάτινα σώματα λύματα τα οποία περιέχουν ουσίες προτεραιότητας, να χρησιμοποιούν τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές στην παραγωγή και στην επεξεργασία των λυμάτων. Τα εν λόγω μέτρα βασίζονται στα αποτελέσματα της ανταλλαγής πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 96/61/ΕΚ.
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν τη συμμόρφωση προς τα πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο Μέρος Β του Παραρτήματος I.
Τα κράτη μέλη οφείλουν να βελτιώσουν τις διαθέσιμες γνώσεις και στοιχεία για τις πηγές των ουσιών προτεραιότητας και τα μέσα ρύπανσης για να μπορούν να προκρίνονται αποτελεσματικές και εύστοχες επιλογές ελέγχου.
2.Όταν ένα ρεύμα υδάτων διασχίζει περισσότερα από ένα κράτος μέλος, οργανώνεται συντονισμός των προγραμμάτων παρακολούθησης και των εθνικών απογραφών για να αποφεύγεται να έρχονται σε μειονεκτική θέση τα κράτη μέλη που βρίσκονται προς τις εκβολές των ρευμάτων ύδατος.
3.Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, τα κράτη μέλη παρακολουθούν τις συγκεντρώσεις ουσιών που αναφέρονται στο Μέρος Α του ΠαραρτήματοςΙ σε ύδατα, ιζήματα και σε ζώντες οργανισμούς.
4. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι δεν σημειώνεται υπέρβαση των ακόλουθων συγκεντρώσεων εξαχλωλοβενζολίου, εξαχλωροβουταδιενίου και υδραργύρου στους ιστούς (υγρό βάρος) θηρευόμενων ιχθύων, μαλακίων, οστρακόδερμων και άλλων ζώντων οργανισμών:
α)
10 µg/kg για το εξαχλωλοβενζόλιο,
β)
55 µg/kg για το εξαχλωροβουταδιένιο,
β)
20 µg/kg για το μεθυλικό υδράργυρο.
Για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τα πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος όσον αφορά τις ουσίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, τα κράτη μέλη είτε καθορίζουν για τα ύδατα αυστηρότερο πρότυπο με το οποίο αντικαθίσταται το αναφερόμενο στο Μέρος Α του Παραρτήματος Ι είτε ορίζουν συμπληρωματικά πρότυπα για τους ζώντες οργανισμούς.
Η παρακολούθηση άλλων ουσιών του Παραρτήματος Ι μπορεί να γίνει επίσης σε ιζήματα ή σε ζώντες οργανισμούς αντί σε ύδατα, αν τα κράτη μέλη το κρίνουν περισσότερο ενδεδειγμένο και οικονομικά αποδοτικότερο. Αν εντοπιστούν σημαντικές συγκεντρώσεις ουσιών και τα κράτη μέλη θεωρήσουν ότι υπάρχει κίνδυνος να μην τηρούνται τα περιβαλλοντικά πρότυπα ποιότητας για τα ύδατα, απαιτείται παρακολούθηση στα ύδατα προκειμένου να διασφαλίζεται η συμμόρφωση προς τα περιβαλλοντικά πρότυπα ποιότητας για τα ύδατα.
5.Το αργότερο 12 μήνες μετά την υποβολή των καταλόγων από τα κράτη μέλη, η Επιτροπή υποβάλλει πρόταση για πρότυπα ποιότητας που αφορούν τις συγκεντρώσεις των ουσιών προτεραιότητας στα ιζήματα και τους ζώντες οργανισμούς.
6.Τα κράτη μέλη τηρούν την οδηγία 98/83/ΕΚ και διαχειρίζονται τις επιφανειακές υδάτινες μάζες που χρησιμοποιούνται για την άντληση πόσιμου ύδατος σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Κατά συνέπεια, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των διατάξεων, που ενδέχεται να απαιτούν αυστηρότερα πρότυπα.
7.Οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η τήρηση των προτύπων ποιότητας περιβάλλοντος δεν είναι τεχνικώς εφικτή ή οδηγεί σε δυσανάλογο κοινωνικό ή οικονομικό κόστος εξετάζονται δυνάμει των άρθρων 4, παράγραφοι 4, 5 και 6, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, με σκοπό να καθορισθεί η πλέον αποδοτική ως προς το κόστος και αποδεκτή από περιβαλλοντική άποψη προσέγγιση για την υλοποίηση του στόχου του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α) της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.
8. Η Επιτροπή, χρησιμοποιώντας συστηματικά τη βάση δεδομένων που έχει δημιουργηθεί βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 για τον εντοπισμό ουσιών επιβλαβών για τους υδρόβιους οργανισμούς, καθώς και ουσιών συσσωρεύσιμων ή ανθεκτικών, εξετάζει την τεχνική και επιστημονική πρόοδο, καθώς και τα συμπεράσματα εκτιμήσεων επικινδυνότητας όπως αναφέρεται στα στοιχεία α) και β) του άρθρου 16, παράγραφος 2 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, και προτείνει, τουλάχιστον ανά τετραετία, την αναθεώρηση των προτύπων ποιότητας περιβάλλοντος που περιέχονται στο Μέρος Α του Παραρτήματος Ι της παρούσας οδηγίας.
Η Επιτροπή εξετάζει τις πλέον πρόσφατες επιστημονικές πληροφορίες και την τεχνική πρόοδο όσον αφορά τις ουσίες που συσσωρεύονται σε ιζήματα και ζώντες οργανισμούς και καταρτίζει πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος σε σχέση με αυτές.
9. Η Επιτροπή, για να επιτύχει μια συνεπή και εναρμονισμένη μέθοδο υπολογισμού, ορίζει, με βάση την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 21, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, και έως τις ...(21), τις υποχρεωτικές μεθοδολογίες τουλάχιστον για τα θέματα που αναφέρονται στο 2ο εδάφιο του σημείου 3 του Μέρους Β του Παραρτήματος Ι της παρούσας οδηγίας.
10.Αν για την επίτευξη των περιβαλλοντικών προτύπων ποιότητας απαιτείται η απαγόρευση ουσιών, η Επιτροπή υποβάλλει κατάλληλες προτάσεις για την τροποποίηση των ισχυουσών νομικών πράξεων ή τη θέσπιση νέων νομικών πράξεων σε κοινοτικό επίπεδο.
11.Αν για ορισμένες εγκαταστάσεις, ουσίες ή σημειακές πηγές απαιτούνται οριακές τιμές εκπομπών σε κοινοτικό επίπεδο, στο πλαίσιο της ενίσχυσης της αρχής "ο ρυπαίνων πληρώνει" καθώς και της αρχής της πρόληψης και για λόγους ενιαίας εφαρμογής από τα κράτη μέλη, ή εάν οι εν λόγω οριακές τιμές εκπομπών μπορούν αν είναι αποτελεσματικές ως προς την εξασφάλιση της συμμόρφωσης με τα περιβαλλοντικά πρότυπα ποιότητας, η Επιτροπή υποβάλλει προτάσεις σύμφωνα με το άρθρο 18 της οδηγίας 96/61/ΕΚ.
Άρθρο 3
Προς επίτευξη του στόχου που τίθεται στο άρθρο 2, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλουν αυστηρότερους περιορισμούς για τη χρήση ή την απόρριψη ουσιών σε σχέση με εκείνους που ορίζονται στην οδηγία 91/414/ΕΟΚ και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. .../... του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων(22) που την αντικαθιστά, ή σε άλλες πράξεις της κοινοτικής νομοθεσίας.
Άρθρο 4
Μεταβατικός χώρος υπέρβασης
1. Εάν δεν υπάρχουν τεχνικώς εφικτά μέσα για τον επαρκή καθαρισμό λυμάτων από μία ή περισσότερες σημειακές πηγές, τα κράτη μέλη καθορίζουν μεταβατικούς χώρους υπέρβασης, όπου οι συγκεντρώσεις ενός ή περισσότερων ρύπων υπό συνθήκες χαμηλής ροής υπερβαίνουν τα σχετικά πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος, στο βαθμό που δεν επηρεάζεται η συμμόρφωση της υπόλοιπης επιφάνειας της υδάτινης μάζας προς τα υπόψη πρότυπα.
Τα κράτη μέλη περιλαμβάνουν σχέδιο δράσης για τη μείωση της έκτασης και της διάρκειας κάθε μεταβατικού χώρου υπέρβασης στα σχέδια διαχείρισης της ποτάμιας λεκάνης, τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 13 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, προκειμένου να επιτευχθούν τα σχετικά περιβαλλοντικά πρότυπα ποιότητας έως το 2018 το αργότερο.
2. Σε καθεμία περίπτωση τα κράτη μέλη οριοθετούν την έκταση των μερών των επιφανειακών υδάτινων μαζών των περικείμενων σε σημεία απόρριψης, τα οποία πρόκειται να καταταχθούν στους μεταβατικούς χώρους υπέρβασης, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας.
Τα κράτη μέλη περιλαμβάνουν περιγραφή κάθε οριοθέτησης στα σχέδιά τους για τη διαχείριση λεκάνης απορροής ποταμού τα αναφερόμενα στο άρθρο 13 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.
3.Στην περίπτωση διασυνοριακών πηγών ύδατος χρειάζεται η συναίνεση και των άλλων θιγομένων κρατών μελών για τον καθορισμό του μεταβατικού χώρου υπέρβασης.
4. Τα κράτη μέλη εκτελούν την επανεξέταση των αδειών που αναφέρονται στην οδηγία 96/61/ΕΚ ή στις προγενέστερες ρυθμίσεις που αναφέρονται στο άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο ζ) της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, με σκοπό τη σταδιακή μείωση της έκτασης κάθε μεταβατικού χώρου υπέρβασης, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, ο οποίος προσδιορίζεται σε ύδατα όπου απορρίπτονται ουσίες προτεραιότητας.
5. Η Επιτροπή, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 21, παράγραφος 2 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, καθορίζει τη μέθοδο που πρέπει να χρησιμοποιείται από τα κράτη μέλη για τον προσδιορισμό του μεταβατικού χώρου υπέρβασης.
Άρθρο 5
Μέθοδοι ελέγχου των εκπομπών από τα κράτη μέλη
1.Για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 1, τα κράτη μέλη καταρτίζουν ολοκληρωμένα σχέδια ελέγχου των εκπομπών και θεσπίζουν μέτρα σταδιακής εξάλειψης των ουσιών προτεραιότητας και των επικίνδυνων ουσιών προτεραιότητας στο πλαίσιο του προγράμματος μέτρων που προβλέπεται από το άρθρο 11 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Τα σχέδια περιλαμβάνουν κατ' ελάχιστο:
α)
τα αποτελέσματα των ερευνών σύμφωνα με το άρθρο 6 της παρούσας οδηγίας·
β)
στόχους για τις ουσίες, συμπεριλαμβανομένων των ισοζυγίων όγκου και μάζας·
γ)
τομεακές στρατηγικές για τις κύριες πηγές ρύπανσης (ιδιαίτερα για τη βιομηχανία, τη γεωργία, τη δασοκομία, τα νοικοκυριά, το σύστημα υγείας, τις μεταφορές)·
δ)
μέτρα για τη μείωση της διάχυτης ρύπανσης λόγω διαρροής ουσιών από προϊόντα·
ε)
μέτρα για την υποκατάσταση των επικίνδυνων ουσιών προτεραιότητας·
στ)
μέσα, συμπεριλαμβανομένων οικονομικών μέτρων, σύμφωνα με το άρθρο 9 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ·
ζ)
πρότυπα εκπομπών επιπλέον των υφισταμένων κοινοτικών ρυθμίσεων·
η)
μέτρα πληροφόρησης, παροχής συμβουλών και εκπαίδευσης·
2.Τα σχέδια θα πρέπει να εκπονηθούν με διαφανή κριτήρια και να αναθεωρούνται στο πλαίσιο της αναθεώρησης προγραμμάτων ή μέτρων. Τα κράτη μέλη υποβάλλουν ανά τριετία έκθεση στην Επιτροπή και την κοινή γνώμη, σχετικά με την πρόοδο στην εφαρμογή των σχεδίων και τον τρόπο με τον οποίο τα μέτρα έχουν συμβάλει στην επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας.
Άρθρο 6
Κατάλογος εκπομπών, απορρίψεων και διαρροών
1. Με βάση τις πληροφορίες που συλλέγονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 και 8 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ ή άλλα διαθέσιμα δεδομένα, και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 166/2006, τα κράτη μέλη καταρτίζουν κατάλογο εκπομπών, συμπεριλαμβανομένων ενδεχομένως χαρτών εκπομπών, απορρίψεων και διαρροών και των πηγών τους για όλες τις αρχικές πηγές ουσιών προτεραιότητας (τόσο τις σημειακές όσο και τις διάχυτες πηγές) και όλους τους ρύπους που σημειώνονταιστο Παράρτημα ΙΙ ή στο μέρος Α του Παραρτήματος Ι όσον αφορά κάθε λεκάνη απορροής ποταμού ή μέρος της εντός του εδάφους τους, συμπεριλαμβανομένων των συγκεντρώσεών τους στα ιζήματα και τους ζώντες οργανισμούς. Οι ουσίες προτεραιότητας και οι ρύποι που ελευθερώνονται από ιζήματα ως αποτέλεσμα ναυτιλίας, βυθοκόρησης ή φυσικών φαινομένων δεν θεωρούνται διαρροές.
Τα κράτη μέλη περιλαμβάνουν στον κατάλογο όλα τα μέτρα ελέγχου εκπομπών που λαμβάνουν για ουσίες προτεραιότητας και ρύπους που παρατίθενται στο Μέρος Α του Παραρτήματος Ι.
2.Τα κράτη μέλη καταρτίζουν ειδικά προγράμματα παρακολούθησης για ιζήματα και ζώντες οργανισμούς, εντοπίζοντας τα προς ανάλυση είδη και ιστούς και τη μορφή με την οποία πρέπει να εκφρασθούν τα αποτελέσματα, σύμφωνα με τις εποχιακές διακυμάνσεις των οργανισμών.
3. Η περίοδος αναφοράς για τη μέτρηση τιμών ρύπων προς καταχώριση στους καταλόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι ένα έτος μεταξύ των ετών 2007 και 2009.
Όμως, για ουσίες προτεραιότητας ή ρύπους που καλύπτονται από την οδηγία 91/414/ΕΟΚ, οι καταχωρήσεις είναι δυνατό να υπολογίζονται ως η μέση τιμή των ετών 2007, 2008 και 2009.
Κατά την εκπόνηση των καταλόγων τους, τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν πληροφορίες σχετικά με εκπομπές, απορρίψεις και απώλειες που συνελέγησαν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2000/60/EΚ, υπό την προϋπόθεση ότι οι πληροφορίες αυτές καλύπτουν τις ίδιες απαιτήσεις ποιότητας με αυτές που εφαρμόζονται στις πληροφορίες που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.
4. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τους καταλόγους που έχουν εκπονηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τις αντίστοιχες περιόδους αναφοράς, και τα σχέδια διαχείρισης της λεκάνης απορροής ποταμού μαζί με έκθεση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15, παράγραφος 1 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.
5. Τα κράτη μέλη επικαιροποιούν τους καταλόγους τους κατά την επανεξέταση των αναλύσεων σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.
Η περίοδος αναφοράς για τον καθορισμό τιμών στους επικαιροποιημένους καταλόγους είναι το έτος που προηγείται εκείνου κατά το οποίο πρέπει να ολοκληρωθεί η εν λόγω ανάλυση. Για ουσίες προτεραιότητας ή ρύπους καλυπτόμενους από την οδηγία 91/414/ΕΟΚ, οι καταχωρίσεις είναι δυνατό να υπολογίζονται ως η μέση τιμή των τριών ετών που προηγούνται της ολοκλήρωσης της εν λόγω ανάλυσης.
Τα κράτη μέλη δημοσιεύουν τους επικαιροποιημένους καταλόγους στα επικαιροποιημένα σχέδια διαχείρισής τους για κάθε λεκάνη απορροής ποταμού όπως ορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφος 7 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.
6.Για να διακοπούν ή να μειωθούν βαθμιαία οι εκπομπές, απορρίψεις και απώλειες των ουσιών προτεραιότητας, τα κράτη μέλη πρέπει να συνοδεύουν τον κατάλογό τους με το ενδεδειγμένο χρονοδιάγραμμα επιδίωξης αυτών των στόχων.
7. Η Επιτροπή επαληθεύει ότι, με ορίζοντα το έτος 2015, οι εν λόγω εκπομπές, απορρίψεις και διαρροές, όπως αντικατοπτρίζονται στον κατάλογο, μπορεί να αναμένεται ότι θα ανταποκρίνονται έως το 2025 στις απαιτήσεις σχετικά με τη μείωση και την παύση που ορίζονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α), σημείο iv), της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εν λόγω επαλήθευση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Αν από την έκθεση προκύπτει ότι δεν αναμένεται συμμόρφωση, η Επιτροπή προτείνει τα αναγκαία κοινοτικά μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 251 της Συνθήκης έως το 2016.
Κατά τη διενέργεια της επαλήθευσης αυτής, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη:
-
την τεχνική εφικτότητα και την αναλογικότητα·
-
την εφαρμογή των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών·
-
την ύπαρξη συγκεντρώσεων στο φυσικό υπόβαθρο.
8. Η Επιτροπή καθορίζει, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 21, παράγραφος 2 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, τις τεχνικές προδιαγραφές για τις αναλύσεις καθώς και τη μέθοδο που πρέπει να χρησιμοποιείται από τα κράτη μέλη για την εκπόνηση των καταλόγων.
Άρθρο 7
Μέτρα για τη μείωση της ρύπανσης από ουσίες προτεραιότητας
1.Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι για μείωση της ρύπανσης από ουσίες προτεραιότητας και επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας που θεσπίζονται με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α), σημείο iν), της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το πρόγραμμα μέτρων που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 11 της ανωτέρω οδηγίας περιλαμβάνει μέτρα πρόληψης ή ελέγχου για σημειακές και διάχυτες πηγές ρύπανσης, καθώς και τα πρότυπα ποιότητας του περιβάλλοντος που καθορίζονται στην ανωτέρω οδηγία.
2.Με βάση τα άρθρα 4 και 12 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και γνώμονα την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται σε αυτά, τα κράτη μέλη αποφασίζουν σχετικά με την ανάγκη για αναθεώρηση της εφαρμογής των υφισταμένων μέτρων ή θέσπιση νέων μέτρων για τη μείωση και τον έλεγχο της ρύπανσης από ουσίες προτεραιότητας και επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας. Η Επιτροπή προτείνει ενδεχομένως τα κατάλληλα μέτρα σε κοινοτικό επίπεδο.
3.Στην έκθεσή της δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, σχετικά με την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας, η Επιτροπή διενεργεί επίσημη αξιολόγηση της συνοχής και της αποτελεσματικότητας όλων των κοινοτικών νομοθετικών πράξεων με άμεσο και έμμεσο αντίκτυπο στην καλή ποιότητα των υδάτων. Αυτή η αξιολόγηση θα καταστήσει δυνατή την υποβολή, προσαρμογή ή εκτέλεση των κοινοτικών μέτρων όπου χρειάζεται.
4.Η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 8 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, προτείνει τεχνικές ελέγχου των εκπομπών, βάσει των καλύτερων διαθέσιμων τεχνολογιών και των περιβαλλοντικών πρακτικών, προς χρήση από τα κράτη μέλη για όλες τις σημειακές πηγές.
Άρθρο 8
Ενσωμάτωση διοξινών και πολυχλωροδιφαινυλίων (PCBs)
Σύμφωνα με το άρθρο 16 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και όχι αργότερα από την 31η Ιανουαρίου 2008, η Επιτροπή υποβάλλει πρόταση αναθεώρησης της παρούσας οδηγίας, με σκοπό την ενσωμάτωση των διοξινών και των πολυχλωροδιφαινυλίων (PCBs) στον κατάλογο ουσιών προτεραιότητας του Παραρτήματος II και την ενσωμάτωση των αντίστοιχων προτύπων ποιότητας περιβάλλοντος στο Παράρτημα I.
Άρθρο 9
Ρύπανση προερχόμενη από τρίτες χώρες
Η Επιτροπή υποβάλλει, το αργότερο ως τις ...(23), έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τις καταστάσεις ρύπανσης προερχομένης από τρίτες χώρες. Βάσει αυτής της έκθεσης και εάν τούτο κρίνεται απαραίτητο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο καλούν την Επιτροπή να διατυπώσει προτάσεις.
Άρθρο 10
Τροποποίηση της οδηγίας 2000/60/ΕΚ
Το Παράρτημα X της οδηγίας 2000/60/ΕΚ αντικαθίσταται από το κείμενο του Παραρτήματος II της παρούσας οδηγίας.
Άρθρο 11
Τροποποίηση των οδηγιών 82/176/ΕΟΚ, 83/513/ΕΟΚ, 84/156/ΕΟΚ και 84/491/ΕΟΚ
Τα Παραρτήματα II στις οδηγίες 82/176/ΕΟΚ, 83/513/ΕΟΚ, 84/156/ΕΟΚ και 84/491/ΕΟΚ διαγράφονται αντιστοίχως.
Άρθρο 12
Τροποποίηση της οδηγίας 86/280/ΕΟΚ
Οι επικεφαλίδες Β στα τμήματα I έως XI του Παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 86/280/ΕΟΚ διαγράφονται.
Άρθρο 13
Καταργήσεις
1. Οι οδηγίες 82/176/ΕΟΚ, 83/513/ΕΟΚ, 84/156/ΕΟΚ, 84/491/ΕΟΚ και 86/280/ΕΟΚ καταργούνται από τις 22 Δεκεμβρίου έτους 2012.
2. Πριν από τις 22 Δεκεμβρίου 2012, τα κράτη μέλη μπορούν να ασκούν παρακολούθηση και να συντάσσουν εκθέσεις σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5, 8 και 15 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, αντί να ενεργούν κατά την εκτέλεση των δραστηριοτήτων αυτών σύμφωνα με τις οδηγίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 14
Μεταφορά
1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις τις αναγκαίες για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία το αργότερο μέχρι ...(24). Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων και υποβάλλουν πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών και των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.
Όταν οι εν λόγω διατάξεις εκδίδονται από τα κράτη μέλη, περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παραπομπή του είδους αυτού κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Τα κράτη μέλη προσδιορίζουν τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται η παραπομπή αυτή.
2. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των βασικών διατάξεων εθνικής νομοθεσίας που εκδίδουν στον τομέα τον καλυπτόμενο από την παρούσα οδηγία.
Άρθρο 15
Συμπληρωματική κοινοτική δράση
Η Επιτροπή θεσπίζει απλές και διαφανείς διαδικασίες δημιουργώντας ένα ορθολογικό και λυσιτελές πλαίσιο για την κοινοποίηση εκ μέρους των κρατών μελών, πληροφοριών για τις ουσίες προτεραιότητας, οι οποίες στηρίζουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων σε κοινοτικό επίπεδο και επιτρέπουν την καθιέρωση εναρμονισμένων προτύπων ποιότητας περιβάλλοντος στο μέλλον για τα ιζήματα ή τους ζώντες οργανισμούς, καθώς και συμπληρωματικούς ελέγχους των εκπομπών.
Άρθρο 16
Έναρξη ισχύος
Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα μετά τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 17
Αποδέκτες
Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.
Έγινε στις
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I
ΠΡΟΤΥΠΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΟΥΣΙΕΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ
ΜΕΡΟΣ Α: Πρότυπα Ποιότητας Περιβάλλοντος (ΠΠΠ) σε επιφανειακά ύδατα
ΜΕΡΟΣ Β: Συμμόρφωση Προς τα Πρότυπα Ποιότητας Περιβάλλοντος (ΠΠΠ)
1. Στήλες 4 και 5: Για κάθε δεδομένη επιφάνεια υδάτινης μάζας, η συμμόρφωση προς το ΠΠΠ-ΕΜΤ απαιτεί ότι, για οποιοδήποτε αντιπροσωπευτικό σημείο παρακολούθησης εντός της υδάτινης μάζας, ο αριθμητικός μέσος των μετρούμενων συγκεντρώσεων σε διάφορους χρόνους κατά τη διάρκεια του έτους είναι μικρότερος απ" ό,τι στο πρότυπο.
2. Στήλες 6 και 7: Για κάθε δεδομένη επιφάνεια υδάτινης μάζας, η συμμόρφωση προς το ΠΠΠ-ΜΕΣ σημαίνει ότι η μετρηθείσα συγκέντρωση σε οποιοδήποτε αντιπροσωπευτικό σημείο παρακολούθησης εντός της υδάτινης μάζας δεν πρέπει να είναι υψηλότερη απ" ό,τι στο πρότυπο.
3. Με εξαίρεση το κάδμιο, το μόλυβδο, τον υδράργυρο και το νικέλιο (αποκαλούμενα εφ" εξής "μέταλλα") τα ΠΠΠ που ορίζονται στο παρόν παράρτημα εκφράζονται ως ολικές συγκεντρώσεις στο συνολικό δείγμα ύδατος. Στην περίπτωση μετάλλων, το ΠΠΠ αναφέρεται στην εν διαλύσει συγκέντρωση, δηλαδή την εν διαλύσει φάση δείγματος ύδατος που λαμβάνεται με διήθηση μέσω ηθμού 0,45μm ή κάθε ισοδύναμη προεπεξεργασία.
Οι φυσικές διαμορφωμένες συνήθεις συγκεντρώσεις για μέταλλα προστίθενται στην τιμή του ΠΠΠ. Επιπροσθέτως εάν η σκληρότητα, το pH ή άλλες παράμετροι ποιότητας ύδατος επηρεάζουν τη βιοδιαθεσιμότητα μετάλλων, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν το γεγονός αυτό υπόψη κατά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων της παρακολούθησης σε σχέση με ΠΠΠ. Οι φυσικές διαμορφωμένες συνήθεις συγκεντρώσεις για μέταλλα στα εσωτερικά επιφανειακά ύδατα ή στα παράκτια ύδατα καθορίζονται λαμβάνοντας υπόψη ιδιαιτέρως το έδαφος και την φυσική απόπλυση στις λεκάνες απορροής ποταμού. Τα κράτη μέλη στα σχέδια διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού υποβάλλουν αναφορά σχετικά με τις φυσικές διαμορφωμένες συνήθεις συγκεντρώσεις για μέταλλα και σχετικά με το πώς αυτές οι συγκεντρώσεις μετάλλων έχουν ληφθεί υπόψη κατά την αποτίμηση των αποτελεσμάτων σε σχέση προς τα ΠΠΠ.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
ΤΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ Χ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2000/60/ΕΚ
Το Παράρτημα X της οδηγίας 2000/60/ΕΚ αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:
"
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X
ΠΙΝΑΚΑΣ 1: ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΟΥΣΙΩΝ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΥΔΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ (*)
Αριθμός
Αριθμός CAS1
Αριθμός ΕΕ2
Ονομασία ουσίας προτεραιότητας
Χαρακτηρισμός ως επικίνδυνης ουσίας προτεραιότητας
(1)
15972-60-8
240-110-8
Alachlor
X
(2)
120-12-7
204-371-1
Ανθρακένιο
X
(3)
1912-24-9
217-617-8
Ατραζίνη
X
(4)
71-43-2
200-753-7
Βενζόλιο
(5)
Δεν εφαρμόζεται
Δεν εφαρμόζεται
Βρωμιούχος διφαινυλαιθέρας(**)
X (***)
(6)
7440-43-9
231-152-8
Κάδμιο και ενώσεις του
X
(7)
85535-84-8
287-476-5
Χλωροαλκάνια, C10-13 (**)
X
(8)
470-90-6
207-432-0
Chlorfenvinphos
(9)
2921-88-2
220-864-4
Chlorpyrifos
(10)
107-06-2
203-458-1
1,2-Διχλωροαιθάνιο
(11)
75-09-2
200-838-9
Διχλωρομεθάνιο
(12)
117-81-7
204-211-0
Φθαλικό δι(2-αιθυλεξυλιο) (ΦΔΑΕ - DEHP)
(13)
330-54-1
206-354-4
Diuron
X
(14)
115-29-7
204-079-4
Ενδοσουλφάνιο
X
959-98-8
Δεν εφαρμόζεται
(Άλφα-ενδοσουλφάνιο)
(15)
206-44-0
205-912-4
Φθορανθένιο (****)
(16)
118-74-1
204-273-9
Εξαχλωροβενζόλιο
X
(17)
87-68-3
201-765-5
Εξαχλωροβουταδιένιο
X
(18)
608-73-1
210-158-9
Εξαχλωροκυκλοεξάνιο
X
58-89-9
200-401-2
(Λινδάνιο, γ-ισομερές)
(19)
34123-59-6
251-835-4
Isoproturon
(20)
7439-92-1
231-100-4
Μόλυβδος και ενώσεις του
X
(21)
7439-97-6
231-106-7
Υδράργυρος και ενώσεις του
X
(22)
91-20-3
202-049-5
Ναφθαλίνιο
X
(23)
7440-02-0
231-111-14
Νικέλιο και ενώσεις του
(24)
25154-52-3
246-672-0
Εννεϋλοφαινόλη
X
104-40-5
203-199-4
(4-(παρα)εννεϋλοφαινόλη
(25)
1806-26-4
217-302-5
Οκτυλοφαινόλη
X
140-66-9
Δεν εφαρμόζεται
(Παρατετραοκτυλοφαινόλη)
X
(26)
608-93-5
210-172-5
Πενταχλωροβενζόλιο
X
(27)
87-86-5
231-152-8
Πενταχλωροφαινόλη (PCP)
X
(28)
Δεν εφαρμόζεται
Δεν εφαρμόζεται
Πολυαρωματικοί υδρογονάνθρακες
X
50-32-8
200-028-5
(Βενζο(α)πυρένιο)
205-99-2
205-911-9
(Βενζο(β)φθορανθένιο)
191-24-2
205-883-8
(Βενζο(ζ,η,θ)περυλένιο
207-08-9
205-916-6
(Βενζο(κ)φθορανθένιο)
193-39-5
205-893-2
(Iνδενο(1,2,3-γδ)πυρένιο
(29)
122-34-9
204-535-2
Σιμαζίνη
X
(30)
688-73-3
211-704-4
Ενώσεις τριβουτυλτίνης
X
36643-28-4
δεν εφαρμόζεται
Κατιόν τριβουτυλτίνης
(31)
12002-48-1
234-413-4
Tριχλωροβενζόλια
X
120-82-1
204-428-0
(1,2,4-τριχλωροβενζόλιο)
X
(32)
67-66-3
200-663-8
Τριχλωρομεθάνιο
(Χλωροφόρμιο)
(33)
1582-09-8
216-428-8
Τριφθοραλίνη
X
(34)
Δεν εφαρμόζεται
xxx-xxx-x
DDT ολικό3
X(*****)
(35)
50-29-3
200-024-3
Παρα-παρα-DDT
X(*****)
(36)
309-00-2
206-215-8
Aldrin
X(*****)
(37)
60-57-1
200-484-5
Dieldrin
X(*****)
(38)
72-20-8
200-775-7
Endrin
X(*****)
(39)
465-73-6
207-366-2
Isodrin
X(*****)
(40)
56-23-5
200-262-8
Ανθρακοτετραχλωρίδιο
X(*****)
(41)
127-18-4
204-825-9
Τετραχλωροαιθυλένιο
X(*****)
(42)
79-01-6
201-167-4
Τριχλωροαιθυλένιο
X(*****)
1 CAS: Παροχή Υπηρεσιών για Χημικές Ουσίες.
2 Αριθμός ΕΕ: Ευρωπαϊκό Ευρετήριο Υφιστάμενων Εμπορικών Χημικών Ουσιών (EINΕCS) ή Ευρωπαϊκός Κατάλογος Γνωστοποιημένων Χημικών Ουσιών (ELNICS).
3 Το ολικό DDT περιλαμβάνει το άθροισμα των ισομερών 1,1,1-τριχλωρο-2,2 δις (p -χλωροφαινυλο) αιθάνιο (αριθμός CAS 50-29-3· αριθμός ΕΕ 200-024-3)· 1,1,1-τριχλωρο-2 (o - χλωροφαινυλο)-2-(p - χλωροφαινυλο) αιθάνιο (αριθμός CAS 789-02-6· αριθμός ΕΕ 212-332-5)· 1,1-διχλωρο-2,2 δις (p - χλωροφαινυλο) αιθυλένιο (αριθμός CAS 72-55-9· αριθμός ΕΕ 200-784-6) και 1,1-διχλωρο-2,2 δις (p - χλωροφαινυλο) αιθάνιο (αριθμός CAS 72-54-8· αριθμός ΕΕ 200-783-0).
(*) Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες έχουν επιλεγεί ομάδες ουσιών, ως ενδεικτικές παράμετροι παρατίθενται τυπικές μεμονωμένες αντιπροσωπευτικές τιμές (σε αγκύλες και χωρίς αριθμό).
(**) Αυτές οι ομάδες ουσιών κανονικά περιλαμβάνουν σημαντικό πλήθος μεμονωμένων ενώσεων. Επί του παρόντος δεν είναι δυνατό να δοθούν οι κατάλληλες ενδεικτικές παράμετροι.
(***) Μόνο ο πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρας (αριθμός CAS 32534-81-9).
(****) Το φθορανθένιο αναφέρεται στον κατάλογο ως δείκτης άλλων, περισσότερο επικίνδυνων πολυαρωματικών υδρογονανθράκων.
(*****) Για την ουσία αυτή, που προηγουμένως χαρακτηριζόταν "άλλος ρύπος", η ταξινόμηση της ως επικίνδυνης ουσίας προτεραιότητας δεν τροποποιεί τις συγκεκριμένες υποχρεώσεις κατά την οδηγία 2000/60/EΚ, και ιδίως το Παράρτημα V, σημείο 1.3. αυτής.
ΠΙΝΑΚΑΣ 2: ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΟΥΣΙΩΝ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΩΝ ΣΕ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ ΓΙΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟ ΩΣ ΠΙΘΑΝΩΝ "ΟΥΣΙΩΝ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ" Η ΩΣ ΠΙΘΑΝΩΝ "ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΩΝ ΟΥΣΙΩΝ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ
Αρ.
Αριθ. CAS
Αριθ. ΕΕ
Όνομα ουσίας
Ουσίες προτεραιότητας/
Επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας
(1)
131-49-7
205-024-7
Amidotrizoate
(*)
(2)
1066-51-9
--
AMPA
X(**)
(3)
25057-89-0
246-585-8
Bentazon
X(**)
(4)
80-05-7
Δισφαινόλη Α
X(**)
(5)
92-88-6
202-200-5
4 4'-διφαινόλη
X(**)
(6)
298-46-4
06-062-7
Carbamazepine
(*)
(7)
23593-75-1
245-764-8
Κλοτριμαζόλη
X(**)
(8)
84-74-2
201-557-4
dibutylphthalat (DBP)
X(**)
(9)
15307-86-5
Diclofenac
(*)
(10)
115-32-2
204-082-0
Dicofol
X(**)
(11)
67-43-6
200-652-8
DTPA
X(**)
(12)
60-00-4
200-449-4
EDTA
X(**)
(13)
637-92-3
211-309-7
Αιθυλο-τριτ-βουτυλαιθέρας (ETBE)
X(**)
(14)
57-12-5
Ελεύθερες κυανιούχες ενώσεις
(*)
(15)
1071-83-6
213-997-4
Glyphosate
X(**)
(16)
1222-05-5
214-946-9
HHCB
X(**)
(17)
60166-93-0
262-093-6
Ιοπαμιδόλη
(*)
(18)
7085-19-0
230-386-8
Mecoprop (MCPP)
X(**)
(19)
36861-47-9
253-242-6
4-Methylbenzylidene camphor
X(**)
(20)
81-14-1
201-328-9
Κετονικός μόσχος
X(**)
(21)
81-15-2
201-329-4
Ξυλολικός μόσχος
X(**)
(22)
1634-04-4
16-653-1
MTBE
X(**)
(23)
81-04-9
201-317-9
Naphthalene-1,5-disulfonate
(24)
5466-77-3
226-775-7
Octyl-Methoxycinnamate
X(**)
(25)
---
1763-23-1
2795-39-3
29081-56-9
29457-72-5
70225-39-5
335-67-1
3825-26-1
---
217-179-8
220-527-1
249-415-0
249-644-6
---
206-397-9
23-320-4
Υπερφθοριωμένες ενώσεις (PFC)
Υπερφθοριωμένο σουλφονικό οξύ (PFOS)
Άλατα καλίου
Άλατα αμμωνίου
Άλατα λιθίου
Διαιθαλοαμινικά άλατα (DEA)
Υπερφθοριωμένο οκτανοϊκό οξύ (PFOS)
Υπερφθοριωμένο οκτανοϊκό αμμώνιο (APFO)
X(**)
(26)
124495-18-7
---
Κινοξυφαιν (5,7-διχλωρο-4-
(p-φθοροφαινοξυ)κινολίνη)
X(**)
(27)
79-94-7
201-236-9
Τετραβρωμοδιφαινόλη A (TBBP-A)
X(**)
(28)
21145-77-7
244-240-6
Tonalid (AHTN)
X(**)
(*) Αυτή η ουσία υπόκειται σε επανεξέταση για χαρακτηρισμό ως πιθανή "ουσία προτεραιότητας". Η Επιτροπή θα υποβάλει πρόταση στο Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την τελική ταξινόμησή της το αργότερο ...*, με την επιφύλαξη του χρονοδιαγράμματος του άρθρου 16 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ για τις προτάσεις ελέγχου της Επιτροπής.
(**) Αυτή η ουσία προτεραιότητας υπόκειται σε επανεξέταση για χαρακτηρισμό ως πιθανή "επικίνδυνη ουσία προτεραιότητας". Η Επιτροπή θα υποβάλει πρόταση στο Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την τελική ταξινόμησή της το αργότερο ...(31), με την επιφύλαξη του χρονοδιαγράμματος του άρθρου 16 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ για τις προτάσεις ελέγχου της Επιτροπής.
ΕΕ L 257, 10.10.1996, σ. 26. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 166/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 33, 4.2.2006, σ. 1).
ΕΕ L 330, 5.12.1998, σ. 32. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284, 31.10.2003, σ. 1).
Η παράμετρος αυτή είναι το Πρότυπο Ποιότητας Περιβάλλοντος εκφραζόμενο ως Μέγιστη Επιτρεπόμενη Συγκέντρωση (ΠΠΠ-ΜΕΣ). Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες για το ΠΠΠ-ΜΕΣ σημειώνεται "δεν εφαρμόζεται", οι τιμές ΕΜΤ-ΠΠΠ προστατεύουν και έναντι των βραχυπρόθεσμων αιχμών ρύπανσης εφόσον είναι σημαντικά χαμηλότερες σε σχέση με τις τιμές που προκύπτουν με βάση την οξεία τοξικότητα.
Για την ομάδα ουσιών προτεραιότητας την καλυπόμενη από βρωμιούχοι διφαινυλαιθέρες (αριθ. 5) που αναφέρεται στην απόφαση αριθ. 2455/2001/EΚ καθορίζεται ΠΠΠ μόνο για τον πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρα.
Για το κάδμιο και τις ενώσεις του (αριθ. 6) οι τιμές ΠΠΠ κυμαίνονται ανάλογα με τη σκληρότητα του ύδατος όπως ορίζεται στις 5 κατηγορίες κατάταξης (Κατηγορία 1: <40 mg CaCO3/l, Κατηγορία 2: 40 έως <50 mg CaCO3/l, Κατηγορία 3: 50 έως <100 mg CaCO3/l, Κατηγορία 4: 100 έως <200 mg CaCO3/l και Κατηγορία 5: ≥200 mg CaCO3/l).
5 Για την ομάδα ουσιών προτεραιότητας πολυαρωματικών υδρογονανθράκων (ΠΑΥ - PAH) (αριθ. 28), κάθε μεμονωμένο ΠΠΠ συμφωνεί με, π.χ. το ΠΠΠ για το βενζο(α)πυρένιο και το ΠΠΠ για το άθροισμα βενζο(β)φθορανθένιο και βενζο(κ)φθορανθένιο και το ΠΠΠ για το άθροισμα βενζο(ζ,η,θ)περυλένιο και ινδενο(1,2,3-γδ)πυρένιο.
6 Το ολικό DDT περιλαμβάνει το άθροισμα των ισομερών 1,1,1-τριχλωρο-2,2 δις (p-χλωροφαινυλο) αιθάνιο (αριθμός CAS 50-29-3); 1,1,1-τριχλωρο-2 (o- χλωροφαινυλο)-2-(p- χλωροφαινυλο) αιθάνιο (αριθμός CAS 789-02-6); 1,1-διχλωρο-2,2 δις (p- χλωροφαινυλο) αιθυλένιο (αριθμός CAS 72-55-9); και 1,1-διχλωρο-2,2 δις (p- χλωροφαινυλο) αιθάνιο (αριθμός CAS 72-54-8).