Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Μαΐου 2007 σχετικά με την έκδοση της κοινής δήλωσης για την εφαρμογή στην πράξη της διαδικασίας συναπόφασης (2005/2125(ACI))
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 251 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 5ης Μαΐου 1999 σχετικά με την κοινή δήλωση για την εφαρμογή στην πράξη της νέας διαδικασίας συναπόφασης(1),
– έχοντας υπόψη την απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της 8ης Μαρτίου 2007,
– έχοντας υπόψη το σχέδιο αναθεωρημένης κοινής δήλωσης σχετικά με την εφαρμογή στην πράξη της διαδικασίας συναπόφασης (που αναφέρεται εφεξής ως "η αναθεωρημένη δήλωση"),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 120, παράγραφος 1, του Κανονισμού του, και το σημείο ΧVΙΙΙ(4) του παραρτήματος VΙ του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων (A6-0142/2007),
Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι η συνεχής επέκταση του πεδίου εφαρμογής της διαδικασίας συναπόφασης αυξάνει τη σημασία της στη νομοπαραγωγική διαδικασία της ΕΕ και επιφέρει μια αλλαγή στη φύση των διοργανικών σχέσεων μεταξύ Κοινοβουλίου, Συμβουλίου και Επιτροπής,
Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή έχουν προσπαθήσει να καταστήσουν το νομοπαραγωγικό έργο της ΕΕ περισσότερο διαφανές, συντονισμένο, αποτελεσματικό και δημοκρατικό,
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, αν και η κοινή δήλωση σχετικά με την εφαρμογή στην πράξη της διαδικασίας συναπόφασης του 1999 έχει αποδείξει την αξία της, ορισμένες πρακτικές εξελίξεις στην εφαρμογή της με το πέρασμα του χρόνου έχουν καταδείξει την ανάγκη τροποποίησης,
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι διαδοχικές διευρύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν δημιουργήσει προκλήσεις που σχετίζονται τόσο με την εναρμόνιση των διαδικασιών όσο και με τη βελτιστοποίηση των πόρων,
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι η αναθεωρημένη δήλωση ανταποκρίνεται στις προσδοκίες αυτές και καθιστά δυνατή την ανάπτυξη της διοργανικής συνεργασίας στο μέλλον κατά τρόπο εποικοδομητικό και ευέλικτο,
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι διοργανικές συμφωνίες και οι συμφωνίες πλαίσιο επιφέρουν σημαντικές συνέπειες και ότι έχει συνεπώς ζωτική σημασία, προκειμένου να διευκολυνθεί η πρόσβαση σε αυτές και να διασφαλιστεί η διαφάνεια, να συνενωθούν όλες οι υφιστάμενες συμφωνίες και να δημοσιευθούν ως παράρτημα στον Κανονισμό του Κοινοβουλίου,
1. επιβεβαιώνει την προσήλωσή του στις αρχές της διαφάνειας, της λογοδοσίας και της αποτελεσματικότητας καθώς και στην ανάγκη να δοθεί προσοχή στην απλοποίηση της νομοπαραγωγικής διαδικασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με παράλληλο σεβασμό προς την έννομη τάξη της Ένωσης·
2. χαιρετίζει την αναθεωρημένη δήλωση, η οποία βελτιώνει τόσο τη δομή όσο και το περιεχόμενο της δήλωσης του 1999 με την προσθήκη μιας σειράς σημαντικών διατάξεων, οι οποίες ευθυγραμμίζουν το έγγραφο με τις ισχύουσες βέλτιστες πρακτικές και αποσκοπούν στην ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των τριών οργάνων με στόχο τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της ποιότητας της νομοθεσίας της ΕΕ·
3. εκφράζει την επιθυμία να αποκτήσει το Κοινοβούλιο μια μέθοδο εναρμόνισης των πρακτικών που ακολουθούν οι κοινοβουλευτικές επιτροπές κατά τις τριμερείς συνομιλίες, μέσω του ορισμού κανόνων σχετικά με τη σύνθεση των διακοινοβουλευτικών αντιπροσωπειών και την υποχρέωση εμπιστευτικότητας των εργασιών·
4. χαιρετίζει ειδικότερα τις ακόλουθες βελτιώσεις που περιλαμβάνει η αναθεωρημένη δήλωση:
α)
τις νέες διατάξεις σχετικά με τη συμμετοχή στις συνεδριάσεις των κοινοβουλευτικών επιτροπών εκπροσώπων της Προεδρίας του Συμβουλίου και την υποβολή ερωτήσεων για παροχή πληροφοριών σχετικά με τη θέση του Συμβουλίου, οι οποίες από κοινού συνιστούν ένα βήμα για την επίτευξη του στόχου της βελτίωσης του διαλόγου μεταξύ των δύο βραχιόνων της νομοθετικής εξουσίας·
β)
την αναγνώριση της πρακτικής της οριστικοποίησης των συμφωνιών που έχουν επιτευχθεί κατά τη διάρκεια άτυπων διαπραγματεύσεων μεταξύ των οργάνων μέσω ανταλλαγής επιστολών·
γ)
την επιβεβαίωση της αρχής ότι, σε σχέση με τη νομική - γλωσσική αναθεώρηση, οι υπηρεσίες του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου συνεργάζονται σε ισότιμη βάση·
δ)
τη συμφωνία για την διοργάνωση, στο μέτρο του δυνατού, της υπογραφής σημαντικών εγκριθέντων κειμένων σε κοινή τελετή παρουσία των μέσων ενημέρωσης καθώς επίσης και κοινών ανακοινωθέντων Τύπου και κοινών συνεντεύξεων Τύπου για την ανακοίνωση της επιτυχούς κατάληξης των σχετικών εργασιών·
5. είναι πεπεισμένο ότι η αναθεωρημένη δήλωση θα αυξήσει περαιτέρω τη διαφάνεια και το δημόσιο έλεγχο του νομοθετικού έργου που διεξάγεται σύμφωνα με τη διαδικασία συναπόφασης·
6. εγκρίνει την αναθεωρημένη δήλωση που προσαρτάται στην παρούσα απόφαση και αποφασίζει να προσαρτήσει την αναθεωρημένη δήλωση στον Κανονισμό του· ζητεί η αναθεωρημένη δήλωση να δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
7. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει την παρούσα απόφαση και το παράρτημά της στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.
ΚΟΙΝΗ ΔΗΛΩΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΣΥΝΑΠΟΦΑΣΗΣ (ΑΡΘΡΟ 251 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΚ)
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ
1. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή, αποκαλούμενα στο εξής συλλογικώς "όργανα", διαπιστώνουν ότι η τρέχουσα πρακτική που περιλαμβάνει επαφές μεταξύ της Προεδρίας του Συμβουλίου, της Επιτροπής και των προέδρων των αρμοδίων επιτροπών και/ή των εισηγητών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καθώς επίσης και μεταξύ των συμπροέδρων της επιτροπής συνδιαλλαγής έχει αποδειχθεί αποτελεσματική.
2. Τα όργανα επιβεβαιώνουν ότι απαιτείται συνεχής ενθάρρυνση της εν λόγω πρακτικής, η οποία εκτείνεται σε όλα τα στάδια της διαδικασίας της συναπόφασης. Τα όργανα δεσμεύονται να εξετάσουν τις μεθόδους εργασίας τους, προκειμένου να αξιοποιήσουν ακόμη πιο αποτελεσματικά το πλήρες φάσμα των δυνατοτήτων που παρέχει η διαδικασία συναπόφασης όπως την ορίζει η Συνθήκη ΕΚ.
3. Η παρούσα κοινή δήλωση διευκρινίζει αυτές τις μεθόδους εργασίας και τις πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή τους. Συμπληρώνει τη διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση της νομοθεσίας(1) και κυρίως τις διατάξεις της που αφορούν τη διαδικασία της συναπόφασης. Τα όργανα αναλαμβάνουν να σέβονται απόλυτα τέτοιες δεσμεύσεις σύμφωνα με τις αρχές της διαφάνειας, της υπευθυνότητας και της αποτελεσματικότητας. Από την άποψη αυτή, τα όργανα θα πρέπει να εστιάζουν ιδιαιτέρως την προσοχή τους ώστε να σημειώνεται πρόοδος σε σχέση με προτάσεις απλούστευσης, τηρουμένου του κοινοτικού κεκτημένου.
4. Τα όργανα συνεργάζονται με καλή πίστη καθ" όλη τη διάρκεια της διαδικασίας προκειμένου να επιτυγχάνουν τη μέγιστη δυνατή προσέγγιση των θέσεών τους και έτσι να ανοίγουν τον δρόμο, κατά περίπτωση, για την έκδοση της σχετικής πράξης σε αρχικό στάδιο της διαδικασίας.
5. Προς εκπλήρωση του στόχου αυτού, συνεργάζονται με κατάλληλες διοργανικές επαφές ώστε να παρακολουθούν την πρόοδο των εργασιών και να αναλύουν τον βαθμό σύγκλισης σε όλα τα στάδια της διαδικασίας συναπόφασης.
6. Τα όργανα, σύμφωνα με τους εσωτερικούς κανονισμούς τους, δεσμεύονται να ανταλλάσσουν τακτικά πληροφορίες σχετικά με την πρόοδο των διαφόρων φακέλων της συναπόφασης. Μεριμνούν για τον κατά το δυνατό συντονισμό των οικείων χρονοδιαγραμμάτων εργασίας τους, ώστε να διευκολύνεται η διεξαγωγή των εργασιών με συνοχή και συναινετικό πνεύμα. Κατά συνέπεια, προσπαθούν να καταρτίσουν ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα των διαφόρων σταδίων που θα καταλήξουν στην τελική έγκριση διαφόρων νομοθετικών προτάσεων ενώ παράλληλα σέβονται τον πολιτικό χαρακτήρα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων.
7. Η συνεργασία μεταξύ των οργάνων στο πλαίσιο της διαδικασίας συναπόφασης συχνά προσλαμβάνει τη μορφή τριμερών συναντήσεων ("τριμερείς διάλογοι"). Το σύστημα των τριμερών διαλόγων έχει αποδείξει την ζωτικότητα και την ευελιξία του αυξάνοντας αισθητά τις δυνατότητες επίτευξης συμφωνίας στο στάδιο της πρώτης ή της δεύτερης ανάγνωσης, καθώς και συνεισφέροντας στην προπαρασκευή των εργασιών της επιτροπής συνδιαλλαγής.
8. Οι τριμερείς αυτοί διάλογοι συνήθως πραγματοποιούνται ανεπίσημα. Μπορεί να διεξάγονται σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και σε διάφορα επίπεδα εκπροσώπησης, ανάλογα με τη φύση της αναμενόμενης συζήτησης. Κάθε όργανο, σύμφωνα με τον δικό του εσωτερικό κανονισμό, ορίζει τους συμμετέχοντες σε κάθε συνεδρίαση, καθορίζει την εντολή για τις διαπραγματεύσεις και ενημερώνει εγκαίρως τα άλλα όργανα σχετικά με τις ρυθμίσεις που αφορούν τις συνεδριάσεις.
9. Στο μέτρο του δυνατού, οιαδήποτε σχέδια συμβιβαστικών κειμένων υποβάλλονται για συζήτηση σε επικείμενη συνεδρίαση, διανέμονται εκ των προτέρων σε όλους τους συμμετέχοντες. Προκειμένου να αυξηθεί η διαφάνεια, οι τριμερείς διάλογοι που πραγματοποιούνται εντός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ανακοινώνονται εκ των προτέρων, εφόσον είναι εφικτό.
10. Η Προεδρία του Συμβουλίου προσπαθεί να παρευρίσκεται στις συνεδριάσεις των κοινοβουλευτικών επιτροπών. Εξετάζει προσεκτικά και με τον ενδεδειγμένο τρόπο τα αιτήματα που δέχεται για παροχή πληροφοριών σχετικά με τη θέση του Συμβουλίου.
ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
11. Τα όργανα συνεργάζονται με καλή πίστη προκειμένου να επιτύχουν τη μέγιστη δυνατή προσέγγιση των θέσεών τους, ώστε η πράξη να εκδίδεται, εφόσον είναι δυνατόν, σε πρώτη ανάγνωση.
Συμφωνία κατά το στάδιο της πρώτης ανάγνωσης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
12. Πραγματοποιούνται οι κατάλληλες επαφές ώστε να διευκολύνεται η διεξαγωγή των εργασιών κατά την πρώτη ανάγνωση.
13. Η Επιτροπή διευκολύνει τις επαφές αυτές και ασκεί το δικαίωμα πρωτοβουλίας της εποικοδομητικά, προκειμένου να επιτευχθεί προσέγγιση των θέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τη διοργανική ισορροπία, καθώς και τον ρόλο που της ανατίθεται με τη Συνθήκη.
14. Εφόσον επιτευχθεί συμφωνία με ανεπίσημες διαπραγματεύσεις σε τριμερείς διαλόγους, ο/η πρόεδρος της Επιτροπής Μονίμων Αντιπροσώπων (Coreper) διαβιβάζει, με επιστολή προς τον/την πρόεδρο της οικείας κοινοβουλευτικής επιτροπής, λεπτομέρειες ως προς το περιεχόμενο της συμφωνίας, υπό μορφή τροπολογιών στην πρόταση της Επιτροπής. Με την εν λόγω επιστολή εκφράζεται η προθυμία του Συμβουλίου να αποδεχθεί, με την επιφύλαξη νομικής-γλωσσικής επαλήθευσης, την έκβαση αυτή, εφόσον επιβεβαιωθεί από το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στην ολομέλεια. Αντίγραφο της εν λόγω επιστολής διαβιβάζεται στην Επιτροπή.
15. Στο πλαίσιο αυτό, όταν επίκειται το κλείσιμο φακέλου σε πρώτη ανάγνωση, οι πληροφορίες για την πρόθεση σύναψης συμφωνίας θα πρέπει να δημοσιοποιούνται το ταχύτερο δυνατό.
Συμφωνία κατά το στάδιο της κοινής θέσης του Συμβουλίου
16. Εφόσον δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία κατά την πρώτη ανάγνωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, είναι δυνατόν να συνεχισθούν οι επαφές με στόχο να επιτευχθεί συμφωνία κατά το στάδιο της κοινής θέσης.
17. Η Επιτροπή διευκολύνει παρόμοιες επαφές και ασκεί το δικαίωμα πρωτοβουλίας της εποικοδομητικά, προκειμένου να επιφέρει προσέγγιση των θέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τη διοργανική ισορροπία, καθώς και τον ρόλο που της ανατίθεται με τη Συνθήκη.
18. Εφόσον επιτευχθεί συμφωνία κατά το στάδιο αυτό, ο/η πρόεδρος της οικείας κοινοβουλευτικής επιτροπής διατυπώνει, με επιστολή της προς τον/την πρόεδρο της Coreper, σύσταση προς την ολομέλεια να αποδεχθεί την κοινή θέση του Συμβουλίου χωρίς τροποποιήσεις, με την επιφύλαξη επιβεβαίωσης της κοινής θέσης από το Συμβούλιο, καθώς και νομικής-γλωσσικής επαλήθευσης. Αντίγραφο της επιστολής διαβιβάζεται στην Επιτροπή.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
19. Με την αιτιολογική του έκθεση, το Συμβούλιο εξηγεί, όσο το δυνατόν σαφέστερα, τους λόγους που το οδήγησαν να υιοθετήσει την κοινή του θέση. Στη δεύτερή του ανάγνωση, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο λαμβάνει στο μέγιστο βαθμό υπόψη τους λόγους αυτούς, καθώς και τη θέση της Επιτροπής.
20. Πριν από τη διαβίβαση κοινής θέσης, το Συμβούλιο προσπαθεί να προσδιορίσει, σε διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή, την ημερομηνία διαβίβασής της, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η μέγιστη αποτελεσματικότητα της νομοθετικής διαδικασίας σε δεύτερη ανάγνωση.
Συμφωνία κατά το στάδιο της δεύτερης ανάγνωσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
21. Οι κατάλληλες επαφές συνεχίζονται αμέσως μόλις διαβιβαστεί η κοινή θέση του Συμβουλίου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με στόχο να γίνουν καλύτερα κατανοητές οι αντίστοιχες θέσεις και έτσι να περατωθεί η νομοθετική διαδικασία το ταχύτερο δυνατό.
22. Η Επιτροπή διευκολύνει τις επαφές αυτές και γνωμοδοτεί προκειμένου να επιτευχθεί προσέγγιση των θέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τη διοργανική ισορροπία, καθώς και τον ρόλο που της ανατίθεται με τη Συνθήκη.
23. Εφόσον επιτευχθεί συμφωνία με ανεπίσημες διαπραγματεύσεις σε τριμερείς διαλόγους, ο/η πρόεδρος της Coreper διαβιβάζει, με επιστολή προς τον/την πρόεδρο της οικείας κοινοβουλευτικής επιτροπής, λεπτομέρειες σχετικά με το περιεχόμενο της συμφωνίας, υπό μορφή τροπολογιών στην κοινή θέση του Συμβουλίου. Με την εν λόγω επιστολή εκφράζεται η προθυμία του Συμβουλίου να αποδεχτεί την έκβαση, με την επιφύλαξη νομικής-γλωσσικής επαλήθευσης, εφόσον η έκβαση αυτή επιβεβαιωθεί από το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στην ολομέλεια. Αντίγραφο της επιστολής αυτής διαβιβάζεται στην Επιτροπή.
ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗ
24. Εάν καταστεί σαφές ότι το Συμβούλιο δεν είναι σε θέση να αποδεχθεί όλες τις τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε δεύτερη ανάγνωση και όταν το Συμβούλιο είναι έτοιμο να παρουσιάσει τη θέση του, διοργανώνεται ο πρώτος τριμερής διάλογος. Κάθε όργανο, σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό του, ορίζει τους συμμετέχοντες σε κάθε συνεδρίαση και καθορίζει την εντολή για τις διαπραγματεύσεις. Η Επιτροπή κάνει γνωστές το νωρίτερο δυνατό και στις δύο αντιπροσωπείες τις προθέσεις της όσον αφορά τη γνώμη της σε σχέση με τις τροπολογίες δεύτερης ανάγνωσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
25. Τριμερείς διάλογοι πραγματοποιούνται καθ" όλη τη διάρκεια της διαδικασίας συνδιαλλαγής με στόχο να διευθετηθούν τα εναπομένοντα προβλήματα και να προετοιμαστεί το έδαφος για την επίτευξη συμφωνίας στην επιτροπή συνδιαλλαγής. Τα αποτελέσματα των τριμερών διαλόγων συζητούνται και, ενδεχομένως, εγκρίνονται κατά τις συνεδριάσεις των οικείων οργάνων.
26. Η επιτροπή συνδιαλλαγής συγκαλείται από τον/την Πρόεδρο του Συμβουλίου, κατόπιν συμφωνίας με τον/την Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τηρουμένων των διατάξεων της Συνθήκης.
27. Η Επιτροπή συμμετέχει στις εργασίες της συνδιαλλαγής και αναλαμβάνει όλες τις απαραίτητες πρωτοβουλίες προκειμένου να επιτύχει προσέγγιση των θέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Οι πρωτοβουλίες αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν σχέδια συμβιβαστικών κειμένων, λαμβανομένων υπόψη των θέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και με τον δέοντα σεβασμό στον ρόλο που ανατίθεται στην Επιτροπή με τη Συνθήκη.
28. Η προεδρία της επιτροπής συνδιαλλαγής ασκείται από κοινού από τον/την Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τον/την Πρόεδρο του Συμβουλίου. Οι συνεδριάσεις της επιτροπής προεδρεύονται εκ περιτροπής από κάθε συμπρόεδρο.
29. Οι συμπρόεδροι καθορίζουν από κοινού τις ημερομηνίες και ημερήσιες διατάξεις των συνεδριάσεων της επιτροπής συνδιαλλαγής, με στόχο την αποτελεσματική λειτουργία της εν λόγω επιτροπής καθ" όλη τη διάρκεια της διαδικασίας συνδιαλλαγής. Ζητείται η γνώμη της Επιτροπής σχετικά με τις προβλεπόμενες ημερομηνίες. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο καθορίζουν, ενδεικτικά, κατάλληλες ημερομηνίες για τις εργασίες της συνδιαλλαγής και ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή.
30. Οι συμπρόεδροι δύνανται να εγγράφουν διάφορα θέματα στην ημερήσια διάταξη κάθε συνεδρίασης της επιτροπής συνδιαλλαγής. Παράλληλα με το βασικό θέμα ("θέμα Β"), στο οποίο δεν έχει ακόμη επιτευχθεί συμφωνία, είναι δυνατόν να ανοίγουν ή και να κλείνουν διαδικασίες συνδιαλλαγής για άλλα θέματα, χωρίς συζήτηση των θεμάτων αυτών ("θέμα Α").
31. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, τηρώντας τις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με τις προθεσμίες, προσπαθούν, στο μέτρο του δυνατού, να λαμβάνουν υπόψη τις απαιτήσεις χρονοπρογραμματισμού, και ιδίως όσες απορρέουν από διακοπές των δραστηριοτήτων των οργάνων και από τις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Σε κάθε περίπτωση, οι διακοπές των δραστηριοτήτων είναι οι συντομότερες δυνατές.
32. Η επιτροπή συνδιαλλαγής συνεδριάζει εκ περιτροπής στους χώρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, με γνώμονα την ισοβαρή χρήση της υπάρχουσας υποδομής, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών διερμηνείας.
33. Η επιτροπή συνδιαλλαγής έχει στη διάθεσή της την πρόταση της Επιτροπής, την κοινή θέση του Συμβουλίου και τη γνώμη της Επιτροπής επ" αυτής, τις τροπολογίες που προτείνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τη γνώμη της Επιτροπής επ" αυτών, καθώς και το κοινό έγγραφο εργασίας των αντιπροσωπειών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Το εν λόγω έγγραφο εργασίας θα πρέπει να δίνει τη δυνατότητα στους χρήστες να εντοπίζουν εύκολα τα ζητήματα που διακυβεύονται και να ανατρέχουν αποτελεσματικά σ" αυτά. Η Επιτροπή υποβάλλει τη γνώμη της, κατά γενικό κανόνα εντός τριών εβδομάδων από την επίσημη παραλαβή των αποτελεσμάτων της ψηφοφορίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και το αργότερο μέχρι την έναρξη των εργασιών συνδιαλλαγής.
34. Οι συμπρόεδροι μπορούν να υποβάλλουν στην επιτροπή συνδιαλλαγής κείμενα προς έγκριση.
35. Η συμφωνία επί κοινού κειμένου διαπιστώνεται κατά τη συνεδρίαση της επιτροπής συνδιαλλαγής ή, στη συνέχεια, με ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των συμπροέδρων. Αντίγραφα των επιστολών αυτών διαβιβάζονται στην Επιτροπή.
36. Εάν η επιτροπή συνδιαλλαγής καταλήξει σε συμφωνία επί κοινού κειμένου, το κείμενο αυτό, αφού λάβει την οριστική διατύπωση από νομική-γλωσσική άποψη, διαβιβάζεται στους συμπροέδρους για έγκριση. Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, προκειμένου να τηρηθούν οι προθεσμίες, το σχέδιο κοινού κειμένου μπορεί να υποβάλλεται στους συμπροέδρους προς έγκριση.
37. Οι συμπρόεδροι διαβιβάζουν το εγκριθέν κοινό κείμενο στους/στις Προέδρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, με επιστολή την οποία συνυπογράφουν. Όταν η επιτροπή συνδιαλλαγής δεν είναι σε θέση να συμφωνήσει επί κοινού κειμένου, οι συμπρόεδροι ενημερώνουν σχετικά τους/τις Προέδρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, με επιστολή την οποία συνυπογράφουν. Οι επιστολές αυτές αποτελούν επίσημα πρακτικά. Αντίγραφα των επιστολών αυτών διαβιβάζονται στην Επιτροπή προς ενημέρωση. Τα έγγραφα εργασίας που χρησιμοποιούνται κατά τη διαδικασία συνδιαλλαγής είναι διαθέσιμα στο Μητρώο κάθε οργάνου, μόλις περατωθεί η διαδικασία.
38. Η Γραμματεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου ενεργούν από κοινού ως γραμματεία της επιτροπής συνδιαλλαγής, σε συνεργασία με τη Γενική Γραμματεία της Επιτροπής.
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
39. Εφόσον το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο θεωρούν αναγκαίο να παρατείνουν τις προθεσμίες του άρθρου 251 της Συνθήκης, ενημερώνουν σχετικά τον/την Πρόεδρο του άλλου οργάνου και στην Επιτροπή.
40. Όταν επιτυγχάνεται συμφωνία στην πρώτη ή την δεύτερη ανάγνωση ή κατά τη διάρκεια της συνδιαλλαγής, το συμφωνηθέν κείμενο λαμβάνει οριστική διατύπωση από τις υπηρεσίες γλωσσομαθών νομικών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, οι οποίες ενεργούν σε στενή συνεργασία και με κοινή συμφωνία.
41. Δεν γίνονται αλλαγές σε τυχόν συμφωνηθέν κείμενο χωρίς ρητή συμφωνία, στο κατάλληλο επίπεδο, των εκπροσώπων τόσο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσο και του Συμβουλίου.
42. Κατά την οριστική διατύπωση λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι διαφορετικές διαδικασίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ιδίως όσον αφορά τις προθεσμίες για την περάτωση των εσωτερικών διαδικασιών. Τα όργανα δεσμεύονται να μη χρησιμοποιούν τις προθεσμίες που ορίζονται για τη νομική-γλωσσική οριστική διατύπωση των πράξεων για να επανέλθουν σε συζητήσεις επί θεμάτων ουσίας.
43. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο συμφωνούν σε κοινό μορφότυπο των κειμένων που συντάσσουν από κοινού.
44. Στο μέτρο του δυνατού, τα όργανα δεσμεύονται να χρησιμοποιούν κοινώς αποδεκτές τυποποιημένες ρήτρες για ενσωμάτωση στις πράξεις που θεσπίζονται στο πλαίσιο της συναπόφασης, ιδίως όσον αφορά διατάξεις που αφορούν την άσκηση των εκτελεστικών εξουσιών (σύμφωνα με την απόφαση περί "επιτροπολογίας"(2)), την έναρξη ισχύος, τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο και την εφαρμογή των πράξεων, καθώς και τον σεβασμό του δικαιώματος πρωτοβουλίας της Επιτροπής.
45. Τα όργανα προσπαθούν να πραγματοποιούν κοινή συνέντευξη τύπου για να ανακοινώνουν την επιτυχή έκβαση της νομοθετικής διαδικασίας σε πρώτη ή δεύτερη ανάγνωση ή σε συνδιαλλαγή. Προσπαθούν επίσης να εκδίδουν κοινά ανακοινωθέντα τύπου.
46. Μετά την έκδοση νομοθετικής πράξης με τη διαδικασία συναπόφασης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, το κείμενο υποβάλλεται προς υπογραφή στον/στην Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και στον/στην Πρόεδρο του Συμβουλίου, καθώς και στους γενικούς γραμματείς των εν λόγω οργάνων.
47. Οι Πρόεδροι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου λαμβάνουν το κείμενο προς υπογραφή στις αντίστοιχες γλώσσες τους και, στο μέτρο του δυνατού, συνυπογράφουν το κείμενο σε κοινή τελετή, η οποία οργανώνεται κάθε μήνα με αντικείμενο την υπογραφή σημαντικών κειμένων παρουσία των μέσων ενημέρωσης.
48. Το συνυπογραφέν κείμενο διαβιβάζεται προς δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα πραγματοποιείται κανονικά εντός δύο μηνών από την έκδοση της νομοθετικής πράξης εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
49. Αν ένα από τα όργανα εντοπίσει τεχνικό ή προφανές σφάλμα σε κείμενο (ή σε μια από τις γλωσσικές του αποδόσεις) ενημερώνει αμέσως τα άλλα όργανα σχετικά. Εάν το σφάλμα αφορά πράξη που δεν έχει ακόμη εκδοθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο, οι υπηρεσίες γλωσσομαθών νομικών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου συντάσσουν σε στενή συνεργασία το αναγκαίο διορθωτικό. Εάν το σφάλμα αφορά πράξη η οποία έχει ήδη εκδοθεί από το ένα ή και τα δύο αυτά όργανα, ανεξαρτήτως του αν έχει ή όχι δημοσιευθεί, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εκδίδουν, με κοινή συμφωνία, διορθωτικό που συντάσσεται σύμφωνα με τις οικείες διαδικασίες τους.
Απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (ΕΕ L 184, 17.7.1999, σ. 23). Απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ (ΕΕ L 200, 27.7.2006, σ. 11).