Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Οκτωβρίου 2008 σχετικά με προκλήσεις όσον αφορά τις συλλογικές συμβάσεις στην ΕΕ (2008/2085(INI))
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 2, και ιδίως την πρώτη περίπτωση της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ι) της Συνθήκης ΕΚ,
– έχοντας υπόψη τα άρθρα 136, 137, 138, 139 και 140 της Συνθήκης ΕΚ,
– έχοντας υπόψη τα άρθρα 12, 39 και 49 της Συνθήκης ΕΚ,
– έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση όπως τροποποιήθηκε με την Συνθήκη της Λισαβόνας της 13ης Δεκεμβρίου 2007, και ιδίως το άρθρο 3 αυτής,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 152 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο οποίο αναγνωρίζεται η σπουδαιότητα του κοινωνικού διαλόγου και των συλλογικών διαπραγματεύσεων για την ανάπτυξη,
– έχοντας υπόψη τα άρθρα 27, 28 και 34 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
– έχοντας υπόψη την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, και ιδίως το άρθρο 11 αυτής,
– έχοντας υπόψη τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, και ιδίως τα άρθρα 5, 6 και 19 αυτού,
– έχοντας υπόψη την Ευρωπαϊκή Σύμβαση σχετικά με το νομικό καθεστώς των διακινούμενων εργαζόμενων,
– έχοντας υπόψη την οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1996 περί της απόσπασης των εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών(1),
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής για τις υπηρεσίες όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 96/71/EΚ περί της απόσπασης των εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών (SEC(2006)0439),
– έχοντας υπόψη την οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 31ης Μαρτίου 2004 περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (οδηγία για τις δημόσιες προμήθειες)(2),
– έχοντας υπόψη τη ρήτρα "Monti" του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2679/98 του Συμβουλίου της 7ης Δεκεμβρίου 1998 για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων μεταξύ κρατών μελών(3),
– έχοντας υπόψη την οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (οδηγία για τις Υπηρεσίες)(4),
– έχοντας υπόψη τις αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔEK) της 27ης Μαρτίου 1990 στην υπόθεση C-113/89 Rush Portugesa Ltda κατά Office Nationale d'Immigration(5),
– έχοντας υπόψη τις αποφάσεις του ΔEK της 9ης Αυγούστου 1994 στην υπόθεση C-43/93, Vander Elst(6), της 23ης Νοεμβρίου 1999 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-369/96 και 376/96, Arblade(7), της 25ης Οκτωβρίου 2001 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-49/98, C-50/98, C-52/98, C-54/98, C-68/98 και C-71/98, Finalarte(8), της 7ης Φεβρουαρίου 2002 στην υπόθεση C-279/00, Επιτροπή κατά Ιταλίας(9), της 12ης Οκτωβρίου 2004 στην υπόθεση C-60/03, Wolff & Müller GmbH(10), της 21ης Οκτωβρίου 2004 στην υπόθεση C-445/03, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου(11), και της 19ης Ιανουαρίου 2006 στην υπόθεση C-244/04, Επιτροπή κατά Γερμανίας(12),
– έχοντας υπόψη την απόφαση του ΔEK της 11ης Δεκεμβρίου 2007 στην υπόθεση C-438/05, International Transport Workers" Federation και Finish Seamen's Union κατά Viking Line ABP(13) (υπόθεση Viking),
– έχοντας υπόψη την απόφαση του ΔEK της 18ης Δεκεμβρίου 2007 στην υπόθεση C-341/05, Laval un Partneri Ltd(14),
– έχοντας υπόψη την απόφαση του ΔEK της 3ης Απριλίου 2008 στην υπόθεση C-346/06, Rüffert(15),
– έχοντας υπόψη τις ακόλουθες συμβάσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ): σύμβαση αριθ. 94 της ΔΟΕ για τις ρήτρες εργασίας (δημόσιες συμβάσεις)· σύμβαση αριθ. 87 της ΔΟΕ σχετικά με την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και την προστασία του συνδικαλιστικού δικαιώματος· σύμβαση αριθ. 98 της ΔΟΕ περί του δικαιώματος οργανώσεως και συλλογικών διαπραγματεύσεων· σύμβαση αριθ. 117 της ΔΟΕ σχετικά με τους βασικούς στόχους και τα πρότυπα της κοινωνικής πολιτικής, ιδίως το τμήμα IV· σύμβαση αριθ. 154 της ΔΟΕ περί συλλογικών διαπραγματεύσεων,
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 26ης Οκτωβρίου 2006 σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 96/71/EΚ όσον αφορά την απόσπαση εργαζομένων(16),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 15ης Ιανουαρίου 2004 σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 96/71/EΚ στα κράτη μέλη(17),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 23ης Μαΐου 2007 με θέμα "Προώθηση μιας αξιοπρεπούς εργασίας για όλους"(18),
– έχοντας υπόψη τις κοινές αρχές όσον αφορά την ευελιξία με ασφάλεια, τις οποίες ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 14 Δεκεμβρίου 2007, καθώς και το ψήφισμα του Κοινοβουλίου της 29ης Νοεμβρίου 2007 σχετικά με τις κοινές αρχές όσον αφορά την ευελιξία με ασφάλεια(19),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 45 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών (A6-0370/2008),
Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Συνθήκη EK αναγνωρίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα που προβλέπονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα συντάγματα των κρατών μελών και στις διάφορες διεθνείς συνθήκες και συμβάσεις, ως βασικές αναφορές στο κοινοτικό δίκαιο και στην κοινοτική πρακτική,
Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Συνθήκη ΕΚ ορίζει ορισμένες σχετικές αρχές, ότι ένας από τους κύριους στόχους της Κοινότητας είναι μια εσωτερική αγορά, με κοινωνική διάσταση που χαρακτηρίζεται από την εξάλειψη μεταξύ κρατών μελών των εμποδίων για την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων,
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι μια από αυτές τις αρχές είναι η αναγνώριση στους πολίτες βασικών συνταγματικών δικαιωμάτων, που περιλαμβάνουν το δικαίωμα σύστασης συνδικαλιστικών ενώσεων, το δικαίωμα απεργίας και το δικαίωμα διαπραγμάτευσης συλλογικών συμβάσεων,
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής αγοράς συμπεριλαμβάνουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, την ελευθερία εγκατάστασης και την ελευθερία παροχής υπηρεσιών,
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 39 της Συνθήκης ΕΚ, η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας,
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ επιτρέπονται περιορισμοί των θεμελιωδών ελευθεριών, εφόσον υπαγορεύονται από την επιδίωξη νόμιμων στόχων, συμβατών με την Συνθήκη, δικαιολογούνται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, είναι κατάλληλοι για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων και δεν υπερβαίνουν τον βαθμό που είναι αναγκαίος για την επίτευξη των στόχων αυτών· λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 52 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τυχόν περιορισμοί στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται από τον εν λόγω Χάρτη επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι ανάλογοι και αναγκαίοι και εφόσον επιτυγχάνουν πράγματι στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή ικανοποιούν την ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων,
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το ΔΕΚ αναγνωρίζει το δικαίωμα ανάληψης συλλογικής δράσης ως θεμελιώδες δικαίωμα το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, και ότι το δικαίωμα αυτό θα ενσωματωθεί και στις Συνθήκες, εφόσον επικυρωθεί η Συνθήκη της Λισαβόνας,
Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή έχει σε αρκετές περιπτώσεις τονίσει τη σημασία του ισχύοντος εθνικού πλαισίου της νομοθεσίας για την απασχόληση και των συλλογικών διαπραγματεύσεων για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων,
Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η έκθεση της Επιτροπής για τις εργασιακές σχέσεις στην Ευρώπη το 2006, συμπεραίνει ότι οι εξαιρετικά ανεπτυγμένες συλλογικές διαπραγματεύσεις μπορούν να έχουν θετική επιρροή στην κοινωνική ενσωμάτωση,
Ι. λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με το άρθρο 136 της Συνθήκης ΕΚ, η Κοινότητα και τα κράτη μέλη έχουν ως στόχο "(...) τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας, ώστε να καταστήσουν δυνατή την εναρμόνισή τους με παράλληλη διατήρηση της προόδου'· και λαμβάνοντας υπόψη ότι προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, το άρθρο 140 της Συνθήκης ΕΚ ορίζει ότι η Επιτροπή προωθεί τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών στους τομείς της κοινωνικής πολιτικής, ιδίως επί θεμάτων που έχουν σχέση με το συνδικαλιστικό δικαίωμα και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων,
ΙΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το προοίμιο της οδηγίας σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων, η προαγωγή της διεθνικής παροχής υπηρεσιών απαιτεί την ύπαρξη υγιούς ανταγωνισμού και μέτρων που εγγυώνται τον σεβασμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο που αφορά την εθνική νομοθεσία για την απασχόληση και τις εργασιακές σχέσεις στα κράτη μέλη,
ΙΒ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η οδηγία σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων ορίζει ρητά στην αιτιολογική σκέψη 12 ότι "το κοινοτικό δίκαιο δεν αντιτίθεται στο να επεκτείνουν τα κράτη μέλη το πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας τους, ή τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας που έχουν συναφθεί από τους κοινωνικούς εταίρους, σε κάθε πρόσωπο που εκτελεί έμμισθη εργασία, έστω και προσωρινά, στο έδαφός τους, ακόμη και αν ο εργοδότης είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος" και ότι "το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν την τήρηση αυτών των κανόνων με τα κατάλληλα μέσα",
ΙΓ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο στόχος της οδηγίας σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων –η ύπαρξη υγιούς ανταγωνισμού και μέτρων που εγγυώνται τον σεβασμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων– είναι σημαντικός σε μια εποχή στην οποία η διεθνική παροχή υπηρεσιών επεκτείνεται για την προστασία των εν λόγω εργαζομένων, στο πλαίσιο του σεβασμού της νομοθεσίας για την απασχόληση και των εργασιακών σχέσεων στα κράτη μέλη, υπό την προϋπόθεση ότι δεν παραβιάζεται η κοινοτική νομοθεσία,
ΙΔ. λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με την οδηγία σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων, οι νομοθεσίες των κρατών μελών πρέπει να προβλέπουν έναν πυρήνα υποχρεωτικών κανόνων για την ελάχιστη προστασία των αποσπασμένων εργαζομένων, οι οποίοι θα πρέπει να τηρούνται στη χώρα υποδοχής χωρίς να παρεμποδίζεται η εφαρμογή των όρων εργασίας και απασχόλησης που είναι πιο ευνοϊκοί για τους εργαζομένους,
ΙΕ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 3, παράγραφος 8, της οδηγίας σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων επιτρέπει την υλοποίηση της οδηγίας είτε μέσω της νομοθεσίας, είτε μέσω συλλογικών συμβάσεων που έχουν χαρακτηρισθεί διεθνώς εφαρμόσιμες, ή που έχουν γενική εφαρμογή σε όλες τις παρεμφερείς επιχειρήσεις στην εν λόγω βιομηχανία ή που έχουν συναφθεί από τις πλέον αντιπροσωπευτικές οργανώσεις εργοδοτών και εργαζομένων σε εθνικό επίπεδο και εφαρμόζονται σε ολόκληρη την εθνική επικράτεια· το ΔΕΚ επίσης επιβεβαιώνει ότι, εφόσον σκοπός της οδηγίας σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων δεν είναι η εναρμόνιση των συστημάτων για τον καθορισμό των προϋποθέσεων και όρων απασχόλησης στα κράτη μέλη, αυτά είναι ελεύθερα να επιλέξουν σύστημα σε εθνικό επίπεδο, το οποίο δεν αναφέρεται ρητά σε εκείνα που ορίζει η οδηγία σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων,
P. ΙΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι βασικές διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων συνίστανται σε διεθνείς δεσμευτικούς κανόνες επί των οποίων τα κράτη μέλη έχουν από κοινού συμφωνήσει· ότι οι διατάξεις δημόσιας τάξεως στο άρθρο 3, παράγραφος 10, περιλαμβάνουν επίσης διεθνείς δεσμευτικούς κανόνες αλλά αποτελούν πλαίσια κατά τρόπον που τα κράτη μέλη να έχουν τη διακριτική ευχέρεια ως προς τον καθορισμό τους στην εθνική νομοθεσία· ότι επιπλέον η χρήση του άρθρου 3, παράγραφος 10 είναι σημαντική ώστε τα κράτη μέλη να μπορούν να μελετήσουν την ποικιλία ζητημάτων που αφορούν την αγορά εργασίας, την κοινωνική πολιτική και άλλα, συμπεριλαμβανόμενου του ζητήματος της προστασίας των εργαζομένων, τηρώντας παράλληλα την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης,
ΙΖ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η κινητικότητα των εργαζομένων έχει συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό στην απασχόληση, την ευημερία και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, παρέχοντας στους πολίτες νέες δυνατότητες για την ανάπτυξη γνώσεων και εμπειριών και για την επίτευξη καλύτερων επιπέδων διαβίωσης,
ΙΗ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 28 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κωδικοποιεί το δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης και συλλογικών δράσεων,
ΙΘ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η οδηγία περί απόσπασης των εργαζομένων έδωσε την ευκαιρία σε άνω του ενός εκατομμυρίου εργαζόμενους να εργασθούν στο εξωτερικό υπό ασφαλείς συνθήκες χωρίς προβλήματα ή συγκρούσεις,
Κ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η ομοιόμορφη εφαρμογή και επιβολή των διατάξεων της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων είναι ουσιώδεις, για την επίτευξη των στόχων της, ιδίως όσον αφορά την τήρηση των ρυθμίσεων για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις που ισχύουν στα κράτη μέλη,
ΚΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο α), της οδηγίας για τις Υπηρεσίες αναφέρει σαφώς ότι δεν αποβλέπει στην αντικατάσταση της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων και ότι εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των διατάξεων αυτής,
ΚΒ. λαμβάνοντας υπόψη ότι όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων συμπεριλήφθηκε η ακόλουθη ρήτρα (γνωστή ως "ρήτρα Monti") στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2679/98 του Συμβουλίου· άρθρο 2: "Ο παρών κανονισμός δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι με οιονδήποτε τρόπο θίγει την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων όπως αυτά αναγνωρίζονται στα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ή της ελευθερίας της απεργίας. Τα δικαιώματα αυτά μπορούν επίσης να περιλαμβάνουν το δικαίωμα ή την ελευθερία ανάληψης και άλλων δράσεων που καλύπτονται από τα ειδικά καθεστώτα εργασιακών σχέσεων στα κράτη μέλη",
ΚΓ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 1, παράγραφος 7, της οδηγίας για τις Υπηρεσίες προβλέπει ότι: "Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως αναγνωρίζονται στα κράτη μέλη και στο κοινοτικό δίκαιο. Ωσαύτως δεν θίγει το δικαίωμα διαπραγμάτευσης, σύναψης και εφαρμογής συλλογικών συμβάσεων και το δικαίωμα εργατικών κινητοποιήσεων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και τις εθνικές πρακτικές που σέβονται το κοινοτικό δίκαιο",
ΚΔ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καθόρισε αρχές για τη δημιουργία μοντέλων αγοράς εργασίας που έχουν, πέραν του υψηλού επιπέδου ασφάλειας και υψηλό επίπεδο ευελιξίας, γνωστό ως "μοντέλο ευελιξίας με ασφάλεια'· αναγνωρίζεται ότι ένα σημαντικό μέρος ενός επιτυχημένου μοντέλου ευελιξίας με ασφάλεια περιλαμβάνει ισχυρούς κοινωνικούς εταίρους με σημαντικό περιθώριο δράσης όσον αφορά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις,
ΚΕ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η ερμηνεία της κοινοτικής νομοθεσίας υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών και η εξασφάλιση της τήρησης του νόμου στην ερμηνεία και την εφαρμογή της Συνθήκης ΕΚ αποτελεί αρμοδιότητα του ΔΕΚ,
Z. ΚΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να διαπιστώνουν, κατά περίπτωση, εάν πληρούνται τα κριτήρια για τον περιορισμό των θεμελιωδών ελευθεριών και τη συμβατότητά του με την κοινοτική νομοθεσία,
ΚΖ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το δικαίωμα ανάληψης συλλογικής δράσης και σύναψης συλλογικών συμβάσεων αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα, το οποίο συνιστά αναπόσπαστο τμήμα των γενικών αρχών της κοινοτικής νομοθεσίας· λαμβάνοντας υπόψη σε αυτό το πλαίσιο ότι το ΔΕΚ δεν θα πρέπει να βασίζεται στη δήλωση του Συμβουλίου και της Επιτροπής με ημερομηνία 24 Σεπτεμβρίου 1996, η οποία δεν εγκρίθηκε από το Κοινοβούλιο (ως συν-νομοθέτη), και η οποία θα περιόριζε την ερμηνεία των εννοιών "διατάξεις δημοσίας τάξεως" και "εθνικές διατάξεις ζωτικής σημασίας για την πολιτική τάξη" ανάγοντάς τες απλώς σε δεσμευτικούς κανόνες προβλεπόμενους στη νομοθεσία,
ΚΗ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η απόφαση του ΔΕΚ της 21ης Σεπτεμβρίου 1999 στην υπόθεση C-67/96 Albany International BV(20) στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού παρέσχε στις συνδικαλιστικές οργανώσεις σημαντική ευχέρεια κινήσεων όσον αφορά ζητήματα σχετικά με την αγορά εργασίας,
ΚΘ. λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει παρατηρηθεί διάσταση απόψεων και ερμηνειών εντός του ΔΕΚ και μεταξύ του Δικαστηρίου και των Γενικών Εισαγγελέων του στις διάφορες υποθέσεις σχετικά με την οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων, ιδίως στις προαναφερθείσες υποθέσεις Laval και Rüffert· λαμβάνοντας υπόψη ότι, όταν οι απόψεις και οι ερμηνείες αυτές διαφέρουν, ίσως να χρειάζεται διασαφήνιση της ισορροπίας μεταξύ θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών,
1. τονίζει ότι η ελευθερία παροχής υπηρεσιών αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους του ευρωπαϊκού εγχειρήματος· θεωρεί ωστόσο ότι αυτό πρέπει να εξισορροπηθεί αφενός με τα θεμελιώδη δικαιώματα και τους κοινωνικούς στόχους που ορίζονται στις Συνθήκες και αφετέρου με το δικαίωμα των πολιτών και των κοινωνικών εταίρων να εξασφαλίσουν μη διάκριση, ισότιμη μεταχείριση και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας· υπογραμμίζει ότι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και η συλλογική δράση αποτελούν θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία αναγνωρίζονται από το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι η ισότιμη μεταχείριση αποτελεί θεμελιώδη αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
2. είναι της άποψης ότι κάθε πολίτης της ΕΕ πρέπει να έχει δικαίωμα να εργαστεί οπουδήποτε εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επομένως πρέπει να απολαμβάνει το δικαίωμα στην ισότιμη μεταχείριση· εκφράζει συνεπώς λύπη που το δικαίωμα αυτό δεν εφαρμόζεται ομοιόμορφα σε ολόκληρη την ΕΕ· είναι της άποψης ότι οι μεταβατικές διευθετήσεις που παραμένουν σε ισχύ πρέπει να υποβληθούν σε αυστηρή αναθεώρηση από την Επιτροπή, ώστε να αξιολογηθεί εάν είναι πραγματικά αναγκαίες για την αποτροπή στρεβλώσεων στις εθνικές αγορές εργασίας και, όπου δεν ισχύει κάτι τέτοιο, να εξαλειφθούν όσο το δυνατόν συντομότερα·
3. τονίζει ότι η ελευθερία παροχής υπηρεσιών δεν έρχεται σε αντίθεση προς, ούτε είναι ανώτερη από, το θεμελιώδες δικαίωμα των κοινωνικών εταίρων να προωθούν τον κοινωνικό διάλογο και να προβαίνουν σε εργατικές κινητοποιήσεις, αφού αυτό αποτελεί συνταγματικό δικαίωμα σε αρκετά κράτη μέλη· τονίζει ότι στόχος της ρήτρας Monti ήταν η προστασία αυτών των συνταγματικά κατοχυρωμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πλαίσιο της ενιαίας αγοράς· υπενθυμίζει συγχρόνως ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων αποτελεί μια από τις τέσσερις ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς·
4. επιδοκιμάζει τη Συνθήκη της Λισαβόνας και το γεγονός ότι ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα καταστεί νομικά δεσμευτικός· σημειώνει ότι αυτό θα περιλαμβάνει το δικαίωμα των συνδικαλιστικών οργανώσεων να διαπραγματεύονται και να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις στα κατάλληλα επίπεδα και, στις περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων, να αναλαμβάνουν συλλογική δράση (όπως η απεργία) για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους·
5. τονίζει ότι η ελευθερία παροχής υπηρεσιών δεν υπερισχύει των θεμελιωδών δικαιωμάτων που περιέχονται στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως του δικαιώματος των συνδικαλιστικών ενώσεων για εργατικές κινητοποιήσεις, ιδίως εφόσον αυτό συνιστά συνταγματικό δικαίωμα σε αρκετά κράτη μέλη· τονίζει ως εκ τούτου ότι οι αποφάσεις του ΔΕΚ στις προαναφερθείσες υποθέσεις Rüffert, Laval και Viking δείχνουν ότι είναι αναγκαίο να διασαφηνισθεί ότι οι οικονομικές ελευθερίες, όπως αυτές ορίζονται στις Συνθήκες, πρέπει να ερμηνεύονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην περιορίζεται η άσκηση των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως αυτά αναγνωρίζονται από τα κράτη μέλη και το κοινοτικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στις διαπραγματεύσεις, στη σύναψη και εφαρμογή συλλογικών συμβάσεων και στην ανάληψη συλλογικών δράσεων, και να μην περιορίζεται επίσης η αυτονομία των κοινωνικών εταίρων κατά την άσκηση των εν λόγω θεμελιωδών δικαιωμάτων που στοχεύουν στην επιδίωξη των κοινωνικών συμφερόντων και της προστασίας των εργαζομένων·
6. τονίζει ότι η οδηγία σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων επιτρέπει στις δημόσιες αρχές και τους κοινωνικούς εταίρους να καθορίζουν ευνοϊκότερους όρους εργασίας και απασχόλησης για τους εργαζομένους σύμφωνα με τις διάφορες παραδόσεις στα κράτη μέλη·
7. τονίζει ότι η αιτιολογική σκέψη 22 της οδηγίας σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων ορίζει ότι η εν λόγω οδηγία ισχύει υπό την επιφύλαξη του δικαίου των κρατών μελών όσον αφορά τη συλλογική δράση για την προάσπιση των κλαδικών και επαγγελματικών συμφερόντων που επιβεβαιώνεται από το άρθρο 137, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚ·
8. τονίζει συνεπώς την ανάγκη να διασφαλισθεί και να ενισχυθεί η ισότιμη μεταχείριση, η ισότητα αμοιβών για εργασία ίσης αξίας στον ίδιο χώρο εργασίας, όπως ορίζουν τα άρθρα 39 και 12 της Συνθήκης ΕΚ· θεωρεί ότι στο πλαίσιο της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών ή της ελευθερίας εγκατάστασης, η εθνικότητα του εργοδότη ή των εργαζομένων ή των αποσπασμένων εργαζομένων δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία για ανισότητες όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας, την αμοιβή ή την άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα στην απεργία·
9. υπογραμμίζει πόσο σημαντική είναι η πρόληψη των αρνητικών επιπτώσεων στα μοντέλα της αγοράς εργασίας τα οποία ήδη μπορούν να συνδυάσουν έναν υψηλό βαθμό ευελιξίας στην αγορά εργασίας με ένα υψηλό επίπεδο ασφάλειας και, αντιθέτως, πόσο σημαντική είναι η περαιτέρω προώθηση αυτής της προσέγγισης·
Γενικές επιπτώσεις
10. σημειώνει ότι οι οριζόντιες συνέπειες ορισμένων διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ εξαρτώνται από την εκπλήρωση συγκεκριμένων όρων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο όρος ότι αυτές οι διατάξεις εκχωρούν δικαιώματα σε πρόσωπα που έχουν συμφέρον συμμόρφωσης με τις σχετικές υποχρεώσεις· εκφράζει ανησυχία για το γεγονός ότι, στις ειδικές περιπτώσεις των αποφάσεων που εκδόθηκαν πρόσφατα από το ΔΕΚ, καθορίσθηκαν σαφώς οι οριζόντιες συνέπειες του άρθρου 43 της Συνθήκης ΕΚ και θεωρεί ότι τούτο θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα συρροή υποθέσεων ενώπιον του ΔΕΚ·
11. επικροτεί το γεγονός ότι, σύμφωνα με τις αρχές και τις παραδόσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πολλά κράτη μέλη, σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους, έχουν εφαρμόσει υψηλά επίπεδα συνθηκών εργασίας τα οποία βελτιώνουν την ευημερία όλων των εργαζομένων και αυξάνουν την οικονομική ανάπτυξη καθώς και την ανταγωνιστικότητα·
12. πιστεύει ότι η πρόθεση του νομοθέτη στην οδηγία σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων και στην οδηγία σχετικά με τις υπηρεσίες, δεν είναι συμβατή με τις ερμηνείες οι οποίες ευνοούν τον αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ επιχειρήσεων· σημειώνει ότι επιχειρήσεις που υπογράφουν και τηρούν συλλογικές συμβάσεις θα έχουν ανταγωνιστικό μειονέκτημα σε σχέση με επιχειρήσεις που αρνούνται να πράξουν κάτι τέτοιο·
13. θεωρεί ότι η ορθή εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας περί απόσπασης των εργαζομένων είναι ουσιώδους σημασίας για την επίτευξη των στόχων της, και συγκεκριμένα τη διευκόλυνση της παροχής υπηρεσιών με τη διασφάλιση παράλληλα της δέουσας προστασίας των εργαζομένων και της πλήρους τήρησης των συλλογικών συμβάσεων που ισχύουν στα κράτη μέλη στα οποία έχουν αποσπασθεί οι εργαζόμενοι στο πλαίσιο της οδηγίας αυτής·
14. είναι επίσης της άποψης ότι η ελευθερία παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών στην εσωτερική αγορά αυξάνεται περαιτέρω με το να εξασφαλίζεται ότι οι εγχώριοι και οι ξένοι πάροχοι υπηρεσιών αντιμετωπίζουν ίδιες οικονομικές συνθήκες και συνθήκες αγοράς εργασίας στον τόπο παροχής της υπηρεσίας·
15. προωθεί με ενεργό τρόπο την ανταγωνιστικότητα με βάση τη γνώση και την καινοτομία όπως ορίζεται στη Στρατηγική της Λισαβόνας·
16. αμφισβητεί την εισαγωγή της αρχής της αναλογικότητας για ανάληψη δράσης εναντίον επιχειρήσεων που, βασιζόμενες στο δικαίωμα εγκατάστασης ή στο δικαίωμα παροχής υπηρεσιών σε διασυνοριακή βάση, υποσκάπτουν ηθελημένα τους όρους εργασίας και απασχόλησης· θεωρεί ότι δεν πρέπει να τίθεται ζήτημα για την εκ μέρους των εργαζομένων ανάληψη δράσης προκειμένου να προασπίζονται την ισότιμη μεταχείριση και να διασφαλίζουν αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας·
17. τονίζει ότι οι οικονομικές ελευθερίες της ΕΕ δεν μπορούν να ερμηνευθούν ως παροχή στις επιχειρήσεις του δικαιώματος να αποφύγουν ή να παρακάμψουν εθνικούς κοινωνικούς και εργασιακούς νόμους και πρακτικές, ούτε να επιβάλλουν αθέμιτο ανταγωνισμό μισθών και εργασιακών συνθηκών· θεωρεί, ως εκ τούτου, ότι οι διασυνοριακές δράσεις των επιχειρήσεων που ενδέχεται να υποσκάπτουν τους όρους απασχόλησης στη χώρα υποδοχής πρέπει να συμμορφώνονται με την αρχή της αναλογικότητας και δεν μπορούν να δικαιολογούνται αυτομάτως από τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ που αφορούν για παράδειγμα την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών ή την ελευθερία εγκατάστασης·
18. τονίζει ότι το κοινοτικό δίκαιο πρέπει να σέβεται την αρχή της μη διάκρισης· τονίζει περαιτέρω ότι ο κοινοτικός νομοθέτης πρέπει να εξασφαλίζει ότι δεν δημιουργούνται εμπόδια ούτε στις συλλογικές συμβάσεις, για παράδειγμα σε εκείνες που εφαρμόζουν την αρχή της ίσης αμοιβής για εργασία ίσης αξίας για όλους τους εργαζομένους στο χώρο εργασίας ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους ή την εθνικότητα του εργοδότη τους στον τόπο όπου παρέχεται η υπηρεσία, ούτε στην ανάληψη δράσης εκ μέρους των εργαζομένων για την υποστήριξη μιας τέτοιας σύμβασης η οποία είναι σύμφωνη με τους εθνικούς νόμους ή τις εθνικές πρακτικές·
19. αναγνωρίζει ότι οι αποφάσεις του ΔΕΚ στις προαναφερθείσες υποθέσεις Laval, Rüffert και Λουξεμβούργου προξένησαν έντονες ανησυχίες όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ερμηνευθούν οι οδηγίες ελάχιστης εναρμόνισης·
20. σημειώνει ότι οι κοινωνικές πτυχές που αναφέρονται στα άρθρα 26 και 27 της οδηγίας για τις δημόσιες προμήθειες επιτρέπουν στα κράτη μέλη να δημιουργήσουν συνθήκες θεμιτού ανταγωνισμού καθορίζοντας όρους εργασίας και απασχόλησης πέρα από το υποχρεωτικό επίπεδο ελάχιστης προστασίας·
21. είναι της γνώμης ότι η περιορισμένη νομική βάση της ελεύθερης κυκλοφορίας όσον αφορά την οδηγία σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων μπορεί να οδηγήσει στο να ερμηνευθεί η οδηγία αυτή ως σαφής εύνοια προς την ανάπτυξη αθέμιτου ανταγωνισμού ως προς τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας· θεωρεί συνεπώς ότι η νομική βάση της οδηγίας σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων θα μπορούσε να διευρυνθεί προκειμένου να συμπεριλάβει μια αναφορά στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων·
22. τονίζει ότι η παρούσα κατάσταση θα μπορούσε να οδηγήσει τους εργαζόμενους σε χώρες υποδοχής όπου θα πιέζονται από ανταγωνισμό χαμηλών ημερομισθίων· θεωρεί συνεπώς ότι πρέπει να διασφαλισθεί σε όλα τα κράτη μέλη η συνεκτική εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων·
23. υπενθυμίζει ότι εννέα κράτη μέλη έχουν επικυρώσει τη Σύμβαση 94 της ΔΟΕ· εκφράζει λύπη διότι ακόμη και δικαστικές αποφάσεις δεν λαμβάνουν επαρκώς υπόψη τη Σύμβαση 94 της ΔΟΕ και εκφράζει ανησυχία ότι η εφαρμογή της εν λόγω σύμβασης στα σχετικά κράτη μέλη ενδέχεται να βρίσκεται σε αντίθεση με την εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων· καλεί την Επιτροπή να διασαφηνίσει επειγόντως αυτή την κατάσταση και να συνεχίσει να προωθεί την επικύρωση της εν λόγω σύμβασης προκειμένου να αυξηθεί περαιτέρω η ανάπτυξη κοινωνικών ρητρών στους κανονισμούς δημόσιων προμηθειών πράγμα που αυτό καθαυτό αποτελεί στόχο της οδηγίας για τις δημόσιες προμήθειες·
24. σημειώνει ότι έχει αναγνωρισθεί ότι, σύμφωνα με τις Συμβάσεις 87 και 98 της ΔΟΕ, οι περιορισμοί στο δικαίωμα εργατικών κινητοποιήσεων και στα θεμελιώδη δικαιώματα μπορούν να αιτιολογηθούν μόνο λόγω υγείας, δημόσιας τάξης και άλλων συναφών παραγόντων·
Απαιτήσεις
25. καλεί όλα τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν δεόντως την οδηγία σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων· τονίζει περαιτέρω ότι η νομοθεσία της αγοράς εργασίας και οι κανόνες που αφορούν τις διαπραγματεύσεις και τις συλλογικές συμβάσεις αποτελούν αρμοδιότητα των κρατών μελών και των κοινωνικών εταίρων· επισημαίνει εν προκειμένω ότι αποτελεί καθήκον των κρατών μελών να κάνουν πλήρη χρήση και να βελτιώσουν τα μέτρα πρόληψης, ελέγχου και επιβολής, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας·
26. θεωρεί ότι η σημερινή κοινοτική νομοθεσία έχει αφενός κενά και αφετέρου ασυνέπειες και συνεπώς ενδέχεται να προσφέρεται για ερμηνείες της οδηγίας σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων, οι οποίες δεν αποτελούσαν την πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη ο οποίος επεδίωκε μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών και της προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων· καλεί την Επιτροπή να εκπονήσει τις αναγκαίες νομοθετικές προτάσεις οι οποίες θα συμβάλουν στην πρόληψη αντικρουόμενων ερμηνειών στο μέλλον·
27. επικροτεί συνεπώς τη δήλωση της 3ης Απριλίου 2008, στην οποία η Επιτροπή δεσμεύθηκε όχι μόνο να συνεχίσει να καταπολεμά τον ανταγωνισμό που βασίζεται σε χαμηλά κοινωνικά πρότυπα, αλλά τόνισε επίσης ότι η ελευθερία παροχής υπηρεσιών δεν αντίκειται στο θεμελιώδες δικαίωμα στην απεργία και οπωσδήποτε δεν υπερτερεί αυτού, ούτε του δικαιώματος συμμετοχής σε συνδικαλιστική ένωση· ενθαρρύνει την εφαρμογή των συμπερασμάτων του Συμβουλίου της 9ης Ιουνίου 2008 πάραυτα για την αποκατάσταση των ελλείψεων στην εφαρμογή, για την πρόληψη περαιτέρω προβληματικών καταστάσεων και καταχρήσεων και για τη δημιουργία του επιθυμητού κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να προωθήσουν στενότερη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών, των εθνικών αρχών και της Επιτροπής όσον αφορά την παρακολούθηση και την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών· θεωρεί ότι αυτό θα αποτελέσει αποτελεσματικό τρόπο για την καταπολέμηση καταχρήσεων·
28. επισημαίνει ότι είναι σημαντικό να χαρακτηρίζονται από διαφάνεια και ισότητα για όλους οι κανόνες που διέπουν την αγορά εργασίας της ΕΕ, αλλά και ότι οι διαφορετικές πολιτικές παραδόσεις καθιστούν λίαν δυσχερή την επίτευξη ενιαίου προσώπου αγοράς εργασίας· θεωρεί ως εκ τούτου ότι στην περίπτωση που ορισμένα κράτη μέλη έχουν ιδιαίτερο συμφέρον, θα πρέπει να πραγματοποιείται σε εθνικό επίπεδο λεπτομερής αξιολόγηση των προαναφερθεισών αποφάσεων του Δικαστηρίου με τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων·
29. επικροτεί τη δήλωση της Επιτροπής ότι τώρα είναι διατεθειμένη να επανεξετάσει τον αντίκτυπο της εσωτερικής αγοράς στα εργατικά δικαιώματα και στις συλλογικές διαπραγματεύσεις·
30. προτείνει η εν λόγω επανεξέταση να μην αποκλείσει τη μερική αναθεώρηση της οδηγίας σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων· θεωρεί ότι κάθε αναθεώρηση της οδηγίας πρέπει να πραγματοποιείται μετά από ενδελεχή ανάλυση σε εθνικό επίπεδο των πραγματικών προκλήσεων όσον αφορά τα διάφορα πρότυπα συλλογικών συμβάσεων και εφόσον η αναθεώρηση θεωρηθεί χρήσιμη, θα πρέπει να ασχολείται με θέματα όπως οι ισχύουσες συνθήκες εργασίας, τα επίπεδα αμοιβών, η αρχή της ισότητας μεταχείρισης των εργαζομένων στο πλαίσιο της ελεύθερης διακίνησης υπηρεσιών, ο σεβασμός των διαφόρων μοντέλων εργασίας και η διάρκεια της απόσπασης·
31. πιστεύει ότι δεν πρέπει να τεθεί σε κίνδυνο η άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως αναγνωρίζονται στα κράτη μέλη, στις Συμβάσεις της ΔΟΕ και στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος διαπραγμάτευσης, σύναψης και εφαρμογής συλλογικών συμβάσεων και του δικαιώματος εργατικών κινητοποιήσεων·
32. τονίζει ότι πρέπει να καταστεί απόλυτα σαφές ότι η οδηγία σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων και άλλες οδηγίες δεν απαγορεύουν στα κράτη μέλη και στους κοινωνικούς εταίρους να απαιτούν ευνοϊκότερους όρους, με στόχο την ισότιμη μεταχείριση των εργαζομένων, και ότι υπάρχουν διαβεβαιώσεις ότι η κοινοτική νομοθεσία μπορεί να εφαρμοσθεί με βάση όλα τα υφιστάμενα μοντέλα αγοράς της εργασίας·
33. καλεί την Επιτροπή να εφαρμόσει τις αποφάσεις του Συμβουλίου όσον αφορά τη δημιουργία ηλεκτρονικού συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών πάραυτα, διότι θα συνέβαλε στην εκ μέρους των κρατών μελών αποτελεσματικότερη καταπολέμηση των καταχρήσεων·
34. ζητεί από τα κράτη μέλη και την Επιτροπή να εγκρίνουν μέτρα για την καταπολέμηση καταχρήσεων, ιδίως όσον αφορά δραστηριότητες των εταιρειών που απλώς διατηρούν ταχυδρομική διεύθυνση σε μια χώρα (letterbox-companies), που δεν ασκούν πραγματικές και ουσιαστικές επιχειρηματικές δραστηριότητες στη χώρα όπου έχουν την καταστατική τους έδρα αλλά που έχουν ιδρυθεί, μερικές φορές ακόμη και απευθείας από τον κύριο ανάδοχο στη χώρα υποδοχής, με αποκλειστικό σκοπό την εκτέλεση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στη χώρα υποδοχής, με σκοπό την παράκαμψη της πλήρους εφαρμογής των κανόνων και των κανονισμών της χώρας υποδοχής, ιδίως όσον αφορά τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας· καλεί την Επιτροπή να ορίσει σαφείς κανόνες για την καταπολέμηση των εταιρειών τύπου letterbox στο πλαίσιο του κώδικα δεοντολογίας της για τις επιχειρήσεις βάσει της οδηγίας για τις Υπηρεσίες·
35. επαναβεβαιώνει ότι τα θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα δεν είναι υποδεέστερα των οικονομικών δικαιωμάτων σε μια ιεράρχηση θεμελιωδών ελευθεριών· ζητεί συνεπώς μια επαναβεβαίωση στο πρωτογενές δίκαιο της ισορροπίας μεταξύ θεμελιωδών δικαιωμάτων και οικονομικών ελευθεριών προκειμένου να μπορέσει να αποφευχθεί ένας αγώνας δρόμου προς χαμηλότερα κοινωνικά πρότυπα·
36. επικροτεί την κοινή θέση του Συμβουλίου για μια νέα οδηγία περί της εργασίας μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης η οποία θα εξασφαλίσει μεταχείριση χωρίς διακρίσεις από την πρώτη ημέρα της απασχόλησης, εκτός εάν οι κοινωνικοί εταίροι αποφασίσουν διαφορετικά·
37. καλεί την Επιτροπή να υποβάλει την πολυαναμενόμενη ανακοίνωση για τις υπερεθνικές συλλογικές διαπραγματεύσεις προτείνοντας τη θέσπιση νομικού πλαισίου για τις υπερεθνικές συλλογικές διαπραγματεύσεις·
o o o
38. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών.