Ευρετήριο 
 Προηγούμενο 
 Επόμενο 
 Πλήρες κείμενο 
Διαδικασία : 2006/0084(COD)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου : A6-0394/2008

Κείμενα που κατατέθηκαν :

A6-0394/2008

Συζήτηση :

PV 20/11/2008 - 4
CRE 20/11/2008 - 4

Ψηφοφορία :

PV 20/11/2008 - 6.1
Αιτιολογήσεις ψήφου

Κείμενα που εγκρίθηκαν :

P6_TA(2008)0553

Κείμενα που εγκρίθηκαν
PDF 513kWORD 210k
Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008 - Στρασβούργο
Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) ***I
P6_TA(2008)0553A6-0394/2008
Ψήφισμα
 Ενοποιημένο κείμενο

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20ής Νοεμβρίου 2008 σχετικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (COM(2006)0244 – C6-0228/2006 – 2006/0084(COD))

(Διαδικασία συναπόφασης: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2006)0244),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 280, παράγραφος 4, της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0228/2006),

–   έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου αριθ. 7/2006(1),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 51 του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Ελέγχου των Προϋπολογισμών και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων (A6-0394/2008),

1.   εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε·

2.   ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.   αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

(1) ΕΕ C 8, 12.1.2007, σ. 1.


Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 20 Νοεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1073/1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)
P6_TC1-COD(2006)0084

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 280,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής║,

έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου(1),

αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης(2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)  Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καλεί την Επιτροπή να προχωρήσει χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις σε ενοποίηση των νομικών κειμένων σχετικά με τις διοικητικές έρευνες της Κοινότητας. Η ενοποίηση αυτή στοχεύει στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (εφεξής "η Υπηρεσία") και στη διευκρίνιση του νομικού πλαισίου της αποστολής της.

(2)  Είναι ενδεδειγμένο να διασφαλιστεί ότι το προσωπικό της Υπηρεσίας μπορεί να ασκεί την αποστολή του με πλήρη ανεξαρτησία. Για το σκοπό αυτό, είναι ενδεδειγμένο να θεσπισθεί διαχείριση ανθρωπίνων πόρων καλύτερα προσαρμοσμένη στις επιχειρησιακές ανάγκες της Υπηρεσίας: πρέπει να επιδιωχθεί καλύτερη ισορροπία μεταξύ του έκτακτου και του μόνιμου προσωπικού.

(3)  Τονίζοντας την ευθύνη κάθε Υπηρεσίας της Επιτροπής και των λοιπών θεσμικών οργάνων, οργάνων και οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εφεξής "θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί") για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα των πτυχών της πρόληψης στη χάραξη ευρωπαϊκής πολιτικής στον τομέα αυτόν, συμπεριλαμβανομένης της καταπολέμησης της απάτης και της δωροδοκίας, πρέπει να διευρυνθεί η αποστολή της Υπηρεσίας σ' αυτές τις πτυχές. Ο σχεδιασμός νομοθετικών και διοικητικών μέτρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο πρέπει να στηρίζεται στην επιχειρησιακή πρακτική της Υπηρεσίας στον τομέα αυτό.

(4)  Λαμβάνοντας υπόψη το σημαντικό ύψος των κοινοτικών κονδυλίων που διατίθενται στον τομέα της εξωτερικής βοήθειας, τον αριθμό των ερευνών που πραγματοποιεί η Υπηρεσία στον τομέα αυτό, καθώς και τη διεθνή συνεργασία για τις ανάγκες των ερευνών, πρέπει να οριστεί νομική βάση που να επιτρέπει στην Επιτροπή να εξασφαλίζει τη συνδρομή των αρμόδιων αρχών των τρίτων χωρών καθώς και των διεθνών οργανώσεων, κατά την εκπλήρωση της αποστολής της Υπηρεσίας.

(5)  Πρέπει να θεσπιστούν σαφείς κανόνες που, ενώ θα επιβεβαιώνουν την κύρια αρμοδιότητα της ║ Υπηρεσίας ║ στη διεξαγωγή των εσωτερικών ερευνών, θα θεσπίζουν παράλληλα μηχανισμούς που επιτρέπουν στα θεσμικά όργανα, τα όργανα και τους οργανισμούς να αναλαμβάνουν ταχέως την έρευνα των υποθέσεων για τις οποίες η Υπηρεσία αποφασίζει να μην παρέμβει.

(6)  Πρέπει να διευκρινιστεί ότι η έναρξη έρευνας από την Υπηρεσία διέπεται από την αρχή της σκοπιμότητας που της επιτρέπει να μην ξεκινήσει την έρευνα για υποθέσεις ήσσονος σημασίας ή που δεν υπάγονται στις προτεραιότητες σε θέματα ερευνών που καθορίζονται ετησίως από την Υπηρεσία. Αυτές οι υποθέσεις πρέπει να αντιμετωπισθούν, εάν πρόκειται για εσωτερική έρευνα από τα θεσμικά όργανα και, εάν πρόκειται για εξωτερική έρευνα, από τις αρμόδιες εθνικές αρχές σύμφωνα με τους κανόνες που εφαρμόζονται σε κάθε κράτος μέλος.

(7)  Είναι απαραίτητο να εξακριβώνεται, το ταχύτερο δυνατό, το βάσιμο των πληροφοριών που διαβιβάζονται στην Υπηρεσία στο πλαίσιο της αποστολής της. Συνεπώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί παρέχουν στην Υπηρεσία άμεση και αυτόματη πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων σχετικά με τη διαχείριση των κοινοτικών κονδυλίων και σε κάθε άλλη βάση δεδομένων και κατάλληλη πληροφορία.

(8)  Πρέπει να θεσπιστούν με ακρίβεια οι υποχρεώσεις της Υπηρεσίας όσον αφορά το καθήκον της να ενημερώνει, σε εύθετο χρόνο, τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμούς για τις διεξαγόμενες έρευνες σε περίπτωση που ενέχεται προσωπικά κάποιο μέλος, διευθυντικό στέλεχος, υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού στις πράξεις που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας ή όταν πρέπει να επιβληθούν διοικητικά μέτρα για την προστασία των συμφερόντων της Ένωσης.

(9)  Για να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα της ερευνητικής δράσης της Υπηρεσίας και υπό το φως των αξιολογήσεων των δραστηριοτήτων της Υπηρεσίας που ανέλαβαν τα θεσμικά όργανα, ιδίως της έκθεσης αξιολόγησης του Απριλίου του 2003 της Επιτροπής και της ειδικής έκθεσης αριθ. 1/2005 του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τη διαχείριση της Υπηρεσίας(3), πρέπει να διευκρινιστούν ορισμένες πλευρές και να βελτιωθούν ορισμένα μέτρα που έχει τη δυνατότητα να λάβει η Υπηρεσία κατά τη διεξαγωγή των ερευνών της. Επίσης, η Υπηρεσία πρέπει να μπορεί, αφενός, να προβαίνει σε ελέγχους και εξακριβώσεις που προβλέπονται από τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου της 11ης Νοεμβρίου 1996 σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες(4) στο πλαίσιο των εσωτερικών ερευνών και σε περιπτώσεις απάτης που συνδέονται με συμβάσεις που αφορούν κοινοτικά κονδύλια και, αφετέρου, να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες που διαθέτουν τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί ║ στο πλαίσιο εξωτερικών ερευνών.

(10)  Η επιχειρησιακή πρακτική της Υπηρεσίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη συνεργασία με τα κράτη μέλη. Είναι χρήσιμο τα κράτη μέλη να προσδιορίσουν για την Υπηρεσία τις αρμόδιες αρχές τους που μπορούν να παρέχουν στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας την απαιτούμενη βοήθεια στην άσκηση των καθηκόντων τους, ιδιαίτερα δε στις περιπτώσεις όπου ένα κράτος μέλος δεν έχει συστήσει ειδικευμένη υπηρεσία που να έχει ως αποστολή τον συντονισμό, σε εθνικό επίπεδο, της καταπολέμησης της κοινοτικής απάτης.

(11)  Για τη βελτίωση του επιχειρησιακού, νομικού και διοικητικού πλαισίου της καταπολέμησης της απάτης, είναι σημαντικό για την Υπηρεσία να γνωρίζει τη συνέχεια που δίδεται στα αποτελέσματα των ερευνών της. Πρέπει λοιπόν να καθιερωθεί για τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, για τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμούς και, προκειμένου περί των αρχών των τρίτων χωρών και των διεθνών οργανισμών, μέσω της συνδρομής της Επιτροπής, η υποχρέωση να υποβάλλουν τακτικά στην Υπηρεσία έκθεση σχετικά με την πρόοδο που επιτυγχάνεται σε ό,τι αφορά τις ενέργειες που γίνονται μετά τη διαβίβαση της τελικής έκθεσης της έρευνας της Υπηρεσίας.

(12)  Λαμβάνοντας υπόψη το πόσο θα ήταν ενδιαφέρον να ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ της Υπηρεσίας, της Eυρωπόλ και της Eurojust, είναι απαραίτητο να θεσπιστεί νομική βάση προκειμένου να μπορεί η Υπηρεσία να συνάπτει συμφωνίες με τις δύο αυτές υπηρεσίες. Για να αξιοποιούνται οι αντίστοιχες αρμοδιότητες της Eurojust, της Υπηρεσίας και των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών σχετικά με πράξεις που δύνανται να επισύρουν ποινική δίωξη, η Υπηρεσία καλείται να πληροφορεί την Eurojust για τις περιπτώσεις όπου υπάρχουν υπόνοιες για παράνομη δραστηριότητα που πλήττει τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, στοιχειοθετούσα βαρύ ποινικό αδίκημα και στην οποία εμπλέκονται δύο τουλάχιστον κράτη μέλη.

(13)  Αποδεικνύεται πως για λόγους ασφάλειας του δικαίου είναι απαραίτητο να κωδικοποιηθούν στον παρόντα κανονισμό οι θεμελιώδεις διαδικαστικές εγγυήσεις που εφαρμόζονται στο πλαίσιο των εσωτερικών ή εξωτερικών ερευνών που διενεργεί η Υπηρεσία. Αυτό δεν επηρεάζει την ευρύτερη προστασία η οποία απορρέει, ενδεχομένως, από τους κανόνες των συνθηκών, το Πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις διατάξεις του καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εφεξής "κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης") καθώς και κάθε άλλης εθνικής διάταξης που εφαρμόζεται.

(14)  Εφαρμόζονται οι διαδικαστικές εγγυήσεις και γίνονται σεβαστά τα νόμιμα δικαιώματα των ατόμων που υπόκεινται σε έρευνα, χωρίς να απορρέει από αυτό στο εν λόγω επίπεδο, διαφορετική μεταχείριση ανάλογα με τους διαφορετικούς τύπους ερευνών που πραγματοποιεί η Υπηρεσία.

(15)  Για να εξασφαλίζονται η μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια των επιχειρησιακών δραστηριοτήτων της Υπηρεσίας, κυρίως δε οι αρχές που διέπουν τη διαδικασία έρευνας, τα νόμιμα δικαιώματα των ενεχόμενων ατόμων και τις διαδικαστικές εγγυήσεις, τις διατάξεις για την προστασία των δεδομένων, την πολιτική για την ανακοίνωση των πληροφοριών που αφορούν ορισμένες πτυχές της επιχειρησιακής δραστηριότητας της Υπηρεσίας, τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων έρευνας και τα μέσα προσφυγής των ενδιαφερόμενων ατόμων, πρέπει να τεθεί νομική βάση που θα επιτρέπει στην Υπηρεσία να αποκτήσει διαδικαστικό κώδικα των ερευνών της OLAF. Ο κώδικας δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(16)  Για να εξασφαλίζεται καθ' όλη τη διάρκεια της έρευνας ο σεβασμός των διαδικαστικών εγγυήσεων, είναι απαραίτητο να εξασφαλίζεται, εντός της Υπηρεσίας, λειτουργία ελέγχου της νομιμότητας. Ο έλεγχος της νομιμότητας ασκείται, κυρίως, πριν την έναρξη και την περάτωση μιας έρευνας και πριν κάθε διαβίβαση της πληροφορίας στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών. Διεξάγεται από εμπειρογνώμονες του δικαίου που πληρούν τους όρους άσκησης δικαστικού λειτουργήματος σε ένα κράτος μέλος και υπηρετούν εντός της Υπηρεσίας. Ο γενικός διευθυντής ζητεί επίσης τη γνώμη αυτών των εμπειρογνωμόνων στο πλαίσιο της εκτελεστικής επιτροπής της Υπηρεσίας (εφεξής "εκτελεστική επιτροπή").

(17)  Για να ενισχυθεί η προστασία των δικαιωμάτων των ατόμων υπό έρευνα, και με την επιφύλαξη του άρθρου 90α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ║ και των αρμοδιοτήτων του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δυνάμει της συνθήκης ΕΚ, το άτομο που ενέχεται προσωπικά έχει, στο τελικό στάδιο μιας έρευνας, το δικαίωμα να λάβει τα συμπεράσματα και τις συστάσεις της τελικής έκθεσης της έρευνας ▌.

(18)  Για μεγαλύτερη διαφάνεια, είναι αναγκαίο να εξασφαλιστεί ο κατάλληλος βαθμός πληροφόρησης έναντι αυτού που παρέχει πληροφορίες, ο οποίος πρέπει να ενημερωθεί για την αρχική απόφαση έναρξης ή μη της έρευνας, καθώς και μετά από ρητό αίτημά του, για το τελικό αποτέλεσμα της αναληφθείσας δράσης σε συνέχεια των χορηγηθεισών πληροφοριών.

(19)  Για να καταστεί δυνατή η αντικειμενική ενημέρωση των ευρωπαίων φορολογουμένων και για να εξασφαλισθεί η ελευθερία του τύπου, όλα τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συμμετέχουν στο έργο της έρευνας πρέπει να σέβονται την προστασία των δημοσιογραφικών πηγών, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

(20)  Με βάση την εμπειρία που απορρέει από την επιχειρησιακή πρακτική, κρίνεται χρήσιμο να επιτραπεί στον Γενικό Διευθυντή της Υπηρεσίας να αναθέσει την άσκηση ορισμένων από τις εξουσίες του σε ένα ή περισσότερους υπαλλήλους της Υπηρεσίας, μέσω γραπτής πράξης που ορίζει τους όρους και τα όρια αυτής της ανάθεσης.

(21)  Ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ατόμων που ενέχονται σε έρευνες πρέπει να εξασφαλίζεται ανά πάσα στιγμή, ιδίως δε κατά την ανακοίνωση των πληροφοριών. Πρέπει να διευκρινισθούν οι βασικές αρχές της πολιτικής της Υπηρεσίας σ' ό,τι αφορά την ανακοίνωση πληροφοριών. Η ανακοίνωση πληροφοριών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο σχετικά με τις έρευνες της Υπηρεσίας, είτε κατά τρόπο διμερή, είτε στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεννόησης, γίνεται με σεβασμό της εμπιστευτικότητας των ερευνών, των νόμιμων δικαιωμάτων των ατόμων υπό έρευνα και, ενδεχομένως, των εθνικών διατάξεων που εφαρμόζονται στις δικαστικές διαδικασίες. Πρέπει να οριστεί νομική βάση που θα παρέχει τη δυνατότητα στην Υπηρεσία να συνάπτει συμφωνίες με τα ενδιαφερόμενα όργανα σχετικά με τη διαβίβαση πληροφοριών. Ο γενικός διευθυντής φροντίζει ώστε κάθε ανακοίνωση πληροφοριών στο κοινό να τηρεί τις αρχές της ουδετερότητας και της αντικειμενικότητας. Ο διαδικαστικός κώδικας των ερευνών της OLAF πρέπει να προσδιορίζει τις συνέπειες μιας μη επιτρεπόμενης διάδοσης πληροφοριών.

(22)  Κρίνεται σκόπιμο να ενισχυθεί ο ρόλος της επιτροπής εποπτείας και να αναθεωρηθούν τα κριτήρια και η διαδικασία διορισμού των μελών της. Κατά τη στιγμή της επιλογής τους, οι υποψήφιοι ασκούν ανώτερα δικαστικά ή ανακριτικά καθήκοντα ή ανάλογα καθήκοντα. Η διάρκεια της θητείας τους είναι πενταετής και δεν μπορεί να ανανεωθεί. Προκειμένου να υπάρχουν πάντα εντός της επιτροπής μέλη με εμπειρία, ορισμένα από τα μέλη της δεν πρέπει να διορίζονται ταυτόχρονα με τα άλλα.

(23)  Είναι σκόπιμο να επανακαθοριστούν οι αρμοδιότητες της επιτροπής εποπτείας που απορρέουν από την εντολή της και να εξασφαλισθεί η ανεξαρτησία της Υπηρεσίας στα ανακριτικά της καθήκοντα. Η επιτροπή παρακολουθεί τις εξελίξεις όσον αφορά τις διαδικαστικές εγγυήσεις και τη διάρκεια των ερευνών. Ενημερώνεται για τις έρευνες που διαρκούν επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 12 μηνών, και γνωμοδοτεί προς τον γενικό διευθυντή και, ενδεχομένως, στα θεσμικά όργανα σχετικά με τις έρευνες οι οποίες δεν έχουν ολοκληρωθεί εντός 18 μηνών. Πρέπει να διευκρινισθεί ότι η επιτροπή εποπτείας δεν παρεμβαίνει στη διεξαγωγή των ερευνών.

(24)  Πρέπει να αξιολογείται το νομικό, οργανικό και επιχειρησιακό πλαίσιο της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και οιασδήποτε άλλης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Προς τον σκοπό αυτό πρέπει να κληθούν τα όργανα να συντονίσουν τη δράση τους και να συσκεφθούν σχετικά με τις σημαντικότερες πτυχές της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την καταπολέμηση της απάτης. Πρέπει να καθιερωθεί διαδικασία συνεννόησης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Η συνεννόηση πρέπει να έχει ως αντικείμενο ορισμένα στοιχεία της συνεργασίας, στον τομέα αυτόν, μεταξύ της Υπηρεσίας και των κρατών μελών, των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, καθώς και τις σχέσεις με τις τρίτες χώρες και με τους διεθνείς οργανισμούς, την πολιτική ερευνών της Υπηρεσίας και τις εκθέσεις και τις αναλύσεις της επιτροπής εποπτείας. Ο γενικός διευθυντής της Υπηρεσίας και ο πρόεδρος της επιτροπής εποπτείας συμμετέχουν στη συνεννόηση που γίνεται τουλάχιστον μία φορά κατ' έτος.

(25)  Προκειμένου να επιτραπεί στην επιτροπή εποπτείας να εκπληρώσει αποτελεσματικά την αποστολή της, με πλήρη ανεξαρτησία και αποδοτικά, είναι σημαντικό όπως η Υπηρεσία εγγυηθεί ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις προκειμένου η γραμματεία της επιτροπής εποπτείας να λειτουργεί κατά τρόπο ανεξάρτητο, υπό τον αποκλειστικό έλεγχο του προέδρου της επιτροπής και των μελών της.

(26)  Για να ενισχυθεί η πλήρης ανεξαρτησία των καθηκόντων της διεύθυνσης της Υπηρεσίας, η διάρκεια της θητείας του γενικού διευθυντή πρέπει να οριστεί σε πέντε έτη και να μπορεί να ανανεωθεί μία φορά. Κατά τη στιγμή της επιλογής τους, οι υποψήφιοι πρέπει να ασκούν ή να έχουν ασκήσει ανώτερα δικαστικά ή ανακριτικά καθήκοντα και να διαθέτουν 10ετή τουλάχιστον επαγγελματική εμπειρία σε επιχειρησιακό επίπεδο σε θέση υψηλής διαχειριστικής ευθύνης. Ένα σημαντικό τμήμα αυτής της επαγγελματικής εμπειρίας πρέπει να έχει αποκτηθεί στον τομέα της καταπολέμησης της εθνικής ή/και της κοινοτικής απάτης. Η διάρκεια της διαδικασίας του διορισμού δεν πρέπει να υπερβαίνει τους εννέα μήνες. Ο γενικός διευθυντής ορίζεται διά κοινής συμφωνίας μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και διορίζεται από την Επιτροπή.

(27)  Δεδομένου του ευαίσθητου χαρακτήρα της θέσης, είναι ενδεδειγμένο να προβλεφθεί ότι ο γενικός διευθυντής της Υπηρεσίας θα ενημερώνει την επιτροπή εάν αυτός έχει την πρόθεση να αναλάβει νέα επαγγελματική δραστηριότητα εντός δύο ετών από το τέλος της υπηρεσίας του, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Η πληροφορία αυτή περιλαμβάνεται στην ετήσια έκθεση για την καταπολέμηση της απάτης της Επιτροπής.

(28)  Για να ενισχυθεί η τήρηση των εγγυήσεων διαδικασίας, πρέπει να προβλεφθεί για κάθε άτομο που υποβάλλεται σε έρευνα της Υπηρεσίας η δυνατότητα άσκησης προσφυγής στην επιτροπή εποπτείας. Οι προσφυγές εξετάζονται από σύμβουλο ελεγκτή, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη ανεξαρτησία και ορίζεται επί τούτου από τον γενικό διευθυντή κατόπιν προτάσεως της επιτροπής εποπτείας. Ο σύμβουλος ελεγκτής γνωμοδοτεί εντός 30 εργασίμων ημερών και κοινοποιεί τη γνωμοδότησή του στον προσφεύγοντα, στον γενικό διευθυντή της Υπηρεσίας και στην επιτροπή εποπτείας.

(29)  Η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού αξιολογείται μετά από μία τετραετία. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη από γνωμοδότηση της επιτροπής εποπτείας. Μετά την αξιολόγηση αυτή, ο παρών κανονισμός μπορεί να αναθεωρηθεί. Εν πάση περιπτώσει, ο κανονισμός πρέπει να αναθεωρηθεί μετά τη δημιουργία της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής.

(30)  Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999(5) πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(31)  Με τον παρόντα κανονισμό διευκρινίζονται και ενισχύονται τα μέσα δράσης που διαθέτει η Υπηρεσία στο πλαίσιο των εξωτερικών ερευνών ως προς συγκεκριμένα, μόνον, σημεία όπου διαπιστώθηκαν νομικά κενά του ισχύοντος συστήματος και όπου μόνο με την αποτελεσματικότερη παρέμβαση της Υπηρεσίας μπορεί να εξασφαλιστεί η διενέργεια αξιόπιστων εξωτερικών ερευνών που να μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τις αρχές των κρατών μελών. Εξάλλου, η επέκταση των διαδικαστικών εγγυήσεων ώστε να περιλάβουν και τις εξωτερικές έρευνες είναι απαραίτητη για τη κατάρτιση ενιαίου νομικού πλαισίου για το σύνολο των ερευνών που διεξάγει η Υπηρεσία. Ο παρών κανονισμός, συνεπώς, τηρεί πλήρως την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτών των στόχων.

(32)  Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως τα άρθρα 47 και 48,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 1073/1999 τροποποιείται ως εξής:

1)  Στο άρθρο 1, οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το εξής κείμενο:"

1.  "1. Προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης, η οποία δημιουργήθηκε με την απόφαση 1999/352/ΕΚ, EΚAΧ, Eυρατόμ της Επιτροπής (εφεξής "Υπηρεσία"), ασκεί τις αρμοδιότητες διενέργειας ερευνών που ανατίθενται στην Επιτροπή από τους κοινοτικούς κανόνες, στα κράτη μέλη και σύμφωνα με τις ισχύουσες συμφωνίες συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής στις τρίτες χώρες.

Η απάτη, η δωροδοκία και κάθε άλλη παράνομη δραστηριότητα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, των παρατυπιών συμπεριλαμβανομένων, ορίζονται από την κοινοτική κανονιστική νομοθεσία και από τις ισχύουσες στον τομέα αυτό συμβατικές διατάξεις."

2.  "2. Η Υπηρεσία παρέχει στα κράτη μέλη τη συνδρομή της Επιτροπής για να οργανώσουν στενή και τακτική συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αρχών τους, προκειμένου να συντονίζουν τη δράση τους που έχει σκοπό να προστατεύσει τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας από την απάτη. Η Υπηρεσία συμβάλλει στο σχεδιασμό και στην ανάπτυξη των μεθόδων πρόληψης και καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας καθώς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας που πλήττει τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας."

"

2)  Το άρθρο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"

Άρθρο 3

Εξωτερικές έρευνες

1.  Η Υπηρεσία ασκεί την αρμοδιότητα η οποία έχει ανατεθεί στην Επιτροπή με τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96, της πραγματοποίησης επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων στα κράτη μέλη και, σύμφωνα με τις ισχύουσες συμφωνίες συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής, σε τρίτες χώρες και σε διεθνείς οργανισμούς.

Στο πλαίσιο των καθηκόντων της για τη διεξαγωγή ερευνών, η Υπηρεσία πραγματοποιεί τους ελέγχους και τις εξακριβώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 καθώς και στους τομεακούς κανόνες του άρθρου 9, παράγραφος 2, του ιδίου κανονισμού στα κράτη μέλη και σε τρίτες χώρες και στις διεθνείς οργανώσεις, σύμφωνα με τις ισχύουσες συμφωνίες συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής.

2.  Για να τεκμηριωθεί η ύπαρξη απάτης, δωροδοκίας ή άλλης παράνομης δραστηριότητας κατά την έννοια του άρθρου 1, σχετικά με σύμβαση ή απόφαση επιχορήγησης ή σύμβαση που αφορά κοινοτική χρηματοδότηση, η Υπηρεσία μπορεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96, να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους στις εγκαταστάσεις των οικονομικών φορέων τους οποίους αφορά, άμεσα ή έμμεσα, αυτή η χρηματοδότηση.

Τα κράτη μέλη εγκρίνουν και θέτουν σε εφαρμογή όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι η Υπηρεσία ασκεί τις αρμοδιότητες διεξαγωγής ερευνών οι οποίες προβλέπονται από το παρόν άρθρο. Παρέχουν την υποστήριξή τους στην Υπηρεσία στο πλαίσιο των επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων που διεξάγονται σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που προβλέπονται από τον κανονισμό (Eυρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96, στις εγκαταστάσεις των οικονομικών φορέων τους οποίους αφορά, άμεσα ή έμμεσα, μία κοινοτική χρηματοδότηση.

3.  Κατά τη διάρκεια εξωτερικής έρευνας, και στο βαθμό που αυτό είναι ▌ απαραίτητο για να αποδειχθεί η ύπαρξη απάτης, δωροδοκίας ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας κατά την έννοια του άρθρου 1, η Υπηρεσία δύναται να έχει πρόσβαση στις κατάλληλες πληροφορίες που έχουν στην κατοχή τους τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί οι οποίες είναι συναφείς με τις πράξεις που αφορά η έρευνα. Για το σκοπό αυτό, εφαρμόζεται το άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 4.

4.  Όταν η Υπηρεσία διαθέτει, πριν την έναρξη έρευνας, πληροφοριακά στοιχεί που υποδηλώνουν την ύπαρξη απάτης, δωροδοκίας ή οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας κατά την έννοια του άρθρου 1, ο γενικός διευθυντής της Υπηρεσίας ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών και, με την επιφύλαξη των τομεακών κανονιστικών ρυθμίσεων, τα κράτη μέλη δίδουν τη δέουσα συνέχεια και, εφόσον χρειάζεται, διενεργούν έρευνες σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο, στις οποίες μπορούν να συμμετέχουν οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας. Οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών ενημερώνουν τον γενικό διευθυντή της Υπηρεσίας για τα μέτρα που ελήφθησαν και τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν μετά από την ενημέρωση αυτή.

5.  Εάν η Υπηρεσία αποφασίσει να μην αρχίσει έρευνα, ενημερώνει την Eurojust για τη διαβίβαση στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών των πληροφοριών βάσει των οποίων υπάρχουν υπόνοιες απάτης, δωροδοκίας ή οιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας μνημονευόμενης στο άρθρο 1, η οποία στοιχειοθετεί βαρύ ποινικό αδίκημα και στην οποία εμπλέκονται δύο ή περισσότερα κράτη μέλη. Η Eurojust ενημερώνεται επίσης από την Υπηρεσία κάθε φορά που μία έρευνα της Υπηρεσίας εμπίπτει στην αρμοδιότητά της, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που προβλέπονται από τις συμφωνίες συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής που έχουν συναφθεί μεταξύ των δύο αυτών οργάνων.

"

3)  Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:"

Άρθρο 3α

Συνεργασία της Υπηρεσίας με την Eurojust, την Eυρωπόλ και άλλες διεθνείς οργανώσεις

Η Υπηρεσία δύναται, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που της ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής με την Eurojust, την Eυρωπόλ και με άλλες διεθνείς οργανώσεις. Οι συμφωνίες αυτές αποσκοπούν στην αποσαφήνιση των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των οργάνων αυτών καθώς και στον προσδιορισμό της συνεργασίας τους στο πλαίσιο του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

Η Υπηρεσία δύναται να συνάπτει επίσης συμφωνίες συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής με άλλες διεθνείς οργανώσεις.

"

4)  Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

a)  Η παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"

Οι εν λόγω εσωτερικές έρευνες διεξάγονται σύμφωνα με τους κανόνες των συνθηκών, και ιδίως του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών καθώς και του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, υπό τους όρους και σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει ο παρών κανονισμός και τις αποφάσεις που λαμβάνει το κάθε θεσμικό όργανο και οργανισμός, χωρίς να προκύπτει διαφοροποιημένη μεταχείριση στο πλαίσιο των διαδικαστικών εγγυήσεων και των νόμιμων δικαιωμάτων των ενδιαφερόμενων ατόμων, σε σχέση με τις εξωτερικές έρευνες.

"

b)  β) Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"

Σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96, η Υπηρεσία μπορεί να πραγματοποιεί επιτόπιους ελέγχους στις εγκαταστάσεις οικονομικών φορέων τους οποίους αφορά άμεσα ή έμμεσα το θέμα, ώστε να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες που σχετίζονται με τις πράξεις που αποτελούν αντικείμενο εσωτερικής έρευνας.

"

γ)   Η παράγραφος 5 διαγράφεται.

5)  Το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"

Άρθρο 5

Έναρξη των ερευνών

1.  Η Υπηρεσία μπορεί να ξεκινήσει έρευνα όταν υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες που αφήνουν να υποτεθεί ότι έχουν διαπραχθεί πράξεις απάτης ή δωροδοκίας ή άλλες παράνομες πράξεις κατά την έννοια του άρθρου 1. Στην απόφαση για την έναρξη έρευνας ή όχι λαμβάνονται υπόψη οι προτεραιότητες της πολιτικής έρευνας και του προγράμματος δραστηριοτήτων της Υπηρεσίας σε θέματα έρευνας που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 11α και το άρθρο 12, παράγραφος 6. Λαμβάνονται επίσης υπόψη οι καλώς τεκμηριωμένες ανώνυμες καταγγελίες.

2.  Η έναρξη των ερευνών γίνεται με απόφαση του γενικού διευθυντή της Υπηρεσίας που λαμβάνεται μετά από γνωμοδότηση της εκτελεστικής επιτροπής και σύμφωνα με τις διατάξεις περί ελέγχου της νομιμότητας που προβλέπει το άρθρο 14.

3.  Η έναρξη των εξωτερικών ερευνών γίνεται με απόφαση του γενικού διευθυντή της Υπηρεσίας, ο οποίος ενεργεί ιδία πρωτοβουλία ή μετά από αίτηση ενδιαφερομένου κράτους μέλους ή ενός θεσμικού οργάνου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η έναρξη των εσωτερικών ερευνών γίνεται με απόφαση του γενικού διευθυντή της Υπηρεσίας, ο οποίος ενεργεί ιδία πρωτοβουλία ή μετά από αίτηση του θεσμικού οργάνου, οργάνου ή οργανισμού στο πλαίσιο του οποίου πρέπει να πραγματοποιηθεί η έρευνα.

Ενόσω η Υπηρεσία διεξάγει μια εσωτερική έρευνα σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, τα θεσμικά όργανα, τα όργανα και οι οργανισμοί δεν ξεκινούν παράλληλη διοικητική έρευνα για τα ίδια γεγονότα.

4.  Όταν ένα θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμός σχεδιάζει την έναρξη έρευνας στο πλαίσιο της διοικητικής του αυτονομίας, ρωτά την Υπηρεσία εάν οι εν λόγω πράξεις αποτελούν ήδη αντικείμενο εσωτερικής έρευνας. Εντός 15 εργάσιμων ημερών από την αίτηση αυτή, η Υπηρεσία δηλώνει εάν έχει ήδη αρχίσει έρευνα ή εάν προτίθεται η Υπηρεσία να προβεί στην έναρξη έρευνας κατ" εφαρμογή της παραγράφου 5. Η έλλειψη απάντησης ισοδυναμεί με απόφαση της Υπηρεσίας να μην αρχίσει εσωτερική έρευνα.

5.  Η απόφαση έναρξης έρευνας ή όχι λαμβάνεται εντός δύο μηνών από την παραλαβή από την Υπηρεσίας της αίτησης που προβλέπεται στις παραγράφους 3 ή 4. Η απόφαση αυτή κοινοποιείται άμεσα στο θεσμικό όργανο, όργανο, οργανισμό ή στο κράτος μέλος που υπέβαλε την αίτηση. Η απόφαση μη έναρξης έρευνας πρέπει να αιτιολογηθεί.

Όταν ένας μόνιμος ή έκτακτος υπάλληλος ενός θεσμικού οργάνου, ενός οργάνου ή ενός οργανισμού, ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 22α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή με τις αντίστοιχες διατάξεις του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, παρέχει στην Υπηρεσία πληροφορίες σχετικά με υπόνοια απάτης ή παρατυπίας, η Υπηρεσία τον πληροφορεί σχετικά με την απόφαση να ξεκινήσει ή όχι την έρευνα για τα εν λόγω γεγονότα.

Πριν την έναρξη και καθ' όλη τη διάρκεια της έρευνας, τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί παρέχουν στην Υπηρεσία άμεση και αυτόματη πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων σχετικά με τη διαχείριση των κοινοτικών κονδυλίων και σε κάθε άλλη κατάλληλη πληροφορία που επιτρέπει στην Υπηρεσία να εξακριβώνει το βάσιμο των πληροφοριών που της διαβιβάζονται.

6.  Εάν, για λόγους σκοπιμότητας ή βάσει των προτεραιοτήτων της όσον αφορά την έρευνα, η Υπηρεσία αποφασίσει να μην αρχίσει εσωτερική έρευνα, διαβιβάζει αμέσως τα διαθέσιμα στοιχεία στο οικείο θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό έτσι ώστε να μπορεί να δοθεί η ενδεδειγμένη συνέχεια, σύμφωνα με τους κανόνες που εφαρμόζονται σ" αυτό. Ενδεχομένως, η Υπηρεσία συμφωνεί με το θεσμικό όργανο, το όργανο ή τον οργανισμό τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία του απορρήτου της πηγής των πληροφοριών και ζητάει, αν είναι αναγκαίο, να ενημερωθεί για τη συνέχεια που δόθηκε.

Εάν, για λόγους σκοπιμότητας ή βάσει των προτεραιοτήτων της όσον αφορά την έρευνα, η Υπηρεσία αποφασίσει να μην ξεκινήσει μια εξωτερική έρευνα εφαρμόζεται το άρθρο 3, παράγραφος 4."

"

6)  Το άρθρο 6 τροποποιείται ως εξής:

α)   Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"

1.  Ο γενικός διευθυντής της Υπηρεσίας διευθύνει την εκτέλεση των ερευνών. Μπορεί να εξουσιοδοτεί, διά γραπτής εντολής, έναν εκτελεστικό διευθυντή της Υπηρεσίας να διευθύνει τη διεξαγωγή των ερευνών. Οι έρευνες διεξάγονται υπό την εξουσία και την ευθύνη του γενικού διευθυντή της Υπηρεσίας από υπαλλήλους που ορίζει η Υπηρεσία.

"

b)  β) Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"

3.  Οι υπάλληλοι τους οποίους ορίζει η Υπηρεσία για να διεξαγάγουν μία έρευνα, πρέπει να είναι εφοδιασμένοι, για κάθε παρέμβαση, με γραπτή εντολή, χορηγούμενη από τον γενικό διευθυντή, στην οποία αναφέρεται το αντικείμενο και ο σκοπός της έρευνας, οι νομικές βάσεις για τη διεξαγωγή των συγκεκριμένων ερευνών και οι εξουσίες διεξαγωγής έρευνας που πηγάζουν από τις βάσεις αυτές.

"

c)  γ) Παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:"

3α.   Στην περίπτωση που οι υπάλληλοι τους οποίους έχει ορίσει η Υπηρεσία για να διεξαγάγουν επιτόπια έρευνα ή εξακρίβωση σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96, διαπιστώσουν ότι ένας οικονομικός φορέας αντιτίθεται σε αυτήν, ενημερώνεται αμέσως η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους, η οποία έχει προηγουμένως οριστεί από την Υπηρεσία ως σημείο επαφής. Τη αιτήσει της Υπηρεσίας, η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους παρέχει στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας τη συνδρομή που είναι απαραίτητη για την εκτέλεση της αποστολής τους, όπως αυτή προσδιορίζεται στην εντολή η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 3. Το κράτος μέλος μεριμνά ώστε οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας να μπορούν να έχουν πρόσβαση, υπό τις αυτές συνθήκες με τις αρμόδιες αρχές του και σε πλαίσιο σεβασμού της εθνικής νομοθεσίας, σε όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση σχετικά με τις πράξεις που μνημονεύονται στο άρθρο 1, οι οποίες είναι απαραίτητες για την ομαλή διεξαγωγή των επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων.

"

δ)   Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"

4.  Οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας υιοθετούν, κατά τη διάρκεια των επιτόπιων ελέγχων και ερευνών, στάση σύμφωνη με τους κανόνες και τις πρακτικές που επιβάλλονται στους ανακριτές του σχετικού κράτους μέλους, με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, καθώς και με τις αποφάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο. Οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας ενεργούν σύμφωνα με την αρχή της αμεροληψίας. Ενημερώνουν αμέσως τον γενικό διευθυντή εάν, στο πλαίσιο της δραστηριότητας έρευνας, ευρεθούν σε κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων. Ο γενικός διευθυντής αποφαίνεται εάν υπάρχει ή όχι σύγκρουση συμφερόντων. Ενδεχομένως, δίδει εντολή για την αντικατάσταση του διαπλεκόμενου υπαλλήλου.

"

ε)   Η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"

5.  Οι έρευνες διεξάγονται αδιαλείπτως κατά τη διάρκεια χρονικής περιόδου που πρέπει να είναι ανάλογη προς τις περιστάσεις και την πολυπλοκότητα της υπόθεσης. Οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας πρέπει να βεβαιωθούν ότι διεξάγουν την έρευνα κατά τρόπο που επιτρέπει τη διάσωση και τη διατήρηση των αποδεικτικών στοιχείων. Εν ανάγκη, όταν υπάρχει κίνδυνος εξαφάνισης των αποδεικτικών στοιχείων, μπορούν να ζητήσουν από την αρμόδια αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους να λάβει, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, κάθε συντηρητικό ή εκτελεστικό μέτρο που είναι απαραίτητο.

"

στ)   Παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος ║:"

5α. Όταν από τις έρευνες ανακύψει το ενδεχόμενο να ενέχεται κάποιο μέλος, διευθυντικό στέλεχος, μόνιμος υπάλληλος, μέλος του λοιπού προσωπικού ή οποιοδήποτε άλλο άτομο εργαζόμενο σε θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό ή αποδειχθεί ότι θα ήταν σκόπιμο να ληφθούν ασφαλιστικά ή διοικητικά μέτρα για την προστασία των συμφερόντων της Ένωσης, η Υπηρεσία ενημερώνει το συντομότερο δυνατό το οικείο θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό για τη διεξαγόμενη έρευνα. Οι πληροφορίες που διαβιβάζονται περιέχουν τα εξής στοιχεία:

   α) την ταυτότητα του ή των ατόμων που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας καθώς και περίληψη των εξεταζομένων πράξεων·
   β) κάθε πληροφορία που μπορεί να βοηθήσει το θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό να αποφασίσει εάν είναι σκόπιμο να λάβει συντηρητικά ή διοικητικά μέτρα για την προστασία των συμφερόντων της Ένωσης και, εάν αυτό είναι σκόπιμο, στοιχεία σχετικά με τις προθεσμίες για τη λήψη των συντηρητικών ή διοικητικών μέτρων·
   γ) ενδεχομένως, τα ειδικά μέτρα που προβλέπονται για την τήρηση της εμπιστευτικότητας.

H ενημέρωση αυτή του οικείου θεσμικού οργάνου, οργάνου ή οργανισμού μπορεί να αναβληθεί στις περιπτώσεις όπου απαιτείται η διατήρηση απόλυτης μυστικότητας για τους σκοπούς της έρευνας ή για προσφυγή σε ερευνητικές διαδικασίες που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο που εφαρμόζεται στις έρευνες. Ο γενικός διευθυντής αιτιολογεί την απόφασή του σύμφωνα με τις διατάξεις περί ελέγχου της νομιμότητας που προβλέπει το άρθρο 14.

Το θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμός αποφασίζει, ενδεχομένως, για τη σκοπιμότητα λήψης πιθανών συντηρητικών ή διοικητικών μέτρων, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τη σημασία που έχει να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική διενέργεια της έρευνας καθώς και η εφαρμογή των ειδικών μέτρων εμπιστευτικότητας που προβλέπει η Υπηρεσία. Το θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμός ενημερώνει το ταχύτερο δυνατό την Υπηρεσία για κάθε απόφαση σχετικά με ενδεχόμενα μέτρα που πρέπει να ληφθούν δυνάμει του παρόντος άρθρου ή, ενδεχομένως, για την ανάγκη να κινηθεί συμπληρωματική πειθαρχική διαδικασία για πράξεις για τις οποίες υπάρχει τέτοια αρμοδιότητα δυνάμει του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Συμπληρωματική πειθαρχική διαδικασία μπορεί να κινηθεί κατόπιν συνεννοήσεως με την Υπηρεσία.

"

g)  ζ) Στην παράγραφο 6 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:"

Οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας μπορούν να ζητούν τη συνδρομή των αρμόδιων αρχών των τρίτων χωρών στο πλαίσιο της εκτέλεσης της αποστολής τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των συμφωνιών συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής που έχουν συναφθεί με τις χώρες αυτές. Μπορούν να ζητούν επίσης τη συνδρομή διεθνών οργανώσεων στο πλαίσιο της εκτέλεσης της αποστολής τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των συμφωνιών που έχουν συναφθεί με αυτές.

"

η)   Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος ║:"

Εφόσον αποδειχθεί ότι μια έρευνα δεν μπορεί να κλείσει εντός δώδεκα μηνών από την έναρξή της, ο γενικός διευθυντής της Υπηρεσίας μπορεί να αποφασίσει παράταση της προθεσμίας αυτής έως έξι μήνες το πολύ. Ο γενικός διευθυντής της Υπηρεσίας βεβαιώνεται για την ανάγκη παράτασης της έρευνας. Πριν λάβει αυτή την απόφαση, ο γενικός διευθυντής ενημερώνει την επιτροπή εποπτείας για τους λόγους για τους οποίους δεν είναι ακόμα δυνατό να ολοκληρωθεί η έρευνα και για την προθεσμία που προβλέπεται να χρειασθεί για την ολοκλήρωσή της.

. Εάν η έρευνα δεν έχει κλείσει εντός 18 μηνών από την έναρξή της, η επιτροπή εποπτείας ενημερώνεται από τον γενικό διευθυντή για τους λόγους για τους οποίους δεν κατόρθωσε να κλείσει την έρευνα και γνωμοδοτεί ως προς την παράτασή της και, ενδεχομένως, την περαιτέρω διεξαγωγή της έρευνας.

Η επιτροπή εποπτείας κοινοποιεί αντίγραφο της γνωμοδότησής της στο ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό. Η κοινοποίηση αυτή μπορεί να αναβληθεί στις περιπτώσεις που απαιτούν διατήρηση απόλυτης μυστικότητας για τους σκοπούς της έρευνας ή σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο που εφαρμόζεται στις έρευνες.

Ο γενικός διευθυντής της Υπηρεσίας υποβάλλει στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή ετήσια έκθεση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους δεν κατέστη δυνατό να ολοκληρωθεί η έρευνα εντός 30 μηνών από την έναρξή της. Η επιτροπή εποπτείας υποβάλλει στη δημοσιονομική αρχή γνώμη σχετικά με αυτούς τους λόγους.

"

7)  Στο άρθρο 7, οι παράγραφοι 1 και 2 τροποποιούνται ως ακολούθως:"

1.  "1. Τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί καθώς και τα κράτη μέλη, ενημερώνουν αμελλητί την Υπηρεσία για τις ενδεχόμενες περιπτώσεις απάτης ή δωροδοκίας ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων."

2.  "2. Τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί καθώς και τα κράτη μέλη, στο μέτρο που το επιτρέπει το εθνικό δίκαιο, διαβιβάζουν στην Υπηρεσία, κατόπιν αιτήσεώς της ή με πρωτοβουλία τους, κάθε έγγραφο και πληροφορία που κατέχουν σχετικά με διεξαγόμενη έρευνα."

"

8)  Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα ║:"

Άρθρο 7α

Εγγυήσεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας

1.  H Υπηρεσία διενεργεί έρευνες για τη διαπίστωση της ενοχής ή της αθωότητας των ενεχομένων προσώπων. Οι έρευνες διεξάγονται κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο, με σεβασμό της αρχής του τεκμηρίου της αθωότητας και των διαδικαστικών εγγυήσεων που περιγράφονται λεπτομερώς στον διαδικαστικό κώδικα των ερευνών της OLAF ο οποίος μνημονεύεται στο άρθρο 15α.

2.  Όταν από μια έρευνα ανακύψει το ενδεχόμενο να ενέχεται προσωπικά σε μια υπόθεση κάποιο μέλος, διευθυντικό στέλεχος, υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού ενός θεσμικού οργάνου, οργάνου ή οργανισμού ή ένας οικονομικός παράγοντας ο ενδιαφερόμενος τηρείται ενήμερος εφόσον η ενημέρωση αυτή δεν βλάπτει τη διεξαγωγή της έρευνας.

Εν πάση περιπτώσει, πριν την σύνταξη της τελικής έκθεσης της έρευνας δεν μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα που αφορούν προσωπικά ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο χωρίς να έχει δοθεί προηγουμένως η δυνατότητα σ" αυτόν που ενέχεται προσωπικά να διατυπώσει εγγράφως ή κατά τη διάρκεια συνέντευξης με τους υπαλλήλους της Υπηρεσίας τις παρατηρήσεις του για τις πράξεις που το αφορούν. Στην πρόσκληση για συνέντευξη, πρέπει να παραδίδεται στον ενδιαφερόμενο η περίληψη των πράξεων αυτών και ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει τις παρατηρήσεις του εντός των προθεσμιών που ορίζει η Υπηρεσία. Κατά τη συνέντευξη, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να επικουρείται από πρόσωπο της επιλογής του. Οποιοδήποτε πρόσωπο ενέχεται προσωπικά έχει δικαίωμα να εκφράζεται σε μια από τις επίσημες γλώσσες της Κοινότητας, της επιλογής του· ωστόσο, οι μόνιμοι ή έκτακτοι υπάλληλοι των Κοινοτήτων μπορεί να κληθούν να εκφραστούν σε μια γλώσσα που κατέχουν πολύ καλά. Ένα πρόσωπο που ενέχεται προσωπικά έχει το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης.

Σε περίπτωση που για τους σκοπούς της έρευνας ή για την προσφυγή σε διαδικασίες ανάκρισης που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικού δικαστηρίου απαιτείται η τήρηση απόλυτης μυστικότητας ή, σε περίπτωση διεξαγωγής εξωτερικής έρευνας, από αρμόδια εθνική αρχή, ο Γενικός Διευθυντής της Υπηρεσίας μπορεί να αποφασίσει να αναβάλει την εκτέλεση της υποχρέωσης να ζητήσει από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, υπό την επιφύλαξη της τήρησης των διατάξεων περί ελέγχου της νομιμότητας που προβλέπει το άρθρο 14. Σε περίπτωση εσωτερικής έρευνας, ο Γενικός Διευθυντής της Υπηρεσίας λαμβάνει αυτή την απόφαση αφού προηγουμένως ενημερώσει το θεσμικό όργανο, το όργανο ή τον οργανισμό στον οποίο ανήκει το ενεχόμενο πρόσωπο.

Το θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμός αποφασίζει, ενδεχομένως, για τη σκοπιμότητα λήψης πιθανών συντηρητικών ή διοικητικών μέτρων, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τη σημασία που έχει να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική διενέργεια της έρευνας καθώς και η εφαρμογή των ειδικών μέτρων εμπιστευτικότητας που προβλέπει η Υπηρεσία. Το θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμός ενημερώνουν, ενδεχομένως, το ταχύτερο δυνατόν την Υπηρεσία σχετικά με την απόφαση μέτρων δυνάμει του παρόντος άρθρου ή για την ανάγκη κίνησης συμπληρωματικής πειθαρχικής διαδικασίας για πράξεις για τις οποίες βάσει των κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης είναι αρμόδιο το θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμός. Συμπληρωματική πειθαρχική διαδικασία μπορεί να κινηθεί κατόπιν συνεννοήσεως με την Υπηρεσία.

3.  Για κάθε πρόσκληση σε συνέντευξη, είτε πρόκειται για μάρτυρα είτε για το ενεχόμενο προσωπικά άτομο κατά την έννοια της παραγράφου 2, αποστέλλεται πριν από τουλάχιστον δέκα εργάσιμες ημέρες· η προθεσμία αυτή μπορεί να μειωθεί με τη ρητή συγκατάθεση του ενδιαφερόμενου προσώπου. Η πρόσκληση περιέχει κυρίως τον κατάλογο των δικαιωμάτων των ερωτώμενων. Η Υπηρεσία συντάσσει πρακτικά για κάθε συνέντευξη και δίδει τη δυνατότητα στον ερωτώμενο να έχει πρόσβαση σ" αυτά ώστε να μπορέσει να τα εγκρίνει ή να προσθέσει τις παρατηρήσεις του.

Όταν κατά τη διάρκεια της συνέντευξης υπάρξουν ενδείξεις ότι το ερωτώμενο πρόσωπο μπορεί να ενέχεται στις πράξεις που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας, εφαρμόζονται άμεσα οι διαδικαστικοί κανόνες που προβλέπονται στην παράγραφο 2.

4.  Οι διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο εφαρμόζονται με την επιφύλαξη:

   α) μεγαλύτερης προστασίας που απορρέει, ενδεχομένως, από τους κανόνες των συνθηκών, το Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και από τις άλλες ισχύουσες εθνικές ή κοινοτικές διατάξεις, συμπεριλαμβανομένου του Πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·
   β) των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων δυνάμει του καθεστώτος των βουλευτών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 7β

Ενημέρωση σχετικά με το κλείσιμο έρευνας χωρίς να δίδεται συνέχεια

Εάν, μετά τη διεξαγωγή έρευνας, δεν υπάρξουν αποδεικτικά στοιχεία κατά μέλους, διευθυντικού στελέχους, υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού θεσμικού οργάνου, οργάνου ή οργανισμού κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία ή κατά οικονομικού φορέα, η έρευνα που αφορά το εν λόγω πρόσωπο κλείνει χωρίς να δοθεί καμία συνέχεια με βάση την απόφαση του γενικού διευθυντή της Υπηρεσίας, ο οποίος ενημερώνει σχετικά τον ενδιαφερόμενο εντός προθεσμίας δέκα εργασίμων ημερών από τη λήψη της απόφασης και, ενδεχομένως, το οικείο θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό.

Άρθρο 7γ

Προστασία των δημοσιογραφικών πηγών

Για να καταστεί δυνατή η αντικειμενική πληροφόρηση των ευρωπαίων φορολογουμένων και για να εξασφαλισθεί η ελευθερία του τύπου, όλα τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συμμετέχουν στο έργο της έρευνας πρέπει να σέβονται την αρχή της προστασίας των δημοσιογραφικών πηγών, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

"

9)  Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 8 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο "

"3. Η Υπηρεσία τηρεί τις κοινοτικές και εθνικές διατάξεις σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και ιδίως, εκείνες που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της ║*║.

4.  Ο γενικός διευθυντής της Υπηρεσίας μεριμνά για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, καθώς και του άρθρου 287 της Συνθήκης.

______________________________________

║*║ ΕΕ L 8, 12.1.2001, σ. 1."

"

10)  Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο ║:"

Άρθρο 8α

Ανακοίνωση της τελικής έκθεσης κατά το κλείσιμο της έρευνας

Η Υπηρεσία, πριν διαβιβάσει την τελική έκθεση της έρευνας στα οικεία θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμούς ή στις οικείες αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, ανακοινώνει τα συμπεράσματα και τις συστάσεις της τελικής έκθεσης στο πρόσωπο που ενέχεται προσωπικά στα γεγονότα που αποτελούν αντικείμενο εσωτερικής ή εξωτερικής έρευνας.

Ο Γενικός Διευθυντής της Υπηρεσίας μπορεί να αποφασίσει να μην προβεί στην ανακοίνωση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο αποκλειστικά και μόνο σε περιπτώσεις όπου απαιτείται η τήρηση απόλυτης μυστικότητας ή η προσφυγή σε μέσα έρευνας που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο που εφαρμόζεται στις έρευνες. Σε περίπτωση εσωτερικής έρευνας, λαμβάνει αυτή την απόφαση, αφού προηγουμένως ενημερώσει δεόντως το θεσμικό όργανο, το όργανο ή τον οργανισμό στον οποίο ανήκει το εμπλεκόμενο πρόσωπο.

Όταν το προσωπικά ενεχόμενο πρόσωπο κρίνει ότι οι εγγυήσεις διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 6, παράγραφος 5, και στο άρθρο 7β αγνοήθηκαν κατά τρόπο που ενδέχεται να επηρεάσει τα πορίσματα της έρευνας, το πρόσωπο αυτό μπορεί, εντός δέκα εργάσιμων ημερών από τη λήψη των πορισμάτων της τελικής έκθεσης, να υποβάλει αίτηση για γνωμοδότηση στην επιτροπή εποπτείας, σύμφωνα με τη διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 14α.

"

11)  Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:

α)   Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"

Μετά την ολοκλήρωση της έρευνάς της, η Υπηρεσία, υπό την εποπτεία του Γενικού Διευθυντή, συντάσσει έκθεση η οποία περιγράφει τα μέτρα ερευνών που εκτελέστηκαν, τη διεξαγωγή της διαδικασίας και περιέχει τη νομική βάση, τα διαπιστωθέντα περιστατικά και τον νομικό τους χαρακτηρισμό, ▌ και τα συμπεράσματα της έρευνας, καθώς και τις συστάσεις για τη συνέχεια που θα πρέπει να δοθεί. Η έκθεση αυτή αναφέρει την υπολογιζόμενη οικονομική ζημία καθώς και τα προς ανάκτηση ποσά. Ο διαδικαστικός κώδικας των ερευνών της OLAF, ο οποίος μνημονεύεται στο άρθρο 15α αναφέρει λεπτομερώς όλα τα άλλα στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνονται στην έκθεση προκειμένου περί της ανάκτησης των ποσών, την ευθύνη για την οποία φέρουν οι αρμόδιοι διατάκτες.

"

β)   Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"

Η έκθεση που συντάσσεται μετά από εξωτερική έρευνα και κάθε συναφές χρήσιμο έγγραφο διαβιβάζεται στις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών σύμφωνα με τις κανονιστικές ρυθμίσεις σχετικά με τις εξωτερικές έρευνες, καθώς και στην Επιτροπή. Οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών ενημερώνουν τον γενικό διευθυντή της Υπηρεσίας για τη συνέχεια που δόθηκε στις εκθέσεις των ερευνών που τους διαβιβάστηκαν, εφόσον αυτό δεν αντίκειται στο εθνικό δίκαιο. Προς τον σκοπό αυτόν διαβιβάζουν ανά εξάμηνο στον γενικό διευθυντή της Υπηρεσίας ή, ενδεχομένως, εντός προθεσμίας που ορίζεται από τον γενικό διευθυντή, έκθεση σχετικά με την επιτελεσθείσα πρόοδο.

Η Υπηρεσία διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, σύμφωνα με τις συμφωνίες συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής που έχουν συναφθεί με την Επιτροπή, καθώς και στις διεθνείς οργανώσεις σύμφωνα με τις συμφωνίες που έχουν συναφθεί με την Επιτροπή, τα συμπεράσματα και τις συστάσεις της έκθεσης που συντάσσεται μετά από εξωτερική έρευνα και κάθε συναφές χρήσιμο έγγραφο. Η Επιτροπή εξασφαλίζει ότι οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, που ορίζονται στις συμφωνίες συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής ως σημεία επαφής της Υπηρεσίας, ενημερώνουν τον γενικό διευθυντή της Υπηρεσίας, στο μέτρο που δεν αντίκειται στο εθνικό δίκαιο, σχετικά με τη συνέχεια που δόθηκε στα συμπεράσματα και τις συστάσεις της τελικής έκθεσης της έρευνας. Η Επιτροπή, επίσης, εξασφαλίζει ότι οι διεθνείς οργανισμοί ενημερώνουν τον γενικό διευθυντής της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέχεια που δόθηκε στα συμπεράσματα και τις συστάσεις της τελικής έκθεσης της έρευνας. Προς τον σκοπό αυτόν διαβιβάζουν ανά εξάμηνο στον γενικό διευθυντή της Υπηρεσίας ή, ενδεχομένως, εντός προθεσμίας που ορίζεται από τον γενικό διευθυντή, έκθεση σχετικά με την επιτελεσθείσα πρόοδο.

"

γ)   Παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος ║:"

3α. Όταν η έκθεση που συντάχθηκε μετά από εσωτερική έρευνα αποκαλύπτει πληροφορίες σχετικά με πράξεις που δύνανται να επισύρουν ποινική δίωξη, η τελική έκθεση διαβιβάζεται στις δικαστικές αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και υπό την επιφύλαξη των εθνικών διατάξεων των σχετικών με τις δικαστικές διαδικασίες, στο οικείο θεσμικό όργανο, στο όργανο ή στον οργανισμό σύμφωνα με την παράγραφο 4. ▌

"

d)  δ) Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"

4.  Οι εκθέσεις που καταρτίζονται μετά από εσωτερική έρευνα και κάθε συναφές χρήσιμο έγγραφο, διαβιβάζονται στο οικείο θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό. Τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί δίνουν στις εσωτερικές έρευνες τη συνέχεια, ιδίως πειθαρχική και δικαστική, την οποία απαιτούν τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών και ενημερώνουν σχετικά τον γενικό διευθυντή της Υπηρεσίας. Προς τον σκοπό αυτόν διαβιβάζουν ανά εξάμηνο στον γενικό διευθυντή της Υπηρεσίας ή εντός της προθεσμίας που, ενδεχομένως, έχει οριστεί από αυτόν, έκθεση σχετικά με την επιτελεσθείσα πρόοδο.

"

ε)   Η ακόλουθη παράγραφος ║ προστίθεται:"

Όποιος διαβίβασε στην Υπηρεσία πληροφορίες σχετικά με υπόνοιες απάτης ή παρατυπιών μπορεί, με αίτησή του, να ενημερωθεί από την Υπηρεσία ότι μια έρευνα έκλεισε, καθώς και, ενδεχομένως, ότι μια τελική έκθεση διαβιβάστηκε στις αρμόδιες αρχές . Ωστόσο, η Υπηρεσία μπορεί να απορρίψει την αίτηση, όταν θεωρεί ότι η φύση αυτής της αίτησης είναι τέτοια που μπορεί να επιφέρει ζημία στα νόμιμα δικαιώματα των ενδιαφερομένων προσώπων, στην αποτελεσματικότητα της έρευνας και στη συνέχειά της ή στις απαιτήσεις εμπιστευτικότητας.

"

12)  Το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"

Άρθρο 10

Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Υπηρεσίας και των εθνικών αρχών των κρατών μελών

1.  Με την επιφύλαξη των άρθρων 8 και 9 του παρόντος κανονισμού και των διατάξεων του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96, η Υπηρεσία μπορεί να διαβιβάσει ανά πάσα στιγμή στις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών πληροφορίες που έχουν συλλέξει κατά τη διάρκεια εξωτερικών ερευνών.

Η διαβίβαση γίνεται με απόφαση του γενικού διευθυντή της Υπηρεσίας που λαμβάνεται μετά από διαβούλευση με την εκτελεστική επιτροπή της Υπηρεσίας και σύμφωνα με τον έλεγχο της νομιμότητας που προβλέπεται από το άρθρο 14, παράγραφος 2.

2.  Με την επιφύλαξη των άρθρων 8 και 9, ο Γενικός Διευθυντής της Υπηρεσίας διαβιβάζει κατά τη διάρκεια εσωτερικών ερευνών στις δικαστικές αρχές του οικείου κράτους μέλους τις πληροφορίες που συνέλεξε η Υπηρεσία για τις πράξεις για τις οποίες μπορούν να κινηθούν διαδικασίες έρευνας που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής ή που χρήζουν, λόγω της σοβαρότητάς τους, επείγουσας ποινικής δίωξης. Σ" αυτή την περίπτωση, ενημερώνει προηγουμένως το οικείο θεσμικό όργανο, το όργανο ή τον οργανισμό. Οι πληροφορίες που διαβιβάζονται περιλαμβάνουν κυρίως την ταυτότητα του ενεχομένου στην έρευνα προσώπου, την περίληψη των διαπιστωθέντων περιστατικών, τον προκαταρκτικό νομικό χαρακτηρισμό και την ενδεχόμενη οικονομική ζημία.

Η διαβίβαση γίνεται με απόφαση του γενικού διευθυντή της Υπηρεσίας μετά από διαβούλευση με την εκτελεστική επιτροπή της Υπηρεσίας και σύμφωνα με τον έλεγχο της νομιμότητας που προβλέπεται από το άρθρο 14, παράγραφος 2.

Πριν από τη διαβίβαση των πληροφοριών που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, και υπό την προϋπόθεση ότι τούτο δεν εμποδίζει την ομαλή διεξαγωγή της έρευνας, η Υπηρεσία υποχρεώνει το πρόσωπο το οποίο αφορά η έρευνα να εκφράσει τη γνώμη του για τις πράξεις που το αφορούν με βάση τους όρους και τις λεπτομέρειες που προβλέπονται στο άρθρο 7α, παράγραφος 2, δεύτερο και τρίτο εδάφιο.

3.  Οι αρμόδιες αρχές, και ιδίως οι δικαστικές αρχές, του οικείου κράτους μέλους, στο μέτρο που δεν αντίκειται στο εθνικό δίκαιο, ενημερώνουν, το ταχύτερο δυνατόν, τον Γενικό Διευθυντή της Υπηρεσίας για τη συνέχεια που δόθηκε στις πληροφορίες που τους διαβιβάστηκαν δυνάμει του παρόντος άρθρου.

4.  Η ανταλλαγή πληροφοριών και η συνεργασία μεταξύ της Υπηρεσίας και των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, καθώς και οι ενέργειες και τα μέτρα που λαμβάνονται ή εκτελούνται βάσει των πληροφοριών που τους διαβιβάζονται αποτελούν αντικείμενο τακτικής ανάλυσης στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεννόησης που θεσπίζεται με το άρθρο 11α.

"

13)  Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:"

Άρθρο 10α

Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Υπηρεσίας και των οικείων θεσμικών οργάνων

1.  Ο γενικός διευθυντής της Υπηρεσίας υποβάλλει τακτικά έκθεση, τουλάχιστον άπαξ ετησίως, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο Ελεγκτικό Συνέδριο σχετικά με τα αποτελέσματα των ερευνών που πραγματοποιούνται από την Υπηρεσία, τηρώντας το απόρρητο και σεβόμενος τα νόμιμα δικαιώματα των ενεχόμενων ατόμων και, ενδεχομένως, τις εθνικές διατάξεις που εφαρμόζονται στις δικαστικές διαδικασίες.

Ο γενικός διευθυντής ενεργεί σύμφωνα με την αρχή της ανεξαρτησίας που χαρακτηρίζει την αποστολή του.

2.  Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, η Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο εξασφαλίζουν την τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των ερευνών που πραγματοποιούνται από την Υπηρεσία, τον σεβασμό των νομίμων δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων ατόμων και, στην περίπτωση που έχουν κινηθεί δικαστικές διαδικασίες, την τήρηση όλων των εθνικών διατάξεων που εφαρμόζονται στις εν λόγω διαδικασίες.

3.  Η Υπηρεσία και τα οικεία θεσμικά όργανα μπορούν να συνάπτουν συμφωνίες σχετικά με τη διαβίβαση κάθε πληροφορίας που είναι απαραίτητη για την εκτέλεση της αποστολής της Υπηρεσίας, τηρώντας τις αρχές που ορίζονται με τις παραγράφους 1 και 2.

Άρθρο 10β

Ενημέρωση του κοινού

Ο γενικός διευθυντής της Υπηρεσίας μεριμνά ώστε η ενημέρωση του κοινού να γίνεται κατά τρόπο ουδέτερο, αμερόληπτο και τηρώντας τις αρχές που ορίζονται στο άρθρο 10α.

Ο διαδικαστικός κώδικας των ερευνών της OLAF, που εγκρίθηκε δυνάμει του άρθρου 15α, αναφέρει λεπτομερώς τους κανόνες για την πρόληψη της μη επιτρεπόμενης διάδοσης πληροφοριών σχετικά με τις επιχειρησιακές δραστηριότητες της Υπηρεσίας και τις πειθαρχικές κυρώσεις που πρέπει να επιβληθούν σε περίπτωση μη επιτρεπόμενης διάδοσης, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 3.

"

14)  Το άρθρο 11 τροποποιείται ως εξής:

α)   η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"

Η επιτροπή εποπτείας, με τον τακτικό έλεγχο που ασκεί όσον αφορά την εκτέλεση των καθηκόντων διεξαγωγής ερευνών, εξασφαλίζει ότι η Υπηρεσία ασκεί με πλήρη ανεξαρτησία τις αρμοδιότητες για τη διενέργεια ερευνών που της ανατίθενται από τον παρόντα κανονισμό. Η επιτροπή εποπτείας:

   a) μεριμνά για την τήρηση των κανόνων σχετικά με τη διαβίβαση πληροφοριών μεταξύ της Υπηρεσίας και των θεσμικών οργάνων, των οργάνων ή των οργανισμών.
   β) παρακολουθεί τις εξελίξεις όσον αφορά την εφαρμογή των διαδικαστικών εγγυήσεων και τη διάρκεια των ερευνών, μέσω περιοδικών στατιστικών, πληροφοριών και εκθέσεων ερευνών που της διαβιβάζονται από τον Γενικό Διευθυντή της Υπηρεσίας, καθώς και των γνωμοδοτήσεων ▌ που συντάσσονται ▌ από τον σύμβουλο ελεγκτή ▌.
   γ) επικουρεί τον γενικό διευθυντή, μεριμνώντας ώστε η Υπηρεσία να διαθέτει τους πόρους που είναι απαραίτητοι για την εκτέλεση των καθηκόντων διεξαγωγής ερευνών·
  δ) παρέχει γνώμες και συστάσεις σχετικά με:
   τον καθορισμό των προτεραιοτήτων όσον αφορά τις έρευνες·
   τη διάρκεια των ερευνών και τη συνέχεια που δίδεται σε αυτές·
   τον διαδικαστικό κώδικα των ερευνών της OLAF·
   ε) γνωμοδοτεί σχετικά με την παρέμβαση του γενικού διευθυντή ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων·
   στ) επικουρεί τον γενικό διευθυντή στη διαδικασία συνεννόησης·
   ζ) μπορεί να φέρει την Επιτροπή ή οιοδήποτε άλλο θεσμικό όργανο ενώπιον του Δικαστηρίου, όταν κρίνει ότι τα θεσμικά αυτά όργανα έλαβαν μέτρα τα οποία αμφισβητούν την ανεξαρτησία του γενικού διευθυντή της Υπηρεσίας.

Η επιτροπή εποπτείας δίδει γνωμοδοτήσεις στον Γενικό Διευθυντή της Υπηρεσίας με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήσεως του τελευταίου ή ενός θεσμικού οργάνου, ενός οργάνου ή ενός οργανισμού, χωρίς πάντως να αναμειγνύεται στις διεξαγόμενες έρευνες. Αντίγραφο αυτών των γνωμοδοτήσεων διαβιβάζεται στον αιτούντα.

"

β)   Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"

2.  Η επιτροπή εποπτείας αποτελείται από πέντε ανεξάρτητες εξωτερικές προσωπικότητες, οι οποίες, κατά τη στιγμή του διορισμού τους, ασκούν ανώτερα δικαστικά καθήκοντα ή καθήκοντα έρευνας, ή ανάλογα, σε σχέση με την αποστολή της Υπηρεσίας. Πρέπει να γνωρίζουν τη λειτουργία των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, καθώς και μία δεύτερη επίσημη γλώσσα της Ένωσης.

Τα μέλη της επιτροπής διορίζονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή με κοινή συμφωνία. Πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι πέντε προσωπικότητες επιλέγονται βάσει "καταλόγου προεπιλογής" που παρουσιάζει η Επιτροπή και ο οποίος περιλαμβάνει 12 τουλάχιστον υποψηφίους.

"

γ)   H παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"

3.  Η διάρκεια της θητείας των μελών είναι πενταετής. Δεν μπορεί να ανανεωθεί. Προκειμένου να υπάρχουν πάντα εντός της επιτροπής μέλη με εμπειρία, τα δύο από τα πέντε μέλη δεν πρέπει να διορίζονται ταυτόχρονα με τα άλλα.

"

δ)   Οι παράγραφοι 6, 7 και 8 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:"

6.  Η επιτροπή εποπτείας ορίζει τον πρόεδρό της. Εγκρίνει τον εσωτερικό της κανονισμό που, πριν την έγκριση, υποβάλλεται προς γνωμοδότηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Οι συνεδριάσεις της επιτροπής εποπτείας συγκαλούνται κατόπιν πρωτοβουλίας του προέδρου της ή του γενικού διευθυντή της Υπηρεσίας. Η επιτροπή εποπτείας λαμβάνει τις αποφάσεις της με την πλειοψηφία των μελών της. Η γραμματεία της εξασφαλίζεται από την Υπηρεσία.

7.  ║7. Ο γενικός διευθυντής της Υπηρεσίας διαβιβάζει στην επιτροπή εποπτείας, ετησίως, το πρόγραμμα των δραστηριοτήτων της Υπηρεσίας όσον αφορά τις έρευνες. Ενημερώνει τακτικά την επιτροπή εποπτείας σχετικά με τις δραστηριότητες της Υπηρεσίας, όσον αφορά την εκτέλεση της διεξαγωγής των ερευνών και τη συνέχεια που δόθηκε σ" αυτές τις έρευνες.

Ο γενικός διευθυντής ενημερώνει την επιτροπή εποπτείας σχετικά με:

   α) τις περιπτώσεις στις οποίες το οικείο θεσμικό όργανο, το όργανο ή ο οργανισμός δεν έδωσε συνέχεια στις συστάσεις που του απευθύνθηκαν,
   β) τις περιπτώσεις στις οποίες η αρμόδια αρχή των κρατών μελών δεν έδωσε συνέχεια στις συστάσεις που της απευθύνθηκαν.

8.  Η επιτροπή εποπτείας εκδίδει κάθε έτος τουλάχιστον μία έκθεση δραστηριοτήτων, ιδίως όσον αφορά την αξιολόγηση της ανεξαρτησίας της Υπηρεσίας, την εφαρμογή των διαδικαστικών εγγυήσεων και τη διάρκεια των ερευνών. Αυτές οι εκθέσεις απευθύνονται στα θεσμικά όργανα. Η επιτροπή μπορεί να υποβάλλει εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο σχετικά με τα αποτελέσματα των ερευνών που διεξήγαγε η Υπηρεσία και τη συνέχεια που δόθηκε σ' αυτές.

"

15)  Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο ║:"

Άρθρο 11α

Διαδικασία συνεννόησης

1.  Θεσπίζεται διαδικασία συνεννόησης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

2.  Η διαδικασία συνεννόησης αφορά:

  α) τις σχέσεις και τη συνεργασία μεταξύ της Υπηρεσίας και των κρατών μελών και των κρατών μελών μεταξύ τους και, ιδίως:
   τον συντονισμό των ενεργειών που αναλαμβάνονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 1·
   την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, του κανονισμού (ΕΚ, Eυρατόμ) αριθ. 2988/95 και του κανονισμού (Eυρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96, καθώς και της σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 26ης Ιουλίου 1995 και των συναφών πρωτοκόλλων της·
   τη συνέχεια που δίδεται στις τελικές εκθέσεις ερευνών της Υπηρεσίας, καθώς και τη συνέχεια που δίδεται στη διαβίβαση πληροφοριών στην Υπηρεσία·
   β) τις σχέσεις και τη συνεργασία μεταξύ της Υπηρεσίας και των θεσμικών οργάνων, οργάνων και οργανισμών, συμπεριλαμβανομένης της Eurojust και της Ευρωπόλ, ιδίως δε τη συνδρομή που παρέχεται από τα θεσμικά όργανα στην Υπηρεσία και τη συνέχεια που δίδεται στις τελικές εκθέσεις ερευνών της Υπηρεσίας, καθώς και τη συνέχεια που δίδεται στη διαβίβαση πληροφοριών από την Υπηρεσία·
   γ) τις σχέσεις και τη συνεργασία μεταξύ της Υπηρεσίας και των αρμόδιων αρχών τρίτων χωρών καθώς και με διεθνείς οργανώσεις, στο πλαίσιο των συμφωνιών που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό·
   δ) τις πτυχές που έχουν σχέση με τις προτεραιότητες της πολιτικής της Υπηρεσίας σε θέματα ερευνών·
   ε) τις εκθέσεις και τις αναλύσεις της επιτροπής εποπτείας·

3.  Η συνεννόηση πραγματοποιείται τουλάχιστον μία φορά κατ' έτος και τη αιτήσει ενός εκ των θεσμικών οργάνων.

4.  Ο γενικός διευθυντής της Υπηρεσίας και ο πρόεδρος της επιτροπής εποπτείας συμμετέχουν στη διαδικασία συνεννόησης. Μπορούν να κληθούν να παραστούν εκπρόσωποι του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της Eurojust, και της Ευρωπόλ.

5.  Η συνεννόηση προετοιμάζεται με μία ή περισσότερες τεχνικές συνεδριάσεις. Οι συνεδριάσεις συγκαλούνται τη αιτήσει ενός εκ των θεσμικών οργάνων ή της Υπηρεσίας.

6.  Η διαδικασία συνεννόησης επ' ουδενί επηρεάζει τη διεξαγωγή των ερευνών και διεξάγεται με απόλυτο σεβασμό της ανεξαρτησίας του γενικού διευθυντή.

7.  Τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί, η Υπηρεσία και τα κράτη μέλη ενημερώνουν κάθε φορά τους συμμετέχοντες στη διαδικασία συνεννόησης για τη συνέχεια που δίδεται στα συμπεράσματα της διαδικασίας συνεννόησης.

"

16)  Το άρθρο 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"

Άρθρο 12

Γενικός Διευθυντής

1.  Επί κεφαλής της Υπηρεσίας είναι ο Γενικός Διευθυντής ο οποίος διορίζεται από την Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών άπαξ ανανεώσιμη. ▌

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ορίζουν διά κοινής συμφωνίας τον γενικό διευθυντή βάσει καταλόγου με έξι υποψηφίους που υποβάλλει η Επιτροπή. Πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο διορισμός γίνεται εντός τριών μηνών από την υποβολή του καταλόγου των υποψηφίων από την Επιτροπή. Η όλη διαδικασία διορισμού δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από εννέα μήνες και αρχίζει δώδεκα μήνες τουλάχιστον πριν το τέλος της εντολής του εν ενεργεία γενικού διευθυντή, ο οποίος παραμένει στα καθήκοντά του έως την αρχή της εντολής του νέου γενικού διευθυντή.

Εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή/και το Συμβούλιο δεν αντιτίθενται στην ανανέωση της θητείας του γενικού διευθυντή το αργότερο εννέα μήνες πριν την εκπνοή της πρώτης θητείας του, η Επιτροπή προβαίνει στην παράταση της θητείας του γενικού διευθυντή. Η αντίθεση στην παράταση της θητείας πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Άλλως, εφαρμόζεται η διαδικασία διορισμού που προβλέπεται από το τρίτο εδάφιο αυτής της παραγράφου.

2.  Ο γενικός διευθυντής της Υπηρεσίας επιλέγεται μεταξύ υποψηφίων των κρατών μελών που ασκούν ή άσκησαν ανώτερα δικαστικά ή εκτελεστικά καθήκοντα ερευνών και έχουν δεκαετή τουλάχιστον επιχειρησιακή επαγγελματική εμπειρία σε θέση υψηλής διοικητικής ευθύνης. Σημαντικό μέρος αυτής της επαγγελματικής εμπειρίας πρέπει να έχει κτηθεί στον τομέα της καταπολέμησης της εθνικής ή/και κοινοτικής απάτης. Ο γενικός διευθυντής της Υπηρεσίας οφείλει να γνωρίζει εις βάθος τη λειτουργία των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων καθώς και μια δεύτερη επίσημη γλώσσα της Ένωσης. Η ανεξαρτησία του πρέπει να είναι πέραν πάσης αμφιβολίας.

3.  Ο γενικός διευθυντής δεν ζητεί ούτε δέχεται εντολές από οιαδήποτε κυβέρνηση και οιοδήποτε θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του που αφορούν την έναρξη και την εκτέλεση των εσωτερικών και εξωτερικών ερευνών ή την κατάρτιση των εκθέσεων μετά την ολοκλήρωση των εν λόγω ερευνών. Εάν ο γενικός διευθυντής κρίνει ότι κάποιο μέτρο που έλαβε η Επιτροπή θέτει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του, ενημερώνει αμέσως ζητώντας τη γνώμη της επιτροπής εποπτείας και αποφασίζει να προσφύγει ή όχι κατά του ενεχόμενου θεσμικού οργάνου ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο γενικός διευθυντής υποβάλλει τακτικά έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεννόησης, που μνημονεύεται στο άρθρο 11α, σχετικά με τα αποτελέσματα των ερευνών που πραγματοποιούνται από την Υπηρεσία, τη συνέχεια που δόθηκε και τις δυσκολίες που απαντήθηκαν, σεβόμενος τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των ερευνών, τα νόμιμα δικαιώματα των ενδιαφερομένων ατόμων και, ανάλογα με την περίπτωση, τηρώντας τις εθνικές διατάξεις που εφαρμόζονται στις δικαστικές διαδικασίες.

Τα εν λόγω θεσμικά όργανα εξασφαλίζουν την τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των ερευνών που πραγματοποιούνται από την Υπηρεσία, τον σεβασμό των νομίμων δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων ατόμων και, στην περίπτωση που έχουν κινηθεί δικαστικές διαδικασίες, την τήρηση όλων των εθνικών διατάξεων που εφαρμόζονται στις εν λόγω διαδικασίες.

4.  Προτού αποφασίσει την επιβολή πειθαρχικής κύρωσης κατά του γενικού διευθυντή, η Επιτροπή ζητάει τη γνώμη της επιτροπής εποπτείας η οποία συνέρχεται με τους εκπροσώπους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου στα πλαίσια της διαδικασίας συνεννόησης που προβλέπεται στο άρθρο 11α.

Τα μέτρα τα σχετικά με τις πειθαρχικές κυρώσεις κατά του γενικού διευθυντή αποτελούν αντικείμενο αιτιολογημένων αποφάσεων, οι οποίες διαβιβάζονται προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην επιτροπή εποπτείας.

5.  Ο γενικός διευθυντής της Υπηρεσίας ενημερώνει την Επιτροπή εάν αυτός προτίθεται να αναλάβει οιαδήποτε άλλη νέα επαγγελματική δραστηριότητα εντός δύο ετών από το τέλος της θητείας του, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

6.  Ο Γενικός Διευθυντής της Υπηρεσίας, μετά από γνωμοδότηση της επιτροπής εποπτείας, καταρτίζει ετησίως το πρόγραμμα δραστηριοτήτων και προτεραιοτήτων της πολιτικής της Υπηρεσίας όσον αφορά τις έρευνες.

7.  Ο γενικός διευθυντής δύναται να εκχωρήσει, γραπτώς, υπό τους όρους και τους περιορισμούς που καθορίζει ο ίδιος, την άσκηση των καθηκόντων του δυνάμει του άρθρου 5, του άρθρου 6 παράγραφος 3, του άρθρου 7β και του άρθρου 10, παράγραφος 2, σε έναν ή περισσότερους υπαλλήλους της Υπηρεσίας.

"

17)  Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:"

Άρθρο 12α

Παρέμβαση του γενικού διευθυντή ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων

Ο γενικός διευθυντής της Υπηρεσίας παρεμβαίνει σε υποθέσεις που αφορούν την άσκηση των δραστηριοτήτων της Υπηρεσίας, οι οποίες φέρονται στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, στα εθνικά δικαστήρια.

Προτού παρέμβει στο Δικαστήριο ή στα εθνικά δικαστήρια, ο γενικός διευθυντής της Υπηρεσίας ζητεί γνωμοδότηση της επιτροπής εποπτείας.

"

18)  Το άρθρο 13 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"

Άρθρο 13

Χρηματοδότηση

Οι πιστώσεις της Υπηρεσίας, των οποίων το συνολικό ποσό εγγράφεται σε ειδική γραμμή του προϋπολογισμού στο τμήμα "Επιτροπή" του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναγράφονται λεπτομερώς σε παράρτημα του εν λόγω τμήματος.

Ο πίνακας του προσωπικού της Υπηρεσίας προσαρτάται στον πίνακα του προσωπικού της Επιροπής.

"

19)  Το άρθρο 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"

Άρθρο 14

Έλεγχος της νομιμότητας των ερευνών της Υπηρεσίας

1.  Ο έλεγχος της νομιμότητας των ερευνών της Υπηρεσίας αποσκοπεί στον σεβασμό των διαδικαστικών εγγυήσεων και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ατόμων που ενέχονται σε έρευνα της Υπηρεσίας.

2.  Ο έλεγχος της νομιμότητας διενεργείται πριν την έναρξη και πριν το κλείσιμο της έρευνας, πριν κάθε διαβίβαση πληροφορίας στις αρμόδιες, κατά την έννοια των άρθρων 9 και 10, αρχές των κρατών μελών και τις σχετικές με την εφαρμογή της αρχής του απορρήτου της έρευνας.

3.  Ο έλεγχος της νομιμότητας των ερευνών ασκείται από εμπειρογνώμονες στον τομέα του δικαίου και των ερευνητικών διαδικασιών της Υπηρεσίας οι οποίοι έχουν τα προσόντα άσκησης δικαστικού λειτουργήματος σε ένα κράτος μέλος Η γνωμοδότησή τους επισυνάπτεται στην τελική έκθεση της έρευνας.

4.  Ο διαδικαστικός κώδικας των ερευνών της OLAF που μνημονεύεται στο άρθρο 15 περιγράφει λεπτομερώς τη σχετική με τον έλεγχο της νομιμότητας διαδικασία.

"

(20)  Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:"

Άρθρο 14α

Υποβολή ενστάσεων από άτομα που ενέχονται σε έρευνες της Υπηρεσίας

1.  Οιοδήποτε άτομο αποτελεί αντικείμενο έρευνας μπορεί να υποβάλει ένσταση στην επιτροπή εποπτείας, επικαλούμενο παραβίαση των δικονομικών ή ανθρωπίνων δικαιωμάτων του στο πλαίσιο της έρευνας. Μετά την παραλαβή της ένστασης, η επιτροπή εποπτείας διαβιβάζει αμελλητί την ένσταση σε σύμβουλο ελεγκτή.

2.  Ο γενικός διευθυντής της Υπηρεσίας, κατόπιν προτάσεως της επιτροπής εποπτείας, διορίζει σύμβουλο ελεγκτή για μη ανανεώσιμη θητεία πέντε ετών. Η επιτροπή εποπτείας διατυπώνει την πρότασή της βάσει καταλόγου πολλών υποψηφίων που έχει καταρτισθεί μετά από πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων.

3.  Ο σύμβουλος ελεγκτής ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη ανεξαρτησία. Δεν αναζητεί ούτε δέχεται οδηγίες από οιονδήποτε κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Δεν ασκεί στην Υπηρεσία καθήκοντα άλλα εκτός αυτών που έχουν σχέση με τον έλεγχο της συμμόρφωσης προς τις διαδικασίες.

4.  Ο σύμβουλος ελεγκτής είναι επίσης αρμόδιος να εξετάζει τις ενστάσεις των ατόμων που παρέχουν πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων προσώπων που εμπίπτουν στο άρθρο 22 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

5.  Ο σύμβουλος ελεγκτής εντός όχι περισσοτέρων των 30 εργάσιμων ημερών από της υποβολής της ενστάσεως πρέπει να δίδει τη γνώμη του στον ενιστάμενο, την επιτροπή εποπτείας και το γενικό διευθυντή.

6.   Ο σύμβουλος ελεγκτής πρέπει να προβαίνει τακτικά σε έκθεση προς την επιτροπή εποπτείας σχετικά με τις δραστηριότητές του. Την υποβάλει και στην Επιτροπή, με τακτικές στατιστικές και αναλυτικές εκθέσεις για θέματα που σχετίζονται με τις ενστάσεις.

"

21)  Το άρθρο 15 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"

Άρθρο 15

Έκθεση αξιολόγησης

Κατά τη διάρκεια του ...(6), η Επιτροπή διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, συνοδευόμενη από γνωμοδότηση της επιτροπής εποπτείας. Η έκθεση αυτή αναφέρει εάν πρέπει να τροποποιηθεί ο παρών κανονισμός. Εν πάση περιπτώσει, ο παρών κανονισμός θα τροποποιηθεί μετά τη δημιουργία της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής.

"

22)  Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο ║:"

Άρθρο 15α

Διαδικαστικός κώδικας των ερευνών της OLAF

1.  Η Υπηρεσία εγκρίνει "διαδικαστικό κώδικα των ερευνών της OLAF" ο οποίος συγκεντρώνει τις νομικές και ιδίως διαδικαστικές αρχές που θεσπίζονται με τον παρόντα κανονισμό. Λαμβάνει υπόψη την επιχειρησιακή πρακτική της Υπηρεσίας.

2.  Ο διαδικαστικός κώδικας των ερευνών της OLAF προσδιορίζει τις πρακτικές εφαρμογής της εντολής και του καθεστώτος της Υπηρεσίας, τις γενικές αρχές που διέπουν τη διαδικασία έρευνας, τις διάφορες φάσεις της διαδικασίας έρευνας, τις κύριες πράξεις έρευνας, τα νόμιμα δικαιώματα των ενεχόμενων ατόμων, τις διαδικαστικές εγγυήσεις, τις διατάξεις σχετικά με την προστασία των δεδομένων και την πολιτική ανακοίνωσης και πρόσβασης στα έγγραφα, διατάξεις σχετικά με τον έλεγχο της νομιμότητας, τις δυνατότητες προσφυγής των ενεχομένων ατόμων.

3.  Πριν την έγκριση του διαδικαστικού κώδικα των ερευνών της OLAF, ζητείται η γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής και της επιτροπής εποπτείας της Υπηρεσίας. Η επιτροπή εποπτείας εξασφαλίζει την ανεξαρτησία της Υπηρεσίας κατά τη διαδικασία έγκρισης του διαδικαστικού κώδικα.

4.  Ο διαδικαστικός κώδικας των ερευνών της OLAF μπορεί να ενημερώνεται κατόπιν προτάσεως του γενικού διευθυντή της Υπηρεσίας. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται η διαδικασία έγκρισης του διαδικαστικού κώδικα η οποία προβλέπεται από το παρόν άρθρο.

5.  Ο διαδικαστικός κώδικας των ερευνών της OLAF που εγκρίνεται από την Υπηρεσία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

"

Άρθρο 2

Οι διατάξεις του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1073/1999, όπως τροποποιείται με τον παρόντα κανονισμό δεν εφαρμόζονται στο γενικό διευθυντή της Υπηρεσίας που είναι εν ενεργεία κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, του οποίου η θητεία έχει ανανεωθεί για πέντε έτη.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη ημέρα ║ από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

(1) ΕΕ C 8, 12.1.2007, σ. 1.
(2) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20ής Νοεμβρίου 2008.
(3) ΕΕ C 202, 18.8.2005, σ. 1.
(4) EE L 292, ║ 15.11.1996, σ. 2.
(5) ΕΕ L 136, 31.5.1999, σ. 1.
(6)* Τετάρτου έτους από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Ανακοίνωση νομικού περιεχομένου - Πολιτική απορρήτου