Ευρετήριο 
 Προηγούμενο 
 Επόμενο 
 Πλήρες κείμενο 
Διαδικασία : 2009/2177(INI)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου : A7-0135/2010

Κείμενα που κατατέθηκαν :

A7-0135/2010

Συζήτηση :

Ψηφοφορία :

PV 18/05/2010 - 8.9
CRE 18/05/2010 - 8.9
Αιτιολογήσεις ψήφου

Κείμενα που εγκρίθηκαν :

P7_TA(2010)0165

Κείμενα που εγκρίθηκαν
PDF 290kWORD 77k
Τρίτη 18 Μαΐου 2010 - Στρασβούργο
Ζητήματα δεοντολογίας σχετικά με τη διοίκηση των επιχειρήσεων
P7_TA(2010)0165A7-0135/2010

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Μαΐου 2010 σχετικά με ζητήματα δεοντολογίας που συνδέονται με τη διοίκηση των εταιρειών (2009/2177(INI))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη τη σύσταση της Επιτροπής της 30ής Απριλίου 2009 που συμπληρώνει τις συστάσεις 2004/913/EΚ και 2005/162/EΚ όσον αφορά το καθεστώς αποδοχών των διοικητικών στελεχών των εισηγμένων εταιρειών(1),

–  έχοντας υπόψη τη σύσταση της Επιτροπής της 30ής Απριλίου 2009 σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών εταιρειών(2),

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής που συνοδεύει τις δύο ανωτέρω συστάσεις, η οποία εκδόθηκε επίσης στις 30 Απριλίου 2009 (COM(2009)0211),

–  έχοντας υπόψη την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/EΚ και 2006/49/EΚ σχετικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και για επανατιτλοποιήσεις, και την εποπτική αξιολόγηση των πολιτικών αποδοχών (COM(2009)0362),

–  έχοντας υπόψη την οδηγία 2007/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 σχετικά με την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων από μετόχους εισηγμένων εταιρειών(3),

–  έχοντας υπόψη την οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 2006 για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών, για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου(4),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων (A7-0135/2010),

Α.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο υπόλοιπος κόσμος αντιμετωπίζουν τη χειρότερη οικονομική κρίση των τελευταίων 60 ετών, ότι η πραγματική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με τη χειρότερη ύφεση της εν λόγω περιόδου και ότι αναμένεται επιδείνωση των όρων απασχόλησης, παρά τη σχετική ανάκαμψη της οικονομίας,

Β.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, ανεξαρτήτως του είδους της εταιρείας ή του τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται, μια σειρά ζητημάτων που συνδέονται με τη διοίκηση των εταιρειών είναι σημαντικά στο γενικό πλαίσιο της δεοντολογίας της επιχειρηματικής δράσης, όπως η υποχρέωση πρόνοιας, η διαφάνεια, η κοινωνική ευθύνη της επιχείρησης, η διαχείριση κινδύνου, η οικονομική βιωσιμότητα των επιλογών όσον αφορά τις χρηματοπιστωτικές επενδύσεις, οι πρακτικές των διοικητικών ή των εποπτικών συμβουλίων ή η άσκηση των δικαιωμάτων των μετόχων· ότι η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση κατέδειξε ότι τα ζητήματα αυτά πρέπει εξετάζονται υπό το φως της διατήρησης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και να αναλύονται διαρκώς, με στόχο την εξεύρεση λύσεων που θα παρέχουν στις εταιρείες τη δυνατότητα να αντεπεξέλθουν στις προκλήσεις του σήμερα και να συμβάλουν θετικά στην οικονομική μεγέθυνση και στην αύξηση της απασχόλησης στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η κρίση κατέδειξε επίσης τη στενή σύνδεση ανάμεσα στη διαχείριση κινδύνου και στην πολιτική αποδοχών και τη σπουδαιότητα της τελευταίας στους μηχανισμούς που διέπουν τη σωστή λειτουργία των εταιρειών· ότι, για τον λόγο αυτό, η διαχείριση κινδύνου πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη κατά τον σχεδιασμό της πολιτικής αποδοχών, με τρόπο που να διασφαλίζεται ότι λαμβάνεται πρόνοια για την καθιέρωση ισχυρών συστημάτων διαχείρισης κινδύνου που έχουν ενσωματωθεί στο εσωτερικό μιας ευρύτερης και πιο ισόρροπης διαχείρισης της επιχείρησης και ότι με τη δημιουργία συστήματος κινήτρων θα λαμβάνεται πρόνοια για την παροχή, ως αντιστάθμισμα, συστημάτων εκτίμησης του κινδύνου,

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένες κατηγορίες κινδύνων είναι κοινές για τις εταιρείες σε όλους τους τομείς, παρά το γεγονός ότι ορισμένα είδη κινδύνων προσιδιάζουν σε συγκεκριμένους τομείς (όπως οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα)· ότι η ανυπαρξία αποτελεσματικής διαχείρισης κινδύνου λόγω της έλλειψης ελέγχου μέσω εποπτικών κανόνων και τα μη εναρμονισμένα κίνητρα στις πολιτικές αποδοχών έπαιξαν κεντρικό ρόλο στην πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση,

Ε.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαχείριση κινδύνου πρέπει να νοείται και να εφαρμόζεται στο επίπεδο του οργανισμού συνολικά και όχι μόνο στις μεμονωμένες επιχειρησιακές μονάδες του· πρέπει επίσης να γνωστοποιείται, να χαρακτηρίζεται από διαφάνεια και να υπόκειται στην υποχρέωση υποβολής εκθέσεων,

ΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η όποια λύση πρέπει να διασφαλίζει ότι η ανάληψη του κινδύνου συνάδει με το εμπορικό κίνητρο και τη στρατηγική της εταιρείας, με συνεκτίμηση της αποτελεσματικής διαχείρισης κινδύνου· ότι η αποτελεσματική διαχείριση κινδύνου πρέπει να θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία της χρηστής εταιρικής διακυβέρνησης σε όλες τις εταιρείες,

Ζ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι μια από τις πρώτες πρωτοβουλίες που ανέλαβε η Επιτροπή μετά την κρίση αφορούσε το ζήτημα της πολιτικής αποδοχών με τη συμπλήρωση των συστάσεων 2004/913/EΚ και 2005/162/EΚ, που είχαν ως στόχο τη διασφάλιση της ενδεδειγμένης πολιτικής αποδοχών, τη θέσπιση βέλτιστων πρακτικών για τον σχεδιασμό της με μια νέα σύσταση σχετικά με το καθεστώς αποδοχών των διοικητικών στελεχών των εισηγμένων εταιρειών και την έκδοση σύστασης σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών εταιρειών,

Η.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο βαθμός της σύστασης ποικίλλει, ανάλογα με τον τύπο της εταιρείας, λαμβανομένων δεόντως υπόψη του μεγέθους, της εσωτερικής οργάνωσης και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων· τέτοιες διακρίσεις μπορούν να γίνουν μεταξύ χρηματοπιστωτικών (εισηγμένων ή μη) και εισηγμένων αλλά όχι χρηματοπιστωτικών εταιρειών, καθώς και διαφόρων τομέων του χρηματοπιστωτικού κλάδου, όπως του τραπεζικού, του ασφαλιστικού και του τομέα διαχείρισης κεφαλαίων,

Θ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι όσον αφορά τις αποδοχές πρέπει να εκτιμώνται διάφορες παράμετροι, όπως (i) τα συστήματα αποδοχών, συμπεριλαμβανομένης της διάρθρωσης, της διαφάνειας και της συμμετρίας τους και της σύνδεσης ανάμεσα στις αποδοχές και το κίνητρο, (ii) η διαδικασία καθορισμού των συστημάτων αποδοχών, συμπεριλαμβανομένου του ορισμού των εμπλεκόμενων προσώπων, των ρόλων και των υποχρεώσεων, (iii) ο έλεγχος των συστημάτων αποδοχών, με ιδιαίτερη έμφαση στους μετόχους και (iv) το σύνολο των αποδοχών, συμπεριλαμβανομένων των μισθών και των συντάξεων,

Ι.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένες τεράστιας σημασίας πτυχές των αρχών που περιέχονται στις συστάσεις είναι καθοριστικές και απαιτούν επαρκή μεταφορά στην πράξη, όπως η έννοια των κριτηρίων απόδοσης, τα οποία πρέπει να συμβάλουν στον προσδιορισμό της σύνδεσης ανάμεσα στην αμοιβή και την απόδοση, η έννοια της «ανεπαρκούς απόδοσης», στην περίπτωση των αποζημιώσεων λόγω διακοπής της εργασιακής σχέσης, η αποζημίωση λόγω διακοπής της εργασιακής σχέσης και τα μεταβλητά στοιχεία αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών εταιρειών,

ΙΑ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, δεδομένων των κατ' επανάληψη δυσκολιών στον προσδιορισμό της σύνδεσης ανάμεσα στην αμοιβή και την απόδοση, στο επίκεντρο πρέπει να βρίσκονται η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας δια της οποίας καθορίζεται η πολιτική αποδοχών και η διαφάνεια, αμφότερες βασισμένες σε μια υγιή διαχείριση επιχειρήσεων, η οποία ορίζεται και αξιολογείται σύμφωνα με επαρκές χρονοδιάγραμμα που έχει μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη εστίαση, ώστε να αποφεύγονται επικίνδυνες και μη βιώσιμες πολιτικές διαχείρισης κινδύνου, οι οποίες έχουν βραχυπρόθεσμη (έως και υπερβολικά βραχυπρόθεσμη) βάση με καθορισμένους και διακριτούς τους ρόλους και τις υποχρεώσεις των εμπλεκομένων,

ΙΒ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι λύσεις που θα υιοθετηθούν δεν πρέπει να ακολουθούν την αρχή της ενιαίας προσέγγισης για όλους και ότι οι εταιρείες πρέπει να διατηρούν μια ευελιξία στην προσαρμογή των συστημάτων στις ανάγκες τους,

ΙΓ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι αναγκαία η εκ των υστέρων αποτίμηση της απόδοσης και της πολιτικής αποδοχών,

ΙΔ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαφάνεια αποδείχθηκε σημαντικό στοιχείο της χρηστής διακυβέρνησης· ότι δεν πρέπει να περιορίζεται σε μια απλή γνωστοποίηση, αλλά να σημαίνει ότι οι εταιρείες πρέπει να είναι σε θέση να δικαιολογήσουν την επιλογή μιας συγκεκριμένης πολιτικής αποδοχών,

ΙΕ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η γνωστοποίηση της πολιτικής αποδοχών των διοικητικών στελεχών με σαφή και εύκολα κατανοητό τρόπο πρέπει κατ' αρχήν να είναι προς όφελος της διαδικασίας λήψης αποφάσεων για την πολιτική αποδοχών, ιδιαίτερα από τους μετόχους· ότι η γνωστοποίηση αυτή θα μπορούσε να περιλαμβάνει λεπτομερή γνωστοποίηση στους ετήσιους λογαριασμούς ή στην έκθεση αποδοχών των συνολικών αποδοχών και λοιπών αποζημιώσεων που χορηγούνται σε κάθε διοικητικό στέλεχος,

ΙΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι στόχος της εταιρείας πρέπει να είναι η εποικοδομητική συμμετοχή των μετόχων και των υπαλλήλων της· ότι αυτό προϋποθέτει τη διερεύνηση άλλων μέτρων για την ουσιαστική εμπλοκή των μετόχων στη διαμόρφωση της πολιτικής αποδοχών της εταιρείας (όπως η δυνατότητα που έχει δοθεί στις γερμανικές εταιρείες να επιδιώκουν την έγκριση από τους μετόχους μιας πολιτικής κλιμακωτών αποδοχών μέσω συμβουλευτικής ψηφοφορίας), ιδιαίτερα από τη στιγμή που οι μέτοχοι δεν είναι πάντα πρόθυμοι να αναλάβουν έναν πιο ενεργό ρόλο· ότι αυτό πρέπει επίσης να σημαίνει ότι πρέπει να αναζητηθούν τρόποι για τη διασφάλιση μιας πιο ενεργητικής, και όχι αντιδραστικής, συμπεριφοράς των μετόχων έναντι των συμβουλίων,

ΙΖ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, ιδιαίτερα στις εισηγμένες εταιρείες, η μη συμμετοχή των μετόχων είναι μεγάλη και, ως εκ τούτου, πρέπει να ενθαρρυνθεί η ηλεκτρονική ψηφοφορία στις γενικές συνελεύσεις μετόχων,

ΙΗ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η υφιστάμενη νομοθεσία σχετικά με την ενημέρωση και τη διαβούλευση με τους εργαζομένους όσον αφορά τη διαχείριση των επιχειρήσεών τους πρέπει να εφαρμόζεται ορθά, ώστε να καταστεί δυνατός ένας πραγματικός διάλογος με τους διευθύνοντες και ένας σαφής καθορισμός των πρακτικών που ακολουθούνται σε θέματα αποδοχών καθώς και των στόχων των επιχειρήσεων,

ΙΘ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο καθορισμός κριτηρίων καθώς και του ύψους των αμοιβών των διευθυντικών στελεχών εμπίπτουν στη νομική αρμοδιότητα των εποπτικών οργάνων των επιχειρήσεων,

Κ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η οικειοθελής θέσπιση κριτηρίων είναι ουσιαστικής σημασίας για τη βελτίωση της απόδοσης των συμβουλίων ενώ μπορεί να είναι αναγκαία και μια αξιολόγηση ορθών πρακτικών,

ΚΑ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι σκοπός πρέπει να είναι η δημιουργία ικανών διοικητικών και εποπτικών συμβουλίων με αντικειμενική και ανεξάρτητη κρίση και ότι πρέπει να αξιολογείται η αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα των συμβουλίων,

ΚΒ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι λόγω της διαπιστωμένης αδυναμίας του υπάρχοντος συστήματος εταιρικής διακυβέρνησης, ποσοστό (π.χ. το 1/3) των διευθυντών (μέλη του διοικητικού συμβουλίου) πρέπει να είναι επαγγελματίες, αμειβόμενοι από τους μετόχους, στους οποίους αποκλειστικά θα είναι υπεύθυνοι και θα υπόκεινται· λαμβάνοντας υπόψη ότι η ευθύνη και η σχέση υπαγωγής τους πρέπει να ελέγχεται μέσω της επαγγελματικής πείρας,

ΚΓ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, παρ' όλο που η νομοθεσία στον τομέα αυτό μπορεί να είναι πιο επίπονη και χρονοβόρα από την έγκριση συστάσεων, η προσέγγιση της επιβολής μη υποχρεωτικών κανόνων δεν κρίνεται ικανοποιητική,

ΚΔ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή σχεδιάζει να συμπληρώσει τις συστάσεις με νομοθετικές προτάσεις ώστε να εντάξει τα συστήματα αποδοχών στο πεδίο δικαιοδοσίας της προληπτικής εποπτείας προτείνοντας κυρίως την αναθεώρηση της οδηγίας κεφαλαιακών απαιτήσεων (ΟΚΑ)· ότι η Επιτροπή προτίθεται να εξετάσει πρόσθετα μέτρα σε σχέση με τις μη τραπεζικές χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες,

ΚΕ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι συστάσεις που εξέδωσε η Επιτροπή σε σχέση με τις εισηγμένες εταιρείες δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά τις κατάλληλες γενικές κατευθύνσεις για την ανάπτυξη βέλτιστων πρακτικών στις μη εισηγμένες εταιρείες,

ΚΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η ομοιόμορφη και συνεπής εφαρμογή οιασδήποτε νομοθετικής πράξης εγκριθεί στον εν λόγω τομέα σε ολόκληρη την ΕΕ και από όλους τους εμπλεκομένους είναι ουσιαστικής σημασίας,

1.  χαιρετίζει τα μέτρα που έχουν ως στόχο να εγκύψουν στις δεοντολογικές πτυχές της διοίκησης των εταιρειών, οι οποίες, όπως κατέδειξε η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση, παραμένουν άλυτες· χαιρετίζει στο πλαίσιο αυτό τις δύο συστάσεις που εξέδωσε η Επιτροπή·

2.  επισημαίνει ότι η προσέγγιση της επιβολής μη υποχρεωτικών κανόνων δεν κρίνεται, εντούτοις, ικανοποιητική·

3.  χαιρετίζει, ως εκ τούτου, την πρώτη νομοθετική πρόταση της Επιτροπής η οποία δίνει στη νομοθετούσα ΕΕ τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει δεόντως τα σχετικά ζητήματα, δηλαδή την τροποποίηση της οδηγίας κεφαλαιακών απαιτήσεων·

4.  συμφωνεί με τις αρχές που εισήγαγε η Επιτροπή με τις συστάσεις της στις 30 Απριλίου 2009, σχετικά, πρώτον, με τη δομή των αποδοχών και τη διακυβέρνηση στον τομέα των αποδοχών των διοικητικών και διευθυντικών στελεχών των εισηγμένων εταιρειών και, δεύτερον, τη δομή των αποδοχών, τη διαδικασία επεξεργασίας και εφαρμογής της πολιτικής αποδοχών (διακυβέρνηση), τη διαφάνεια της πολιτικής αποδοχών και τον προληπτικό έλεγχο (επίβλεψη) στο χρηματοπιστωτικό τομέα, τονίζει όμως ότι οι συστάσεις αυτές δεν έχουν μεταφερθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη·

5.  τονίζει ότι η ΕΕ χρειάζονται ένα νέο βιομηχανικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό μοντέλο παραγωγής, με μακροπρόθεσμο ορίζοντα και σεβασμό στο δημόσιο συμφέρον - το συμφέρον των επιχειρήσεων, των μετόχων και των εργαζομένων - καθώς και μια νέα χρηματοπιστωτική αρχιτεκτονική που θα βασίζεται σε ένα σύστημα κανόνων προληπτικής εποπτείας και δεοντολογίας και θα υπόκειται σε εθνικές και ευρωπαϊκές αρχές εποπτείας που θα διαθέτουν εξουσίες δεσμευτικού χαρακτήρα· πιστεύει επίσης ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας πρέπει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας, να συμβάλλει σε μια βιώσιμη ανάπτυξη και να δείχνει τη μέγιστη δυνατή κοινωνική υπευθυνότητα·

6.  υπενθυμίζει ότι, κατά τη φάση της οικονομικής ανασυγκρότησης, πέρα από τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας, μείζονα σημασία έχουν τα μέτρα για την προστασία της απασχόλησης, της κατάρτισης και των συνθηκών εργασίας και θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από όλους τους ενδιαφερομένους·

7.  τονίζει ότι οι πολιτικές αποδοχών που αποσκοπούν στην υγιή και βιώσιμη διαχείριση των επιχειρήσεων δικαιολογούνται όχι μόνο από ηθική άποψη αλλά και από καθαρά οικονομική, διότι οι πολιτικές αυτές επηρεάζουν άμεσα την περιουσιακή κατάσταση και τις αναπτυξιακές προοπτικές της ίδιας της επιχείρησης αλλά και της οικονομίας γενικότερα, καθώς και στη διατήρηση και τη δημιουργία υψηλότερων επιπέδων απασχόλησης·

8.  θεωρεί ότι τα μέτρα σχετικά με την πολιτική αμοιβών των διοικητικών στελεχών των τραπεζών και των πιστωτικών ιδρυμάτων δεν μπορούν να παραμείνουν απλές συστάσεις, αλλά πρέπει να μετουσιωθούν σε δεσμευτικά μέτρα συνδεόμενα με ένα σύστημα εποπτείας, με στόχο το μεταβλητό τμήμα της αμοιβής (μπόνους, δικαιώματα προαίρεσης και κίνητρα) να μην ωθεί σε πολιτικές επενδύσεων και διαχείρισης των επιχειρήσεων υπερβολικά επικίνδυνες και αποσυνδεδεμένες από τις επιπτώσεις τους στην πραγματική οικονομία·

9.  επισημαίνει με έμφαση ότι η διαχείριση της επιχείρησης και η πολιτική αμοιβών πρέπει να σέβονται και να προωθούν τις αρχές που καθιερώνονται από τις συνθήκες και τις ευρωπαϊκές οδηγίες όσον αφορά τη μισθολογική ισότητα και την ίση μεταχείριση γυναικών και ανδρών·

10.  διαβλέπει την ανάγκη για περαιτέρω ευρωπαϊκή νομοθετική δράση προκειμένου να λυθεί το πρόβλημα των διαφορετικών εθνικών κανόνων στον τομέα των αποδοχών για τις εταιρείες σε σχέση με τα διοικητικά στελέχη που μετακινούνται από ένα κράτος μέλος σε άλλο στους κόλπους μιας (ελέγχουσας) εταιρείας ή από μία εταιρεία σε άλλη εταιρεία σε διαφορετικό κράτος μέλος ή όταν οι εταιρείες κάνουν χρήση της ελεύθερης κυκλοφορίας εντός της εσωτερικής αγοράς, π.χ., μέσω διασυνοριακών συγχωνεύσεων·

11.  πιστεύει ότι είναι σημαντικό να τονιστεί η κοινωνική συλλογική ευθύνη των εποπτικών οργανισμών για τη βιώσιμη και μακράς πνοής ανάπτυξη μιας επιχείρησης με έδρα σε κράτος μέλος της ΕΕ, να εναποτίθενται σε αυτούς τους εποπτικούς οργανισμούς δεσμευτικές προσδοκίες, να διαμορφώνονται οι δέουσες αποδοχές των διοικητικών στελεχών των επιχειρήσεων σύμφωνα με αυτό το σκοπό και να δημοσιοποιούνται στο κοινό σε ευρωπαϊκό επίπεδο·

12.  προτρέπει την Επιτροπή να προτείνει τροποποιήσεις προσαρμοσμένες κατά τομέα σε σχέση με τη νομοθεσία των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, ώστε να διασφαλίσει τη συνεκτικότητα μεταξύ τραπεζικών και μη τραπεζικών ιδρυμάτων ως προς την πολιτική αποδοχών. Επιπλέον, καλεί την Επιτροπή να καταθέσει νομοθετικές προτάσεις στον χώρο του εταιρικού δικαίου για να αντιμετωπιστούν ζητήματα εταιρικής διακυβέρνησης και να διασφαλιστεί συνεκτικότητα στην πολιτική αποδοχών για όλους τους τύπους εταιρειών·

13.  καλεί την Επιτροπή να ενθαρρύνει και να υποστηρίξει την ουσιαστική εφαρμογή των μέτρων που εγκρίνονται σε επίπεδο ΕΕ, με πρωταρχική εστίαση σε διασυνοριακές εταιρείες και να τηρήσει τη δέσμευσή της για υποβολή έκθεσης αξιολόγησης για την εφαρμογή των δύο συστάσεων από τα κράτη μέλη· στο πλαίσιο αυτό καλεί την Επιτροπή να συμπεριλάβει στα συμπεράσματα της έκθεσης αξιολόγησης ένα χρονοδιάγραμμα των ενδεδειγμένων νομοθετικών και μη νομοθετικών δράσεων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αναγκαίο συμπλήρωμα·

14.  ζητεί να εφαρμόζονται αποτελεσματικά οι κανόνες που αφορούν τη διαβούλευση και συμμετοχή των εργαζομένων, κανόνες που επιλέγονται σύμφωνα με την οδηγία 2001/86/ΕΚ(5) για τη συμπλήρωση του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρείας·

15.  αντιλαμβάνεται την Ευρωπαϊκή Ανώνυμη Εταιρεία ως την κατάλληλη βάση για υποδειγματικές λύσεις, προκειμένου να εδραιωθούν δεοντολογικές αρχές στην εποπτεία επιχειρήσεων που λειτουργούν διασυνοριακά και να βρουν έμπρακτη εφαρμογή·

16.  καλεί τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν με ουσιαστικό τρόπο μέτρα όπως η οδηγία της ΕΕ για τα δικαιώματα των μετόχων με στόχο την άρση των εμποδίων και την ενίσχυση της συμμετοχής των μετόχων στις ψηφοφορίες, ιδιαίτερα όσον αφορά τις διασυνοριακές ψηφοφορίες·

17.  καλεί όλους τους μετόχους να συμβάλουν ενεργά σε αξιολόγηση των επιχειρηματικών πρακτικών και στην πρόκληση αλλαγών στην επιχειρηματική κουλτούρα·

18.  ζητεί να ενθαρρυνθεί η προώθηση περισσοτέρων γυναικών σε διευθυντικές θέσεις μέσω συστάσεως της Επιτροπής σχετικά με την καθιέρωση συστήματος σχετικά με τη σύνθεση των αποφασιστικών οργάνων των επιχειρήσεων καθώς και άλλων οργανισμών και υπηρεσιών γενικότερα·

19.  προτείνει, παράλληλα με τον αυστηρότερο καθορισμό της ανεξαρτησίας των μελών των διευθυντικών οργάνων της επιχείρησης, οι εθνικές εποπτικές αρχές να εκπονήσουν αποτελεσματικότερους μηχανισμούς για την καταπολέμηση της διαφθοράς, η εφαρμογή των οποίων θα επιτρέψει ενδεχομένως όχι μόνο να ενισχυθεί η ηθική διαχείριση των επιχειρήσεων, αλλά και πιθανόν να αυξηθεί η οικονομική απόδοσή τους·

20.  στηρίζει τη θέσπιση μιας ομοιόμορφης και ολοκληρωμένης δέσμης οδηγιών σχετικά με τη διαχείριση κινδύνου, την οποία επί του παρόντος αντιμετωπίζουν με αποσπασματικό μόνο τρόπο διάφοροι κώδικες και κριτήρια που ισχύουν στα κράτη μέλη·

21.  τονίζει ότι σε περίπτωση οικονομικών εγκλημάτων πρέπει να είναι δυνατή η ποινική δίωξη ατομικά των μελών του διοικητικού συμβουλίου που ενέχονται στα εγκλήματα αυτά·

22.  καλεί την Επιτροπή να προαγάγει την αξιοποίηση της καθοδήγησης βέλτιστων πρακτικών για μη εισηγμένες εταιρείες, η οποία προσαρμόζεται έτσι ώστε να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες και τις διαφορές των εταιρειών αυτών·

23.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

(1) ΕΕ L 120, 15.5.2009, σ. 28.
(2) ΕΕ L 120, 15.5.2009, σ. 22.
(3) ΕΕ L 184, 14.7.2007, σ. 17.
(4) ΕΕ L 157, 9.6.2006, σ. 87.
(5) ΕΕ L 294, 10.11.2001, σ. 22.

Ανακοίνωση νομικού περιεχομένου - Πολιτική απορρήτου