Ευρετήριο 
Κείμενα που εγκρίθηκαν
Τετάρτη 19 Μαΐου 2010 - Στρασβούργο
Ευρωπαϊκό Ταμείο Προσφύγων για την περίοδο 2008 έως 2013 (τροποποίηση της απόφασης αριθ. 573/2007/ΕΚ) ***II
 Ένδειξη της κατανάλωσης ενέργειας και λοιπών πόρων από τα συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα μέσω της επισήμανσης και της παροχής ομοιόμορφων πληροφοριών σχετικά με τα προϊόντα (αναδιατύπωση) ***II
 Διορθωτικός προϋπολογισμός αριθ. 1/2010: Τμήμα Ι – Κοινοβούλιο
 Απαλλαγή 2008: γενικός προϋπολογισμός ΕΕ, Συμβούλιο
 Προδιαγραφές ποιότητας και ασφάλειας των ανθρωπίνων οργάνων που προορίζονται για μεταμόσχευση ***I
 Πρόσθετα τροφίμων πλην των χρωστικών και των γλυκαντικών (βόεια και/ή χοίρεια θρομβίνη)
 Σχέδιο δράσης σχετικά με τη δωρεά και τη μεταμόσχευση οργάνων (2009-2015)
 Θεσμικές πτυχές της προσχώρησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών
 Διάσκεψη για την αναθεώρηση του Καταστατικού της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου στην Καμπάλα, Ουγκάντα

Ευρωπαϊκό Ταμείο Προσφύγων για την περίοδο 2008 έως 2013 (τροποποίηση της απόφασης αριθ. 573/2007/ΕΚ) ***II
PDF 336kWORD 35k
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 19ης Μαΐου 2010 σχετικά με τη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση ενόψει της έγκρισης απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 573/2007/ΕΚ σχετικά με την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Προσφύγων, για την περίοδο 2008 έως 2013, όσον αφορά την κατάργηση της χρηματοδότησης ορισμένων κοινοτικών δράσεων και την αλλαγή του ορίου για τη χρηματοδότησή τους (16627/1/2009 – C7-0051/2010 – 2009/0026(COD))
P7_TA(2010)0177A7-0117/2010

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία : δεύτερη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη τη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση (16627/1/2009 – C7-0051/2010),

–  έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2009)0067),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2 και το άρθρο 63, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, στοιχείο β), της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0070/2009),

–  έχοντας υπόψη τη θέση του κατά την πρώτη ανάγνωση(1),

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τίτλο «Συνέπειες της έναρξης ισχύος της συνθήκης της Λισαβόνας στις τρέχουσες διοργανικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων» (COM(2009)0665),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 294 παράγραφος 7 και το άρθρο 78 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 72 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη τη σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A7-0117/2010),

1.  εγκρίνει τη θέση του Συμβουλίου·

2.  διαπιστώνει ότι η πράξη εκδόθηκε σύμφωνα με τη θέση·

3.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να υπογράψει την πράξη, μαζί με την Πρόεδρο του Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 297, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

4.  αναθέτει στον Γενικό Γραμματέα του να υπογράψει την πράξη, αφού προηγουμένως ελεγχθεί ότι όλες οι διαδικασίες έχουν δεόντως ολοκληρωθεί, και να μεριμνήσει, σε συμφωνία με τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου, για τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

5.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.

(1) Κείμενα που εγκρίθηκαν, 7.5.2009, P6_TA(2009)0375.


Ένδειξη της κατανάλωσης ενέργειας και λοιπών πόρων από τα συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα μέσω της επισήμανσης και της παροχής ομοιόμορφων πληροφοριών σχετικά με τα προϊόντα (αναδιατύπωση) ***II
PDF 273kWORD 49k
Ψήφισμα
Παράρτημα
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 19ης Μαϊου 2010 σχετικά με τη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση όσον αφορά τη θέσπιση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ένδειξη της κατανάλωσης ενέργειας και λοιπών πόρων από τα συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα μέσω επισήμανσης και της παροχής ομοιόμορφων πληροφοριών σχετικά με τα προϊόντα (αναδιατύπωση) (05247/1/2010 – C7-0094/2010 – 2008/0222(COD))
P7_TA(2010)0178A7-0128/2010

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: δεύτερη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη τη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση (05247/1/2010 – C7-0094/2010),

–  έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2008)0778),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0412/2008),

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, με τίτλο «Συνέπειες της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας στις τρέχουσες διοργανικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων» (COM(2009)0665) και την προσθήκη σ' αυτήν (COM(2010)0147),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 294, παράγραφος 7, και το άρθρο 194, παράγραφος 2, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–  έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων σχετικά με την προτεινόμενη νομική βάση,

–  έχοντας υπόψη τη θέση του κατά την πρώτη ανάγνωση(1),

–  έχοντας υπόψη την από 24 Μαρτίου 2009 γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(2),

–  αφού διαβουλεύθηκε με την Επιτροπή των Περιφερειών,

–  έχοντας υπόψη τα άρθρα 72 και 37 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη τη σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση, της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας (A7-0128/2010),

1.  εγκρίνει τη θέση του Συμβουλίου·

2.  εγκρίνει την κοινή δήλωση του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής που επισυνάπτεται στο παρόν ψήφισμα·

3.  σημειώνει τη δήλωση της Επιτροπής που επισυνάπτεται στο παρόν ψήφισμα·

4.  διαπιστώνει ότι η πράξη εκδόθηκε σύμφωνα με τη θέση του Συμβουλίου·

5.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να υπογράψει την πράξη, μαζί με την Πρόεδρο του Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 297, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

6.  αναθέτει στον Γενικό Γραμματέα του να υπογράψει την πράξη, αφού προηγουμένως ελεγχθεί ότι όλες οι διαδικασίες έχουν δεόντως ολοκληρωθεί, και να μεριμνήσει, σε συμφωνία με τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου, για τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

7.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Δηλώσεις

σχετικά με την οδηγία 2010/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Μαϊου 2010 για την ένδειξη της κατανάλωσης ενέργειας και λοιπών πόρων από τα συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα μέσω επισήμανσης και παροχής ομοιόμορφων πληροφοριών σχετικά με τα προϊόντα (αναδιατύπωση)

Δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής επί του άρθρου 290 της ΣΛΕΕ

«Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Ευρωπαϊκό δηλώνουν ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2010/30/ΕΕ δεν προδικάζουν οιαδήποτε μελλοντική θέση των θεσμικών οργάνων όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 290 της ΣΛΕΕ ή μεμονωμένες νομοθετικές πράξεις που περιέχουν τέτοιου τύπου διατάξεις.»

Δηλώσεις της Επιτροπής επί ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 2010/30/ΕΕ

Άρθρο 1 παράγραφος 2

«Όταν η Επιτροπή καθορίσει τον κατάλογο προτεραιότητας των συνδεομένων με την ενέργεια προϊόντων κατά την αιτιολογική σκέψη 7, θα δώσει την δέουσα προσοχή και στα συνδεόμενα με την ενέργεια δομικά προϊόντα, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη την πιθανή εξοικονόμηση ενέργειας που μπορεί να επιτευχθεί με την επισήμανση ορισμένων από τα προϊόντα αυτά, δεδομένου ότι τα κτίρια καταναλίσκουν ενέργεια η οποία αντιπροσωπεύει το 40% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας στην ΕΕ.»

Άρθρο 10

«Όταν η Επιτροπή προτείνει νέα εκτελεστικά μέτρα δυνάμει της οδηγίας 2010/30/ΕΕ, διασφαλίζει ότι αποφεύγεται επικάλυψη νομοθεσίας και ότι διατηρείται η συνολική συνοχή της ενωσιακής νομοθεσίας σχετικά με τα προϊόντα.»

Άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο δ)

Σημαντικό ποσοστό προϊόντων στο πλαίσιο της επανεξέτασης της κατηγορίας της ετικέτας

«Η Επιτροπή θεωρεί ότι το ποσοστό των προϊόντων που κατατάσσονται στις δύο υψηλότερες τάξεις ενεργειακής απόδοσης θεωρείται σημαντικό όταν μπορεί να εκτιμηθεί ότι

   είτε ο αριθμός των μοντέλων που είναι διαθέσιμα στην εσωτερική αγορά τα οποία μπορούν να υπαχθούν στην κατηγορία Α+++ ή Α++ τοποθετείται περίπου στο ένα τρίτο ή περισσότερο του συνολικού αριθμού των σχετικών διαθέσιμων μοντέλων,
   ή το μερίδιο των ετήσιων πωλήσεων προϊόντων στην εσωτερική αγορά τα οποία μπορούν να υπαχθούν στην κατηγορία Α+++ ή Α++ τοποθετείται στο ένα τρίτο ή περισσότερο,
   ή και τα δύο.«

Δήλωση της Επιτροπής όσον αφορά την ενημέρωση των καταναλωτών

«Η Επιτροπή υποστηρίζει τη χρήση μηχανισμών της Ένωσης όπως το πρόγραμμα »Ευφυής ενέργεια - Ευρώπη«, προκειμένου να συμβάλει σε:

   πρωτοβουλίες ευαισθητοποίησης των τελικών καταναλωτών για τα οφέλη της ενεργειακής επισήμανσης
   πρωτοβουλίες με τις οποίες παρακολουθείται η εξέλιξη της αγοράς και η τεχνολογική ανάπτυξη που οδηγούν σε ενεργειακά αποδοτικότερα προϊόντα, ιδίως εντοπίζοντας τα μοντέλα με τη βέλτιστη απόδοση στο πλαίσιο ομάδων προϊόντων και διαδίδοντας τις διαθέσιμες πληροφορίες σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως σε οργανώσεις καταναλωτών, στον κλάδο και τις περιβαλλοντικές ΜΚΟ, για ευρύτερη πληροφόρηση των καταναλωτών.

Η παρακολούθηση αυτή θα μπορούσε να χρησιμεύσει και ως δείκτης για την αναθεώρηση των μέτρων επισήμανσης ή/και οικολογικού σχεδιασμού δυνάμει των οδηγιών 2010/30/ΕΕ και 2009/125/ΕΚ.«

Δήλωση της Επιτροπής σχετικά με τις περιόδους διακοπής εργασιών των θεσμικών οργάνων

«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή λαμβάνει υπό σημείωση ότι, με εξαίρεση τις περιπτώσεις στις οποίες η νομοθετική πράξη προβλέπει διαδικασία επείγοντος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θεωρούν ότι η κοινοποίηση κατ» εξουσιοδότηση πράξεων λαμβάνει υπόψη τις περιόδους διακοπής των εργασιών των θεσμικών οργάνων (χειμερινές και θερινές διακοπές, εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) ώστε να διασφαλίζεται ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο είναι σε θέση να κάνουν χρήση των αποκλειστικών δικαιωμάτων τους εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στις σχετικές νομοθετικές πράξεις, και είναι έτοιμη να ενεργήσει αναλόγως.«

(1) Κείμενα που εγκρίθηκαν, 5.5.2009, P6_TA(2009)0345.
(2) ΕΕ C 228, 22.9.2009, σ. 90.


Διορθωτικός προϋπολογισμός αριθ. 1/2010: Τμήμα Ι – Κοινοβούλιο
PDF 264kWORD 39k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 19ης Μαΐου 2010 σχετικά με τη θέση του Συμβούλιου επί του σχεδίου διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 1/2010 της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2010, Τμήμα Ι – Κοινοβούλιο (09807/2010 - C7-0125/2010 - 2010/2045(BUD))
P7_TA(2010)0179A7-0158/2010

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 314,

–  έχοντας υπόψη την απόφαση 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 7ης Ιουνίου 2007, για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(1),

–  έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(2),

–  έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία της 17ης Μαΐου 2006 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση(3), και συγκεκριμένα το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο που προβλέπεται με το Μέρος I και ορίζεται με το Παράρτημα I της συμφωνίας,

–  έχοντας υπόψη τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2010, όπως εγκρίθηκε οριστικά στις 17 Δεκεμβρίου 2009(4),

–  έχοντας υπόψη το σχέδιο κατάστασης προβλέψεων που ενέκρινε το Κοινοβούλιο στις 25 Φεβρουαρίου 2010(5),

–  έχοντας υπόψη το σχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 1/2010 που συνέταξε η Επιτροπή στις 19 Μαρτίου 2010 (COM(2010)0107),

–  έχοντας υπόψη τη θέση του Συμβουλίου σχετικά με το σχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 1/2010 η οποία καθορίσθηκε στις 18 Μαΐου 2010 (09807/2010),

–  έχοντας υπόψη τα άρθρα 75β και 75ε του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Προϋπολογισμών (A7-0158/2010),

Α.  λαμβάνοντας υπόψη ότι κατά την διαδικασία του προϋπολογισμού 2010 συμφωνήθηκε ότι οιεσδήποτε δαπάνες σχετίζονται ειδικά με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας για την τροποποίηση της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας θα αντιμετωπισθούν, εφόσον απαιτείται, διά των υφισταμένων δημοσιονομικών μηχανισμών, όπως είναι οι διορθωτικοί προϋπολογισμοί, μετά την έγκριση του αρχικού προϋπολογισμού 2010,

Β.  λαμβάνοντας υπόψη ότι τονίσθηκε ότι στην περίπτωση αυτή και στον μέγιστο δυνατό βαθμό πρέπει να εξεταστεί πλήρως η δυνατότητα αναδιοργάνωσης των υφισταμένων πόρων, πριν να ζητηθούν συμπληρωματικοί πόροι,

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι τονίσθηκε ιδιαιτέρως ότι το εγκριθέν αρχικό επίπεδο του προϋπολογισμού του, ανερχόμενο στο 19,87% των επιτρεπομένων δαπανών δυνάμει το τομέα 5 (διοικητικές πιστώσεις) του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου, δεν περιελάμβανε οιεσδήποτε προσαρμογές υπό το πρίσμα της Συνθήκης της Λισαβόνας, ιδιαιτέρως στον τομέα του νομοθετικού έργου

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ταυτοχρόνως ότι αναγνωρίσθηκε ότι λόγω των περιορισμένων περιθωρίων που υπάρχουν θα απαιτηθούν περαιτέρω εξοικονομήσεις και αναδιάταξη για να καταστεί δυνατόν να τηρηθούν πρόσθετες απαιτήσεις,

1.  χαιρετίζει το σχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 1/2010 που κατήρτισε η Επιτροπή ευθυγραμμίζοντάς το πλήρως με την κατάσταση προβλέψεων του Κοινοβουλίου της 25ης Φεβρουαρίου 2010·

2.  σημειώνει τη θέση που καθόρισε το Συμβούλιο στις 18 Μαΐου 2010, η οποία εγκρίνει την πρόταση χωρίς τροποποίηση, τηρώντας πλήρως τη συμφωνία κυρίων·

3.  τονίζει ότι εκτενής πολιτικός διάλογος και ανάλυση των μέτρων που υποβλήθηκαν προς έγκριση διεξήχθη ήδη κατά το στάδιο της κατάρτισης καταστάσεων προβλέψεων τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο 2010·

4.  εγκρίνει τη θέση του Συμβουλίου επί του σχεδίου διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 1/2010 χωρίς τροποποίηση και αναθέτει στον Πρόεδρό του να κηρύξει την οριστική έγκριση του διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 1/2010 και να μεριμνήσει για τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

5.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

(1) ΕΕ L 163, 23.6.2007, σ. 17.
(2) ΕΕ L 248, 16.9.2002, σ. 1.
(3) ΕΕ C 139, 14.6.2006, σ. 1.
(4) ΕΕ L 64, 12.3.2010.
(5) Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2010)0038.


Απαλλαγή 2008: γενικός προϋπολογισμός ΕΕ, Συμβούλιο
PDF 259kWORD 48k
Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 19ης Μαΐου 2010 σχετικά µε την απαλλαγή όσον αφορά την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2008, Τμήμα II – Συμβούλιο (C7-0174/2009 – 2009/2070(DEC))
P7_TA(2010)0180A7-0096/2010

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη το γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2008(1),

–  έχοντας υπόψη τους οριστικούς ετήσιους λογαριασμούς των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για το οικονομικό έτος 2008 – Τόμος I (C7-0174/2009)(2),

–  έχοντας υπόψη την ετήσια έκθεση του Συμβουλίου προς την αρμόδια για την απαλλαγή αρχή σχετικά με τους εσωτερικούς λογιστικούς ελέγχους που πραγματοποιήθηκαν το 2008,

–  έχοντας υπόψη την ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με την εκτέλεση του προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2008, συνοδευόμενη από τις απαντήσεις των θεσμικών οργάνων(3),

–  έχοντας υπόψη τη δήλωση αξιοπιστίας η οποία βεβαιώνει την ακρίβεια των λογαριασμών και τη νομιμότητα και κανονικότητα των σχετικών πράξεων, που παρέχεται από το Ελεγκτικό Συνέδριο σύμφωνα με το άρθρο 248 της Συνθήκης ΕΚ(4),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 272, παράγραφος 10, τα άρθρα 274, 275 και 276 της Συνθήκης ΕΚ, το άρθρο 314, παράγραφος 10, καθώς και τα άρθρα 317, 318 και 319 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–  έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(5) και ιδίως τα άρθρα 50, 86, 145, 146 και 147,

–  έχοντας υπόψη την απόφαση αριθ. 190/2003 του Γενικού Γραμματέα/Υπάτου Εκπροσώπου για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας σχετικά με την επιστροφή των εξόδων ταξιδίου των αντιπροσώπων των μελών του Συμβουλίου(6),

–  έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής της 17ης Μαΐου 2006 για δημοσιονομική πειθαρχία και χρηστή δημοσιονομική διαχείριση(7),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 77 και το Παράρτημα VI του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Ελέγχου των Προϋπολογισμών (A7-0096/2010),

1.  χορηγεί απαλλαγή στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού του Συμβουλίου για το οικονομικό έτος 2008·

2.  καταγράφει τις παρατηρήσεις του στο ψήφισμα(8) που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασής του σχετικά με την απαλλαγή όσον αφορά την εφαρμογή του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για το οικονομικό έτος 2008 - Τμήμα ΙΙ - Συμβούλιο·

3.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει την παρούσα απόφαση και το ψήφισμα που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο Ελεγκτικό Συνέδριο, στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή και στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, και να μεριμνήσει για τη δημοσίευσή τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (σειρά L).

(1) ΕΕ L 71, 14.3.2008.
(2) ΕΕ C 273, 13.11.2009, σ. 1.
(3) ΕΕ C 269, 10.11.2009, σ. 1.
(4) ΕΕ C 273, 13.11.2009, σ. 122.
(5) ΕΕ L 248, 16.9.2002, σ. 1.
(6) Απόφαση που απορρέει από τον εσωτερικό κανονισμό του Συμβουλίου της 22ας Ιουλίου 2002 (ΕΕ L 230, 28.8.2002, σ. 7).
(7) ΕΕ C 139, 14.6.2006, σ. 1.
(8) Κείμενα που εγκρίθηκαν στις 16.6.2010, P7_TA(2010)0219.


Προδιαγραφές ποιότητας και ασφάλειας των ανθρωπίνων οργάνων που προορίζονται για μεταμόσχευση ***I
PDF 277kWORD 50k
Ψήφισμα
Κείμενο
Παράρτημα
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 19ης Μαΐου 2010 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα πρότυπα ποιότητας και ασφάλειας των ανθρωπίνων οργάνων που προορίζονται για μεταμόσχευση (COM(2008)0818 – C6-0480/2008 – 2008/0238(COD))
P7_TA(2010)0181A7-0106/2010

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2008)0818),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 152, παράγραφος 4, στοιχείο α), της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0480/2008),

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, με τίτλο «Συνέπειες της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας στις τρέχουσες διοργανικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων» (COM(2009)0665),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 294, παράγραφος 3, και το άρθρο 168, παράγραφος 4, της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ,

–  έχοντας υπόψη την από 10 Ιουνίου 2009 γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(1),

–  αφού ζήτησε τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 55 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων (A7-0106/2010),

1.  εγκρίνει τη θέση σε πρώτη ανάγνωση όπως παρατίθεται κατωτέρω·

2.  εγκρίνει τη δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, και εφιστά την προσοχή στις επισυναπτόμενες δηλώσεις της Επιτροπής, οι οποίες θα δημοσιευθούν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μαζί με την τελική νομοθετική πράξη·

3.  ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, εάν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

4.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 19 Μαΐου 2010 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2010/…/ΕE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα πρότυπα ποιότητας και ασφάλειας των ανθρωπίνων οργάνων που προορίζονται για μεταμόσχευση

P7_TC1-COD(2008)0238


(Καθώς έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η θέση του Κοινοβουλίου αντιστοιχεί στην τελική νομοθετική πράξη, οδηγία 2010/53/ΕΕ.)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για το άρθρο 290 ΣΛΕΕ

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή δηλώνουν ότι οι διατάξεις της οδηγίας αυτής δεν προδικάζουν οιαδήποτε μελλοντική θέση των οργάνων όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 290 της ΣΛΕΕ ή ειδικών νομοθετικών πράξεων που περιέχουν τις διατάξεις αυτές.

Δήλωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Επείγον)

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναλαμβάνει να τηρεί πλήρως ενήμερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τη δυνατότητα έγκρισης μιας κατ' εξουσιοδότηση πράξης βάσει της διαδικασίας του επείγοντος. Εάν οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαβλέπουν ότι μια κατ' εξουσιοδότηση πράξη ενδέχεται να εγκριθεί βάσει της διαδικασίας επείγοντος, θα ειδοποιήσουν ανεπίσημα τις γραμματείες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

(1) ΕΕ C 306, 16.12.2009, σ. 64.


Πρόσθετα τροφίμων πλην των χρωστικών και των γλυκαντικών (βόεια και/ή χοίρεια θρομβίνη)
PDF 276kWORD 50k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 19ης Μαΐου 2010 σχετικά με το σχέδιο οδηγίας της Επιτροπής που αφορά την τροποποίηση των παραρτημάτων της οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 95/2/EC για τα πρόσθετα τροφίμων πλην των χρωστικών και των γλυκαντικών και την κατάργηση της απόφασης 2004/374/ΕΚ
P7_TA(2010)0182B7-0264/2010

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1333/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008 για τα πρόσθετα τροφίμων(1) και ιδιαίτερα τα άρθρα 31 και 28, παράγραφος 4,

–  έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων(2),

–  έχοντας υπόψη τις οδηγίες 95/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Φεβρουαρίου 1995 για τα πρόσθετα τροφίμων πλην των χρωστικών και των γλυκαντικών(3) και 89/107/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988 για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα πρόσθετα που μπορούν να χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα τα οποία προορίζονται για ανθρώπινη διατροφή(4) που καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον προαναφερθέντα κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1333/2008,

–  έχοντας υπόψη το σχέδιο οδηγίας της Επιτροπής που αφορά την τροποποίηση των παραρτημάτων της οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 95/2/EΚ για τα πρόσθετα τροφίμων πλην των χρωστικών και των γλυκαντικών και την κατάργηση της απόφασης 2004/374/ΕΚ,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 5α, παράγραφος 3, στοιχείο β) της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή(5),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 88, παράγραφος 2 και παράγραφος 4, στοιχείο β), του Κανονισμού του,

A.  λαμβάνοντας υπόψη ότι βάσει του άρθρου 31 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1333/2008, η Επιτροπή μπορεί μετά τη σύσταση κοινοτικών καταλόγων προσθέτων τροφίμων όπως προβλέπεται στο άρθρο 30 του κανονισμού αυτού, να εγκρίνει μέτρα για την τροποποίηση των παραρτημάτων, μεταξύ άλλων, της οδηγίας 95/2/ΕΚ,

Β.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το παράρτημα IV της οδηγίας 95/2/ΕΚ περιέχει κατάλογο των προσθέτων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην ΕΕ και περιγράφει τους όρους χρήσης τους,

Γ.  λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη ότι τα γενικά κριτήρια για τη χρήση προσθέτων στα τρόφιμα παρατίθεντο στο παράρτημα II της οδηγίας 89/107/ΕΟΚ και ότι εφόσον η οδηγία αυτή καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1333/2008, τα σχετικά κριτήρια βρίσκονται σήμερα στο άρθρο 6 του κανονισμού αυτού που αφορά τους γενικούς όρους για τη συμπερίληψη και χρήση των προσθέτων σε κοινοτικούς καταλόγους,

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 6 του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι η χρήση ενός προσθέτου τροφίμων επιτρέπεται στην ΕΕ μόνο εάν πληροί τους ακόλουθους όρους και βάσει της παραγράφου 1γ η χρήση του δεν παραπλανά τον καταναλωτή και βάσει της παραγράφου 2 παρέχει πλεονεκτήματα και οφέλη στον καταναλωτή,

Ε.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 6 του κανονισμού αυτού προβλέπει επίσης στην παράγραφο 1, στοιχείο α), ότι ένα πρόσθετο τροφίμων επιτρέπεται μόνον όταν η χρήση του δεν θέτει θέμα ασφαλείας για την υγεία των καταναλωτών,

ΣΤ.  λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη ότι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 (γνωστός ως «Γενικός Νομοθετικός Κανονισμός για τα Τρόφιμα») και ιδιαίτερα το άρθρο 8 που προβλέπει μεταξύ άλλων ότι η νομοθεσία για τα τρόφιμα αποβλέπει στην προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών και αποτελεί τη βάση ώστε οι καταναλωτές να μπορούν να επιλέγουν ενήμεροι τα τρόφιμα που καταναλώνουν, αποσκοπεί δε στην πρόληψη πρακτικών που θα μπορούσαν να αποπροσανατολίσουν τον καταναλωτή,

Ζ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το σχέδιο οδηγίας της Επιτροπής και ιδιαίτερα η αιτιολογική σκέψη 25 και το στοιχείο 3, σημείο η) του σχετικού παραρτήματος προβλέπουν τη συμπερίληψη στο παράρτημα IV της οδηγίας 95/2/ΕΚ ενός σκευάσματος ενζύμου βασιζόμενου στη θρομβίνη με ινοδωγόνο ως πρόσθετο για τρόφιμα ανασύστασης,

Η.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η θρομβίνη, αν και προέρχεται από βρώσιμα μέλη των ζώων, έχει το χαρακτήρα «κρεάτινης κόλλας» με σκοπό τη συνένωση ξεχωριστών τεμαχίων κρέατος για την παραγωγή ενός ενιαίου προϊόντος κρέατος,

Θ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο σκοπός της χρήσης της θρομβίνης είναι επομένως να παρουσιάζονται στον καταναλωτή τεμάχια κρέατος ως ενιαίο προϊόν κρέατος με συνέπεια ο κίνδυνος αποπροσανατολισμού του καταναλωτή να είναι προφανής,

Ι.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η ίδια η αιτιολογική σκέψη 25 του σχεδίου οδηγίας της Επιτροπής αναγνωρίζει ότι η χρήση της θρομβίνης με ινοδωγόνο ως προσθέτου στα τρόφιμα θα μπορούσε να αποπροσανατολίσει τον καταναλωτή σε σχέση με την κατάσταση του τελικού προϊόντος διατροφής,

ΙΑ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το στοιχείο 3, σημείο η) του παραρτήματος του σχεδίου οδηγίας της Επιτροπής προβλέπει τη συμπερίληψη βόειας και/ή χοίρειας θρομβίνης στον κατάλογο των επιτρεπόμενων προσθέτων βάσει του παραρτήματος IV της οδηγίας 95/2/ΕΚ σε προσυσκευασμένα σκευάσματα κρέατος και προσυσκευασμένα προϊόντα κρέατος για τον τελικό καταναλωτή με μέγιστη περιεκτικότητα 1mg/kg, με την από κοινού χρήση ινοδωγόνου και υπό τον όρον ότι το τρόφιμο θα φέρει την πληροφορία «συνδυασμός τεμαχίων κρέατος» κοντά στην ονομασία υπό την οποία το προϊόν πωλείται,

ΙΒ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι αν και το σχέδιο οδηγίας της Επιτροπής δεν επιτρέπει τη χρήση της θρομβίνης ως προσθέτου τροφίμων στα προϊόντα κρέατος που προσφέρονται στα εστιατόρια ή σε άλλους δημόσιους χώρους εστίασης, υφίσταται ωστόσο σαφώς ο κίνδυνος να διοχετεύεται κρέας με θρομβίνη στα προϊόντα κρέατος που προσφέρονται στα εστιατόρια ή σε άλλους δημόσιους χώρους εστίασης δεδομένης της υψηλότερης τιμής που θα μπορούσε να επιτευχθεί για τεμάχια κρέατος που προσφέρονται ως ενιαίο προϊόν κρέατος,

ΙΓ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν προκύπτει ωστόσο σαφώς ότι η απαγόρευση της χρήσης θρομβίνης στα προϊόντα κρέατος που προσφέρονται στα εστιατόρια ή σε άλλους δημόσιους χώρους εστίασης θα έχει ως αποτέλεσμα την πρόληψη της πρακτικής που συνίσταται στη χρήση τέτοιων προϊόντων κρέατος στα εστιατόρια ή σε άλλους δημόσιους χώρους εστίασης και την πώλησή τους στου καταναλωτές ως ενιαία προϊόντα κρέατος,

ΙΔ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι προαναφερθέντες όροι επισήμανσης που περιλαμβάνονται στο σχέδιο οδηγίας της Επιτροπής δεν θα καταστήσουν δυνατή την αποφυγή της δημιουργίας λανθασμένων εντυπώσεων στους καταναλωτές ως προς την ύπαρξη ενιαίου προϊόντος κρέατος με συνέπεια την ενδεχόμενη εξαπάτησή τους εις τρόπον ώστε να μην είναι σε θέση να επιλέγουν ενήμεροι σε σχέση με την κατανάλωση προϊόντων κρέατος που περιέχουν θρομβίνη,

ΙΕ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι τα πλεονεκτήματα και τα οφέλη της θρομβίνης για τους καταναλωτές δεν έχουν αποδειχθεί,

ΙΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαδικασία σύνδεσης πολλών τεμαχίων κρέατος αυξάνει σε μεγάλο βαθμό την επιφάνεια που ενδέχεται να προσβληθεί από παθογόνα βακτήρια (όπως clostridium και σαλμονέλα) που στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής είναι δυνατόν να επιζούν και να αναπαράγονται παρά την έλλειψη οξυγόνου,

ΙΖ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο κίνδυνος βακτηριακής μόλυνσης είναι ιδιαίτερα σοβαρός στο βαθμό που πρόκειται για διαδικασία σύνδεσης εν ψυχρώ, χωρίς την προσθήκη άλατος και χωρίς να ακολουθήσει βρασμός και συνεπεία τούτου, δεν είναι δυνατόν να παρασχεθούν εγγυήσεις για το κατά πόσον το τελικό προϊόν είναι ασφαλές,

ΙΗ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ως εκ τούτου, το σχέδιο οδηγίας της Επιτροπής δεν ανταποκρίνεται στα κριτήρια για τη συμπερίληψη των προσθέτων τροφίμων στο παράρτημα IV της οδηγίας 95/2/ΕΚ,

1.  θεωρεί ότι το σχέδιο οδηγίας της Επιτροπής δεν συνάδει με το σκοπό και το περιεχόμενο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1333/2008·

2.  αντιτάσσεται στην έκδοση του σχεδίου οδηγίας της Επιτροπής που αφορά την τροποποίηση των παραρτημάτων της οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 95/2/EC για τα πρόσθετα τροφίμων πλην των χρωστικών και των γλυκαντικών και την κατάργηση της απόφασης 2004/374/ΕΚ·

3.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, καθώς και στα κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις των κρατών μελών.

(1) ΕΕ L 354, 31.12.2008, σ. 16.
(2) ΕΕ L 31, 1.2.2002, σ. 1.
(3) ΕΕ L 61, 18.3.1995, σ. 1.
(4) ΕΕ L 40, 11.2.1989, σ. 27.
(5) ΕΕ L 184, 17.7.1999, σ. 23.


Σχέδιο δράσης σχετικά με τη δωρεά και τη μεταμόσχευση οργάνων (2009-2015)
PDF 309kWORD 86k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 19ης Μαΐου 2010 σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής: Σχέδιο δράσης σχετικά με τη δωρεά και τη μεταμόσχευση οργάνων (2009-2015): ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών (2009/2104(INI))
P7_TA(2010)0183A7-0103/2010

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 184 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–  έχοντας υπόψη τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–  έχοντας υπόψη την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα πρότυπα ποιότητας και ασφάλειας των ανθρώπινων οργάνων που προορίζονται για μεταμόσχευση (COM(2008)0818),

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής με θέμα «Σχέδιο δράσης σχετικά με τη δωρεά και τη μεταμόσχευση οργάνων (2009-2015): ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών» (COM(2008)0819),

–  έχοντας υπόψη την οδηγία 2004/23/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, για τη θέσπιση προτύπων ποιότητας και ασφάλειας για τη δωρεά, την προμήθεια, τον έλεγχο, την επεξεργασία, τη συντήρηση, την αποθήκευση και τη διανομή ανθρώπινων ιστών και κυττάρων(1),

–  έχοντας υπόψη τις κατευθυντήριες αρχές της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας σχετικά με τη μεταμόσχευση ανθρωπίνων οργάνων,

–  έχοντας υπόψη τη σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη βιοϊατρική καθώς και το συμπληρωματικό της πρωτόκολλο σχετικά με τη μεταμόσχευση οργάνων και ιστών ανθρώπινης προέλευσης,

–  έχοντας υπόψη τη διάσκεψη για την ασφάλεια και την ποιότητα στη δωρεά και τη μεταμόσχευση οργάνων στην Ευρωπαϊκή Ένωση που πραγματοποιήθηκε στη Βενετία στις 17-18 Σεπτεμβρίου 2003,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων (A7-0103/2010),

Α.  λαμβάνοντας υπόψη ότι στην ΕΕ 56 000 ασθενείς αναμένουν σήμερα τη δωρεά ενός καταλλήλου οργάνου, ενώ εκτιμάται ότι καθημερινά 12 άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους αναμένοντας ένα κατάλληλο μόσχευμα,

Β.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ανάγκες των ασθενών για μεταμόσχευση στην Ευρώπη δεν καλύπτονται λόγω του μικρού αριθμού διαθέσιμων οργάνων τόσο από νεκρούς δότες όσο και από τις αλτρουιστικές δωρεές από ζωντανούς δότες,

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τα ποσοστά της μεταθανάτιας δωρεάς οργάνων, που κυμαίνονται από 34,2 δωρεές ανά εκατομμύριο κατοίκων στην Ισπανία έως 1,1 δωρεές ανά εκατομμύριο κατοίκων στη Βουλγαρία, και ότι η έλλειψη οργάνων επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τα προγράμματα μεταμοσχεύσεων,

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εθνικές πολιτικές και το κανονιστικό πλαίσιο για δωρεές και μεταμόσχευση ποικίλλουν σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών σύμφωνα με διαφορετικούς νομικούς, πολιτιστικούς, διοικητικούς και οργανωτικούς παράγοντες,

Ε.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η δωρεά και η μεταμόσχευση οργάνων αποτελούν ευαίσθητα και σύνθετα ζητήματα, με σημαντική ηθική διάσταση, και ότι η ανάπτυξή τους απαιτεί τη σύμπραξη ολόκληρης της κοινωνίας και τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων,

ΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η μεταμόσχευση οργάνων προσφέρει τη δυνατότητα διάσωσης ανθρώπινων ζωών και βελτίωσης της ποιότητας ζωής και ότι (στην περίπτωση μεταμόσχευσης νεφρών) παρουσιάζει σε σχέση με άλλες θεραπείες υποκατάστασης την καλύτερη σχέση κόστους-οφέλους, προσφέροντας στους ασθενείς μεγαλύτερες ευκαιρίες να συμμετάσχουν στον κοινωνικό και εργασιακό βίο,

Ζ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η ανταλλαγή οργάνων μεταξύ των κρατών μελών αποτελεί ήδη συνήθη πρακτική, μολονότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές στον αριθμό των οργάνων που ανταλλάσσονται μεταξύ των κρατών μελών· λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι η ανταλλαγή οργάνων μεταξύ των κρατών μελών έχει διευκολυνθεί με τη δημιουργία οργανισμών διεθνών ανταλλαγών όπως το Eurotransplant και το Scandiatransplant,

Η.  λαμβάνοντας υπόψη ότι σήμερα δεν υπάρχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση μια βάση δεδομένων με πληροφορίες για όργανα που προορίζονται για δωρεά και μεταμόσχευση ή για δωρητές εν ζωή ή μετά θάνατον, ούτε ένα πανευρωπαϊκό σύστημα πιστοποίησης που να βεβαιώνει τη νόμιμη αφαίρεση ανθρωπίνων οργάνων και ιστών,

Θ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι μόνο η Ισπανία και λίγα ακόμη κράτη μέλη έχουν κατορθώσει να αυξήσουν σημαντικά τον αριθμό των μεταθανάτιων δωρεών οργάνων και ότι έχει αποδειχθεί ότι οι αυξήσεις αυτές συνδέονται με την καθιέρωση ορισμένων οργανωτικών πρακτικών που επιτρέπουν στα συστήματα να εντοπίσουν δυνητικούς δωρητές και να μεγιστοποιήσουν τον αριθμό των προσώπων που είναι διατεθειμένα σε περίπτωση θανάτου να καταστούν δωρητές σώματος,

Ι.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η οδηγία 2004/23/ΕΚ θα παράσχει ένα σαφές νομικό πλαίσιο για τη δωρεά και τις μεταμοσχεύσεις οργάνων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με αποτέλεσμα να συσταθεί ή να οριστεί σε κάθε κράτος μέλος μια αρμόδια εθνική αρχή που θα διασφαλίζει την τήρηση των προτύπων ποιότητας και ασφάλειας της ΕΕ,

ΙΑ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το εμπόριο οργάνων και ανθρώπων με σκοπό την αφαίρεση οργάνων συνιστά βαρύτατη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων,

ΙΒ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, μεταξύ του παρανόμου εμπορίου οργάνων και του εμπορίου ανθρώπων με σκοπό την αφαίρεση οργάνων αφενός, και του ισχύοντος νομικού πλαισίου για τη δωρεά οργάνων αφετέρου, υφίσταται στενός δεσμός επειδή, πρώτον, η υφιστάμενη έλλειψη οργάνων στο πλαίσιο του νομικού συστήματος λειτουργεί ως κίνητρο για παράνομες δραστηριότητες και, δεύτερον, οι παράνομες δραστηριότητες υπονομεύουν σοβαρά την αξιοπιστία του νομικού πλαισίου που διέπει τη δωρεά οργάνων,

ΙΓ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι τα ποσοστά αρνητικής στάσης στη δωρεά οργάνων ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό στην Ευρώπη και ότι οι διακυμάνσεις αυτές μπορεί να εξηγηθούν από το επίπεδο κατάρτισης και γνώσης των ιατρών στους τομείς της επικοινωνίας και της φροντίδας των συγγενών, από τις διαφορετικές νομοθετικές προσεγγίσεις όσον αφορά τη συναίνεση στη δωρεά οργάνων και την πρακτική της εφαρμογή, και από άλλους σημαντικούς πολιτιστικούς, οικονομικούς ή κοινωνικούς παράγοντες που επηρεάζουν την αντίληψη της κοινωνίας όσον αφορά τα οφέλη της δωρεάς και μεταμόσχευσης οργάνων,

ΙΔ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η δωρεά οργάνων εν ζωή μπορεί να αποτελεί ένα χρήσιμο πρόσθετο μέτρο για ασθενείς που δεν μπορούν να βρουν το όργανο που χρειάζονται μέσω μιας μεταθανάτιας μεταμόσχευσης, αλλά ότι πρέπει να τονιστεί ότι η δωρεά οργάνων εν ζωή μπορεί να αποτελεί επιλογή μόνον εφόσον αποκλείονται πλήρως οι παράνομες δραστηριότητες και η καταβολή χρημάτων για τη δωρεά,

ΙΕ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι μια ιατρική επέμβαση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον αφού προηγουμένως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει συναινέσει σε αυτήν κατά τρόπο ελεύθερο και έχοντας επίγνωση της κατάστασης· λαμβάνοντας υπόψη ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πρέπει να τυγχάνει εκ των προτέρων κατάλληλης ενημέρωσης όσον αφορά τον σκοπό και τη φύση της επέμβασης, καθώς επίσης τις συνέπειες και τους κινδύνους της, καθώς και ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανακαλέσει τη συναίνεσή του,

ΙΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν ότι τα προοριζόμενα για μεταμόσχευση όργανα πρέπει να αφαιρούνται από τον θανόντα μόνο μετά τη διαπίστωση του θανάτου σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία,

ΙΖ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η δωρεά οργάνων εν ζωή πρέπει να είναι συμπληρωματική της μεταθανάτιας δωρεάς,

ΙΗ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η χρησιμοποίηση οργάνων για θεραπευτικούς σκοπούς ενέχει τον κίνδυνο μετάδοσης λοιμωδών και άλλων νοσημάτων,

ΙΘ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η αύξηση του προσδοκίμου επιβίωσης έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της ποιότητας των διαθέσιμων μοσχευμάτων, πράγμα που οδηγεί σε πολλές περιπτώσεις σε μείωση του αριθμού των μοσχευμάτων ακόμη και σε κράτη μέλη με αυξανόμενο αριθμό δωρητών,

Κ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η δημόσια ευαισθητοποίηση και η κοινή γνώμη διαδραματίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην αύξηση των ποσοστών δωρεάς οργάνων,

ΚΑ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το έργο που επιτελούν οι φιλανθρωπικές και άλλες εθελοντικές οργανώσεις στα κράτη μέλη ενισχύουν την αποδοχή της δωρεάς οργάνων και ότι οι προσπάθειές τους συμβάλλουν τελικά στην αύξηση του αριθμού των ατόμων που καταχωρούνται ως δωρητές σώματος,

1.  χαιρετίζει το πρόγραμμα δράσης για τη δωρεά και μεταμόσχευση οργάνων (2009-2015) που εγκρίθηκε από την Επιτροπή τον Δεκέμβριο 2008, το οποίο απαιτεί τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών υπό μορφήν δράσεων προτεραιότητας που βασίζονται στη διαπίστωση και ανάπτυξη κοινών στόχων και στην αξιολόγηση των δραστηριοτήτων δωρεάς και μεταμόσχευσης βάσει συμφωνημένων δεικτών που μπορεί να συμβάλουν στον καθορισμό κριτηρίων αναφοράς και βέλτιστων πρακτικών·

2.  εκφράζει την ανησυχία του για την έλλειψη προσφοράς ανθρώπινων οργάνων για μεταμόσχευση προκειμένου να καλύπτονται οι ανάγκες των ασθενών· αναγνωρίζει ότι η τεράστια έλλειψη δωρητών σώματος εξακολουθεί να αποτελεί μείζον εμπόδιο για την πλήρη ανάπτυξη των υπηρεσιών μεταμόσχευσης, καθώς και την κυριότερη πρόκληση που αντιμετωπίζουν τα κράτη μέλη στον τομέα της μεταμόσχευσης οργάνων·

3.  σημειώνει την επιτυχία συστημάτων με τα οποία οι πολίτες έχουν τη δυνατότητα άμεσης εγγραφής σε μητρώα δωρητών σώματος στο πλαίσιο ορισμένων διοικητικών διαδικασιών, όπως η υποβολή αίτησης για διαβατήριο ή άδεια οδήγησης· καλεί μετ' επιτάσεως τα κράτη μέλη να εξετάσουν το ενδεχόμενο υιοθέτησης τέτοιων συστημάτων με στόχο να αυξηθεί ο αριθμός των ατόμων που εγγράφονται σε μητρώα δωρητών·

4.  φρονεί ότι πρέπει να θεσπισθεί ένα σαφές νομικό πλαίσιο για τη χρησιμοποίηση οργάνων που διατίθενται για θεραπευτικούς σκοπούς και να μην υπάρχουν επιφυλάξεις στην κοινωνία όσον αφορά το σύστημα δωρεάς και μεταμόσχευσης οργάνων, προκειμένου να αποτραπεί η απώλεια οργάνων·

5.  επισημαίνει τη σημασία των οργανωτικών πτυχών της προμήθειας οργάνων και τονίζει ότι η ανταλλαγή πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των κρατών μελών θα βοηθήσει τις χώρες με χαμηλή προσφορά οργάνων να βελτιώσουν τα ποσοστά δωρεάς οργάνων, όπως αποδεικνύει το παράδειγμα διαφόρων χωρών τόσο εντός όσο και εκτός της ΕΕ που κατόρθωσαν να αυξήσουν τα ποσοστά δωρεάς οργάνων υιοθετώντας εν μέρει το ισπανικό μοντέλο·

6.  τονίζει τη σημασία των συντονιστών μεταμοσχεύσεων, και το πόσο σημαντικός είναι ο διορισμός συντονιστών μεταμοσχεύσεων σε επίπεδο νοσοκομείου. Θα πρέπει να αναγνωρισθεί ο καίριος ρόλος των συντονιστών μεταμοσχεύσεων για τη βελτίωση, όχι μόνο της αποτελεσματικότητας της διαδικασίας δωρεάς και μεταμόσχευσης, αλλά και της ποιότητας και ασφάλειας των προς μεταμόσχευση οργάνων·

7.  τονίζει ότι με οργανωτικές αλλαγές στη δωρεά και προμήθεια οργάνων μπορεί να αυξηθούν σημαντικά και να διατηρηθούν τα ποσοστά δωρεάς οργάνων·

8.  τονίζει με έμφαση ότι η εξεύρεση δυνητικών δωρητών θεωρείται ως ένα από τα κυριότερα βήματα στην διαδικασία της μεταθανάτιας δωρεάς οργάνων· τονίζει ότι το σημαντικότερο βήμα για την εξεύρεση δωρητών και την αύξηση των ποσοστών δωρεάς οργάνων αποτελεί ο διορισμός σε νοσοκομειακό επίπεδο ενός βασικού αρμοδίου για τη δωρεά (συντονιστή δωρητών μοσχευμάτων), ο οποίος θα είναι κυρίως υπεύθυνος για την εκπόνηση ενός προγράμματος ενεργού εξεύρεσης δωρητών και τη βελτιστοποίηση ολόκληρης της διαδικασίας δωρεάς οργάνων·

9.  σημειώνει τη σπουδαιότητα της διασυνοριακής ανταλλαγής οργάνων, δεδομένου ότι για λόγους ιστοσυμβατότητας είναι απαραίτητο να υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός δωρητών προκειμένου να καλύπτονται οι ανάγκες των ασθενών σε λίστες αναμονής· πιστεύει ότι εν απουσία ανταλλαγής οργάνων μεταξύ των κρατών μελών, οι αποδέκτες που χρειάζονται ένα σπάνιο μόσχευμα θα έχουν ελάχιστες προοπτικές να λάβουν το κατάλληλο όργανο συγχρόνως δε ορισμένοι δωρητές δεν θα λαμβάνονται υπόψη επειδή δεν θα υπάρχει συμβατός αποδέκτης στις λίστες αναμονής·

10.  χαιρετίζει τις δραστηριότητες του Eurotransplant και Scanditransplant, επισημαίνοντας ωστόσο ότι η ανταλλαγή οργάνων εκτός των συστημάτων αυτών και μεταξύ των συστημάτων αυτών μπορεί να βελτιωθεί σημαντικά, ιδίως προς όφελος των ασθενών σε μικρές χώρες·

11.  υπογραμμίζει ότι η διασφάλιση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας σε ολόκληρη την ΕΕ μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη θέσπιση κοινών και δεσμευτικών προτύπων ποιότητας και ασφάλειας·

12.  τονίζει ότι η δωρεά πρέπει να είναι οικειοθελής και χωρίς πληρωμή, και να λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο ενός σαφώς καθορισμένου νομικού και δεοντολογικού πλαισίου·

13.  καλεί τα κράτη μέλη να μεριμνήσουν για την διάθεση των οργάνων σε λήπτες σύμφωνα με διαφανή, μη μεροληπτικά και επιστημονικά κριτήρια·

14.  καλεί τα κράτη μέλη να μεριμνήσουν για τη θέσπιση μιας σαφούς νομικής βάσης προκειμένου να εξασφαλίζεται με έγκυρο τρόπο η συναίνεση ή η άρνηση ενός αποθανόντος ή των συγγενών του στη δωρεά οργάνων και να φροντίσουν επίσης ώστε τα όργανα να μην αφαιρούνται από αποθανόντα εκτός εάν έχει πιστοποιηθεί ο θάνατός του σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία·

15.  προσυπογράφει τα μέτρα που αποσκοπούν στην προστασία δωρητών εν ζωή και διασφαλίζουν ότι η δωρεά οργάνων πραγματοποιείται ανιδιοτελώς και εκουσίως, χωρίς οποιαδήποτε άλλη πληρωμή πλην της αποζημίωσης αποκλειστικά για την κάλυψη του κόστους της δωρεάς, όπως έξοδα ταξιδίου, δαπάνες για την επίβλεψη των παιδιών, διαφυγόντα εισοδήματα ή έξοδα ανάρρωσης, και ότι απαγορεύονται τυχόν οικονομικά κίνητρα ή μειονεκτήματα για ένα δυνητικό δωρητή· καλεί επειγόντως τα κράτη μέλη να θεσπίσουν τους όρους για τη χορήγηση αποζημίωσης·

16.  καλεί την Επιτροπή να αξιολογήσει τη δυνατότητα να υπάρξει μέριμνα ώστε οι ζώντες δότες να ασφαλίζονται νόμιμα σε όλα τα κράτη μέλη· καλεί την Επιτροπή να αναλύσει τις διάφορες ιατροφαρμακευτικές περιθάλψεις ζώντων δοτών σε όλα τα κράτη μέλη προκειμένου να εντοπίσει τις καλλίτερες πρακτικές στην ΕΕ·

17.  τονίζει ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ζώντες δότες επιλέγονται με γνώμονα την υγεία και το ιατρικό ιστορικό τους και, κατά περίπτωση, κατόπιν ψυχολογικής αξιολόγησης, από ειδικευμένους ή καταρτισμένους και ικανούς επαγγελματίες·

18.  υπογραμμίζει ότι η θέσπιση καλοοργανωμένων και λειτουργικών συστημάτων και η προώθηση επιτυχημένων μοντέλων σε εθνικό επίπεδο έχουν μείζονα σημασία· προτείνει τα λειτουργικά αυτά συστήματα να περιλαμβάνουν ένα κατάλληλο νομικό πλαίσιο, τεχνική και εφοδιαστική υποδομή καθώς και οργανωτική στήριξη, σε συνδυασμό με ένα αποτελεσματικό σύστημα διανομής·

19.  καλεί τα κράτη μέλη να προωθήσουν σε όλα τα νοσοκομεία με δυνατότητες δωρεάς οργάνων την εκπόνηση προγραμμάτων βελτίωσης της ποιότητας για τη δωρεά οργάνων, τα οποία θα βασίζονται καταρχάς σε μια εσωτερική αξιολόγηση ολόκληρης της διαδικασίας δωρεάς οργάνων από ειδικούς στην παροχή εντατικής θεραπείας και τον συντονιστή μεταμοσχεύσεων κάθε νοσοκομείου, εφόσον δε είναι απαραίτητο και εφικτό θα αναζητείται συμπληρωματικότητα με εξωτερικούς ελέγχους των κέντρων·

20.  τονίζει ότι η συνεχής εκπαίδευση πρέπει να αποτελεί ουσιώδες τμήμα των στρατηγικών επικοινωνίας των κρατών μελών στο ζήτημα αυτό· ειδικότερα προτείνει να διαφωτίζονται και να ενθαρρύνονται οι πολίτες να συζητούν για τη δωρεά οργάνων και να ανακοινώνουν στους συγγενείς τους τις σχετικές προθέσεις τους· σημειώνει ότι, όπως φαίνεται, μόνο το 41% των ευρωπαίων πολιτών έχουν συζητήσει με τις οικογένειές τους το ζήτημα της δωρεάς οργάνων·

21.  καλεί τα κράτη μέλη να διευκολύνουν τους δυνητικούς δωρητές να δηλώνουν ρητώς μέσω ηλεκτρονικής εγγραφής σε ένα εθνικό και/ή ευρωπαϊκό μητρώο δωρητών τη βούλησή τους να καταστούν δωρητές σώματος, με στόχο την επιτάχυνση των διαδικασιών για τη διαπίστωση της πρόθεσης δωρεάς οργάνων·

22.  καλεί την Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα ενδιαφερόμενα μέρη, να εξετάσει τη δυνατότητα ανάπτυξης συστήματος βάσει του οποίου θα λαμβάνονται υπόψη σε όσο το δυνατόν περισσότερα κράτη μέλη οι εκπεφρασμένες επιθυμίες πολιτών οι οποίοι συναινούν στην δωρεά οργάνων μετά το θάνατό τους·

23.  καλεί τα κράτη μέλη να μεριμνήσουν για την ολοκλήρωση συστημάτων και σχετικών αρχείων στα οποία θα είναι εύκολη η πρόσβαση για την καταγραφή των επιθυμιών των μελλοντικών δοτών·

24.  καλεί επιπλέον τα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα ώστε, με την προσθήκη μίας μνείας και ενός συμβόλου στις εθνικές ταυτότητες ή τα διπλώματα οδήγησης, να διευκολύνεται η αναγνώριση του κατόχου τους ως δωρητή σώματος·

25.  καλεί κατά συνέπεια τα κράτη μέλη να βελτιώσουν τις γνώσεις και την ικανότητα επικοινωνίας των επαγγελματιών υγείας και των ομάδων υποστήριξης ασθενών σε θέματα μεταμόσχευσης οργάνων· καλεί την Επιτροπή, τα κράτη μέλη και τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών να συμβάλουν στην ενίσχυση της ενημέρωσης των πολιτών όσον αφορά τη δυνατότητα της δωρεάς οργάνων, λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψη τις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες κάθε κράτους μέλους·

26.  καλεί τα κράτη μέλη να εξαντλήσουν τις δυνατότητες μεταθανάτιας δωρεάς οργάνων με την καθιέρωση αποτελεσματικών συστημάτων εξεύρεσης δωρητών οργάνων και με την υποστήριξη των συντονιστών δωρητών μοσχευμάτων στα ευρωπαϊκά νοσοκομεία· καλεί τα κράτη μέλη να εξετάσουν και να προσφεύγουν συχνότερα στη χρησιμοποίηση οργάνων από δωρητές που πληρούν «διευρυμένα» κριτήρια (δηλ. ηλικιωμένους δωρητές ή άτομα με ορισμένες ασθένειες), τηρώντας συγχρόνως τις αυστηρότερες προδιαγραφές ποιότητας και ασφάλειας με την αξιοποίηση, ειδικότερα, των πρόσφατων βιοτεχνολογικών επιτευγμάτων που περιορίζουν τον κίνδυνο απόρριψης των μοσχευμάτων·

27.  πιστεύει ότι είναι απαραίτητο να εξασφαλισθεί η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ, αφενός, της προστασίας του δότη από άποψη ανωνυμίας και απορρήτου και, αφετέρου, της ικανότητας να ανιχνεύεται η προέλευση της δωρεάς οργάνων για ιατρικούς σκοπούς, με στόχο την πρόληψη της καταβολής ανταλλάγματος, του εμπορίου και του λαθρεμπορίου οργάνων·

28.  τονίζει ότι οι δωρητές εν ζωή πρέπει να τυγχάνουν περίθαλψης σύμφωνα με τις αυστηρότερες ιατρικές προδιαγραφές και χωρίς καμία ατομική οικονομική επιβάρυνση σε περίπτωση προβλημάτων υγείας όπως υπέρταση, νεφρική ανεπάρκεια και οι συνέπειές τους που προέκυψαν ενδεχομένως από τη μεταμόσχευση, και ότι πρέπει να αποτρέπεται κάθε απώλεια εισοδήματος συνεπεία της μεταμόσχευσης ή σχετικού προβλήματος υγείας· οι δωρητές πρέπει να προστατεύονται στο πλαίσιο του κοινωνικού συστήματος έναντι δυσμενών διακρίσεων·

29.  πιστεύει ότι όλες οι διατάξεις που διέπουν τα συστήματα μεταμόσχευσης (διανομή, πρόσβαση σε υπηρεσίες μεταμόσχευσης, στοιχεία δραστηριοτήτων κ.λπ.) πρέπει να είναι προσιτά στο κοινό και να ελέγχονται καταλλήλως, ώστε να αποφεύγεται κάθε αδικαιολόγητη διάκριση όσον αφορά την πρόσβαση σε λίστες αναμονής για μεταμοσχεύσεις και/ή θεραπευτικές διαδικασίες·

30.  σημειώνει ότι, μολονότι διάφορα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει την υποχρεωτική καταγραφή των διαδικασιών μεταμόσχευσης και επιπλέον υπάρχουν και ορισμένα εκουσίως καταρτισθέντα μητρώα, δεν υφίσταται ένα εκτεταμένο σύστημα συλλογής δεδομένων για τα διάφορα είδη μεταμοσχεύσεων και τα αποτελέσματά τους·

31.  υποστηρίζει, συνεπώς, ένθερμα τη σύσταση εθνικών και ενωσιακών μητρώων καθώς και την καθιέρωση μιας μεθόδου σύγκρισης των αποτελεσμάτων των υπαρχόντων μητρώων παρακολούθησης που τηρούνται για ασθενείς που υπέστησαν μεταμόσχευση, τηρουμένου του ισχύοντος ευρωπαϊκού νομικού πλαισίου για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

32.  στηρίζει τη δημιουργία σε επίπεδο Ένωσης ειδικών πρωτοκόλλων διαδικασιών για το εγχειρητικό και το μετεγχειρητικό στάδιο με την ευθύνη των αντίστοιχων χειρουργικών ομάδων, ειδικών παθολόγων και άλλων αναγκαίων ειδικοτήτων·

33.  υποστηρίζει τη σύσταση εθνικών και ενωσιακών μητρώων παρακολούθησης δωρητών εν ζωή με σκοπό την αποτελεσματικότερη προστασία της υγείας τους·

34.  τονίζει ότι κάθε εμπορική εκμετάλλευση των οργάνων που εμποδίζει ισότιμη πρόσβαση στις μεταμοσχεύσεις δεν είναι ηθικά αποδεκτή, δεν συνάδει με τις θεμελιώδεις ανθρώπινες αξίες, παραβιάζει το άρθρο 21 της σύμβασης για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την βιοϊατρική και απαγορεύεται βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ·

35.  τονίζει ότι η έλλειψη οργάνων συνδέεται με δύο τρόπους με την παράνομη διακίνηση οργάνων και με την εμπορία ανθρώπων με σκοπό την αφαίρεση οργάνων: πρώτον, η αυξημένη προσφορά οργάνων στα κράτη μέλη θα συνέβαλλε στην αποτελεσματικότερη παρακολούθηση των πρακτικών αυτών, δεδομένου ότι οι πολίτες της ΕΕ δεν θα ήταν αναγκασμένοι να αναζητούν μοσχεύματα εκτός της ΕΕ και, δεύτερον, η παράνομη δραστηριότητα πλήττει σοβαρά την αξιοπιστία του νομικού πλαισίου για τη δωρεά οργάνων·

36.  παραπέμπει για μία ακόμη φορά στις συστάσεις για την καταπολέμηση του εμπορίου οργάνων οι οποίες περιλαμβάνονται στην έκθεση Αδάμου συστάσεις σχετικά με τη δωρεά και τη μεταμόσχευση οργάνων(2) και φρονεί ότι η Επιτροπή πρέπει να τις λάβει σοβαρά υπόψη της κατά την κατάρτιση του σχεδίου δράσης· τονίζει με έμφαση ότι η Επιτροπή και η Ευρωπόλ πρέπει να ευαισθητοποιηθούν περισσότερο όσον αφορά το πρόβλημα αυτό·

37.  τονίζει τη σημασία της Παγκόσμιας Συνέλευσης για την Υγεία που θα πραγματοποιηθεί το Μάιο του 2010 και καλεί μετ' επιτάσεως την Επιτροπή και το Συμβούλιο να υπεραμυνθούν σε επίπεδο ΠΟΥ της αρχής της εκούσιας και άνευ πληρωμής δωρεάς·

38.  χαιρετίζει την κοινή μελέτη του Συμβουλίου της Ευρώπης και των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με την παράνομη διακίνηση οργάνων, ιστών και κυττάρων και την εμπορία ανθρώπων με σκοπό την αφαίρεση οργάνων·

39.  αναφέρει την έκθεση των David Matas και David Kilgour σχετικά με τη θανάτωση μελών του Falun Gong για την αφαίρεση οργάνων και καλεί την Επιτροπή να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τους ισχυρισμούς που διατυπώνονται στο βιβλίο αυτό και με άλλες παρεμφερείς περιπτώσεις·

40.  καλεί επειγόντως τα κράτη μέλη να θεσπίσουν μηχανισμούς παρέμβασης σε περίπτωση κατά την οποία επαγγελματίες υγείας, οργανισμοί ή ασφαλιστικές εταιρίες συνιστούν σε πολίτες της Ένωσης να αποκτήσουν ένα όργανο σε τρίτες χώρες μετερχόμενοι πρακτικές εμπορίας οργάνων ή εμπορίας ανθρώπων με σκοπό την αφαίρεση οργάνων· προτρέπει τα κράτη μέλη να παρακολουθούν τα κρούσματα αυτά στην επικράτειά τους· προτρέπει τα κράτη μέλη να εξετάσουν τη θέσπιση νομοθετικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένων κυρώσεων, κατά προσώπων που προωθούν και/ή συμμετέχουν σε τέτοιες δραστηριότητες·

41.  καταδικάζει τη συμπεριφορά ορισμένων οργανισμών ασφάλισης ασθένειας που ενθαρρύνουν ασθενείς να συμμετάσχουν σε τουρισμό με σκοπό τη μεταμόσχευση και καλεί τα κράτη μέλη να θέσουν την πρακτική αυτή υπό αυστηρή παρακολούθηση και να επιβάλουν κυρώσεις·

42.  τονίζει ότι οι ασθενείς που έχουν λάβει ένα όργανο με παράνομο τρόπο δεν είναι δυνατόν να αποκλείονται από την παροχή ιατρικής περίθαλψης στην Ευρωπαϊκή Ένωση· επισημαίνει ότι, όπως και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ της επιβολής κυρώσεων για παράνομη δραστηριότητα και της ανάγκης για ιατρική περίθαλψη·

43.  τονίζει ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να εντείνουν τη συνεργασία τους υπό την αιγίδα της Interpol και της Europol προκειμένου να επιλυθεί το πρόβλημα του εμπορίου οργάνων πιο αποτελεσματικά·

44.  αναγνωρίζει ότι η βελτίωση της ποιότητας και της ασφάλειας της δωρεάς και μεταμόσχευσης οργάνων έχει αποφασιστική σημασία· τονίζει ότι με αυτό τον τρόπο θα μειωθούν οι κίνδυνοι της μεταμόσχευσης και συνεπώς θα μειωθούν οι επιπλοκές· πιστεύει ότι τα μέτρα για τη βελτίωση της ποιότητας και της ασφάλειας θα επηρεάσουν την προσφορά οργάνων και αντιστρόφως· καλεί την Επιτροπή να συνδράμει τα κράτη μέλη στην προσπάθειά τους να αναπτύξουν τις δυνατότητές τους για τη θέσπιση και ανάπτυξη εθνικών ρυθμιστικών πλαισίων για τη βελτίωση της ποιότητας και ασφάλειας·

45.  τονίζει ότι η εποικοδομητική συνεργασία μεταξύ των επαγγελματιών υγείας και των εθνικών αρχών ή άλλων νομιμοποιούμενων οργανισμών είναι απαραίτητη και προσφέρει προστιθέμενη αξία·

46.  αναγνωρίζει ότι η παροχή ιατρικής περίθαλψης μετά τη μεταμόσχευση, συμπεριλαμβανομένων των κατάλληλων θεραπειών κατά της απόρριψης του μοσχεύματος, έχει σημαντικό ρόλο στην επιτυχία των μεταμοσχεύσεων· αναγνωρίζει ότι με τη βέλτιστη εφαρμογή θεραπειών κατά της απόρριψης των μοσχευμάτων μπορεί να επιτευχθεί μακροπρόθεσμα βελτίωση της υγείας των ασθενών, επιβίωση των μοσχευμάτων και, συνεπώς, μεγαλύτερη διαθεσιμότητα μοσχευμάτων λόγω μειωμένης ανάγκης για επανάληψη της μεταμόσχευσης, και δηλώνει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να μεριμνήσουν ώστε οι ασθενείς να έχουν πρόσβαση στις καλύτερες διαθέσιμες θεραπείες·

47.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών.

(1) ΕΕ L 102, 7.4.2004, σ. 48.
(2) Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Απριλίου 2008 σχετικά με τη δωρεά και τη μεταμόσχευση οργάνων: Ενέργειες πολιτικής σε επίπεδο ΕΕ (Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2008)0130).


Θεσμικές πτυχές της προσχώρησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών
PDF 416kWORD 98k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 19ης Μαΐου 2010 σχετικά με τις θεσμικές πτυχές της προσχώρησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (2009/2241(INI))
P7_TA(2010)0184A7-0144/2010

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα άρθρα 216, παράγραφος 2, 218, παράγραφοι 6, 8 και 10 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και το πρωτόκολλο σχετικά με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά την προσχώρηση της Ένωσης στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (εφεξής ΕΣΔΑ),

–  έχοντας υπόψη την απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της 14ης Ιανουαρίου 2010 με την οποία επιτρέπεται η εφαρμογή του άρθρου 50 του Κανονισμού (διαδικασία συνδεδεμένων επιτροπών)(1),

–  έχοντας υπόψη τo άρθρο 48 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων, και της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων (A7-0144/2010),

A.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με πάγια νομολογία από τις αποφάσεις για τις υποθέσεις Internationale Handelsgesellschaft, της 17ης Δεκεμβρίου 1970(2), και Nold, της 14ης Μαΐου 1974(3), αποφαίνεται ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών δικαίου, των οποίων τον σεβασμό εξασφαλίζει το Δικαστήριο,

B.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενεργώντας με τον τρόπο αυτό, εμπνέεται από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών καθώς και από τα διεθνή όργανα για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ανθρώπου, στα οποία έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη, όπως είναι η ΕΣΔΑ,

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η νομολογία αυτή ενσωματώθηκε ουσιαστικά στο πρωτογενές δίκαιο μέσω της Συνθήκης του Μάαστριχτ για την Ευρωπαϊκή Ένωση, του 1993,

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δίδει ιδιαίτερη προσοχή στην εξέλιξη της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπως μαρτυρά ο αυξανόμενος αριθμός αποφάσεων που περιέχουν αναφορές στις διατάξεις της ΕΣΔΑ,

E.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων λαμβάνει, κατ' αρχήν, υπόψη την «τεκμαιρόμενη συμβατότητα» της συμπεριφοράς ενός κράτους μέλους της Ένωσης προς την ΕΣΔΑ, εφόσον το συγκεκριμένο κράτος εφαρμόζει απλώς το δίκαιο της Ένωσης,

ΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε γνωμοδότησή του της 28ης Μαρτίου 1996, διαπιστώνει ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν δύναται να προσχωρήσει στην ΕΣΔΑ, χωρίς να προηγηθεί τροποποίηση της συνθήκης, λόγω του ότι η Κοινότητα δεν διαθέτει την απαραίτητη προς τούτο ρητή ή εξυπακουόμενη αρμοδιότητα,

Ζ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, κατά την προσχώρηση, τηρούνται τα όρια που θέτει η Συνθήκη της Λισαβόνας και τα επισυναπτόμενα πρωτόκολλα και ειδικότερα, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τι το πρωτόκολλο αριθ. 8 της Συνθήκης της Λισαβόνας· θεωρώντας ότι οι διατάξεις αυτές δεν αποτελούν απλώς μία επιλογή που επιτρέπει στην Ένωση να προσχωρήσει αλλά μία υποχρέωση για τα όργανα της Ένωσης να ενεργήσουν προς αυτή την κατεύθυνση, λαμβάνοντας υπόψη ότι η συμφωνία σχετικά με την προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ πρέπει να αντανακλά την ανάγκη διατήρησης των ειδικών χαρακτηριστικών της Ένωσης και του δικαίου της Ένωσης,

H.  εκτιμά ότι μετά τη σύναψη του πρωτοκόλλου αριθ. 14 που τροποποιεί την ΕΣΔΑ, η δυνατότητα προσχώρησης της Ένωσης είναι πλέον δεδομένη, όσον αφορά τα κράτη, που είναι μέρη της ΕΣΔΑ, και ότι οι όροι και λεπτομέρειες της προσχώρησης πρέπει να συμφωνηθούν με την ευκαιρία αυτή μεταξύ της Ένωσης, αφενός, και των κρατών μερών της ΕΣΔΑ, αφ' ετέρου,

Θ.  εκτιμώντας ότι μια τέτοια συμφωνία θα πρέπει επίσης να καλύπτει διοικητικά και τεχνικά ζητήματα, όπως την αρχή της συνεισφοράς της Ένωσης στα έξοδα λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. λαμβάνοντας υπόψη ότι στο πλαίσιο αυτό πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο καθιέρωσης ενός αυτόνομου προϋπολογισμού για το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με σκοπό τη διευκόλυνση του καθορισμού των αντίστοιχων συνεισφορών,

Ι.  εκτιμώντας ότι η Ένωση, προσχωρώντας στην ΕΣΔΑ, θα ενσωματωθεί σε αυτό το σύστημα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και έτσι θα διαθέτει, εκτός από την εσωτερική προστασία των δικαιωμάτων της μέσω της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έναν εξωτερικό φορέα προστασίας με διεθνή χαρακτήρα,

ΙΑ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΣΔΑ δημιουργήθηκε όχι μόνο μέσω των πρόσθετων πρωτοκόλλων, αλλά και μέσω άλλων συμβάσεων, χαρτών και συμφωνιών, που οδήγησαν σε ένα συνεχώς εξελισσόμενο σύστημα προάσπισης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών,

1.  τονίζει τα κύρια επιχειρήματα υπέρ της προσχώρησης της Ένωσης στην ΕΣΔΑ, τα οποία δύνανται να συνοψισθούν ως εξής:

   η προσχώρηση αποτελεί πρόοδο στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και σηματοδοτεί ένα ακόμη βήμα προς την πολιτική ένωση,
   ενώ το σύστημα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ένωσης συμπληρώνεται και ενισχύεται από την ενσωμάτωση του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πρωτογενές της δίκαιο, η προσχώρησή της στην ΕΣΔΑ θα στείλει ένα ισχυρό μήνυμα για τη συνοχή μεταξύ της Ένωσης και των κρατών που ανήκουν στο Συμβούλιο της Ευρώπης και για το πανευρωπαϊκό καθεστώς του για ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα· η προσχώρηση αυτή θα ενισχύσει επίσης την αξιοπιστία της Ένωσης έναντι των τρίτων χωρών από τις οποίες συχνά αξιώνει, στο πλαίσιο των διμερών σχέσεών τους, να σέβονται την ΕΣΔΑ,
   η προσχώρηση στην ΕΣΔΑ θα εξασφαλίσει στους πολίτες έναντι των ενεργειών της Ένωσης προστασία ανάλογη με αυτήν που διαθέτουν έναντι όλων των άλλων κρατών μελών· τούτο βαρύνει περισσότερο καθώς τα κράτη μέλη έχουν εκχωρήσει στην Ένωση σημαντικές αρμοδιότητες,
   η νομοθετική και νομολογιακή εναρμόνιση στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των εννόμων τάξεων της ΕΕ και της ΕΣΔΑ θα συντελέσει στην αρμονική ανάπτυξη των δύο ευρωπαϊκών δικαστηρίων στον τομέα των ανθρώπινων δικαιωμάτων, κυρίως μέσω της αυξημένης ανάγκης για διάλογο και συνεργασία, και θα δημιουργήσει ένα ακέραιο σύστημα, όπου τα δύο δικαστήρια θα λειτουργούν με συγχρονισμένο τρόπο,
   η προσχώρηση θα αντισταθμίσει επίσης, σε ένα βαθμό, το γεγονός ότι η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι σχετικά περιορισμένη σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, παρέχοντας χρήσιμη εξωτερική δικαστική εποπτεία όλων των κοινοτικών δραστηριοτήτων,
   η προσχώρηση ουδόλως πρόκειται να θέσει υπό αμφισβήτηση την αρχή της αυτονομίας του δικαίου της Ένωσης διότι, για τα ζητήματα που άπτονται του δικαίου της Ένωσης και της εγκυρότητας των πράξεών της, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα εξακολουθήσει να είναι το μοναδικό ανώτατο δικαιοδοτικό όργανο· το Δικαστήριο Ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν μπορεί να θεωρηθεί παρά μόνο ως ένα όργανο που ασκεί εξωτερικό έλεγχο για τον σεβασμό εκ μέρους της Ένωσης των υποχρεώσεων διεθνούς δικαίου που απορρέουν από την προσχώρησή της στην ΕΣΔΑ· η σχέση των δύο ευρωπαϊκών δικαστηρίων δεν είναι ιεραρχική αλλά σχέση εξειδίκευσης· το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα έχει καθεστώς ανάλογο με αυτό που έχουν σήμερα τα ανώτατα δικαστήρια των κρατών μελών σε σχέση με το Δικαστήριο·

2.  υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6 της συνθήκης ΕΕ και το πρωτόκολλο αριθ. 8, η προσχώρηση δεν συνεπάγεται επέκταση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης και, ιδιαίτερα, δεν δημιουργεί γενική αρμοδιότητα της Ένωσης στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2 και το άρθρο 6, παράγραφος 3, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα πρέπει να γίνονται σεβαστές οι συνταγματικές παραδόσεις και ταυτότητες των κρατών μελών·

3.  βεβαιώνει ότι σύμφωνα με το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 8 της Συνθήκης της Λισαβόνας, η συμφωνία προσχώρησης της Ένωσης στην ΕΣΔΑ πρέπει να διασφαλίζει ότι η προσχώρηση δεν επηρεάζει την ιδιαίτερη εσωτερική κατάσταση των κρατών μελών όσον αφορά την ΕΣΔΑ και, γενικά, τα Πρωτόκολλα της Σύμβασης ούτε, ειδικότερα, τις παρεκκλίσεις από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση και τις επιφυλάξεις εκ μέρους των κρατών μελών και ότι αυτές οι περιστάσεις δεν θα επηρεάσουν τη θέση της Ένωσης έναντι της ΕΣΔΑ·

4.  παρατηρεί ότι το σύστημα της ΕΣΔΑ συμπληρώθηκε από μία σειρά πρόσθετων πρωτοκόλλων σχετικών με την προστασία δικαιωμάτων, που δεν αποτελούσαν αντικείμενο της ΕΣΔΑ, και συνιστά να λάβει εντολή η Επιτροπή να διαπραγματευτεί επίσης προσχώρηση σε όλα τα πρωτόκολλα που έχουν σχέση με τα δικαιώματα τα οποία αντιστοιχούν στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ανεξαρτήτως της επικύρωσής τους από τα κράτη μέλη της Ένωσης·

5.  υπογραμμίζει ότι, καθώς η προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ΕΣΑΔ είναι προσχώρηση μη κράτους σε μια νομική πράξη που έχει δημιουργηθεί για κράτη, η προσχώρηση της ΕΕ στη Σύμβαση θα πρέπει να ολοκληρωθεί χωρίς να αλλοιωθούν τα χαρακτηριστικά της ΕΣΔΑ, οι δε τροποποιήσεις στο δικαστικό της σύστημα θα πρέπει να περιοριστούν στο ελάχιστο· θεωρεί σημαντικό, προς το συμφέρον όσων επιζητούν δικαιοσύνη τόσο εντός της Ένωσης όσο και στις τρίτες χώρες, να προκριθούν οι τρόποι προσχώρησης που θα έχουν τον ελάχιστο δυνατό αντίκτυπο στον φόρτο εργασίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

6.  τονίζει ότι, μαζί με την πολιτική δέσμευση, είναι απολύτως σημαντικό να βρεθούν επαρκείς απαντήσεις και λύσεις στα βασικά τεχνικά ερωτήματα προκειμένου να επιτραπεί η προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣΔΑ ώστε να χρησιμοποιηθεί προς όφελος των πολιτών· οι ανεπίλυτες και ασαφείς λεπτομέρειες ενδέχεται να δημιουργήσουν σύγχυση και να θέσουν σε κίνδυνο τον ίδιο το σκοπό της προσχώρησης. επισημαίνει, ωστόσο, ότι δεν πρέπει να επιτραπεί οι τεχνικές δυσκολίες να παρεμποδίσουν την διαδικασία·

7.  υπογραμμίζει ότι με την προσχώρηση στην ΕΣΔΑ η Ένωση δεν θα καταστεί μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης αλλά η μέχρις ενός βαθμού συμμετοχή της Ένωσης στα όργανα της ΕΣΔΑ είναι απαραίτητη για να εξασφαλιστεί η καλή ενσωμάτωση της Ένωσης στο σύστημα της ΕΣΔΑ και, ως εκ τούτου, η Ένωση πρέπει να διαθέτει ορισμένα δικαιώματα, συγκεκριμένα δε:

   το δικαίωμα να υποβάλει κατάλογο τριών υποψηφίων για το αξίωμα του δικαστή εκ των οποίων ο ένας εκλέγεται από την Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης εξ ονόματος της Ένωσης και συμμετέχει στις εργασίες του Δικαστηρίου σε βάση ισότητας με τους άλλους δικαστές, σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 2 της ΕΣΔΑ· το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μετέχει στην κατάρτιση του καταλόγου των υποψηφίων σύμφωνα με μια διαδικασία που ομοιάζει με αυτήν η οποία προβλέπεται στο άρθρο 255 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τους υποψηφίους για την άσκηση των καθηκόντων του δικαστή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου,
   το δικαίωμα συμμετοχής μέσω της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με δικαίωμα ψήφου για λογαριασμό της ΕΕ, στις συνεδριάσεις της Επιτροπής των υπουργών, όταν η τελευταία ασκεί τα καθήκοντά της ελέγχου της εκτέλεσης των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή όταν συζητεί για τη σκοπιμότητα αιτήσεως γνωμοδότησης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και το δικαίωμα να εκπροσωπείται στο πλαίσιο της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (υπο-οργάνου της Επιτροπής υπουργών),
   το δικαίωμα για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να ορίζει/αποστέλλει ορισμένο αριθμό αντιπροσώπων στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, όταν εκλέγει τους δικαστές του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων·

8.  είναι της άποψης ότι τα κράτη μέλη πρέπει να αναλαμβάνουν τη δέσμευση, κατά την ένταξή τους στην ΕΣΔΑ, μεταξύ τους και στις αμοιβαίες σχέσεις τους με την Ένωση να μην ασκούν διακρατική προσφυγή λόγω παραλείψεως, κατά την έννοια του άρθρου 33 της ΕΣΔΑ, όταν η πράξη ή η παράλειψη που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, δεδομένου ότι τούτο θα ήταν αντίθετο προς το άρθρο 344 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

9.  εκτιμά ότι η κυριότερη προστιθέμενη αξία της προσχώρησης της ΕΕ στην ΕΣΔΑ έγκειται στη δυνατότητα ατομικής προσφυγής κατά πράξεων εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης από τα θεσμικά της όργανα ή από τα κράτη μέλη· και ότι, συνεπώς, κάθε προσφυγή φυσικού ή νομικού προσώπου που αφορά πράξη ή παράλειψη ενός οργάνου η οργανισμού της Ένωσης πρέπει να κατευθύνεται μόνον κατ' αυτής· αντίστοιχα, κάθε προσφυγή που έχει ως αντικείμενο μέτρο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης από ένα κράτος μέλος πρέπει να κατευθύνεται αποκλειστικά κατά του τελευταίου· τούτο δεν εμποδίζει, αν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία σχετικά με τον τρόπο καταμερισμού των ευθυνών, η προσφυγή να ασκείται κατά της Ένωσης και του κράτους μέλους ταυτόχρονα·

10.  εκτιμά ότι, προκειμένου να τηρείται η προϋπόθεση της εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων σύμφωνα με το άρθρο 35 της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων πρέπει να έχει εξαντλήσει τα ένδικα μέσα που προσφέρει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, καθώς και την προδικαστική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου του Λουξεμβούργου. Θα θεωρείται ότι η συγκεκριμένη διαδικασία έχει εξαντληθεί όταν, κατόπιν αιτήσεως του προσφεύγοντος, ο εθνικός δικαστής δεν κρίνει σκόπιμη την παραπομπή για προδικαστική απόφαση·

11.  σημειώνει ότι, έπειτα από την προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣΔΑ, είναι πιθανόν τόσο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όσο και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να έχουν δικαιοδοσία σε ορισμένες υποθέσεις και επισημαίνει ότι δεν θα είναι αποδεκτή η ταυτόχρονη προσφυγή για μια τέτοιου είδους υπόθεση ενώπιον δύο δικαστηρίων·

12.  θεωρεί ενδεδειγμένο για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και με την επιφύλαξη του άρθρου 36 της παραγράφου 2 της ΕΣΔΑ, όπως, σε κάθε υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατά ενός κράτους μέλους, η οποία δύναται να θέσει θέμα σχετικά με το δίκαιο της Ένωσης, να μπορεί η Ένωση να επεμβαίνει ως συν-εναγόμενος καθώς και σε κάθε υπόθεση κατά της Ένωσης υπό τις ίδιες συνθήκες να μπορεί κάθε κράτος μέλος, να επεμβαίνει ως συν-εναγόμενος· η δυνατότητα αυτή πρέπει να προβλεφθεί μέσω διατάξεων που θα περιληφθούν στη συνθήκη προσχώρησης με τρόπο σαφή αλλά, επίσης, αρκούντως ευρύ·

13.  εκτιμά ότι η έγκριση του καθεστώτος του συν-εναγόμενου δεν αποτελεί εμπόδιο για τις άλλες έμμεσες δυνατότητες που προσφέρει η ΕΣΔΑ (άρθρο 36, Ι), όπως το δικαίωμα της Ένωσης να παρεμβαίνει ως τρίτος σε κάθε προσφυγή πολίτη της Ένωσης·

14.  θεωρεί ότι, καθώς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναγνώρισε την εξωεδαφική εφαρμογή της ΕΣΑΔ, η Ένωση πρέπει να έχει ως στόχο την πλήρη τήρηση αυτής της υποχρέωσης στις εξωτερικές της σχέσεις και δραστηριότητες·

15.  εκτιμά ότι δεν θα ήταν ορθό να τυποποιηθούν οι σχέσεις μεταξύ Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μέσω της καθιέρωσης προδικαστικής διαδικασίας ενώπιον του τελευταίου ή της δημιουργίας οργανισμού ή «ομάδας» που θα αποφαίνεται στις περιπτώσεις όπου το ένα από τα δύο όργανα προτίθεται να υιοθετήσει ερμηνεία της ΕΣΔΑ διαφορετική αυτής που έχει υιοθετήσει το άλλο· στο πλαίσιο αυτό υπενθυμίζει την δήλωση αριθ. 2 όσον αφορά το άρθρο 6, παράγραφος 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία διαπιστώνει την ύπαρξη τακτικού διαλόγου μεταξύ του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ο οποίος μπορεί να ενισχυθεί όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση προσχωρήσει στην εν λόγω Σύμβαση·

16.  είναι σαφώς ενήμερη του γεγονότος ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δύναται να εντοπίσει παραβίαση σε υπόθεση για την οποία έχει ήδη αποφασίσει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπογραμμίζει ότι κάτι τέτοιο σε καμία περίπτωση δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία του ΔΕΚ ως τελικού επιδιαιτητή στο δικαστικό σύστημα της ΕΕ·

17.  υπογραμμίζει ότι, μετά την προσχώρηση, η ΕΣΔΑ θα συνιστά το ελάχιστο πρότυπο προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών στην Ευρώπη και ότι είναι κομβικής σημασίας, κυρίως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η προστασία που παρέχεται από την ΕΕ είναι κατώτερη από αυτή που παρέχεται από την ΕΣΔΑ· επισημαίνει ότι η ΕΣΔΑ ενισχύει την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στο πλαίσιο του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων και εμπίπτουν στο πεδίο αναφοράς του και ότι ο Χάρτης αναγνωρίζει και άλλα δικαιώματα και αρχές που δεν περιλαμβάνονται στην ΕΣΔΑ αλλά στα συμπληρωματικά πρωτόκολλα και τα συναφή με την ΕΣΔΑ μέσα·

18.  υπενθυμίζει ότι η προώθηση του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που συνιστά κεντρική αξία της ΕΕ και κατοχυρώνεται στην ιδρυτική της Συνθήκη, αποτελεί κοινό παρονομαστή για τις σχέσεις της με τρίτες χώρες· θεωρεί επομένως ότι η προσχώρηση αυτή θα ενισχύσει περαιτέρω την εμπιστοσύνη των πολιτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και την αξιοπιστία της ΕΕ στο πλαίσιο του διαλόγου για τα ανθρώπινα δικαιώματα με τις τρίτες χώρες· τονίζει επίσης ότι η ενιαία και πλήρης εφαρμογή των Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων σε επίπεδο ΕΕ είναι εξίσου απαραίτητη για να διασφαλισθεί η αξιοπιστία της Ένωσης στο διάλογο αυτό·

19.  παρατηρεί ότι η ΕΣΔΑ έχει σημαντικό ρόλο στο πλαίσιο της ερμηνείας του Χάρτη Θεμελιωδών δικαιωμάτων, στο μέτρο που δικαιώματα κατοχυρωμένα από τον Χάρτη, που αντιστοιχούν σε δικαιώματα αναγνωρισμένα από την ΕΣΔΑ, πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με την τελευταία και ότι η ΕΣΔΑ αποτελεί, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 3, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, πηγή έμπνευσης για το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την διατύπωση των γενικών αρχών δικαίου της Ένωσης· παρατηρεί επίσης ότι η ΕΣΔΑ, σύμφωνα με το άρθρο 53, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιορίζει ή θίγει δικαιώματα που έχουν αναγνωρισθεί από τον Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων· συνεπώς, ο τελευταίος διατηρεί ακέραια τη νομική του αξία·

20.  τονίζει τη σημασία της ΕΣΔΑ και της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) για την εξασφάλιση νομικού πλαισίου και παροχής κατευθυντήριων αρχών για την τρέχουσα ή μελλοντική δράση της ΕΕ στον τομέα των δημοσίων ελευθεριών, της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων, ειδικότερα υπό το φως των νέων μορφών ενσωμάτωσης και εναρμόνισης των δημόσιων ελευθεριών, της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων που προωθήθηκαν με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας και την έγκριση του προγράμματος της Στοκχόλμης·

21.  επισημαίνει ότι η προσχώρηση, πρώτα και κύρια, θα συμβάλει στην υιοθέτηση ενός συνεκτικότερου συστήματος ανθρωπίνων δικαιωμάτων εντός της ΕΕ· υποστηρίζει ότι η προσχώρηση θα ενδυναμώσει την αξιοπιστία της ΕΕ στα μάτια των ίδιων της των πολιτών στον τομέα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διασφαλίζοντας τον πλήρη και αποτελεσματικό σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων κάθε φορά που τίθεται θέμα ενωσιακής νομοθεσίας·

22.  τονίζει ότι, μετά την προσχώρηση, η αρμοδιότητα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατά την εκδίκαση υποθέσεων που διαβιβάζονται από την ΕΣΔΑ δεν θα αμφισβητούνται με βάση την εσωτερική διάρθρωση της νομοθεσίας της Ένωσης· τονίζει επίσης ότι η αρμοδιότητα του ΕΣΔΑ δεν πρέπει να περιορίζονται στους ευρωπαίους πολίτες ή στη γεωγραφική περιοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (επί παραδείγματι, στην περίπτωση αποστολών ή αντιπροσωπειών)·

23.  σημειώνει ότι η προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣΔΑ θα παράσχει έναν πρόσθετο μηχανισμό ενίσχυσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και συγκεκριμένα τη δυνατότητα προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ ) σε σχέση με πράξη ή παράλειψη ενός οργανισμού της ΕΕ ή ενός κράτους μέλους το οποίο εφαρμόζει την νομοθεσία της Ένωσης και που ταυτόχρονα εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων· επισημαίνει, ωστόσο, ότι αυτό δεν μεταβάλλει το υφιστάμενο δικαιοδοτικό σύστημα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ότι η ανάγκη εξάντλησης όλων των εσωτερικών ένδικων μέσων θα παραμείνει προϋπόθεση για το αποδεκτό κάθε προσφυγής· ζητεί οι προσφυγές και οι καταγγελίες να αντιμετωπίζονται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος· ενθαρρύνει την Επιτροπή να παράσχει καθοδήγηση, σε συνεργασία με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όσον αφορά τις δέουσες εγχώριες επανορθώσεις στο πλαίσιο της ΕΕ και τις δικαστικές αποφάσεις στο πλαίσιο της νομοθεσίας της ΕΕ· επισημαίνει, στο πλαίσιο αυτό, ότι είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι τα δικαστήρια των κρατών μελών, σε περίπτωση που τίθεται θέμα αμφισβήτησης θεμελιωδών δικαιωμάτων, θα παραπέμπουν υποθέσεις στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

24.  επισημαίνει ότι, ταυτόχρονα, η προσχώρηση θα απαιτήσει την αυξημένη συνεργασία μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων, του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων· επισημαίνει ότι η συνεργασία μεταξύ των δύο ευρωπαϊκών δικαστηρίων θα προαγάγει την ανάπτυξη ενός συνεκτικού συστήματος νομολογίας στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων·

25.  χαιρετίζει περαιτέρω το γεγονός ότι το άρθρο 1 της ΕΣΑΔ όχι μόνο θα κατοχυρώνει την προστασία των πολιτών της ΕΕ και των άλλων ατόμων εντός της επικράτειας της Ένωσης, αλλά επίσης και όλων των ατόμων που υπάγονται στη δικαιοδοσία της Ένωσης και βρίσκονται εκτός της επικράτειάς της·

26.  έχει επίγνωση του ότι η προσχώρηση δεν πρόκειται να επιλύσει από μόνη της τα πολύ σοβαρά προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει το σύστημα της ΕΣΔΑ, δηλαδή τον υπερβολικό φόρτο εργασίας, αφενός, που οφείλεται στην εκθετική αύξηση των ατομικών αιτήσεων, και αφετέρου την μεταρρύθμιση της δομής και της λειτουργίας του Δικαστηρίου για να αντεπεξέλθει· σημειώνει ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναγνωρίζει το γεγονός ότι λειτουργεί σε ένα σύνθετο νομικό και πολιτικό περιβάλλον και παρατηρεί ότι η θέση σε ισχύ του πρωτοκόλλου αριθ. 14, την 1η Ιουνίου 2010, ναι μεν θα συμβάλει στη μείωση του αριθμού των διαδικασιών σε εκκρεμότητα, πλην όμως δεν πρόκειται να τον εκμηδενίσει· υπογραμμίζει, στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τη σημασία της Δήλωσης του Ιντερλάκεν, ιδιαίτερα δε της παραγράφου της 4, η οποία ορθώς υπενθυμίζει ότι τα κριτήρια που διέπουν το παραδεκτό των πράξεων και τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο ομοιόμορφο και αυστηρό·

27.  θεωρεί ουσιαστικό να διατηρηθεί η ανεξαρτησία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όσον αφορά το προσωπικό και τη δημοσιονομική πολιτική·

28.  εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι η συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία που έχει από συνταγματικής πλευράς η προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ, προβλέπει για αυτή απαιτητικές προϋποθέσεις, δεδομένου ότι το Συμβούλιο πρέπει να εγκρίνει ομόφωνα την απόφαση για τη σύναψη συμφωνίας, κατόπιν εγκρίσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ότι η συμφωνία αυτή δεν θα τεθεί σε ισχύ παρά μετά την έγκρισή της από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τους συνταγματικούς κανόνες εκάστου εξ αυτών·

29.  ενθαρρύνει τα εθνικά κοινοβούλια των κρατών μελών της ΕΕ να εκφράσουν σαφώς τη βούληση και προθυμία τους να διευκολύνουν την προσχώρηση με τη συμμετοχή των εθνικών δικαστηρίων και υπουργείων δικαιοσύνης τους·

30.  σημειώνει ότι η προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ υποδηλώνει την αναγνώριση από την ΕΕ ολόκληρου του συστήματος προάσπισης των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως αυτό αναπτύχθηκε και κωδικοποιήθηκε σε μία σειρά από άλλα έγγραφα του Συμβουλίου του Ευρώπης· από την πλευρά αυτή, η προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ αποτελεί ένα ουσιαστικό πρώτο βήμα που πρέπει, εν συνεχεία, να συμπληρωθεί από την προσχώρηση της Ένωσης, μεταξύ άλλων, στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, που υπεγράφη στο Τουρίνο στις 18 Οκτωβρίου 1961 και αναθεωρήθηκε στο Στρασβούργο στις 3 Μαΐου 1996, σε συνάφεια με τα θεμελιώδη δικαιώματα που είναι ήδη κατοχυρωμένα από τον Χάρτη και από την κοινωνική νομοθεσία της Ένωσης·

31.  ζητεί παράλληλα την προσχώρηση της Ένωσης στα όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων (CPT), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης (CEPEJ)· τονίζει επίσης την ανάγκη για την Ένωση να συμμετέχει στις εργασίες κυρίως του Ύπατου Αρμοστή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων (ECSR) και της κυβερνητικής επιτροπής του Κοινωνικού Χάρτη και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Μετανάστευση, και ζητεί να τηρείται πλήρως ενήμερο για τα συμπεράσματα και τις αποφάσεις αυτών των οργάνων·

32.  εκτιμά ότι, προς όφελος των πολιτών, της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ευρώπη και στην ΕΕ και προκειμένου να εξασφαλισθεί ο σεβασμός και η κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θα πρέπει να ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ειδικών οργάνων του Συμβουλίου της Ευρώπης ώστε να επιτευχθεί μεγαλύτερη συνοχή και μεγαλύτερη συμπληρωματικότητα στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο·

33.  κρίνει ότι, προκειμένου να συνειδητοποιήσουν οι πολίτες την προστιθέμενη αξία της προσχώρησης, το Συμβούλιο της Ευρώπης και η ΕΕ θα πρέπει να εξετάσουν την ανάπτυξη κατευθυντήριων γραμμών με σαφείς επεξηγήσεις όλων των επιπτώσεων και των αποτελεσμάτων που θα επιφέρει η προσχώρηση· υποστηρίζει ότι η Επιτροπή για τα κράτη μέλη πρέπει να παράσχουν τους πολίτες της ΕΕ ενημέρωση που θα διασφαλίζει ότι θα έχουν απόλυτη επίγνωση της σημασίας του συμπληρωματικού αυτού μηχανισμού και του τρόπου για την κατάλληλη αξιοποίηση του·

34.τονίζει ότι είναι σημαντική η ύπαρξη ενός ανεπίσημου οργάνου για τον συντονισμό της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης·

35.  υπογραμμίζει ότι, καθόσον η προσχώρηση στην ΕΣΔΑ δεν αφορά μόνο τους οργανισμούς της ΕΕ, αλλά και τους πολίτες της Ένωσης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει να ερωτηθεί και να εμπλακεί στη διαδικασία διαπραγμάτευσης, και πρέπει να ενημερώνεται άμεσα και πλήρως σε όλα τα στάδια των διαπραγματεύσεων, όπως προβλέπεται από το Άρθρο 218, παράγραφος 10 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση·

36.  χαιρετίζει τη δέσμευση που ανέλαβε η παρούσα ισπανική Προεδρία όσον αφορά στην αντιμετώπιση της προσχώρησης ως «επείγον θέμα» και τη θετική στάση συνεργασίας του Συμβουλίου της Ευρώπης στο θέμα αυτό· καλεί τη βελγική και την ουγγρική Προεδρία να προωθήσουν κάθε προσπάθεια προκειμένου να οριστικοποιήσουν την προσχώρηση το συντομότερο δυνατόν και με όσο το δυνατόν απλούστερο και πλέον προσιτό τρόπο, ούτως ώστε οι πολίτες της Ένωσης να μπορούν να επωφεληθούν το ταχύτερο δυνατόν από την προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ·

37.  επιμένει, ενόψει του σημαντικού ρόλου που αναθέτει η συνθήκη της Λισαβόνας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσον αφορά τη σύναψη της συμφωνίας προσχώρησης, ότι το Κοινοβούλιο θα πρέπει να ενημερωθεί πλήρως σχετικά με τον καθορισμό της διαπραγματευτικής εντολής για την προσχώρηση στην ΕΣΑΔ και ότι θα πρέπει να συμμετέχει στενά στις προκαταρκτικές συζητήσεις, καθώς και στη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων για αυτό το κείμενο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 218 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

38.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

(1) Πρακτικά της Διάσκεψης των Προέδρων, PE 432.390/CPG, σημείο 9.1.
(2) Συλλογή 1970, σ. 1125.
(3) Συλλογή 1974, σ. 491.


Διάσκεψη για την αναθεώρηση του Καταστατικού της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου στην Καμπάλα, Ουγκάντα
PDF 383kWORD 95k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 19ης Μαΐου 2010 σχετικά με τη διάσκεψη για την αναθεώρηση του Καταστατικού της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου στην Καμπάλα, Ουγκάντα
P7_TA(2010)0185B7-0265/2010

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη την απόφαση της Συνέλευσης των συμβαλλομένων κρατών που εγκρίθηκε κατά την όγδοη σύνοδο ολομέλειάς της, στις 26 Νοεμβρίου 2009(1), για τη σύγκληση διάσκεψης για την αναθεώρηση του Καταστατικού της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου στην Καμπάλα, στην Ουγκάντα, από 31 Μαΐου έως 11 Ιουνίου 2010,

–  έχοντας υπόψη παλαιότερα ψηφίσματα και εκθέσεις σχετικά με την αναθεωρητική διάσκεψη και ειδικότερα το Ψήφισμα ICC-ASP/7/Res.2 σχετικά με διαδικασία για τον ορισμό και την εκλογή των δικαστών, του εισαγγελέα και των αναπληρωτών εισαγγελέων του ΔΠΔ,

–  έχοντας υπόψη τα παλαιότερα ψηφίσματά του σχετικά με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο και ιδίως τα ψηφίσματα της 19ης Νοεμβρίου 1998(2), της 18ης Ιανουαρίου 2001(3), της 28ης Φεβρουαρίου 2002(4), της 4 Ιουλίου 2002 σχετικά με το νόμο για την προστασία των μελών των αμερικανικών υπηρεσιών («draft American Service Members» Protection Act (ASPA)«)(5) και της 26ης Σεπτεμβρίου 2002(6), καθώς και τι ψήφισμά του της 22ας Μαΐου 2008(7),

–  έχοντας υπόψη το Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ), το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2002,

–  έχοντας υπόψη τη δήλωση στην οποία προέβη η Προεδρία του Συμβουλίου την 1η Ιουλίου 2002 εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο,

–  έχοντας υπόψη τη σημασία που αποδίδει τόσο το ΔΠΔ όσο και η ΕΕ στην ενίσχυση της αρχής του κράτους δικαίου και στο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, στη διατήρηση της ειρήνης και στην ενίσχυση της διεθνούς ασφάλειας, σύμφωνα με το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και τις διατάξεις του άρθρου 21, παρ. 2, στοιχείο β) της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση,

–  έχοντας υπόψη το γεγονός ότι το Συμβούλιο της ΕΕ καθόρισε την κοινή του θέση 2003/444/ΚΕΠΠΑ για το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο στις 16 Ιουνίου 2003(8), σύμφωνα με την οποία τα σοβαρά ποινικά αδικήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του ΔΠΔ αποτελούν ζήτημα που αφορά όλα τα κράτη μέλη, τα οποία είναι αποφασισμένα να συνεργαστούν για την πρόληψη των εγκλημάτων αυτών και να θέσεων τέρμα στην ατιμωρησία των δραστών, να υποστηρίξουν την αποτελεσματική λειτουργία του Δικαστηρίου και να προωθήσουν την καθολική υποστήριξή του με τη μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή στο Καταστατικό της Ρώμης,

–  έχοντας υπόψη το σχέδιο δράσης για την εφαρμογή της κοινής θέσης(9) που οριστικοποιήθηκε από την ΕΕ στις 4 Φεβρουαρίου 2004 για το συντονισμό των δράσεων της ΕΕ, τη διασφάλιση της οικουμενικότητας και ακεραιότητας του Καταστατικού της Ρώμης καθώς και την ανεξαρτησία και αποτελεσματική λειτουργία του ΔΠΔ,

–  έχοντας υπόψη την έγκριση από την ΕΕ μιας δέσμης «κατευθυντηρίων αρχών»(10) που θεσπίζουν ελάχιστους κανόνες τους οποίους οφείλουν να τηρούν τα συμβαλλόμενα κράτη του ΔΠΔ κατά τη σύναψη διμερών συμφωνιών για την μη παράδοση,

–  έχοντας υπόψη σειρά αποφάσεων (11) που ενέκρινε το Συμβούλιο της ΕΕ στον τομέα της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της ασφάλειας με στόχο την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα της διερεύνησης και δίωξης της γενοκτονίας, των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και των εγκλημάτων πολέμου σε εθνικό επίπεδο,

–  έχοντας υπόψη το πρόγραμμα της Στοκχόλμης με το οποίο τα όργανα της ΕΕ καλούνται να υποστηρίξουν και να προωθήσουν τα μέτρα της Ένωσης και των κρατών μελών για την καταπολέμηση της ατιμωρησίας και των εγκλημάτων γενοκτονίας, των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και των εγκλημάτων πολέμου και να προωθήσουν στο πλαίσιο αυτό τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και του ΔΠΔ,

–  λαμβάνοντας υπόψη τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί μετά τον ορισμό των πρώτων δικαστών και εισαγγελέων του ΔΠΔ καθώς και το γεγονός ότι το Δικαστήριο διενεργεί σήμερα έρευνες σε πέντε χώρες (Κένυα, ΛΔ Κονγκό, Σουδάν/Νταρφούρ, Ουγκάντα και Δημοκρατία της Κεντρικής Αφρικής),

–  λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η αναθεωρητική διάσκεψη για το ΔΠΔ αποτελεί κατάλληλη ευκαιρία προκειμένου να γίνει ένας απολογισμός όσον αφορά την πρόοδο και τις εργασίες του Δικαστηρίου για την αποτροπή και διευθέτηση ένοπλων συγκρούσεων, με ιδιαίτερη αναφορά στο Ψήφισμα 1325 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για τις γυναίκες, την ειρήνη και την ασφάλεια,

–  λαμβάνοντας υπόψη την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει το Καταστατικό της Ρώμης, όπου ορίζεται η αρμοδιότητα του ΔΠΔ και αναγνωρίζονται ως εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας ο βιασμός, η σεξουαλική δουλεία, η αναγκαστική πορνεία, η αναγκαστική εγκυμοσύνη, η αναγκαστική στείρωση καθώς και κάθε άλλη μορφή σεξουαλικής βίας συγκρίσιμης βαρύτητας,

–  έχοντας υπόψη τις δηλώσεις του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με τη διάσκεψη για την αναθεώρηση του Καταστατικού της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου στην Καμπάλα, Ουγκάντα,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 110, παράγραφος 2, του Κανονισμού του,

A.  εκτιμώντας ότι η ΕΕ αποτελεί ένθερμο υποστηρικτή του ΔΠΔ, προωθεί τον οικουμενικό χαρακτήρα του Καταστατικού της Ρώμης και υπερασπίζεται την ακεραιότητά του με στόχο την προστασία και ενίσχυση της ανεξαρτησίας, της νομιμοποίησης και της αποτελεσματικότητας της διεθνούς ποινικής διαδικασίας,

Β.  εκτιμώντας ότι η επίτευξη της ευρύτερης δυνατής επικύρωσης και εφαρμογής του Καταστατικού της Ρώμης υπήρξε στόχος της ΕΕ και κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη διεύρυνση και στο πλαίσιο της διαδικασίας προσχώρησης νέων κρατών μελών της ΕΕ και ότι η επικύρωση και η εφαρμογή του Καταστατικού της Ρώμης πρέπει επίσης να αποτελεί σημαντικό στόχο της ΕΕ στο πλαίσιο των σχέσεών της με άλλους εταίρους και ιδίως τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Κίνα, τη Ρωσία και το Ισραήλ,

Γ.  εκτιμώντας ότι η ΕΕ τάσσεται συστηματικά υπέρ της ενσωμάτωσης μιας ρήτρας σχετικά με το ΔΠΔ στις εντολές διαπραγμάτευσης και στις συμφωνίες με τρίτες χώρες,

Δ.  εκτιμώντας ότι ο σεβασμός, η προώθηση και η διασφάλιση του οικουμενικού χαρακτήρα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελεί μέρος του ενωσιακού ηθικού και νομικού κεκτημένου και έναν εκ των ακρογωνιαίων λίθων της ευρωπαϊκής ενοποίησης και ολοκλήρωσης(12),

Ε.  εκτιμώντας ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχει ενισχυθεί ο διεθνής ρόλος της ΕΕ,

ΣΤ.  εκτιμώντας ότι οι ειδικοί εκπρόσωποι της ΕΕ προάγουν τις πολιτικές και τα συμφέροντα της ΕΕ σε ταραγμένες περιοχές και χώρες και διαδραματίζουν δραστήριο ρόλο στις προσπάθειες για την παγίωση της ειρήνης, της σταθερότητας και της αρχής του κράτους δικαίου,

Ζ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι τον Απρίλιο του 2006 η ΕΕ κατέστη ο πρώτος περιφερειακός οργανισμός που υπέγραψε συμφωνία συνεργασίας και υποστήριξης με το ΔΠΔ(13),

Η.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΕ σε διάστημα 10 ετών έχει παράσχει περισσότερα από 40 εκατ. ευρώ στο πλαίσιο του χρηματοδοτικού μέσου για την ΕΠΔΑΔ για σχέδια υποστήριξης του ΔΠΔ και της διεθνούς ποινικής δικαιοσύνης,

Θ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Κοινοβουλευτική Συνέλευση Ίσης Εκπροσώπησης ΑΚΕ–ΕΕ έχει μεριμνήσει ενεργητικά υπέρ της ένταξης της διεθνούς ποινικής δικαιοδοσίας στην αναθεωρημένη συμφωνία εταιρικής σχέσης ΑΚΕ-ΕΕ (Συμφωνία Κοτονού) και έχει σε σειρά ψηφισμάτων αναγνωρίσει ότι η καταπολέμηση της ατιμωρησίας συνιστά κύριο ζήτημα της διεθνούς συνεργασίας για την ανάπτυξη και του σχετικού πολιτικού διαλόγου,

Ι.  εκτιμώντας ότι η αναθεωρητική αυτή διάσκεψη αποτελεί αποφασιστική ευκαιρία τόσο για τα συμβαλλόμενα όσο και για τα μη συμβαλλόμενα κράτη, την κοινωνία πολιτών και τους άλλους συμμετέχοντες να επιβεβαιώσουν μετ' επιτάσεως την προσήλωση στη δικαιοσύνη και τη λογοδοσία,

ΙΑ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι τα συμβαλλόμενα κράτη έχουν αξιοποιήσει την ευκαιρία που τους προσφέρει η αναθεωρητική διάσκεψη για να προβούν εκτός από τις προταθείσες τροποποιήσεις του Καταστατικού της Ρώμης σε ένα απολογισμό του ΔΠΔ 10 χρόνια μετά την ίδρυσή του και να αξιολογήσουν σε μεγαλύτερο βαθμό την κατάσταση της διεθνούς ποινικής δικαιοδοσίας, εστιάζοντας την προσοχή τους σε τέσσερα μείζονα θέματα όπως η συμπληρωματικότητα, η συνεργασία, οι συνέπειες του συστήματος που θεσπίζει το Καταστατικό της Ρώμης για τα θύματα και τις πληγείσες κοινότητες καθώς και η ειρήνη και η ασφάλεια,

ΙΒ.  εκτιμώντας ότι παρά το γεγονός ότι 111 κράτη είναι συμβαλλόμενα μέρη του ΔΠΔ, ορισμένες περιοχές, όπως η Μέση Ανατολή, η Βόρεια Αφρική και η Ασία, εξακολουθούν να υποεκπροσωπούνται,

ΙΓ.  εκτιμώντας ότι η συνεργασία μεταξύ των κρατών, των διεθνών οργανισμών και του ΔΠΔ έχει ζωτική σημασία για την αποτελεσματικότητα και την επιτυχία της διεθνούς ποινικής δικαιοδοσίας, ιδίως όσον αφορά τη δυνατότητα άσκησης διώξεων,

ΙΔ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το ΔΠΔ εξέτασε στις 19 Απριλίου 2010 για πρώτη φορά από τη σύστασή του μια αίτηση σχετικά με την έλλειψη συνεργασίας εκ μέρους ενός κράτους,

ΙΕ.  εκτιμώντας ότι από την αρχή της συμπληρωματικότητας στην οποία βασίζεται το Καταστατικό της Ρώμης απορρέει ότι αρμόδιο για τη διερεύνηση και ενδεχομένως την άσκηση ποινικής δίωξης κατά προσώπων που έχουν διαπράξει εγκλήματα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο είναι το ίδιο το κράτος,

ΙΣΤ.  εκτιμώντας ότι στις περισσότερες συγκρούσεις στις οποίες δεν συμμετείχε στην ειρηνευτική διαδικασία σημειώθηκε επιστροφή στη βία,

1.  επαναλαμβάνει την αμέριστη υποστήριξή του προς το ΔΠΔ και τους σκοπούς του· υπογραμμίζει ότι το Καταστατικό της Ρώμης επικυρώθηκε από όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ ως βασική συνιστώσα των δημοκρατικών αρχών και αξιών της Ένωσης και καλεί, συνεπώς, τα κράτη μέλη να συμμορφωθούν πλήρως με το Καταστατικό που αποτελεί μέρος του κεκτημένου της ΕΕ·

2.  τονίζει τη σημασία της επιλογής μιας αφρικανικής χώρας, δηλ. της Ουγκάντας, για να διοργανώσει την αναθεωρητική αυτή διάσκεψη και εκφράζει την υποστήριξή του στο αίτημα του Δικαστηρίου να ανοίξει ένα γραφείο σύνδεσης στην Αφρικανική Ένωση στην Αντίς Αμπέμπα, αναγνωρίζοντας συγχρόνως την οικουμενική διάσταση του συστήματος που θεσπίζει το Καταστατικό της Ρώμης·

3.  υπογραμμίζει τη σημασία της αρχής της οικουμενικότητας του Καταστατικού της Ρώμης και καλεί τον αντιπρόεδρο της Επιτροπής / Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας να προωθήσει δυναμικά την προσχώρηση στο Καταστατικό καθώς και την επικύρωσή του·

4.  επαναλαμβάνει τη θέση του σύμφωνα με την οποία καμία συμφωνία περί ασυλίας δεν πρέπει να επιτρέπει την ατιμωρησία οιουδήποτε ατόμου κατηγορείται για εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας ή γενοκτονία· χαιρετίζει την ανακοίνωση της αμερικανικής διοίκησης ότι δεν θα συναφθούν νέες συμφωνίες περί ασυλίας και καλεί τις ΗΠΑ και τους εταίρους της να εγκαταλείψουν τις ισχύουσες αυτές συμφωνίες·

5.  καλεί μετ' επιτάσεως τα κράτη μέλη να συμμετάσχουν στην αναθεωρητική διάσκεψη στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο με συμμετοχή των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων και να επιβεβαιώσουν δημόσια την προσήλωσή τους στο ΔΠΔ·

6.  καλεί τα κράτη μέλη να προβούν σε διαβεβαιώσεις όσον αφορά την προσήλωσή τους στο ΔΠΔ και να προβάλλουν τα πρακτικά μέτρα που σχεδιάζουν να λάβουν προς την κατεύθυνση αυτή, δεσμευόμενα μεταξύ άλλων να εφαρμόσουν το Καταστατικό της Ρώμης, να επικυρώσουν και να εφαρμόσουν τη συμφωνία για τα προνόμια και τις ασυλίες του Δικαστηρίου, να συνεργασθούν με άλλα κράτη που στερούνται επαρκών δυνατοτήτων προκειμένου να προωθήσουν την οικουμενική αποδοχή του Δικαστηρίου και να επιβεβαιώσουν τη συμβολή τους στην ενίσχυση του συστήματος συμπληρωματικότητας και συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά τις επιπτώσεις για τα θύματα και τις πληγείσες τοπικές κοινότητες καθώς και των άλλων τομέων του Καταστατικού της Ρώμης·

7.  υποστηρίζει ένθερμα την υπαγωγή του εγκλήματος της επίθεσης στο άρθρο 5, παρ. 1 του Καταστατικού της Ρώμης και συνεπώς την ουσιαστική δικαιοδοσία του ΔΠΔ· διαπιστώνει ότι η ειδική ομάδα εργασίας των κρατών που είναι συμβαλλόμενα μέρη στο Καταστατικό της Ρώμης έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, για τους σκοπούς του καταστατικού, το έγκλημα της επίθεσης σημαίνει το σχεδιασμό, την προετοιμασία, την έναρξη ή την εκτέλεση, από ένα πρόσωπο που είναι σε θέση να ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο ή να διευθύνει την πολιτική ή στρατιωτική δράση ενός κράτους, μιας επίθεσης η οποία, λόγω του χαρακτήρα, της βαρύτητας και της κλίμακάς της, συνιστά κατάφορη παραβίαση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών·

8.  επιβεβαιώνει με έμφαση ότι κάθε απόφαση σχετικά με τον ορισμό του εγκλήματος της επίθεσης πρέπει να σέβεται την ανεξαρτησία του Δικαστηρίου· συνιστά στα κράτη να εγκρίνουν πρόταση σύμφωνα με την οποία δεν απαιτείται δικαστικός έλεγχος για να διαπιστωθεί αν έχει διενεργηθεί επίθεση προκειμένου ο εισαγγελέας του ΔΠΔ να μπορεί να προβεί σε έρευνα και ότι εάν η αναθεωρητική συνδιάσκεψη αποφασίσει ότι πρέπει να πραγματοποιηθεί δικαστικός έλεγχος, η τυχόν επιθετική ενέργεια πρέπει να διαπιστώνεται από το αρμόδιο τμήμα στο πλαίσιο της διαδικασίας που έχει ήδη θεσπίσει το Καταστατικό της Ρώμης·

9.  καλεί τα κράτη μέλη να συμμετάσχουν αποτελεσματικά στον απολογισμό, λαμβάνοντας ενεργό μέρος στις επίσημες συζητήσεις καθώς και στις εκδηλώσεις που διοργανώνει η κοινωνία των πολιτών (και άλλοι συμμετέχοντες) στο περιθώριο της επίσημης διάσκεψης·

10.  καλεί επίσης τα κράτη μέλη να αξιοποιήσουν την ευκαιρία της αναθεωρητικής διάσκεψης για να επαναβεβαιώσουν την προσήλωσή τους στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο με ειδικές αναφορές στα τέσσερα θέματα απολογισμού και να τηρήσουν τις σχετικές τους δεσμεύσεις·

11.  υποστηρίζει το ΔΠΔ κατά την αναθεωρητική αυτή συνδιάσκεψη όσον αφορά τον απολογισμό, την εφαρμογή και τις συνέπειες του Καταστατικού της Ρώμης, σε κάθε επιμέρους στάδιο, λαμβάνοντας υπόψη τα θύματα και τις πληγείσες τοπικές κοινότητες·

12.  εκφράζει την ανησυχία του για τις επιπτώσεις του συστήματος του Καταστατικού της Ρώμης στα θύματα, τα μεμονωμένα άτομα και τις τοπικές κοινότητες που πλήττονται από τα εγκλήματα στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του ΔΠΔ· πιστεύει ότι είναι σημαντικό να διασφαλισθεί ότι τα θύματα και οι πληγείσες τοπικές κοινότητες έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τις εργασίες του Δικαστηρίου την οποία και κατανοούν και ότι τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των θυμάτων πρέπει να αποτελούν πρωταρχική μέριμνα των κρατών που είναι συμβαλλόμενα μέρη του Καταστατικού της Ρώμης, λαμβανομένου υπόψη ότι το ΔΠΔ αποτελεί ένα δικαιοδοτικό όργανο που συμπληρώνει τον πρωταρχικό ρόλο των κρατών στην παροχή προστασίας και στη διευκόλυνση της προσφυγής στη δικαιοσύνη και την αποτελεσματική αποζημίωση των θυμάτων, μεμονωμένα ή συλλογικά· φρονεί ότι τα κράτη μέλη οφείλουν:

   να συνεργάζονται αποτελεσματικά όταν ένα πρόσωπο είναι αντικείμενο εντάλματος σύλληψης του ΔΠΔ, και να διευκολύνουν τη μεταφορά του προσώπου στο ΔΠΔ προκειμένου να δικαστεί·
   να αναγνωρίζουν τα καινοτόμα μέσα που έχει στη διάθεσή του το ΔΠΔ για την απονομή δικαιοσύνης στα θύματα, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας των θυμάτων να συμμετέχουν στις διαδικασίες του ΔΠΔ και να ζητούν αποζημίωση, λαμβανομένου υπόψη του συμπληρωματικού ρόλου του ταμείου υπέρ των θυμάτων στη χορήγηση αποζημίωσης και άλλης βοήθειας, όπως η προστασία των μαρτύρων· να μεριμνούν ώστε τα θύματα καθώς και οι συνήγοροί τους να τυγχάνουν επαρκούς νομικής συνδρομής και προστασίας·
   να αναγνωρίζουν την πρόοδο που είχε επιτελέσει μέχρι σήμερα το Δικαστήριο όσον αφορά τη διενέργεια ερευνών σε πληγείσες τοπικές κοινότητες και να το ενθαρρύνουν να αναπτύξει περαιτέρω το έργο αυτό· και να τονίσει τη σημασία των επιτόπιων δραστηριοτήτων του ΔΠΔ για την ενίσχυση του κύρους του Ποινικού Δικαστηρίου μεταξύ των θυμάτων και των πληγεισών τοπικών κοινοτήτων·
   να επιδείξουν ιδιαίτερη προσοχή για εκείνες τις ομάδες που ευρίσκοντο ανέκαθεν στο περιθώριο, όπως τα παιδιά, οι γυναίκες και οι αυτόχθονες, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η διεθνής ποινική δικαιοσύνη δεν καθίσταται ένα μέσο για τη διαιώνιση των επιζήμιων συνεπειών και των στερεοτύπων·
   να ανακοινώσουν την παροχή σημαντικών χρηματοδοτικών πόρων στο ταμείο υπέρ των θυμάτων·
   να συνεργασθούν με την κοινωνία των πολιτών κατά τη διάρκεια της αναθεωρητικής διάσκεψης προκειμένου να διασφαλισθεί ότι οι απόψεις τους απηχούνται κατάλληλα, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής σε εκδηλώσεις στο «Χώρο των Λαών» που οργανώνουν τα δίκτυα για τα ανθρώπινα δικαιώματα·

13.  επαναλαμβάνει την έκκλησή του προς τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν πλήρη συνεργασία μεταξύ συμβαλλομένων κρατών, συνυπογραφόντων κρατών και Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 86 του Καταστατικού της Ρώμης, προκειμένου να σεβαστούν το αντικείμενο και το στόχο του, σύμφωνα με τον οποίο βάσει του προοιμίου «τα σοβαρότερα εγκλήματα που προκαλούν ανησυχία στη διεθνή κοινότητα στο σύνολό της δεν πρέπει να παραμείνουν ατιμώρητα», με τα ακόλουθα μέσα:

   θέσπιση εθνικών νομοθετικών διατάξεων για τη συνεργασία, σύμφωνα με το Μέρος IX του Καταστατικού της Ρώμης, εφόσον δεν το έχουν ήδη πράξει·
   επιβεβαίωση της δέσμευσής τους να συνεργασθούν και να συνδράμουν με κάθε απαραίτητο μέσο το Δικαστήριο χωρίς επιφυλάξεις·
   σύναψη ειδικών συμφωνιών με το Δικαστήριο για τη μεταφορά των θυμάτων και μαρτύρων και την εκτέλεση των αποφάσεων του Δικαστηρίου·
   διασφάλιση της συνεργασίας ως σταθερό στοιχείο του θεματολογίου των συμβαλλομένων κρατών στο ΔΠΔ, του διαλόγου σχετικά με τις πραγματικές προκλήσεις και ανάγκες του Δικαστηρίου και της μέτρησης της προόδου που επιτυγχάνουν τα κράτη·

14.  χαιρετίζει την αναθεώρηση και συζήτηση του άρθρου 124 («μεταβατική διάταξη») του Καταστατικού της Ρώμης, σύμφωνα με το οποίο τα κράτη μπορούν να επιλέγουν να μην υπάγουν τους υπηκόους τους στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου για εγκλήματα πολέμου για μια περίοδο επτά ετών μετά την επικύρωση και ζητεί την άμεση απάλειψή του από το Καταστατικό ούτως ώστε ο νόμος να εφαρμόζεται εξίσου για όλους τους φερόμενους ως δράστες εγκλημάτων πολέμου που έχουν διαπραχθεί στις επικράτειες των κρατών που είναι συμβαλλόμενα μέρη στο Καταστατικό ή που έχουν διαπραχθεί από τους υπηκόους των κρατών αυτών·

15.  καλεί τα κράτη μέλη να υπαγάγουν άμεσα ως έγκλημα πολέμου στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου τη χρήση ορισμένων όπλων που χρησιμοποιούνται σε ένοπλες συγκρούσεις που στερούνται διεθνούς χαρακτήρα, σύμφωνα με την πρόταση του Βελγίου για την τροποποίηση του άρθρου 8 του Καταστατικού της Ρώμης, η οποία υποβλήθηκε κατά την όγδοη σύνοδο της Συνέλευσης των Συμβαλλομένων Κρατών με την οποία διευρύνεται η ποινικοποίηση της χρησιμοποίησης δηλητηριωδών ουσιών, χημικών όπλων, ασφυξιογόνων, δηλητηριωδών ή άλλων αερίων και όλων των ανάλογων υγρών, υλικών ή διατάξεων καθώς και της χρήσης βολίδων που εκρήγνυνται ή διογκώνονται στο σώμα, σε ένοπλες συγκρούσεις που στερούνται διεθνούς χαρακτήρα·

16.  τονίζει την αποτελεσματικότητα της αρχής της συμπληρωματικότητας του Δικαστηρίου, που αποτελεί τη βάση του συνεκτικού συστήματος του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (σύστημα του Καταστατικού της Ρώμης) και σύμφωνα με την οποία η πρωταρχική αποστολή των συμβαλλομένων κρατών να ερευνούν και να διώκουν τα διεθνή εγκλήματα σαφώς ενισχύεται από τη συμπληρωματική (επικουρική) δικαιοδοσία του ΔΠΔ·

17.  πιστεύει ακράδαντα, ότι κατά τη διάρκεια των συζητήσεων στην Καμπάλα, τα κράτη μέλη οφείλουν:

   να επιβεβαιώσουν την πρωταρχική υποχρέωσή τους να διερευνούν και να διώκουν τα εγκλήματα πολέμου, τη γενοκτονία και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και να δεσμευτούν να θεσπίσουν στις νομοθετικές διατάξεις τους ορισμούς των εγκλημάτων πολέμου, της γενοκτονίας και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, σύμφωνα με το Καταστατικό της Ρώμης·
   να εφαρμόσουν «θετική συμπληρωματικότητα» τονίζοντας, μεταξύ άλλων, την ανάγκη αποτελεσματικών εθνικών διαδικασιών, συμπεριλαμβάνοντας χώρες στις οποίες υπάρχει μεγάλη ανάγκη απονομής δικαιοσύνης, όπως χώρες για τις οποίες πρέπει να επιληφθεί το ΔΠΔ και χώρες για τις οποίες το ΔΠΔ διενεργεί προκαταρκτικές έρευνες·
   να τονίσουν τη σημασία της έναρξης και εφαρμογής αποτελεσματικών εθνικών διαδικασιών και, ιδίως να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της έλλειψης πολιτικής βούλησης εκ μέρους των κρατών·
   να τονίσουν τη ζωτική σημασία σχηματισμού πολιτικής βούλησης των κρατών προκειμένου να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο της συμπληρωματικότητας και να λάβουν μέτρα για να ενθαρρύνουν τα κράτη να συνδράμουν τη δικαιοσύνη και να καταπολεμήσουν την ατιμωρησία·

18.  καλεί μετ' επιτάσεως όλα τα συμβαλλόμενα κράτη στο Καταστατικό της Ρώμης και ιδίως τα κράτη μέλη της ΕΕ να θεσπίσουν ή να εφαρμόσουν εθνικές νομοθετικές διατάξεις προκειμένου να διασφαλισθεί η απρόσκοπτη συνεργασία τους με το ΔΠΔ·

19.  καλεί μετ' επιτάσεως όλα τα συμβαλλόμενα κράτη στο Καταστατικό της Ρώμης να συνάψουν συμφωνίες με το Δικαστήριο σχετικά με τη μεταφορά των θυμάτων και των μαρτύρων και την εκτέλεση των αποφάσεων·

20.  καλεί την Ένωση, τα κράτη μέλη και τους λοιπούς διεθνείς δωρητές να υποστηρίξουν τις μεταρρυθμιστικές διαδικασίες και τις εθνικές προσπάθειες δημιουργίας δυνατοτήτων με στόχο την ενίσχυση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, των υπηρεσιών επιβολής του νόμου και του σωφρονιστικού συστήματος σε όλες τις αναπτυσσόμενες χώρες που επηρεάζονται άμεσα από τη διάπραξη εγκλημάτων που προβλέπονται στο Καταστατικό της Ρώμης, διασφαλίζοντας κατ' αυτό τον τρόπο την αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής της συμπληρωματικότητας και συγχρόνως συμμόρφωση των κρατών με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου·

21.  καλεί τα κράτη μέλη να εγκρίνουν ένα ψήφισμα, βάσει των συζητήσεων στην Καμπάλα, το οποίο θα τονίζει τη σημασία της απονομής δικαιοσύνης στα θύματα, στο πλαίσιο δίκαιης και αμερόληπτης δίκης·

22.  καλεί τα κράτη μέλη της ΕΕ να επιβεβαιώσουν την προσήλωσή τους στο ΔΠΔ για το μέλλον·

23.  υποστηρίζει την πρόταση αντιπροσώπων υψηλού επιπέδου των κρατών-συμβαλλομένων μερών στο Καταστατικό της Ρώμης του ΔΠΔ να ορίσουν την 17η Ιουλίου, που είναι η ημέρα θέσπισης του Καταστατικού της Ρώμης το 1998, ως ημέρα διεθνούς ποινικής δικαιοσύνης·

24.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής/Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών και των υποψηφίων προς ένταξη χωρών.

(1) Ψήφισμα ICC-ASP/8/Res.6.
(2) ΕΕ C 379, 7.12.1998, σ. 265.
(3) ΕΕ C 262, 18.9.2001, σ. 262.
(4) Κείμενα που εγκρίθηκαν, P5_TA(2002)0082.
(5) Κείμενα που εγκρίθηκαν, P5_TA(2002)0367.
(6) Κείμενα που εγκρίθηκαν, P5_TA(2002)0449.
(7) Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2008)0238.
(8) ΕΕ L 150, 18.6.2003, σ. 67.
(9) Έγγραφο του Συμβουλίου 5742/04.
(10) Κατευθυντήριες αρχές σχετικά με τις συμφωνίες μεταξύ ενός συμβαλλόμενου κράτους του καταστατικού της Ρώμης του ΔΠΔ και των Ηνωμένων Πολιτειών σχετικά με τους όρους για την παράδοση προσώπων στο Δικαστήριο.
(11) Απόφαση 2002/494/ΔΕΥ της 13ης Ιουνίου 2002, για τη δημιουργία ευρωπαϊκού δικτύου σημείων επαφής σε σχέση με πρόσωπα που ευθύνονται για γενοκτονία, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου (ΕΕ L 167, 26.6.2002, σ. 1)· απόφαση πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ L 190, 18.7.2002, σ. 1)· απόφαση 2003/335/JHA, της 8ης Μαΐου 2003, σχετικά με τη διερεύνηση και δίωξη της γενοκτονίας, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και εγκλημάτων πολέμου (ΕΕ L 118, 14.5.2003, σ. 12).
(12) Άρθρα 2, 3, παράγραφος 5, και 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
(13) ΕΕ L 115, 28.4.2006, σ. 50.

Ανακοίνωση νομικού περιεχομένου - Πολιτική απορρήτου