Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20ής Οκτωβρίου 2010 σχετικά με την αναθεώρηση της συμφωνίας πλαισίου για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2010/2118(ACI))
– έχοντας υπόψη το άρθρο 295 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
– έχοντας υπόψη την από 26 Μαΐου 2005 απόφασή του σχετικά με την αναθεώρηση της συμφωνίας πλαισίου για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής(1) και το από 9 Φεβρουαρίου 2010 ψήφισμά του σχετικά με αναθεωρημένη συμφωνία πλαίσιο μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής για την προσεχή νομοθετική περίοδο(2),
– έχοντας υπόψη τις αποφάσεις της Διάσκεψης των Προέδρων της 26ης Νοεμβρίου 2009 και της 1ης Ιουλίου 2010,
– έχοντας υπόψη το αναθεωρημένο σχέδιο συμφωνίας πλαισίου για τις σχέσεις μεταξύ του Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (στο εξής «αναθεωρημένη συμφωνία»),
– έχοντας υπόψη την από 20 Οκτωβρίου 2010 απόφασή του σχετικά με την προσαρμογή του Κανονισμού του Κοινοβουλίου στην αναθεωρημένη συμφωνία πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής(3),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 25 παράγραφος 3, το άρθρο 127 και το Παράρτημα VII, σημείο XVIII σημείο 4, του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων (A7-0279/2010),
Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι Συνθήκες πλέον προβλέπουν, για πρώτη φορά, ειδική νομική βάση για τις διοργανικές συμφωνίες,
Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας εκχωρεί νέες εξουσίες στο Κοινοβούλιο και στην Επιτροπή και προβλέπει νέα διοργανική ισορροπία, η οποία πρέπει να αντανακλάται στην αναθεωρημένη συμφωνία,
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας εμβαθύνει σημαντικά σε θέματα δημοκρατίας στην ΕΕ, παρέχοντας στους πολίτες της Ένωσης, κυρίως μέσω του Κοινοβουλίου, ενισχυμένες εξουσίες ελέγχου της Επιτροπής,
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας θέτει το Κοινοβούλιο σε ισότιμη θέση με το Συμβούλιο στην συνήθη νομοθετική διαδικασία και σε θέματα προϋπολογισμού, και ενισχύει το ρόλο του Κοινοβουλίου στην εξωτερική πολιτική της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις,
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι η αναθεωρημένη συμφωνία αντανακλά αυτές τις εξελίξεις, αν και απαιτούνται ορισμένες διευκρινίσεις οι οποίες παρατίθενται κατωτέρω,
1. θεωρεί ότι η αναθεωρημένη συμφωνία αποτελεί σημαντική τομή για τη συνεργασία του Κοινοβουλίου με την Επιτροπή·
2. υπενθυμίζει τις εξουσίες που εκ παραδόσεως κατέχουν τα κοινοβούλια υπό το πρίσμα της αρχής του διαχωρισμού των εξουσιών, στις οποίες θα βασίζονται, τηρουμένης πλήρως της Συνθήκης της Λισαβόνας, τα επιτεύγματα της αναθεωρημένης συμφωνίας: νομοθετικές αρμοδιότητες, κοινοβουλευτικός έλεγχος της εκτελεστικής εξουσίας (συμπεριλαμβανομένης της διάστασης των διεθνών σχέσεων), υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών και παρουσία της εκτελεστικής εξουσίας στο Κοινοβούλιο·
3. επιδοκιμάζει, συγκεκριμένα, τις εξής βελτιώσεις που περιέχει η αναθεωρημένη συμφωνία:
–
Νομοθετική διαδικασία και προγραμματισμός: αμοιβαία συνεργασία
α)
αναθεωρημένες διατάξεις σχετικά με το Πρόγραμμα Εργασίας της Επιτροπής και τον προγραμματισμό της ΕΕ, βελτίωση της συμμετοχής του Κοινοβουλίου (σημεία 33, 36, και 53 και Παράρτημα 4),
β)
επανεξέταση όλων των εκκρεμουσών προτάσεων κατά την έναρξη της θητείας της νέας Επιτροπής, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις απόψεις του Κοινοβουλίου (σημείο 39),
γ)
απαίτηση, σε τομείς στους οποίους συνήθως το Κοινοβούλιο συμμετέχει στην νομοθετική διαδικασία, να κάνει η Επιτροπή χρήση της μη δεσμευτικής νομοθεσίας μόνον σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις και αφού προηγουμένως ζητήσει την γνώμη του Κοινοβουλίου (σημείο 43),
δ)
δέσμευση της Επιτροπής σχετικά με την όσο το δυνατόν ταχύτερη προσαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου στο νέο καθεστώς των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων (σημείο 51),
ε)
δέσμευση της Επιτροπής να υποβάλλει εκθέσεις σχετικά με την συγκεκριμένη συνέχεια που δίνεται σε οιαδήποτε αιτήματα νομοθετικής πρωτοβουλίας σύμφωνα με το άρθρο 225 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
–
Κοινοβουλευτικός έλεγχος
στ)
λεπτομερείς διατάξεις για την εκλογή του Προέδρου της Επιτροπής και της τελευταίας ως σώματος και σχετικά με τη σύνθεσή της, την πιθανή τροποποίησή της και την ανακατανομή των χαρτοφυλακίων της,
ζ)
νέοι κανόνες για τη συμμετοχή των Επιτρόπων σε προεκλογικές εκστρατείες (σημείο 4),
η)
υποχρέωση της Επιτροπής να επιζητεί την γνώμη του Κοινοβουλίου όταν προτίθεται να αναθεωρήσει τον Κώδικα Συμπεριφοράς των Επιτρόπων,
θ)
υποχρέωση των υποψηφίων για τις θέσεις των γενικών διευθυντών κανονιστικών οργανισμών να παρουσιάζονται ενώπιον των αρμόδιων κοινοβουλευτικών επιτροπών για ακρόαση (σημείο 32),
–
Η διοργανική διάσταση των διεθνών σχέσεων της ΕΕ
ι)
λεπτομερείς διατάξεις σχετικά με τον ενισχυμένο ρόλο του Κοινοβουλίου σε διεθνείς διαπραγματεύσεις συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης της Επιτροπής να διαβιβάζει εμπιστευτικά έγγραφα σχετικά με τις εν λόγω διαπραγματεύσεις, εφαρμόζοντας κατάλληλες διαδικασίες και διασφαλίσεις (σημεία 23 έως 27 και παράρτημα 3),
–
Υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών
ια)
αναγνώριση από την Επιτροπή των ρόλων που αναθέτουν οι Συνθήκες στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο αντιστοίχως, συγκεκριμένα όσον αφορά την βασική αρχή της ίσης μεταχείρισης, ιδίως σε σχέση με την πρόσβαση σε συνεδριάσεις και την παροχή ενημερωτικών σημειωμάτων ή άλλων πληροφοριών, κυρίως για νομοθετικά και δημοσιονομικά θέματα (σημείο 9),
ιβ)
καθιέρωση τακτικού διαλόγου μεταξύ του Προέδρου της Επιτροπής και του Προέδρου του Κοινοβουλίου σε καίρια οριζόντια θέματα και μείζονος σημασίας νομοθετικές προτάσεις με την επιφύλαξη του ρόλου της Διάσκεψης των Προέδρων ή των προβλεπόμενων από τον νόμο δημοσιονομικών και νομοθετικών διαδικασιών (σημείο 11, δεύτερη περίπτωση),
ιγ)
λεπτομερείς διατάξεις σχετικά με την πληροφόρηση που πρέπει να παρέχεται στο Κοινοβούλιο σχετικά με τις συνεδριάσεις της Επιτροπής με τους εθνικούς εμπειρογνώμονες και την προπαρασκευή και εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης και των μη δεσμευτικών νομοθετικών μέτρων (σημείο 15 και παράρτημα 1),
ιδ)
λεπτομέρειες της συνεργασίας στον τομέα των σχέσεων με τα εθνικά κοινοβούλια (σημείο 18),
ιε)
λεπτομερείς διατάξεις σχετικά με την πρόσβαση του Κοινοβουλίου σε εμπιστευτικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των διαβαθμισμένων εγγράφων (παράρτημα 2),
–
Παρουσία της Επιτροπής στο Κοινοβούλιο
ιστ)
δέσμευση της Επιτροπής να δίδει προτεραιότητα στην παρουσία της, εάν ζητηθεί, στις συνόδους ολομέλειας ή συνεδριάσεις άλλων οργάνων του Κοινοβουλίου (σημείο 45),
ιζ)
νέα Ώρα των Ερωτήσεων με όλα τα μέλη της Επιτροπής, σύμφωνα με το πρότυπο της Ώρας των Ερωτήσεων με τον Πρόεδρο της Επιτροπής (σημείο 46),
ιη)
βελτιώσεις όσον αφορά τον χρόνο ομιλίας, στο πλαίσιο της τήρησης της ενδεικτικής κατανομής του χρόνου ομιλίας,
ιθ)
πρόσκληση για συμμετοχή σε συνεδριάσεις της Διάσκεψης των Προέδρων και της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών (σημείο 11, τρίτη περίπτωση)·
4. καλεί την αρμόδια επιτροπή του να ζητεί την γνώμη της Επιτροπής όταν υποβάλλει προτάσεις για αναθεώρηση του Κανονισμού του που αφορούν τις σχέσεις με την Επιτροπή·
5. είναι της άποψης ότι η γνώμη την οποία προβλέπει το σημείο 8 της αναθεωρημένης συμφωνίας είναι γνώμη που πρέπει να διαβιβασθεί από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, μετά από απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων· θεωρεί ότι πριν ληφθεί τέτοια απόφαση, η Διάσκεψη των Προέδρων θα πρέπει να ζητεί από τη Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών τις απόψεις της σχετικά με το σχέδιο Κώδικα Συμπεριφοράς των Επιτρόπων όσον αφορά την σύγκρουση συμφερόντων ή τη δεοντολογία·
6. σημειώνει ότι σε όλες τις διεθνείς διασκέψεις η Επιτροπή πρέπει να εκχωρεί καθεστώς παρατηρητή στα μέλη του Κοινοβουλίου και να διευκολύνει την παρουσία τους σε όλες τις σχετικές συνεδριάσεις, ιδίως στις συνεδριάσεις συντονισμού, κατά τις οποίες η Επιτροπή καλείται να ενημερώνει το Κοινοβούλιο σχετικά με τη θέση της στην διαπραγματευτική διαδικασία· επισημαίνει ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις, λόγω έλλειψης νομικών, τεχνικών ή διπλωματικών δυνατοτήτων, η Επιτροπή μπορεί να αρνηθεί το καθεστώς παρατηρητή στα μέλη του Κοινοβουλίου, θεωρεί ωστόσο ότι τα ζητήματα πρέπει να εξηγούνται εκ των προτέρων στο Κοινοβούλιο και να ερμηνεύονται πολύ αυστηρά από την Επιτροπή·
7. υπογραμμίζει ότι ο όρος «διεθνείς διασκέψεις» στα σημεία 25 και 27 της αναθεωρημένης συμφωνίας πρέπει να εννοείται ότι περιλαμβάνει όχι μόνο πολυμερείς συμφωνίες, αλλά και διμερείς ιδιαίτερης πολιτικής σημασίας (συγκεκριμένα, όσες αφορούν συμφωνίες στους τομείς της πολιτικής συνεργασίας, του εμπορίου ή της αλιείας), επί των οποίων ούτως ή άλλως απαιτείται η συναίνεση του Κοινοβουλίου·
8. θεωρεί ότι ο όρος «συνεδριάσεις οργάνων που συστάθηκαν με πολυμερείς διεθνείς συμφωνίες», κατά το σημείο 26 της αναθεωρημένης συμφωνίας, αφορά επίσης τα όργανα που δημιουργήθηκαν με διμερείς συμφωνίες, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι όροι που παρατίθενται στο εν λόγω σημείο·
9. επισημαίνει ότι σύμφωνα με το άρθρο 218, παράγραφος 10, της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ η Επιτροπή πρέπει να ενημερώνει αμέσως και πλήρως το Κοινοβούλιο όταν προτίθεται να εφαρμόσει προσωρινά διεθνή συμφωνία ή να προτείνει την αναστολή της, και να λαμβάνει υπόψη της τις απόψεις του Κοινοβουλίου πριν από τη λήψη των σχετικών αποφάσεων από το Συμβούλιο·
10. καλεί την Επιτροπή να παρέχει στο Κοινοβούλιο όλες τις πληροφορίες σχετικά με τη διαπραγμάτευση διεθνών συμφωνιών, συμπεριλαμβανομένων των «εμπιστευτικών πληροφοριών» κατά την έννοια του σημείου 1.2.1 του Παραρτήματος 2 της αναθεωρημένης συμφωνίας, σύμφωνα με τις λεπτομερείς ρυθμίσεις που παρατίθενται στο εν λόγω Παράρτημα· θεωρεί ότι τούτο ισχύει επίσης για τα εμπιστευτικά έγγραφα των κρατών μελών ή τρίτων κρατών, υπό την προϋπόθεση της συγκατάθεσης της πηγής των εν λόγω εγγράφων·
11. θεωρεί ότι η έννοια της μη δεσμευτικής νομοθεσίας στο πλαίσιο της αναθεωρημένης συμφωνίας πρέπει να περιλαμβάνει συστάσεις, ερμηνευτικές ανακοινώσεις, εθελοντικές συμφωνίες και προαιρετικές πράξεις·
12. εγκρίνει την αναθεωρημένη συμφωνία που επισυνάπτεται στην παρούσα απόφαση·
13. αποφασίζει να επισυνάψει την αναθεωρημένη συμφωνία στον Κανονισμό του, σε αντικατάσταση του Παραρτήματος XIV, προκειμένου να διευκολυνθεί η πρόσβαση και να εξασφαλιστεί διαφάνεια·
14. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει την παρούσα απόφαση και το Παράρτημά της, προς ενημέρωση, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα κοινοβούλια των κρατών μελών.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Συμφωνία-πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή █ (αποκαλούμενα εφεξής «τα δύο θεσμικά όργανα»),
–
έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣλΕΕ), και ιδίως το άρθρο 295 αυτής, και τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (αποκαλούμενες εφεξής «οι Συνθήκες»),
–
έχοντας υπόψη τις διοργανικές συμφωνίες και τα κείμενα που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ των δύο θεσμικών οργάνων,
–
έχοντας υπόψη τον Κανονισμό του Κοινοβουλίου(4) και ειδικότερα τα άρθρα 105, 106 και 127 αυτού και τα παραρτήματα VIII και XIV,
–
έχοντας υπόψη τους πολιτικούς προσανατολισμούς και τις σχετικές δηλώσεις του εκλεγέντος Προέδρου της Επιτροπής στις 15 Σεπτεμβρίου 2009 και στις 9 Φεβρουαρίου 2010 καθώς και τις δηλώσεις εκάστου των υποψηφίων μελών της Επιτροπής κατά τη διάρκεια των ακροάσεών τους από τις κοινοβουλευτικές επιτροπές,
Α.
εκτιμώντας ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας ενισχύει τη δημοκρατική νομιμότητα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της Ένωσης,
Β.
εκτιμώντας ότι τα δύο θεσμικά όργανα αποδίδουν υψίστη σημασία στην αποτελεσματική μεταφορά της νομοθεσίας της EE στο εθνικό δίκαιο καθώς και την εφαρμογή της,
Γ.
εκτιμώντας ότι η παρούσα συμφωνία-πλαίσιο δεν θίγει τις εξουσίες και τα προνόμια του Κοινοβουλίου, της Επιτροπής ή οιουδήποτε άλλου θεσμικού οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης αλλά αποσκοπεί στο να διασφαλίσει την όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη και διαφανέστερη άσκηση των εν λόγω εξουσιών και προνομίων,
Δ.
εκτιμώντας ότι η παρούσα συμφωνία-πλαίσιο θα πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο όπως θεσπίστηκε με τις Συνθήκες,
Ε.
εκτιμώντας ότι η Επιτροπή θα λάβει δεόντως υπόψη τους αντίστοιχους ρόλους που προβλέπονται από τις Συνθήκες για το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ιδίως όσον αφορά τη βασική αρχή της ίσης μεταχείρισης που ορίζεται στο σημείο 9,
ΣΤ. εκτιμώντας ότι είναι σκόπιμο να επικαιροποιηθεί η συμφωνία-πλαίσιο που συνήφθη τον Μάιο του 2005(5) και να αντικατασταθεί από το ακόλουθο κείμενο,
συμφωνούν τα ακόλουθα :
I.ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
1. Προκειμένου να αντανακλάται καλύτερα η νέα «ειδική εταιρική σχέση» μεταξύ του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής, τα δύο θεσμικά όργανα συμφωνούν στα ακόλουθα μέτρα για να ενισχυθεί η πολιτική ευθύνη και η νομιμότητα της Επιτροπής, να επεκταθεί ο εποικοδομητικός διάλογος και να βελτιωθεί η ροή των πληροφοριών μεταξύ των δύο θεσμικών οργάνων και η συνεργασία επί των διαδικασιών και του σχεδιασμού.
Εγκρίνουν επίσης ειδικές διατάξεις:
–
σχετικά με συναντήσεις της Επιτροπής με εθνικούς εμπειρογνώμονες, όπως περιγράφονται στο παράρτημα 1·
–
σχετικά με τη διαβίβαση των εμπιστευτικών πληροφοριών █ στο Κοινοβούλιο, όπως περιγράφεται στο παράρτημα 2·
–
σχετικά με τη διαπραγμάτευση και σύναψη διεθνών συμφωνιών, όπως περιγράφονται στο παράρτημα 3·και
–
το χρονοδιάγραμμα του προγράμματος εργασιών της Επιτροπής, όπως περιγράφεται στο παράρτημα 4.
II.ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
2.Αφού οριστεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ο προτεινόμενος Πρόεδρος της Επιτροπής υποβάλλει στο Κοινοβούλιο τους πολιτικούς προσανατολισμούς της θητείας του προκειμένου η ενημερωμένη ανταλλαγή απόψεων με το Κοινοβούλιο να γίνει πριν από την ψηφοφορία για την έγκρισή του.
3.Σύμφωνα με το άρθρο 106 του Κανονισμού του, το Κοινοβούλιο επικοινωνεί με τον εκλεγέντα Πρόεδρο της Επιτροπής εγκαίρως πριν από την έναρξη των διαδικασιών οι οποίες αποσκοπούν στο να δώσει την έγκρισή του στην νέα Επιτροπή. Το Κοινοβούλιο λαμβάνει υπόψη τις παρατηρήσεις που διατυπώνει ο εκλεγείς Πρόεδρος της Επιτροπής.
Τα ορισθέντα μέλη της Επιτροπής εξασφαλίζουν την πλήρη κοινοποίηση όλων των συναφών πληροφοριών, σύμφωνα με την υποχρέωση ανεξαρτησίας που ορίζει το άρθρο 245 της ΣλΕΕ.
Οι διαδικασίες καταρτίζονται κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται ότι το σύνολο της ορισθείσας Επιτροπής αξιολογείται με διαφάνεια, δικαιοσύνη και συνέπεια.
4. Με την επιφύλαξη της αρχής της συλλογικότητας της Επιτροπής, κάθε μέλος της Επιτροπής φέρει την πολιτική ευθύνη της δράσης του στον τομέα με τον οποίο είναι επιφορτισμένο.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι πλήρως υπεύθυνος για τον εντοπισμό οιασδήποτε σύγκρουσης συμφερόντων που παρακωλύει ένα μέλος της Επιτροπής από το να ασκήσει τα καθήκοντά του.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι επίσης υπεύθυνος για την ανάληψη κάθε δράσης την οποία συνεπάγεται μια τέτοια περίπτωση και ενημερώνει πάραυτα και εγγράφως τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου.
Η συμμετοχή των μελών της Επιτροπής σε προεκλογικές εκστρατείες διέπεται από τον Κώδικα Συμπεριφοράς των Επιτρόπων.
Τα μέλη της Επιτροπής που συμμετέχουν ενεργά σε προεκλογικές εκστρατείες ως υποψήφιοι στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα πρέπει να λαμβάνουν εκλογική άδεια άνευ αποδοχών από το τέλος της τελευταίας περιόδου συνόδου πριν από τις εκλογές.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής ενημερώνει το Κοινοβούλιο εγκαίρως σχετικά με την απόφασή του να χορηγήσει αυτήν την άδεια και ανακοινώνει το μέλος της Επιτροπής που θα αναλάβει τις αντίστοιχες αρμοδιότητες για αυτήν την περίοδο αδείας.
5. Αν το Κοινοβούλιο ζητήσει από τον Πρόεδρο της Επιτροπής να αποσύρει την εμπιστοσύνη του σε ένα μέλος της Επιτροπής, εκείνος εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο να ζητήσει την παραίτηση του εν λόγω μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 6 της ΣΕΕ· ο Πρόεδρος πρέπει είτε να ζητήσει την παραίτηση του μέλους αυτού της Επιτροπής είτε να εξηγήσει την άρνησή του να ζητήσει την παραίτηση ενώπιον του Κοινοβουλίου στην επόμενη σύνοδο της Ολομέλειας.
6. Εφόσον παρίσταται ανάγκη να προβλεφθεί η αντικατάσταση ενός μέλους της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της θητείας του σύμφωνα με το άρθρο 246, δεύτερο εδάφιο της ΣΛΕΕ, ο Πρόεδρος της Επιτροπής εξετάζει με προσοχή το αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων του Κοινοβουλίου πριν δώσει τη συγκατάθεσή του στην απόφαση του Συμβουλίου.
Το Κοινοβούλιο διασφαλίζει την διεκπεραίωση των διαδικασιών του με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα, ούτως ώστε να δοθεί στον Πρόεδρο της Επιτροπής η δυνατότητα να εξετάσει με προσοχή τη γνώμη του Κοινοβουλίου, πριν από το διορισμό του νέου μέλους της Επιτροπής.
Ομοίως, σύμφωνα με το άρθρο 246 τρίτο εδάφιο της ΣλΕΕ, όταν είναι σύντομο το εναπομένον διάστημα της θητείας της Επιτροπής, ο Πρόεδρος της Επιτροπής εξετάζει με προσοχή τη θέση του Κοινοβουλίου.
7. Εάν ο Πρόεδρος της Επιτροπής προτίθεται να προβεί σε ανακατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των μελών της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της θητείας τους σύμφωνα με το άρθρο 248 της ΣλΕΕ, ενημερώνει το Κοινοβούλιο εγκαίρως για την διαβούλευση σε σχέση με τις αλλαγές αυτές· η απόφαση του Προέδρου να ανακατανείμει τα χαρτοφυλάκια μπορεί να έχει άμεση εφαρμογή.
8. Όταν η Επιτροπή προτείνει αναθεώρηση του κώδικα συμπεριφοράς των Επιτρόπων, η οποία σχετίζεται με σύγκρουση συμφερόντων ή ζητήματα δεοντολογίας, ζητεί τη γνώμη του Κοινοβουλίου.
▌
III.ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΗΤΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΡΟΗ ΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
(i)Γενικές διατάξεις
9. Η Επιτροπή εγγυάται ότι θα εφαρμόσει τη βασική αρχή της ίσης μεταχείρισης Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, ιδιαίτερα όσον αφορά την πρόσβαση στις συνεδριάσεις και την παροχή ενημερωτικών σημειωμάτων ή άλλων πληροφοριών, κυρίως για νομοθετικά και δημοσιονομικά ζητήματα.
10. Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, η Επιτροπή λαμβάνει μέτρα για τη βελτίωση της συμμετοχής του Κοινοβουλίου, κατά τρόπον ώστε να μπορεί να λαμβάνει υπόψη τις απόψεις του Κοινοβουλίου στο μέτρο του δυνατού στους τομείς της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και της Πολιτικής Ασφαλείας.
11. Θεσπίζονται ορισμένες ρυθμίσεις για την εφαρμογή της «ειδικής εταιρικής σχέσης» μεταξύ του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής:
-
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής συναντά, κατόπιν αιτήματος του Κοινοβουλίου, τη Διάσκεψη των Προέδρων τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο προκειμένου να συζητήσουν θέματα κοινού ενδιαφέροντος·
-
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής διεξάγει συστηματικό διάλογο με τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου για τα βασικά οριζόντια ζητήματα και τις μείζονες νομοθετικές προτάσεις. Ο διάλογος αυτός θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει προσκλήσεις προς τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου να παραστεί σε συνεδριάσεις του Σώματος των Επιτρόπων·
-
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής ή ο αντιπρόεδρος που είναι υπεύθυνος για τις διοργανικές σχέσεις καλείται να παραστεί σε συνεδριάσεις της Διάσκεψης των Προέδρων και της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών όταν συζητούνται ειδικά θέματα σχετικά με την ημερήσια διάταξη της Ολομέλειας, τις διοργανικές σχέσεις μεταξύ Κοινοβουλίου και Επιτροπής καθώς και νομοθετικά και δημοσιονομικά θέματα·
-
Διεξάγονται συνεδριάσεις σε ετήσια βάση μεταξύ της Διάσκεψης των Προέδρων και της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών, αφενός, και του Σώματος των Επιτρόπων, αφετέρου, για την εξέταση σημαντικών ζητημάτων συμπεριλαμβανόμενων της προετοιμασίας και της εφαρμογής του Προγράμματος Εργασίας της Επιτροπής·
-
Η Διάσκεψη των Προέδρων και η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών ενημερώνουν την Επιτροπή εγκαίρως σχετικά με τα αποτελέσματα των συζητήσεών τους που έχουν διοργανική διάσταση. Το Κοινοβούλιο ενημερώνει πλήρως και τακτικά την Επιτροπή για την έκβαση των συνεδριάσεών του που αφορούν στην προετοιμασία των περιόδων συνόδων Ολομελείας, λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις της Επιτροπής. Η διάταξη αυτή τελεί υπό την επιφύλαξη του σημείου 45·
-
Προκειμένου να εξασφαλισθεί η τακτική ροή των συναφών πληροφοριών μεταξύ των δύο οργάνων, οι γενικοί γραμματείς του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής συναντώνται τακτικά.
12. Κάθε μέλος της Επιτροπής διασφαλίζει την τακτική και άμεση ροή πληροφοριών μεταξύ του μέλους της Επιτροπής και του προέδρου της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής.
13. Η Επιτροπή δεν δημοσιοποιεί καμία νομοθετική πρόταση ή άλλη σημαντική πρωτοβουλία ή απόφαση πριν ενημερώσει σχετικώς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εγγράφως.
Βάσει του █ προγράμματος εργασιών της Επιτροπής █, τα δύο θεσμικά όργανα προσδιορίζουν εκ των προτέρων, με κοινή συμφωνία, τις πρωτοβουλίες καίριας σημασίας που θα παρουσιαστούν στην Ολομέλεια. Κατ' αρχήν, η Επιτροπή παρουσιάζει αυτές τις πρωτοβουλίες πρώτα στην Ολομέλεια και μόνον στη συνέχεια στο κοινό.
Ομοίως, προσδιορίζουν τις προτάσεις και πρωτοβουλίες για τις οποίες θα παρασχεθούν πληροφορίες ενώπιον της Διάσκεψης των Προέδρων, ή για τις οποίες θα ενημερωθούν δεόντως η αρμόδια επιτροπή και ο πρόεδρός της.
Οι αποφάσεις αυτές λαμβάνονται στο πλαίσιο του τακτικού διαλόγου μεταξύ των δύο θεσμικών οργάνων, όπως προβλέπεται στο σημείο 11, και επικαιροποιούνται τακτικά, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τυχόν πολιτικές εξελίξεις.
14. Εάν ένα εσωτερικό έγγραφο της Επιτροπής – του οποίου δεν έχει λάβει γνώση το Κοινοβούλιο σύμφωνα με την παρούσα συμφωνία-πλαίσιο – κυκλοφορήσει εκτός των θεσμικών οργάνων, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου μπορεί να ζητήσει να διαβιβασθεί χωρίς καθυστέρηση το έγγραφο αυτό στο Κοινοβούλιο, προκειμένου να το κοινοποιήσει στους βουλευτές που θα προέβαιναν σε σχετικό αίτημα.
15.Η Επιτροπή παρέχει πλήρεις πληροφορίες και τεκμηρίωση σχετικά με τις συνεδριάσεις της με τους εθνικούς εμπειρογνώμονες στο πλαίσιο των εργασιών της για την προετοιμασία και εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των μη δεσμευτικών νομοθετικών πράξεων και των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων. Εφόσον το ζητήσει το Κοινοβούλιο, η Επιτροπή μπορεί επίσης να καλέσει εμπειρογνώμονες του Κοινοβουλίου στις συνεδριάσεις αυτές.
Οι σχετικές διατάξεις ορίζονται στο παράρτημα 1.
16.Εντός τριών μηνών από την έγκριση ψηφίσματος του Κοινοβουλίου, η Επιτροπή παρέχει εγγράφως █ ενημέρωση στο Κοινοβούλιο όσον αφορά τα μέτρα που ελήφθησαν κατόπιν ειδικών αιτημάτων που διατυπώθηκαν προς αυτήν σε ψηφίσματα του Κοινοβουλίου, συμπεριλαμβανομένης της ενημέρωσης του Κοινοβουλίου σε περιπτώσεις στις οποίες δεν κατέστη δυνατή η υιοθέτηση των απόψεών του. Η περίοδος αυτή μπορεί να συντομευθεί όταν το αίτημα είναι επείγον. Μπορεί να παραταθεί κατά ένα μήνα όταν βάσει του αιτήματος απαιτείται περισσότερο ενδελεχής και δεόντως τεκμηριωμένη εργασία. Το Κοινοβούλιο μεριμνά ώστε αυτή η πληροφορία να διαδοθεί ευρέως εντός του οργάνου.
Το Κοινοβούλιο καταβάλλει προσπάθειες για την αποφυγή προφορικών ή γραπτών ερωτήσεων σχετικά με θέματα για τα οποία η Επιτροπή έχει ήδη κοινοποιήσει τη θέση της στο Κοινοβούλιο μέσω γραπτής ανακοίνωσης συνέχειας.
▌
Η Επιτροπή δεσμεύεται να υποβάλλει έκθεση σχετικά με τη συγκεκριμένη συνέχεια που δόθηκε σε οιοδήποτε αίτημα για υποβολή πρότασης σύμφωνα με το άρθρο 225 ΣΛΕΕ (έκθεση νομοθετικής πρωτοβουλίας) εντός τριών μηνών από την έγκριση του σχετικού ψηφίσματος στην Ολομέλεια. Η Επιτροπή υποβάλλει νομοθετική πρόταση το αργότερο μετά από ένα έτος ή περιλαμβάνει την πρόταση στο πρόγραμμα εργασιών της Επιτροπής του επόμενου έτους. Εάν η Επιτροπή δεν υποβάλλει πρόταση, δίδει στο Κοινοβούλιο λεπτομερείς εξηγήσεις για τους λόγους.
Η Επιτροπή αναλαμβάνει επίσης τη δέσμευση για στενή και έγκαιρη συνεργασία μεταξύ Κοινοβουλίου και Επιτροπής για οποιοδήποτε αίτημα νομοθετικής πρωτοβουλίας που απορρέει από πρωτοβουλίες πολιτών.
Όσον αφορά τη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής, εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις του σημείου 31.
▌
17. Σε περίπτωση ανάληψης πρωτοβουλιών, συστάσεων ή αιτημάτων για νομοθετικές πρωτοβουλίες σύμφωνα με το άρθρο 289, παράγραφος 4 της ΣλΕΕ, η Επιτροπή ενημερώνει το Κοινοβούλιο, αν ζητηθεί, σχετικά με τη θέση της επί των προτάσεων αυτών, ενώπιον της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής.
18.Τα δύο θεσμικά όργανα συμφωνούν να συνεργαστούν στον τομέα των σχέσεων με τα εθνικά κοινοβούλια.
Το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή συνεργάζονται για την εκτέλεση του Πρωτοκόλλου Αριθ. 2 της ΣλΕΕ σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Η συνεργασία αυτή περιλαμβάνει ρυθμίσεις σχετικά με οιαδήποτε απαραίτητη μετάφραση αιτιολογημένων γνωμών που υποβάλλονται από τα εθνικά κοινοβούλια.
Όταν καλύπτονται τα όρια που αναφέρονται στο άρθρο 7 του Πρωτοκόλλου Αριθ. 2 της ΣλΕΕ, η Επιτροπή παρέχει τις μεταφράσεις όλων των αιτιολογημένων γνωμών που εκδίδονται από τα εθνικά κοινοβούλια καθώς και την θέση της επ' αυτών.
19. Η Επιτροπή ενημερώνει το Κοινοβούλιο σχετικά με τον κατάλογο των ομάδων εμπειρογνωμόνων που έχει συστήσει προκειμένου να επικουρούν την Επιτροπή στην άσκηση του δικαιώματος πρωτοβουλίας που διαθέτει. Ο κατάλογος αυτός επικαιροποιείται τακτικά και δημοσιοποιείται.
Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή ενημερώνει με τον προσήκοντα τρόπο την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, κατόπιν ειδικής και αιτιολογημένης αίτησης του προέδρου της, σχετικά με τις δραστηριότητες και τη σύνθεση των ομάδων αυτών.
20. Τα δύο θεσμικά όργανα, μέσω των κατάλληλων μηχανισμών, διεξάγουν εποικοδομητικό διάλογο όσον αφορά σημαντικά διοικητικά θέματα και κυρίως ζητήματα που έχουν άμεσο αντίκτυπο στη διοικητική λειτουργία του Κοινοβουλίου.
21.Το Κοινοβούλιο επιζητεί την γνώμη της Επιτροπής, όταν προτείνει αναθεώρηση του Κανονισμού του σχετικά με τις σχέσεις με την Επιτροπή.
22. Όταν εγείρεται θέμα εμπιστευτικότητας όσον αφορά τις πληροφορίες που διαβιβάζονται σύμφωνα με την παρούσα συμφωνία - πλαίσιο, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παραρτήματος 2.
(ii)Διεθνείς συμφωνίες και διεύρυνση
23.Το Κοινοβούλιο ενημερώνεται αμέσως και πλήρως σε όλα τα στάδια της διαπραγμάτευσης και της σύναψης διεθνών συμφωνιών, συμπεριλαμβανομένου του ορισμού των διαπραγματευτικών οδηγιών. Η Επιτροπή ενεργεί κατά τρόπον ώστε να εφαρμόζονται πλήρως οι υποχρεώσεις της σύμφωνα με το άρθρο 218 της ΣλΕΕ, σεβόμενη παράλληλα το ρόλο κάθε οργάνου σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 2 της ΣΕΕ.
Η Επιτροπή εφαρμόζει τις ρυθμίσεις που ορίζονται στο παράρτημα 3.
24. Η ενημέρωση που αναφέρεται στο σημείο 23 διαβιβάζεται στο Κοινοβούλιο εγκαίρως, ώστε να έχει τη δυνατότητα να εκφράσει, ενδεχομένως, τις απόψεις του, η δε Επιτροπή να είναι σε θέση να τις λάβει υπόψη στο μέτρο του δυνατού. Οι πληροφορίες διαβιβάζονται, κατά γενικό κανόνα, στο Κοινοβούλιο μέσω της υπεύθυνης κοινοβουλευτικής επιτροπής και, όπου κρίνεται σκόπιμο, σε σύνοδο της Ολομέλειας. Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, αυτές οι πληροφορίες διαβιβάζονται σε περισσότερες της μίας επιτροπές.
Το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή αναλαμβάνουν να θεσπίσουν τις κατάλληλες διαδικασίες και τα μέτρα που απαιτούνται για τη διαβίβαση εμπιστευτικών πληροφοριών από την Επιτροπή στο Κοινοβούλιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος 2.
▌
25.Τα δύο θεσμικά όργανα συμφωνούν ότι λόγω των διαφορετικών τους θεσμικών ρόλων, η Επιτροπή θα εκπροσωπεί την Ευρωπαϊκή Ένωση σε διεθνείς διαπραγματεύσεις με εξαίρεση εκείνες που αφορούν την κοινή εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας και άλλες περιπτώσεις που προβλέπονται από τις Συνθήκες.
Η Επιτροπή, όταν εκπροσωπεί την Ευρωπαϊκή Ένωση σε διεθνείς διασκέψεις, διευκολύνει, με αίτημα του Κοινοβουλίου, τη συμμετοχή αντιπροσωπείας των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως παρατηρητών στις αντιπροσωπείες της Ένωσης, ούτως ώστε να μπορεί να ενημερώνεται αμέσως και πλήρως για τις εργασίες της διάσκεψης. Η Επιτροπή αναλαμβάνει, στο μέτρο του δυνατού, να τηρεί συστηματικά ενήμερη την αντιπροσωπεία του Κοινοβουλίου σχετικά με το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων.
Τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν μπορούν να συμμετέχουν άμεσα στις διαπραγματεύσεις αυτές. Στα πλαίσια των νομικών, τεχνικών και διπλωματικών δυνατοτήτων, η Επιτροπή μπορεί να τους κάνει δεκτούς ως παρατηρητές. Σε περίπτωση άρνησης, η Επιτροπή ενημερώνει το Κοινοβούλιο για τους λόγους της άρνησης.
Επιπλέον, η Επιτροπή διευκολύνει τη συμμετοχή των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως παρατηρητών σε όλες τις σχετικές συνεδριάσεις υπό την ευθύνη της πριν και μετά τις διαπραγματευτικές συνεδριάσεις.
26.Υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, η Επιτροπή ενημερώνει συστηματικά το Κοινοβούλιο, και διευκολύνει την πρόσβαση των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που μετέχουν σε αντιπροσωπείες της Ένωσης, όσον αφορά συνεδριάσεις οργάνων που συστάθηκαν με πολυμερείς διεθνείς συμφωνίες στις οποίες συμμετέχει η Ένωση, οποτεδήποτε τα όργανα αυτά καλούνται να λάβουν αποφάσεις για τις οποίες απαιτείται η συναίνεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή για την εφαρμογή των οποίων μπορεί να απαιτείται η έγκριση νομικών πράξεων σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία.
27.Η Επιτροπή επιτρέπει επίσης στην αντιπροσωπεία του Κοινοβουλίου που συμμετέχει στις αντιπροσωπείες της Ένωσης σε διεθνείς διασκέψεις την πρόσβαση στη χρήση όλων των εγκαταστάσεων των αντιπροσωπειών που διαθέτει η Ένωση για τις περιπτώσεις αυτές, σύμφωνα με την γενική αρχή της καλής συνεργασίας μεταξύ των θεσμικών οργάνων και λαμβάνοντας υπόψη τη διαθέσιμη διοικητική υποστήριξη.
Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου αποστέλλει στον Πρόεδρο της Επιτροπής πρόταση σχετικά με τη συμμετοχή αντιπροσωπείας του Κοινοβουλίου στην αντιπροσωπεία της Ένωσης τέσσερις εβδομάδες το αργότερο πριν από την έναρξη της διάσκεψης, διευκρινίζοντας ποιος θα είναι ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας του Κοινοβουλίου και ο αριθμός των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που θα συμπεριληφθούν σε αυτήν. Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, η προθεσμία αυτή μπορεί, κατ' εξαίρεση, να συντομευθεί.
Ο αριθμός των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που συμμετέχει στην αντιπροσωπεία του Κοινοβουλίου και του προσωπικού στήριξης είναι ανάλογος του συνολικού μεγέθους της αντιπροσωπείας της Ένωσης. ▌
28. Η Επιτροπή ενημερώνει πλήρως το Κοινοβούλιο για την πρόοδο των διαπραγματεύσεων προσχώρησης, ιδίως όσον αφορά τις μείζονες πτυχές και εξελίξεις, παρέχοντάς του έτσι τη δυνατότητα να διατυπώνει εγκαίρως τις απόψεις του στο πλαίσιο των ενδεδειγμένων κοινοβουλευτικών διαδικασιών.
29. Όταν το Κοινοβούλιο εγκρίνει σύσταση επί των αναφερομένων στο σημείο 28 ζητημάτων, σύμφωνα με το άρθρο 90, παράγραφος 5, του Κανονισμού του, και η Επιτροπή αποφασίζει, για σημαντικούς λόγους, να μην υποστηρίξει τη σύσταση αυτή, η Επιτροπή εκθέτει ενώπιον του Κοινοβουλίου τους λόγους που την οδήγησαν στην απόφασή της, είτε στην Ολομέλεια είτε κατά την επόμενη συνεδρίαση της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής.
(iii)Εκτέλεση του προϋπολογισμού
30.Πριν παρασχεθούν οικονομικές δεσμεύσεις σε διασκέψεις δωρητών, οι οποίες συνεπάγονται νέες δημοσιονομικές δεσμεύσεις και προϋποθέτουν τη σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής, η Επιτροπή ενημερώνει την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή και εξετάζει τις παρατηρήσεις της.
31. Στο πλαίσιο της ετήσιας διαδικασίας απαλλαγής, η οποία διέπεται από το άρθρο 319 της ΣλΕΕ, η Επιτροπή διαβιβάζει κάθε πληροφορία που είναι αναγκαία για τον έλεγχο της εκτέλεσης του προϋπολογισμού του συγκεκριμένου έτους, η οποία της ζητείται προς το σκοπό αυτό από τον πρόεδρο της κοινοβουλευτικής επιτροπής που είναι αρμόδια για τη διαδικασία απαλλαγής, σύμφωνα με το παράρτημα VII του Κανονισμού του Κοινοβουλίου.
Εάν προκύψουν νέα στοιχεία σχετικά με προηγούμενα έτη, για τα οποία έχει ήδη χορηγηθεί απαλλαγή, η Επιτροπή διαβιβάζει όλες τις σχετικές πληροφορίες που είναι απαραίτητες, προκειμένου να εξευρεθεί λύση αποδεκτή και για τα δύο μέρη.
(iv)Σχέση με τους ρυθμιστικούς οργανισμούς
32.Οι υποψήφιοι για τη θέση του Γενικού Διευθυντή ρυθμιστικών οργανισμών θα πρέπει να προσέρχονται στις ακροάσεις ενώπιον κοινοβουλευτικής επιτροπής.
Επιπλέον, στο πλαίσιο των συζητήσεων της διοργανικής ομάδας εργασίας για τους οργανισμούς που συστάθηκε τον Μάρτιο του 2009, η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο αποσκοπούν σε κοινή προσέγγιση σχετικά με τον ρόλο και τη θέση των αποκεντρωμένων οργανισμών στο θεσμικό περιβάλλον της Ένωσης, σε συνδυασμό με κοινές κατευθυντήριες αρχές για τη δημιουργία, διάρθρωση και λειτουργία αυτών των οργανισμών, παράλληλα με θέματα χρηματοδότησης, δημοσιονομικά θέματα και θέματα εποπτείας και διαχείρισης.
IV.ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΙΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟ
(i)Πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής και ▌προγραμματισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης
33. Η Επιτροπή αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για τον ετήσιο και πολυετή προγραμματισμό της ▌Ένωσης με στόχο την επίτευξη ▌διοργανικών συμφωνιών.
34. Κάθε χρόνο η Επιτροπή παρουσιάζει ▌το πρόγραμμα εργασίας της.
35. Τα δύο θεσμικά όργανα συνεργάζονται σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που ορίζεται στο παράρτημα 4.
Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις προτεραιότητες που διατυπώνει το Κοινοβούλιο.
Η Επιτροπή παρέχει επαρκή λεπτομερή στοιχεία σχετικά με το περιεχόμενο κάθε σημείου του προγράμματος εργασίας της.
36. Η Επιτροπή παρέχει εξηγήσεις όταν δεν είναι σε θέση να καταθέσει επιμέρους προτάσεις στο πρόγραμμα εργασίας της ή όταν αποκλίνει από αυτό.
Ο Αντιπρόεδρος της Επιτροπής αρμόδιος για τις διοργανικές σχέσεις αναλαμβάνει να αξιολογεί σε τακτά χρονικά διαστήματα, ενώπιον της Διάσκεψης των Προέδρων των επιτροπών, τις βασικές γραμμές της πολιτικής εφαρμογής του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής για το τρέχον έτος ▌.
(ii)▌ Διαδικασίες για την έγκριση πράξεων
37. Η Επιτροπή δεσμεύεται να εξετάζει μετά προσοχής τις τροπολογίες που εγκρίνει το Κοινοβούλιο επί των νομοθετικών προτάσεών της, με σκοπό να τις λάβει υπόψη σε κάθε τροποποιημένη πρόταση.
Όταν γνωμοδοτεί επί τροπολογιών του Κοινοβουλίου, δυνάμει του άρθρου 294 της ΣλΕΕ, η Επιτροπή δεσμεύεται να λαμβάνει στο μέγιστο βαθμό υπόψη τις τροπολογίες που εγκρίνονται κατά τη δεύτερη ανάγνωση· εάν, για σημαντικούς λόγους και μετά από εξέταση του θέματος από το Σώμα των Επιτρόπων, αποφασίσει να μην υιοθετήσει ή να μην υποστηρίξει τις τροπολογίες αυτές, αιτιολογεί την απόφασή της ενώπιον του Κοινοβουλίου και, σε κάθε περίπτωση, στο πλαίσιο της γνωμοδότησής της επί των τροπολογιών του Κοινοβουλίου δυνάμει του άρθρου 294 της ΣλΕΕ, παράγραφος 7, ▌ στοιχείο γ).
38.Το Κοινοβούλιο δεσμεύεται, κατά την εξέταση πρότασης που κατατίθεται κατόπιν πρωτοβουλίας του ενός τετάρτου τουλάχιστον των κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 76 της ΣλΕΕ, να μην εγκρίνει καμία έκθεση σε επίπεδο αρμόδιας Επιτροπής πριν λάβει την γνώμη της Επιτροπής επί της πρωτοβουλίας.
Η Επιτροπή δεσμεύεται να εκδίδει τη γνώμη της επί παρόμοιας πρωτοβουλίας το αργότερο 10 εβδομάδες μετά την υποβολή της πρωτοβουλίας.
39. Η Επιτροπή δεσμεύεται να παρέχει εγκαίρως λεπτομερείς επεξηγήσεις πριν αποσύρει τις όποιες προτάσεις της επί των οποίων το Κοινοβούλιο έχει ήδη λάβει θέση σε πρώτη ανάγνωση.
Η νέα Επιτροπή προβαίνει σε επιθεώρηση όλων των εκκρεμών προτάσεων με την έναρξη της θητείας της ώστε να τις επιβεβαιώσει πολιτικώς ή να τις αποσύρει, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις απόψεις που εξέφρασε το Κοινοβούλιο.
40. Για τις ειδικές νομοθετικές διαδικασίες για τις οποίες καλείται να γνωμοδοτήσει το Κοινοβούλιο, συμπεριλαμβανομένων λοιπών διαδικασιών όπως εκείνη που ορίζεται στο άρθρο 148 της ΣλΕΕ, η Επιτροπή:
(i)
λαμβάνει μέτρα για τη βελτίωση της συμμετοχής του Κοινοβουλίου κατά τρόπον ώστε να μπορεί να λαμβάνει υπόψη τις απόψεις του Κοινοβουλίου στο μέτρο του δυνατού, ιδίως προκειμένου να διασφαλίσει ότι το Κοινοβούλιο έχει τον αναγκαίο χρόνο στη διάθεσή του για να εξετάσει την πρόταση της Επιτροπής·
(ii)
μεριμνά ώστε να υπενθυμίζει σε εύλογο χρόνο στα όργανα του Συμβουλίου να μη προχωρούν σε πολιτική συμφωνία επί των προτάσεών της ενόσω το Κοινοβούλιο δεν έχει διατυπώσει τη γνώμη του. Ζητεί να ολοκληρώνεται η συζήτηση σε επίπεδο υπουργών, αφού προηγουμένως έχει δοθεί εύλογη προθεσμία στα μέλη του Συμβουλίου να εξετάσουν τη θέση του Κοινοβουλίου·
(iii)
διασφαλίζει ότι το Συμβούλιο συντάσσεται με τους κανόνες που έχει τάξει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την επαναδιαβούλευση με το Κοινοβούλιο σε περίπτωση ουσιώδους τροποποίησης της πρότασης της Επιτροπής από το Συμβούλιο. Η Επιτροπή ενημερώνει το Κοινοβούλιο για την ενδεχόμενη υπενθύμιση προς το Συμβούλιο της ανάγκης να διεξαχθεί επαναδιαβούλευση·
(iv)
δεσμεύεται, εάν χρειασθεί, να αποσύρει νομοθετική πρόταση που έχει απορριφθεί από το Κοινοβούλιο. Σε περίπτωση που, για σοβαρούς λόγους και μετά από εξέταση του ζητήματος από το Σώμα των Επιτρόπων, η Επιτροπή αποφασίσει να διατηρήσει την πρότασή της, εκθέτει τους λόγους με δήλωση ενώπιον του Κοινοβουλίου.
41. Από την πλευρά του, προκειμένου να βελτιωθεί ο νομοθετικός προγραμματισμός, το Κοινοβούλιο δεσμεύεται:
(i)
να προβαίνει στον προγραμματισμό των νομοθετικών μερών των ημερήσιων διατάξεών του, προσαρμόζοντάς τα στο ισχύον πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής και στα ψηφίσματα που έχει εγκρίνει επ' αυτού, ιδίως ενόψει του βελτιωμένου προγραμματισμού των συζητήσεων προτεραιότητας·
(ii)
να τηρεί εύλογες προθεσμίες, εφόσον τούτο κρίνεται χρήσιμο για τη διαδικασία, όταν διατυπώνει τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση κατά τη συνήθη νομοθετική διαδικασία ή τη γνώμη του στο πλαίσιο της διαδικασίας διαβούλευσης·
(iii)
να ορίζει, στο μέτρο του δυνατού, εισηγητές επί των μελλοντικών προτάσεων ήδη κατά την έγκριση του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής·
(iv)
να εξετάζει κατ' απόλυτη προτεραιότητα τα αιτήματα επαναδιαβούλευσης, υπό την προϋπόθεση ότι του έχουν διαβιβασθεί όλες οι χρήσιμες πληροφορίες.
▌
(iii)Ζητήματα που άπτονται της βελτίωσης της νομοθεσίας
42.Η Επιτροπή μεριμνά ούτως ώστε οι εκτιμήσεις επιπτώσεων να διενεργούνται υπ´ ευθύνη της και σύμφωνα με διαφανή διαδικασία που θα διασφαλίζει τον ανεξάρτητο χαρακτήρα της αξιολόγησης. Οι εκτιμήσεις επιπτώσεων δημοσιεύονται σε εύθετο χρόνο, λαμβάνουν υπόψη σειρά διαφορετικών υποθέσεων, συμπεριλαμβανομένης της επιλογής «απραξίας», και υποβάλλονται, κατ' αρχήν, στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή κατά τη φάση της ενημέρωσης των εθνικών κοινοβουλίων, σύμφωνα τα Πρωτόκολλα Αριθ. 1 και 2 της ΣΛΕΕ.
43.Σε τομείς όπου το Κοινοβούλιο συμμετέχει συνήθως στη νομοθετική διαδικασία, η Επιτροπή χρησιμοποιεί μη δεσμευτικές νομοθετικές πράξεις, εφόσον τούτο προσφέρεται και δικαιολογείται πλήρως, αφού δώσει στο Κοινοβούλιο την ευκαιρία να εκφράσει τις απόψεις του. Η Επιτροπή παρέχει λεπτομερείς επεξηγήσεις στο Κοινοβούλιο σχετικά με το πώς ελήφθησαν υπόψη οι απόψεις του κατά την έγκριση της πρότασής της.
44. Προκειμένου να διασφαλίζεται καλύτερη εποπτεία της μεταφοράς και της εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης, η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο καταβάλλουν προσπάθειες ώστε να συμπεριλαμβάνονται υποχρεωτικά πίνακες αντιστοιχίας και δεσμευτική προθεσμία για τη μεταφορά, η οποία για τις οδηγίες δεν θα πρέπει κανονικά να υπερβαίνει τη διετία.
Πέραν των ειδικών εκθέσεων και της ετήσιας έκθεσης για την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, η Επιτροπή θέτει στη διάθεση του Κοινοβουλίου συνοπτικές πληροφορίες σχετικά με όλες τις διαδικασίες επί παραβάσει ήδη από το στάδιο της προειδοποιητικής επιστολής αλλά και, εφόσον ζητηθεί από το Κοινοβούλιο, κατά περίπτωση και με τήρηση των κανόνων περί εμπιστευτικότητας, ιδίως όσων αφορούν, σύμφωνα με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα ζητήματα στα οποία αναφέρεται η διαδικασία επί παραβάσει.
V.ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΙΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
45.Η Επιτροπή, εφόσον της ζητηθεί, μεριμνά για την εκπροσώπησή της κατά προτεραιότητα στις συνεδριάσεις της Ολομέλειας ή άλλων οργάνων του Κοινοβουλίου και όχι σε άλλες εκδηλώσεις ή γεγονότα όπου έχει προσκληθεί και συμπίπτουν με τις πρώτες.
Η Επιτροπή διασφαλίζει ιδίως ότι, κατά κανόνα, τα μέλη της Επιτροπής είναι παρόντα κατά τις συνεδριάσεις της Ολομέλειας για την εξέταση θεμάτων της ημερήσιας διάταξης που υπάγονται στην αρμοδιότητά τους, οσάκις το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διατυπώνει σχετικό αίτημα. Το αυτό ισχύει για τα προσχέδια ημερήσιας διάταξης που εγκρίθηκαν από τη Διάσκεψη των Προέδρων κατά την προηγούμενη περίοδο συνόδου.
Το Κοινοβούλιο επιδιώκει, κατά γενικό κανόνα, τα εγγεγραμμένα στην ημερήσια διάταξη περιόδου συνόδου θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιοτήτων ενός μέλους της Επιτροπής να συγκεντρώνονται για να συζητηθούν από κοινού.
46.Κατόπιν αιτήματος του Κοινοβουλίου, θα προβλέπεται τακτική Ώρα των Ερωτήσεων για τον Πρόεδρο της Επιτροπής. Η εν λόγω Ώρα των Ερωτήσεων θα αποτελείται από δύο μέρη: το πρώτο, με συμμετοχή αρχηγών πολιτικών ομάδων ή εκπροσώπων αυτών, διεξάγεται με εντελώς ελεύθερες παρεμβάσεις· το δεύτερο είναι αφιερωμένο σε πολιτικό θέμα κοινοποιημένο εκ των προτέρων και το αργότερο μέχρι την Πέμπτη που προηγείται της εν λόγω περιόδου συνόδου αλλά διεξάγεται χωρίς προετοιμασμένες ερωτήσεις.
Καθιερώνεται, επιπλέον, Ώρα των Ερωτήσεων για τους Επιτρόπους, συμπεριλαμβανομένου του Αντιπροέδρου για τις εξωτερικές σχέσεις/Ύπατου Εκπροσώπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας, στα πρότυπα της Ώρας των Ερωτήσεων για τον Πρόεδρο της Επιτροπής, με σκοπό την μεταρρύθμιση της δομής της υπάρχουσας Ώρας των Ερωτήσεων. Η εν λόγω Ώρα των Ερωτήσεων θα αναφέρεται στο χαρτοφυλάκιο των αντίστοιχων μελών της Επιτροπής. ▌
47.Τα μέλη της Επιτροπής λαμβάνουν τον λόγο κατόπιν αιτήσεώς τους.
Με την επιφύλαξη του άρθρου 230 της ΣΛΕΕ, τα δύο θεσμικά όργανα συμφωνούν επί των γενικών κανόνων που διέπουν την κατανομή χρόνου αγόρευσης μεταξύ των θεσμικών οργάνων.
Τα δύο θεσμικά όργανα συμφωνούν ότι οι ενδεικτικοί χρόνοι αγόρευσης που τους αναλογούν οφείλουν να γίνονται σεβαστοί.
48. Προκειμένου να διασφαλίζεται η παρουσία των Επιτρόπων, το Κοινοβούλιο δεσμεύεται να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να μην τροποποιούνται τα τελικά σχέδια ημερήσιας διάταξης.
Όταν το Κοινοβούλιο τροποποιεί το τελικό σχέδιο ημερήσιας διάταξής του ή όταν τροποποιεί τη σειρά των θεμάτων εντός της ημερήσιας διάταξης μιας περιόδου συνόδου, ενημερώνει πάραυτα την Επιτροπή. Η Επιτροπή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να διασφαλίσει την παρουσία του αρμόδιου Επιτρόπου.
49. Η Επιτροπή μπορεί να προτείνει την εγγραφή θεμάτων στην ημερήσια διάταξη, όχι όμως μετά τη συνεδρίαση κατά την οποία η Διάσκεψη των Προέδρων εγκρίνει το τελικό σχέδιο ημερήσιας διάταξης μιας περιόδου συνόδου. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο λαμβάνει στο μέγιστο βαθμό υπόψη τις προτάσεις αυτές.
▌
50. Οι κοινοβουλευτικές επιτροπές προσπαθούν να διατηρούν αμετάβλητα τα σχέδια ημερήσιας διάταξης και τις ημερήσιες διατάξεις των εργασιών τους.
Όταν κοινοβουλευτική επιτροπή τροποποιεί το σχέδιο ημερήσιας διάταξης ή την ημερήσια διάταξη των εργασιών της, ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή. Οι κοινοβουλευτικές επιτροπές ιδίως καταβάλλουν προσπάθειες ώστε να τηρούν εύλογες προθεσμίες ούτως ώστε να καθίσταται δυνατή η παρουσία μελών της Επιτροπής στις συνεδριάσεις τους.
Όταν δεν έχει ζητηθεί ρητώς η παρουσία Επιτρόπου σε συνεδρίαση κοινοβουλευτικής επιτροπής, η Επιτροπή λαμβάνει μέριμνα ώστε να εκπροσωπείται από αρμόδιο υπάλληλο στο κατάλληλο επίπεδο.
Οι κοινοβουλευτικές επιτροπές μεριμνούν για τον συντονισμό των εργασιών τους, αποφεύγοντας μεταξύ άλλων παράλληλες συνεδριάσεις επί του ιδίου θέματος, και μεριμνούν επίσης για την τήρηση του σχεδίου ημερήσιας διάταξης ώστε η Επιτροπή να μπορεί να εξασφαλίζει το κατάλληλο επίπεδο εκπροσώπησης.
Εάν έχει ζητηθεί η παρουσία ανωτέρου υπαλλήλου (Γενικού Διευθυντή ή Διευθυντή) σε συνεδρίαση κοινοβουλευτικής επιτροπής με αντικείμενο πρόταση της Επιτροπής, τότε ο εκπρόσωπος της Επιτροπής έχει τη δυνατότητα να παρέμβει.
VI.ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
▌
51.Η Επιτροπή επιβεβαιώνει την δέσμευση που ανέλαβε να εξετάσει το συντομότερο δυνατό τις νομοθετικές πράξεις που δεν προσαρμόστηκαν στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο πριν την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον οι εν λόγω πράξεις πρέπει να προσαρμοστούν στο καθεστώς των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που καθιερώνονται με το άρθρο 290 της ΣλΕΕ.
Απώτερος σκοπός είναι η καθιέρωση συνεκτικού συστήματος κατ' εξουσιοδότηση πράξεων και εκτελεστικών πράξεων, σε απόλυτη συμφωνία με τη Συνθήκη, το οποίο πρέπει να επιτευχθεί μέσω της σταδιακής αξιολόγησης του χαρακτήρα και του περιεχομένου των μέτρων που προς το παρόν υπάγονται στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο, προκειμένου να προσαρμοστούν αυτά, σε εύθετο χρόνο, στο καθεστώς του άρθρου 290 της ΣλΕΕ.
52.Οι διατάξεις της παρούσας συμφωνίας-πλαισίου συμπληρώνουν την Διοργανική Συμφωνία για τη βελτίωση της νομοθεσίας(6) χωρίς να την θίγουν και χωρίς να προκαταλαμβάνουν οποιαδήποτε περαιτέρω αναθεώρηση αυτής. Με την επιφύλαξη των προσεχών διαπραγματεύσεων μεταξύ Κοινοβουλίου, Επιτροπής και Συμβουλίου, τα δύο θεσμικά όργανα δεσμεύονται να συμφωνήσουν ως προς τις αναγκαίες καίριες αλλαγές στο πλαίσιο της προπαρασκευής των μελλοντικών διαπραγματεύσεων για την προσαρμογή της Διοργανικής Συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας στις νέες διατάξεις που θεσπίζει η Συνθήκη της Λισαβόνας και έχοντας υπόψη τις τρέχουσες πρακτικές και την παρούσα συμφωνία-πλαίσιο.
Συμφωνούν επίσης επί της ανάγκης να ενισχυθεί ο υφιστάμενος μηχανισμός διοργανικών επαφών, τόσο σε πολιτικό όσο και σε τεχνικό επίπεδο και σε σχέση με την βελτίωση της νομοθεσίας ούτως ώστε να διασφαλιστεί αποτελεσματική διοργανική συνεργασία μεταξύ Κοινοβουλίου, Επιτροπής και Συμβουλίου.
53.Η Επιτροπή δεσμεύεται να αναλάβει πρωτοβουλίες χωρίς χρονοτριβή για τον ετήσιο και πολυετή προγραμματισμό της Ένωσης με στόχο την επίτευξη διοργανικών συμφωνιών, σύμφωνα με το άρθρο 17 της ΣΕΕ.
Το πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής αποτελεί τη συμβολή της Επιτροπής στον ετήσιο και πολυετή προγραμματισμό της Ένωσης. Εν συνεχεία της έγκρισής του από την Επιτροπή, προβλέπεται τριμερής διάλογος μεταξύ Κοινοβουλίου, Συμβουλίου και Επιτροπής με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας επί του προγραμματισμού της Ένωσης.
Σε αυτό το πλαίσιο και ευθύς αμέσως επιτευχθεί αμοιβαία συμφωνία μεταξύ Κοινοβουλίου, Επιτροπής και Συμβουλίου ως προς τον προγραμματισμό της Ένωσης, τα δύο όργανα επανεξετάζουν τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας-πλαισίου που άπτονται του προγραμματισμού.
Το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή καλούν το Συμβούλιο να συμμετάσχει το συντομότερο δυνατό σε συζητήσεις σχετικά με τον προγραμματισμό της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 17 της ΣΕΕ.
54. Τα δύο θεσμικά όργανα προβαίνουν σε περιοδική αξιολόγηση της πρακτικής εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας-πλαισίου και των παραρτημάτων της. Το αργότερο μέχρι τα τέλη του 2011 πραγματοποιείται επανεξέταση υπό το φως της πρακτικής εμπειρίας.
▌
Έγινε στ ……,
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για την Επιτροπή
Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1
Συνεδριάσεις της Επιτροπής με εθνικούς εμπειρογνώμονες
Το παρόν παράρτημα καθορίζει τους όρους εφαρμογής του σημείου 15 της συμφωνίας- πλαισίου
1.Πεδίο εφαρμογής
Οι διατάξεις του σημείου 15 της συμφωνίας-πλαισίου αφορούν τις ακόλουθες συνεδριάσεις:
1)
Συνεδριάσεις της Επιτροπής που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο των ομάδων εμπειρογνωμόνων στη σύσταση των οποίων προβαίνει η Επιτροπή και στις οποίες προσκαλούνται εθνικές αρχές από όλα τα κράτη μέλη, υπό την προϋπόθεση ότι αφορούν την προετοιμασία και την εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των μη δεσμευτικών νομοθετικών πράξεων και των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων·
2)
Ad hoc συνεδριάσεις της Επιτροπής στις οποίες προσκαλούνται εθνικοί εμπειρογνώμονες από όλα τα κράτη μέλη, υπό την προϋπόθεση ότι αφορούν την προετοιμασία και την εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των μη δεσμευτικών νομοθετικών πράξεων και των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων.
Αποκλείονται οι συνεδριάσεις των επιτροπών επιτροπολογίας, με την επιφύλαξη των υφισταμένων και μελλοντικών ειδικών ρυθμίσεων σχετικά με την παροχή στο Κοινοβούλιο πληροφοριών σχετικά με την άσκηση των εκτελεστικών εξουσιών της Επιτροπής(7).
2.Πληροφορίες που πρέπει να διαβιβάζονται στο Κοινοβούλιο
Η Επιτροπή δεσμεύεται να αποστέλλει στο Κοινοβούλιο την ίδια τεκμηρίωση που στέλνει στις εθνικές αρχές σε σχέση με τις προαναφερθείσες συνεδριάσεις. Η Επιτροπή αποστέλλει τα έγγραφα αυτά, συμπεριλαμβανομένων των ημερήσιων διατάξεων, σε ειδική διεύθυνση του Κοινοβουλίου ταυτόχρονα με την αποστολή τους στους εθνικούς εμπειρογνώμονες.
3.Πρόσκληση των εμπειρογνωμόνων του Κοινοβουλίου
Κατόπιν αιτήματος του Κοινοβουλίου, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να καλέσει το Κοινοβούλιο να στείλει τους εμπειρογνώμονές του να παραστούν στις συνεδριάσεις της Επιτροπής με τους εθνικούς εμπειρογνώμονες όπως ορίζεται στο σημείο 1).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2
Διαβίβαση εμπιστευτικών ▌πληροφοριών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
1.Πεδίο εφαρμογής
1.1. Το παρόν παράρτημα διέπει τη διαβίβαση στο Κοινοβούλιο και την επεξεργασία των εμπιστευτικών πληροφοριών, όπως ορίζονται στο σημείο 1.2., της Επιτροπής στο πλαίσιο της άσκησης των ▌ προνομίων και αρμοδιοτήτων του Κοινοβουλίου. Τα δύο θεσμικά όργανα ενεργούν με βάση τη τήρηση των αμοιβαίων υποχρεώσεων εντίμου συνεργασίας, σε πνεύμα πλήρους αμοιβαίας εμπιστοσύνης και σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης ▌.
1.2. Ως «πληροφορία» νοείται κάθε προφορική ή γραπτή πληροφόρηση, ανεξάρτητα από τη μορφή στην οποία διατίθεται ή την πηγή της προέλευσής της.
1.2.1.Ως «εμπιστευτική πληροφορία» νοείται η «διαβαθμισμένη πληροφορία ΕΕ» (ΔΠΕΕ) και η μη διαβαθμισμένη «άλλη εμπιστευτική πληροφορία».
1.2.2.Ως «διαβαθμισμένη πληροφορία ΕΕ» (ΔΠΕΕ) νοείται κάθε πληροφορία και υλικό που έχει διαβαθμιστεί ως «TRÈS SECRET UE», «SECRET UE», «CONFIDENTIEL UE/» ή «RESTREINT UE» ή φέρει ισοδύναμες εθνικές ή διεθνείς σημάνσεις διαβάθμισης, και των οποίων η άνευ αδείας κοινολόγηση μπορεί να βλάψει σε ποικίλο βαθμό τα συμφέροντα της ΕΕ, ή ενός ή περισσότερων κρατών μελών της, είτε η πληροφορία αυτή προέρχεται από την ΕΕ είτε έχει ληφθεί από κράτος μέλος, τρίτο κράτος ή διεθνή οργανισμό.
α)TRÈS SECRET UE: η διαβάθμιση αυτή εφαρμόζεται μόνο σε πληροφορίες και υλικό η άνευ αδείας κοινολόγηση των οποίων θα μπορούσε να βλάψει σοβαρότατα ζωτικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών της.
β)SECRET UE: η διαβάθμιση αυτή εφαρμόζεται μόνο σε πληροφορίες και υλικό η άνευ αδείας κοινολόγηση των οποίων θα μπορούσε να βλάψει σοβαρά ζωτικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών της.
γ)CONFIDENTIEL UE: η διαβάθμιση αυτή εφαρμόζεται σε πληροφορίες και υλικό η άνευ αδείας κοινολόγηση των οποίων θα μπορούσε να βλάψει ζωτικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών της.
δ)RESTREINT UE: η διαβάθμιση αυτή εφαρμόζεται σε πληροφορίες και υλικό η άνευ αδείας κοινολόγηση των οποίων θα μπορούσε να είναι αντίθετη προς τα συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών της.
1.2.3Ως «άλλη εμπιστευτική πληροφορία» νοείται κάθε άλλη εμπιστευτική πληροφορία, συμπεριλαμβανομένων όσων καλύπτονται από την υποχρέωση του επαγγελματικού απορρήτου, που ζητείται από το Κοινοβούλιο και/ή διαβιβάζεται από την Επιτροπή.
1.3. Η Επιτροπή διασφαλίζει την πρόσβαση του Κοινοβουλίου στις εμπιστευτικές πληροφορίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος παραρτήματος, όταν λαμβάνει αίτημα για τη διαβίβαση εμπιστευτικών πληροφοριών από ένα από τα κοινοβουλευτικά όργανα ή τους αξιωματούχους που αναφέρονται στο σημείο 1.4. Επιπλέον, η Επιτροπή μπορεί να διαβιβάσει στο Κοινοβούλιο, κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας, οιαδήποτε εμπιστευτική πληροφορία, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος παραρτήματος.
1.4. Βάσει του παρόντος παραρτήματος, μπορούν να ζητούν εμπιστευτικές πληροφορίες από την Επιτροπή:
–
ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου,
–
οι πρόεδροι των οικείων κοινοβουλευτικών επιτροπών,
–
το Προεδρείο και η Διάσκεψη των Προέδρων,
–
και ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας του Κοινοβουλίου, η οποία περιλαμβάνεται στην αντιπροσωπεία της ΕΕ σε διεθνή διάσκεψη.
1.5. Εξαιρούνται του πεδίου εφαρμογής του παρόντος παραρτήματος οι πληροφορίες που αφορούν τις διαδικασίες επί παραβάσει και τις διαδικασίες για θέματα ανταγωνισμού εφόσον, κατά τη στιγμή της υποβολής του σχετικού αιτήματος από κάποιο κοινοβουλευτικό όργανο/αξιωματούχο που ορίζονται στο σημείο 1.4, δεν καλύπτονται ακόμη από οριστική απόφαση της Επιτροπής ή από απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και οι πληροφορίες σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων στην Ένωση. Tούτο ισχύει με την επιφύλαξη του σημείου 44 της συμφωνίας-πλαισίου και τα δικαιώματα δημοσιονομικού ελέγχου του Κοινοβουλίου.
1.6. Οι παρούσες διατάξεις εφαρμόζονται με την επιφύλαξη της απόφασης 95/167/ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 19ης Απριλίου 1995, σχετικά με τους όρους άσκησης του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο(8), καθώς και των σχετικών διατάξεων της απόφασης 1999/352/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 28ης Απριλίου 1999, σχετικά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας για την Καταπολέμηση της Απάτης (OLAF)(9).
2.Γενικοί κανόνες
2.1. Κατόπιν αιτήματος ενός από τα κοινοβουλευτικά όργανα/αξιωματούχους που αναφέρονται στο σημείο 1.4, η Επιτροπή διαβιβάζει στο εν λόγω κοινοβουλευτικό όργανο/αξιωματούχο, το ταχύτερο δυνατό, κάθε εμπιστευτική πληροφορία που είναι αναγκαία για την άσκηση των προνομίων και αρμοδιοτήτων του Κοινοβουλίου. Στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων και καθηκόντων τους, τα δύο θεσμικά όργανα σέβονται:
–
τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος υπεράσπισης και προστασίας της ιδιωτικής ζωής·
–
τις διατάξεις που διέπουν τις πειθαρχικές και δικαστικές διαδικασίες·
–
την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου και των εμπορικών σχέσεων·
–
την προστασία των συμφερόντων της Ένωσης, ιδίως δε όσων αφορούν τη δημόσια ασφάλεια, την άμυνα, τις διεθνείς σχέσεις, τη νομισματική σταθερότητα και τα οικονομικά συμφέροντα.
Σε περίπτωση διαφωνίας, το ζήτημα παραπέμπεται στους προέδρους των δύο θεσμικών οργάνων προκειμένου να επιλυθεί η διαφορά.
Εμπιστευτικές πληροφορίες που προέρχονται από κράτος, θεσμικό όργανο ή διεθνή οργανισμό διαβιβάζονται μόνο κατόπιν συναίνεσής τους.
2.2.Οι ΔΠΕΕ διαβιβάζονται στο Κοινοβούλιο και τυγχάνουν επεξεργασίας και προστασίας από το Κοινοβούλιο σύμφωνα με τα ελάχιστα κοινά πρότυπα ασφάλειας, όπως εφαρμόζονται από άλλα θεσμικά όργανα της Ένωσης, ιδίως την Επιτροπή.
Η Επιτροπή, κατά τη διαβάθμιση πληροφοριών που έχουν προέλευση την ίδια, διασφαλίζει την εφαρμογή των κατάλληλων επιπέδων διαβάθμισης που αντιστοιχούν στα διεθνή πρότυπα και ορισμούς και στους εσωτερικούς της κανόνες, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την ανάγκη να μπορεί το Κοινοβούλιο να έχει πρόσβαση σε διαβαθμισμένα έγγραφα με στόχο την αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων και προνομίων του.
2.3. Εάν υφίστανται αμφιβολίες ως προς τον εμπιστευτικό χαρακτήρα μιας πληροφορίας ή το κατάλληλο επίπεδο διαβάθμισής της, ή εάν είναι απαραίτητο να καθορισθούν οι κατάλληλοι λεπτομερείς όροι της διαβίβασής της βάσει των επιλογών που προβλέπονται στο σημείο 3.2, τα δύο θεσμικά όργανα προβαίνουν σε αμοιβαίες διαβουλεύσεις αμελλητί και πριν από τη διαβίβαση του εγγράφου. Κατά τις διαβουλεύσεις αυτές, το Κοινοβούλιο εκπροσωπεί ο πρόεδρος του κοινοβουλευτικού οργάνου, συνοδευόμενος ενδεχομένως από τον εισηγητή ή τον αξιωματούχο που υποβάλλει το αίτημα. Την Επιτροπή εκπροσωπεί το αρμόδιο μέλος της Επιτροπής, ύστερα από διαβούλευση με το μέλος της Επιτροπής που είναι αρμόδιο για τα θέματα ασφαλείας. Σε περίπτωση διαφωνίας, το ζήτημα παραπέμπεται στους προέδρους των δύο θεσμικών οργάνων προκειμένου να επιλυθεί η διαφορά.
2.4.
Εάν, μετά το πέρας της διαδικασίας που αναφέρεται στο σημείο 2.3., δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου που υποβάλλει το σχετικό αίτημα, καλεί την Επιτροπή να διαβιβάσει, εντός κατάλληλης και δεόντως αναφερόμενης προθεσμίας, την εν λόγω εμπιστευτική πληροφορία, επιλέγοντας μεταξύ των εναλλακτικών λύσεων που προβλέπονται στο σημείο 3.2 του παρόντος παραρτήματος. Η Επιτροπή ενημερώνει γραπτώς το Κοινοβούλιο, πριν από την εκπνοή της προθεσμίας αυτής, για την τελική της θέση, κατά της οποίας το Κοινοβούλιο επιφυλάσσεται να ασκήσει, ενδεχομένως, προσφυγή.
2.5.Η πρόσβαση σε ΔΠΕΕ παρέχεται σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες για τον έλεγχο ασφαλείας του προσωπικού.
2.5.1.Πρόσβαση σε πληροφορίες διαβαθμισμένες ως TRÈS SECRET UE, SECRET UE και CONFIDENTIEL UE μπορεί να παρασχεθεί μόνο στους μόνιμους υπαλλήλους του Κοινοβουλίου και σε αυτούς από τους υπαλλήλους του Κοινοβουλίου που εργάζονται για τις πολιτικές ομάδες για τους οποίους οι πληροφορίες είναι απολύτως απαραίτητες, και οι οποίοι έχουν οριστεί εκ των προτέρων από το κοινοβουλευτικό όργανο/αξιωματούχο ότι έχουν ανάγκη γνώσης, και οι οποίοι έχουν υποστεί τον ενδεδειγμένο έλεγχο ασφαλείας.
2.5.2Δεδομένων των προνομίων και των αρμοδιοτήτων του Κοινοβουλίου, οι βουλευτές που δεν έχουν υποστεί έλεγχο ασφαλείας έχουν πρόσβαση στα έγγραφα «CONFIDENTIEL UE», με βάση πρακτικές ρυθμίσεις που καθορίζονται με κοινή συμφωνία, συμπεριλαμβανομένης της υπογραφής μιας υπεύθυνης δήλωσης ότι δεν θα αποκαλύψουν τα περιεχόμενα αυτών των εγγράφων σε οιοδήποτε τρίτο πρόσωπο.
Πρόσβαση στα έγγραφα «SECRET UE» παρέχεται στους βουλευτές που έχουν υποστεί τον ενδεδειγμένο έλεγχο ασφαλείας.
2.5.3.Θα πρέπει να θεσπιστούν ρυθμίσεις, με τη βοήθεια της Επιτροπής, ώστε να διασφαλιστεί ότι το Κοινοβούλιο μπορεί να λάβει το ταχύτερο δυνατόν την απαραίτητη συνεισφορά των εθνικών αρχών σε ό,τι αφορά τη διαδικασία ελέγχου ασφαλείας.
Λεπτομέρειες σχετικά με την κατηγορία ή τις κατηγορίες προσώπων που έχουν πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες κοινοποιούνται ταυτοχρόνως με το αίτημα.
Προτού να λάβει πρόσβαση σε τέτοιου είδους πληροφορίες, κάθε πρόσωπο ενημερώνεται για το επίπεδο εμπιστευτικότητάς τους και τις απορρέουσες από αυτό υποχρεώσεις ασφαλείας.
Στο πλαίσιο της αναθεώρησης του παρόντος παραρτήματος και των μελλοντικών διατάξεων ασφαλείας που αναφέρονται στα σημεία 4.1 και 4.2, θα επανεξεταστεί και το ζήτημα των ελέγχων ασφαλείας.
3.Όροι πρόσβασης και επεξεργασίας των εμπιστευτικών πληροφοριών
3.1. Οι εμπιστευτικές πληροφορίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο σημείο 2.3 και, ενδεχομένως, στο σημείο 2.4, διατίθενται, με ευθύνη του Προέδρου ή ενός μέλους της Επιτροπής, στο κοινοβουλευτικό όργανο/αξιωματούχο που υποβάλλει το σχετικό αίτημα σύμφωνα με τους ακόλουθους όρους:
Το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή διασφαλίζουν την καταχώριση και την ανιχνευσιμότητα των εμπιστευτικών πληροφοριών.
Πιο συγκεκριμένα, οι ΔΠΕΕ των επιπέδων «CONFIDENTIEL UE» και «SECRET UE» διαβιβάζονται από το κεντρικό μητρώο της Γενικής Γραμματείας της Επιτροπής προς την ομόλογη αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου, η οποία θα είναι αρμόδια να τις καταστήσει διαθέσιμες, υπό τους συμπεφωνημένους όρους, στο κοινοβουλευτικό όργανο/αξιωματούχο που υποβάλλει το σχετικό αίτημα.
Η διαβίβαση ΔΠΕΕ του επιπέδου «TRÈS SECRET UE» υπόκειται σε περαιτέρω ρυθμίσεις που συμφωνούνται μεταξύ της Επιτροπής και του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου που υποβάλλει το αίτημα, με στόχο να διασφαλιστεί επίπεδο προστασίας ανάλογο με αυτό το επίπεδο διαβάθμισης.
3.2. Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των σημείων 2.2 και 2.4. και των μελλοντικών ρυθμίσεων ασφαλείας που αναφέρονται στο σημείο 4.1, η πρόσβαση και οι όροι τήρησης του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών καθορίζονται κατόπιν κοινής συμφωνίας πριν από τη διαβίβαση των πληροφοριών. Η συμφωνία αυτή μεταξύ του μέλους της Επιτροπής που είναι αρμόδιο για τον οικείο εμπλεκόμενο τομέα πολιτικής και του οικείου κοινοβουλευτικού οργάνου (εκπροσωπουμένου από τον πρόεδρό του)/αξιωματούχου που υποβάλλει το αίτημα, προβλέπει την επιλογή μίας εκ των ▌ επιλογών των σημείων 3.2.1. και 3.2.2., προκειμένου να διασφαλιστεί ο κατάλληλος βαθμός εμπιστευτικότητας.
3.2.1.Σε ό,τι αφορά τους αποδέκτες των εμπιστευτικών πληροφοριών, θα πρέπει να προβλεφθεί μία από τις ακόλουθες επιλογές:
-
▌πληροφορία προοριζόμενη μόνο για τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, σε περιπτώσεις που δικαιολογούνται για εντελώς έκτακτους λόγους·
–
το Προεδρείο και/ή η Διάσκεψη των Προέδρων·
–
ο πρόεδρος και ο εισηγητής της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής·
–
όλα τα μέλη (τακτικά και αναπληρωματικά) της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής·
–
όλοι οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Απαγορεύεται η δημοσιοποίηση των εν λόγω εμπιστευτικών πληροφοριών ή η διαβίβασή τους σε οιονδήποτε άλλον αποδέκτη χωρίς τη συγκατάθεση της Επιτροπής.
3.2.2.Σε ό,τι αφορά τις ρυθμίσεις για την επεξεργασία των εμπιστευτικών πληροφοριών, θα πρέπει να προβλεφθούν οι ακόλουθες επιλογές:
α)
Εξέταση των εγγράφων σε ασφαλές αναγνωστήριο, αν οι πληροφορίες είναι διαβαθμισμένες «CONFIDENTIEL UE» και άνω.
β)
Διεξαγωγή της συνεδρίασης κεκλεισμένων των θυρών, με την παρουσία μόνο των μελών του Προεδρείου, των μελών της Διάσκεψης των Προέδρων ή των τακτικών και αναπληρωματικών μελών της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής, καθώς και των υπαλλήλων του Κοινοβουλίου και του προσωπικού του Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες οι οποίοι έχουν οριστεί εκ των προτέρων από τον πρόεδρο ως έχοντες ανάγκη γνώσης και των οποίων η παρουσία είναι απολύτως αναγκαία, υπό τον όρο ότι έχουν τον ενδεδειγμένο έλεγχο ασφαλείας, λαμβάνοντας υπόψη τους ακόλουθους όρους:
–
όλα τα έγγραφα μπορούν να αριθμηθούν, να διανεμηθούν κατά την έναρξη της συνεδρίασης και να συλλεγούν και πάλι μετά το πέρας της. Δεν επιτρέπεται να ληφθούν αποσπάσματα ή φωτοαντίγραφα αυτών των εγγράφων·
–
τα πρακτικά της συνεδρίασης δεν κάνουν καμία αναφορά στη συζήτηση του σημείου που εξετάστηκε βάσει της εμπιστευτικής διαδικασίας.
Πριν από τη διαβίβαση, όλα τα προσωπικά δεδομένα μπορούν να αφαιρεθούν από τα έγγραφα.
Οι εμπιστευτικές πληροφορίες που παρέχονται προφορικά σε αποδέκτες στο Κοινοβούλιο υποβάλλονται στον ισοδύναμο βαθμό προστασίας με αυτό που παρέχεται για τις εμπιστευτικές πληροφορίες που παρέχονται σε γραπτή μορφή. Τούτο μπορεί να περιλαμβάνει και υπεύθυνη δήλωση των αποδεκτών των πληροφοριών αυτών ότι δεν θα αποκαλύψουν το περιεχόμενό τους σε κανένα τρίτο πρόσωπο.
3.2.3Όταν γραπτές πληροφορίες πρόκειται να εξεταστούν σε ασφαλές αναγνωστήριο, το Κοινοβούλιο διασφαλίζει ότι εφαρμόζονται στην πράξη οι ακόλουθες ρυθμίσεις:
–
ασφαλές σύστημα αποθήκευσης των εμπιστευτικών πληροφοριών·
–
ασφαλές αναγνωστήριο ▌ χωρίς φωτοαντιγραφικά μηχανήματα, τηλέφωνα, τηλεομοιοτυπικά μηχανήματα (fax), σαρωτές (scanner) ή άλλα τεχνικά μέσα αναπαραγωγής ή διαβίβασης εγγράφων κ.λπ. ▌·
–
μέτρα ασφαλείας διέποντα την πρόσβαση στο αναγνωστήριο, συμπεριλαμβανομένης της υπογραφής σε μητρώο και υπεύθυνης δήλωσης για τη μη διάδοση των εξετασθεισών εμπιστευτικών πληροφοριών.
3.2.4.Οι ανωτέρω ρυθμίσεις δεν αποκλείουν άλλες ανάλογες ρυθμίσεις οι οποίες συμφωνούνται μεταξύ των θεσμικών οργάνων.
3.3. Σε περίπτωση μη τήρησης των όρων αυτών, εφαρμόζονται οι περί κυρώσεων των βουλευτών διατάξεις που περιέχονται στο παράρτημα VIII του Κανονισμού του Κοινοβουλίου, ενώ σε ό,τι αφορά τους μόνιμους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου, εφαρμόζονται οι ισχύουσες διατάξεις του άρθρου 86 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των Υπαλλήλων(10) ή το άρθρο 49 του Κανονισμού που αφορά το λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. ▌
4.Τελικές διατάξεις
4.1.
Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα, ώστε να διασφαλίσουν την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος παραρτήματος.
Για το σκοπό αυτό, οι αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής και του Κοινοβουλίου συντονίζουν στενά την εφαρμογή του παρόντος παραρτήματος. Τούτο περιλαμβάνει τον έλεγχο της ανιχνευσιμότητας των εμπιστευτικών πληροφοριών και την περιοδική κοινή παρακολούθηση των εφαρμοζόμενων μέτρων και προτύπων ασφαλείας.
Το Κοινοβούλιο αναλαμβάνει να προσαρμόσει, όπου χρειάζεται, τις εσωτερικές του διατάξεις με στόχο την εφαρμογή των κανόνων ασφαλείας για τις εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίοι προβλέπονται στο παρόν παράρτημα.
Το Κοινοβούλιο αναλαμβάνει να εγκρίνει το ταχύτερο δυνατόν τα μελλοντικά μέτρα ασφαλείας του και να ελέγξει τα μέτρα αυτά σε κοινή συμφωνία με την Επιτροπή, με στόχο τη θέσπιση ισοδύναμων προτύπων ασφαλείας. Έτσι θα αποκτήσει ισχύ το παρόν παράρτημα σε ό,τι αφορά:
–
τις τεχνικές διατάξεις και πρότυπα ασφαλείας που αφορούν την επεξεργασία και την αποθήκευση των εμπιστευτικών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων ασφαλείας στον τομέα της φυσικής ασφάλειας και της ασφάλειας του προσωπικού, των εγγράφων και της πληροφορικής·
–
τη συγκρότηση ειδικής επιτροπής εποπτείας, αποτελούμενης από βουλευτές που έχουν υποστεί τον κατάλληλο έλεγχο ασφαλείας για την επεξεργασία ΔΠΕΕ του επιπέδου «TRÈS SECRET UE».
4.2.Το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή θα επανεξετάσουν το παρόν παράρτημα και, εφόσον απαιτείται, θα το προσαρμόσουν, όχι αργότερα από τη στιγμή της αναθεώρησης που αναφέρεται στο σημείο 54 της συμφωνίας-πλαισίου, με βάση τις εξελίξεις που αφορούν:
–
μελλοντικές ρυθμίσεις ασφαλείας με τη συμμετοχή του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής·
–
άλλες συμφωνίες ή νομικές πράξεις που αφορούν τη διαβίβαση πληροφοριών μεταξύ των θεσμικών οργάνων.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3
Διαπραγμάτευση και σύναψη διεθνών συμφωνιών
Το παρόν παράρτημα θεσπίζει ενδελεχείς ρυθμίσεις για την πρόβλεψη ενημέρωσης του Κοινοβουλίου σχετικά με τις διαπραγματεύσεις και τη σύναψη διεθνών συμφωνιών που αναφέρονται στα σημεία 23, 24 και 25 της συμφωνίας-πλαισίου:
1)Η Επιτροπή ενημερώνει το Κοινοβούλιο για την πρόθεσή της να προτείνει την έναρξη διαπραγματεύσεων την ίδια χρονική στιγμή που ενημερώνει και το Συμβούλιο.
2)Σύμφωνα με τις διατάξεις του σημείου 24 της συμφωνίας-πλαισίου, όταν η Επιτροπή προτείνει σχέδια οδηγιών διαπραγμάτευσης με σκοπό την έγκρισή τους από το Συμβούλιο, η Επιτροπή τα υποβάλλει ταυτόχρονα και στο Κοινοβούλιο.
3)Η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη τις παρατηρήσεις του Κοινοβουλίου καθ' όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων.
4)Σύμφωνα με τις διατάξεις του σημείου 23 της συμφωνίας-πλαισίου, η Επιτροπή ενημερώνει το Κοινοβούλιο τακτικά και πάραυτα για τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων έως ότου μονογραφεί η συμφωνία και εξηγεί κατά πόσο και πώς ενσωματώθηκαν οι παρατηρήσεις του Κοινοβουλίου στα υπό διαπραγμάτευση κείμενα και στην αντίθετη περίπτωση για ποιο λόγο αυτό δεν έγινε.
5)Σε περίπτωση διεθνών συμφωνιών για την σύναψη των οποίων απαιτείται η συναίνεση του Κοινοβουλίου, η Επιτροπή παρέχει στο Κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων όλες τις σχετικές πληροφορίες που παρέχει και στο Συμβούλιο (ή στην ειδική επιτροπή που ορίζεται από το Συμβούλιο). Σ' αυτές περιλαμβάνονται σχέδια τροπολογιών σε εγκριθείσες οδηγίες διαπραγμάτευσης, σχέδια κειμένων διαπραγμάτευσης, συμφωνηθέντα άρθρα, η συμφωνηθείσα ημερομηνία για τη μονογραφή της συμφωνίας και το κείμενο της προς μονογραφή συμφωνίας. Η Επιτροπή διαβιβάζει επίσης στο Κοινοβούλιο, όπως στο Συμβούλιο (ή την ειδική επιτροπή που ορίζεται από το Συμβούλιο) οποιαδήποτε σχετικά έγγραφα έχουν παραληφθεί από τρίτους, υπό την επιφύλαξη της συγκατάθεσης της πηγής των εν λόγω εγγράφων. Η Επιτροπή τηρεί ενήμερη την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή σχετικά με εξελίξεις στις διαπραγματεύσεις και συγκεκριμένα εξηγεί πώς ελήφθησαν υπόψη οι απόψεις του Κοινοβουλίου.
6)Σε περίπτωση διεθνών συμφωνιών για τη σύναψη των οποίων δεν απαιτείται η συναίνεση του Κοινοβουλίου, η Επιτροπή διασφαλίζει ότι το Κοινοβούλιο ενημερώνεται αμέσως και πλήρως μέσω πληροφοριών που καλύπτουν τουλάχιστον τα σχέδια οδηγιών διαπραγμάτευσης, τις εγκριθείσες οδηγίες διαπραγμάτευσης, την επόμενη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων και την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων.
7)Σύμφωνα με τις διατάξεις του σημείου 24 της συμφωνίας-πλαισίου, η Επιτροπή παρέχει έγκαιρα στο Κοινοβούλιο πλήρη στοιχεία όταν μονογραφείται μια διεθνής συμφωνία και ενημερώνει το Κοινοβούλιο το συντομότερο δυνατόν όταν προτίθεται να προτείνει στο Συμβούλιο την προσωρινή εφαρμογή της και για ποιους λόγους, εκτός εάν επιτακτικοί λόγοι το αποκλείουν.
8)Η Επιτροπή ενημερώνει το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο ταυτόχρονα και έγκαιρα για την πρόθεσή της να προτείνει στο Συμβούλιο την αναστολή της διεθνούς συμφωνίας καθώς επίσης και τους σχετικούς λόγους.
9)Για διεθνείς συμφωνίες που υπόκεινται στη διαδικασία συναίνεσης σύμφωνα με τη ΣλΕΕ, η Επιτροπή τηρεί επίσης πλήρως ενήμερο το Κοινοβούλιο πριν εγκριθούν τροποποιήσεις της συμφωνίας, με εξουσιοδότηση του Συμβουλίου, κατά παρέκκλιση, σύμφωνα με το άρθρο 218, παράγραφος 7 της ΣλΕΕ.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 4
Χρονοδιάγραμμα του ▌προγράμματος εργασίας της Επιτροπής
Το πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής συνοδεύεται από κατάλογο νομοθετικών και μη νομοθετικών προτάσεων για τα επόμενα έτη. Το πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής καλύπτει το υπό συζήτηση επόμενο έτος, και αναφέρει με λεπτομερή τρόπο τις προτεραιότητες της Επιτροπής για τα επακόλουθα έτη. Το πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής μπορεί τοιουτοτρόπως να αποτελέσει τη βάση για διαρθρωμένο διάλογο με το Κοινοβούλιο σε αναζήτηση αμοιβαίας κατανόησης.
Το πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής περιλαμβάνει επίσης προγραμματιζόμενες πρωτοβουλίες σχετικά με το μη δεσμευτικές νομοθετικές πράξεις, ανακλήσεις και απλούστευση.
1.Το πρώτο εξάμηνο ενός δεδομένου έτους, τα μέλη της Επιτροπής ξεκινούν συνεχή τακτικό διάλογο με τις αντίστοιχες κοινοβουλευτικές επιτροπές σχετικά με την εκτέλεση του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής για το εν λόγω έτος και την προετοιμασία του μελλοντικού προγράμματος εργασίας της Επιτροπής. Με βάση το διάλογο, κάθε κοινοβουλευτική επιτροπή προβαίνει σε απολογισμό των αποτελεσμάτων αυτού του τακτικού διαλόγου προς τη Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών.
2. Παράλληλα, η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών προβαίνει σε τακτική ανταλλαγή απόψεων με τον αρμόδιο για τις διοργανικές σχέσεις Αντιπρόεδρο της Επιτροπής, προκειμένου να αξιολογηθεί η υλοποίηση του τρέχοντος προγράμματος εργασίας της Επιτροπής, να συζητηθεί η προετοιμασία του μελλοντικού προγράμματος εργασίας της Επιτροπής και να καταγραφούν τα αποτελέσματα του συνεχούς διμερούς διαλόγου μεταξύ των αρμοδίων κοινοβουλευτικών επιτροπών και των οικείων μελών της Επιτροπής.
3.Τον Ιούνιο, η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών υποβάλλει συνοπτική έκθεση στη Διάσκεψη των Προέδρων, η οποία πρέπει να περιέχει τα αποτελέσματα του ελέγχου της εκτέλεσης του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής καθώς και τις προτεραιότητες του Κοινοβουλίου για το επερχόμενο πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής, και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή.
4.Με βάση αυτή τη συνοπτική έκθεση, το Κοινοβούλιο εγκρίνει ψήφισμα κατά την περίοδο συνόδου του Ιουλίου, εκθέτοντας τη θέση του που περιλαμβάνει ιδίως αιτήματα βασισμένα σε νομοθετικές εκθέσεις πρωτοβουλίας.
5. Κάθε χρόνο κατά την πρώτη σύνοδο της Ολομέλειας του Σεπτεμβρίου, διεξάγεται συζήτηση σχετικά με την κατάσταση της Ένωσης, κατά την οποία ο Πρόεδρος της Επιτροπής εκφωνεί λόγο μέσω του οποίου προβαίνει σε αποτίμηση του τρέχοντος έτους και οριοθετεί τις μελλοντικές προτεραιότητες για τα επόμενα έτη. Προς τούτο, παράλληλα ο Πρόεδρος της Επιτροπής κοινοποιεί γραπτώς στο Κοινοβούλιο τα κύρια στοιχεία που διαπνέουν την προετοιμασία του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής για το επόμενο έτος.
6. Από την αρχή του Σεπτεμβρίου, οι αρμόδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές και τα αρμόδια μέλη της Επιτροπής μπορούν να συναντηθούν για ενδελεχέστερη ανταλλαγή απόψεων σχετικά με τις μελλοντικές προτεραιότητες σε κάθε τομέα πολιτικής. Οι συναντήσεις αυτές καταλήγουν σε συνάντηση ανάμεσα στη Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών και το Σώμα των Επιτρόπων και σε συνάντηση ανάμεσα στη Διάσκεψη των Προέδρων και του Προέδρου της Επιτροπής, κατά περίπτωση. ▌
7. Τον Οκτώβριο, η Επιτροπή εγκρίνει το πρόγραμμα εργασίας της για το επόμενο έτος. Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος της Επιτροπής παρουσιάζει αυτό το πρόγραμμα εργασίας στο Κοινοβούλιο στο κατάλληλο επίπεδο.
8.Το Κοινοβούλιο μπορεί να διεξαγάγει συζήτηση και να εγκρίνει ψήφισμα κατά τη σύνοδο της Ολομέλειας του Δεκεμβρίου.
9. Το χρονοδιάγραμμα υποβάλλεται σε κάθε τακτικό κύκλο προγραμματισμού, εκτός από τα έτη διενέργειας εκλογών για την ανάδειξη του Κοινοβουλίου που συμπίπτουν με τη λήξη της θητείας της Επιτροπής.
10. Το χρονοδιάγραμμα δεν επηρεάζει οιαδήποτε μελλοντική συμφωνία σχετικά με τον διοργανικό προγραμματισμό.
Οι πληροφορίες που θα παρέχονται στο Κοινοβούλιο σχετικά με το έργο των επιτροπών επιτροπολογίας και τα προνόμια του Κοινοβουλίου στη λειτουργία των διαδικασιών επιτροπών ορίζονται με σαφή τρόπο σε άλλα μέσα: (1) Απόφαση 1999/468/EΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (EE L 184, 17.7.1999, σ. 23), (2) διοργανική συμφωνία της 3ης Ιουνίου 2008 μεταξύ του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με τις διαδικασίες επιτροπών και (3) μέσα αναγκαία για την εφαρμογή του άρθρου 291 ΣΛΕΕ.
Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου της 29ης Φεβρουαρίου 1968 περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής.
Προσαρμογή του Κανονισμού του Κοινοβουλίου στην αναθεωρημένη συμφωνία πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής
393k
98k
Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20ής Οκτωβρίου 2010 σχετικά με την προσαρμογή του Κανονισμού του Κοινοβουλίου στην αναθεωρημένη συμφωνία πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής (2010/2127(REG))
– έχοντας υπόψη τα άρθρα 127, 211 και 212 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την απόφασή του, της 20ής Οκτωβρίου 2010, σχετικά με την αναθεώρηση της συμφωνίας πλαισίου για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής(1),
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων (A7-0278/2010),
1. αποφασίζει να επιφέρει στον Κανονισμό του τις εξής τροποποιήσεις·
2. επισημαίνει ότι οι εν λόγω τροποποιήσεις τίθενται σε ισχύ την πρώτη ημέρα μετά την έναρξη ισχύος της αναθεωρημένης συμφωνίας πλαισίου·
3. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει την παρούσα απόφαση, προς ενημέρωση, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.
2. Η συμπεριφορά των βουλευτών χαρακτηρίζεται από αμοιβαίο σεβασμό, βασίζεται στις ευρωπαϊκές αξίες και αρχές όπως καθορίζονται με τα θεμελιώδη κείμενα της Ένωσης, διαφυλάσσει το κύρος του Κοινοβουλίου και δεν δύναται να παρεμποδίζει την απρόσκοπτη λειτουργία των κοινοβουλευτικών εργασιών ούτε την ηρεμία στο σύνολο των εγκαταστάσεων του Κοινοβουλίου.
2. Η συμπεριφορά των βουλευτών χαρακτηρίζεται από αμοιβαίο σεβασμό, βασίζεται στις ευρωπαϊκές αξίες και αρχές όπως καθορίζονται με τα θεμελιώδη κείμενα της Ένωσης, διαφυλάσσει το κύρος του Κοινοβουλίου και δεν δύναται να παρεμποδίζει την απρόσκοπτη λειτουργία των κοινοβουλευτικών εργασιών ούτε την ηρεμία στο σύνολο των εγκαταστάσεων του Κοινοβουλίου. Οι βουλευτές συμμορφώνονται προς τους κανόνες του Κοινοβουλίου σχετικά με τη διαχείριση εμπιστευτικών πληροφοριών.
Η μη τήρηση των εν λόγω αρχών δύναται να οδηγήσει στην εφαρμογή των μέτρων των άρθρων 152, 153 και 154.
Η μη τήρηση των εν λόγω αρχών και κανόνων δύναται να οδηγήσει στην εφαρμογή μέτρων κατά τα άρθρα 152, 153 και 154.
11α.Το Προεδρείο θεσπίζει κανόνες σχετικά με τη διαχείριση εμπιστευτικών πληροφοριών από το Κοινοβούλιο και τα όργανά του, τους αξιωματούχους και άλλα μέλη, λαμβάνοντας υπόψη οιαδήποτε διοργανική συμφωνία έχει συναφθεί επί των θεμάτων. Οι εν λόγω κανόνες δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προσαρτώνται στον παρόντα Κανονισμό.
(Το Παράρτημα VIII – Μέρος Α – παράγραφος 1 – τέταρτο εδάφιο θα πρέπει να διαγραφεί)
Τροπολογία 3 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 35
Νομοθετικό πρόγραμμα και πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής
Πρόγραμμα Εργασίας της Επιτροπής
1. Το Κοινοβούλιο συμβάλλει από κοινού με την Επιτροπή και το Συμβούλιο στον καθορισμό του νομοθετικού προγραμματισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
1. Το Κοινοβούλιο συμβάλλει από κοινού με την Επιτροπή και το Συμβούλιο στον καθορισμό του νομοθετικού προγραμματισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή συνεργάζονται κατά την προετοιμασία του νομοθετικού προγράμματος και του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής με βάση χρονοδιάγραμμα και διαδικασίες που συμφωνούν από κοινού τα δύο όργανα και επισυνάπτονται στον παρόντα Κανονισμό.
Το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή συνεργάζονται κατά την προετοιμασία του Προγράμματος Εργασίας της Επιτροπής - που αποτελεί τη συμβολή της Επιτροπής στον ετήσιο και πολυετή προγραμματισμό της Ένωσης - με βάση χρονοδιάγραμμα και διαδικασίες που συμφωνούνται από κοινού από τα δύο όργανα και επισυνάπτονται στον παρόντα Κανονισμό.
2. Σε επείγουσες και απρόβλεπτες περιπτώσεις, ένα θεσμικό όργανο μπορεί, κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας και σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από τις Συνθήκες διαδικασίες, να προτείνει την προσθήκη νομοθετικού μέτρου, πέραν αυτών που προτείνονται με το νομοθετικό πρόγραμμα.
2. Σε επείγουσες και απρόβλεπτες περιπτώσεις, ένα θεσμικό όργανο μπορεί, κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας και σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από τις Συνθήκες διαδικασίες, να προτείνει την προσθήκη νομοθετικού μέτρου, πέραν αυτών που προτείνονται με το Πρόγραμμα Εργασίας της Επιτροπής.
3. Ο Πρόεδρος διαβιβάζει το εγκεκριμένο από το Κοινοβούλιο ψήφισμα στα άλλα θεσμικά όργανα που συμβάλλουν στη νομοθετική διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στα εθνικά κοινοβούλια.
3. Ο Πρόεδρος διαβιβάζει το εγκεκριμένο από το Κοινοβούλιο ψήφισμα στα άλλα θεσμικά όργανα που συμβάλλουν στη νομοθετική διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στα εθνικά κοινοβούλια.
Ο Πρόεδρος ζητεί από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει επί του ετήσιου νομοθετικού προγράμματος της Επιτροπής, καθώς και επί του ψηφίσματος του Κοινοβουλίου.
Ο Πρόεδρος ζητεί από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει επί του Προγράμματος Εργασίας της Επιτροπής, καθώς και επί του ψηφίσματος του Κοινοβουλίου.
4. Εφόσον θεσμικό όργανο αδυνατεί να τηρήσει το εγκριθέν χρονοδιάγραμμα, γνωστοποιεί στα άλλα θεσμικά όργανα τους λόγους της καθυστέρησης και προτείνει νέο χρονοδιάγραμμα.
4. Εφόσον θεσμικό όργανο αδυνατεί να τηρήσει το εγκριθέν χρονοδιάγραμμα, γνωστοποιεί στα άλλα θεσμικά όργανα τους λόγους της καθυστέρησης και προτείνει νέο χρονοδιάγραμμα.
Εφόσον πρόταση περιέχεται στο ετήσιο νομοθετικό πρόγραμμα, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να αποφασίσει τον ορισμό εισηγητή, ο οποίος θα παρακολουθήσει την κατάρτιση της πρότασης.
Εφόσον πρόταση περιέχεται στο Πρόγραμμα Εργασίας της Επιτροπής, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να αποφασίσει τον ορισμό εισηγητή, ο οποίος θα παρακολουθήσει την κατάρτιση της πρότασης.
3. Πριν η αρμόδια επιτροπή προχωρήσει σε ψηφοφορία, ερωτά την Επιτροπή εάν έχει επεξεργασθεί θέση επί της πρωτοβουλίας και, εάν ναι, ζητεί από την Επιτροπή να της γνωστοποιήσει τη θέση της.
3. Πριν η αρμόδια επιτροπή προβεί σε ψηφοφορία, ερωτά την Επιτροπή εάν επεξεργάζεται γνωμοδότηση επί της πρωτοβουλίας. Εάν η απάντηση είναι καταφατική, η επιτροπή δεν εγκρίνει την έκθεσή της προτού λάβει τη γνωμοδότηση της Επιτροπής.
2. Μετά από τη λήψη της απόφασης επί της ακολουθητέας διαδικασίας και εάν το άρθρο 46 δεν τυγχάνει εφαρμογής, η επιτροπή ορίζει εισηγητή επί της προτάσεως νομοθετικής πράξης μεταξύ των μελών της ή των μονίμων αναπληρωτών, εφόσον τούτο δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί βάσει του ετήσιου νομοθετικού προγράμματος που θεσπίζεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 35.
2. Μετά από τη λήψη της απόφασης επί της ακολουθητέας διαδικασίας και εάν το άρθρο 46 δεν τυγχάνει εφαρμογής, η επιτροπή ορίζει εισηγητή επί της προτάσεως νομοθετικής πράξης μεταξύ των μελών της ή των μονίμων αναπληρωτών, εφόσον τούτο δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί βάσει του Προγράμματος Εργασίας της Επιτροπής που θεσπίζεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 35.
1. Όταν πρόκειται να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για τη σύναψη, ανανέωση ή τροποποίηση διεθνούς συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών σε ειδικούς τομείς, όπως τα νομισματικά θέματα ή το εμπόριο, η αρμόδια επιτροπή δύναται να αποφασίσει να καταρτίσει έκθεση ή να παρακολουθήσει με άλλο τρόπο τη διαδικασία και να ενημερώσει τη Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών σχετικά με την εν λόγω απόφαση. Κατά περίπτωση, ζητείται και από άλλες επιτροπές να γνωμοδοτήσουν, σύμφωνα με το άρθρο 49, παράγραφος 1. Τα άρθρα 188, παράγραφος 2, 50 ή 51 εφαρμόζονται κατά περίπτωση.
1. Όταν πρόκειται να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για τη σύναψη, ανανέωση ή τροποποίηση διεθνούς συμφωνίας, η αρμόδια επιτροπή δύναται να αποφασίσει να καταρτίσει έκθεση ή να παρακολουθήσει με άλλο τρόπο τη διαδικασία και να ενημερώσει τη Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών σχετικά με την εν λόγω απόφαση. Κατά περίπτωση, ζητείται και από άλλες επιτροπές να γνωμοδοτήσουν, σύμφωνα με το άρθρο 49, παράγραφος 1. Τα άρθρα 188, παράγραφος 2, 50 ή 51 εφαρμόζονται κατά περίπτωση.
Οι πρόεδροι και οι εισηγητές της αρμόδιας επιτροπής και, κατά περίπτωση, των γνωμοδοτικών επιτροπών, λαμβάνουν από κοινού τα ενδεδειγμένα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι η Επιτροπή παρέχει στο Κοινοβούλιο όλες τις πληροφορίες σχετικά με τις συστάσεις όσον αφορά τη διαπραγματευτική εντολή, εφόσον απαιτείται εμπιστευτικά, καθώς και τις πληροφορίες κατά τις παραγράφους 3 και 4.
Οι πρόεδροι και οι εισηγητές της αρμόδιας επιτροπής και, κατά περίπτωση, των γνωμοδοτικών επιτροπών, λαμβάνουν από κοινού τα ενδεδειγμένα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι παρέχεται στο Κοινοβούλιο άμεση, τακτική και πλήρης ενημέρωση, εφόσον απαιτείται εμπιστευτικά, σε όλα τα στάδια των διαπραγματεύσεων και της σύναψης διεθνών συμφωνιών, περιλαμβανομένων του σχεδίου και του τελικώς εγκριθέντος κειμένου των διαπραγματευτικών οδηγιών, καθώς και οι πληροφορίες κατά την παράγραφο 3:
- από την Επιτροπή σύμφωνα με τις υποχρεώσεις της δυνάμει της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις δεσμεύσεις που ανέλαβε δυνάμει της συμφωνίας πλαισίου για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής, και
- από το Συμβούλιο σύμφωνα με τις υποχρεώσεις του δυνάμει της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
4.Καθ' όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων η Επιτροπή και το Συμβούλιο παρέχουν τακτικά πλήρη ενημέρωση στην αρμόδια επιτροπή σχετικά με την πρόοδό τους, εάν δε χρειασθεί, σε εμπιστευτική βάση.
Διαγράφεται
Τροπολογία 9 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 91
Όταν η Επιτροπή και/ή το Συμβούλιο υποχρεούνται να ενημερώσουν αμέσως και εμπεριστατωμένα το Κοινοβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 218, παράγραφος 10, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διατυπώνεται δήλωση και πραγματοποιείται συζήτηση στην Ολομέλεια. Το Κοινοβούλιο μπορεί να διατυπώνει συστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 90 ή το άρθρο 97.
Όταν η Επιτροπή, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις της δυνάμει της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της συμφωνίας πλαισίου για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής, ενημερώνει το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την πρόθεσή της να προτείνει την προσωρινή εφαρμογή ή την αναστολή διεθνούς συμφωνίας, διατυπώνεται δήλωση και πραγματοποιείται συζήτηση στην Ολομέλεια. Το Κοινοβούλιο μπορεί να διατυπώνει συστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 90 ή το άρθρο 97.
Η ίδια διαδικασία ισχύει όταν η Επιτροπή ενημερώνει το Κοινοβούλιο για πρόταση που αφορά τις θέσεις που πρόκειται να εγκριθούν εξ ονόματος της Ένωσης σε όργανο το οποίο έχει συσταθεί με διεθνή συμφωνία.
Τροπολογία 10 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 137 – παράγραφος 1 – πρώτο εδάφιο
1. Πριν από κάθε περίοδο συνόδου, το σχέδιο ημερήσιας διάταξης καταρτίζεται από τη Διάσκεψη των Προέδρων βάσει των συστάσεων της Διάσκεψης των προέδρων των επιτροπών και λαμβανομένου υπόψη του συμφωνηθέντος ετήσιου νομοθετικού προγράμματος και προγράμματος εργασίας που προβλέπει το άρθρο 35.
1. Πριν από κάθε περίοδο συνόδου, το σχέδιο ημερήσιας διάταξης καταρτίζεται από τη Διάσκεψη των Προέδρων βάσει των συστάσεων της Διάσκεψης των προέδρων των επιτροπών και λαμβανομένου υπόψη του συμφωνηθέντος Προγράμματος Εργασίας της Επιτροπής που προβλέπει το άρθρο 35.
Τροπολογία 11 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 193 – παράγραφος 2 – ερμηνεία του εδαφίου 3 α (νέο)
Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου ερμηνεύονται σύμφωνα με την παράγραφο 40 της συμφωνίας πλαισίου για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Τροπολογία 12 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Παράρτημα II – μέρος A – παράγραφος 3
3. Ερώτηση δεν γίνεται παραδεκτή εάν κατά τους τρεις τελευταίους μήνες ετέθη και έλαβε απάντηση ίδια ή παρεμφερής ερώτηση, εκτός εάν υπάρχουν νέες εξελίξεις ή ο συντάκτης ζητεί περαιτέρω πληροφορίες. Στην πρώτη περίπτωση, αντίγραφο της ερώτησης και της απάντησης διαβιβάζεται στο συντάκτη της.
3. Ερώτηση δεν γίνεται παραδεκτή εάν κατά τους τρεις τελευταίους μήνες ετέθη και έλαβε απάντηση ίδια ή παρεμφερής ερώτηση, ή εφόσον με την ερώτηση ζητούνται απλώς πληροφορίες για τη συνέχεια που δόθηκε σε συγκεκριμένο ψήφισμα του Κοινοβουλίου, ανάλογες με πληροφορίες τις οποίες η Επιτροπή παρέσχε ήδη με γραπτή ανακοίνωση εν συνεχεία σχετικού ζητήματος, εκτός εάν υπάρχουν νέες εξελίξεις ή ο συντάκτης ζητεί περαιτέρω πληροφορίες. Στην πρώτη περίπτωση, αντίγραφο της ερώτησης και της απάντησης διαβιβάζεται στο συντάκτη της.
Τροπολογία 13 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Παράρτημα III – παράγραφος 3
3. Εάν κατά τη διάρκεια των προηγούμενων έξι μηνών έχει υποβληθεί και απαντηθεί όμοια ή παρεμφερής ερώτηση, η Γραμματεία διαβιβάζει στον συντάκτη αντίγραφο της προηγούμενης ερώτησης και απάντησης. Η εκ νέου υποβληθείσα ερώτηση δεν διαβιβάζεται στον αποδέκτη, εκτός εάν ο συντάκτης επικαλείται νέες σημαντικές εξελίξεις ή ζητεί περαιτέρω πληροφορίες.
3. Εάν κατά τη διάρκεια των προηγούμενων έξι μηνών έχει υποβληθεί και απαντηθεί όμοια ή παρεμφερής ερώτηση, ή εφόσον με την ερώτηση ζητούνται απλώς πληροφορίες για τη συνέχεια που δόθηκε σε συγκεκριμένο ψήφισμα του Κοινοβουλίου, ανάλογες με πληροφορίες τις οποίες η Επιτροπή παρέσχε ήδη με γραπτή ανακοίνωση εν συνεχεία σχετικού ζητήματος, η Γραμματεία διαβιβάζει στον συντάκτη αντίγραφο της προηγούμενης ερώτησης και απάντησης. Η εκ νέου υποβληθείσα ερώτηση δεν διαβιβάζεται στον αποδέκτη, εκτός εάν ο συντάκτης επικαλείται νέες σημαντικές εξελίξεις ή ζητεί περαιτέρω πληροφορίες.
Τροπολογία 14 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Παράρτημα VIII – Μέρος A – παράγραφος 5
5. Κυρώσεις: σε περίπτωση παραβίασης του απορρήτου, ο πρόεδρος της επιτροπής, ύστερα από διαβούλευση με τους αντιπροέδρους, εγκρίνει με αιτιολογημένη απόφαση τις κυρώσεις (επίπληξη και προσωρινή, παρατεταμένη ή οριστική αποπομπή από την επιτροπή).
5. Κυρώσεις: σε περίπτωση παραβίασης του απορρήτου, ο πρόεδρος της επιτροπής ενεργεί σύμφωνα με τα άρθρα 9 παράγραφος 2, 152, 153 και 154.
Κατά της απόφασης αυτής, ο θιγόμενος βουλευτής μπορεί να ασκήσει ένσταση μη ανασταλτικού χαρακτήρα. Η εν λόγω ένσταση εξετάζεται από κοινού από τη Διάσκεψη των Προέδρων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και από το προεδρείο της σχετικής επιτροπής. Η απόφαση λαμβάνεται κατά πλειοψηφία και είναι ανέκκλητη.
Αν αποδειχθεί ότι υπάλληλος δεν έχει τηρήσει το απόρρητο, εφαρμόζονται οι κυρώσεις που προβλέπονται από τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων.
Δημοσιονομικός κανονισμός που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης ***I
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20ής Οκτωβρίου 2010 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (EΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (COM(2010)0085 – C7-0086/2010 – 2010/0054(COD))
– έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2010)0085),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 294, παράγραφος 2, και το άρθρο 322 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και το άρθρο 106α της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C7-0086/2010),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 294, παράγραφος 3, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
– έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 29ης Απριλίου 2010(1),
– έχοντας υπόψη τη δέσμευση του εκπροσώπου του Συμβουλίου με επιστολή της 13ης Οκτωβρίου 2010, να εγκρίνει τη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 294, παράγραφος 4, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 55 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη τις κοινές συνεδριάσεις της Επιτροπής Προϋπολογισμών και της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού σύμφωνα με το άρθρο 51 του Κανονισμού,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Προϋπολογισμών και της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, της Επιτροπής Ανάπτυξης, της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου και της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων (A7-0263/2010),
1. εγκρίνει τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση όπως παρατίθεται κατωτέρω·
2. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.
Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 20 Οκτωβρίου 2010 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕE, Ευρατόμ) αριθ. …/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (EΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002του Συμβουλίου για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης
(Καθώς έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η θέση του Κοινοβουλίου αντιστοιχεί στην τελική νομοθετική πράξη, κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1081/2010.)
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Δήλωση της Επιτροπής
Η Επιτροπή θα επιληφθεί του θέματος του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης με σκοπό να ενσωματώσει τον συγκεκριμένο μηχανισμό στον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο των προτάσεών της σχετικά με το προσεχές πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο.
Τροποποίηση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καθώς και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών ***I
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20ής Οκτωβρίου 2010 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την τροποποίηση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καθώς και του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών (COM(2010)0309 – C7-0146/2010 – 2010/0171(COD))
– έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2010)0309),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 294, παράγραφος 2, και το άρθρο 336 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C7-0146/2010),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 294, παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
– έχοντας υπόψη την απόφαση 2010/427/ΕΕ του Συμβουλίου της 26ης Ιουλίου 2010 για τον καθορισμό της οργάνωσης και της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης(1),
– έχοντας υπόψη τη δέσμευση του εκπροσώπου του Συμβουλίου με επιστολή της 20ής Οκτωβρίου 2010, να εγκρίνει τη θέση του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 294, παράγραφος 4, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 55 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, της Επιτροπής Ανάπτυξης, της Επιτροπής Προϋπολογισμών και της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού (A7-0288/2010),
1. εγκρίνει τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση όπως εμφαίνεται κατωτέρω·
2. λαμβάνει υπόψη τις δηλώσεις της Αντιπροέδρου της Επιτροπής/Υπάτης Εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας, καθώς και τη δήλωση της Επιτροπής, οι οποίες προσαρτώνται στο παρόν ψήφισμα·
3. ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·
4. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.
Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 20 Οκτωβρίου 2010 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕE, Ευρατόμ) αριθ. …/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καθώς και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών
(Καθώς έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η θέση του Κοινοβουλίου αντιστοιχεί στην τελική νομοθετική πράξη, κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1080/2010.)
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Δήλωση της Υπάτης Εκπροσώπου σχετικά με τη γεωγραφική ισορροπία στην ΕΥΕΔ
Η Υπάτη Εκπρόσωπος προσδίδει υψίστη σημασία στην πρόσληψη σε ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση από υπηκόους των κρατών μελών της Ένωσης, καθώς και στην εξασφάλιση ικανοποιητικής και σημαντικής παρουσίας υπηκόων όλων των κρατών μελών στην Υπηρεσία.
Η ΕΥΕΔ πρέπει να επωφεληθεί πλήρως από την ποικιλομορφία και τον πλούτο της πείρας και εμπειρογνωμοσύνης που αποκτώνται στις διάφορες εξωτερικές υπηρεσίες στην Ένωση.
Η Υπάτη Εκπρόσωπος χρησιμοποιεί κάθε δυνατότητα που παρέχεται από την εφαρμογή της διαδικασίας διορισμών της ΕΥΕΔ με σκοπό την επίτευξη των στόχων αυτών. Θα αφιερώσει δε στο θέμα αυτό τμήμα από την ετήσια έκθεσή της σχετικά με την κάλυψη των θέσεων στην ΕΥΕΔ.
Δήλωση της Υπάτης Εκπροσώπου σχετικά με τη ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων στην ΕΥΕΔ
Η Υπάτη Εκπρόσωπος προσδίδει υψίστη σημασία στην προώθηση της ισόρροπης εκπροσώπησης των φύλων κατά την επάνδρωση της ΕΥΕΔ.
Κλειδί για την προώθηση της ισόρροπης εκπροσώπησης των φύλων είναι η ενθάρρυνση υποβολής αιτήσεων από γυναίκες για θέσεις στην ΕΥΕΔ και την άρση των σχετικών φραγμών. Με βάση την πείρα από τη διαδικασία διορισμών για την εναλλαγή των Προϊσταμένων Αντιπροσωπειών το 2010, η ΕΥΕΔ θα εξετάσει πως μπορεί να λαμβάνει καλύτερα υπόψη τα συχνά μη γραμμικά σχήματα γυναικείων αιτήσεων κατά τις μελλοντικές διαδικασίες διορισμών και πως να άρει άλλα πιθανά εμπόδια. Η Υπάτη Εκπρόσωπος θα εντοπίσει επίσης τις βέλτιστες πρακτικές από τις εθνικές διπλωματικές υπηρεσίες και θα τις εφαρμόσει κατά το δυνατόν στην ΕΥΕΔ.
Η Υπάτη Εκπρόσωπος θα κάνει πλήρη χρήση όλων των δυνατοτήτων που τις παρέχουν τα άρθρα 1δ, παράγραφοι 2 και 3, του ΚΥΚΥ κατά την προώθηση της απασχόλησης γυναικών στην Υπηρεσία.
Θα αφιερώσει δε στην ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων τμήμα από την ετήσια έκθεσή της σχετικά με την κάλυψη των θέσεων στην ΕΥΕΔ.
Δήλωση της Επιτροπής σε σχέση με το άρθρο 95, παράγραφος 2 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης
Η Επιτροπή αιτιολογεί δεόντως ενώπιον του Υπάτου Εκπροσώπου οποιαδήποτε αρνητική γνώμη ενδέχεται να εκφράσει σχετικά με πρόσωπο που εμφαίνεται στον κατάλογο των υποψηφίων.
Σχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 6/2010: Τμήμα ΙΙ - Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και Συμβούλιο·Τμήμα ΙΙΙ - Επιτροπή· Τμήμα Χ - Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης
273k
43k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20ής Οκτωβρίου 2010 σχετικά με τη θέση του Συμβουλίου επί του σχεδίου διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 6/2010 της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2010, Τμήμα II ‐ Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και Συμβούλιο· Τμήμα III ‐ Επιτροπή· Τμήμα X – Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (13475/2010 – C7-0262/2010 – 2010/2094(BUD))
– έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 314, καθώς και τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας και ιδίως το άρθρο 106α,
– έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(1), και ιδίως τα άρθρα 37 και 38,
– έχοντας υπόψη τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2010, όπως εγκρίθηκε οριστικά στις 17 Δεκεμβρίου 2009(2),
– έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία της 17ης Μαΐου 2006 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για δημοσιονομική πειθαρχία και χρηστή δημοσιονομική διαχείριση(3),
– έχοντας υπόψη το σχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 6/2010 της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2010, το οποίο υπέβαλε η Επιτροπή στις 17 Ιουνίου 2010 (COM(2010)0315),
– έχοντας υπόψη τη θέση του Συμβουλίου επί του σχεδίου διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 6/2010, την οποία καθόρισε το Συμβούλιο στις 13 Σεπτεμβρίου 2010 (13475/2010 – C7-0262/2010),
– έχοντας υπόψη τα άρθρα 75β και 75ε του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Προϋπολογισμών (A7-0283/2010),
Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο παρών διορθωτικός προϋπολογισμός είναι το τρίτο και τελευταίο μέρος μιας νομοθετικής δέσμης αναγκαίας για την υλοποίηση της πολιτικής συμφωνίας και της συνακόλουθης απόφασης του Συμβουλίου για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ)· τα άλλα δύο μέρη της νομοθετικής δέσμης συνίστανται στην τροποποίηση του δημοσιονομικού κανονισμού και την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης,
Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι η ίδρυση της ΕΥΕΔ πρέπει να διέπεται από τις αρχές της οικονομικής απόδοσης, της δημοσιονομικής ουδετερότητας, και της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, και να λαμβάνει πλήρως υπόψη τον αντίκτυπο της οικονομικής κρίσης στα δημόσια οικονομικά και την ανάγκη για δημοσιονομική λιτότητα,
Γ. λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια προκειμένου να διασφαλιστεί η αποφυγή των επικαλύψεων και των πιθανών συγκρούσεων αρμοδιοτήτων, που όχι μόνο θα μείωναν την αποτελεσματικότητα των εξωτερικών πολιτικών αλλά θα εμπόδιζαν επίσης την αποδοτική αξιοποίηση των περιορισμένων πόρων του προϋπολογισμού,
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ανάγκες για το 2011 καλύπτονται με τη διορθωτική επιστολή 1/2010 για τον προϋπολογισμό του 2011 και θα ενσωματωθούν στη διαδικασία του προϋπολογισμού του έτους αυτού,
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι περισσότερες από τις απαιτούμενες πιστώσεις θα μεταφερθούν απλώς από τα τμήματα που αφορούν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή, αλλά ότι ζητούνται και ορισμένοι νέοι πόροι για μόνιμους και συμβασιούχους υπαλλήλους,
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι με το παρόν σχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 6/2010 η συγκεκριμένη δημοσιονομική προσαρμογή θα εγγραφεί επίσημα στον προϋπολογισμό του 2010, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας νέου, ξεχωριστού τμήματος X, όπως προβλέπεται στην πολιτική συμφωνία,
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι πρέπει να διαφυλαχτούν τα δικαιώματα του Κοινοβουλίου όσον αφορά την απαλλαγή για τον προϋπολογισμό,
Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι θα πρέπει, για μια ακόμη φορά, να υπενθυμιστεί πως έχει καθοριστική σημασία η ΕΕ να είναι σε θέση να αξιοποιεί το πλήρες φάσμα των μέσων εξωτερικής πολιτικής της στο πλαίσιο μιας συνεκτικής διάρθρωσης, δεδομένου ότι πολιτικός σκοπός του παρόντος ψηφίσματος είναι η πρόβλεψη των δημοσιονομικών πόρων από τον προϋπολογισμό του 2010 για τη δημιουργία μιας τέτοιας δομής, στην αρχική της φάση,
Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το Συμβούλιο ενέκρινε τη θέση του στις 13 Σεπτεμβρίου 2010,
1. λαμβάνει γνώση του σχεδίου διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 6/2010·
2. εγκρίνει χωρίς τροποποιήσεις τη θέση του Συμβουλίου επί του σχεδίου διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 6/2010 και αναθέτει στον Πρόεδρό του να κηρύξει την οριστική έγκριση του διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 6/2010 και να μεριμνήσει για τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
3. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και την Επιτροπή, καθώς και στα άλλα ενδιαφερόμενα θεσμικά και λοιπά όργανα.
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20ής Οκτωβρίου 2010 σχετικά με τη θέση του Συμβουλίου επί του σχεδίου διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 3/2010 της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2010, Τμήμα III ‐ Επιτροπή (13472/2010 – C7-0263/2010 – 2010/2048(BUD))
– έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως τα άρθρα της 310 και 314 καθώς και την Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας και ιδίως το άρθρο της 106α,
– έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και ιδίως το άρθρο 37(1),
– έχοντας υπόψη τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2010, όπως εγκρίθηκε οριστικά στις 17 Δεκεμβρίου 2009(2),
– έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία της 17ης Μαΐου 2006 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση(3),
– έχοντας υπόψη το σχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 3/2010 της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2010, το οποίο υπέβαλε η Επιτροπή στις 8 Απριλίου 2010 (COM(2010)0149),
– έχοντας υπόψη την πρόταση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την κινητοποίηση του μέσου ευελιξίας , την οποία η Επιτροπή Υπέβαλε στις 8 Απριλίου 2010 (COM(2010)0150),
– έχοντας υπόψη την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1905/2006 για τη θέσπιση μηχανισμού χρηματοδότησης της αναπτυξιακής συνεργασίας, την οποία η Επιτροπή υπέβαλε στις 17 Μαρτίου 2010 (COM(2010)0102),
– έχοντας υπόψη τη θέση του Συμβουλίου επί του σχεδίου διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 3/2010, την οποία το Συμβούλιο καθόρισε στις 13 Σεπτεμβρίου 2010 (13472/2010 – C7-0263/2010),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 75β του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Προϋπολογισμών (A7-0281/2010),
Α. εκτιμώντας ότι η Επιτροπή προτείνει τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1905/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου(4) προκειμένου να επιτραπεί η χρηματοδότηση των συνοδευτικών μέτρων για τις μπανάνες (ΣΜM) για τα έτη από το 2010 έως το 2013, με συνολικό προϋπολογισμό ύψους 190 εκατομμυρίων ευρώ, με πιθανό συμπληρωματικό κονδύλιο 10 εκατομμυρίων ευρώ, αν τα όρια επιτρέπουν,
Β. εκτιμώντας ότι η προταθείσα ετήσια ανάλυση της χρηματοδοτικής βοήθειας για τα ΣΜM προβλέπει ποσό ύψους 75 εκατομμυρίων ευρώ το 2010,
Γ. εκτιμώντας ότι το διαθέσιμο περιθώριο στο πλαίσιο του Τομέα 4 είναι μόνο 875 530 ευρώ, ποσό που στο μεγαλύτερο βαθμό προορίζεται για τη χρηματοδότηση, το 2010, προτεραιοτήτων της ΕΕ που συνάδουν με το ρόλο της ως παγκόσμιου παράγοντα,
Δ. εκτιμώντας ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτής της χρηματοδοτικής βοήθειας το 2010 προέρχεται από αναδιάταξη εντός του Τομέα 4 του προϋπολογισμού (55,8 εκατομμύρια ευρώ από 75 εκατομμύρια),
Ε. εκτιμώντας ότι η προταθείσα αναδιάταξη επηρεάζει μηχανισμούς και δράσεις που η ΕΕ και ιδιαίτερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προσδιορίζουν ότι έχουν μεγάλο ενδιαφέρον,
ΣΤ. εκτιμώντας ότι η ανάγκη χρηματοδοτικής ενίσχυσης των ΣΜΜ δεν είχε προβλεφθεί κατά την έγκριση του ισχύοντος Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου,
Ζ. εκτιμώντας ότι οι παρελθούσες διαδικασίες επί του προϋπολογισμού έχουν καταδείξει την υπερβολική πίεση που έχει υποστεί ο συγκεκριμένος τομέας,
Η. εκτιμώντας ότι η ενωσιακή χρηματοδοτική βοήθεια των χωρών ΑΚΕ που προμηθεύουν μπανάνες, η οποία επηρεάστηκε από την αρχή του μάλλον ευνοημένου κράτους στο πλαίσιο του ΠΟΕ, δεν θα πρέπει να αμφισβητηθεί και η σχετική δημοσιονομική προσπάθεια δεν θα πρέπει να καθυστερήσει,
Θ. εκτιμώντας ότι επί της ουσίας, το Κοινοβούλιο είναι διατεθειμένο, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνδιαλλαγής, να διαπραγματευθεί με το άλλο σκέλος της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής,
Ι. εκτιμώντας ότι το υπολειπόμενο περιθώριο των 875 530 ευρώ θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση των ΣΜΜ,
1. λαμβάνει γνώση του σχεδίου διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 3/2010 και της θέσης του Συμβουλίου·
2. υπενθυμίζει τη βασική του θέση ότι οι νέες προτεραιότητες πρέπει να χρηματοδοτούνται από νέα κονδύλια·
3. θεωρεί ότι η χρηματοδότηση των ΣΜΜ πληροί τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις στο σημείο 27 της ΔΟΣ της 17ης Μαΐου 2006 σχετικά με τη χρήση του μέσου ευελιξίας·
4. καλεί την Επιτροπή να υποβάλει νέα πρόταση σχετικά με την κινητοποίηση του μέσου ευελιξίας για το υπολειπόμενο τμήμα 74 124 470 ευρώ·
5. αποφάσισε να τροποποιήσει τη θέση του Συμβουλίου επί του σχεδίου διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 3/2010 όπως επισημαίνεται κατωτέρω·
6. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα, από κοινού με την τροπολογία, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.
Τροπολογία 1
ΤΜΗΜΑ ΙΙΙ: Επιτροπή
Προϋπολογισμός 2010
Επιτροπή
ΣΔΠ 3/2010
Θέση του Συμβουλίου
Τροπολογία ΕΚ
Νέο ποσό
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
07 02 04 Προπαρασκευαστική ενέργεια ‐ Παρακολούθηση του περιβάλλοντος στη λεκάνη του Εύξεινου Πόντου
Πιστώσεις
2 000 000
2 000 000
500 000
2 000 000
500 000
2 000 000
1 500 000
0
2 000 000
2 000 000
Αποθεμ.
Προϋπολογισμός 2010
Επιτροπή
ΣΔΠ 3/2010
Θέση του Συμβουλίου
Τροπολογία ΕΚ
Νέο ποσό
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
19 06 08 Έκτακτη απόκριση στην χρηματοπιστωτική κρίση στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Πιστώσεις
3 000 000
2 000 000
500 000
2 000 000
500 000
2 000 000
2 500 000
0
3 000 000
2 000 000
Αποθεμ.
Προϋπολογισμός 2010
Επιτροπή
ΣΔΠ 3/2010
Θέση του Συμβουλίου
Τροπολογία ΕΚ
Νέο ποσό
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
19 09 01 Συνεργασία με τις αναπτυσσόμενες χώρες της Λατινικής Αμερικής
Πιστώσεις
356 268 000
306 484 268
355 268 000
306 484 268
355 268 000
306 484 268
1 000 000
0
356 268 000
306 484 268
Αποθεμ.
Προϋπολογισμός 2010
Επιτροπή
ΣΔΠ 3/2010
Θέση του Συμβουλίου
Τροπολογία ΕΚ
Νέο ποσό
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
19 10 01 01 Συνεργασία με τις αναπτυσσόμενες χώρες της Ασίας
Πιστώσεις
523 450 000
483 097 103
521 450 000
483 097 103
521 450 000
483 097 103
2 000 000
0
523 450 000
483 097 103
Αποθεμ.
Προϋπολογισμός 2010
Επιτροπή
ΣΔΠ 3/2010
Θέση του Συμβουλίου
Τροπολογία ΕΚ
Νέο ποσό
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
21 02 01 Επισιτιστική ασφάλεια
Πιστώσεις
238 766 452
190 000 000
237 766 452
190 000 000
237 766 452
190 000 000
1 000 000
0
238 766 452
190 000 000
Αποθεματικό
Προϋπολογισμός 2010
Επιτροπή
ΣΔΠ 3/2010
Θέση του Συμβουλίου
Τροπολογία ΕΚ
Νέο ποσό
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
21 05 01 01 Υγεία
Πιστώσεις
45 885 491
16 271 430
44 885 491
16 271 430
44 885 491
16 271 430
1 000 000
0
45 885 491
16 817 430
Αποθεματικό
Προϋπολογισμός 2010
Επιτροπή
ΣΔΠ 3/2010
Θέση του Συμβουλίου
Τροπολογία ΕΚ
Νέο ποσό
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
21 05 01 06 Προπαρασκευαστική ενέργεια ‐ Μεταφορά φαρμακευτικής τεχνολογίας σε αναπτυσσόμενες χώρες
Πιστώσεις
3 300 000
3 000 000
p.m.
3 000 000
p.m.
3 000 000
3 300 000
0
3 300 000
3 000 000
Αποθεματικό
Προϋπολογισμός 2010
Επιτροπή
ΣΔΠ 3/2010
Θέση του Συμβουλίου
Τροπολογία ΕΚ
Νέο ποσό
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
21 06 03 Στήριξη των προσαρμογών στις χώρες του πρωτοκόλλου για τη ζάχαρη
Πιστώσεις
175 756 786
80 000 000
151 432 316
80 000 000
151 432 316
80 000 000
24 324 470
0
175 756 786
80 000 000
Αποθεματικό
Προϋπολογισμός 2010
Επιτροπή
ΣΔΠ 3/2010
Θέση του Συμβουλίου
Τροπολογία ΕΚ
Νέο ποσό
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
21 07 04 Συμφωνίες περί βασικών προϊόντων
Πιστώσεις
4 600 000
4 600 000
2 800 000
4 600 000
2 800 000
4 600 000
1 800 000
1 800 000
4 600 000
4 600 000
Αποθεματικό
Προϋπολογισμός 2010
Επιτροπή
ΣΔΠ 3/2010
Θέση του Συμβουλίου
Τροπολογία ΕΚ
Νέο ποσό
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Αναλήψεις υποχρεώσεων
Πληρωμές
21 02 03 Διευκόλυνση για την ταχεία αντιμετώπιση των διογκούμενων τιμών των τροφίμων στις αναπτυσσόμενες χώρες
Πιστώσεις
162 700 000
342 700 000
145 300 000
342 700 000
145 300 000
342 700 000
17 400 000
0
162 700 000
342 700 000
Αποθεματικό
ΟΝΟΜΑΣΙΑ.
Αμετάβλητη
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ.
Αμετάβλητες
ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ.
Βλέπε ψήφισμα του Κοινοβουλίου επί της θέσης του Συμβουλίου.
Θέση του Κοινοβουλίου επί του σχεδίου προϋπολογισμού του 2011 όπως τροποποιήθηκε από το Συμβούλιο - όλα τα τμήματα
470k
168k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20ής Οκτωβρίου 2010 σχετικά με τη θέση του Συμβουλίου για το σχέδιο γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2011 – όλα τα τμήματα (12699/2010 – C7-0202/2010 – 2010/2001(BUD))
– έχοντας υπόψη το άρθρο 314 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 106α της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας,
– έχοντας υπόψη την απόφαση του Συμβουλίου 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ της 7ης Ιουνίου 2007 για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(1),
– έχοντας υπόψη τον κανονισμό του Συμβουλίου (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 της 25ης Ιουνίου 2002 για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(2),
– έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία της 17ης Μαΐου 2006 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για δημοσιονομική πειθαρχία και χρηστή δημοσιονομική διαχείριση(3),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 25ης Μαρτίου 2010 σχετικά με τις προτεραιότητες για τον προϋπολογισμό του 2011 - τμήμα ΙΙΙ - Επιτροπή(4),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 15ης Ιουνίου 2010 σχετικά με την εντολή για τον τριμερή διάλογο επί του σχεδίου προϋπολογισμού του 2011(5),
– έχοντας υπόψη το σχέδιο γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2011, που υπέβαλε η Επιτροπή στις 27 Απριλίου 2010 (COM(2010)0300),
– έχοντας υπόψη τη θέση επί του σχεδίου γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που κατάρτισε το Συμβούλιο στις 12 Αυγούστου 2010 (12699/2010 - C7-0202/2010),
– έχοντας υπόψη τη διορθωτική επιστολή αριθ. 1/2011 στο σχέδιο γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2011, που υπέβαλε η Επιτροπή στις 15 Σεπτεμβρίου 2010,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 75β του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Προϋπολογισμών και τις γνωμοδοτήσεις των άλλων ενδιαφερόμενων επιτροπών (Α7-0284/2010),
ΤΜΗΜΑ III Τα κύρια ζητήματα και οι προτεραιότητες για τον προϋπολογισμό του 2011
1. εκφράζει τη βαθιά πεποίθηση ότι η διαδικασία του προϋπολογισμού με βάση τη νέα Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) επιβάλλει την συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων οργάνων σε υψηλό πολιτικό επίπεδο· υπογραμμίζει ότι η διαδικασία συνδιαλλαγής αποσκοπεί στο συμβιβασμό των απόψεων αμφότερων των σκελών της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής και ότι το κοινό κείμενο για τον προϋπολογισμό 2011 πρέπει ακόμα να εγκριθεί από αμφότερα τα σκέλη, σύμφωνα με τις δικές τους ρυθμίσεις και με το άρθρο 314, παράγραφος 7 της ΣΛΕΕ·
2. θεωρεί τη γραπτή διαδικασία για την έγκριση της θέσης του Συμβουλίου εντελώς ακατάλληλη για τη διαδικασία του προϋπολογισμού, αλλά και αμφισβητήσιμη, δεδομένης της απουσίας δημόσιας και σαφούς πολιτικής αποδοχής από το Συμβούλιο σε υπουργικό επίπεδο, ενός καθοριστικού νομοθετήματος της ΕΕ·
3. εκφράζει επίσης ανησυχία όσον αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της θέσης του Συμβουλίου για το σχέδιο προϋπολογισμού (ΣΠ) του 2011, δεδομένου ότι οι περικοπές που ενέκρινε δεν ανταποκρίνονται σε σαφώς καθορισμένους στόχους αλλά φαίνεται, αντίθετα, να κατανέμονται αυθαίρετα και δραστικά σε ολόκληρο τον προϋπολογισμό· θεωρεί ότι οι αυθαίρετες περικοπές πιστώσεων δεν αποτελούν υγιή δημοσιονομική πρακτική·
4. φρονεί ότι μετά την έναρξη ισχύος της ΣλΕΕ, η οποία ενισχύει τις πολιτικές της ΕΕ και δημιουργεί νέα πεδία αρμοδιοτήτων – και συγκεκριμένα στους τομείς της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, της ανταγωνιστικότητας και της καινοτομίας, του διαστήματος, της ενεργειακής πολιτικής, του τουρισμού, της καταπολέμησης της αλλαγής του κλίματος, της κοινωνικής πολιτικής, της δικαιοσύνης και των εξωτερικών υποθέσεων – και η οποία συνεπάγεται την προσαρμογή του προϋπολογισμού στη Συνθήκη της Λισαβόνας, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να εφοδιαστεί με τα αναγκαία χρηματοοικονομικά μέσα για την επίτευξη των σκοπών της και απαιτείται, ως εκ τούτου, από αμφότερα τα σκέλη της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής να διασφαλίζουν συνοχή και συνέπεια όσον αφορά τις αυξημένες οικονομικές δυνατότητες·
5. υπενθυμίζει ότι, παρά τις διαδοχικές τροποποιήσεις της Συνθήκης και την αύξηση των αρμοδιοτήτων που μεταβιβάστηκαν σε επίπεδο Ένωσης, ο προϋπολογισμός της ΕΕ ανέρχεται σε μόλις 1 % επί του ΑΕΙ· ως εκ τούτου, αντιτίθεται στις σημαντικές περικοπές που ενέκρινε το Συμβούλιο·
6. κατανοεί την ανησυχία που εξέφρασαν ορισμένες αντιπροσωπείες στο Συμβούλιο, σχετικά με το γεγονός ότι οι πιέσεις στους προϋπολογισμούς των κρατών μελών είναι ιδιαίτερα μεγάλες για το οικονομικό έτος 2011 και απαιτούνται επιτακτικά εξοικονομήσεις, θεωρεί ωστόσο ότι οι αυθαίρετες περικοπές πιστώσεων πληρωμών δεν αποτελούν υγιή δημοσιονομική πρακτική και επιπλέον φρονεί ότι οι αυθαίρετες περικοπές πιστώσεων ανάληψης υποχρεώσεων θέτουν σε κίνδυνο την εφαρμογή των πολιτικών και των προγραμμάτων που έχουν ήδη συμφωνηθεί·
7. υπενθυμίζει, επιπροσθέτως, τόσο στο Συμβούλιο όσο και στην Επιτροπή το ψήφισμά του της 29ης Μαρτίου 2007 σχετικά με το μέλλον των ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης(6) στο οποίο το Κοινοβούλιο υπογράμμιζε ότι το σημερινό σύστημα ιδίων πόρων της ΕΕ - στο οποίο το 70% των εσόδων της Ένωσης προέρχεται απευθείας από τους εθνικούς προϋπολογισμούς - οδηγεί στην αντίληψη ότι η συνεισφορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πρόσθετη επιβάρυνση των εθνικών προϋπολογισμών· είναι βαθειά πεπεισμένο ότι όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ πρέπει να συμφωνήσουν επί ενός σαφούς και δεσμευτικού χρονοδιαγράμματος με σκοπό να εγκρίνουν νέο σύστημα ιδίων πόρων πριν από την έναρξη της ισχύος του επόμενου μετά το 2013 πολυετούς δημοσιονομικού προγραμματισμού· είναι πρόθυμο να διερευνήσει όλες τις πιθανές δυνατότητες σε σχέση με το θέμα αυτό·
8. υπενθυμίζει, για μια ακόμη φορά, ότι ο προϋπολογισμός της ΕΕ δεν θα πρέπει σε καμιά περίπτωση να θεωρείται και να αξιολογείται ως απλό δημοσιονομικό στοιχείο που προστίθεται ως επιβάρυνση στους εθνικούς προϋπολογισμούς, αλλά, αντίθετα, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ευκαιρία για την προώθηση πρωτοβουλιών και επενδύσεων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον και αντιπροσωπεύουν προστιθέμενη αξία για την ΕΕ στο σύνολό της και που στην πλειοψηφία τους συναποφασίζονται από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, με αποτέλεσμα να νομιμοποιούνται και σε εθνικό επίπεδο· καλεί τα θεσμικά όργανα της ΕΕ να ορίσουν κατάλληλο μηχανισμό για την εκτίμηση και αξιολόγηση του «κόστους της μη Ευρώπης», που θα καθιστούσε εμφανείς τις εξοικονομήσεις στους εθνικούς προϋπολογισμούς που δημιουργούνται ως αποτέλεσμα της συγκέντρωσης πόρων·
9. επαναλαμβάνει ότι ο συμπληρωματικός χαρακτήρας του προϋπολογισμού της ΕΕ προς τους εθνικούς προϋπολογισμούς και η ώθηση που δημιουργεί δεν θα πρέπει να ελέγχονται και να περιορίζονται με αυθαίρετες περικοπές που αντιπροσωπεύουν απειροελάχιστο τμήμα (λιγότερο από 0,02 %) σε σύγκριση με το άθροισμα των προϋπολογισμών των 27 κρατών μελών·
10. υπενθυμίζει ότι οι πολιτικές για τους νέους, την παιδεία και την κινητικότητα έχουν προσδιοριστεί ως μία από τις πιο σημαντικές προτεραιότητες του Κοινοβουλίου, μεταξύ άλλων όπως αναφέρεται στο ψήφισμα του Κοινοβουλίου σχετικά με την εντολή για τον τριμερή διάλογο που εγκρίθηκε τον Ιούνιο 2010, για τον προϋπολογισμό του 2011, δεδομένου ότι αποτελούν ουσιαστικά και αναγκαία στοιχεία της στρατηγικής της ΕΕ για την οικονομική ανάκαμψη και της στρατηγικής για την Ευρώπη του 2020· υπογραμμίζει ότι η προτεινόμενη αύξηση των πιστώσεων σε επιλεγμένα κονδύλια του προϋπολογισμού εξυπηρετεί τόσο βραχυπρόθεσμες όσο και μακροπρόθεσμες στρατηγικές για το μέλλον της ΕΕ·
11. επαναλαμβάνει την ακράδαντη πεποίθηση ότι, σε ένα πλαίσιο στενότητας πόρων και παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης, η χρηματοδότηση των πολιτικών της ΕΕ θα πρέπει να εποπτεύεται στενά, προκειμένου να αποφεύγονται δαπάνες που δεν εξυπηρετούν σαφείς και αναγνωρίσιμους στόχους, λαμβάνοντας υπόψη την ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία του προϋπολογισμού της ΕΕ, δεδομένου ότι αποτελεί έκφραση αλληλεγγύης και αποτελεσματικότητας μέσω της συγκέντρωσης δημοσιονομικών πόρων που αλλιώς θα διασκορπίζονταν σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο· υπογραμμίζει επίσης ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος των δαπανών του προϋπολογισμού της ΕΕ υποστηρίζει μακροπρόθεσμες επενδύσεις που είναι απαραίτητες για να τονωθεί η οικονομική μεγέθυνση στην ΕΕ·
12. επισημαίνει ότι τα περιθώρια που προκύπτουν από το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ) δεν επιτρέπουν ουσιαστικά περιθώρια κινήσεων, ιδιαίτερα στους υποτομείς 1α και 3β και τον τομέα 4, περιορίζουν δε την ικανότητα της ΕΕ να αντιδρά σε αλλαγές πολιτικής και απρόβλεπτες ανάγκες, διατηρώντας παράλληλα τις προτεραιότητές της· τονίζει ότι το φάσμα των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η ΕΕ θα απαιτούσε μέσα που υπερβαίνουν κατά πολύ τα σημερινά ανώτατα όρια του ΠΔΠ· υπενθυμίζει, στο πλαίσιο αυτό, ότι είναι απολύτως αναγκαία η ουσιαστική επανεξέταση του προϋπολογισμού, και ότι η άμεση αναθεώρηση των ανώτατων ορίων του τρέχοντος ΠΔΠ καθώς και ορισμένων διατάξεων της διοργανικής συμφωνίας της 17ης Μαΐου 2006 για δημοσιονομική πειθαρχία και χρηστή δημοσιονομική διαχείριση έχει καταστεί αναπόφευκτη λόγω των διαφόρων προκλήσεων και νέων προτεραιοτήτων που έχουν προκύψει·
13. παροτρύνει το Συμβούλιο να λάβει πλήρως υπόψη του τους σαφείς όρους που θεσπίζονται στο ψήφισμά του της 22ας Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για τον καθορισμό του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου για την περίοδο 2007-2013 (COM(2010)0072 - 2010/0048(APP))(7), με βάση το οποίο το Κοινοβούλιο θα δώσει την έγκρισή του για τον νέο κανονισμό για το ΠΔΠ, όπως προβλέπεται στην ΣΛΕΕ·
14. υπενθυμίζει ότι η χρηματοδότηση των προτεραιοτήτων του και των νέων πολιτικών που απορρέουν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης καθίσταται αδύνατη με τα ανώτατα όρια του ΠΔΠ· υπογραμμίζει ότι, προκειμένου να διευκολυνθεί η διαπραγμάτευση για τον προϋπολογισμό του 2011 στην Επιτροπή Συνδιαλλαγής, πρότεινε, κάνοντας μεγάλους συμβιβασμούς, τη χρηματοδότηση των πολιτικών αυτών στα πλαίσια των ανώτατων ορίων· επισημαίνει, πάντως, ότι τούτο μπορεί να εφαρμοστεί μόνο με τη μείωση των πιστώσεων σε άλλες, συγκεκριμένες και προσεκτικά επιλεγμένες θέσεις του προϋπολογισμού·
15. υποστηρίζει σθεναρά τη δημιουργία ταμείου εγγυήσεων που συνδέεται με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοοικονομικής Σταθεροποίησης· επιμένει να συμμετέχουν αμφότερα τα σκέλη της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής στις αποφάσεις που αφορούν την ενεργοποίηση αυτού του μηχανισμού· ζητεί οιεσδήποτε πιθανές δημοσιονομικές ανάγκες συνδέονται με τον μηχανισμό αυτό να χρηματοδοτηθούν μέσω ειδικής αναθεώρησης του τρέχοντος ΠΔΠ 2007-2013 ή της διοργανικής συμφωνίας της 17ης Μαΐου 2006 για να διασφαλισθεί επαρκής και έγκαιρη συμμετοχή της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής·
16. όσον αφορά τις πιστώσεις πληρωμών, αρνείται να θεωρήσει ένα συνολικό ποσό της θέσης του Συμβουλίου τελικό στόχο που θα επιτευχθεί με μείωση ή αύξηση των δαπανών διαφόρων θέσεων, χωρίς εμπεριστατωμένη αξιολόγηση των πραγματικών αναγκών·
17. υπενθυμίζει ότι η συγκεκριμένη πρακτική του Συμβουλίου μπορεί να έχει επίπτωση στην εκτέλεση των υποχρεώσεων του ίδιου έτους, με την επιβράδυνση του ρυθμού υπογραφής νέων συμβάσεων, ιδιαίτερα κατά το τελευταίο τρίμηνο, διαταράσσοντας έτσι τον πολυετή κύκλο ζωής των προγραμμάτων της ΕΕ·
18. λαμβάνει τη γενική θέση ότι δεν πρέπει να περικόπτονται διοικητικές δαπάνες για την υποστήριξη προγραμμάτων της ΕΕ, ώστε να διασφαλίζεται ταχεία εφαρμογή, ποιότητα και κατάλληλη εποπτεία τους· επαναφέρει, συνεπώς, τα ποσά που περιέκοψε το Συμβούλιο στα κονδύλια διοικητικής διαχείρισης των προγραμμάτων αυτών·
Σχετικά με τον υποτομέα 1α
19. υπενθυμίζει ότι, ως οριζόντιες προτεραιότητες του ΕΚ για τον προϋπολογισμό του 2011, η νεολαία, η παιδεία και η κινητικότητα επιβάλλουν, στο πλαίσιο των διαφόρων πολιτικών, διατομεακές στοχευμένες επενδύσεις για την προώθηση της μεγέθυνσης και της ανάπτυξης στην ΕΕ· δηλώνει, συνεπώς, ότι προτίθεται να αυξήσει τις πιστώσεις για όλα τα προγράμματα στο πλαίσιο των προτεραιοτήτων αυτών, και συγκεκριμένα για τα προγράμματα Διά Βίου Μάθηση, Άνθρωποι και Erasmus Mundus·
20. θεωρεί, ειδικότερα, ότι η επαγγελματική κινητικότητα των νέων αποτελεί βασικό μέσο για να διασφαλιστεί η ανάπτυξη μιας ανταγωνιστικής και δυναμικής αγοράς εργασίας στην Ευρώπη και, συνεπώς, πρέπει να της δοθεί ώθηση· τάσσεται επομένως υπέρ της αύξησης των πιστώσεων για την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Απασχόλησης και στο πλαίσιο αυτό υποστηρίζει σθεναρά την έναρξη της προπαρασκευαστικής ενέργειας «Η πρώτη σας δουλειά στο EURES», που έχει ως στόχο να βοηθήσει τους νέους να μπουν στην αγορά εργασίας ή να αποκτήσουν πρόσβαση σε ειδικευμένες θέσεις απασχόλησης άλλου κράτους μέλους, ως πρώτο βήμα για τη θέσπιση ειδικού προγράμματος μη ακαδημαϊκής κινητικότητας των νέων
21. αναγνωρίζει την προστιθέμενη αξία που αντιπροσωπεύει η χρηματοδοτούμενη από την ΕΕ έρευνα, η οποία προσδίδει ώθηση στις επιμέρους εθνικές προσπάθειες και επενδύσεις για έρευνα, ιδιαίτερα στον τομέα της ενέργειας, περιλαμβανομένου του τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, και τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζουν οι ΜΜΕ στην ανάπτυξη και την απασχόληση στην Ευρώπη· επαναλαμβάνει στο πλαίσιο αυτό την υποστήριξή του για το πρόγραμμα-πλαίσιο για την ανταγωνιστικότητα και την καινοτομία και ιδιαίτερα για το πρόγραμμα επιχειρηματικότητας και καινοτομίας και το πρόγραμμα για ευφυή ενέργεια, μέσω της αύξησης των πιστώσεων ανάληψης υποχρεώσεων και των πιστώσεων πληρωμών σε επιλεγμένες θέσεις· επισημαίνει ότι θα πρέπει να διασφαλίζεται η ομαλή υλοποίηση των προγραμμάτων Ε&Α προκειμένου να αποφεύγεται η μεταφορά των πιστώσεων στο τέλος της δημοσιονομικής περιόδου για σκοπούς άλλους από τους αρχικά προβλεπόμενους·
22. εκφράζει την έντονη ανησυχία του για την ανεπάρκεια πόρων για τη χρηματοδότηση των κεντρικών πολιτικών σε σχέση με την ανταγωνιστικότητα για την ανάπτυξη και την απασχόληση και για την επιδείνωση αυτής της κατάστασης λόγω της επικείμενης χρηματοδότησης της στρατηγικής Ευρώπη 2020· υπενθυμίζει ότι οι επενδύσεις σε πολιτικές όπως η παιδεία, η έρευνα, η καινοτομία, οι μεταφορές (ιδίως τα ΔΕΔ-Μ) και ο τουρισμός διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην προώθηση της μεγέθυνσης και της απασχόλησης·
23. θεωρεί ότι έχει εξαιρετική σημασία οι νεοϊδρυθείσες ευρωπαϊκές χρηματοοικονομικές αρχές να χρηματοδοτηθούν εξαρχής κατάλληλα και επαρκώς ώστε να είναι σε θέση να συμβάλλουν στη σταθερότητα του ευρωπαϊκού και διεθνούς χρηματοοικονομικού συστήματος·
24. είναι πεπεισμένο ότι η χρηματοδότηση της κοινής επιχείρησης της Ευρατόμ για τον ITER θα πρέπει να επανεξεταστεί υπό το φως της πρότασης της Επιτροπής σχετικά με τη χρηματοδότηση του ITER για το 2012 και το 2013· δηλώνει ότι δεν είναι διατεθειμένο να δεχτεί ανακατανομή εντός του υφιστάμενου 7ου προγράμματος-πλαισίου έρευνας και ανάπτυξης προκειμένου να καλυφθούν οι αυξανόμενες χρηματοδοτικές ανάγκες που δεν συμβαδίζουν πλέον με την αρχική πρόταση· θεωρεί, επομένως, ότι δεδομένων των καθυστερήσεων στην εκτέλεση του σχεδίου και προκειμένου να δρομολογηθούν οι διαπραγματεύσεις με το Συμβούλιο σχετικά με την μελλοντική χρηματοδότηση του ITER, καταλληλότερη δημοσιονομική επιλογή θα ήταν η περικοπή των πιστώσεων ανάληψης υποχρεώσεων και των πιστώσεων πληρωμών της θέσης 08 20 02 κατά 47 εκατομμύρια ευρώ·
25. υποστηρίζει την πρόταση της Επιτροπής για εισαγωγή πιστώσεων πληρωμών στον τομέα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Προσαρμογής στην Παγκοσμιοποίηση προκειμένου να απλοποιηθούν οι οικονομικές διαδικασίες που σχετίζονται με αιτήσεις που έχουν εγκριθεί από τα δύο σκέλη της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής· κατά συνέπεια επαναφέρει την αρχική τιμή σημειώνοντας ότι μπορεί να είναι ανεπαρκής για την κάλυψη των αναγκών του 2011·
26. είναι πεπεισμένο ότι χρειάζεται μια στρατηγική οπτική όσον αφορά την ενεργειακή κατάσταση της Ευρώπης· επισημαίνει ότι η Επιτροπή έχει ορίσει ένα στρατηγικό σχέδιο ενεργειακών τεχνολογιών (ΣΕΤ) οι συνθήκες χρηματοδότησης του οποίου είναι ακόμη ασαφείς· για αυτόν τον λόγο δημιούργησε θέσεις «προς υπόμνηση» για διάφορους τομείς του σχεδίου ΣΕΤ, οι οποίες θα πρέπει να αρχίσουν να υλοποιούνται σύντομα· Σχετικά με τον υποτομέα 1β
27. επισημαίνει ότι η θέση του Συμβουλίου δεν τροποποιεί την πρόταση της Επιτροπής σε σχέση με τις υποχρεώσεις και υπογραμμίζει ότι η συγκεκριμένη θέση για τις πιστώσεις ανάληψης υποχρεώσεων αντιστοιχεί πλήρως στις πιστώσεις που προβλέπονται στο ΠΔΠ, λαμβανομένης υπόψη της τεχνικής προσαρμογής στο δημοσιονομικό πλαίσιο για το 2011, όπως προβλέπεται στο σημείο 17 της διοργανικής συμφωνίας της 17ης Ιουνίου 2006·
28. εκφράζει τη λύπη του για την περιοριστική προσέγγιση του Συμβουλίου στις πληρωμές, που περικόπηκαν κατά 1 075 εκατομμύρια ευρώ (το μισό από το ποσό αυτό αφορά τη συμπλήρωση της περιόδου προγραμματισμού 2006-2010) σε σχέση με τις προβλέψεις της Επιτροπής σχετικά με τις ανάγκες σε πληρωμές για το 2011· υπογραμμίζει ότι οι τελευταίες είχαν ήδη αξιολογηθεί από το Κοινοβούλιο ως πιθανώς κατώτερες από τις ανάγκες, και ότι η προσέγγιση του Συμβουλίου μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την απαιτούμενη κάλυψη της καθυστέρησης στην εφαρμογή των προγραμμάτων μετά την αργή εκκίνησή τους στις αρχές της περιόδου προγραμματισμού 2007-2013 όπως και τις πρόσφατες νομοθετικές τροποποιήσεις που συμφωνήθηκαν ανάμεσα στο Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού σχεδίου για την ανάκαμψη της οικονομίας·
29. ως εκ τούτου, αποκαθιστά στο επίπεδο του ΣΠ τις πιστώσεις πληρωμών που περιέκοψε το Συμβούλιο, και εμμένει στην αρχική του πρόταση να υποβάλουν και να εγκρίνουν σύντομα το Συμβούλιο και η Επιτροπή διορθωτικό προϋπολογισμό σε περίπτωση που οι πιστώσεις πληρωμών δεν επαρκούν για την κάλυψη των αναγκών· εκφράζει την ικανοποίησή του για τη σχετική δήλωση του Συμβουλίου·
30. υπενθυμίζει ότι σύμφωνα με τη στρατηγική της ΕΕ για το σχέδιο δράσης για την περιφέρεια της Βαλτικής Θάλασσας οι προτεινόμενες δράσεις θα πρέπει να χρηματοδοτούνται κατά το δυνατόν από υπάρχοντες πόρους, συμπεριλαμβανομένων του διαρθρωτικού ταμείου και του ταμείου συνοχής· επισημαίνει ότι σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Συμβουλίου σχετικά με τη στρατηγική τη ΕΕ για την περιφέρεια της Βαλτικής, η στρατηγική βασίζεται στην αποτελεσματικότερη χρήση των υπαρχόντων μέσων και ταμείων της ΕΕ, όπως και σε άλλους υπάρχοντες πόρους και χρηματοδοτικά μέσα· υπογραμμίζει ότι η στρατηγική αυτή πρέπει να αναγνωριστεί και να χρηματοδοτηθεί κατάλληλα·
Σχετικά με τον τομέα 2
31. επισημαίνει ότι πρωταρχικός στόχος της ΚΓΠ θα πρέπει να είναι η εξασφάλιση σταθερότητας στην αγορά, επισιτιστικής ασφάλειας, δίκαιων τιμών και αγροτικού εισοδήματος, περιλαμβανομένης της προστασίας του περιβάλλοντος και του φυσικού τοπίου, και για το λόγο αυτό καλεί την Επιτροπή να προβλέψει στον προϋπολογισμό του 2011 ένα χρηματοδοτικό περιθώριο προκειμένου να είναι εξασφαλισμένα τα αναγκαία μέσα για την απρόσκοπτη πρόσβαση σε χρηματοδότηση, σε περίπτωση που η αγορά παρουσιάσει φαινόμενα αστάθειας το 2011·
32. αναγνωρίζει το όφελος από την διάθεση 300 εκατομμυρίων ευρώ για έκτακτη χρηματοδότηση του γαλακτοκομικού τομέα με τον προϋπολογισμό του 2010· υποστηρίζει τη δημιουργία νέας θέσης στον προϋπολογισμό, ως ταμείου γαλακτοκομικών, με στόχο την υποστήριξη του εκσυγχρονισμού, της διαφοροποίησης και αναδιάρθρωσης, και της βελτίωσης της διαπραγματευτικής θέσης των παραγωγών γαλακτοκομικών προϊόντων προκειμένου να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη αγοραία ισχύ των μεταποιητών και των εμπόρων λιανικής πώλησης στην αλυσίδα διατροφής· επισημαίνει ότι η Επιτροπή έχει ήδη εγκρίνει ταμείο γαλακτοκομικών·
33. θεωρεί ότι πρέπει να διατηρηθεί το εθνικό πρόγραμμα στήριξης για τον αμπελοοινικό τομέα, αν και σε μειωμένο επίπεδο· επισημαίνει ότι κατά τη μεταρρύθμιση του καθεστώτος του αμπελοοινικού τομέα η Επιτροπή δήλωσε ρητά ότι η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση θα ήταν δημοσιονομικά ουδέτερη·
34. αναγνωρίζει ότι το σχέδιο προώθησης της κατανάλωσης φρούτων στα σχολεία και το σχέδιο διανομής γάλακτος στα σχολεία είναι σημαντικά προγράμματα από την άποψη ότι ενθαρρύνουν την υγιεινή διατροφή των παιδιών· εκφράζει την ικανοποίησή του για την προτεινόμενη από την Επιτροπή αύξηση της χρηματοδότησης των δύο αυτών σχεδίων και αποφασίζει να αυξήσει περαιτέρω τις πιστώσεις τους· υπογραμμίζει τη σημασία του προγράμματος για τους ενδεείς και αποφασίζει να αυξήσει τις πιστώσεις του, υπενθυμίζοντας όμως ότι το πρόγραμμα πρέπει να εκτελεστεί υπό το φως της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου·
35. υποστηρίζει, σύμφωνα με τις προτεραιότητές του, τη δημιουργία δοκιμαστικού σχεδίου για την προώθηση της ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών μεταξύ νέων γεωργών, ιδιαίτερα στο πλαίσιο των προκλήσεων που αντιμετωπίζει ο γεωργικός τομέας στην Ευρώπη·
36. είναι πεπεισμένο ότι το LIFE+ (χρηματοδοτικό μέσο για το περιβάλλον, για την περίοδο 2007-2013) θα πρέπει να ενισχυθεί περαιτέρω προκειμένου να συμμορφωθεί προς τα πρόσθετα μέτρα· τονίζει ότι τα περιβαλλοντικά ζητήματα αποτελούν προτεραιότητα της περιβαλλοντικής και της γεωργικής πολιτικής και ότι η αύξηση της χρηματοδότησης είναι καθοριστική για τη διατήρηση της φύσης και της βιοποικιλότητας· θεωρεί ότι εκτός από το LIFE+, κριτήρια για την αειφόρο ανάπτυξη θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε όλους τους συναφείς μηχανισμούς της ΕΕ·
Σχετικά με τον υποτομέα 3α
37. θεωρεί διάφορα προγράμματα, όπως το Πρόληψη, ετοιμότητα και διαχείριση των συνεπειών της τρομοκρατίας, ουσιαστικά για την εφαρμογή του προγράμματος της Στοκχόλμης, και επαναλαμβάνει τη στήριξή του στο πρόγραμμα Δάφνη – Καταπολέμηση της βίας, στο πλαίσιο των οποίων δεν είναι δυνατή η χρηματοδότηση προγραμμάτων που αξίζει να χρηματοδοτηθούν, λόγω έλλειψης πιστώσεων, καθώς και στο Πρόληψη των ναρκωτικών και σχετική ενημέρωση· στο πλαίσιο αυτό, αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην καταπολέμηση της βίας που ασκείται στις γυναίκες, μεταξύ άλλων μέσω της υποχρεωτικής άμβλωσης, της πρακτικής του ακρωτηριασμού των γεννητικών οργάνων των γυναικών, του εξαναγκασμού σε στείρωση ή οιασδήποτε άλλης βάναυσης, απάνθρωπης ή υποτιμητικής μεταχείρισης·
38. δεδομένου ότι δεν του έχουν υποβληθεί επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τα περαιτέρω στάδια του σχεδίου SIS II, θεωρεί ότι η εγγραφή των πιστώσεων σε αποθεματικό αποτελεί το καταλληλότερο μέσο για να λάβει τις ζητηθείσες πληροφορίες σχετικά με τις απαραίτητες βελτιώσεις·
39. θεωρεί ότι ο προγραμματισμός που παρουσιάζεται στο έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής της 21ης Σεπτεμβρίου 2010 δεν αρκεί για να ικανοποιήσει τις αιτήσεις ενημέρωσης του Κοινοβουλίου σχετικά με τις απαραίτητες βελτιώσεις και μια πλήρη επισκόπηση της εγγραφής του SIS ΙΙ στον προϋπολογισμό·
Σχετικά με τον υποτομέα 3β
40. υπενθυμίζει ότι ο τομέας 3β περιλαμβάνει πολιτικές που έχουν άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινή ζωή των ευρωπαίων πολιτών, και είναι απόλυτα πεπεισμένο ότι με το περιορισμένο περιθώριο που καθορίζεται στο τρέχον ΠΔΠ δεν είναι δυνατή η πλήρης αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρει ο συγκεκριμένος τομέας· τονίζει ότι η προτεινόμενη χρηματοδότηση των συγκεκριμένων μέσων από το Συμβούλιο δεν συνάδει με τις κύριες προτεραιότητες που καλύπτει ο συγκεκριμένος τομέας, υπογραμμίζει δε ιδιαίτερα ότι τα εξαιρετικά υψηλά ποσοστά εκτέλεσης των προγραμμάτων για τους νέους αποδεικνύουν ότι τα προγράμματα αυτά δικαιολογούν πολύ μεγαλύτερη επένδυση·
41. επαναλαμβάνει την πρόθεσή του να αυξήσει τις πιστώσεις του προγράμματος Νεολαία εν δράσει, των Παγκόσμιων Ειδικών Θερινών Ολυμπιακών Αγώνων, των κέντρων μετάδοσης πληροφοριών, και της συνεχιζόμενης προπαρασκευαστικής ενέργειας στον τομέα του αθλητισμού· λαμβάνει υπόψη την πρωτοβουλία του Συμβουλίου σχετικά με την υποβολή νέας προπαρασκευαστικής ενέργειας για τους τόπους μνήμης στην Ευρώπη, και θεωρεί ότι η συγκεκριμένη προπαρασκευαστική ενέργεια θα μπορούσε να προωθήσει την ενωσιακή ιθαγένεια με τη διατήρηση και τη διευκόλυνση της πρόσβασης σε ιστορικούς τόπους κοινής ευρωπαϊκής μνήμης·
42. θεωρεί αναγκαίο να υποβάλει η Επιτροπή ολοκληρωμένη στρατηγική για τη βελτίωση της επικοινωνίας με τους πολίτες της ΕΕ και τη δημιουργία ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας, σύμφωνα με την Κοινή Διοργανική Διακήρυξη σχετικά με τη «σύμπραξη για την επικοινωνιακή προβολή των ευρωπαϊκών θεμάτων», του Οκτωβρίου του 2008·
Σχετικά με τον τομέα 4
43. είναι απολύτως πεπεισμένο ότι ο ρόλος της ΕΕ ως παγκόσμιου παράγοντα δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί κατάλληλα μέσα στα περιθώρια που προβλέπονται στο ΠΔΠ, και ότι η εν λόγω στενότητα πόρων δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται από τα δύο σκέλη της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής με συμβιβασμούς της τελευταίας στιγμής, χωρίς τον απαιτούμενο προβληματισμό σχετικά με τις μεσοπρόθεσμες ανάγκες· υπενθυμίζει ότι η επανεξέταση του ΠΔΠ και η αναθεώρηση του ανώτατου ορίου του τομέα 4 προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι ανάγκες που έχουν προκύψει και οι οποίες δεν ήταν δυνατόν να είχαν προβλεφθεί το 2006 αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη διαχειρισιμότητα και τη βιωσιμότητα του τομέα·
44. θεωρεί ότι, δεδομένων των εξαιρετικά μικρών περιθωρίων ελιγμών στον συγκεκριμένο τομέα και σε μια προσπάθεια εξοικονόμησης που ξεκίνησε το Συμβούλιο, η χρηματοδότηση των προτεραιοτήτων μπορεί να διασφαλιστεί μόνο με επιλεκτικές περικοπές πιστώσεων σε περιορισμένο αριθμό θέσεων του προϋπολογισμού· θεωρεί ότι οι πιστώσεις που προορίζονται για βοήθεια για την ανασυγκρότηση του Αφγανιστάν και για μακροοικονομική βοήθεια θα μπορούσαν να μειωθούν εν μέρει χωρίς ουσιαστικές αρνητικές επιχειρησιακές συνέπειες· με το ίδιο σκεπτικό αποφασίζει να αποκαταστήσει τις πιστώσεις για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας στα επίπεδα του προϋπολογισμού του 2010, με βάση το σημείο 42 της διοργανικής συμφωνίας·
45. επαναλαμβάνει τη δέσμευσή του να μην περικόψει αυθαίρετα πιστώσεις για βοήθεια προς την Παλαιστίνη, για την ειρηνευτική διαδικασία και για την UNRWA· επαναλαμβάνει, ωστόσο, την ακράδαντη πεποίθησή του ότι οι αποκλίσεις όσον αφορά την παροχή βοήθειας σε παγκόσμια κλίμακα - όπου η ΕΕ συνολικά είναι ο πρώτος χορηγός - και η περιορισμένη επίδρασή του στην ειρηνευτική διαδικασία δεν είναι ούτε δικαιολογημένες ούτε κατανοητές, και χρειάζεται να αντιμετωπιστούν ριζικά, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της νεοσύστατης Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης·
46. επαναλαμβάνει την αντίθεσή του στην προτεινόμενη ανακατανομή πιστώσεων από διάφορα μέσα και προγράμματα στα συνοδευτικά μέτρα για τη μπανάνα και το μέσο συνεργασίας με τα βιομηχανικά κράτη (ICI+), η χρηματοδότηση των οποίων δεν προβλεπόταν όταν θεσπίστηκε το τρέχον ΠΔΠ, επιβεβαιώνοντας ωστόσο παράλληλα και την υποστήριξή του στα συγκεκριμένα μέσα· υπογραμμίζει ότι το μέσο αναπτυξιακής συνεργασίας δεν μπορεί να θεωρείται ταμείο που θα μπορούσε να κινητοποιείται για τη χρηματοδότηση οποιασδήποτε νέας ανάγκης προκύψει στο πλαίσιο του τομέα 4, αλλά έχει συσταθεί και χρηματοδοτείται για συγκεκριμένους στόχους, τους οποίους η ΕΕ έχει κατά καιρούς δεσμευτεί να επιτύχει· καλεί συνεπώς το Συμβούλιο να συμφωνήσει επί μιας πολυετούς χρηματοδότησης αυτών των μέτρων με όλα τα μέσα που προβλέπονται στη διοργανική συμφωνία·
47. αποφασίζει να εγγράψει σε αποθεματικό μέρος των πιστώσεων για το περιβάλλον και την αειφόρο διαχείριση των φυσικών πόρων περιλαμβανομένης της ενέργειας, εν αναμονή της υποβολής από την Επιτροπή πολιτικά δεσμευτικού εγγράφου στο οποίο θα δηλώνεται ότι η χρηματοδοτική δέσμη άμεσων μέτρων για το κλίμα είναι πράγματι συμπληρωματική, ότι χορηγούνται πόροι της ΕΕ με τρόπο γεωγραφικά ισορροπημένο και ότι δεν αποβαίνει εις βάρος υπαρχόντων προγραμμάτων αναπτυξιακής συνεργασίας, και στο οποίο παρέχονται σαφείς πληροφορίες για τα κριτήρια επιλογής των δικαιούχων και λεπτομερή στοιχεία για τις συμφωνίες με τις αναπτυσσόμενες χώρες·
48. υιοθετεί εφεξής την προσέγγιση της ενσωμάτωσης της ενωσιακής υποστήριξης του δίκαιου εμπορίου σε όλα τα κονδύλια του προϋπολογισμού·
49. θεωρεί ότι, με βάση τις τετραμερείς διαβουλεύσεις σχετικά με τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης, θα πρέπει να επιδιωχθεί ακριβέστερος προσδιορισμός των αποστολών της ΚΕΠΠΑ και της ΚΠΑΑ, προκειμένου να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη διαφάνεια και να διευκολύνεται η δημοσιονομική εποπτεία· αποφασίζει, στο πλαίσιο αυτό, να διασπάσει τις θέσεις 19 03 01, 19 03 03 και 19 03 07, και να δημιουργήσει ξεχωριστές θέσεις στον προϋπολογισμό για την EUMM στη Γεωργία, την EULEX στο Κοσσυφοπέδιο, και την EUPOL στο Αφγανιστάν, δεδομένου ότι πρόκειται για μείζονες αποστολές που θα διεξαχθούν στο πλαίσιο των ΚΕΠΠΑ/ΚΠΑΑ το 2011·
50. διερωτάται γιατί εξακολουθούν να καταβάλλονται αποζημιώσεις στους συνταξιοδοτημένους Επιτρόπους τη στιγμή που αυτοί μεταγενεστέρως έχουν εναλλακτική απασχόληση· ζητεί επιμόνως από την Επιτροπή να επιχειρήσει λεπτομερή ανασκόπηση των ισχυουσών διαδικασιών και να υποβάλει λεπτομερή έκθεση στο Κοινοβούλιο έως τις 30 Απριλίου 2011·
51. θεωρεί, σύμφωνα με τα ψηφίσματά του για τις διατλαντικές σχέσεις, ότι η στρατηγική εταιρική σχέση ΕΕ-ΗΠΑ πρέπει να προσδιοριστεί με σαφήνεια, μέσω της δημιουργίας ειδικής θέσης του προϋπολογισμού για «Συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες'·
52. είναι πεπεισμένο ότι χρειάζεται περαιτέρω αύξηση του χρηματοοικονομικού κονδυλίου για την υποστήριξη της τουρκοκυπριακής κοινότητας για να διασφαλισθεί η δέουσα χρηματοδότηση του έργου της Επιτροπής Αγνοουμένων της Κύπρου καθώς και των έργων αποκατάστασης της Τεχνικής Επιτροπής για την Πολιτιστική Κληρονομιά· θεωρεί ότι το έργο αυτών των επιτροπών έχει τεράστια σημασία για τις δύο κοινότητες στην Κύπρο·
Σχετικά με τον τομέα 5
53. απορρίπτει τη γενική θέση του Συμβουλίου για τις δαπάνες του τομέα 5, η οποία συνίσταται στην περικοπή πάνω από 115 εκατομμύρια ευρώ, που προήλθαν από τη μη εγγραφή στον προϋπολογισμό της προσαρμογής κατά 1,85 % των μισθών και των συντάξεων, από την περικοπή όλων αδιακρίτως των κονδυλίων του προϋπολογισμού για τα Ευρωπαϊκά Σχολεία, γεγονός που αντιβαίνει στις προτεραιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσον αφορά τους νέους, την παιδεία και την κινητικότητα·
54. υπογραμμίζει ότι μια τέτοια περιοριστική προσέγγιση, μολονότι αποφέρει βραχυπρόθεσμα εξοικονομήσεις στον προϋπολογισμό της ΕΕ και τα κράτη μέλη, υπονομεύει την εφαρμογή των πολιτικών και των προγραμμάτων της ΕΕ· τονίζει επίσης ότι θα πρέπει να διατεθούν στα θεσμικά όργανα επαρκείς πόροι για την επιτέλεση της αποστολής τους, ιδιαίτερα μετά την έναρξη ισχύος της ΣΛΕΕ·
55. για το λόγο αυτό αποκαθιστά γενικά τα ποσά που περιέκοψε το Συμβούλιο, και εγγράφει σε αποθεματικό τα ποσά που αντιστοιχούν στο 1,85 % για τη μισθολογική αναπροσαρμογή, εν αναμονή της απόφασης του Δικαστηρίου· θεωρεί ότι η εγγραφή του ποσού αυτού στον προϋπολογισμό συνιστά χρηστή και συνετή δημοσιονομική διαχείριση·
56. αποκαθιστά το σχέδιο προϋπολογισμού της Επιτροπής σε σχέση με όλες τις ανωτέρω περικοπές, με εξαίρεση τις διασκέψεις, συνεδριάσεις και επιτροπές, θεωρεί δε απαράδεκτες τις περικοπές των κονδυλίων για τα Ευρωπαϊκά Σχολεία· διερωτάται, επιπροσθέτως, πώς είναι δυνατόν το Συμβούλιο να είναι σε θέση να εκτιμήσει τα επίπεδα στελέχωσης των υπηρεσιών της Επιτροπής με μεγαλύτερη ακρίβεια από ό,τι η ίδια η Επιτροπή·
57. ζητεί από το Συμβούλιο να εγκρίνει σύντομα τη διορθωτική επιστολή αριθ. 1/2011, προκειμένου η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης να τεθεί σε λειτουργία με επαρκείς πόρους ήδη στις αρχές του 2011, αποφασίζει ωστόσο να εγγράψει τις πιστώσεις σε αποθεματικό εν αναμονή περαιτέρω διαβουλεύσεων των αρμόδιων οργάνων του Κοινοβουλίου με την Αντιπρόεδρο της Επιτροπής/Ύπατη Εκπρόσωπο της Ένωσης για θέματα εξωτερικών και ασφαλείας, σχετικά με τις προτεραιότητες που προβλέπεται να υλοποιηθούν με τα ποσά που θα ελευθερωθούν με τη συγχώνευση των τρεχουσών δομών της Επιτροπής και του Συμβουλίου·
58. εγγράφει σε αποθεματικά ορισμένες θέσεις διοικητικών δαπανών, εν αναμονή της ανάληψης συγκεκριμένων ενεργειών, της λήψης μέτρων συνέχειας ή της υποβολής προτάσεων από την Επιτροπή, προκειμένου η τελευταία να του δώσει πρόσθετες πληροφορίες· ζητεί ιδιαιτέρως την αναθεώρηση του κώδικα δεοντολογίας των Επιτρόπων και την αυστηρή εφαρμογή του όσον αφορά τις λεπτομέρειες χορήγησης των συντάξεων των πρώην μελών με σκοπό να αποδεσμευθούν ορισμένα από τα αποθεματικά αυτά·
Σχετικά με τους αποκεντρωμένους οργανισμούς
59. υιοθετεί κατά γενικό κανόνα τις εκτιμήσεις της Επιτροπής σχετικά με τις δημοσιονομικές ανάγκες των οργανισμών και απορρίπτει τις αρχές στις οποίες βασίζεται η θέση του Συμβουλίου για τους προϋπολογισμούς των αποκεντρωμένων οργανισμών της ΕΕ σε σχέση με το 2010, δηλαδή:
–
τον περιορισμό της αύξησης στο 1,5 % για τους οργανισμούς που βρίσκονται σε πλήρη λειτουργία,
–
τον περιορισμό της αύξησης στο 3 % για τους οργανισμούς στους οποίους ανατέθηκαν νέα καθήκοντα, με μόνο τις μισές από τις θέσεις που είχαν ζητηθεί,
–
τη μη τροποποίηση στην πρόταση της Επιτροπής για τους νέους οργανισμούς·
60. θεωρεί, ωστόσο, ότι η επιχορήγηση της ΕΕ για τους οργανισμούς που εισπράττουν τέλη δεν θα πρέπει να μειωθεί κατά το ποσό των εσόδων ειδικού προορισμού, προκειμένου να υπάρχει επαρκής δημοσιονομική ευελιξία, δεδομένης της αβεβαιότητας ως προς το ύψος των συλλεγομένων τελών·
61. αποφασίζει, περαιτέρω, να αυξήσει τις πιστώσεις του προϋπολογισμού για το 2011 στους τρεις νέους οργανισμούς χρηματοοικονομικής εποπτείας, σύμφωνα με τις διαθέσιμες εκτιμήσεις όσον αφορά το δημοσιονομικό αντίκτυπο της έκβασης των διαπραγματεύσεων με το Συμβούλιο, να δημιουργήσει αποθεματικό για την Ευρωπαϊκή Αστυνομική Ακαδημία, εν αναμονή του αποτελέσματος της διαδικασίας απαλλαγής για το 2008, να αυξήσει τη χρηματοδότηση για το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, σύμφωνα με τις προτεραιότητες του Κοινοβουλίου και να αυξήσει τις πιστώσεις για την Υπηρεσία Ελέγχου της Αλιείας προκειμένου η τελευταία να μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της όσον αφορά τον έλεγχο σε διεθνή ύδατα·
Σχετικά με τα δοκιμαστικά σχέδια και τις προπαρασκευαστικές δράσεις
62. υπογραμμίζει ότι τα δοκιμαστικά σχέδια και οι προπαρασκευαστικές ενέργειες, που εγκρίθηκαν σε περιορισμένο αριθμό, έχουν εξεταστεί και αξιολογηθεί εμπεριστατωμένα, μεταξύ άλλων υπό το φως της χρήσιμης και εποικοδομητικής πρώτης αξιολόγησής τους από την Επιτροπή τον Ιούλιο του 2010, προκειμένου να αποφευχθούν οι επικαλύψεις ενεργειών που καλύπτονται ήδη από άλλα προγράμματα της ΕΕ· υπενθυμίζει ότι τα δοκιμαστικά σχέδια και οι προπαρασκευαστικές ενέργειες αποσκοπούν στη διαμόρφωση πολιτικών προτεραιοτήτων και την καθιέρωση νέων πρωτοβουλιών που μπορεί να μετεξελιχθούν σε ενέργειες και προγράμματα της ΕΕ·
ΤΜΗΜΑΤΑ Ι, II, IV, V, VI, VII, VIII, ΙX Γενικό πλαίσιο
63. υπενθυμίζει ότι τα θεσμικά όργανα θα πρέπει να καταρτίζουν τον προϋπολογισμό τους με γνώμονα τη χρηστή και αποδοτική διαχείριση και, λαμβάνοντας υπόψη τις συνέπειες της τρέχουσας οικονομικής κρίσης, να καταβάλλουν τις απαιτούμενες προσπάθειες για αποδοτική χρήση των πόρων ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που επωμίζονται με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, επιδιώκοντας παράλληλα εξοικονομήσεις όπου είναι δυνατόν·
64. εφιστά την προσοχή στην εκκρεμή προσφυγή της Επιτροπής ενώπιον του Δικαστηρίου σχετικά με τη μισθολογική αναπροσαρμογή, και αποφάσισε να εγγράψει πιστώσεις στο αποθεματικό, με βάση την αρχή της δημοσιονομικής σύνεσης, οι οποίες να καλύπτουν την επίπτωση για το 2011 σε περίπτωση που το Δικαστήριο αποφανθεί υπέρ της Επιτροπής σχετικά με την εν λόγω μισθολογική αναπροσαρμογή κατά 1,85 %·
65. επισημαίνει ότι το Συμβούλιο περιέκοψε πιστώσεις για την Κροατία, χρησιμοποιώντας διαφορετική παραδοχή από την Επιτροπή όσον αφορά την ημερομηνία προσχώρησης της Κροατίας· αποφασίζει να ακολουθήσει την προσέγγιση της Επιτροπής, ελλείψει νέων στοιχείων που να δικαιολογούν μια αλλαγή στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο·
66. αποφάσισε, μετά από την αξιολόγηση των αιτημάτων κάθε θεσμικού οργάνου, να αποκαταστήσει μέρος των ποσών που περιέκοψε το Συμβούλιο στον προϋπολογισμό των θεσμικών οργάνων, στις περιπτώσεις όπου κρίνει πλήρως δικαιολογημένα τα ειδικά αιτήματα κάθε θεσμικού οργάνου·
67. υπογραμμίζει ότι το γεγονός πως το Συμβούλιο δεν έχει ακόμη καταλήξει σε θέση για το σχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 2/2010 για την Επιτροπή των Περιφερειών και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή καθιστά αναπόφευκτη την ένταξη του περιεχομένου του εν λόγω σχεδίου διορθωτικού προϋπολογισμού στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2011·
Τμήμα I - Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Γενικό πλαίσιο
68. υπογραμμίζει ότι οι διαπραγματεύσεις πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια δύο συνεδριάσεων προετοιμασίας της συνδιαλλαγής το Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2010 και σε πολλά ζητήματα επιτεύχθηκαν σαφή αποτελέσματα στο στάδιο της κατάρτισης των προβλέψεων· εκφράζει την ικανοποίησή του για την καλή θέληση και το εποικοδομητικό πνεύμα που επιδείχτηκαν στις συνεδριάσεις αυτές· εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι η διορθωτική επιστολή που ενέκρινε το Προεδρείο το Σεπτέμβριο του 2010 δεν μεταβάλλει σημαντικά τις προβλέψεις·
69. γνωρίζει ότι καλείται να επιτελέσει το δύσκολο έργο της ικανοποιητικής εξισορρόπησης των αναγκών για πλήρη εκτέλεση της αποστολής του Κοινοβουλίου σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, που προϋποθέτει αύξηση των πιστώσεων, για εφαρμογή των αρχών της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και για επίδειξη αυτοσυγκράτησης σε εποχή οικονομικής κρίσης· εξέτασε, στο πλαίσιο αυτό, λεπτομερώς τις διάφορες θέσεις του προϋπολογισμού και αναπροσάρμοσε ορισμένες από τις πιστώσεις που περιλαμβάνονταν στις προβλέψεις·
70. επισημαίνει ότι το συνολικό επίπεδο του προϋπολογισμού του αντιστοιχεί σε 1 700 349 283 ευρώ, ποσό που αντιπροσωπεύει το 20,21 % των δαπανών του τομέα 5 (διοικητικές δαπάνες) του ΠΔΠ, δηλ. είναι σύμφωνο με τα προηγούμενα ψηφίσματά του σχετικά με τον καθορισμό ποσοστού γύρω στο 20 %·
71. επισημαίνει, στο πλαίσιο αυτό, ότι το συγκεκριμένο ποσό καλύπτει τη σημαντική αύξηση αρμοδιοτήτων με βάση τη Συνθήκη της Λισαβόνας και τις συνακόλουθες ανάγκες σε προσωπικό και άλλα μέσα·
72. επισημαίνει ότι το τελικό ποσό που αποφάσισε η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή αντιπροσωπεύει καθαρή μείωση κατά 6 198 071 ευρώ σε σύγκριση με το σχέδιο προϋπολογισμού και κατά 25 029 014 ευρώ ως προς την αρχική πρόταση για τον προϋπολογισμό, πριν από τη συνεννόηση με το Προεδρείο·
73. εμμένει στη θέση ότι, σε κάθε περίπτωση, η πολιτική του εντοπισμού των δυνατοτήτων για εξοικονομήσεις όπου είναι δυνατόν και η συνεχιζόμενη προσπάθεια για αναδιοργάνωση και ανακατανομή των υπαρχόντων πόρων αποτελούν καθοριστικά στοιχεία της δημοσιονομικής του πολιτικής, ιδιαίτερα σε εποχή οικονομικής κρίσης·
Ανθρώπινο δυναμικό
74. επισημαίνει την ιδιαίτερη έμφαση στην έμμεση επικούρηση των βουλευτών, που πρότεινε το Προεδρείο του και ενέκρινε η Επιτροπή Προϋπολογισμών του, με τη σαφή ενίσχυση τομέων όπως η ικανότητά του για έρευνα και ανάλυση πολιτικής, οι υπηρεσίες τεκμηρίωσης, οι τομείς πολιτικής και οι συναφείς τομείς· υπενθυμίζει ότι τούτο είναι το αντίστοιχο συμπλήρωμα, στο πλαίσιο του νέου και ισχυρότερου ρόλου του Κοινοβουλίου, στα μέτρα άμεσης επικούρησης που προωθήθηκαν ήδη στον προϋπολογισμό του 2010 και στο διορθωτικό προϋπολογισμό αριθ. 1/2010·
75. υπενθυμίζει το ψήφισμά του της 18ης Μαΐου 2010 σχετικά με την κατάσταση προβλέψεων των εσόδων και δαπανών του Κοινοβουλίου για το οικονομικό έτος 2011(8) και το αντίστοιχο οργανόγραμμα· αποφασίζει τώρα να του επιφέρει ορισμένες προσαρμογές, οι οποίες εκτίθενται στις ακόλουθες παραγράφους·
76. υπενθυμίζει την απόφασή του να τονώσει την ικανότητα των υπηρεσιών τεκμηρίωσης, επιβεβαιώνοντας τις 15 νέες θέσεις για το 2011 και μετατρέποντας 13 θέσεις συμβασιούχων υπαλλήλων σε μόνιμες, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής· αποφασίζει να μειώσει τις πιστώσεις για οκτώ από τις θέσεις αυτές, προκειμένου να προχωρήσει σταδιακά σε προσλήψεις μέσα σε διάστημα δύο ετών·
77. αποφασίζει να διατηρήσει σε αποθεματικό τις πιστώσεις για 30 θέσεις (6 AD5 και 24 AST1) στους «λοιπούς τομείς», έως ότου του διαβιβαστούν οι περαιτέρω πληροφορίες που έχει ζητήσει·
78. αποφασίζει να εγκρίνει την ενσωμάτωση της υπηρεσίας διαπίστευσης, όπως προτείνεται με τη διορθωτική επιστολή, και, συνεπώς, να δημιουργήσει 16 νέες θέσεις στο οργανόγραμμα (1 AD5 και 15 AST1) και να διαθέσει τις αντίστοιχες πιστώσεις·
79. εγκρίνει, σε συνέχεια της διορθωτικής επιστολής, τα ακόλουθα δημοσιονομικά ουδέτερα μέτρα:
–
μετατροπή πέντε υπαρχουσών θέσεων εκτάκτων υπαλλήλων σε μόνιμες (1 AD9T σε 1 AD5P, 1 AD8T σε 1 AD5P, 1 AD5T σε 1 AD5P και 2 AST3T σε 2 AST1P),
–
αναβάθμιση δύο θέσεων εκτάκτων υπαλλήλων AD11 σε AD12,
–
μετατροπή 15 θέσεων AST (5 AST10, 5 AST6 και 5 AST5) σε 15 θέσεις AD5·
80. ελευθέρωσε πιστώσεις 3 εκατομμυρίων ευρώ που είχαν εγγραφεί στο αποθεματικό για την Κροατία, σύμφωνα με την προηγούμενη απόφασή του για μεταφορά πιστώσεων C1/2010· και μετέφερε τα σχετικά κονδύλια στη θέση του προϋπολογισμού για την πρόσληψη συμβασιούχων υπαλλήλων·
Άμεση επικουρία των βουλευτών
81. σε συνέχεια της προηγούμενης αναλυτικής συζήτησής του σχετικά με το επίδομα επικουρίας σε συνάρτηση με το διορθωτικό προϋπολογισμό αριθ. 1/2010, και τις προτάσεις του Προεδρείου για δεύτερη δόση της ενίσχυσης το 2011, αποφασίζει να διατηρήσει τις σχετικές πιστώσεις σε αποθεματικό· επισημαίνει τις απαντήσεις που έλαβε από τη διοίκηση, αλλά τις θεωρεί ανεπαρκείς για την αιτιολόγηση περαιτέρω αύξησης στο παρόν στάδιο· υπενθυμίζει το αίτημά του για ενημέρωση όπως είχε ψηφίσει στο ψήφισμά του της 25ης Μαρτίου 2010 σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τη διαδικασία προϋπολογισμού του 2011(9)·
82. απορρίπτει το αίτημα του Προεδρείου για αναβάθμιση των βοηθών των Κοσμητόρων από AST 4 σε AST 8·
Κτιριακή πολιτική
83. τροποποίησε την ονομασία της θέσης 2 0 0 8 του προϋπολογισμού προκειμένου να αυξηθεί η διαφάνεια διαφόρων σχεδίων περί ακινήτων·
84. ζητεί να τηρείται ενήμερο σε τακτική βάση σχετικά με τις νέες εξελίξεις των σχεδίων περί ακινήτων που έχουν σημαντικό αντίκτυπο στον προϋπολογισμό, όπως π.χ. το κτίριο KAD, και αναμένει τις απαντήσεις σχετικά με το δημοσιονομικό αντίκτυπο ενδεχόμενων παράλληλων σχεδίων στις Βρυξέλλες·
Πολιτική στους τομείς της επικοινωνίας και των πληροφοριών
85. λαμβάνει υπόψη την απάντηση σχετικά με την κατάσταση όσον αφορά το Σύστημα Διαχείρισης Γνώσης, ωστόσο δεν είναι δυνατόν να αξιολογηθεί στην παρούσα φάση του έργου κατά πόσο θα δικαιωθούν οι προσδοκίες· τονίζει την ανάγκη για χρονοδιάγραμμα όσον αφορά την εφαρμογή αυτού του συστήματος· υπενθυμίζει το αίτημά του στο ψήφισμα για τις κατευθυντήριες γραμμές στο οποίο ζητούσε οι ευρωπαίοι πολίτες να έχουν εύκολη πρόσβαση στο σύστημα μέσω Διαδικτύου· ζητεί πληροφορίες όσον αφορά τους τρόπους εξοικονόμησης πόρων μετά την εφαρμογή του Συστήματος Διαχείρισης Γνώσης·
86. επισημαίνει ότι πολλοί βουλευτές έχουν θέσει ζητήματα σχετικά με το περιεχόμενο και την πορεία του σχεδίου κινητικότητας της ΤΠ, που μπορεί να επιβάλλουν βαθύτερη ανάλυση και συζήτηση· αποφάσισε να εγγράψει επί του παρόντος τις πιστώσεις για το σχέδιο αυτό σε αποθεματικό, ώστε να πραγματοποιηθεί η συγκεκριμένη ανάλυση και συζήτηση·
87. ζητεί να τηρείται ενήμερο για τις εξελίξεις σε σχέση με την WEB TV του Κοινοβουλίου, και αποφασίζει να εγγράψει ποσό 1 εκατομμυρίου ευρώ σε αποθεματικό· Θέματα σχετικά με το περιβάλλον
88. επαναλαμβάνει την υποστήριξή του για τη θέσπιση συγκεκριμένων κινήτρων και μέτρων για τη συχνότερη και καλύτερη χρήση μέσων μεταφοράς λιγότερο ρυπογόνων από τα αεροσκάφη και τα αυτοκίνητα, όπως οι δημόσιες μεταφορές και τα ποδήλατα, που μπορεί να συμβάλουν και στον εντοπισμό ενδεχόμενων μελλοντικών εξοικονομήσεων σε κονδύλια του προϋπολογισμού όπως για «οχήματα'·
89. με το ίδιο σκεπτικό, υπογραμμίζει την ανάγκη να αναπτυχθούν περαιτέρω μέτρα για τη βελτίωση της αποδοτικότητας των πόρων, τόσο από δημοσιονομική όσο και από περιβαλλοντική άποψη·
90. εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι μπορούν να επιτευχθούν περαιτέρω εξοικονομήσεις ύψους 4 εκατομμυρίων ευρώ στη θέση του προϋπολογισμού για τα έξοδα μετακινήσεων των βουλευτών και στη θέση για την κατανάλωση ενέργειας·
Πολυετή σχέδια και άλλα κονδύλια δαπανών
91. όσον αφορά τον Οίκο Ευρωπαϊκής Ιστορίας, αποφασίζει να εγγράψει στο αποθεματικό το ποσό ύψους 2,5 εκατομμυρίων ευρώ που έχει ζητηθεί για περαιτέρω μελέτες· επισημαίνει ότι, εν αναμονή της αξιολόγησης των αρχιτεκτονικών προτάσεων, εξακολουθεί να μην υπάρχει επισκόπηση του συνολικού κόστους του σχεδίου έως τώρα· επισημαίνει επίσης τα άλλα αιτήματα που περιλαμβάνονται σε διάφορα ψηφίσματα του Κοινοβουλίου, στα οποία δεν έχει δοθεί απάντηση ακόμα, όπως η πιθανή συνεργασία με άλλα θεσμικά όργανα και ενδεχομένως με ενδιαφερόμενους εταίρους·
92. αποφασίζει να αναπροσαρμόσει τις πιστώσεις περαιτέρω θέσεων του προϋπολογισμού και να δημιουργήσει αποθεματικά για τις θέσεις στις οποίες είναι δύσκολο να προβλεφτούν οι ακριβείς ανάγκες σε πιστώσεις και ενδέχεται να προκύψουν πρόσθετες ανάγκες ή, αντίθετα, να καταστούν δυνατές εξοικονομήσεις κατά διάρκεια του έτους·
93. υπενθυμίζει ότι, κατά τη διάρκεια του σταδίου της κατάρτισης των προβλέψεων και της διαδικασίας συνδιαλλαγής μεταξύ της Επιτροπής Προϋπολογισμών και του Προεδρείου, το αρχικό ποσό των 1,2 εκατομμυρίων ευρώ που είχε προβλεφθεί για τη χρηματοδότηση της απόφασης του Προεδρείου να θεσπίσει επίδομα κατόχου αξιώματος μειώθηκε σε 400 000 ευρώ· υπενθυμίζει, επιπλέον, ότι οι δαπάνες που σχετίζονται με αυτό το επίδομα κατόχου αξιώματος επιστρέφονται μόνο κατόπιν προσκόμισης δικαιολογητικών που να δικαιολογούν πλήρως τα έξοδα αυτά· τονίζει ότι οι λοιπές αυξήσεις σε σχέση με το οικονομικό έτος 2010 αποσκοπούν κυρίως στην ανανέωση του αποθέματος αντικειμένων παράστασης για τις υπηρεσίες πρωτοκόλλου· φρονεί ότι εάν το απόθεμα αυτό ανανεωθεί εφέτος, οι δαπάνες για τη θέση αυτή είναι πιθανό να ελαττωθούν τα προσεχή έτη· τονίζει την ανάγκη για δημοσιονομική σύνεση όσον αφορά τα αιτήματα για αποστολές μεταξύ των τόπων εργασίας του Κοινοβουλίου και άλλες αποστολές, καθώς και για τη μεγαλύτερη δυνατή αυτοσυγκράτηση όσον αφορά τα έξοδα παράστασης στη σημερινή εποχή της οικονομικής κρίσης· ως εκ τούτου θα επικροτούσε θερμά τη μείωση αυτών των δαπανών κατά τη διάρκεια του έτους σε σύγκριση με τις προβλεπόμενες αρχικές ανάγκες·
Τμήμα IV - Δικαστήριο
94. αποφασίζει να δημιουργήσει 29 νέες θέσεις από τις 39 που ζητήθηκαν, κυρίως λόγω της μεγάλης αύξηση του αριθμού των υποθέσεων και του αντίστοιχου φόρτου εργασίας που οδηγεί σε πρόσθετη ζήτηση γλωσσομαθών νομικών και μετάφρασης (24 θέσεις έχουν αυτό ακριβώς το αντικείμενο) και περιορισμένο αριθμό άλλων αιτιολογημένων αυξήσεων·
95. επισημαίνει ότι κατά την ανάγνωσή του, το Συμβούλιο περιέκοψε πιστώσεις της συγκεκριμένης θέσης με τρόπο που δεν συμβιβάζεται με το υψηλό ποσοστό κάλυψης των θέσεων που πέτυχε το Δικαστήριο το 2009 και κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2010· αποφάσισε, επομένως, η περικοπή κατά 3 % που επέβαλε το Συμβούλιο (η οποία ισοδυναμεί με αύξηση του ποσοστού κατ' αποκοπή μείωσης από 2,5 % σε 5,5 %) πρέπει να μειωθεί στο 1 %, προκειμένου να καλυφθούν οι απαρέγκλιτες ανάγκες του οργανογράμματος και να μπορέσει το Δικαστήριο να επιτελέσει σωστά το έργο του·
96. λαμβάνει συμβιβαστική θέση σε διάφορα κονδύλια δαπανών υποστήριξης, χορηγώντας περισσότερα από το Συμβούλιο αλλά λιγότερα από το σχέδιο προϋπολογισμού· εξαιρεί ορισμένες δαπάνες στον τομέα της ΤΟ, όπου, σύμφωνα με τις συστάσεις του εξωτερικού ελέγχου, σε δύο θέσεις παραμένει το πλήρες ποσό·
Τμήμα V - Ελεγκτικό Συνέδριο
97. επισημαίνει ότι το σχέδιο προϋπολογισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου τροποποιήθηκε μόνο οριακά από το Συμβούλιο, και ότι σε γενικές γραμμές τα επίπεδα που προέκυψαν είναι αποδεκτά· επισημαίνει ότι, μετά την αύξηση κατά 32 θέσεις ελεγκτών την τελευταία διετία, δεν ζητήθηκε άλλο προσωπικό, αν και είχε προγραμματιστεί αρχικά, σε ένδειξη αυτοσυγκράτησης·
98. εκφράζει την ικανοποίησή του για τη συστηματική δέσμευση του Συνεδρίου όσον αφορά τη μείωση των διοικητικών εξόδων υποστήριξης και τη διεξαγωγή εσωτερικών δημοσιονομικών ελέγχων· επιθυμεί να διερευνήσει περαιτέρω, σε ποιο βαθμό τα άλλα θεσμικά όργανα μπορούν να αξιοποιούν την εμπειρογνωμοσύνη του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο συγκεκριμένο τομέα·
Τμήμα VI - Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή
99. αποφασίζει να προτείνει την ακόλουθη συμβιβαστική λύση σχετικά με τις νέες θέσεις που έχουν ζητηθεί στο πλαίσιο της εφαρμογής της Συνθήκης της Λισαβόνας, σύμφωνα με την πρόταση που υπέβαλε το καλοκαίρι η Ισπανική Προεδρία, η οποία συνίσταται στη δημιουργία 11 νέων θέσεων για την αντιμετώπιση των αυξημένων ποιοτικών και ποσοτικών αναγκών: 6 AD5, 3 θέσεις εκτάκτων AD9 και 2 AST3·
100. επισημαίνει ότι οι θέσεις αυτές χρειάζονται, μεταξύ άλλων, για να αυξηθεί η ικανότητα της ΟΚΕ στους τομείς του συμβουλευτικού έργου, του προγραμματισμού και των σχέσεων με την κοινωνία των πολιτών, αποτελούν δε αποδεκτό συμβιβασμό μεταξύ των αρχικών αιτημάτων της ΟΚΕ και του σχεδίου προϋπολογισμού του Συμβουλίου·
101. αφού έλαβε υπόψη τα τρέχοντα ποσοστά κενών θέσεων και μετά από ακρόαση της επιτροπής για το θέμα, αποφασίζει γραμμική περικοπή των μισθών κατά 4,5 %, αντί 5,5 % που προτείνει το Συμβούλιο, προκειμένου να μην εμποδιστεί η κάλυψη των κενών θέσεων·
102. υπογραμμίζει την ανάγκη να εφαρμοστεί χωρίς καθυστέρηση η απόφαση της επιτροπής να επιστρέφει στα μέλη της τα έξοδα μετακινήσεων με βάση το πραγματικό κόστος του ναύλου και να καταργήσει το σύστημα των κατ' αποκοπή αποζημιώσεων, που είναι σήμερα δυνατόν· εκφράζει κατ' αρχήν την ικανοποίησή του για την απόφαση αυτή, έχει διαθέσει τις πιστώσεις που χρειάζονται για τη συγκεκριμένη αλλαγή του συστήματος και θα συνεχίσει να παρακολουθεί το θέμα·
103. είναι σύμφωνο με περιορισμένο αριθμό αυξήσεων σε σύγκριση με την ανάγνωση του Συμβουλίου, πάντα με εξοικονόμηση στο ΣΠ, όσον αφορά διάφορες θέσεις δαπανών υποστήριξης·
Τμήμα VII - Επιτροπή των Περιφερειών
104. αποφασίζει να προτείνει την ακόλουθη συμβιβαστική λύση σχετικά με τις νέες θέσεις που έχουν ζητηθεί στο πλαίσιο της εφαρμογής της Συνθήκης της Λισαβόνας, σύμφωνα με την πρόταση που υπέβαλε το καλοκαίρι η Ισπανική Προεδρία, η οποία συνίσταται στη δημιουργία 18 νέων θέσεων για την αντιμετώπιση των αυξημένων ποιοτικών και ποσοτικών αναγκών: 2 AD9, 5 AD7, 7AD5, 2 AST3 και 2 AST1·
105. επισημαίνει ότι οι θέσεις αυτές προορίζονται, μεταξύ άλλων, για την ενίσχυση της ικανότητας της επιτροπής στους τομείς της επικουρικότητας, της εδαφικής συνοχής, της αξιολόγησης αντίκτυπου, του συμβουλευτικού έργου και της διεύρυνσης της διαπεριφερειακής δραστηριότητας·
106. αποφασίζει να επιφέρει κατ' αποκοπή μείωση σε ποσοστό 5 %, αφού ακούσει τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών σχετικά με τα επίπεδα προσλήψεων και τα ποσοστά κενών θέσεων·
107. λαμβάνει συμβιβαστική θέση μεταξύ των αιτημάτων της επιτροπής και των περικοπών του Συμβουλίου στα διάφορα κονδύλια δαπανών·
Τμήμα VIII - Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής
108. θεωρεί το ΣΠ του θεσμικού αυτού οργάνου ικανοποιητικό σε γενικές γραμμές και επισημαίνει ότι το Συμβούλιο του επέφερε ελάχιστες αλλαγές·
109. υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι έχει αντίθετη άποψη από το Συμβούλιο σχετικά με τη δημιουργία μιας θέσης έκτακτου υπαλλήλου, η οποία δεν έχει δημοσιονομική επίπτωση δεδομένου ότι σήμερα δαπανάται το ίδιο ποσό σε συμβάσεις, και για τούτο αποφασίζει να την εγκρίνει·
Τμήμα IX - Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων
110. λαμβάνοντας υπόψη το συνδυασμένο φόρτο εργασίας του συγκεκριμένου θεσμικού οργάνου, που οφείλεται τόσο σε υπάρχουσες παλαιότερες υποχρεώσεις όσο και στις νέες υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Συνθήκη της Λισαβόνας και έχει ως αποτέλεσμα αύξηση της διαβούλευσης στο πλαίσιο της προετοιμασίας νομοθετικών μέτρων, με αντίκτυπο στην προστασία των δεδομένων, αποφάσισε τη δημιουργία δύο νέων θέσεων για το 2011 (1 AD6 και 1 AD9)·
111. έχοντας υιοθετήσει περιοριστική στάση στις αυξήσεις που ζητούνται σε άλλες γραμμές, ζητεί από τον Επόπτη να διαχειριστεί τις συγκεκριμένες ανάγκες εσωτερικά, με τον υπάρχοντα προϋπολογισμό·
o o o
112. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και την Επιτροπή καθώς και στα λοιπά ενδιαφερόμενα θεσμικά και άλλα όργανα.
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20ής Οκτωβρίου 2010 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την τροποποίηση της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (COM(2008)0637 – C6-0340/2008 – 2008/0193(COD))
– έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2008)0637),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 251 παράγραφος 2 και τα άρθρα 137 παράγραφος 2 και 141 παράγραφος 3 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0340/2008),
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τίτλο «Συνέπειες της έναρξης ισχύος της συνθήκης της Λισαβόνας στις τρέχουσες διοργανικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων» (COM(2009)0665),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 294 παράγραφος 3, τα άρθρα 153 παράγραφος 2, και 157 παράγραφος 3, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
– έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της 13ης Μαΐου 2009(1),
– αφού ζήτησε τη γνώμη της Επιτροπής Περιφερειών,
– έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων σχετικά με την προτεινόμενη νομική βάση,
– έχοντας υπόψη τα άρθρα 37, 55 και 175 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την πρώτη έκθεση της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων (A6-0267/2009),
– έχοντας υπόψη τη δεύτερη έκθεση της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων (A7-0032/2010),
1. εγκρίνει τη θέση σε πρώτη ανάγνωση όπως παρατίθεται κατωτέρω·
2. ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·
3. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.
Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 20 Οκτωβρίου 2010 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2010/…/ΕE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένωνκαι για τη θέσπιση μέτρων προς υποστήριξη των εργαζομένων στην εξισορρόπηση της εργασιακής και οικογενειακής ζωής
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως τα άρθρα 153 παράγραφος 2, και 157 παράγραφος 3,
έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(2),
αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,
Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία(3),
Εκτιμώντας τα εξής:
(1) Το άρθρο 153 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣλΕΕ) προβλέπει ότι, για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 151 της ΣλΕΕ, η Ένωση υποστηρίζει και συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών όσον αφορά τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων και όσον αφορά την εξασφάλιση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών ως προς τις ευκαιρίες στην αγορά εργασίας και τη μεταχείριση στην εργασία.
(2) Το άρθρο 157 της ΣλΕΕ προβλέπει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, θεσπίζει μέτρα με τα οποία εξασφαλίζεται η εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης.
(3) Δεδομένου ότι η παρούσα οδηγία δεν ασχολείται μόνο με την υγεία και την ασφάλεια των εγκύων ή λεχώνων ή γαλουχουσών εργαζομένων αλλά, επίσης, με εγγενή ζητήματα ίσης μεταχείρισης, όπως με το δικαίωμα επιστροφής στην ίδια ή ανάλογη θέση εργασίας και τους κανόνες περί απόλυσης και δικαιωμάτων απασχόλησης ή περί καλύτερης οικονομικής στήριξης κατά την άδεια, ο συνδυασμός των άρθρων 153 και 157 της ΣλΕΕ αποτελεί τη νομική βάση της παρούσας οδηγίας.
(4) Η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών αποτελεί θεμελιώδη αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα άρθρα 21 και 23 του Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγορεύουν οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου και απαιτούν την εξασφάλιση ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών σε όλους τους τομείς, περιλαμβανομένης της επίτευξης ισορροπίας μεταξύ εργασιακής και οικογενειακής ζωής.
(5) Σύμφωνα με το άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, μία από τις ουσιαστικές αποστολές της Ένωσης είναι η προαγωγή της ισότητας. Παρομοίως, σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΣλΕΕ, η Ένωση επιδιώκει να εξαλειφθούν οι ανισότητες και να προαχθεί η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών σε όλες τις δραστηριότητές της.
(6)Με την απόφασή του της 26ης Φεβρουαρίου 2008 στην υπόθεση C-506/06, Mayr κατά Flöckner(4), το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έκρινε ότι άμεση διάκριση λόγω φύλου υφίσταται όταν εργαζόμενη περιέρχεται σε μειονεκτική θέση λόγω απουσίας που έχει σχέση με την εξωσωματική γονιμοποίηση.
(7)Το δικαίωμα της γυναίκας που έχει λάβει άδεια μητρότητας να επιστρέφει, μετά το πέρας της άδειας αυτής, στην εργασία της ή σε ισοδύναμη θέση καθορίζεται στο άρθρο 15 της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Ιουλίου 2006 σχετικά με την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης(5).
(8) Η οδηγία 92/85/ΕΟΚτου Συμβουλίου(6) εισάγει μέτρα που αποβλέπουν στη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων.
(9)Οι στόχοι που εξαγγέλθηκαν με τα συμπεράσματα της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Βαρκελώνης, στις 15 και 16 Μαρτίου 2002, ορίζουν ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να άρουν τα αντικίνητρα για τη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας και να παρέχουν έως το 2010 βρεφονηπιακή μέριμνα για το 90% των παιδιών μεταξύ της ηλικίας των τριών ετών και της ηλικίας υποχρεωτικής σχολικής φοίτησης και για το 33% τουλάχιστον των παιδιών ηλικίας κάτω των τριών ετών, τόσο στις πόλεις όσο και στις αγροτικές περιοχές.
(10)Η σύσταση του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας της 16ης Απριλίου 2002, σχετικά με την ολοκληρωμένη στρατηγική για τη διατροφή του βρέφους και του παιδιού, που εγκρίθηκε με το ψήφισμα αριθ. 55.25 της 55ης Παγκόσμιας Συνέλευσης Υγείας, αναφέρει ότι ο αποκλειστικός μητρικός θηλασμός κατά τους έξι πρώτους μήνες της ζωής του παιδιού εξασφαλίζει βέλτιστη ανάπτυξη και εξέλιξη. Με βάση το εν λόγω ψήφισμα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνουν τη χορήγηση αδείας με σκοπό την εκπλήρωση του στόχου αυτού.
(11) Μία από τις έξι προτεραιότητες που περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2006, με τίτλο «Χάρτης πορείας για την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών 2006-2010» είναι η επίτευξη καλύτερης ισορροπίας μεταξύ επαγγελματικού και ιδιωτικού και οικογενειακού βίου. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή ανέλαβε να επανεξετάσει την υφιστάμενη νομοθεσία σε θέματα ισότητας των φύλων με σκοπό να την εκσυγχρονίσει, όπου χρειάζεται. Η Επιτροπή εξήγγειλε επίσης ότι, για τη βελτίωση της διακυβέρνησης σε θέματα ισότητας των φύλων, σκοπεύει «να αναθεωρήσει την υπάρχουσα νομοθεσία για την ισότητα των φύλων στην ΕΕ που δεν περιλαμβάνεται στην αναδιατύπωση του 2005 με σκοπό την ενημέρωση, τον εκσυγχρονισμό και την αναδιατύπωση, αν χρειαστεί». Η οδηγία 92/85/ΕΟΚ δεν συμπεριλήφθηκε στις εργασίες αναδιατύπωσης.
(12) Με την ανακοίνωσή της, της 2ας Ιουλίου 2008, με τίτλο «Ανανεωμένη κοινωνική ατζέντα: ευκαιρίες, πρόσβαση και αλληλεγγύη στην Ευρώπη του 21ου αιώνα», η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι είναι ανάγκη να βελτιωθεί ο συνδυασμός επαγγελματικού και ιδιωτικού βίου.
(13)Όλοι οι γονείς έχουν δικαίωμα να φροντίζουν τα παιδιά τους.
(14)Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας όσον αφορά την άδεια μητρότητας δεν θα πρέπει να έρχονται σε αντίθεση προς τις λοιπές ρυθμίσεις των κρατών μελών όσον αφορά τη γονική άδεια και η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να υπονομεύει τις εν λόγω ρυθμίσεις. Η άδεια μητρότητας, η άδεια πατρότητας και η γονική άδεια είναι συμπληρωματικές και, όταν χρησιμοποιούνται συνδυασμένα, μπορούν να προσφέρουν καλύτερη ισορροπία μεταξύ εργασιακής και οικογενειακής ζωής.
(15)Η εργαζόμενη που έχει υιοθετήσει παιδί θα πρέπει να έχει τα ίδια δικαιώματα με τον βιολογικό γονέα και να μπορεί να παίρνει άδεια μητρότητας υπό τους ίδιους όρους.
(16) Η εύθραυστη υγεία της εγκύου, γαλουχούσας ή λεχώνας εργαζόμενης καθιστά αναγκαίο να τους παρέχεται δικαίωμα άδειας μητρότητας τουλάχιστον 20 συναπτών εβδομάδων, που κατανέμονται πριν ή/και μετά τον τοκετό, και υποχρεωτική άδεια μητρότητας τουλάχιστον έξι εβδομάδων, χορηγούμενων μετά τον τοκετό.
(17)Η φροντίδα παιδιών με αναπηρία συνιστά ιδιαίτερη πρόκληση για τις εργαζόμενες μητέρες που θα πρέπει να αναγνωρίζεται από την κοινωνία. Η εξαιρετικά ευάλωτη κατάσταση των εργαζομένων μητέρων που μεγαλώνουν παιδιά με αναπηρία απαιτεί τη χορήγηση πρόσθετης άδειας μητρότητας της οποίας η ελάχιστη διάρκεια θα πρέπει να καθορίζεται με την οδηγία.
(18)Προκειμένου η προβλεπόμενη σε εθνικό επίπεδο άδεια για οικογενειακούς λόγους να θεωρηθεί άδεια μητρότητας κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να επεκταθεί πέραν των χρονικών διαστημάτων που προβλέπονται με την οδηγία 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1996, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για τη γονική άδεια, που συνήφθη από την UNICE, τη CEEP και τη CES(7)· θα πρέπει επίσης να αποζημιώνεται όπως προβλέπει η παρούσα οδηγία και θα πρέπει να ισχύουν οι εγγυήσεις που ορίζονται με την παρούσα οδηγία σχετικά με την απόλυση, την επιστροφή στην ίδια εργασία ή σε αντίστοιχη θέση, καθώς και με τις διακρίσεις.
(19) Το Δικαστήριο αναγνωρίζει παγίως ως θεμιτή, όσον αφορά την αρχή της ίσης μεταχείρισης, την προστασία της βιολογικής κατάστασης της γυναίκας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και ύστερα από αυτήν. Επιπλέον, αποφαίνεται παγίως ότι κάθε δυσμενής μεταχείριση των γυναικών που συνδέεται με την εγκυμοσύνη ή τη μητρότητα συνιστά άμεση διάκριση λόγω φύλου.
(20) Βάσει της αρχής της ίσης μεταχείρισης, το Δικαστήριο έχει επίσης αναγνωρίσει την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων των γυναικών και, ιδίως, το δικαίωμά τους να επιστρέφουν στην ίδια ή ανάλογη θέση εργασίας υπό όρους που δεν είναι λιγότεροι ευνοϊκοί, καθώς και το δικαίωμα να επωφελούνται από κάθε βελτίωση που έγινε στις εργασιακές συνθήκες κατά την απουσία τους.
(21)'Ισοδύναμη' θέση θα πρέπει να σημαίνει ότι η θέση είναι ίδια με την προηγούμενη θέση, όσον αφορά τόσο το μισθό όσο και τα ασκούμενα καθήκοντα ή όταν τούτο είναι αδύνατο, παρόμοια θέση που αντιστοιχεί στα προσόντα της εργαζόμενης και στον καταβαλλόμενο μισθό.
(22)Λόγω των δημογραφικών τάσεων στην Ένωση, είναι αναγκαίο να προωθηθεί η αύξηση του ρυθμού γεννήσεων με ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις και μέτρα για τον αποτελεσματικότερο συνδυασμό εργασιακής, ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.
(23) Συνεπώς, οι γυναίκες πρέπει να προστατεύονται από τις διακρίσεις λόγω εγκυμοσύνης ή άδειας μητρότητας και να διαθέτουν τα κατάλληλα μέσα έννομης προστασίας, προκειμένου να διαφυλάσσονται τα δικαιώματά τους για αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας και καλύτερο συνδυασμό οικογενειακής και εργασιακής ζωής.
(24)Με το ψήφισμα του Συμβουλίου και των Υπουργών απασχόλησης και κοινωνικής πολιτικής συνελθόντων στο πλαίσιο του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, σχετικά με την ισόρροπη συμμετοχή γυναικών και ανδρών στην επαγγελματική και οικογενειακή ζωή(8), τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να προβούν σε εκτίμηση της δυνατότητας, για τα αντίστοιχα νομικά συστήματα, να αναγνωρίσουν στους άνδρες εργαζομένους ατομικό και μη μεταβιβάσιμο δικαίωμα άδειας πατρότητας, χωρίς να θίγονται τα εργασιακά τους δικαιώματα.
(25)Προκειμένου να βοηθηθούν οι εργαζόμενοι στον συγκερασμό της επαγγελματικής με την οικογενειακή τους ζωή, είναι σημαντικό να ληφθούν μέτρα για τη χρονική παράταση της άδειας μητρότητας και πατρότητας, περιλαμβανομένης της περίπτωσης υιοθεσίας παιδιών ηλικίας κάτω των 12 μηνών. Οι εργαζόμενοι που έχουν υιοθετήσει παιδιά ηλικίας κάτω των 12 μηνών θα πρέπει να έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους βιολογικούς γονείς και να μπορούν να λαμβάνουν άδεια μητρότητας και πατρότητας βάσει των ίδιων όρων που ισχύουν γι' αυτούς.
(26)Προκειμένου να βοηθηθούν οι εργαζόμενοι στον συγκερασμό της επαγγελματικής με την οικογενειακή τους ζωή, και για να υπάρχει πραγματική ισότητα ανδρών και γυναικών, είναι σημαντικό να λαμβάνουν οι άνδρες αμειβόμενη άδεια πατρότητας η οποία να χορηγείται βάσει αντιστοίχων όρων – εξαιρουμένης της διάρκειας - με εκείνους που ισχύουν για την άδεια μητρότητας, ώστε να δημιουργηθούν σταδιακά οι αναγκαίες προϋποθέσεις. Το δικαίωμα αυτό θα πρέπει να δοθεί επίσης στα ανύπανδρα ζευγάρια. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να προβούν σε εκτίμηση της δυνατότητας, σύμφωνα με τα αντίστοιχα νομικά τους συστήματα, αναγνώρισης στους άνδρες εργαζομένους ατομικού και μη μεταβιβάσιμου δικαιώματος άδειας πατρότητας χωρίς να θίγονται τα εργασιακά τους δικαιώματα.
(27)Δεδομένων του φαινομένου της γήρανσης του πληθυσμού στην Ένωση και της ανακοίνωσης της Επιτροπής της 12ης Οκτωβρίου 2006 με τίτλο «Το δημογραφικό μέλλον της Ευρώπης, μετατροπή μιας πρόκλησης σε ευκαιρία», θα πρέπει να εξασφαλισθούν όλες οι προϋποθέσεις για την ουσιαστική προστασία της μητρότητας και της πατρότητας.
(28)Η Πράσινη Βίβλος της Επιτροπής «Μπροστά στις δημογραφικές αλλαγές: μία νέα αλληλεγγύη μεταξύ γενεών» αναφέρεται στο γεγονός ότι τα κράτη μέλη έχουν χαμηλούς δείκτες γονιμότητας οι οποίοι είναι ανεπαρκείς για την ανανέωση του πληθυσμού. Χρειάζονται, συνεπώς, μέτρα για τη βελτίωση των συνθηκών στο χώρο εργασίας για τις εργαζόμενες πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την εγκυμοσύνη. Συνιστάται να ακολουθηθούν οι καλύτερες πρακτικές των κρατών μελών με υψηλούς δείκτες γονιμότητας, οι οποίες να διασφαλίζουν τη συνεχιζόμενη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας.
(29)Με τα συμπεράσματα του Συμβουλίου για την απασχόληση, κοινωνική πολιτική, υγεία και καταναλωτές (EPSCO) του Δεκεμβρίου 2007, σχετικά με την ισόρροπη συμμετοχή γυναικών και ανδρών στην επαγγελματική ζωή, στην ανάπτυξη και στην κοινωνική συνοχή, το Συμβούλιο αναγνώρισε ότι τα μέτρα για το συνδυασμό εργασιακής και οικογενειακής και ιδιωτικής ζωής είναι θεμελιώδους σημασίας για να εξασφαλισθεί η ισότητα ανδρών και γυναικών στην αγορά εργασίας.
(30) Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις διατάξεις της οδηγίας 2002/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, για την τροποποίηση της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας(9), όπως αναδιατυπώθηκε με την οδηγία 2006/54/ΕΚ.
(31) Η προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εγκύων, των λεχώνων και των γαλουχουσών εργαζομένων πρέπει να είναι εγγυημένη και να μην θίγει τις αρχές που περιέχονται στις οδηγίες περί ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών.
(32) Για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα της προστασίας των εγκύων, των λεχώνων και των γαλουχουσών εργαζομένων, οι κανόνες για το βάρος της απόδειξης πρέπει να προσαρμοστούν όταν υπάρχουν εκ πρώτης όψεως στοιχεία για παράβαση των δικαιωμάτων που παρέχονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Γα την αποτελεσματικότερη άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων, το βάρος της απόδειξης πρέπει να βαρύνει τον εναγόμενο, όταν προσκομίζονται στοιχεία για τέτοιου είδους παραβάσεις.
(33)Οι διατάξεις περί αδείας μητρότητας θα έχουν πρόσφορα αποτελέσματα εάν δεν συνοδεύονται από τη διατήρηση όλων των δικαιωμάτων σχετιζομένων με τη σύμβαση εργασίας και τη διατήρηση της πλήρους αμοιβής και το ευεργέτημα ισοδυνάμου επιδόματος.
(34) Η αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης απαιτεί κατάλληλη δικαστική προστασία έναντι αντιποίνων.
(35) Τα κράτη μέλη πρέπει να προβλέπουν ουσιαστικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία.
(36)Τα κράτη μέλη προτρέπονται να ενσωματώσουν στα εθνικά νομικά συστήματά τους μέτρα που θα εξασφαλίζουν την πραγματική και αποτελεσματική αντιστάθμιση ή αποζημίωση – ό,τι θεωρούν κατά περίπτωση κατάλληλο – για κάθε βλάβη που προκαλείται σε εργαζόμενο λόγω παραβίασης των υποχρεώσεων που επιβάλλονται με την παρούσα οδηγία, κατά τρόπο αποτρεπτικό, αποτελεσματικό και ανάλογο της βλάβης που έχει προκληθεί.
(37) Η πείρα δείχνει ότι η προστασία έναντι παραβάσεων των δικαιωμάτων που εγγυάται η παρούσα οδηγία θα ενισχυθεί εάν παραχωρηθεί στους φορείς ισότητας σε κάθε κράτος μέλος η αρμοδιότητα για την ανάλυση των σχετικών προβλημάτων, την εξέταση πιθανών λύσεων και την παροχή συγκεκριμένης βοήθειας στα θύματα διακρίσεων. Συνεπώς, πρέπει να προστεθεί μια διάταξη για το σκοπό αυτό στην παρούσα οδηγία.
(38)Τα θύματα διακρίσεων θα πρέπει να διαθέτουν τα κατάλληλα μέσα νομικής προστασίας. Για να είναι αποτελεσματικότερη η προστασία, οι ενώσεις, οργανώσεις και λοιποί νόμιμοι φορείς θα πρέπει να είναι σε θέση να συμμετέχουν σε δίκες, με τον τρόπο που κρίνουν κατάλληλο τα κράτη μέλη, εκ μέρους ή για την υποστήριξη των θυμάτων τέτοιων διακρίσεων, με την επιφύλαξη των εθνικών κανονισμών όσον αφορά την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση ενώπιον των δικαστηρίων.
(39)Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνουν και να προάγουν την ενεργή συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, προκειμένου να εξασφαλίσουν καλύτερη πληροφόρηση των ενδιαφερομένων, και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Μέσα από την ενθάρρυνση του διαλόγου με τους προαναφερόμενους φορείς θα μπορέσουν τα κράτη μέλη να αποκτήσουν πληρέστερη γνώση και αντίληψη σχετικά με την ουσιαστική εφαρμογή της οδηγίας καθώς και με πιθανά προβλήματα που μπορεί να προκύψουν, με στόχο την πάταξη των διακρίσεων.
(40) Η παρούσα οδηγία καθορίζει κατ' ελάχιστον απαιτήσεις, αφήνοντας στα κράτη μέλη τη δυνατότητα θέσπισης ή διατήρησης ευνοϊκότερων διατάξεων. Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να χρησιμεύσει ως δικαιολογία για ενδεχόμενη οπισθοδρόμηση σε σχέση με την σημερινή κατάσταση στα κράτη μέλη, ιδίως στις εθνικές νομοθεσίες, οι οποίες, με το συνδυασμό της γονικής άδειας και της άδειας μητρότητας, παρέχουν το δικαίωμα στη μητέρα για τουλάχιστον 20 εβδομάδες άδειας που χορηγείται πριν και/ή μετά τον τοκετό και αμείβεται τουλάχιστον στο επίπεδο που προβλέπει η παρούσα οδηγία.
(41)Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνουν το διάλογο μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και με τις μη κυβερνητικές οργανώσεις προκειμένου να λαμβάνουν γνώση των διαφόρων μορφών διακρίσεων και να τις καταπολεμούν.
(42) Δεδομένου ότι οι στόχοι των προτεινόμενων ενεργειών, συγκεκριμένα η βελτίωση της προστασίας που παρέχεται στις εγκύους, στις λεχώνες και στις γαλουχούσες εργαζόμενες και η βελτίωση της αποτελεσματικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη λόγω των διαφορετικών επιπέδων προστασίας που ισχύουν σε αυτά, και μπορεί, κατά συνέπεια, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να θεσπίζει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των εν λόγω στόχων,
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
Άρθρο 1
Η οδηγία 92/85/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:
1)Στο πρώτο άρθρο παρεμβάλλεται η εξής παράγραφος:"
1α.Η παρούσα οδηγία έχει επίσης ως στόχο να βελτιώσει για τις εγκύους ή τις λεχώνες εργαζόμενες τις συνθήκες παραμονής τους ή επιστροφής τους στην αγορά εργασίας και να διασφαλίσει καλύτερο συνδυασμό της εργασιακής με την ιδιωτική και οικογενειακή τους ζωή.
"
2)Το άρθρο 2 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:"
Άρθρο 2
Ορισμοί
Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:
α)
έγκυος εργαζομένη, κάθε εργαζόμενη, με οιασδήποτε μορφής σύμβαση εργασίας, περιλαμβανομένης της οικιακής εργασίας, που είναι έγκυος και έχει πληροφορήσει τον εργοδότη της για την κατάστασή της, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή/και πρακτική·
β)
λεχώνα εργαζομένη, κάθε εργαζόμενη που διανύει το στάδιο της λοχείας κατά την έννοια της εθνικής νομοθεσίας ή/και πρακτικής και έχει πληροφορήσει τον εργοδότη της για την κατάστασή της, σύμφωνα με την ανωτέρω νομοθεσία ή/και πρακτική· για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοείται επίσης η εργαζόμενη που πρόσφατα υιοθέτησε παιδί·
γ)
γαλουχούσα εργαζομένη, κάθε εργαζόμενη, με οιασδήποτε μορφής σύμβαση εργασίας περιλαμβανομένης της οικιακής εργασίας, που διανύει το στάδιο της γαλουχίας κατά την έννοια της εθνικής νομοθεσίας ή/και πρακτικής και έχει πληροφορήσει τον εργοδότη της για την κατάστασή της, σύμφωνα με την ανωτέρω νομοθεσία ή/και πρακτική.
"
3)Το άρθρο 3 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:"
Άρθρο 3
Κατευθυντήριες γραμμές
1.Η Επιτροπή, συνεννοούμενη με τα κράτη μέλη και επικουρούμενη από τη συμβουλευτική επιτροπή για την ασφάλεια, την υγιεινή και την προστασία της υγείας στον τόπο εργασίας, χαράζει τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εκτίμηση των χημικών, φυσικών ή βιολογικών παραγόντων καθώς και των βιομηχανικών μεθόδων παραγωγής που θεωρείται ότι ενέχουν κίνδυνο για την αναπαραγωγική υγεία των εργαζόμενων ανδρών και γυναικών και για την ασφάλεια ή την υγεία των εργαζομένων γυναικών κατά την έννοια του άρθρου 2. Οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές επανεξετάζονται και, αρχής γενομένης από το 2012, προσαρμόζονται στα πρόσφατα δεδομένα ανά πενταετία τουλάχιστον.
Οι κατά το πρώτο εδάφιο κατευθυντήριες γραμμές αφορούν επίσης και τις κινήσεις και θέσεις του σώματος, την πνευματική και φυσική κόπωση και τις άλλες φυσικές και πνευματικές καταπονήσεις που συνδέονται με τη δραστηριότητα των εργαζομένων γυναικών κατά την έννοια του άρθρου 2.
2.Οι κατά την παράγραφο 1 κατευθυντήριες γραμμές έχουν στόχο να χρησιμεύσουν ως οδηγός για την κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1 αξιολόγηση.
Προς τούτο, τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις κατευθυντήριες αυτές γραμμές στους εργοδότες και στους άνδρες και γυναίκες εργαζομένους ή/και στους εκπροσώπους τους, καθώς και στους κοινωνικούς εταίρους, στο οικείο κράτος μέλος.
"
4)Το άρθρο 4 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:"
Άρθρο 4
Αξιολόγηση, ενημέρωση και διαβούλευση
1.Στην αξιολόγηση κινδύνου που πραγματοποιείται σύμφωνα με την οδηγία 89/391/ΕΟΚ, ο εργοδότης ενσωματώνει αξιολόγηση των κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι, άνδρες και γυναίκες, ως προς την αναπαραγωγή. Όσον αφορά οιαδήποτε δραστηριότητα που ενδέχεται να εγκλείει συγκεκριμένο κίνδυνο έκθεσης στους παράγοντες, τις μεθόδους παραγωγής ή τις συνθήκες εργασίας, που περιλαμβάνονται στο μη εξαντλητικό κατάλογο του παραρτήματος Ι, πρέπει να αξιολογείται, από τον εργοδότη, η φύση, ο βαθμός και η διάρκεια της έκθεσης των εργαζόμενων γυναικών κατά την έννοια του άρθρου 2 και των εργαζόμενων γυναικών που ενδέχεται να βρίσκονται σε μία από τις καταστάσεις που σημειώνονται στο άρθρο 2, στη συγκεκριμένη επιχείρηση ή/και εγκατάσταση, είτε άμεσα είτε έμμεσα, μέσω των υπηρεσιών προστασίας και πρόληψης που προβλέπονται στο άρθρο 7 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ, προκειμένου:
–
να εκτιμηθεί κάθε κίνδυνος που απειλεί την ασφάλεια ή την υγεία καθώς και κάθε αντίκτυπος στην εγκυμοσύνη ή γαλουχία των εργαζομένων γυναικών κατά την έννοια του άρθρου 2 της παρούσας οδηγίας και των εργαζόμενων γυναικών που ενδέχεται να βρίσκονται σε μία από τις καταστάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 2 της παρούσας οδηγίας,
–
να καθορισθούν τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν.
2.Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 10 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ, στην συγκεκριμένη επιχείρηση ή/και εγκατάσταση, οι εργαζόμενες γυναίκες κατά την έννοια του άρθρου 2 της παρούσας οδηγίας και οι εργαζόμενες γυναίκες που ενδέχεται να βρεθούν σε μία από τις καταστάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 2 της παρούσας οδηγίας ή/και οι εκπρόσωποί τους, καθώς και οι οικείοι κοινωνικοί εταίροι ενημερώνονται σχετικά με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 καθώς και σχετικά με κάθε μέτρο που αφορά την ασφάλεια και την υγεία κατά την εργασία.
3.Λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλιστεί ότι οι εργαζόμενοι ή/και οι εκπρόσωποί τους στη συγκεκριμένη επιχείρηση ή/και εγκατάσταση μπορούν να παρακολουθούν την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας ή να παρεμβαίνουν κατά την εφαρμογή της, ιδίως όσον αφορά τα μέτρα που αποφασίζονται από τον εργοδότη και τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο 1, με την επιφύλαξη της ευθύνης του εργοδότη για την έγκριση των εν λόγω μέτρων.
4.Η διαβούλευση με τους εργαζομένους και η συμμετοχή των εργαζομένων ή/και των εκπροσώπων τους σε θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 11 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ.
"
5)Στο άρθρο 5 οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το εξής κείμενο:"
2.Εάν η προσαρμογή των συνθηκών εργασίας ή/και του χρόνου εργασίας είναι τεχνικά ή/και αντικειμενικά αδύνατη, ο εργοδότης λαμβάνει τα μέτρα που απαιτούνται ώστε να εξασφαλίσει για την εν λόγω εργαζομένη αλλαγή θέσης.
3.Εάν η αλλαγή θέσης είναι τεχνικά ή/και αντικειμενικά αδύνατη η εν λόγω εργαζομένη απαλλάσσεται από την εργασία, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές, επί όλο το διάστημα που χρειάζεται για την προστασία της ασφάλειας ή της υγείας της.
"
6)Στο άρθρο 6 προστίθεται το εξής σημείο:"
3.Επιπροσθέτως, δεν απαιτείται από τις εγκύους να εκτελούν καθήκοντα όπως μεταφορά και άρση βαρέων αντικειμένων ή καθήκοντα που είναι επικίνδυνα ή εξαντλητικά ή επιβλαβή για την υγεία.
"
7)Το άρθρο 7 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:"
Άρθρο 7
Νυκτερινή εργασία και υπερωρίες
1.Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που απαιτούνται προκειμένου οι εργαζόμενες κατά την έννοια του άρθρου 2 να μην υποχρεούνται να εκτελούν νυκτερινή εργασία ή υπερωρίες:
α)
στη διάρκεια των δέκα εβδομάδων που προηγούνται της αναμενόμενης ημερομηνίας τοκετού·
β)
κατά τη διάρκεια του υπολοίπου της εγκυμοσύνης εφόσον είναι απαραίτητο για την υγεία της μητέρας ή του εμβρύου·
γ)
κατά τη διάρκεια ολόκληρης της περιόδου γαλουχίας.
2.Τα μέτρα κατά την παράγραφο 1 πρέπει να περιλαμβάνουν τη δυνατότητα, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές:
α)
μετακίνησης σε συμβατό ωράριο εργασίας ημέρας ή
β)
απαλλαγής από την εργασία ή παράτασης της άδειας μητρότητας, εφόσον αυτή η μετακίνηση είναι τεχνικά ή/και αντικειμενικά αδύνατη.
3.Οι εργαζόμενες που επιθυμούν να εξαιρεθούν από τη νυκτερινή εργασία, σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζουν τα κράτη μέλη, ενημερώνουν τον εργοδότη τους και υποβάλλουν ιατρικό πιστοποιητικό, στην περίπτωση στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 1 στοιχείο β).
4.Σε περίπτωση μονογονεϊκών οικογενειών και γονέων με παιδιά με βαριά αναπηρία, οι περίοδοι στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 1 μπορούν να παρατείνονται σύμφωνα με τις διαδικασίες που καθορίζουν τα κράτη μέλη.
"
8) Το άρθρο 8 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:"
Άρθρο 8
Άδεια μητρότητας
1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που απαιτούνται προκειμένου οι εργαζόμενες κατά την έννοια του άρθρου 2 να δικαιούνται άδεια μητρότητας διαρκείας 20 συναπτών εβδομάδων τουλάχιστον, που κατανέμονται πριν ή/και μετά τον τοκετό.
2.Όσον αφορά τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες της περιόδου στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 1, το καθεστώς άδειας για οικογενειακούς λόγους που υπάρχει σε εθνικό επίπεδο μπορεί να θεωρηθεί άδεια μητρότητας για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, υπό τον όρο ότι παρέχει γενική προστασία στις εργαζόμενες, κατά την έννοια του άρθρου 2, σε επίπεδο ισοδύναμο με το επίπεδο προστασίας που καθιερώνει η παρούσα οδηγία. Στην περίπτωση αυτή, η συνολική περίοδος άδειας πρέπει να υπερβαίνει την περίοδο της γονικής άδειας που προβλέπει η οδηγία 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1996, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για τη γονική άδεια, που συνήφθη από την UNICE, τη CEEP και τη CES*.
Η αμοιβή για τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες της άδειας μητρότητας δεν είναι χαμηλότερη από το επίδομα του άρθρου 11 παράγραφος 5 ή, εναλλακτικά, μπορεί να είναι ο μέσος όρος της αμοιβής για τις 20 εβδομάδες άδειας μητρότητας, η οποία ισούται τουλάχιστον με το 75% του τελευταίου μηνιαίου μισθού ή του μέσου μηνιαίου μισθού όπως ορίζεται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, με την επιφύλαξη τυχόν ανωτάτου ορίου που προβλέπει η εθνική νομοθεσία. Τα κράτη μέλη δύνανται να καθορίζουν τις περιόδους βάσει των οποίων υπολογίζονται οι μέσοι μηνιαίοι μισθοί.
Όταν κράτος μέλος προβλέπει περίοδο πλήρως αμειβόμενης άδειας μητρότητας τουλάχιστον 18 εβδομάδων, το κράτος αυτό μπορεί να αποφασίσει ότι οι 2 τελευταίες εβδομάδες καλύπτονται μέσω άδειας πατρότητας που ισχύει σε εθνικό επίπεδο με το ίδιο επίπεδο αμοιβής.
3. Η άδεια μητρότητας που προβλέπεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει υποχρεωτική πλήρως αμειβόμενη άδεια μητρότητας έξι τουλάχιστον εβδομάδων μετά τον τοκετό, με την επιφύλαξη των υφισταμένων εθνικών νομοθετικών διατάξεων που προβλέπουν περίοδο υποχρεωτικής άδειας μητρότητας πριν από τον τοκετό. Η υποχρεωτική άδεια μητρότητας έξι εβδομάδων ισχύει για όλες τις εργαζόμενες ανεξάρτητα από τον αριθμό των δεδουλευμένων ημερών εργασίας πριν από τον τοκετό. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι οι εργαζόμενες κατά την έννοια του άρθρου 2 έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν ελεύθερα το χρόνο κατά τον οποίο θα λάβουν το μη υποχρεωτικό τμήμα της άδειας μητρότητας, πριν ή μετά τον τοκετό, με την επιφύλαξη των υφισταμένων εθνικών νομοθετικών διατάξεων και/ή πρακτικών, που προβλέπουν ανώτατο αριθμό εβδομάδων πριν από τον τοκετό.
4.Την περίοδο αυτή αδείας μπορούν να μοιράζονται μητέρα και πατέρας, σύμφωνα με τη νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους μετά από συμφωνία και αίτημα του ζεύγους.
5.Προς το συμφέρον της προστασίας της υγείας της μητέρας και του παιδιού τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν ότι οι εργαζόμενες μπορούν να αποφασίσουν ελεύθερα και χωρίς πίεση εάν θα κάνουν χρήση της μη υποχρεωτικής άδειας μητρότητας πριν από τον τοκετό.
6.Η εργαζόμενη πρέπει να δηλώσει την περίοδο που έχει επιλέξει για το μη υποχρεωτικό τμήμα της άδειας μητρότητας το αργότερο ένα μήνα πριν από την έναρξη της άδειας αυτής.
7.Σε περίπτωση πολλαπλού τοκετού, η υποχρεωτική περίοδος άδειας μητρότητας κατά την παράγραφο 3 αυξάνεται κατά ένα μήνα ανά επιπλέον βρέφος σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.
8. Το τμήμα της αδείας προ τοκετού παρατείνεται κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της αναμενόμενης και της πραγματικής ημερομηνίας του τοκετού, χωρίς να μειωθεί το υπολειπόμενο τμήμα της άδειας.
9. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι σε περίπτωση πρόωρου τοκετού, νοσηλείας νεογνού, γέννησης νεογνού με αναπηρίες, μητέρας με αναπηρίες, και πολλαπλού τοκετού χορηγείται πρόσθετη άδεια με πλήρεις αποδοχές. Η διάρκεια της πρόσθετης άδειας πρέπει να είναι αναλογική και να εξυπηρετεί τις ειδικές ανάγκες μητέρας και τέκνου/τέκνων. Η συνολική περίοδος της αδείας μητρότητας θα πρέπει να εκτείνεται κατά οκτώ τουλάχιστον εβδομάδες μετά τη γέννηση σε περίπτωση γέννησης ανάπηρου παιδιού. Τα κράτη μέλη πρέπει επίσης να διασφαλίζουν πρόσθετη περίοδο αδείας έξι εβδομάδων στις περιπτώσεις γέννησης νεκρού παιδιού.
10. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τυχόν αναρρωτική άδεια, λόγω ασθενείας ή επιπλοκών που σχετίζονται με την εγκυμοσύνη, που χορηγείται τέσσερις εβδομάδες ή περισσότερο πριν από τον τοκετό, δεν έχει επίπτωση στη διάρκεια της άδειας μητρότητας.
11.Τα κράτη μέλη προστατεύουν τα δικαιώματα της μητέρας και του πατέρα διασφαλίζοντας ότι υπάρχουν ειδικές συνθήκες εργασίας, έτσι ώστε να βοηθούνται οι γονείς των παιδιών με αναπηρίες.
12.Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την αναγνώριση της μεταγεννητικής κατάθλιψης ως σοβαρής ασθένειας και υποστηρίζουν τη διεξαγωγή εκστρατειών ενημέρωσης που έχουν ως στόχο την διάδοση ορθών πληροφοριών σε σχέση με την ασθένεια και την αντιμετώπιση των προκαταλήψεων και του ενδεχομένου στιγματισμού που εξακολουθεί ενίοτε να επιφέρει.
____________________
* ΕΕ L 145, 19.6.1996, σ. 4.
"
9)Παρεμβάλλονται τα εξής άρθρα:"
Άρθρο 8α
Άδεια πατρότητας
1.Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν ότι οι εργαζόμενοι, των οποίων η σύντροφος ζωής έχει πρόσφατα γεννήσει, να δικαιούνται συνεχή περίοδο πλήρως αμειβόμενης και μη μεταβιβάσιμης άδειας πατρότητας διάρκειας τουλάχιστον δύο εβδομάδων, η οποία λαμβάνεται μετά τον τοκετό της συζύγου/συντρόφου τους κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας.
Τα κράτη μέλη που δεν έχουν ήδη εισαγάγει μη μεταβιβάσιμη πλήρως αμειβόμενη άδεια πατρότητας με βάση όρους αντίστοιχους με εκείνους της άδειας μητρότητας, εξαιρουμένης της διάρκειας, η οποία θα λαμβάνεται κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας σε υποχρεωτική βάση για συνεχές χρονικό διάστημα διαρκείας τουλάχιστον δύο εβδομάδων μετά τον τοκετό της συζύγου/συντρόφου του εργαζόμενου, ενθαρρύνονται μετ' επιτάσεως να το πράξουν με σκοπό να προωθήσουν την ίση συμμετοχή και των δύο γονέων στην εξισορρόπηση οικογενειακών δικαιωμάτων και ευθυνών.
2.Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν ότι οι εργαζόμενοι, των οποίων η σύντροφος ζωής έχει πρόσφατα γεννήσει, δικαιούνται να λαμβάνουν ειδική άδεια που περιλαμβάνει το μη χρησιμοποιηθέν τμήμα της άδειας μητρότητας σε περίπτωση θανάτου ή φυσικής αδυναμίας της μητέρας.
Άρθρο 8β
Άδεια υιοθεσίας
Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι οι διατάξεις της εν λόγω οδηγίας σχετικά με την άδεια μητρότητας και την άδεια πατρότητας ισχύουν επίσης σε περίπτωση υιοθεσίας παιδιών ηλικίας κάτω των 12 μηνών.
"
10) Το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:"
Άρθρο 10
Απαγόρευση απόλυσης
Προκειμένου να εξασφαλισθεί στις εργαζόμενες, κατά την έννοια του άρθρου 2, η άσκηση των δικαιωμάτων τους για την προστασία της υγείας και της ασφάλειάς τους, όπως αυτά αναγνωρίζονται στο παρόν άρθρο, προβλέπεται ότι:
1)
Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που απαιτούνται προκειμένου να απαγορευτεί η απόλυση και οποιαδήποτε προετοιμασία για την απόλυση των εργαζομένων γυναικών, κατά την έννοια του άρθρου 2, επί διάστημα εκτεινόμενο από την αρχή της εγκυμοσύνης τους ως τουλάχιστον έξι εβδομάδες από το τέλος της άδειας μητρότητας που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις οι οποίες δεν συνδέονται με την κατάστασή τους και οι οποίες γίνονται δεκτές από τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές και, ενδεχομένως, εφόσον το εγκρίνει η αρμόδια αρχή.
2)
Εφόσον απολυθεί εργαζόμενη, κατά την έννοια του άρθρου 2, εντός του χρονικού διαστήματος που προβλέπεται στο σημείο 1, ο εργοδότης πρέπει να δικαιολογήσει δεόντως την απόλυση γραπτώς. ▌
3)
Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να προστατευτούν οι εργαζόμενες, κατά την έννοια του άρθρου 2, από τις επιπτώσεις απόλυσης η οποία είναι παράνομη δυνάμει των σημείων 1 και 2.
4)
Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την απαγόρευση των διακρίσεων κατά των εγκύων στην αγορά εργασίας με τη δημιουργία ίσων ευκαιριών πρόσληψης, εφόσον πληρούν όλες τις απαιτήσεις για τη θέση που ζητούν.
5)
Λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση εργαζομένης λόγω εγκυμοσύνης ή άδειας μητρότητας κατά την έννοια του άρθρου 8 της παρούσας οδηγίας συνιστά διάκριση κατά την έννοια της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης*.
6)
Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι εργαζόμενοι να απολαύουν, κατά τη διάρκεια της άδειας πατρότητας/συν-μητρότητας, της ίδιας προστασίας έναντι της απόλυσης με αυτή που παρέχει το σημείο 1 στους εργαζόμενους κατά την έννοια του άρθρου 2.
7)
Τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να εγκρίνουν μέτρα που διασφαλίζουν ότι μια εργαζόμενη δύναται να επιλέξει να εργαστεί με μερική απασχόληση για περίοδο που δεν υπερβαίνει το ένα έτος, με απόλυτη προστασία έναντι του ενδεχόμενου απόλυσης και με πλήρη δικαιώματα όσον αφορά την ανάκτηση της θέσης πλήρους απασχόλησης και της αμοιβής της μετά τη λήξη της εν λόγω περιόδου.
________________________
* ΕΕ L 204, 26.7.2006, σ. 23.
"
11) Το άρθρο 11 αντικαθίσταται ως εξής:"
Άρθρο 11
Δικαιώματα συναφή προς τη σύμβαση εργασίας
Προκειμένου να διασφαλισθεί στις εργαζόμενες εγκύους, κατά την έννοια του άρθρου 2, η άσκηση των δικαιωμάτων προστασίας της ασφάλειας και της υγείας της, τα οποία αναγνωρίζονται στο παρόν άρθρο, προβλέπονται τα ακόλουθα:
1)
στις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 5, 6 και 7, τα δικαιώματα που σχετίζονται με τη σύμβαση εργασίας, περιλαμβανομένης της διατήρησης αμοιβής ή/και του ευεργετήματος ισοδυνάμου επιδόματος των εργαζομένων γυναικών κατά την έννοια του άρθρου 2, πρέπει να εξασφαλίζονται σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές·
2)
η εργαζόμενη, κατά την έννοια του άρθρου 2, που αποκλείεται από την εργασία της από τον εργοδότη που δεν την θεωρεί κατάλληλη για εργασία χωρίς να έχουν προσκομιστεί ιατρικά στοιχεία από την εργαζομένη, μπορεί με δική της πρωτοβουλία να συμβουλεύεται γιατρό. Εάν ο γιατρός πιστοποιεί την καταλληλότητα της γυναίκας για εργασία, είτε ο εργοδότης πρέπει να εξακολουθήσει να την απασχολεί όπως και πριν είτε η γυναίκα λαμβάνει αμοιβή ίση με τον πλήρη μισθό της έως την έναρξη της άδειας μητρότητας κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 3·
3)τα κράτη μέλη πρέπει να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για τη διαφύλαξη της υγείας και της ασφάλειας των εγκύων εργαζομένων, όσον αφορά τις εργονομικές συνθήκες, τον χρόνο εργασίας (συμπεριλαμβανομένης της νυκτερινής εργασίας και της αλλαγής εργασίας) και την ένταση της εργασίας, καθώς και την αυξημένη προστασία έναντι ειδικών μολυσματικών παραγόντων και της ιοντίζουσας ακτινοβολίας·
4)στην περίπτωση του άρθρου 8, πρέπει να εξασφαλίζονται:
α)
τα δικαιώματα που σχετίζονται με τη σύμβαση εργασίας των εργαζομένων γυναικών κατά την έννοια του άρθρου 2, εκτός από τα δικαιώματα που αναφέρονται στο κατωτέρων στοιχείο β)·
β)
η διατήρηση αμοιβής ή/και το ευεργέτημα ισοδυνάμου επιδόματος στις εργαζόμενες κατά την έννοια του άρθρου 2·
γ)το δικαίωμα των εργαζομένων σε άδεια μητρότητας να λαμβάνουν αυτομάτως κάθε μισθολογική αύξηση, κατά περίπτωση, χωρίς να πρέπει να διακόψουν προσωρινά την άδεια μητρότητας προκειμένου να επωφεληθούν της μισθολογικής αυξήσεως·
δ)
το δικαίωμα των εργαζομένων, κατά την έννοια του άρθρου 2, να επιστρέφουν στις θέσεις εργασίας τους ή σε ανάλογες θέσεις υπό όρους και συνθήκες που δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί γι' αυτές, με την ίδια αμοιβή, στην ίδια επαγγελματική κατηγορία και καθήκοντα που είχαν πριν από την περίοδο άδειας μητρότητας, και να επωφελούνται από τυχόν βελτιώσεις στις συνθήκες εργασίας από τις οποίες θα επωφελούνταν κατά την απουσία τους· και σε εξαιρετικές περιπτώσεις αναδιάρθρωσης ή ριζικής αναδιοργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας, εξασφαλίζεται στην εργαζόμενη η ευκαιρία να συζητήσει με τον εργοδότη τις επιπτώσεις αυτών των αλλαγών στην επαγγελματική της κατάσταση και, έμμεσα, στην προσωπική της κατάσταση·
ε)
τη διατήρηση για τις εργαζόμενες κατά την έννοια του άρθρου 2 ευκαιριών επαγγελματικής εξέλιξης μέσω της εκπαίδευσης παράλληλα με τη συνεχιζόμενη επαγγελματική και συμπληρωματική κατάρτιση ενόψει της παγίωσης των προοπτικών σταδιοδρομίας τους·
στ)
η περίοδος της άδειας μητρότητας δεν πρέπει να επηρεάζει τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των εργαζόμενων και πρέπει να υπολογίζεται ως συντάξιμος χρόνος για τους σκοπούς της συνταξιοδότησης και οι εργαζόμενες δεν πρέπει να υφίστανται μείωση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τους εξαιτίας της άδειας μητρότητας·
5)
το επίδομα κατά το σημείο 4 στοιχείο β) θεωρείται ισοδύναμο εφόσον εγγυάται εισόδημα ισοδύναμο με τον τελευταίο μηνιαίο μισθό ή μέσο όρο μηνιαίου μισθού. Οι εργαζόμενες σε άδεια μητρότητας λαμβάνουν πλήρη μισθό και το επίδομα είναι το 100% του τελευταίου μηνιαίου μισθού ή του μέσου μηνιαίου μισθού. Τα κράτη μέλη δύνανται να καθορίζουν την περίοδο βάσει της οποίας υπολογίζεται ο μέσος όρος του μηνιαίου μισθού·
6)το επίδομα που λαμβάνουν οι εργαζόμενες κατά την έννοια του άρθρου 2 δεν είναι χαμηλότερο από το επίδομα που λαμβάνουν οι εργαζόμενες κατά την έννοια του άρθρου 2 σε περίπτωση διακοπής της δραστηριότητας για λόγους που συνδέονται με την υγεία των εργαζομένων·
7)
τα κράτη μέλη διασφαλίζουν το δικαίωμα των εργαζομένων σε άδεια μητρότητας να λαμβάνουν αυτομάτως κάθε μισθολογική αύξηση, κατά περίπτωση, χωρίς να πρέπει να διακόψουν προσωρινά την άδεια μητρότητας προκειμένου να επωφεληθούν της μισθολογικής αυξήσεως·
8)
τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι οι εργαζόμενες, κατά την έννοια του άρθρου 2, δύνανται, κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας ή όταν επιστρέφουν από την άδεια μητρότητας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8, να ζητούν αλλαγές του ωραρίου και των μορφών εργασίας τους, και ότι οι εργοδότες είναι υποχρεωμένοι να εξετάζουν το αίτημα αυτό, λαμβανομένων υπόψη των αναγκών των εργοδοτών και των εργαζομένων·
9)τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να ενθαρρύνουν τους εργοδότες και να προωθήσουν το διάλογο μεταξύ των κοινωνικών εταίρων για να προσφέρουν βοήθεια για την επαγγελματική επανένταξη και την εκπαίδευση των εργαζομένων που επιστρέφουν στην εργασία μετά την άδεια μητρότητας, εφόσον απαιτείται και/ή ζητείται από τους εργαζόμενους και σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία·
10)ο εργοδότης διασφαλίζει ότι το ωράριο εργασίας των εγκύων λαμβάνει υπόψη την ανάγκη τακτικών και έκτακτων προληπτικών ιατρικών εξετάσεων·
11)τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν τους εργοδότες να δημιουργήσουν νηπιακούς σταθμούς για τα παιδιά εργαζομένων κάτω των τριών ετών.
"
12)Παρεμβάλλονται τα εξής άρθρα:"
Άρθρο 11α
Απουσία για γαλουχία
1.Η μητέρα που θηλάζει το παιδί της δικαιούται αδείας για το σκοπό αυτό, η οποία λαμβάνεται σε δύο διακριτές περιόδους, μέγιστης διάρκειας μιας ώρας η κάθε μία, εκτός αν έχει συμφωνηθεί άλλη ρύθμιση με τον εργοδότη, χωρίς να χάνει κανένα από τα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την απασχόλησή της.
2.Σε περίπτωση πολλαπλής γέννησης, η άδεια που προβλέπεται στην παράγραφο 1 αυξάνεται κατά τριάντα λεπτά ανά επιπλέον βρέφος.
3.Σε περίπτωση εργασίας μερικής απασχόλησης, η άδεια κατά την παράγραφο 1 μειώνεται κατ' αναλογίαν προς τον κανονικό χρόνο εργασίας, αλλά δεν είναι μικρότερη από τριάντα λεπτά.
4.Στην περίπτωση που προβλέπεται στην παράγραφο 3, η άδεια λαμβάνεται για περίοδο που δεν υπερβαίνει τη μία ώρα και, ενδεχομένως, δεύτερη περίοδο για την κάλυψη της υπολειπόμενης διάρκειας, εκτός αν έχει συμφωνηθεί άλλη ρύθμιση με τον εργοδότη.
Άρθρο 11β
Πρόληψη των διακρίσεων και ενσωμάτωση της διάστασης της ισότητας των δύο φύλων
Τα κράτη μέλη, σύμφωνα με την εθνική τους παράδοση και πρακτική, λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να ενισχύσουν το διάλογο μεταξύ των κοινωνικών εταίρων σε κατάλληλα επίπεδα, με στόχο τη θέσπιση αποτελεσματικών μέτρων για την παρεμπόδιση των διακρίσεων κατά των γυναικών λόγω αδείας εγκυμοσύνης, μητρότητας ή υιοθεσίας.
Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν τους εργοδότες, με συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές, να λάβουν αποτελεσματικά μέτρα για την πρόληψη των διακρίσεων εις βάρος των γυναικών λόγω εγκυμοσύνης, μητρότητας ή άδειας υιοθεσίας.
Τα κράτη μέλη λαμβάνουν ενεργά υπόψη τον στόχο της ισότητας ανδρών και γυναικών κατά την κατάρτιση και την εφαρμογή νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων, πολιτικών και δράσεων στους τομείς που διέπει η παρούσα οδηγία.
"
▌
13) Παρεμβάλλονται τα εξής άρθρα:"
Άρθρο 12α
Προστασία έναντι αντιποίνων
Τα κράτη μέλη εισάγουν στην έννομη τάξη τους τα αναγκαία μέτρα για την προστασία προσώπων, περιλαμβανομένων των μαρτύρων, από τυχόν δυσμενή μεταχείριση ή δυσμενή συνέπεια που υφίσταται λόγω καταγγελίας ή διαδικασίας τις οποίες έχουν κινήσει με σκοπό να εξασφαλίσουν συμμόρφωση με τα δικαιώματα που παρέχει η παρούσα οδηγία.
Άρθρο 12β
Κυρώσεις
Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την επιβολή των κυρώσεων αυτών. Οι κυρώσεις μπορούν να περιλαμβάνουν την καταβολή αποζημίωσης ▌και πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.
Άρθρο 12γ
Φορείς ισότητας
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο φορέας ή οι φορείς που ορίζονται στο άρθρο 20 της οδηγίας 2006/54/ΕΚ για την προώθηση, την ανάλυση, την παρακολούθηση και την υποστήριξη της ίσης μεταχείρισης όλων των προσώπων, χωρίς διακρίσεις λόγω φύλου, είναι αρμόδιοι για θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, όταν τα ζητήματα αυτά αφορούν κατά κύριο λόγο την ίση μεταχείριση και όχι μόνο την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων.
"
Άρθρο 2
1. Τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν ή να διατηρούν διατάξεις που είναι ευνοϊκότερες για τις εργαζόμενες από αυτές που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.
2.Τα κράτη μέλη μπορούν να εγκρίνουν προληπτικά μέτρα και μέτρα παρακολούθησης για την προστασία και την ασφάλεια των εγκύων εργαζομένων και των λεχώνων στο χώρο εργασίας.
3. Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν συνιστά σε καμία περίπτωση λόγο για τη μείωση των επιπέδων προστασίας στους τομείς που καλύπτει η παρούσα οδηγία.
4.Οι διατάξεις που θεσπίζονται με την παρούσα οδηγία ενσωματώνονται στο κείμενο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας στα κράτη μέλη.
Άρθρο 3
1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο έως τις …(10). Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών και των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.
2. Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.
Άρθρο 4
1. Τα κράτη μέλη και οι εθνικοί φορείς ισότητας ανακοινώνουν στην Επιτροπή, το αργότερο έως ...(11) και εν συνεχεία ανά τριετία, όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες ώστε η Επιτροπή να συντάξει έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ, όπως αυτή τροποποιείται με την παρούσα οδηγία.
2. Η έκθεση της Επιτροπής λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις των κοινωνικών εταίρων και των οικείων μη κυβερνητικών οργανώσεων. Σύμφωνα με την αρχή της ενσωμάτωσης της διάστασης της ισότητας των δύο φύλων, η έκθεση περιέχει, μεταξύ άλλων, αξιολόγηση των επιπτώσεων που έχουν τα ληφθέντα μέτρα στους άνδρες και τις γυναίκες. Περιλαμβάνει επίσης μελέτη αντικτύπου που αναλύει τις κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες που θα είχε στην Ένωση στο σύνολό της η περαιτέρω αύξηση της διάρκειας της άδειας μητρότητας και η εφαρμογή της άδειας πατρότητας. Με βάση τα λαμβανόμενα στοιχεία, η εν λόγω έκθεση περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, προτάσεις για την επανεξέταση και την προσαρμογή στα πρόσφατα δεδομένα της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ, όπως αυτή τροποποιείται με την παρούσα οδηγία.
Άρθρο 5
Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20ής Οκτωβρίου 2010 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές (αναδιατύπωση) (COM(2009)0126 – C7-0044/2009 – 2009/0054(COD))
– έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2009)0126),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C7-0044/2009),
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τίτλο «Συνέπειες της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας στις τρέχουσες διοργανικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων» (COM(2009)0665),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 294, παράγραφος 3, και το άρθρο 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
– έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 2009(1),
– έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία της 28ης Νοεμβρίου 2001 σχετικά με μία πιο διαρθρωμένη προσφυγή στην τεχνική της αναδιατύπωσης των νομικών πράξεων(2),
– έχοντας υπόψη την από 18 Μαΐου 2010 επιστολή της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων προς την Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 3 του Κανονισμού,
– έχοντας υπόψη τη δέσμευση του εκπροσώπου του Συμβουλίου με επιστολή της 29ης Σεπτεμβρίου 2010, να εγκρίνει τη θέση του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 294, παράγραφος 4, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
– έχοντας υπόψη τα άρθρα 87 και 55 του Κανονισμού,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας (A7-0136/2010),
Α. εκτιμώντας ότι, σύμφωνα με την συμβουλευτική ομάδα των νομικών υπηρεσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, η εν λόγω πρόταση δεν περιέχει καμία ουσιαστική τροποποίηση πλην εκείνων που προσδιορίζονται ως τοιαύτες στην ως άνω πρόταση και στη γνώμη της συμβουλευτικής ομάδας εργασίας και ότι, όσον αφορά την κωδικοποίηση των αμετάβλητων διατάξεων των προηγούμενων πράξεων μαζί με τις τροποποιήσεις αυτές, η πρόταση περιορίζεται απλώς και μόνο σε κωδικοποίηση των υφισταμένων πράξεων, χωρίς τροποποίηση της ουσίας τους,
1. εγκρίνει θέση του σε πρώτη ανάγνωση όπως παρατίθεται κατωτέρω, λαμβάνοντας υπόψη τις συστάσεις της συμβουλευτικής ομάδας των νομικών υπηρεσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής·
2. ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·
3. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.
Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 20 Οκτωβρίου 2010 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2011/…/ΕE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές (αναδιατύπωση)
(Καθώς έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η θέση του Κοινοβουλίου αντιστοιχεί στην τελική νομοθετική πράξη, οδηγία 2011/7/ΕΕ.)
Ρόλος ενός ελάχιστου εισοδήματος για την καταπολέμηση της φτώχειας και την προώθηση μιας ανεκτικής κοινωνίας στην Ευρώπη
347k
147k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20ής Οκτωβρίου 2010 σχετικά με τον ρόλο ενός ελάχιστου εισοδήματος για την καταπολέμηση της φτώχειας και την προώθηση ανεκτικής κοινωνίας στην Ευρώπη (2010/2039(INI))
– έχοντας υπόψη τα άρθρα 4, 9, 14, 19, 151 και 153 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
– έχοντας υπόψη τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών (CEDAW) που εγκρίθηκε το 1979,
– έχοντας υπόψη την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του 1948, η οποία επιβεβαιώθηκε εκ νέου κατά την παγκόσμια διάσκεψη για τα ανθρώπινα δικαιώματα το 1993, και ειδικότερα τα άρθρα 3, 16, 18, 23, 25, 26 και 29 αυτής,
– έχοντας υπόψη το Διεθνές Σύμφωνο των Ηνωμένων Εθνών για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα του 1966,
– έχοντας υπόψη τους αναπτυξιακούς στόχους της Χιλιετίας των Ηνωμένων Εθνών του 2000, ειδικότερα δε την εξάλειψη της ακραίας φτώχειας και της πείνας (πρώτος στόχος), την επίτευξη καθολικής βασικής εκπαίδευσης (δεύτερος στόχος) και την ισότητα ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών (τρίτος στόχος),
– έχοντας υπόψη τις συμβάσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ) αριθ. 26 και 131 σχετικά με τον καθορισμό ελάχιστων αμοιβών και αριθ. 29 και 105 σχετικά με την κατάργηση της αναγκαστικής εργασίας,
– έχοντας υπόψη το Παγκόσμιο Σύμφωνο Απασχόλησης της ΔΟΕ,
– έχοντας υπόψη τα προγράμματα δράσης των Ηνωμένων Εθνών και της ΔΟΕ για την αξιοπρεπή εργασία,
– έχοντας υπόψη τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, ειδικότερα δε τις διατάξεις αυτού σχετικά με τα κοινωνικά δικαιώματα,
– έχοντας υπόψη τα άρθρα 34, 35 και 36 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ορίζουν συγκεκριμένα το δικαίωμα στην κοινωνική αρωγή και στη στέγαση, σε υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου και σε πρόσβαση στις υπηρεσίες γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της ΔΟΕ με τίτλο «Παγκόσμια συμμαχία κατά της καταναγκαστικής εργασίας. Παγκόσμια έκθεση βάσει της συνέχειας που δόθηκε στη Διακήρυξη της ΔΟΕ σχετικά με τις θεμελιώδεις αρχές και τα δικαιώματα στην εργασία. Έκθεση του Γενικού Διευθυντή, 2005»,
– έχοντας υπόψη τη σύσταση 92/441/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουνίου 1992, σχετικά με τα κοινά κριτήρια που αφορούν την επάρκεια πόρων και παροχών στα συστήματα κοινωνικής προστασίας (σύσταση σχετικά με το ελάχιστο εισόδημα)(1),
– έχοντας υπόψη τη σύσταση 92/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 27ης Ιουλίου 1992 για τη σύγκλιση των στόχων και των πολιτικών κοινωνικής προστασίας(2),
– έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Συμβουλίου «Απασχόληση, Κοινωνική Πολιτική, Υγεία και Καταναλωτές» της 2916ης συνόδου του στις 16 και 17 Δεκεμβρίου 2008(3),
– έχοντας υπόψη την απόφαση αριθ. 1098/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Οκτωβρίου 2008 σχετικά με το Ευρωπαϊκό Έτος για την Καταπολέμηση της Φτώχειας και του Κοινωνικού Αποκλεισμού (2010)(4),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 6ης Σεπτεμβρίου 2006 σχετικά με το ευρωπαϊκό κοινωνικό πρότυπο για το μέλλον(5),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 9ης Οκτωβρίου 2008 σχετικά με την προώθηση της κοινωνικής ένταξης και την καταπολέμηση της φτώχειας, συμπεριλαμβανομένης της παιδικής φτώχειας, στην Ευρωπαϊκή Ένωση(6), και την έκθεση της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων καθώς και την γνωμοδότηση της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων (A6-0364/2008),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 6ης Μαΐου 2009 σχετικά με την ανανεωμένη κοινωνική ατζέντα(7),
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 3ης Οκτωβρίου 2008 για την ενεργητική ένταξη των αποκλεισμένων από την αγορά εργασίας ατόμων, και το ψήφισμά του της 6ης Μαΐου 2009 για την ενεργητική ένταξη των αποκλεισμένων από την αγορά εργασίας ατόμων(8),
– έχοντας υπόψη τη γραπτή του δήλωση αριθ. 0111/2007 της 22ας Απριλίου 2008 σχετικά με την εξάλειψη του προβλήματος των αστέγων που ζουν στο δρόμο(9),
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 3ης Μαρτίου 2010 με τίτλο «Ευρώπη 2020: στρατηγική για έξυπνη, διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη» (COM(2010)2020),
– έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής της 27ης Απριλίου 2010 για απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις πολιτικές απασχόλησης των κρατών μελών (COM(2010)0193),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων (A7-0233/2010),
A. λαμβάνοντας υπόψη ότι η κοινωνική ατζέντα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2005-2010 σημείωσε πρόοδο με τον ορισμό του 2010 ως «Ευρωπαϊκού Έτους για την Καταπολέμηση της Φτώχειας και του Κοινωνικού Αποκλεισμού» με δεδηλωμένο στόχο την επιβεβαίωση και την ενίσχυση της αρχικής πολιτικής δέσμευσης της ΕΕ, στο ξεκίνημα της στρατηγικής της Λισαβόνας, προκειμένου να δοθεί «αποφασιστική ώθηση στην εξάλειψη της φτώχειας»,
B. λαμβάνοντας υπόψη ότι η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός αποτελούν παραβιάσεις της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και ότι κεντρικός στόχος των συστημάτων ενίσχυσης του εισοδήματος πρέπει να είναι η έξοδος των ανθρώπων από τη φτώχεια και η παροχή σε αυτούς του δικαιώματος να ζουν με αξιοπρέπεια,
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, παρά την οικονομική ευημερία και όλες τις δηλώσεις σχετικά με τη μείωση της φτώχειας, επιδεινώθηκαν οι κοινωνικές ανισότητες και ότι, στα τέλη του 2008, το 17 % του πληθυσμού (δηλαδή περίπου 85 εκατομμύρια άτομα), ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας, ακόμη και μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις(10), ενώ το 2005 το ποσοστό αυτό ήταν 16 % και το 2000 ήταν 15 % στην ΕΕ των 15,
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το ποσοστό κινδύνου φτώχειας είναι μεγαλύτερο για τα παιδιά και τους νέους ηλικίας μέχρι 17 ετών από ό,τι για το σύνολο του πληθυσμού, δεδομένου ότι το 2008 έφθανε το 20 % στην ΕΕ των 27, ενώ το υψηλότερο ποσοστό ήταν 33 %,
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ηλικιωμένοι εκτίθενται, επίσης, σε υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας σε σύγκριση με τον ευρύτερο πληθυσμό· ότι το ποσοστό κινδύνου φτώχειας των ατόμων ηλικίας 65 ετών ή άνω ήταν 19 % στην ΕΕ των 27 το 2008, ενώ το ποσοστό αυτό ανήρχετο στο 19 % το 2005 και στο 17 % το 2000,
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα σταθερά υψηλά επίπεδα επισφαλούς εργασίας και χαμηλών μισθών σε ορισμένους κλάδους οδηγούν σε υψηλά επίπεδα στασιμότητας του ποσοστού των εργαζομένων που απειλούνται με τον κίνδυνο της φτώχειας, ότι το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τον πληθυσμό που είχε απασχόληση ήταν της τάξεως του 8 % κατά μέσο όρο στην ΕΕ των 27 το 2008, ενώ το 2005, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 8 % και, το 2000 ήταν 7 % για την ΕΕ των 15,
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, στη σύσταση 92/441/ΕΟΚ της 24ης Ιουνίου 1992, το Συμβούλιο συνιστά στα κράτη μέλη να αναγνωρίσουν το βασικό δικαίωμα κάθε ανθρώπου να διαθέτει κοινωνική ασφάλιση και επαρκείς πόρους για να ζει αξιοπρεπώς· ότι, στη σύσταση 92/442/ΕΟΚ της 27ης Ιουλίου 1992, το Συμβούλιο συνιστά στα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ένα επίπεδο εισοδήματος που επιτρέπει στο άτομο να ζει αξιοπρεπώς, και ότι, στα συμπεράσματα της 17ης Δεκεμβρίου 1999, το Συμβούλιο ενέκρινε την προώθηση της κοινωνικής ενσωμάτωσης ως έναν από τους στόχους για τον εκσυγχρονισμό και τη βελτίωση της κοινωνικής προστασίας,
Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού που απειλείται από την φτώχεια, λόγω της ανεργίας, του μη επιμερισμού των ευθυνών παροχής φροντίδας, της επισφαλούς και ανεπαρκώς αμειβόμενης εργασίας, των μισθολογικών διακρίσεων και των χαμηλότερων επιδομάτων και συντάξεων,
Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο κίνδυνος ακραίας φτώχειας είναι μεγαλύτερος για τις γυναίκες από ό,τι για τους άνδρες, και η εμμένουσα τάση προς την εκθήλυνση της φτώχειας στις ευρωπαϊκές κοινωνίες καταδεικνύει ότι το ισχύον πλαίσιο των συστημάτων κοινωνικής προστασίας και το ευρύ πεδίο κοινωνικών και οικονομικών πολιτικών, καθώς και πολιτικών απασχόλησης στην Ένωση δεν έχουν σχεδιαστεί για να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των γυναικών ή να λαμβάνουν υπόψη τους τις ιδιαίτερες διαφορές στην εργασία των γυναικών· λαμβάνοντας υπόψη ότι η φτώχεια μεταξύ των γυναικών και ο κοινωνικός τους αποκλεισμός στην Ευρώπη απαιτούν συγκεκριμένες, πολλαπλές και ειδικές πολιτικές παρεμβάσεις για κάθε φύλο,
Ι. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο κίνδυνος ακραίας φτώχειας είναι μεγαλύτερος για τις γυναίκες από ό,τι για τους άνδρες, μεγάλης κυρίως ηλικίας, διότι τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης βασίζονται συχνά στην αρχή της συνεχούς μισθωτής επαγγελματικής σταδιοδρομίας, ότι το εξατομικευμένο δικαίωμα ενός ελάχιστου εισοδήματος που αποτρέπει τον κίνδυνο φτώχειας δεν θα πρέπει να εξαρτάται από εισφορές που σχετίζονται με την απασχόληση,
ΙΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η ανεργία των νέων έχει ανέλθει σε πρωτοφανή επίπεδα, φτάνοντας το 21,4 % στην ΕΕ, και κυμαίνεται από 7,6 % στις Κάτω Χώρες έως 44,5 % στην Ισπανία και 43,8 % στη Λετονία, και ότι οι περίοδοι μαθητείας και άσκησης που προτείνονται στους νέους είναι συχνά μη αμειβόμενες ή ανεπαρκώς αμειβόμενες,
ΙΒ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ένας στους πέντε νέους ηλικίας κάτω των 25 ετών στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι χωρίς απασχόληση, ενώ οι εργαζόμενοι ηλικίας άνω των 55 ετών είναι οι ευρωπαίοι πολίτες που πλήττονται περισσότερο από την ανεργία και αυτοί που πρέπει να αντιμετωπίσουν το ιδιαίτερο και σοβαρό πρόβλημα της μείωσης των ευκαιριών να βρουν μια θέση εργασίας σε αυτήν την ηλικία,
ΙΓ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση οδήγησε σε συρρίκνωση της προσφοράς θέσεων εργασίας, με τις εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για περισσότερες από 5 εκατομμύρια απολεσθείσες θέσεις εργασίας από τον Σεπτέμβριο του 2008, και για αύξηση της ανασφάλειας,
ΙΔ. λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν υπάρχουν επίσημα ευρωπαϊκά στοιχεία σχετικά με τις καταστάσεις ακραίας φτώχειας, όπως είναι η περίπτωση των αστέγων, και, ως εκ τούτου, καθίσταται δύσκολη η παρακολούθηση των σημερινών τάσεων,
ΙΕ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ευρωπαϊκό Έτος για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού πρέπει να αποτελέσει μια ευκαιρία για την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης σε σχέση με τη φτώχεια και τον συνδεόμενο με αυτήν κοινωνικό αποκλεισμό, και την βελτίωση της πολιτικής ανταπόκρισης για την αντιμετώπιση αυτού του αποκλεισμού, και να προωθήσει την ενεργό ένταξη, επαρκές εισόδημα, την πρόσβαση σε ποιοτικές υπηρεσίες και υποστηρικτικές προσεγγίσεις στην αξιοπρεπή εργασία, πράγμα που απαιτεί μια δίκαιη ανακατανομή του πλούτου και προϋποθέτει μέτρα και πολιτικές που να διασφαλίζουν αποτελεσματική οικονομική και κοινωνική συνοχή, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και μεταξύ των ευρωπαϊκών περιφερειών, και ότι το ελάχιστο εισόδημα μπορεί να αποτελέσει το κατάλληλο σύστημα για την προστασία των περιθωριοποιημένων και ευάλωτων ατόμων,
ΙΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι βασικοί στόχοι και αρχές του Ευρωπαϊκού Έτους για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού είναι η αναγνώριση των δικαιωμάτων, η συνυπευθυνότητα και η συμμετοχή, η συνοχή, η δέσμευση και οι συγκεκριμένες ενέργειες,
ΙΖ. λαμβάνοντας υπόψη ότι πρέπει να αξιολογηθεί σωστά το οικονομικό και το χρηματοπιστωτικό κλίμα στην ΕΕ των 27 προκειμένου να ενθαρρυνθούν τα κράτη μέλη να θεσπίσουν ένα κατώτατο όριο ελάχιστου εισοδήματος, το οποίο θα βοηθήσει στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου προωθώντας παράλληλα την ανταγωνιστικότητα,
ΙΗ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δεσμευτεί για την επίτευξη των στόχων της Χιλιετίας των Ηνωμένων Εθνών και του ψηφίσματος που διακηρύσσει τη δεύτερη δεκαετία των Ηνωμένων Εθνών για την εξάλειψη της φτώχειας (2008-2017),
ΙΘ. λαμβάνοντας υπόψη τον πολυδιάστατο χαρακτήρα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, την ύπαρξη ιδιαίτερα ευάλωτων και εξαρτώμενων πληθυσμιακών ομάδων (παιδιά, γυναίκες, ηλικιωμένοι, άτομα με ειδικές ανάγκες και άλλα), συμπεριλαμβανομένων των μεταναστών, των εθνικών μειονοτήτων, των πολυμελών ή των μονογονεϊκών οικογενειών, των ασθενών που έχουν πληγεί από χρόνιες παθήσεις και των αστέγων, καθώς και την ανάγκη ενσωμάτωσης, στις άλλες ευρωπαϊκές πολιτικές, των μέτρων και των μέσων για την πρόληψη και την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού· λαμβάνοντας υπόψη ότι πρέπει να ορισθούν κατευθυντήριες γραμμές για τα κράτη μέλη προκειμένου να τις συμπεριλάβουν στις εθνικές πολιτικές τους, ούτως ώστε να εξασφαλισθούν ποιοτικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και προστασίας, η πρόσβαση για όλους σε προσβάσιμες δημόσιες υποδομές και σε ποιοτικές δημόσιες υπηρεσίες γενικού ενδιαφέροντος, σε αξιοπρεπείς και ποιοτικές συνθήκες εργασίας και θέσεις απασχόλησης, παράλληλα με δικαιώματα, καθώς και σε ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που θα επιτρέπει τον αποκλεισμό της φτώχειας και θα δίδει στον καθένα τη δυνατότητα να συμμετέχει στην κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική ζωή και να ζει με αξιοπρέπεια,
Κ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η επίπτωση των τεράστιων επιπέδων φτώχειας δεν περιορίζεται στην κοινωνική συνοχή στο εσωτερικό της Ευρώπης, αλλά επεκτείνεται και στην οικονομία μας, στο βαθμό που ο αποκλεισμός μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας μας σε μόνιμη βάση αποδυναμώνει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας και αυξάνει την πίεση στους κρατικούς προϋπολογισμούς μας,
ΚΑ. λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη εδραίωσης ενός ευρύτερου στόχου, κυρίως ατό πλαίσιο της στρατηγικής Ευρώπη 2020, δίνοντας προτεραιότητα στην οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή και στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, γεγονός που συνεπάγεται μια ισορροπία μεταξύ των οικονομικών πολιτικών, των πολιτικών στον τομέα της απασχόλησης, των κοινωνικών, περιφερειακών και περιβαλλοντικών πολιτικών, καθώς και τη δίκαιη ανακατανομή του πλούτου και του εισοδήματος, έχοντας υπόψη τις δραματικές αλλαγές στα ποσοστά εξάρτησης, εξού και η ανάγκη εκπόνησης κοινωνικών μελετών αντικτύπου για όλες τις αποφάσεις, καθώς και εφαρμογής της οριζόντιας κοινωνικής ρήτρας της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 9),
ΚΒ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας αποτελεί θεμελιώδη αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η δράση της οποίας αποβλέπει στην προώθηση της πλήρους απασχόλησης και της κοινωνικής προόδου, στην καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και των διακρίσεων, καθώς και στην προαγωγή της δικαιοσύνης και της κοινωνικής προστασίας,
ΚΓ. λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη διασφάλισης της εφαρμογής, της αύξησης και της καλύτερης χρήσης των διαρθρωτικών ταμείων για την πρόληψη της φτώχειας, την επίτευξη της κοινωνικής ένταξης και για τη δημιουργία προσβάσιμων ποιοτικών θέσεων εργασίας και εργασίας με δικαιώματα,
ΚΔ. λαμβάνοντας υπόψη τον ρόλο των συστημάτων κοινωνικής προστασίας για την εξασφάλιση του αναγκαίου για την ανάπτυξη επιπέδου κοινωνικής συνοχής με στόχο τη διασφάλιση της κοινωνικής ένταξης και την άμβλυνση των κοινωνικών επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης, γεγονός που σημαίνει εγγυημένο ελάχιστο ατομικό εισόδημα σε εθνικό επίπεδο, το οποίο θα αποτρέπει τη φτώχεια, βελτίωση του επιπέδου προσόντων και κατάρτισης των ατόμων που έχουν αποκλειστεί από την αγορά εργασίας λόγω ανταγωνιστικών πιέσεων και διασφάλιση ίσων ευκαιριών στην αγορά εργασίας και στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων,
ΚΕ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η εισαγωγή και η ενίσχυση συστημάτων ελάχιστου εισοδήματος αποτελεί έναν σημαντικό και αποτελεσματικό εργαλείο για την αντιμετώπιση της φτώχειας υποστηρίζοντας την κοινωνική ένταξη και την πρόσβαση στην αγορά εργασίας και επιτρέποντας στους ανθρώπους να ζουν αξιοπρεπώς,
ΚΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα συστήματα ελάχιστου εισοδήματος αποτελούν σημαντικό εργαλείο για την εγγύηση της ασφάλειας των ατόμων που πρέπει να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες του κοινωνικού αποκλεισμού και της ανεργίας, και για την υποστήριξη της πρόσβασης στην αγορά εργασίας, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα εν λόγω συστήματα ελάχιστου εισοδήματος διαδραματίζουν ανάλογο ρόλο στην αναδιανομή του πλούτου και τη διασφάλιση της αλληλεγγύης και της κοινωνικής δικαιοσύνης και ότι, ιδίως σε περιόδους κρίσης, αναπτύσσουν αντικυκλική δράση, παρέχοντας επιπλέον πόρους που ενισχύουν τη ζήτηση και την κατανάλωση στην εσωτερική αγορά,
ΚΖ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Ευρωβαρόμετρου για τη στάση των πολιτών της ΕΕ απέναντι στη φτώχεια, στη μεγάλη πλειονότητά τους (73 %) πιστεύουν ότι η φτώχεια είναι ένα πρόβλημα που μαστίζει τις χώρες τους, σε ποσοστό 89 % ζητούν από τις κυβερνήσεις τους επείγουσα δράση για την καταπολέμησή της και σε ποσοστό 74 % αναμένουν από την ΕΕ να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στο πλαίσιο αυτό,
ΚΗ. λαμβάνοντας υπόψη τις οδυνηρές κοινωνικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, η οποία οδήγησε πάνω από 6 εκατομμύρια ευρωπαίους πολίτες εκτός εργασίας κατά την τελευταία διετία,
ΚΘ. λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης και τις επιπτώσεις της στην αύξηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, με την άνοδο της ανεργίας (από 6,7 % στις αρχές του 2008 σε 9,5 % στα τέλη του 2009) και τη μακροχρόνια ανεργία να πλήττει έναν στους τρεις ανέργους, μια κατάσταση που είναι χειρότερη σε χώρες με πιο ευάλωτες οικονομίες,
Λ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένα κράτη μέλη δέχονται πιέσεις από το Συμβούλιο και την Επιτροπή και από διεθνείς οργανισμούς, όπως το ΔΝΤ, ώστε να μειώσουν, σε σύντομο χρονικό διάστημα, τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα, τα οποία έγιναν βαθύτερα εξαιτίας της κρίσης, και να προβούν σε περικοπές των δαπανών, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών δαπανών, γεγονός που αποδυναμώνει το κοινωνικό κράτος και επιδεινώνει τη φτώχεια,
ΛΑ. λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων σε ορισμένα κράτη μέλη, ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, της οικονομικής ανισότητας στην κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου, των ανισοτήτων στην αγορά εργασίας, με συνέπεια την κοινωνική ανασφάλεια, της άνισης πρόσβασης στις κοινωνικές υπηρεσίες του κράτους, όπως π.χ. η κοινωνική ασφάλιση, η υγεία, η εκπαίδευση, η δικαιοσύνη και άλλες,
ΛΒ. λαμβάνοντας υπόψη την υλοποίηση της ευρωπαϊκής πολιτικής για την κοινωνική ένταξη, ιδίως των στόχων και του αντίστοιχου ευρωπαϊκού προγράμματος που εγκρίθηκε στο πλαίσιο της στρατηγικής της Λισαβόνας, στις αρχές του 2000, με την εφαρμογή της ανοικτής μεθόδου συντονισμού και των κοινών στόχων που πρέπει να επιτευχθούν στο πλαίσιο των εθνικών σχεδίων δράσης,
ΛΓ. λαμβάνοντας υπόψη ότι υπάρχουν πολλοί άστεγοι σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για διάφορους λόγους, γεγονός που απαιτεί τη λήψη ειδικών μέτρων με στόχο την κοινωνική τους ένταξη,
1. επισημαίνει την ανάγκη λήψης συγκεκριμένων μέτρων τα οποία να εξαλείφουν τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό, διερευνώντας τα πεδία που θα επιτρέψουν την επανένταξη στην αγορά εργασίας, προωθώντας μια δίκαιη ανακατανομή του εισοδήματος και του πλούτου, εξασφαλίζοντας επαρκές εισόδημα και δίνοντας έτσι πραγματικό νόημα και περιεχόμενο στο Ευρωπαϊκό Έτος για την Καταπολέμηση της Φτώχειας και εξασφαλίζοντας επιπλέον μια ισχυρή πολιτική κληρονομιά για την επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων της Χιλιετίας, συμπεριλαμβανομένης της διασφάλισης ίδιων συστημάτων ελάχιστου εισοδήματος για την πρόληψη της φτώχειας και την προώθηση της κοινωνικής ένταξης βάσει των διαφόρων εθνικών πρακτικών, συλλογικών συμβάσεων ή της νομοθεσίας των κρατών μελών σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, και καταβάλλοντας δραστήριες προσπάθειας για την προώθηση επαρκών συστημάτων εισοδήματος και κοινωνικής προστασίας· καλεί τα κράτη μέλη να επανεξετάσουν τις πολιτικές για τη διασφάλιση ενός επαρκούς εισοδήματος, έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι για την καταπολέμηση της φτώχειας απαιτείται η δημιουργία αξιοπρεπών και βιώσιμων θέσεων απασχόλησης, για τις μειονεκτούσες στην αγορά εργασίας κοινωνικές κατηγορίες· πιστεύει ότι όλοι οι εργαζόμενοι πρέπει να μπορούν να ζουν με αξιοπρέπεια· θεωρεί ότι η πολιτική ενός κράτους πρόνοιας συνεπάγεται επίσης μια δραστήρια πολιτική σε θέματα αγοράς εργασίας·
2. υπενθυμίζει ότι η πρόσφατη οικονομική επιβράδυνση, η αύξηση του ποσοστού της ανεργίας και η μείωση της προσφοράς εργασίας, εκθέτουν πολλούς ανθρώπους στον κίνδυνο της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, αυτό δε ισχύει ιδιαίτερα για ορισμένα κράτη μέλη, που πλήττονται από μακροχρόνια ανεργία ή αεργία·
3. απαιτεί να υπάρξει πραγματική πρόοδος ως προς την επάρκεια των συστημάτων ελάχιστου εισοδήματος, ούτως ώστε να διασφαλισθεί η έξοδος κάθε παιδιού, ενηλίκου και ηλικιωμένου ατόμου από τη φτώχεια και να τους δοθεί το δικαίωμα να ζουν με αξιοπρέπεια·
4. επισημαίνει τις διαφορές που υπάρχουν σε διάφορους τομείς (υγεία, στέγαση, εκπαίδευση, εισόδημα και απασχόληση) μεταξύ των κοινωνικών ομάδων που ζουν σε καθεστώς φτώχειας· καλεί δε την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να λάβουν τις διαφορές αυτές υπόψη τους στο πλαίσιο των στοχευμένων μέτρων τους· επισημαίνει ότι το πλέον αποτελεσματικό μέσον για τη μείωση της φτώχειας είναι να καταστεί η αγορά εργασίας προσβάσιμη σε όλους·
5. επισημαίνει την ανάγκη να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στα προγράμματα δια βίου εκπαίδευσης ως βασικού εργαλείου καταπολέμησης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, μέσω της ενίσχυσης της ικανότητας επαγγελματικής ένταξης, της πρόσβασης στη γνώση και την αγορά εργασίας· θεωρεί αναγκαίο να εφαρμοσθούν μέτρα που θα ενθαρρύνουν την μεγαλύτερη συμμετοχή των εργαζομένων, των ανέργων και όλων των ευπαθών κοινωνικών ομάδων στη δια βίου εκπαίδευση και μέτρα που θα επιτρέπουν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι παράγοντες που οδηγούν στην εγκατάλειψη των δομών της, εφόσον η αναβάθμιση των επαγγελματικών δεξιοτήτων και η απόκτηση νέων μπορεί να λειτουργήσει είτε ως μέσο επιτάχυνσης της επανεισδοχής στην αγορά εργασίας, είτε ως μέσο αύξησης της παραγωγικότητας ή ανεύρεσης μιας καλύτερης ποιοτικά εργασίας·
6. υπογραμμίζει την ανάγκη να αναληφθεί συγκεκριμένη δράση σε επίπεδο κρατών μελών για τη θέσπιση κατώτατου ορίου ελάχιστου εισοδήματος, επί τη βάσει των σχετικών δεικτών, το οποίο θα εγγυάται την κοινωνικοοικονομική συνοχή, τον περιορισμό του κινδύνου των διαφορετικών επιπέδων αμοιβής για την ίδια εργασία, τη μείωση του κινδύνου ύπαρξης φτωχού πληθυσμού σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, και κάνει έκκληση για εντονότερες συστάσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με αυτού του είδους τις ενέργειες·
7. υπογραμμίζει ότι η απασχόληση πρέπει να θεωρείται ως το πιο αποτελεσματικό μέσο προστασίας από τη φτώχεια και, συνεπώς, απαιτείται η λήψη μέτρων που να ενθαρρύνουν την απασχόληση των γυναικών, καθορίζοντας ποιοτικούς στόχους για τις προσφερόμενες θέσεις εργασίας·
8. υπογραμμίζει την ανάγκη ανάληψης δράσης τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο για την προάσπιση των πολιτών - καταναλωτών έναντι των καταχρηστικών όρων αποπληρωμής δανείων και πιστωτικών καρτών και για τη θέσπιση των όρων πρόσβασης στη δανειοληψία, με σκοπό την αποτροπή της υπερχρέωσης των νοικοκυριών που με αυτό τον τρόπο οδηγούνται στη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό·
9. τονίζει την πολυδιάστατη φύση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, και εμμένει στην ανάγκη να διασφαλιστεί η ενσωμάτωση των κοινωνικών στόχων και στη σημασία της κοινωνικής διάστασης και της βιωσιμότητας των μακροοικονομικών πολιτικών· κρίνει ότι οι κοινωνικοί στόχοι πρέπει να αποτελέσουν αναπόσπαστο μέρος της στρατηγικής για την έξοδο από την κρίση καθώς και της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» και της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής· αυτό συνεπάγεται μια συγκλίνουσα κοινωνική κατευθυντήρια γραμμή και την αποτελεσματική εκτίμηση του κοινωνικού αντικτύπου που θα διασφαλίσει τον επανακαθορισμό των προτεραιοτήτων και των πολιτικών, ιδίως των νομισματικών πολιτικών, των πολιτικών στον τομέα της απασχόλησης, των κοινωνικών και μακροοικονομικών πολιτικών, συμπεριλαμβανομένου του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης, των πολιτικών ανταγωνισμού, της εσωτερικής αγοράς, και των δημοσιονομικών και φορολογικών πολιτικών· είναι της γνώμης ότι οι εν λόγω πολιτικές δεν πρέπει να αποτελέσουν φραγμό στην κοινωνική συνοχή αλλά να εγγυώνται την εφαρμογή των σχετικών μέτρων και την προαγωγή της ισότητας των ευκαιριών προκειμένου να διασφαλισθεί η σε μόνιμη βάση έξοδος από την κρίση, η επάνοδος στη δημοσιονομική εξυγίανση και η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που χρειάζεται η οικονομία για να επανέλθει σε τροχιά ανάπτυξης και στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης· ζητεί τη θέσπιση πολιτικών έμπρακτης στήριξης των κρατών μελών που το έχουν περισσότερη ανάγκη, μέσω κατάλληλων μηχανισμών·
10. θεωρεί ότι η δημιουργία θέσεων εργασίας πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τις κυβερνήσεις των κρατών μελών, και ένα πρώτο βήμα για τη μείωση της φτώχειας·
11. εκτιμά ότι τα συστήματα ελάχιστου εισοδήματος πρέπει να ενσωματωθούν σε μια στρατηγική προσέγγιση με στόχο την κοινωνική ένταξη, που θα περιλαμβάνει τόσο γενικές πολιτικές όσο και στοχευμένα μέτρα – σχετικά με τη στέγαση, την υγειονομική περίθαλψη, την εκπαίδευση και την κατάρτιση, καθώς και τις κοινωνικές υπηρεσίες – που θα βοηθούν τους ανθρώπους να εξέλθουν από τη φτώχεια και θα τους παροτρύνουν να δραστηριοποιηθούν με σκοπό την κοινωνική ένταξη και την πρόσβαση στην αγορά εργασίας· θεωρεί ότι ο πραγματικός στόχος των συστημάτων ελάχιστου εισοδήματος δεν είναι απλώς η παροχή βοήθειας αλλά, κυρίως, η στήριξη των δικαιούχων για τη μετάβασή τους από καταστάσεις κοινωνικού αποκλεισμού στην ενεργό ζωή·
12. επιμένει στην ανάγκη να ληφθούν υπόψη τα εξαρτώμενα μέλη κατά τον καθορισμό του ύψους του ελάχιστου εισοδήματος, κυρίως τα παιδιά, με στόχο να σπάσει ο φαύλος κύκλος της παιδικής φτώχειας· θεωρεί άλλωστε ότι η Επιτροπή θα πρέπει να εκπονεί ετήσια έκθεση σχετικά με την πρόοδο στον τομέα της καταπολέμησης της παιδικής φτώχειας·
13. εμμένει στην ανάγκη αλλαγής των πολιτικών λιτότητας που επιβάλλονται σε ορισμένες χώρες με στόχο την καταπολέμηση της κρίσης και υπογραμμίζει τη σημασία λήψης αποτελεσματικών μέτρων αλληλεγγύης, συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης, της κινητικότητας, της πρόβλεψης των μεταβιβάσεων και της μείωσης της συγχρηματοδότησης του κοινοτικού προϋπολογισμού, με στόχο τη δημιουργία αξιοπρεπών θέσεων απασχόλησης, την ενίσχυση των παραγωγικών τομέων, την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, και την αποφυγή νέων εξαρτήσεων και την επιδείνωση του χρέους·
14. θεωρεί ότι η θέσπιση συστημάτων ελάχιστου εισοδήματος σε όλα τα κράτη μέλη – που θα αποτελούνται από συγκεκριμένα μέτρα για την στήριξη των ατόμων που διαθέτουν ανεπαρκές εισόδημα με οικονομικές παροχές και διευκόλυνση της πρόσβασής τους στις υπηρεσίες – αποτελεί ένα από τα πλέον αποτελεσματικά μέτρα καταπολέμησης της φτώχειας, εγγύησης ενός επαρκούς βιοτικού επιπέδου και ενθάρρυνσης της κοινωνικής ένταξης·
15. θεωρεί ότι τα συστήματα επαρκούς ελάχιστου εισοδήματος πρέπει να οριστούν στο 60 % τουλάχιστον του διάμεσου εισοδήματος του οικείου κράτους·
16. εμμένει στην ανάγκη αξιολόγησης της πολιτικής κοινωνικής ένταξης, της εφαρμογής της ανοιχτής μεθόδου συντονισμού, της εκπλήρωσης των κοινών στόχων και των εθνικών σχεδίων δράσης ενόψει της αύξησης της φτώχειας, για μια πιο δεσμευτική δράση σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, και για την καταπολέμηση της φτώχειας μέσω πιο ολοκληρωμένων, συνεκτικών και διαρθρωμένων πολιτικών με στόχο την εξάλειψη της απόλυτης φτώχειας και της παιδικής φτώχειας έως το 2015 και την ουσιαστική μείωση της σχετικής φτώχειας·
17. επαναλαμβάνει ότι, ανεξάρτητα από τη σημασία τους, τα συστήματα ελάχιστου εισοδήματος πρέπει να συνοδεύονται από μια συντονισμένη στρατηγική σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο που θα επικεντρώνεται σε ευρείες δράσεις και συγκεκριμένα μέτρα, όπως π.χ. από ενεργές πολιτικές της αγοράς εργασίας για τις ομάδες εκείνες που απέχουν περισσότερο από την αγορά εργασίας, εκπαίδευση και κατάρτιση για τα άτομα με τις λιγότερες δεξιότητες, βασικό μισθό, πολιτικές σε θέματα κοινωνικής κατοικίας και παροχή προσιτών, προσβάσιμων και υψηλής ποιότητας δημοσίων υπηρεσιών·
18. εμμένει στην προώθηση της κοινωνικής ενσωμάτωσης και ένταξης, με στόχο τη διασφάλιση με αποτελεσματικό τρόπο του σεβασμού των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και στις σαφείς δεσμεύσεις σε σχέση με τη διαμόρφωση των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των εθνικών πολιτικών για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού· κρίνει απαραίτητη τη διασφάλιση της καλύτερης πρόσβασης όλων, χωρίς φυσικούς και επικοινωνιακούς φραγμούς, στην αγορά εργασίας, στις υπηρεσίες δημόσιας υγείας, στην εκπαίδευση και στην κατάρτιση (από την προσχολική εκπαίδευση έως τον πρώτο κύκλο πανεπιστημιακών σπουδών), στην επαγγελματική κατάρτιση, στην κοινωνική κατοικία, στην παροχή ενέργειας, και στην κοινωνική προστασία· θεωρεί ότι οι θέσεις απασχόλησης πρέπει να είναι προσπελάσιμες, ποιοτικές και να συνοδεύονται από δικαιώματα· είναι της άποψης ότι οι αμοιβές πρέπει να είναι αξιοπρεπείς και οι συντάξεις να συνοδεύονται από ένα βασικό επίδομα γήρατος ώστε να επιτραπεί στους συνταξιούχους που εργάσθηκαν όλη τους τη ζωή να λαμβάνουν αξιοπρεπείς συντάξεις· προσθέτει ότι στα συστήματα επαρκούς ελάχιστου εισοδήματος για όλους πρέπει να προβλέπεται εκ των προτέρων ο κίνδυνος της φτώχειας και να διασφαλίζεται η κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική ένταξη στα πλαίσια της τήρησης των εθνικών πρακτικών, των συλλογικών συμβάσεων και της νομοθεσίας των κρατών μελών· επισημαίνει εξάλλου ότι, σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, όσο περισσότερο επενδύουν τα κράτη μέλη στις διάφορες αυτές πολιτικές, τόσο λιγότερο θα είναι αναγκαίο ένα σύστημα που θα βασίζεται στο ελάχιστο οικογενειακό εισόδημα· υπογραμμίζει ότι τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει να θεσπίζονται με απόλυτο σεβασμό της αρχής της επικουρικότητας και των διάφορων πρακτικών, συλλογικών συμβάσεων και εθνικών νομοθεσιών των κρατών μελών· κρίνει ότι μόνο με τον τρόπο αυτό μπορεί να εξασφαλισθεί για όλους το δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική ζωή·
19. εφιστά και πάλι την προσοχή στις ανάγκες των νέων που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες όσον αφορά την οικονομική και κοινωνική τους ένταξη και που διατρέχουν τον κίνδυνο να εγκαταλείψουν πρόωρα την σχολική εκπαίδευση· καλεί τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ώστε η καταπολέμηση της ανεργίας των νέων να αποτελεί ειδικό στόχο, με ειδικές προτεραιότητες, μέσω της έγκρισης μέτρων συγκεκριμένης δράσης και επαγγελματικής κατάρτισης, της υποστήριξης των προγραμμάτων της Ένωσης (δια βίου μάθηση, Erasmus, Mundus) και της ενθάρρυνσης της επιχειρηματικότητας·
20. επισημαίνει ότι η πρόωρη εγκατάλειψη της σχολικής εκπαίδευσης καθώς επίσης και η περιορισμένη πρόσβαση στην ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση είναι βασικοί παράγοντες διαμόρφωσης ενός υψηλού ποσοστού μακροχρόνιας ανεργίας και αποτελούν πλήγμα στην κοινωνική συνοχή· κρίνει ότι, επειδή αυτά τα δύο σημεία συγκαταλέγονται μεταξύ των μεγάλων στόχων της Επιτροπής στη στρατηγική Ευρώπη 2020, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην κατάρτιση συγκεκριμένων δράσεων και πολιτικών σχετικά με την πρόσβαση των νέων στην εκπαίδευση μέσω παροχής υποτροφιών, επιδομάτων σπουδών, φοιτητικών δανείων και πρωτοβουλιών για την ενίσχυση της δυναμικής της σχολικής εκπαίδευσης·
21. εκτιμά ότι η Επιτροπή πρέπει να μελετήσει τις επιπτώσεις που θα έχει για κάθε κράτος μέλος μια νομοθετική πρωτοβουλία από την πλευρά της σχετικά με τη θέσπιση ενός βασικού μισθού σε ευρωπαϊκό επίπεδο· συνιστά κυρίως η διαφορά ανάμεσα στο επαρκές ελάχιστο εισόδημα και τον βασικό μισθό στο οικείο κράτος μέλος, καθώς και οι συνέπειές της στην είσοδο στην αγορά εργασίας να αποτελέσουν αντικείμενο της συγκεκριμένης μελέτης·
22. επισημαίνει τη σημασία της θέσπισης κανόνων αποζημίωσης σχετικά με το επίδομα ανεργίας που θα επιτρέπει στους δικαιούχους να αποφύγουν τη φτώχεια, και της ενθάρρυνσης των κρατών μελών να λάβουν μέτρα που θα διευκολύνουν την επιστροφή στην αγορά εργασίας σε μη δημοφιλείς θέσεις εργασίας, διευκολύνοντας μεταξύ άλλων την κινητικότητα στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
23. τονίζει ότι οι επενδύσεις στα συστήματα ελάχιστου εισοδήματος αποτελούν βασικό στοιχείο της πρόληψης και της μείωσης της φτώχειας και ότι, ακόμα και σε περιόδους κρίσης, τα συστήματα ελάχιστου εισοδήματος δεν πρέπει να θεωρούνται παράγοντες κόστους αλλά ουσιαστικό στοιχείο για την καταπολέμηση της κρίσης· τονίζει ότι οι πρώτες επενδύσεις για την καταπολέμηση της φτώχειας θα έχουν σημαντική απόδοση όσον αφορά τη μείωση του μακροχρόνιου κόστους για την κοινωνία·
24. επισημαίνει τον ρόλο της κοινωνικής προστασίας, ιδίως υπό τη μορφή του επιδόματος ασθενείας, των οικογενειακών επιδομάτων, των συντάξεων και των επιδομάτων αναπηρίας, και καλεί τα κράτη μέλη να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στα πλέον ευάλωτα άτομα διασφαλίζοντάς τους ελάχιστα δικαιώματα, ακόμα και εάν είναι άνεργοι·
25. επισημαίνει το θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου να διαθέτει επαρκείς πόρους και υπηρεσίες για να ζει με αξιοπρέπεια, στο πλαίσιο μιας σφαιρικής και συνεκτικής προσπάθειας για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού· καλεί τα κράτη μέλη, στο πλαίσιο μιας ενεργούς στρατηγικής για την κοινωνική ένταξη, να θεσπίσουν τις αναγκαίες, σε εθνικό επίπεδο, πολιτικές για την οικονομική και κοινωνική ενσωμάτωση των ενδιαφερομένων·
26. επισημαίνει τον αυξανόμενο αριθμό φτωχών εργαζόμενων και την ανάγκη αντιμετώπισης αυτής της νέας πρόκλησης μέσω του συνδυασμού διαφορετικών μέσων· ζητεί οι ελάχιστες αποδοχές διαβίωσης να υπερβαίνουν πάντα το όριο της φτώχειας και οι εργαζόμενοι οι οποίοι, για διάφορους λόγους, παραμένουν κάτω από το όριο της φτώχειας, να λαμβάνουν ενισχύσεις χωρίς όρους και με απλές διαδικασίες είσπραξης· επισημαίνει την καλή εμπειρία των Ηνωμένων Πολιτειών οι οποίες εφαρμόζουν τον αρνητικό φόρο εισοδήματος επιτρέποντας στους χαμηλόμισθους εργαζόμενους να υπερβούν το όριο της φτώχειας·
27. σημειώνει ότι η Επιτροπή, στην ανακοίνωσή της με τίτλο «Ευρώπη 2020 – στρατηγική για έξυπνη, διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη», προτείνει να ορίσει η ΕΕ πέντε μεγάλους στόχους μεταξύ δε αυτών εκείνον της μείωσης κατά 20 εκατομμύρια του αριθμού των ατόμων που απειλούνται από τη φτώχεια· υπενθυμίζει ότι αυτός ο στόχος υπολείπεται των αρχικών φιλοδοξιών της στρατηγικής της Λισαβόνας που δυστυχώς δεν υλοποιήθηκαν (εξάλειψη της φτώχειας)· πιστεύει ότι η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός πρέπει να εξαλειφθούν μέσω αξιόπιστων, συγκεκριμένων και δεσμευτικών μέτρων· πιστεύει ότι ο αριθμός αυτός είναι πολύ μικρός και ότι δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί ο στόχος μιας Ευρώπης χωρίς φτώχεια· κρίνει ότι, προς τούτο, πρέπει να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα και να προστεθεί σε αυτόν τον αριθμητικό σε απόλυτες τιμές στόχο ένας στόχος μείωσης της φτώχειας ανά κράτος μέλος, προκειμένου να δοθούν κίνητρα σε κάθε κράτος μέλος να συμμετάσχει στην υλοποίηση του στόχου αυτού, και να καταστεί αξιόπιστος με τη στήριξη κατάλληλων μέτρων, ιδίως όσον αφορά τις πολιτικές στήριξης των εξαρτώμενων ατόμων· είναι της γνώμης ότι αυτός ο στόχος πρέπει να υλοποιηθεί με συγκεκριμένα και κατάλληλα μέτρα, ιδίως μέσω της θέσπισης συστημάτων ελάχιστου εισοδήματος από όλα τα κράτη μέλη·
28. θεωρεί προτεραιότητα την καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων, κυρίως της οικονομικής ανισότητας στην κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου, των ανισοτήτων στην αγορά εργασίας, που συνεπάγονται κοινωνική ανασφάλεια, ανισότητα στην πρόσβαση στις κοινωνικές υπηρεσίες του κράτους, όπως είναι η κοινωνική ασφάλιση, η υγεία, η εκπαίδευση, η δικαιοσύνη και άλλες·
29. καλεί το Συμβούλιο και τα κράτη μέλη να στηρίξουν τον κεντρικό στόχο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» για την καταπολέμηση της φτώχειας στον δείκτη σχετικής φτώχειας (60 % του εθνικού διάμεσου εισοδήματος), όπως εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Laeken τον Δεκέμβριο του 2001, διότι ο εν λόγω δείκτης επανατοποθετεί την πραγματικότητα της φτώχειας στο πλαίσιο κάθε κράτους μέλους, δεδομένου ότι αντικατοπτρίζει μια προσέγγιση για τη φτώχεια ως σχετικής κατάστασης·
30. καλεί τα κράτη μέλη να μεταφράσουν τον κεντρικό στόχο της ΕΕ σχετικά με τη φτώχεια σε συγκεκριμένους και εφικτούς εθνικούς στόχους που αφορούν ζητήματα προτεραιότητας της στρατηγικής κοινωνικής ένταξης της ΕΕ, όπως η εξάλειψη του προβλήματος των αστέγων που ζουν στον δρόμο ως το 2015, σύμφωνα με τη γραπτή δήλωση αριθ. 0111/2007·
31. θεωρεί ότι η κατάσταση των αστέγων χρήζει ιδιαίτερης προσοχής και ότι απαιτεί επιπρόσθετα μέτρα, είτε από τα κράτη μέλη είτε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με στόχο την πλήρη κοινωνική τους ένταξη μέχρι το 2015, γεγονός που προϋποθέτει τη συγκέντρωση συγκρίσιμων στοιχείων και αξιόπιστων στατιστικών δεδομένων σε κοινοτικό επίπεδο, την ετήσια δημοσιοποίησή τους που να συνοδεύεται από την καταγεγραμμένη πρόοδο και τους στόχους που ορίζονται στις αντίστοιχες εθνικές και κοινοτικές στρατηγικές για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού·
32. θεωρεί ότι αποτελεί υποχρέωση κάθε κράτους μέλους να λάβει κάθε κατάλληλο μέτρο προκειμένου να προλαμβάνει επισφαλείς οικονομικές καταστάσεις για τους πολίτες του αποφεύγοντας τον υπέρμετρο δανεισμό τους, ιδίως με τη μορφή τραπεζικών δανείων, εξετάζοντας το ενδεχόμενο φορολόγησης των τραπεζών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που συμφωνούν να χορηγούν δάνεια σε άτομα χωρίς φερεγγυότητα·
33. εκτιμά ότι τα κράτη μέλη πρέπει να δεσμευθούν ρητά για τη υλοποίηση της ενεργητικής ένταξης: μειώνοντας τις προϋποθέσεις, επενδύοντας στην ενεργοποίηση της ενίσχυσης, υποστηρίζοντας το επαρκές ελάχιστο εισόδημα και διαφυλάσσοντας τα κοινωνικά πρότυπα, απαγορεύοντας τις περικοπές του προϋπολογισμού σε βασικές δημόσιες υπηρεσίες, ώστε να μην πληρώσουν οι φτωχοί για την κρίση·
34. θεωρεί ότι οι διάφορες εμπειρίες των ελάχιστων εισοδημάτων και του βασικού εισοδήματος χωρίς όρους για όλους, σε συνδυασμό με συμπληρωματικά μέτρα κοινωνικής ένταξης και προστασίας, δείχνουν ότι πρόκειται για αποτελεσματικά εργαλεία για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, και για την εξασφάλιση μιας ζωής με αξιοπρέπεια για όλους· ζητεί, ως εκ τούτου, από την Επιτροπή να αναλάβει πρωτοβουλία που να υποστηρίζει άλλες εμπειρίες στα κράτη μέλη, στις οποίες λαμβάνονται υπόψη και ενθαρρύνονται οι βέλτιστες πρακτικές, και με τις οποίες εξασφαλίζονται μεμονωμένα διαφορετικά πρότυπα επαρκούς ελάχιστου εισοδήματος και βασικού εισοδήματος, βάσει των οποίων αποτρέπεται το ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθεί η φτώχεια ως μέσο για την εξάλειψη της φτώχειας, και για την εξασφάλιση της κοινωνικής δικαιοσύνης και των ίσων ευκαιριών για όλους, η ανάγκη των οποίων πρέπει να στοιχειοθετείται στην αντίστοιχη περιφερειακή κλίμακα, με τήρηση της αρχής της επικουρικότητας και χωρίς να υπονομεύονται οι ιδιαιτερότητες του κάθε κράτους μέλους· κρίνει ότι αυτή η πρωτοβουλία της Επιτροπής πρέπει να καταλήξει στην εκπόνηση σχεδίου δράσης που θα αποσκοπεί να συνοδεύει την υλοποίηση ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας για το ελάχιστο εισόδημα στα κράτη μέλη, με σεβασμό των διαφόρων εθνικών πρακτικών, συλλογικών συμβάσεων και νομοθεσιών των κρατών μελών για την επίτευξη των ακόλουθων στόχων:
–
του καθορισμού κοινών προτύπων και δεικτών σχετικά με την επιλεξιμότητα και τις προϋποθέσεις πρόσβασης στο ελάχιστο εισόδημα,
–
του ορισμού των κριτηρίων για να αξιολογηθεί το ποια θεσμικά και εδαφικά επίπεδα –συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής των κοινωνικών εταίρων και των οικείων ενδιαφερόμενων μερών– θα μπορούσαν να είναι καταλληλότερα για την εφαρμογή των μέτρων σχετικά με το ελάχιστο εισόδημα,
–
του ορισμού κοινών δεικτών και σημείων αναφοράς για την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων, των συνεπειών και της αποτελεσματικότητας της πολιτικής κατά της φτώχειας,
–
της διασφάλισης της παρακολούθησης και της αποτελεσματικής ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών·
35. επιβεβαιώνει ότι ένα λογικό ελάχιστο εισόδημα είναι απαραίτητο στοιχείο για την αξιοπρεπή διαβίωση του ανθρώπου και αποτελεί, μαζί με την κοινωνική συμμετοχή, προϋπόθεση για την πλήρη ανάπτυξη των δυνατοτήτων εκάστου και για τη συνεργασία όλων στη δημοκρατική διαμόρφωση της κοινωνίας· υπογραμμίζει ότι τα εισοδήματα που εξασφαλίζουν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης συνεισφέρουν επιπροσθέτως, σε επίπεδο εθνικής πολιτικής, σε μια θετική δυναμική, και συνακόλουθα, στη διασφάλιση της ευημερίας·
36. θεωρεί ότι στην πρωτοβουλία της Επιτροπής για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σύσταση 92/441/ΕΟΚ η οποία αναγνωρίζει «το θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα επαρκών πόρων και παροχών που να εξασφαλίζουν αξιοπρεπή ανθρώπινη διαβίωση», και τονίζει ότι ο κεντρικός στόχος των καθεστώτων ενίσχυσης του εισοδήματος πρέπει να είναι η έξοδος των ανθρώπων από τη φτώχεια, επιτρέποντάς τους να ζουν με αξιοπρέπεια, συμπεριλαμβανομένων των συντάξεων αναπηρίας και αξιοπρεπούς συνταξιοδότησης· υπό αυτήν την οπτική, συνιστά στην Επιτροπή να εξετάσει το ενδεχόμενο δημιουργίας μιας κοινής μεθόδου υπολογισμού του ελάχιστου αναγκαίου ποσού και του κόστους διαβίωσης («καλάθι» αγαθών και υπηρεσιών) ούτως ώστε να διασφαλίσει συγκρίσιμες μονάδες μέτρησης του ορίου της φτώχειας και να καθορίσει τις μεθόδους της κοινωνικής παρέμβασης·
37. καλεί τα κράτη μέλη να αναλάβουν επειγόντως δράση προκειμένου να βελτιώσουν το ποσοστό προσφυγής στις κοινωνικές παροχές, να παρακολουθούν τα επίπεδα μη προσφυγής σε αυτές και τα αίτια, αναγνωρίζοντας ότι η μη προσφυγή κυμαίνεται από 20-40 % των παροχών, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, αυξάνοντας τη διαφάνεια, παρέχοντας αποτελεσματικότερη πληροφόρηση, υιοθετώντας αποτελεσματικότερες υπηρεσίες παροχής συμβουλών, απλοποιώντας τις διαδικασίες και θεσπίζοντας αποτελεσματικά μέτρα και πολιτικές για την καταπολέμηση του στιγματισμού και των διακρίσεων που συνδέονται με τους δικαιούχους ελάχιστου εισοδήματος·
38. υπογραμμίζει τη σημασία ύπαρξης ενός επιδόματος ανεργίας, που να διασφαλίζει στον δικαιούχο ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, αλλά και την ανάγκη μείωσης του χρόνου απουσίας από την εργασία, μέσω, μεταξύ άλλων, και της ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας των κρατικών υπηρεσιών ευρέσεως εργασίας·
39. υπογραμμίζει την ανάγκη θέσπισης ασφαλιστικών ρυθμίσεων, προκειμένου να θεμελιωθεί διασύνδεση της κατώτατης προβλεπόμενης σύνταξης με το αντίστοιχο όριο της φτώχειας·
40. επικρίνει τα κράτη μέλη στα οποία τα συστήματα ελάχιστου εισοδήματος δεν καλύπτουν το όριο της σχετικής φτώχειας· επαναλαμβάνει το αίτημά του προς τα κράτη μέλη προκειμένου η εν λόγω κατάσταση να διορθωθεί όσο το δυνατόν συντομότερα· ζητεί να εξετασθούν από την Επιτροπή οι καλές και οι κακές πρακτικές κατά την αξιολόγηση των εθνικών σχεδίων δράσης·
41. Εφιστά την προσοχή στις σημαντικές διακρίσεις λόγω ηλικίας όσον αφορά τα συστήματα ελάχιστου εισοδήματος, όπως η θέσπιση ελάχιστου εισοδήματος για παιδιά κάτω από το όριο της φτώχειας ή ο αποκλεισμός των νέων από τα συστήματα ελάχιστου εισοδήματος λόγω έλλειψης εισφορών κοινωνικής ασφάλισης· τονίζει ότι αυτές οι διακρίσεις θέτουν υπό αμφισβήτηση την απουσία όρων και την επάρκεια των συστημάτων ελάχιστου εισοδήματος·
42. υπογραμμίζει ότι επείγει η κατάρτιση και εφαρμογή κατάλληλων κοινωνικοοικονομικών δεικτών σε διάφορους τομείς όπως η υγεία, η στέγαση, η παροχή ενέργειας, η κοινωνική και πολιτιστική ένταξη, η κινητικότητα, η εκπαίδευση, τα εισοδήματα (όπως ο συντελεστής Gini που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της εξέλιξης του εισοδηματικού χάσματος), οι υλικές ελλείψεις, η απασχόληση και οι υπηρεσίες κοινωνικής αρωγής, οι οποίοι θα επιτρέπουν την παρακολούθηση και μέτρηση της προόδου που σημειώθηκε στην καταπολέμηση της φτώχειας και στο θέμα της κοινωνικής ένταξης, και θα υποβάλλονται κάθε χρόνο κατά την Παγκόσμια Ημέρα για την Καταπολέμηση της Φτώχειας (17 Οκτωβρίου), επισημαίνοντας την εξέλιξή της, σε συνάρτηση με το φύλο, τις ηλικιακές ομάδες, την οικογενειακή κατάσταση, τις καταστάσεις αναπηρίας, τη μετανάστευση, τις χρόνιες παθήσεις και τα διάφορα επίπεδα εισοδημάτων (60 % του διάμεσου εισοδήματος, 50 % του διάμεσου εισοδήματος, 40 % του διάμεσου εισοδήματος), προκειμένου να ληφθεί υπόψη η σχετική φτώχεια, η ακραία φτώχεια και οι πιο ευάλωτες ομάδες· τονίζει την επείγουσα ανάγκη απόκτησης ευρωπαϊκών στατιστικών στοιχείων, πέραν των νομισματικών δεικτών για τις καταστάσεις ακραίας φτώχειας, όπως είναι οι άστεγοι που δεν καλύπτονται επί του παρόντος από τις στατιστικές «EU-SILC'· ζητεί να διαβιβάζονται κάθε χρόνο αυτοί οι κοινωνικοοικονομικοί δείκτες στο πλαίσιο μιας έκθεσης προς τα κράτη μέλη και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προκειμένου να υποβάλλονται σε συζήτηση και να καθορίζονται περαιτέρω συγκεκριμένες επιλογές δράσης·
43. εμμένει στην ανάγκη πρόσθετων ειδικών παροχών στις μειονεκτούσες ομάδες (άτομα με αναπηρίες ή χρόνιες παθήσεις, μονογονεϊκές ή πολυμελείς οικογένειες) που να καλύπτουν τις πρόσθετες λόγω της κατάστασής τους δαπάνες, σε σχέση κυρίως με την ατομική υποστήριξη, τη χρήση συγκεκριμένων εγκαταστάσεων, την ιατρική περίθαλψη και την κοινωνική στήριξη·
44. καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να εξετάσουν με ποιον τρόπο τα διάφορα μοντέλα βασικών εισοδημάτων που διασφαλίζονται χωρίς όρους και στοχεύουν στην αποφυγή της φτώχειας για όλους, μπορούν να συμβάλουν στην κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική ένταξη, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τον χαρακτήρα τους που δεν πρέπει να οδηγεί σε στιγματισμό και την ικανότητά τους να αποτρέπουν καταστάσεις συγκεκαλυμμένης φτώχειας·
45. θεωρεί ότι όσον αφορά τις πολιτικές μείωσης της φτώχειας που συνοδεύουν τη θέσπιση ενός επαρκούς ελάχιστου εισοδήματος στα κράτη μέλη, πρέπει να επανεξετασθεί η ανοιχτή μέθοδος συντονισμού προκειμένου αυτή να επιτρέψει μια πραγματική ανταλλαγή ορθών πρακτικών μεταξύ των τελευταίων·
46. επισημαίνει ότι το ελάχιστο εισόδημα θα επιτύχει τον στόχο του για την καταπολέμηση της φτώχειας μόνο εάν δεν φορολογείται και συνιστά να εξετασθεί το ενδεχόμενο σύνδεσης του επιπέδου του ελάχιστου εισοδήματος με τις διακυμάνσεις των χρεώσεων των υπηρεσιών κοινής ωφελείας·
47. υπενθυμίζει ότι για τις γυναίκες, ο κίνδυνος να περιέλθουν σε κατάσταση ακραίας φτώχειας είναι μεγαλύτερος από ό, τι για τους άνδρες λόγω της ανεπάρκειας των συστημάτων κοινωνικής προστασίας και των διακρίσεων που εξακολουθούν να υφίστανται, ιδίως στην αγορά εργασίας, με αποτέλεσμα να απαιτούνται ειδικές και πολλαπλές πολιτικές παρεμβάσεις, ανάλογα με το φύλο και τις ιδιαιτερότητες της κάθε κατάστασης·
48. θεωρεί ότι η φτώχεια η οποία πλήττει εκείνους που ήδη απασχολούνται, υποδηλώνει άδικες συνθήκες εργασίας, και ζητεί την επικέντρωση των προσπαθειών στη βελτίωση της εν λόγω κατάστασης, μέσω της αμοιβής γενικά και των ελάχιστων μισθών ειδικότερα, ανεξάρτητα εάν αυτοί καθορίζονται από τον νόμο ή από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, και να διασφαλίζουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης·
49. ζητεί την ένταξη των ατόμων που ζουν στη φτώχεια (πρέπει να ενθαρρύνονται ιδιαίτερα οι πρωτοβουλίες ενσωμάτωσής τους στην αγορά εργασίας) και καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να καθιερώσουν διάλογο με τα άτομα και τις αντιπροσωπευτικές οργανώσεις των ατόμων που βρίσκονται σε κατάσταση φτώχειας, των δικτύων τους καθώς και των κοινωνικών εταίρων· κρίνει ότι θα πρέπει να υπάρξει μέριμνα ώστε τα άτομα που ζουν στη φτώχεια και οι οργανώσεις εκπροσώπησής τους να καταστούν ενδιαφερόμενα μέρη και να λάβουν τη στήριξη και επαρκείς οικονομικούς και άλλους πόρους που θα τους επιτρέψουν να συμμετάσχουν στην κατάρτιση, την εφαρμογή και την παρακολούθηση των πολιτικών, των μέτρων και των δεικτών σε ευρωπαϊκό, εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, ιδίως σε σχέση με τα εθνικά μεταρρυθμιστικά προγράμματα στο πλαίσιο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» και με την ανοιχτή μέθοδο συντονισμού για την κοινωνική προστασία και ένταξη· υπογραμμίζει εξάλλου την ανάγκη να ενισχυθεί η δράση κατά των εργοδοτών που απασχολούν παρανόμως περιθωριοποιημένες ομάδες με μισθό κατώτερο του ελάχιστου εισοδήματος·
50. θεωρεί ότι οι προσπάθειες κατά της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού πρέπει να συνεχιστούν και να επεκταθούν, προκειμένου να βελτιωθεί η κατάσταση των ατόμων που κινδυνεύουν περισσότερο από τη φτώχεια και τον αποκλεισμό, όπως οι εργαζόμενοι που απασχολούνται σε επισφαλή εργασία, οι άνεργοι, οι μονογονεϊκές οικογένειες, οι ηλικιωμένοι που ζουν μόνοι τους, οι γυναίκες, τα μειονεκτούντα παιδιά, καθώς και οι εθνικές μειονότητες, οι ασθενείς ή τα άτομα με αναπηρίες·
51. εκφράζει τη βαθιά του λύπη για το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη φαίνεται να μην λαμβάνουν υπόψη τη σύσταση 92/441/ΕΟΚ του Συμβουλίου, που αναγνωρίζει το «θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα επαρκών πόρων και παροχών που να εξασφαλίζουν αξιοπρεπή ανθρώπινη διαβίωση'·
52. εμμένει στη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων σε πλήρη και ισότιμη βάση στην κατάρτιση των εθνικών σχεδίων δράσης για την καταπολέμηση της φτώχειας καθώς και των δεικτών, σε κάθε επίπεδο διακυβέρνησης·
53. υπογραμμίζει την ανάγκη σχεδιασμού και υλοποίησης στοχευμένων παρεμβάσεων, μέσα από ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης σε γεωγραφικό, κλαδικό ή επιχειρησιακό επίπεδο, με την ενεργό συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, προκειμένου να ενδυναμωθεί η πρόσβαση στην αγορά εργασίας ατόμων, προερχόμενων από κλάδους ή γεωγραφικές περιοχές, που εμφανίζουν ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά ανεργίας·
54. υπογραμμίζει την ανάγκη επικέντρωσης σε επιλεγμένες πληθυσμιακές ομάδες (μετανάστες, γυναίκες, άνεργοι προσυνταξιοδοτικής ηλικίας κλπ), με στόχο την αναβάθμιση των προσόντων, την πρόληψη της ανεργίας και την ενδυνάμωση του ιστού κοινωνικής ενσωμάτωσης·
55. παροτρύνει τα κράτη μέλη και την Επιτροπή να λάβουν μέτρα για την στήριξη της ένταξης των νεότερων και μεγαλύτερων σε ηλικία ατόμων στην αγορά εργασίας, εφόσον πρόκειται για ευάλωτες ομάδες που πλήττονται σοβαρά από την ανεργία στο πλαίσιο της παρούσας ύφεσης·
56. τονίζει ότι τα συστήματα ελάχιστου εισοδήματος πρέπει να καλύπτουν το κόστος καυσίμων ώστε να επιτρέπουν στα φτωχά νοικοκυριά που πλήττονται από την ενεργειακή ένδεια να εξοφλούν τους λογαριασμούς κατανάλωσης ενέργειας· το ελάχιστο εισόδημα πρέπει να υπολογίζεται βάσει ρεαλιστικών εκτιμήσεων ως προς το κόστος θέρμανσης μιας κατοικίας σε σχέση με τις ιδιαίτερες οικογενειακές ανάγκες – π.χ. οικογένεια με παιδιά, ηλικιωμένοι και άτομα με ειδικές ανάγκες·
57. επισημαίνει ότι αν και τα περισσότερα κράτη μέλη στην ΕΕ των 27 διαθέτουν εθνικά συστήματα ελάχιστου εισοδήματος, πολλά άλλα δεν διαθέτουν· ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να προβλέψουν συστήματα εγγυημένου ελάχιστου εισοδήματος για την πρόληψη της φτώχειας και την κοινωνική ένταξη, και τα παροτρύνει να προβούν σε ανταλλαγές βέλτιστων πρακτικών· αναγνωρίζει ότι, στις περιπτώσεις που προτείνεται η παροχή κοινωνικής αρωγής, τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να διασφαλίσουν ότι οι πολίτες κατανοούν και είναι σε θέση να κάνουν χρήση των δικαιωμάτων τους·
58. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στα κοινοβούλια και στις κυβερνήσεις των κρατών μελών και των υποψήφιων χωρών.
Το όριο της φτώχειας υπολογίζεται σε κάθε χώρα ως το 60 % του διάμεσου εισοδήματος στη χώρα αυτή, που είναι χαμηλότερο από το μέσο εισόδημα.
Χρηματοπιστωτική, οικονομική και κοινωνική κρίση: συστάσεις σχετικά με τα μέτρα και τις πρωτοβουλίες που θα πρέπει να αναληφθούν (ενδιάμεση έκθεση)
525k
260k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20ής Οκτωβρίου 2010 σχετικά με τη χρηματοπιστωτική, οικονομική και κοινωνική κρίση: συστάσεις για τα ενδεικνυόμενα μέτρα και πρωτοβουλίες (ενδιάμεση έκθεση) (2009/2182(INI))
– έχοντας υπόψη την απόφασή του της 7ης Οκτωβρίου 2009 σχετικά με τη σύσταση, τις αρμοδιότητες, την αριθμητική σύνθεση και τη διάρκεια της εντολής της Ειδικής Επιτροπής για τη Χρηματοπιστωτική, Οικονομική και Κοινωνική Κρίση(1), που εγκρίθηκε σύμφωνα με το άρθρο 184 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Ειδικής Επιτροπής για τη Χρηματοπιστωτική, Οικονομική και Κοινωνική Κρίση (A7-0267/2010),
Αίτια
1. σημειώνει ότι τα αίτια για την παρούσα κρίση είναι πολλαπλά και οι συνέπειές της τόσο άμεσες όσο και μακροπρόθεσμες, και ότι αρκετά προειδοποιητικά σήματα αγνοήθηκαν και η κλίμακα της κρίσης, όπως επίσης ο αντίκτυπος και οι δευτερογενείς επιπτώσεις της, υποτιμήθηκαν·
2. διαπιστώνει ότι η κρίση, που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ και τη φούσκα των ενυπόθηκων δανείων μειωμένης εξασφάλισης (subprimes), είχε ρίζες που ανάγονται σε πιο μακρινό παρελθόν·
3. διαπιστώνει ότι οι παγκόσμιες ανισορροπίες, η ρυθμιστική διακυβέρνηση (υπαγωγή σε κανονιστικές διατάξεις και εποπτεία) και η νομισματική πολιτική – μαζί με ειδικούς παράγοντες εγγενείς στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, όπως είναι η πολυπλοκότητα και η έλλειψη διαφάνειας των χρηματοπιστωτικών προϊόντων, τα συστήματα αμοιβών βραχυπρόθεσμης στόχευσης και τα ανεπαρκή επιχειρηματικά πρότυπα – είναι οι κύριοι παράγοντες που συνέβαλαν στην παρούσα χρηματοπιστωτική κρίση·
4. θεωρεί ότι ο πολλαπλασιασμός των συγκρούσεων συμφερόντων, των κατεστημένων συμφερόντων και των περιπτώσεων εμπλεκομένων «πολύ κοντινών για να μιλάνε» στον χρηματοπιστωτικό τομέα επιδείνωσε σε ορισμένες περιπτώσεις την κρίση·
5. σημειώνει ότι η επεκτατική νομισματική πολιτική των ΗΠΑ ευνόησε μια περίσσεια ρευστοτήτων σε αναζήτηση υψηλής απόδοσης και την ανάπτυξη εγχώριας ζήτησης βασισμένης στην καταναλωτική πίστη, άρα επίσης τη χρέωση των νοικοκυριών, καθώς και υψηλές κυβερνητικές δαπάνες που χρηματοδοτούνται μέσω φθηνής πρόσβασης σε κεφάλαια·
6. σημειώνει ότι στις χρηματοπιστωτικές αγορές υπήρξε κερδοσκοπική συμπεριφορά, με μερικούς επενδυτές να αναλαμβάνουν πολύ μεγάλους κινδύνους, κατάσταση που επιδεινώθηκε από το ολιγοπώλιο στον τομέα των οργανισμών αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας· σημειώνει ότι οποιαδήποτε οικονομία της αγοράς λειτουργεί βέλτιστα όταν συνοδεύεται από δημοκρατικά συμπεφωνημένους, διαφανείς, πολυεπίπεδους ρυθμιστικούς κανόνες, τους οποίους συμπληρώνουν υγιής δεοντολογία και ηθική, που ενθαρρύνουν υγιή χρηματοπιστωτικά και οικονομικά συστήματα και δεν προξενούν βλάβη στην πραγματική οικονομία·
7. σημειώνει ότι ο πολλαπλασιασμός πολύπλοκων και εκτός ισολογισμού προϊόντων (SPV - φορείς ειδικού σκοπού, CDO - ομόλογα διασφαλισμένα με απαιτήσεις, CDS - συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνων αθέτησης, κτλ.) και τα σχήματα τιτλοποιήσεις που προκύπτουν από ένα μη ρυθμιζόμενο παράλληλο τραπεζικό σύστημα αύξησαν τους συστημικούς κινδύνους αντί να τους μειώσουν· σημειώνει ότι τα ιδρύματα που συγκεντρώνουν τη δραστηριότητά τους στους αποταμιευτές και στην παροχή χρηματοδότησης σε ΜΜΕ έχουν αποδείξει την αξία τους·
8. πιστεύει ότι η απουσία ενός περισσότερο βιώσιμου μοντέλου παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης, ενώ σημειώνονται αλλαγή του κλίματος, απώλεια βιοποικιλότητας και εξάντληση φυσικών πόρων, εντάσσεται στα βαθύτερα αίτια της κρίσης·
9. θεωρεί ότι οι δομές οικονομικής και χρηματοπιστωτικής διακυβέρνησης που υπήρχαν πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, είτε σε παγκόσμιο επίπεδο, είτε στις ΗΠΑ, είτε στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν διέθεταν συνοχή και συνέπεια ως προς τον διαχωρισμό μεταξύ μακροπροληπτικής και μικροπροληπτικής εποπτείας, επέδειξαν υπέρμετρη προσήλωση στην «εκ των κάτω προς τα άνω» μικροπροληπτική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και στην εποπτεία των μακροοικονομικών δεικτών σε επίπεδο χώρας, ενώ ταυτόχρονα παραμέλησαν τη συστημικής εμβέλειας ανάλυση των χρηματοπιστωτικών και μακροοικονομικών εξελίξεων, η οποία θα απαιτούσε την παρακολούθηση της διασύνδεσης μεταξύ χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και μεταξύ χωρών·
10. διαπιστώνει ότι η παγκοσμιοποίηση αναπτύχθηκε χωρίς παράλληλα να αναδυθούν ή να εξελιχθούν δομές παγκόσμιας διακυβέρνησης που να συνοδεύουν τη συσσωμάτωση των αγορών, ιδίως όσον αφορά τις παγκόσμιες ισορροπίες ή ανισορροπίες και τις χρηματοπιστωτικές αγορές, και θεωρεί τη διαδικασία G20 ως βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση αλλά επισημαίνει ότι είναι αναγκαία η αποτελεσματική εκπροσώπηση της θέσης της ΕΕ στη G20·
11. διαπιστώνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνώρισε την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των Συνθηκών για την ΕΕ τον Ιούλιο του 1990, κάτι που συνετέλεσε στην οικονομική ανάπτυξη· σημειώνει, ωστόσο, ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων δεν συνοδευόταν από εναρμόνιση της φορολογίας της αποταμίευσης, από επαρκές διασυνοριακό ρυθμιστικό πλαίσιο ή από εποπτεία σε ευρωπαϊκό επίπεδο·
12. καταδικάζει το γεγονός ότι, στο παρελθόν, οι αρχές του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΠ) δεν τηρήθηκαν πάντοτε πλήρως και σημειώνει ότι έχουν σημειωθεί σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των οικονομιών της ευρωζώνης·
13. παρατηρεί ότι η έλλειψη κατάλληλου ρυθμιστικού πλαισίου και στιβαρής εποπτείας, και η παντελής έλλειψη εργαλείων διαχείρισης έκτακτης ανάγκης για την περίπτωση τραπεζικής κρίσης, κατέδειξαν πόσο δρόμο έχει ακόμη μπροστά της η Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι να αποκτήσει μηχανισμούς κατάλληλους να διαχειριστούν τις προκλήσεις πολιτικής που συνδέονται με την ύπαρξη εσωτερικής αγοράς και συσσωματωμένου χρηματοπιστωτικού συστήματος· επισημαίνει ιδίως την απουσία διασυνοριακού μηχανισμού αντιμετώπισης χρεωκοπίας·
Αποτελέσματα
14. διαπιστώνει ότι το δημόσιο έλλειμμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυξήθηκε από 2,3% του ΑΕγχΠ το 2008 σε 7,5% το 2010 και, σύμφωνα με τη Eurostat, από 2% σε 6,3% στην ευρωζώνη, ενώ το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕγχΠ αυξήθηκε από 61,6% το 2008 σε 79,6% το 2010 στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από 69,4% σε 84,7% στην ευρωζώνη, με αποτέλεσμα να εκμηδενιστούν μέσα σε δύο χρόνια δύο σχεδόν δεκαετίες προσπαθειών δημοσιονομικής εξυγίανσης από ορισμένα κράτη μέλη· εκφράζει τη λύπη του για την αποτυχία αυτή, η οποία θα καταστήσει πολύ πιο δυσχερή την αντιμετώπιση της ανεργίας και των δημογραφικών προκλήσεων·
15. πιστεύει ότι τα δημόσια οικονομικά της Ευρώπης ήταν ήδη σε κακή κατάσταση πριν από την κρίση: πράγματι, από την δεκαετία του 70 και έπειτα, το δημόσιο χρέος των κρατών μελών αυξανόταν σταδιακά υπό την επίδραση των διάφορων περιόδων οικονομικής επιβράδυνσης που σημειώθηκαν στην ΕΕ· επισημαίνει ότι το κόστος των σχεδίων ανάκαμψης, η μείωση των φορολογικών εσόδων και οι υψηλές δαπάνες κοινωνικής προστασίας έγιναν αιτία να διογκωθεί το δημόσιο χρέος και να αυξηθεί ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕγχΠ σε όλα τα κράτη μέλη, αν και σε διαφορετικό βαθμό στο καθένα·
16. εκτιμά ότι η κρίση δεν έχει ακόμη παραγάγει όλες της τις επιπτώσεις και ότι μια υποτροπή, όπως στην περίπτωση ύφεσης με δύο καταβυθίσεις (double-dip recession), δεν μπορεί να αποκλειστεί, ιδίως όσον αφορά το ύψος της ανεργίας·
17. σημειώνει ότι η κρίση είχε αντίκτυπο στην απασχόληση σε ολόκληρη την ΕΕ, αν και η συρρίκνωση της απασχόλησης περιορίστηκε τελικά στο 1,9% κατά μέσο όρο στην ΕΕ των 27, και ότι οι αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση θα συνεχιστούν λόγω της συνήθους καθυστέρησης με την οποία αντανακλώνται οι οικονομικές τάσεις στην αγορά εργασίας· τονίζει ότι το 2010, ο δείκτης της ανεργίας θα πλησιάσει, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, το 11%, πράγμα το οποίο θα έχει οδυνηρές συνέπειες για τους ανθρώπινους πόρους της ΕΕ·
18. διαπιστώνει ότι οι κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης διαφέρουν έντονα από το ένα κράτος μέλος στο άλλο: το ποσοστό ανεργίας, ενώ βρίσκεται κατά μέσο όρο στο 10% του πληθυσμού, φτάνει σε ορισμένες χώρες το 20%, και άνω του 40% για τους νέους, στοιχείο το οποίο υπογραμμίζει την έκταση των διαρθρωτικών βελτιώσεων που χρειάζονται σε ορισμένες χώρες·
19. θεωρεί ότι, ενώ η πολιτική μείωσης του χρέους είναι σημαντική, μια ταχεία εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών δεν πρέπει να αποβεί εις βάρος των συστημάτων κοινωνικής προστασίας και δημόσιας υπηρεσίας, διότι αυτά ορθώς έχουν εκθειασθεί για τον ρόλο τους ως αυτόματων σταθεροποιητών που αμβλύνουν την κρίση· σημειώνει ότι η προώθηση της αποτελεσματικότητας ως στοιχείου της κοινωνικής προστασίας και των παροχών δημόσιας υπηρεσίας μπορεί να βελτιώσει ταυτοχρόνως την οικονομική απόδοση και την ποιότητα των υπηρεσιών· αναγνωρίζει ότι η μη επίτευξη της ενδεικνυόμενης ισορροπίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε αναιμική ανάπτυξη για μακρόχρονη περίοδο, συνοδευόμενη από επίμονη ανεργία, και συνεπώς στην αναπότρεπτη διάβρωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης·
20. διαπιστώνει ότι τα υψηλά επίπεδα ανεργίας φέρουν όχι απλώς κοινωνικό κόστος αλλά επίσης υψηλό οικονομικό κόστος, από τη στιγμή που ο άνεργος έχει ισχνή συμβολή στην εγχώρια ζήτηση και πληρώνει λιγότερους φόρους και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης· σημειώνει ότι τούτο αυξάνει την επιβάρυνση όσων εργάζονται, υπό τη μορφή υψηλότερων φόρων, αλλά και των μελλοντικών γενεών, καθώς αυξάνεται το βάρος του χρέους·
21. διαπιστώνει ότι, βάσει των στοιχείων του 2007, των τελευταίων που έγιναν γνωστά και που χρονολογούνται επομένως πριν από την κρίση, υπήρχαν 30 εκατομμύρια εργαζόμενοι φτωχοί και, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, 79 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και ότι έκτοτε ο αριθμός αυτός έχει πιθανώς αυξηθεί·
22. σημειώνει ότι, πέραν της ανεργίας, η κρίση είχε πολυδιάστατο κοινωνικό αντίκτυπο, ιδίως με τη διάβρωση των συνθηκών εργασίας, την αύξηση των δυσκολιών ενός τμήματος του πληθυσμού όσον αφορά την πρόσβαση σε βασικά χρειώδη και υπηρεσίες, την αύξηση των αστέγων, την υπερχρέωση και τον χρηματοπιστωτικό αποκλεισμό·
23. επισημαίνει ότι, όπως συμβαίνει με κάθε κρίση, η παρούσα κρίση έχει αρνητικές συνέπειες στην οικονομική μεγέθυνση και στην απασχόληση, πλήττοντας πρωτίστως τους περισσότερο ευάλωτους, συμπεριλαμβανομένων των νέων, των παιδιών και των γυναικών, καθώς επίσης τις εθνοτικές μειονότητες και τους μετανάστες·
24. συμμερίζεται τους προβληματισμούς σχετικά με τα φιλοκυκλικά χαρακτηριστικά των ρυθμιστικών, εποπτικών-λογιστικών και φορολογικών κανόνων, τα οποία επιτείνουν τις διακυμάνσεις που είναι εγγενείς στη λειτουργία της οικονομίας της αγοράς·
Αντίδραση
25. σημειώνει ότι η διάσωση του τραπεζικού τομέα από τις κυβερνήσεις αντιπροσωπεύει μέρος μόνο του κόστους που επιβλήθηκε στην κοινωνία από τη χρηματοπιστωτική κρίση, ενώ το κόστος της ύφεσης και της αύξησης του δημόσιου χρέους θα είναι σημαντικό, και αναμένεται να χαθούν 60 τρισ. δολάρια ΗΠΑ σε παγκόσμια κλίμακα·
26. σημειώνει ότι η κρίση έχει οδηγήσει σε κατακόρυφη αύξηση των κρατικών ενισχύσεων, κατόπιν της έγκρισης του προσωρινού πλαισίου για τις κρατικές ενισχύσεις, και εκφράζει την απογοήτευσή του για τις επιβλαβείς επιπτώσεις που μπορεί να προκάλεσαν όσον αφορά τη διατήρηση ίσων όρων ανταγωνισμού στην Ευρώπη· καλεί την Επιτροπή να ηγηθεί αποφασιστικά του αγώνα κατά του προστατευτισμού και της στρέβλωσης του ανταγωνισμού·
27. εγκρίνει τα μη συμβατικά μέτρα που εφάρμοσαν η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες τα προηγούμενα δύο έτη για να διασώσουν τράπεζες των κρατών μελών οι οποίες διέτρεχαν κίνδυνο χρεωκοπίας λόγω των πρωτοφανών επιπέδων των τοξικών στοιχείων ενεργητικού· εκφράζει ιδίως ικανοποίηση για το γεγονός ότι παρασχέθηκαν στους πελάτες των εν λόγω τραπεζών εγγυήσεις καταθέσεων, τονίζει ωστόσο την ανάγκη σταδιακής κατάργησης αυτών των μη συμβατικών μέτρων προκειμένου να αποτραπεί ο αθέμιτος ανταγωνισμός στον τραπεζικό τομέα·
28. υπενθυμίζει ότι τον Οκτώβριο του 2008 η Ευρωπαϊκή Ένωση ενέκρινε το ευρωπαϊκό σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης που ανερχόταν σε 1,6% του ΑΕγχΠ της, έναντι 5% στην Κίνα και 6,55% στις ΗΠΑ·
29. χαιρετίζει την έγκριση, από το Συμβούλιο Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων της 10ης Μαΐου 2010, του σχεδίου σταθεροποίησης ύψους 750 δισ. ευρώ, το οποίο θέσπισε μηχανισμό χρηματοπιστωτικής σταθερότητας για να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι αθέτησης της αποπληρωμής δημόσιου χρέους, χρησιμοποιώντας εν μέρει το άρθρο 122 της ΣΛΕΕ ως νομική βάση αυτού του σχεδίου· σημειώνει το εγγενές δημοκρατικό έλλειμμα και την απουσία λογοδοσίας που χαρακτηρίζουν τις αποφάσεις του Συμβουλίου για τη δέσμη μέτρων διάσωσης, καθώς δεν περιελήφθησαν διαβουλεύσεις με το Κοινοβούλιο· ζητεί να συμμετέχει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ως συννομοθέτης στις μελλοντικές προτάσεις και αποφάσεις για μέτρα διάσωσης απέναντι στην κρίση·
Εθνικά σχέδια ανάκαμψης
30. αποδοκιμάζει το περιορισμένο επίπεδο συντονισμού ανάμεσα στα διάφορα εθνικά σχέδια ανάκαμψης, καθώς η πολλαπλασιαστική επίδραση και η δυνατότητα μόχλευσης του συντονισμού σε επίπεδο ΕΕ θα απέφερε πιθανότατα θετικότερα αποτελέσματα από εκείνα που μπορούν να επιτευχθούν μέσω του κατά βάση εθνικού σχεδιασμού, ο οποίος ενέχει τον κίνδυνο αντικρουόμενων σχεδίων· ζητεί την ενίσχυση της ευρωπαϊκής διάστασης στα μελλοντικά σχέδια ανάκαμψης και στις επενδύσεις μεγάλης κλίμακας·
31. καλεί την Επιτροπή να καταρτίσει έναν πολύ συγκεκριμένο απολογισμό της αποτελεσματικότητας των εθνικών μέτρων διάσωσης τραπεζών και των εθνικών και ευρωπαϊκών σχεδίων ανάκαμψης που αποφασίστηκαν το φθινόπωρο και τον χειμώνα του 2008-2009 σε σχέση με τους μακροπρόθεσμους και βραχυπρόθεσμους στόχους της Ένωσης, στον οποίο να συμπεριλαμβάνεται διεξοδική ανάλυση των αποτελεσμάτων των αναθεωρημένων μηχανισμών κρατικών ενισχύσεων που εγκρίθηκαν για την αντιμετώπιση της κρίσης, και σε σχέση με τον ανταγωνισμό και τη διατήρηση ίσων όρων ανταγωνισμού στην ΕΕ, τη χρηματοπιστωτική μεταρρύθμιση και τη δημιουργία θέσεων εργασίας·
32. επισημαίνει ότι ορισμένα κράτη μέλη, ιδίως μάλιστα εκείνα που έλαβαν τη στήριξη ισοζυγίου πληρωμών της ΕΕ, δεν έχουν επί του παρόντος τη δυνατότητα να δημιουργήσουν πραγματικά εθνικά σχέδια ανάκαμψης με στοιχεία που να επιτρέπουν την τόνωση της ανάπτυξης και της απασχόλησης, καθώς όλες οι δυνατότητες επιλογής έως το έτος 2012 περιορίζονται σε περικοπές των δημόσιων δαπανών, σε φορολογικές αυξήσεις και σε μείωση του χρέους της ευρύτερης δημόσιας διοίκησης («γενική κυβέρνηση»)·
Το μέλλον – προς μια Ευρώπη προστιθέμενης αξίας
33. θεωρεί ότι η Ένωση δεν μπορεί να είναι ο μόνος συσσωματωμένος χώρος όπου το ζήτημα της ενέργειας, και ιδίως του ενεργειακού μείγματος, δεν θεωρείται στρατηγικό ζήτημα στο εσωτερικό αλλά ούτε και στο πλαίσιο των σχέσεων με τις χώρες-εταίρους· θεωρεί ότι χρειάζεται να αναληφθούν σε επίπεδο ΕΕ πρωτοβουλίες στον τομέα της ενέργειας, στη βάση στενής συνεργασίας μεταξύ Επιτροπής, κρατών μελών και των αντίστοιχων κλάδων της βιομηχανίας, προκειμένου να διασφαλιστεί ο εφοδιασμός των κρατών μελών σε πηγές ενέργειας, όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, μέσω διαφοροποιημένου δικτύου ενεργειακών αγωγών, ιδίως με τη διαπραγμάτευση συμβάσεων εφοδιασμού και με την οργάνωση της αποθηκευτικής ικανότητας, καθώς και με τη χρηματοδότηση και τον συντονισμό έρευνας και ανάπτυξης για τις νέες πηγές ενέργειας στο πλαίσιο όλων των σχετικών προγραμμάτων, όπως το έβδομο πρόγραμμα έρευνας 2007-2013 και οι μεταγενέστερες επικαιροποιήσεις του·
34. προτείνει να αναλάβει πλήρη ευθύνη η Επιτροπή όσον αφορά την εξασφάλιση της καθοδήγησης και χρηματοδότησης σχεδίων στους ακόλουθους τομείς:
–
νέες επενδύσεις στην έρευνα και στην ανάπτυξη και εφαρμογή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, στην ενεργειακή απόδοση, ιδίως για το σύνολο των κτιρίων της Ευρώπης, καθώς και στην αποδοτικότερη χρήση των πόρων γενικότερα·
–
ενίσχυση του ευρωπαϊκού ενεργειακού δικτύου, με τη διασύνδεση των εθνικών δικτύων και με τη διανομή της ενέργειας από μεγάλους σταθμούς ανανεώσιμων πηγών ενέργειας προς τους καταναλωτές, καθώς και με την εφαρμογή νέων μορφών αποθήκευσης ενέργειας και του ευρωπαϊκού «υπερδικτύου» συνεχούς ρεύματος υψηλής τάσης (HVDC)·
–
προώθηση διαστημικών υποδομών της ΕΕ στον τομέα της ραδιοπλοήγησης και της γεωσκόπησης προκειμένου να υποστηριχθεί η παροχή νέων υπηρεσιών της ΕΕ και η ανάπτυξη καινοτόμων εφαρμογών, καθώς και να καταστεί ευχερέστερη η εφαρμογή της νομοθεσίας και των πολιτικών της ΕΕ·
–
ανάπτυξη δημόσιας υπηρεσίας σιδηροδρόμων υψηλής ταχύτητας που θα συνδέει την Ένωση από Ανατολή προς Δύση και από Βορρά προς Νότο, σε συνδυασμό με σχέδια για τη διευκόλυνση των επενδύσεων στις υποδομές της και στις κρίσιμες δημόσιες υποδομές·
–
παροχή ταχείας πρόσβασης στο Διαδίκτυο σε ολόκληρη την Ένωση, ταχεία υλοποίηση της ψηφιακής ατζέντας της ΕΕ και παροχή αξιόπιστης και ελεύθερης πρόσβασης σε όλους τους πολίτες·
–
προώθηση της ηγετικής θέσης της ΕΕ στον τομέα των ηλεκτρονικών υπηρεσιών υγείας (e-health)·
–
ολοκλήρωση της ανάπτυξης της ηλεκτρικής κινητικότητας και σχετικών κοινών προτύπων·
35. εκτιμά ότι, ενώ ενδεχομένως υπάρχει συμφωνία για τα θέματα διακυβέρνησης και τη δράση της ΕΕ όσον αφορά τη συντρέχουσα αρμοδιότητα και τη συμπληρωματική δράση, η Ένωση πρέπει να αποκτήσει τα μέσα, ιδίως μάλιστα τα χρηματοδοτικά, για να υλοποιήσει μια τέτοια στρατηγική·
Χρηματοπιστωτική ρύθμιση και εποπτεία
36. υπενθυμίζει ότι ο τελικός σκοπός του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι να παρέχει κατάλληλα μέσα για την αποταμίευση και την αξιοποίησή της υπό μορφή επενδύσεων που στηρίζουν την πραγματική οικονομία και προωθούν την οικονομική αποτελεσματικότητα, αναλαμβάνοντας μέρος των κινδύνων για λογαριασμό των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, να βελτιστοποιεί τη μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση των συντάξεων και να συντελεί στη δημιουργία θέσεων εργασίας, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με τις περιφερειακές και τοπικές τράπεζες παροχής λιανικών υπηρεσιών· επισημαίνει ότι η λειτουργία αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική σε μια κατάσταση που απαιτεί νέους αναπτυξιακούς μηχανισμούς, κάτι που απαιτεί μεγάλες επενδύσεις στις καθαρές τεχνολογίες·
37. υπογραμμίζει ότι η χρηματοπιστωτική ανάπτυξη πρέπει κι αυτή να τίθεται στην υπηρεσία της δίκαιης μεταχείρισης, επεκτείνοντας –υπό την προϋπόθεση επαρκών διασφαλίσεων– την πρόσβαση στην πιστοδότηση και στην ασφάλιση στα τμήματα του πληθυσμού που σήμερα είναι αποκομμένα από αυτήν· επιμένει στο γεγονός ότι η αναμόρφωση της χρηματοπιστωτικής ρύθμισης δεν πρέπει να γίνεται με μοναδικό σκοπό την εξασφάλιση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, αλλά πρέπει επίσης να αντανακλά τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης·
38. διαπιστώνει ότι η τρέχουσα κρίση σηματοδοτεί τα όρια ενός συστήματος αυτορρύθμισης και υπερβολικής εμπιστοσύνης στην ικανότητα των συμμετεχόντων στην αγορά του χρηματοπιστωτικού τομέα και των οργανισμών πιστωτικής αξιολόγησης να αξιολογούν πάντοτε ορθά και να διαχειρίζονται κατάλληλα τους κινδύνους, καθώς και να αποφεύγουν τον ηθικό κίνδυνο·
39. χαιρετίζει τις τωρινές προτάσεις της επιτροπής της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (BCBS) και τον ρόλο που διαδραματίζει το εν λόγω ίδρυμα, αλλά, έχοντας κατά νου ότι η ενιαία και ομοιόμορφη για όλους προσέγγιση αποβαίνει εις βάρος των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της ΕΕ, εκτιμά ότι η θέσπιση ρυθμίσεων πρέπει να γίνεται με κατάλληλη χρονική κλιμάκωση και να προτείνεται βάσει εμπεριστατωμένων αναλύσεων του αντικτύπου της όσον αφορά τον βαθμό στον οποίο τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εξυπηρετούν την πραγματική οικονομία και την κοινωνία· συμμερίζεται τις ανησυχίες που έχουν εκφρασθεί σχετικά με το κατάλληλο επίπεδο των κεφαλαιακών απαιτήσεων και τη διάρκεια των μεταβατικών περιόδων·
40. σημειώνει ότι απαιτείται διαφάνεια στις οικονομικές καταστάσεις τόσο των εταιρειών όσο και των κρατών μελών για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη· καλεί την Επιτροπή να διερευνήσει τη χρήση των εκτός ισολογισμού συναλλαγών, την ανάληψη μη χρηματοδοτούμενων υποχρεώσεων και τη διάδοση των φορέων ειδικού σκοπού (SPV) και οντοτήτων ειδικού σκοπού (SPE) και να εξετάσει το ενδεχόμενο περιορισμού της χρήσης τους ή απαίτησης υποχρεωτικών δηλώσεων στους δημοσιευόμενους λογαριασμούς·
41. σημειώνει ότι μια σημαντική ανεπάρκεια του συστήματος εποπτείας έχει έρθει στο φως εξαιτίας της κρίσης· ζητεί να περιοριστούν παγκοσμίως οι ευκαιρίες ρυθμιστικού αρμπιτράζ μέσω δεσμευτικής συμφωνίας τόσο σε επίπεδο G20 όσο και στο εσωτερικό της ΕΕ και, όπου είναι δυνατόν, να καταργηθεί μέσω της εφαρμογής κοινής δέσμης κανόνων για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες·
42. πιστεύει ότι τα κανονιστικά κενά που επέτρεψαν σε θυγατρικές ξένων χρηματοπιστωτικών εταιρειών να αναπτύσσουν σημαντική δραστηριότητα στην ΕΕ χωρίς κανονιστικό έλεγχο πρέπει να εκλείψουν·
43. διαπιστώνει ότι, επί του παρόντος, είναι ανεπαρκές το διεθνές ρυθμιστικό πλαίσιο για τη διαχείριση της κρίσης στον χρηματοπιστωτικό τομέα· καλεί την Επιτροπή να καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις για ένα ενωσιακό πλαίσιο διασυνοριακής διαχείρισης κρίσεων στον χρηματοπιστωτικό τομέα, συνεκτιμώντας τις πρωτοβουλίες που έχουν λάβει διεθνείς φορείς όπως η G20 και το ΔΝΤ, προκειμένου να διασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο·
44. σημειώνει ότι τα πρότυπα, και ιδίως η αποτίμηση στην εύλογη αξία, έχουν φιλοκυκλικό χαρακτήρα όσον αφορά τον αντίκτυπό τους στη λήψη αποφάσεων, ιδίως από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που βασίστηκαν υπερβολικά σε αυτά· επισημαίνει ότι η ατέλεια αυτό παρατηρείται επίσης σε ορισμένους ρυθμιστικούς, εποπτικούς και φορολογικούς κανόνες·
45. έχει επίγνωση των ιδιαίτερων προβλημάτων που συνδέονται με το μεγάλο μέρος του τραπεζικού και του ασφαλιστικών κλάδου που τελεί υπό τον έλεγχο ξένων ιδρυμάτων σε πολλά νέα κράτη μέλη·
46. σημειώνει ότι πρέπει να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ της ανάγκης να λαμβάνονται μέτρα για τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της ανάγκης να διατηρηθεί η ικανότητα των τραπεζών να πιστοδοτούν την οικονομία· είναι σημαντικό να είναι σε θέση το τραπεζικό σύστημα να εκπληρώνει τα θεμελιώδη καθήκοντά του τόσο υπό κανονικές συνθήκες όσο και σε περιόδους κρίσης·
47. επισημαίνει ότι το μέγεθος των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των ισολογισμών τους έχουν δημιουργήσει την έννοια «too big to fail» («υπερβολικά μεγάλοι για να καταρρεύσουν»)· ζητεί επομένως από την Επιτροπή να απαιτεί από τις τράπεζες να συντάσσουν «διαθήκες προθανάτιας εφαρμογής» («living wills») που να προβλέπουν λεπτομερώς την εύτακτη εκκαθάρισή τους σε περίπτωση κρίσης·
48. εκφράζει ικανοποίηση για τον ισχυρό ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), ο οποίος του επιτρέπει να συμβάλει σημαντικά στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση·
49. τονίζει την ανάγκη καθιέρωσης νέων προτύπων για τα στατιστικά στοιχεία που αφορούν το χρηματοπιστωτικό τομέα, μέσω της ενίσχυσης της ικανότητας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως προς την παρακολούθηση των κινδύνων και την εποπτεία·
50. εκφράζει την επιθυμία να ενθαρρύνεται η χρηματοπιστωτική καινοτομία υπό την προϋπόθεση ότι επιτρέπει την ανάπτυξη διαφανών μέσων για τη χρηματοδότηση της χρήσιμης τεχνολογικής καινοτομίας, των μακροπρόθεσμων επενδύσεων, των συνταξιοδοτικών ταμείων, της απασχόλησης και της πράσινης οικονομίας· αναμένει περαιτέρω δράση εκ μέρους της ΕΕ στον τομέα της καινοτόμου χρηματοδότησης με στόχο την κινητοποίηση της μακροπρόθεσμης αποταμίευσης υπέρ των βιώσιμων, στρατηγικών μακροπρόθεσμων επενδύσεων και της επέκτασης της πρόσβασης στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες·
51. επιβεβαιώνει εκ νέου την πρωταρχική σημασία ενός συστήματος εποπτείας και ρύθμισης που δεν αφήνει χωρίς καταγραφή καμία χρηματοπιστωτική συναλλαγή και κανένα χρηματοπιστωτικό μέσο· επιμένει ότι τα κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου (hedge funds) πρέπει να υπόκεινται στους ίδιους κανόνες όπως οποιοσδήποτε άλλος τύπος επενδυτικού κεφαλαίου· τονίζει ότι οι μηχανισμοί εποπτείας και ρύθμισης πρέπει να έχουν ως στόχο τις κερδοσκοπικές κινήσεις που σημειώνονται στις χρηματοπιστωτικές αγορές, προκειμένου να μετριάζουν και να αναχαιτίζουν την κερδοσκοπία εναντίον χωρών, νομισμάτων και οικονομιών·
52. θεωρεί ότι η χαλαρή εταιρική διακυβέρνηση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων συνέβαλε στην κρίση και πρέπει να διορθωθεί, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι επιτροπές κινδύνου θα είναι λειτουργικές και αποτελεσματικές, ότι τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων θα έχουν επαρκή γνώση των προϊόντων του ιδρύματος και ότι οι εκτελεστικοί διευθυντές και τα μη εκτελεστικά διοικητικά στελέχη θα αναλαμβάνουν την ευθύνη για την εναρμόνιση των συμφερόντων των επενδυτών και των εργαζομένων όσον αφορά τις πολιτικές αντιστάθμισης·
53. επισημαίνει μια έλλειψη αξιών και δεοντολογίας στη συμπεριφορά ορισμένων παραγόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα· υπογραμμίζει ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει, ως τμήμα της εταιρικής τους κοινωνικής ευθύνης, να λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα όλων των εμπλεκομένων, όπως είναι οι πελάτες τους, οι μέτοχοί τους και οι υπάλληλοί τους·
54. θεωρεί ότι πρέπει να χρησιμοποιείται μια επαρκώς ευρεία δέσμη κριτηρίων συστημικού κινδύνου για την ταξινόμηση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ιδίως στο εσωτερικό της ΕΕ· θεωρεί ότι η χρήση αυτών των κριτηρίων οδηγεί στο να εξετάζεται σε πόσα κράτη μέλη δραστηριοποιούνται τα ιδρύματα αυτά και ποιο είναι το μέγεθός τους και, το σημαντικότερο, να εξακριβώνεται η δυνατότητα του κάθε ιδρύματος να διαταράσσει τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς – κάτι που κατέστη σαφές όταν η κρίση απέδειξε ότι το μεγάλο μέγεθος ήταν μόνον ένας από αρκετούς παράγοντες που εμπεριείχαν συστημικό κίνδυνο·
55. κρίνει απαραίτητο να λάβει δεόντως υπόψη η ΕΕ, κατά τον καθορισμό νέων κανόνων, την ανάγκη να διατηρηθεί και να επεκταθεί η διαρθρωτική πολυμορφία του χρηματοπιστωτικού τομέα της, και πιστεύει ότι η ευρωπαϊκή οικονομία χρειάζεται ένα υγιές δίκτυο περιφερειακών και τοπικών τραπεζών, όπως οι τράπεζες καταθέσεων ταμιευτηρίου και οι συνεταιριστικές τράπεζες, αναγνωρίζοντας παράλληλα ότι οι διάφορες τράπεζες έχουν διαφορετικούς τομείς εμπειρογνωσίας και διαφορετικές βασικές ικανότητες· σημειώνει ότι η πολυμέρεια αποδείχθηκε χρήσιμη κατά τη χρηματοπιστωτική κρίση και συνέβαλε στη σταθερότητα και ότι η ομοιομορφία μπορεί να οδηγήσει σε συστημική ευπάθεια·
56. ζητεί την επάνοδο του ρόλου του παραδοσιακού τραπεζίτη ο οποίος, γνωρίζοντας το χαρακτήρα, το ιστορικό και το επιχειρηματικό σχέδιο των αιτούντων δάνειο, είναι σε θέση να αναλαμβάνει μελετημένους κινδύνους βάσει προσωπικής γνώσης, σύμφωνα με την νομοθεσία της ΕΕ όπως η οδηγία για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (MiFID) και η οδηγία για την καταναλωτική πίστη, οι οποίες προβλέπουν ενημέρωση και προστασία του καταναλωτή·
57. τονίζει ότι, για να αναζωογονηθεί και να αποδεσμευθεί η δανειοδοτική ροή προς επιχειρήσεις και ιδιώτες, χρειάζεται να βρεθούν μακροπρόθεσμες λύσεις για τις δυσκολίες που προκαλεί το τεράστιο ύψος του ιδιωτικού χρέους τόσο στα νοικοκυριά όσο και στις επιχειρήσεις·
58. ζητεί περισσότερη διαφάνεια στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και στις σχέσεις των κρατών μελών με τα κορυφαία χρηματοπιστωτικά ιδρύματα·
59. επικροτεί την πρόταση της Επιτροπής της 2ας Ιουνίου 2010 και θεωρεί ότι το επιχειρηματικό μοντέλο των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ενδέχεται να οδηγεί σε συγκρούσεις συμφερόντων, δεδομένου ότι οι οργανισμοί αυτοί χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της χρηματοπιστωτικής ευρωστίας των επιχειρήσεων που τους πληρώνουν και ότι το μοντέλο τους δεν επιτρέπει να αξιολογούνται τα μακροοικονομικά στοιχεία των λαμβανόμενων αποφάσεων· αντιλαμβάνεται ότι οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας συνέβαλαν στην κρίση διότι τα κίνητρά τους είχαν ορισθεί με επιβλαβή τρόπο, που σε μεγάλο βαθμό απέρρεε από την έλλειψη ανταγωνισμού· συνιστά να διερευνηθεί η αξιοπιστία ενός συστήματος όπου οι επενδυτές και οι αποταμιευτές θα πλήρωναν για την πρόσβαση στις πληροφορίες που χρειάζονται·
60. ζητεί από την Επιτροπή να συντάξει μελέτη σκοπιμότητας και αντικτύπου σχετικά με τη σύσταση ενός δημόσιου και ανεξάρτητου ευρωπαϊκού οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, και θεωρεί ότι τα ελεγκτικά συνέδρια, σαν ανεξάρτητα όργανα, θα έπρεπε να έχουν ενεργό συμβολή στην αξιολόγηση του δημόσιου χρέους· εκτιμά ότι μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε στον επιθυμητό πλουραλισμό των προτύπων αναφοράς· θεωρεί ότι η αύξηση του ανταγωνισμού στην αγορά των αξιολογήσεων θα μπορούσε να βελτιώσει την ποιότητά τους·
61. καλεί την Επιτροπή να εξετάσει τις προτάσεις σχετικά με το δικαίωμα ψήφου των μετόχων, βελτιώνοντας τη διαφάνεια όσον αφορά την ταυτότητα και τη στρατηγική των μετόχων και ευνοώντας τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις·
Διακυβέρνηση της ΕΕ
62. θεωρεί ότι σε καιρούς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης οι Ευρωπαίοι αναμένουν ότι η λογοδοσία, η ευθύνη και η αλληλεγγύη θα αποτελούν τις κατευθυντήριες αρχές της λήψης αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο·
63. διαπιστώνει ότι, επί δεκαετίες πριν από την κρίση, πολλές ευρωπαϊκές χώρες εμφάνιζαν αδύναμη οικονομική ανάπτυξη και υψηλή ανεργία, λόγω της έλλειψης ικανότητας ορισμένων κρατών μελών να μεταρρυθμίσουν τις οικονομίες τους προς μια οικονομία βασισμένη στη γνώση και να ανακτήσουν την ανταγωνιστικότητά τους στις διεθνείς αγορές, καθώς και λόγω της χαμηλής εγχώριας ζήτησης· σημειώνει ότι η Ευρώπη χρειάζεται διαφανέστερες και πιο αποτελεσματικές χρηματοπιστωτικές αγορές και υψηλότερη οικονομική ανάπτυξη, που να ευνοεί την ποιοτική απασχόληση και την κοινωνική ένταξη·
64. επισημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δυσκολεύεται περισσότερο να βγει από την κρίση απ' ό,τι άλλες περιοχές του κόσμου, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας ακατάλληλων, ανεπαρκών και αργοπορημένων πολιτικών απαντήσεων στην κρίση και εξαιτίας διαρθρωτικής αδυναμίας της ικανότητας διακυβέρνησής της, και ότι η κρίση ενδέχεται να αποδυναμώσει πολύ και σε βάθος χρόνου την οικονομική και άρα επίσης την πολιτική θέση της σε παγκόσμιο επίπεδο, η οποία θα μπορεί ίσως να ανακτηθεί μόνον μακροπρόθεσμα και εφόσον η ΕΕ είναι σε θέση να εξετάσει τη βιωσιμότητα της έννοιας του «ευρωπαϊκού τρόπου ζωής» χωρίς να θιγούν οι βασικές αξίες της·
65. εκτιμά ότι η Ένωση θα πρέπει να επιτύχει μεγαλύτερη συνοχή στη χάραξη πολιτικής προκειμένου να απαντήσει στην πρόκληση την οποία αντιμετωπίζει· κρίνει συνεπώς απαραίτητη τη συνοχή των εφαρμοζόμενων πολιτικών· θεωρεί καθοριστική εν προκειμένω τη δράση των θεσμικών οργάνων της ΕΕ·
66. διαπιστώνει επίσης ανεπαρκείς υποδομές οικονομικής διακυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με αποτέλεσμα έναν κατακερματισμό που βλάπτει την ικανότητα της Ένωσης να έχει βάρος στις συζητήσεις για τις μεγάλες μακροοικονομικές ανισορροπίες, ιδίως με τις ΗΠΑ και την Κίνα·
67. πιστεύει ότι η κρίση κατέστησε φανερή μια τάση στις οικονομικές πολιτικές των τελευταίων ετών η οποία άφησε πολλές χώρες, τόσο εντός όσο και εκτός της ζώνης του ευρώ, με άκρως ανησυχητικό ποσοστό δημοσίου χρέους·
68. επισημαίνει ότι η μακρόπνοη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών έχει ουσιαστική σημασία για τη σταθερότητα και την ανάπτυξη· επικροτεί τις προτάσεις της Επιτροπής περί ενισχυμένης διαχείρισης της ευρωζώνης μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, που έχουν στόχο να αποτραπεί οποιαδήποτε επανάληψη της σημερινής νομισματικής κρίσης, και συμμερίζεται την άποψη ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης χρειάζεται αποτελεσματικότερους μηχανισμούς κινήτρων και κυρώσεων·
69. τονίζει ότι προκειμένου να αποκατασταθούν υγιείς αναπτυξιακοί ρυθμοί και να επιτευχθεί ο στόχος για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική συνοχή, θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην αντιμετώπιση των επίμονων και σημαντικών μακροοικονομικών ανισορροπιών και των αποκλίσεων ανταγωνιστικότητας· εκφράζει ικανοποίηση για την αναγνώριση αυτής της ανάγκης από την Επιτροπή στην ανακοίνωσή της για τον συντονισμό της οικονομικής πολιτικής·
70. διαπιστώνει ότι η κρίση ανέδειξε τις διαρθρωτικές αδυναμίες ορισμένων κρατών μελών της ΕΕ και επισημαίνει ότι τα προβλήματα που έχουν ορισμένα κράτη μέλη στο να χρηματοδοτήσουν το χρέος τους από τις αγορές μπορούν να αποδοθούν στην ανεπαρκή διακυβέρνηση και, σύμφωνα με το ΔΝΤ, στο ότι οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές εξέπεμψαν παραπλανητικά σήματα κινδύνου·
71. θεωρεί ότι η χρηματοπιστωτική κρίση στην Ελλάδα και άλλες χώρες της ευρωζώνης αποτελεί σοβαρό ζήτημα για ολόκληρη την ευρωζώνη και αντανακλά την αδυναμία της ευρωζώνης να αντιμετωπίσει τα φαινόμενα διάχυσης που απορρέουν από τον παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό τομέα·
72. εκτιμά ότι οιοδήποτε μοντέλο ανάπτυξης βασισμένο στη μη επάνοδο στο στάτους κβο, όπως όλοι διατείνονται ότι επιθυμούν, πρέπει να συνδυάζει τη βιωσιμότητα και την αλληλεγγύη· θεωρεί ότι η μελλοντική στρατηγική της Ένωσης πρέπει να είναι βιώσιμη σε επίπεδο χρηματοπιστωτικών αγορών, οικονομίας, δημόσιων δαπανών, οικονομικής και κοινωνικής δυναμικής, κλίματος και περιβάλλοντος·
73. τάσσεται υπέρ της επιβολής φόρου στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, τα έσοδα του οποίου θα βελτίωναν τη λειτουργία της αγοράς μειώνοντας την κερδοσκοπία και θα συνέβαλλαν στη χρηματοδότηση των παγκόσμιων δημόσιων αγαθών και στη μείωση των δημόσιων ελλειμμάτων· θεωρεί ότι ο φόρος αυτός θα έπρεπε να έχει την ευρύτερη δυνατή βάση αλλά ότι, εάν αυτό δεν συμβεί, ο φόρος χρηματοπιστωτικών συναλλαγών θα πρέπει να επιβληθεί κατ' αρχάς σε επίπεδο ΕΕ· καλεί την Επιτροπή να εκπονήσει ταχέως μελέτη σκοπιμότητας που να λαμβάνει υπόψη την ισότητα των όρων ανταγωνισμού και να υποβάλει συγκεκριμένες νομοθετικές προτάσεις·
74. εκτιμά ότι, για να αποφευχθεί ο κίνδυνος διαρθρωτικών μετασεισμικών δονήσεων, καθοριστικό κριτήριο για τις επιλογές πολιτικής πρέπει να είναι η εστίαση της στρατηγικής εξόδου από την κρίση στη μακροπρόθεσμη βιώσιμη μεγέθυνση της οικονομίας· από την άποψη αυτή, το περιεχόμενο των δημοσιονομικών πακέτων έχει ουσιώδη σημασία· οι επιλογές πολιτικής πρέπει να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τους μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους και οι δημόσιες επενδύσεις πρέπει να έχουν σωστή στόχευση και να δίνουν έμφαση στην καινοτομία, στην έρευνα, στην εκπαίδευση και στην ενεργειακή απόδοση, ενώ οι νέες τεχνολογίες πρέπει να θεωρούνται προτεραιότητα·
75. υπενθυμίζει ότι οι μεγαλύτερες επιτυχίες της Ένωσης προέκυψαν από την υλοποίηση πρακτικών σχεδίων και από την εφαρμογή ουσιαστικών πολιτικών, όπως η εσωτερική αγορά, η Κοινή Γεωργική Πολιτική (ΚΓΠ), το ευρώ, η δρομολόγηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και το πρόγραμμα Erasmus, τα οποία η Επιτροπή επιδιώκει να προωθήσει·
76. θεωρεί ότι η αλληλεγγύη ανάμεσα στις γενεές σημαίνει ότι ούτε οι νέοι πολίτες ούτε οι ηλικιωμένοι θα πρέπει να επιβαρύνονται υπερβολικά με χρέη του παρελθόντος·
77. επισημαίνει ότι το κραχ ρίχνει νέο φως στη δημογραφική πρόκληση και στην πρόκληση της χρηματοδότησης των συντάξεων· θεωρεί ότι η χρηματοδότηση των συντάξεων δεν μπορεί να επιβαρύνει αποκλειστικά τον δημόσιο τομέα, αλλά ότι πρέπει να στηρίζεται σε τριμερή συστήματα που θα συμπεριλαμβάνουν καθεστώτα δημόσιας, επαγγελματικής και ιδιωτικής συνταξιοδότησης με τη δέουσα εγγύηση ειδικής ρύθμισης και εποπτείας για την προστασία των επενδυτών· θεωρεί περαιτέρω ότι τα συνταξιοδοτικά καθεστώτα χρειάζονται μεταρρυθμίσεις πανευρωπαϊκού χαρακτήρα, προκειμένου να ενισχυθεί η χρηματοδότηση της αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών· θεωρεί ότι η επιμήκυνση της διάρκειας ζωής θέτει, όσον αφορά την οργάνωση της κοινωνίας, εγκάρσια ζητήματα που δεν έχουν προβλεφθεί·
78. εκτιμά ότι εκείνο που χρειάζεται η Ευρώπη είναι μάλλον μια περισσότερο ενωμένη και αποτελεσματική και λιγότερο γραφειοκρατική Ένωση παρά απλώς και μόνο περισσότερο συντονισμό· πιστεύει ότι η Επιτροπή, στην οποία εναπόκειται να ορίζει και να υπερασπίζεται το γενικό ευρωπαϊκό συμφέρον, πρέπει, στο πλαίσιο του δικαιώματος πρωτοβουλίας της, να δίνει προτεραιότητα στη δράση της εξ ονόματος της Ένωσης εκεί όπου διαθέτει συντρέχουσα αρμοδιότητα ή αρμοδιότητα συντονισμού των δράσεων των κρατών μελών, εφαρμόζοντας και επιβάλλοντας κοινές πολιτικές και θέτοντας όρια στη δράση των παραγόντων της αγοράς ή των κρατών που θα έβλαπτε την εσωτερική αγορά· πιστεύει ότι έχει ζωτική σημασία να χρησιμοποιεί η Επιτροπή κανονισμούς αντί οδηγιών ως νομική βάση, για τη διευκόλυνση της ομοιόμορφης υιοθέτησης σε ολόκληρη την ΕΕ και την αποτροπή στρεβλώσεων·
79. καλεί την Επιτροπή να οργανώνει, όπου αυτό καθίσταται αναγκαίο, τομεακές στρογγυλές τράπεζες για να επιτυγχάνεται συνεργασία των παραγόντων κάθε δεδομένης αγοράς, με στόχο να ευνοηθεί η επαναδρομολόγηση μιας αυθεντικής ευρωπαϊκής βιομηχανικής πολιτικής και να προωθηθούν η καινοτομία και η δημιουργία θέσεων εργασίας· υπενθυμίζει ότι στην προσπάθεια αυτή πρέπει να συνεκτιμηθούν οι δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί όσον αφορά την κλιματική αλλαγή και τις δυνατότητες ορισμένων πράσινων τεχνολογιών· πιστεύει ότι ο προϋπολογισμός της ΕΕ πρέπει να αξιοποιείται καλύτερα, ούτως ώστε να λειτουργεί ως πραγματικός καταλύτης για όλες τις εθνικές προσπάθειες στους τομείς της έρευνας και ανάπτυξης, της καινοτομίας και της δημιουργίας νέων επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας· καλεί περαιτέρω την Επιτροπή να υποβάλει συγκεκριμένες προτάσεις σχετικά με τρόπους ενίσχυσης της συνεργασίας μεταξύ επιχειρήσεων και έρευνας και την προώθηση συνεργατικών σχηματισμών, καθώς και να στηρίξει μια τέτοια στρατηγική με επαρκή κονδύλια· επισημαίνει ότι ο ελεύθερος και θεμιτός ανταγωνισμός αποτελεί θεμελιώδη κινητήρια δύναμη ανάπτυξης σε κάθε αγορά, στο πλαίσιο του οποίου η είσοδος των νεοεισερχομένων στην αγορά είναι εύκολη και δεν υπάρχουν προνόμια που να τη στρεβλώνουν·
80. καλεί την Επιτροπή να κάνει πλήρη χρήση του γράμματος και του πνεύματος της συμφωνίας-πλαισίου όσον αφορά την ειδική εταιρική σχέση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με στόχο τον ορισμό των προτεραιοτήτων της ευρωπαϊκής ημερήσιας διάταξης προς το συμφέρον όλων των πολιτών· ζητεί εντατικοποίηση του διαλόγου με τα εθνικά κοινοβούλια, ειδικότερα στους τομείς των δημοσιονομικών και χρηματοπιστωτικών ζητημάτων· προειδοποιεί να αποφευχθούν οποιεσδήποτε προσπάθειες δημιουργίας χωριστών θεσμικών οργάνων σε διακυβερνητική βάση, τα οποία θα απέκλειαν ορισμένες χώρες από τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και θα απέτρεπαν την απόδοση ίσης βαρύτητας στις απόψεις όλων των κρατών μελών·
81. εκτιμά πως η αποτελεσματική οικονομική διακυβέρνηση συνεπάγεται να ανατεθεί στην Επιτροπή η ενδεδειγμένη, ενισχυμένη διαχειριστική ευθύνη που θα της επιτρέπει να κάνει χρήση τόσο των υφισταμένων μηχανισμών όσο και των μηχανισμών που θεσπίστηκαν πρόσφατα με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, όπως στα άρθρα 121, 122, 136, 172, 173 και 194, τα οποία αναθέτουν στην Επιτροπή το έργο του συντονισμού των μεταρρυθμιστικών σχεδίων και δράσεων και της χάραξης μιας κοινής στρατηγικής·
82. πιστεύει ότι η ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης πρέπει να συμβαδίζει με την ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμοποίησης της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης, η οποία πρέπει να επιτευχθεί με τη στενότερη και πιο έγκαιρη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων σε όλα τα στάδια της διαδικασίας·
83. προτείνει για την Επιτροπή να ανατεθεί η αρμοδιότητα για τις οικονομικές και νομισματικές υποθέσεις σε έναν από τους αντιπροέδρους της· προτείνει να αναλάβει το εν λόγω πρόσωπο τη μέριμνα για τη συνοχή της οικονομικής δραστηριότητας της ΕΕ, την εποπτεία της επιτέλεσης των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής στον οικονομικό, νομισματικό και χρηματοπιστωτικό τομέα καθώς και τον συντονισμό των άλλων πτυχών της οικονομικής δράσης της Ένωσης· προτείνει επίσης να συμμετέχει το εν λόγω πρόσωπο στις εργασίες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, να προεδρεύει του Συμβουλίου Ecofin και της Ευρωομάδας και να αντιπροσωπεύει την ΕΕ στα συναφή διεθνή όργανα·
84. πιστεύει ότι οι δημοσιονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν επί του παρόντος τα κράτη μέλη και η ανάγκη για σημαντικές επενδύσεις απαιτούν, με σκοπό την επίτευξη των στρατηγικών στόχων της ΕΕ έως το 2020, νέα μοντέλα χρηματοδότησης με συνδυασμό δημόσιων και ιδιωτικών πόρων·
85. καλεί τα κράτη μέλη και την Επιτροπή να επιταχύνουν τη δημιουργία προϋποθέσεων για τη στενή συνεργασία μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, μεταξύ άλλων υπό μορφή συμπράξεων δημόσιου / ιδιωτικού τομέα, προκειμένου να ανταποκριθούν στην πρόκληση των μακροχρόνιων επενδύσεων σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, πράγμα που θα οδηγήσει σε βιώσιμη, χωρίς αποκλεισμούς και ανταγωνιστική ανάπτυξη·
Πολιτικές της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης
86. επιβεβαιώνει την δέσμευσή του υπέρ του ευρώ· αναγνωρίζει την στρατηγική λειτουργία και αξία ενός κοινού νομίσματος· τονίζει τη διαφάνεια και τα οικονομικά οφέλη που το ευρώ προσέδωσε στην ευρωζώνη· πιστεύει ότι, πάνω απ' όλα, το ευρώ πρέπει να αποτελεί προπύργιο σταθερότητας για την ευρωπαϊκή οικονομία·
87. επισημαίνει ότι πρωταρχικός στόχος της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ είναι η σταθερότητα των τιμών· επισημαίνει ότι ο στόχος της σταθερότητας των τιμών μπορεί να επιτευχθεί αποτελεσματικά μόνο αν οι βασικές αιτίες του πληθωρισμού αντιμετωπισθούν καταλλήλως· υπενθυμίζει ότι το άρθρο 127 της ΣΛΕΕ αναθέτει επίσης στην ΕΚΤ το καθήκον της στήριξης των γενικών οικονομικών πολιτικών της Ένωσης· κρίνει απαραίτητο τα κράτη μέλη της ευρωζώνης και τα κράτη μέλη που χαίρουν ειδικού καθεστώτος να ανταποκρίνονται απαρέγκλιτα στις υποχρεώσεις τους και να μην αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας για τους κοινούς στόχους της σταθερότητας των τιμών, της ανεξαρτησίας της ΕΚΤ, της δημοσιονομικής πειθαρχίας ή της προαγωγής της ανάπτυξης, της απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητας·
88. συγχαίρει την ΕΚΤ για τις προσπάθειές της να συγκρατήσει τον πληθωρισμό, αλλά της ζητεί να διαδραματίζει ουσιαστικότερο ρόλο στον έλεγχο του πληθωρισμού των στοιχείων ενεργητικού·
89. παρατηρεί ότι η νομισματική ένωση απαιτεί αποφασιστικό συντονισμό των οικονομικών πολιτικών για να μπορεί να ανθίσταται στην οικονομική κάμψη· εκφράζει λύπη διότι στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση η έμφαση έχει κατά βάση δοθεί στο σκέλος «νομισματική'·
90. συντάσσεται με την άποψη του ΔΝΤ ότι η διαχείριση της κρίσης δεν αποτελεί υποκατάστατο των διορθωτικών μέτρων και των θεμελιωδών μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται για να εδραιωθούν τα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης·
91. υπογραμμίζει την ανάγκη να αυξήσει η ευρωζώνη την ανθεκτικότητά της οριστικοποιώντας ένα θεσμικό πλαίσιο που θα βασίζεται τόσο σε κίνητρα όσο και σε κυρώσεις για τις απαιτούμενες δράσεις·
92. τονίζει ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης αποτελεί τον μόνο υφιστάμενο κανονιστικό μηχανισμό που μπορεί να παράσχει ένα βασικό ρυθμιστικό πλαίσιο για τις μακροοικονομικές πολιτικές και τα δημόσια οικονομικά στην ΕΕ·
93. διαπιστώνει ότι η μετάβαση στο ευρώ, όπως δείχνει ο απολογισμός της πρώτης δεκαετίας του ευρώ, αποκάλυψε επίσης επιδείνωση των αποκλίσεων ανταγωνιστικότητας ανάμεσα στις οικονομίες της ευρωζώνης, με αποτέλεσμα να επιδεινωθούν οι επιπτώσεις εις βάρος των οικονομικά ασθενών χωρών και να οδηγηθούμε σε σημαντικές εμπορικές ανισορροπίες στο εσωτερικό της ευρωζώνης· τονίζει, ωστόσο, ότι τα οφέλη του ευρώ για την Ένωση στο σύνολό της, όσον αφορά, για παράδειγμα, τη σχετική οικονομική σταθερότητα, τη σταθερότητα των τιμών και τον χαμηλό πληθωρισμό, ήταν σημαντικά·
94. επισημαίνει ότι πολλές χώρες χρειάζεται να βάλουν τάξη στα του δημοσιονομικού τους οίκου και να μειώσουν σημαντικά τα επίπεδα του ελλείμματος και του χρέους τους· συμφωνεί με το Συμβούλιο για την ανάγκη να εξασφαλιστεί δημοσιονομική βιωσιμότητα και ενισχυμένη οικονομική μεγέθυνση και απασχόληση σε όλα τα κράτη μέλη και, κατά συνέπεια, συμφωνεί ότι χρειάζεται να καταρτιστούν και να εφαρμοστούν αντίστοιχα προγράμματα δημοσιονομικής εξυγίανσης και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων·
95. σημειώνει ότι τούτο θα μπορούσε να οδηγήσει σε στρατηγικές χρηματοπιστωτικής εξυγίανσης οι οποίες θα περιορίσουν σε μεγάλο βαθμό την ικανότητα των κυβερνήσεων να αναπτύξουν δράση· συγχρόνως, εφιστά την προσοχή στο ότι αυτές οι δέσμες μέτρων λιτότητας δεν πρέπει να οδηγήσουν σε μέτρα τα οποία θα μπορούσαν να δράσουν ανασταλτικά στην ανάκαμψη της οικονομίας, στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και στην κοινωνική συνοχή·
96. θεωρεί ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης αποτελεί ένα σημαντικό μέσο άσκησης πίεσης για τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, το οποίο έχει συμβάλει στην οικονομική υπευθυνότητα εντός της ευρωζώνης· αναγνωρίζει ωστόσο ότι υπονομεύτηκε από την αναποτελεσματική εφαρμογή του και ότι δεν αποτέλεσε επαρκές ενισχυτικό στοιχείο για τη βελτιστοποίηση της οικονομικής πολιτικής κάθε κράτους μέλους και της ευρωζώνης στο σύνολό της· θεωρεί ότι αυτό το εργαλείο οικονομικής πολιτικής δεν σχεδιάστηκε για να λειτουργήσει ως διαρκής διορθωτική διαδικασία προς αντιστάθμιση τρεχουσών ανισορροπιών ή για τη διαχείριση των περιόδων κρίσης ή πολύ υποτονικής ανάπτυξης· είναι της γνώμης ότι, πέραν της εφαρμογής των ισχυόντων κανόνων, τα κράτη μέλη οφείλουν να εφαρμόσουν εσωτερικές πολιτικές για να προαγάγουν την ανάπτυξη, την καινοτομία, την ανταγωνιστικότητα και έναν ποιοτικό στόχο που θα συνίσταται στη συγκράτηση του δημοσίου ελλείμματος εντός ορισμένων ορίων αναφοράς·
97. θεωρεί ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης δεν λαμβάνει υπόψη άλλες ανισορροπίες όπως αυτές του ιδιωτικού χρέους και των τρεχουσών συναλλαγών, που έχουν κι αυτές επιπτώσεις στη νομισματική ένωση·
98. διαπιστώνει ότι, ακόμη και αφότου κατέστη σαφές ότι η ακρίβεια των στατιστικών δεδομένων που αναφέρουν ορισμένα κράτη μέλη ήταν ενίοτε αμφίβολη, το Συμβούλιο, κατά την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο στο πλαίσιο της αναθεώρησης της οδηγίας για την Eurostat, αντιτάχθηκε στο να ανατεθούν στην Eurostat εξουσίες να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους, όπως είχε υποστηρίξει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο·
99. θεωρεί ότι οι συντάκτες της Συνθήκης του Μάαστριχτ ανέμεναν σύγκλιση της ανταγωνιστικότητας μεταξύ των κρατών μελών της ευρωζώνης και δεν είχαν προβλέψει τον μεγάλο βαθμό απόκλισης, ο οποίος τελικά οδήγησε σε αύξηση των διαφορών απόδοσης (spreads), καθώς οι φόβοι σχετικά με τη φερεγγυότητα ορισμένων κρατών μελών αύξησαν τα ασφάλιστρα κινδύνου·
100. επισημαίνει ότι τους τελευταίους μήνες σημειώθηκαν ορισμένες προσωρινές εξαιρέσεις όσον αφορά την εφαρμογή των ευρωπαϊκών κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις και ότι, χάρη στις εξαιρέσεις αυτές, τα κράτη μέλη κατόρθωσαν να συγκρατήσουν τις επιπτώσεις της κρίσης· σημειώνει ότι η φάση ανάπτυξης προς την οποία οδεύουμε απαιτεί στέρεα θεμέλια και ότι, στο πλαίσιο αυτό, πρέπει σταδιακά να επιστρέψουμε στο σύνηθες καθεστώς κρατικών ενισχύσεων, διασφαλίζοντας έτσι ίσους όρους ανταγωνισμού στην Ευρώπη·
101. ζητεί να ενισχυθούν οι διατάξεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ιδίως το προληπτικό σκέλος, στις περιπτώσεις όπου ότι η πίεση που ασκείται από τις υπόλοιπες χώρες είναι σήμερα το ισχυρότερο διαθέσιμο μέσο για να συμμορφώνονται τα κράτη μέλη προς τις συστάσεις του Συμβουλίου· ζητεί να γίνει δραστικότερη η οικονομική επιτήρηση που ασκεί η Επιτροπή· θεωρεί ότι πρέπει να διερευνηθεί το ενδεχόμενο θέσπισης κινήτρων για τη δημοσιονομική εξυγίανση·
102. προτείνει να ενσωματωθεί στην εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης ένας αποτελεσματικός μηχανισμός κινήτρων και κυρώσεων, ο οποίος θα συνέβαλλε ώστε να αποσοβηθεί τυχόν επιδείνωση της τρέχουσας κρίσης και να εξασφαλιστεί η αποτροπή νέας κρίσης στο μέλλον·
103. εκτιμά ότι η πολυμερής εποπτεία και τα αιτήματα προσαρμογής πρέπει να αφορούν τόσο τις καταστάσεις ελλείμματος όσο και τις καταστάσεις πλεονάσματος με συνεκτίμηση των ιδιομορφιών κάθε χώρας, σε ό,τι αφορά, για παράδειγμα, τη δημογραφία, και ότι πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα επίπεδα των ιδιωτικών χρεών, την εξέλιξη των μισθών σε σχέση με την παραγωγικότητα της εργασίας, την απασχόληση –ιδίως των νέων– και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών· θεωρεί ότι τα στοιχεία αυτά, αν δεν καταστεί δυνατόν να χρησιμοποιηθούν με τον ίδιο τρόπο όπως τα ισχύοντα κριτήρια του συμφώνου σταθερότητας, πρέπει να χρησιμοποιούνται σαν προειδοποιητικά σήματα· θεωρεί ότι απαιτείται μεγαλύτερη διαφάνεια όσον αφορά τα στοιχεία για τα δημόσια οικονομικά και χαιρετίζει την πρόταση της Επιτροπής για την ποιότητα των στατιστικών δεδομένων·
104. καλεί την Επιτροπή να θεσπίσει έναν ενισχυμένο ευρωπαϊκό μηχανισμό επιβολής κυρώσεων, όπως σαφώς εμπίπτει στις αρμοδιότητές της εντός της ευρωζώνης, ώστε να αναγκάζονται τα κράτη μέλη να τηρούν τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης·
105. εκτιμά ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης δεν αποδείχθηκε αρκετά αποτελεσματικό στον συντονισμό των δημοσιονομικών πολιτικών, ότι η στήριξή του στις πολιτικές των επιμέρους κρατών προκάλεσε προβλήματα όσον αφορά την εφαρμογή και την ακρίβεια των πληροφοριών, ότι παρέλειψε τη σύνδεση με τα επίπεδα απασχόλησης και τη δημιουργία θέσεων εργασίας κατά τρόπο ώστε να διαμορφωθεί ένα κατάλληλο ισορροπημένο μίγμα οικονομικής πολιτικής, και ότι δεν αντιμετώπισε τα ζητήματα που σχετίζονται με την πραγματική σύγκλιση, την ανταγωνιστικότητα και τη δημιουργία συνεργειών στην ευρωζώνη· εκτιμά συνεπώς ότι απαιτείται περαιτέρω συντονισμός μεταξύ κρατών μελών, ιδίως μεταξύ των οικονομιών της ευρωζώνης, προκειμένου να ενισχυθεί η οικονομική ισορροπία στην ευρωζώνη·
106. θεωρεί ότι οι γενικοί προσανατολισμοί των οικονομικών πολιτικών (ΓΠΟΠ) για τη σταθερότητα και την ανάπτυξη, που συναποφασίζονται με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, πρέπει να χρησιμεύουν ως πλαίσιο συζήτησης και αξιολόγησης των προϋπολογισμών των κρατών μελών πριν από την υποβολή τους στα αρμόδια εθνικά κοινοβούλια·
107. πιστεύει ότι, πέραν του κοινού νομίσματος, οι χώρες της ευρωζώνης πρέπει να κάνουν ένα πρόσθετο βήμα προχωρώντας στις κατάλληλες διευθετήσεις για την από κοινού έκδοση τίτλων και διαχείριση μέρους του δημόσιου χρέους των κρατών μελών, ώστε να τεθούν οι βάσεις για μια συνθετότερη πολυμερή εποπτεία, με τη βοήθεια του EMF και της Ευρωπαϊκής Διευκόλυνσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, που θα εξασφαλίζει μεγαλύτερη ελκυστικότητα της αγοράς της ευρωζώνης στο σύνολό της, και για κοινή διαχείριση του χρέους·
108. πιστεύει ότι η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, και ιδίως η προσαρμογή και αναδιάρθρωση των συστημάτων κοινωνικής διανομής στα νέα κράτη μέλη, απαιτεί ισχυρή στήριξη και αλληλεγγύη εκ μέρους της Ένωσης· ανεξάρτητα από οιαδήποτε παγκόσμια κατάσταση χρηματοπιστωτικής, οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, η ευρωζώνη και ο μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών (ΜΣΙ ΙΙ) πρέπει να διευρυνθούν περαιτέρω με νέα κράτη μέλη που να πληρούν τα κριτήρια του Μάαστριχτ· τέτοιου είδους αποφάσεις θα αποδείκνυαν, μεταξύ άλλων, τη σταθερότητα και τη βιωσιμότητα της ίδιας της ευρωζώνης·
109. θεωρεί ότι η απορρόφηση των σημαντικών αποκλίσεων παραγωγικότητας που υπάρχουν εντός της ευρωζώνης, με τη διατήρηση των μισθολογικών αυξήσεων στο επίπεδο της αύξησης της παραγωγικότητας και του αναμενόμενου πληθωρισμού, έχει βασική σημασία για να αποφευχθεί η δημιουργία ρωγμών εντός της ευρωζώνης·
110. ζητεί ουσιαστική βελτίωση του κοινωνικού διαλόγου για μακροοικονομικά θέματα, ο οποίος δεν είναι δυνατόν να εξαντλείται στην απλή πληροφόρηση των κοινωνικών εταίρων για τους προσανατολισμούς που προτείνονται ή έχουν ήδη εγκριθεί·
111. καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο να ορίσουν ευρείες κοινές κατευθυντήριες γραμμές για την ΕΕ με στόχο την υλοποίηση μιας βιώσιμης οικονομίας της αγοράς· είναι της άποψης ότι αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές πρέπει να καθορίζονται ετησίως βάσει αξιολόγησης που θα περιέχει την εξέλιξη μισθών/παραγωγικότητας σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο μέσα από έναν κατάλληλο κοινωνικό διάλογο·
Φορολογική πολιτική 112. απευθύνει έκκληση για κοινή δημοσιονομική στρατηγική, προκειμένου να αποκατασταθεί και να διασφαλιστεί η ΕΕ ως χώρος μακροχρόνιας οικονομικής ανάπτυξης·
113. θεωρεί ότι η δημόσια δαπάνη που χρησιμοποιείται με τρόπο αποτελεσματικό και μελλοντοστρεφή (στην εκπαίδευση, στην κατάρτιση, στις υποδομές, στην έρευνα, στο περιβάλλον κτλ.) μπορεί να έχει σταθεροποιητική επίδραση στην οικονομία τροφοδοτώντας μια υγιή, βιώσιμη ανάπτυξη που έχει διάρκεια· πιστεύει ότι μια ποιοτική, υπεύθυνη δημόσια δαπάνη, σε συνδυασμό με την ενίσχυση του επιχειρηματικού και καινοτόμου δυναμικού του ιδιωτικού τομέα, μπορεί να αποτελέσει κινητήρια δύναμη οικονομικής και κοινωνικής προόδου·
114. τονίζει τη σημασία ενός στενότερου δεσμού ανάμεσα στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, τους μακροοικονομικούς μηχανισμούς και τα εθνικά μεταρρυθμιστικά προγράμματα της «Ευρώπης του 2020», με την εξασφάλιση συνοχής στην υποβολή τους, με αποτέλεσμα να αυξάνεται επίσης η συγκρισιμότητα των εθνικών προϋπολογισμών σε ό,τι αφορά τις δαπάνες των διάφορων κατηγοριών· πιστεύει ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεωρούν τις οικονομικές πολιτικές τους ζήτημα όχι μόνο εθνικού αλλά και κοινού συμφέροντος, και να διαμορφώνουν ανάλογα την πολιτική τους· υπενθυμίζει στα κράτη μέλη τον ενισχυμένο ρόλο των Γενικών Προσανατολισμών Οικονομικής Πολιτικής·
115. επιμένει ότι, για να είναι αξιόπιστη η στρατηγική για την Ευρώπη του 2020, απαιτείται μεγαλύτερη συμβατότητα και συμπληρωματικότητα μεταξύ των εθνικών προϋπολογισμών των 27 κρατών μελών της ΕΕ και του προϋπολογισμού της ΕΕ· υπογραμμίζει τον ενισχυμένο ρόλο που θα πρέπει να διαδραματίζει ο προϋπολογισμός της ΕΕ σε ό,τι αφορά τη συγκέντρωση των πόρων·
116. θεωρεί ότι οι δημόσιες επενδύσεις με έξυπνη στόχευση μπορούν να ασκούν ισχυρή μόχλευση στις μακροπρόθεσμες επενδύσεις· προτείνει να διευρυνθεί η εντολή της ΕΤΕπ ώστε να περιλάβει τη δυνατότητα έκδοσης ευρωομολόγων για επενδύσεις σε μείζονα διαρθρωτικά σχέδια με τρόπο εναρμονισμένο προς τις στρατηγικές προτεραιότητες της ΕΕ·
117. επισημαίνει ότι ένα κοινό νόμισμα μπορεί να λειτουργήσει μόνον εφόσον τα κράτη μέλη συντονίζουν τις δημοσιονομικές πολιτικές τους και έχουν μεταξύ τους τα λογιστικά τους βιβλία ανοικτά· αναγνωρίζει ότι η διαδικασία αυτή απαιτεί στενή συνεργασία με τα εθνικά κοινοβούλια·
118. καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο, με την υποστήριξη της Eurostat, να βελτιώσουν τη συγκρισιμότητα των δαπανών των εθνικών προϋπολογισμών, ώστε να φαίνεται η συμπληρωματικότητα ή σύγκλιση των ακολουθούμενων πολιτικών·
119. εκτιμά ότι η Ένωση και τα κράτη μέλη πρέπει να εργασθούν για την καθιέρωση φορολογικών αρχών που θα πάψουν να ευνοούν τη δημιουργία χρεών στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα και τις βραχυπρόθεσμες αμοιβές στον ιδιωτικό τομέα, και που θα μπορούσαν ενδεχομένως να ενσωματώνουν μηχανισμούς μπόνους-μάλους βάσει κριτηρίων συνδεόμενων με την αξιοπρεπή εργασία και το περιβάλλον·
120. σημειώνει ότι η ανάκαμψη από την χρηματοπιστωτική, οικονομική και κοινωνική κρίση, και η έξοδος από την κρίση του δημόσιου χρέους, απαιτούν μια μακροπρόθεσμη διεργασία που πρέπει να σχεδιασθεί καλά και να εξασφαλίζει ισορροπημένη και βιώσιμη ανάπτυξη· αναγνωρίζει ότι ενδέχεται να χρειάζεται να γίνουν συμβιβασμοί μεταξύ ανάπτυξης, δίκαιης μεταχείρισης και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και ότι οι συμβιβασμοί αυτοί πρέπει να υπόκεινται σε πολιτική απόφαση· καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υποβάλει προτάσεις χρηματοπιστωτικής ανάπτυξης που να λαμβάνουν υπόψη τους στόχους αυτούς, ιδίως στο πλαίσιο της στρατηγικής ΕΕ 2020, και να εξηγήσει τους συμβιβασμούς που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο πολιτικών επιλογών· ελπίζει να μπορέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, στη βάση αυτή, να διευκολύνει τη συζήτηση και τις συγκρίσεις πολιτικής, ύστερα από διαβούλευση με όλους τους εμπλεκομένους στη μεταρρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών (τράπεζες, επενδυτές, αποταμιευτές και κοινωνικοί εταίροι)· επιπλέον, καλεί την Επιτροπή να μεριμνήσει για μια ενεργότερη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη διεργασία αυτή, ιδιαίτερα κατά την εκπόνηση και στη συνέχεια υλοποίηση της στρατηγικής ΕΕ 2020·
121. προτρέπει την Ένωση να εξοπλισθεί καλύτερα με αντικυκλικά μέσα διαχείρισης των οικονομικών πολιτικών·
122. εκτιμά ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας παρέχει όλα τα μέσα που χρειάζονται στην παρούσα φάση για να υπάρξει μια πραγματική οικονομική διακυβέρνηση της Ένωσης και καλύτερη επιτήρηση των δημόσιων οικονομικών στα κράτη μέλη·
Εσωτερική αγορά
123. επισημαίνει τις εκκλήσεις που διατυπώνονται στις εκθέσεις Mario Monti και Louis Grech που εγκρίθηκαν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 20 Μαΐου 2010, για μια περισσότερο ολιστική προσέγγιση στην εσωτερική αγορά σε ό,τι αφορά τόσο τη στρατηγική όσο και τη σύλληψη, ώστε να γίνει αυτή αποτελεσματικότερη και να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών· υπογραμμίζει τη σημασία που έχει η πρωτοβουλία για την «Πράξη περί Ενιαίας Αγοράς», αποτελούμενη από νομοθετικές και μη νομοθετικές προτάσεις, για την ενίσχυση και επικαιροποίηση της εσωτερικής αγοράς, για την ολοκλήρωση της ψηφιακής εσωτερικής αγοράς και για τον εντοπισμό και την εξάλειψη των φραγμών που απομένουν·
124. θεωρεί σημαντικό η Πράξη περί Ενιαίας Αγοράς να περιλαμβάνει μια φιλόδοξη ατζέντα κοινωνικής προστασίας και προστασίας των καταναλωτών με τη μορφή της προσθήκης μιας κοινωνικής ρήτρας σε όλα τα νομοθετήματα που σχετίζονται με την εσωτερική αγορά, νομοθεσία για τις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος, νομοθετική ατζέντα για την ενίσχυση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, μια φιλόδοξη νομοθετική δέσμη για την προστασία των καταναλωτών που θα έχει απτά αποτελέσματα στην καθημερινή ζωή των πολιτών, καθώς και έναν βελτιωμένο φορολογικό συντονισμό μέσω της εναρμόνισης της βάσης του φόρου εταιρειών και των συντελεστών ΦΠΑ·
125. επισημαίνει ότι η εσωτερική αγορά απαιτεί τη στήριξη όλων, καθώς συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο του ευρωπαϊκού σχεδίου και το θεμέλιο για τη διατηρήσιμη δημιουργία πλούτου στην ΕΕ·
126. επισημαίνει ότι η εσωτερική αγορά είναι μία από τις βασικές κινητήριες δυνάμεις της ευρωπαϊκής οικονομικής μεγέθυνσης· υπογραμμίζει ότι η στρατηγική ΕΕ 2020 θα πρέπει να συνιστά ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα για τη μεγέθυνση και την απασχόληση, με στόχο να αντιμετωπισθεί η οικονομική κρίση και να ενισχυθεί η εσωτερική αγορά·
127. θεωρεί ότι οι πρωτοβουλίες μεμονωμένων κρατών δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικές χωρίς συντονισμένη δράση σε επίπεδο ΕΕ, και ότι είναι θεμελιώδες η Ευρωπαϊκή Ένωση να ομιλεί με ισχυρή ενιαία φωνή και να αναπτύσσει κοινές δράσεις· θεωρεί ότι η αλληλεγγύη, στην οποία βασίζεται το ευρωπαϊκό μοντέλο κοινωνικής οικονομίας, και ο συντονισμός των εθνικών απαντήσεων έχουν διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο για την αποφυγή προστατευτικών μέτρων σύντομης διάρκειας εκ μέρους μεμονωμένων κρατών μελών· εκφράζει τον προβληματισμό ότι η επανεμφάνιση του οικονομικού προστατευτισμού σε εθνικό επίπεδο θα οδηγούσε πιθανότατα στον κατακερματισμό της εσωτερικής αγοράς και στη μείωση της ανταγωνιστικότητας και ως εκ τούτου πρέπει να αποφευχθεί· εκφράζει την ανησυχία του επειδή η τρέχουσα οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει τα επανεμφανιζόμενα προστατευτικά μέτρα σε διάφορα κράτη μέλη, ενώ αντίθετα αυτό που απαιτεί η κάμψη είναι κοινοί μηχανισμοί διασφάλισης·
128. είναι της άποψης ότι η πρόοδος στην εσωτερική αγορά δεν πρέπει να βασίζεται στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή· ενθαρρύνει, συνεπώς, την Επιτροπή να αναλάβει ηγετικό ρόλο και να υποβάλει τολμηρές προτάσεις· προτρέπει τα κράτη μέλη να κάνουν χρήση της μεθόδου της ενισχυμένης συνεργασίας στα πεδία εκείνα όπου η διαδικασία για την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των 27 δεν είναι εφικτή· σε αυτές τις πρωτοποριακές πρωτοβουλίες θα πρέπει να είναι ελεύθερες να προσχωρήσουν και άλλες χώρες σε μια μεταγενέστερη φάση·
129. προειδοποιεί ενάντια στην ιδέα ότι η ευρωπαϊκή οικονομία μπορεί με κάποιον τρόπο να αναπτυχθεί και να μεγεθυνθεί χωρίς το ελεύθερο και θεμιτό εμπόριο με όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ που είναι ο βασικότερος εταίρος μας σήμερα, καθώς και των αναδυόμενων οικονομιών όπως η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία· εκτιμά ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να βασιστεί και στις δικές της δυνάμεις, χρησιμοποιώντας καλύτερα την εσωτερική της αγορά, ιδίως αφού το σημαντικότερο μέρος της ανάπτυξής της συνδέεται με την εσωτερική ζήτηση·
130. επισημαίνει την ανάγκη να αξιοποιηθούν οι δυνατότητες της εσωτερικής αγοράς για τις επιχειρήσεις στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, ώστε να δοθεί ώθηση στην δημιουργία θέσεων εργασίας και στην καινοτομία στον τομέα των νέων τεχνολογιών στην Ευρώπη·
131. πιστεύει ότι, για τη δημιουργία μιας πραγματικής εσωτερικής αγοράς, η Επιτροπή οφείλει να παρουσιάσει μια δέσμη ξεκάθαρων πολιτικών προτεραιοτήτων μέσω μιας «Πράξης περί Ενιαίας Αγοράς» που θα καλύπτει τόσο νομοθετικές όσο και μη νομοθετικές πρωτοβουλίες, με σκοπό τη δημιουργία μιας άκρως ανταγωνιστικής κοινωνικής οικονομίας της αγοράς·
132. αναγνωρίζει ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση η συγκρότηση της εσωτερικής αγοράς χωρίς να έχει υπάρξει τουλάχιστον ως ένα βαθμό φορολογική εναρμόνιση, ιδίως όσον αφορά τη φορολογία των επιχειρήσεων, και προσδιορισμός των στοιχείων της κοινωνικής προστασίας έχει εν μέρει οδηγήσει σε υπέρμετρο ανταγωνισμό μεταξύ κρατών μελών που επιδιώκουν να προσελκύσουν φορολογουμένους από άλλα κράτη μέλη· επισημαίνει ωστόσο ότι ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα της εσωτερικής αγοράς υπήρξε η κατάργηση των φραγμών στην κινητικότητα και η εναρμόνιση των θεσμικών ρυθμίσεων, με αποτέλεσμα την προαγωγή της διαπολιτισμικής κατανόησης, της ολοκλήρωσης, της οικονομικής ανάπτυξης και της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης·
133. συνιστά να διενεργήσει η Επιτροπή έναν ανεξάρτητο έλεγχο για να εντοπίσει τις πρώτες 20 αιτίες καθημερινής δυσαρέσκειας και δυσφορίας των πολιτών σε σχέση με την ενιαία αγορά, ιδίως όσον αφορά το ηλεκτρονικό εμπόριο, τη διασυνοριακή ιατρική περίθαλψη και την αμοιβαία αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων·
134. καλεί τα κράτη μέλη να αποδεχθούν επιτέλους τη χρήση πινάκων συσχέτισης στο θέμα της εφαρμογής της νομοθεσίας, ώστε να υπάρξει μεγαλύτερη διαφάνεια στα νομοθετικά ελλείμματα·
135. τονίζει ότι μια εύρυθμη αγορά δημόσιων συμβάσεων έχει ζωτική σημασία για την εσωτερική αγορά· δεν παύει, όμως, να ανησυχεί διότι εξακολουθούν να υφίστανται σημαντικά προβλήματα για τις δημόσιες αρχές όσον αφορά την επίτευξη των στόχων πολιτικής τους μέσα σε ένα περίπλοκο πλαίσιο κανόνων, καθώς και την εξασφάλιση της πρόσβασης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στις αγορές δημόσιων συμβάσεων·
136. προτρέπει την Επιτροπή να υποβάλει πρόταση για την καθιέρωση μιας «ρήτρας ενεργοποίησης», η οποία θα εξασφαλίζει ότι οι νόμοι της εσωτερικής αγοράς της ΕΕ θα τίθενται αυτομάτως σε ισχύ μια δεδομένη χρονική στιγμή εάν τα κράτη μέλη δεν τους έχουν μεταφέρει εγκαίρως στο εθνικό τους δίκαιο·
137. εκτιμά ότι ο εφοδιασμός ενός οικονομικού χώρου με υγιείς, αποτελεσματικούς κανόνες, ύστερα από μια κρίση των διαστάσεων εκείνης που βιώσαμε, αποτελεί σημαντική συμβολή στην ανταγωνιστικότητα· θεωρεί ότι οι αρχές της ΕΕ φέρουν ιδιαίτερη ευθύνη για τη συμμόρφωση προς το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, μεταξύ άλλων εκ μέρους των εθνικών πολιτικών αρχών·
138. είναι της άποψης η Ευρώπη πρέπει να καταστεί και πάλι ευνοϊκός τόπος για επενδύσεις και παραγωγή, καθώς και παγκόσμιο σημείο αναφοράς για την καινοτομία και την ανάπτυξη· θεωρεί ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τόσο τα δημόσια όσο και τα ιδιωτικά, πρέπει να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να διασφαλίζουν ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές θα λειτουργούν προς όφελος της πραγματικής οικονομίας και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων·
139. ζητεί από την Επιτροπή να πραγματοποιεί ετήσια αξιολόγηση σχετικά με τις ανάγκες δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων και τον τρόπο με τον οποίο καλύπτονται ή θα έπρεπε να καλυφθούν·
Φορολογία
140. αναγνωρίζει ότι η περαιτέρω ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς της Ένωσης απαιτεί συντονισμένη προσέγγιση τόσο σε εθνικό όσο και σε ενωσιακό επίπεδο, προκειμένου να αξιοποιηθούν οι βέλτιστες πρακτικές στον τομέα της καταπολέμησης της φορολογικής απάτης και της φοροδιαφυγής, ενώ ταυτοχρόνως θα προσδιορίζονται κατάλληλα κίνητρα ώστε οι φορολογούμενοι να εκπληρώνουν με συνέπεια τις φορολογικές τους υποχρεώσεις και οι φορολογικές αρχές των κρατών μελών να υιοθετούν αποτελεσματικά προληπτικά μέτρα εναντίον κάθε μορφής φορολογικού αδικήματος·
141. πιστεύει ότι η μείωση των επιπέδων φοροδιαφυγής θα βοηθήσει στη μείωση των δημόσιων ελλειμμάτων χωρίς αύξηση της φορολογίας και με παράλληλη διατήρηση των κοινωνικών δαπανών· ανησυχεί για τις στρεβλώσεις που προκλήθηκαν στην εσωτερική αγορά από τα ανόμοια επίπεδα φοροδιαφυγής στα κράτη μέλη· καλεί την Επιτροπή να πραγματοποιήσει εκτίμηση αντικτύπου με στόχο την αξιολόγηση των διάφορων προβλημάτων που προκαλούν η φοροδιαφυγή και η παραοικονομία σε όλα τα κράτη μέλη·
142. επισημαίνει ότι η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών δεν επιβάλλει μόνο αίσθημα ευθύνης όσον αφορά τις δαπάνες, αλλά επίσης επαρκή και κοινωνικά δίκαιη φορολογία, μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στην είσπραξη των φόρων από τις εθνικές φορολογικές αρχές και εντατικότερη καταπολέμηση της φοροδιαφυγής· καλεί την Επιτροπή να προτείνει σειρά μέτρων για να βοηθηθούν τα κράτη μέλη να αποκαταστήσουν την ισορροπία των δημόσιων λογαριασμών τους και να χρηματοδοτήσουν δημόσιες επενδύσεις αντλώντας καινοτόμους χρηματοδοτικούς πόρους·
143. επισημαίνει, απηχώντας τις σχετικές εργασίες του Mario Monti, το γεγονός ότι οι αυξήσεις των δημόσιων εσόδων λόγω καλών οικονομικών επιδόσεων μεταφράστηκαν τις περισσότερες φορές σε μειώσεις φόρου· επισημαίνει ότι η φορολογία της εργασίας πρέπει να μειωθεί, πράγμα που θα αυξήσει την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα· υποστηρίζει τις προτάσεις του Mario Monti για τη δημιουργία ομάδας φορολογικής πολιτικής, στο πλαίσιο της οποίας θα συγκεντρώνονται εκπρόσωποι από τα κράτη μέλη, καθώς τούτο συνιστά σημαντικό βήμα για την ενθάρρυνση του διαλόγου ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες· καλεί την εν λόγω ομάδα να εξετάσει κατά κύριο λόγο το πλαίσιο ενός φορολογικού συστήματος που θα θέτει περιβαλλοντικούς στόχους και θα στηρίζει την αποδοτικότητα των πόρων· χαιρετίζει την πρόταση οδηγίας σχετικά με μια κοινή, ενοποιημένη βάση για τη φορολογία των επιχειρήσεων στο πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής για το 2011·
144. αναγνωρίζει ότι μείζων κινητήρια δύναμη της θεσμικής βελτίωσης και της οικονομικής μεγέθυνσης στα κράτη μέλη είναι το κυριαρχικό τους δικαίωμα να επιλέγουν τον τρόπο με τον οποίο θα εισπράττουν φόρους· θεωρεί ότι είναι απαραίτητη η μείωση της φορολόγησης της εργασίας, τόσο προς όφελος των αναξιοπαθούντων όσο και για να μπορούν οι μεσαίες τάξεις να ζουν αξιοπρεπώς με τους καρπούς του μόχθου τους·
145. συνηγορεί υπέρ μιας φορολογικής αρχιτεκτονικής που θα επιτρέπει την ελάφρυνση της φορολόγησης της εργασίας, καθώς επίσης την ενθάρρυνση και τη δημιουργία κινήτρων για απασχόληση, καινοτομία και μακροπρόθεσμες επενδύσεις·
Περιφερειακή, οικονομική και κοινωνική συνοχή
146. πιστεύει ότι η πολιτική συνοχής πρέπει να θεωρείται ένας από τους πυλώνες της οικονομικής πολιτικής της Ένωσης, ο οποίος συμβάλλει στη μακροπρόθεσμη επενδυτική στρατηγική της ΕΕ·
147. επισημαίνει ότι η πολιτική συνοχής συνιστά πλέον σημαντικό στοιχείο του ευρωπαϊκού σχεδίου για την ανάκαμψη της οικονομίας, καθώς αποτελεί μια δημόσια πολιτική που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση της κρίσης και να τονώσει βραχυπρόθεσμα τη ζήτηση, επενδύοντας παράλληλα στη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και στην ανταγωνιστικότητα·
148. θεωρεί ότι η ικανότητα της πολιτικής συνοχής να συνδέει την ανάκαμψη με τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη προκύπτει από τα τρία βασικά χαρακτηριστικά της: θέτει στρατηγικές κατευθυντήριες γραμμές υπό μορφή προϋποθέσεων για τη μεταφορά πόρων, οι οποίες είναι δεσμευτικές τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τις περιφέρειες· αφήνει περιθώριο στα κράτη μέλη και στις περιφέρειες να προσαρμόσουν τις παρεμβάσεις στις ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής· και διαθέτει μηχανισμούς παρακολούθησης και υποστήριξης για την επιδίωξη των στόχων·
149. υπογραμμίζει ότι ο άνισος αντίκτυπος της κρίσης στο ευρωπαϊκό έδαφος αντικατοπτρίζει τα διαφορετικά σημεία εκκίνησης ως προς τον ανταγωνιστικότητα και τους ποικίλους βαθμούς χρήσης των μέτρων για την αντιμετώπιση της κρίσης και συνεπάγεται διαφορετικές μακροπρόθεσμες προοπτικές· επισημαίνει ότι οι επιπτώσεις της κρίσης ενδέχεται να επιφέρουν αποδυνάμωση της εδαφικής συνοχής εάν δεν αντισταθμιστούν από πολιτικές που στοχοθετούν συγκεκριμένα προβλήματα με διαφοροποιημένο τρόπο· επισημαίνει ότι, σε ορισμένες από τις χώρες που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση, η πολιτική συνοχής αντιπροσωπεύει μεγάλο μέρος των συνολικών δημόσιων επενδύσεων·
150. πιστεύει ότι η στρατηγική για την περίοδο μετά την κρίση θα είναι περισσότερο αποτελεσματική αν οι περιφέρειες και οι πόλεις συμμετέχουν στην εφαρμογή της· η πολυεπίπεδη διακυβέρνηση παρέχει ευρύτερο χώρο πολιτικής, δίνοντας τη δυνατότητα να προωθηθεί αποτελεσματικότερα η ανάκαμψη της οικονομίας στην ΕΕ, δεδομένου ότι τα περιφερειακά και τοπικά επίπεδα ευρωπαϊκής διακυβέρνησης έχουν την ικανότητα να μεταφράζουν τους ευρωπαϊκούς γενικούς στρατηγικούς στόχους στις εδαφικές ιδιαιτερότητές τους και την ικανότητα να κινητοποιούν τα εργαλεία πολιτικής που διαθέτουν καθώς και τον ενθουσιασμό όλων των εταίρων – των επιχειρήσεων, της ακαδημαϊκής κοινότητας και της κοινωνίας των πολιτών·
151. επισημαίνει ότι σήμερα υπάρχουν πολλά εργαλεία πολιτικής στο τοπικό και περιφερειακό επίπεδο διακυβέρνησης· τόσο η καινοτομία, που μπορεί να αποδώσει αυξήσεις παραγωγικότητας, όσο και η οικολογική ανάπτυξη, που μπορεί να δημιουργήσει νέα ζήτηση και νέες αγορές, προϋποθέτουν εστίαση σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, καθώς και μια τοπικά προσδιορισμένη και ολοκληρωμένη προσέγγιση στις επενδυτικές και αναπτυξιακές πολιτικές· μια περιφέρεια, μια πόλη, μια κωμόπολη ή μια αγροτική περιοχή μπορεί να αποτελέσει έναν χώρο όπου μπορούν να συγκεντρωθούν όλοι οι εταίροι και να βρεθούν όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την επίτευξη λύσης·
152. εκφράζει επομένως ανησυχία για την έλλειψη προόδου στη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων προς κοινότητες, δεδομένου ότι οι τοπικές και αγροτικές κοινότητες παρέχουν ευκαιρίες στο πεδίο της οικονομίας, της απασχόλησης και της κοινοτικής συγκρότησης, καθώς και ότι η παροχή υποστήριξης προς τις κοινότητες αυτές επιτρέπει τον περιορισμό του αποκλεισμού ενισχύοντας τον κοινοτικό ιστό και προσδίδοντάς τους με τον τρόπο αυτό αυξημένη δυνατότητα απορρόφησης·
153. επισημαίνει ότι, καθώς οι περιφέρειες θα αποκτούν ολοένα και πιο καθοριστική θέση στο οικονομικό πρόγραμμα της ΕΕ, ο δανεισμός σε τοπικό επίπεδο πρέπει να ενισχυθεί, και ότι τούτο μπορεί να τονωθεί μέσω ισχυρών περιφερειακών τραπεζών· επισημαίνει ότι η κανονιστική ρύθμιση του κλάδου των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ανάγκη τόνωσης της επιχειρηματικότητας και της χρηματοδότησης των ΜΜΕ, και ότι η παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης προς τις ΜΜΕ στο πλαίσιο της πολιτικής συνοχής πρέπει να κινηθεί προς τη χρηματοδότηση από κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών, πράγμα που θα επέτρεπε μεγαλύτερη συμμετοχή του τραπεζικού τομέα και αποτελεσματικότερη χρήση των διαρθρωτικών πόρων·
154. καλεί για περαιτέρω μεταρρύθμιση της σημερινής δομής της πολιτικής συνοχής ώστε να καταστεί δυνατή η ταχύτερη και αποτελεσματικότερη παροχή πόρων στα κράτη μέλη, στις περιφέρειες και στις πόλεις· τονίζει ότι απαιτείται μεγαλύτερη ευελιξία και ότι η Επιτροπή πρέπει να το λάβει υπόψη καθώς θα σχεδιάζει τη μελλοντική πολιτική συνοχής·
155. κρίνει ότι κάθε μακροπρόθεσμη επενδυτική στρατηγική της ΕΕ που στηρίζεται από την πολιτική συνοχής πρέπει να συνδέεται με αποτελέσματα όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα, την καινοτομία, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την πράσινη ανάπτυξη, καθώς και με βελτιώσεις στον τομέα της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ιδίως μεταξύ παλαιών και νέων κρατών μελών·
ΕΕ 2020
156. ζητεί η στρατηγική για την ΕΕ του 2020 να υπακούει σε μια ευρύτερη πολιτική αντίληψη για το μέλλον της ΕΕ ως ανταγωνιστικής, κοινωνικής και βιώσιμης Ένωσης που θέτει στο επίκεντρο της χάραξης πολιτικής τον άνθρωπο και την προστασία του περιβάλλοντος·
157. πιστεύει ότι, για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί, είναι ήδη ώρα για στενό συντονισμό των μακροοικονομικών πολιτικών μας, με πρωταρχικό στόχο την αύξηση του αναπτυξιακού δυναμικού της Ένωσης και με εστίαση σε ένα μοντέλο βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης, διαφορετικά κανένα από τα προβλήματά μας δεν θα μπορέσει να επιλυθεί· εκτιμά ότι αυτό θα πρέπει να είναι το επίκεντρο της νέας στρατηγικής «ΕΕ 2020»·
158. αναγνωρίζει ότι, για να αποφευχθούν τυχόν απαντήσεις στην κρίση του ευρώ που θα κατέληγαν σε μια μακρά περίοδο οικονομικής στασιμότητας, η Ένωση θα πρέπει ταυτόχρονα να εφαρμόσει μια στρατηγική που θα επιταχύνει τη βιώσιμη οικονομική μεγέθυνση, με παράλληλες μεταρρυθμίσεις για την αποκατάσταση και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας·
159. σημειώνει τους πέντε πρωταρχικούς στόχους που συμφωνήθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για το ποσοστό απασχόλησης, την έρευνα και ανάπτυξη, τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, τα επίπεδα εκπαίδευσης και την κοινωνική ένταξη· τονίζει ότι αυτοί οι πρωταρχικοί στόχοι θα πρέπει να διατυπώνονται στο πλαίσιο μιας συγκροτημένης και συνεκτικής στρατηγικής βιώσιμης ανάπτυξης που θα συνδυάζει τα προγράμματα πολιτικής στον οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό τομέα·
160. θεωρεί ότι η παιδεία πρέπει να βρεθεί στο επίκεντρο της οικονομικής στρατηγικής της Ένωσης για την ανύψωση της συνολικής ποιότητας όλων των επιπέδων εκπαίδευσης και κατάρτισης στην ΕΕ, με συνδυασμό της αριστείας και της ισοτιμίας και με μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού μοντέλου· πιστεύει ότι, για την Ένωση, η παιδεία θα πρέπει να αποτελεί δημόσιο αγαθό, με επενδύσεις σε όλες τις πτυχές του εκπαιδευτικού συστήματος, στην ποιότητα της εκπαίδευσης και σε μια διεύρυνση της πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση· προτείνει να δημιουργηθεί σε ευρωπαϊκή κλίμακα ένα μόνιμο, χωρίς αποκλεισμούς σύστημα διά βίου μάθησης, που να εμπεριέχει τη γενίκευση των προγραμμάτων Erasmus και Leonardo για την κινητικότητα στον τομέα της εκπαίδευσης και της κατάρτισης· τονίζει ότι είναι κατεπείγουσα ανάγκη να αυξηθεί το ύψος των επενδύσεων στον τομέα της Ε&Α, ιδίως ενόψει της ενδιάμεσης αξιολόγησης του 7ου ΠΠ και των επόμενων δημοσιονομικών προοπτικών της ΕΕ·
161. σημειώνει ότι κεντρικά σημεία πρέπει να είναι η αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων και η προώθηση μιας αποτελεσματικής αντιστοίχισης των επαγγελματικών προσόντων και των αναγκών της αγοράς· πιστεύει ότι πρέπει να αναπτυχθούν οι συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα στην εκπαίδευση, και ότι η διασυνοριακή κινητικότητα φοιτητών και ερευνητών με προγράμματα ανταλλαγών και πρακτικής άσκησης θα πρέπει να αξιοποιηθεί για να βελτιωθεί η διεθνής ελκυστικότητα των ευρωπαϊκών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ η διατήρηση του στόχου της διάθεσης του 3% του ΑΕγχΠ για σκοπούς έρευνας και ανάπτυξης θα προωθήσει την καινοτομία μέσω της έρευνας και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης·
162. θεωρεί ότι η στρατηγική Ευρώπη 2020, όπως προτείνεται από την Επιτροπή, θα πρέπει να επικεντρώνεται στην απογραφειοκρατικοποίηση της εσωτερικής αγοράς, μειώνοντας τις διοικητικές επιβαρύνσεις των επιχειρήσεων κατά 25% έως το 2012, και στην αύξηση της αποδοτικότητάς της με τη χρήση του διαδικτύου ως άξονα μιας ηλεκτρονικής αγοράς που θα περιλαμβάνει ολόκληρη την επικράτεια της ΕΕ, δημιουργώντας νέες υπηρεσίες και θέσεις εργασίας·
163. θεωρεί ότι η δομή διακυβέρνησης της στρατηγικής της Ευρώπης 2020 θα πρέπει να ενισχυθεί ώστε να διασφαλιστεί η επίτευξη του στόχου της· θεωρεί ότι, προκειμένου να επιτύχει η νέα στρατηγική, είναι απαραίτητη η ευρύτερη χρήση δεσμευτικών μέτρων και όχι η συνέχιση της χρήσης της ανοιχτής μεθόδου συντονισμού στον τομέα της οικονομικής πολιτικής· καλεί το Συμβούλιο και την Επιτροπή να προτείνουν οικονομική στρατηγική για την οικονομική ανάκαμψη, η οποία να βασίζεται κυρίως σε μέσα της ΕΕ και όχι σε διακυβερνητικές πρωτοβουλίες·
164. έχει επίγνωση του γεγονότος ότι μια καλή διακυβέρνηση ή μια οικονομική κυβέρνηση δεν θα αρκούσε από μόνη της για να εξασφαλίσει στην ΕΕ τη στρατηγική ανάπτυξης που είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση της κρίσης και του διεθνούς ανταγωνισμού· είναι ωστόσο πεπεισμένο ότι δέκα χρόνια ΟΝΕ απέδειξαν πόσο μια τέτοια στρατηγική είναι απαραίτητη στο πλαίσιο sui generis του ευρώ·
165. εμμένει στην άποψη ότι η στρατηγική για την ΕΕ του 2020 πρέπει να συμπεριλάβει ως στόχο τη μείωση κατά το ήμισυ της φτώχειας στην ΕΕ, και επισημαίνει ότι η πλειονότητα των Ευρωπαίων που ζουν σήμερα σε συνθήκες φτώχειας ή που κινδυνεύουν να περιπέσουν σε τέτοιες συνθήκες είναι γυναίκες, ιδιαίτερα ηλικιωμένες, μετανάστριες, μητέρες μονογονικών οικογενειών και άτομα που παρέχουν φροντίδα· επιπλέον, πιστεύει ότι θα πρέπει να καθιερωθεί ένας μακροπρόθεσμος σχεδιασμός των προοπτικών της ζωής, δεδομένου ότι η φτώχεια των γονέων έχει άμεση επίπτωση στη ζωή, την ανάπτυξη και το μέλλον των παιδιών·
166. ζητεί να υπάρξει μια φιλόδοξη μακροπρόθεσμη στρατηγική κατά της φτώχειας με στόχο τη μείωση των ανισοτήτων και του κοινωνικού αποκλεισμού, η οποία να έχει μακρόπνοους στόχους για τη μείωση της φτώχειας και την καταπολέμηση του φαινομένου των εργαζόμενων φτωχών· προτείνει σχετικά να καθοριστεί μια πολιτική-πλαίσιο της ΕΕ για τα συστήματα ελάχιστου εισοδήματος, λαμβανομένων υπόψη της αρχής της επικουρικότητας, των ανόμοιων πρακτικών, της συλλογικής διαπραγμάτευσης και του εθνικού δικαίου στα κράτη μέλη, και βάσει ευρωπαϊκών κριτηρίων που θα διαφοροποιούνται αναλόγως του βιοτικού επιπέδου σε κάθε κράτος μέλος· ζητεί επίσης να υπάρξει επίδομα τέκνων, που θα εξυπηρετεί τον προαναφερθέντα στόχο της μείωσης της φτώχειας, των ανισοτήτων και του κοινωνικού αποκλεισμού·
167. θεωρεί ότι τα κράτη μέλη πρέπει να οργανώσουν συζητήσεις στο πλαίσιο των εθνικών τους κοινοβουλίων πριν από την έγκριση του προγράμματός τους σταθερότητας και ανάπτυξης (ΕΕ 2020)·
Καινοτομία
168. σημειώνει ότι ο πίνακας αποτελεσμάτων της Επιτροπής στον τομέα της καινοτομίας δείχνει ότι η Ευρώπη υστερεί ακόμη σημαντικά έναντι της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ σε ό,τι αφορά την έρευνα και την καινοτομία·
169. πιστεύει ότι, πέρα από τη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να υιοθετήσει μια πιο ενεργητική και συντονισμένη προσέγγιση για τη χρηματοδότηση της έρευνας και της καινοτομίας και να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των νέων τομέων απασχόλησης και της προσέλκυσης ιδιωτικών επενδύσεων·
170. σημειώνει ότι η μετάβαση σε μια αποδοτική από άποψη ενέργειας οικονομία, ως τρόπος αύξησης της ενεργειακής ασφάλειας της ΕΕ, πρέπει να είναι μία από τις προτεραιότητες της Επιτροπής και των κρατών μελών· φρονεί ότι η ΕΕ θα πρέπει να ενθαρρύνει την καινοτομία στον τομέα της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, αποδίδοντας έμφαση στις τοπικές πηγές χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα·
171. φρονεί ότι οι διασυνδέσεις του ενεργειακού δικτύου έχουν καίρια σημασία για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στον ενεργειακό τομέα, καθώς και για την επέκταση της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές· τονίζει τη σπουδαιότητα της ανάπτυξης ευφυών δικτύων·
172. τονίζει ότι οι ΜΜΕ πρέπει να είναι ο βασικός άξονας της ανάπτυξης τεχνολογιών ανανεώσιμων πηγών και ενεργειακής απόδοσης· σημειώνει ότι η δημιουργία χρηματοπιστωτικών μέσων για την ενθάρρυνση της ενεργειακής απόδοσης και της καινοτομίας στον τομέα της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές έχει ζωτική σημασία·
173. θεωρεί ότι οι επενδύσεις για την ανανέωση του κτιριακού αποθέματος και τις συλλογικές μεταφορές πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητα, ώστε να μειωθεί το κόστος της ενέργειας και η ενεργειακή ένδεια και να αρχίσει ένας ενάρετος κύκλος·
174. υποστηρίζει μια δίκαιη και ισότιμη σταδιακή μετάβαση προς μια πράσινη οικονομία· πιστεύει ότι η απώλεια θέσεων εργασίας που απορρέει από τη μετάβαση πρέπει να αντιμετωπιστεί προβλεπτικά με την ενίσχυση της κατάρτισης και των δεξιοτήτων των εργαζομένων σε ό,τι αφορά τις νέες τεχνολογίες· σημειώνει ότι η έλλειψη καυσίμων αποτελεί σημαντικό και διογκούμενο πρόβλημα·
175. καλεί την Επιτροπή να αναπτύξει και να προτείνει μηχανισμό σύμφωνα με τον οποίον θα προσφέρεται στις ΜΜΕ και σε άλλους καινοτόμους φορείς χρηματοδότηση άμβλυνσης του κινδύνου σε πλαίσιο σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, με κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών (private equity funds), ενώ κονδύλια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων σε συνδυασμό με δημόσια κονδύλια από τα κράτη μέλη, και με στήριξη από μηχανισμούς εγγύησης κατά κινδύνων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων που θα επιμερίζονται μέσω του κεφαλαίου ιδιωτικών συμμετοχών, θα δίνουν στα έργα τη δυνατότητα να κινητοποιήσουν ιδιωτικές επενδύσεις σε ποσοστό μέχρι και 80%·
176. υποστηρίζει τη δημιουργία χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία θα παρέχουν χρηματοδότηση για σχέδια καινοτομίας σε ολόκληρη την Ένωση, δεδομένου ότι τα σχέδια αυτά έχουν κρίσιμη σημασία για τη μελλοντική βιώσιμη ανάπτυξη·
177. καλεί την Επιτροπή να εργασθεί για να αρθούν τα διοικητικά εμπόδια και να βελτιώσει τις συνθήκες καινοτομίας, καθιερώνοντας, για παράδειγμα, ενιαίο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της ΕΕ· σημειώνει ότι τα καλών προθέσεων προγράμματα που αποσκοπούν στην προώθηση της ανταγωνιστικότητας και στη διαμόρφωση μιας βιώσιμης οικονομίας δεν λειτουργούν σωστά όσο αποθαρρύνεται η συμμετοχή των ΜΜΕ, των πανεπιστημίων και των πολυεθνικών στα ευρωπαϊκά προγράμματα·
178. σημειώνει ότι οι χρηματοπιστωτικές και νομισματικές πολιτικές δεν υποκαθιστούν τη διαρθρωτική μεταρρύθμιση, η οποία πρέπει να αντιμετωπίσει βασικές αδυναμίες της ευρωπαϊκής οικονομίας, όπως είναι η κατακόρυφη αύξηση των χρεών και των ελλειμμάτων, η γήρανση του πληθυσμού, η πιθανότητα εκτίναξης του πληθωρισμού ή διαδικασίας αποπληθωρισμού, η υψηλή πιθανότητα αναζωπύρωσης του πληθωρισμού, οι κίνδυνοι για τις βιομηχανίες που προκαλούνται από πολιτικές για την αλλαγή του κλίματος, ιδίως λόγω της αβεβαιότητας σχετικά με νέους στόχους και νέες προδιαγραφές, η χαμηλή παραγωγικότητα και η έλλειψη ανταγωνιστικότητας· ζητεί να χρησιμοποιείται το δημόσιο χρήμα με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο· πιστεύει ότι για την υιοθέτηση συντονισμένων πολιτικών και στόχων πρέπει να ληφθούν υπόψη οι διαφορές στη χρονική κλιμάκωση και στην ένταση της κρίσης καθώς και οι ανόμοιες προηγούμενες δημοσιονομικές και νομισματικές θέσεις των επιμέρους κρατών μελών· πιστεύει ότι οι προσπάθειες αυτές θα οδηγήσουν σε ταχύτερη πραγματική σύγκλιση των εθνικών οικονομιών·
179. εκτιμά ότι η ευρωπαϊκή στρατηγική επιτυχούς επίλυσης του προβλήματος πρέπει να βασίζεται σε υγιείς δημοσιονομικές πολιτικές που ενθαρρύνουν την καινοτομία, την εκπαίδευση και την απασχολησιμότητα του εργατικού δυναμικού – ο μόνος τρόπος για να δοθεί ώθηση στην παραγωγικότητα, στην απασχόληση και στη βιώσιμη ανάπτυξη·
180. επισημαίνει ότι η αντιμετώπιση της αλλαγής του κλίματος και της σπανιότητας των πόρων, καθώς και η ανάσχεση της απώλειας της βιοποικιλότητας, συνιστούν συνθήκες-πλαίσια για την μελλοντική ευρωπαϊκή οικονομική ανάπτυξη· επισημαίνει ότι η ανάπτυξη αυτή πρέπει, συνεπώς, να βασίζεται στην αποσύνδεση της οικονομικής ανάπτυξης από τη χρήση των πόρων, στις πράσινες καινοτομίες και στη βιώσιμη από οικολογικής άποψης οικονομική πρόοδο·
181. χαιρετίζει τη στρατηγική που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το 2007, η οποία επιδιώκει την ενίσχυση της ενεργειακής ανεξαρτησίας της ΕΕ και τον προσδιορισμό σαφών δεσμεύσεων όσον αφορά την καταπολέμηση της αλλαγής του κλίματος· θεωρεί ότι η κρίση τόνισε περαιτέρω τη σπουδαιότητα της στρατηγικής αυτής· εκτιμά ωστόσο ότι, για να επιτύχει, η στρατηγική αυτή, πέρα από τα στοιχεία ρύθμισης της εσωτερικής αγοράς, πρέπει να μεταφραστεί σε πιο φιλόδοξες δράσεις της Ένωσης·
Απασχόληση
182. θεωρεί ότι μία από τις μεγάλες προκλήσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η διατήρηση της ανταγωνιστικότητάς της, η ενίσχυση της ανάπτυξης και η καταπολέμηση της υψηλής ανεργίας·
183. επαναλαμβάνει ότι η απασχόληση υψηλής ποιότητας πρέπει να αποτελέσει κύρια προτεραιότητα της στρατηγικής για το 2020 και ότι μια αυξημένη έμφαση στην εύρυθμη λειτουργία των αγορών εργασίας και στις κοινωνικές συνθήκες είναι ζωτικής σημασίας προκειμένου να βελτιωθούν οι επιδόσεις στον τομέα της απασχόλησης· ζητεί, ως εκ τούτου, μια νέα ατζέντα για την προώθηση της αξιοπρεπούς εργασίας, την εξασφάλιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε όλη την Ευρώπη και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας·
184. πιστεύει ότι η νέα στρατηγική πρέπει να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στην αξιοπρεπή εργασία, όπου περιλαμβάνεται και η καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας, και στη διασφάλιση της επανένταξης στην αγορά εργασίας των ατόμων που προς το παρόν αποκλείονται από αυτή·
185. εκτιμά ότι η νέα στρατηγική πρέπει να ενθαρρύνει τις αγορές εργασίας που βελτιώνουν τα κίνητρα και τις συνθήκες εργασίας για τους εργαζομένους, αυξάνοντας, παράλληλα, τα κίνητρα προκειμένου οι εργοδότες να προσλαμβάνουν και να διατηρούν προσωπικό·
186. επισημαίνει ότι είναι σημαντικό να εξετασθεί η συνεχής μείωση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης σε παγκόσμιο επίπεδο· λαμβανομένων υπόψη των προβλεπόμενων μακροπρόθεσμων ελλείψεων σε εργατικό δυναμικό, οφείλουμε να στρέψουμε το βλέμμα πέρα από την παρούσα κρίση και να αναζητήσουμε ευρωπαϊκά συστήματα που θα επιτρέψουν την εισροή «μεταναστών της γνώσης» και θα αποτρέψουν μια «φυγή ευρωπαϊκών εγκεφάλων'·
187. εκτιμά ότι μια ισχυρή και αποφασιστική δράση για την απασχόληση είναι ακόμα περισσότερο αναγκαία στον βαθμό που η Ένωση διατρέχει τον κίνδυνο μιας οικονομικής ανάκαμψης χωρίς δημιουργία βιώσιμων θέσεων εργασίας·
188. καλεί την Ένωση να συνδυάσει τη δράση της υπέρ της απασχόλησης με μέτρα καταπολέμησης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, όπως και με μια εύρυθμη εσωτερική αγορά εργαζομένων εντός της ΕΕ, ώστε η κρίση να μην αυξήσει ακόμα περισσότερο τις ανισότητες·
189. καλεί τα κράτη μέλη και την Επιτροπή να επιτύχουν μέχρι το 2020 ένα ποσοστό απασχόλησης ύψους 75% για τους άνδρες και τις γυναίκες, περιορίζοντας τον κατακερματισμό της αγοράς εργασίας και εντείνοντας τις προσπάθειες για την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ εργασίας, ευθυνών παροχής φροντίδας και οικογενειακής ζωής·
190. θεωρεί ότι οι προσπάθειες για τη στήριξη της δημιουργίας θέσεων εργασίας πρέπει να επικεντρώνονται στην απασχόληση των νέων, πράγμα το οποίο με τη σειρά του επιβάλλει την περαιτέρω παροχή προγραμμάτων που λαμβάνουν υπόψη το ζήτημα των φύλων για να εφοδιάσουν τους νέους με τις δεξιότητες που απαιτούνται στην πραγματική οικονομία·
191. τονίζει την ανάγκη να δημιουργηθούν ανταγωνιστικές και χωρίς αποκλεισμούς αγορές εργασίας, οι οποίες θα παρέχουν μεγαλύτερη ευελιξία στους εργοδότες ενώ ταυτόχρονα θα εξασφαλίζουν επιδόματα ανεργίας συνδυαζόμενα με ενεργό στήριξη για την εκ νέου επίτευξη απασχολησιμότητας σε περίπτωση απώλειας της θέσης εργασίας·
192. εκτιμά ότι, ενώ η παιδεία πρέπει να παραμείνει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, οι επενδύσεις της ΕΕ και η σε επίπεδο ΕΕ αναγνώριση των προσόντων είναι αναγκαίες σε όλες τις πτυχές του εκπαιδευτικού συστήματος, στην ποιότητα της εκπαίδευσης και σε μια επέκταση της πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση· προτείνει να δημιουργηθεί σε ευρωπαϊκή κλίμακα ένα μόνιμο και χωρίς αποκλεισμούς σύστημα κατευθυντήριων γραμμών διά βίου μάθησης, που να εμπεριέχει τη γενίκευση των ενωσιακών προγραμμάτων Erasmus και Leonardo για την κινητικότητα στον τομέα της εκπαίδευσης και της κατάρτισης·
193. υπενθυμίζει ότι η απασχόληση αποτελεί έναν από τους κυριότερους παράγοντες της οικονομίας, δεδομένου ότι συμβάλλει στην αγοραστική δύναμη· θεωρεί ότι η ΕΕ πρέπει να επιδιώξει τον στόχο μιας πλήρους, ποιοτικής απασχόλησης και ότι η βιώσιμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς εξαρτάται από μια αγορά εργασίας που θα προσφέρει αξιοπρεπή εργασία και θα ευνοεί την καινοτομία·
194. καλεί τα κράτη μέλη να αντιμετωπίσουν με μέτρα πολιτικής στον τομέα της αγοράς εργασίας τόσο τις κυκλικές όσο και τις μακροπρόθεσμες διαστάσεις της ανεργίας·
195. είναι της άποψης ότι η Ευρώπη χρειάζεται στέρεη ανάπτυξη για τη στήριξη του κοινωνικού της συστήματος, το οποίο συμβάλλει στην ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής κοινωνικής οικονομίας της αγοράς·
196. σημειώνει ότι είναι σημαντικό να διευκολυνθεί η κινητικότητα, η οποία καθιστά επίσης ευκολότερη για τις εταιρείες την εξεύρεση των δεξιοτήτων τις οποίες χρειάζονται και καλύτερη τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, ακόμη και σε περίπτωση κρίσης· σημειώνει ότι η κινητικότητα των εργαζομένων πρέπει να συνοδεύεται από βελτίωση των συνθηκών εργασίας·
Δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης μέσω της υποστήριξης των ΜΜΕ
197. επισημαίνει ότι οι ΜΜΕ και οι επιχειρηματίες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο σε όλες τις οικονομίες και αποτελούν την κύρια πηγή νέων θέσεων εργασίας και εισοδήματος, όπως και κινητήρια δύναμη για την καινοτομία και την ανάπτυξη· εκτιμά ότι οι ΜΜΕ έχουν ζωτική σημασία για τη μελλοντική ανάπτυξη, μεγέθυνση και ευημερία στην ΕΕ και ότι η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ΕΕ μπορεί να ενισχυθεί με την απόδοση προτεραιότητας στις ΜΜΕ·
198. πιστεύει ότι είναι καιρός να αντικρίσουμε το μέλλον και να αντλήσουμε διδάγματα από το παρελθόν, επιτυγχάνοντας έτσι με την πάροδο του χρόνου τις διαρθρωτικές αλλαγές που θα καταστήσουν τις ΜΜΕ μας ανταγωνιστικότερες και έτοιμες να αντιμετωπίσουν την πρόσθετη πίεση που θα προέλθει από το παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον και από την ικανότητα των ανταγωνιστών μας να εισέρχονται σε ολοένα πιο καινοτόμες αγορές, και με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζοντας πιθανώς θέσεις εργασίας για πολλά από τα πιο ευάλωτα μέλη του εργατικού δυναμικού και τις οικογένειές τους·
199. αναγνωρίζει ότι πρέπει να επανεξεταστεί ο τρέχων ορισμός της ΜΜΕ στην ΕΕ και ότι το κριτήριο όσον αφορά τον αριθμό των απασχολουμένων πρέπει να αναθεωρηθεί προς τα κάτω, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα για πιο στοχευμένες πολιτικές για τις ΜΜΕ·
200. διαπιστώνει ότι ο φιλόδοξος στόχος τού να στραφούν η βιομηχανία και οι ΜΜΕ προς την καινοτομία δεν θα επιτευχθεί απλώς με τη βελτίωση των όρων πρόσβασης σε κεφάλαια εν γένει, αλλά ότι θα πρέπει επίσης να επιδιωχθεί η διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης·
201. είναι της άποψης ότι, στο πλαίσιο της ανάκαμψης, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στον ρόλο των ΜΜΕ όσον αφορά τη παραγωγικότητα και τη δημιουργία νέων στοιχείων ενεργητικού και, συνεπώς, πρέπει να εφαρμοστούν μηχανισμοί για την αποτροπή της εξόδου των ΜΜΕ από την αγορά, που θα αύξανε την ανεργία και θα παρέτεινε την οικονομική αδυναμία· πιστεύει ότι πρέπει επίσης να εξασφαλιστεί η αποδοτική κατανομή των πόρων του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου·
202. εκτιμά ότι οι ΜΜΕ πρέπει να θεωρούνται κινητήριος μοχλός για τις μικρότερης κλίμακας επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από τους πόρους συνοχής· πιστεύει ότι ένα κομβικό στοιχείο στη διαδικασία αυτή είναι η χορήγηση πόρων σε πανεπιστήμια και η προώθηση συμπράξεων με ΜΜΕ·
203. διαπιστώνει ότι η εσωτερική αγορά της ΕΕ βοηθά στη δημιουργία ενός γόνιμου επιχειρηματικού περιβάλλοντος σε όλη την Ένωση, από το οποίο επωφελούνται και οι καταναλωτές· έχει επίγνωση, εντούτοις, ότι οι ΜΜΕ αντιμετωπίζουν πολλές προκλήσεις στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς και συχνά λειτουργούν κάτω από την ελάχιστη αποδοτική κλίμακά τους, και ότι, ειδικότερα σε μικροοικονομικό επίπεδο, υπάρχει ανάγκη ενίσχυσης των ΜΜΕ, ώστε να μπορούν να δραστηριοποιηθούν στο σύνολο της εσωτερικής αγοράς και να έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση σε πληροφόρηση σχετικά με τις δυνατότητές που τους ανοίγονται για να δημιουργήσουν πλατφόρμες σε διευρωπαϊκή κλίμακα, και ότι μόνο τότε θα μπορέσουν οι ΜΜΕ να εκμεταλλευτούν πλήρως τις επιχειρηματικές δυνατότητές τους, να βρουν κατάλληλες συμπληρωματικότητες και, τελικά, τους τρόπους πρόσβασης στις αγορές σε ολόκληρη την Ένωση·
204. εκτιμά ότι, μεταξύ άλλων, είναι προς το συμφέρον της Ευρώπης να διατηρεί δραστήριους και παραγωγικούς τους πολίτες μετά τη σύνταξη και ότι η απώλεια της εμπειρογνωσίας τους μπορεί να μετριασθεί εάν ενθαρρύνονται οι γηραιότεροι πολίτες να παραμείνουν επαγγελματικά δραστήριοι, μέσα σε χαλαρότερες δομές και δίκτυα, στη βάση της ενασχόλησής τους με τα κοινά και της σύνδεσής τους με οικονομικούς φορείς και με την πανεπιστημιακή κοινότητα· πιστεύει ότι οι ΜΜΕ θα μπορούσαν να επωφεληθούν από αυτό το δίκτυο των άτυπων συμβουλευτικών δομών, δεδομένου ότι οι περισσότερες ΜΜΕ δεν έχουν τις οικονομικές δυνατότητες να ζητήσουν παρόμοιες υπηρεσίες από εξειδικευμένους συμβούλους· επισημαίνει ότι η συσσωρευμένη γνώση των γηραιότερων πολιτών πρέπει να διαδίδεται προς όφελος όλων, με τη δημιουργία δικτύου σε επίπεδο ΕΕ·
205. καλεί την Ευρωπαϊκή Ένωση να υποστηρίξει το πλέγμα των ΜΜΕ της –οι οποίες αποτελούν την αιχμή του δόρατος για τη δημιουργία απασχόλησης στο εσωτερικό της– διευκολύνοντας την πρόσβασή τους στην πιστοδότηση, και ιδίως υποστηρίζοντας τα συστήματα εγγύησης και τη δημιουργία νέων τυποποιημένων προϊόντων που θα επιτρέπουν τον συνδυασμό δανείων και ιδίων κεφαλαίων για τις μικρότερες επιχειρήσεις· ζητεί από την Ένωση να δημιουργήσει ένα ταμείο Εγγυήσεων της ΕΕ για τις ΜΜΕ· ζητεί επίσης να γίνει αξιολόγηση των υφιστάμενων συστημάτων χρηματοδότησης, ιδίως του προγράμματος ΠΚΠ, και να ληφθεί μέριμνα προκειμένου να καταστούν σε όλα τα κράτη μέλη προσπελάσιμα στις επιχειρήσεις τα δάνεια με στήριξη της ΕΕ και να αναπτυχθούν οι υπηρεσίες προς τις ΜΜΕ και οι δομές κοινωνικού διαλόγου·
206. καλεί την Ένωση να θέσει ως στόχο την πιο ισόρροπη σύνθεση της χρηματοδότησης των ΜΜΕ· επισημαίνει ότι θα πρέπει να αυξηθεί το μερίδιο χρηματοδότησης των ΜΜΕ από τις κεφαλαιαγορές· είναι της άποψης ότι το μερίδιο της χρηματοδότησης των ΜΜΕ μέσω κεφαλαιαγορών, κεφαλαίου επιχειρηματικών συμμετοχών, «επιχειρηματικών αγγέλων» και συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα πρέπει να αυξηθεί και να τονωθεί· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να μειώσουν σημαντικά τη γραφειοκρατία για τις ΜΜΕ στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων και να περιορίσουν τη γραφειοκρατία εν γένει, διάβημα που έχει ζωτική σημασία για τις ΜΜΕ·
207. υποστηρίζει τη δημιουργία ειδικευμένων χρηματιστηρίων αποκλειστικά για τις ΜΜΕ, τα οποία θα έχουν περιορισμένους φραγμούς εισόδου ώστε να διευκολύνεται η διαδικασία ισότιμης αντιμετώπισης· εκτιμά ότι οι ΜΜΕ πρέπει να επικεντρωθούν περισσότερο στην ισοτιμία και, υπό το πρίσμα αυτό, προτείνει την άρση των φορολογικών αντικινήτρων και για τα δύο σκέλη της αγοράς, τους επενδυτές και την αγορά·
208. καλεί τα κράτη μέλη της ΕΕ να μελετήσουν μέτρα για τον συντονισμό της φορολογίας των ΜΜΕ· εκτιμά ότι η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς για την παροχή διασυνοριακής χρηματοδότησης και επιχειρηματικών ευκαιριών για τις ΜΜΕ έχει καίρια σημασία για την ανάκαμψη της ΕΕ·
209. τονίζει ότι θα ήταν άκρως επιθυμητή η δημιουργία μιας οργανικής σχέσης μεταξύ της βιομηχανίας και της καινοτομίας και, κατά συνέπεια, και της εκπαίδευσης· οι καινοτόμοι, περιλαμβανομένων των ΜΜΕ, πρέπει να βρεθούν στην πρώτη γραμμή των επενδύσεων τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο· επισημαίνει ότι, εξ ορισμού, οι νεοσύστατες καινοτόμες ΜΜΕ παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο χρεοκοπίας, και για τον λόγο αυτό πρέπει να επανεξετασθούν σε βάθος οι δυνατότητες χρηματοδότησής τους και οι σχετικές δραστηριότητες· τονίζει ότι, εφόσον οι νεότευκτοι αυτοί καινοτόμοι βρίσκονται στη πιο δύσκολη θέση για να βρουν χρηματοδότηση μέσω του τραπεζικού συστήματος, θα πρέπει να καθορισθούν συστήματα εγγύησης των πιστώσεων ειδικά γι' αυτούς·
210. προτείνει να θεσπίσει η Επιτροπή ένα πρόγραμμα «μία ΜΜΕ – μία θέση εργασίας» δημιουργώντας ένα νέο χρηματοδοτικό μέσο σε επίπεδο ΕΕ, προκειμένου να τονώσει τη δραστηριότητα των ΜΜΕ στην Ένωση· εκτιμά ότι θα πρέπει να επιτευχθεί μια πιο ισόρροπη σύνθεση της χρηματοδότησης των ΜΜΕ·
211. ζητεί αναθεώρηση του εγγράφου «Small Business Act», μεταξύ άλλων με την ενσωμάτωση δεσμευτικών ρυθμίσεων που θα εφαρμόζονται σε όλα τα κράτη μέλη, και τη θέσπιση μιας νέας Social Small Business Act που θα αποτελεί αναγκαία ενίσχυση της ευρωπαϊκής κοινωνικής οικονομίας της αγοράς στην μετά την κρίση εποχή·
212. συνιστά τη δημιουργία μονοθυριδικής εξυπηρέτησης· η μονοθυριδική αυτή εξυπηρέτηση είναι απαραίτητη για κάθε διοικητικό ζήτημα που αφορά τις ΜΜΕ· πιστεύει ότι ο περιορισμός του διοικητικού φόρτου που βαρύνει τις ΜΜΕ έχει μεγάλη σημασία, όπως και η ενσωμάτωση μιας κοινωνικής συνιστώσας στην ευρωπαϊκή νομοθεσία που αφορά τις ΜΜΕ· θεωρεί ότι η Ευρώπη πρέπει να καταστεί η φιλικότερη προς τις ΜΜΕ περιοχή του κόσμου·
Ανάπτυξη
213. σημειώνει ότι, μολονότι μερικές από τις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες φαίνεται να έχουν αποφύγει τις χειρότερες συνέπειες της κρίσης, 40% των αναπτυσσόμενων χωρών έχουν εντούτοις εκτεθεί σε μεγάλο βαθμό στις συνέπειες της χρηματοπιστωτικής κρίσης και, ως αποτέλεσμα, εκτιμάται ότι 90 εκατομμύρια άτομα θα βυθιστούν στη φτώχεια·
214. ζητεί να επιβεβαιωθούν εκ νέου οι δεσμεύσεις για τη διάθεση του 0,7% του ΑΕΕ των κρατών μελών σε αναπτυξιακή βοήθεια και να διερευνηθούν πρόσθετες καινοτόμες πηγές χρηματοδότησης, ώστε να κλείσει το χρηματοδοτικό χάσμα που οφείλεται στη συρρίκνωση των οικονομιών στον αναπτυσσόμενο κόσμο·
215. ζητεί από τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, και ειδικότερα τις πολυεθνικές, να εξασφαλίζουν την κοινωνική ευθύνη των επιχειρήσεων στις οποίες αναθέτουν εργολαβικά εργασίες στο πλαίσιο της αλυσίδας παραγωγής·
Παγκόσμια διακυβέρνηση
216. αναγνωρίζει τις αδυναμίες και τα προβλήματα που προκαλούνται από την έλλειψη νομικά δεσμευτικών εξουσιών και την αμοιβαία απομόνωση των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών και οικονομικών οργανισμών· επιδοκιμάζει επομένως τις μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες για αύξηση της αποτελεσματικότητας, της παγκόσμιας παρουσίας και της λογοδοσίας του ΔΝΤ και άλλων οργάνων του ΟΗΕ, έτσι ώστε να μπορεί να τους δοθεί η εντολή να χρησιμεύσουν ως πλατφόρμα για συνολικές πρωτοβουλίες συντονισμού στον οικονομικό και χρηματοπιστωτικό τομέα και, κατά περίπτωση, να τους δοθεί εξουσία για τη θέσπιση νομικά δεσμευτικών κανόνων με τη μορφή διεθνών συμβάσεων·
217. είναι της άποψης ότι μία από τις παγκόσμιες προκλήσεις της ΕΕ είναι η αντιστοίχιση της οικονομικής της δύναμης με τη βαρύτητά της στην παγκόσμια σκηνή, και τούτο απαιτεί να εκφράζεται με μία μόνο φωνή· είναι της άποψης ότι ένα από τα βασικά σχέδια της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ πρέπει να είναι η προσπάθεια μεταρρύθμισης του ΟΗΕ και των συνδεόμενων με αυτόν οργανισμών, ώστε να μετατραπούν σε παγκόσμιους οργανισμούς με πραγματική πολιτική επιρροή όσον αφορά θέματα διεθνούς ενδιαφέροντος όπως η κλιματική αλλαγή, η χρηματοπιστωτική εποπτεία και ρύθμιση, η μείωση της φτώχειας και οι αναπτυξιακοί στόχοι της χιλιετίας·
218. ζητεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να συγκαλέσει μια σύνοδο κορυφής της G20 που θα είναι αποκλειστικά αφιερωμένη στην αναγκαία μεταρρύθμιση της διακυβέρνησης σε παγκόσμιο επίπεδο·
219. καταδικάζει αποφασιστικά τον ρόλο που παίζουν οι φορολογικοί παράδεισοι, που υποκινούν τη φοροαποφυγή, τη φοροδιαφυγή και τη φυγή κεφαλαίων και κερδοσκοπούν με τις ενέργειες αυτές· ζητεί επίμονα από τα κράτη μέλη να αναγάγουν σε προτεραιότητα την καταπολέμηση των φορολογικών παραδείσων, της φοροδιαφυγής και της παράνομης φυγής κεφαλαίων· καλεί την Ευρωπαϊκή Ένωση να ενισχύσει τη δράση της και να λάβει συγκεκριμένα και άμεσα μέτρα - όπως κυρώσεις - κατά των φορολογικών παραδείσων, της φοροδιαφυγής και της παράνομης φυγής κεφαλαίων· καλεί το Συμβούλιο να δρομολογήσει και πάλι ένα σχέδιο που θα προτείνει το κλείσιμο των φορολογικών παραδείσων, στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών και άλλων διεθνών φορέων στους οποίους η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της συμμετέχουν·
220. συνιστά, ταυτόχρονα με τη βελτίωση της διακυβέρνησης και της λειτουργίας της Επιτροπής Τραπεζικής Εποπτείας της Βασιλείας, να καταβληθούν προσπάθειες για την ενίσχυση των διεθνών ρυθμίσεων διακυβέρνησης για τα λοιπά τμήματα της αγοράς· προτείνει να τεθούν σε ισχύ οι κανόνες της επιτροπής της Βασιλείας υπό μορφή διεθνών συνθηκών·
221. σημειώνει τις προόδους που επιτεύχθηκαν στον τομέα της φορολογικής διακυβέρνησης από τον ΟΟΣΑ και στη G20, αλλά θεωρεί ότι πρέπει να αναληφθεί επείγουσα και αποφασιστική δράση για να ενισχυθούν οι νομικές και οικονομικές συνέπειες της μαύρης λίστας του ΟΟΣΑ με τις μη συνεργάσιμες περιοχές δικαιοδοσίας· ζητεί να αναληφθεί συγκεκριμένη και γρήγορη δράση για να γίνει παγκόσμιος κανόνας η αυτόματη, πολυμερής ανταλλαγή πληροφοριών, ώστε να ενισχυθεί η φορολογική διαφάνεια και η καταπολέμηση της απάτης και της φοροδιαφυγής·
222. πιστεύει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, πρέπει να γίνει άμεσο συμβαλλόμενο μέρος των συμβάσεων της ΔΟΕ και να υπογράψει όλες τις συμβάσεις τις οποίες έχει εγκρίνει η ΔΟΕ μέχρι σήμερα· Συμπέρασμα
223. συμπεραίνει ότι χρειάζεται περισσότερη Ευρώπη· φρονεί ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη πολιτικής και πνευματικής ηγεσίας, προκειμένου το ευρωπαϊκό σχέδιο να επανέλθει στην αρχική του τροχιά· είναι της άποψης ότι η Επιτροπή πρέπει να κάνει πλήρη χρήση των δικαιωμάτων της πρωτοβουλίας στους τομείς των συντρεχουσών αρμοδιοτήτων, ιδίως στον τομέα της ενεργειακής πολιτικής, ώστε να ενισχυθεί η ΕΕ ενόψει των μελλοντικών προκλήσεων· πιστεύει ότι το φιλικό προς το περιβάλλον και την κοινωνία σχέδιο της εσωτερικής αγοράς, το οποίο στηρίζει την Ένωση, πρέπει να ολοκληρωθεί· προτρέπει να ενισχυθούν οι μηχανισμοί οικονομικής διακυβέρνησης εντός της Ένωσης, ιδίως από απόψεως καλύτερης λογοδοσίας, διαχείρισης έκτακτων περιστάσεων και συντονισμού της οικονομικής πολιτικής και της πολιτικής για την απασχόληση· υποστηρίζει ότι το πρόγραμμα της χρηματοπιστωτικής και εποπτικής μεταρρύθμισης πρέπει να υλοποιηθεί με ταχείς ρυθμούς, όχι μόνο αντιμετωπίζοντας τις ελλείψεις που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο της κρίσης αλλά και ανταποκρινόμενο στην ανάγκη να σχεδιαστεί ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα που να υποστηρίζει την πραγματική οικονομία, να συντελεί στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και να οδηγεί σε οικονομική ανάπτυξη, μακροπρόθεσμες επενδύσεις, δημιουργία θέσεων εργασίας, κοινωνική συνοχή και καταπολέμηση της φτώχειας· κρίνει αναγκαίο τον δίκαιο επανασχεδιασμό του φορολογικού συστήματος με τρόπο ώστε να αποθαρρύνεται η σώρευση υπερβολικής μόχλευσης και να προωθείται η κοινωνική δικαιοσύνη, το επιχειρηματικό πνεύμα και η καινοτομία· ζητεί την αναζωογόνηση της βιώσιμης κοινωνικής οικονομίας της αγοράς και των αξιών που αντιπροσωπεύει·
224. δεσμεύεται, στο πλαίσιο της Ειδικής Επιτροπής για τη Χρηματοπιστωτική, Οικονομική και Κοινωνική Κρίση, να εκπληρώσει τους στόχους της εντολής που του έχει ανατεθεί σε στενή συνεργασία με τα εθνικά κοινοβούλια της ΕΕ, με στόχο την έγκριση κοινών συστάσεων·
o o o
225. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στον Πρόεδρο της Ευρωομάδας, στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, στην Επιτροπή των Περιφερειών, στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών, καθώς και στους κοινωνικούς εταίρους.
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20ής Οκτωβρίου 2010 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με τη βελτίωση της οικονομικής διακυβέρνησης και του πλαισίου σταθερότητας της Ένωσης, ειδικότερα στη ζώνη του ευρώ (2010/2099(INI))
– έχοντας υπόψη το άρθρο 225 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση,
– έχοντας υπόψη τα άρθρα 121, 126, 136, 138 και 352 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα Πρωτόκολλα (αριθ. 12) σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος και (αριθ. 14) σχετικά με την Ευρωομάδα, που είναι προσαρτημένα στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
– έχοντας υπόψη τις ανακοινώσεις της Επιτροπής, της 12ης Μαΐου 2010, με τίτλο «Ενίσχυση του συντονισμού της οικονομικής πολιτικής» (COM(2010)0250), και της 30ής Ιουνίου 2010, με τίτλο «Ενίσχυση του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών για τη σταθερότητα, την ανάπτυξη και την απασχόληση – Εργαλεία για ισχυρότερη οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ» (COM(2010)0367),
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 27ης Απριλίου 2010, για σύσταση του Συμβουλίου σχετικά με τους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών και της Ένωσης: Μέρος Ι των ολοκληρωμένων κατευθυντήριων γραμμών για την Ευρώπη 2020 (SEC(2010)0488),
– έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής, της 27ης Απριλίου 2010, για απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις πολιτικές απασχόλησης των κρατών μελών: Μέρος ΙΙ των ολοκληρωμένων κατευθυντήριων γραμμών για την Ευρώπη 2020 (COM(2010)0193), και της σχετικής θέσης του της 8ης Σεπτεμβρίου 2010(1),
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 3ης Μαρτίου 2010, σχετικά με την Ευρώπη του 2020: Στρατηγική για έξυπνη, διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη (COM(2010)2020),
– έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 407/2010 του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2010, για τη θέσπιση ευρωπαϊκού μηχανισμού χρηματοοικονομικής σταθεροποίησης(2),
– έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 332/2002 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2002, για τη θέσπιση ενός μηχανισμού μεσοπρόθεσμης οικονομικής στήριξης του ισοζυγίου πληρωμών των κρατών μελών(3),
– έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 1997, για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών(4),
– έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 1997, για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος(5),
– έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3605/93 του Συμβουλίου, της 22ας Νοεμβρίου 1993, περί εφαρμογής του πρωτοκόλλου για τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας(6),
– έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2010, με τα οποία υποστηρίζεται μια αυστηρότερη παρακολούθηση των οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών (το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο),
– έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2010,
– έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 9ης και 10ης Μαΐου 2010,
– έχοντας υπόψη τη δήλωση των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων της ζώνης του ευρώ, της 7ης Μαΐου 2010,
– έχοντας υπόψη τη δήλωση των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της ζώνης του ευρώ, της 25ης Μαρτίου 2010,
– έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 25ης και 26ης Μαρτίου 2010,
– έχοντας υπόψη τη δήλωση των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ, της 11ης Απριλίου 2010, σχετικά με τη στήριξη της Ελλάδας,
– έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 16ης Μαρτίου 2010,
– έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα της ευρωομάδας, της 15ης Μαρτίου 2010, σχετικά με την εποπτεία της ανταγωνιστικότητας και των μακροοικονομικών ανισορροπιών στη ζώνη του ευρώ,
– έχοντας υπόψη τις γενικές κατευθύνσεις της ευρωομάδας, της 15ης Μαρτίου 2010, σε ό,τι αφορά τις στρατηγικές εξόδου και τις βραχυπρόθεσμες πολιτικές προτεραιότητες της στρατηγικής για την Ευρώπη του 2020: συνέπειες για τη ζώνη του ευρώ,
– έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 22ας και 23ης Μαρτίου 2005,
– έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 23ης και 24ης Μαρτίου 2000,
– έχοντας υπόψη το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τον συντονισμό της οικονομικής πολιτικής στην 3η Φάση της ΟΝΕ και σχετικά με τα άρθρα 109 και 109β [της Συνθήκης ΕΚ],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 1997, σχετικά με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης(7),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 16ης Ιουνίου 1997, σχετικά με την ανάπτυξη και την απασχόληση(8),
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 10ης Ιουνίου 2010, σχετικά με την ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης στη ζώνη του ευρώ,
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 17ης Ιουνίου 2010, σχετικά με την ποιότητα των στατιστικών στοιχείων στην Ένωση και για ενισχυμένες ελεγκτικές εξουσίες της Επιτροπής (Eurostat)(9),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 16ης Ιουνίου 2010, σχετικά με την οικονομική διακυβέρνηση(10),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 25ης Μαρτίου 2010, σχετικά με την έκθεση για την ετήσια δήλωση του 2009 όσον αφορά τη ζώνη του ευρώ και για τα δημόσια οικονομικά(11),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 10ης Μαρτίου 2010, σχετικά με τη στρατηγική ΕΕ 2020(12),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 18ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την ΟΝΕ@10: Τα πρώτα δέκα έτη της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και οι μελλοντικές προκλήσεις(13),
– έχοντας υπόψη τα άρθρα 42 και 48 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Προϋπολογισμών, Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων, της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών και της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων (A7-0282/2010),
Α. εκτιμώντας πως οι πρόσφατες οικονομικές εξελίξεις έδειξαν σαφώς ότι ο συντονισμός της οικονομικής πολιτικής μέσα στην Ένωση, και ιδίως στη ζώνη του ευρώ, δεν λειτούργησε αρκετά καλά και ότι τα κράτη μέλη, παρά τις υποχρεώσεις που έχουν δυνάμει της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣλΕΕ), δεν αντιμετώπισαν τις οικονομικές πολιτικές τους ως θέματα κοινού ενδιαφέροντος και δεν τις συντόνισαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης και με σεβασμό του κεντρικού ρόλου της Επιτροπής στη διαδικασία της εποπτείας,
Β. εκτιμώντας ότι τόσο το ισχύον πλαίσιο για την οικονομική διακυβέρνηση και εποπτεία όσο και το ρυθμιστικό πλαίσιο για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες δεν έχουν εξασφαλίσει επαρκή σταθερότητα και ανάπτυξη,
Γ. εκτιμώντας ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να γίνουν βήματα πέραν των προσωρινών μέτρων που αποσκοπούν στη σταθεροποίηση της ζώνης του ευρώ,
Δ. εκτιμώντας πως ο συντονισμός και η εποπτεία της οικονομίας πρέπει να ενισχυθούν σε επίπεδο ΕΕ, με ταυτόχρονο σεβασμό της αρχής της επικουρικότητας και συνυπολογίζοντας τις ιδιαίτερες απαιτήσεις της ζώνης του ευρώ και τα διδάγματα που πρέπει να αντληθούν από την πρόσφατη οικονομική κρίση, χωρίς να περιορίζεται η ακεραιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με την αναγκαία εξασφάλιση της ίσης μεταχείρισης των κρατών μελών,
Ε. εκτιμώντας ότι χρειάζεται να ενισχυθεί ο οικονομικός συντονισμός στην Ένωση, δεδομένου ότι η οικονομική σταθερότητα της ΕΕ μπορεί να εξαρτηθεί από την οικονομική κατάσταση ενός μέλους της, ότι είναι πολύ υψηλός ο βαθμός οικονομικής αλληλεξάρτησης μεταξύ των κρατών μελών στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, και ότι πρέπει να προετοιμασθούμε για τη διεύρυνση της ζώνης του ευρώ,
ΣΤ. εκτιμώντας ότι, κατά το μέτρο του δυνατού, και τα 27 κράτη μέλη θα πρέπει να ακολουθούν στον μέγιστο βαθμό όλες τις προτάσεις οικονομικής διακυβέρνησης, αναγνωρίζοντας ότι, για τα κράτη μέλη που δεν ανήκουν στη ζώνη του ευρώ, αυτό εν μέρει θα αποτελεί εθελούσια διαδικασία,
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας μετασχηματίζει την πρώην «κοινοτική μέθοδο», προσαρμόζοντας και ενισχύοντάς την, σε «ενωσιακή μέθοδο» σύμφωνα με την οποία, ουσιαστικά:
–
το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καθορίζει τους γενικούς πολιτικούς προσανατολισμούς και προτεραιότητες,
–
η Επιτροπή προωθεί το κοινό συμφέρον της Ένωσης και αναλαμβάνει τις κατάλληλες πρωτοβουλίες για τον σκοπό αυτόν,
–
το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ασκούν από κοινού νομοθετικά και δημοσιονομικά καθήκοντα με βάση τις προτάσεις της Επιτροπής,
Η. εκτιμώντας ότι η νέα ενισχυμένη οικονομική διακυβέρνηση πρέπει να περιλαμβάνει πλήρως και να ενδυναμώνει την ενωσιακή αρχή της αλληλεγγύης, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ικανότητα της ζώνης του ευρώ να αντιμετωπίζει ασύμμετρες αναταράξεις και κερδοσκοπικές επιθέσεις,
Θ. εκτιμώντας ότι η τρέχουσα οικονομική κρίση στην ΕΕ αποτελεί μια κρίση φερεγγυότητας που αρχικά εκδηλώθηκε ως κρίση ρευστότητας, η οποία δεν μπορεί να επιλυθεί μακροπρόθεσμα με την προσθήκη νέου χρέους σε ήδη υπερχρεωμένες χώρες, σε συνδυασμό με την επιτάχυνση των σχεδίων για δημοσιονομική εξυγίανση,
Ι. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πολιτικές απασχόλησης θα παίξουν κεντρικό ρόλο στην ενίσχυση της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας στην ευρωπαϊκή κοινωνική οικονομία της αγοράς, με την πρόληψη μακροοικονομικών ανισορροπιών και την εξασφάλιση της κοινωνικής ένταξης και της ανακατανομής των εισοδημάτων,
ΙΑ. εκτιμώντας πως οι ρόλοι της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στη βάση της ΣΛΕΕ πρέπει να γίνουν σεβαστοί,
ΙΒ. εκτιμώντας ότι μια πλήρως ανεξάρτητη ΕΚΤ αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για ένα σταθερό ευρώ, χαμηλό πληθωρισμό και ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης για την ανάπτυξη και την απασχόληση,
ΙΓ. εκτιμώντας ότι πρέπει να δίδεται μεγαλύτερη προσοχή στις τεκμαρτές υποχρεώσεις και στις συναλλαγές εκτός ισολογισμού που μπορούν να αυξήσουν το δημόσιο χρέος μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα και να μειώσουν τη διαφάνεια,
ΙΔ. εκτιμώντας ότι οι φορείς χάραξης πολιτικής πρέπει να προσδιορίζουν και να διαχειρίζονται με συντονισμένο τρόπο τις κοινές οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις τις οποίες αντιμετωπίζουν οι οικονομίες της ΕΕ,
ΙΕ. εκτιμώντας ότι η μεγαλύτερη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο θα συμβάλει στην καλύτερη «οικείωση» της εφαρμογής της οικονομικής διακυβέρνησης και της γενικής Στρατηγικής «Ευρώπη 2020»,
ΙΣΤ. εκτιμώντας ότι πρέπει να δημιουργηθεί μόνιμος μηχανισμός αντιμετώπισης κρίσεων, συμπεριλαμβανομένων διαδικασιών για την αναδιάρθρωση του χρέους ή την ελεγχόμενη παύση πληρωμών, προκειμένου να εξασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην περίπτωση κρίσης του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους και να διαφυλαχθεί ταυτόχρονα η ανεξαρτησία της ΕΚΤ,
ΙΖ. εκτιμώντας ότι οι ισχύοντες κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ), εξαιτίας και της ατελούς επιβολής τους, δεν μπόρεσαν να εξασφαλίσουν την εφαρμογή υγιών δημοσιονομικών και, ευρύτερα, μακροοικονομικών πολιτικών, καθώς και ότι είναι ανάγκη να ενισχυθεί το δημοσιονομικό και μακροοικονομικό πλαίσιο της ΕΕ, με την αυστηρότερη και βάσει συγκεκριμένων κανόνων εφαρμογή προληπτικών μέτρων, κυρώσεων και κινήτρων,
ΙΗ. εκτιμώντας ότι ο στόχος της αποκατάστασης της ισορροπίας των δημόσιων οικονομικών αποτελεί αναγκαιότητα για τα υπερχρεωμένα κράτη, αλλά μόνο αυτό δεν είναι αρκετό για να επιλυθεί το πρόβλημα των οικονομικών ανισορροπιών μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ και γενικότερα της Ένωσης,
ΙΘ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, που συνιστά πλεονέκτημα για τον διεθνή ανταγωνισμό, έχει χάσει τη δυναμικότητά του εξαιτίας των διαφορών ανταγωνιστικότητας μεταξύ των κρατών μελών,
Κ. λαμβάνοντας υπόψη πως η γνώση, το κεφάλαιο και η καινοτομία και, σε μικρότερο βαθμό, η εργασία, έχουν την τάση να μεταναστεύουν προς ορισμένες περιοχές, πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω οι μηχανισμοί χρηματοπιστωτικής αλληλεγγύης της ΕΕ, εστιαζόμενοι στους στόχους της Στρατηγικής «Ευρώπη 2020», και ιδιαίτερα στην έρευνα και ανάπτυξη, στην κατάρτιση, σε υπάρχουσες πρωτοβουλίες συνεργασίας στο πεδίο της εκπαίδευσης και σε μια πράσινη οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, με σκοπό την προώθηση της καινοτομίας, της εδαφικής και κοινωνικής συνοχής και της οικονομικής ανάπτυξης,
ΚΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, καθώς η Ευρώπη αντιμετωπίζει σκληρό ανταγωνισμό από τις αναδυόμενες οικονομίες, τα σταθερά δημόσια οικονομικά έχουν ουσιαστική σημασία για την προώθηση των ευκαιριών, των καινοτομιών, της οικονομικής ανάπτυξης και, κατ' επέκταση, της δημιουργίας μιας ευρωπαϊκής κοινωνίας της γνώσης,
ΚΒ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η δημοσιονομική εξυγίανση είναι πιθανόν να αποβεί εις βάρος των δημοσίων υπηρεσιών και της κοινωνικής πρόνοιας,
ΚΓ. εκτιμώντας ότι η βιώσιμη και σταθερή οικονομική ανάπτυξη αποτελεί προϋπόθεση για την οικονομική και κοινωνική σταθερότητα, για τη μακροπρόθεσμη δημοσιονομική εξυγίανση και την ευημερία,
ΚΔ. εκτιμώντας ότι, καθώς η δημοσιονομική πολιτική πολλών κρατών μελών ήταν συχνά ενισχυτική των κυκλικών τάσεων, οι ειδικοί ανά χώρα μεσοπρόθεσμοι δημοσιονομικοί στόχοι του ΣΣΑ σπανίως επιβλήθηκαν ή εφαρμόσθηκαν με αυστηρότητα,
ΚΕ. εκτιμώντας ότι οι πολιτικές για την απασχόληση διαδραματίζουν βασικό ρόλο για την εξασφάλιση ανάπτυξης εντάσεως εργασίας και της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας, ιδιαίτερα με δεδομένο τον γηράσκοντα πληθυσμό,
ΚΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η επίτευξη της εσωτερικής αγοράς, όπως ακριβώς εισηγείται η έκθεση Monti(14), έχει θεμελιώδη σημασία για μια γνήσια ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση,
ΚΖ. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα μη βιώσιμα οικονομικά, καθώς και το υπερβολικό συνολικό (δημόσιο και ιδιωτικό) χρέος ενός κράτους μέλους μπορούν να έχουν επιπτώσεις για ολόκληρη την Ένωση και εκτιμώντας ότι πρέπει να επιδιωχθεί η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ, αφενός, των επενδύσεων για μια βιώσιμη ανάπτυξη που θα δημιουργεί θέσεις εργασίας και, αφετέρου, της αποφυγής υπερβολικών ανισορροπιών στη διάρκεια του οικονομικού κύκλου, σύμφωνα με τις ισχύουσες δεσμεύσεις και κατευθυντήριες γραμμές σε ενωσιακό επίπεδο, χωρίς να παραμελούνται η ανάγκη της κοινωνικής συνοχής και τα συμφέροντα των μελλοντικών γενεών, ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στα ευρωπαϊκά δημόσια οικονομικά,
ΚΗ. εκτιμώντας ότι η διαδικασία μείωσης των μακροπρόθεσμων ελλειμμάτων πρέπει να συνδυάζεται με άλλες προσπάθειες για την τόνωση της οικονομίας, όπως η βελτίωση των προϋποθέσεων για την πραγματοποίηση επενδύσεων, καθώς και η βελτίωση και ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς, ώστε να προσφέρονται περισσότερες ευκαιρίες και να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα,
ΚΘ. εκτιμώντας ότι πρέπει να αναγνωρισθεί η σημασία που έχουν για την οικονομική ανάπτυξη και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας οι πολιτικές που χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, περιλαμβανομένης της πολιτικής για τη συνοχή,
Λ. εκτιμώντας ότι η πρόσφατη οικονομική κρίση κατέστησε σαφές ότι οι υπερβολικές μακροοικονομικές αποκλίσεις και οι διαφορές στα επίπεδα ανταγωνιστικότητας, καθώς και οι ανισοσκέλειες στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εντός της ζώνης του ευρώ, αυξάνονταν σταθερά στα έτη πριν από την κρίση λόγω, μεταξύ άλλων, της έλλειψης ενισχυμένου οικονομικού συντονισμού και εποπτείας, και πρέπει να αντιμετωπισθούν πλήρως,
ΛΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί εδώ και χρόνια να πραγματοποιηθούν βελτιώσεις στην οικονομική διακυβέρνηση, τόσο στο εσωτερικό της Ένωσης όσο και στην εξωτερική εκπροσώπησή της σε διεθνή οικονομικά και νομισματικά φόρα,
ΛΒ. εκτιμώντας ότι, καθώς η ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης πρέπει να συμβαδίζει με την ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμοποίησης της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης, η οποία πρέπει να επιτευχθεί με την ισχυρότερη και πιο έγκαιρη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, απαιτείται περαιτέρω συντονισμός, σε πνεύμα αμοιβαίου σεβασμού, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων,
ΛΓ. εκτιμώντας ότι οι αποφάσεις που ελήφθησαν την άνοιξη του 2010 για thn εξασφάλιση της σταθερότητας του ευρώ αποτελούν μόνον προσωρινές λύσεις και χρειάζεται να στηριχθούν με πολιτικά μέτρα σε εθνικό επίπεδο και με ένα ισχυρότερο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης σε επίπεδο ΕΕ, ιδιαίτερα μεταξύ των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ,
ΛΔ. εκτιμώντας πως οποιαδήποτε βελτίωση της οικονομικής εποπτείας και διακυβέρνησης πρέπει να στηρίζεται σε ακριβείς και συγκρίσιμες στατιστικές όσον αφορά την οικονομική πολιτική και την οικονομική κατάσταση των αντίστοιχων κρατών μελών,
ΛΕ. εκτιμώντας ότι, για να καταστεί η Ευρώπη ηγετικός παράγοντας στην παγκόσμια σκηνή και η πλέον ανταγωνιστική κοινωνία της γνώσης, πρέπει να θεσπιστούν το ταχύτερο δυνατόν μέτρα προσανατολισμένα προς τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη,
ΛΣΤ. εκτιμώντας πως η ΣΛΕΕ δίνει στην Ένωση αυξημένες εξουσίες για να ενισχύσει την οικονομική διακυβέρνηση στην Ένωση και ότι οι διατάξεις της θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν στο σύνολό τους, παρ´όλο ότι δεν μπορούν να αποκλείονται μελλοντικές αλλαγές στις διατάξεις αυτές, έστω και αν είναι πιθανό να αποτελέσουν λεπτό ζήτημα,
ΛΖ. εκτιμώντας ότι ενδεχόμενες κυρώσεις που συνδέονται με την παραβίαση των στόχων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης πρέπει να επιβάλλονται σε περίπτωση ανεπαρκούς βούλησης για συμμόρφωση ή απάτης, αλλά ουδέποτε σε περίπτωση αδυναμίας συμμόρφωσης για λόγους ανεξάρτητους από τη θέληση του κράτους μέλους,
ΛΗ. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα θεσμικά όργανα πρέπει να προετοιμάζονται για την ενδεχόμενη ανάγκη αναθεώρησης των Συνθηκών,
ΛΘ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 48 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση παραχωρεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το δικαίωμα υποβολής προτάσεων για την αναθεώρηση των Συνθηκών,
Μ. εκτιμώντας πως πρέπει να παραχθεί και να εφαρμοσθεί ένα εκτενές παράγωγο δίκαιο προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της Ένωσης σε αυτόν τον τομέα, καθώς επίσης και ότι είναι απαραίτητη μια ενισχυμένη οικονομική διακυβέρνηση της Ένωσης, θεμελιωμένη στις διατάξεις της ΣΛΕΕ, ότι η ευρωπαϊκή μέθοδος πρέπει να εφαρμοστεί πλήρως και ότι πρέπει να γίνει σεβαστός ο καίριος ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής σε ό,τι αφορά την προώθηση αμοιβαία ενισχυτικών πολιτικών,
ΜΑ. εκτιμώντας πως οποιαδήποτε νομοθετική πρόταση θα πρέπει να παρέχει τα κατάλληλα κίνητρα για βιώσιμες οικονομικές πολιτικές με αναπτυξιακούς στόχους, να αποτρέπει τον ηθικό κίνδυνο («moral hazard»), να είναι σύμφωνη με τα άλλα κείμενα και κανόνες της ΕΕ, να αξιοποιεί πλήρως το ευρώ ως κοινό νόμισμα της ζώνης του ευρώ και να συμβάλλει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς τις ευρωπαϊκές οικονομίες και το ευρώ,
ΜΒ. εκτιμώντας πως πρέπει να ενισχυθεί η συνοχή ανάμεσα στις βραχυπρόθεσμες, στις μεσοπρόθεσμες και στις μακροπρόθεσμες δημόσιες επενδύσεις και πως οι επενδύσεις αυτές, ιδιαίτερα όταν αφορούν τις υποδομές, πρέπει να χρησιμοποιούνται αποδοτικά και να προορίζονται για τους στόχους της στρατηγικής για την Ευρώπη του 2020, ειδικότερα στους τομείς της έρευνας και ανάπτυξης, της καινοτομίας και της εκπαίδευσης, προκειμένου να βελτιωθεί η αποδοτικότητα των πόρων, η ανταγωνιστικότητα και η παραγωγικότητα, να αυξηθεί η απασχόληση και να ενισχυθεί η ενιαία αγορά,
ΜΓ. εκτιμώντας ότι, για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης, πρέπει να δοθεί στις επιχειρήσεις και στους επιχειρηματίες η πραγματική δυνατότητα να αυξήσουν τις δραστηριότητές τους και να προσφέρουν υπηρεσίες στα 500 εκατομμύρια καταναλωτών της Ευρώπης και ότι, συνεπώς, η εσωτερική αγορά υπηρεσιών πρέπει να αναπτυχθεί πλήρως,
ΜΔ. εκτιμώντας πως τα διάφορα μοντέλα ανταγωνιστικότητας στην Ένωση θα πρέπει να σέβονται τις ιδιαίτερες προτεραιότητες και ανάγκες της κάθε χώρας, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται βάσει της ΣΛΕΕ,
ΜΕ. εκτιμώντας ότι η Ένωση πρέπει να εκπροσωπείται με μια κοινή θέση στο διεθνές νομισματικό σύστημα και στα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και φόρα, και εκτιμώντας επίσης ότι, σύμφωνα με το πνεύμα της Συνθήκης, το Συμβούλιο πρέπει να προβαίνει σε διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πριν από τη λήψη απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 138 της ΣλΕΕ και χρειάζεται την έγκριση του Κοινοβουλίου πριν από τον καθορισμό κοινών θέσεων που καλύπτουν τομείς στους οποίους εφαρμόζεται, εσωτερικά, η συνήθης νομοθετική διαδικασία,
ΜΣΤ. εκτιμώντας ότι οι στόχοι του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης πρέπει να είναι συμβατοί όχι μόνον με τη στρατηγική για την Ευρώπη το 2020, αλλά και με άλλες υποχρεώσεις που αφορούν τις δαπάνες για την αναπτυξιακή βοήθεια, την έρευνα και ανάπτυξη, το περιβάλλον, την εκπαίδευση και την εξάλειψη της φτώχειας,
ΜΖ. εκτιμώντας ότι, για να αποφευχθεί η περαιτέρω διεύρυνση των υφισταμένων στην ΕΕ αποκλίσεων στον τομέα της ανταγωνιστικότητας, και για να μην υπονομευθεί η επιτυχία της νέας ενισχυμένης ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης καθώς και των στόχων της στρατηγικής για την Ευρώπη το 2020 όσον αφορά τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και τη βιώσιμη ανάπτυξη, η ευρωπαϊκή στρατηγική για τη δημοσιονομική εξυγίανση πρέπει να λαμβάνει πλήρως υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε κράτους μέλους και να αποφεύγει μια υπεραπλουστευτική ενιαία για όλους προσέγγιση,
ΜΗ. εκτιμώντας ότι όλα τα προτεινόμενα νέα μέτρα δεν πρέπει να έχουν δυσανάλογες επιπτώσεις στα πλέον ευάλωτα κράτη μέλη εμποδίζοντας την οικονομική τους ανάπτυξη και τις προσπάθειές τους για την επίτευξη συνοχής,
ΜΘ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η οικονομική κρίση, η οποία οδήγησε στην επείγουσα έγκριση του ευρωπαϊκού μηχανισμού χρηματοοικονομικής σταθεροποίησης τον Μάιο 2010, μέσω του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 407/2010 του Συμβουλίου, με νομική βάση το άρθρο 122, παράγραφος 2, της ΣλΕΈ, χωρίς να προηγηθεί διαβούλευση με το Κοινοβούλιο·
Ν. λαμβάνοντας υπόψη ότι το σχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 5 της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2010 καλύπτει τις απαραίτητες τροποποιήσεις όσον αφορά τη δημιουργία της νέας θέσης 01 04 01 03 στον τομέα 1 Α για την εγγύηση, για δάνεια ύψους έως 60 δισ. ευρώ, που παρέχει η Ευρωπαϊκή Ένωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 122, παράγραφος 2, της ΣλΕΕ και, αντίστοιχα, ενός νέου άρθρου 8 0 2 στην πλευρά των εσόδων,
ΝΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένα κράτη μέλη μπορεί να χρειαστεί να χρησιμοποιήσουν τη δέσμη μέτρων διάσωσης, και ταυτόχρονα θα υποχρεωθούν να λάβουν υπόψη τα διάφορα μέτρα της, τα οποία θα σχεδιαστούν ειδικά για κάθε λήπτρια χώρα,
ΝΒ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή ενέκρινε, στις 29 Σεπτεμβρίου 2010, νομοθετικές προτάσεις σχετικά με την οικονομική διακυβέρνηση που ανταποκρίνονται, εν μέρει, στην ανάγκη λήψης μέτρων για τη βελτίωση της οικονομικής διακυβέρνησης, όπως περιγράφεται στο παρόν ψήφισμα, λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι το Κοινοβούλιο θα εξετάσει τις προτάσεις αυτές στο πλαίσιο των σχετικών διατάξεων της ΣλΕΕ, καθώς και ότι το παρόν ψήφισμα δεν θέτει περιορισμούς σε οποιαδήποτε σχετική θέση που ενδεχομένως θα λάβει στο μέλλον το Κοινοβούλιο,
1. ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει το συντομότερο, μετά τη διαβούλευση με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και βάσει των σχετικών διατάξεων της ΣλΕΕ, νομοθετικές προτάσεις για τη βελτίωση του πλαισίου της οικονομικής διακυβέρνησης της Ένωσης, και ειδικότερα της ζώνης ευρώ, σύμφωνα με τις λεπτομερείς συστάσεις που αναφέρονται στο παράρτημα, στο βαθμό που οι συστάσεις αυτές δεν βρίσκουν ακόμη ανταπόκριση στις νομοθετικές προτάσεις σχετικά με την οικονομική διακυβέρνηση, που παρουσίασε η Επιτροπή στις 29 Σεπτεμβρίου 2010·
2. επιβεβαιώνει ότι οι συστάσεις που περιλαμβάνονται στο παράρτημα σέβονται την αρχή της επικουρικότητας και τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
3. ζητεί από την Επιτροπή να δρομολογήσει, πέραν των μέτρων που μπορεί και πρέπει να ληφθούν το ταχύτερο στο πλαίσιο των ισχυουσών Συνθηκών, προβληματισμό για τις θεσμικές αλλαγές που ενδέχεται να αποδειχθούν αναγκαίες για την υλοποίηση μιας συνεκτικής και αποτελεσματικής οικονομικής διακυβέρνησης·
4. εκτιμά ότι οι δημοσιονομικές επιπτώσεις από τη ζητούμενη πρόταση πρέπει να καλυφθούν από κατάλληλα κονδύλια του προϋπολογισμού, λαμβανομένων υπόψη των τρεχόντων ελλειμμάτων και των μέτρων λιτότητας στα κράτη μέλη·
5. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα, καθώς και τις επισυναπτόμενες με το παράρτημα λεπτομερείς συστάσεις στην Επιτροπή, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στον Πρόεδρο της Ευρωομάδας και στα κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις των κρατών μελών.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΖΗΤΟΥΜΕΝΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ
Σύσταση 1: Δημιουργία συνεκτικού και διαφανούς πλαισίου για την πολυμερή εποπτεία των μακροοικονομικών εξελίξεων στην Ένωση και στα κράτη μέλη και ενίσχυση της δημοσιονομικής εποπτείας
Η νομοθετική πράξη θα πρέπει να έχει τη μορφή κανονισμού ή κανονισμών με θέμα την πολυμερή εποπτεία των οικονομικών πολιτικών και των οικονομικών εξελίξεων, βάσει του άρθρου 121, παράγραφος 6 της ΣλΕΕ, με σκοπό την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97 περί του προληπτικού σκέλους του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) και τη συμπλήρωσή του με ένα νέο κανονισμό που θα αποβλέπει στη δημιουργία ενός πλαισίου εποπτείας, διαφανούς και διεπόμενου από κανόνες, που θα καλύπτει τις υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες, τους κινδύνους διασποράς και τα ζητήματα ανταγωνιστικότητας. Η νομοθετική πράξη θα πρέπει να αποβλέπει στα εξής:
–
θα εξασφαλίζει τη διεξαγωγή μιας ετήσιας συζήτησης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της Επιτροπής, του Συμβουλίου και εκπροσώπων των εθνικών κοινοβουλίων σχετικά με τα προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης (ΠΣΣ) και τα εθνικά μεταρρυθμιστικά προγράμματα (ΕΜΠ) και σχετικά με την αξιολόγηση τις εθνικές οικονομικές εξελίξεις, ως μέρος του ευρωπαϊκού εξαμήνου),
–
θα προσδιορίζει το πεδίο της πολυμερούς εποπτείας βάσει των μηχανισμών της ΣΛΕΕ και των αξιολογήσεων της Επιτροπής (άρθρο 121, ιδίως παράγραφοι 5 και 6, και άρθρο 148), προκειμένου να περιληφθεί η ανάπτυξη και η οικονομική επίπτωσή της στην απασχόληση στο ίδιο νομικό πλαίσιο των υφισταμένων μέσων, με σκοπό την πρόληψη των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών και των μη βιώσιμων δημοσιονομικών και λοιπών πολιτικών, την διασφάλιση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (ώστε να μη δημιουργούνται χρηματοπιστωτικές «φούσκες» εξαιτίας της εισόδου υπερβολικών πιστώσεων στο σύστημα) και την αντιμετώπιση των θεμάτων που αφορούν τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις και τη βιώσιμη ανάπτυξη, σε μια προσπάθεια επίτευξης των στόχων της Στρατηγικής για την Ευρώπη του 2020, και παρακολούθησης άλλων σχετικών εξελίξεων, ενώ η ανά τακτά χρονικά διαστήματα αξιολόγηση των συστημικών κινδύνων από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικών Κινδύνων θα πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ετήσιας εποπτικής διαδικασίας,
–
θα δημιουργεί ένα ενισχυμένο αναλυτικό πλαίσιο εποπτείας (συμπεριλαμβανομένου ενός πίνακα ελέγχου με ειδικές οριακές τιμές έγκαιρης προειδοποίησης), στη βάση κατάλληλων μεθοδολογικών εργαλείων και της δέουσας διαφάνειας, για μια αποτελεσματική πολυμερή εποπτεία θεμελιωμένη σε εναρμονισμένους οικονομικούς δείκτες (πραγματικούς και ονομαστικούς) που ενδέχεται να επηρεάζουν τις θέσεις ανταγωνιστικότητας και/ή τις υπερβολικές ανισορροπίες· αυτοί οι κύριοι δείκτες μπορούν να είναι: πραγματικές συναλλαγματικές ισοτιμίες, ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών, παραγωγικότητα (περιλαμβανομένης της παραγωγικότητας των πόρων και της παραγωγικότητας του συνόλου των συντελεστών παραγωγής), κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, πιστωτική μεγέθυνση και εξελίξεις στις τιμές στοιχείων ενεργητικού (περιλαμβανομένων των χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων και των κτηματικών αγορών), ρυθμός ανάπτυξης και εξέλιξη των επενδύσεων, ποσοστά ανεργίας, καθαρές θέσεις ξένων περιουσιακών στοιχείων, εξέλιξη της φορολογικής βάσης, της φτώχειας και της κοινωνικής συνοχής, καθώς και δείκτες εξωγενών περιβαλλοντικών παραγόντων· για τους δείκτες που περιλαμβάνονται στον πίνακα επιδόσεων θα πρέπει να καθορισθούν όρια συναγερμού και όλες οι σχετικές με αυτούς εξελίξεις θα πρέπει να συμπληρώνονται από ποιοτική αξιολόγηση εκ μέρους της Επιτροπής,
–
θα επιβάλλει τη στενή παρακολούθηση συγκεκριμένων χωρών, αν ο πίνακας επιδόσεων και η σχετική ποιοτική αξιολόγηση που προαναφέρθηκε καταδείξουν μια τέτοια ανάγκη· επιπλέον αυτής της στενής παρακολούθησης συγκεκριμένων χωρών, τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να αποφασίζουν την εφαρμογή εθνικών πολιτικών με στόχο την αντιμετώπιση (πρόληψη και διόρθωση) των μακροοικονομικών ανισορροπιών, καθώς και να λαμβάνουν υπόψη τις ειδικές συστάσεις της Επιτροπής και την ενωσιακή διάσταση αυτών των εθνικών πολιτικών, ιδίως όσον αφορά τις χώρες της ζώνης του ευρώ· η προσαρμογή θα πρέπει να υλοποιείται τόσο στις χώρες με υπερβολικά ελλείμματα, όσο και σε εκείνες με υπερβολικά πλεονάσματα, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε χώρας (όπως, για παράδειγμα, τη δημογραφία, τα επίπεδα του ιδιωτικού χρέους, τις τάσεις των μισθών και ημερομισθίων σε σύγκριση με την παραγωγικότητα της εργασίας, ή την απασχόληση - και ιδίως την απασχόληση των νέων - ), καθώς και τα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών τους,
–
θα επιβάλλει στην Επιτροπή να αναπτύξει κατάλληλα εργαλεία ανάλυσης και εμπειρογνωμοσύνη για να διερευνήσει τα βαθύτερα αίτια που προκαλούν τις επίμονες αποκλίνουσες τάσεις εντός της ζώνης του ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων των κοινών πολιτικών στα διαφοροποιημένα οικονομικά συστήματα εντός της ζώνης αυτής,
–
θα θεσπίζει κοινούς κανόνες για μια ενεργότερη εφαρμογή των γενικών προσανατολισμών της οικονομικής πολιτικής, σε συνδυασμό με τους προσανατολισμούς για την απασχόληση, ως βασικού μηχανισμού οικονομικής καθοδήγησης, εποπτείας και έκδοσης ειδικών ανά κράτος μέλος συστάσεων, λαμβάνοντας υπόψη τη στρατηγική για την Ευρώπη του 2020, αλλά και τις συγκλίσεις και αποκλίσεις μεταξύ κρατών μελών και τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματά τους, περιλαμβανομένης και της δημογραφικής τους κατάστασης, με στόχο την ενίσχυση της προσαρμοστικότητας της οικονομίας απέναντι στους εξωτερικούς κραδασμούς και τον αντίκτυπο των αποφάσεων των κρατών μελών επί των άλλων κρατών μελών, ιδίως στη ζώνη του ευρώ,
–
θα θεσπίζει μηχανισμούς σε εθνικό επίπεδο για να αξιολογηθεί η εφαρμογή των προτεραιοτήτων της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» και η επίτευξη των σχετικών εθνικών στόχων οι οποίοι περιλαμβάνονται στο εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να στηριχθεί η ετήσια αξιολόγηση από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ,
–
θα θεσπίζει διαδικασίες που θα επιτρέπουν στην Επιτροπή να εκδίδει έγκαιρες προειδοποιήσεις και να παρέχει απευθείας στα κράτη μέλη πολιτικές συμβουλές σε έγκαιρο στάδιο· σε περιπτώσεις κατά τις οποίες υφίσταται επίμονη και επιδεινούμενη μακροοικονομική ανισορροπία, πρέπει να υπάρχει διαφανής και αντικειμενική διαδικασία που θα επιτρέπει να τίθεται κράτος μέλος σε «θέση υπερβολικής ανισορροπίας», γεγονός το οποίο θα ενεργοποιεί αυστηρότερη εποπτεία,
–
θα καθιερώνει ένα «Εξάμηνο της Ευρώπης», για τη σύγκριση και αξιολόγηση των σχεδίων προϋπολογισμών των κρατών μελών (βασικά στοιχεία και υποθέσεις εργασίας), μετά από συζήτηση στα εθνικά κοινοβούλια, προκειμένου να γίνεται καλύτερη εκτίμηση του βαθμού εφαρμογής και της μελλοντικής εκτέλεσης των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης (ΠΣΣ) και των εθνικών μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων (ΕΜΠ), με σεβασμό των ενωσιακών και εθνικών δημοσιονομικών κανόνων και διαδικασιών· τα κράτη μέλη θα υποβάλλουν τα οικεία ΠΣΣ και ΕΜΠ στην Επιτροπή τον Απρίλιο, αφού έχει εξασφαλιστεί η δέουσα συμμετοχή των εθνικών κοινοβουλίων και έχουν ληφθεί υπόψη οι κανόνες και τα συμπεράσματα σε επίπεδο ΕΕ· το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί, από την πλευρά του, να καθορίσει έναν συστηματικό τρόπο για τη στήριξη του δημοσίου διαλόγου και την ενίσχυση της ευαισθητοποίησης, της διαφάνειας και της λογοδοσίας όσον αφορά αυτές τις διαδικασίες, καθώς και όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο τα θεσμικά όργανα της ΕΕ εφαρμόζουν τους συμπεφωνημένους κανόνες,
–
θα καθιερώνει ένα «Εξάμηνο της Ευρώπης» για την αντιμετώπιση δυνητικών κινδύνων διασποράς εξαιτίας εθνικών φορολογικών πολιτικών, καθώς και για την έγκαιρη διάγνωση υπερβολικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων και για να εξασφαλίζεται η συνοχή μεταξύ των ενεργειών της ΕΕ και εκείνων των κρατών μελών, στο πλαίσιο των ολοκληρωμένων κατευθυντηρίων γραμμών, και η εκπλήρωση των ποσοτικών και ποιοτικών στόχων όπως η ανάπτυξη και η απασχόληση, που θα επιτρέπουν την πραγματική και έγκαιρη συμβολή όλων των ενδιαφερομένων μερών, περιλαμβανομένων των εθνικών κοινοβουλίων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς τη διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους,
–
να εξασφαλισθεί ότι οι συστάσεις για την ετήσια πολιτική θα συζητούνται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πριν από τη διεξαγωγή συζητήσεων στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
–
να εξασφαλιστεί ότι οι βασικές υποθέσεις εργασίας και οι δείκτες που χρησιμοποιούνται για τις προβλέψεις στις οποίες στηρίζεται η προπαρασκευή των εθνικών Προγραμμάτων Σταθερότητας και Σύγκλισης (ΠΣΣ) και των Εθνικών Μεταρρυθμιστικών Προγραμμάτων (ΕΜΠ) καθορίζονται με στέρεο και συνεπή τρόπο, ιδιαίτερα μέσα στη ζώνη του ευρώ· να εγκριθεί μια προσέγγιση τριών επιπέδων, που θα περιλαμβάνει ένα αρνητικό, ένα ουδέτερο και ένα θετικό μακροοικονομικό σενάριο, λαμβάνοντας υπόψη τον αβέβαιο διεθνή οικονομικό περίγυρο· οι μεθοδολογίες για τον υπολογισμό των βασικών μεγεθών του προϋπολογισμού πρέπει να εναρμονισθούν περαιτέρω, ώστε να διευκολυνθεί η σύγκριση μεταξύ κρατών μελών,
–
να εισαχθεί μια αυστηρότερη δέσμευση στα ΠΣΣ και τα ΕΜΠ περί τήρησης του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Στόχου, που θα λαμβάνει υπόψη τα σημερινά επίπεδα χρέους και τις αυτονόητες υποχρεώσεις των κρατών μελών, ειδικά σε ό,τι αφορά τον γηράσκοντα πληθυσμό,
–
να εισαχθεί μια αυστηρότερη σύνδεση των ΠΣΣ και ΕΜΠ με τα ετήσια και πολυετή εθνικά δημοσιονομικά πλαίσια, με σεβασμό των εθνικών κανόνων και διαδικασιών,
–
να καθιερωθεί μια αυστηρότερη αξιολόγηση των ΠΣΣ, από την άποψη των διασυνδέσεών τους με άλλους στόχους των κρατών μελών και με εκείνους της Ένωσης, πριν από την σε εθνικό επίπεδο έγκριση των σχεδιαζομένων στο πλαίσιο των ΠΣΣ πολιτικών,
–
να καθιερωθεί η ενεργός συμμετοχή των εθνικών κοινοβουλίων και η διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους πριν από την επίσημη παρουσίαση των ΠΣΣ και των ΕΜΠ σε επίπεδο Ένωσης, εντός ενός προσυμφωνημένου χρονικού πλαισίου, επί παραδείγματι μέσω μιας ετήσιας συζήτησης η οποία θα πραγματοποιείται μεταξύ των εθνικών κοινοβουλίων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και θα αφορά τις ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές και τους αντίστοιχους δημοσιονομικούς προσανατολισμούς,
–
να καθιερωθεί μια συστηματικότερη εκ των υστέρων σύγκριση των σχεδιαζομένων δημοσιονομικών πολιτικών και των πολιτικών για την ανάπτυξη και την απασχόληση, όπως διαφαίνονται μέσα από τα ΠΣΣ και τα ΕΜΠ των κρατών μελών και των πραγματικών αποτελεσμάτων, με ανάλυση και παρακολούθηση των ουσιωδών αποκλίσεων μεταξύ προσχεδιασμένων και πραγματικών στοιχείων,
–
να εξασφαλισθεί ότι ακολουθούνται οι ετήσιες πολιτικές συστάσεις και προειδοποιήσεις της Επιτροπής όσον αφορά τη συμμόρφωση των κρατών μελών προς τους στόχους της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» και ότι εφαρμόζεται μια πολιτική κινήτρων και αντικινήτρων για να διασφαλισθεί η συμμόρφωση των κρατών μελών προς τους στόχους αυτούς,
–
να διασφαλισθεί πληρέστερη λογοδοσία και διαφάνεια έναντι του Κοινοβουλίου σε ό,τι αφορά την σε επίπεδο Ένωσης αξιολόγηση των ΠΣΣ και ΕΜΠ, ώστε να βελτιωθεί η ενημέρωση του κοινού και να αυξηθεί η πίεση μεταξύ εταίρων,
–
να καθιερωθεί, υπό την αιγίδα της Επιτροπής, μια ανεξάρτητη, συστηματική και συγκροτημένη διεργασία αξιολόγησης των ΠΣΣ και ΕΜΠ, ώστε να υπάρξει μια διαφανέστερη αντιμετώπιση και μια πιο ανεξάρτητη αξιολόγηση,
–
να θεσπισθούν ειδικές διαδικασίες και να θεσπιστεί για τα κράτη μέλη, και ιδίως για τα μέλη της ζώνης του ευρώ, η υποχρέωση να αλληλοενημερώνονται και να ενημερώνουν την Επιτροπή όποτε πρόκειται να λάβουν αποφάσεις οικονομικής πολιτικής με αναμενόμενα αισθητά φαινόμενα διασποράς, που ενδέχεται να θέτουν σε κίνδυνο την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ),
–
να θεσπιστεί για τα κράτη μέλη η υποχρέωση να παρέχουν συμπληρωματικές πληροφορίες στην Επιτροπή, εάν υπάρξει η βάσιμη ανησυχία ότι οι εφαρμοζόμενες πολιτικές ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την ανάπτυξη στην Ένωση ή τη σωστή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, της ΟΝΕ, ή τους στόχους που ορίζει η ΕΕ, συγκεκριμένα με τη στρατηγική «Ευρώπη 2020»,
–
να λαμβάνεται υπόψη η αξιολόγηση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου στο πολυμερές πλαίσιο εποπτείας, ειδικά σε ό,τι αφορά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τις δοκιμές αντοχής, τα πιθανά φαινόμενα εξωτερικής και εσωτερικής διασποράς και τη συσσώρευση υπερβολικού ιδιωτικού χρέους,
–
να θεσπιστεί ένα αξιόπιστο και διαφανές πλαίσιο εποπτείας, που θα συγκροτείται σε δύο άξονες - οικονομικές πολιτικές και πολιτικές απασχόλησης - στη βάση των άρθρων 121 και 148 ΣΛΕΕ· στον άξονα που αφορά τις πολιτικές απασχόλησης, ως τμήμα της αναθεωρημένης και ενισχυμένης ευρωπαϊκής στρατηγικής για την απασχόληση, το πλαίσιο αυτό θα επιτρέψει την εκτίμηση της σκοπιμότητας των πολιτικών απασχόλησης υπό το πρίσμα των κατευθυντηρίων γραμμών για τις πολιτικές απασχόλησης, ώστε να καταστεί δυνατή μια ουσιαστική καθοδήγηση, λαμβάνοντας υπόψη την ευρωπαϊκή διάσταση και τα φαινόμενα διασποράς, και τη συνακόλουθη χάραξη της αντίστοιχης εσωτερικής πολιτικής. Επιπλέον, πρέπει να γίνουν έγκαιρες συστάσεις προληπτικής φύσης για να αντιμετωπισθούν οι βασικές αδυναμίες και οι προκλήσεις στις πολιτικές απασχόλησης και τις αγορές εργασίας των κρατών μελών,
–
να ενισχυθεί ο ρόλος της Επιτροπής Απασχόλησης, όπως ορίζεται από το άρθρο 150 ΣΛΕΕ – ειδικότερα για την αντιμετώπιση θεμάτων που αφορούν την διασυνοριακή απασχόληση – και ο ρόλος της Επιτροπής Κοινωνικής Προστασίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 160 ΣΛΕΕ,
–
να εξασφαλισθεί ότι, σε όλες τις δημοσιονομικές αξιολογήσεις, θα λαμβάνονται ρητά υπόψη οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις των κρατών μελών και ειδικότερα αυτές που αφορούν τις συντάξεις, την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και την κοινωνική προστασία, οι μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στην αντιμετώπιση των δημογραφικών εξελίξεων, καθώς και αυτές που αφορούν την παροχή βοήθειας, την εκπαίδευση και την έρευνα, αποδίδοντας ίση σημασία τόσο στη βιωσιμότητα όσο και στην επάρκεια. Θα πρέπει επίσης να γίνεται αξιολόγηση των κοινωνικών και εργασιακών επιπτώσεων αυτών των μεταρρυθμίσεων, ιδιαίτερα στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, ούτως ώστε να μην αποφασίζονται ρυθμίσεις χωρίς προηγούμενη μελέτη των επιπτώσεών τους στην απασχόληση και την κοινωνική προστασία στα κράτη μέλη,
–
ακόμη, να ενεργοποιηθεί η οριζόντια κοινωνική ρήτρα της Συνθήκης της Λισσαβώνας, λαμβάνοντας υπόψη τα κοινωνικά δικαιώματα και τους κοινωνικούς στόχους κατά τον καθορισμό νέων πολιτικών της ΕΕ,
–
να υπάρξει μέριμνα για την κατάλληλη συμμετοχή του ΕΚ στον κύκλο εποπτείας των οικονομικών πολιτικών και των πολιτικών απασχόλησης και στην αξιολόγηση των κοινωνικών επιπτώσεων των πολιτικών αυτών. Σε αυτό το πλαίσιο, η επιλογή του κατάλληλου χρόνου και της διαδικασίας εφαρμογής των ολοκληρωμένων κατευθυντηρίων γραμμών, ειδικότερα αυτών που αφορούν τις πολιτικές απασχόλησης, πρέπει να καθοριστούν κατά τρόπο που θα εξασφαλίζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επαρκή χρόνο για να εκπληρώσει τον γνωμοδοτικό του ρόλο, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 148, παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ,
–
να διαμορφωθεί ένα ενός αξιόπιστο και διαφανές πλαίσιο παρακολούθησης και αξιολόγησης των κατευθυντηρίων γραμμών για τις πολιτικές απασχόλησης, στη βάση των πρωταρχικών στόχων της ΕΕ, που θα συνοδεύεται από κατάλληλους δευτερεύοντες στόχους, δείκτες και πίνακες αποτελεσμάτων, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε κράτους μέλους, ανάλογα με το διαφορετικό σημείο εκκίνησης για κάθε χώρα,
–
να κληθούν το EPSCO και το ECOFIN και οι αντίστοιχες ομάδες εργασίας τους να ενισχύσουν τη συνεργασία τους, μεταξύ άλλων με τη διοργάνωση κοινών συνεδριάσεων ανά εξάμηνο, με στόχο την εξασφάλιση της ουσιαστικής ενοποίησης των πολιτικών τους.
Σύσταση 2: Ενίσχυση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ)
Η προς έκδοση νομοθετική πράξη (δυνάμει, μεταξύ άλλων, του άρθρου 126 ΣΛΕΕ), πρέπει να αποβλέπει ειδικότερα στην ενίσχυση του προληπτικού σκέλους του Συμφώνου και να περιλαμβάνει κυρώσεις και κίνητρα πιο αισθητά από οικονομική και πολιτική άποψη, και ταυτόχρονα να λαμβάνει δεόντως υπόψη τη δομή του εθνικού ελλείμματος και χρέους (περιλαμβανομένων των αφανών υποχρεώσεων), τον οικονομικό κύκλο -ώστε να αποφεύγεται μια δημοσιονομική πολιτική που ενισχύει τις κυκλικές τάσεις-, καθώς και τη φύση των εθνικών δημοσίων εσόδων και δαπανών που απαιτούνται για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα προωθήσουν την οικονομική ανάπτυξη. Όλα τα κράτη μέλη πρέπει να αποσκοπούν στην επίτευξη προόδου, όμως εκείνα που παρουσιάζουν μεγαλύτερα κενά πρέπει εν γένει να συμβάλλουν περισσότερο στην επίτευξη στόχων που αφορούν το μέγεθος του χρέους και τα ελλείμματα. Κατά την αξιολόγηση των ανισορροπιών στις τρέχουσες συναλλαγές θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη και οι δημογραφικές εξελίξεις. Η νομοθετική πράξη θα πρέπει να αποβλέπει στα εξής:
–
να ενσωματωθεί καλύτερα το κριτήριο του «χρέους» (η «πτυχή της βιωσιμότητας»)σε κάθε στάδιο της Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος (EDP) και να θεσπισθεί μια Διαδικασία Εποπτείας του Υπερβολικού Χρέους (EDSP) βάσει των επιπέδων ακαθάριστου χρέους. Η διαδικασία EDSP θα απαιτεί λεπτομερείς και τακτικές εκθέσεις σχετικά με τη δυναμική του χρέους και των ελλειμμάτων, καθώς και με τη διασύνδεση και την εξέλιξή τους, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε χώρας και επιτρέποντας διαφορετικά χρονοδιαγράμματα στην προσπάθεια κάθε κράτους μέλους να επανέλθει στις αξίες των στόχων που τίθενται στο ΣΣΑ· η Επιτροπή θα πρέπει να διαβουλεύεται με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τους ενδιαφερόμενους εθνικούς κοινωνικούς εταίρους, στο πλαίσιο της EDSP,
–
να λαμβάνονται αυστηρότερα υπόψη το επίπεδο του χρέους, το προφίλ του χρέους (περιλαμβανομένης της προθεσμίας εξόφλησης) και η δυναμική του (αξιολόγηση της βιωσιμότητας των δημοσίων οικονομικών) στο ρυθμό σύγκλισης με τον ειδικό ανά κράτος μέλος Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Στόχο (MTFO) που θα περιλαμβάνεται στα Προγράμματα Σταθερότητας και Σύγκλισης (ΠΣΣ),
–
να καθιερωθεί, ως μέρος του EDSP, ένα σαφές εναρμονισμένο πλαίσιο για τη μέτρηση και παρακολούθηση της δυναμικής του χρέους, συμπεριλαμβανομένων των αφανών και των απρόβλεπτων υποχρεώσεων, όπως των υποχρεώσεων του δημοσίου για την καταβολή συντάξεων και την παροχή δημοσίων εγγυήσεων (είτε πρόκειται για, μεταξύ άλλων, επιστροφή κεφαλαίου, καταβολή τόκων ή ροή απόδοσης) στις επενδύσεις σύμπραξης δημοσίου-ιδιωτικού τομέα, καθώς και του κόστους των επενδύσεων αυτών για τον κρατικό προϋπολογισμό σε βάθος χρόνου,
–
να καθιερωθεί ειδικό ανά κράτος διαφοροποιημένο χρονοδιάγραμμα για τη διεργασία δημοσιονομικής εξυγίανσης που θα επιτευχθεί το αργότερο έως το 2015, εν όψει της ευθυγράμμισης όλων των επιπέδων δημοσίου ελλείμματος προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στο ΣΣΑ,
–
να καθιερωθεί ένας εποπτικός μηχανισμός που θα περιλαμβάνει πιθανές δημόσιες προειδοποιήσεις και κλιμακούμενες κυρώσεις για τα κράτη μέλη που δεν επέτυχαν τον MTFO τους ή δεν τον πλησιάζουν με το συμπεφωνημένο ρυθμό καθώς και κίνητρα για όσους έχουν επιτύχει τον Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Στόχο τους ταχύτερα του αναμενομένου,
–
να θεσπιστούν ελάχιστοι κανόνες και κατευθυντήριες γραμμές για τις εθνικές δημοσιονομικές διαδικασίες (π.χ. ετήσια και πολυετή δημοσιονομικά πλαίσια) με σκοπό την εφαρμογή του άρθρου 3 του Πρωτοκόλλου αριθ. 12 περί Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος. Τα εθνικά αυτά πλαίσια θα πρέπει να περιλαμβάνουν επαρκείς πληροφορίες και για το σκέλος των δαπανών και για το σκέλος των εσόδων των σχεδιαζομένων δημοσιονομικών ενεργειών, ώστε να γίνει δυνατή μια πρακτική συζήτηση και ένας έλεγχος των δημοσιονομικών σχεδίων τόσο σε εθνικό όσο και σε ενωσιακό επίπεδο· χρειάζεται, επιπλέον, έργο σχετικά με τη συγκρισιμότητα των προϋπολογισμών των κρατών μελών όσον αφορά τις κατηγορίες δαπανών και εσόδων που ορίζουν και τις πολιτικές προτεραιότητες που αυτές αντικατοπτρίζουν,
–
να ενθαρρυνθεί η δημιουργία μηχανισμών έγκαιρης προειδοποίησης επί θεμάτων δημοσιονομικού ελέγχου σε εθνικό επίπεδο,
–
να θεσπιστούν από την Επιτροπή προκαθορισμένα και προειδοποιητικά μέτρα, τόσο στην προληπτική όσο και στην επανορθωτική κατεύθυνση του ΣΣΑ, ώστε να γίνει δυνατή η ανάληψη ενεργειών έγκαιρης προειδοποίησης τα οποία θα εφαρμόζονται σταδιακά,
–
να ενισχυθούν και τεθούν σε εφαρμογή αυτοί οι μηχανισμοί για τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ, έχοντας κατά νου πόσο στενές είναι οι διασυνδέσεις ανάμεσα στις οικονομίες της ζώνης του ευρώ και εκείνες εκτός αυτής, ιδίως όσες αναμένεται να ενταχθούν στη ζώνη του ευρώ, ως μέρος του νέου πλαισίου πολυμερούς εποπτείας και των βελτιωμένων μηχανισμών του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, και ειδικότερα της ισχυρότερης προσήλωσης στον Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Στόχο (MTFO),
–
να γίνουν οι αναγκαίες αλλαγές στην εσωτερική διαδικασία λήψης αποφάσεων της Επιτροπής, με τον αναγκαίο σεβασμό των αρχών διατυπώνονται στη ΣΛΕΕ, ώστε να διασφαλιστεί η ταχεία και αποτελεσματική εφαρμογή μηχανισμών επιβολής κυρώσεων, ιδίως για τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ,
–
να εξασφαλισθεί πως οι αποφάσεις περί του βαθμού συμμόρφωσης των κρατών μελών προς το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης θα πρέπει να λαμβάνονται από την Επιτροπή που θα ενεργεί ανεξάρτητα από το Συμβούλιο, ώστε να τηρούνται πλήρως οι αρχές του Συμφώνου.
Σύσταση 3: Ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης στη ζώνη του ευρώ από την Ευρωομάδα, καθώς και στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά
Αναγνωρίζοντας πόσο σημαντική είναι η συμμετοχή όλων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην επίτευξη οικονομικής σύγκλισης, αλλά αναγνωρίζοντας επίσης ότι οι χώρες της ζώνης του ευρώ είναι σε διαφορετική θέση από τα άλλα κράτη μέλη, δεδομένου ότι δεν διαθέτουν μηχανισμό συναλλαγματικής ισοτιμίας για να αναπροσαρμόσουν -εάν χρειαστεί- τις τιμές, και ότι μοιράζονται την ευθύνη της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης στο σύνολό της, οι νέοι κανόνες, που βασίζονται στις άλλες συστάσεις του παρόντος ψηφίσματος και στο άρθρο 136 ΣλΕΕ, καθώς και το συνημμένο Πρωτόκολλο (αριθ. 14) για την Ευρωομάδα, θα πρέπει να αποβλέπουν στα εξής:
–
να δημιουργηθεί ένα ειδικό πλαίσιο ενισχυμένης εποπτείας για την ζώνη του ευρώ, που θα εστιάζει στις υπερβολικές μακροοικονομικές αποκλίσεις, στην ανάπτυξη της οικονομίας, στα επίπεδα ανεργίας, στην ανταγωνιστικότητα των τιμών, στις πραγματικές συναλλαγματικές ισοτιμίες, στην πιστωτική μεγέθυνση και στην εξέλιξη των τρεχουσών συναλλαγών των συγκεκριμένων κρατών μελών,
–
να θεσπισθεί τακτικό πλαίσιο για τη βελτίωση του συντονισμού μεταξύ όλων των κρατών μελών της ΕΕ, για να παρακολουθείται και να προωθείται η οικονομική σύγκλιση και να συζητούνται οι ενδεχόμενες μακροοικονομικές ανισορροπίες εντός της Ένωσης,
–
να αυξηθεί η βαρύτητα των ετήσιων εκθέσεων εποπτείας της ζώνης του ευρώ, που θα βασίζονται σε τριμηνιαίες θεματικές εκθέσεις για πολλά μαζί κράτη και θα εστιάζουν, αφενός, στα πιθανά φαινόμενα διασποράς των συνεπειών των παγκοσμίων οικονομικών εξελίξεων και των πολιτικών και των περιστάσεων εκείνων που έχουν ιδιαίτερη επίπτωση σε ορισμένα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ και, αφετέρου, στην επίδραση την οποία μπορεί να έχουν οικονομικές αποφάσεις που λαμβάνονται από την ευρωομάδα σε σε χώρες και περιοχές εκτός της ζώνης του ευρώ· θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στον προσδιορισμό των πολιτικών που έχουν θετικές διασπειρόμενες συνέπειες, ιδίως στις περιόδους οικονομικής κάμψης, και, με τον τρόπο αυτόν, υποστηρίζουν τη διατήρηση της ανάπτυξης σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ,
–
να ενισχυθεί η γραμματεία του Προέδρου της Ευρωομάδας,
–
να προβλέπουν ώστε να αναλάβει ο Επίτροπος που είναι υπεύθυνος για τις οικονομικές και νομισματικές υποθέσεις την αντιπροεδρία της Επιτροπής και να του ανατεθεί να εξασφαλίζει ότι η οικονομική δραστηριότητα της Ένωσης έχει εσωτερική συνοχή, να εποπτεύει τον τρόπο με τον οποίον ασκεί η Επιτροπή τις αρμοδιότητές της που αφορούν οικονομικά, νομισματικά και σχετιζόμενα με τις χρηματοπιστωτικές αγορές θέματα και να συντονίζει άλλες πτυχές της οικονομικής δραστηριότητας της Ένωσης,
–
να βελτιωθεί η διαφάνεια και η λογοδοσία στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της Ευρωομάδας, μέσα από την καθιέρωση ενός τακτικού διαλόγου με τον Πρόεδρό της στο πλαίσιο της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και μέσα από την ταχεία δημοσίευση των αποφάσεων που λαμβάνει η Ευρωομάδα στην ιστοθέση της· να εξασφαλίζεται ότι από τα κράτη μέλη της ΕΕ που δεν ανήκουν στη ζώνη του ευρώ, τουλάχιστον εκείνα που έχουν αναλάβει την υποχρέωση να υιοθετήσουν το κοινό νόμισμα, έχουν πρόσβαση στον διάλογο που διεξάγεται εντός της Ευρωομάδας.
Σύσταση 4: Δημιουργία στέρεου και αξιόπιστου μηχανισμού πρόληψης και αντιμετώπισης των υπερβολικών χρεών για τη ζώνη του ευρώ
Θα πρέπει να γίνεται μια μελέτη επιπτώσεων και σκοπιμότητας πριν από την έγκριση κάθε νομοθετικής πράξης (βάσει των άρθρων 122, 125, 329 (ενισχυμένη συνεργασία) και 352 ΣλΕΕ ή οποιασδήποτε άλλης ενδεδειγμένης νομικής βάσης), η οποία δεν θα πρέπει να διαρκεί περισσότερο από ένα έτος, με σκοπό:
–
να δημιουργηθεί ένας μόνιμος μηχανισμός ή φορέας (Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο), μετά από την κατάλληλη εξέταση -η οποία δεν θα πρέπει να διαρκέσει περισσότερο από ένα έτος- των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων του, ο οποίος θα επιβλέπει τις εξελίξεις στο πεδίο του εξωτερικού δημοσίου χρέους και θα συμπληρώνει το ΣΣΑ ως ύστατος μηχανισμός για περιπτώσεις όπου η χρηματοδότηση μέσω των αγορών δεν είναι πλέον δυνατή για μια κυβέρνηση και/ή κράτος μέλος που είναι εκτεθειμένο σε προβλήματα ισοζυγίου πληρωμών· θα βασίζεται σε υφιστάμενους μηχανισμούς (Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (EFSF), ευρωπαϊκός μηχανισμός χρηματοοικονομικής σταθεροποίησης και Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης του Ισοζυγίου Πληρωμών) και θα περιλαμβάνει σαφείς κανόνες, μεταξύ άλλων σχετικά με τα εξής:
α)
τα κριτήρια συμμετοχής, όπως η εκπλήρωση των ελάχιστων υποχρεώσεων όσον αφορά τους εθνικούς δημοσιονομικούς κανόνες και όργανα,
β)
τη διαδικασία λήψης αποφάσεων και τη χρηματοδότηση
γ)
τις προϋποθέσεις κατ' εξαίρεση δανεισμού,
δ)
την εποπτεία, και
ε)
τα έσοδα και τις εξουσίες.
Ο μηχανισμός αυτός δεν θα πρέπει να περιορίζει την εξουσία της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής να ορίζει τον προϋπολογισμό της ΕΕ στο κατάλληλο επίπεδο, να αποτρέπει τον ηθικό κίνδυνο («moral hazard») και να διατηρεί συνεκτικότητα προς τις αρχές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις και τις συνέπειες παράβασής τους. Θα πρέπει επίσης να εξετασθεί προσεκτικά το εάν θα μπορούσαν ενδεχομένως να συμμετάσχουν στον ευρωπαϊκό μηχανισμό σταθεροποίησης χώρες που δεν ανήκουν στη ζώνη του ευρώ, κατά περίπτωση και εφόσον πληρούνται ορισμένα προκαθορισμένα κριτήρια,
–
να ενημερώνεται το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τις αναμενόμενες συνέπειες επί της πιστοληπτικής αξιολόγησης της ΕΕ:
α)
από τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού μηχανισμού χρηματοοικονομικής σταθεροποίησης,
β)
από την εξαντλητική χρήση της πίστωσης,
–
να παρέχεται επαρκή πληροφόρηση σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του ευρωπαϊκού μηχανισμού χρηματοοικονομικής σταθεροποίησης σε σχέση με τα όρια του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου (ΠΔΠ)· δεδομένων των πιθανών εκτεταμένων δημοσιονομικών συνεπειών, να μελετήσει περισσότερο τον ευρωπαϊκό μηχανισμό χρηματοοικονομικής σταθεροποίησης πριν από την έγκριση του κανονισμού ΠΔΠ,
–
να επιτραπεί η συμμετοχή και των δύο κλάδων της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής στις αποφάσεις σχετικά με τον αντίκτυπο που θα μπορούσε να έχει αυτός ο μηχανισμός επί του προϋπολογισμού της ΕΕ,
–
να υποστηριχθεί η θέση ότι οποιεσδήποτε δημοσιονομικές ανάγκες που συνδέονται με αυτόν τον μηχανισμό πρέπει να χρηματοδοτούνται μέσω ad hoc αναθεωρήσεως του ΠΔΠ, προκειμένου να εξασφαλίζεται έγκαιρα η επαρκής συμμετοχή της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής.
Σύσταση 5: Αναθεώρηση των δημοσιονομικών και χρηματοπιστωτικών μηχανισμών της ΕΕ
Θα πρέπει να εγκριθεί νομοθετική πράξη ή να εκπονηθεί μελέτη σκοπιμότητας εντός δωδεκαμήνου που να αποβλέπει στα εξής:
–
να εκπονηθεί, εντός ενός έτους, μελέτη σκοπιμότητας για τη δημιουργία μακροπρόθεσμα ενός συστήματος στο πλαίσιο του οποίου τα κράτη μέλη θα μπορούν να συμμετέχουν στην έκδοση κοινών ευρωπαϊκών ομολόγων, η οποία θα εξετάζει τη φύση, τους κινδύνους και τα πλεονεκτήματα · η αξιολόγηση αυτή θα πρέπει να προσδιορίζει τις διαφορετικές νομικές δυνατότητες και στόχους, όπως η χρηματοδότηση μακροπρόθεσμης σημασίας ευρωπαϊκών υποδομών και στρατηγικών σχεδίων, μέσω ομολόγων έργου· τα θετικά και αρνητικά στοιχεία όλων των δυνατοτήτων θα πρέπει να αναλύονται, λαμβάνοντας υπόψη και τον πιθανό ηθικό κίνδυνο («moral hazard») για τους συμμετέχοντες,
–
να ενισχυθεί και να επικαιροποιηθεί, λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους του προγράμματος Ευρώπη 2020, η πολιτική της Ένωσης στον τομέα της συνοχής, σε στενή συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), με σκοπό τη μείωση των διαρθρωτικών αδυναμιών, τον περιορισμό των αποκλίσεων όσον αφορά την κοινωνική πρόνοια, την ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των οικονομικά ασθενέστερων περιφερειών, διευκολύνοντας, ιδιαίτερα, τις χρηματοδοτικές ανάγκες των ΜΜΕ και την επιτυχή συμμετοχή τους στην εσωτερική αγορά,
–
επαναλαμβάνει τη σημασία της ανεξαρτησίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία είναι ουσιαστικής σημασίας για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της οικονομίας ελεύθερης αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
–
να διατηρηθεί ο σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στη δημοσιονομική και τη νομισματική πολιτική, για να μην τεθεί σε κίνδυνο η ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας,
–
να αναπτυχθούν κοινές δημοσιονομικές αρχές, όσον αφορά την ποιότητα των δημοσίων δαπανών (για τους εθνικούς προϋπολογισμούς και για τον προϋπολογισμό της ΕΕ), και μια δέσμη κοινών πολιτικών και μέσων για την υποστήριξη της στρατηγικής της Ευρώπης του 2020, όπου θα διατηρείται ισορροπία ανάμεσα στην επίτευξη των στόχων δημοσιονομικής πειθαρχίας και τη διευκόλυνση της μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης της βιώσιμης απασχόλησης και των επενδύσεων,
–
να δημιουργηθεί ένα σαφές πλαίσιο για μια ανανεωμένη κοινή προσπάθεια, με ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς πόρους και χρηματοπιστωτικούς πόρους της ΕΤΕπ, για μια περαιτέρω μόχλευση των δημοσιονομικών πόρων στο προσεχές Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο, χάρη στην τεχνογνωσία της ΕΤΕπ σε θέματα χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων, στην προσήλωσή της στις πολιτικές της ΕΕ και στον κεντρικό ρόλο της ανάμεσα στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, και να τονωθεί η αντικυκλική διάσταση των προγραμμάτων που χρηματοδοτεί η ΕΤΕπ και των πόρων συνοχής,
–
να συγκροτηθεί μια υψηλόβαθμη ομάδα εργασίας για τη φορολογική πολιτική, υπό την προεδρία της Επιτροπής, με εντολή να επεξεργαστεί, εντός ενός έτους, τον χάρτη πορείας για μια στρατηγική και πραγματιστική θεώρηση των ζητημάτων φορολογικής πολιτικής, αποδίδοντας ιδιαίτερη σημασία στο θέμα της αντιμετώπισης της φοροαπάτης και των φορολογικών παραδείσων και στην ενίσχυση του κώδικα δεοντολογίας για τη φορολογία των επιχειρήσεων, ενώ θα αντιμετωπίζει σε βάθος τον αθέμιτο φορολογικό ανταγωνισμό και θα διευρύνει την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών, διευκολύνοντας έτσι την εφαρμογή φορολογικών μεταρρυθμίσεων που θα προωθούν την οικονομική ανάπτυξη, διερευνώντας παράλληλα τη δυνατότητα θέσπισης νέων μέσων· η εξωτερική ατζέντα της ΕΕ σε θέματα φορολογίας, ιδίως στο πλαίσιο της Ομάδας G20, πρέπει να αναλυθεί από αυτή την υψηλού επιπέδου ομάδα φορολογικής πολιτικής,
–
να συγκροτηθεί υψηλόβαθμη ομάδα πολιτικής υπό την προεδρία της Επιτροπής με εντολή να μελετήσει ενδεχόμενες θεσμικές αλλαγές στο πλαίσιο των εν εξελίξει μεταρρυθμίσεων στην οικονομική διακυβέρνηση, περιλαμβανομένης της δυνατότητας δημιουργίας ενός Ευρωπαϊκού Κοινού Θησαυροφυλακίου, με στόχο να δοθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση δικές της πηγές χρηματοδότησης, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, για να μειωθεί η εξάρτηση από τις μεταφορές πόρων από τα κράτη μέλη,
–
να ενισχυθεί η εσωτερική αγορά με την προαγωγή του ηλεκτρονικού και διεθνικού εμπορίου, με την απλοποίηση των τηλεματικών διαδικασιών πληρωμής και με την εναρμόνιση των φορολογικών μηχανισμών, με σκοπό την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Σύσταση 6: Παροχή ρύθμισης και εποπτείας της χρηματοπιστωτικής αγοράς με σαφή μακροοικονομική διάσταση
Η προς έγκριση νομοθετική πράξη θα πρέπει:
–
να εξασφαλίζει ότι οιεσδήποτε νομοθετικές πρωτοβουλίες σχετικά με τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες συνάδουν με τις μακροοικονομικέ ς πολιτικές για να υπάρχουν εγγυήσεις για την απαραίτητη διαφάνεια και σταθερότητα της αγοράς και συνεπώς για να τονώνεται η εμπιστοσύνη στις αγορές και την οικονομική ανάπτυξη,
–
να προάγει τρόπους επίτευξης συνεπούς υλοποίησης των απαιτήσεων κεφαλαίου του πυλώνα II ως απόκριση σε συγκεκριμένες φούσκες τιμών στοιχείων του ενεργητικού ή θέματα προσφοράς χρήματος,
–
να ρυθμίζει τις διασυνδέσεις μεταξύ χρηματοπιστωτικών αγορών και μακροοικονομικής πολιτικής, ώστε να εξασφαλίζεται σταθερότητα, διαφάνεια και λογοδοσία και να περιορισθούν τα κίνητρα για ανάληψη υπέρμετρου κινδύνου,
–
να προβλέπει για την αποτίμηση σε τακτική βάση των εξελίξεων των τιμών των στοιχείων ενεργητικού και την πιστωτική μεγέθυνση στα κράτη μέλη και τον αντίκτυπο που έχουν τα μεγέθη αυτά στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και στις εξελίξεις στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, καθώς και στις πραγματικές συναλλαγματικές ισοτιμίες των κρατών μελών,
–
να δοθούν στις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές οι αποκλειστικές εξουσίες εποπτείας των μεγάλων διασυνοριακών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Σύσταση 7: Βελτίωση της αξιοπιστίας των ευρωπαϊκών στατιστικών
Η προς έγκριση νομοθετική πράξη θα πρέπει:
–
να διασφαλίζει την αυστηρή τήρηση των συμπεφωνημένων πολιτικών δεσμεύσεων στα στατιστικά ζητήματα,
–
να ενισχύσει τις ερευνητικές εξουσίες της Επιτροπής (Eurostat), όπως π.χ. τις αιφνιδιαστικές επιτόπιες επιθεωρήσεις και την πρόσβαση σε όλες τις λογιστικές και δημοσιονομικές πληροφορίες, περιλαμβανομένων συνεδριάσεων με άτομα ή υπηρεσίες που έχουν γνώση αυτών των πληροφοριών, όπως είναι ανεξάρτητοι οικονομολόγοι, οργανώσεις των εργοδοτών και συνδικάτα, με σκοπό την ποιοτική αξιολόγηση των δημοσίων οικονομικών. Εάν κρίνεται σκόπιμο, τα μέτρα αυτά πρέπει να συνοδεύονται από αύξηση του προϋπολογισμού και των ανθρωπίνων πόρων της,
–
να απαιτεί από τα κράτη μέλη να παρέχουν στην Επιτροπή (Eurostat) τα δεδομένα που είναι σύμφωνα προς τις βασικές στατιστικές αρχές που ορίζει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, περί των ευρωπαϊκών στατιστικών(15),
–
να απαιτεί από τα κράτη μέλη να αναφέρουν ποιά από τα παρεχόμενα στην Επιτροπή (Eurostat) στοιχεία υποστηρίζονται από έκθεση ανεξάρτητου λογιστικού ελεγκτή,
–
να θεσπίζει οικονομικές κα μη οικονομικές κυρώσεις για παρασχεθέντα στοιχεία μη σύμφωνα προς τις βασικές στατιστικές αρχές που ορίζει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 223/2009,
–
να επανεξετάζει την ανάγκη πιο εναρμονισμένων στοιχείων για το πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης που προτείνεται σε αυτό το Παράρτημα· ειδικότερα, να διασφαλίζει το κατάλληλο ποιοτικό πλαίσιο για τις ευρωπαϊκές στατιστικές που είναι αναγκαίες για τη βελτίωση του πλαισίου αναλυτικής εποπτείας, συμπεριλαμβανομένου ενός πίνακα ελέγχου, με σκοπό την αποτελεσματική πολυμερή εποπτεία που προβλέπει η Σύσταση 1,
–
να εναρμονίζει τα στοιχεία των δημοσίων οικονομικών βάσει τυποποιημένων και διεθνώς αποδεκτών λογιστικών μεθόδων,
–
να διασφαλίζει τη συνεπή και ανοικτή δημοσιοποίηση ορισμένων εκτός ισολογισμού υποχρεώσεων, ιδίως σε ό,τι αφορά μελλοντικές πληρωμές που θα απαιτηθούν για τις συντάξεις του δημοσίου τομέα και για μακροχρόνιες συμβάσεις με τον ιδιωτικό τομέα για τη μακροχρόνια μίσθωση (leasing) ή διάθεση δημοσίων εγκαταστάσεων.
Σύσταση 8: Βελτίωση της εξωτερικής εκπροσώπησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα των Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων
Η προς έγκριση νομοθετική πράξη (βάσει του άρθρου 138 ΣλΕΕ) θα πρέπει:
–
να επιδιώξει μια συμφωνία για την εκπροσώπηση της ζώνης του ευρώ/ΕΕ στο ΔΝΤ και σε όποια άλλα αρμόδια χρηματοπιστωτικά όργανα χρειαστεί,
–
να επανεξετάσει τις διευθετήσεις για την εκπροσώπηση της ζώνης του ευρώ/ΕΕ σε άλλα διεθνή όργανα για ζητήματα οικονομικής, νομισματικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας,
–
να περιλαμβάνει, κατά το πνεύμα των διατάξεων της ΣΛΕΕ, διαδικασία για πλήρη ενημέρωση και συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πριν από την έγκριση απόφασης δυνάμει του άρθρου 138 της ανωτέρω Συνθήκης,
–
να θεσπίζει σαφή και στοχοθετημένη διεθνή ατζέντα της ζώνης του ευρώ/ΕΕ, η οποία να εγγυάται διεθνείς συνθήκες επί ίσοις όροις για τη δημοσιονομική, τη σχετική με την καταπολέμηση της απάτης και τον δημοσιονομικό κανονισμό και τη σχετική με την άσκηση εποπτείας ατζέντα της ΕΕ,
–
παράλληλα με τα μέτρα που μπορούν και πρέπει να ληφθούν το ταχύτερο δυνατό εντός του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου, να ξεκινήσει προβληματισμός για τον προσδιορισμό των ορίων αυτού του πλαισίου και να αναπτυχθούν ιδέες για μια αναθεώρηση των συνθηκών η οποία θα επιτρέπει την εφαρμογή των απαραίτητων μηχανισμών και δομών για μια συνεκτική και αποτελεσματική οικονομική διακυβέρνηση, καθώς και μια πραγματική μακροοικονομική σύγκλιση μεταξύ των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ και της ΕΕ γενικότερα.
1 «Μια νέα στρατηγική για την ενιαία αγορά - στην υπηρεσία της ευρωπαϊκής οικονομίας και κοινωνίας»: έκθεση προς τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, από τον καθηγητή Mario Monti, 9 Μαΐου 2010.